Η γνώση έναντι της πίστεως στην ορθόδοξη χριστιανική Πατερική Παράδοση δεν είναι ψεκτή, αλλά η πίστη είναι υψηλότερη. Η γνώση, καταρχάς, είναι εναντίον της πίστεως, ενώ η πίστη υπερβαίνει τους νόμους της γνώσεως.
Η γνώση, σε όλες τις φανερώσεις της, φυλάσσει τα όρια της φύσεως, ενώ η πίστη ενεργεί πάνω από τη φύση.
Η γνώση δεν μπορεί να γνωρίσει και να κάνει τίποτα, χωρίς εξέταση και έρευνα, ενώ η πίστη προσεγγίζει τα πάντα με απλότητα και καθαρή καρδία.
Η γνώση, με βάση τη δέσμευσή της από τη δύναμη του φόβου, απομακρύνεται από καθετί που βλάπτει και καταστρέφει την υλικότητα της φύσεως, ενώ η πίστη, επιτρέπει στον άνθρωπο να χρησιμοποιεί και να αντιμετωπίζει τα πράγματα του φυσικού κόσμου, στο πλαίσιο της ελευθερίας και της μη υποδουλώσεως σ΄ αυτήν.
Στον χώρο της παιδείας, κυρίως τα τελευταία χρόνια, κάτω από την ισχυρή επίδραση της Νεωτερικότητας και της Μετανεωτερικότητας αλλά και εντός μιας κοινωνίας ανθρώπων, που υπόκεινται συνήθως σε μια ισχυρή τάση εκκοσμίκευσης και σχετικισμού, τίθεται συχνά το δίλημμα ανάμεσα στην επιλογή της πίστης ή της γνώσης.
Ο Χριστιανισμός τους παροτρύνει να διατηρούν και να αυξάνουν την πίστη τους, η οποία είναι «ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων», ενώ ο Διαφωτισμός δίνει σχεδόν απόλυτη προτεραιότητα στην ορθολογική γνώση και στα υλικά πράγματα και αρνείται ή υποτιμά άμεσα ή έμμεσα την πίστη.
Η εκκλησιαστική παράδοση, στηριζόμενη στην πίστη, δέχεται το λογικό, αλλά πιστεύει και στο υπέρλογο, στο «ξένον και παράδοξον μυστήριον». Έτσι, κατά τον όσιο Ισαάκ τον Σύρο, είναι σαφές ότι αυτός που προσεγγίζει τη φωτιά κατακαίει τον εαυτό του και αυτός που θα βρεθεί σε ένα χείμαρρο νερού χάνει τη ζωή του.
Στην περίπτωση αυτή, η γνώση προτρέπει τον άνθρωπο να φυλάσσει και να μην παραβαίνει τους όρους της φύσεως. Ωστόσο, με την πίστη «νικούνται» οι όροι της φύσεως και αντιμετωπίζονται διαφορετικά, αφού ο άνθρωπος είναι βέβαιος ότι, διά της πίστεως, μπορεί να προκύψει προσωρινή αναστολή της ισχύος των φυσικών νόμων, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στην ιστορία.
Όλα αυτά είναι εναντίον της απολυτότητας της γνώσεως. Η γνώση εξετάζει από την αρχή το αποτέλεσμα των προσπαθειών του ανθρώπου και προτρέπει τον άνθρωπο να μην επιχειρήσει να κάνει κάτι, αν δεν έχει εξασφαλιστεί λογικά η επιτυχία του.
Η πίστη δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει τα πάντα, εφόσον όλα είναι δυνατά και τίποτα δεν είναι αδύνατο, γι΄ αυτόν που πιστεύει στον Θεό.
Η γνώση εμπνέει τον φόβο και ο φόβος τον δισταγμό κι αυτός τη λογική έρευνα και η έρευνα τους τρόπους. Πολλές φορές, μάλιστα, όταν κυριαρχούν συνθήκες έκτακτες, γεμάτες από την αίσθηση της διακινδύνευσης, καταστάσεις όπου η γνώση και η σοφία δεν μπορούν να βοηθήσουν σε τίποτε, η πίστη προσφέρει στον άνθρωπο, όχι πνεύμα υποδουλώσεως στον φόβο, αλλά πνεύμα ελευθερίας, υπομονής και ελπίδας στον Θεό.
Στο ερώτημα, ωστόσο, αν συνάπτεται η γνώση με την πίστη και αν μπορεί να ενωθεί μ΄ αυτήν, η θεολογική παράδοση απαντά θετικά, υπογραμμίζοντας ότι η γνώση ολοκληρώνεται στην πίστη και αποκτά δύναμη να ανέλθει προς τα άνω και να φτάσει στην αίσθηση του υψηλότερου από κάθε αίσθηση και να δει τα ακατάληπτα στον νου και στη γνώση.
Για τη σχέση γνώσεως-πίστεως, ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος διδάσκει ότι η γνώση δεν είναι κατηγορητέα, αλλά «η πίστις υψηλοτέρα αυτής ἐστι».
Κάτω από ορισμένες πνευματικές προϋποθέσεις, όμως, «συνάπτεται η γνώσις τη πίστει», και γίνεται μ΄αυτήν ένα και με την πίστη ολοκληρώνεται και τελειώνεται.
Στην περίπτωση αυτή, πράγματι, «η γνώσις βαθμίς ἐστι δι΄ ης ανέρχεταί τις εις το ύψος της πίστεως». Και τότε λέμε ότι «η γνώσις ανέρχεται», προσανατολίζεται προς τον Θεό, συνδυάζεται με την πίστη και κάνει τον άνθρωπο να συνειδητοποιεί ότι η γνώση είναι «δόσις παρὰ Θεού τη φύσει των λογικών».
Όταν όμως, αντίθετα, «η γνώσις κατέρχεται» καταντά, από τον τρόπο και τη μορφή της χρήσεώς της, «εναντία τη πίστει» και ονομάζεται «ψιλή γνώσις, καθ΄ ότι γυμνή ἐστι πάσης θείας μερίμνης… και τελείως η μέριμνα αυτής εν τω κόσμω τούτω εστί».
Οι παρενέργειες που εμφανίζει στην προσωπικότητα του ανθρώπου η «ψιλή γνώσις», η χωρίς τη σύνδεση με την πίστη γνώση, κατά τον όσιο Ισαάκ, ενδιαφέρουν εξαιρετικά τη σύγχρονη κοινωνία και παιδεία, προκειμένου να κατανοήσουν ποιας μορφής πρότυπα είναι δυνατό να προκύψουν από έναν μονομερή γνωσιολογικό ή και γνωσιοκρατικό προσανατολισμό της παιδείας, που την διατηρεί μακράν του Θεού.
Τέτοιες είναι: ο πλουτισμός, η κενοδοξία, η κόσμηση του σώματος, η αμφισβήτηση της θείας πρόνοιας, η μικροψυχία, η λύπη, η απόγνωση, ο φόβος των δαιμόνων, ο φόβος του θανάτου, ο φόβος των παθών, η εκρίζωση της αγάπης, η εξέταση των εγκλημάτων των άλλων, ο δογματισμός, ο εγωισμός κ.ά.
Με βάση τα παραπάνω, διαπιστώνεται ότι η λογική και η ανθρώπινη γνώση -όπως και πολλά άλλα αγαθά- είναι δώρημα, που δωρίζεται από τον Θεό. Αυτή, όμως, δόθηκε ως τάλαντο εν εξελίξει, όπως και όλα τα άλλα χαρίσματα που λαμβάνει άνωθεν ο άνθρωπος.
Από αυτόν, επομένως, εξαρτάται η προς τα άνω εξέλιξη της γνώσεως. Αν συνδυαστεί με την πίστη και την ελπίδα προς τον Θεό, βοηθά την ανθρώπινη ύπαρξη να ανέρχεται, ακόμη περαιτέρω, στην τέλεια γνώση και να μετέχει στην αποκάλυψη των θείων θεωριών, ενώ, αν δεν συμπλέκεται με την πίστη, βλάπτει τον άνθρωπο, διότι συμβάλλει στο να κατέρχεται υπαρξιακά και να πορεύεται στο σκότος και στην πλάνη.
Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι γνώσεις που μαθαίνουν οι μαθητές στο σχολείο, δεν είναι προς το πνευματικό τους συμφέρον να αποκόπτονται και να απομονώνονται από το όλον της ύπαρξης, δηλαδή από την οντολογική τους υποδομή, που περιλαμβάνει και την πίστη, διότι τότε δημιουργούνται τεράστια ψυχικά κενά στους νέους και μελλοντικούς ενήλικες.
Αυτό που μπορεί να γίνεται, επομένως, είναι να δίνεται στους νέους η ευκαιρία, μέσα από την παιδεία που λαμβάνουν, να καλλιεργούν και να αναπτύσσουν και την πίστη τους, έτσι, ώστε να την καταστήσουν βαθμίδα, πάνω στην οποία μπορούν να στηρίζονται, υπαρξιακά, προκειμένου να αναπτύσσεται, σταδιακά και αρμονικά, παράλληλα με όλες τις δυνάμεις της ψυχής τους, τόσο η πίστη όσο και η γνώση.
Με αυτή την μορφή ανάπτυξης, η σχολική γνώση καλλιεργείται, ολοκληρώνεται και μετατρέπεται βαθμιαία σε πνευματική γνώση, δηλαδή σε προσωπική και πνευματική σχέση προσέγγισης των νέων με τον Θεό της αγάπης και της αγαθοσύνης, τον συνάνθρωπο και την κτίση.
Η ορθόδοξη πίστη, άλλωστε, ποτέ δεν έθεσε εμπόδια στην ανάπτυξη της γνώσης. Αν υπάρχουν εμπόδια στη σχέση τους, αυτά έρχονται και εισέρχονται στην παιδεία, από την πλευρά όσων ελέγχουν τη γνώση.
Ωστόσο, είναι καλό να ακούμε τους σοφούς πνευματικούς συμβούλους της παραδόσεώς μας, που, μέσα από τις εμπειρίες τους, διδάσκουν ότι, χωρίς την παρουσία της πίστεως στη ζωή των νέων μας, τα υπαρξιακά και ψυχικά κενά πληθύνονται και τα πάθη αγριεύουν και δυναμώνουν.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι να αποβαίνει δύσκολη η καλλιέργεια προτύπων αρετής, που είναι απαραίτητα τόσο για την συγκρότηση της κοινωνίας όσο και για την πνευματική καλλιέργεια, τον καταρτισμό και την οικοδομή εκάστου από τους νέους μας «εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού (Εφ. 4, 13).