Τώρα τελευταῖα κατά κόρον ἔχει ὑποστηριχθῆ ἀπό µερικούς ὅτι ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική» καί αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅµως µποροῦµε νά χρησιµοποιήσουµε τόν ὅρο «Ἐκκλησίες» καί γιά τούς ἑτεροδόξους καί στήν περίπτωση αὐτή πρόκειται γιά «τεχνικό ὅρο (terminus technicus)».
Ἡ ἄποψη αὐτή προκαλεῖ ἰδιαίτερη ἐντύπωση, γιατί δέν γράφεται µόνον σέ κείµενα, ἀλλά ὑποστηρίζεται καί ἀπό Ἐπισκόπους καί µάλιστα σέ Συνοδικά Ὄργανα, γιά νά ὑποστηριχθῆ ἡ ἀπόφαση τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς Κρήτης ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν τῶν µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν».
Φυσικά ἔχω διαφορετική ἄποψη, τήν ὁποία θά ἤθελα νά διατυπώσω στό κείµενο αὐτό.
1. Τι σηµαίνει «τεχνικός όρος» [1]
«Τεχνικός ὅρος» (terminus technicus), σύµφωνα µέ τό Λεξικό τοῦ Γ. Μπαµπινιώτη, εἶναι «ὅρος τόν ὁποῖον χρησιµοποιεῖ µιά τέχνη, µιά ἐπιστήµη ἤ µιά ἐπαγγελµατική εἰδικότητα».
Ἄν ἀνατρέξουµε στήν Πύλη γιά τήν Ἑλληνική Γλώσσα καί στήν ἀναφορά στίς εἰδικές γλῶσσες[2] θά συµπεράνουµε ὅτι τεχνικός ὅρος (terminus technicus) εἶναι ὁ ὅρος πού χρησιµοποιεῖται στό πλαίσιο µιά τεχνικῆς γλώσσας, τῶν ἐπιστηµόνων κάθε εἰδικότητας, ὅταν ἐξετάζουν ζητήµατα τῆς εἰδικότητάς τους. Τεχνικός ὅρος, δηλαδή, εἶναι ὁ ὅρος πού χρησιµοποιεῖται γιά νά περιγραφοῦν ἀντικείµενα ἢ ἔννοιες πού εἴτε δέν ἔχουν ὄνοµα στήν τρέχουσα χρήση εἴτε καλύπτουν τήν ἀνάγκη νά περιγράψουν µέ ἕναν ὅρο πιό συγκεκριµένο, ἀποκλείοντας κάθε ἀµφισηµία, ἀντικείµενα τά ὁποῖα ἡ κανονική γλώσσα (τό κοινό λεξιλόγιο) ἤδη περιγράφει. Μέ ἄλλα λόγια τεχνικός ὅρος µπορεῖ νά εἶναι µιά νέα δηµιουργηµένη λέξη ἢ µιά λέξη ὑπαρκτή στό κοινό λεξιλόγιο µέ πιό συγκεκριµένη σηµασία, λίγο ἢ πολύ διαφορετική ἀπό τήν σηµασία πού ἔχει στό κοινό λεξιλόγιο.
Στήν συγκεκριµένη περίπτωση, δηλαδή, στό κείµενο τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἡ ἔκφραση «τεχνικός ὅρος» σηµαίνει ὅτι δέν ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτές οἱ «Χριστιανικές κοινότητες καί ὁµολογίες» εἶναι Ἐκκλησία, ἀλλά χρησιµοποιεῖται ἡ λέξη Ἐκκλησία γιά τίς Χριστιανικές αὐτές ὁµάδες συµβατικά, χάριν συνεννοήσεως µεταξύ µας.
Μέ βάση τόν ὁρισµό τοῦ τεχνικοῦ ὅρου στόν ὁποῖο καταλήξαµε βασιζόµενοι σέ ὑλικό πού ἀντλήσαµε ἀπό τήν Πύλη γιά τήν Ἑλληνική Γλώσσα,θά µπορούσαµε νά ἐπισηµάνουµε τά ἀκόλουθα σχετικά µέ τήν χρήση τοῦ ὅρου Ἐκκλησία ὡς τεχνικοῦ ὅρου:
Οἱ τεχνικοί ὅροι ἀποτελοῦν προϊόν συµφωνίας µεταξύ τῶν ἐπιστηµόνων, ἡ σηµασία τους προσδιορίζεται µέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια καί σαφήνεια καί χρησιµοποιοῦνται ἀπό τούς εἰδικούς κάθε τοµέα γιά λόγους συνεννόησης προκειµένου νά ἀποφευχθῆ ἡ ἀµφισηµία. Ἀπό τήν στιγµή ὅµως πού τό περιεχόµενο µιᾶς λέξης τίθεται ἐν ἀµφιβόλῳ καί ἐγείρει συζητήσεις, εἶναι προφανές ὅτι ἡ χρήση της δέν προσδιορίζεται µέ ἀκρίβεια καί δέν ἀποτελεῖ προϊόν συµφωνίας, αὐτοκαταργεῖται ὡς τεχνικός ὅρος.
Οἱ τεχνικοί ὅροι ἐξάλλου καταχωρίζονται σέ εἰδικά λεξικά ὁρολογίας καί καθιερώνονται. Ἑποµένως δέν χρησιµοποιοῦνται εὐκαιριακά καί συµβατικά χάριν συνεννοήσεως γιά νά ἐξυπηρετήσουν µιά συγκεκριµένη περίσταση. Στήν περίπτωση δηλαδή τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἡ χρήση τῆς λέξης Ἐκκλησία καί γιά τίς ἑτερόδοξες ὁµολογίες προτείνεται γιά νά ἐξυπηρετήση µιά σύµβαση καί µιά ἀνάγκη ἐπικοινωνίας µέ τήν ἐπίγνωση ὅτι, στήν συγκεκριµένη περίπτωση, καταχρηστικά, χρησιµοποιεῖται ἡ λέξη µέ διαφορετική σηµασία ἀπό αὐτή στήν ὁποία εἶχε συµφωνηθῆ ἀρχικά. Στήν προκειµένη περίπτωση ὅµως δέν ἔχουµε νά κάνουµε µέ τεχνικό ὅρο, ἀλλά µέ ἐπιλογή µιᾶς ἀπό τίς σηµασίες τῆς λέξης.
Πράγµατι, ἄν ἀνατρέξουµε στά λεξικά θά παρατηρήσουµε ὅτι παρατίθενται οἱ διαφορετικές σηµασίες τῆς λέξης. Ἀκριβῶς αὐτός ὅµως εἶναι ὁ σκοπός τῶν λεξικῶν, νά παραθέτουν τίς σηµασίες µιᾶς λέξης καί νά ἀποτυπώνουν τήν χρήση τους µέ τήν παράθεση παραδειγµάτων.
Τά πράγµατα ὅµως εἶναι διαφορετικά σέ ἕνα κείµενο. Ἡ σηµασία τῆς λέξης µέσα στό κείµενο δέν µπορεῖ παρά νά προσδιορισθῆ, ὅπως µᾶς ἔχει µάθει ἡ Γλωσσολογία, καί συγκεκριµένα ἡ Πραγµατολογία, ἀπό τό «συµφραστικό πλαίσιο –γλωσσικό καί ἐξωγλωσσικό– τῆς ἐκφώνησης» [3] . Ἡ σηµασία, δηλαδή, εἶναι στενά συναρτηµένη µέ τήν περίσταση, τίς συνθῆκες τοῦ χώρου, τοῦ χρόνου, τοῦ ἐπιδιωκόµενου στόχου κλπ. Ἑποµένως, ἡ σηµασία τῆς λέξης Ἐκκλησία στό συγκεκριµένο ἐκκλησιολογικό κείµενο τῆς Μεγάλης Συνόδου µπορεῖ νά προσδιορισθῆ µόνο σέ σχέση µέ ἄλλα ὁµόλογα δογµατικά - ἐκκλησιολογικά κείµενα –ἐνῶ, ὅπως θά τονισθῆ πιό κάτω, ὁ «τεχνικός ὅρος» χρησιµοποιεῖται ὡς οὐσιαστικός ὅρος– καί µέ ἐσωτερικά κειµενικά κριτήρια.
Τέλος, δέν µποροῦµε νά συνδέουµε τόν «τεχνικό ὅρο» µέ τήν ἀποφατικότητα. Κατ' ἀρχήν ἡ ἔννοια τῆς ἀποφατικότητας ἀφορᾶ µόνο τόν Θεό, ὅπως θά ποῦµε παρακάτω, καί δέν µποροῦµε ξαφνικά νά κάνουµε διεσταλµένη ἑρµηνεία τοῦ ἀποφατισµοῦ καί γιά τόν ὅρο Ἐκκλησία, µόνο καί µόνο ἐπειδή µᾶς ἐξυπηρετεῖ. Ἐξάλλου, ἡ ἔννοια τοῦ «τεχνικοῦ ὅρου» βρίσκεται στόν ἀντίποδα τῆς ἀποφατικῆς ἔκφρασης. Ἡ ἀποφατικότητα ἀφορᾶ κυρίως τήν ἀδυναµία ὁρισµοῦ καί ἀκριβοῦς ὀνοµατοδοσίας. Ὁ «τεχνικός ὅρος» ἀντίθετα ἀποτελεῖ ἀπόπειρα ἀκριβοῦς, κατά τό δυνατόν, προσδιορισµοῦ µιᾶς ἔννοιας.
Πάντως, ἡ χρήση «τεχνικός ὅρος» γιά τίς ἄλλες Χριστιανικές Ὁµολογίες στήν πραγµατικότητα εἶναι παραπλανητική καί θά ἐξηγήσω στήν συνέχεια τούς λόγους πού ὑποστηρίζουν τήν ἄποψή µου αὐτή.
2. Οἱ «τεχνικοί ὅροι» σέ ὁµολογιακά κείµενα
Στόν καθηµερινό λόγο καί τήν ἐπικοινωνία µέ Χριστιανούς ἄλλων Ὁµολογιῶν χρησιµοποιεῖται ὁ ὅρος Ἐκκλησία καταχρηστικά καί συγκαταβατικά, χάριν µιᾶς συνεννοήσεως, διότι ἔτσι αὐτοπροσδιορίζονται οἱ ὁµάδες αὐτές. Ὁ ὅρος Ἐκκλησία χρησιµοποιεῖται καί µέ τήν κοινωνική ἔννοια (ἡ Ἐκκλησία τοῦ ∆ήµου) καί γιά τίς θρησκευτικές καί παραθρησκευτικές ὁµάδες (Ἐκκλησία τοῦ Σατανᾶ).
Στήν πρόσφατη ἐπίσκεψή µου στήν Ἀµερική µέ πληροφόρησαν ὅτι περίπου 55.000 «Χριστιανικές» ὁµάδες αὐτοαποκαλοῦνται «Ἐκκλησίες». Τό ἐνδιαφέρον δέ εἶναι ὅτι ὅλες αὐτές οἱ «Χριστιανικές ὁµάδες» δέν πληροῦν τούς ὅρους καί τίς προϋποθέσεις γιά νά γίνουν µέλη τοῦ «Παγκοσµίου Συµβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν».
Εἶναι γνωστόν ὅτι γιά νά γίνη κάποια «Χριστιανική ὁµάδα» µέλος τοῦ «Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν» πρέπει νά ὑποβάλη αἴτηση καί νά γίνη ἔρευνα ἄν πληροῖ τίς προϋποθέσεις γιά νά θεωρηθῆ µέλος του. Αὐτή ἡ διαδικασία διαρκεῖ ἕνα µεγάλο χρονικό διάστηµα.
Ἔτσι, ὅσες ὁµάδες χρησιµοποιοῦν τόν ὅρο «Ἐκκλησία» δέν εἶναι «Ἐκκλησίες», ἁπλῶς αὐτοαποκαλοῦνται ἔτσι. Τό ὅτι τό κείµενο πού ἐξεδόθη ἀπό τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Κρήτης δέν κάνει αὐτήν τήν διασάφηση-ἐπεξήγηση, ἀλλά χαρακτηρίζει ὅλες τίς «Χριστιανικές ὁµάδες» ὡς «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες καί ὁµολογίες» εἶναι προβληµατικό.
Σέ ἄλλο κείµενό µου, τό ὁποῖο κατέθεσα καί στά Πρακτικά τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», ὑποστήριξα ὅτι ἡ χρήση τοῦ ὅρου Ἐκκλησία καί γιά τίς ἑτερόδοξες Χριστιανικές Κοινότητες - Ὁµολογίες, ἀπό παλαιούς καί συγχρόνους Πατέρας, Ἐπισκόπους καί θεολόγους, δέν σηµαίνει ὅτι µπορεῖ νά θεωρηθῆ ὡς δικαιολογία γιά τήν χρησιµοποίηση τοῦ ὅρου αὐτοῦ καί στήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Καί αὐτό γιατί πρέπει νά γίνη σαφής διασάφηση-ἐπεξήγηση. Ἄλλο εἶναι νά χρησιµοποιῆται ἐνδεχοµένως ἡ λέξη Ἐκκλησία καταχρηστικά και συµβατικά γιά ἑτερόδοξες ὁµάδες, ἄν καί δέν πιστεύουµε ὅτι εἶναι πραγµατικά µέλη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καί ἄλλο εἶναι νά τεθῆ σέ κείµενο τῆς Μεγάλης αὐτῆς Συνόδου, ὡς δογµατική καί κανονική ἀπόφασή της. Ὅπως εἴπαµε καί παραπάνω, ἡ χρήση καί ἡ σηµασία µιᾶς λέξης προσδιορίζεται ἀνάλογα µέ τό συµφραστικό πλαίσιο στό ὁποῖο ἐντάσσεται.
Τό ἐρώτηµα εἶναι καίριο: Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἤ ὄχι; Ἄν εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, συνέχεια τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων, τότε δέν µπορεῖ στίς ἀποφάσεις της νά χρησιµοποιῆ τίς λέξεις ὡς ὑποτιθέµενους «τεχνικούς ὅρους». ∆έν µπορῶ νά διανοηθῶ ὅτι οἱ Πατέρες τῶν Α΄ καί Β΄ Οἰκουµενικῶν Συνόδων πού ἀποφάσισαν τό «Σύµβολο τῆς Πίστεως» θά µποροῦσαν νά χρησιµοποιήσουν «τεχνικούς ὅρους», ἤ οἱ µετέπειτα Πατέρες τῶν ἄλλων Οἰκουµενικῶν Συνόδων πού ἀποφάσισαν γιά χριστολογικά θέµατα θά µποροῦσαν νά χρησιµοποιήσουν «τεχνικούς ὅρους». Τέτοιες ἀπόψεις εἶναι ἀπαράδεκτες ἀπό κάθε πλευρᾶς.
Οἱ Οἰκουµενικές Σύνοδοι, ὡς γνωστόν, ἔδωσαν µάχες γιά τήν ἀκριβῆ χρήση τῶν λέξεων - ὅρων πού ἀφοροῦσαν δογµατικᾶ ζητήµατα. Γιά κανέναν λόγο δέν µπορεῖ ἕνας σοβαρός ἄνθρωπος νά ὑποστηρίξη ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος καί ὅµως ταυτόχρονα µέ συνείδηση τῶν Ἱεραρχῶν - θεολόγων νά περιλαµβάνη στίς ἀποφάσεις της «τεχνικούς ὅρους» καί µάλιστα σέ σοβαρά ἐκκλησιολογικά θέµατα, τά ὁποῖα ταυτόχρονα εἶναι Χριστολογικά θέµατα.
Πάντως, ἡ ἀντίληψη τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» ὡς «τεχνικοῦ ὅρου» παραπέµπει καί στήν πολιτική ὑστεροβουλία τῶν µονοθελητῶν, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ µιλοῦσαν γιά τό ἕνα θέληµα τοῦ Χριστοῦ, βεβαίωναν τόν ἅγιο Μάξιµο ὅτι δέν ἐννοοῦν ἕνα θέληµα στόν Χριστό γιά ἀµφότερες τίς φύσεις Του, ἀλλά τό γράφουν ἔτσι γιά νά ἠρεµήση ὁ κόσµος καί νά εἰρηνεύση ἡ οἰκουµένη… Τοῦ λοιποῦ προωθοῦσαν τό ἕνα θέληµα µέ τήν ἐλπίδα ἐγκόλπωσης τῶν µονοφυσιτῶν στήν αὐτοκρατορική Ἐκκλησία.
Ἡ συσχέτιση µέ τό σήµερα εἶναι προφανής. Ἀπό τήν µιά ὁ ὅρος Ἐκκλησία χρησιµοποιεῖται δῆθεν ὡς «τεχνικός ὅρος», χωρίς νά σηµαίνη ἀπόδοση ἐκκλησιαστικότητας στούς ἑτεροδόξους, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη στήν συζήτηση µέσα στήν ἴδια τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης γιά τούς µεικτούς γάµους, θεµελιωνόταν τό ἔγκυρο τοῦ βαπτίσµατος τῶν ἑτεροδόξων καί συναφῶς τῆς ἀπόδοσης ἐκκλησιαστικότητας στίς κοινότητές τους. Αὐτό τό θέµα θά τό δοῦµε πιό κάτω.
3. Τό πράγµα καί τό ὄνοµα, ὡς πρός τόν ὅρο ἘκκλησίαἘκκλησίες
Γιά νά ὑποστηριχθῆ ὅτι ὁ ὅρος Ἐκκλησία εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἐπιστρατεύθηκε τό ἐπιχείρηµα ὅτι στήν πατερική παράδοση ὑφίσταται διάκριση µεταξύ τοῦ πράγµατος καί τῶν ὀνοµάτων (ὅρων-λέξεων), ὅπως φαίνεται στήν ἀντιµετώπιση τῶν θεωριῶν τοῦ Εὐνοµίου ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας.
Τό ὅτι οἱ ὅροι δέν περιγράφουν τήν φύση τῶν πραγµάτων εἶναι κοινός πατερικός τόπος γιά ὅλα τά πράγµατα καί µάλιστα ἀκόµα καί τά κτιστά. Συνεπῶς ἡ ὅποια ἀποφατικότητα –χρησιµοποιώντας ἐδῶ αὐτόν τόν ἐντελῶς ἀδόκιµο ὅρο– ἀφορᾶ ὅλα τά πράγµατα, τά ὁποῖα στό σύνολό τους γνωρίζονται ἀπό τίς ἐνέργειές τους, ἐνῶ ἡ φύση τους παραµένει ἄγνωστη. Ἑποµένως, ἡ ὅλη εἰσαγωγή τῆς καππαδοκικῆς ἐπιχειρηµατολογίας περισσότερο χρησιµοποιεῖται ρητορικά µέ σκοπό νά ρίξη τόν «λίθο τοῦ ἀναθέµατος» στούς µή δεχοµένους τόν ὅρο Ἐκκλησία γιά τούς ἑτεροδόξους παρά γιά νά κοµίση ἕνα θεολογικό ἐπιχείρηµα.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Εὐνόµιος, ὁ ὁποῖος «ἔδωσε λογικό ὁρισµό στήν διαλεκτική τοῦ Ἀετίου», κατά τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, κήρυττε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἁπλοῦς καί ἀµέριστος, καί µοναδικό στοιχεῖο τῆς ἁπλῆς οὐσίας του εἶναι ἡ ἀγεννησία, ἡ ὁποία τόν καθορίζει. Ἡ τέλεια ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ συνεπαγόταν τήν ταύτιση.Ἔτσι, ταύτιζε τήν οὐσία µέ τήν ἐνέργειά Του. Ἐπίσης, δίδασκε ὅτι λόγῳ τῆς ἁπλότητος τοῦ Θεοῦ καί ἐµεῖς γνωρίζουµε τό πᾶν γιά τόν Θεό, ὅπως γνωρίζει ὁ Θεός τόν ἑαυτό Του. «Ὁ Θεός περί τῆς ἑαυτοῦ οὐσίας οὐδέν πλέον ἡµῶν ἐπίσταται, οὐδέ ἔστιν αὕτη µᾶλλον µέν ἐκείνῳ, ἧττον δέ ἡµῖν γινωσκοµένη».
Ὁ Μέγας Βασίλειος κατ' ἀρχάς καί στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Γρηγόριος
Νύσσης, ὅπως καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί οἱ µεταγενέστεροι Πατέρες ὁµιλοῦσαν γιά τήν ἀδιαίρετη διάκριση µεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, καί ὑποστήριζαν ὅτι ἐµεῖς γνωρίζουµε τόν Θεό ἀπό τίς ἐνέργειές Του, ἀγνοοοῦµε δέ παντελῶς τήν οὐσία Του. Ἐπίσης ὑπεστήριζαν ὅτι ὁ Θεός εἶναι πολυώνυµος ὡς πρός τίς ἐνέργειές Του καί ἀνώνυµος ὡς πρός τήν οὐσία Του. Ἐµεῖς δίνουµε ὀνόµατα στόν Θεό ἀπό τίς ἐνέργειές Του, ἀλλά ἐκφράζοντας τόν ἀποφατισµό ἀφαιροῦµε ὀνόµατα. Ἔτσι, δέν ταυτίζονται τά ὀνόµατα τοῦ Θεοῦ µέ τήν φύση Του καί αὐτόν τόν Θεό.
Ὁ ἅγιος ∆ιονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης τό ἐξέφρασε καθαρά, ὅταν ἔλεγε ὅτι ὁ Θεός ἔχει ὀνόµατα, ἤτοι εἶναι ἀγαθός, ζωή, σοφία, δύναµη καί ὅλα ὅσα ἀνήκουν στήν νοητή θεωνυµία, ἀλλά εἶναι Τριάδα ὑπερούσια, ὑπέρθεη, ὑπεράγαθη. Ὁ Θεός εἶναι φῶς, ἀλλά καί γνόφος, ὁρᾶται ἀλλά εἶναι καί ἀόρατος, θεᾶται ὑπέρ νόησιν καί ὑπέρ αἴσθησιν.
Γενικά οἱ Πατέρες δίδαξαν ὅτι ὑπάρχουν τά ρήµατα, ἤτοι οἱ λέξεις, καί τά νοήµατα, ἤτοι τό περιεχόµενο τῶν λέξεων. ∆έν ταυτίζονται τά ρήµατα µέ τά νοήµατα καί ἡ ἐµπειρία δέν µπορεῖ νά ἐκφρασθῆ ἀπολύτως µέ τά ρήµατα καί τά νοήµατα.
Πάντως, οἱ Πατέρες χρησιµοποιοῦσαν τά κτιστά ρήµατα καί νοήµατα πού συναντοῦσαν στό περιβάλλον γιά νά διατυπωθῆ ἡ θεοπτική ἐµπειρία τους, ἀλλά δίδασκαν ὅτι ὅταν ὁ θεόπτης φθάση στήν ἐµπειρία, τότε καταργοῦνται καί τά ρήµατα καί τά νοήµατα, γιατί ἡ θεοπτική ἐµπειρία γίνεται ἐν Χάριτι ὑπέρ νόησιν καί ὑπέρ αἴσθησιν. Αὐτά εἶναι τά ἄρρητα ρήµατα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού καταγράφονται µέ ρητά ρήµατα καί νοήµατα.
Αὐτή εἶναι ἡ βασική ἀρχή τῆς καταφατικῆς καί ἀποφατικῆς θεολογίας, ἀφοῦ ὁ Θεός ὁρᾶται ἀοράτως καί ἀκούγεται ἀνηκούστως καί µετέχεται ἀµεθέκτως καί πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως.
Ὅµως αὐτό πού γίνεται στήν θεοπτική ἐµπειρία καί ἀναφέρεται στόν Τριαδικό Θεό, δηλαδή στήν θεολογία, δέν µπορεῖ νά ἐφαρµοσθῆ γιά τήν περιγραφή τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκκλησίας. ∆έν µποροῦµε νά ἰσχυριζόµαστε ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀντιτάχθηκαν στίς αἱρετικές ἀπόψεις τοῦ Εὐνοµίου, ἐφαρµόζεται γιά τήν περιγραφή τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅποιος ἐπιµένει σέ αὐτό διαπράττει τό θεολογικό σφάλµα νά µή κάνη διάκριση µεταξύ θεολογίας καί οἰκονοµίας, καί κατ' ἐπέκταση µεταφέρει ὅ,τι ἰσχύει στόν Τριαδικό Θεό στήν Ἐκκλησιολογία, δηλαδή τήν οἰκονοµία. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ µέ τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός καί τήν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος προσέλαβε ἀνθρωπίνη φύση καί ἕνωσε τό ἄκτιστο µε τό κτιστό, τό ἀθάνατο µέ τό θνητό, ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως.
Ἔπειτα, οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ παραπέµπουν σέ συγκεκριµένα πράγµατα, ὁπότε δέν δηλώνονται διά κενῶν ὀνοµάτων πού ἀλλάζουν εὐκαίρως ἀκαίρως, λόγῳ τῆς ἀνυπαρξίας τοῦ πράγµατος τό ὁποῖο δηλώνουν. Τίθενται, λοιπόν, πολλά ἐρωτήµατα: Τό ὄνοµα Ἐκκλησία στούς Ὀρθοδόξους, παραπέµπει ἢ ὄχι στό πλήρωµα τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν τοῦ σώµατος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ; Οἱ ἑτερόδοξες ὁµάδες, χαρακτηριζόµενες µέ τόν ὅρο Ἐκκλησίες, παραπέµπουν ἢ ὄχι γιά ἐµᾶς τούς Ὀρθοδόξους στήν κοινωνία θεώσεως πού ἐκπορεύεται ἀπό τό Θεανθρώπινο Σῶµα τοῦ Χριστοῦ; Οἱ ἑτερόδοξες ὁµάδες, χαρακτηριζόµενες µέ τόν ὅρο Ἐκκλησίες, παραπέµπουν ἢ ὄχι γιά ἐµᾶς τούς Ὀρθοδόξους στό πλήρωµα τῆς ἀλήθειας; Εἶναι ἢ δέν εἶναι διγλωσσία καί θεολογική διπλωµατία, ἕνα ὄνοµα πού οἱ Ὀρθόδοξοι χρησιµοποιοῦν γιά νά παραπέµπη σέ συγκεκριµένο σηµαινόµενο, νά χρησιµοποιῆται µέ ἄλλο σηµαινόµενο γιά ἄλλες θρησκευτικές ὁµάδες; Πόσο διαφέρει αὐτό ἀπό τήν πολιτική τῶν µονοθελητῶν, οἱ ὁποῖοι µέ τήν ἴδια ἔκφραση «τό ἕνα θέληµα στό Χριστό» διαβεβαίωναν τούς ὀρθόδοξους ὅτι ἕνα θέληµα σηµαίνει σύµπτωση δυό φυσικῶν θεληµάτων (ἄρα δύο φύσεων) καί στούς µονοφυσίτες ἄφηναν νά ἐννοηθῆ ὅτι ἕνα θέληµα προφανῶς παραπέµπει σέ µιά φύση στόν Χριστό;
Ὅλα αὐτά τά ἐρωτήµατα εἶναι καίριας σηµασίας καί σπουδαιότητας.
Οἱ Πατέρες µιλοῦν γιά τήν ἀλήθεια τῶν πραγµάτων καί διακηρύττουν στούς διαφωνοῦντες ὅτι δέν θά ζυγοµαχήσουν γιά τίς λέξεις καί τά ὀνόµατα ἂν συµφωνήσουν γιά τήν ἀλήθεια τῶν πραγµάτων. Ἡ ἐπιµονή στίς λέξεις δέν ἀφορᾶ κάποια ἀπόδοση σταθερῆς καί ἀµετάβλητης ἀλήθειας στά ὀνόµατα, ὅπως σοφιστικά ρίπτεται ὁ «λίθος τοῦ ἀναθέµατος» στούς ἐπιµένοντες ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι δέν εἶναι Ἐκκλησία. Ἀφορᾶ τήν ρητή ἀπαίτηση νά συµφωνοῦν ἅπαντες οἱ συµµετέχοντες στήν Σύνοδο, ὅτι ὅταν τίθεται µιά λέξη γιά νά περιγράψη µιά πραγµατικότητα κατανοεῖται ἀπό ὅλους µέ τόν ἴδιο τρόπο.
Ἄλλωστε, ὅλοι οἱ δογµατικοί ἀγῶνες πάνω στήν ὁρολογία ἀφοροῦσαν ἀκριβῶς τό νά συµφωνήσουν ἅπαντες στά πράγµατα. Κλασσικό παράδειγµα ἡ Ε' Οἰκουµενική Σύνοδος, στήν ὁποία τίθενται ὅλες οἱ ἀσφαλιστικές δικλεῖδες προκειµένου γλωσσικά ὁ ὅρος τῆς Χαλκηδόνας νά νοηθῆ ὀρθοδόξως καί ὄχι νεστοριανικῶς ἢ µονοφυσιτικῶς. Χρησιµοποιοῦνται λέξεις καί ὁρολογία, οἱ ὁποῖες δέν ἐκφράζουν ὅλες τίς χριστιανικές παραδόσεις, ἀλλά τίθενται τόσες ἐπεξηγηµατικές προτάσεις, ὥστε νά ἀποκλείωνται παρερµηνεῖες ἀπό ὁποιοδήποτε µέρος τῆς Συνόδου. Αὐτό δέν ἔγινε στό κείµενο τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης.
Ἑποµένως, ὁ ὅρος, ἡ λέξη κωδικοποιεῖ, ὁριοθετεῖ, ὅσο εἶναι δυνατόν, τήν ἄρρητη ἐµπειρία καί αὐτό δέν εἶναι οὔτε ἁπλό οὔτε ἀσήµαντο οὔτε τυχαῖο. Τό γεγονός ὅτι ὁ ὅρος δέν ταυτοποιεῖ, ἀλλά περιγράφει, δέν τόν καθιστᾶ ἄχρηστο οὔτε µας νοµιµοποιεῖ νά τόν χρησιµοποιοῦµε ὅπως θέλουµε ἢ ὅπως µᾶς ἐξυπηρετεῖ κάθε φορά, γιατί ἁπλούστατα ἔτσι δέν µποροῦµε νά συνεννοηθοῦµε. Καί ἡ συνεννόηση, ὡς γνωστόν, εἶναι κάτι πολύ σηµαντικό. Ἐκτός ἂν ἐπιδιώκουµε τό ἀντίθετο, δηλαδή θέλουµε νά συσκοτίσουµε τά πάντα ὥστε νά καταστήσουµε τήν συνεννόηση δύσκολη καί προβληµατική καί µέσα στήν γενικότερη σύγχυση πού θά προκαλέσουµε, νά προωθήσουµε τά σχέδια µας.
4. Ὁρισµός, ἀποφατισµός καί ἑτεροπροσδιορισµός
Συνέχεια τοῦ προηγουµένου εἶναι ὅτι τό θέµα τοῦ «τεχνικοῦ ὅρου» γιά τήν Ἐκκλησία συνδέθηκε ἀπό µερικούς καί µέ ἄλλα ἐκκλησιολογικά θέµατα, πού ἀφοροῦν τόν ὁρισµό ἤ τόν ἀποφατισµό τῆς Ἐκκλησίας καί τόν ἑτεροπροσδιορισµό ἤ τόν αὐτοπροσδιορισµό τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν. Γι' αὐτό πρέπει νά ἐξετασθῆ τό θέµα τοῦ ὁρισµοῦ τῆς Ἐκκλησίας σέ σχέση µέ τήν ἀποφατικότητα καί τόν ἑτεροπροσδιορισµό ἤ αὐτοπροσδιορισµό.
Ὡς πρός τό θέµα τοῦ ὁρισµοῦ, πρέπει νά σηµειωθῆ ὅτι τά παλαιότερα δογµατικά ἐγχειρίδια, πού εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό σχολαστικές παραδόσεις, ἔδιναν ἕναν ὁρισµό γιά τήν Ἐκκλησία, περίπου ὡς ἑξῆς: ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σύνολο τῶν ἀνθρώπων πού πιστεύουν στόν Χριστό, πού ὁµολογοῦν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ Κεφαλή της, εἶναι ὁ Θεός καί Κύριός τους, πού ἔχουν τήν ἴδια πίστη καί ὁµολογία, πού ἁγιάζονται διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων, πού κατευθύνονται πρός σωτηρία ἀπό τούς Ποιµένες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀδιάκοπη ἀποστολική διαδοχή κλπ.
Ἔχει ὅµως παρατηρηθῆ ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπέφυγαν νά δώσουν τέτοιους ὁρισµούς γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἔκαναν περιγραφές, χρησιµοποίησαν εἰκόνες, ὅπως ἔκανε καί ὁ Χριστός µέ τίς παραβολές Του (π.χ. οἰκία, γάµος, ποίµνη, ἄµπελος, κλπ.). Αὐτό κάνει µερικούς νά ὑποστηρίζουν ὅτι δέν µποροῦµε νά δώσουµε ὁρισµό γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά νά χρησιµοποιήσουµε µόνον εἰκόνες.
Ὅµως αὐτό δέν µπορεῖ νά χρησιµοποιηθῆ ὡς ἐπιχείρηµα γιά τόν ὅρο Ἐκκλησία, ὡς τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἔκφραση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶµα Χριστοῦ δέν εἶναι εἰκόνα. Τό Σῶµα δέν εἶναι εἰκόνα, ἀλλά πραγµατικότητα. Ὁ Χριστός µέ τήν ἐνανθρώπησή Του δέν προσέλαβε ...εἰκόνα, ἀλλά τήν ἀνθρώπινη φύση, δηλαδή σαρκώθηκε: «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν. καί ἐθεασάµεθα τόν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς µονογενοῦς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰω. α΄, 14).
Οἱ τρεῖς Μαθητές ἐπάνω στό Ὄρος Θαβώρ, δέν εἶδαν τήν δόξα µιᾶς εἰκόνας, ἀλλά τήν δόξα τοῦ τεθεωµένου Σώµατος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πορευόµενος πρός ∆αµασκό εἶδε τόν Χριστό µέσα στήν δόξα Του, δέν εἶδε τόν ἄσαρκο Λόγο, ἀλλά τόν σεσαρκωµένο Λόγο. Γι' αὐτό στίς ἐπιστολές του συνεχῶς ἔγραφε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ Σώµατος τῆς Ἐκκλησίας.
Θά παραθέσω µερικά χωρία: «Καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶµα αὐτοῦ, τό πλήρωµα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουµένου» (Ἐφ. α΄, 22-23). «Καί αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώµατος, τῆς ἐκκλησίας» (Κολ. α΄, 18). «Ἀνταναπληρῶ τά ὑστερήµατα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί µου ὑπέρ τοῦ σώµατος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ ἐκκλησία» (Κολ. α΄, 24). Τό «ἐστίν» εἶναι ἀπόλυτο καί καθοριστικό καί δέν ἀφήνει δυνατότητα ἄλλης ἑρµηνείας, ὅτι πρόκειται περί εἰκόνος.
Ἐπίσης, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι ὅσοι εἴµαστε Χριστιανοί βαπτισθήκαµε στό ἕνα σῶµα τοῦ Χριστοῦ: «Καί γάρ ἐν ἑνί Πνεύµατι ἡµεῖς πάντες εἰς ἕν σῶµα ἐβαπτίσθηµεν» (Α' Κορ. ιβ΄, 13), καί γι' αὐτό ἀνήκουµε στό ἕνα σῶµα τοῦ Χριστοῦ: «οἱ πολλοί ἕν σῶµα ἐσµέν ἐν Χριστῷ οἱ δέ καθ' εἷς ἀλλήλων µέλη» (Ρωµ. ιβ', 5).
Εἶναι χαρακτηριστικό τό ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστοµος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὡς ὁ καλύτερος ἑρµηνευτής τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, συνεχίζει τήν ἴδια θεολογική σκέψη µέ ἐκεῖνον. Σέ ὁµιλίες του γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία σῶµά ἐστιν, ὀφθαλµόν ἔχει, καί κεφαλήν ἔχει»[4]. Σέ ἄλλη ὁµιλία γράφει: «Τό πλήρωµα τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία καί πλήρωµα τοῦ σώµατος κεφαλή»[5].
Στό σηµεῖο αὐτό θά µποροῦσα νά παραθέσω πληθώρα καί ἄλλων πατερικῶν χωρίων πού κάνουν λόγο γιά τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο προσέλαβε ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καί τό θέωσε ἅµα τῇ προσλήψει. Θά ἀρκεσθῶ, ὅµως, σέ ἕνα χωρίο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου ἀπό τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή του, στό ὁποῖο κάνει λόγο γιά τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἐγκεκραµένη µέ τόν Χριστό: «πόσο µᾶλλον ὑµᾶς µακαρίζω τούς ἐνκεκραµένους αὐτῷ (τῷ ἐπισκόπῳ) ὡς ἡ ἐκκλησία Ἰησοῦ Χριστῷ, καί ὡς ὁ Ἰησοῦς Χριστός τῷ πατρί, ἵνα πάντα ἐν ἑνότητι ᾖ» (Ἐφεσ., 5).
Εἶναι φανερό ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι κεφαλή µιᾶς εἰκόνος τοῦ σώµατος, ἀλλά εἶναι κεφαλή τοῦ πραγµατικοῦ Σώµατος πού προσέλαβε ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καί ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ σώµατος πού ἔχει µιά ἀνυπόστατη κεφαλή. Ὁ Χριστός σαρκώθηκε καί εἶναι κεφαλή τοῦ πραγµατικοῦ σώµατος καί δέν ἀποσαρκώθηκε µετά τήν Ἀνάστασή Του, γιατί οἱ δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, ἑνώθηκαν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως. Ἐµεῖς, µέ τό Βάπτισµα καί τό Χρίσµα γινόµαστε µέλη τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ καί γι' αὐτό µέλη τῆς Ἐκκλησίας καί δέν εἴµαστε µέλη µιᾶς εἰκόνος τοῦ σώµατος!
Ὅταν κοινωνοῦµε δέν τρῶµε τήν ...εἰκόνα καί τήν περιγραφή τοῦ Σώµατος, ἀλλά τό πραγµατικό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε: «Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τό σῶµά µου» (Ματθ. κς΄ , 26) καί «ἡ γάρ σάρξ µου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καί τό αἷµά µου ἀληθῶς ἐστι πόσις. ὁ τρώγων µου τήν σάρκα καί πίνων µου τό αἷµα ἐν ἐµοί µένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰω. στ΄, 54-56).
Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θά ὁµολογήση: «Ταῦτά σοι γράφω ἐλπίζων ἐλθεῖν πρός σε τάχιον· ἐάν δέ βραδύνω, ἵνα εἰδῇς πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστίν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καί ἑδραίωµα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιµ. γ΄ , 14-15). Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι περιγραφικός ὅρος, ἀλλά τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι Ἐκκλησία ζῶντος Θεοῦ, στύλος καί ἑδραίωµα τῆς ἀληθείας.
Ἀπό τήν ἀποκαλυπτική διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἐξάγεται ὅτι «εἷς Κύριος, µία πίστις, ἓν βάπτισµα» (Ἐφ. δ΄ , 5), δηλαδή ἕνας εἶναι ὁ Κύριος, µία εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, µία πίστη, ἕνα Βάπτισµα.
Ὡς πρός τό θέµα τοῦ ἀποφατισµοῦ, θεωρῶ ὅτι εἶναι θεολογικά ἀπαράδεκτο νά µεταφέρωνται τά περί ἀποφατισµοῦ ὡς πρός τόν Τριαδικό Θεό, καί κυρίως στά ἐνδότερα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ (Θεολογία) στό µυστήριο τῆς Ἐκκλησίας (οἰκονοµία), πού εἶναι τό πραγµατικο Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο προσέλαβε ὁ Χριστός ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, µέ τήν ἐνανθρώπηση, καί τοῦ ὁποίου Σώµατος εἴµαστε µέλη –καί δέν εἴµαστε µέλη τῆς εἰκόνος τοῦ σώµατος– καί τό ὁποῖο τεθεωµένο Σῶµα τοῦ Χριστοῦ κοινωνοῦµε στό µυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας καί γινόµαστε σύσσωµοι καί σύναιµοι Αὐτοῦ.
Ἄν ὁ ὅρος Ἐκκλησία εἶναι περιγραφικός ὅρος, καί δέν εἶναι τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἡ εἰκόνα τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ, τότε ὅταν λειτουργοῦµε παίζουµε θέατρο!
Πίσω ἀπό τήν ἐντελῶς ἀδόκιµη θεωρία περί ἀποφατικότητας στήν διατύπωση τοῦ τί εἶναι Ἐκκλησία εὐδοκιµεῖ σαφῶς ἡ πολιτική προσπάθεια ἀπόδοσης ἐκκλησιαστικότητας στούς ἑτεροδόξους. Τό ἀτυχές εἶναι, ὅπως ἔγραψα καί σέ προηγούµενο ἄρθρο µου, ὅτι µέ αὐτήν τήν θεωρία τῆς ἀποφατικότητας προωθεῖται ἐπακριβῶς ἡ προτεσταντική θεολογία τῶν Μεταρρυθµιστῶν, οἱ ὁποῖοι µιλοῦσαν ἀφ' ἑνός µέν γιά τήν ἀόρατη ἐκκλησία πού γνωρίζει µόνο ὁ Θεός καί συµπεριλαµβάνει Ρωµαιοκαθολικούς, Προτεστάντες καί ὅποιους ἄλλους θέλει ὁ Θεός, ἀφ' ἑτέρου δέ γιά τήν ὁρατή ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι διασπασµένη.
Ὡς πρός τό θέµα τοῦ ἑτεροπροσδιορισµοῦ, ἡ ἄποψη ὅτι µιά χριστιανική κοινότητα δέν ἑτεροπροσδιορίζεται ἀλλά αὐτοπροσδιορίζεται, εἰδικά ὅταν πρόκηται γιά τίς σχέσεις της µέ ἄλλες κοινότητες, θέλει νά µᾶς πῆ ὅτι ἡ κάθε κοινότητα µπορεῖ νά χρησιµοποιῆ ὅποιον ὅρο θέλει, προκειµένου νά προσδιορίση τήν ἐκκλησιολογική της ταυτότητα. Αὐτό εἶναι προφανές. Ὡστόσο, ὅταν ὁµιλοῦµε περί ἑνός δογµατικοῦ ὅρου µιᾶς Συνόδου, ὁ ὁποῖος θέλει νά προσδιορίση τήν σχέση δυό πραγµάτων (Ὀρθοδόξων καί Ἑτεροδόξων), ἡ συγκεκριµένη ἄποψη περί «µή ἑτεροπροσδιορισµοῦ» καταργεῖ κάθε ἔννοια λογικῆς σύγκρισης τῶν πραγµάτων, ἀφοῦ σέ δυό συγκρινόµενα πράγµατα προφανῶς καί καταρτίζονται οἱ ὁµοιότητες καί οἱ διαφορές τῶν πραγµάτων, προκειµένου νά φανερωθῆ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ κάθε πράγµατος.
Ὅλη ἡ ἱστορία τῶν Τριαδολογικῶν καί Χριστολογικῶν ὅρων στίς Συνόδους ἀφοροῦσε τήν ἐξήγησή τους καί τήν ἄρνηση τῶν Ὀρθοδόξων νά προσλάβουν οἱ ὅροι τό περιεχόµενο πού τούς ἀπέδιδαν οἱ αἱρετικοί.
Ἡ ἑρµηνεία τοῦ ὁµοουσίου ἀπό τούς Πατέρες ἀφοροῦσε τόν ἀποκλεισµό τῆς µοναρχιανῆς (τροπικῆς ἢ δυναµικῆς) ἑρµηνείας τοῦ ὁµοουσίου καί τόν ἀποκλεισµό τῆς τριθεϊτικῆς ἑρµηνείας τοῦ ὁµοουσίου.
Ἡ ἑρµηνεία τῆς µιᾶς ὑποστάσεως ἐν δύῳ φύσεσι γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀφοροῦσε εἴτε τόν ἀποκλεισµό τῆς νεστοριανῆς ἑρµηνείας τῆς σύµπτωσης δυό ὑποστάσεων σέ ἕνα πρόσωπο, κατά τό πρότυπο τῆς ἠθικῆς ἕνωσης, εἴτε τόν ἀποκλεισµό τῆς µονοφυσιτικῆς ἑρµηνείας ὡς συγχώνευσης τῶν δυό φύσεων τοῦ σαρκωθέντος Λόγου σέ µιά φύση καί µιά ὑπόσταση.
Μέ βάση τήν λογική τοῦ µή ἑτεροπροσδιορισµοῦ, θά ἔπρεπε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας νά µήν προσδιορίζουν ὡς αἱρετικές τίς διδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν κατά τήν κατάρτιση τῶν συνοδικῶν ὅρων ἀναφορικά µέ τήν Ἁγία Τριάδα καί τόν Χριστό.
Φυσικά, ἡ ὅλη λογική τοῦ «µή ἑτεροπροσδιορισµοῦ» βασίζεται στήν παντελῶς ἀντορθόδοξη ἄποψη ὅτι κανείς δέν θά ἀποφανθῆ περί τοῦ ποιός εἶναι Ἐκκλησία καί ποιός δέν εἶναι. Τό ἐρώτηµα εἶναι σαφές: Τί διαφορετικό ἔλεγαν οἱ προτεστάντες Μεταρρυθµιστές, ὅταν ἔκαναν λόγο γιά ἀόρατη ἐκκλησία πού συµπεριλαµβάνει ἅπαντες: Ρωµαιοκαθολικούς, Προστεστάντες, Ὀρθοδόξους καί λοιπούς Χριστιανούς, τούς ὁποίους ὁ Θεός γνωρίζει, ἐνῶ οἱ ὁρατές ἐκκλησίες εἶναι διασπασµένες;
Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή πρέπει νά ὑπενθυµίσω τήν ἀπόφαση τῆς Α' Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου ∆ιασκέψεως (Σαµπεζύ 21-28 Νοεµβρίου 1976), στήν ὁποία καθορίσθηκε ἡ θεµατολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Μεταξύ τῶν ἑκατό (100) περίπου θεµάτων πού καθορίσθηκαν στήν Α' Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη τῆς Ρόδου (1961) ἐπέλεξαν τά γνωστά δέκα (10) θέµατα γιά τήν Ἡµερησία ∆ιάταξη τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Ὅµως, στήν ἴδια ἀπόφαση γράφεται ὅτι ἀπό τά ἄλλα προταθέντα θέµατα ἐκεῖνα πού συγκέντρωσαν τήν προτίµηση κατά δεύτερη προτεραιότητα εἶναι τέσσερα θέµατα, ἤτοι «αἱ πηγαί τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, κωδικοποίησις ἱερῶν Κανόνων καί κανονικῶν διατάξεων, Οἰκονοµία καί ἀκρίβεια». Σηµειώνεται δέ στήν ἀπόφαση ὅτι τά θέµατα αὐτά «παραπέµπονται εἰς τήν ἰδιαιτέραν µελέτην τῶν ἐπί µέρους Ἐκκλησιῶν, προκειµένου ἵνα ἐνδεχοµένως τύχωσι µελλοντικῆς διορθοδόξου ἐξετάσεως».
Αὐτό σηµαίνει ὅτι τά θέµατα γιά τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί γιά τήν οἰκονοµία καί τήν ἀκρίβεια, στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔπρεπε νά µελετηθοῦν ἀπό τίς ἐπιµέρους Ἐκκλησίες, ὥστε νά συζητηθοῦν σέ µιά ἄλλη Σύνοδο, µετά τήν Ἁγία καί Μεγάλη. Ὅµως, ποτέ δέν ἔγινε αὐτό, τοὐλάχιστον γιά τήν δική µας Ἐκκλησία. Ἑποµένως, δέν ὑπάρχει ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας µας γιά τούς ἑτεροδόξους σέ σχέση µέ τήν Ἐκκλησία µας. Αὐτό σηµαίνει ὅτι τά περί ἑτεροπροσδιορισµοῦ πρέπει νά λυθοῦν Συνοδικῶς.
Τελικά, εἶναι ἀπαράδεκτα ἀπό ὀρθοδόξους πλευρᾶς τά ὅσα λέγονται περί ὁρισµοῦ καί ἀποφατισµοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὅµως εἶναι Σῶµα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως, καί τά ὅσα λέγονται περί µή ἑτεροπροσδιορισµοῦ τῶν ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀποµακρυνθῆ ἀπό τήν πίστη καί τήν ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
5. Ὁ “τεχνικός ὅρος” χρησιµοποιεῖται ὡς οὐσιαστικός ὅρος
Ἐπανερχόµενος στόν λεγόµενο «τεχνικό ὅρο» γιά τίς Χριστιανικές Ὁµολογίες ὡς «Ἐκκλησίες», θέλω νά παρατηρήσω ὅτι καίτοι µερικοί χρησιµοποιοῦν τόν ὅρον αὐτό στούς ἑτεροδόξους ὡς δῆθεν «τεχνικό ὅρο», ἐν τούτοις στήν πραγµατικότητα ἀντιφάσκουν στούς ἑαυτούς τους καί ἀποδίδουν οὐσιαστικό περιεχόµενο στόν ὅρο, ὁπότε στήν οὐσία δέν τόν θεωροῦν «τεχνικό ὅρο». Αὐτό θά τεκµηριωθῆ στά ἑπόµενα.
Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στόν ἀγώνα του νά πείση τούς Ὁµοιουσιανούς νά ἀποδεχθοῦν τήν Σύνοδο τῆς Νικαίας τοῦ 325, ἔστω χρησιµοποιώντας ἄλλη ὁρολογία, ἔγραφε: «Εἰπάτωσαν καί φρονείτωσαν ἁπλούστερον µέν καί ἀληθῶς τόν Υἱόν φύσει Υἱόν...». ∆ηλαδή, ἔκανε διάκριση, ὅπως φαίνεται καί σέ ἄλλα κείµενά του, µεταξύ ρηµάτων καί πραγµάτων, ρητοῦ καί νοῦ-διάνοιας τοῦ ρητοῦ. Ἔγραφε: «Οὐ γάρ αἱ λέξεις τήν φύσιν παραιροῦνται, ἀλλά µᾶλλον ἡ φύσις τάς λέξεις εἰς ἑαυτήν µεταβάλλει».
Στήν προκειµένη ὅµως περίπτωση πού µελετᾶµε τό θέµα τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι µόνον ἡ λέξη Ἐκκλησία πού χρησιµοποιεῖται ὡς “τεχνικός ὅρος”, ἀλλά καί στήν χρήση τοῦ νοήµατος, τοῦ πράγµατος στό ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ λέξη αὐτή, ἀφοῦ στόν ὅρο «Ἐκκλησίες», ὅπως θά ἀποδείξουµε παρακάτω, δίνεται ἐκκλησιαστικότητα. Ἑποµένως δέν ἰσχύει τό ἐπιχείρηµα τῆς διακρίσεως ὀνοµάτων καί πραγµάτων στόν ὅρο Ἐκκλησία. Θεωρῶ ὅτι προσωπική συνείδηση ἐκείνων πού ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ χρησιµοποίηση τοῦ ὅρου «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» εἶναι «τεχνικός ὅρος», εἶναι ὅτι στήν οὐσία δέν εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἀλλά ἀποδίδεται σέ αὐτές τίς ὁµάδες ἐκκλησιαστικότητα.
∆έν µπορεῖ διαφορετικά νά ἐξηγηθῆ ὅτι στίς συζητήσεις πού γίνονταν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης ὑποστηριζόταν τό «ἔγκυρο καί ὑποστατό τοῦ Βαπτίσµατος τῶν ἑτεροδόξων», ὅτι οἱ δυτικές «Ἐκκλησίες» ἔχουν µυστήρια, ὅτι µέ τήν ἀπόσχισή τους ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔγινε τίποτε σπουδαῖο, ἀφοῦ «ἐσχίσθησαν» οἱ Ἐκκλησίες µεταξύ τους, ἤτοι ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολική µέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώµης, ὅπως «σχίζεται ἕνα ράσο σέ δύο κοµµάτια, ἀλλά παρά ταῦτα παραµένει ράσο»!!
∆έν εἶναι λογικό, ἀλλά οὔτε καί γλωσσολογικά ἀποδεκτό, νά χρησιµοποιῆται ἡ ἴδια λέξη, στήν περίπτωση αὐτή ἡ λέξη Ἐκκλησία, ἀλλά καί ὅσες εἶναι στενά συναρτηµένες µέ αὐτήν, δηλαδή οἱ λέξεις βάπτισµα καί µυστήριο µέ τήν «πραγµατική» τους σηµασία, ἐνῶ στό κείµενο τῆς Μεγάλης Συνόδου πού ἀνήκει στό ἴδιο κειµενικό εἶδος –στήν προκειµένη περίπτωση σέ ἕνα κείµενο δογµατικοῦ χαρακτήρα– νά χρησιµοποιοῦνται ὡς «τεχνικοί ὅροι».
Τό ὅτι καί αὐτοί πού χρησιµοποιοῦν τόν ὅρο «Ἐκκλησίες» ὡς δῆθεν «τεχνικό ὅρο» δέν τό πιστεύουν καί στήν οὐσία τίς θεωροῦν πραγµατικές Ἐκκλησίες, ἀποδεικνύεται ἀπό τήν πρακτική πού ἐπικρατεῖ στό θέµα αὐτό. Στά ἐπίσηµα κείµενα πού ἔχουν ὑπογραφῆ µεταξύ τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου καί τοῦ Πάπα τῆς Ρώµης, ὅπως καί σέ διάφορες δηλώσεις, σαφέστατα γίνεται λόγος γιά πραγµατικές Ἐκκλησίες, ὁπότε στήν συνείδησή τους ὁ ὅρος Ἐκκλησίες δέν εἶναι «τεχνικός», ἀλλά οὐσιαστικός. Θά παραθέσω µερικά πρόχειρα παραδείγµατα.
Στήν Ὁµολογία Θυατείρων (The Thyateira Confession) πού ἔχει γραφῆ ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων καί Μεγάλης Βρεττανίας Ἀθηναγόρα Κοκκινάκη καί ἔχει ἐγκριθῆ ἀπό τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο, γράφεται:
«Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ὅτι ὅσοι βαπτίζονται εἰς τό ὄνοµα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ἀπό Ἱερέα ἤ ἀπό Λαϊκόν ἐν καιρῷ ἀνάγκης εἶναι Χριστιανοί ἀληθινοί καί ἀνήκουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί εἶναι µέλη τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι Ἕνας καί παραµένει ἀδιαίρετος ὡς Θεάνθρωπος»[6] .
Σέ ἄλλο σηµεῖο γράφεται:
«Ὅλοι οἱ Χριστιανοί µέ τό ἴδιον βάπτισµα ἐγίναµεν µέλη τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὅλοι κατά διαφόρους τρόπους καί µορφάς ἀποβλέποµεν εἰς τήν Θείαν Εὐχαριστίαν ὡς πρός τό Μυστήριον τῆς Κοινωνίας πού µᾶς ἑνώνει µέ τόν Χριστόν»7.
Ἀλλοῦ γράφεται:
«Τό γεγονός ὅµως εἶναι ὅτι οἱ Ρωµαιοκαθολικοί λατρεύουν ὅπως καί οἱ Ὀρθόδοξοι τόν Ἰησοῦν Χριστόν εἰς τήν θείαν Εὐχαριστίαν»[7] .
Ἐπίσης, ἀλλοῦ γράφεται:
«Ἐπεκράτησε, λόγῳ τῆς φιλίας, οἱ Ὀρθόδοξοι νά κηδεύουν τούς Ἀγγλικανούς καί νά κοινωνοῦν αὐτούς ὅπου δέν ὑπάρχουν Ἀγγλικανοί Ἱερεῖς. Ἐπίσης ὅπου δέν ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι Ἱερεῖς, οἱ Ἀγγλικανοί κηδεύουν καί κοινωνοῦν τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Τοῦτο γίνεται µέ τήν γνῶσιν, ἀλλά καί µέ τήν ἄγνοιαν τῆς Ἐκκλησίας εἰς µερικούς τόπους, ἀλλά καί διά λόγους ἀνάγκης καί Χριστιανικῆς Μυστηριακῆς φιλοξενίας. Ἔπειτα εἶναι βέβαιον ὅτι οἱ Χριστιανοί µόνοι των ζητοῦν τήν Κοινωνίαν. Εἶναι τοῦτο δεῖγµα τῆς διαθέσεως τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ διά τήν ἕνωσιν τῶν Χριστιανῶν πού τούς συνδέει ἡ Παράδοσις, ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ Ἱερωσύνη καί τό Πιστεύω τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως»[8] .
Ἀκόµη, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ σέ λόγο του πού ἐκφώνησε τήν 5η Ἰουνίου 1991 στό Bialystok τῆς Πολωνίας εἶπε:
«Σήµερα βλέπουµε καθαρότερα καί ἐννοοῦµε καλύτερα τό γεγονός ὅτι οἱ Ἐκκλησίες µας εἶναι ἀδελφές Ἐκκλησίες, ὄχι ὑπό τήν ἔννοια ἁπλῶς µιᾶς ἐκφράσεως εὐγενείας ἀλλά ὑπό ἔννοια µιᾶς θεµελιώδους οἰκουµενικῆς ἐκκλησιολογικῆς κατηγορίας»[9] .
Εἶναι χαρακτηριστικά τά ὅσα ἀποφασίσθηκαν στήν «Ζ' Γενική Συνέλευση τοῦ ∆ιαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν» στούς χώρους τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Μπελεµεντείου (Balamand) Πανεπιστηµίου τοῦ Λιβάνου (17-24 Ἰουνίου 1993).
Στό πρῶτο µέρος τοῦ κειµένου πού τιτλοφορεῖται «Ἐκκλησιολογικαί Ἀρχαί», ἀφοῦ γίνεται ἀναφορά στό πῶς «προέκυψαν (αἱ) ἀνατολικαί Καθολικαί Ἐκκλησίαι» (Οὐνία), οἱ ὁποῖες ἀποκατέστησαν «τήν πλήρη κοινωνίαν µέ τήν Ἕδραν τῆς Ρώµης καί παρέµειναν πισταί εἰς Αὐτήν», στήν συνέχεια γράφεται ὅτι ὁ τρόπος αὐτός τῆς ἑνότητος, πού ἀποκλήθηκε «οὐνία» «δέν ἠµπορεῖ πλέον νά γίνει ἀποδεκτός οὔτε ὡς ἀκολουθητέα µέθοδος οὔτε ὡς πρότυπον τῆς ἑνότητος τήν ὁποίαν ἀναζητοῦν αἱ Ἐκκλησίαι µας», ἄν καί οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτές (Οὐνία) «ὡς τµῆµα τῆς καθολικῆς κοινωνίας, ἔχουν δικαίωµα νά ὑπάρχουν καί νά δροῦν διά νά ἀνταποκριθοῦν εἰς τάς πνευµατικάς ἀνάγκας τῶν πιστῶν των»[10] .
Γιατί, ὅµως, γράφεται αὐτό; ∆ιότι τώρα, κατά τήν ἀπόφαση αὐτή, δέν ὑφίσταται ἰδιαίτερο πρόβληµα, ἐπειδή ἄλλαξε πλέον ἡ θεώρηση µεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν, ἤτοι «λόγῳ τοῦ τρόπου διά τοῦ ὁποίου Καθολικοί καί Ὀρθόδοξοι θεωροῦν ἐκ νέου ἑαυτούς ἐν τῇ σχέσει των πρός τό µυστήριον τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνακαλύπτουν ἐκ νέου ἑαυτούς ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας»[11] .
∆ιευκρινίζεται ἀκόµη περισσότερο ὅτι «οἱ δύο Ἐκκλησίες», Ὀρθόδοξη καί Ρωµαιοκαθολική, ἔχουν τήν ἴδια πίστη καί ζωή, πού ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός στήν Ἐκκλησία. Γράφεται:
«Ἑκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός εἰς τήν Ἐκκλησίαν του –ὁµολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, µετοχή εἰς τά αὐτά µυστήρια, κυρίως εἰς τήν µίαν ἱερωσύνην τήν τελοῦσαν τήν µίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολική διαδοχή τῶν ἐπισκόπων– δέν δύνανται νά θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστική ἰδιοκτησία µίας τῶν ἡµετέρων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι σαφές ὅτι ἐντός τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισµός»[12] .
Ἀµέσως στήν συνέχεια γράφεται:
«∆ιά τοῦτον ἀκριβῶς τόν λόγον ἡ Καθολική Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουν ἑαυτάς ἀµοιβαίως ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας, ἀπό κοινοῦ ὑπευθύνους διά τήν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρός τήν θείαν οἰκονοµίαν, ἰδιαίτατα ὡς πρός τήν ἑνότητα»[13] .
∆ιαβάζοντας τήν ἀπόφαση αὐτή, διερωτῶµαι: Γιατί µερικοί ἐξακολουθοῦν νά χαρακτηρίζουν τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς ὡς «Ἐκκλησίες», ὑποστηρίζοντας ὅτι δῆθεν εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἐνῶ ἀπό ἐπίσηµα κείµενα τοῦ «∆ιαλόγου µεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν» ἀποδεικνύεται σαφέστατα ὅτι προσδίδεται ἐκκλησιαστικότητα στόν ὅρο αὐτό καί ἑποµένως εἶναι οὐσιαστικός ὅρος καί ὄχι τεχνικός;
Ἐπί πλέον σέ κοινές δηλώσεις µεταξύ Πάπα καί Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου ἀποδίδεται στούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας Χριστιανούς ἐκκλησιαστικότητα καί ἑποµένως ὁ χρησιµοποιούµενος ὅρος Ἐκκλησία, γιά τούς ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν εἶναι τεχνικός ὅρος, ἀλλά οὐσιαστικός. Θά παραθέσω µερικά ἀποσπάσµατα ἀπό µιά τέτοια κοινή δήλωση (29-6-1995):
«Ὁ διάλογος οὗτος –διά τῆς µικτῆς διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς– ἀπεδείχθη καρποφόρος, καί ἠδυνήθη νά προοδεύσῃ οὐσιαστικῶς. Ἐξ αὐτοῦ προέκυψε κοινή τις µυστηριακή ἔννοια περί Ἐκκλησίας, στηριχθεῖσα καί µεταδοθεῖσα σύν τῷ χρόνῳ ὑπό τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις ἡµῶν ἡ ἀποστολική διαδοχή εἶναι θεµέλιον τοῦ ἁγιασµοῦ καί τῆς ἑνότητος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Θεωροῦσα ὅτι ἐν πασῃ τοπικῇ Ἐκκλησίᾳ ἐπιτελεῖται τό µυστήριον τῆς θείας ἀγάπης, καί ὅτι οὕτως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ φανερώνει τήν ἐν ἑκάστῃ τούτων ἐνεργοῦσαν παρουσίαν αὐτῆς, ἡ µικτή Ἐπιτροπή ἠδυνήθη νά διακηρύξη ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι ἡµῶν ἀναγνωρίζουσιν ἀλλήλας ὡς Ἐκκλησίας ἀδελφάς, συνυπευθύνους ἐν τῇ διαφυλάξει τῆς µόνης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πιστῆς εἰς τό θεῖον σχέδιον, ὅλως δε ἰδιαζόντως ἐν ὄψει τῆς ἑνότητος»[14] .
Πιό κάτω δηλώνεται ἐπισήµως:
«Ἐν ὄψει τούτων προτρέποµεν τούς ὑφ' ἡµᾶς πιστούς, Καθολικούς καί Ὀρθοδόξους, νά ἐνισχύσωσι τό πνεῦµα τῆς ἀδελφοσύνης ἥτις προκύπτει ἐκ τοῦ µοναδικοῦ βαπτίσµατος καί ἐκ τῆς συµµετοχῆς εἰς τά ἱερά µυστήρια»16.
Καί λίγο πιό κάτω δηλώνεται ἐπισήµως:
«Ὁ Πάπας τῆς Ρώµης καί ὁ Οἰκουµενικός Πατριάρχης συναντήσαντες ἀλλήλοις προσηύξαντο ὑπέρ τῆς ἑνότητος πάντων τῶν χριστιανῶν. Ἐν τῇ προσευχῇ αὐτῶν περιέλαβον ὅλους ὅσοι ἄτε βαπτισθέντες ἀποτελοῦν µέλη τοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ, ἠτήσαντο δέ ὅπως αἱ διάφοροι κοινότητες ὦσιν ἐπί µᾶλλον καί µᾶλλον πισταί εἰς τό Εὐαγγέλιον αὐτοῦ»[15] .
Τελικά ἐκεῖνο πού ἐνοχλεῖ στήν ὑπόθεση αὐτή εἶναι ὅτι στίς συζητήσεις ἐντός καί ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας χρησιµοποιεῖται ἡ διγλωσσία, τριγλωσσία καί πολυγλωσσία, δέν ὑπάρχει ἑνιαία γλώσσα. Ἀλλιῶς ἐκφράζονται σέ ὀρθόδοξα καί µοναχικά περιβάλλοντα καί ἀλλιῶς ἐκφράζονται σέ ἑτερόδοξα περιβάλλοντα. Στήν οὐσία, ὅπως φαίνεται καθαρότατα, διολισθαίνουν ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητος στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητος.
Αὐτό κανείς δέν µπορεῖ νά τό ἀµφισβητήση. Αὐτή εἶναι ἡ βασική γραµµή πολλῶν συγχρόνων Κληρικῶν καί θεολόγων.
Νοµίζω ἐκεῖνο πού χρειάζεται σήµερα ἀπό τούς ὑπευθύνους ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες εἶναι ὁ συνδυασµός τῆς ἀληθείας µέ τήν ἀγάπη καί ἡ ἀρετή τῆς διακρίσεως. ∆έν µποροῦµε ἐν ὀνόµατι τῆς ἀληθείας νά στερηθοῦµε τήν ἀγάπη καί τήν διάκριση οὔτε χάριν τῆς ἀγάπης νά στερηθοῦµε τήν ἀλήθεια. Στούς διαλόγους µέ τίς χριστιανικές ὁµάδες αὐτές πρέπει νά χαράσσωνται «κόκκινες γραµµές». Νά ξέρη κανείς µέχρι ποιό σηµεῖο µπορεῖ νά προχωρήση ἤ νά ὑποχωρήση, δηλαδή νά οἰκονοµῆ τά πράγµατα, καί µέχρι σέ ποιό σηµεῖο νά παραµένη στήν ἀκρίβεια. Αὐτή ἡ διάκριση γίνεται ὅπου ὑπάρχει φωτισµός νοῦ καί ἐµπειρική θεολογία.
Ἔτσι, οἱ ἐµπειρικοί θεολόγοι πού γνωρίζουν ἐκ πείρας τήν ἄκτιστη δόξα πού ὑπάρχει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τήν πτώση τῶν Χριστιανῶν πού ἀποµακρύνθηκαν ἀπό αὐτή, µόνον αὐτοί γνωρίζουν νά ὁµολογοῦν τήν ἀλήθεια καί νά ἀγαποῦν πραγµατικά τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς. Ἀλλά τέτοιοι ἐµπειρικοί θεολόγοι ἀγνοοῦνται στούς διαλόγους καί δέν χρησιµοποιεῖται ἡ πείρα τους, ἀκριβῶς γιατί ἐπιλέγεται ἡ διπλωµατία καί ὄχι ἡ θεολογία.
Τό συµπέρασµα εἶναι ὅτι τό «τεχνικός ὅρος» προσδιορίζεται µέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια καί σαφήνεια γιά νά ἀποφευχθῆ ἡ ἀµφισηµία. Ὅταν ὅµως ὁ «τεχνικός ὅρος» τίθεται σέ ἀµφιβολία, τότε αὐτοκαταργεῖται ὡς τεχνικός ὅρος καί δέν χρησιµοποιεῖται εὐκαιριακά καί συµβατικά.
Ἔπειτα, τό νά χρησιµοποιῆται σέ κείµενο ὁµολογιακό Μεγάλης Συνόδου ὁ ὅρος Ἐκκλησία ἀπό ὀρθοδόξου θεολογικῆς πλευρᾶς καί νά ὁµολογῆται ὅτι εἶναι τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί ταυτοχρόνως νά χρησιµοποιῆται καί ὁ ὅρος Ἐκκλησίες γιά τούς ἐκτός αὐτῆς ὡς «τεχνικός ὅρος», εἶναι παράδοξο, ἀντιφατικό καί ὑπερβολικά προβληµατικό ἀπό κάθε ἄποψη, καί ἀπό ὀρθόδοξη πλευρά καί ἀπό γλωσσολογική.
Ἀκόµη, εἶναι διγλωσσία καί πολυγλωσσία τό νά ὑποστηρίζεται ἄλλοτε µέν ὅτι ἡ χρησιµοποίηση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησίες» γιά τούς ἑτεροδόξους εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἄλλοτε δέ, σέ ἐπίσηµες µάλιστα ἀποφάσεις, νά ἀποδίδεται στόν λεγόµενο «τεχνικό ὅρο» οὐσιαστικό νόηµα καί ἐκκλησιαστικότητα. Ἔτσι, ἄλλοτε γίνεται λόγος γιά «τεχνικό ὅρο» καί ἄλλοτε γιά οὐσιαστικό ὅρο. Αὐτό δείχνει ἕνα πολύ µεγάλο πρόβληµα.
Ἐξίσου µεγάλο πρόβληµα εἶναι τό νά ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ ὅρος Ἐκκλησία, ὡς Σῶµα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως, εἶναι περιγραφικός ὅρος καί µιά ἁπλή εἰκόνα καί ὅτι δῆθεν ἐκφράζεται καί ἐδῶ ἡ ἀποφατικότητα καί ὅτι δέν µποροῦµε νά ἑτεροπροσδιορίσουµε τούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀποµακρύνθηκαν ἀπό τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπό τούς Πατέρες στίς Οἰκουµενικές Συνόδους.
Τελικά, τά ἐκκλησιολογικά θέµατα εἶναι σοβαρά καί πρέπει νά ἀντιµετωπίζονται µέ ὑπευθυνότητα καί µέσα ἀπό τήν πατερική διδασκαλία, ὅπως ἐκφράσθηκε συνοδικά. Οἱ Πατέρες ὅταν ὁµιλοῦσαν γιά δογµατικά καί ἐκκλησιαστικά θέµατα, χρησιµοποιοῦσαν ἀκριβεῖς ὅρους µέσα ἀπό ὀρθόδοξες προϋποθέσεις. Καί ὅταν ἔπρεπε νά κάνουν κάποια ἀλλαγή τῶν ὅρων, τό ἔκαναν µέ οὐσιαστικές προϋποθέσεις, µέ µεγάλη προσοχή, ὥστε νά ὁριοθετήσουν τήν ἀλήθεια πού ζοῦσαν ἐµπειρικά καί γιά νά διευκολύνουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι χάριν µιᾶς ἐπικοινωνιακῆς διπλωµατίας.
Βεβαίως, ὅπως ἔχει σηµειωθῆ ἐπανειληµµένως στό κείµενο αὐτό, ὁ ὅρος Ἐκκλησία δέν εἶναι περιγραφικός, ἀλλά εἶναι τό τεθεωµένο Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, γι' αὐτό καί εἶναι «ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία».
Φεβρουάριος 2017
[1] Τήν γλωσσική διατύπωση περί τοῦ τεχνικοῦ ὅρου τήν συζήτησα µέ τήν δρ. Φιλολογίας – λεξικογράφο Βασιλική Μελικίδου.
[2] http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/Thema_a9/a_9_popup4.htm.
[3] http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica /glossology/show.html?id=129
[4] PG, 48, 1032.
[5] PG, 62.26.28-31.
[6] «The Thyateira Confession» - «Ἡ ὁµολογία Θυατείρων» καί ὑπότιτλο «Ἡ πίστις καί ἡ προσευχή τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ», σελ. 201. 7 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 204.
[7] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 205.
[8] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 210-211.
[9] Ἀντωνίου Παπαδοπούλου, Θεολογικός ∆ιάλογος, Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν (Ἱστορία-Κείµενα-Προβλήµατα), Ἐκδ. Οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη, Α.Ε., Θεσσαλονίκη-Ἀθήνα 1996, σελ. 225.
[10] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 210-212.
[11] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 212.
[12] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 212.
[13] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 212-213.
[14] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 246. 16 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 247.
[15] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 248.
Πηγή: Πατερικός