Κατὰ τὸν Ἠσύχιο οἱ Λάκωνες ὀνομάζουν ἑλλὰ τὴν καθέδρα. Ἑπομένως καὶ τὸ ὄνομα Ἑλλὰς πιθανὸν νὰ σημαίνει τὴν καθέδρα τῶν ἀνθρώπων, τὴ χώρα τῶν αὐτοχθόνων ἀνθρώπων, κάτι ποὺ ἀπέδειξαν καὶ ἔρευνες τοῦ DNA καὶ ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες, ἀφοῦ πρὶν 200.000 ± 40.000 ἔτη ἔχουμε τὸ κρανίο τῶν Πετραλώνων [1], πρὶν 135.000 ἔτη ἀποτυπώματα ἀνθρωπίνων πελμάτων στὸ σπήλαιο τῆς Θεοπετρας [2] Τρικάλων, ὅπου ἡ κατοίκηση τῶν ἀνθρώπων εἶναι συνεχὴς ἕως τὴν νεολιθικὴ ἐποχὴ καὶ ἀπὸ τὸ 23.000 ἔχουν καὶ τεχνογνωσία, πρὶν ἀπὸ 100.000 ἔτη ἔχουμε κατοίκηση ἀνθρώπων στὶς ὄχθες τοῦ Πηνειοῦ ποταμοῦ, πρὶν ἀπὸ 35.000 ἔτη στὸν Κοκκινόπηλο τῆς Ἠπείρου καὶ μετὰ τὰ 30.000 ἔτη πολὺ περισσότερα ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα κατοικήσεως ἀνθρώπων στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο.
Ἀλλὰ καὶ ἡ μυθολογία προτάσσει τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ σὲ ὅλη σχεδὸν τὴν Εὐρώπη, ἀφοῦ θεωρεῖ υἱοὺς τοῦ Ἡρακλέους τὸν Κελτό, τὸν Γαλάτη καὶ τὸν Σκύθη, τοὺς γενάρχες τῶν ὁμωνύμων εὐρωπαϊκῶν λαῶν, Κελτῶν, Γαλατῶν καὶ Σκυθῶν. Τὰ δὲ ταξίδια τοῦ Ἠρακλέους στὴν Εὐρώπη καὶ τὴν Λιβύη [3] ἑρμηνεύονται ὡς οἱ διὰ ξηρᾶς δρόμοι τῶν Ἑλλήνων, ἴσως ἐμπόρων, τῆς παλαιοτάτης ἐποχῆς, ἡ δὲ Ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία καὶ οἱ πρὸ αὐτῆς ὡς οἱ θαλάσσιες καὶ οἱ τῶν παραλίων ἐξερευνήσεις, ἀλλὰ καὶ οἱ θαλάσσιοι ἐμπορικοὶ δρόμοι τῶν Ἑλλήνων τῆς μακρινῆς ἐκείνης ἐποχῆς.
Λαὸς τόσο παλαιὸς καὶ τόσο προοδευμένος πρέπει νὰ εἶχε δημιουργήσει ἀπὸ παλαιοτάτους χρόνους γλώσσα γιὰ νὰ ἐκφράσει τὶς ποικίλες ὑλικές, ψυχικές, ἠθικὲς καὶ ἄλλες ἀνάγκες, τὴν ὁποία θὰ μετέδιδε καὶ στοὺς ἄλλους λαοὺς μὲ τοὺς ὁποίους ἐπικοινωνοῦσε. Εἶναι τυχαῖο ποὺ ὁ Σοφοκλῆς γράφει:
Οὔθ’ Ἑλλάς, οὔτ’ ἄγλωσσος [4].
Δηλαδὴ εἶναι οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ ἄγλωσσοι, οἱ βάρβαροι. Ὁ δὲ Μάρκος Φάβιος Κοϊντιλιανός, συγγραφέας καὶ ὀνομαστὸς ρητοδιδάσκαλος τὸν 10ο αἰ. μ.Χ. γράφει: «Οἱ Ἕλληνες οἱ ὁποῖοι λόγον, ὁμιλίαν πρῶτοι ἐποίησαν» καὶ «Ἡ παιδεία ἀρχίζει διὰ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης». Ὅταν μάλιστα ὁ λαὸς αὐτὸς δημιούργησε γραφὴ ἀπὸ τὸ 5.500 π.Χ., ὅπως ἀποδεικνύουν ἡ πινακίδα τοῦ Δισπηλιοῦ, ἡ πινακίδα σφραγίδα τῶν Γιαννιτσῶν, οἱ τῆς 3ης π.Χ. χιλιετίας πινακίδες τῆς Λήμνου καὶ τῆς Ἀλονήσου, στὴν ὁποία ἀναγράφεται ἡ λέξη ΑΥΔΗ (φωνή), καὶ πολλὲς ἄλλες.
Καὶ ἔρχεται ἡ κλασσικὴ ἐποχή· καὶ στὴ γλώσσα αὐτὴ λέγεται καὶ γράφεται ὅ,τι σημαντικότερο ἔχει νὰ παρουσιάσει ἕως σήμερα ἡ ἀνθρώπινη σκέψη. Καὶ ἡ γλώσσα αὐτὴ ἔφθασε σὲ ἀνέφικτη τελειότητα ὥστε, ὁδήγησε σὲ μοναδικὴ κορύφωση τὴν ἀνθρώπινη ἐκφραστικὴ καὶ ἔγινε τὸ παιδευτήριο ὅλου τοῦ πολιτισμένου κόσμου. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἰσοκράτης (436-338 π.Χ.) στὸν Πανηγυρικό του γράφει: «Καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκε μηκέτι τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντες».
Στὴν Ἀνατολή, κυρίως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καὶ ἕως τοὺς τελευταίους αἰῶνες τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα κυριαρχεῖ, διότι στὴν Ἑλληνικὴ ἔχουν γραφεῖ καὶ τὰ Εὐαγγέλια καὶ τὰ ἄλλα ἱερὰ βιβλία. «Καὶ τὴν κοινὴν ἑλληνικὴ λαλιὰ ὡς μέσα στὴν Βακτριανὴ τὴν πήγαμε, ὣς τοὺς Ἰνδούς [5]» λέγει ὁ ποιητής, οἱ δὲ λαοὶ ὁμιλοῦσαν καὶ ἔγραφαν «ἐν λόγῳ ἑλληνικῷ, ποὺ εἶναι ὁ φορεὺς τῆς φήμης [6]». Καὶ ὁ Ἀριστείδης ὁ ρήτωρ, ὁ ἐξ Ἀνδριανουπόλεως τῆς Μ. Ἀσίας καταγόμενος, τὸν 20 αἰ. μ.Χ. γράφει: «Πᾶσαι γὰρ αἱ πόλεις καὶ πάντα τῶν ἀνθρώπων τὰ γένη πρὸς ἡμᾶς καὶ πρὸς τὴν ἡμετέραν δίαιταν καὶ φωνὴν ἀπέκλινε… καὶ οὔτε Ἡρακλέους στῆλαι κωλύσουσιν, οὔτε Λιβύης κολωνοῖς ταῦτα ὁρίζεται, οὐδ’ αὖ Βοσπόρῳ ὁποτέρω βούλει, οὐδὲ στενοῖς Συρίας καὶ Κιλικίας, ἀλλὰ πᾶσαν τὴν γῆν τύχη τινὶ θεία ζῆλος ἐπέρχεται τῆς ἡμετέρας σοφίας καὶ συνηθείας, καὶ ταύτην μίαν φωνὴν κοινὴν ἅπαντες τοῦ γένους ἐνόμισαν καὶ δι’ ἡμῶν ὁμοφώνως γέγονε πᾶσα ἡ οἰκουμένη».
Πράγματι ἀπὸ τὴν ἐποχή, ποὺ οἱ Ἕλληνες διὰ τῆς Κύμης ἔδωσαν τὸ ἀλφάβητο στοὺς κατοίκους τῆς Ἰταλίας καὶ μετέπειτα, ἡ Ἑλληνικὴ ἐπηρεάζει ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ τῆς Δύσεως. Ὁ Γουὶλ Ντυράν (1885- 1981), Ἀμερικανὸς φιλόσοφος, ἱστορικός, καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Κολούμπια, γράφει: «Τὸ ἀλφάβητό μας προῆλθε ἐξ Ἑλλάδος διὰ τῆς Κύμης καὶ τῆς Ρώμης. Ἡ γλώσσα βρίθει ἑλληνικῶν λέξεων. Ἡ ἐπιστήμη μᾶς ἐσφυρηλάτισε μίαν διεθνῆ γλώσσαν διὰ τῶν ἑλληνικῶν ὅρων. Ἡ γραμματική μας καὶ ἡ ρητορική μας, ἀκόμη καὶ ἡ στίξις καὶ ἡ διαίρεσις εἰς παραγράφους… εἶναι ἑλληνικαὶ ἐφευρέσεις. Τὰ λογοτεχνικά μας εἴδη εἶναι ἑλληνικά… καὶ ὅλαι σχεδὸν αἱ λέξεις εἶναι ἑλληνικαί [7].
Νεότερες δὲ ἔρευνες [8] ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ ἀγγλικὴ γλώσσα, ἡ ὁποία ἔγινε ἐπίσημη γλώσσα τοῦ κράτους μόλις τὸ 1422 μὲ διάταγμα τοῦ Ἐρρίκου Ἐ΄, περιέχει 27.000 ἀμιγεῖς ἑλληνικὲς λέξεις καὶ 234.000, οἱ ὁποῖες δημιουργήθηκαν ἀπὸ ἀμιγεῖς ἑλληνικὲς λέξεις ἢ ἡ ἑλληνικὴ λέξη εἶναι πρῶτο ἢ δεύτερο συνθετικὸ τῆς ἀγγλικῆς ἢ εἰσῆλθε στὴν ἀγγλικὴ διὰ τῆς λατινικῆς, τῆς γαλλικῆς κ.λπ. Ὁ συγγραφέας ἐτυμολόγησε τὶς χιλιάδες αὐτὲς λέξεις βάσει τῶν λέξεων, ποὺ ἀναγνωρίζουν τὰ ἐγκυρότερα ἀγγλικὰ καὶ ἀμερικανικὰ λεξικὰ ὅτι προέρχονται ἀπὸ τὴν Ἑλληνική. Σημειωτέον ὅτι τὰ ἀνωτέρω λεξικά, πλὴν τῆς Ὀξφόρδης, χωρὶς καὶ αὐτὸ νὰ ἑξαιρεῖται ἀπολύτως, σταματοῦν τὴν ἐτυμολογία τῶν λέξεων στὴν λατινικὴ ρίζα καὶ δὲν ἀναφέρουν ὅτι ἡ λατινικὴ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἑλληνική.
Ἔρευνα γιὰ τὸν ἀκριβῆ ἀριθμὸ τῶν ἑλληνικῶν λέξεων στὴν γαλλικὴ καὶ σὲ ἄλλες εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες δὲν ἔχει γίνει, οἱ Γάλλοι ὅμως λεξικογράφοι Jean Bouffartigue καὶ Anne-Marie Delrieu γράφουν: «Εἶναι ἀδύνατο νὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε ἀκριβῆ συνολικὸ ἀριθμὸ (ἑλληνικῶν) λέξεων ποὺ περιέχει τὸ γαλλικὸ λεξιλόγιο, εἶναι ἀδύνατο μιὰ καὶ ἡ γλώσσα μας κερδίζει κάθε χρόνο, κάθε ἡμέρα λέξεις… ποὺ οἱ περισσότερες δὲν προέρχονται, ὅπως θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ κανείς, ἀπὸ τὰ ἀγγλικά, ἀλλὰ ἀκριβῶς ἀπὸ τὰ ἑλληνικά. Ἡ ἐπιστήμη ἀνακαλύπτει ἀσταμάτητα νέα ἀντικείμενα ἢ ἔννοιες. Πρέπει νὰ τὰ ὀνομάσει. Ὁ θησαυρὸς τῶν ἑλλη- νικῶν ριζῶν βρίσκεται μπροστά της… Παρουσιάστηκε τότε ἡ ἰδέα νὰ χρησιμοποιηθοῦν οἱ μέθοδοι ποὺ ἐφαρμόζουν οἱ Ἕλληνες γιὰ νὰ αὐξάνουν τὸ λεξιλόγιό τους. Ἡ δομὴ τῆς γλώσσας τους τοὺς ἐπέτρεπε νὰ συνθέτουν λέξεις μὲ ἕναν τρόπο ἁπλὸ καὶ ἀποτελεσματικό. Τοὺς μιμήθηκαν… κατασκεύασαν μιὰ λέξη, τὴν ὁποία μετέγραψαν στὴ γλώσσα τους (στὰ γαλλικά, ἀγγλικά, γερμανικά, ἰταλικά). Ἡ μίμηση τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς εἶναι ἐπιτυχημένη, γιατί οἱ κατασκευαστὲς ἑλληνικῶν λέξεων εἶναι ἐξαιρετικοὶ ἑλληνιστές. Τέτοιες λέξεις εἶναι: τὸ «Cosmonaute», τὸ «Astronaute», «Dermologue», «Dermatologue» καὶ πάρα πολλὲς ἄλλες [9].
Ἡ γλώσσα αὐτὴ ἔχει τροφοδοτήσει καὶ τροφοδοτεῖ τὸν παγκόσμιο λόγο, ἀφοῦ π.χ. στὴν Ζωολογία κατὰ τὸ Nomenclator Zoologicus, ποὺ ἀποτελεῖ διεθνῆ ἐπιστημονικὴ ὀνοματολογία τῶν γενεῶν ὅλων τῶν ζώων (ἐντόμων, ἑρπετῶν, θηλαστικῶν, πτηνῶν, ψαριῶν κ.λπ.) καὶ ἕως τὸ 1994 εἶχαν ἀνακαλυφθῆ 337.789 γένη ζώων, ἀμιγεῖς ἑλληνικὲς λέξεις εἶναι 195.779, δηλαδὴ 57,9%, ἂν δὲ προσθέσουμε καὶ τὶς μὲ πρῶτο ἢ δεύτερο συνθετικὸ ἑλληνικὲς λέξεις τότε τὸ ποσοστὸ ἀνέρχεται στὸ 73,7%. Στὴν Ἰατρικὴ κατὰ τὸ λεξικὸ Dorland τῆς 28ης ἐκδόσεως τοῦ 1994 σὲ 68,4%, στὴν Βοτανολογία βάσει τοῦ βοτανικοῦ – φυτολογικοῦ λεξικοῦ τοῦ Δ. ΚΑΒΒΑΔΑ σὲ 58,9%, στὴν ἐπιστημονικὴ καὶ τεχνικὴ ὁρολογία κατὰ τὸ λεξικὸ The Scientific and Techical Terms τῆς Mc Graw-Hill [10] σὲ 44,6% κ.λπ.
Καὶ ὅμως τὴν γλώσσα αὐτή, γιὰ τὴν ὁποία οἱ ξένοι ὅταν τὴν γνωρίζουν σεμνύνονται, ἐπειδὴ θεωροῦνται ἰδιαιτέρως καλλιεργημένοι, ἀφοῦ διαβάζουν ἀπὸ τὸ πρωτότυπο Ὅμηρο, Θουκυδίδη, Πλάτωνα, Ἀριστοτέλη καὶ ὅλους τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς καὶ τὰ Εὐαγγέλια, κάποιοι ἰθύνοντες φρόντισαν νὰ τὴν ἀλλοιώσουν καὶ νὰ ἀλλάξουν τὴν ἐσωτερικὴ νομοτέλειά της μὲ τὴν ἐκπαιδευτικὴ μεταρρύθμιση τοῦ 1976, μὲ τὴν ὁποία καθιέρωσαν τὴ δημοτικὴ στὰ σχολεῖα καὶ τὴν κατάργηση τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἀπὸ τὸ πρωτότυπο στὰ Γυμνάσια, καὶ ἀπὸ τὸ 1982 καὶ μετὰ μὲ τὴν διὰ νόμου ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ, τὴν κατάργηση τῶν πνευμάτων καὶ ὅλων τῶν ἄλλων [ἀπίθανων] ἀλλαγῶν, ποὺ καθιέρωσαν τὰ νέα βιβλία Γραμματικῆς καὶ Συντακτικοῦ, νὰ τὴν καταστρέψουν τελείως.
Γιὰ νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς οἱ ἀπόψεις τους, μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔλεγαν ὅτι πρέπει νὰ μὴν εἴμεθα προγονολάτρες καὶ νὰ ἐπικρατήσει ἡ γλώσσα τοῦ λαοῦ. Δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ λαὸς νὰ λέγει «δεχτήκαμε, εἴμαστε, τῶν πλούσιων, τοῦ Ἀριστοτέλη, τοῦ Σοφοκλῆ» καὶ στὰ σχολεῖα νὰ διδάσκουμε «δεχθήκαμε, εἴμεθα, τῶν πλουσίων, τοῦ Ἀριστοτέλους, τοῦ Σοφοκλέους». Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ χρησιμοποιοῦμε τὰ πνεύματα (δασεία, ψιλὴ) καὶ τὴν περισπωμένη, ποὺ χρησιμοποιοῦνται μόλις ἀπὸ τὴν ἑλληνιστικὴ ἐποχὴ καὶ νὰ ὑστεροῦμε πνευματικῶς ἔναντι τῶν ἄλλων εὐρωπαϊκῶν λαῶν ἀποστηθίζοντας ἀχρήστους γραμματικοὺς κανόνες.
Καὶ ὅμως «δεχθήκαμε, εἴμεθα» εἶναι λέξεις περισσότερο εὔηχες, ἐπειδὴ στὴ θέση τοῦ στιγμιαίου -τ ἔχουμε τὸ ἐξακολουθητικὸ -θ, τὸ ὁποῖο προφέρεται εὐκολότερα καὶ παράγει πιὸ εὐχάριστο ἦχο, ἀφοῦ δὲν διακόπεται ἀμέσως καὶ ἀναπνέουμε περισσότερο ὀξυγόνο. Περισσότερο ὀξυγόνο ἀναπνέουμε καὶ ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι μακρὰ καὶ τονίζουμε τὴν παραλήγουσα, δηλαδὴ «τῶν πλουσίων» ἢ στὰ ἐπιρρήματα χρησιμοποιοῦμε τὴν κατάληξη -ως, δηλαδὴ «ἀσχέτως» καὶ ὄχι «ἄσχετα». Ἀλλὰ «ἄσχετα» εἶναι καὶ πληθυντικὸς οὐδετέρου τοῦ ἐπιθέτου ἄσχετος.
Ὅσον ἀφορᾶ στὰ τριτόκλιτα κύρια ὀνόματα, τὰ ἐπὶ χιλιάδες ἔτη ἀναλλοίωτα καὶ τὰ περισσότερα τόσο ἔνδοξα, καὶ ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν ἀνακοίνωσε ὅτι πρέπει νὰ διατηρήσουν τὶς ἀρχαῖες καταλήξεις. Ἐπιπλέον πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴ γενικὴ πτώση τὴν ἀρχαία γνωρίζουμε τὴν ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος. Π.χ. Ἀριστοτέλους (ἄριστος+τέλος), Σοφοκλέους (σοφός+κλέος), ἀλλὰ τοῦ Σοφοκλῆ (σοφός+κλέος).
Σχετικῶς μὲ τὸ τελικὸ -ν ἡ Παιδαγωγικὴ Ἰατρικὴ ἀπέδειξε ὅτι ἡ ἐκφορὰ τοῦ φθόγγου -ν συντελεῖ στὸ νὰ εἰσπνέουμε περισσότερο ὀξυγόνο μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καθαρίζει τὸ αἷμα, νὰ γίνεται καλύτερη ὀξυγόνωση τοῦ ἐγκεφάλου καὶ νὰ ἐνισχύεται ἡ νόηση. Καὶ τὸ γερμανικὸ περιοδικὸ P M MAGAZINE (Μάρτιος 1996) δημοσίευσε ἄρθρο γιὰ τὸ γράμμα -ν, στὸ ὁποῖο γράφει ὅτι, ὅταν κάποιος εἶναι καταπονημένος, κουρασμένος, ἡ ὁμιλία του γίνεται περισσότερο ἔρρινη γιὰ νὰ προσλάβη περισσότερο ὀξυγόνο.
Ὅσον ἀφορᾶ στὰ πνεύματα, ἴσως νὰ ἦταν ἐνωρίτερα γνωστά, ἀλλὰ χρησιμοποιήθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀριστοφάνη τὸν Βυζάντιο (262-185 π.Χ.), δηλαδὴ ἔχουν ἱστορία 2300 ἐτῶν. Ἀλλὰ ἡ μακραίωνη αὐτὴ ἱστορία τους εἶναι ἀσήμαντη, ὅταν οἱ ἄλλοι Εὐρωπαῖοι θεωροῦν σημαντικὴ τὴν ἱστορία ἐλαχίστων αἰώνων; Π.χ. οἱ Ἄγγλοι θεωροῦν ἱστορικὴ τὴ γλώσσα τοῦ Οὐίλλιαμ Σαίξπηρ (1564- 1616) καὶ τῆς ἐποχῆς του, τὴν ὁποία ὁμιλοῦσαν πρὶν ἀπὸ τέσσερεις μόνον αἰῶνες, γι’ αὐτὸ τὴν σέβονται καὶ τὴν διδάσκονται. Ὅπως σέβονται καὶ τὶς δασυνόμενες ἑλληνικὲς λέξεις καὶ διατηροῦν τὸ -h, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθε ἡ δασεία, ἀκόμη καὶ στὶς σύνθετες λέξεις π.χ. HELLAS (Ἑλλάς), ἀλλὰ καὶ cachemia (κακός+αἷμα), masthelcosis (μαστός+ἕλκωσις). Ἡ διατήρηση τῆς δασείας διευκολύνει καὶ τὴν ἐτυμολογία τῶν λέξεων π.χ. τὰ ἁλόφυτα (τὰ φυτὰ ποὺ εὐδοκιμοῦν σὲ ἁλατοῦχα ἐδάφη). Μὲ τὴν καθιέρωση ὅμως τοῦ μονοτονικοῦ οἱ Ἕλληνες θὰ μποροῦν νὰ ἐτυμολογοῦν τὶς λέξεις τῆς γλώσσας τους μόνον ἀπὸ τὶς ἑλληνικὲς λέξεις, ποὺ ἔχουν εἰσχωρήσει στὶς ξένες γλῶσσες καὶ οἱ ξένοι σέβονται τὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία μας τῶν 2.300 ἐτῶν καὶ διατηροῦν τὴν δασεία πολλὲς φορὲς καὶ στὸ ρ π.χ. rheumatic.
Καὶ ἂν οἱ Ἕλληνες, κατὰ τὴ γνώμη κάποιων [δῆθεν εἰδικῶν] φιλολόγων, κοπιάζαμε ἀσκόπως, ἐπειδὴ ἔπρεπε νὰ ἀποστηθίζωμε ἐλαχίστους γραμματικοὺς κανόνες σχετικοὺς μὲ τὶς δασυνόμενες λέξεις, ἐπειδὴ ὅλες οἱ ἄλλες ἔπαιρναν ψιλή, οἱ Ἄγγλοι πόσο πρέπει νὰ κοπιάσουν γιὰ νὰ μάθουν τὴν ὀρθογραφία τῶν 27.000 ἀμιγῶν ἑλληνικῶν λέξεων, ποὺ ἔχουν εἰσχωρήσει στὴ γλώσσα τους, καὶ τῶν 234.000 ποὺ ἔχουν ὡς πρῶτο ἢ δεύτερο συνθετικὸ ἑλληνικὴ λέξη. Καὶ ὅμως σέβονται τὴν ἱστορία τῆς γλώσσας μας καὶ τηροῦν τοὺς κανόνες αὐτῆς. Τὸ ἴδιο κάνουν καὶ οἱ περισσότεροι λαοί, στὶς γλῶσσες τῶν ὁποίων ἔχουν εἰσχωρήσει ἑλληνικὲς λέξεις, γιὰ νὰ ἐκφράσουν μὲ ἀκρίβεια τὴν ἐπιστημονικὴ ὁρολογία καὶ γενικότερα κάθε πτυχὴ τοῦ πνεύματος.
Γιὰ τὸν τόνο περισπωμένη ἀναφέρουμε μόνον ὅτι οἱ Ἰσπανοὶ ἐτόνισαν ὅτι θὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, ἂν γιὰ λόγους ἁπλοποιήσεως καταργηθῆ ἡ «περισπωμένη» ἀπὸ τὴν λέξη ESPANIA, καὶ ἐπέτυχαν νὰ μὴν καταργηθεῖ. Καὶ ὅμως ἡ ἰσπανικὴ γλώσσα δὲν ἔχει ἱστορία 2300 ἐτῶν, οὔτε τὴ βαρειὰ γλωσσικὴ κληρονομιὰ τῆς Ἑλληνικῆς.
Αὐτὲς καὶ ὅλες οἱ ἄλλες ἀλλαγὲς στὴ γλώσσα μας, ὅπως ἡ κατάργηση τῶν αὐξήσεων στὰ ρήματα κ.λπ., ἐξαιτίας τῶν ὁποίων οἱ μαθητὲς ἔχουν σταματήσει νὰ σκέπτωνται, νὰ ἀκονίζουν τὸ μυαλό τους ποιά αὔξηση ἢ ποιόν τόνο θὰ χρησιμοποιήσουν, ὁδήγησαν τὰ ἑλληνόπουλα ὄχι μόνον στὴν λεξιπενία -χρησιμοποιοῦν στὸν προφορικὸ καὶ γραπτὸ λόγο 500-800 λέξεις- καὶ στὴν ἡμιμάθεια -δὲν κατανοοῦν πλέον τὰ Εὐαγγέλια, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ ἄλλους Ἕλληνες λογοτέχνες-, ἀλλὰ πολλὰ παιδιὰ καὶ στὴ δυσλεξία καὶ σὲ ἄλλες πνευματικὲς ἀσθένειες, ὅπως βεβαιώνει καὶ τὸ βιβλίο «Ἡ ἐκδίκησις τῶν τόνων» τῶν ψυχολόγων Θαλῆ Παπαδάκη, Δήμητρας Βεκιάρη καὶ τοῦ ψυχιάτρου Ἰωάννη Τσέγκου.
Ἔλειψαν τὰ πνεύματα, ἀλλὰ δυστυχῶς ἔλειψε καὶ τὸ πνεῦμα στὴν παιδεία. Ἔγινε μονοτονικὴ ἡ γλώσσα, ἀλλὰ ἔγινε μονοτονικὴ καὶ ἡ παιδεία καὶ ἡ πνευματικὴ πρόοδος τῆς Ἑλλάδος. Ἡ ἀπειθάρχητη πλέον ἑλληνικὴ γλώσσα, ἀποτέλεσμα τῶν ἀλλαγῶν, τῶν ἁπλοποιήσεων καὶ τῆς υἱοθετήσεως τῆς ἀρχῆς τῆς «ἥσσονος προσπαθείας», ὁδηγεῖ μὲ βεβαιότητα σὲ πνευματικὴ ὀπισθοδρόμηση, ἀφοῦ ἡ γλώσσα κατὰ τὸν Εὐριπίδη εἶναι ὁ ἄγγελος τοῦ νοῦ (ἀγγελιοφόρος τῆς σκέψεως). Δηλαδὴ ἁπλοποιήσαμε τὴ γλώσσα μας, ἀλλὰ ἁπλοποιήσαμε καὶ τὴ σκέψη μας καὶ τὸ μυαλό μας.
Στὴν λεξιπενία καὶ τὴν πνευματικὴ ἔνδεια τῶν νέων μας τὰ μέγιστα συνετέλεσε καὶ ἡ κατάργηση τοῦ παραδοσιακοῦ τρόπου γραφῆς τῶν ἐκθέσεων καὶ ἡ ἀντικατάστασή του ἀπὸ τὸ μάθημα τῆς Γλώσσας, ποὺ εἰσηγήθηκαν κάποιοι [δῆθεν προοδευτικοὶ] φιλόλογοι καὶ ἐπέτυχαν νὰ ἐφαρμοσθῆ μετὰ τὸ 1982. Δηλαδὴ γράφουν οἱ μαθητὲς ὀλίγες ἐκθέσεις καὶ μόνον μὲ θέματα σχετικὰ μὲ αὐτὰ ποὺ γράφονται στὰ βιβλία τοῦ μαθήματος τῆς Γλώσσας ἢ παραπλήσια, ὅποτε διαβάζουν ἢ ἀποστηθίζουν ὅλοι τὰ ἴδια ἀσήμαντα κείμενα, σκέπτονται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἡ σκέψη τους γίνεται σχεδὸν κατευθυνομένη , ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν παράδοσή μας, ἀπὸ τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τῶν προγόνων μας, ἀπὸ τὴν ἱστορία μας, τὰ πρότυπα ζωῆς, τὶς ἀνιδιοτελεῖς προτεραιότητες, ἀφοῦ πιθανὸν νὰ μὴν διαβάσουν ποτὲ τοὺς μεγάλους Ἕλληνες λογοτέχνες (Γ. Βιζυηνό, Ι. Βλαχογιάννη, Ἀνδρ. Καρκαβίτσα, Γρ. Ξενοπουλο, Χρ. Χρηστοβασίλη κ.ἄ.), τὴ θαυμάσια νεοελληνικὴ λογοτεχνία, τὴν ὁποία ἦσαν ἀναγκασμένοι νὰ μελετήσουν ὡς μαθητὲς γιὰ νὰ ἀποκτήσουν πλούσιο λεξιλόγιο καὶ νὰ γράφουν καλὲς ἐκθέσεις.
Ὅποιος, ὅμως, ὑπονομεύει τὴ γλώσσα, ὑπονομεύει τὰ πνευματικὰ θεμέλια, τὴν ὕπαρξη τοῦ Ἔθνους του, διότι ἡ καρδιὰ ἑνὸς Ἔθνους κτυπᾶ στὴ γλώσσα του. Ὁ δημοτικιστὴς Γιάννης Ψυχάρης ἔγραφε: «Γλώσσα καὶ Πατρίδα εἶναι τὸ ἴδιο. Νὰ πολεμᾶ κανεὶς γιὰ τὴν Πατρίδα του ἢ γιὰ τὴν Ἐθνική του γλώσσα ἕνας εἶναι ὁ ἀγώνας. Πάντα ἀμύνεται περὶ πάτρης». Καὶ δὴ ὅταν ὑπονομεύεται ἡ Ἑλληνικὴ γλώσσα, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Γκαῖτε εἶπε: «Ἄκουσα τὸ Εὐαγγέλιο στὸν Ἅγιο Πέτρο τῆς Ρώμης σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες. Ἡ Ἑλληνικὴ ἀντήχησε σὰν ἄστρο ποὺ ἐμφανίζεται τὴν νύκτα [11]». Καὶ πολλοὶ ξένοι πιστεύουν ὅτι «δι’ ἡμῶν ὁμόφωνος γέγονε πᾶσα ἡ οἰκουμένη», δηλαδὴ ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ εἶναι ἡ γλώσσα τοῦ κόσμου, γι’ αὐτό, ὅπως εἶπε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Δημήτριος στὶς 19-11-2002 στὸ Α.Π.Θ., βιβλίο προσφάτως ἐκδοθὲν ἀπὸ τὰ πανεπιστήμια Χάρβατ καὶ Ὀξφόρδης, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὴν Ἑλλάδα, γράφει: «Εἴμεθα ὅλοι Ἕλληνες μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα μας».
Καὶ ὁ πρύτανις τῆς Βασιλικῆς Ἀκαδημίας τῆς Βασκικῆς Γλώσσας Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο ἔγραφε: «Τὸ νὰ ὁμιλῆ κάποιος γιὰ Ἑνωμένη Εὐρώπη χωρὶς ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι σὰν νὰ ὁμιλῆ μὲ ἕναν τυφλὸ γιὰ χρώματα. Δὲν μπορεῖ νὰ ἐπέλθη μία ἀναγέννηση ἐὰν δὲν πᾶμε στὶς πηγές μας. Ἐννοοῦμε τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, τὴν ὁποία εὑρίσκουμε μερικῶς σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου μὲ τὴν μορφὴ τῶν ἐπιστημονικῶν καὶ τεχνικῶν ὅρων, ἀλλὰ καὶ λέξεων τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀκόμη καὶ τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας ἀποτελεῖ τὴ γλώσσα γεννήτρια τῶν εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν» [11]. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἰσπανοὶ εὐρωβουλευτὲς ἐζήτησαν νὰ καθιερωθῆ ἡ Ἑλληνικὴ ὡς ἡ ἐπίσημη γλώσσα τῆς Ε.Ε. Δὲν τὸ ζήτησε ὅμως καὶ ἡ τότε ἑλληνικὴ κυβέρνηση, διότι οἱ περισσότεροι Ἕλληνες δὲν ἔχουμε συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἡ πνευματικὴ ὑπερδύναμη, ἀφοῦ ἐδῶ γεννήθηκαν οἱ ἐπιστῆμες, ἡ φιλοσοφία, ἡ ἱστορία, ἡ ρητορική, ἡ λογοτεχνία (ἔπος, λυρικὴ ποίηση, τραγικὴ ποίηση, κωμωδία καὶ γενικῶς ὁ πεζὸς λόγος) καὶ ἐμᾶς μιμήθηκαν ὁ Σαίξπηρ καὶ ὅλοι οἱ μεγάλοι ξένοι λογοτέχνες, ἐδῶ γεννήθηκαν οἱ τέχνες καὶ μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα διαδόθηκαν οἱ ἀξίες ποὺ διέπουν τὴν ἀνθρωπότητα. _
1. Θεοχάρης Δημ., Οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι στὴν Ἑλλάδα, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, τ. Α, σ. 35-38, Ζέλλιου-Μαστοροκώστα Ἐρ., Ἡ χερσόνησος τῆς Χαλκιδικῆς κατὰ τοὺς προϊστορικοὺς χρόνους, Θεσσαλονίκη. Μ. Τριανταφύλλου υἱοί, 1982, σ. 9-14.
2. Ἐφ. Μακεδονία, 29-3- 2009.
3. Οἱ ἀρχαίοι Ἕλληνες Λιβύη ὀνόμαζαν τὴν Β. Ἀφρικὴ πλὴν τῆς Αἰγύπτου.
4. Τραχίνιαι 1060.
5. Καβάφης Κ., Στὰ 200 π.Χ., Ἀθήνα, Ἴκαρος, 1984, σ. 178.
6. Καβάφης Κ., Ἐν δήμῳ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Ἀθήνα, Ἴκαρος, 1984, σ. 140.
7. Ντυρὰν Γουίλ, The story of civilization, 1935, μτφ. Φραγκιά Ἀ., Παγκόσμιος ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ, 1969, τ. 2, σ. 680.
8. Κωνσταντινίδης Ἀρ., Οἱ ἑλληνικὲς λέξεις στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα, Θεσσαλονίκη, Χαρ. Αϊβατζής, 1994 (Βραβεῖο Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν).
9. Bouffartigue Jean και Delrieu Anne-Marie, The sors des Racines Greogues, Παρίσι 1981, μτφ. Μοζὲρ Ἀμαλία, Θησαυροὶ ἑλληνικῶν ριζῶν, 1993, σ. 17,19.
10. Κωνσταντινίδης Ἀρ., Ἡ οἰκουμενικὴ διάσταση τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας, Θεσσαλονίκη 2001, σ. κθ .
11. Μενέλαος Παγουλάτος, Ἀνθολόγιον πατριδογνωσίας, Ἀθήνα, Γεωργιάδης, 1996, σελ. 59.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη