Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Η σύγχρονη θρησκευτική αγωγή οριοθετείται, σύμφωνα με το νέο Πρόγραμμα Σπουδών για τα Θρησκευτικά του Δημοτικού και του Γυμνασίου[1], στο πλαίσιο του επονομαζόμενου κριτικού θρησκευτικού γραμματισμού. Η οριοθέτηση αυτή της θρησκευτικής αγωγής στοχεύει να καταστήσει το θρησκευτικό μάθημα σύγχρονο και ικανό να ανταποκριθεί με επιτυχία στις απαιτήσεις τόσο του στενού σχολικού περιβάλλοντος όσο και του ευρύτερου κοινωνικού. Εντούτοις, οι θεωρητικές βάσεις του γραμματισμού και του θρησκευτικού γραμματισμού εγείρουν ορισμένους προβληματισμούς.
Ο γραμματισμός -μετάφραση του αγγλικού όρου literacy- συνδέεται άμεσα με τον γλωσσικό σημειωτικό λόγο και αφορά πρωταρχικά και κυρίως στη γλωσσική εκπαίδευση. Αντιδιαστέλλεται από τον αναλφαβητισμό, αλλά δεν ταυτίζεται με τον αλφαβητισμό, εφόσον του αποδίδεται ευρύτερο εννοιολογικό περιεχόμενο. Η έννοια του γραμματισμού δεν περιορίζεται στη γνώση γραφής και ανάγνωσης, αλλά συμπεριλαμβάνει ικανότητες και δεξιότητες οι οποίες συμβάλλουν καθοριστικά στην επικοινωνία καθώς και στην επιτυχή ένταξη στο κοινωνικό περιβάλλον. Με βάση τα παραπάνω ως γραμματισμός ορίζεται, σύμφωνα με τον Ηλία Ματσαγγούρα, η «ικανότητα του ατόμου να χρησιμοποιεί τις (μετα-) γλωσσικές και επικοινωνιακές γνώσεις και δεξιότητές του ευέλικτα και δημιουργικά, αλλά πάντα με τρόπο που προσιδιάζει σε κάθε περίσταση επικοινωνίας, για να επιτύχει στόχους που αφορούν: α) στις λεκτικές πράξεις του προφορικού λόγου, β) στην κατανόηση, χρήση, κριτική, αλλά και την παραγωγή κειμένων ποικίλης σημειωτικής σύνθεσης και διαφορετικής κοινωνικής λειτουργίας και, ως εκ τούτου, διαφορετικού περιεχομένου και διαφορετικής μορφής και δομής και διαφορετικών λεξικο-γραμματικών και υφολογικών χαρακτηριστικών»[2].
Από την παραπάνω εννοιολογική προσέγγιση προκύπτει ότι η έννοια του γραμματισμού περιλαμβάνει εκτός από τη γνώση τόσο την ικανότητα ορθής χρήσης των γλωσσικών δομών όσο και τη δυνατότητα του ατόμου να προσαρμόζεται με ευκολία και να λειτουργεί με αποτελεσματικότητα σε ποικίλα περιβάλλοντα και διαφορετικές περιστάσεις επικοινωνίας[3]. Επομένως, ο γραμματισμός δεν εξαντλείται στην κατάκτηση συγκεκριμένου διδακτικού υλικού, αλλά επεκτείνεται και στις δεξιότητες αποτελεσματικής χρήσης αυτού του υλικού από τους μαθητές με στόχο τη λειτουργική επικοινωνία τους με το διαρκώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό περιβάλλον. Ο Mike Baynham προσδιορίζει τις δεξιότητες αυτές ως τη λειτουργική διάσταση του γραμματισμού[4].
Στην προσπάθεια προσδιορισμού του εννοιολογικού περιεχομένου του γραμματισμού υποστηρίζεται επιπλέον ότι «ο γραμματισμός συνεπάγεται λογική, αναλυτική, κριτική και ορθολογική σκέψη, χρήση της γλώσσας με γενικεύσεις και αφαιρέσεις, σκεπτικισμό και κριτική στάση, διάκριση μεταξύ μύθου και ιστορίας, αναγνώριση της σημασίας του χώρου και του χρόνου, σύνθετους και σύγχρονους τρόπους διοίκησης (με διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας, πολιτική δημοκρατία και μεγαλύτερη κοινωνική ισότητα, χαμηλότερο δείκτη εγκληματικότητας, καλύτερους πολίτες, οικονομική ανάπτυξη, πλούτο και παραγωγικότητα, πολιτική σταθερότητα, αστικοποίηση και χαμηλότερη γεννητικότητα»[5].
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι από τις ποικίλες εννοιολογικές προσεγγίσεις του γραμματισμού προκύπτει η διάκριση μεταξύ του αυτόνομου και του ιδεολογικού γραμματισμού. Ο Brian Street[6] επισημαίνει ότι η διαφορά μεταξύ του αυτόνομου και του ιδεολογικού γραμματισμού εντοπίζεται στον ρόλο που έχουν συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές στην κατανόηση του γραμματισμού. Στην περίπτωση του αυτόνομου γραμματισμού αυτός κατανοείται ως καθαρά γνωστική ικανότητα ανεξάρτητα από το κοινωνικό πλαίσιο και τον πολιτισμό εντός του οποίου εκδηλώνεται. Αντίθετα, ο ιδεολογικός γραμματισμός αλληλεπιδρά με την κοινωνία και το πολιτισμικό περιβάλλον[7].
ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ
Η κριτική παιδαγωγική εδραιώνεται ως παιδαγωγικό ρεύμα τη δεκαετία του 1980 με τους Henry Giroux, Michael Apple και Stanley Aronowitz. Εντούτοις, θεωρητικές επιδράσεις έχει δεχθεί από απόψεις των Paulo Freire, Antonio Gramsci και John Dewey, από την κριτική θεωρία της Σχολής της Φρανκφούρτης[8] καθώς και από άλλα ιδεολογικά ρεύματα, όπως αυτά του μεταμοντερνισμού και του μεταδομισμού.
Πρωταρχικός στόχος των εκπροσώπων της κριτικής παιδαγωγικής είναι ο μετασχηματισμός της εκπαίδευσης και κατ’ επέκταση της κοινωνίας. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί μέσω της κοινωνικής προβληματικής της εκπαίδευσης, η οποία διευρύνεται ως προς το περιεχόμενό της, ώστε να συμπεριλάβει το κοινωνικό και πολιτισμικό στοιχείο[9]. Επιτυγχάνεται, επίσης, με την υπέρβαση της θεωρίας της στείρας αναπαραγωγής και τον προσανατολισμό της εκπαίδευσης προς την κοινωνική και πολιτισμική παραγωγή[10]. Οι ιδεολογικές καταβολές της κριτικής παιδαγωγικής αιτιολογούν επαρκώς, όπως θα γίνει στη συνέχεια κατανοητό, το γεγονός ότι οι εκπρόσωποί της προσηλώνονται στην ατομική και κοινωνική χειραφέτηση, στη συγκρότηση δημόσιων χώρων αναστοχασμού και στην ανάληψη αυτόνομης κοινωνικής δράσης ως πρωταρχικών κεντρικών σκοπών ενός σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος[11].
Στις νέες παιδαγωγικές προτάσεις του Giroux για τη θεωρία της εκπαίδευσης στις Η.Π.Α. τονίζεται μεταξύ άλλων η θεμελιώδης πολιτική φύση του σχολείου[12]. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Το πρόβλημα της εκπαίδευσης είναι κυρίως η άσκηση της εξουσίας [...] των κυρίαρχων ομάδων πάνω στις αδικημένες ομάδες σε συνάρτηση με τη φυλή (οι ορατές μειονότητες), το φύλο (άνδρας – γυναίκα), τις σεξουαλικές προτιμήσεις ή τις κοινωνικές τους θέσεις (φεμινιστές, μαρξιστές κ.λπ.). Υπάρχει εδώ ένα μεγάλο πρόβλημα το οποίο αγγίζει όλες τις πολιτισμικές δραστηριότητες. Οι ανώτερες τάξεις ελέγχουν την ανάπτυξη της κοινωνίας μέσα από πολιτιστικές δραστηριότητες. Η παιδαγωγική δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια απλή μετάδοση της γνώσης, διότι τώρα είναι υποτελής μιας εκτεταμένης πολιτισμικής πολιτικής».
Ο Giroux υποστηρίζει, επίσης, με θέρμη την αναγκαιότητα σύνδεσης αφενός της παιδαγωγικής με την προοπτική της κοινωνικής αλλαγής και αφετέρου της μάθησης με το πολιτισμικό υπόβαθρο και τις προσωπικές εμπειρίες του κάθε μαθητή, εφόσον «η ανάλυση του κοινωνικού προβλήματος της εκπαίδευσης […] έγινε η ανάλυση της εκπαίδευσης ως στοιχείου πολιτιστικού μετασχηματισμού»[13]. Επομένως, εκπαίδευση για τον συγκεκριμένο παιδαγωγό είναι το πεδίο στο οποίο παράγεται αμφισβήτηση, αντίσταση και προοπτική κοινωνικής δράσης[14].
Ουσιαστικά η κριτική παιδαγωγική κατά τον Giroux δεν περιγράφεται εννοιολογικά μόνο ως ένα σύνολο γραπτών, προφορικών και οπτικών πρακτικών, οι οποίες διευκολύνουν τα άτομα να αλληλοκατανοούνται και να αναλύουν τις σχέσεις τους με τους άλλους και το περιβάλλον[15]. Η κριτική παιδαγωγική είναι, επίσης, «μια αμφισβήτηση των κυρίαρχων μορφών συμβολικής παραγωγής, αν δεχτούμε την άποψη ότι οι συμβολικές αναπαραστάσεις οι οποίες εμφανίζονται στις διαφορετικές πολιτιστικές σφαίρες είναι εμποτισμένες από σχέσεις εξουσίας αμφισβητήσιμες, διότι είναι άδικες»[16].
Σύμφωνα με τα παραπάνω «η κριτική παιδαγωγική προτείνει μια διαπαιδαγώγηση του σπουδαστή, η οποία έχει ως κύριο χαρακτηριστικό να είναι μια εναλλακτική παιδεία στην κυρίαρχη παιδεία και η οποία θα στηρίζεται σε αρχές όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα, ο σεβασμός των διαφορών. Είναι μια παιδεία της αμφισβήτησης η οποία τοποθετείται σε μια νεο-μαρξιστική προοπτική αποκαλούμενη κριτική θεωρία. Η τάση αυτή εκδηλώνεται κυρίως με κριτικά σχόλια πάνω στα προβλήματα της σύγχρονης διαπαιδαγώγησης και με την πρόταση μιας καινούριας γλώσσας στην εκπαίδευση. Γι’ αυτό το λόγο συνιστούμε στους υπερασπιστές της τάσης αυτής περισσότερο θεωρητικούς προβληματισμούς παρά συγκεκριμένες παιδαγωγικές προτάσεις»[17].
Προς την ίδια κατεύθυνση της ιδεολογικοποιημένης, δηλαδή, εκπαίδευσης είναι στραμμένη και η προσέγγιση του Freire για τον γραμματισμό, συμβάλλοντας καθοριστικά στη μετάλλαξη της εκπαιδευτικής σε πολιτική διαδικασία. Ο Freire καθιερώνει στον χώρο της Παιδαγωγικής επιστήμης την παιδαγωγική της συνειδητοποίησης, ένα μαρξιστικό εκπαιδευτικό μοντέλο, το οποίο αναπτύχθηκε κατά τη δεκαετία του 1970 από το Σωματείο των εκπαιδευτικών του Κεμπέκ (École et lutte de classes au Québec, 1975).
Κατά την προσέγγιση του Freire το σχολείο λειτουργεί ως μηχανισμός μετάδοσης και καλλιέργειας της ιδεολογίας του καπιταλιστικού κράτους. Μέσω του γραμματισμού δίνεται η ευκαιρία στις καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες να αναγνωρίσουν τις υπεύθυνες για την αλλοτρίωσή τους κοινωνικές δομές. Επομένως, όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί, «[...] σημαντικός πολιτικός στόχος για το Βραζιλιάνο παιδαγωγό είναι η αξιοποίηση της απελευθερωτικής οπτικής του γραμματισμού για τον κοινωνικό μετασχηματισμό προς την κατεύθυνση του ανθρωπιστικού σοσιαλισμού»[18].
Κατά συνέπεια, ο Freire υποστηρίζει με σαφήνεια ότι κανένα είδος γραμματισμού δεν είναι ουδέτερο, αφού συνοδεύεται από αξίες, στάσεις και κανόνες. Αυτή ακριβώς η θέση του Freire οδηγεί τον Gee στο συμπέρασμα ότι «αυτό που κάνει τον Freire πραγματικά σπουδαίο είναι ότι δεν προσποιείται το διαχωρισμό της πολιτικής από το γραμματισμό. Ο παιδαγωγός πρέπει να έχει το θάρρος να καθιστά σαφή την πολιτική του οπτική και να αντιστέκεται στο γραμματισμό της χειραγώγησης»[19]. Ως αντίδοτο στον γραμματισμό της χειραγώγησης προσφέρεται ο κριτικός γραμματισμός της χειραφέτησης, στο πλαίσιο του οποίου, βέβαια, η κριτική θεώρηση νοηματοδοτείται με τις έννοιες της αμφισβήτησης, της άρνησης και της αλλαγής.
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ
Η σύνδεση, όπως προαναφέρθηκε, των επικοινωνιακών δεξιοτήτων των μαθητών με την ανάπτυξη των κειμενικών τους δεξιοτήτων οδηγεί στην υιοθέτηση μιας κειμενικής προοπτικής στην εκπαίδευση καθιστώντας την έννοια του γραμματισμού συμβατή και με άλλα -πέραν του γλωσσικού- γνωστικά πεδία, όπως αυτό των θρησκευτικών. Σε αυτή την περίπτωση «το κείμενο κατέχει καίρια θέση σε όλο το αναλυτικό πρόγραμμα, διατρέχοντας διαφορετικά μαθήματα και δραστηριότητες και συνιστά έναν κεντρικό άξονα αναφοράς, τόσο στη διδασκαλία όσο και στη μάθηση»[20].
Ο λόγος, κατά συνέπεια, αποκτά σημαίνοντα ρόλο και στη θρησκευτική αγωγή. Ειδικότερα στον θρησκευτικό γραμματισμό η κυριαρχία του λόγου στοχεύει «στο να οικοδομήσει λογικά τη θρησκευτική αγωγή των παιδιών και των εφήβων μέσα από την κατανόηση, την ερμηνεία και την κριτική, και δι’ αυτού να συμβάλει στην προσωπική και ελεύθερη συγκρότησή τους»[21].
Επομένως, σύμφωνα με το νέο Πρόγραμμα η θρησκευτική αγωγή των μαθητών προϋποθέτει εκ μέρους τους μια λογική προσέγγιση και ένα κριτικό αναστοχασμό του θρησκευτικού φαινομένου εν γένει και των οικείων τους θρησκευτικών καταβολών. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει, διότι έτσι επιτυγχάνεται ο βασικός στόχος του γραμματισμού, ο οποίος συμπυκνώνεται, κατά μία άποψη στην ικανότητα ελέγχου της ζωής και του περιβάλλοντος μέσω του λόγου, με τρόπο ορθολογικό[22].
Η κριτική αυτή προσέγγιση του θρησκευτικού φαινομένου επιδιώκει να αποκαλύψει τις ενδεχόμενες χρήσεις των θρησκευτικών στοιχείων με σκοπό την άσκηση εξουσίας ή μια ιδιότυπη θρησκευτική χειραγώγηση, όπως αντίστοιχα ο κριτικός γραμματισμός στη γλώσσα επιχειρεί να αναδείξει γλωσσικές χρήσεις που προβάλλουν σχέσεις εξουσίας και ιδεολογίες τις οποίες δεν αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι[23]. Στοχεύει, επίσης, στο να αναδείξει μια αλληλεπιδραστική σχέση θρησκείας και κοινωνίας και να καταστήσει τα άτομα ικανά όχι να μαθαίνουν και να αναπαράγουν τις θρησκευτικές δομές ούτε απλώς να τις ελέγχουν αλλά και να τις διαμορφώνουν εξαρχής.
Ο στόχος, επομένως, του θρησκευτικού γραμματισμού επιτάσσει την προσέγγιση της θρησκευτικής αγωγής κριτικά, ώστε να ανταποκριθεί σ’ αυτό που καλείται «χειραφετητικό ενδιαφέρον». «Η γνώση είναι αληθινή όταν μας ελευθερώνει απ’ ό,τι ονομάζεται “πρόσδεση στο παρελθόν”. Χωρίς αυτό το “χειραφετητικό ενδιαφέρον” οι αλήθειες οποιασδήποτε επιστήμης και γνώσης λειτουργούν στατικά και ενδεχομένως χρησιμοποιούνται για ποικιλότροπη χειραγώγηση»[24].
Αναδεικνύονται, επομένως, οι ιδεολογικές καταβολές του κριτικού γραμματισμού γενικά καθώς και το γεγονός ότι το θρησκευτικό φαινόμενο, η θρησκευτική πίστη, προσεγγίζεται ως κατεστημένη κοινωνική δομή, με κίνδυνο τον υποβιβασμό της σε ιδεολογία. Μέσω του γραμματισμού δεν επιτυγχάνεται η χειραφέτηση των μαθητών από την καταπίεση των ιδεολογικοπολιτικών κατεστημένων, αλλά η αντικατάστασή τους από μία νέα ιδεολογική πολιτική πρόταση. Αυτή η πρόταση μπορεί, κατά τους εισηγητές της, να λύσει τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου μέσω της κριτικής θεώρησης, της αντίστασης και της απόρριψης.
ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ANDREW WRIGHΤ
Στο πλαίσιο του ευρύτερου ευρωπαϊκού προβληματισμού για τη σύγχρονη θρησκευτική εκπαίδευση ο Wright -επηρεασμένος από τις βασικές αρχές της κριτικής παιδαγωγικής- εισηγείται το μοντέλο της κριτικής θρησκευτικής εκπαίδευσης, το οποίο είναι απαρέγκλιτα βασισμένο στον θρησκευτικό γραμματισμό. Το 2004 το βρετανικό Υπουργείο Παιδείας (British Government’s Department for Education and Skills) σε συνεργασία με την Αρχή Προσόντων και Αναλυτικών Προγραμμάτων (Qualifications and Curriculum Authority) δημοσιεύει Νόμο – Πλαίσιο για τη Θρησκευτική Εκπαίδευση στη Βρετανία και την Ουαλία (non – statutory Framework for Religious Education, DES/QCA 2004). Μέλος της συντακτικής ομάδας είναι και ο Wright[25].
Ο Νόμος – Πλαίσιο αναφέρει δύο βασικούς στόχους του θρησκευτικού μαθήματος, στους οποίους θεμελιώνεται το μοντέλο της κριτικής θρησκευτικής εκπαίδευσης[26]. Οι δύο αυτοί κεντρικοί στόχοι είναι η μάθηση για τη θρησκεία (learning about religion) και η μάθηση από τη θρησκεία (learning from religion).
Ο Wright υποστηρίζει ότι οι στόχοι της θρησκευτικής εκπαίδευσης πραγματοποιούνται διαμέσου μίας εξελικτικής πορείας δύο φάσεων: της απόκτησης της γνώσης (learning about) και της ανάπτυξης δεξιοτήτων (learning from), ώστε να επιτευχθεί η προσωπική ολοκλήρωση. Επιπλέον, διευκρινίζει ότι η μάθηση για τη θρησκεία πραγματοποιείται μέσω της αντιπαράθεσης των διαφορών μεταξύ της οικείας θρησκευτικής παράδοσης και της θρησκευτικότητας των θρησκευτικά διαφορετικών μαθητών. Ουσιαστικά ο Wright προτείνει η θρησκευτική γνώση των χριστιανών μαθητών τόσο για τη δική τους θρησκευτική παράδοση όσο και για τις άλλες θρησκευτικές παραδόσεις να είναι αποτέλεσμα του προβληματισμού που προκύπτει από τη συνάντηση και την ανάδειξη των διαφορετικοτήτων τους[27].
Στο ίδιο κείμενο περιγράφεται, επίσης, ο στόχος της θρησκευτικής εκπαίδευσης στη Φιλανδία. Σύμφωνα με το Εθνικό Αναλυτικό Πρόγραμμα για τη Λυκειακή Εκπαίδευση (National Core Curriculum for Upper Secondary Schools) αναμένεται οι μαθητές να αναπτύξουν πολιτισμικό -αντί του θρησκευτικού- γραμματισμό, προβληματιζόμενοι και τηρώντας κριτική στάση απέναντι στις ποικίλες θρησκευτικές παραδόσεις.
Υπό αυτό το πρίσμα η θρησκευτική εκπαίδευση συρρικνώνεται και χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολιτισμικής κατανόησης. Συνεπώς, οι θρησκείες προσεγγίζονται ως πεδία κοινωνικο – πολιτισμικής συνάντησης μεταξύ ατόμων και κοινωνιών και όχι ως αυταξίες[28].
Ο Wright θεωρεί ότι το μοντέλο της κριτικής θρησκευτικής εκπαίδευσης (Critical Religious Education) ανταποκρίνεται πιστότερα και αποτελεσματικότερα στις σύγχρονες παιδαγωγικές απαιτήσεις μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Το βασικό επιχείρημά του είναι ότι στο περιγραφόμενο μοντέλο η κριτική θρησκευτική εκπαίδευση θεμελιώνεται στις αρχές της πνευματικής ακεραιότητας (intellectual integrity), της ατομικής ελευθερίας (personal freedom), της επιδίωξης της απόλυτης αλήθειας (the pursuit of ultimate truth) και της περιφρούρησης του δικαιώματος της ατομικής θρησκευτικής αυτοδιάθεσης (personal faith – formation)[29].
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να αναφερθεί ότι η πρόταση του Wright για το μοντέλο κριτικής θρησκευτικής εκπαίδευσης προέκυψε ως απάντηση στο αίτημα συνδυασμού της ανάπτυξης πνευματικού βάθους και της κριτικής «ανοικτότητας» των μαθητών. Ωστόσο, το προτεινόμενο μοντέλο παρουσιάζει μια εγγενή αδυναμία, καθώς απαλείφει εντελώς το υπερβατικό στοιχείο περιορίζοντας την πίστη σε διανοητικό γεγονός, ικανό να υπόκειται στη βάσανο της λογικής κριτικής.
Η πίστη, η οποία κείται όχι αντίθετα, αλλά πέρα και πάνω από τη λογική, εξορθολογίζεται σύμφωνα με τις επιταγές του θρησκευτικού γραμματισμού. Ο άνθρωπος αναζητά την απόλυτη αλήθεια στο πλαίσιο της ανθρώπινης λογικής· διαφυλάσσει μεν το δικαίωμα της θρησκευτικής του αυτοδιάθεσης, η θρησκευτική του, όμως, ταυτότητα προκύπτει ως αποκλειστικό αποτέλεσμα διανοητικής διεργασίας και κριτικής προσέγγισης. Ως εκ τούτου, ελλοχεύει ο κίνδυνος να προσεγγίζεται και να κρίνεται η πίστη ως ιδεολογία. Γίνεται, κατά συνέπεια, προφανές ότι στην περίπτωση αυτή η ατομική ακεραιότητα σε επίπεδο πίστης δε θίγεται απλώς αλλά κολοβώνεται. Το ζητούμενο στη θρησκευτική αγωγή δεν είναι η χειραφέτηση από κατεστημένες θρησκευτικές δομές, αλλά από τα στενότατα όρια της ανθρώπινης λογικής, προκειμένου ο άνθρωπος να αναχθεί στην αλήθεια η οποία είναι πέρα και πάνω από τη λογική.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Ο κριτικός θρησκευτικός γραμματισμός προτείνεται ως μία καινοτόμος διάσταση της σύγχρονης θρησκευτικής αγωγής. Στόχος είναι η υπέρβαση της αποκλειστικότητας[30], η οποία χαρακτηρίζει κατά μία άποψη στις μέρες μας το μάθημα των θρησκευτικών.
Εντούτοις, η έρευνα και η μελέτη των δομικών στοιχείων του κριτικού γραμματισμού, καθώς και του κριτικού θρησκευτικού γραμματισμού αποκαλύπτει ότι ο θρησκευτικός γραμματισμός στοχεύει κυρίως στην ανάπτυξη και καλλιέργεια της κριτικής θεώρησης εκ μέρους των μαθητών κάθε προσφερόμενης θρησκευτικής γνώσης. Ως κριτική στάση προκρίνεται η αμφισβήτηση, η εκ των προτέρων άρνηση και η αντίσταση, ώστε να επιτευχθεί η χειραφέτηση από τις κατεστημένες κοινωνικές και πολιτικές δομές. Τελικά, όμως, η χειραφέτηση αυτή δε συνεπάγεται την απαλλαγή από τα βαρίδια των κοινωνικών και πολιτικών κατεστημένων, αλλά την επικράτηση μίας νέας βιοθεωρίας, μίας νέας ιδεολογίας, μίας καινούριας κοσμοαντίληψης, της οποίας μοναδική θέση είναι η άρνηση.
Οι κρίσεις που διήλθε η θρησκευτική αγωγή στην Ελλάδα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα είναι πολλές. Δεν είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι η πλέον πρόσφατη εκδηλώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την υφιστάμενη οικονομική κρίση.
Η νηφάλια έρευνα και μελέτη αυτών των κρίσεων αναδεικνύει ότι η νεοελληνική παιδεία στο σύνολό της αντιμετωπίζει πρόβλημα προσανατολισμού. Ο Παναγιώτης Νέλλας διέκρινε ότι αυτό το πρόβλημα είναι μεγάλο και δυσεπίλυτο, επειδή μέσα στην ελληνική παιδεία «αντιπαλεύουν τρεις τάσεις, τρεις στόχοι, τρία ανθρωποείδωλα, τρεις διαφορετικοί πολιτισμοί: ο πολιτισμός του ανθρωπισμού, ο πολιτισμός της θεανθρωπίας και ο πολιτισμός της τεχνολογίας […]. Η εκπαίδευση, όλα τα εκπαιδευτικά προγράμματα των τελευταίων χρόνων, όλες οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις είναι στη συνείδηση του ελληνικού λαού ακαταξίωτες», διότι δεν επιλύουν το πρόβλημα προσανατολισμού της ελληνικής παιδείας[31].
Η φύση και η θέση του θρησκευτικού μαθήματος στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα επιτάσσει η λύση του προβλήματος να ξεκινήσει από το μάθημα των θρησκευτικών. Αυτό οφείλει να ξαναβρεί τον προσανατολισμό του και να προτείνει το ανθρωποείδωλο εκείνο το οποίο θα συμβάλει στην επανεύρεση του προσανατολισμού της νεοελληνικής παιδείας και θα βοηθήσει τον σύγχρονο πολιτισμό να ξεπεράσει τα εγγενή αδιέξοδά του. Διαφορετικά, η επόμενη κρίση είναι κοντά και το τραγικό δεν είναι ότι μπορούμε πλέον να την προβλέψουμε· τραγικό είναι ότι αγνοούμε τι κομίζει. Γι’ αυτό «καιρός τοῦ ποιῆσαι».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ελληνόγλωσση
Baynham M., Πρακτικές Γραμματισμού, μτφρ. Μ. Αράπογλου, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2002.
Bertrand Y., Σύγχρονες Εκπαιδευτικές Θεωρίες, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1994.
Γούναρη Π. και Γρόλλιος Γ. (επιμ.), Κριτική Παιδαγωγική, εκδ. Gutenberg – Γιώργος και Κώστας Δάρδανος, Αθήνα 2010.
Gee J., «Ο Γραμματισμός και ο Μύθος του Γραμματισμού: από τον Πλάτωνα στον Freire», στο Α. Χαραλαμπόπουλος (επιμ.), Γραμματισμός, Κοινωνία και Εκπαίδευση, μτφρ. Μ. Αράπογλου, Ε. Κονσούλη, Δ. Κορομπόκης, Λ. Κουφάκη, εκδ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιστούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 15 – 54.
Kalantzis M. και Cope B., «Πολυγραμματισμοί», στο Α. Χριστίδης (επιμ.), Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός για τη Γλώσσα, εκδ. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2001. [http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_e2/e_2_thema.htm, προσπελάστηκε 10.03.2013]
Ματσαγγούρας Η. (επιμ.), Σχολικός Εγγραμματισμός. Λειτουργικός, Κριτικός, Επιστημονικός, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2007.
Μητσικοπούλου Β., «Γραμματισμός», στο Α. Χριστίδης (επιμ.), Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός για τη Γλώσσα, εκδ. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2001. [http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_e1/e_1_thema.htm, προσπελάστηκε 10.03.2013]
Νέλλας Π., «Η Παιδεία και οι Έλληνες», Σύναξη 21 (Ιανουάριος – Μάρτιος 1987), σσ. 9 – 22.
Νικολούδης Δ., Κριτική Παιδαγωγική και Γραμματισμός, Διδακτορική Διατριβή που υποβλήθηκε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Θεσσαλονίκης, Μάιος 2010.
Ρεράκης Ηρ., Υπόμνημα προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα: «Νέο Πιλοτικό Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά και Οδηγός Εκπαιδευτικού», Θεσσαλονίκη 04.07.2012, σσ. 1 – 27.
Σαραφίδου Τ., «Ανάπτυξη Κειμενικών Δεξιοτήτων μέσα από Αφηγηματικά Πλαίσια κατά την Πρώτη Σχολική Ηλικία: Η Περίπτωση του Βιβλίου των Θρησκευτικών της Γ΄ Τάξης του Δημοτικού Σχολείου», στο Ε. Τάφα – Γ. Μανωλίτσης (επιμ.), Αναδυόμενος Γραμματισμός. Έρευνα και Εφαρμογές, εκδ. Πεδίο, Αθήνα 2009, σσ. 361 – 370.
Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Νέο Σχολείο. Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού & Γυμνασίου, Αθήνα 2011.
Χαραλαμπόπουλος Α. (επιμ.), Γραμματισμός, Κοινωνία και Εκπαίδευση, μτφρ. Μ. Αράπογλου, Ε. Κονσούλη, Δ. Κορομπόκης, Λ. Κουφάκη, εκδ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιστούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2006.
2. Ξενόγλωσση
Fairclough N., Discourse and Social Change, εκδ. Polity Press, Cambridge 1992.
Giroux Η., «Theories of Reproduction in the New Sociology of Education», Harvard Educational Review 63, 3 (1983), σσ. 257 – 293.
Theory and Resistance in Education , εκδ. Bergin and Garvey, South Hadley 1983.
Border Crossings: Cultural Workers and the Politics of Education , εκδ. Routledge ublishing, London 1992.
Hella E. and Wright A., «Learning ‘about’ and ‘from’ Religion: Phenomenography, the Variation Theory of Learning and Religious Education in Finland and the UK», British Journal of Religious Education 31, 1 (2009), σσ. 53 – 64.
Simon R., Teaching Against the Grain, εκδ. Bergin & Garvey, New York 1992.
Street B., Literacy in Theory and Practice, εκδ. Cambridge University Press, Cambridge 1984.
Traves P., «Reading: the Entitlement to be ‘properly litrate’», Kimberley K., Meek M. & Miller J. (επιμ.), New Readings: Contributions to an Understanding of Literacy, εκδ. A & C Black, London 1992, σσ. 77 – 85.
Wright A., «Critical Religious Education and the National Framework for Religious Education in England and Wales», Religious Education: The Official Journal of the Religious Education Association 103 (November – December 2008), σσ. 517 – 521.
[1] Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Νέο Σχολείο. Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού & Γυμνασίου, Αθήνα 2011.
[2] Η. Ματσαγγούρας (επιμ.), Σχολικός Εγγραμματισμός. Λειτουργικός, Κριτικός, Επιστημονικός, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2007, σ. 22. Γενικότερα, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός του γραμματισμού. Μία προσπάθεια σύνθεσης διάφορων ορισμών έγινε από την Unesco, η οποία όρισε το γραμματισμό ως εξής: «Ένα άτομο είναι εγγράμματο όταν έχει αποκτήσει τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες που το καθιστούν ικανό να συμμετάσχει σε όλες εκείνες τις δραστηριότητες στις οποίες απαιτείται γραμματισμός για την αποτελεσματική λειτουργία του ατόμου στην ομάδα και στην κοινότητά του και του οποίου οι επιτεύξεις στην ανάγνωση, τη γραφή και την αριθμητική τού επιτρέπουν να συνεχίζει να χρησιμοποιεί αυτές τις δεξιότητες για την ατομική εξέλιξη και την ανάπτυξη της κοινότητάς του», στο M. Baynham, Πρακτικές Γραμματισμού, μτφρ. Μ. Αράπογλου, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σσ. 19 – 20.
[3] Η. Ματσαγγούρας (επιμ.), Σχολικός Εγγραμματισμός. Λειτουργικός, Κριτικός, Επιστημονικός, ό.π. Βλ. και Β. Μητσικοπούλου, «Γραμματισμός», στο Α. Χριστίδης (επιμ.), Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός για τη Γλώσσα, εκδ. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2001 [http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_e1/e_1_thema.htm, προσπελάστηκε 10.03.2013]. Βλ. επίσης, M. Kalantzis και B. Cope, «Πολυγραμματισμοί», στο Α. Χριστίδης (επιμ.), Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός για τη Γλώσσα, εκδ. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2001 [http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_e2/e_2_thema.htm, προσπελάστηκε 10.03.2013].
[4] Μ. Baynham, Πρακτικές Γραμματισμού, ό.π., σ. 20.
[5] J. Gee, «Ο Γραμματισμός και ο Μύθος του Γραμματισμού: από τον Πλάτωνα στον Freire», στο Α. Χαραλαμπόπουλος (επιμ.), Γραμματισμός, Κοινωνία και Εκπαίδευση, μτφρ. Μ. Αράπογλου, Ε. Κονσούλη, Δ. Κορομπόκης, Λ. Κουφάκη, εκδ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιστούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 8.
[6] Αναλυτικότερα βλ. B. Street, Literacy in Theory and Practice, εκδ. Cambridge University Press, Cambridge 1984.
[7] Βλ. περισσότερα στο Α. Χαραλαμπόπουλος (επιμ.), Γραμματισμός, Κοινωνία και Εκπαίδευση, μτφρ. Μ. Αράπογλου, Ε. Κονσούλη, Δ. Κορομπόκης, Λ. Κουφάκη, εκδ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιστούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2006.
[8] Ηρ. Ρεράκης, Υπόμνημα προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα: «Νέο Πιλοτικό Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά και Οδηγός Εκπαιδευτικού», Θεσσαλλονίκη 04.07.2012, σ. 11.
[9] Y. Bertrand, Σύγχρονες Εκπαιδευτικές Θεωρίες, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1994, σ. 145.
[10] Π. Γούναρη και Γ. Γρόλλιος (επιμ.), Κριτική Παιδαγωγική, εκδ. Gutenberg – Γιώργος και Κώστας Δάρδανος, Αθήνα 2010.
[11] Δ. Νικολούδης, Κριτική Παιδαγωγική και Γραμματισμός, Διδακτορική Διατριβή που υποβλήθηκε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Θεσσαλονίκης, Μάιος 2010, σ. 12. Βλ. και Π. Γούναρη και Γ. Γρόλλιος (επιμ.), Κριτική Παιδαγωγική, ό.π.
[12] Βλ. Η. Giroux, Theory and Resistance in Education, εκδ. Bergin and Garvey, South Hadley 1983.
[13] Y. Bertrand, Σύγχρονες Εκπαιδευτικές Θεωρίες, ό.π., σ. 147.
[14] Η. Giroux, «Theories of reproduction in the new sociology of education», Harvard Educational Review 63, 3 (1983), σσ. 257 – 293. Βλ. και Π. Γούναρη και Γ. Γρόλλιος (επιμ.), Κριτική Παιδαγωγική, ό.π., σ. 32.
[15] Βλ. H. Giroux, Border Crossings: Cultural Workers and the Politics of Education, εκδ. Routledge Publishing, London 1992.
[16] Y. Bertrand, Σύγχρονες Εκπαιδευτικές Θεωρίες, ό.π., σ. 148. Βλ. και R. Simon, Teaching Against the Grain, εκδ. Bergin & Garvey, New York 1992.
[17] Y. Bertrand, Σύγχρονες Εκπαιδευτικές Θεωρίες, ό.π.
[18] Δ. Νικολούδης, Κριτική Παιδαγωγική και Γραμματισμός, ό.π., σ. 311.
[19] Δ. Νικολούδης, Κριτική Παιδαγωγική και Γραμματισμός, ό.π. Βλ. και J. Gee, «Ο Γραμματισμός και ο Μύθος του Γραμματισμού: από τον Πλάτωνα στον Freire», ό.π., σ. 38.
[20] Τ. Σαραφίδου, «Ανάπτυξη Κειμενικών Δεξιοτήτων μέσα από Αφηγηματικά Πλαίσια κατά την Πρώτη Σχολική Ηλικία: Η Περίπτωση του Βιβλίου των Θρησκευτικών της Γ΄ Tάξης του Δημοτικού Σχολείου», στο Ε. Τάφα – Γ. Μανωλίτσης (επιμ.), Αναδυόμενος Γραμματισμός. Έρευνα και Εφαρμογές, εκδ. Πεδίο, Αθήνα 2009, σ. 362.
[21] Υπουργείο Παιδείας – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Νέο Σχολείο. Πρόγραμμα Σπουδών, ό.π., σ. 21.
[22] P. Traves, «Reading: the Entitlement to be ‘properly litrate’», K. Kimberley, M. Meek & J. Miller (επιμ.), New Readings: Contributions to an Understanding of Literacy, εκδ. A & C Black, London 1992, σσ. 77 – 85.
[23] N. Fairclough, Discourse and Social Change, εκδ. Polity Press, Cambridge 1992, σ. 7.
[24] Υπουργείο Παιδείας – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Νέο Σχολείο. Πρόγραμμα Σπουδών, ό.π.
[25] A. Wright, «Critical Religious Education and the National Framework for Religious Education in England and Wales», Religious Education: The Official Journal of the Religious Education Association 103 (November – December 2008), σσ. 517 – 518.
[26] A. Wright, «Critical Religious Education and the National Framework for Religious Education in England and Wales», ό.π., σ. 520.
[27] E. Hella and A. Wright, «Learning ‘about’ and ‘from’ Religion: Phenomenography, the Variation Theory of Learning and Religious Education in Finland and the UK», British Journal of Religious Education 31, 1 (2009), σσ. 53 – 64.
[28] E. Hella and A. Wright, «Learning ‘about’ and ‘from’ Religion: Phenomenography, the Variation Theory of Learning and Religious Education in Finland and the UK», ό.π., σ. 54.
[29] A. Wright, «Critical Religious Education and the National Framework for Religious Education in England and Wales», ό.π., σ. 518.
[30] Υπουργείο Παιδείας – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Νέο Σχολείο. Πρόγραμμα Σπουδών, ό.π., σ. 13.
[31] Π. Νέλλας, «Η παιδεία και οι Έλληνες», Σύναξη 21 (Ιανουάριος – Μάρτιος 1987), σ. 10.
(Εισήγηση στο Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα «Το Μάθημα των Θρησκευτικών: Προβληματισμοί – Επισημάνσεις – Προτάσεις» που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη από 11-13 Μαρτίου 2012)
Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι. Ἀπ ̓ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελα ἀπαράδεκτο ἀπὸ τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ ̓ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ τὰ ἀπίστευτα.
Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητάδες τοῦ Χριστοῦ δὲν δίνανε πίστη στὰ λόγια τοῦ δασκάλου τους ὅποτε τοὺς ἔλεγε πὼς θ ̓ ἀναστηθῆ, μ ̓ ὅλο τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ εἶχαν σ ̓ Αὐτὸν καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια του. Καὶ σὰν πήγανε οἱ Μυροφόρες τὴν αὐγὴ στὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, κ ̓ εἴδανε τοὺς δυὸ ἀγγέλους ποὺ τὶς μιλήσανε, λέγοντας σ ̓ αὐτὲς πὼς ἀναστήθηκε, τρέξανε νὰ ποῦνε τὴ χαροποιὰ εἴδηση στοὺς μαθητές, ἐκεῖνοι δὲν πιστέψανε τὰ λόγια τους, ἔχοντας τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε φαντασίες: «Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (τρέλα) τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»...
Βλέπεις καταπάνω σὲ πόση ἀπιστία ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς μαθητάδες του. Εἶδες μὲ πόση μακροθυμία τὰ ὑπόμεινε ὅλα; ...Καὶ μ ̓ ὅλα αὐτὰ, ἴσαμε σήμερα οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς εἴμαστε χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ μ ̓ ἕνα τοῖχο παγωμένον, τὸν τοῖχο τῆς ἀπιστίας. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη του καὶ μᾶς καλεῖ κ ̓ ἐμεῖς τὸν ἀρνιόμαστε. Μᾶς δείχνει τὰ τρυπημένα χέρια του καὶ τὰ πόδια του, κ ̓ ἐμεῖς λέμε πὼς δὲν τὰ βλέπουμε. Ἐμεῖς ψάχνουμε νὰ βροῦμε στηρίγματα στὴν ἀπιστία μας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὸν ἐγωϊσμό μας, ποὺ τὸν λέμε Φιλοσοφία καὶ Ἐπιστήμη. Ἡ λέξη Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ μέσα στὰ βιβλία τῆς γνώσης μας... Γιατὶ «ἡ γνώση τούτου τοῦ κόσμου, δὲ μπορεῖ νὰ γνωρίσει ἄλλο τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ ἕνα πλῆθος λογισμούς, ὄχι ὅμως ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζεται μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς διάνοιας».
Ναί, ἐκείνους ποὺ ἔχουνε αὐτὴ τὴν εὐλογημένη ἁπλότητα τῆς διάνοιας, τοὺς μακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Καὶ στὸν Θωμᾶ, ποὺ γύρευε νὰ τὸν ψηλαφήσῃ γιὰ νὰ πιστέψῃ, εἶπε: «Γιατὶ μὲ εἶδες Θωμᾶ, γιὰ τοῦτο πίστεψες; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἴδανε καὶ πιστέψανε».
Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς δώσει αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχεια, καὶ τὴν καθαρὴ καρδιά, ὥστε νὰ τὸν δοῦμε ν ̓ ἀναστήνεται γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε κ ̓ ἐμεῖς μαζί του.
Αὐτὴ ἡ ἀνηξεριὰ (ἡ ἄγνοια) εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἄγνοια ἡ ὑπερτέρα τῆς γνώσεως». Καλότυχοι καὶ τρισκαλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἔχουνε.
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
Κατ’ αρχάς χριστιανοί μου εύχομαι να γεμίσουν οι καρδιές όλων σας, από το αιώνιο λυτρωτικό φως που ξεπήδησε από την Ανάσταση του Κυρίου, Αμήν.
Το σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα του Ευαγγελιστού Ιωάννου, μας διαλάλησε την αλήθεια ότι ο Θεός ημών φως εστί. Το λυτρωτικό αυτό φως, το πήραμε κατά πρώτον στη βάπτισή μας, και είναι έκδηλο όχι μόνο στα μωρά αλλά και στους μεγάλους. Πιστεύω πως όλοι σας το έχετε παρατηρήσει αυτό -μια έντονη φωτεινότητα περιβάλλει κυρίως το πρόσωπο του νεοβαπτιζομένου. Έχω μαρτυρία από μια ξένη που όταν βαπτίστηκε ομολόγησε ότι λούστηκε μέσα σε υπερκόσμιο φως.
Ο Ιερός Χρυσόστομος μας βεβαιώνει ότι οι πρωτόπλαστοι Αδάμ και Εύα, πριν από την πτώση τους ήσαν ενδεδυμένοι από την άνωθεν δόξα, δηλαδή αντί για ρούχα ο Θεός τους είχε ντύσει με τη Δόξα Του. Η αμαρτία όμως που εγένετο με την παρακοή, τους γύμνωσε από τη Θεία Δόξα και τη θεοδημιούργητη στολή, την θεοϋφαντη όπως λέγεται, και έτσι είδαν τη γύμνια τους. Για να τους ράψει κατόπιν η αμαρτία τους δερμάτινους χιτώνας, δηλαδή τους χιτώνες της φθοράς και του θανάτου.
Η Βάπτισις λοιπόν που σφραγίζεται από το Πανάγιον Πνεύμα δια του Αγίου Χρίσματος «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου, αμήν», μας ενδύει με την θεοϋφαντη στολή της θείας δόξης, δηλαδή του αιωνίου φωτός. Οι παλιοί ιερείς, ενθυμούμαι, ότι αμέσως μετά το Βάπτισμα και Χρίσμα, παίρνοντας τα λευκά εσώρουχα του βρέφους, εκφωνώντας έλεγον: «ενδύεται ο δούλος του Θεού Τάδε, χιτώνα ευφροσύνης και αγαλλιάσεως» και όχι όπως σήμερα τα νέα τυπικά το λέγουν «τον της δικαιοσύνης». Μας λέγει λοιπόν ο Άγιος Κύριλλος ο Ιεροσολύμων, ότι ο νεοφώτιστος που ξεντύνεται από τα παλιά ενδύματα της αμαρτίας, με το βάπτισμά του, ενδύεται εκείνα που είναι λουσμένα μέσα στο φως και προσδίδουν στην ψυχή μια λευκοφορεμένη λαμπρότητα. Αυτά κατά τον Άγιον.
Για να διατηρηθεί όμως το φως της θείας λαμπρότητος, θα πρέπει τα έργα μας, οι πράξεις, τα λόγια και οι σκέψεις του κάθε νεοβαπτιζομένου να είναι σύμφωνα με το λευκό χιτώνα της θείας αγαλλιάσεως που ενεδύθη. Δηλαδή, ευαγγελικά, αγνά και άμωμα, με ζέουσα την πίστη, με ενεργουμένη την αγάπη προς όλους ακόμα και προς τους εχθρούς, με θέρμη και βία στην προσευχή, με φυλακή στις αισθήσεις και με όλα όσα περιέχονται και μας διδάσκουν οι Άγιες Γραφές με το λόγον του Θεού. Όλα αυτά αδελφοί μου συμφωνούν με την θριαμβευτική διαβεβαίωση που ψάλλεται κατά την ένδυση του νεοφωτίστου «χιτών μοι παράσχου φωτεινόν, ο αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον, πολυέλεε Χριστέ ο Θεός ημών».
Ο Χριστός με την ενανθρώπισή Του ήρθε μέσα στον άνθρωπο και τον βρήκε, μας λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος. Πώς τον βρήκε; Γεμάτο από ακαθαρσίες, άλουστον πνευματικά, γυμνό ψυχικά και αιμόφυρτον από τις πληγές της αμαρτίας.
Τον έλουσε λοιπόν, τον άλειψε με λάδι, τον θεράπευσε και τον έντυσε με τέτοιο ένδυμα που όμοιό του δεν υπάρχει στον κόσμον αυτόν. Δηλαδή, έγινε ο ίδιος στολή του, μας έντυσε με τον εαυτόν Του, σαν ο Θεός να ήταν ένδυμα και ρούχο πάνω μας. Ρούχο όμως φωτεινό, ολόλαμπρο, θεϊκό. Φορέσαμε τον Χριστόν! Ένα είναι το βέβαιον.
Ότι στο μυστήριο του Αγίου Χρίσματος έχουμε κάθοδον του Αγίου Πνεύματος στο νεοβαπτισθέντα τον οποίον και χαριτώνει με τα πλήθη των χαρισμάτων Του που είναι λελουσμένα μέσα στο θείον φως. Το λυτρωτικό φως αδελφοί μου, το λαμβάνουμε εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί και στη Θεία Λειτουργία όταν κοινωνούμε Σώματος και Αίματος Ιησού Χριστού, όπως θα γίνει και σε λίγο.
Από τα αποστολικά ακόμα χρόνια, το μυστήριο του Αγίου Βαπτίσματος ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τη Θεία Ευχαριστία. Βαφτίζεσαι, μυρώνεσαι και ευθύς αμέσως κοινωνείς των Αχράντων Μυστηρίων. Σε πολλούς ναούς την πατρίδος μας διατηρείται ακόμα ο ιερότατος αυτός, ολόλαμπρος θεσμός και δεσμός.
Αυτό επιβάλει η ορθόδοξος πίστις μας και η εκκλησιαστική τάξις. Σε κάθε Θεία Λειτουργία μετά τη Θεία Κοινωνία, θα το διακηρύξουμε και σήμερα, διακηρύσσεται θριαμβευτικά ότι «είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον».
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μας βεβαιώνει ότι το Πανάγιον Σώμα του Κυρίου που είναι η πηγή του φωτός της θείας χάριτος, ακτινοβολεί και λαμπρύνει, φωτίζει και θεώνει ολόκληρον τον άνθρωπον, ψυχοσωματικά, αφού στο Σώμα του Χριστού κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς (από την προς Κολασσαείς επιστολή).
Πώς λοιπόν να μην καταλάμπεται η ψυχή μας εσωτερικά και να μυροβολεί, να ευωδιάζει εξωτερικά; «Ελάβομεν πνεύμα επουράνιον». Λάβαμε πνεύμα Άγιον. Δεχτήκαμε και απολαύσαμε τις φλόγες του ακτίστου θεϊκού πυρός, όχι μόνο στις καρδιές μας αλλά και στις αισθήσεις μας και στο σώμα μας.
Για όλους δε ημάς που έχουμε μετά τη βάπτισή μας μια διάρκεια ζωής μικρής ή μεγάλης, δεν έχει σημασία, 5, 10, 20, 50, 100 χρόνια, στην πορεία αυτής της ζωής πολλές φορές συμβαίνει να λερώνουμε τον πάλλευκο χιτώνα του Αγίου Βαπτίσματος με τις πολλές μας, πολλές μας, θανάσιμες και μη αμαρτίες.
Αυτές όμως καθαρίζονται αμέσως και ολοσχερώς, μια για πάντα, μέσα στο λουτρό των δακρύων, δηλαδή στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως με την αληθινή μας μετάνοια. Όταν θα βγούμε από το εξομολογητήριο, ο χιτώνας της ψυχής μας είναι και πάλι πάλλευκος, ολοφώτεινος, ολόλαμπρος. Το πρόσωπό μας φωτίζεται και λάμπει, και το σώμα μας έχει μια παράδοξη ελαφρότητα. Το αισθάνεσθε; ......... Ιδού λοιπόν, το λυτρωτικό φως που πηγάζει απ’ τη θυσία και την Ανάσταση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Βάπτισμα, Χρίσμα, Θεία Κοινωνία, Μετάνοια. Ιδού το φως και η ζωή, ιδού η λύτρωσις, ιδού η σωτηρία.
Και σαν σήμερα, οι μαθηταί και οι Απόστολοι εχάρησαν ιδόντες τον Κύριον τον αναστάντα εκ νεκρών. Και μέσα στη μεγάλη τους χαρά, δέχτηκαν δυο φορές μέσα στην εβδομάδα την ειρήνη Του. «Ειρήνη υμίν». «Ειρήνη την εμήν δίδωσι υμίν. Ου καθώς ο κόσμος εγώ δίδωσι υμίν».
Την θεϊκή ειρήνη λοιπόν δίνει. Την ειρήνη του Κυρίου που θα τους ήτο πλέον απαραίτητη στη μεγάλη αποστολή που τους ανέθετε με το «μαθητεύσατε πάντα τα έθνη».
Και ευθύς αμέσως -το προσέξατε αυτό όταν ο Άγιος ιεροδιάκονος ανέγνωζε το ευαγγελικόν ανάγνωσμα;- λέγει ενεφύσησε στο πρόσωπο αυτούς δηλαδή και λέγει αυτοίς: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον. Αν τινών αφίετε τις αμαρτίες, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατείτε κεκράτηνται». Εδέχθησαν δηλαδή, φύσημα θείον από το στόμα του Κυρίου. Φύσημα ουράνιον. Φύσημα και πνοήν νέας ουράνιας ζωής. Φύσημα πνευματικόν, φύσημα πάσης θεϊκής χάριτος, φύσημα θεϊκού φωτός.
Κι ακόμα κάτι που το τονίζει και πάλιν ο Ιερός Χρυσόστομος. «Εχειροτονήθησαν» μας λέγει «εκ του Δεσπότου Κυρίου Δεσπόται της των πλημελλημάτων αφέσεως, Κύριοι της των αμαρτιών κρίσεως». Ο Δεσπότης δηλαδή και Κύριος του σύμπατος κόσμου ορατού και αοράτου, έδωσε στους Αποστόλους την εξουσίαν του να συγχωρούν τις αμαρτίες των ανθρώπων.
Απέκτησαν το δικαίωμα να κρίνουν τους αμαρτωλούς. Εκείνο όμως που κάνει εντύπωση είναι το «ενεφύσησε στο πρόσωπό τους». Τι ενεφύσησε; Πνοή θείας ζωής, πνοή θεϊκή, πνοή πάσης θεϊκής χάριτος.
Όταν ο Θεός έπλασε τον Αδάμ με χώμα από τη γη, τι έκανε κατόπιν; Ιδού πως μας το λέγει το πρώτο κεφάλαιον της Γενέσεως: «ενεφύσησε εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν». Ενεφύσησε πνοήν ζωής.
Αυτό το φύσημα του Θεού -πως αλλιώς να το πούμε;- είναι η άκτιστος ενέργεια του Τριαδικού μας Θεού. Αλλά η άκτιστος ενέργεια είναι και φως, αφού φως εστίν ο Θεός. Φως ο Πατήρ, φως ο Υιός, φως το Πανάγιον Πνεύμα. Είναι φως, είναι και θεία ζωή, είναι και θεία δύναμις, είναι και θεία χάρις. Αλλά και ημείς οι ιερείς που φέρουμε την ιερωσύνη του Χριστού (δεν έχουμε δική μας ιερωσύνη - κανένας μας δεν έχει ιερωσύνη δική του.
Όλοι την ιερωσύνη του Χριστού φέρουμε και την διαδοχήν των Αποστόλων) δίδουμε κι εμείς φύσημα. Φυσούμε δηλαδή, με το στόμα μας. Πότε; Σταυροειδώς στο πρόσωπο του παιδιού όταν του κάνουμε την κατήχηση και τους αφορκισμούς εκεί στον πρόναο. Σταυροειδώς 3 φορές. Σταυροειδώς φυσούμε 3 φορές πάλι και το νερό του Αγίου Βαπτίσματος όπως και το λάδι που κρατά ο ανάδοχος στο χέρι του. Με αυτόν τον τρόπον αδελφοί μου σφραγίζουμε την μεταδιδομένη θεία χάρη.
Κι ο Θωμάς; Τι γίνεται με τον Θωμά; Ο Θωμάς, ο Απόστολος που έλειπε, ασφαλώς ο αναστάς Κύριος στις υπόλοιπες των εμφανίσεών του, και λίγο πριν της Αναλήψεως, όπως μας το τονίζουν οι Πατέρες, επανέλαβε τους λόγους Του για τη λήψη της θείας χάριτος και του Αγίου Πνεύματος- όλα μαζί εκαλύφθησαν πλήρως την ημέρα της Πεντηκοστής.
Χριστιανοί μου, με το Άγιον Βάπτισμα ο άνθρωπος καθαρίζεται από τον ρύπον την πρωπατορικής αμαρτίας και πληρούται θείας χάριτος και θείου φωτός. Με το Άγιον Χρίσμα, λαμβάνει ο νεοβαπτιζόμενος το Άγιον Πνεύμα με τα πλούσια ολοφώτεινα χαρίσματά Του.
Στη Θεία Λειτουργία με τη Θεία Κοινωνία, ο χριστιανός θεώνεται και λαμπρύνεται από τη Δόξαν του Θεού αφού κοινωνεί Σώματος και Αίματος Ιησού Χριστού. Στο μυστήριο πάλι της Ιεράς Εξομολογήσεως δια μέσου της αληθινής μετανοίας του ανθρώπου, ο χριστιανός λυτρώνεται από το βάρος των αμαρτιών με την δωρεά της αφέσεως αυτών. Πηγή πάσης δωρεάς και πάσης χάριτος είναι ο ενανθρωπίσας Θεός.
Στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού, ο τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ο Θεάνθρωπος Κύριος. Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν είναι ο αληθινός Θεός ημών.
Γι’ αυτό και λέμε εις τις απολύσεις μας «ο Αναστάς εκ νεκρών Χριστός ο αλήθινός Θεός ημών, Χριστός ο αληθινός Θεός ημών. Ο Χριστός είναι ο λυτρωτής και ο σωτήρας μας. Ο Χριστός είναι η ζωή και η Ανάσταση. Και όπως ο Απόστολος Θωμάς, έτσι κι εμείς μαζί του, όλοι μαζί θα βροντοφωνάξουμε και θα ομολογήσουμε
«ο Κύριός μου και ο Θεός μου, δόξα σοι»,
Αμήν.
Πηγή: Ἀναβάσεις
ΜΕΤΑ τό οἰκουμενιστικό θέατρο στό Φανάρι, ὅπου ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὑποδέχτηκε καί συλλειτούργησε μέ τόν Πάπα Φραγκίσκο, γιά νά «λαμπρυνθεῖ» μέ τόν καλύτερο τρόπο ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, ἱδρυτῆ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινούπολης, ὁ κ. Βαρθολομαῖος συνεχίζει τήν πλάγια ὁδό τῆς παραπλάνησης τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, πώς τάχα οἱ παπικοί καί οἱ προτεστάντες εἶναι ἀγαπημένοι ἀδελφοί, ἀποτελοῦν μέρη τῆς διαιρεμένης Ἐκκλησίας καί ἡ ἡμέρα τῆς ἕνωσης εἶναι πολύ κοντά. Αὐτά βέβαια δέν τά ὑποστηρίζει δημοσίως ἐντός τῆς Ἑλλάδος, γιατί θά προκαλοῦσε τρικυμία, προετοιμάζει ὅμως τό ἔδαφος καί διαμορφώνει τό κατάλληλο κλῖμα μέ τίς συχνές του ἐπισκέψεις σέ διάφορες μητροπόλεις, ὅπου προβάλλεται ὁ ἴδιος -ἐκμεταλλευόμενος καί τήν ἀγάπη τοῦ λαοῦ πρός τήν Κωνσταντινούπολη καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο- καί δημιουργεῖται μιά ἐμπιστοσύνη στά ὅσα οἰκουμενιστικά διαπράττει.
Εἶναι φυσικό, ὅταν ὑποδέχεσαι ἕνα πρόσωπο μέ λαμπρότητα καί ἐντυπωσιακές φιέστες, νά ἀποδέχεσαι καί τίς δραστηριότητές του καί νά μειώνονται οἱ ὅποιες ἐνστάσεις καί διαφωνίες. Μέ δεδομένη δέ καί τήν ἀδιαφορία τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων ἀπέναντι στά θέματα τῆς πίστης, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης μεθοδεύει τήν ἀνώδυνη ἀποδοχή τῶν οἰκουμενιστικῶν του μηνυμάτων σήμερα καί τήν ἕνωση τῶν «ἐκκλησιῶν» αὔριο.
Αὐτό εἶναι τό σχέδιο τοῦ Πατριάρχη καί ἐντυπωσιάζει, ἄν δέν προκαλεῖ κιόλας,ἡ ἐπιπολαιότητα τῶν μητροπολιτῶν νά προσκαλοῦν τόν κ. Βαρθολομαῖο καί νά συνεργοῦν στό σχέδιό του.
Δέν ἀνησυχοῦν ὅτι γίνονται καί αὐτοί συνένοχοι μέ τό νά συμπλέουν στήν ἴδια βάρκα μέ τόν πρωτεργάτη τοῦ ὀλέθριου οἰκουμενισμοῦ. Ὁ μεγάλος ἐπισκέπτης πάντα ἔχει καί μεγάλα σχέδια. Δέν κινεῖται ἀπό ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον πρός τόν ὀρθόδοξο λαό, γιατί ἄν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δέν θά δεχόταν νά μένει σέ πολυτελῆ ξενοδοχεῖα, ἀλλά καί νά δέχεται τιμητικές διακρίσεις, ὅπως ἀναγορεύσεις σέ ἐπίτιμο δημότη, σέ ἐπίτιμο διδάκτορα. Θά αἰσθανόταν ἀκόμα ἀλλεργία ἀπό τούς ὕμνους γιά τήν οἰκολογική του εὐαισθησία καί γιά πολλά ἄλλα δευτερεύοντα καί ἀσήμαντα, πού σκαρφίζονται οἱ κοσμικοί γιά τούς δικούς τους λόγους, ὄντας οἱ ἴδιοι παντελῶς ἄσχετοι μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀνησυχία τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τίς οἰκουμενιστικές δραστηριότητες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη εἶναι πολύ μεγάλη καί ἡ πικρία δύσκολα συγκρατεῖται. Εἶναι βέβαιο ὅτι γρήγορα θά ἐκδηλωθεῖ μέ δυναμικό τρόπο καί δυσάρεστα ἀποτελέσματα. Ὁ λαός ἀνησυχεῖ ἐπίσης καί ἀπό τίς ἐπιλογές τῶν φιλόδοξων μητροπολιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τόν οἰκουμενισμό, γιατί θέλουν νά προβάλλονται, ἐνῶ ἄν εἶχαν τόν ἀναγκαῖο πνευματικό ἐξοπλισμό, θά ἦταν ἀπρόθυμοι καί ἀρνητικοί σέ φιέστες καί ἀνίερες ἐκδηλώσεις, πού συχνά μειώνουν τήν Ὀρθοδοξία, ἰδιαίτερα ὅταν εἶναι ἐνταγμένες στά σχέδια τῆς παναίρεσης τοῦ σατανοκίνητου οἰκουμενισμοῦ.
Πηγή: (Ορθόδοξος Τύπος, 10/04/2015), Ακτίνες
Όταν μετά τη σταύρωσι του Κυρίου διαρσκορπίστηκαν οι μαθηταί Του, όπως το είχε προείπει, δύο απ’ αυτούς πήραν τους δρόμους. Ήθελαν να φύγουν από τα Ιεροσόλυμα. Να απομακρυνθούν από τον τόπο των φρικτών γεγονότων. Να συζητήσουν. Να ανταλλάξουν γνώμες. Να τα δουν όλα από πιο μακριά, μήπως τα δουν καλύτερα. Μήπως σταλάξη μέσα τους παρηγοριά που θα φέρνη ελπίδα.
Και ενώ η πορεία συνεχίζεται, η συζήτησι προχωρεί. Μία στιγμή κάποιος άγνωστος πλησιάζει. Συμπορεύεται μαζί τους. Δεν θέλει να τους διακόψη, ούτε να τους κάμη διδασκαλία, αλλά να τους ακούση. Γι’ αυτό τους προκαλεί, προσποιούμενος άγνοια και ρωτώντας τους ευγενικά: Για ποιο θέμα μιλάτε και είστε σκυθρωποί;
Τους δημιουργεί αίσθησι εμπιστοσύνης. Και τους παρέχει δυνατότητα να συνεχίσουν τη συζήτησι. Να διατυπώσουν τον πόνο τους. Να πουν το προβληματισμό τους. Φαίνεται ο άγνωστος να έχη κατανόησι. Δεν τους εμποδίζει. Δεν τους ενοχλεί. Τους παρακινεί να μιλήσουν. Τους βοηθά να εκφραστούν. Να τα πουν όλα όπως τα νιώθουν. Και εκείνοι συνεχίζουν.
Όταν πια παρουσιάζεται να μην ξέρη τι έγινε και ποιος είναι ο ιησούς, τότε και οι δύο μαζί λένε απνευστί όλη την ιστορία. Το τι συνέβη. Ποιος ήταν ο Ιησούς, δυνατός εν έργω και λόγω. Το τι έκαμαν οι αρχιερείς και οι λοιποί άρχοντες. Το που έχουν φτάσει τα πράγματα: στην απόγνωσι. Γιατί ημείς ηλπίζομεν ότι αυτός θα λύτρωνε τον Ισραήλ. Τώρα δεν ελπίζουμε πια. Δεν μπορούμε να ελπίζωμε. Τρεις μέρες βρίσκεται στον τάφο νεκρός. Άσχετα, αν κάποιες γυναίκες της συντροφιάς μας μας παραξένεξαν, γιατί πήγαν στον τάφο και δεν τον βρήκαν. Και είπαν ότι είδαν αγγέλους, αυτόν όμως δεν τον βρήκαν.
Αφού τα είπαν όλα, αφού εκτονώθηκαν, αναπαυθήκαν, ο ξένος, που τους παρακολουθούσε με κατανόησι και υπομονή, άκουγε όλα όσα είπαν σαν να φαινόταν ότι συμφωνούσε. Δικαιολογούσε τον προβληματισμό τους. Ήθελε να τους αφήση να ομολογήσουν ξεκάθαρα την τελική τους απόγνωσι. Και αυτοί τον αγάπησαν, τον δέχτηκαν ως φίλο και συνομιλητή που έδιδε παρηγοριά. Δεν ήταν ξένος, αλλά οικείος. Γι’ αυτό, όταν παίρνη τον λόγο, μιλά ελεύθερα, χρησιμοποιώντας εκφράσεις που μόνο μία αμοιβαία αγάπη και φιλία τις κάνει ανεκτές, φανερώνοντας τη γνήσια οικειότητα που είχε αναπτυχθή μεταξύ τους. Διαφορετικά, για ξένους, θα ήσαν ανυπόφορες, μέχρι και απαράδεκτες, οι εκφράσεις: "ω ανόητοι και βραδείς τη καρδία". Δηλαδή, είστε βραδύνοες και στενόκαρδοι. Δεν έχετε νου ούτε καρδιά αγάπης, για να μπορέσετε να καταλάβετε όλα όσα είπαν οι Προφήτες. Δεν έπρεπε να τα πάθη όλα αυτά ο Χριστός, για να μπη στη δόξα Του; Και άρχισε να τους ερμηνεύη όσα είπαν ο Μωυσής και οι Προφήτες για το πρόσωπό Του.
Και ενώ προχωρούσε η ερμηνεία, προχωρούσε και η πορεία. Πλησίασαν στο χωριό που πήγαιναν. Και ο Ιησούς προσποιήθηκε ότι πάει παραπέρα. Αυτός, που δεν τους «παρεβίασε» στο ελάχιστο, τους έδωσε το δικαίωμα αυτοί, αν θέλουν, να Τον «παραβιάσουν». Και αυτοί παρεβιάσαντο αυτόν λέγοντες: μείνον μεθ’ ημών ότι προς εσπέραν εστί και κέκλικεν η ημέρα. Μη μας αφήνεις μόνους, έτσι που είμαστε. Μέχρις εκεί που μας πήγες, μας τα ερμήνευσες όλα. Μας γαλήνεψες την καρδιά. Τώρα που πάς; Δεν σε αφήνομε να φύγης. Δεν μπορούμε να κάνωμε μόνοι. Τελειώνει η ημέρα. Προς εσπέρα εστί. Έρχεται σκότος. Πέφτει η νύχτα. Χωρίς Εσένα τα πάντα είναι νύχτα. Είσαι το φως, η ανέσπερη ημέρα. Ή θα έλθωμε μαζί Σου ή θα έλθης μαζί μας.
Και εισήλθε του μείναι συν αυτοίς. Και κατά την κλάσι του άρτου ανοίγονται τα μάτια τους. Τον γνωρίζουν. Και Αυτός γίνεται άφαντος.
Είχε έλθει η ώρα, μετά από τόσο κόπο και πόνο ψυχής και σώματος, να φανερώθή όντως με το να γίνη άφαντος.
Γινόμενος άφαντος αισθητά, φανερώνεται θεϊκά. Βρίσκεται για πάντα μέσα τους. Σφραγίζει την ύπαρξί τους. Φωτίζει, πληροί τα πάντα. Και αυτοί φεύγουν. Δεν μπορούν να μείνουν. Πρέπει να πουν το γεγονός. Τώρα η οικουμένη είναι σπίτι τους. Δεν υπάρχει πια απελπισία. Δεν υπάρχει κούρασι οδοιπορίας. Δεν είναι εσπέρα. Δεν σβήνει η ημέρα. Τα « πάντα πεπλήρωται φωτός». Είναι ημέρα όγδόη και ανέσπερη. Ήλιος άδυτος. Το «άφαντος» ταυτίζεται με αστραπή ακτίστου φάους. Θυμούνται τα παλιά. Παίρνουν δύναμι για τα μέλλοντα. Αυτή τη ώρα φεύγουν για τα Ιεροσόλυμα. Νέα πορεία. Νέα άφιξι σε άλλη λειτουργική σύναξι. Πριν δώοσυν χαρά, παίρνουν από τους άλλους. Πριν προλάβουν να μιλήσουν, σπέυδουν οι έντεκα και φωνάζουν: Όντως ηγέρθη ο Κύριος και ώφθη Σίμωνι. Και αυτοί εξηγούντο τα εν τη οδώ…
Δίδουν και παίρνουν όλοι. Προχωρούν ακατάπαυστα από δόξης εις δόξαν. Από λειτουργική σύναξι σε νέα λειτουργική σύναξι. Τα πάντα γίνανε Λειτουργία.
Στην πορεία προς Εμμαούς, μόλις «επέγνωσαν Αυτόν…άφαντος εγένετο απ’ αυτών». Έγινε άφαντος, για να μείνη για πάντα μαζί τους. Εάν έμενε, αφού Τον εγνώρισαν, θα Τον έχαναν, γιατί θα τον εντόπιζαν χρονικά και τοπικά, θα έλεγαν: «Αυτός είναι τώρα εκεί». Έγινε άφαντος, αφού Τον γνώρισαν, αυτό σημαίνει ότι φανερώθηκε όντως και μένει μαζί τους παντού και πάντα. Οράται αοράτως και γινώσκεται αγνώστως ο υπεράνω πάσης γνώσεως υπάρχων.
Είναι τόσο μεγάλος, που όχι μόνο πρέπει να απομακρυνθή, για να φανερωθή το πραγματικό του μέγεθος, αλλά πρέπει να γίνη τελείως άφαντος, για να αποκαλυφθή Αυτός που είναι.
Φανερούμενος αυτός που είναι, μας ανιστά στη ζωή. Μας κάνει να βρούμε τον εαυτό μας. Και βρίσκει την ψυχή του ο άνθρωπος χάνοντάς την ένεκεν του Κυρίου και του εαυγγελίου Του.
Έτσι , ανασταίνεται ο άνθρωπος. Αναλαμβάνεται στον ουρανό. Παίρνει άλλες διαστάσεις. Απόλαμβάνει το ίδιον μέγεθος και το αρχαίον κάλλος. Έρχεται «εν συνάφεια ασυγχύτω» με την αιώνιο Ζωή...
Αρχιμ. Βασίλειος Γοτικάκης, πρώην καθηγούμενος Ιεράς Μονής Ιβήρων
«Το κάλλος θα σώση τον κόσμο»
Πηγή: Με παρρησία...
Το άγιο Πάσχα αποτελεί την κορωνίδα του ορθοδόξου εορτολογίου. Είναι, κατά τον ιερό υμνογράφο της αναστάσεως, η «εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων». Η σημασία της μεγάλης εορτής οφείλεται στο ότι εκφράζει το πέρας και τον τελικό θρίαμβο της επιτυχίας του επί γης απολυτρωτικού έργου του Χριστού. Εορτάζεται πανηγυρικότατα η νίκη του Αγαθού κατά του Κακού, η επικράτηση του φωτός στο νοητό σκοτάδι της αμαρτίας και της φθοράς, η κατάργηση του 'δη και πάνω απ' όλα η αναίρεση του θανάτου, του χειρότερου εχθρού μας!
Η είσοδος του κακού στον κόσμο μαζί με τα άλλα μύρια κακά, έφερε και τον θάνατο, ως την φυσική κατάληξη μιας αφάνταστα μαρτυρικής ζωής. Ο πικρός 'δης υπήρξε ο τόπος κατάληξης όλων των ανθρωπίνων ψυχών. Η έννοια της αθανασίας, ως το σπουδαιότερο αρχέγονο δώρο του Θεού στον άνθρωπο, έμεινε ως μια μακρινή Η λαχτάρα για την νίκη του θανάτου εκφράστηκε ποικιλότροπα μέσα στις ανάμνηση στην ανθρώπινη σκέψη και ως μια αμυδρή προσδοκία ανάκτησής της στο μέλλον.
διάφορες μυθολογίες των λαών. Οι προφήτες και οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης, ως όργανα του Θεού για την προετοιμασία του ανθρωπίνου γένους για την εν Χριστώ σωτηρία, προείδαν πιο καθαρά την μελλοντική νίκη της ζωής κατά του θανάτου. Ο Ίδιος ο Θεός θα δοκιμάσει το πικρό ποτήρι του θανάτου και θα νικήσει τον 'δη, θα τον συλήσει από τους απ' αιώνος δεσμίους του νεκρούς και θα κλείσει οριστικά το δρόμο του θανάτου για τους πιστούς Του. Ο μοναδικός ζωντανός Θεός είναι ο Ίδιος η ζωή και η πηγή της ζωής σε όλα τα όντα. Αυτός «θανατοί και ζωογονεί, κατάγει εις άδου και ανάγει» (Α΄ Βασιλ.2,6). Ο Ηλίας και ο Ελισαίος ανασταίνουν νεκρούς στο όνομα του Κυρίου (Γ΄ Βασιλ.17,23, Δ΄ Βασιλ.4,33). Ο προφήτης Ωσηέ, προβλέποντας την εις άδου κάθοδον του Μεσσία, την εκ νεκρών ανάστασή Του και την συντριβή του θανάτου διακηρύσσει στους άπιστους συμπατριώτες του «Πορευθώμεν και επιστρέψωμεν προς Κύριον! ... Υγιάσει ημάς μετά δύο ημέρας, εν τη τρίτη ημέρα εξαναστηθώμεθα και ζησόμεθα ενώπιον αυτού» (Ωσηέ 6,1) και γι' αυτό σκιρτώντας από άκρατο ενθουσιασμό φωνάζει να το ακούσουν όλοι οι άνθρωποι «Που σου η δίκη σου, θάνατε, που το κέντρον σου άδη;» (Ωσηέ 13,14).
Στο θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού βρήκε το ανθρώπινο γένος τον πραγματικό λυτρωτή του. Αυτός, ως ο σαρκωμένος Θεός, υλοποίησε το θείο σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου. Πέτυχε τη σωτηρία μας ως διδάσκαλος, ως ιερεύς και ως βασιλεύς. Δίδαξε πρωτόγνωρη διδασκαλία, αποκάλυψε τα μυστήρια του Θεού και έδωσε νέο τρόπο ζωής στους ανθρώπους. Ιερούργησε την πιο αποτελεσματική θυσία όλων των εποχών, με ιερείο άμωμο τον ίδιο Του τον εαυτό, πάνω στον φρικτό Γολγοθά και πέτυχε την περιπόθητη καταλλαγή του ανθρώπου με το Θεό. «Ο δε Θεός πλούσιος ων εν ελέει, δια την πολλήν αγάπην αυτού ην ηγάπησεν ημάς και όντας ημάς νεκρούς τοις παραπτώμασι συνεζωοποίησε τω Χριστώ... και συνήγειρε και συνεκάθησεν εν τοις επουρανίοις» (Εφ.2,4-6). Τέλος ως θριαμβευτικός νικητής, νίκησε τις αντίθεες δυνάμεις και το κακό, νίκησε το θάνατο και ανέστη από τους νεκρούς, ανελήφθη στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Θεού, συνεχίζοντας το απόλυτο και αναντικατάστατο μεσιτικό Του έργο. Αποτέλεσμα: «Νυνί δε εν Χριστώ Ιησού υμείς οι ποτέ όντες μακράν εγγύς εγενήθητε εν τω αίματι του Χριστού. Αυτός γαρ εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας, την έχθραν, εν τη σαρκί αυτού τον κόσμον των εντολών εν δογμασι καταργήσας, ίνα τους δύο κτίση εν εαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών ειρήνην» (Εφ.2,13-15).
Ο Ιησούς Χριστός διακήρυξε: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή, ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται» (Ιωάν.11,25). Αυτός είναι ο μόνος, ο Οποίος μπορεί να νικήσει τον θάνατο. Με την λαμπροφόρο Ανάστασή Του πραγματοποίησε αυτή την λαμπρή νίκη, ανάστησε το σώμα Του και μαζί ολόκληρη την ανθρώπινη φύση., δηλαδή όλα τα ανθρώπινα πρόσωπα όλων των εποχών, ως κύτταρα του σώματός Του. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ήδη αναστημένος δυνητικά από την ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου. Είναι μια δυνητική κατάσταση την οποία μπορεί να αποδεχτεί και να αξιοποιήσει ο κάθε άνθρωπος. Ο βιολογικός θάνατος, ως προσωρινή κατάσταση, δεν αίρει το γεγονός της αναστάσεως και της αιώνιας ζωής, διότι «έρχεται ώρα και νυν εστιν, ότι οι νεκροί ακούσουσι της φωνής του Υιού του Θεού και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν.5,25). «Ο εγείρας τον Χριστόν εκ νεκρών ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα υμών δια το ενοικούν αυτού Πνεύμα εν υμίν» (Ρωμ.8:11). Αυτή είναι (πρέπει να είναι) η μόνιμη χαρά στις ψυχές των πιστών του Χριστού, διότι έχουμε τη βεβαιότητα, ότι χάρις στην Ανάσταση του Κυρίου μας, «μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (1 Ιωάν.3,14) και « Πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιωάν.11,26).
Απτά παραδείγματα της αναστάσεώς μας είναι οι θαυμαστές νεκραναστάσεις που έκανε ο Κύριος κατά την επί της γης παρουσίας Του. Οι αναστάσεις της κόρης του Ιαείρου (Μαρκ.5,21-42, του γιου της χείρας στη Ναϊν (Λουκ.7,11-17), του Λαζάρου (Ιωάν.11,1-44). Επίσης η ανάσταση των «κεκοιμημένων αγίων» (Ματθ.27,52), κατά την ημέρα της Σταυρώσεως του Κυρίου, είναι οι προάγγελοι και της δικής μας αναστάσεως.
Η λαμπροφόρος Ανάσταση του Σωτήρος μας σημαίνει ακόμα και την οντολογική αλλαγή του κόσμου. Ο παλαιός πτωτικός κόσμος της φθοράς άλλαξε κυριολεκτικά σύσταση, διότι με την Ανάσταση του Κυρίου νικήθηκαν οι αντίθεες δυνάμεις και απαλλάχτηκε από το κράτος του διαβόλου. Χάρη στην Ανάσταση του Χριστού ξαναβρήκε ο κόσμος την πραγματική του θέση μέσα στη θεία δημιουργία. Τη φθορά, που δημιούργησε η πτώση, διαδέχτηκε η αφθαρσία. Ο πιστός άνθρωπος δεν ζει πλέον για να πεθάνει, αλλά ζει για να μεταβεί στην αιωνιότητα και να συμβασιλεύει αιώνια με τον Χριστό.
Το μέγα και ανεπανάληπτο γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου είναι για τους πιστούς Του μια διαρκής χαρά και ατέλειωτη αισιοδοξία. Η Ορθοδοξία μας ζει ακατάπαυτα την εορτή του Πάσχα. Κάποιοι ετερόδοξοι μελετητές αποκάλεσαν την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας ως την Εκκλησία της Αναστάσεως, διότι κάθε Κυριακή είναι για μας Πάσχα! Οι άγιοι Απόστολοι έγιναν οι διαπρύσιοι κήρυκες του Ευαγγελίου στα έθνη χάρις στην εμπειρία της Αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού. Τα νέφη των Μαρτύρων θυσίασαν την πολύτιμη ζωή τους χάρις στην βεβαιότητα της Αναστάσεως. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ζούσαν το γεγονός της Αναστάσεως ως μια ατέρμονη προσωπική συγκλονιστική εμπειρία.
Αυτήν ακριβώς την αναστάσιμη χαρά και αισιοδοξία θέλει η αγία μας Εκκλησία να μεταδώσει και σε μας σήμερα. Μας καλεί να αποβάλλουμε το άγχος της καθημερινότητας και κυρίως το φόβο του θανάτου και να διαποτίσουμε την ύπαρξή μας με την μακάρια ελπίδα και της δικής μας ανάστασης, της οποίας τεκμήριο και απαρχή υπήρξε η Ζωηφόρος Ανάσταση του Λυτρωτή μας Χριστού.
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Ἡ ὅλη περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα θεολογικοῦ καί μάλιστα δογματικοῦ σχετικισμοῦ πού ἔχει ἀναπτυχθεῖ τά τελευταῖα χρόνια ἐντός καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἦταν σχεδόν ἀναμενόμενο ὅτι θά ἔφθανε τελικῶς καί στό θέμα τοῦ Ἡσυχασμοῦ τῶν ἁγίων νηπτικῶν Πατέρων. Ἡ πρόσληψη τῆς αἱρετικῆς «μετα-πατερικότητος», σέ συνδυασμό μέ τή συστηματική παραθεώρηση τῆς ἀξίας τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας τῆς β΄ μετά Χριστόν χιλιετίας - ὥστε νά διευκολυνθεῖ μιά τεχνητή καί παραπειστική προσέγγιση μέ τήν ἀμετανοήτως αἱρετική Ρώμη - ἔχουν προφανῶς συμβάλει ἀποφασιστικῶς στήν ἐξέλιξη αὐτή στό γενικότερο πλαίσιο τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἀποτελεῖ πραγματική ἔκπληξη, ὄχι εὐχάριστη, μία πρόσφατη ἐπιστολή Κληρικοῦ τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στό Περιοδικό «Ἐφημέριος», ἡ ὁποία ἐτέθη ὑπ΄ ὄψιν μας, στήν ὁποία ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης ἀπορρίπτει τήν μέσῳ τῆς ἀκτίστου χάριτος καί ὑποστηρίζει τήν διά κτιστῶν μέσων θέωση τοῦ ἀνθρώπου, καθώς καί τήν κτιστότητα τοῦ Θαβωρίου Φωτός τῆς Μεταμορφώσεως!
Πρίν σχολιάσουμε τήν δομή τῶν σχετικῶν θεολογικῶν ἰσχυρισμῶν, δέν μποροῦμε νά μή ἐκφράσουμε εὔλογο παράπονο γιά τήν κατά τά τελευταῖα ἔτη ἀπάλειψη ἀπό τό Λειτουργικό Τυπικό τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ θαυμάσιο μέσο ἐπιβεβαιώσεως τῆς θεολογικῆς συνεχείας τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, διακηρύξεως τῆς αὐτοσυνειδησίας Της, ἀλλά καί θεολογικῆς παιδείας τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος Της. Ἡ Ἐκκλησία, κατά τήν ἱστορική διαπίστωση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων δέν ἀδιαφορεῖ γιά τούς παραβάτες τῆς Πίστεως, «ἡ Καθολική Ἐκκλησία οὐ παρορᾷ τούς εἰς αὐτήν πλημμελοῦντας»[1] · σκοπός Της εἶναι νά διασφαλιστεῖ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῆς ἀλλοιώσεως τῆς σωτηριώδους Πίστεως καί τῆς ὑπερφιάλου ἀντιθέσεως τῶν αἱρεσιαρχῶν πρός τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι σημεῖο ἐσχάτης ἀλαζονείας. Αὐτό τόν σκοπό ἐξυπηρετεῖ καί ἡ ὑπενθύμιση καί ἐπανάληψη τῶν ἐπευφημιῶν καί τῶν ἀναθεματισμῶν τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας! Ἐλπίζουμε ὅτι, παρά τήν ἐπικίνδυνη γενική ἀδιαφορία τῶν τελευταίων ἐτῶν ἔναντι τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ, ἡ τοποθέτηση τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτου ἀποτελεῖ μεμονωμένο γεγονός, καθώς ταυτίζεται μέ μέρος τῆς διδασκαλίας τῶν αἱρεσιαρχῶν Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ, Γρηγορίου Ἀκινδύνου καί Νικηφόρου Γρηγορᾶ, τούς ὁποίους κατεδίκασαν οἱ Ἡσυχαστικές Σύνοδοι τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351 (ἡ τελευταία ὀρθῶς θεωρούμενη ὡς ἡ Ἐνάτη Οἰκουμενική[2] ) καί, βεβαίως, ταυτίζεται μέ τήν σχετική διδασκαλία τοῦ παπισμοῦ. Εἶναι ακόμη περισσότερο λυπηρό ὅτι ἀκαδημαϊκός Καθηγητής φέρεται νά ἔχει συναινέσει στίς θεολογικές αὐτές θέσεις τοῦ ὀρθοδόξου αὐτοῦ Κληρικοῦ.
1. Ἡ ἐπιστολή περί τῆς μεθέξεως τῆς ἀκτίστου χάριτος
Σύμφωνα μέ τήν ἐν λόγῳ ἐπιστολή πρός τό Περιοδικό Ἐφημέριος[3] : (α) ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν θεολόγησε κατ΄ ἀκρίβειαν, ἀλλά κατ΄οἰκονομίαν· (β) ἡ παραδοχή τῆς διδασκαλίας του δέν εἶναι ἀπαραίτητη ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου καί τό ὅλο θέμα περί ἀκτίστου χάριτος δέν ἔχει λήξει· (γ) ἐναντίον τῆς θεολογίας τοῦ Παλαμᾶ στρέφονται καί Ρῶσοι, ἀλλά καί Δυτικοί θεολόγοι· (δ) τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας ἔγκειται στήν κατάβαση τοῦ Θεοῦ στόν ἀνθρώπινο χῶρο, καί στή δημιουργία (κτίση) τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως («ἀνθρωπότητος») τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ὁ Θεός ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ νά ἐπικοινωνήσει μέ τούς ἀνθρώπους καί νά τούς διδάξει· (ε) λόγῳ τῆς ὀντολογικῆς διαφορᾶς Θεοῦ (ἀκτίστου, ἀδημιουργήτου) καί ἀνθρώπων (κτιστῶν, δημιουργημένων) εἶναι ἀδύνατον νά συμμετάσχει ὁ ἄνθρωπος σέ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, γι΄ αὐτό (ἀντίθετα ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ) ὁ ἄνθρωπος θεώνεται συμμετέχοντας σέ κτιστά ἀποτελέσματα τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν· (στ) ὁ ἄνθρωπος στερεῖται ὀργάνου ἱκανοῦ νά μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Τέλος (ζ) ἡ θέση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ σέ ἀπρόσιτο φῶς, τόν Ὁποῖον κανείς ἄνθρωπος δέν εἶδε οὔτε εἶναι δύνατον νά Τόν δεῖ, (ὁ Ὁποῖος εἶναι «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων οὐδέ ἰδεῖν δύναται»[4])μᾶς ὑποχρεώνει νά δεχθοῦμε ὅτι τό Θαβώριο φῶς εἶναι κτιστό.
Μέ τίς ἐν λόγῳ τοποθετήσεις του ὁ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτης ταυτίζεται ἀπολύτως μέ τίς θέσεις τῶν παπικῶν, μόνον πού ἀποφεύγει νά προσδιορίσει ἄν παραδέχεται ὀρθοδόξως ἤ ἀπορρίπτει παπικῶς τήν ὕπαρξη ἀκτίστων ἐνεργειῶν στόν Θεό (διακεκριμένων, ἀλλ’ ὄχι χωριζομένων τῆς οὐσίας), ἀσχέτως πρός τήν ἐδῶ συζητουμένη ἀνθρώπινη μέθεξή τους («Εἶναι καί ἄλλα ἀλλά δέν θέλω νά μακρηγορήσω» , γράφει). Οἱ παπικοί διακρίνουν τήν ἐν τῷ Θεῷ ἄκτιστη φύση καί ἐνέργεια (ταυτιζόμενες μεταξύ τους) ἀπό τήν κτιστή, δῆθεν – κατ΄ αὐτούς θέωση – τοῦ ἀνθρώπου· γράφουν σχετικῶς, διερμηνεύοντας τήν σωτηριολογία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτου· «Ἀναβλύζει μέσα σέ αὐτόν [στόν ἄνθρωπο] μία ζωή, πού γι΄ αὐτόν εἶναι πλήρως ὑπερφυσική καί μόνο γιά τόν Θεό εἶναι φυσική. Βεβαίως ὑφίσταται μία μεγάλη διαφορά μεταξύ τῆς θεϊκῆς ζωῆς ἐν τῷ ἰδίῳ τῷ Θεῷ, καί αὐτῆς ἐντός τῆς ψυχῆς πού ἔχει χαριτωθεῖ. Αὐτό πού στόν Θεό εἶναι τῆς οὐσίας, τό ἀποκτᾷ ἡ ψυχή μόνο κατά συμβεβηκός· ἡ θεία φύση εἶναι μεθεκτή ἀπό αὐτήν [τήν ψυχή] ὡς κτιστή ἐξομοίωση καί μετοχή, καί γι΄ αὐτό δέν μπορεῖ τυπικῶς μέ τρόπο ἄπειρο νά καταστεῖ κτῆμα οὐδενός κτίσματος, ἀκόμη καί αὐτοῦ πού ἔχει χαριτωθεῖ»[5] .
Τηρώντας τήν θέση τους αὐτή, οἱ ρωμαιοκαθολικοί - ὡς συνεπείς αἱρετικοί - ἀναγνωρίζουν διακριτικῶς ὅτι εὑρίσκονται σέ ἀσυμφωνία μέ τήν πατερική διδασκαλία (καί ὄχι μόνον μέ ἕνα μέρος της, ὅπως παραπλανητικῶς γράφουν): «Ἡ μακαρία ὅραση [ἐν. τῆς θείας οὐσίας] εἶναι προφανῶς μία κτιστή ἐνέργεια σύμφυτη στήν ψυχή, καί ὄχι, καθώς μερικοί ἀπό τούς παλαιότερους θεολόγους σκέφθηκαν, ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς διανοίας τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κοινωνεῖται στήν ψυχή. Διότι, καθώς τό ὁρᾶν καί τό γινώσκειν εἶναι σύμφυτες ζωτικές ἐνέργειες, ἡ ψυχή δύναται νά δεῖ ἤ νά γνωρίσει τόν Θεό μέσῳ μόνον τῆς δικῆς τῆς δραστηριότητος, καί ὄχι μέσῳ μιᾶς δραστηριότητος πού ἐξασκεῖται ἀπό κάποια ἄλλη διάνοια»[6].
Ἀντιθέτως, ὁ Ἁγιορειτικός Τόμος, τό θεολογικό καταστάλλαγμα τῆς ἁγιορειτικῆς ἁγιοπνευ-ματικῆς ἐμπειρίας, δεσμευτικός γιά τήν ὀρθοδόξη ὁμολογία, διευκρινίζει ὅτι δέν μπορεῖ ἡ χάρη τῆς θεώσεως, καθότι ἄκτιστος, νά ἔχει ὁποιαδήποτε ὁμοιότητα καί σχέση μέ τίς κτιστές φυσικές δυνάμεις· διότι τότε δέν θά λεγόταν «χάρις», δηλαδή δώρημα, ἀλλά φανέρωση τῆς ἐνεργείας πού προέρχεται ἀπό δύναμη τῆς φύσεως: «Ἄσχετός ἐστι παντάπασιν ἡ τῆς θεώσεως χάρις, οὐκ ἔχουσα τήν οἱανοῦν δεκτικήν ἑαυτῆς ἐν τῇ φύσει δύναμιν, ἐπεί οὐκέτι χάρις ἐστίν, ἀλλά τῆς κατά τήν φυσικήν δύναμιν ἐνεργείας φανέρωσις»[7].
2. Ἡ ὀρθόδοξη δογματική συνέχεια στή θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
Τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέχεται πρός θέωση τήν ἄκτιστη χάρη τῆς Ἁγίας Τριάδος, δέν ἀποτελεῖ καινοτόμο ἄποψη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ , ὅπως ἀφίνει νά ἐννοηθεῖ ὁ σ. τῆς Ἐπιστολῆς παρασιωπώντας τούς παλαιοτέρους Πατέρες, ἀλλά διαχρονική πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφρασμένη στά συγγράμματα ὅλων τῶν Ἁγίων ὅσοι ἀσχολήθηκαν μέ τό θέμα. Οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἀκολουθεῖ τήν ἀντίθετη ἄποψη, ὅτι ἡ μεθεκτή χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή[8] . Γράφει χαρακτηριστικῶς ὁ Μ. Ἀθανάσιος : «Τώρα ὅμως, ὅταν λεγόμαστε μέτοχοι Χριστοῦ καί μέτοχοι Θεοῦ, ἀποδεικνύεται ὅτι τό μέσα μας χρίσμα καί ἡ σφραγίδα [τοῦ Βαπτίσματος], δέν εἶναι τῆς φύσεως τῶν κτιστῶν, ἀλλά τοῦ Υἱοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς συνάπτει μέ τόν Πατέρα μέσῳ τοῦ Πνεύματος πού εἶναι μέσα Του»[9].
Ὁ Μέγας Βασίλειος, τόν ὁποῖον ἐπικαλεῖται συχνότατα ὁ ἅγιος Παλαμᾶς, ἐπιμαρτυρεῖ σχετικῶς, ἑρμηνεύοντας τό χωρίο τοῦ Προφήτου Ἰωήλ (3,1), περί τῆς ἐκχύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος στούς δούλους τοῦ Θεοῦ, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ὁ Θεός «τό ἐξέχεε, δέν τό ἔκτισε· τό χάρισε, δέν τό ἔφτιαξε· τό ἔδωσε, δέν τό δημιούργησε»[10]. Σέ ἄλλο σημεῖο λέγει τό ἐξῆς, ἐπικρίνοντας ὅσους λέγουν ὅτι, ἐπειδή τό Πνεῦμα εἶναι δῶρον Θεοῦ, γι΄ αὐτό δέν εἶναι ὁμότιμον μέ αὐτόν πού τό δίδει (δηλ. ἄκτιστο, θεϊκό)· «“Μέσα μας, λέγει, εἶναι τό Πνεῦμα, ὡς δῶρο ἀπό τόν Θεό. Λοιπόν, δέν τιμᾶται τό δῶρον μέ τιμή ἴση μέ αὐτόν πού τό ἔχει δώσει”. Ναί μέν, εἶναι δῶρον Θεοῦ τό Πνεῦμα, ἀλλά δῶρον ζωῆς [...] καί δῶρον δυνάμεως [...] Συνεπῶς, πῶς αὐτοί πού τά λέγουν αὐτά δέν ἔχουν ὑπερβεῖ τήν ἰουδαϊκή ἀγνωμοσύνη, λαμβάνοντας σάν ἐφόδιο τῆς βλασφημίας τήν ὑπερβολή τῆς ἀγαθότητος;»[11]. Εἶναι σαφέστατο, ὅτι δέν πρόκειται βεβαίως περί τοῦ προσώπου τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά τῆς ἐνεργείας Του, ἡ ὁποία ἐπίσης καλεῖται Πνεῦμα[12] , καί εἶναι ὁμότιμη μέ τόν Θεό, ἄρα καί ἄκτιστη (δέν μπορεῖ κτίσμα νά εἶναι ὁμότιμο μέ τήν Ἁγία Τριάδα). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος προκαλεῖ ἐνόχληση στούς παπικούς θεολόγους γιά ὅσα ἔγραψε περί τῆς ἀκαταληψίας καί τοῦ ἀοράτου χαρακτῆρος τῆς θείας οὐσίας[13], εἶναι καί στό θέμα τῆς προσλήψεως τῶν θείων ἐνεργειῶν σαφέστατος: «... ὅλοι ἐμεῖς ἐλάβαμε μέ μέτρο τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος (διότι Πνεῦμα ὀνομάζει ἐδῶ τήν ἐνέργεια· διότι αὐτή εἶναι ἡ ὁποία διαμερίζεται), ἐνῷ Αὐτός [δηλ. ὁ Χριστός] ἔχει ὁλοτελῆ καί ἀμέτρητη ὅλη τήν ἐνέργεια. Ἄν ὅμως ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ εἶναι ἀμέτρητη, πολύ περισσότερο ἡ οὐσία»[14]. Δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητηθεῖ ὅτι ἐδῶ γίνεται λόγος περί ἀκτίστου ἐνεργείας καί ὄχι κτιστῆς, καθότι ἀμέτρητη, καθότι πλήρωμα πού ἐνοικεῖ στόν Χριστό καί καθότι συγκρίνεται μέ τήν οὐσία Του! Ποιός θά ἀποτολμοῦσε σύγκριση μέ κτιστή ἐνέργεια, γιά νά ἀποδείξει τήν ἀπειρία (δηλ. τό ἄπειρον) τῆς θείας οὐσίας; Ἀπό αὐτήν ὅμως τήν ἐνέργεια, τήν ἄκτιστη, δεχόμαστε καί ἐμεῖς ἕνα μέτρο, σύμφωνα μέ τόν Χρυσορρήμονα.
Εἶναι εὔλογο, ὅτι τά ἱερά ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα, τά ὁποῖα χαίρουν ὑψίστης ἐκτιμήσεως σέ Ἀνατολή καί Δύση, ἀκολουθοῦν τόν βασικό αὐτό ἄξονα τῆς περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ὀρθοδόξου σωτηριολογίας· «Καί βέβαια ἡ θεωνυμία τοῦ ὄντος», γράφουν, «ἐκτείνεται σέ ὅλα τά ὄντα καί ὑπέρκειται πάντων τῶν ὄντων· τῆς δέ ζωῆς ἐκτείνεται σέ ὅλα ὅσα ζοῦν καί ὑπέρκειται πάντων τῶν ζώντων· τῆς δέ σοφίας ἐκτείνεται σέ ὅλα τά νοερά καί λογικά καί αἰσθητικά καί ὑπέρκειται πάντων αὐτῶν»[15]·ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σχολιάζοντας κατά λογική ἀκολουθία τήν ρήση αὐτή ἐπισημαίνει: «Βλέπεις ὅτι οἱ μετοχές αὐτές ὑπέρκεινται τῶν ὄντων;»[16], τῶν κτιστῶν ὄντων, ὁπωσδήποτε· ἄρα εἶναι θεῖες καί ἄκτιστες (διότι ἀλλιῶς, ὡς κτιστές, δέν θά ἦταν ὑπερκείμενες τῶν ὄντων, ἀλλά μεταξύ τῶν ὄντων)!
Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος (4ος αἰ.), γιά νά περιορισθοῦμε σέ ἕνα ἀκόμη Πατέρα τῆς Φιλοκαλίας, εἶναι ἐπίσης σαφέστατος: «Γι’ αὐτό εὐδόκησε ὁ ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός μέ τήν πολλή Του χρηστότητα νά χαρίσει πνευματικό πλοῦτο στίς ψυχές μας, δηλαδή τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, πού δέν εἶναι τῆς φύσεώς μας – διότι ἐμεῖς εἴμαστε κτίσμα, ἐνῷ αὐτό εἶναι ἄκτιστο -, ὥστε αὐτό ἀφοῦ ἐργασθεῖ μέ τήν δική Του ἐπιστήμη καί τέχνη καί καλλιεργήσει τίς καρδιές τῶν πιστῶν, νά εὐτρεπίσει ἐκεῖνες πού μέ ὁλόκληρο τό θέλημά τους θά ἀφοσιωθοῦν στόν πνευματικό γεωργό»[17].
Ἀπό τούς ἀρχαίους Πατέρες ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής εἶναι ἴσως ὁ καταπέλτης κατά τῆς σωτηριολογίας τῆς κτιστῆς χάριτος, λόγῳ τῆς πεφωτισμένης ὑπό τοῦ Πνεύματος ἑρμηνείας του ἐπί τῶν ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων, ἀλλά καί τῆς ἐνασχολήσεώς του μέ τίς αἱρέσεις τοῦ μονοενεργητισμοῦ καί τοῦ μονοθελητισμοῦ· τά σχετικά χωρία του δέν ἐπιδέχονται ἐναλλακτική κατανόηση, ὅπως λ.χ. τό ἑξῆς:«Ἀπάτωρ, λοιπόν, καί ἀμήτωρ καί ἀγενεαλόγητος ἔχει ὀνομαστεῖ ὁ μέγας Μελχισεδέκ, καί ὅτι δέν ἔχει μήτε ἀρχή ἡμερῶν, μήτε τέλος ζωῆς [...] ὄχι λόγῳ τῆς φύσεως τῆς κτιστῆς πού προῆλθε ἀπό τήν ἀνυπαρξία, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ἡ ὕπαρξή του ἄρχισε καί ἔληξε, ἀλλά λόγῳ τῆς χάριτος τῆς θείας καί ἀκτίστου καί ἡ ὁποία πάντοτε ὑπέρκειται κάθε φύσεως καί κάθε χρόνου, [καί προέρχεται] ἀπό τόν πάντοτε ὑπάρχοντα Θεό» [18].Σαφέστατο, ὅπως καί τό ἀκόλουθο: «Εἶπα ὅτι εἶναι μία ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων, αὐτή ἡ ὁποία θεώνει τούς ἁγίους, τῆς μακαριότητος τήν ὁποίαν ἐλπίζουμε· ἡ ὁποία ὑπάρχει ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, καί ἔχει γίνει τῶν ἁγίων κατά χάριν»· οἱ ἅγιοι λοιπόν καθίστανται «ζωντανές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί ταυτίζονται μέ Αὐτόν περισσότερο κατά τήν χάρη, παρά ὡς ὁμοιώματα»[19].
Βάσει ὅλου τοῦ πατερικοῦ πλούτου, μέρος μόνον τοῦ ὁποίου παραθέσαμε ἀνωτέρω, ὁ ἅγιος Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης, στή δική του ὁμολογητική συγγραφή«Ἔκθεσις τῆς τῶν Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου δυσσεβημάτων ἀλλοκότου πληθύος», γράφει μεταξύ τῶν ἄλλων· «Ἀποβάλλουμε ὅσους λέγουν ὅτι ἡ χάρις καί ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος ἡ ὁποία ἐκχύνεται στούς ἁγίους, ἐπειδή δέν εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Πνεύματος, εἶναι κτιστή»[20].
Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἀποτελεῖ πλήρη ἀλλοίωση τῆς ἀληθείας ὁ ἰσχυρισμός παλαιῶν καί νέων ἑτεροδόξων ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ὁ κακῶς λεγόμενος «παλαμισμός», ἀποτελεῖ καινοτομία. Ἁπλῶς ὁ ἅγιος Παλαμᾶς συνεισέφερε στή συστηματοποίηση τῆς διαχρονικῆς περί τούτου διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας: «ἡ θεολογία τῶν ἐνεργειῶν συνήντησε στόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ ἀκρίβεια καί συστηματοποίηση πού δέν εἶχε γνωρίσει μέχρι τότε», δηλαδή τήν ἐπανερμηνεία παλαιῶν ἐκφράσεων ἀναλόγων πρός ἄλληλες, ὅπως οἱ «δόξα», «λάμψις», «φῶς», «ζωή», «δυνάμεις», «τά περί τήν οὐσίαν», τίς ὁποῖες ὁ Παλαμᾶς συγκέντρωσε ὑπό τό ὄνομα τῶν «ἐνεργειῶν», ἐνῷ φώτισε, συγκεκριμενοποίησε, ξεκαθάρισε καί σέ κάποιο βαθμό συστηματικοποίησε τίς θέσεις τῶν προγενεστέρων Πατέρων[21] .
Εἶναι δυνατόν μετά ἀπό αὐτά, νά θέτει κανείς ἐν ἀμφιβόλῳ τόσο τήν κοινή ἐκκλησιαστική πίστη περί τῆς ἀνθρωπίνης μετοχῆς, μεθέξεως, στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὅσο καί τήν κεφαλαιώδη σημασία της, περιορίζοντας τό ὅλο ζήτημα στά περί τό κῦρος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ;
3. Ἡ ἀξία τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καί τῶν Ἡσυχαστῶν
Ἡ θεολογία τοῦ Ἡσυχασμοῦ, δέν συνιστᾷ λοιπόν, καινοτομία οὔτε εἶναι δυνατόν νά ἐξετάζεται κεχωρισμένως, ἀλλά εἶναι ἀπολύτως σύμφωνη μέ τήν πρό αὐτῆς θεολογία καί τήν διάκριση στόν Θεό τῆς ἀμεθέκτου οὐσίας Του καί τῆς μεθεκτῆς χάριτός Του (τῆς ἐνεργείας Του). Ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ, ὁ Μέγας Βασίλειος, λόγου χάριν, πολύ πρωτύτερα «προβάλλων τήν ὀντολογικήν καί γνωσιολογικήν σημασίαν τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ [...] προσέφερε τήν βάσιν διά τήν περαιτέρω ἀνάπτυξιν τῆς περί οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ διδασκαλίας ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως»[22]. Ὁ Παλαμᾶς δέν αὐτονομήθηκε οὔτε πρωτοτύπησε, θά ἦταν δέ μεγίστη ὕβρη γι΄ αὐτόν ἡ ἀπόδοση καινοτομίας στό ἔργο του, ἀλλά «ὡς θεολόγος ἦτο ἀπλούστατα διερμηνεύς τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας [...] ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὑπῆρξε βαθύτατα ἐρριζωμένος ἐν τῇ παραδόσει»[23] , τήν ὁποίαν διέσωσε ἔναντι νέων προκλήσεων.
Σέ ἀντίθεση με τούς ἰσχυρισμούς τοῦ Ἀρχιμανδρίτου, ὁ ὁποῖος φαίνεται νά προσδίδει μόνον ἠθικό περιεχόμενο στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου , ὡς παράδειγμα ταπεινώσεως καί μέσο προφορικῆς διδασκαλίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπισημαίνει τίς ὀντολογικές συνέπειες τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων, θείας καί ἀνθρωπίνης, στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς ὁποίας ἑνώσεως μεταδίδονται σέ μᾶς οἱ ἄκτιστες δωρεές: «Ἄν λοιπόν, ὅπως σέ ὅλα τά κτίσματα, μέ τόν ἴδιο τρόπο ὑπάρχει καί στούς Ἁγίους [ὁ Θεός], καί ὡς Θεός – σύμφωνα μέ τίς σοφές ἐπινοήσεις σας - ὅπως στά ἄλλα κτίζει [δηλ. δημιουργεῖ] ὅσα εἶναι ἁρμόδια, ἔτσι καί στούς Ἁγίους [κτίζει] τήν ἁγιότητα, τότε ποιά εἶναι ἡ ἀνάγκη γιά τόν Χριστό καί τήν παρουσία Του; Ποιά ἡ ἀνάγκη γιά τό βάπτισμα σ’ Ἐκεῖνον καί γιά τήν ἐξουσία καί δύναμη πού μᾶς προστίθεται ἀπό αὐτό»[24];Ἐπιστρέφουμε λοιπόν στίς δογματικές διαμάχες γιά τήν θεότητα ἤ κτιστότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά μέ ἄλλη μορφή. Ἡ Ἐκκλησία προήσπισε τήν θεότητα τοῦ Προσώπου (τῆς Ὑποστάσεως) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τῶν Πνευματομάχων καί πάσης φύσεως Ἀρειανῶν κατά τόν 4ο μ.Χ. αἰῶνα, περί τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Χίλια ἔτη ἀργότερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπεραμύνθηκε τῆς ἀκτίστου χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (δηλ. καί ὅλης τῆς Ἁγίας Τριάδος) ὡς προϋποθέσεως σωτηρίας καί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου[25] . Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀντέτασσε στούς αἱρετικούς Ἀνομοίους: «Δέν πείθομαι ὅτι σῴζομαι ἀπό τό ὁμότιμο [μέ ἐμένα, κτίσμα]· ἄν δέν εἶναι Θεός τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, νά θεωθεῖ πρῶτα καί ἔτσι νά μέ θεώσει καί ἐμένα τόν [δῆθεν] ὁμότιμο [μέ αὐτό, κτίσμα]»[26]· ὁ ἅγιος Παλαμᾶς μεταφέρει, βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν σχετική πατερική θέση καί στή σωτηριολογία: «Δέν σέβεσαι, ἄνθρωπε, τόν Ἀπόστολο, ὁ ὁποῖος λέγει “τά σώματά μας εἶναι ναός τοῦ ἁγίου Πνεύματος τό ὁποῖο βρίσκεται μέσα μας;”[27]. Καί πάλιν, “εἶστε ναός τοῦ Θεοῦ καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ μέσα σας;”[28]. Ἆραγε θά καταδεχόταν ποτέ νά τιμήσει μέ τήν προσηγορία “ναός” τό κατοικητήριο τοῦ δούλου [ἑνός δηλ. κτίσματος];»[29]. Ἕτσι λοιπόν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συνδέει ἀμέσως τήν αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ πρός τίς ἀρχαῖες ἀντιτριαδικές αἱρέσεις τοῦ Ἀρείου καί τοῦ Μακεδονίου, οἱ ὁποῖοι κατέτεμναν τήν Τριαδική Θεότητα σέ κτιστά (Υἱόν καί Πνεῦμα) καί ἄκτιστα (δηλ. τόν Πατέρα)· παρομοίως πράττει «καί ὁ Βαρλαάμ μέ τούς ὀπαδούς του ὑποστηρίζοντας ὅτι τό φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, τό ὁποῖο θά περιλάμψει τούς δικαίους, καί κάθε ἄλλη ἐνέργεια καί δύναμη τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστά πράγματα»[30] .
Ἡ συνεπής αὐτή ὑπεράσπιση τῆς κοινωνίας τῆς ἀκτίστου θεωτικῆς χάριτος ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου (ἀλλά καί τῆς ἀγγελικῆς φύσεως) ἤδη συστηματικῶς ἀπό τούς Καππαδόκες καί μέχρι τόν Παλαμᾶ καί μετέπειτα, ἀποτελεῖ βεβαίως καί διαφύλαξη – πλήν τῆς θεώσεως τῶν πιστῶν – καί τῆς μόνης ὀρθῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς . Στό κείμενο Ἔκθεσις δυσσεβημάτων τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Θεσσαλονίκης γίνεται καί πάλι σαφής ἡ ἀναφορά στή μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ἀποβάλλουμε ὅσους λέγουν ὅτι εἶναι κτίσμα αὐτό πού οἱ ἅγιοι λαμβάνουν[31] ἀπό “τό πλήρωμα τῆς θεότητος πού κατοικεῖ στόν Χριστό”[32], διότι μέ τόν τρόπο αὐτό σάν νά λέγουν κτίσμα καί τό πλήρωμα ἐκεῖνο, ἤ - ταυτοσήμως- τήν τοῦ Χριστοῦ θεία καί ἐνέργεια καί φύση, καί εἶναι γιά τόν λόγο αὐτό ἀρειανοί»[33].
Ἐξ ἀντιθέτου, ἡ υἱοθέτηση τῆς σωτηριολογίας τῆς δῆθεν κτιστῆς χάριτος, συνεισφέρει στήν αἱρετική δυτική προπαγάνδα. Στούς παραπάνω ἰσχυρισμούς ἡ λατινική θεολογία εὕρισκε καί ἀκόμη ἕνα ἐπιχείρημα ὑπέρ τοῦ Filioque: ἀφοῦ τό Ἅγιον Πνεῦμα πού λαμβάνουν οἱ Ἅγιοι δέν εἶναι κτίσμα (κατά τούς παλαιοτέρους Ἁγίους), δέν εἶναι δέ καί ἄκτιστη ἐνέργεια (κατά τόν Βαρλαάμ καί τούς λοιπούς), τότε ἀπομένει τό ὅτι αὐτό πού ἐκχέει στούς Ἁγίους ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι τό Πρόσωπον (ἡ Ὑπόστασις) τοῦ Πνεύματος, ἄρα ἐπιβεβαιώνεται δῆθεν ἡ «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (“Filioque”) ὑποστατική ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος, κατά τήν αἵρεση τῆς Δύσεως[34] .
Ἡ κατά τῶν Ἡσυχαστῶν καί ἰδίως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου πολεμική τῶν Βαρλαάμ, Ἀκινδύνου καί Γρηγορᾶ πέραν τῶν ἀνωτέρω, ἦταν καί ἡ πρώιμη μορφή τῆς αἱρέσεως τῆς «μετα-πατερικότητος»· αὐτή τήν μομφή κατά τῶν παλαιῶν θεολόγων Πατέρων τούς ὁποίους ἐπικαλοῦνταν οἱ ἱεροί Ἡσυχασταί θά τήν ἐκτιμοῦσαν ἰδιαιτέρως οἱ Λατῖνοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης: «Ἔπειτα, πόσο νομίζεις ὅτι θά ἐκτιμήσουν οἱ Λατῖνοι», γράφει ὁ Παλαμᾶς, «τό νά ἀποδειχθοῦν τά βιβλία τῆς δικῆς μας Ἐκκλησίας σφαλερά;»[35] . Τό ἴδιο ἐρώτημα, ἰσχύει ἀσφαλῶς καί γά ὅσους σήμερα τολμοῦν νά ἀμφισβητήσουν τήν διά στόματος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἐκπεφρασμένη διαχρονική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀντιλαμβάνεται περαιτέρω ὁ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτης τίς περαιτέρω φοβερές συνέπειες πού θά προέκυπταν σέ ὅλον τόν πνευματικό μας βίο, ἄν παραδεχόμασταν ὡς κτιστές τίς σωστικές ἐνέργειες τῆς Ἁγίας Τριάδος; Καί ὅτι κατά συνέπεια σέ πλεῖστες ὅσες περιπτώσεις θά φαινόμασταν ὡς κτισματολάτρες (προσκυνηταί κτισμάτων) καί ὄχι λάτρες τοῦ Θεοῦ; Ὄχι ὁ ἅγιος Παλαμᾶς, ἀλλά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐπισημαίνει περί τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγιασμάτων τά ἑξῆς: «Δεύτερος τρόπος, μέ τόν ὁποῖον προσκυνοῦμεν κτίσματα [...] Αὐτά καί τά παρόμοια σέβομαι καί προσκυνῶ καί κάθε ἅγιο ναό τοῦ Θεοῦ καί κάθε τι, ἐπί τοῦ ὁποίου μνημονεύεται ὁ Θεός, ὄχι γιά τήν φύση τους, ἀλλά ἐπειδή εἶναι δοχεῖα τῆς θείας ἐνεργείας καί μέσῳ αὐτῶν καί σέ αὐτά εὐδόκησε ὁ Θεός νά μεθοδεύσει τήν σωτηρία μας. Διότι καί ἀγγέλους καί ἀνθρώπους καί κάθε ὕλη πού μετέχει στή θεία ἐνέργεια καί πού ὑπηρέτησε τήν σωτηρία μου τήν σέβομαι καί τήν προσκυνῶ λόγῳ τῆς θείας ἐνεργείας. Δέν προσκυνῶ τούς Ἰουδαίους· διότι δέν εἶναι μέτοχοι θείας ἐνεργείας, οὔτε μέ σκοπό τήν σωτηρία μου σταύρωσαν τόν Κύριον τῆς Δόξης, τόν Θεόν μου, ἀλλά μᾶλλον κινούμενοι ἀπό φθόνο καί μῖσος πρός τόν Θεό καί εὐεργέτη»[36]. Σαφῶς αὐτά ἰσχύουν γιά κάθε σχετική προσκύνηση ἱ. Εἰκόνων, ἱ. Λειψάνων, ἱ. Σκευῶν κ.λπ. Εἶναι σαφέστατο, ὅτι ὡς θεία ἐνέργεια ἐννοεῖται μόνον ἡ ἄκτιστη· διότι καί συγκεκριμένως περί τῆς προσκυνήσεως τῶν Ἁγίων ἔγραψε λίγο παραπάνω ὁ Δαμασκηνός: «Ὅπως λοιπόν ἀληθῶς εἶναι ὄχι κατά τήν φύση [θεοί], ἀλλά ὡς μέτοχοι τοῦ κατά τήν φύση Θεοῦ, ἔτσι εἶναι καί προσκυνητοί, ὄχι κατά φύση, ἀλλ΄ ἐπειδή ἔχουν μέσα τους τόν ἐκ φύσεως Προσκυνητόν»[37] .
Συνοψίζοντας ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητής τῆς Πατρολογίας π. Θεόδωρος Ζήσης τήν σημασία τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ἅγιος εἶχε σκοπό «νά ἀποτρέψει τήν κατάργηση τῆς δυνατότητος νά μετέχει ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὥστε να εἶναι δυνατή ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου»· ἀντιθέτως ὅμως πρός τήν Ὀρθοδοξία, ἡ Δύση «ἔχει ἀποξηράνει τήν πνευματική ζωή καί ἀντί τῆς ἐλευθερίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχει διαμορφώσει σύστημα ἐντολῶν καί ἠθικῶν ἀπαιτήσεων, τούς καρπούς τῶν ὁποίων ἀναμένει κανείς μόνο στό μέλλον»[38].
4. Ἐπαρκεῖ ἡ κτίση (δημιουργία) τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ;
Βάσει ὅσων γράψαμε ἀμέσως παραπάνω, δέν ἐπαρκεῖ ἡ κτίση τῆς ἀνθρωπότητος (δηλ. ἀνθρωπίνης φύσεως) τοῦ Χριστοῦ, ἄν αὐτή - θεωμένη μέ τό πλήρωμα τῶν θείων ἀκτίστων ἐνεργειῶν - δέν μετοχετεύει στούς Χριστιανούς τήν θεία Χάρη. Ἡ θέση τῶν ἀντι-ησυχαστῶν ὅτι ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται μέ ἁπλῆ «φυσική μίμηση» τοῦ Χριστοῦ, ὡς κτιστή ἕξη, καί ὄχι μέσῳ τῆς ἀκτίστου χάριτος οὐσιαστικῶς εἶναι παραδοχή ἀδυναμίας θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Σύμφωνα καί μέ τήν φραγκο-λατινική διδασκαλία τῶν Παπικῶν ὁ «ἀνεξάλειπτος μυστηριακός χαρακτήρ» (“character sacramentalis indelibilis”),
ὁ ὁποῖος ἐντυπώνεται στήν ψυχή διά τῶν λατινικῶν μυστηρίων βαπτίσματος, χρίσματος καί ἱερωσύνης ἔχει διανοητικό χαρακτῆρα, εἶναι ἐγγενής ποιότητα τῆς ψυχῆς καί εἶναι διακεκριμένος ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ: «Ἐπί τῇ βάσει αὐτῆς τῆς ἐξηγήσεως τῆς Συνόδου τοῦ Τριδέντου, ὁ [μυστηριακός] χαρακτήρ πρέπει νά ὁρισθεῖ ὡς ἕνα ἀληθές συμβεβηκός ὄν συνημμένο στήν ψυχή, μέ περισσότερη ἀκρίβεια, ὡς μία ὑπερφυσική ποιότητα οὐσιωδῶς [entatively] ἐγγενής στήν ψυχή [...] Ὁ ἅγ. Θωμᾶς [Ἀκινάτης] θεωρεῖ ὄχι τήν οὐσία τῆς ψυχῆς, ἀλλά τή δύναμη τῆς διανοίας ὡς τό ὑποκείμενο ἤ φορέα τοῦ χαρακτῆρος (παρομοίως ὁ ἅγ. Βελαρμῖνος, ὁ Σουάρεζ)»[39]. Ἡ παπική θεολογία, ὁμιλεῖ ἀκόμη καί περί «ὑπερφυσικῶν» ἀρετῶν οἱ ὁποῖες ἐγγίνονται στήν ἀνθρώπινη ψυχή (“virtutes infusæ”)[40] , οἱ ὁποῖες ὅμως δέν εἶναι ἄκτιστες, διότι ὁ ὅρος «ὑπερφυσικός» δέν παύει νά προσδιορίζει ὑπερβατικές διαστάσεις ἐντός τῆς κτίσεως, κτιστές[41] . Ἀντιθέτως, κατά τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐκκλησιαστική ζωή ὡς μετοχή στό Σῶμα Χριστοῦ εἶναι κάτι πολύ ἀνώτερο, καθότι θεϊκό: «Ἐνταῦθα πρόκειται περί πολύ περισσοτέρου ἤ μιᾶς “ἠθικῆς” κοινωνίας, καί πολύ περισσοτέρου ἤ μιᾶς ἀνθρωπίνης τελειότητος. Μόνον ἡ λέξις θέωσις δύναται νά ἀποδώσῃ καταλλήλως τή μοναδικότητα τῆς ὑποσχέσεως καί προσφορᾶς [ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ]»[42].
Εἶναι καί πάλιν χρήσιμο ἐν προκειμένῳ τό παραπάνω[43] ἐπιχείρημα τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ: ἄν δέν ἦταν ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου σκοπός τῆς θείας Οἰκονομίας, τότε γιατί ὁ Υἱός ἐνηνθρώπησε; Ἀρκοῦσε ἡ ἔξωθεν, ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη, πέμψη τῆς χάριτος, ἄν αὐτή δέν ἦταν ἡ ἰδική Του ἔμφυτος Θεότης. Ὅμως οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι σαφέστατοι· ὁ Λόγος ἔγινε «σάρξ» (ἄνθρωπος), γιά νά κάνει τό ἀνθρώπινο γένος δεκτικό τῆς θεότητος[44] · αὐτή ἡ ἴδια ἡ θέωση εἶναι «ἡ πρός Θεόν, ὡς ἐφικτόν, ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις»[45]. Ποῦ ἐδῶ χῶρος καί λόγος γιά ἠθικές βελτιώσεις καί μετοχή σέ κτιστές, ἔστω καί ὑπερφυσικές, «χάριτες»; Ἀντιθέτως ἡ μετοχή σέ ἄκτιστες (δηλαδή θεῖες) ἐνέργειες εἶναι ἡ ἀσφαλής ἐκπλήρωση[46] τῆς ἀποστολικῆς ἐμπειρίας καί ὑποσχέσεως ὅτι καθιστάμεθα «θείας φύσεως κοινωνοί» (Β΄Πετρ. 1, 4).
Μέ τόν ὑποβιβασμό τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς σέ ἐπίπεδα ἁπλοῦ «ἤθους» εἶναι ἀδύνατον νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἀνεπαίσθητη «νεστοριανικο-ποίηση» τῆς πνευματικῆς ζωῆς· διότι κατά τόν αἱρεσιάρχη Νεστόριο ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς ἐπέτυχε μόνος του ἠθική ἐξύψωση τέτοια, ὥστε νά δεχθεῖ μεταγενεστέρως τήν ἐνοίκηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου. Ἀπό αὐτήν προῆλθε μία ἠθική καί βουλητική συνάφεια καί συνεργασία τῶν δῆθεν δύο προσώπων, τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ Θεοῦ-Λόγου· αὐτή ὅμως ἡ χριστολογική ἄποψη προδίδει«προτίμησιν τῆς πνευματικῆς καί ἠθικῆς σφαίρας ἐν τῇ θρησκείᾳ ἀπό τήν ἐφαρμογήν κοινῶν φυσικῶν κατηγοριῶν ἐν αὐτῇ»[47]. Ὁ φανταστικός νεστοριανικός «Χριστός» τῆς «ἠθικῆς ἐξυψώσεως» τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ, εἶχε ὡς προφανῆ σωτηριολογική συνέπεια ὅτι χρησίμευε «ὡς πρότυπον δι΄ αὐτοσωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, ἐνισχυομένων μόνον, καί αὐτῶν, ὑπό τοῦ Θεοῦ (Πελαγιανισμός)»[48]. Ἀπό αὐτό ὅμως πάσχει ἀφανῶς καί ἡ δυτική σωτηριολογία ὑποβιβάζοντας τή θεοποιό χάρη τοῦ Θεοῦ σέ κτίσμα. Ἐπιστρέφουμε λοιπόν στή «μίμηση Χριστοῦ», ὄχι κατά τά δεδομένα τῆς ὀρθοδόξου σωτηριολογίας, δηλαδή ὡς σέ ὑπερφυῆ μίμηση ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι - ἀλλά τῶν ἀντι-ησυχαστῶν καί τῶν σημερινῶν Παπικῶν· ἐπιστρέφουμε σέ μίμηση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μέ ἠθικές παραμέτρους, «ὑπερφυσικῶς» μέν, ἀλλά ὄχι θεϊκῶς, ἀκτίστως, κεχαριτωμένη.
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφκσυ ἐπικαιροποιώντας τήν περί τόν Νεστοριανισμό ἀρχαία προβληματική, ἐπισημαίνει ὅτι «ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος σκοπίμως ἤ ὑποσυνειδήτως δελεάζεται ἀπό τό Νεστοριανικόν ἄκρον, δηλαδή δέν δέχεται τήν ἐνανθρώπησιν ὡς ἀποφασιστικόν γεγονός. Δέν τολμᾶ νά πιστεύσει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι πρόσωπον θεῖον. Ζητεῖ ἀνθρώπινον λυτρωτήν, ἁπλῶς βοηθούμενον ἀπό τόν Θεόν. Ἐνδιαφέρεται περισσότερον διά τήν ἀνθρωπίνην ψυχολογίαν τοῦ Λυτρωτοῦ, παρά διά τό μυστήριον τῆς θείας ἀγάπης, διότι, εἰς τελευταίαν ἀνάλυσιν, πιστεύει μέ αἰσιοδοξίαν εἰς τήν ἀξιοπρέπειαν τοῦ ἀνθρώπου»[49]· τό ἀνάλογον ἰσχύει ἀσφαλῶς, ὅταν ἡ θεία βοήθεια στή σωτηρία ὑποβιβάζεται ἀπό ἄκτιστη Χάρη σέ ἁπλοῦν παράδειγμα, πρότυπο φυσικῆς μιμήσεως, καί σέ ἠθική προτροπή καί ἐνίσχυση - ὅπως δηλαδή ἀκριβῶς φανερώνει ἡ ἐπιστολή τοῦ ἐν λόγῳ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτου!
Παρά ταῦτα, μόνον τό Ἅγιον Πνεῦμα - ἐπειδή εἶναι ἄκτιστο, ὡς ἄκτιστη ἐνέργεια – εἶναι δυνατόν νά εἰσχωρήσει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί νά ἑνωθεῖ μέ αὐτήν, σέ ἀντίθεση μέ ὁποιοδήποτε νοερό κτίσμα, ὅπως οἱ δαίμονες, οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς συνδέονται μέ τίς ψυχές. Τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν προκαλεῖ ἁπλῆ συνάφεια, ἀλλά ἀνάκραση τῆς χάριτός Του μέ τήν ὅλη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, κατά τόν ἱερό Παλαμᾶ[50] .
5. Ἡ μαρτυρία τῆς ρωσικῆς καί τῆς παπικῆς θεολογίας
Σύμφωνα μέ τόν ἐπίλογο τῆς ἐν λόγῳ Ἐπιστολῆς, «Εἶναι γνωστό ὅτι καί οἱ Δυτικοί καί οἱ Ρῶσοι, ὅπως μοῦ εἶπε ἕνας καθηγητής, δέν δέχονται τήν ὀρθότητα τῆς Θεολογίας τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ» (δηλαδή, θά ἀναμέναμε οἱ λύκοι νά δεχθοῦν τό κῦρος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Ποιμένος;!). Βεβαίως, ἡ ρωσική ἀκαδημαϊκή θεολογία ὑπέστη γιά κάποιο διάστημα, καθώς ἄλλωστε καί ἡ ἑλληνική, τίς δυτικές σχολαστικές ἐπιδράσεις[51] . Ἀλλά αὐτό δέν συνιστᾷ μέτρον τῆς διαχρονικῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας! Πάντως, καί οἱ ἴδιοι οἱ δυτικοί θεολόγοι ἔχουν ἀρχίσει νά παραδέχονται καί ἄκοντες τή συμφωνία τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ μέ τούς πρό αὐτοῦ μεγίστους Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας.
Ἤδη τό 1980 ἡ προτεστάντις θεολόγος Dorothea Wendebourg, ἀργότερα Καθηγήτρια τῆς προτεσταντικῆς θεολογικῆς σχολῆς τοῦ Μονάχου, παρά τήν πολεμική της κατά τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἀναγνώρισε τήν πατερική συνέχεια τῆς παλαμικῆς διδασκαλίας. Κατά τή Wendebourg, εἶναι μεγάλη ἡ εὐθύνη τῶν προδρόμων τοῦ Παλαμᾶ γιά τήν πορεία τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, διότι καί αὐτοί διδάσκουν, ὅπως καί ὁ Παλαμᾶς, ὅτι ὁ ἀπρόσιτος κατά τήν οὐσία Θεός κοινωνεῖ μέ τόν κόσμο μέσῳ τῶν ἐνεργειῶν Του· ὡς προδρόμους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὀνομάζει τόν Μ. Ἀθανάσιο, τόν Δίδυμο τόν Τυφλό καί τούς τρεῖς ἁγίους Καππαδόκες Πατέρες, Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο καί Γρηγόριο Νύσσης. Τῶν ἀπόψεών της ὑπεραμύνθηκαν καί ἄλλοι ξένοι ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι, ὅπως ὁ Καρδινάλιος Christoph von Schönborn[52] .
Τήν τελευταία θετική στροφή μέρους τῆς παπικῆς θεολογίας ὑπέρ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐπιβεβαιώνει καί ὁ Ὀρθόδοξος Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Στρασβούργου Jean-Claude Larchet γράφοντας: «Μέ ἱκανοποίηση ἐπισημαίνουμε ὅτι κάποιοι καθολικοί πατρολόγοι, διακινδυνεύοντες νά ἀντιμετωπίσουν τίς ἐπικρίσεις ὁρισμένων ἐκ τῶν συναδέλφων τους, κατέθεσαν προσφάτως στίς μελέτες τους μία πραγματική συμπάθεια πρός τόν διδάσκαλο τοῦ ἡσυχασμοῦ καί συνέβαλαν στό νά καταδείξουν πώς τό ἔργο του βρίσκεται ἐν ἁρμονίᾳ μέ τήν πατερική παράδοση καί εἶναι συνέχεια αὐτῆς»· ὁ Καθηγητής Larchet ἀναφέρεται ὀνομαστικῶς στίς σχετικές μελέτες τῶν G.Habra (1957-58, 1963), C. Journet (1960), J. Kuhlmann (1968), M. Strohm (1967), G. Philips (1972), A. De Halleux (1973), G.A. Maloney (1987), D. Coffey (1988) καί J. Lison (1994) καί προσθέτει ὅτι οἱ μελέτες αὐτές «ἐπιβεβαιώνουν μέ χρήσιμο τρόπο τίς ἐργασίες πολυαρίθμων ὀρθοδόξων ἱστορικῶν, οἱ ὁποῖοι πρίν ἀπό αὐτούς ἤ παραλλήλως πρός αὐτούς ἐφώτισαν μέ βαθεῖες ἀναλύσεις τά παραδοσιακά θεμέλια τῆς παλαμικῆς θεολογίας»[53].
Περιττόν νά λεχθεῖ, ὅτι αὐτή ἡ στροφή τῶν ἑτεροδόξων ὑπέρ τῆς παραδοσιακῆς, διά στόματος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, διδασκαλίας περί τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν, καί τό θέμα τῆς ἐν Θεῷ διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας, θά ἦταν δυνατόν παλαιότερα νά ἔχουν ἀξιοποιηθεῖ στούς θεολογικούς διαλόγους· ἡ σχετική προεργασία τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν λοιπῶν Ἡσυχαστῶν Θεολόγων, θά κονιορτοποιοῦσε – συνδεόμενη μέ τή λοιπή πατερική παράδοση, κυρίως τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων - τά θεμέλια τῆς θωμιστικῆς, σχολαστικῆς καί ἀριστοτελικῆς ἀπάτης τῆς δυτικῆς θεολογίας.
6. Ἡ ὀντολογική διαφορά ἀκτίστου (Θεοῦ) καί κτιστοῦ (ἀνθρώπου) δέν εἶναι ἐμπόδιο
Ἡ περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν προγενεστέρων Πατέρων, στηρίζεται ἐπί τῶν βάσεων (α) τῆς «κατ’ εἰκόνα καί καθ΄ ὁμοίωσιν Θεοῦ» δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, (β) τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καί (γ) τῆς δυνατότητος τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι[54] . Οἱ πραγματικότητες αὐτές αἴρουν τά ἐμπόδια τῆς θεώσεως λόγῳ τῆς χαώδους ὀντολογικῆς ἀποστάσεως ἀκτίστου Θεοῦ καί κτιστοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Ἁγία Τριάς ὁ Θεός κατεσκεύσε τόν ἄνθρωπο ἐξ ἀρχῆς δεκτικό τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν, καί αὐτό χάρις στή θεϊκή Παντοδυναμία, ὅπως ἐπιχειρηματολογεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Εἶναι διαπίστωση ἀνάξια γιά τόν Θεό, τό νά ἐγκαταλείψει τήν κτίση γυμνή καί τρόπον τινά ἔρημη τοῦ ἑαυτοῦ Του. Ἀλλά οὔτε ἡ κτίση εἶναι τόσο ἄθλια, οὔτε ὁ Θεός τόσο ἀδύνατος, ὥστε νά μή μεταδώσει στά δημιουργήματα τήν ἁγία μετάδοση»[55].Λοιπόν, τό καθ΄ ὁμοίωσιν τοῦ ἀνθρώπου, ἔγκειται στό ὅτι δύναται ὁ ἄνθρωπος νά καταστῇ ὅμοιος τῷ Θεῷ, διότι Αὐτός «μᾶς ἔκανε δυνάμει ἱκανούς πρός ὁμοίωση μέ τόν Θεό [...] ἔχοντας δώσει δύναμη γιά τήν πρός τόν Θεό ὁμοίωση [...] Βιάσου νά γίνεις ὅμοιος μέ τόν Θεό, ἐνδύσου τόν Χριστό»[56]. Προϋπόθεση, προτέρα φυσική καταβολή τῆς δυνατότητος, γιά τήν ὁμοίωση αὐτή εἶναι τό ὅτι ἔχουμε ἐκ φύσεως τό κατ΄ εἰκόνα, δηλαδή τό «νοερόν καί αὐτεξούσιον», καθώς καί ὁ Θεός εἶναι Νοῦς, εἶναι δέ ἐλεύθερος, αὐτοκρατής καί αὐτοδέσποτος[57]. Ὁ προπάτωρ Ἀδάμ ἔχων τό δῶρον τοῦ κατ’ εἰκόνα καί τή δυνατότητα τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν, εἶχε τόν Θεόν ἔνοικον ἐντός του (βεβαίως τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του) καί ἀπέλαυε τή θεωρία τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, θεούμενος μέ μετοχή τῆς θείας ἐλλάμψεως[58], κατά τούς Ἁγίους Πατέρες. Βεβαίως, ἡ ἐνοικοῦσα χάρις ἀπεχώρησε μετά τήν πτώση καί ὁ ἄνθρωπος ὑπέστη τόν θάνατον, ὡς γνωστόν, ψυχῆς καί σώματος.
Ἡ ἐν Χριστῷ ἀνάκληση τοῦ ἀνθρώπου στή ζωή τῆς χάριτος, τῆς ἀκτίστου ἐν τῇ Παναγίᾳ Τριάδι ζωῆς, κατωρθώθη διά τῆς Οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου· καί γιά νά μή μακρηγοροῦμε στά ἐπί μέρους, ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐν Χριστῷ ἔγινε ἀπαρχή ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος στή ζωή αὐτή, διά τοῦτο καί ἐμεῖς συμμετέχοντας μυστηριωδῶς στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καθιστάμεθα μέτοχοι τῆς ἀκτίστου αὐτῆς ζωῆς· κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο «ἐνῷ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι χάνονταν ἐξ αἰτίας τῆς παραβάσεως τοῦ Ἀδάμ, πρώτη ἀπό τούς ἄλλους σώθηκε καί ἐλευθερώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση Ἐκείνου [τοῦ Χριστοῦ], ἐπειδή ἔγινε σῶμα τοῦ ἰδίου τοῦ Λόγου, καί λοιπόν ἐμεῖς, ἐπειδή εἴμαστε σύσσωμοι, σωζόμαστε χάρις σέ ἐκεῖνο»[59]. Μέ ἄλλα λόγια, κατά τόν Καθηγητή τῆς Δογματικῆς Δημήτριο Τσελεγγίδη, «μέ τήν ὑποστατική ἕνωση τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στό Χριστό δόθηκε ἡ ὀντολογική δυνατότητα γιά συνεχή μετοχή τῆς θείας χάρης ἀπό τόν ἄνθρωπο πού ἐντάσσεται καί παραμένει στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ [...] Ἡ σχέση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στή θεότητα καί τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό πρότυπο τῆς χαρισματικῆς σχέσεως τῆς θείας χάρης μέ τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ κάθε πιστοῦ»[60]. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς, ἐπειδή ἡ μεθεκτή ἀπό ἐμᾶς ἄκτιστη θεία χάρη ἦταν «ἀποκειμένη» στόν Χριστό, γι΄ αὐτό καί μᾶς ἐδόθη, ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, «κατ΄ ἰδίαν πρόθεσιν καί χάριν [τοῦ Θεοῦ] ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ πρό χρόνων αἰωνίων» [61], διότι μόνον Αὐτός ὑπῆρχε πρό χρόνων αἰωνίων ὡς ταμίας τῶν ἀκτίστων «λόγων τῶν ὄντων».
Ἡ «ἐπιστροφή» λοιπόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ἀνθρωπότητα, χάρις στήν Οἰκονομία τοῦ Θεανθρώπου συνιστᾷ κατ’ ἀρχήν ἀποκατάσταση στήν προπτωτική κατάσταση· ὅπως στήν ἀρχή ὁ ἄνθρωπος ἦταν μέτοχος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄν καί δέν εἶχε στερεωθεῖ στήν ἀρετή, ἔτσι καί τώρα ὁ Θεάνθρωπος ἐπαναφέρει τή χάρη τοῦ Παρακλήτου στήν ἀνθρωπότητα ὡς μόνιμη ἔνοικο στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας[62] :«Καινουργής πάλι δημιουργία, μεταλαμβάνοντας ἀπό τό Πνεῦμα, ἀπό τό ὁποῖο στερημένη εἶχε παλαιωθεῖ [...] Ἄν λοιπόν στήν ἀρχή τά πάντα ἔχουν δημιουργηθεῖ ἐν Πνεύματι, ἔτσι καί ἀνακαινίζονται πάλιν ἐν Πνεύματι· μία καί ἡ αὐτή φανερώνεται προφανῶς ὅτι εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι»[63]. Εἶναι προφανές, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ὡς Θεός Παντοδύναμος δέν στερεῖται τῆς ἱκανότητος νά καταστήσει μετόχους Του τούς ἀνθρώπους, ὅπως μάλιστα καί ἐποπτικούς τῆς θείας δόξης· μέ τό ἴδιο αὐτό φρόνημα γράφοντας καί ὁ ἅγιος Παλαμᾶς ἐπισημαίνει:«Ἀποβάλλουμε ὅσους λέγουν, ὅτι ἐκεῖνοι πού βλέπουν ἐν Πνεύματι δέν μποροῦν μέ τή δύναμη τοῦ θείου Πνεύματος νά δοῦν κάτι ἄκτιστο· διότι ὑβρίζουν τήν ἴδια τή δύναμη τοῦ θείου Πνεύματος»[64].
Ἄν ὅμως ἡ ὀντολογική διαφορά ἀκτίστου (θείου) καί κτιστοῦ (δημιουργήματος) καθιστᾷ ἀδύνατη τή χαρίτωση τοῦ ἀνθρώπου μέ ἄκτιστη ἐνέργεια, ἐνῷ (δῆθεν) μόνον ἡ κτιστή χάρη εἶναι μεθεκτή, τότε πῶς ἐξηγεῖται ἐξ ἀρχῆς ἡ δημιουργία κτιστῆς χάριτος ἀπό τήν ἄκτιστη ἐνέργεια; Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει πρόβλημα ὀντολογικῆς διαφορᾶς κτιστοῦ-ἀκτίστου; (διότι ἡ θεία οὐσία δέ δημιουργεῖ ἀπ΄ εὐθείας κτίσματα, καθότι δέν τρέπεται, δέν ἀλλοιώνεται). Πῶς ἐξηγεῖται περαιτέρω ἡ διατήρηση τῆς εὐρυθμίας τοῦ σύμπαντος διά τῆς συνεκτικῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, καθώς παραδέχεται ἡ Ἐκκλησία, ὅτι «ἁγίῳ Πνεύματι περικρατεῖται πάντα τά ὁρατά τε σύν τοῖς ἀοράτοις»[65] ; Ἤ εἶναι καί αὐτό τό Πνεῦμα, ὡς συνεκτική δύναμη ... κτίσμα;
7. Ὁ ἄνθρωπος δέν στερεῖται ὀργάνου προσκτήσεως ἀκτίστων ἐνεργειῶν· ἔχει τόν πάντιμον νοῦ
Ἡ Ἐπιστολή τοῦ Ἀρχιμανδρίτου βασίζει τήν ἀδυναμία προσλήψεως ἀκτίστου χάριτος ἀπό τόν ἄνθρωπο, στήν ἔλλειψη καταλλήλου ὀργάνου ὑποδοχῆς τῆς ἀκτίστου χάριτος:«Ὁ ἄνθρωπος πῶς θά μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, μέ ποιό γνωστικό ὄργανο, μέ ποιό μέρος τῆς ὑπάρξεώς του; Ἔχει ὁ ἄνθρωπος πάνω του, στήν ὕπαρξή του κάτι ἄκτιστο, ὥστε μέ αὐτό σάν ὄργανο νά διεισδύσει στόν Ἄκτιστο χῶρο;» [66]. Ἀντιθέτως, σύμφωνα καί μέ τή διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπως αὐτή ἐκτίθεται στήν Ἐπιστολή 233 «δέκτης τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ εἰς τόν κόσμον εἶναι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς», ὁ ὁποῖος «συνιστῶν τό “κατ΄ εἰκόνα” τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ἄνθρωπον, ἐδόθη εἰς αὐτόν πρός γνῶσιν τῆς ἀληθείας καί κυρίως πρός γνῶσιν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ “αὐτοαλήθεια”»[67]. Τό γεγονός ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ «δέν δύναται νά εἶναι πλήρης, δέν σημαίνει ὅτι ὁ νοῦς εἶναι τελείως ἀνίκανος, διά νά γνωρίσῃ τόν Θεόν. Ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, ἔστω καί μερική, μόνον διά μέσου τοῦ νοῦ δύναται νά ἐπιτευχθῇ».Ἀπαιτεῖται, βεβαίως, ἡ καθαρότητα τοῦ νοός ἀπό κάθε πνευματικό ρύπο[68] . Σύμφωνα μέ τούς λόγους τοῦ ἁγίου πατρός: «Ὁ νοῦς ὅμως ὁ ὁποῖος ὅμως ἔχει μειχθεῖ μέ τή θεότητα τοῦ Πνεύματος, αὐτός ἤδη εἶναι ἱκανός γιά ἐποπτεία τῶν μεγάλων θεαμάτων, καί βλέπει τά θεϊκά κάλλη, ἀλλά τόσο, ὅσον ἐπιτρέπει ἡ χάρις καί ἀνέχεται ἡ κατασκευή του»[69].
Ἡ θεία ἀποκάλυψη ἐντοπίζοντας τή σημασία τοῦ ἡγεμόνος νοῦ γιά τή σύνολη πνευματική ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ἁγιασμό του, ἐπαίνεσε τόν νοῦ τῆς ἁγίας Παρθενομάρτυρος Ἀγάθης, καθώς μαρτυρεῖται στόν βίο της (5 Φεβρουαρίου), μέ τή θεόσδοτη φράση «Νοῦς ὅσιος αὐτοπροαίρετος, τιμή ἐκ Θεοῦ καί πατρίδος λύτρωσις».Ὅπως εἴδαμε, τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι νοερός τόν καθιστᾷ κτίσμα «κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ», ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ ὑπεροχικώτατος Νοῦς.
Πλήν τοῦ νοός, ὡς ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς, ἡ ὅλη ψυχοσωματική κατασκευή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὀντολογία του, καθιστᾷ δυνατή τή μετοχή του στήν ἄκτιστη θεία Χάρη, τίς θεῖες δυνάμεις. Μέ βάση τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου καί τῶν ἄλλων Πατέρων«στήν ὀντολογική τους βάση, οἱ ἀρετές εἶναι θεῖες ἰδιότητες, οἱ ὁποῖες ὑπάρχουν “ἐξ ἀϊδίου ἐν τῷ Θεῷ”, λαμβάνουν δέ “τήν ἀρχήν παρά Θεοῦ τῇ ἡμετέρᾳ ψυχῇ κατά χάριν”». Ὀρθῶς ἄρα ἐπισημαίνεται, ὅτι «ὅλα τά ἀγαθά νοήματα τῆς ψυχῆς (ἀγάπη, εἰρήνη, δικαιοσύνη) στήν προπτωτική καθαρότητά τους, μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὡς κτιστές εἰκόνες τῶν ἄκτιστων λόγων καί τρόπων τῶν θείων ἀρετῶν, νοήματα στά ὁποῖα ἐποχούμενες οἱ ἀρετές [ἄκτιστες καί θεῖες, σ.ἡμ.] ὁδηγοῦν τό ἅρμα τῆς ψυχῆς πρός τήν τελείωσή της» [70]. Εἶναι συνεπῶς ἐπιτρεπτόν νά ὁμιλοῦμε περί ἀκτίστου ὀντολογικοῦ θεμελίου τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν λειτουργιῶν του, τό ὁποῖο προβάλλει ἡ πνευματική γνωσιολογία τῶν Πατέρων μέ τούς «προαιωνίους λόγους»[71], τά ἄκτιστα προαιώνια ἐπί μέρους ἀγαπητικά θελήματα, τούς προορισμούς, τοῦ Θεοῦ γιά τά ὄντα, πού εἶναι μυστικῶς κεκρυμμένοι μέσα σέ αὐτά, στά κτίσματα, καί βεβαίως καί μέσα στήν ἀνθρώπινη διφυᾶ φύση.
8. Τό Θαβώριον Φῶς δέν εἶναι κτιστό.
Ἡ θέση τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτου πρός τόν «Ἐφημέριο», ὅτι τό Θαβώριον Φῶς εἶναι κτιστό καί γι΄ αὐτό ἔγινε ὁρατό - ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων, οὐδέ ἰδεῖν δύναται»[72] - δεικνύει μονομερῆ γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς· τόσο ἡ παραπάνω ἁγιογραφική ρήση, ὅσον καί τό ὅτι «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε»[73]συμπληρώνονται ἀπό ἀντίθετες διαπιστώσεις, ὅτι «ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά Πατρός», ὅτι «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» καί ὅτι «ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι»[74]. Πῶς ἐπιλύεται ἡ φαινομενική αὐτή ἀντίφαση; Ἐπιλύεται, καθώς μᾶς ὑποδεικνύουν οἱ ἱεροί Κανόνες, μέ τή μόνη ἐπιτρεπτή ἑρμηνευτική μέθοδο τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν καταφυγή στίς ἑρμηνεῖες τῶν ἁγίων Πατέρων.
Ἄλλωστε, ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς ὑποδεικνύει πώς μόνον τῶν θεωθέντων, τῶν ἁγίων, ἡ ἑρμηνεία εἶναι ἡ κατάλληλη γιά τήν κατανόηση τῶν προφητειῶν[75] . Γράφει λοιπόν ὁ 19ος ἱ. Κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου· «ἄν ἀνακινηθεῖ ἁγιογραφικό θέμα, νά μή τό ἑρμηνεύσουν διαφορετικά, παρά ὅπως οἱ φωστῆρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας παρέθεσαν διά τῶν συγγραμμάτων τους»[76].
Τί λέγουν λοιπόν οἱ Πατέρες σχετικῶς;
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός σέ μία φράση του περίφημη γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ἡσυχαστικῆς θεολογίας, διατυπώνει τόσο τό ἄκτιστο τοῦ θείου φωτός τῆς Μεταμορφώσεως ἐν Θαβώρ, ὅσο καί τήν ἄμεση σχέση του φωτός αὐτοῦ μέ τή θεία φύση, μακράν πάσης φυσικῆς ἀλλοιώσεως τοῦ Χριστοῦ ἤ προσλήψεως ἐξωτερικοῦ (δηλονότι κτιστοῦ, δημιουργημένου) φωτός· ὁ Χριστός«μεταμορφώνεται λοιπόν, ὄχι μέ τό νά προσλάβει αὐτό τό ὁποῖο δέν ἦταν, οὔτε μέ τό νά μεταβληθεῖ σέ αὐτό πού δέν ἦταν, ἀλλά μέ τό νά φανερώσει στούς δικούς Του μαθητές αὐτό τό ὁποῖο ἦταν, διανοίγοντας τά μάτια τους καί κάνοντάς τους νά βλέπουν, ἀπό τήν [προηγούμενη] κατάστασή τους τῆς τυφλότητος [...]. Μένοντας ὁ ἴδιος στήν ἴδια κατάσταση, ἔγινε ὁρατός στούς μαθητές τώρα διαφορετικά ἀπ΄ ὅ, τι φαινόταν πρίν [...] Καί ἔλαμψε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος, Αὐτοῦ ὁ Ὁποῖος φωταγώγησε τόν ἥλιο μέ τήν πολλή ἐξουσία Του [...] “Διότι αὐτός εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινό”, τό ὁποῖο γεννᾶται ἀπό τό ἀληθινό καί ἄυλο Φῶς [...] ἀλλά εἶναι ἀδύνατον νά εἰκονισθεῖ στήν κτίση τό ἄκτιστο χωρίς ἀπώλεια»[77]. Συνεπῶς, ἡ λεκτική εἰκόνα «σάν τόν ἥλιο» ἀδυνατεῖ νά παραστήσει τή λαμπρότητα τοῦ ἀκτίστου φωτός τῆς θείας φύσεως, δηλαδή «αὐτό τό ὁποῖο ὁ Χριστός ἦταν», διότι τό Φῶς αὐτό πάντοτε εὑρίσκεται στόν Χριστό - ἄρα δέν εἶναι κτίσμα, δηλ. δέν τό ἀπέκτησε ὁ Χριστός δημιουργώντας το «ἐξ οὐκ ὄντων»[78].
Τό ὅτι αὐτή ἡ ἔλλαμψη, ἄκτιστη κατά τόν Δαμασκηνό, εἶναι ἡ μεθεκτή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μαρτυρεῖται ἀπό τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή πολύ ἐνωρίτερα: «κοινή εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τῶν τεθεωμένων»[79], ἡ ὁποία βεβαίως ταυτίζεται μέ τό Θαβώριον Φῶς καί μέ τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τῶν δικαίων[80]! Ποῦ τό κτιστό (δημιουργημένο) φῶς, ἐδῶ, κατά τόν Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτη; Αὐτό εἶναι τό ὁποῖο ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀλλοῦ ὀνομάζει ἀπεριφράστως «ἀγένητη καί ἐνυπόστατη ἔλλαμψη πού φανερώνεται μέσα στούς ἀξίους», δηλαδή φῶς ἄκτιστον, ἀφοῦ «δέν ἔχει γένεση» δηλ. κτίση, δημιουργία[81]. Καί πρό τοῦ Μαξίμου ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔγραφε ὅτι ὡς πρός τή θεοποιό χάρη ὁ Θεός καί μετέχεται καί βλέπεται ἀπό τούς ἀξίους, ἀλλά κατά τήν οὐσία εἶναι ἀμέθεκτος[82]. Τό ὅτι βλέπεται, («ὁρᾶται»), ὡς φῶς, δέν μπορεῖ νά ἀμφιβάλλει κανείς ὅτι ἀποτελεῖ κοινή ἐμπειρία τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπό τή λάμψη τοῦ προσώπου τοῦ Μωϋσέως ἐν Σινᾶ, μέχρι τό φωτεινό ὅραμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στό δρόμο πρός τή Δαμασκό καί τή δόξα τῆς Β΄ Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία θά εἶναι ἡ αἰωνιότητα τῶν σῳζομένων, διότι «ὁ αἰών ἡμῶν εἰς φωτισμόν τοῦ Προσώπου Σου»[83] !
Ἡ ἴδια ἡ ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία τῆς Μεταμορφώσεως, συμφωνεῖ στή διαπίστωση τῆς θειότητος, τῆς ἰδιότητος ὡς ἀκτίστου, τοῦ φωτός τῆς ἐν Θαβώρ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελῳδός ὑμνολογεῖ: «Τήν ἀμαυρωθεῖσαν ἐν Ἀδάμ φύσιν μεταμορφωθείς ἀπαστράψαι πάλιν πεποίηκας, μεταστοιχειώσας αὐτήν εἰς τήν σήν τῆς Θεότητος δόξαν τε καί λαμπρότητα», ἐνῷ καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός σέ δικό του τροπάριο περιλαμβάνει τά ἑξῆς: «Δεῦτε μοι πείθεσθε λαοί, ἀναβάντες εἰς τό ὄρος τό ἅγιον [...] ἐποπτεύσωμεν νοΐ θεότητα ἄϋλον, Πατρός καί Πνεύματος, ἐν Υἱῷ Μονογενεῖ ἀπαστράπτουσαν»[84].
Βάσει αὐτῶν καί πολύ περισσοτέρων ἄλλων στοιχείων, ὁ Ἁγιορειτικός Τόμος, πού ἀποτελεῖ συνοδικόν μνημεῖον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καταδικάζει ἐκείνους πού ὀνομάζουν τό Θαβώριον Φῶς «φάσμα καί σύμβολον τέτοιου εἴδους, ὥστε νά δημιουργεῖται καί νά ἐξαφανίζεται»(γινόμενον καί ἀπογινόμενον κτίσμα), ἐνῷ μάλιστα ὅλοι οἱ ἅγιοι ἐπιβεβαιώνουν ὅτι εἶναι«ἄρρητο, ἄκτιστο, ἀΐδιο, ἄχρονο, ἄπλετο, ἄπειρο, ἀπεριόριστο, ἀθέατο [κατά τή φύση του - ὄχι κατά συγκατάβαση] στούς ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους, ἀρχέτυπο καί ἀναλλοίωτο κάλλος, δόξα Θεοῦ, δόξα Χριστοῦ, δόξα Πνεύματος, ἀκτίνα θεότητος καί τά παρόμοια»[85]. Αὐτά ὅλα εἰσήχθησαν καί στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἀποτελοῦν δόγμα τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς. Τό συνοδικόν ἐπιρρίπτει τό «ἀνάθεμα» (τόν χωρισμό ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα) σέ ὅσους «φρονοῦν καί λέγουν ὅτι τό φῶς πού ἔλαμψε ἀπό τόν Κύριο κατά τή θεία Του μεταμόρφωση ἄλλοτε ὅτι εἶναι ἴνδαλμα καί κτίσμα καί φάσμα πού φανερώθηκε γιά λίγο καί διαλύθηκε ἀμέσως [...] ἀλλά δέν ὁμολογοῦν, σύμφωνα μέ τίς θεόπνευστες θεολογίες τῶν Ἁγίων καί τό εὐσεβές φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι οὔτε κτίσμα εἶναι ἐκεῖνο τό θειότατον φῶς, οὔτε οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ΄ ἄκτιστη καί φυσική χάρη καί ἔλλαμψη καί ἐνέργεια, ἡ ὁποία πάντοτε προχέεται ἀπό τήν ἴδια τή θεία οὐσία χωρίς νά χωρίζεται ἀπό αὐτήν»[86].
Ἐπίλογος
Στο σημεῖο αὐτό περατώνουμε τή μικρή αὐτή μελέτη ὡς ἀπάντηση καί κατάρριψη προβληματισμοῦ ὁ ὁποῖος δέν θά ἔπρεπε κἄν νά ὑφίσταται γιά θεόσδοτα δόγματα, ὅπως θά ἦταν ἐπικίνδυνος ὁποιοσδήποτε προβληματισμός τῶν ἰατρῶν γιά τά ἤδη ἀποδεδειγμένως ἀποτελεσματικά ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης τους. Ἐλευθερία φρονήματος ἐπιτρέπεται ἐκεῖ πού δέν παραβλάπτεται ἡ σωτηρία ἡμῶν καί τοῦ πλησίον, εἶναι ἐπιτρεπτή μόνον σέ ὅσα εἶναι ἐκκλησιαστικῶς ἀμφιβαλλόμενα ἤ θεολογούμενα (“in necessariis unitas, in dubiis libertas”). Δέν συμπεριλαμβάνεται ὅμως σέ αὐτά τό ἤδη ὁριστικῶς καί ἐπ΄ Ἐκκλησίαις ἐπιλυθέν θέμα τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας ἐν τῷ Θεῷ, τῆς μεθέξεως τῶν θείων ἐνεργειῶν καί τοῦ ἀκτίστου Θαβωρίου Φωτός· ἡ ἀνακίνησή του, μόνον ψυχική ἀπώλεια μπορεῖ νά προκαλέσει, πέραν τῆς κτισματολατρείας καί τοῦ πελαγιανισμοῦ-νεστοριανισμοῦ, ἔστω καί ὡς ἀμφισβήτηση τῆς ἑνιαίας ἐκκλησιαστικῆς Πίστεως. «Οἱ ἀναθεματισμοί τῆς συνόδου τοῦ 1351 εἰσήχθησαν, ὡς γνωστόν, εἰς τό τυπικόν τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐν τῷ Τριωδίῳ. Οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι ὀφείλουν ἀπαραιτήτως ὅπως δέχωνται αὐτούς»[87].
Μοναχός Σεραφείμ
Ἱερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
[1] . Ἐπιστολή τῆς ἐν Σαρδικῇ συναχθείσης Συνόδου ἡ ὁποία περιέχεται στό Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Ἀπολογητικός κατά Ἀρειανῶν 40, PG 25, 317Β (ΕΠΕ 8, 136).
[2] . Βλ. τήν σχετική περίφημη ἐργασία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γόρτυνος κ. Ἱερεμίου, «Περί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἐν Κπόλει ἐν ἔτει 1351 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ὡς Ἐνάτης Οἰκουμενικῆς», ἐν Θεοδρομία ΙΣΤ΄ 3 (Ἰούλιος–Σεπτέμβριος 2014) 428-439.
[3] . Αρχιμ. ΧΡΙΣΤΟΔ. ΤΑΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ἐπιστολή στό Ἐφημέριος 8 (Σεπτέμβριος 2014) 28ἑ. http://www.ecclesia.gr/greek/press/efimerios/efimerios_2014_septembrios.pdf
[4] . Α΄Τιμ. 6, 16
[5] . J. WÖRLE, Die Lehre des hl. Thomas von Aquin vom Wachstum des übernatürlichen Gnadenlebens, Linz 1931, σελ. 1· «Der Mensch ist darum nicht mehr bloß Diener und Knecht Gottes, er ist Freund und Kind Gottes geworden. Es flutet in ihm ein Leben, das für ihn vollständig übernatürlich und nur Gott allein natürlich ist. Freilich besteht zwischen dem göttlichen Leben in Gott selbst und dem in der begnadeten Seele ein großer Unterschied. Was in Gott substantiell ist, besitzt die Seele nur akzidentell; die göttliche Natur ist ihr als geschaffene Verähnlichung und Teilnahme mitgeteilt und kann darum von keinem auch noch so begnadeten Geschöpfe formell auf unendliche Weise in Besitz genommen werden». Ὁ Καθηγητής Joseph Wörle παραπέμπει σχετικῶς στή Summa τοῦ Ἀκινάτου, 1 ΙΙ ἐρ. 110 a 2 & 2 «Patet igitur quod quamlibet Dei dilectionem sequitur aliquod bonum in creatura causatum quandoque, non tamen dilectioni aeternae coaeternum» («Εἶναι, λοιπόν, σαφές ὅτι κάθε ἀγάπη ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖται σέ κάποιο χρόνο ἀπό ἕνα ἀγαθό προκληθέν μέσα στό κτίσμα, πού δέν εἶναι ὅμως συναιώνιο μέ τήν αἰώνια ἀγάπη»).
[6] . J. HONTHEIM, «Heaven» ἐν The Catholic Encyclopedia, τόμ. 7, The Encyclopedia Press Inc., New York 1913, σελ. 172· «The beatific vision is obviously a created act inherent in the soul, and not, as a few of the older theologians thought, the uncreated act of God’s own intellect communicated to the soul. For, as seeing and knowing are immanent vital actions, the soul can see or know God by its own activity only, and not through any activity exerted by some other intellect».
[7] . Ἁγιορειτικός Τόμος 2, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 571( ΕΠΕ 3, 502).
[8] . JEAN -CLAUDE LARCHET, «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ πατερική παράδοση», ἐν Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἱστορία καί τό παρόν, ἐποπτείᾳ Γ. Ἰ. Μαντζαρίδη, ἐκδ. Ἱ.Μ.Μ. Βατοπεδίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 342· «Θά ἤθελα μόνο νά ὑπογραμμίσω ἐδῶ ὅτι ὁ ἄκτιστος χαρακτήρας τῆς Χἀριτος βεβαιώνεται σαφῶς στό ἔργο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ (τό κυριότερο κείμενο τοῦ Μαξίμου μνημονεύεται ἐξ ἄλλου συχνά ἀπό τόν Παλαμᾶ), ἐνῷ ἀντιθέτως δέν ὑπάρχει κανείς Ἕλληνας Πατήρ ὁ ὁποῖος νά βεβαιώνει τόν κτιστό χαρακτήρα τῆς Χάριτος».
[9] . Πρός Σεραπίωνα Θμούεως Ἐπίσκοπον 24, PG 26, 585B.C· «Νῦν δέ, ὅτε λεγόμεθα μέτοχοι Χριστοῦ καί μέτοχοι Θεοῦ, δείκνυται τό ἐν ἡμῖν χρίσμα καί ἡ σφραγίς μή οὖσα τῆς τῶν γενητῶν φύσεως, ἀλλά τῆς τοῦ Υἱοῦ, διά τοῦ ἐν αὐτῷ Πνεύματος συνάπτοντος ἡμᾶς τῷ Πατρί».
[10] . Κατ’ Εὐνομίου Λόγος ε΄ (Περί τοῦ Πνεύματος 2), PG 29, 772D· «Τοῦτο τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐξέχεεν ἐφ’ ἡμᾶς πλουσίως ὁ Θεός διά Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἐξέχεεν, οὐκ ἔκτισεν· ἐχαρίσατο, οὐκ ἐποίησεν· ἔδωκεν, οὐκ ἐδημιούργησεν».
[11] . Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρός τόν ἐν ἁγίοις Ἀμφιλόχιον Ἐπίσκοπον Ἰκονίου 24 (57), PG 32, 173A.B· «Ἐν ἡμῖν, φησί, τό Πνεῦμα ὡς δῶρόν ἐστι παρά τοῦ Θεοῦ. Οὑ δήπου δέ τό δῶρον ταῖς ἴσαις τιμαῖς τῷ δεδωκότι σεμνύνεται. Δῶρον μέν οὖν Θεοῦ τό Πνεῦμα, ἀλλά δῶρον ζωῆς [...] Καί δῶρον δυνάμεως [...] Ὥστε πῶς οἱ τά ταῦτα λέγοντες οὐχί τήν ἰουδαϊκήν ἀγνωμοσύνην παρεληλύθασι, τήν ὑπερβολήν τῆς χρηστότητος ἐφόσιον εἰς βλασφημίαν λαμβάνοντες;».
[12] . ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκθεσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 1, (13) 13 PG 94, 858Β· «Τό πνεῦμα νοεῖται πολλαχῶς· τό ἅγιον Πνεῦμα· λέγονται δέ καί αἱ δυνάμεις τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου πνεύματα». Ο Αυτοσ, Τεμάχια διάφορα, PG 95, 233C.D: «Ἐπειδή πολλαχῶς τό πνεῦμα νοεῖται, λεκτέον τά σημαινόμενα. Πνεῦμα τοίνυν εἴρηται τό ἅγιον Πνεῦμα [...] αἱ γάρ ἐνέργειαι τοῦ Πνεύματος, πνεύματα οἶμαι φίλον τῷ Ἠσαΐᾳ καλεῖν».
[13] . Βλ. σχετικῶς ΒΛΑΔ. ΛΟΣΚΙ, Ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, Βιβλιοθήκη Ὀρθοδόξου Μαρτυρίας, μετφρ, Ἀρχιμ. Μελετίου Καλαμαρᾶ, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973, σελ.26-31 καί τήν γενικότερη συνάφεια.
[14] . Εἰς τό κατά Ἰωάννην, 30, 2, PG 59, 174· «... πάντες ἡμεῖς μέτρῳ τήν τοῦ Πνεύματος ἐνέργειαν ἐλάβομεν· Πνεῦμα γάρ ἐνταῦθα τήν ἐνέργειαν λέγει· αὕτη γάρ ἐστιν ἡ μεριζομένη· οὗτος δέ ἀμέτρητον ἔχει καί ὁλόκληρον πᾶσαν τήν ἐνέργειαν. Εἰ δέ ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ ἀμέτρητος, πολλῷ μᾶλλον ἡ οὐσία». Πρόκειται περί τῆς ἑρμηνείας τοῦ ἐδαφίου Ἰω. 3,34: «οὐ γάρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεός τό Πνεῦμα».
[15] . Περί θείων ὀνομάτων 5, 1 PG 3, 816C· «Ἡ δέ τοῦ ὄντος [θεωνυμία] εἰς πάντα τά ὄντα ἐκτείνεται, καί ὑπέρ τά ὄντα ἐστίν. Ἡ δέ τῆς ζωῆς εἰς πάντα τά ζῶντα ἐκτείνεται, καί ὑπέρ τά ζῶντά ἐστίν. Ἡ δέ τῆς σοφίας, εἰς πάντα τά νοερά καί λογικά, καί αἰσθητικά ἐκτείνεται καί ὑπέρ πάντα ταῦτά ἐστι». Ἐδῶ ἐπισημαίνεται ἀπό τό κείμενο (αὐτόθι), ὅτι δέν πρόκειται περί τῆς θείας οὐσίας, ἀλλά τῆς θείας ἐνεργείας «τῷ λόγῳ σκοπός οὐ τήν ὑπερούσιον οὐσίαν, ᾗ ὑπερούσιος, ἐκφαίνειν [...] ἀλλά τήν οὐσιοποιόν εἰς τά ὄντα πάντα τῆς θεαρχικῆς οὐσιαρχίας πρόοδον ὑμνῆσαι».
[16] . Διάλεξις Θεοφάνους πρός Θεότιμον 24, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 250 (ΕΠΕ 3, 424): «Ὁρᾷς τάς μετοχάς ταύτας ὑπέρ τά ὄντα οὔσας;».
[17] . Λόγος 50, 1, 7 Makarios /Symeon Reden und Briefe, ὑπό H. Berthold, τόμ. 2, Akademie – Verlag – Berlin 1973, σελ. 124· «Διό εὐδόκησεν ὁ ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός τῇ πολλῇ αὐτοῦ χρηστότητι πλοῦτον ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τόν πνευματικόν {ἡμῖν} χαρίσασθαι, τουτέστι τό τοῦ Χριστοῦ Πνεῦμα μή ὄν ἐκ τῆς ἡμετέρας φύσεως - ἡμεῖς μέν γάρ ἐσμεν κτίσμα, αὐτό δέ ἄκτιστόν ἐστι - ἵνα <αὐτό> τῇ ἰδίᾳ <ἐπιστήμῃ> καί τέχνῃ ἐργασάμενον καί γεωργῆσαν τῶν πιστῶν τάς καρδίας εὐτρεπίσῃ τάς ὅλῳ θελήματι ἑαυτάς ἐπιδούσας τῷ πνευματικῷ γεωργῷ» κ.λπ.
[18] . Περί διαφόρων ἀποριῶν (Θεωρία εἰς τόν Μελχισεδέκ) PG 91, 1141A· «Ἀπάτωρ οὖν καί ἀμήτωρ καί ἀγενεαλόγητος, μήτε ἀρχήν ἡμερῶν, μήτε τέλος ζωῆς ἔχων, ἀναγέγραπται ὁ μέγας Μελχισεδέκ, ὡς ὁ ἀληθής τῶν θεοφόρων ἀνδρῶν τά περί αὐτοῦ διεσάφησε λόγος, οὐ διά τήν φύσιν τήν κτιστήν καί ἐξ οὐκ ὄντων, καθ΄ ἥν τοῦ εἶναι ἤρξατό τε καί ἔληξεν, ἀλλά διά τήν χάριν τήν θείαν καί ἄκτιστον καί ἀεί οὖσαν ὑπέρ πᾶσαν φύσιν καί πάντα χρόνον ἐκ τοῦ ἀεί ὄντος Θεοῦ, καθ΄ ἥν δι΄ ὅλου μόνην ὅλος γνωμικῶς γεννηθείς ἐπιγινώσκεται».
[19] . Πρός Μαρῖνον τόν ὁσιώτατον Πρεσβύτερον PG 91, 33A.B· «ἔφην μίαν ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων, τήν πάντων ἐκθεωτικήν τῶν ἁγίων, τῆς ἐλπιζομένης μακαριότητος· τοῦ μέν Θεοῦ κατ’ οὐσίαν ὑπάρχουσαν, τῶν δέ ἁγίων κατά χάριν γεγενημένην», καί ἐπίσης Περί διαφόρων ἀποριῶν PG 91, 1253D· «Ἑτοίμους ὁ λόγος δι΄ ἐλπίδος καθίστησι τῇ παραδοχῇ τῆς τῶν ἀληθῶν ἀρχετυπίας ψυχωθῆναι καί γενέσθαι ζώσας εἰκόνας Χριστοῦ, καί ταὐτόν αὐτῷ μᾶλλον κατά τήν χάριν ἤ ἀφομοίωμα».
[20] . Ἔκθεσις δυσσεβημάτων 21, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 583 (ΕΠΕ 3, 522):«Ἀποβαλλόμεθα τούς λέγοντας τήν ἐπί τούς ἁγίους ἐκχεομένην χάριν καί ἐνέργειαν τοῦ Πνεύματος κτιστήν, ὅτι μή οὐσία τοῦ Πνεύματός ἐστιν».
[21] . JEAN-CLAUDE LARCHET, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 336.338ἑ.
[22] . Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Οὐσία καί ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ κατά τόν Μέγαν Βασίλειον, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 193.
[23] . Πρωτοπρ. Γ. ΦΛΩΡΟΦΚΣΥ, «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ Πατερική Παράδοσις» ἐν Πανηγυρικός Τόμος ἑορτασμοῦ τῆς ἑξακοσιοστῆς ἐπετείου τοῦ θανάτου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἀρχιεσπικόπου Θεσσαλονίκης (1359-1959), ἐπιμελείᾳ Π.Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1960, σελ. 248.
[24] . Περί θείας καί θεοποιοῦ μεθέξεως 3, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 139 (ΕΠΕ 3, 216): «Εἰ δέ ὥσπερ ἐν τοῖς κτίσμασι πᾶσιν οὕτω καί ἐν τοῖς ἁγίοις ἐστί, καί ὡς Θεός κατά τάς σοφάς ὑμῶν ἐπινοίας, καθάπερ ἐν τοῖς ἄλλοις τά κατάλληλα κτίζει , οὕτω κἀν τοῖς ἁγίοις τήν ἁγιότητα, τίς χρεία Χριστοῦ καί τῆς αὐτοῦ παρουσίας ; Τίς χρεία τοῦ κατ’ αὐτόν βαπτίσματος καί τῆς ἐξ αὐτοῦ προσγινομένης ἡμῖν ἐξουσίας τε καί δυνάμεως;».
[25] . Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Παλαμικά, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 175. 177: « Ἐάν τό Ἅγιον Πνεῦμα ἦτο κτίσμα, δέν θά κατελύετο μόνον τό τριαδικόν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἡ δυνατότης θεώσεως τῶν πιστῶν. Ἡ διδασκαλία τῶν ἀντιησυχαστῶν καί τῶν Λατίνων περί σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου διά κτιστῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἐρχομένη εἰς ἀντίθεσιν πρός βασικήν πατερικήν ἀρχήν, κατά τήν ὁποίαν ἡ ἀνακαίνισις καί θέωσις τοῦ ἀνθρώπου δέν συντελεῖται διά κτιστῶν μέσων, συνεκέντρωσε τά βέλη τοῦ Παλαμᾶ [...] Ἡ διδασκαλία τούτων [Βαρλαάμ, Ἀκινδύνου, Γρηγορᾶ] ἔρχεται καί πάλιν εἰς ἀντίθεσιν πρός τήν ἐμπειρίαν τῆς θεώσεως, τήν ὁποίαν διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ὁ τρόπος κατά τόν ὁποῖον προσβάλλεται ἠ ἐκκλησιαστική αὕτη ἐμπειρία εἰς τήν προκειμένην περίπτωσιν εἶναι νέος»· δηλαδή, ἀντί τῆς κτιστότητος τῆς ὑποστάσεως (προσώπου) τοῦ Πνεύματος, προβάλλεται ὑπό τῶν αἱρετικῶν ἡ κτιστότης τῆς φυσικῆς ἐνεργείας Του.
[26] . Λόγος 34 (Εἰς τούς Αἰγύπτου ἐπιδημήσαντας) 12, PG 36, 252B.C· «Τολμῶ τι φθέγξασθαι, ὦ Τριάς· καί συγγνώμη τῇ ἀπονοίᾳ· περί ψυχῆς γάρ ὁ κίνδυνος [...] Οὐ πείθομαι τῷ ὁμοτίμῳ σῴζεσθαι. Eἰ μή Θεός τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, θεωθήτω πρῶτον, καί οὕτω θεούτω με τόν ὁμότιμον».
[27] . Α΄ Κορ. 6, 19· «Ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπό Θεοῦ, καί οὔκ ἐστε ἑαυτῶν;».
[28] . Α΄ Κορ. 3, 16· «Οὑκ οἴδατε ὅτι ναός Θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;».
[29] . Περί θείας καί θεοποιοῦ μεθέξεως 4, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 140 (ΕΠΕ 3, 218): «Οὑ δυσωπῇ, ἄνθρωπε, λέγοντα τόν Ἀπόστολον “ὅτι τά σώματα ἡμῶν ναός τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστι ” ; Καί πάλιν, “ναός θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν”; Ἆρα τό δουλικόν οἰκητήριον κατεδέξατο ἄν ποτε τῇ τοῦ ναοῦ προσηγορίᾳ τιμῆσαι;»
[30] . Πρωτοπρ. Θ. ΖΗΣΗΣ, Θεολόγοι τῆς Θεσσαλονίκης, Πατερικά 4, ἐκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 157.
[31] . Ἰω. 1, 16: «Καί ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καί χάριν ἀντί χάριτος».
[32] . Κολ. 2, 9.10: «ὄτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς, καί ἐστέ ἐν αὐτῷ πεπληρωμένοι».Βλ. καί Κολ. 1, 19· «ὅτι ἐν αὐτῷ εὐδόκησε πᾶν τό πλήρωμα κατοικῆσαι, καί δι΄ αὐτοῦ ἀποκαταλλάξαι τά πάντα εἰς αὐτόν».
[33] . Ἔκθεσις δυσσεβημάτων 29, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 584 (ΕΠΕ 3, 525ἑ.): «Ἀποβαλλόμεθα τούς λέγοντας κτίσμα τό λαμβανόμενον τοῖς ἁγίοις ἐκ τοῦ “κατοικοῦντος ἐν τῷ Χριστῷ πληρώματος τῆς θεότητος”, ὡς κτίσμα λέγοντας ἐντεῦθεν καί τό πλήρωμα ἐκεῖνο, ταὐτόν δ΄ εἰπεῖν, τήν θείαν τοῦ Χριστοῦ καί ἐνέργειαν καί φύσιν, καί ἀρειανούς ἐντεῦθεν ὄντας».
[34] . ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3,1,3 ἐκδ. Χρήστου, τόμ. 1, 617ἑ.· «Ὅταν γάρ ἀκούσωμεν “ἐκ τοῦ Υἱοῦ” διδόμενον τό πνεῦμα [...] εἶτα καί τοῦ μεγάλου Βασιλείου λέγοντος [...] “ἐξέχεεν οὐκ ἔκτισεν” [...] ὦμεν δ’ ἀναπεπεισμένοι κτιστήν τήν χάριν εἶναι, τί ἐροῦμεν δίδοσθαι καί χαρίζεσθαι καί προχεῖσθαι διά τοῦ Υἱοῦ; Οὐκ αὐτό τό τήν χάριν ἐνεργοῦν ; [...] Ἆρ’ οὖν οὐ τοῦτ’ αὐτό ἐστιν ἄντικρυς τό τῶν Λατίνων φρόνημα, δι΄ ὅ τῶν τῆς καθ΄ ἡμᾶς ἐκκλησίας ἀπελήλανται περιβόλων, ὅτι οὐχ ἡ χάρις, ἀλλ’ αὐτό τό πνεῦμα τό ἅγιον κἀκ τοῦ Υἱοῦ πέμπεται καί διά τοῦ Υἱοῦ προχεῖται;».
[35] . Περί θείων ἐνεργειῶν 45, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 130 (ΕΠΕ 3, 196): «Ἔπειτα πόσου Λατίνους οἴει τιμήσασθαι τό δειχθῆναι τάς τῆς καθ΄ ἡμᾶς ἐκκλησίας βίβλους οὐκ ἀσφαλεῖς».
[36] . ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας λόγος τρίτος 34, PG 94, 1353BC· «Ταῦτα καί τά τοιαῦτα σέβω καί προσκυνῶ καί πάντα ναόν Θεοῦ ἅγιον καί πᾶν, ἐφ΄ ᾧ Θεός ὀνομάζεται, οὐ διά τήν αὐτῶν φύσιν, ἀλλά ὅτι θείας ἐνεργείας εἰσί δοχεῖα καί δι΄ αὐτῶν καί ἐν αὐτοῖς ηὐδόκησεν ὁ Θεός τήν σωτηρίαν ἡμῶν κατεργάσασθαι. Καί ἀγγέλους γάρ καί ἀνθρώπους καί πᾶσαν ὕλην τῆς θείας ἐνεργείας μέτοχον καί διακονησαμένην τήν σωτηρίαν μου σέβω καί προσκυνῶ διά τήν θείαν ἐνέργειαν. Οὐ προσκυνῶ Ἰουδαίοις· οὐ γάρ θείας εἰσίν ἐνεργείας μέτοχοι οὐδέ σκοπῷ τῆς ἐμῆς σωτηρίας τόν κύριον τῆς δόξης, τόν Θεόν μου, ἐσταύρωσαν, φθόνῳ δέ μᾶλλον καί μίσει πρός τόν Θεόν καί εὐεργέτην βαλλόμενοι».
[37] . Αὐτόθι 33, PG 94, 1352C· «Ὥσπερ τοίνυν ἀληθῶς εἰσι οὐ φύσει, ἀλλ’ ὡς τοῦ φύσει Θεοῦ μέτοχοι, οὕτως εἰσι προσκυνητοί, οὐχί φύσει, ἀλλ’ ὡς τόν φύσει προσκυνητόν ἐν ἑαυτοῖς ἔχοντες».
[38] . Ἔνθ’ ἀνωτ., 120.124
[39] . LUDWIG OTT, Fundamentals of Catholic Dogma, ἐπιμ. J.C.Bastible D.D., μεταφρ. P. Lynch, Roman Catholic Books, Fort Collins (Colorado) 1954, σελ. 334· «On the ground of this explanation of the Council of Trent, the character is to be defined as a real accidental being attaching to the soul, more exactly, as a supernatural quality entatively inhering in the soul [...] St. Thomas regards not the substance of the soul but the faculty of intellect as the subject or bearer of the character (similarly St. Bellarmine, Suarez)». Αὐτόθι, «In the writings of St. Augustine all the essential characteristics of the sacramental character appear: a) Its differentation and the separability from grace (“consecratio” in contra distinction to “satisfaction” or "vitae aeternae participatio”)».
[40] . F.N. MUTZ, «Ascetical Theology» ἐν The Catholic Encyclopedia, τόμ. 14, The Encyclopedia Press Inc., New York 1913, σελ. 616: «As is proved in dogmatic theology, our soul receives in justification supernatural habits [...] These supernatural powers (virtutes infusæ) are joined to the natural faculties or the acquired virtues (virtutes acquisitæ),constituting with them one principle of action». Αὐτόθι· «Imitation of Christ is the duty of all who strive after perfection. It lies in the very nature of this formation after the image Christ that the process is gradual and must follow the laws of moral energy» !
[41] . J.F. SOLLIER, «Supernatural Order» ἐν The Catholic Encyclopedia, τόμ. 14, The Encyclopedia Press Inc., New York 1913, σελ. 337· «Catholic theologians sometimes call supernatural the miraculous way in which certain effects, in themselves natural, are produced, or certain edowments (like man’s immunity from death, suffering, passion, and ignorance) that bring the lower class up to the higher though always within the limits of the created, but they are careful in qualifying the former as accidentally sumpernatural (supernaturale per accidens) and the latter as relatively supernatural (præternaturale)».
[42] . Πρωτοπρ. Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ Πατερική Παράδοσις», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 249.
[43] . Βλ. ἀνωτέρω, ὑποσημείωση 24.
[44] . Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Κατά Ἀρειανῶν Λόγος Β΄, PG 26, 273A· «Ἄλλως γάρ, οὐκ ἄν γένοιντο υἱοί, ὄντες φύσει κτίσματα, εἰ μή τοῦ ὄντος φύσει καί ἀληθινοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα ὑποδέξονται. Διό, ἵνα τοῦτο γένηται, ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, ἵνα τόν ἄνθρωπον δεκτικόν θεότητος ποιήσῃ».
[45] . ΑΓ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας 4, PG 3, 376A.
[46] . Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Πρός Σεραπίωνα Θμούεως Ἐπίσκοπον 24, PG 25, 585C-588A· «Εἰ δέ τῇ τοῦ Πνεύματος μετουσίᾳ γινόμεθα κοινωνοί θείας φύσεως, μαίνοιτ΄ ἄν τις λέγων τό πνεῦμα τῆς κτιστῆς φύσεως, καί μή τῆς τοῦ Θεοῦ. Διά τοῦτο γάρ καί ἐν οἷς γίνεται, οὗτοι θεοποιοῦνται·εἰ δέ θεοποιεῖ, οὐκ ἀμφίβολον, ὅτι ἡ τούτου φύσις Θεοῦ ἐστι».
[47] . ΙΩ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, Ἱστορία τῶν δογμάτων, τόμ. Β΄, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1969, σελ. 102ἑ. Βλ. καί σελ. 103· « ... τήν κοινωνίαν μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, τόσον ἐν τῷ Χριστῷ ὅσον καί ἐν τοῖς χριστιανοῖς, ἀπεκαθίστων [οἱ Ἀντιοχεῖς θεολόγοι, ἐκ τῶν ὁποίων προῆλθε ὁ αἱρεσιάρχης Νεστόριος] διά συσχετισμοῦ αὐτῶν ἐπί τοῦ ἐπιπέδου τῆς βουλήσεως, δεχόμενοι τόσον τόν Θεόν ὅσον καί τόν ἄνθρωπον ὡς ἰδιαιτέρως βουλητικά ὄντα».
[48] . Αὐτόθι, σελ. 198.
[49] . Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Ἁγία Γραφή - Ἐκκλησία - Παράδοσις, μτφρ. Δημ. Τσάμη, Γεωργίου Φλωρόφσκυ Ἔργα 1, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 46.
[50] . Βλ. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Παλαμικά, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 175· «Ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος εἰσχωρεῖ εἰς τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή εἶναι ἄκτιστος. Οὑδέν κτίσμα δύναται νά ἑνωθῇ μετά τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς»· ἔνθα καί ἡ σχετική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ.
[51] . Βλ. Πρωτοπρ. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Πατερική Θεολογία, ἐπιμέλεια-σχόλια Μον. Δαμασκηνοῦ Ἁγιορείτου, ἐκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 28.
[52] . D . WENDEBOURG, Geist oder Energie ? Zur Frage der innergöttlichen Verankerung des christlichen Lebens in der byzantinischen Theologie, München 1980. Βλ. τήν σχετική διαπραγμάτευση στό Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, «Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ νεότερη δυτική θεολογία», ἐν Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήνκαί μνήμην τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦΠαλαμᾶ, ἐκδ. Ἱ.Μ. Θεσσαλονίκης 1986, σελ. 220-222.
[53] . JEAN-CLAUDE LARCHET, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 344.
[54] . Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Παλαμικά, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 155.
[55] . Κατ΄ Εὐνομίου Λόγος 5, PG 29, 724ΑΒ· «Ἀνάξιος δέ ὁ λόγος περί Θεοῦ, τό γυμνήν καί ὥσπερ ἔρημον ἑαυτοῦ περιορᾶν τήν κτίσιν. Ἀλλ΄ οὔτε ἡ κτίσις οὕτως ἀθλία, οὔτε ὁ Θεός οὕτως ἀδύνατος, ὥστε τήν ἁγίαν μετάδοσιν μή διαπέμπειν ἐπί τά ποιήματα».
[56] . ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τό Ποιήσωμεν ἄνθρωπον 1, PG 44, 273B.D: «[...] δυνάμει ἡμᾶς ἐποίησεν ὁμοιωτικούς Θεοῦ [...] δύναμιν δούς πρός τό ὁμοιοῦσθαι Θεῷ [...] ἐπείχθητι γενέσθαι ὅμοιος Θεῷ, ἔνδυσαι Χριστόν».
[57] . Βλ. τήν σχετική πατερική σκέψη ἐν Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α΄, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1978, σελ. 488ἑἑ.
[58] . ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Λόγος κατηχητικός ὁ μέγας 6, PG 44, 29Β·«ἀνάπλεως δέ παρρησίας, αὐτῆς κατά πρόσωπον τῆς θείας ἐμφανείας κατατρυφῶν».ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως Β΄ 11 (25) PG 94, 916C· «Θεόν ἔχων οἶκον τόν ἔνοικον, καί αὐτόν ἔχων εὐκλεές περιβόλαιον, καί τήν αὐτοῦ περιβεβλημένος χάριν, καί τοῦ μόνου γλυκυτάτου καρποῦ τῆς αὐτοῦ θεωρίας κατατρυφῶν, οἷά τις ἄγγελος ἄλλος». Αὐτόθι, Β΄12 (26) PG 94, 924A· «πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον· θεούμενον δέ, μετοχῇ τῆς θείας ἐλλάμψεως, καί οὐκ εἰς τήν θείαν μεθιστάμενον οὐσίαν».
[59] . Κατά Ἀρειανῶν 2, 61 PG 26, 277B· «... πάντων τῶν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων κατά τήν παράβασιν τοῦ Ἀδάμ, πρώτη τῶν ἄλλων ἐσώθη καί ἠλευθερώθη ἡ ἐκείνου σάρξ, ὡς αὐτοῦ τοῦ Λόγου σάρξ γενομένη, καί λοιπόν ἡμεῖς, ὡς σύσσωμοι τυγχάνοντες, κατ΄ ἐκεῖνο σῳζόμεθα». Βλ. καί ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Λόγος εἰς τήν ξηρανθεῖσαν συκῆν 2 PG 96, 577C· «Ὡς μέγεθος ἰατρείας τήν αὐτοῦ θεότητα προσήνεγκεν τῇ φύσει τῆς ἀνθρωπότητος φάρμακον, φάρμακον ἐναργέστατον, φάρμακον παντοδύναμον. Αὕτη τό ἀσθενές σαρκίον, τῶν ἀοράτων ἀνέδειξε δυνατώτερον [...] ὁ χόρτος τῆς ἡμετέρας φύσεως ἑνωθείς τῷ πυρί τῆς θεότητος, ἀπρόσιτος τῷ διαβόλῳ γέγονε».
[60] . Χάρη καί ἐλευθερία κατά τήν πατερική παράδοση τοῦ ιδ΄ αἰώνα, Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη 9, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 129ἑ.
[61] . Πρβλ. Β΄Τιμ. 1, 9· ὁ Καθηγητής Τσελεγγίδης ἐπισημαίνει (αὐτόθι, 129): «Ἡ ἀφετηρία τῆς μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι λοιπόν προαιωνίως θεμελιωμένη στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος εἶναι καί τό πρωτότυπο τοῦ κατ’ εἰκόνα».
[62] . Περί τῆς διαφορᾶς τῆς πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν ἐνεργείας τοῦ μονῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς ἀνθρώπους, βλ. Πρωτοπρ. Θ. ΖΗΣΗΣ, Ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσιν· ἀρχές καί κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, Πατερικά 1, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 135ἑ.
[63] . Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Κατ΄ Εὐνομίου Λόγος 5, PG 29, 728A.729Α· «καινή πάλιν ἡ κτίσις μεταλαμβάνουσα τοῦ Πνεύματος, οὗπερ ἐστερημένη πεπαλαίωτο [...] Εἰ δή καί κατ’ ἀρχήν ἐν Πνεύματι τά πάντα πεποίηται, καί ἀνακαινοῦται πάλιν ἐν Πνεύματι· μία καί ἡ αὐτή προφανῶς ἐνέργεια Θεοῦ δι΄ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι φαίνεται».
[64] . Ἔκθεσις δυσσεβημάτων 11, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 581 (ΕΠΕ 3, 522):«Ἀποβαλλόμεθα τούς λέγοντας διά τῆς τοῦ θείου Πνεύματος δυνάμεως μή δύνασθαι ὁρᾶν ἄκτιστόν τι τούς ἐν πνεύματι ὁρῶντας, ὡς εἰς αὐτήν τήν τοῦ θείου Πνεύματος δύναμιν ὑβρίζοντας».
[65] . Ἐκ τῶν Ἀναβαθμῶν τοῦ πλ. α΄ ἤχου ( Ὄρθρος Κυριακῆς τοῦ πλ. α΄ ἤχου στήν Παρακλητική), α΄ ἀντίφωνον.
[66] . Αρχιμ. ΧΡΙΣΤΟΔ. ΤΑΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 28.
[67] . Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Οὐσία καί ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 122
[68] . Αὐτόθι, σελ. 123.
[69] . Ἐπιστολή 233 (Ἀμφιλοχίῳ ἐρωτήσαντι) 1, PG 32, 865B.C· «Ὁ μέντοι τῇ θεότητι τοῦ Πνεύματος ἀνακραθείς νοῦς, οὗτος ἤδη τῶν μεγάλων ἐστί θεωρημάτων ἐποπτικός, καί καθορᾷ τά θεῖα κάλλη, τοσοῦτον μέντοι, ὅσον ἡ χάρις ἐνδίδωσι, καί ἡ κατασκευή αὐτοῦ ὑποδέχεται».
[70] . Βλ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ, Θεός Λόγος καί ἀνθρώπινος λόγος· οἱ ἐνέργειες τῆς ψυχῆς στήν πατερική ἀνθρωπολογία, ἐκδ. Ἱ.Μ. Ἁγ. Διονυσίου, Ἅγιον Ὄρος 1998, σελ. 144ἑ.
[71] . Αὐτόθι, σελ. 293.
[72]. Α΄ Τιμ. 6, 16.
[73]. Ἰω. 1, 18. Πρβλ. καί Α΄ Ἰω. 4, 12· «Θεόν οὐδείς πώποτε τεθέαται».
[74]. Ἰω. 1, 14 καί Ματθ. 5, 8 καί Α΄ Ἰω., 3, 2. Πρβλ. Α΄Κορ. 13, 12 «τότε δέ [βλέψομεν] πρόσωπον πρός πρόσωπον» καί Ἰω. 14, 21.
[75]. Β΄ Πετρ. 1, 21.
[76]. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀ. Γεωργίου καί Ἀπ. Φερετοπούλου, Ἀθῆναι 1886, σελ. 195: «... καί μή παρεκβαίνοντας τούς ἤδη τεθέντας ὅρους, ἤ τήν ἐκ τῶν Θεοφόρων Πατέρων παράδοσιν, ἀλλά καί εἰ γραφικός ἀνακινηθείη λόγος, μή ἄλλως τοῦτον ἑρμηνευέτωσαν, ἤ, ὡς ἄν οἱ τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρες καί διδάσκαλοι διά τῶν οἰκείων συγγραμμάτων παρέθεντο, καί μᾶλλον ἐν τούτοις εὐδοκιμείτωσαν, ἤ λόγους οἰκείους συντάττοντες, ἵνα μή, ἔστιν ὅτε, πρός τοῦτο ἀπόρως ἔχοντες, ἀποπίπτοιεν τοῦ προσήκοντος».
[77]. Λόγος εἰς τήν ὑπερένδοξον Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 12, 13· PG 96, 564C.565A· «Μεταμορφοῦται τοίνυν, οὐχ ὅ οὐκ ἦν προσλαβόμενος, ἀλλ’ ὅπερ ἦν τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς ἐκφαινόμενος, διανοίγων τούτων τά ὅμματα, καί ἐκ τυφλῶν ἐργαζόμενος βλέποντας [...] Μένων γάρ αὐτός ἐν ταυτότητι, παρ΄ ὅ τό πρίν ἐφαίνετο, ἕτερον νῦν τοῖς μαθηταῖς ἑωρᾶτο φαινόμενος [...] Καί ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τοῦ τόν ἥλιον ἐξουσίᾳ πολλῇ δαδουχήσαντος [...] Αὐτός γάρ ἐστι τό φῶς τό ἀληθινόν, τό ἐξ ἀληθινοῦ καί ἀΰλου φωτός ἀϊδίως γεννώμενον [...] ἀμήχανον γάρ ἀπαραλείπτως ἐν τῇ κτίσει τό ἄκτιστον εἰκονίζεσθαι».
[78]. Αὐτόθι, 2, PG 96, 548C· «Οὐκ ἔξωθεν ἡ δόξα τῷ σώματι προσεγένετο, ἀλλ’ ἔνδοθεν ἐκ τῆς ἀῤῥήτῳ λόγῳ ἡνωμένης αὐτῷ καθ΄ ὑπόστασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου ὑπερθέου θεότητος».
[79]. Περί διαφόρων ἀποριῶν PG 91, 1076C· «... τῆς εἰκόνος ἀνελθούσης πρός τό ἀρχέτυπον [...] ὡς τῆς θείας ἐπειλημμένης ἐνεργείας, μᾶλλον δέ Θεός τῇ θεώσει γεγενημένης [...] διά τήν ἐκνικήσασαν αὐτήν χάριν τοῦ Πνεύματος καί μόνον ἔχουσαν ἐνεργοῦντα τόν Θεόν δείξασαν, ὥστε εἶναι μίαν καί μόνην διά πάντων ἐνέργειαν, τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀξίων Θεοῦ, μᾶλλον δέ μόνου Θεοῦ, ὡς ὅλου ὅλοις τοῖς ἀξίοις περιχωρήσαντος».
[80]. Ἐρωταποκρίσεις 190, ἐκδ. J. Declerck, Corpus Christianorum Series Graeca 10, Brepols-Turnhout 1982, σελ. 132· « ... καθ΄ ὅ μέν οὖν ἐστιν Υἱός τοῦ Θεοῦ ἀεί τήν δόξαν κέκτηται, κατά δέ τό γενέσθαι Υἱός ἀνθρώπου λέγεται ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ. Οὕτως γάρ ἐδόξασεν τήν προσληφθεῖσαν ἀνθρωπότητα, ὅτι ὥσπερ ἐν τῷ παθητῷ σώματι ὤν ὤφθη ἐν τῷ ὄρει μεταμορφωθείς, οὕτως ἡμεῖς ἐν τῇ ἀναστάσει ἄφθαρτον ἀπολαμβάνοντες σῶμα ἐσόμεθα».
[81]. Πρός Θαλάσσιον 61 (Σχόλιον 16), PG 90, 644D· «Ἀγέννητον (sic) εἶπε θέωσιν, τήν κατ΄ εἶδος ἐνυπόστατον τῆς θεότητος ἔλλαμψιν, ἥτις οὐκ ἔχει γένεσιν, ἀλλ’ ἀνεννόητον ἐν τοῖς ἀξίοις φανέρωσιν».
[82]. Πρός Ἀντίοχον Δούκα 28, PG 28, 616A· «Ὅθεν πρόδηλον ὅτι, οὐ τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ ἔβλεπον, ἀλλά τήν δόξαν».
[83]. Ψαλμ. 89, 8
[84]. Πρόκειται περί τοῦ β΄ ἰδιομέλου τῆς Λιτῆς τῆς 6ης Αὐγούστου, τῆς Μεταμορφώσεως, καί τοῦ β΄τροπαρίου τῆς θ΄ ᾠδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ πλ. δ΄ ἤχου.
[85]. Ἁγιορειτικός Τόμος 4, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 572ἑ. (ΕΠΕ 3, 506): «Ὅστις τό ἐν Θαβωρίῳ τούς μαθητάς περιαστράψαν φῶς φάσμα λέγει καί σύμβολον τοιοῦτον, οἷον γίνεσθαι καί ἀπογίνεσθαι, ἀλλ’ οὐ κυρίως εἶναι καί οὐχ ὑπέρ πᾶσαν νόησιν, ἀλλά χείρω νοήσεως ἐνέργειαν, σαφῶς ἀντιφθέγγεται ταῖς τῶν ἁγίων δόξαις. Οὗτοι γάρ κἀν τοῖς ᾄσμασι, κἀν τοῖς συγγράμμασιν, ἀπόρρητον, ἄκτιστον, ἀΐδιον, ἄχρονον, ἄπλετον, ἄπειρον, ἀπεριόριστον, ἀγγέλοις καί ἀνθρώποις ἀθέατον, ἀρχέτυπον κάλλος καί ἀναλλοίωτον, δόξαν Θεοῦ, δόξαν Χριστοῦ, δόξαν Πνεύματος, ἀκτῖνα θεότητος καί τά τοιαῦτα προσαγορεύουσι».
[86] . Τά κατά τοῦ Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου κεφάλαια 1, ἐν Τριώδιον Κατανυκτικόν, ἐκδ. Ἰω. καί Σπ. Βελούδων, Ἐνετίῃσιν 1856, σελ. 140ἑ. «Τοῖς αὐτοῖς φρονοῦσι καί λέγουσι τό λάμψαν ἀπό τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς θείας αὐτοῦ Μεταμορφώσεως φῶς, ποτέ μέν εἶναι ἴνδαλμα, καί κτίσμα, καί φάσμα ἐπί βραχύ φανέν καί διαλυθέν παραχρῆμα [...] μή ὁμολογοῦσι δέ, κατά τάς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα, μήτε κτίσμα εἶναι τό θειότατον ἐκεῖνο φῶς, μήτε οὐσίαν Θεοῦ, ἀλλ’ ἄκτιστον καί φυσικήν χάριν καί ἔλλαμψιν καί ἐνέργειαν ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεί προϊοῦσαν. Ἀνάθεμα γ΄».
[87]. Πρωτοπρ. Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ Πατερική Παράδοσις», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 251.
Ἡ ἄµβλωση εἶναι ἕνα κοινωνικὸ φαινόµενο ποὺ τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχει λάβει διαστάσεις ἐπιδηµίας. Σύµφωνα µὲ ἔρευνα τῆς Ἐθνικῆς Στατιστικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἱσπανίας, στὴν Εὐρώπη πραγµατοποιεῖται µία ἄµβλωση κάθε ἕντεκα δευτερόλεπτα καὶ προκαλεῖται ἔτσι ὁ θάνατος 2.725.820 ἐµβρύων ἐτησίως!
Στὴν Ἑλλάδα οἱ διακοπὲς ἀνεπιθύµητων κυήσεων ποὺ πραγµατοποιοῦνται στὰ δηµόσια νοσοκοµεῖα ξεπερνοῦν τὶς 70.000 ἐτησίως! Ἂν ὑπολογίσουµε καὶ τὶς ἀµβλώσεις ποὺ δὲν δηλώνονται, καθὼς πραγµατοποιοῦνται σὲ ἰδιωτικὲς κλινικές, φτάνουµε στὸν ἀριθµὸ τῶν 200.000(!) ἀµβλώσεων κάθε χρόνο, τὴ στιγµὴ ποὺ οἱ γεννήσεις µόλις ποὺ ἀγγίζουν τὶς 100.000!
Ἡ τεχνητὴ διακοπὴ τῆς ἐγκυµοσύνης, ὅπως ὀνοµάζεται στὸν ποινικὸ κώδικα ἡ ἄµβλωση, ἀποτελεῖ κατ’ ἀρχὴν ποινικὰ ἄδικη πράξη, εἴτε γίνεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐγκυµονούσα, εἴτε ἀπὸ κάποιο τρίτο πρόσωπο µὲ ἢ χωρὶς τὴ συναίνεση τῆς ἐγκυµονούσης. Ὁ νοµοθέτης ἔχει ὅµως θεσπίσει στὸ ἄρθρο 304 παράγραφος 4, τέσσερεις περιπτώσεις, ἡ συνδροµὴ τῶν ὁποίων καθιστᾶ τὴν τεχνητὴ διακοπὴ τῆς ἐγκυµοσύνης ἐπιτρεπτή, αἴροντας τὸν ἄδικο χαρακτήρα της. Ὁ µελετητὴς τοῦ ποινικοῦ δικαίου εὔλογα προβληµατίζεται γιὰ τὸ πῶς ἡ νοµοθετικὴ πρόβλεψη περιπτώσεων κατὰ τὶς ὁποῖες δὲν εἶναι ἄδικη θανάτωση τοῦ ἐµβρύου συµβιβάζεται µὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ποινικοῦ δικαίου σχετικὰ µὲ τὸν ἀπόλυτο χαρακτήρα τῆς ποινικῆς προστασίας τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.
«Ἀπόλυτη προστασία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς» σηµαίνει ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου προστατεύεται ποινικὰ ἄνευ ὅρων, ὑπὸ ὁποιαδήποτε µορφὴ καὶ ἂν ἀπαντᾶ αὐτὴ καὶ ὑπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες. Τὸ Ποινικὸ Δίκαιο, ὅµως, τοποθετεῖ τὴν ἔναρξη τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ὄχι στὴ σύλληψη ἀλλὰ στὴν ἀντικειµενικὴ ἔναρξη τοῦ τοκετοῦ!
Ἡ ἔναρξη τῆς διαδικασίας τοῦ τοκετοῦ εἶναι διαφορετικὴ ἀνάλογα µὲ τὸ εἶδος τοῦ τοκετοῦ. Ἐὰν ὁ τοκετὸς εἶναι φυσιολογικός, ἡ ἔναρξη αὐτοῦ καὶ ἑποµένως ἡ ἔναρξη τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς εἶναι τὸ χρονικὸ σηµεῖο κατὰ τὰ τὸ ὁποῖο, εἴτε «σπᾶνε τὰ νερά», εἴτε λαµβάνει χώρα διαστολὴ τῆς µήτρας τῆς ἐπιτόκου. Ἐὰν ὁ τοκετὸς γίνεται µὲ καισαρικὴ τοµή, τότε ἡ ἔναρξή του τοποθετεῖται στὴν πρώτη ἐνέργεια τοῦ ἰατροῦ, ἡ ὁποία συνιστᾶ τµῆµα τῆς σχετικῆς ἐπέµβασης (λ.χ. νάρκωση τῆς ἐπιτόκου).
Σὲ κάθε περίπτωση ὁ κυοφορούµενος δὲν θεωρεῖται ἀνθρώπινη ζωή! Δὲν θεωρεῖται βέβαια, λένε, οὔτε καὶ τµῆµα τοῦ σώµατος τῆς ἐγκύου, τὸ ὁποῖο µπορεῖ αὐτὴ νὰ διαθέτει ἐλεύθερα. Τὸ κυοφορούµενο -ὑποστηρίζει ἡ ποινικὴ ἐπιστήµη- εἶναι φορέας ἀνθρώπινης οὐσίας, ὅµως ἡ ζωή του δὲν ἐνδιαφέρει καθ’ ἐαυτήν, παρὰ µόνο ὡς δυνάµει ζωή, ὡς ζωὴ ἐν γενέσει. Ἡ «ἐν γενέσει ζωὴ» δὲν εἶναι βέβαια κάτι οὐσιωδῶς διαφορετικό, ἀλλὰ κάτι, σύµφωνα µὲ τὴ διατύπωση τοῦ Ἀνδρουλάκη, «προσωρινῶς ἔλασσον» σὲ σχέση µὲ τὴν ἤδη γεννηµένη ζωή. Γιὰ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει, λέει ἡ ποινικὴ ἐπιστήµη, ἀπόλυτη ἀξία, ἀλλὰ σχετική, ἑποµένως σχετικὴ εἶναι καὶ ἡ προστασία της ἀπὸ τὸ ποινικὸ δίκαιο. Σχετικὴ προστασία τῆς ἐν γενέσει ζωῆς σηµαίνει, ὅτι ὁ ἄδικος χαρακτῆρας τῆς προσβολῆς τῆς ζωῆς τοῦ κυοφορούµενου εἶναι δυνατὸν νὰ αἵρεται, ὅταν ἡ προσβολὴ γίνεται χάριν σωτηρίας ἀγαθοῦ, τὸ ὁποῖο ἀξιολογεῖται ἀπὸ τὴν ἔννοµη τάξη ὡς σπουδαιότερο. Ἐὰν ἡ προστασία τῆς ζωῆς τοῦ κυοφορούµενου ἦταν ἀπόλυτη, τοῦτο θὰ σήµαινε ὅτι δὲν µποροῦν νὰ προβλέπονται στὸ νόµο περιπτώσεις, ὅπου ἡ ἄµβλωση εἶναι ἐπιτρεπτή.
Οἱ περιπτώσεις αὐτὲς καλοῦνται στὴν ἐπιστηµονικὴ θεωρία «ἐνδείξεις» καὶ εἶναι οἱ ἑξῆς:
α) Ἂν δὲν ἔχουν συµπληρωθεῖ δώδεκα ἑβδοµάδες ἐγκυµοσύνης («γενικὴ ἔνδειξη»). Ἡ δικαιολόγηση τῆς νοµοθετικῆς αὐτῆς ρύθµισης ἀνάγεται στὸν Ἀριστοτέλη καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ περὶ τοῦ «θύραθεν νοός». Κατ’ ἐπιρροὴν τῆς διδασκαλίας αὐτῆς γινόταν περίπου ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνα δεκτὸ ἀπὸ τὴν Παπικὴ Ἐκκλησία καὶ ἀπὸ τὸ κοσµικὸ ποινικὸ δίκαιο τῶν Παπικῶν χωρῶν τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, ὅτι τὸ ἔµβρυο εἶναι ἄξιο ποινικῆς προστασίας µόνο ἀπὸ τὴ στιγµὴ ποὺ θὰ ἐµψυχωθεῖ διὰ τῆς ἀνθρώπινης «λογικῆς ψυχῆς», ἡ ὁποία «εἰσέρχεται», ὅπως πίστευαν, στὸ ἔµβρυο κατὰ τὸν τρίτο µῆνα µετὰ τὴ σύλληψη. Ὁ νοµοθέτης ἀκολουθεῖ, δηλαδή, ἐν γνώσει τοῦ µία, παρωχηµένη µάλιστα, διδασκαλία τῆς αἱρετικῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας.
Στὴν οὐσία ἡ «γενικὴ ἔνδειξη» εἶναι ἡ ἀπονοµὴ ἀπὸ τὸ νόµο στὴν ἐγκυµονοῦσα γυναίκα τοῦ δικαιώµατος νὰ διακόπτει ἐλεύθερα τὴν ἐγκυµοσύνη της, χωρὶς καµµία ἔνδειξη καὶ δικαιολογία, µόνο καὶ µόνο ἐπειδὴ δὲν θέλει νὰ γεννήσει τὸ παιδί. Ποῦ στηρίζεται ἀλήθεια τὸ δικαίωµα αὐτό, ἀπὸ τὴ στιγµὴ πού, ὅπως παραπάνω σηµειώσαµε, τὸ κυοφορούµενο δὲν εἶναι µέρος τοῦ σώµατος τῆς ἐγκύου, ἀλλὰ “µετέχει, ὅπως λέγεται, τῆς ἱερότητας τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς”;
β) Ἂν ἔχουν διαπιστωθεῖ, µὲ τὰ σύγχρονα µέσα προγεννητικῆς διάγνωσης, ἐνδείξεις σοβαρῆς ἀνωµαλίας τοῦ ἐµβρύου ποὺ ἐπάγονται τὴ γέννηση παθολογικοῦ νεογνοῦ («εὐγονικὴ ἔνδειξη»). Ἡ ἐγκυµοσύνη σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, δὲν θὰ πρέπει νὰ ἔχει διάρκεια περισσότερο ἀπὸ εἴκοσι τέσσερις ἑβδοµάδες, δηλαδὴ ἕξι µῆνες. Ὡς δικαιολογητικὸς λόγος τῆς νοµοθετικῆς αὐτῆς πρόβλεψης ἀναφέρεται στὴν ἐπιστηµονικὴ βιβλιογραφία τὸ ὅτι καµία ἔννοµη τάξη δὲν ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι τόσο σκληρή, ὥστε νὰ ἐπιβάλλει, καὶ µάλιστα µὲ τὴν ἀπειλὴ ποινῆς, σὲ ἕνα ἢ δύο ἀνθρώπους νὰ ὑποστοῦν τὸ ἄλγος καὶ τὶς δυσβάσταχτες δυσκολίες ποὺ συνεπάγεται ἡ ἀπόκτηση καὶ ἡ ἀνατροφὴ ἑνὸς βαριὰ παθολογικοῦ παιδιοῦ!
Ἐντύπωση προξενεῖ ἡ ἐπιµονὴ µὲ τὴν ὁποία οἱ ἐπιστήµονες τοῦ Ποινικοῦ Δικαίου τονίζουν, πὼς ἡ ὁρολογία «εὐγονικὴ ἔνδειξη» δὲν ἔχει καµµία σχέση µὲ τὴ ναζιστικὴ θεωρία περὶ τῆς «ἀνάξιας νὰ ζεῖ ζωῆς», οὔτε µὲ τὶς ἐπεµβάσεις ποὺ γίνονταν στὴ Ναζιστικὴ Γερµανία, γιὰ τὴ διατήρηση τῆς καθαρότητα τῆς Ἀρίας φυλῆς!
γ) Ἂν ὑπάρχει ἀναπότρεπτος κίνδυνος γιὰ τὴ ζωὴ τῆς ἐγκύου ἢ κίνδυνος σοβαρῆς καὶ διαρκοῦς βλάβης τῆς σωµατικῆς ἢ ψυχικῆς ὑγείας της («ἰατρικὴ ἔνδειξη»), ὁ ὁποῖος κίνδυνος θὰ πρέπει νὰ βεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὸν κατὰ περίπτωση ἁρµόδιο ἰατρό.
Ὁ νόµος δίνει µὲ τὴ ρύθµιση αὐτὴ προτεραιότητα στὴ ζωὴ καὶ τὴν ὑγεία τῆς ἐγκύου γυναίκας ἔναντι τῆς (ἐν γενέσει) ζωῆς τοῦ κυοφορούµενου. Ἐπιτρέπει µάλιστα τὴ διακοπὴ τῆς ἐγκυµοσύνης, σὲ ὁποιοδήποτε στάδιο καὶ ἂν αὐτὴ βρίσκεται. Ἁπλῶς ὅσο πιὸ προχωρηµένη εἶναι ἡ ἐγκυµοσύνη, τόσο µεγαλύτερος θὰ πρέπει νὰ εἶναι ὁ κίνδυνος γιὰ τὴ ζωὴ ἢ τὴν ὑγεία τῆς ἐγκύου, προκειµένου νὰ ἀρθεῖ τὸ ἄδικο τῆς διακοπῆς της.
δ) Ἂν ἡ ἐγκυµοσύνη εἶναι ἀποτέλεσµα βιασµοῦ, ἀποπλάνησης ἀνήλικης, αἱµοµιξίας ἢ κατάχρησης γυναίκας ἀνίκανης νὰ ἀντισταθεῖ, ἐφόσον δὲν ἔχουν συµπληρωθεῖ δεκαεννέα ἑβδοµάδες ἐγκυµοσύνης («ἠθικὴ ἔνδειξη»). Τὸ ὑπέρτερο ἔννοµο ἀγαθὸ χάριν προστασίας τοῦ ὁποίου καθίσταται ἐπιτρεπτὴ ἡ τεχνητὴ διακοπὴ τῆς ἐγκυµοσύνης στὴν ἐξεταζόµενη περίπτωση εἶναι ἡ ἀξιοπρέπεια καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ θύµατος, ἡ ὁποία προσβάλλεται ἀφόρητα ἀπὸ τὴ συνέχιση τῆς κύησης. Εἰδικὰ γιὰ τὴν περίπτωση τῆς αἱµοµιξίας προστατευόµενη ἀξία εἶναι ἡ οἰκογένεια, ἐνῶ λαµβάνονται ὑπόψιν καὶ οἱ δυσµενεῖς προβλέψεις γιὰ τὴ µελλοντικὴ ὑγεία τοῦ κυοφορούµενου. Ἡ συνδροµὴ τῆς «ἠθικῆς ἔνδειξης» θὰ πρέπει νὰ γίνεται δεκτὴ µὲ προσοχὴ καὶ φειδώ, καθὼς προσφέρεται ὡς µέσο καταστρατήγησης τῶν διατάξεων γιὰ τὸ ἀξιόποινο τῆς ἄµβλωσης.
Θὰ πρέπει στὸ σηµεῖο αὐτὸ νὰ τονιστεῖ, ὅτι προκειµένου νὰ δικαιολογεῖται τελικὰ ἡ ἄµβλωση ἀπαιτεῖται νὰ συντρέχουν καὶ ὁρισµένες ἐπιπλέον προϋποθέσεις, κοινὲς γιὰ ὅλες τὶς «ἐνδείξεις». Αὐτὲς εἶναι ἐπιγραµµατικά: Πρώτον, ἡ (προηγούµενη) συναίνεση τῆς ἐγκύου. Δεύτερον, ἡ διενέργεια τῆς ἄµβλωσης ἀπὸ ἰατρὸ µαιευτήρα-γυναικολόγο. Τρίτον, ἡ συµµετοχὴ στὴν ἐπέµβαση ἀναισθησιολόγου. Καὶ τέταρτον, ἡ διενέργεια τῆς ἄµβλωσης σὲ ὀργανωµένη νοσηλευτικὴ µονάδα. Ἐὰν λείπει ἔστω καὶ µία ἀπὸ τὶς τέσσερεις αὐτὲς προϋποθέσεις ἡ ἄµβλωση τιµωρεῖται ποινικά, ἀκόµα καὶ ἂν συντρέχει κάποια ἀπὸ τὶς προβλεπόµενες στὸ νόµο «ἐνδείξεις».
Διαβάζοντας τὰ παραπάνω δὲν µπορεῖ νὰ µὴν παρατηρήσει κανεὶς ὅτι ἡ προστασία τοῦ κυοφορούµενου εἶναι σηµαντικὰ µειωµένη σὲ σχέση µὲ τὴν προστασία τοῦ γεννηµένου ἀνθρώπου, ἕως µηδαµινή, ἀφοῦ µπορεῖ αὐτὸς νὰ θανατωθεῖ κατὰ τὸ πρῶτο τρίµηνο τῆς κύησης! Ἡ ὑποβάθµιση αὐτὴ τοῦ κυοφορούµενου ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση µὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδοξίας µας, σύµφωνα µὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει ἐξ ἄκρας συλλήψεως.
Ἂς δοῦµε τώρα ποιὰ προστασία παρέχει στὸ κυοφορούµενο τὸ Ἀστικὸ Δίκαιο, δηλαδὴ τὸ γενικὸ Δίκαιο, ποὺ ρυθµίζει τὶς σχέσεις τῶν ἰδιωτῶν.
Μὲ τὸ ἄρθρο 36 τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα ἀπονέµεται σὲ αὐτὸν ἱκανότητα Δικαίου. Ἱκανότητα Δικαίου εἶναι ἡ ἱκανότητα κάθε προσώπου νὰ εἶναι ὑποκείµενο δικαιωµάτων, ὑποχρεώσεων, ἔννοµων σχέσεων (δηλαδὴ σχέσεων τοῦ προσώπου πρὸς ἄλλα πρόσωπα ἢ πράγµατα, οἱ ὁποῖες ρυθµίζονται ἀπὸ τὸ δίκαιο, ὅπως εἶναι λ.χ. ἡ συγγένεια) καὶ ἔννοµων καταστάσεων (λ.χ. ἰθαγένεια, κατοικία). Σὲ τελευταία ἀνάλυση ἡ ἱκανότητα Δικαίου εἶναι ἔννοια ταυτόσηµη µὲ τὴν προσωπικότητα. Γιὰ αὐτὸ τὸ λόγο προστατεύεται ἀπὸ τὶς διατάξεις τῶν ἄρθρων 2 καὶ 5 παράγραφος 1 τοῦ Συντάγµατος καὶ εἶναι ἀναπαλλοτρίωτη, δὲν µπορεῖ δηλαδὴ νὰ περιορισθεῖ µὲ νόµο ἢ νὰ λάβει χώρα παραίτηση ἀπὸ αὐτήν.
Ἡ ἱκανότητα Δικαίου προϋποθέτει κατ’ ἀρχὴν τὴν ὕπαρξη προσώπου. Σύµφωνα µὲ τὸ ἄρθρο 35 τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα « τὸ πρόσωπο ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει µόλις γεννηθεῖ ζωντανό». Τὸ ἔµβρυο δηλαδὴ θεωρεῖται ἀνύπαρκτο γιὰ τὸ Ἀστικὸ Δίκαιο µέχρι νὰ ἀποχωρισθεῖ ζωντανὸ ἀπὸ τὸ µητρικὸ σῶµα, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν εἶναι ἢ ὄχι βιώσιµο. Ἡ ρύθµιση αὐτὴ εἶναι ἐξαιρετικὰ ἀνεπιεικὴς γιὰ τὸ κυοφορούµενο, γιὰ αὐτὸ καὶ κρίθηκε σκόπιµη γιὰ τὴν προστασία του ἡ συµπλήρωσή της µὲ τὸν κανόνα τοῦ ἄρθρου 36, ποὺ ὁρίζει ὅτι: «ὡς πρὸς τὰ δικαιώµατα ποὺ τοῦ ἐπάγονται, τὸ κυοφορούµενο θεωρεῖται γεννηµένο, ἂν γεννηθεῖ ζωντανό»!
Πολλὲς φορὲς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐγκυµοσύνης λαµβάνουν χώρα περιστατικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ κυοφορούµενο θὰ ἀντλοῦσε δυνάµει τοῦ νόµου δικαιώµατα ἂν ἦταν ζωντανό, ὅπως λ.χ. ὁ θάνατος ἑνὸς συγγενικοῦ του προσώπου. Ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 36 τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα δίνει στὸ κυοφορούµενο τὴν ἱκανότητα νὰ ἀποκτήσει τὰ δικαιώµατα αὐτά, ἤδη ἀπὸ τὸ χρόνο τῆς ἐγκυµοσύνης, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅµως, ὅτι θὰ γεννηθεῖ ζωντανός! Ἡ κτήση δικαιωµάτων ἀπὸ τὸ κυοφορούµενο εἶναι, δηλαδή, προσωρινὴ καὶ µετέωρη µέχρι νὰ γεννηθεῖ αὐτὸ ζωντανό! Μὲ τὴ γέννησή του ἀποκτᾶ τὰ δικαιώµατα ἀναδροµικά(!) ἀπὸ τὸ χρόνο ἐπαγωγῆς τους. Ἂν τὸ κυοφορούµενο δὲν γεννηθεῖ ζωντανό, θεωρεῖται ὅτι ποτὲ δὲν ἀπέκτησε κανένα δικαίωµα.
Βλέπουµε λοιπόν, ὅτι ὁ νοµοθέτης καταφεύγει σὲ µία κατασκευὴ περίπλοκη καὶ ἄδικη γιὰ τὸ κυοφορούµενο, ποὺ θὰ εἶχε ἀποφευχθεῖ ἂν γινόταν δεκτὴ ἡ ὕπαρξη τοῦ προσώπου ἐξ ἄκρας συλλήψεως, σύµφωνα µὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας µας καὶ ἔτσι ἀπὸ Δίκαιο καταντᾶ ὑψίστη ἀδικία, ἡ ὁποία ὑπαγορεύθηκε στὴ Νοµικὴ ἐπιστήµη γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ πολιτικὴ σκοπιµότητα καὶ νὰ ὑπηρετηθεῖ ἡ κοινωνικὴ δολοφονικὴ ἀγριότητα τῆς ἐποχῆς µας!
Γιὰ νὰ γίνει κατανοητὴ ἡ κατασκευὴ αὐτὴ –τὸ «πλάσµα δικαίου» ὅπως λέγεται- χρήσιµο θὰ ἦταν νὰ δοῦµε ἕνα παράδειγµα:
Ὁ Α εἶναι παντρεµένος µὲ τὴ Β, ποὺ εἶναι ἔγκυος. Κατὰ τὸν τρίτο µήνα τῆς ἐγκυµοσύνης τῆς Β ὁ Α σκοτώνεται σὲ αὐτοκινητιστικὸ δυστύχηµα, ἀπὸ ὑπαιτιότητα τοῦ ὁδηγοῦ Γ. Ἤδη ἀπὸ τὸ χρόνο θανάτου τοῦ Α, ποὺ εἶναι σύµφωνα µὲ τὸ Ἀστικὸ Δίκαιο πατέρας τοῦ κυοφορούµενου, ὁ τελευταῖος ἀποκτᾶ δικαίωµα νὰ κληρονοµήσει τὸν πατέρα του. Ἀναλαµβάνει δὲ καὶ τὶς ὑποχρεώσεις τῆς κληρονοµίας, λ.χ. τὰ χρέη της, µὲ βάσει τὸ ἄρθρο 1711 τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα. Ἀποκτᾶ ἐπίσης τὸ κυοφορούµενο δικαίωµα νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Γ ἀποζηµίωση γιὰ τὴ µελλοντικὴ διατροφή του καὶ ἀποκατάσταση τῆς ψυχικῆς ὀδύνης του. Ἐὰν ὁ Α εἶχε ἀνοίξει κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐγκυµοσύνης τραπεζικὸ λογαριασµὸ ὑπὲρ τοῦ παιδιοῦ, τὸ παιδὶ γίνεται δικαιοῦχος τοῦ λογαριασµοῦ ἤδη ἀπὸ τὸ ἄνοιγµά του. Σὲ περίπτωση δὲ ποὺ κάποιος τραυµατίσει τὴ Β κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐγκυµοσύνης της, µὲ συνέπεια νὰ γεννηθεῖ τὸ παιδὶ µὲ σωµατικὸ ἐλάττωµα, τὸ κυοφορούµενο ἀποκτᾶ δικαίωµα νὰ ζητήσει ἀποκατάσταση τῆς ζηµιᾶς του αὐτῆς ἀπὸ τὸ χρόνο τοῦ τραυµατισµοῦ!
Ἐλλείψει τῶν ἄρθρων 36 καὶ 1711 τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα, τὸ παιδὶ δὲν θὰ µποροῦσε νὰ κληρονοµήσει τὸν πατέρα του, οὔτε νὰ ἀποκτήσει κανένα ἄλλο ἀπὸ τὰ δικαιώµατα ποὺ παραπάνω ἀναφέραµε. Χάριν τῶν ρυθµίσεων τῶν ἄρθρων αὐτῶν, ἐὰν τὸ παιδὶ γεννηθεῖ ζωντανό, ἀποκτᾶ τὰ παραπάνω δικαιώµατα καὶ τὶς ὑποχρεώσεις τῆς κληρονοµίας-καθὼς καὶ κάθε ἄλλο δικαίωµα ποὺ τυχὸν ἐπαχθεῖ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐγκυµοσύνης- ἀναδροµικὰ ἀπὸ τὸ χρόνο ἐπαγωγῆς τους, δηλαδὴ τὸ θάνατο τοῦ Α, τὸ ἄνοιγµα τοῦ τραπεζικοῦ λογαριασµοῦ ἢ τὸν τραυµατισµὸ τῆς Β. Ἐὰν τὸ ἔµβρυο ἀποβληθεῖ ἢ τὸ παιδὶ γεννηθεῖ νεκρό, τότε θεωρεῖται ὅτι δὲν ἀπέκτησε ποτὲ ἱκανότητα δικαίου, οὔτε δικαιώµατα, οὔτε κληρονοµικὲς ὑποχρεώσεις. Ὁµοίως, ἂν ἡ Β διακόψει τὴν ἐγκυµοσύνη της ἐντὸς τοῦ πρώτου τριµήνου αὐτῆς, ἀσκῶντας τὸ δικαίωµα ποὺ τῆς δίνει ὁ Ποινικὸς Νόµος, ἀναιροῦνται ἀναδροµικὰ ὅλα τὰ δικαιώµατα τοῦ κυοφορούµενου.
Ἡ Β ἀπὸ τὴν ἄλλη µεριὰ δὲν χάνει οὔτε τὴν προσωπική της ἐλευθερία, ἀφοῦ δὲν φυλακίζεται, οὔτε καὶ κανένα ἀπὸ τὰ ἰδιωτικά της δικαιώµατα. Δὲ στερεῖται κἂν τοῦ δικαιώµατός της νὰ κληρονοµήσει τὸν σύζυγό της, ἀφοῦ ἡ θανάτωση τοῦ ἐµβρύου µὲ διακοπὴ τῆς ἐγκυµοσύνης δὲ συνιστᾶ λόγο κληρονοµικῆς ἀναξιότητας!
Κληρονοµικὴ ἀναξιότητα ὀνοµάζεται ἡ µὲ δικαστικὴ ἀπόφαση ἔκπτωση τοῦ κληρονόµου ἀπὸ τὸ κληρονοµικό του δικαίωµα, ἐξαιτίας ὁρισµένων ἀδίκων πράξεών του. Οἱ πράξεις ποὺ ἐπιφέρουν ἀναξιότητα προβλέπονται περιοριστικὰ στὸ ἄρθρο 1860 τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα, ὅπου µεταξὺ ἄλλων ἀναφέρεται: «Ἀνάξιος νὰ κληρονοµήσει εἶναι α) Ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ πρόθεση θανάτωσε ἢ ἀποπειράθηκε νὰ θανατώσει τὸν κληρονοµούµενο, τὰ τέκνα, τοὺς γονεῖς ἢ τὸν σύζυγο τοῦ κληρονοµούµενου (…)» Τὰ κίνητρα τῆς πράξης θανάτωσης εἶναι ἀδιάφορα. Ἡ ἄµβλωση ὅµως, ἐπιτρεπτὴ ἢ ἀνεπίτρεπτη, δὲν θεωρεῖται ὡς πράξη θανάτωσης, ἀφοῦ ὁ κυοφορούµενος –κατὰ τὸν Νοµοθέτη τῆς ἀδικίας– δὲν εἶναι ἄνθρωπος! Ἡ µητέρα, ἑποµένως, ποὺ χωρὶς τὴ σύµφωνη γνώµη τοῦ πατέρα, συναινεῖ στὴ διακοπὴ τῆς ἐγκυµοσύνης της, θανατώνοντας τὸ ἔµβρυο, κληρονοµεῖ τὸν θανόντα σύζυγό της!
Ἤδη τὸ 1974, ὁ Νικόλαος Ἀνδρουλάκης ἀναρωτιόταν: «Εἶναι ὀρθὸν ἡ ποινικὴ προστασία τοῦ παιδὸς νὰ ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ κατὰ τὸ µᾶλλον ἢ ἧττον τυχαίου γεγονότος, ἂν εὑρίσκεται εἰσέτι ἐν τῷ µητρικῷ σώµατι ἢ ἂν ἔχει ἤδη γεννηθεῖ;» Εἶναι ὀρθόν, προσθέτουµε σήµερα, τόσο ἡ ποινικὴ ὅσο καὶ ἡ ἀστικὴ προστασία τοῦ παιδιοῦ νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἂν ἄλλοι ἄνθρωποι, καὶ µάλιστα οἱ ἴδιοι του οἱ γονεῖς, ἀποφάσισαν ὅτι θὰ γεννηθεῖ ἢ δὲν θὰ γεννηθεῖ;
Οὐσιαστικά, στὶς περιπτώσεις τῆς ἐπιτρεπόµενης κατὰ τὸ Ποινικὸ Δίκαιο διακοπῆς τῆς ἐγκυµοσύνης, ποὺ παραπάνω ἀναλύσαµε, ὁ θάνατος τοῦ ἐµβρύου κατὰ Θεία παραχώρηση ἐξοµοιώνεται νοµικὰ µὲ τὴ θανάτωσή του µὲ ἀνθρώπινη σκόπιµη δολοφονικὴ ἐνέργεια! Ὁ ἄνθρωπος ὅµως δὲν εἶναι Θεός. Ἀπὸ ποῦ ἀντλεῖ τὸ δικαίωµα νὰ ἀποφασίζει- καὶ µάλιστα ἐλεύθερα, χωρὶς νὰ ὑφίσταται καµία ἔννοµη συνέπεια- γιὰ τὸ ποιὸς θὰ ζήσει καὶ ποιὸς θὰ πεθάνει, στερῶντας ἀπὸ ἑκατοµµύρια παιδιὰ κάθε χρόνο τὸ θεόσδοτο δικαίωµα νὰ δοῦν τὸν Ἥλιο τῆς Ζωῆς;
Ἀγγελικὴ Εὐθ. Ζώη
Νοµικὸς
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 152
Ἀπρίλιος 2015
Πηγή: Θρησκευτικά
Η θρησκεία έπαιζε, παίζει και θα συνεχίσει όπως φαίνεται να παίζει έναν κεντρικό ρόλο στην οργάνωση της ζωής των πιστών απανταχού της Γης.
Σε ολόκληρο τον κόσμο υπάρχουν αναρίθμητες θρησκείες, με τις περισσότερες εξ αυτών να περιλαμβάνουν πλήθος υπό-αιρέσεων.
Σήμερα η Telegraph δημοσιεύει μια εικονοποιημένη έρευνα που καταγράφει το πώς και πόσο κοντά στη θρησκεία προσδιορίζουν τον εαυτό τους οι κάτοικοι του πλανήτη μας. Τα δυο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού δηλώνουν πιστοί και κοντά στη θρησκεία, όπως φαίνεται από το γράφημα.
Τι συμβαίνει στη χώρα μας:
Όπως φαίνεται από την έρευνα που δημοσιεύει η Telegraph, οι περισσότεροι συμπατριώτες μας αυτοπροσδιορίζονται ως πιστοί ή κοντά στη θρησκεία.
Λιγότεροι λένε πως δεν είναι κοντά στη θρησκεία, ενώ μόλις 6 στους 100 ερωτηθέντες αυτοπροσδιορίζονται ως άθεοι.
Σύμφωνα πάντως με πρόσφατη δημοσκόπηση που έκανε το "Βήμα" και επικαλούμενο διαχρονική έρευνα της Κάπα Research, από το 2006 ως σήμερα το ποσοστό των Ελλήνων που δηλώνουν θρησκευόμενοι έχει μειωθεί κατά 34%. Το ποσοστό των πιστών που πηγαίνουν τουλάχιστον μία φορά στην εκκλησία μειώθηκε κατά 16%.
Σχετικά µε άλλους λαούς του σύγχρονου κόσμου οι Ελληνες παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα πίστης και θρησκευτικής συνείδησης. Το 81,4% αισθάνονται χριστιανοί ορθόδοξοι, ενώ πάνω από επτά στους δέκα δηλώνουν την πίστη τους στον Θεό. Οσον αφορά τις θρησκευτικές συνήθειες, 55,8% συνηθίζουν να κάνουν τον σταυρό τους όταν περνούν από εκκλησία.
Η πλειονότητα των ερωτηθέντων τάσσεται υπέρ της διατήρησης των θρησκευτικών συμβόλων στα σχολεία (51,3%) αλλά αυξάνεται προοδευτικά το ποσοστό εκείνων που προτιμούν να παραμείνει ως προαιρετικό και ως μάθημα επιλογής το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία.
Από 23,1% το 2006 τάσσεται σήμερα υπέρ αυτής της άποψης το 40,8%, ενώ το 44,3% δηλώνει ότι προτιμά να παραμείνει υποχρεωτικό αλλά να διδάσκονται όλα τα δόγματα. Ταυτόχρονα το 65,6% δηλώνει ότι η ομοφυλοφιλία είναι ένας τρόπος ζωής που πρέπει να γίνει αποδεκτός από την κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα το 50,5% τάσσεται κατά του γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου.
Σε σχέση µε δέκα χρόνια πριν η πίστη και οι θρησκευτικές συνήθειες των Ελλήνων δείχνουν να βρίσκονται σε γενική πτώση. Συγκεκριµένα το ποσοστό εκείνων που δήλωναν χριστιανοί ορθόδοξοι το 2006 ήταν σηµαντικά υψηλότερο σε σχέση µε σήµερα (96,9%), ενώ σηµαντική άνοδος φαίνεται να υπάρχει στο ποσοστό εκείνων που δηλώνουν άθεοι (14,7% από µόλις 2% το 2006). Επίσης η πίστη στον Θεό παρουσιάζεται µειωµένη κατά 17,5% σε σχέση µε το 2005.
Για να δείτε τα αποτελέσματα της έρευνας ανά κράτος, πατήστε με τον κέρσορα σε κάθε χώρα ή γράψτε το όνομα της στο "search" πάνω στον διαδραστικό χάρτη:
Με πληροφορίες από: telegraph, το Βήμα, Κάπα Research
Πηγή: news247
Ποτέ καί πουθενά, σέ καμμία θρησκεία ψεύτικη ἤ φιλοσοφία ἀνθρώπινη, ποτέ κανείς δέν ἐσκέφθηκε, εἴτε στά σοβαρά, εἴτε στά ἀστεῖα, πώς ἦταν δυνατόν νά νικηθῆ ὁ πιό ἀνεπιθύμητος παρείσακτος στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας, ὁ θάνατος, πού ἀναμφισβήτητα ἀποτελεῖ τήν κορυφαία ὀδύνη τῆς παρούσης ζωῆς.
Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ, πού κατήργησε τόν θάνατο, ἔχει ὡς ἄμεσο ἀποτέλεσμα τήν κοινή ἀνάστασι τῶν νεκρῶν. Αὐτό εἶναι ἀλήθεια ἀκραιφνῶς χριστιανική. Δέν τήν ἐπενόησαν οἱ Μαθηταί τοῦ Χριστοῦ, αὐτοί οἱ ἁπλοί ψαράδες, πού προφανῶς δέν εἶχαν καμμία διάθεσι γιά φιλοσοφίες καί θεωρίες. Ἡ νίκη κατά τοῦ θανάτου δέν εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόησι, ἀλλά ἔργο καί ἀποκάλυψι τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Τριαδικοῦ Θεοῦ πρός τόν πεσμένο ἄνθρωπο.
Ποτέ κανείς στήν ἀρχαιότητα, ἀπό τόν πιό σοφό, διανοούμενο, ἐπιστήμονα, φαντασιόπληκτο, ρομαντικό, μέχρι τόν πιό ἀφελῆ, ψεύτη, παραμυθᾶ, ποτέ κανείς δέν ἐσκέφθηκε πώς ἦταν δυνατόν νά νικηθῆ ὁ θάνατος. Δέν εἶχε γραφεῖ οὔτε στά παραμύθια. Δέν ὑπῆρχε κἄν σάν νοσταλγία, ὄχι διότι οἱ ἄνθρωποι δέν θά τό ἐπιθυμοῦσαν, κάθε ἄλλο. Ἁπλῶς τούς ἦταν τόσο ἄπιαστο πρᾶγμα, πού οὔτε κἄν ἐτόλμησαν νά τό ἐπιθυμήσουν, ἤ νά τό διανοηθοῦν. Καί ὅλοι γνωρίζομε καλά, ὅτι στήν ζωή ἐπιθυμοῦμε ἐκεῖνα τά πράγματα πού ἔχομε κάποια, ἔστω ἐλαχίστη, πιθανότητα νά τά ἐπιτύχωμε ἤ ἔχομε δεῖ ἄλλους νά τά ἔχουν ἐπιτύχει.
Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι ἁπλῶς μία διδασκαλία, ἀλλά πρωτίστως εἶναι γεγονότα χειροπιαστά καί κατοχυρωμένα, ἀπό τά ὁποῖα ἐκπηγάζει αὐτομάτως χωρίς λόγια ἡ ἀλήθεια τῆς κεντρικῆς του τουλάχιστον διδασκαλίας περί Θεοῦ, ἀνθρώπου, κόσμου, κλπ. Ἐν προκειμένῳ, ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν εἶναι συνέπεια τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἐφ᾽ ὅσον ὁ Χριστός προεῖπε ὅτι θά ἀναστηθῆ, καί ἔτσι ἔγινε, καί ὁ ἴδιος εἶπε ὅτι θά ἀναστηθοῦμε, τότε, ἐφ᾽ ὅσον ἐπραγματώθη τό ἕνα, εἶναι βέβαιο ὅτι θά συμβῆ καί τό ἄλλο, ἐφ᾽ ὅσον καί τά δύο εἶναι ἐξ ἴσου ἀνθρωπίνως ἀδύνατα.
Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ ἔχει διπλῆ κατοχύρωσι, προφητική καί ἱστορική, ἄρα εἶναι τό πιό βέβαιο γεγονός στήν ἀνθρώπινη ἱστορία. Γι᾽ αὐτό, πάλιν καί πολλάκις, Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΓΟΛΓΟΘΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΟΥ ΤΑΦΟΥ*
Αρχιεπισκόπου Ιορδάνου Τ.Π. Θεμελή - Αγία Σιών, τεύχη Γ' - Δ' Ιεροσόλυμα 1928
Τα δημόσια Οικοδομήματα του Πασχαλίου Χρονικού εξηγήθηκαν εικαστικά (καλλιτεχνικά) από τον πατέρα Germer Durand.[1] Αυτός έκανε την υπόθεση ότι το τετράνυμφο θα είναι η πηγή του Σιλωάμ, η οποία έχει μνημονευθεί από τον προσκυνητή των Βορδιγάλλων ως «quadriporticus», δηλαδή ως τέσσερις περίστυλοι. Ασφαλώς, υπάρχει η βεβαίωση ότι ο Αυτοκράτορας στην περιοχή του Ιουδαϊκού ναού ανήγειρε ναό του Καπιτωλίου Διός και έστησε μέσα σε αυτόν ένα άγαλμά του.[2] Ο προσκυνητής των Βορδιγάλλων (333) λέει ότι είδε δύο αγάλματα του Αδριανού(;). Αυτή η άποψη αποδείχθηκε αργότερα λανθασμένη, αλλά πρόλαβε να παγιδεύσει και τον ίδιο τον Γερμανό καθηγητή της Βόννης Krafft, ο οποίος από την επιγραφή που υπήρχε συμπέρανε ότι η πύλη σε εκείνο το σημείο ήταν έργο του Αδριανού. Και ο A. Thierry κατά τον ίδιο τρόπο υποστήριξε ότι τα δύο αγάλματα είναι του Αδριανού. [3]
Πολλοί θεωρούν ότι άδικα τα δύο αγάλματα αποδόθηκαν στον Αδριανό. Το ένα από αυτά τα δύο παριστάνει τον Αντωνίνο τον Ευσεβή, διότι από έξω από τον περίβολο του Haram-ech-Cherif προς τα δεξιά και απέναντι από την πύλη της κάτω πλευράς του El-Aksa φαίνεται στο τείχος επιγραφή, η οποία αποτελεί μέρος της βάσης του αγάλματος:
TITO AEL. HADRIANO
ANTONINO AVG. PIO
P. P. PONTIF. AVGVR.
D. D.
Αυτή η επιγραφή σημαίνει: «προς τιμή του Αυτοκράτορα Καίσαρα Τίτου Αιλίου Αδριανού Αντωνίνου Αυγούστου του Ευσεβούς, Πατέρα της Πατρίδος, Ποντίφικα, Προφήτη με απόφαση των βουλευτών».[4]
Από τους "θεούς", εκτός από τον Δία, λατρεύονταν ο Βάκχος, ο Σέραπις, οι Διόσκουροι και η Αφροδίτη. Δεν είναι, όμως, γνωστό πότε εισήχθη η λατρεία αυτών των θεών, αλλά είναι αναμφίβολο ότι αυτοί εδώ οι ναοί υπήρξαν πράγματι στην Ιερουσαλήμ.
Ο Ευσέβιος λέει ότι στους Αγίους Τόπους ασεβείς άνδρες έστησαν άγαλμα στην Αφροδίτη, ενώ ο Νικητής Κωνσταντίνος στην επιστολή του προς τον Επίσκοπο Ιεροσολύμων γράφει ότι στον ιερό τόπο υπήρχε απρεπέστατο άγαλμα. Τα ίδια επαναλαμβάνουν και οι ιστορικοί Σωκράτης, Σωζόμενος και Αλέξανδρος ο Μοναχός, χωρίς, όμως, να προσδιορίζουν το χρόνο της ίδρυσης αυτού του αγάλματος. Μόνο ο Ιερώνυμος γύρω στα 395[5] λέει ότι από τον Αδριανό μέχρι τον Κωνσταντίνο υπήρχε άγαλμα του Δία στον τόπο της Αναστάσεως και της Αφροδίτης πάνω στον Γολγοθά. Τελευταία ερευνήθηκε από το Αγγλικό Παλαιστινολογικό τύπο η άποψη ότι μετά την καταστροφή από τον Τίτο, οι ειδωλολάτρες στην Ιερουσαλήμ ανήγειραν ναό της Αστάρτης στη θέση του Παναγίου Τάφου.[6]
Για αυτό το γεγονός υπάρχει η ένσταση, την οποία τονίζει ο Crome και άλλοι σε υπερβολικό βαθμό, ότι οι Ρωμαίοι ποτέ δεν ίδρυαν τους ναούς τους στους τόπους των θανατικών τους εκτελέσεων, τους οποίους η θρησκευτική συνείδηση θεωρεί ανόσιους και βέβηλους.[7]
Η αλήθεια είναι ότι ο τόπος του Γολγοθά δεν ήταν ούτε εκ φύσεως ούτε από το νόμο ένας τόπος θανατικών εκτελέσεων∙ απλά, εκεί συνέβη η σταύρωση του Χριστού και των ληστών. Έπειτα, όμως, όταν αυτή η τοποθεσία συμπεριλήφθηκε στην πόλη με τα νέα τείχη του Αδριανού, θεωρήθηκε ότι ήταν ιερή και από τους ίδιους τους ειδωλολάτρες, χωρίς να επηρεάσει τις προλήψεις τους το μεμονωμένο γεγονός της σταύρωσης. Εκτός από αυτό, ο Γολγοθάς, από τη σταύρωση του Κυρίου και εξής, δεν είναι πλέον φρικτό ξύλινο κατασκεύασμα των κακούργων. Εδώ, στον Γολγοθά, σβήνει η κάθε αμαρτία, πηγάζει η σωτηρία και γι' αυτό στη χριστιανική συνείδηση θεωρείται μεγαλοπρεπές και συγχρόνως σεμνό θυσιαστήριο. Αυτό που είναι σιχαμερό για τον ειδωλολάτρη και τον Ιουδαίο γίνεται ποθητό και τίμιο για τον Χριστιανό.[8] Γι' αυτό ο Γολγοθάς από τη στιγμή της σταύρωσης είναι ο πιο ιερός τόπος. Η αντιπάθεια, από την άλλη, των ειδωλολατρών προς τους χριστιανούς, κάλλιστα θα μπορούσε να εξηγήσει την ίδρυση ειδωλολατρικού ναού στον Γολγοθά. Και η ίδια η ιστορία μαρτυρεί τη μετατροπή των ειδωλολατρικών ναών σε εκκλησίες και των εκκλησιών σε τεμένη. Ο Ρουφίνος (345-410) λέει[9] ότι το άγαλμα της Αφροδίτης στήθηκε εκεί που σταυρώθηκε ο Ιησούς, ώστε οι χριστιανοί, οι οποίοι τιμούσαν αυτόν τον τόπο, αντί να αποδίδουν τη λατρεία στον Χριστό, να την αποδίδουν στην Αφροδίτη. Ο Παυλίνος από τη Νώλη (353-431) γράφοντας προς τον Σεβήρο[10] λέει ότι ο Αδριανός, επειδή ήθελε φανερά να σβήσει τη Χριστιανική πίστη με την εξαφάνιση των αγίων Τόπων, έστησε άγαλμα του Δία εκεί. Ο Σουλπίκιος Σεβήρος (363-420) αναφέρει ότι τα αγάλματα των δαιμόνων ήταν στο ναό, εκεί όπου ο Κύριος έζησε τα πάθη Του. Ο Αμβρόσιος (340) στον ψαλμό XLVII (47) αναφέρεται στον Γολγοθά λόγω του αγάλματος της Αφροδίτης «Venerarium»[11] που υπήρχε εκεί.
Την ύπαρξη τέτοιων ναών στο μέρος αυτό, εκτός από τις ιστορικές ενδείξεις που έχουν μνημονευθεί παραπάνω, πιστοποιεί και η νομισματική.[12] Άλλωστε και η ίδια η λέξη Γολγοθάς που συγγενεύει με το κοσμητικό επίθετο Calva της Αφροδίτης υποδηλώνει κάποια παρόμοια σύνδεση με το Καπιτώλιο. Αυτή η λέξη παράγεται από το caput: κεφάλι και το Olus ή Tolus και σημαίνει κεφάλι του βασιλιά Όλου ή Τόλου που ανακαλύφθηκε στην κορυφή του Καπιτωλίνου λόφου στη Ρώμη, όταν τέθηκαν εκεί τα θεμέλια του ναού του Δία. Επομένως, και οι δύο λέξεις Καπιτώλιο και Γολγοθάς έχουν την ίδια σημασία και μπορούμε να πούμε ότι το Καπιτώλιο της Ιερουσαλήμ ήταν ο Γολγοθάς.[13]
Στον Καπιτωλίνο λόφο υπήρχε και ναός της Καπιτωλίνης Αφροδίτης ή της Συριακής Αστάρτης και ονομαζόταν Venus Victrix ή Calva, απ' όπου παράγεται το Calvaria που εξηγείται με τη λέξη Γολγοθάς. Αλλά ας επιμείνουμε πιο πολύ στην ετυμολογία. Στην Ανατολή η Αφροδίτη λατρευόταν στην Κύπρο και ιδιαίτερα στους Γολγούς, πόλη που πήρε το όνομά της από τον Γόλγο, γιο της Αφροδίτης, που απέκτησε με παράνομο γάμο. Κατά τον Sepp[14] η πόλη ονομάστηκε έτσι από το κωνοειδές σχήμα Heb; galgal golgol, το οποίο σχήμα πρωταγωνιστεί στις τελετές που είναι συνδεδεμένες με τη λατρεία της Αφροδίτης, την οποία αποκαλούν «γολγών άνασσα» (=βασίλισσα των γολγών).
Από τους νεότερους ερευνητές ο Mommert υποστηρίζει τη γνησιότητα του Γολγοθά ως εξής:
«Αναμφισβήτητα ήταν γνωστή η τοποθεσία του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου στους ανθρώπους που ζούσαν κατά το θάνατο και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, είτε ήταν φίλοι Του είτε εχθροί Του. Αυτό το μαρτυρούν ο Ιωάννης με τη Μαρία, τη Μητέρα του Ιησού, και τις ευσεβείς γυναίκες που στέκονταν δίπλα στον Σταυρό, οι βρισιές κατά του Χριστού από τους εχθρούς Του, η Αποκαθήλωση από τον Σταυρό, η φρουρά γύρω από τον Τάφο και η επίσκεψη του Πέτρου, του Ιωάννη και των ευσεβών γυναικών στην περιοχή, όπως διηγείται το ιερό Ευαγγέλιο.
Από αυτούς τους σύγχρονους, βέβαια, πολλοί ακόμα ζούσαν, όταν μετά από δέκα περίπου έτη από τον Σταυρικό θάνατο του Σωτήρα η πόλη επεκτάθηκε με το τείχος του Αγρίππα και περιέλαβε μέσα και τον Γολγοθά. Μερικοί επέζησαν και μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο γύρω στο 70 μ. Χ. Σχετικά με έναν Συμεών, γιο του Κλεόπα, που κατέλαβε την επισκοπική έδρα των Ιεροσολύμων το έτος 64, γνωρίζουμε ότι έζησε μέχρι την ηλικία των 129 ετών και πέθανε μαρτυρικά το 108, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Τραϊανός. Έτσι η μαρτυρία των συγχρόνων του Ιησού Χριστού φτάνει μέχρι το πρώτο τέταρτο του δεύτερου αιώνα. Είναι αναμφισβήτητο ότι μετά την επέκταση της πόλης και της επισκευής του επονομαζόμενου τρίτου τείχους του Αγρίππα, η μνήμη των αγίων Τόπων δεν έσβησε, καθώς ο Γολγοθάς βρισκόταν κοντά στο αποκαλούμενο δεύτερο τείχος και κοντά στις πύλες της πόλης, και οι οικοδομές που βρίσκονταν στο μέρος αυτό θα δυσκόλευαν την υπεράσπιση της πόλης. Στον Γολγοθά μέχρι και τη βασιλεία του Αδριανού δεν κτίστηκε κανένα οικοδόμημα, όπως συμπεραίνεται από το ότι ο Αδριανός, όταν έχτισε τα οικοδομήματα εκεί το 135, δεν κατεδάφισε κανένα κτίριο.
Αναμφισβήτητο είναι και ότι η καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο δεν μπόρεσε να σβήσει τη μνήμη των αγίων Τόπων. Σύμφωνα με εξήγηση των Ρωμαίων, η χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων έφυγε και εγκαταστάθηκε στην Πέλλα, πέρα από τον Ιορδάνη. Ο Επιφάνιος, ο Επίσκοπος της Κύπρου, κατά το 367 πληροφορεί ότι μετά την αναχώρηση του Τίτου η χριστιανική κοινότητα επανήλθε και πάλι στην πατρίδα της και εγκαταστάθηκε στα ερείπια της πόλης.
Αναμφισβήτητο είναι και το ότι το 135, όταν ο Αυτοκράτορας Αδριανός, μετά την κατάπνιξη της επανάστασης του Βαρ Κοχέβα, ίδρυσε πάνω στα ερείπια της αρχαίας Ιουδαϊκής Ιερουσαλήμ τη Ρωμαϊκή αποικία Αιλία, οι άγιοι Τόποι του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου ήταν καλά γνωστοί και οι χριστιανοί τους τιμούσαν∙ διότι διαφορετικά οι ειδωλολάτρες δε θα έστρεφαν την προσοχή τους στο μέρος αυτό και δε θα το μόλυναν με την ίδρυση ιερού της Αφροδίτης. Αναμφισβήτητο ακόμη είναι ότι οι χριστιανοί δεν ξέχασαν τους αγίους Τόπους, και όταν ακόμη δεν μπορούσαν να προσκυνήσουν εκεί. Οι πιστοί πραγματοποιούσαν τα ιερά προσκυνήματα στην Ιερουσαλήμ, οι επιστήμονες εξακολουθούσαν να καταγίνονται με τους αγίους Τόπους, όπως γίνεται φανερό από τους συγγραφείς Τερτυλλιανό, Ωριγένη, Κυπριανό, Αθανάσιο και Ιερώνυμο. Αλλά και πολλοί σκεπτικιστές συγγραφείς παραδέχονται ως δυνατή τη μέχρι του Μεγάλου Κωνσταντίνου διάσωση της παράδοσης σχετικά με την τοποθεσία των αγίων Τόπων. Διότι πράγματι, εάν εξαφανιζόταν κάθε αναφορά σχετικά με τον Γολγοθά, πώς θα μπορούσε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος να γράψει στον Επίσκοπο Ιεροσολύμων Μακάριο να στολίσει με οικοδόμημα το γνωστό άγιο Τόπο; Επομένως, η τοποθεσία του Γολγοθά ήταν τότε πολύ γνωστή σε όλους.[15]
Από την όλη έρευνα προκύπτει ως αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι η γνησιότητα του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου είναι τόσο αληθινή, όσο αληθινό και βέβαιο είναι ότι η Εκκλησία των Ιεροσολύμων διαφύλαξε άθικτη και αμιγή τη χριστιανική αλήθεια.
Φιλολογική επιμέλεια για την Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Τερζή Όλγα
Πτ. Φιλοσοφίας (Α.Π.Θ.)
(*) Βλέπε Τεύχος Δ'. 1928, σελ. 193.
[1] Echos d' Orient 1904 σελ.. 65-71. Revue Biblique I. σελ. 369-387. Περισσότερα για την Αιλία βλέπε Deyling's de Aeliae Capitolinae orig. et historia. Munter's History of the Jewish war under Trajan and Hadrian. Το έργο αυτό μεταφράστηκε στην Bibliotheca Sacra του Robinson σελ. 393-455.
[2] Δίων Κάσσιος LXIX, 12.
[3] Ο Άγιος Ιερώνυμος, μετάφραση Νικ. Ι. Σταματιάδου, Σάμος 1893, σελ. 168.
[4] F. de Saulcy, Jerusalem, Paris 1882 σελ. 87-88.
[5] Epist. 49 ad Paulin.
[6] The camp of the tenth Legion at Jerusalem and the city of Aelia από τον W. Wilson στο Pal. Exp. Fund 1905, σελ. 138-144.
[7] Coquerel, Topographie de Jerusalem σελ. 130-131.
[8] Η μεταβολή αυτή υπενθυμίζει πολύ φυσικά το «απομάκρυνε τους άθεους» του ιερού Πολυκάρπου και τη δύναμη του Ωριγένη. Στους ειδωλολατρικούς ναούς υπήρχε η συνήθεια να μοιράζονται κλαδιά από φοίνικα∙ ο Ωριγένης, αφού πήγε με τη βία σε ειδωλολατρικό ναό και μοίρασε τέτοια κλαδιά, είπε αμέσως: « Ελάτε να πάρετε όχι το κλαδί των ειδώλων, αλλά το βλαστό του Χριστού» (Επιφαν. αιρεσ. 1, 64).
[9] Εκκλησ. Ιστορ. X, 7.
[10] Epist. XXXI.
[11] «Dominus secundum coeli tractum in Venerario passus est, qui erat locus in parte aquilonis».
[12] F. de Sauley, Jerusalem, Paris 1882. Πρβλ. de Sauley Num. de la Terre Sainte σελ. 374. Palestine Exploration Fund 1903 σελ. 242.
[13] Pal. Explor. Fund 1902 σελ. 67-70.
[14] Das heilige Land I, 419.
[15] C. Memmert, Golgotha, 4-10∙ πρβλ. Νέα Σιών 1914,33.
Πηγή: (Αρχιεπισκόπου Ιορδάνου Τ.Π. Θεμελή - Αγία Σιών, τεύχη Γ' - Δ' Ιεροσόλυμα 1928), Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος
Η βεβαιότητα της ευλογίας, που έλαβαν οι πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης, υπάρχει διά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος· το αγαθό της πνευματικής νομοθεσίας κατορθώνεται διά της ελπίδος προς τον Άγιο Θεό· τα υπέρ φύση προφητικά λόγια των Προφητών ευαγγελίζονται και όλα αυτά είναι οι καρποί της χάριτος της παρούσης ημέρας, της Αναστάσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Διά του Σαββάτου της πρώτης κοσμογενείας σημαίνεται αυτό τούτο το ευλογημένο Σάββατο, «την της καταπαύσεως ημέραν», την οποίαν ευλόγησε ο Θεός περισσότερο απ’ όλες τις άλλες ημέρες. Διότι, πράγματι κατ’ αυτήν κατέπευσε απ’ όλα τα έργα του ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, διά της κατά τον θάνατο οικονομίας «τη σαρκί σαββατίσας»· και επανελθών εκεί όπου ήταν εξ αρχής, διά της αναστάσεως συνανέστησε όλο το ανθρώπινο γένος γενόμενος γι’ αυτούς ζωή, ανάσταση, ανατολή και ημέρα για όλους εκείνους που ήσαν βυθισμένοι μέσα στο σκοτάδι και ζούσαν κάτω από τη σκιά και την τυραννία του θανάτου.
Ας δούμε όμως μερικά γεγονότα που προμήνυσαν την Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ο Αβραάμ, ο πατέρας του Ισαάκ, δεν δίστασε να προσφέρει τον μονογενή αυτού υιό προσφορά και θυσία, και αντί αυτού αμνός σφαγιάζεται κρεμάμενος από το ξύλο (Γεν. 22:1-14). Ο Ισαάκ βαστάζει το φορτίο των ξύλων της ολοκάρπωσης και ο Υιός του Θεού φέρει το φορτίο των δικών μας αμαρτιών υπό του ξύλου του Σταυρού βαστάζων ως Θεός και ως Αμνός βασταζόμενος. Μέσα από την θυσία του προβάτου φανερώνεται το μυστήριο του θανάτου, μέσα από τον μονογενή φανερώνεται η ζωή, που δεν διακόπτεται από τον θάνατο. Ο Μωϋσής με την έκταση των χειρών διέγραφε τον τύπο του Σταυρού και διά του σχήματος αυτού κατέστρεψε την δύναμη του Αμαλήκ (Εξ. 17:11-12). Ο Προφήτης Ησαϊας αναφωνεί λέγοντας: «Παιδίον εγεννήθη ημίν, και υιός εδόθη ημίν· ου η αρχή εγενήθη επί του ώμου αυτού, μεγάλης βουλής Άγγελος» (Ησ. 9:6). Αυτό το παιδί, «ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη, και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτό άφωνος» (Ησ. 53:7)· και ως λέγει ο Προφήτης Ιερεμίας αυτό είναι «το αρνίον το άκακον, το αγόμενον του θύεσθαι» (Ιερ. 11:19). Ο Προφήτης Ιωνάς προδιαγράφει σαφώς το μυστήριο της τριημέρου ταφής και της αναστάσεως. Διότι, απαθώς καταδύεται υπό του κήτους, και χωρίς πάθος αναδύεται, παρ’ όλο που έμεινε στην κοιλία του κήτους τρεις μέρες και τρεις νύκτες, προδιαγράφοντας μ’ αυτό τον τρόπο την τριήμερο ταφή και ανάσταση του Κυρίου (Ιωνάς 2:1. Ματθ. 12:40).
Με την Ανάσταση του Κυρίου λαμβάνει τέλος η σκιά των προδιαγραφομένων και γίνεται η απαρχή των νέων αγαθών. Διότι, ήλθε η Βασιλεία της ζωής και καταλύθηκε το κράτος του θανάτου. Στην ανθρωπότητα δημιουργήθηκε άλλη γέννηση, που δεν προξενείται «εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, αλλ’ εκ Θεού» (Ιωάν. 1:13) γενομένη· και άλλος τρόπος ζωής δόθηκε. Έτσι, πραγματοποιήθηκε η μεταστοιχείωσης της φύσεώς μας. Αυτός ο τόκος κυοφορείται διά της πίστεως· οδηγείται στο φως διά της αναγεννήσεως. Η Εκκλησία γίνεται η τροφός μητέρα· το προσφερόμενο γάλα είναι τα θεία διδάγματα· η τροφή, ο άρτος ο εξ ουρανού καταβάς· ο γάμος, η συμβίωση με την σοφία· παιδιά, οι ελπίδες· σπίτι, η Βασιλεία του Θεού· τέλος, αντί του θανάτου, προσφέρεται η αϊδιος ζωή και η μακαριότητα των αγίων.
«Αύτη εστίν ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος» (Ψαλμ. 117:24). Κατ’ αυτήν ο Θεός εποίησε «καινόν ουρανόν και καινήν γην» (Ησ. 65:17). Ο ουρανός είναι το στερέωμα της πίστεως στον Χριστό· η γη είναι η αγαθή καρδιά. Μέσα σ’ αυτή τη νέα κτίση, ο ήλιος είναι ο καθαρός βίος· τα αστέρια είναι οι αρετές· ο αέρας είναι η διαφανής πολιτεία· η θάλασσα είναι το βάθος του πλούτου της σοφίας και της γνώσεως· τα βλαστήματα είναι η αγαθή διδασκαλία και τα θεία διδάγματα, τα οποία η ποίμνη του Θεού τρεφομένη απολαμβάνει· τα καρποφόρα δένδρα είναι η εργασία των εντολών. Μέσα σ’ αυτή την νέα κτίση οικοδομείται ο αληθινός άνθρωπος, που πλάστηκε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» (Γεν. 1:26) του Θεού.
Η ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου έλυσε τον πόνο του θανάτου. Αυτή εμαιεύετο τον πρωτότοκο των νεκρών. Κατ’ αυτήν συνετρίβησαν οι πύλες του θανάτου. Κατ’ αυτή οι μοχλοί του Άδη συνεθλάσθησαν. Τώρα ανοίγεται το δεσμωτήριο του θανάτου. Τώρα κηρύσσεται η άφεση στους αιχμαλώτους. Τώρα γίνεται η ανάβλεψη στους τυφλούς. Τώρα πραγματοποιείται η εξ ύψους ανατολή επίσκεψη σ’ εκείνους που ήσαν καθήμενοι μέσα στο σκοτάδι και κάτω από την σκιά του θανάτου.
Το σώμα του Κυρίου κατήλθε κάτω στην καρδιά της γης, ώστε να μωράνει τον νουν του αρχεκάκου εχθρού. Διότι, επειδή ήταν αδύνατο ο άρχων του σκότους να προσμίξει την παρουσία του φωτός της Θεότητος με το δικό του σκότος, γι’ αυτό, μόλις είδε το θεοφόρο σώμα και επειδή είδε τα θαύματα που τέλεσε η Θεότητα δι’ αυτού, ήλπισε, ότι, εάν κρατήσει αυτό διά του θανάτου, θα κρατούσε και όλη την δύναμη που ευρίσκετο μέσα σ’ αυτό. Και χάρη στο δόλωμα της σαρκός αγκιστρώθηκε ο διάβολος πάνω στο αγκίστρι της Θεότητος (Ιώβ 40:24). Μ’ αυτή την ελπίδα δέχεται ο Άδης μέσα του Εκείνον, που επεδήμησε κάτω στους ανθρώπους από φιλανθρωπία.
Η αληθινή Σοφία του Θεού, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, κατέρχεται στη καρδιά της γης, για να εξαφανίσει απ’ αυτή τον μέγα της κακίας άρχοντα του σκότους, να φωτίσει το σκοτάδι, να νικηθεί η φθορά από την ζωή, να μεταχωρήσει το κακό στην ανυπαρξία και να καταργηθεί ο έσχατος εχθρός, που είναι ο θάνατος. Διότι, «πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρεώθησαν» (Ψαλμ. 13:3), και τίποτε το καλό δεν ευρίσκετο, παρά μόνον το όργανο της κακίας. Αυτή την σωρεία του κακού, που συγκεντρώθηκε από την καταβολή του κόσμου μέχρι της θείας οικονομίας, που πραγματοποιήθηκε στο πάθος του Κυρίου, διέλυσε ο Κύριος επιδεικνύοντας με την ανάστασή Του την θεία δύναμή Του, διά της οποίας αφάνισε την τόση κακία.
Το κακό επινοήθηκε από τον Διάβολο· η γυναίκα απατήθηκε από τον δράκοντα· και ο άνδρας απατήθηκε μέσον της γυναικός. Επειδή μέσα σ’ αυτά τα τρία κακά πλημμύρησε η κακία, γι’ αυτό χρειάσθηκε τρεις μέρες ο Κύριος για να εξαφανίσει τη αρρώστια. Την πρώτη ημέρα οι άνδρες καθαρίζονται· τη δεύτερη θεραπεύεται το γένος των γυναικών· τέλος, έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος και οι περί αυτόν αντικείμενες δυνάμεις.
Η Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είναι το σημαντικότερο γεγονός μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητος. Όταν, λοιπόν, πλησιάσουμε την Θεία Ευχαριστία και λάβουμε ως αναστάσιμο δώρο εκείνο το θείο Σώμα και το τίμιο Αίμα του Σωτήρος, ας μη το λάβουμε με λερωμένη την συνείδησή μας, μήτε το μνήμα της καρδιάς μας να μυρίζει από την δυσωδία των νεκρών έργων, όπως τα κόκαλα των νεκρών. Αλλά, ας τρέξουμε και εμείς για να δούμε το παράδοξο θαύμα, διότι ο Χριστός αναστήθηκε. Ας έχομε εμείς μέσα στα χέρια μας αντί τα αρώματα, την πολύτιμη πίστη. Ας μη αναζητούμε πλέον τον Ζώντα ανάμεσα στους νεκρούς, διότι «ουκ έστιν ώδε· ηγέρθη γαρ καθώς είπε. Δεύτε ίδετε τον τόπον όπου έκειτο ο Κύριος» (Ματθ. 28:6). Γι’ αυτό ας αναφωνήσουμε με πίστη και μ’ όλη μας την καρδιά το:
Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
Πηγή: Αναβάσεις
Οἱ κάρτες τεχνολογίας RFID “ἀνέπαφων συναλλαγῶν” παρουσιάζονται ὡς ἡ ἐπικρατοῦσα καὶ πλέον ἀσφαλὴς τεχνολογία, ποὺ μάλιστα ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2015 στὶς ΗΠΑ (καὶ ἀκολούθως στὴν Ἑλλάδα) πρόκειται νὰ ἐφαρμοσθῆ ἀποκλειστικὰ γιὰ ὅλες τὶς πιστωτικὲς καὶ χρεωστικὲς κάρτες. Σύμφωνα δὲ μὲ τὶς ἐξαγγελίες τοῦ Ὑπουργοῦ Οἰκονομικῶν τῆς χώρας μας, ἡ Κάρτα τοῦ Πολίτη θὰ ἔχη τὰ χαρακτηριστικὰ χρεωστικῆς κάρτας καὶ ἑπομένως κατὰ πᾶσα πιθανότητα θὰ εἶναι ἀντίστοιχης RFID τεχνολογίας καὶ ἀσφαλείας. “Ἀσφαλείας”; Τρόπος τοῦ λέγειν, βέβαια, καθὼς ὅπως ἔχουμε ἐπισημάνει καὶ παλιότερα ἐδῶ , ἡ τεχνολογία RFID εἶναιτ ξαιρετικὰ εὐάλωτη σὲ ἐπιθέσεις. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ σχετικὰ προβλήματα ἔχουν ἐπισημανθῆ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐπιστήμονες ποὺ ἔχουν ἀσχοληθῆ καὶ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἕως σήμερα ἔχουν σημειωθῆ πάρα πολλὰ κρούσματα κλοπῆς χρημάτων καὶ προσωπικῶν δεδομένων, οὐδεμία προσπάθεια γίνεται γιὰ νὰ βελτιωθῆ ἡ τεχνολογία αὐτὴ ἢ νὰ προτιμηθῆ κάποια ἄλλη, παρὰ ἀντίθετα, ὡς τεχνολογία, ἐπιβάλλεται καὶ προβάλλεται μὲ ἰδιαίτερο ζῆλο ἀπὸ τοὺς χρηματοπιστωτικοὺς ὀργανισμοὺς τοῦ πλανήτη μας, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ καταντᾶ πιὰ ὕποπτη. Ἂς θυμηθοῦμε ὅμως τὰ σχετικὰ λόγια τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου ἀπὸ τὸ χειρόγραφό του “Τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν” (εδώ) :
“Μετά λοιπόν ἀπό τήν κάρτα, καί τήν ταυτότητα, “τό φακέλλωμα” γιά νά προχωρίσουν πονηρά στό σφράγισμα, θά λένε συνεχεια στήν τηλεόραση, ὅτι πῆρε κάποιος τήν κάρτα τοῦ δείνα, καί τοῦ σήκοσε τά χρήματα ἀπό τήν τράπεζα. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, θά διαφημίζουν τό “τέλειο σύστημα” τό σφράγισμα στο χέρι ἤ στό μέτωπο μέ ἀκτίνες λέϊζερ, πού δέν θά διακρίνεται ἐξωτερικά, μέ τό 666 τό ὅνομα τοῦ ἀντιχρίστου”. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ ρεπορτὰζ ποὺ ἀκολουθεῖ σὲ Ἀμερικανικὸ Τηλεοπτικὸ σταθμὸ καὶ οἱ ἀντιδράσεις τῶν πολιτῶν, ὅταν διαπιστώνουν πόσο εὐάλωτα εἶναι τὰ προσωπικά τους δεδομένα καὶ οἱ οικονομίες τους. Σύντομα καὶ στὴ χώρα μας…
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
1. Τελείωσε πια η αληθινή κατάπαυση του Σαββάτου, που δέχτηκε την ευλογία του Θεού, κατά την οποία ο Κύριος αναπαύθηκε από όλα τα έργα του για τη σωτηρία του κόσμου τελώντας το Σάββατο της αργίας του θανάτου και έδειξε τη χάρη και στα μάτια και στις ακοές και στην καρδιά, με τα οποία τελέσαμε την εορτή, με όσα είδαμε, με όσα ακούσαμε και όσων τη χαρά δεχτήκαμε στην καρδιά μας. Γιατί το φως που βλέπουμε με τα μάτια μας ήταν το φως της πύρινης νεφέλης που σκορπίζουν οι λαμπάδες μας μέσα στη νύκτα, ο λόγος που όλες τις νύχτες αντηχεί στις ακοές μας με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές, κυλώντας με την ακοή σαν ένα ρεύμα μέσα στην ψυχή, μας γέμισε από αγαθές ελπίδες, ενώ η καρδιά, γεμάτη χαρά από τα λεγόμενα και βλεπόμενα, σφράγιζε την άφραστη μακαριότητα καθοδηγούμενη από τα φαινόμενα στο αόρατο, ώστε να είναι εικόνα των αγαθών εκείνων, «που ούτε μάτι είδε ούτε αυτί άκουσε ούτε ένιωσε καρδιά ανθρώπου» (Α´ Κορ 2, 9), τα αγαθά αυτής της ανάπαυσης, βεβαιώνοντας με την παρουσία τους την ανείπωτη ελπίδα των μελλοντικών.
2. Επειδή λοιπόν αυτή η φωτεινή νύχτα ένωσε το φως των λαμπάδων με τις ορθρινές ακτίνες του ήλιου κι αποτέλεσε μια συνεχή ημέρα που δεν τη διχοτόμησε η παρεμβολή του σκότους, ας σκεφτούμε, αδελφοί, την προφητεία που λέει, «αυτή είναι η ημέρα που έκανε ο Κύριος» (Ψαλμ. 117, 24), που δε μας προτείνει κάποιο έργο βαρύ και δυσκολοκατόρθωτο, αλλά χαρά και ευφροσύνη και αγαλλίαση, αφού αυτό μας είπε ο λόγος, «ας νιώσομε κατ αυτήν χαρά και αγαλλίαση» (Ψαλμ. 117, 24). Πόσο ωραία εντολή, πόσο ωραία νομοθεσία. Ποιος αναβάλλει ν ακούσει τέτοιες εντολές; Ποιος δε θεωρεί ζημία και τη μικρή αναβολή στην εκτέλεση της εντολής; Η ενέργεια είναι χαρά, η προσταγή αγαλλίαση, που διαλύουν την καταδίκη για αμαρτίες και μεταβάλλονται τα λυπηρά σε χαρά.
3. Αυτό είναι το απόφθεγμα της σοφίας, ότι σε ημέρα χαράς τα κακά αμνηστεύονται (Σοφία Σειρ. 11, 25). Η ημέρα αυτή επέφερε λήθη της πρώτης εναντίον μας απόφασης η καλύτερα όχι λήθη, αλλά αφανισμό. Γιατί έσβησε τελείως οτιδήποτε θύμιζε την καταδίκη μας. Τότε ο τοκετός γινόταν με πόνους (Γεν. 3, 16), τώρα η γέννηση γίνεται χωρίς ωδίνες. Τότε γεννηθήκαμε σάρκες από σάρκα, τώρα ό,τι γεννιέται είναι πνεύμα από Πνεύμα. τότε γεννηθήκαμε υιοί ανθρώπων, τώρα υιοί του Θεού. Τότε από τους ουρανούς ξεπέσαμε στη γη, τώρα ο επουράνιος έκανε ουράνιους κι εμάς. Τότε με την αμαρτία βασίλεψε ο θάνατος, τώρα παίρνει με τη σειρά της την εξουσία η δικαιοσύνη. Ένας άνοιξε τότε την είσοδο του θανάτου και τώρα με έναν μπαίνει στη θέση του θανάτου η ζωή. Με το θάνατο τότε ξεπέσαμε από τη ζωή και τώρα η ζωή αναιρεί το θάνατο. Τότε κρυφτήκαμε από ντροπή με τα συκόφυλλα (Γεν. 2, 7), τώρα πλησιάζομε τιμημένοι το ξύλο της ζωής. Τότε με την παρακοή διωχτήκαμε από τον Παράδεισο, τώρα μπαίνομε μέσα στον Παράδεισο με την πίστη. Πάλι βρίσκεται μπροστά μας και στην εξουσία μας για να τον απολαύσομε ο καρπός της ζωής (Γεν. 2, 9). Πάλι η πηγή του παραδείσου μοιράζεται σε τέσσερις κλάδους (Γεν. 2, 10) και με τα ποτάμια των ευαγγελίων ποτίζει ολόκληρη την Εκκλησία, ώστε και να μεθάνε τα αυλάκια των ψυχών μας, που όργωσε με το αλέτρι της διδασκαλίας ο σπορέας των λόγων (Μάρκ. 4, 15), και να πληθαίνουν της αρετής τα γεννήματα. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουν αυτοί; Τι άλλο παρά να μιμούνται με τα σκιρτήματά τους τα όρη και τα βουνά των προφητών. Γιατί λέει, «τα όρη σκίρτησαν όπως κριάρια και τα βουνά όπως μικρά αρνιά» (Ψαλμ. 113, 4).
4. Ελάτε λοιπόν κι ας χαρούμε με τον Κύριό μας που κατέλυσε τη δύναμη του εχθρού και ύψωσε για χάρη μας το μεγάλο τρόπαιο του σταυρού με τη συντριβή του αντιπάλου μας. Ας αλαλάξουμε.κι αλαλαγμός είναι οι επινίκιες ζητωκραυγές που υψώνουν οι νικητές κατά των νικημένων. Αφού λοιπόν συντρίφτηκε η παράταξη του εχθρού κι ο ίδιος ο αρχηγός της πονηρής δαιμονικής στρατιάς έφυγε και εξαφανίστηκε και κατάντησε πια μηδέν, ας πούμε ότι «ο Θεός είναι μεγάλος Κύριος και μεγάλος βασιλέας σ όλη τη γη» (Ψαλμ. 94,3. 46, 3) «αυτός που ευλόγησε το στέφανο του χρόνου με τα αγαθά της χρηστότητάς του» Ψαλμ. 64, 12) και μας συγκέντρωσε σ αυτήν την πνευματική χοροστασία στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο η δόξα ανήκει στους αιώνες. Αμήν.
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Ανάσταση! Ένας μοναδικός θρίαμβος. Ένας θρίαμβος όχι συνηθισμένων διαστάσεων, αλλά θρίαμβος κοσμικών, και χρονικώς αιωνίων διαστάσεων.
«Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω». «Εορταζέτω δε κόσμος ορατός τε και αόρατος», γιατί «τα σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται». «Άγγελοι και άνθρωποι την του Σωτήρος υμνούσι τριήμερον έγερσιν». «Λαοί υμνούσι... Πάσχα μέγα εξανατείλαν υπό του Αναστάντος εκ τάφου Χριστού του ζωοδότου και Λυτρωτού πάσης κτίσεως». «Ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια» αναγνωρίζουν το μεγάλο και μοναδικό γεγονός της Αναστάσεως. Και δικαιολογημένα ψάλλει η Εκκλησία θριαμβευτικά και με ακράτητον ενθουσιασμό την Ανάσταση. «Ώφθη φως απρόσιτον ημίν λάμπων από του τάφου ωραίος Χριστός ο Κύριος. Άδης ηχμαλώτισται. σατάν ηφάνισται. χαίρει κόσμου τα πέρατα», μέλπει Εκκλησία του Χριστού.
Και με το στόμα του μεγαλυτέρου ρήτορός της κράζει θριαμβευτικά:
«Μηδείς θρηνήτω πενίαν. εφάνη γαρ η κοινή βασιλεία. Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα. συγγνώμη εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον. ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Εσκύλευσε τον Άδην ο κατελθών εις τον Άδην... ο Άδης επικράνθη... Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου, Άδη, το νίκος; Ανέστη Χριστός, και συ καταβέβλησαι. Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες. Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν άγγελοι. Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς εν τω μνήματι. Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας».
(Κατηχητικός Λόγος Ιω. Χρυσοστόμου, Κυριακής Πάσχα).
Αυτόν τον ενθουσιασμό με παραλήρημα χαράς ανεκφράστου ακράτητο βιώνει η Εκκλησία μας πάντοτε, αλλά ιδιαίτερα αυτήν την περίοδο της επετείου της Αναστάσεως του Κυρίου. Και τον εκφράζει διαποτισμένον με πίστη απαρασάλευτη και ζώσα με την πλούσια και ασύγκριτη υμνολογία της. Αυτόν τον θρίαμβο εξυμνεί εκφράζοντας τα θεία και ουράνια αισθήματά της καλώντας σε συμμετοχή τους πάντες, ιδιαίτερα όμως ετούτες τις ημέρες, όλους τους πιστούς της. Και τους καλεί να συμμετάσχουν σε αυτά όχι για να προκαλέση στις ψυχές κάποια έντονα στιγμιαία ιερά συναισθήματα, αλλά μόνιμα βιώματα και πεποιθήσεις εσωτερικές ακλόνητες και οδηγητικές της πορείας μέσα στη ζωή του καθενός. Βιώματα εν πίστει, που να διαποτίζουν ολόκληρη την ύπαρξη, ώστε να αποτελούν όλο και πιο αποφασιστικά και με συνέπεια αποδοχή της καινής ζωής, που εμπνέει ο κενός τάφος ως μάρτυρας σιωπηλός μεν, αλλά αναμφίλεκτος, της αναχωρήσεως από αυτόν του προσωρινού Ενοίκου του, που αναχώρησε στο ολόφωτο βασίλειο του ουρανού ως ταυτόχρονα φορεύς και της εξαγιασμένης ανθρώπινης φύσεως της ενωμένης αχώριστα με την θεϊκή του φύση.
Είναι όμως αδύνατο να περιγράψη κανένας με λόγια το γεγονός, που ολόκληρο το σύμπαν, όλος ο υλικός και πνευματικός κόσμος, αδυνατεί και να περιχωρήση και να κατανοήση εις βάθος και να εκτιμήση ανάλογα με τη σημασία και το μέγεθός του. Και βέβαια είναι απολύτως αδύνατη η περιγραφή του και παρουσίασή του στα πολύ περιορισμένα χρονικά πλαίσια μιας πενιχρής ομιλίας. Παραμένει μόνο η θελκτικότητα του βιώματος και η διαισθητική προσέγγιση του μεγάλου αυτού μυστηρίου εν πίστει και χαρά αφ' ενός και εν βιώσει του στην πορεία και τον αγώνα της ζωής αφ' ετέρου.
Θα έπρεπε όμως να εκταθή υπέρμετρα ο λόγος και με ακροθιγή, έστω, αναφορά του στο άφραστον αυτό θαύμα. Όσα έχουν αναφερθή ως το σημείο αυτό, αναφέρθηκαν μόνον ως στοιχειωδέστατη και ατελής υπογράμμιση της σημασίας της Αναστάσεως του Κυρίου και οπωσδήποτε αφετηριακά, γιατί το θέμα μας δεν είναι αυτό, αλλά Η Ανάσταση ως θρίαμβος της αγάπης. Ποιας αγάπης; και ποιου θριάμβου; Της αγάπης του Θεού και του θριάμβου της, όπως θα επιχείρηση η συνέχεια του λόγου να καταδείξη. Αποτελεί άλλωστε το θέμα αυτό μια ουσιαστική, αν όχι την ουσιαστικώτερη, πλευρά του γεγονότος της Αναστάσεως. Και χρειάζεται, φρονώ, περισσότερη έξαρσή του, αφού η αγάπη του Θεού είναι εκείνη, που αποτελεί τον θρίαμβό της και αυτή η αγάπη μας ενδιαφέρει περισσότερο από κάθε τι άλλο. Στην πλευρά αυτή θα προσπαθήσουμε να στρέψουμε την προσοχή μας.
α) Η αγάπη του Θεού
«Ο Θεός αγάπη εστί» (Α' Ιω. δ' 8). Όσο κι αν μας φαίνεται κατανοητή η φράση αυτή και ο προσδιορισμός του νοήματός της, όμως αποτελεί μυστήριο, γιατί μυστήριο είναι ο ίδιος ο Θεός, με τον οποίο ταυτίζεται. Όσο άπειρος είναι ο Θεός, τόσο άπειρη είναι και η αγάπη του. Και όσο λίγο κατανοούμε τον Θεό, τόσο λίγο μπορούμε να κατανοήσουμε και το νόημα αυτής της φράσεως, ότι ο Θεός είναι αγάπη στην ολότητά του, γιατί ξεπερνάει τα όρια της περιωρισμένης μας λογικής. Μένουν όμως κάποια στοιχεία και μερικά περιθώρια κατανοήσεως κάποιων εκδηλώσεων της αγάπης του Θεού, τόσο στη σύνολη δημιουργία, όσο και στη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Αλλιώς δεν θα είχε νόημα η ομιλία αυτή.
Μια προσπάθεια προσεγγίσεως της θείας αγάπης αποτελεί η περιγραφή, που επιχειρεί σχετικά ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μιλώντας για την αγάπη του Θεού ως «εκστατικότητα του Θεού». Η αγάπη του Θεού είναι μια κατά κάποιον τρόπο μυστικόν και απροσπέλαστον νοητικά «έκσταση», δηλαδή έξοδος του Θεού από τον εαυτό του, χωρίς όμως να «εξίσταται» ο Θεός, χωρίς δηλαδή να βγαίνη από τον εαυτό του! Ακατανόητο αυτό και αντινομικό, αλλά μόνον έτσι μπορεί να εκφρασθή αυτή η διαπίστωση. Ο Θεός πληροί τα πάντα και περιέχει τα πάντα, αλλά ο ίδιος δεν περιέχεται από τίποτε. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να «εξίσταται» ο Θεός, αφού δεν υπάρχει χώρος για να «εκστή» έξω από αυτόν, γιατί είναι απερίληπτος; Πώς μπορεί δε να εξίσταται, και όμως να παραμένη μη εξιστάμενος; «Μείωση» ή «σμίκρυνση» του Θεού είναι απαράδεκτη και ακατανόητη. Ας ιδούμε όμως τί ακριβώς μας λέει ο Άγιος και ας κατανόηση ο καθένας μας ό,τι μπορεί, αφού ο χρόνος δεν μας επιτρέπει αναλύσεις και σχολιασμούς.
«Ας τολμήσουμε, λέει, να πούμε ετούτο χάριν της αλήθειας, ότι αυτός ο αίτιος των όλων εξαιτίας του καλού και αγαθού έρωτος για όλα, από υπερβολή ερωτικής αγαθότητος βγαίνει έξω από τον εαυτό του με τις πρόνοιές του για όλα τα όντα. Και θέλγεται κατά κάποιον τρόπο από την αγαθότητα και την αγάπη και τον θείον έρωτα. Από εκεί, που είναι πάνω από όλα και υψηλότερος απείρως από αυτά, κατεβαίνει σε όλα με εκστατική δύναμη υπερούσια χωρίς να εξέρχεται ουσιαστικά από τον εαυτό του. Γι' αυτό και εκείνοι, που ξέρουν καλά τα θεία τον αποκαλούν ζηλωτή, (Δευτερ. ε' 9), επειδή έχει πολύν αυτόν τον έρωτα προς τα όντα. Και επειδή γι' αυτά προνοεί».
Και επεξηγεί ο άγιος Ιερόθεος την έννοια του όρου έρως: «Τον έρωτα είτε θείον ειπούμε είτε αγγελικόν είτε νοερόν είτε ψυχικόν είτε ακόμη και φυσικόν, πρέπει να τον εννοήσουμε ως μια δύναμη που προξενεί ένωση. Και κινεί τα ανώτερα να προνοούν για τα κατώτερα, εκείνα που είναι της ίδιας σειράς τα κινεί να έχουν αμοιβαία συνοχή και κοινωνία και τέλος κινεί τα κατώτερα να επιστρέψουν στα καλύτερα και ανώτερά τους».
Και ο άγιος Διονύσιος συνεχίζει: «Επομένως ο Θεός "εξίσταται" με μια πνευματική κίνηση αγαπητική προς τα δημιουργήματά του και ειδικώτερα προς τα λογικά πλάσματά του, όπως είναι ο άνθρωπος. Ο θείος έρως είναι από τη φύση του εκστατικός. Δεν αφήνει τους εραστές να ανήκουν στον εαυτό τους. Και αυτό το δείχνουν από την πρόνοια, που δείχνουν για τα κατώτερα. Εκείνα που είναι της ίδιας σειράς τη δείχνουν από την μεταξύ τους συνοχή. Και τα χαμηλότερα από τη θειότερη επιστροφή τους προς τα πρώτα. Γι' αυτό ο θείος Παύλος, που κυριεύθηκε από τον θείον έρωτα και δοκίμασε την εκστατική του δύναμη, λέει με ένθεο στόμα: "δεν ζω εγώ, αλλά ζη μέσα μου ο Χριστός". (Γαλ. β' 13) ως αληθινός εραστής, που μέσα του είχε υποστή έκσταστη προς τον Χριστό, όπως λέει ο ίδιος στην προς Κορινθίους Επιστολή του (Β', ε' 13). Δεν ζούσε επομένως τη δική του ζωή, αλλά τη ζωή του αγαπημένου του ως υπερβολικά αγαπητή και ποθητή».
Και ο μεγάλος θεολόγος, ο όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής, (Ζ' εκατοντ. Θεολογίας, όπου και τα παραπάνω των αγίων Διονυσίου και Ιεροθέου κεφ. 84 εξ.) λέει τα εξής: Οι θεολόγοι ονομάζουν το θείον άλλοτε έρωτα, άλλοτε αγάπη, άλλοτε εραστό και αγαπητό. Γι' αυτό ο έρως, που είναι αγάπη κινείται (προς τα έξω), ως εραστό δε και αγαπητό κινεί προς τον εαυτό του όλα όσα είναι δεκτικά έρωτος και αγάπης. Και, για να το ξαναπούμε καθαρώτερα και σαφέστερα, κινείται προς εκείνα, που είναι δεκτικά έρωτος και αγάπης προξενώντας μια εσωτερική σχέση. Και κινεί, γιατί είναι εκ φύσεως ελκυστικός της επιθυμίας εκείνων, που κινούνται προς αυτόν. Και πάλι κινεί και κινείται, γιατί ο θείος έρως διψάει να τον διψούν, ποθεί να ποθήται και αγαπάει να τον αγαπούν. Το ίδιο άλλωστε ισχύει και από την πλευρά των αγαπημένων εν σχέσει προς τον Κύριο, ως πηγή της θείας αγάπης.
Και συνεχίζει (κεφ. 87): Πηγή και γεννήτορας της αγάπης και του θείου και αγίου έρωτος είναι ο ίδιος ο Θεός. Γιατί αυτός, ενώ υπήρχε αυτή η αγάπη μέσα του, την πρόβαλε προς τα έξω, δηλαδή προς τα κτίσματά του. Σύμφωνα με αυτό έχει λεχθή ότι «ο Θεός είναι αγάπη» (Α' Ιω. δ' 16). Και πάλι λέγεται για τον Θεό, ότι είναι «γλυκύτης και επιθυμία», δηλαδή αγάπη και θείος έρως (Άσμα Ασμ. ε' 16). Υποκείμενο λοιπόν, άλλα και αντικείμενο αγάπης και θείου έρωτος είναι ο ίδιος. Λοιπόν με το να ξεχύνεται από αυτόν ο θείος έρως και η θεία αγάπη, αυτή η έκβλυση σημαίνεται ως κίνηση. Με το να είναι αυτός το πράγματι αξιέραστο και αγαπητό και επιθυμητό και προτιμητό, κινεί εκείνα, που στρέφονται προς αυτόν ανάλογα προς τη δύναμη της επιθυμίας τους.
β) Η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο
Ο Θεός ο υπεράγαθος και υπεράγιος, ο Θεός, που είναι η αγάπη η άπειρη και απερινόητη, δεν ανεχόταν να περιορίζεται σε μόνον τον εαυτό του το αγαθό, που τον χαρακτηρίζει, και η χωρίς όρια μακαριότης του, χωρίς αυτά τα αγαθά να μετέχωνται και από άλλους εκτός του εαυτού του. Γι' αυτό δημιούργησε τις νοερές αγγελικές δυνάμεις, τον αισθητό κόσμο και ανάμεσά τους τον άνθρωπο, τον περιβεβλημένον υλικό σώμα, αλλά και προικισμένον με πνευματικόν πλούτο μέσα σε αυτό. Όλα έγιναν από πολλή αγάπη και μόνο, γιατί ο Θεός είναι ανενδεής, δηλαδή δεν έχει ανάγκη από τίποτε. Είναι παντοδύναμος και δεν χρειάζεται συμπλήρωση από τίποτε. Είναι απολύτως μακάριος και δεν χρειάζεται προσθήκη άλλης δυνάμεως. Είναι πάνσοφος και δεν χρειάζεται συμβούλους και έξωθεν σοφία όντας αυτός αυτοσοφία και πηγή κάθε σοφίας. Ο μόνος λόγος νοερής και υλικής δημιουργίας ήταν η απέραντη αγάπη του για να μετάσχουν και τα δημιουργήματά του από τον πλούτο των αγαθών, των οποίων είναι ο ίδιος φορεύς και να γεύωνται τον πλούτο της αγάπης του.
Έτσι έχουμε μια κίνηση αγάπης, που εκπορεύεται από τον Θεό, διαπερνάει και διαποτίζει όλα τα όντα, πνευματικά και υλικά, και επιστρέφει πάλι στον ίδιο τον Θεό ως πηγή της. Ιδιοποιούμενα δε τα πλάσματά του αυτήν την αγάπη, την προσφέρουν με τη σειρά τους στην αέναη πηγή της, για να συνεχίζη ακατάπαυστα αυτή η θεία ροή και η υπερλογική ανακύκληση. Έτσι ο λόγος «Τα σα εκ των σων» αποτελεί μια ατέλειωτη και αδιάκοπη και διαρκώς επαναλαμβανόμενη περίοδο αγάπης, που ζωοποιεί και χαρίζει ό,τι καλό σε όλους τους αποδέκτες της και προ πάντων στους λογικούς αποδέκτες της, που του προσφέρουν με τη σειρά τους ως δική τους, συνειδητά δική τους, την αγάπη τους στον Θεό, από τον οποίο και ξεκίνησε.
Αυτό τονίζει και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Η ερωτική κίνηση του αγαθού, η οποία προϋποθέτει τον Αγαθό Κύριο του παντός και το Αγαθό, που σε Αυτόν προϋπάρχει και που από Αυτόν προέρχεται, ξαναγυρίζει στον ίδιο, γιατί η κίνηση αυτή είναι χωρίς τέλος και χωρίς αρχή. Αυτό φανερώνει και την ακατάπαυστη επιθυμία μας προς ένωση μαζί του. Γιατί η αγαπητική ένωση με τον Θεό είναι πολύ πιο πάνω από κάθε άλλη ένωση» (όπ. π. κεφ. 89).
Η κίνηση αυτή είναι κίνηση αγαπητική κοινωνίας με τον Θεό. Ιδιαίτερα τα λογικά πλάσματα, ακριβώς γιατί έχουν λογικό και αυτοσυνειδησία, κοινωνούν συνειδητότερα και βαθύτερα με τον Θεό. Η κοινωνία αυτή βέβαια δεν είναι κοινωνία ίσων προς ίσον, αλλά κοινωνία πλασμάτων σχετικών και περιορισμένων προς τον άπειρο Δημιουργό τους. Με άλλα λόγια. αλλιώς αγαπάει ο Θεός τα πλάσματά του και αλλιώς τα πλάσματα τον Θεό. Η αγάπη του Θεού είναι απροσμέτρητη και άπειρη σε μέγεθος και βάθος και πλάτος και γνησιότητα. Η αγάπη των πλασμάτων προς τον δημιουργό τους πάντοτε περιορισμένη και σχετική και οπωσδήποτε ανάλογη με τη δύναμη προσφοράς τους.
Ο άνθρωπος, όπως είπαμε, δημιουργήθηκε από τον Θεό ως έκφραση της απέραντης αγαθότητος και κοινωνικότητός του. Και δημιουργήθηκε με κέντρο της υπάρξεώς του τον Δημιουργό του, από τον οποίο την πήρε και η οποία μόνο από αυτόν μπορεί να συνεχίζεται και να διατηρήται αλώβητη, όπως π.χ. τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, η γη διατηρήται και διατηρεί όλον τον πλούτο της από τον ήλιο, που τη συγκρατεί στην τροχιά της και την ζωογονεί με το φως και τη θερμότητά του.
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού». Και αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων ότι δημιουργήθηκε και με τα ιδιαίτερα χαρίσματα της λογικότητος, της αυτοσυνειδησίας και της ελευθερίας και επομένως με τη δυνατότητα προσωπικής και αγαπητικής κοινωνίας με τον Θεό. Και αυτή πάντοτε εν ελευθερία. Αυτός ήταν ο πρωταρχικός σκοπός, όπως ήδη τονίσθηκε και πιο πάνω και για τα άλλα λογικά και πνευματικά όντα. Όχι βέβαια γιατί είχε ανάγκη ο Θεός, το τονίζουμε και πάλι αυτό, της κοινωνίας του ανθρώπου μαζί του, αλλά από αγαθότητα απέραντη και από αγάπη και με την επιθυμία να μετέχη διαρκώς και περισσότερο ο άνθρωπος στις πνευματικές και άλλες δωρεές του Θεού, στη μακαριότητα και στην απεριόριστη χαρά και ευτυχία του. και, αν μπορούμε να το πούμε και αλλιώς, να χαίρεται ο Θεός βλέποντας χαρούμενον και μακάριον τον άνθρωπο και διαρκώς προοδεύοντα στην μαζί του σχέση.
Ο Θεός φύσηξε στον Αδάμ πνοήν ζωής. Και του έδωσε άφθονη τη θεία χάρη γιατί προίκισε τον Αδάμ με «ψυχήν ζώσαν» και όχι απλώς ψυχή, που είχαν άλλα έμβια όντα. Και δεν ήταν η ψυχή του ανθρώπου απλώς ζωή, αλλά ψυχή, που δεχόταν την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος και που θα μπορούσε να τη διατηρή, εφόσον θα ζούσε πνευματικά. Έτσι το Άγιον Πνεύμα θα γινόταν η ψυχή της ψυχής του, ο μόνιμος κάτοικός της, και επομένως θα γινόταν «τέλειος και ολόκληρος και εν μηδενί λειπόμενος». Όσο θα εξακολουθούσε αυτή η ψυχή του Αδάμ να είναι τέτοια, θα του έδινε συνεχή δόξα και θεόμορφη και θεοειδή λαμπρότητα. Θα έβλεπε τα πράγματα διορατικά και προφητικά και θα γινόταν συνδημιουργός του Θεού στην κλίμακα και τον κύκλο της ανθρώπινης υπάρξεώς του.
Όπως δημιουργήθηκε ο πρώτος άνθρωπος, μας λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «δεν χρειαζόταν να παρεμβάλλεται μεταξύ αυτού και του Θεού κάτι, που να χρειάζεται να το γνωρίζη και που να τον εμποδίζη στην αυτόβουλη σχέση και συγγένειά του με τον Θεό. Αυτό θα πραγματοποιούνταν μέσω της αγάπης κατά την κίνησή του προς αυτόν. Επειδή με τη βοήθεια της θείας χάριτος ο άνθρωπος ήταν απαθής, δεν θα μπορούσαν να τον εξαπατήσουν με την ηδονή οι φαντασίες των παθών. Επειδή δε ήταν χωρίς ανάγκες, ήταν ελεύθερος από τις περιστατικές ανάγκες των τεχνών, για την οποιαδήποτε χρεία του. Και επειδή ήταν σοφός, ήταν χάρις στη γνώση ελεύθερος από την εξάρτηση και αναγκαστική θεώρηση της φύσεως, γιατί θα την γνώριζε άμεσα και με τη βοήθεια της χάριτος. Αυτή δε η κατάσταση μονιμοποιούμενη ελεύθερα με την προσωπική προσπάθεια και ελεύθερη συμβολή του ίδιου του ανθρώπου θα τον ωδηγούσε στη θέωση».
Όμως ο Αδάμ έπεσε θεληματικά παρακούοντας την σαφή εντολή του Θεού. Έπεσε πολύ βαριά. Και ευρισκόμενος στην κατάσταση της παρακοής στερήθηκε τη θεία χάρη και αποξενώθηκε από τον Θεό. Έχασε το ζωοποιό και φωτιστικό Άγιο Πνεύμα, αφού δεν θέλησε να τιμήση και την προνομιακή θέση, που σε αυτήν τον τοποθέτησε ο Θεός καθώς και τις ανεκτίμητες ευεργεσίες, που του έκανε ο Δημιουργός του. «Και άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε. Παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς». Έτσι βυθίστηκε στην άγνοια και στο σκοτάδι μη έχοντας πια οδηγό του το Άγιο Πνεύμα και δεν του ήταν πια δυνατή η πρώτη οικεία σχέση του με τον Θεό. Κατάντησε λοιπόν ο άνθρωπος γεώδης και βοσκηματώδης, σκλάβος των παθών του και της αμαρτίας, που τον κυρίεψε ολοκληρωτικά. Ο άνθρωπος έμεινε πια μόνος του, με μόνο σύντροφό του την πικρή, την κατάπικρη, τώρα για την κατάστασή του ανάμνηση μιας τρομερής πτώσεως και καταπτώσεως, αλλά και μιας ανέφικτης πια και οριστικά χαμένης ευτυχίας και ενός απολεσθέντος Παραδείσου.
«Οίμοι! ο Αδάμ εν θρήνω κέκραγεν, ότι όφις και γυνή Θεϊκής παρρησίας με έξωσαν, και Παραδείσου της τρυφής ξύλου βρώσις ηλλοτρίωσεν! Οίμοι! Ου φέρω λοιπόν το όνειδος. ο ποτέ βασιλεύς πάντων κτισμάτων του Θεού, νυν αιχμάλωτος ώφθην, υπό μιας αθέσμου συμβουλής και ο ποτέ δόξαν αθανασίας ημφιεσμένος της νεκρώσεως την δοράν περιφέρω. Οίμοι! Τίνα των θρήνων συνεργάτην ποιήσομαι;» (Στιχηρόν των αίνων της Κυριακής Τυρινής).
Άδικα λοιπόν δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο; Θα έμενε πια όνειρο μακρινό η αρχέγονη κατάσταση; Θα ήταν για πάντα κλειστός για τον άνθρωπο ο ουρανός;
γ) Η ανόρθωση και ο θρίαμβος της αγάπης
Ο Θεός όμως δεν είναι μικροπρεπής ούτε εκδικητικός. «Ουκ εις τέλος οργισθήσεται ουδέ εις τον αιώνα μηνιεί. Ου κατά τας ανομίας ημών εποίησεν ημίν ουδέ κατά τας αμαρτίας ημών ανταπέδωκεν ημίν». Θα ψάλη αργότερα ο ιερός Ψαλμωδός. Αλλά ο Θεός ήταν και είναι πάντα ο ίδιος. Το πλάσμα του ελεύθερα τον παρήκουσε. Διεχώρισε την πορεία του από την πορεία, που του χάραξε ο Δημιουργός του. Αλλά εκείνος, μακρόθυμος ων και πολυέλεος, δεν μπορούσε να υποφέρη βλέποντας το πλάσμα του καταδικασμένο στη φθορά και στον θάνατο από τον ίδιο τον εαυτό του. Αν ο άνθρωπος λησμόνησε τον Πλαστουργό του, ο Πλαστουργός του δεν λησμόνησε ποτέ το πλάσμα του το ξεπεσμένο και δυστυχισμένο από τη δική του παράνοια και ανυπακοή. «Ο Θεός αγάπη εστί». Και η αγάπη του Θεού «ουδέποτε εκπίπτει» σε μη - αγάπη. Ο Θεός δεν έπαψε να αγαπά το δημιούργημά του, στο οποίο μάλιστα εγκατέστησε την εικόνα του. Ως Παντογνώστης, αλλά και πλήρως Προγνώστης του μέλλοντος είχε σχεδιάσει «προ καταβολής κόσμου» την επανόρθωση του πεσόντος Αδάμ και της καταπεσμένης ανθρώπινης φύσεως. Και προγραμμάτισε κάτι, που όχι ανθρώπου διάνοια, αλλά και αυτών των αγίων αγγέλων ο άγιος νους ήταν αδύνατο να φαντασθή.
Επειδή δε δεν ήθελε με κανένα τρόπο να παραβιάση την ελευθερία του ανθρώπου, που ο ίδιος του χάρισε και την οποία δεν ήθελε χρησιμοποιώντας τη θεία δύναμή του να αναγκάση τον άνθρωπο να δεχθή τη λύτρωσή του, έπρεπε να χρησιμοποιήση τρόπο τέτοιον, που να βοηθηθή ο άνθρωπος να δεχθή ελεύθερα και αβίαστα την επάνοδό του στην αγαπητική σχέση με τον Δημιουργό του.
Δύο ενέργειες καθιστούν φανερόν και γνήσιον τον εραστή και φορέα της θείας αγάπης.
Πρώτον, η ευποιΐα και ευεργεσία προς τον αγαπημένο και
Δεύτερον, η αδίστακτη προσφορά και των μεγαλυτέρων θυσιών και δεινών χάριν του αγαπημένου.
Η δεύτερη ενέργεια είναι ανώτερη από την πρώτη. Η δεύτερη ενέργεια είναι επίσης πειστικώτερη από την πρώτη. Και γι' αυτό και είναι σπανιώτερη από την πρώτη. Στον ανθρώπινο βίο βέβαια, όχι όμως και προκειμένου περί του Θεού.
Και η πρώτη ενέργεια για τον Θεό ήταν προχειρότατη. Και την είχε εκδηλώσει προηγουμένως με πλούσια δώρα στον άνθρωπο και μπορούσε να την επαναλάβη με περισσότερες και ακόμη ανώτερες δωρεές και ευεργεσίες. Η δεύτερη όμως ενέργεια θα σκόνταβε στο ότι ο Θεός είναι απρόσβλητος από ο,τιδήποτε μειωτικό και αρνητικό, γιατί ο Θεός δεν είναι παθητός. Όμως η αγάπη του δεν σταμάτησε σε αυτό το εμπόδιο. Η αγάπη του ως πάνσοφη και απείρως εφευρετική θα εύρισκε τον τρόπο να προχωρήση και στη δεύτερη ενέργεια, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να πείση την ανθρώπινη φύση για τη γνησιότητα της αγάπης του χωρίς να την παραβιάση ή να την παραμορφώση ή να την άρη και να την αφαιρέση. Ο Θεός χαρίζει αμεταμέλητα ό,τι χαρίζει. Δεν μετανοιώνει ποτέ για ό,τι έκανε, γιατί δεν κάνει τίποτε, που να μην είναι και σοφά καμωμένο και ακριβώς σύμφωνο με αυτό ακριβώς, που ήθελε να κάνη. Και λοιπόν βρήκε τη λύση. Βρήκε τη λύση όχι περιμένοντας την πτώση του ανθρώπου, αλλά προαιωνίως, γιατί ό Θεός ήξερε τί επρόκειτο να συμβή με τον άνθρωπο. Και ποια θα ήταν η λύση; Η λύση θα ήταν η «κένωση». Η κένωση; Τί σημαίνει κένωση; Σημαίνει, ότι θα άδειαζε από τη θεότητά του και θα έπαιρνε σάρκα και οστά ο μονογενής Υιός του, η απόλυτη αγάπη του θείου προσώπου του, το θείο και υπερφυσικό Γέννημά του.
Τί πιο μεγαλειώδες και πιο υπέροχο σχέδιο από αυτό; Σχέδιο, που μόνον Αυτός μπορούσε και να το σκεφθή και προ πάντων να το θέση σε εφαρμογή επισκεπτόμενος τον άνθρωπο ο Θεός σαν άνθρωπος και αυτός στο πρόσωπο του αγαπημένου του Μονογενούς Υιού και Λόγου του, που ήταν και είναι ισοδύναμος και συνάναρχος με τον Πατέρα, Θεός εκ Θεού. Και θα τον έστελνε όχι με θείο μεγαλείο και δόξα ουράνια και στρατιές αγγέλων δορυφορούντων αυτόν, αλλά ως ταπεινόν άνθρωπο.
Αυτό θα ψάλη αργότερα η Εκκλησία:
«Ο εκ Θεού Πατρός Λόγος, προ των αιώνων γεννηθείς, επ' εσχάτων δε των χρόνων, ο αυτός εκ της απειρογάμου σαρκωθείς, βουλήσει σταύρωσιν θανάτου υπέμεινε, και τον πάλαι νεκρωθέντα άνθρωπον έσωσε, διά της εαυτού Αναστάσεως» (Πεντηκοστάριον, Σάββατον Διακαινησίμου, στιχηρόν εις το Κύριε εκέκραξα).
«Ο Βασιλεύς των ουρανών διά φιλανθρωπίαν, επί της γης ώφθη, και τοις ανθρώποις συνανεστράφη. Εκ Παρθένου γαρ αγνής σάρκα προσλαβόμενος, και εκ ταύτης προελθών μετά της προσλήψεως, εις έστιν Υιός διπλούς την φύσιν, αλλ' ου την υπόστασιν. Διό τέλειον αυτόν Θεόν, και τέλειον άνθρωπον, αληθώς κηρύττοντες, ομολογούμεν Χριστόν τον Θεόν ημών, ον ικέτευε Μήτερ ανύμφευτε, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών» (ένθ. ανωτέρω).
Με άλλα λόγια δεν θα γινόταν άνθρωπος άλλος από τον ίδιο τον Θεό, γιατί στο πρόσωπο του Υιού του Θεού θα ήταν ο ίδιος ο Θεός, αφού ο Λόγος του Πατρός είναι Θεός όπως ο Πατήρ χωρίς καμμιά διαφορά εκτός της υποστατικής ιδιότητός του ως εκ Πατρός γεννηθέντος. «Ούτος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» κατά την μαρτυρία του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου.
Ναι τέτοιος είναι ο Θεός. Γεμάτος απέραντη αγάπη θερμή, τρυφερή, απαλή, ποτέ κουραστική και ποτέ εκβιαστική. Υπέροχη εικόνα αυτής της ανεκτίμητης απαλής αγάπης και θείας λεπτότητος παρουσίας του έδωσε ο ίδιος ο Θεός στον δυναμικό προφήτη Ηλία, στον οποίο είπε:
«Εξελεύση αύριον και στήση ενώπιον Κυρίου εν τω όρει. Ιδού παρελεύσεται Κύριος. Και πνεύμα μέγα κραταιόν διαλύον όρη και συντρίβον πέτρας ενώπιον Κυρίου. ουκ εν τω πνεύματι ο Κύριος. Και μετά το πνεύμα συσεισμός, ουκ εν τω συσσεισμώ ο Κύριος. Και μετά τον συσσεισμόν πυρ. ουκ εν τω πυρί Κύριος. Και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος!» (Γ' Βασιλ. 19, 11-12).
Ναι, αυτός είναι ο Κύριος. «Φωνή αύρας λεπτής», γαλήνια αύρα, που δροσίζει, που γαληνεύει, που εξηρεμεί, που ειρηνεύει και που θωπεύει τρυφερά και σπλαχνικά τον ξεπεσμένον άνθρωπο. Ως τέτοιος θα επισκεπτόταν τον άνθρωπο. Θα επισκεπτόταν τον άνθρωπο ο Μονογενής Υιός, ως άνθρωπος. Όχι μεταμορφωμένος σε άνθρωπο, χωρίς να είναι, αλλά σε πραγματικόν άνθρωπο, με σάρκα και αίμα, ως «ενανθρωπίσας Θεός». Ως ίσος προς ίσους, έστω κι αν πίσω του θα κρυβόταν η Θεότης του, αφού θα ήταν θεάνθρωπος. Όμως θα φαινόταν και θα λεγόταν και θα ήταν και «υιός του ανθρώπου». «Και λοιπόν ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν τοις ανθρώποις». Μάλιστα. «άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα θεόν τον άνθρωπον απεργάσηται»!
«Ο Υιός λοιπόν του Θεού εν μορφή Θεού υπάρχων... εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. β' 6-8).
Ο λόγος του Θεού, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Χριστός, που ως απαράλλακτη εικόνα του Θεού και Πατρός ήταν και ο ίδιος Θεός, άδειασε τον εαυτό του από το θεϊκό του μεγαλείο, τον σμίκρυνε μόνος του θεληματικά από αγάπη και μόνο και από απόλυτη υπακοή στο θέλημα του αγαπημένου του Πατρός και έλαβε μορφή δούλου, δηλαδή έγινε άνθρωπος και ουσιαστικά ίδιος με τους ανθρώπους κατά το εξωτερικό του φαινόμενο, χωρίς όμως αμαρτία, και ταπείνωσε τον εαυτό του μέχρι θανάτου και μάλιστα σταυρικού θανάτου οδυνηρού και ατιμωτικού.
«Ο περί τους ανθρώπους έρως τον Θεόν εκένωσε», θα σχολιάση ένας εκκλησιαστικός Πατήρ.
Πλήθος είναι οι σχετικές γραφικές μαρτυρίες για το θέμα αυτό. Κάποιες από αυτές θα αναφέρουμε για να πιστοποιηθή πόση αγάπη και πόσον πόθο είχε ο Θεός να σώση τον άνθρωπο συμφιλιώνοντάς τον μαζί του.
«Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον. Ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού εις τον κόσμον, ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ' ίνα σωθή ο κόσμος δι' αυτού» (Ιω. γ' 16).
Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε σε θάνατο τον μονογενή του Υιόν, για να μη χαθή και καταδικαστή ο κόσμος, αλλά να σωθή ο καθένας, που θα πιστέψη σε αυτόν και να κληρονομήση την αιώνια ζωή. Γιατί δεν έστειλε ο Θεός τον Υιό του στον κόσμο για να κρίνη και να καταδικάση τον κόσμο, αλλά για να σωθή ο κόσμος βάσει της λυτρωτικής θυσίας του Χριστού.
Αντί λοιπόν να παρουσιασθή ένδοξος και περιβεβλημένος όλη του τη θεία δύναμη και το μοναδικό του μεγαλείο, ήρθε ταπεινά, από αγάπη και εντελώς αθόρυβα, για να κάνη ό,τι ο θείος Απόστολος Παύλος σημειώνει αναφερόμενος στο γεγονός αυτό.
«Ιδού γέγονε καινά τα πάντα. Τα δε πάντα εκ του Θεού του καταλλάξαντος ημάς εαυτώ διά του Ιησού Χριστού και δόντος ημίν την διακονίαν της καταλλαγής, ως ότι Θεός ην εν Χριστώ κόσμον καταλλάσσων εαυτώ, μη λογιζόμενος αυτοίς τα παραπτώματα αυτών, και θέμενος εν ημίν τον λόγον της καταλλαγής. Υπέρ Χριστού ουν πρεσβεύομεν ως του Θεού παρακαλούντος δι' ημών. δεόμεθα υπέρ Χριστού, καταλλάγητε τω Θεώ. τον γαρ μη γνόντα αμαρτίαν υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν, ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεού εν αυτώ» (Β' Κορ. ε' 17-21).
Όλα έγιναν καινούργια. Και όλες οι δωρεές πηγάζουν από τον Θεό, ο οποίος μας συμφιλίωσε με τον εαυτό του διά του Ιησού Χριστού και ανέθεσε σ' εμάς τους αποστόλους το έργο του να υπηρετούμε σε αυτήν την συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους. Γιατί ο Θεός ήταν ενωμένος με τον Ιησούν Χριστόν σε μια θεανδρική υπόσταση συμφιλιώνοντας τους ανθρώπους με τον εαυτό του και μη καταλογίζοντας τα αμαρτήματα εις βάρος των ανθρώπων. Αυτός μας ανέθεσε το κήρυγμα του Ευαγγελίου, που συμφιλιώνει με τον Θεό. Είμαστε λοιπόν πρεσβευτές του Χριστού προς τους άλλους ανθρώπους, γιατί ο Θεός διά μέσου μας σας παρακαλεί. Και εμείς λοιπόν παρακαλούμε εξ ονόματος του Χριστού και σας λέμε. συμφιλιωθήτε με τον Θεό!
Και τώρα είναι πια εύκολο έργο η συμφιλίωση με τον Θεό διά μέσου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που ως άνθρωπος δεν γνώρισε ποτέ καμμιά αμαρτία από προσωπική πείρα, αυτόν τον Ιησούν Χριστό τον έκανε για μας αμαρτία, τον φόρτωσε, με άλλα λόγια, τις δικές μας αμαρτίες, και τον άφησε να κατακριθή ως αμαρτωλός για χάρη μας, ώστε εμείς διά μέσου του και της θυσίας του να δικαιωθούμε απέναντι του Θεού.
Ο Πατήρ αγάπησε πράγματι τον κόσμο. Το ίδιο και ο Υιός του. Αγάπησε και αυτός με την ίδια θέρμη και στον ίδιο βαθμό τον άνθρωπο. Αυτό μας βεβαιώνει ο άγιος Απόστολος Παύλος γράφοντας στους Θεσσαλονικείς:
«Αυτός δε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και ο Θεός και Πατήρ ημών, ο αγαπήσας ημάς και δους παράκλησιν αιωνίαν και ελπίδα αγαθήν εν χάριτι, παρακαλέσαι υμών τας καρδίας και στηρίξαι υμάς εν παντί λόγω και έργω αγαθώ» (Β' Θεσ. β' 16-17).
Ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και ο Θεός και Πατέρας μας, που μας αγάπησε, μας έδωσε παρηγορία ανεξάντλητη με τη χάρη και την καλή ελπίδα του ουρανού και των αγαθών του. Είθε αυτός να παρηγορήση τις καρδιές σας και να σας στηρίξη με κάθε διδασκαλία οικοδομητική και κάθε καλό έργο.
Και ο Ευαγγελιστής της αγάπης, ο άγιος απόστολος Ιωάννης, καταθέτει και αυτός τη δική του μαρτυρία.
«Εν τούτω εστίν η αγάπη, ουχ ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ' αυτός ηγάπησεν ημάς και απέστειλε τον Υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών» (Α' Ίω. δ' 10).
Η αγάπη του Θεού φαίνεται και συνιστάται στο γεγονός, ότι δεν είμαστε εμείς εκείνοι, που πρώτοι αγαπήσαμε τον Θεό, αλλά εκείνος αγάπησε πρώτος εμάς τους αμαρτωλούς και έστειλε τον Υιό του για να προσφέρη τον εαυτό του ως θυσία λυτρωτική για τις αμαρτίες μας και τη συμφιλίωσή μας με τον Θεό.
Και ο απόστολος Παύλος προσθέτει δοξολογικά και ευχαριστιακά ό,τι θα αποτελούσε και σύνοψη του θείου έργου της αγαπητικής για τη σωτηρία του ανθρώπου οικονομίας του Θεού.
«Ευλογητός ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο ευλογήσας ημάς εν πάση ευλογία πνευματική εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ, καθώς εξελέξατο ημάς εν αυτώ προ καταβολής κόσμου είναι ημάς αγίους και αμώμους κατενώπιον αυτού, εν αγάπη προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν διά του Ιησού Χριστού εις αυτόν, κατά την ευδοκίαν του θελήματος αυτού, εις έπαινον δόξης της χάριτος αυτού, εν η εχαρίτωσεν ημάς εν τω ηγαπημένω, εν ω έχομεν την απολύτρωσιν διά του αίματος αυτού, την άφεσιν των παραπτωμάτων, κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού, ης επερίσσευσεν εις ημάς εν πάση σοφία και φρονήσει, γνωρίσας ημίν το μυστήριον του θελήματος αυτού κατά την ευδοκίαν αυτού, ην προέθετο εν αυτώ εις οικονομίαν του πληρώματος των καιρών, ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν Χριστώ, τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης, εν αυτώ, εν ω και εκληρώθημεν προορισθέντες κατά πρόθεσιν του τα πάντα ενεργούντος κατά την βουλήν του θελήματος αυτού, εις το είναι ημάς εις έπαινον της δόξης αυτού, τους προηλπικότας εν τω Χριστώ» (Εφεσ. α' 3-12).
Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο οποίος μας έχει χορηγήσει πλούσια κάθε ευλογία πνευματική διά μέσου του Ιησού Χριστού, ώστε να αποκτήσουμε και να απολαύσουμε τα επουράνια αγαθά. Αυτό το πραγματοποίησε σύμφωνα με την εκλογή, που μας έκανε διά μέσου του Ιησού Χριστού προτού να δημιουργηθή ο κόσμος. Και το έκανε με σκοπό να γίνουμε εμείς άγιοι και αψεγάδιαστοι μπροστά του. Με την αγάπη του μας προώρισε να υιοθετηθούμε και να γίνουμε παιδιά του χαριστικώς διά μέσου του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με την αγαθή του διάθεση και το άγιό του θέλημα. Και αυτό, με το να υμνούνται και να δοξάζονται η χάρη του και οι πλούσιες δωρεές του, που με αυτές μας στόλισε και μας έκανε χαριτωμένους πνευματικά διά μέσου του αγαπημένου του Υιού.
Πραγματικά διά μέσου του Υιού του λάβαμε και έχουμε την απελευθέρωση από την σκλαβιά της αμαρτίας και τη σωτηρία με το αίμα του, που χύθηκε επάνω στον Σταυρό για να εξαγορασθούμε. Έτσι λάβαμε και έχουμε την συγχώρηση των αμαρτιών μας βάσει του πλούτου της χάριτός του. Τη χάρη αυτή μας την χορήγησε πλούσια και με το παραπάνω μαζί με κάθε σοφία πνευματική. Και αυτό, για να γνωρίσουμε μεγάλες αλήθειες και για να σκεφτόμαστε σωστά και να ρυθμίζουμε όσα μας αφορούν καθώς πρέπει.
Ακόμα μας έκανε γνωστό το μυστικό και κρυμμένο μέχρι τότε για τον άνθρωπο θέλημά του σύμφωνα με την καλή διάθεση, που είχε για μας πριν από αιώνες ο Θεός. Και η καλή του διάθεση ήταν να πραγματοποιηθή στον κατάλληλο καιρό, όταν αυτός θα ερχόταν, για τη σωτηρία μας. Και έτσι να ενώση διά μέσου του Χριστού σε μια αρμονική ενότητα τα πάντα, τους αγγέλους του ουρανού και τους ανθρώπους στη γη. Διά μέσου του Χριστού και εμείς έχουμε εκλεγή σαν να έγινε κλήρωση γι' αυτό, δηλαδή χωρίς εμείς να κοπιάσουμε καθόλου, και έχουμε προορισθή σύμφωνα με την άγια πρόθεση του Θεού. Ο Θεός ενεργεί και τα κάνει όλα σύμφωνα με το αγαθό του θέλημα. Έχουμε επομένως προορισθή να αποτελούμε έπαινον και ύμνον παντοτεινό της άπειρης δόξας του και της αγαθότητός του εμείς οι χριστιανοί, που και από πριν (όσοι ήμασταν πρώην πιστοί Ιουδαίοι και γίναμε τώρα χριστιανοί) ελπίζαμε και περιμέναμε τη σωτηρία μας διά μέσου του Ιησού Χριστού.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, στην Αποκάλυψή του μας λέει ετούτα:
«Ιωάννης ταις επτά εκκλησίαις... από Κυρίου Ιησού Χριστού, ο μάρτυς ο πιστός, ο πρωτότοκος των νεκρών και άρχων των βασιλέων της γης, τω αγαπώντι ημάς και λούσαντι ημάς από των αμαρτιών ημών...» (Αποκ. α' 4-5).
Εγώ ο Ιωάννης απευθύνομαι στις επτά εκκλησίες (της Μ. Ασίας) και σας εύχομαι να έχετε τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτός είναι ο αξιόπιστος μάρτυρας της αλήθειας του Θεού. Αυτός είναι εκείνος, που έχει αναστηθή πρώτος από τους νεκρούς και έγινε αρχή της αναστάσεως όλων των πιστών στη νέα ζωή. Αυτός είναι ο εξουσιαστής και κύριος όλων των βασιλέων της γης. Αυτός λοιπόν ο Ιησούς και μας αγαπάει και μας έχει λούσει και καθαρίσει με το αίμα του από τις αμαρτίες μας.
Κάτι, που έχει σημαντική βαρύτητα και αποτελεί θεμελιώδη σημασία για την αγάπη του Θεού, είναι και η εμπειρία των Αγίων και η προσωπική βίωση της αγάπης αυτής. Αυτήν καταθέτει ο άγιος απόστολος Παύλος, που έχει ζήσει όσο λίγοι την αγάπη αυτή και μας λέει τα ακόλουθα:
«Η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών διά Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν. Έτι γαρ Χριστός όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε. Μόλις γαρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται. υπέρ γαρ του αγαθού τάχα τις και τολμά αποθανείν. Συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε. Πολλώ ουν μάλλον δικαιωθέντες νυν εν τω αίματι αυτού σωθησόμεθα δι' αυτού από της οργής. Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού. Ου μόνον δε, αλλά και καυχώμενοι εν τω Θεώ διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι' ου νυν την καταλλαγήν ελάβομεν» (Ρωμ. 5,5-11).
Δεν μας ντροπιάζει η ελπίδα στον Θεό, γιατί η αγάπη του Θεού έχει χυθή πλούσια και έχει πλημμυρίσει τις καρδιές μας με το Άγιον Πνεύμα. Και μας δόθηκε ως προκαταβολή για τις δωρεές, που με βέβαιη ελπίδα περιμένουμε να δεχθούμε από τον Θεό. Η άπειρη αγάπη και συγκατάβαση του Θεού απέναντί μας έγινε φανερή από τούτο, δηλαδή από το ότι, ενώ εμείς ήμασταν άρρωστοι πνευματικά, δηλαδή αμαρτωλοί και ένοχοι, ο Χριστός στον καιρό, που γνώριζε από πριν ποιος θα είναι ο κατάλληλος, πέθανε επάνω στο σταυρό για να σώση με τη θυσία του τους ασεβείς.
Πραγματικά είναι μεγάλη η αγάπη του Θεού. Πολύ δύσκολα μπορεί πιθανόν να υπάρξη άνθρωπος που να θυσιασθή για κάποιον δίκαιον. Για έναν αγαθόν και καλόν άνθρωπο ίσως τολμήση κάποιος να πεθάνη. Ο Θεός όμως δείχνει με τρόπο αναμφισβήτητο την αγάπη του για μας με το γεγονός, ότι, αν και εμείς ήμασταν αμαρτωλοί, πέθανε για χάρη μας ο Χριστός. Πολύ περισσότερο λοιπόν τώρα, που δικαιωθήκαμε με το αίμα του, θα σωθούμε από την μελλοντική οργή. Και αυτό, γιατί, ενώ εμείς ήμασταν εχθροί συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό μέσω του σταυρικού θανάτου του Χριστού, πολύ περισσότερο τώρα, που έχουμε συμφιλιωθεί, θα σωθούμε μέσω του Κυρίου Ιησού Χριστού, που ζη (με την Ανάστασή του) αιώνια, κοντά στον Θεό ως μεσίτης μας. Και όχι μόνο θα σωθούμε, αλλά απολαμβάνοντας από τώρα τις ευεργεσίες του Θεού καυχώμαστε για την αγάπη του διά μέσου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που με την παρέμβασή του έχουμε αποκαταστήσει τις σχέσεις μας με τον Θεό.
* * *
Αλήθεια ποιος άνθρωπος αγάπησε τόσο πολύ; Κι αν αγάπησε έναν ή κάποιον αριθμό συνανθρώπων του δεν του ήταν δυνατό να αγαπήση όλους τους ανθρώπους με την ίδια απέραντη αγάπη και για όλους μαζί και για τον καθένα τους χωριστά. Όλους, όχι μόνο τους τωρινούς ανθρώπους, αλλά όλους, μικρούς και μεγάλους, καλούς και κακούς, δικαίους και αδίκους, όσοι υπήρξαν και όσοι θα υπάρξουν επάνω στη γη. Είναι αδιανόητο αυτό για άνθρωπο. Όση αγάπη κι αν νιώθει ένας φιλόστοργος πατέρας είναι αγάπη για το δικό του παιδί και βέβαια αγάπη ανθρώπινη, περιωρισμένη, αδύναμη, ασύγκριτα μικρή μπρος στην αγάπη του Θεού. Όση αγάπη κι αν έχει μια μητέρα για τα παιδιά της, δεν μπορεί να έχη την ίδια αγάπη και για όλα τα παιδιά του κόσμου, έστω κι αν θυσιασθή γι' αυτά. Η αγάπη της είναι ανθρώπινη, και γι' αυτό περιορισμένη και ανίκανη να σώση το παιδί της από την αμαρτία ή να του εξασφάλιση αιώνια ζωή.
Ποιος καλός άνθρωπος ένιωσε τέτοιον μανικόν έρωτα για τους ανθρώπους, ώστε να αγαπάη απαραμείωτα και μισούμενος και διωκόμενος και βασανιζόμενος και κακοπαθών ως καταγέλαστος και περιφρονημένος από τους ίδιους τους αγαπημένους του χωρίς πικρία, χωρίς αγανάκτηση, χωρίς απογοήτευση; Και μάλιστα διατηρώντας από ευγνώμονα αγάπη τη μνήμη των αγνωμόνων και σαδιστών δημίων του; Ποιος θα έδειχνε θεωρώντας τα τραύματα των βασανιστηρίων του δείγματα αγάπης αδιάσειστα ως προς τη γνησιότητά της; Αυτά μόνο η κενωθείσα και ενανθρωπήσασα αγάπη ήταν ικανή να πραγματοποιήση όχι σε περιωρισμένη κλίμακα, αλλά σε όλη την έκτασή τους. Επανερχόμενος στη ζωή ο ενανθρωπήσας και σταυρωθείς και αναστάς Ιησούς, ανασταίνοντας το σώμα του διατηρεί τις ουλές του και τις πληγές του και στα μάτια των αγγέλων και στα μάτια των Μαθητών του, τους οποίους αφήνει να τα ψαύσουν προς επιβεβαίωση της ταυτότητός του και της θυσίας της αγάπης του. Και ενώ απέρριψε όλα τα άλλα σωματικά στοιχεία και όποιο άλλο χαρακτηριστικό της υλικότητος του πριν από την ανάσταση σώματός του και όποιο άλλο αδιάβλητο πάθος (π.χ. πείνα, δίψα, βάρος, ανάπαυση κ.λπ.) κρατάει συνεχώς τις ουλές του και τα σημάδια των πληγών του. Και μάλιστα με χαρά και καμάρι και ικανοποίηση. Πώς λοιπόν να μη βρουν ανταπόκριση σε αυτήν την αγάπη τα αναρίθμητα πλήθη αγίων μαρτύρων, που «επικολούθησαν τοις ίχνεσιν αυτού» βαδίζοντας τον ίδιο δρόμο του μαρτυρίου χάριν της υπέρτατης αγάπης του Κυρίου για τους ανθρώπους και μαρτύρησαν με τη σειρά τους και αυτοί από αγάπη προς τον πρώτον αγαπήσαντα αυτούς Κύριον;
Ο Κύριος «εαυτόν εκένωσε και έλαβε δούλου μορφήν... και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού». Με τη σταύρωση και την ταφή του φάνηκε πως όλα τελείωναν. Έγινε λοιπόν άδικα η θυσία; Όλα όσα είπε και έκανε ο Ιησούς, ο Μονογενής Υιός του Θεού, όλα αυτά αποτελούσαν απλούστατα φενάκη; Στηρίχθηκαν λοιπόν ελπίδες στο πρόσωπό του και στο έργο του και όλα τάφηκαν πίσω από μια βαρειά ταφόπετρα; Έτσι φάνηκε τουλάχιστον. Μιαν αναλαμπή απολυτρώσεως στο Πρόσωπο του Κυρίου την διέψευδε η αλυσίδα των δραματικών γεγονότων των ελάχιστων ημερών, που προηγήθηκαν και τα σφράγισε πια για πάντα η σιγή του τάφου; Για λίγες μέρες έτσι φάνηκε, πως όλα πήγαν χαμένα. «Και ημείς ηλπίζομεν ότι αυτός εστίν ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ. αλλά γε συν πάσι τούτοις τρίτην ταύτην ημέραν άγει σήμερον, αφ' ου ταύτα εγένετο...». Πόση θλίψη, αλήθεια, πόση απογοήτευση, πόσο ζοφερή απαισιοδοξία, αλλά και απελπισία δεν μαρτυρούν αυτά τα λόγια! Καμμιά ελπίδα πια μετά την ταφόπετρα, που φάνηκε να σκεπάζη και νεκρώνη ελπίδες, όνειρα, προσδοκίες....
Αυτή ήταν η ανθρώπινη πλευρά.
Και η θεία πλευρά; Η θεία πλευρά δεν μίλησε με λόγια. Μίλησε με τον πιο αυθεντικό και αδιαμφισβήτητο τρόπο, με την ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
Γιατί με την ανάσταση:
«Η φθορά εξωστράκισται.
αφθαρσία εξήνθησε.
ο δεσμός ο χρόνιος διαλέλυται.
οι ουρανοί, η γη και τα επίγεια ευφραίνονται.
εξανέστη γαρ Χριστός.
εσκύλευται ο θάνατος»
και η συνδιαλλαγή Θεού και ανθρώπου
επισφραγίσθηκε οριστικά και αμετάκλητα.
Γιατί «η ευφρόσυνος επεφάνη ημέρα»,
που κατ' αυτήν πραγματοποιήθηκε
ο θρίαμβος της αγάπης
του αιωνίου Θεού!
Αυτώ η δόξα, η τιμή, το κράτος, η σοφία, η αγάπη, ο αίνος και η αιωνία ευγνώμων ευχαριστία! ΑΜΗΝ!
(Όρθρος Παρασκευής Θωμά, Στιχηρά Αίνων).
* Κείμενο επίκαιρης ομιλίας σε εκκλησιαστικό ακροατήριο που πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Μητρόπολη Δράμας την 18.4.2004.
Πηγή: («ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ», Ιερομ. Ευσεβίου Βίττη, Εκδοσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»), Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος
Εδώ πρέπει να πούμε αυτά που δεν μπορεί να πει το πολιτικό κατεστημένο.
Το πρόβλημα δεν είναι τόσο τα αντιλαϊκά μέτρα και τα χαράτσια που μας επιβάλει η Τρόϊκα. Με αυτά τα μέτρα, καθώς και με την ολόπλευρη αλλοτρίωση που καλλιέργησε στο λαό μας τις τελευταίες δεκαετίες, το μόνο που ενδιαφέρει τη Νέα Τάξη πραγμάτων είναι να μας εξαθλιώσει έτσι ώστε να μην αντιδράσουμε όταν θα επιδιώξει τους δύο κύριους στόχους της:
1. Να αγοράσει πάμφθηνα τον τεράστιο πλούτο της Ελλάδος, στο έδαφος και στο υπέδαφος. Υπολογίζεται από αξιόπιστες έρευνες ότι ανέρχεται σε πολλά τρισεκατ. Ευρώ.[1]
2. Να εξαφανίσει τον ελληνισμό ως πολιτισμό διότι εμποδίζει τα σχέδια της Παγκοσμιοποίησης και του Οικουμενισμού (Πανθρησκείας).
Συνοπτικά: Ο τρόπος που ολοκληρώθηκε η αλλοτρίωση του Έλληνα:
1. Πνευματική Αλλοτρίωση
α) Αφελληνισμός της παιδείας και ιδίως των Παν/μίων που εκθρέφουν «αγράμματους» με αντιλήψεις εναντίον του Έθνους, εναντίον της Παράδοσης, εναντίον της Οικογένειας. Υπονόμευση της ελληνικής γλώσσας και των κλασσικών και πατερικών κειμένων.
β) Αφελληνισμός των ΜΜΕ και πολλών ΜΚΟ που υπηρετούν την καλλιέργεια ξένων ηθών και εθίμων και τον εθισμό σε ανώμαλες συμπεριφορές και στην εγκληματικότητα.
γ) Ιδεολογική προώθηση της πολυπολιτισμικότητας με όχημα τη δυτικοποίηση της χώρας μας, εν συνεχεία τη μουσουλμανική εισβολή και προοπτικά τον οικουμενισμό.
2. Βιολογική Αλλοτρίωση
α) Υπερ-συγκέντρωση στις πόλεις με μεθοδευμένη υποβάθμιση της ενδοχώρας. Πολλοί έλληνες βρέθηκαν εξόριστοι, φυλακισμένοι σε τσιμεντένια κλουβιά, αποκομμένοι από την ελληνική φύση, σε συνθήκες που ευνοούν τις ψυχοσωματικές παθήσεις και τη διαφθορά.
β) Απουσία πολιτικής για διατροφή, πρόληψη και μαζικό αθλητισμό. Προώθηση ξένων προτύπων με fast food, λιπαρές τροφές και doping με επικίνδυνες ουσίες.
γ) Συρρίκνωση του Ελληνικού Πληθυσμού με απουσία πολιτικής στα θέματα Υπογεννητικότητας, Εκτρώσεων και Δημογραφικού. Βιώνουμε μία σύγχρονη γενοκτονία/μετάλλαξη. Προοπτικά πάμε για μία ανθρώπινη μάζα μιγάδων.
3. Παραγωγική Αλλοτρίωση
α) Μη αξιοποίηση των Πλουτοπαραγωγικών Πηγών. Η Ελλάδα μεταλλάχθηκε σε αντιπαραγωγική χώρα με εχθρική συμπεριφορά κράτους, τραπεζών και εργατικών ενώσεων προς τους συνεταιρισμούς, βιοτεχνίες και βιομηχανίες. Τα παιδιά της φεύγουν σ’ άλλες χώρες.
β) Με διόγκωση του δημόσιου τομέα καλλιέργησαν τις διαπλοκές και υπέσκαψαν την ανάπτυξη θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, υπερασπίζοντας τους κρατικοδίαιτους.
γ) Προώθηση του υπέρ-καταναλωτισμού με τραπεζικά δάνεια, παραοικονομία και τυχερά παιχνίδια. Εξυπηρέτηση διαπλεκόμενων συμφερόντων μέσω Χρηματιστηρίου.
4. Πολιτική Αλλοτρίωση
α) Κομματικοποίηση του Κράτους με έλλειψη εθνικής συνοχής και καλλιέργεια κλίματος διχασμού. Διαιωνίστηκε ένας εμφύλιος πόλεμος με λαϊκισμό και δημαγωγία. [2]
β) Πολιτική υποχωρήσεων στα εξωτερικά θέματα Κυπριακού, Αιγαίου, Θράκης, Σκοπιανού και Αλβανικού. Άμεσος κίνδυνος εθνικών απωλειών και αυτονομήσεων.
γ) Απαξίωση των Επαναπατρισθέντων Ελλήνων. Ελληνοποίηση λαθρομεταναστών. Ισχυροποίηση των μειονοτήτων. Εθνική αποξένωση των Ομογενών μας.Ζούμε τη νέα κάθοδο των μυρίων!!! (από λαθρομετανάστες), ενώ οι Έλληνες μεταναστεύουν ή αυτοκτονούν.
Η Νέα Τάξη Πραγμάτων είναι έτοιμη να περάσει στην τελική φάση πραγματοποίησης των σχεδίων της εναντίον της πατρίδας μας. Οι μέθοδοι για την βίαιη διάλυση ενός κράτους έχουν δοκιμαστεί με επιτυχία σε άλλες χώρες με οργανωμένες «λαϊκές» (δήθεν) εξεγέρσεις, εμφυλίους πολέμους και εξωτερικές επεμβάσεις. Ήδη έχει προωθηθεί κι’ εδώ η καλλιέργεια εθνοκτόνου έχθρας και μίσους. Ο πολιτικός λόγος είναι σε πλήρη παρακμή. Η έσχατη εξαθλίωση: «Έλληνες» πολιτικοί εναντίον Ελλήνων πολιτών. Ακόμη και η διοικούσα εκκλησία σιωπά. Με τον πιο ύπουλο τρόπο, (με εθνομηδενισμό και μουσουλμανοποίηση), παραβιάζεται το ανθρώπινο δικαίωμα των Ελλήνων να ζήσουν στη χώρα τους με τα ήθη, τα έθιμα και τον πολιτισμό που καλλιέργησαν όλα τα μεγάλα πνεύματα και σοφά τέκνα της από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους μέχρι και τους Πατέρες της εκκλησίας.
Η αντίσταση του λαού μας, όποτε στηρίχθηκε στην εθνική ενότητα και τον άδολο πατριωτισμό, επέτυχε απρόβλεπτες επιτυχίες. Σήμερα όμως δεν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις. Λόγω της πολύπλευρης αλλοτρίωσης μία λαϊκή αναγέννηση απαιτεί μεγάλο βάθος χρόνου και η θεραπεία των «ασθενειών» του λαού θα καθυστερήσει πολύ.
Η σημερινή όμως ραγδαία επιδείνωση των εθνικών θεμάτων επιτάσσει ως προτεραιότητα την άμεση σωτηρία της Πατρίδος. Συνεπώς, επειδή οι λαϊκές δυνάμεις ευρίσκονται σε πλήρη αδυναμία να δράσουν άμεσα[3], γι’ αυτό, την ευθύνη οφείλουν να αναλάβουν προσωπικότητες εγνωσμένης αξίας και κύρους, αξιόμαχοι σε επιστημονική και κοινωνική προσφορά οι οποίοι με το κύρος τους θα καθοδηγήσουν τον λαό ώστε να αφυπνιστεί.
Η έκκλησή μας προς αυτές τις προσωπικότητες : ΑΔΕΛΦΙΑ ΕΝΩΘΕΙΤΕ
Εσείς που είσθε έξω από το πολιτικό κατεστημένο και τις διαπλοκές
Εσείς που έχετε ψυχικό σθένος και είσθε γνήσια τέκνα της Πατρίδος
Εσείς που είσθε άξιοι και ικανοί για να αναγεννήσετε την Ελλάδα
Εσείς αδέλφια γκρεμίστε ότι σας εμποδίζει και ΕΝΩΘΕΙΤΕ
ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ, Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΣΑΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΤΩΡΑ
Αποκαλύψετε τα αδιέξοδα του σάπιου πολιτικού κατεστημένου
και αναδείξετε τις πραγματικές δυνατότητες της πατρίδος μας
ΣΗΚΩΣΤΕ ΨΗΛΑ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
και αναζητήστε συμμάχους, με βάση μία πολυδιάστατη πολιτική
ΤΟΤΕ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΘΑ ΑΝΑΣΤΗΘΟΥΝ ΚΑΙ ΘΑ ΕΡΘΟΥΝ ΜΑΖΙ ΣΑΣ
Μόνο με υγιείς δυνάμεις θα απελευθερωθούμε από τους δυνάστες μας [4]
«Όμορφη χώρα, πανάρχαια
Όμορφα καίγεται και σβήνει»
Η μετριότητά μου
Ανδρέας Γαλάνης
[2] Ας μην ξεχνάμε ότι η δική μας γενιά της μεταπολίτευσης, στις δεκαετίες του ’70 και ’80, με τα λάθη και τις αδράνιές της, διαιώνισε τον εθνικό διχασμό και υπηρέτησε την πολύπλευρη αλλοτρίωση του λαού μας, εγχώρια και εισαγόμενη, εξυπηρετώντας τους σκοπούς της πολυπολιτισμικότητας και του οικουμενισμού. Γι’ αυτό όσα άξια τέκνα της αντιστάθηκαν σ’ αυτή την εξέλιξη οφείλουν τώρα να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
[3] Στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης και του οικουμενισμού, εφαρμόστηκαν μέθοδοι αλλοτρίωσης και χειραγώγησης των μαζών που δεν υπήρχαν σε παλαιότερες μορφές εξάρτησης και δουλείας όπως π.χ. την εποχή της αποικιοκρατίας. Τώρα χρησιμοποιούν σύγχρονα μέσα: ΜΜΕ, ΜΚΟ, Πολυεθνικές κ.ά.
[4] Αυτή την ώρα που η Πατρίδα χάνεται δεν χρειάζονται αντιπαραθέσεις και αναλυτικά κυβερνητικά προγρ/τα, αλλά συστράτευση για Εθνική Αναγέννηση. Οι εμφύλιες διαμάχες υπηρετούν τους εχθρούς μας. Η Ελλάς παραμένει ακέφαλη. Ο εχθρός είναι προ των πυλών. Ο λαός αναζητά τα άξια τέκνα του για να τον αναστήσουν.
Ἡ ἀνομία τῶν Ἑβραίων ἔλαβε τέλος καί συγχρόνως ὁ Κύριος συνεπλήρωσε τό ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας Του. "Τετέλεσται"! Τό θεῖο Σῶμα κρεμασμένο στόν Σταυρό, γυμνό καί νεκρό, χωρίς πνοή! Ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος τό εὐτρεπίζουν γιά τόν ἐνταφιασμό του ὀδυρόμενοι μέ συντριβή καί κλαυθμούς: "Πῶς σέ κηδεύσω, Θεέ μου; ἤ πῶς σινδόσιν εἱλήσω; Ποίαις χερσί δέ προσψαύσω τό σόν ἀκήρατον σῶμα; ἤ ποῖα ἄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ, Οἰκτίρμον;...".
Τοποθετεῖται ὁ ἅγιος Ἐπιτάφιος στό μέσον τῆς Ἐκκλησίας ἔχοντας ἐπάνω τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί τόν Τίμιο Σταυρό, τό σημεῖο τῆς δόξης τοῦ Ἐσταυρωμένου καί ὁ εὐσεβής λαός ἐναποθέτει ὡς ἀφιερώματα ἀνοιξιάτικα λουλούδια καί ἄνθη ψυχῆς: τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί τούς σπαραγμούς τῆς καρδιᾶς.
Ἡ Ἐπιτάφιος Ἀκολουθία τῆς Παρασκευῆς τό βράδυ εἶναι ἡ τελευταία φάσις τοῦ θρήνου γιά τόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος εὑρίσκεται στόν τάφο. Ἡ ἀκολουθία στηρίζεται στόν 118ον Ψαλμό, πού χρησιμοποιεῖται ἀπό τήν ἑβραϊκή παράδοσι γιά τό Πάσχα.
Στούς στίχους του παρεμβάλλονται στροφές πού εἶναι συνθέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἕνα εἶδος συνδέσεως καί πλοκῆς τῶν Δύο Διαθηκῶν. Τά τρία μέρη του πού εἶναι χωρισμένος, μᾶς δείχνουν πληρέστερα τήν ἀνεκλάλητη συγκατάβασι τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος κατεβαίνει μέχρι τά κατώτατα τοῦ ἄδου, ὅπου εὑρίσκεται ὁ αἰχμάλωτος ἀκόμη ἄνθρωπος.
Εἶναι τό κατώτερο σημεῖο τῆς κενώσεως τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὅταν τό Σῶμα εὑρίσκετο στόν τάφο, ὁ Κύριος μέ τήν ψυχή κατέβηκε στόν ἄδη ὡς Θεός καί, ἀφοῦ συνέτριψε τίς πύλες, ἐλευθέρωσε τούς ἀπ᾿ αἰῶνος δεσμίους.
Ἀλλά τί εἶναι αὐτές οἱ πύλες πού τίς συνέτριψε ὁ Κύριος; Ὁ ἄδης μέ τίς πύλες του πού ἐκλείδωνε τούς ἀπ᾿ αἰῶνος νεκρούς εἶναι ἡ ξεπεσμένη ἀπό τόν Θεό ἀνθρωπότητα. Ὁ Χριστός παίρνοντας κοντά του μόνο τούς νεκρούς, συνέτριψε ὅλες τίς ἁλυσίδες τοῦ θανάτου, ἔφερε τήν ἑνότητα, τήν ζωή καί τό φῶς, ἐκεῖ ὅπου κυριαρχοῦσε τό σκοτάδι τοῦ θανάτου καί ἡ μοναξιά.
Κατερχόμενος στήν βασιλεία τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός ἐνίκησε διά παντός τόν θάνατο καί μετέδωσε καί ἐκεῖ τήν αἰώνια ζωή. Ἀπό ἐδῶ πηγάζει ἡ μεγάλη καί ἀσυγκράτητη χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Ἀπό τώρα πλέον ὁ θάνατος καί ὁ ἄδης δέν ἔχουν δυνάμεις. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ τόπος, ὅπου οἱ πύλες τοῦ ἄδου δέν θά κλειδώσουν πλέον ποτέ τόν ἄνθρωπο. "Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον, ἡ Ζωή ἡ ἀθάνατος, τότε τόν ἄδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος...". "Ἡ ζωή ἐν τάφῳ κατετέθης, Χριστέ, καί θανάτῳ σου τόν θάνατον ὤλεσας, καί ἐπήγασας τῷ κόσμῳ τήν ζωήν".
Μ᾿ αὐτή τήν νίκη κατά τοῦ ἄδου ὁ Κύριος εἶναι ὡς ἕνας "λέων κοιμώμενος", ὡς ὁ ἥλιος, ὁ ὁποῖος ἀνέτειλε γιά νά διασκορπίση τά σκότει καί ὡς κόκκος τοῦ σίτου, πού πεθαίνει (σαπίζει) γιά νά βλαστήση τήν αἰώνια ζωή.
Ἀπό τόν φόβο, λόγῳ τῆς ἀπεριγράπτου κενώσεως τοῦ Κυρίου, ἀπό τήν νίκη κατά τοῦ θανάτου τό θεῖο σκήνωμα ἀναπαύεται τήν ἡμέρα τῆς ἀναπαύσεως, τό Μέγα Σάββατο, ἀπό τό ὁποῖο, μετά τό μελανώτερο ἔργο τῆς Παρασκευῆς, ὑποφώσκει τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. "Καί εὐλόγησεν ὁ Θεός, τήν ἡμέραν τήν ἑβδόμην...αὕτη ἐστιν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα· ἐν ἧ κατέπαυσεν ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ...", ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωήν τήν αἰώνιον ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.
Στό τέλος τῆς ἀκολουθίας γίνεται ἡ Περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου γύρω ἀπό τήν ἐκκλησία καί τότε συνηθίζεται οἱ Πιστοί νά περνοῦν κάτω ἀπό τόν Ἐπιτάφιο δέιχνοντας ἔτσι, ὅτι λυτρώθηκαν ἀπό τόν θάνατο μέτ᾿ Ἅγια Πάθη τοῦ Κυρίου. Τό κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού διαβάζεται εἶναι ἀπό τήν Προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ (Κεφ.37,1-14) μέ τά ἐκτεθειμένα σέ πεδιάδα ἀνθρώπινα ὀστᾶ. Ἡ σκηνή αὐτή μᾶς βοηθεῖ νά διεισδύσουμε στήν ἔσχατη καί κοινή ἀνάστασι, κατά τήν Δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου.
Ἡ Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μαζί μέ τόν ἑσπερινό τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, πού περιέχει πολλές βιβλικές ἀναγνώσεις τελεῖται, ὅπως παραδόθηκε κατά τά παλαιά τυπικά τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν. Οἱ ἀναγνώσεις διαβάζονται ἀδιάκοπα καί καταλήγουν στόν ὕμνο τῶν τριῶν Παίδων, πού ἐπαναλαμβάνεται μέ πανηγυρικό τόνο πολές φορές: "Τόν Κύριον ὑμνεῖτε καί ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τούς αἰῶνας"!
Σκορπίσθηκε ἤδη ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς λύπης καί σκυθρωπότητος ἐκ τῶν Ἁγίων Παθῶν. Ἡ χαραυγή τῆς ἀναστάσεως γίνεται πιό ἔκδηλη καί φωτεινή.
Οἱ 15 Βιβλικές ἀναγνώσεις θέτουν ἐνώπιόν μας τούς τύπους τῆς ἀναστάσεως ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη μέ τά μεγάλα ἔργα πού ἔκανε ὁ Θεός στόν κόσμο: Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀπελευθέρωσις τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀπό τήν δουλεία τῆς Αἰγύπτου, ἡ διάβασις τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης, ἡ διάβασις τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ στήν γῆ Χαναάν μέ ἀρχηγό τόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυΐ, οἱ μεσσιανικές προφητεῖες πού τελειώνουν μέ τόν Δανιήλ καί τούς τρεῖς παῖδας ἐν καμίνῳ, πού ἀποτελοῦν προεικόνισι τῆς λυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπό τήν γέεννα τῆς κολάσεως.
Στήν Ἰερουσαλήμ κεντρική θέσι στήν Ἀκολουθία τοῦ θείου Φωτός τήν νύκτα ἐκείνη τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἔχει τό καταπληκτικό θαῦμα τῆς ἐμφανίσεως τοῦ ἁγίου Φωτός. Τό ἱλαρόν αὐτό Φῶς εἶναι ἡ παρουσία τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ὡς Φωτός τῆς Ἀναστάσεως.
Ἡ τελετή εἶναι μεγαλειώδης. Ὁ πατριάρχης μέ ὅλη τήν Σύνοδο, ἀρχιμανδρίτες, ἡγουμένους Μονῶν τῆς Παλαιστίνης, μοναχούς τῆς Ἀδελφότητος τοῦ Παναγίου Τάφου, στούς ὁποίους προστίθενται καί κληρικοί προσκυνητές, σχηματίζουν δύο σειρές μέ τέλεια τάξι. Μεταβαίνουν ἀπό τό Ἱερό Βῆμα τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀναστάσεως στόν Πανάγιο Τάφο μέ κωδωνοκρουσίες καί τάλαντα. Κατόπιν σβήνουν ὅλα τά φῶτα καί οἱ λαμπάδες.
Ἄς παραστήσουμε κἄπως αὐτή τήν μεγαλειώδη τελετή. Γύρω-γύρω ἀπό τόν Πανάγιο Τάφο στέκονται χιλιάδες ὁ λαός, ὡσάν νά γίνεται ἕνα μεγάλο θεάμα. Εἶναι παντοῦ ἀνεβασμένοι, σ᾿ ὅλα τά ἐπίπεδα στρώματα, ὁπουδήποτε ἠμποροῦν νά σταθοῦν, ἀκόμη ἀνεβαίνουν καί μέχρι τόν τεράστιο κεντρικό τροῦλλο. Ὅλοι κρατοῦν στά χέρια μπουκέτα ἀπό 33 κεράκια, ἀνάλογα μέ τά χρόνια τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Κυρίου. Ἡ προσοχή τους εἶναι στραμμένη στόν Πανάγιο Τάφο. Ἡ πομπή τῶν ἱερουργῶν περιφέρεται τρεῖς φορές γύρω ἀπό τόν Ζωηφόρο Τάφο καί κατόπιν σχηματίζει δύο τεράστιες σειρές. Ὁ Θεός εἶναι τό κέντρον αὐτῆς τῆς πανηγυρικῆς τελετῆς, ὅλη ἡ πλάσις περιβάλλει Αὐτόν ἀπό τόν Ὁποῖον ζῆ καί κινεῖται.
Ὁ Τάφος τοῦ Κυρίου ἐπισφραγίζει τήν μεγαλειότητα αὐτῆς τῆς ἑσπερινῆς τελετῆς. "Καί τό φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν"(Ἰωάν.1,5). Μετά τήν τρίτη περιφορά, ἀποσφραγίζονται οἱ θύρες τοῦ Τάφου. Μπαίνει μέσα ὁ πατριάρχης, διαβάζει μία εὐχή, παίρνει βαμβάκι στά χέρια του, σκουπίζει μ᾿ αὐτό τήν πλάκα τοῦ Τάφου καί ἀνάβει τό βαμβάκι μ᾿ ἕνα φῶς φωσφορικό, τό ὁποῖο δέν καίει ἐπί μισή ὥρα περίπου. Μ᾿ αὐτό τό Φῶς ὁ πατριάρχης ἐξέρχεται ἔξω, ὅπου τόν περιμένουν τά πλήθη τῶν Πιστῶν...
Μιά φωνή θαυμασμοῦ ἐξέρχεται ἀπό τά χείλη τῶν Πιστῶν. Ἀκολουθεῖ θύελλα χειροκροτημάτων πού γεμίζει τόν ἀέρα ἀπό μία ἀσυγκράτητη χαρά. "Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι". Μεγάλες φλόγες περικυκλώνουν τόν Πανάγιο Τάφο, πού ἐξέρχονται ἀπό τά ψηλά κηροπήγια, καθώς ἐπίσης καί ἀπό τά κεριά τῶν ἀρχιερέων πού στέκονται ἑκατέρωθεν τοῦ Τάφου καί στό Ἱερόν Βῆμα τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως. Ὅλος ὁ κόσμος στρυμώχνονται γιά ν᾿ ἀνάψουν τό μπουκέτο μέ τά κεράκια τους καί σέ λίγη ὥρα ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία ἔχει γεμίσει ἀπό μιά λαμπρή φωτοχυσία. "Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ...".
Τό Πάσχα εἶναι ἡ ἑορτή τοῦ Φωτός, τῆς νίκης, τῆς χαρᾶς καί συγχρόνως τῆς ψυχικῆς ἀναπλάσεως, ἡ ἀρχή τῆς αἰωνίου βασιλείας. Ὅπως στό Θαβώρ φανέρωσε ὁ Κύριος γιά μιά στιγμή τήν δόξα Του στούς μαθητές Του, ἔτσι ἀκριβῶς καί τώρα, στόν Πανάγιο Τάφο, διά τοῦ ἁγίου Φωτός ὁ Ἀναστάς Κύριος ἐξαποστέλλει μία ἀκτῖνα τῆς δόξης Του γιά τούς συγκεντρωθέντες στό Μυστικό Δεῖπνο τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Ἀλλ᾿ αὐτό διαρκεῖ μόνο ὀλίγη ὥρα. Εἶναι μία εἰκόνα, ἕνας ἀρραβώνας καί ὄχι ἀκόμη ἡ πλήρης χαρά. Γι᾿ αὐτό τήν νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, ἡ Ἐκκλησία θά μᾶς ψάλλει μέ πόθο: "Ὤ, Πάσχα τό μέγα καί ἱερώτατον, Χριστέ...Δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς Βασιλείας σου"!
Σιγά-σιγά ὁ ἐνθουσιασμός κατευνάζεται· ὁ κόσμος αἰσθάνεται εὐτυχισμένος, διότι μία ἀκόμη φορά ἀξιώθηκε νά λάβει τό Ἅγιο Φῶς. Στό Ἱερό Βῆμα τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀναστάσεως ἀρχίζει ἡ ἀνάγνωσις τῶν 15 ἀναγνωσμάτων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Κατόπιν ἀκολουθεῖ ἡ Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, στήν ὁποία εἶχα τήν εὐτυχία νά λειτουργήσω κι ἐγώ ὁ ἀνάξιος, ὡς ταπεινός προσκυνητής πού εἶχα ξεκινήσει ἀπό τήν χώρα μου, τήν Ρουμανία τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1974. Ἀλλά τριγύρω ἀπό τόν Πανάγιο Τάφο μέχρι τό ἀπόγευμα θά συνεχίσουν ν᾿ ἀκούωνται οἱ χαρμόσυνοι ἤχοι τῶν κωδώνων, πού θά ἐναρμονίζωνται μέ τίς ψαλμωδίες τοῦ πλήθους τῶν προσκυνητῶν ἀπ᾿ ὅλες σχεδόν τίς θρησκευτικές Ὁμολογίες, πού συγκεντρώθηκαν ἐκεῖ γιά τό θειότατο αὐτό συμπόσιο τοῦ Κυρίου. "Ὤ, Πάσχα τό μέγα καί ἱερώτατον Χριστέ...".
ἀπόσπασμα από τό βιβλίο
Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε
Δικαίου Ρουμανικῆς Σκήτης Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου Ὄρους
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΤΡΙΩΔΙΟΥ
Μετάφρασις- Ἐπιμέλεια
Ὑπό Ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
2003
Εὐχαριστοῦμε τόν πατέρα Δαμασκηνό Γρηγοριάτη καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.
Πηγή: Αναβάσεις
Το γεγονός του θανάτου αποτελεί την πιο συγκλονιστική και συνάμα την πιο φοβερή κατάσταση στην ανθρώπινη φύση. Μέσα από την μελέτη της παγκόσμιας ανθρωπολογίας διαπιστώνουμε ότι η αγωνία του θανάτου είναι από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας το μόνιμο και το πιο επώδυνο άγχος του ανθρώπου. Η επί γης ζωή του είναι μια συνεχής και ανελέητη μάχη κατά του θανάτου, την οποία οι ειδικοί ονοματίζουν ως «ένστικτο αυτοσυντηρήσεως». Το πρώτο πράγμα που προμηνάει η γέννησή μας είναι ο αναπόφευκτος θάνατός μας! Η γέννηση και ο θάνατος είναι οι δυο σταθερές της υπάρξεώς μας. Αυτή είναι δυστυχώς η πραγματικότητα, έστω και αν δεν επιθυμούμε, για λόγους ψυχολογικούς, να την παραδεχτούμε. Ο θάνατος, ο «έσχατος εχθρός» (Α΄Κορ.15,26) με τα προμηνύματά του είναι το υφάδι της ανθρώπινης κακοδαιμονίας και του ατέλειωτου δράματος, διότι αυτός είναι το αναπόφευκτο της ζωής!
Ενώ για την θύραθεν διανόηση το πικρό γεγονός του θανάτου είναι ένα ανεξήγητο μυστήριο, για την χριστιανική μας πίστη το πρόβλημα έχει την εξήγησή του. Ο θάνατος υπήρξε το τραγικό αποτέλεσμα της εισόδου του κακού στον κόσμο και την ανθρώπινη φύση. Είναι η νομοτελειακή κατάληξη του αυτονομημένου από το Θεό ανθρώπου. Είναι το προϊόν της εθελούσιας αποκοπής του από την πηγή της ζωής, όπως η αποκοπή του λαμπτήρα από την πηγή της ηλεκτρικής ενέργειας.
Φυσικά ο άνθρωπος δεν πλάστηκε φύσει θνητός, αλλά δυνάμει αθάνατος. Η έννοια της θνητότητας και της φθοράς είναι ασυμβίβαστη με τις έννοιες της αιωνιότητας του Θεού. Η υπέρτατη ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου μπορούσε να καθορίσει την μελλοντική του κατάσταση. Δυστυχώς προτίμησε τη θνητότητα. Έτσι μετά από την μοιραία πτώση κανένας θνητός δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή τη φοβερή κατάληξη. Προορισμός του σώματος είναι το υγρό χώμα της γης και της ψυχής ο παμφάγος και τυραννικός άδης. Εκεί «κατέρχονται» όλοι οι ζώντες, χωρίς καμιά διάκριση (Ησ.38,18. Ιεζ.3114), εκεί όπου βασιλεύει αιώνιο σκοτάδι (Ψαλμ.87,7), όπου «έσται κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ.13,42), όπου «ο σκώληξ ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται» (Μαρκ.9,43), κάτω στα έγκατα της γης (Δευτ.32,22, πέρα από την άβυσσο (Ιώβ 26,5). Οι τρομακτικές αυτές παραστατικές εικόνες ίσως και να μην αποδίδουν απόλυτα τη φρίκη του Άδη!
Ο Σωτήρας μας Χριστός ήρθε στον κόσμο να επαναφέρει τον άνθρωπο στην πρότερη της πτώσεως κατάστασή του. Αυτό σημαίνει ότι ήρθε στον κόσμο να πραγματοποιήσει την «διακονίαν της καταλλαγής» (Β΄Κορ.5,18), να κηρύξει το «ευαγγέλιο της ειρήνης» (Εφ.6,15), να καταργήσει την αμαρτία και να νικήσει το θάνατο, καθ’ ότι «τούτον ο Θεός αρχηγόν και σωτήρα ύψωσε τη δεξιά αυτού δούναι μετάνοιαν… και άφεσιν αμαρτιών» (Πραξ.5,31).
Κατά τρόπο όμως παράδοξο νίκησε το θάνατο με το θάνατο το δικό Του. Νίκησε τη φθορά, που προκαλεί η ταφή στο χώμα, με τη δική Του ταφή. Ανέτρεψε τον αιώνιο νόμο του θανάτου. Ο Χριστός δέχτηκε να τεθεί στους φυσικούς νόμους, προκειμένου να επιτελέσει με ακρίβεια τη σωτηρία του κόσμου. Όμως η φύση δε δέχτηκε να εφαρμόσει τους άτεγκτους νόμους της για το Δημιουργό της. Σύμφωνα με τη βιβλική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, το νεκρό σώμα του Κυρίου δεν υπέστη φθορά, δεν το άγγιξε δηλαδή οντολογικά το γεγονός του θανάτου: «ου κετελήφθη η ψυχή αυτού εις άδου ουδέ η σάρξ αυτού είδε διαφθοράν» (Πραξ.2,31). Η ενυπάρχουσα θεότητα του Κυρίου στο νεκρό και άχραντο σώμα Του δεν επέτρεψε να υποστεί τη φυσική φθορά, διότι αυτό είχε πια αυθαρτοποιηθεί, είχε θεωθεί από η στιγμή που είχε προσληφθεί από Αυτόν.
Επίσης η ψυχή του Κυρίου δεν κρατήθηκε στον παμφάγο Άδη, όπως οι ψυχές όλων των ανθρώπων. Διάλυσε τις αλυσίδες και γκρέμισε τις αιώνιες πύλες του τόπου των βασάνων. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει πως ο Χριστός, αφού έλυσε τους πεπεδημένους, απήλθε εκ μέσου των νεκρών, έχοντας ανοίξει για μας την οδό της αναστάσεως (Δαμ. Έκδ.Ορθ.Πιστ.Migne PG94,1101A). Δεν υπάρχει πια θάνατος για τους πιστούς του! Ο ιερός συγγραφέας του εσχατολογικού βιβλίου της Αποκαλύψεως αναφωνεί: «Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες απ’ άρτι» (Αποκ.14,13). Ο θάνατος των δικαίων είναι είσοδος στην ειρήνη του Θεού (Σολ.3,3)! Ο ιερός Χρυσόστομος διακηρύττει πανηγυρικά την αγία νύχτα της Αναστάσεως: «Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσεν ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Έσβεσεν αυτόν, υπ’ αυτού κατεχόμενος. Εσκύλευσε τον Άδην ο κατελθών εις τον Άδην. Επίκρανεν αυτόν γευσάμενον της σαρκός αυτού» (Migne P.G.59,721).
Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο: «ο εγείρας τον Χριστόν εκ νεκρών ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα ημών» (Ρωμ.8,11). «Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο… εντω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Α΄Κορ.15,20-23). Προσδοκούμε λοιπόν και τη δική μας ανάσταση, ως προϊόν της αναστάσεως του Κυρίου, διότι η ζωή είναι συνώνυμη με το Χριστό. «Έρχεται ώρα και νυν εστιν, ότι οι νεκροί ακούσουσι της φωνής του Υιού του Θεού και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν.5,25). Ο δικός μας Θεός, ο μόνος αληθινός Θεός, «ουκ έστιν ο Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Μαρκ.12,27), άλλοι έχουν την ατυχία να έχουν «θεούς» νεκρών, οι οποίοι αποπνέουν οσμή θανάτου!
Ως πιστοί του Χριστού, μόνοι εμείς, έχουμε το αποκλειστικό προνόμιο να μην βιώνουμε το άγχος του θανάτου και τις παρεπόμενες συνέπειές του. Ο αρχηγός της πίστεώς μας νίκησε το θάνατο και καθαίρεσε την εξουσία του για τους πιστούς Του. Αυτό δεν είναι ένα θεωρητικό σχήμα ή μια ονειρική ουτοπία, αλλά μια απτή πραγματικότητα. Έχουμε γίνει αθάνατοι, διότι πάψαμε να ζούμε αυτονομημένοι από το Θεό. Είμαστε αθάνατοι διότι είμαστε πια οργανικά κύτταρα του αθανάτου σώματος του Χριστού μας. Τρεφόμαστε με το ακήρατο Σώμα Του και ποτιζόμαστε
με το τίμιο Αίμα Του, τα οποία μας μεταγγίζουν την αφθαρσία και την αθανασία. Ο δικός μας λεγόμενος θάνατος είναι πια κοίμηση χωρίς ουσιαστικές οντολογικές επιπτώσεις, διότι «ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι συζήσομεν αυτώ, ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ.6,9). Αντίθετα οι πολέμιοι του Θεού, οι αρνητές του Χριστού και οι «μη υπακούοντες τω ευαγγελίω… τίσουσιν όλεθρον αιώνιον από προσώπου Κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού» (Β΄Θεσ.1,8), κι’ αυτό όχι από θεία εκδίκηση, αλλά από δική τους συνειδητή επιλογή. Δεν τους θανατώνει ο Θεός, αλλά οι ίδιοι καταδικάζουν και θανατώνουν τον εαυτό τους.
Όταν εκείνοι γρυλλίζοντας «διακηρύττουν» το θάνατό τους, εμείς πανηγυρίζουμε το θάνατο του θανάτου μας και ψάλλουμε ακατάπαυτα κατά την λαμπροφόρο παννυχίδα της Αναστάσεως: «Θανάτου εορτάζωμεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν»!
Διάλεξη που δόθηκε εντός τού Πανεπιστημιακού χώρου (Απρίλιος 1978).
ΥΠΟ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ Γ. ΜΑΚΡΗ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ Α.Π.Θ.
Γνωρίζουμε, ότι σε έναν ανόητο, όσα στοιχεία και αποδείξεις και αν δώσει κάποιος, αυτός θα συνεχίσει να πιστεύει αυτό που θέλει να πιστεύει, όσο παράλογο κι αν είναι. Όμως μεταξύ των αθεϊστών, υπάρχουν και μερικοί λογικοί άνθρωποι, που απλώς είναι παραπληροφορημένοι, ή αγνοούν κάποια πράγματα. Για τους ανθρώπους αυτούς, αναδημοσιεύουμε το παρακάτω επιστημονικό κείμενο του κου Σπύρου Μακρή, ελπίζοντας ότι και αυτοί θα εισέλθουν στην Οδό της Σωτηρίας του Χριστού μας. Τους υποτίτλους και κάποιες τονίσεις στα γράμματα, τα προσθέσαμε εμείς για να είναι το κείμενο πιο εύχρηστο.
Υπήρξε νεκροφάνεια του Χριστού στον Σταυρό;
Τοποθέτηση του ζητήματος
Αγαπητοί μου φίλοι,
Είναι πραγματικά ένα μεγάλο προνόμιο το ότι δίνεται η ευκαιρία να συναντηθούμε σ’ ένα αμφιθέατρο Πανεπιστημιακό, όχι μ’ εκείνο το στεγνό και στενό, αν και απαραίτητο περιεχόμενο τής μεταδόσεως ορισμένων επιστημονικών γνώσεων, αλλά σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα και το επίπεδο τής στενής και χωρίς περιορισμούς, ως προς το βάθος και το πλάτος τής γνωριμίας, σε επίπεδο που έχει σχέση με την ψυχική ζωή τόσον των ταγμένων για να σας διδάσκουν μερικές γνώσεις όσον και των φοιτητών που έρχονται εδώ για να αποκτήσουν, για να οικοδομήσουν τον ψυχικό τους κόσμο και γι’ αυτό πρέπει να δώσω και στην ανώνυμη αυτή ομάδα των συναδέλφων σας, που σκέφθηκαν να πάρουν αυτήν την πρωτοβουλία, όσο και σ’ όλους εσάς που είχατε την καλοσύνη να έλθετε απόψε, να δώσω την έκφραση τής μεγάλης μου ευχαριστίας που σκέφθηκαν και μένα και με κάλεσαν εδώ για να σας μιλήσω.
Θα πρέπει να σας πω ότι, ό,τι θα ακούσετε από εδώ και εμπρός δεν είναι τίποτε άλλο από προσωπικά μου βιώματα. δεν είναι τίποτε άλλο από εκείνα που σε ώρες, είτε που απέχουν πολύ από το σήμερα, είτε και πρόσφατες παίδεψαν την ψυχή μου, πράγματα που αποτελούν το τέρμα πορείας πνευματικής, πράγματα που μπορώ να βεβαιώσω γι’ αυτά με την σφραγίδα τής απολύτου εσωτερικής πληροφορίας, με την σφραγίδα ότι επιβεβαιώνονται από την βίωση και απ’ την παρατήρηση αρκετών δεκαετιών από τον καιρό που επέστρεψα στον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν. Και νομίζω ότι είναι επίκαιρη η εκλογή τού θέματος που έχει σχέση με την Σταύρωση και την Ανάσταση τού Χριστού μας, όχι μονάχα γιατί ευρισκόμαστε στην εποχή εκείνη που έχει τάξει η Εκκλησία μας για τις ψυχές όλων των Χριστιανών να στρέφονται και να προετοιμάζονται και να συμμετέχουν στα Πάθη τού Χριστού μας, αλλά και γιατί ακριβώς η Σταύρωση και η Ανάσταση είναι το επίκεντρο, είναι ο πυρήνας τής καταφάσεως τού Χριστιανισμού και τού αντιλόγου εις τον Χριστιανισμό.
Γιατί αν η Σταύρωση και η Ανάσταση τού Χριστού μας είναι αλήθεια, τότε όλα εκείνα τα οποία πιστεύαμε, όλα εκείνα στα οποία έχουμε προσκολληθεί, όλα εκείνα τα οποία ακολουθούμε και που είναι ξένα ή αντίθετα προς τον Χριστό και προς το Ευαγγέλιό Του είναι είδωλα που πρέπει να γκρεμισθούν. Γι’ αυτό και με τόση μανία και με τέτοιο πείσμα έχουν εγερθεί τόσες πολλές αντιρρήσεις, έχουν παρουσιασθεί τόσο πολλά επιχειρήματα για να πείσουν τον καθένα ότι η Ανάσταση τού Χριστού δεν έγινε. Γιατί αν η Ανάσταση τού Χριστού, έγινε, τότε ο Χριστός είναι: «ο Θεός», τότε όλα όσα λέει ο Χριστός, όλα όσα λέει το Ευαγγέλιο είναι αλήθεια και θα πρέπει να πεθάνουμε για όλα όσα έχουμε ζήσει, που είναι αντίθετα και ξένα προς τον Χριστό και να ξαναζήσουμε μια νέα ζωή σύμφωνη με όλα όσα είπε ο Χριστός και εξακολουθεί να πρεσβεύει και να βιώνει η Εκκλησία.
Τα επιχειρήματα τα οποία υψώνονται για να αμφισβητήσουν την Ανάσταση τού Χριστού μπορούμε να τα κατατάξουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
– Η μια είναι ότι ο Κύριος δεν απέθανε επάνω στον Σταυρό και συνεπώς αφού δεν απέθανε και δεν ανεστήθη.
– Η δεύτερη κατηγορία επιχειρημάτων κατά τής Αναστάσεως, είναι η αμφισβήτηση για τις εμφανίσεις που ρητά περιγράφουν τα Ευαγγέλια ότι συνέβησαν μετά την ανάσταση τού Χριστού.
– Και η τρίτη, περιστρέφεται γύρω από το γεγονός ότι ευρέθηκε κενός ο Τάφος Του.
Το εάν ο Χριστός απέθανε πάνω στον Σταυρό ασφαλώς είναι θέμα που έχει απόλυτη συνάφεια με την επιστήμη τής Ιατρικής γιατί αυτή είναι εκείνη η οποία μελετάει τη φύση και τις συνέπειες όλων των σωματικών κακώσεων και η οποία μελετάει όλες τις εκδηλώσεις οι οποίες σχετίζονται με την βαθμιαία κατάρρευση των ζωτικών λειτουργιών τού σώματος και με την διαπίστωση ότι οι συνθήκες πλέον για την επιβίωση τού οργανισμού είναι εξαντλημένες και ότι ο θάνατος έχει επέλθει. Αξίζει λοιπόν την προσοχή μας ότι αυτή η αμφισβήτηση – ότι ο Χριστός δεν απέθανε πάνω στον Σταυρό – δεν παρουσιάσθηκε ποτέ κατά το διάστημα τής γενεάς των ανθρώπων που έζησαν όταν συνέβη η Σταύρωσις τού Χριστού, δεν παρουσιάσθηκε ούτε και κατά την εποχή των διωγμών, δεν παρουσιάσθηκε κατά την εποχή των μεγάλων αιρέσεων, οι οποίες αμφισβήτησαν και την θεότητα τού Χριστού και την Ανάστασή Του, δεν παρουσιάσθηκε παρά μόνον στον 17ον αιώνα.
Αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό γιατί απλούστατα τότε μονάχα είχαν τελείως εκλείψει οι άνθρωποι που είτε οι ίδιοι είχαν παρακολουθήσει, είτε είχε φθάσει μέχρις αυτούς μια ζωντανή περιγραφή τού μαρτυρίου τής Σταυρώσεως. Εάν και σήμερα είχαμε ανθρώπους, και ευτυχώς που δεν έχουμε, που είχαν παρακολουθήσει την Σταύρωση δεν θα είχε – όπως θα δούμε σε λίγο – παρουσιασθεί μια τέτοια αμφισβήτηση με αξιώσεις λογικής ισορροπίας.
Υπήρξε νεκροφάνεια του Χριστού στον Σταυρό;
Είναι βέβαιο το ερώτημα αυτό, εάν ο Χριστός απέθανε επάνω στον Σταυρό, συνυφασμένο με τον τρόπο με τον οποίο πεθαίνει ο άνθρωπος όταν σταυρώνεται. Μια κοινή διαδεδομένη αντίληψη είναι ότι ο θάνατος επάνω στον Σταυρό παρουσιάζεται από τον πόνο και την αιμορραγία που δημιουργούν τα καρφιά που έχουν τρυπήσει τα χέρια και τα πόδια τού εσταυρωμένου.
Όπως θα δούμε, αυτά δεν είναι παρά απλώς ένα μικρό συμπλήρωμα πολύ βασανιστικό, όπως θα αναπτύξουμε, αλλά όχι με πρωτεύοντα ρόλο στην πρόκληση τού θανάτου.
Ο θάνατος τού Σταυρού, ο θάνατος τού Χριστού επάνω στον Σταυρό, βεβαίως είχε και αυτό και πολλά άλλα προδιαθετικά αίτια. Ανάμεσα σ’ αυτά θα αναφέρουμε τα κτυπήματα που δέχθηκε ο Κύριός μας, τον οποίον «εράπιζον, εκολάφιζον, έτυπτον, έδερον», λέει το Ευαγγέλιο οι βάρβαροι στρατιώται τής Ρωμ. Αυτοκρατορίας, με όλη την δύναμη η οποία τους χαρακτήριζε και την τραχύτητα με την οποία ήταν συνηθισμένοι να κάνουν τα μαρτύριά τους την εποχή εκείνη. Αλλά βεβαίως, ενώ γνωρίζουμε ότι ένα ισχυρό κτύπημα στο πρόσωπο ενός απροστάτευτου ανθρώπου από έναν τραχύ στρατιώτη μπορεί πραγματικά να τον φέρει σε κατάσταση αφασίας ή λιποθυμίας, αυτό θα το αντιπαρέλθουμε.
Θα το αντιπαρέλθουμε για να φθάσουμε σε μία φράση που ίσως χωρίς πολλή προσοχή την ακούμε διότι σαν μετοχή απλώς τού αορίστου αναφέρεται μέσα στο Ευαγγέλιο, όταν μάς λέει το Ευαγγέλιο ότι «φραγγελώσας παρέδωσεν αυτόν...» (Μάρκ. ιε΄ 15).
Τι ήταν το φραγγέλιο; Ίσως νομίζουμε ότι το φραγγέλιο ήταν μία απλή μαστίγωσις. Δεν είναι καθόλου έτσι. Αυτόν που επρόκειτο να υποστεί το φραγγέλιο τον έδεναν σε μια κολώνα και ο ειδικός δήμιος που εκτελούσε την φραγγέλωση έπαιρνε ένα μαστίγιο βαρύ το οποίο είχε πολλές λουρίδες στην άκρη του, πάνω στις λουρίδες ήταν δεμένες σφαίρες από μολύβι ή μικρά οστάρια, κότσια από αρνί και τις έφερνε με όση δύναμη είχε πάνω στην ράχη δεμένου ανθρώπου. Πολύ σύντομα, απ’ τα πρώτα κτυπήματα εξεσχίζετο το δέρμα τού ανθρώπου που εδέχετο την φραγγέλωση και ύστερα από μερικά κτυπήματα ακόμη έφευγαν και κατεξεσχίζοντο τελείως οι σάρκες του και απεγυμνώνοντο τα κόκαλα τής ράχης. Αναφέρονται στην ιστορία αρκετές περιπτώσεις από ανθρώπους, που απέθαναν την ώρα τής φραγγελώσεως.
Σ’ αυτήν τώρα την καταξεσχισμένη, καταματωμένη και καταπονεμένη ράχη, κουβάλησε ο Χριστός μας τον Σταυρό του, που ήταν ξύλο βαρύτατο, έτσι ώστε να μπορεί να σηκώσει επάνω του το βάρος ενός ανθρώπου χωρίς να λυγίσει. Και είναι γνωστό αλλά και πάρα πολύ φυσικό να το περιμένει κανείς ότι λύγισε κάτω από το βάρος τού Σταυρού, ήδη εξαντλημένος και με αιμορραγία που τού είχε στοιχίσει απώλεια δυνάμεων, λύγισε κάτω από το βάρος τού Σταυρού αυτού και έπεσε, όπως λένε οι παραδόσεις, με το πρόσωπο πάνω στη γη, με το πρόσωπο, χωρίς καν να μπορεί να προστατεύσει το σώμα του απ’ τις συνέπειες τής πτώσεως χάρις στο Σταυρό, τον οποίο ήταν αναγκασμένος να κρατάει και που έπεσε σαν βάρος από πάνω του. Και ξέρουμε ότι για να μην πεθάνει πριν φθάσει καν στο ύψος τού Γολγοθά, ανέθεσαν στον Σίμωνα τον Κυρηναίο να κουβαλήσει αυτός για τον υπόλοιπο δρόμο τον Σταυρό.
Ας προσθέσουμε ακόμη και για τα αγκάθια που είχε ο στέφανος εκείνος που σε πολλά σημεία είχε τρυπήσει το κεφάλι Του και όλοι όσοι έχουν μια πείρα από θάλαμο ατυχημάτων τού Νοσοκομείου, ξέρουνε πόσο ιδιαίτερη τάση έχουν να αιμορραγούν τα τραύματα στο τριχωτό τής κεφαλής. Αυτό λοιπόν το έξαιμο σώμα, το καταπονημένο σώμα, καρφώθηκε επάνω στον Σταυρό.
Ας δούμε τώρα για το θέμα τού καρφώματος ακριβώς των άκρων πάνω στον Σταυρό. Από την παράδοση και από την κοινή εντύπωση πιστεύουμε ότι τα καρφιά πέρασαν τις παλάμες.
Όμως από πειράματα που έκανε ένας Γάλλος χειρουργός ο Barbet επάνω σε πτώματα, είδε ότι είναι αδύνατον ένα καρφί που περνάει ανάμεσα στα κόκαλα τής παλάμης να συγκρατήσει το ανθρώπινο σώμα, ακόμη και αν αυτό στηρίζεται με καρφιά από τα πόδια. Κάτω από το βάρος αυτό, εάν περνούσαν από εκεί τα καρφιά, τα καρφιά θα έσχιζαν το δέρμα που είναι στην πρόσθια και στην οπίσθια επιφάνεια τής παλάμης πέρα για πέρα ανάμεσα στα δάκτυλα και ο Εσταυρωμένος θα έπεφτε με το κεφάλι κάτω ενώ θα τον συγκρατούσαν μονάχα τα καρφιά με τα οποία ήταν καρφωμένα τα πόδια του. Ο ίδιος χειρουργός έδειξε ότι το μόνο σημείο στα χέρια τού ανθρώπου που μπορεί να στηρίξει το σώμα, αν περάσει ένα καρφί απ’ αυτό, είναι ο καρπός, και σε επανειλημμένα πειράματα που έκανε έδειξε ότι σε όποιο σημείο τού καρπού και αν βάλουμε ένα καρφί, αυτό οδηγούμενο από τα οστά και τους συνδέσμους που βρίσκονται εδώ, θα περάσει από έναν ανατομικόν χώρον, γνωστό στους γιατρούς, που λέγεται ο χώρος τού destot, ανάμεσα σε δύο οστάρια τού καρπού. Και εκείνο που είναι χαρακτηριστικό από μια σειρά 12 παρομοίων πειραμάτων που έκανε ο χειρουργός αυτός είναι δύο παρατηρήσεις του, ότι και στα 12 χέρια κανένα κόκαλο δεν τραυματίσθηκε ή δεν έσπασε από την ήλωση τού χεριού, για να επιβεβαιωθεί αυτό που λέει και με άλλη μια ευκαιρία, όπως θυμάστε, το Ευαγγέλιο, ότι δεν θα συντριβή κανένα κόκαλο.
Και δεύτερον ότι ακριβώς από τον χώρο αυτό σε επαφή με το καρφί βρίσκεται ένα μεγάλο νεύρο τού χεριού, το μέσο νεύρο, το οποίο σε όλες τις κακώσεις που θα υποστεί επάνω στον Σταυρό το χέρι τού Εσταυρωμένου θα βρίσκεται σε αδιάκοπη επαφή και τριβή και τραυματισμό από το καρφί. Τώρα το τι σημαίνει να δέχεται και ένα απλό, ελαφρό ερέθισμα ένα νεύρο, το έχουμε όλοι δοκιμάσει, όταν δεχθούμε σ’ ένα σημείο εδώ στον αγκώνα μας, ένα κτύπημα. Εκείνο το αφόρητο αίσθημα τής ηλεκτρικής εκκενώσεως και τής παραλύσεως που δοκιμάζουμε και που πραγματικά επαναστατεί όλο το είναι μας από το ελαφρό κίνημα. Ας σκεφθούμε λοιπόν ότι όλη την ώρα τής σταυρώσεως ένα πολλαπλάσιο ερέθισμα πόνου συνόδευε το μαρτύριο τής Σταυρώσεως.
Επίσης για το καρφί που θα περάσει από τα πόδια ευρέθηκε ότι κι αυτό πρέπει να περάσει από ένα σημείο των ποδιών και δεν μπορεί παρά να βρει διέξοδο εκεί, και αυτό είναι ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο μετατάρσιο.
Όσα είπαμε μέχρι τώρα δεν είναι παρά ένα προανάκρουσμα, δεν είναι παρά μια μικρή αρχή τού μαρτυρίου τής σταυρώσεως και ακόμη δεν μπήκαμε στο αίτιο που φέρνει τον θάνατο. Και αυτό το αίτιο που φέρνει τον θάνατο έχει μεγάλη σημασία για την συζήτησή μας, για το αν δηλαδή ο Σταυρωμένος Χριστός απέθανε επάνω στον Σταυρό.
Για να αντιληφθούμε τον μηχανισμό τού θανάτου θα πρέπει να υπενθυμίσουμε μερικά πράγματα. σε μερικές εικόνες παρουσιάζεται ότι οι δύο λησταί δεν είχαν καρφωθεί επάνω στον Σταυρό, αλλά είχαν δεθεί τα χέρια τους με σχοινί. Καμία παράδοση δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο ότι συνέβη στους δύο ληστές που σταυρώθηκαν μαζί με τον Χριστό, αλλά το ότι αυτό απεικονίζεται, μαρτυρεί κάτι που και πολλοί ιστορικοί περιγράφουν: ότι δηλαδή μπορεί να σταυρωθεί και να πεθάνει ένας άνθρωπος, αν έχει εξαρτηθεί επάνω στον σταυρό, όχι με καρφιά, αλλά απλώς αν έχουν δεθεί τα χέρια του επάνω στον Σταυρό.
Για να το αποδείξουμε αυτό ακόμη καλύτερα δεν έχουμε παρά να ανατρέξουμε σε μια πειθαρχική ποινή που συνήθιζαν να εφαρμόζουν κατά την διάρκεια τού Πρώτου Παγκ. Πολέμου στον Γερμανικό Στρατό. Αυτή η ποινή ονομάζεται Aufbinden και συνίσταται στο ότι έδεναν αυτόν που είχε τιμωρηθεί, έδεναν τα χέρια του ψηλά από έναν πάσσαλο, έτσι ώστε να μην ακουμπούν τα πόδια του στη γη. Σύντομα το άτομο αυτό παρουσίαζε φαινόμενα ασφυξίας. Οι αναπνευστικές του κινήσεις γινόντουσαν εξαιρετικά δύσκολες και εργώδεις. το αίμα του συγκεντρωνόταν με μεγάλη πίεση στο κεφάλι του, οι φλέβες του πρήζονταν, το κεφάλι του γινόταν όλο υπεραιμικό και ο άνθρωπος σύντομα έφθανε σε λιποθυμία και αν δεν έκοβαν, δεν προλάβαιναν να κόψουν το σχοινί, μπορούσε και να πεθάνει.
Ας σημειώσουμε και το τραγικότατο ότι καθώς αναφέρεται από το ιστορικό τού Νταχάου ξαναθυμήθηκαν τότε και εκεί οι Γερμανοί αυτό το μαρτύριο και αναφέρονται αρκετές περιπτώσεις φρικιαστικές, όπου άνθρωποι απέθαναν και θανατώθηκαν με το μαρτύριο τού Aufbinden. Μάλιστα αναφέρεται ότι κρεμούσαν και ένα μικρό βάρος στα πόδια όταν ήθελαν να συντομεύσουν το μαρτύριο αυτό, που το περιέγραφαν κατάδικοι που βρισκόντουσαν δίπλα την ώρα τού μαρτυρίου αυτού, που όταν φθάσει μέχρι τα τελικά του στάδια είναι αποτρόπαιο. Το πρόσωπο τού ανθρώπου πραγματικά παραμορφώνεται όπως τού κρεμασμένου, ο θώρακάς του διατείνεται σε αφάνταστο βαθμό, το κοιλιακό τοίχωμα δημιουργεί μια βαθιά κοιλότητα, ο άνθρωπος περιβρέχεται από ιδρώτα τόσο, που όπως λένε οι μάρτυρες που ήταν μπροστά, εδημιουργείτο μια λίμνη μεγάλη από ιδρώτα κάτω από τα πόδια τού δυστυχισμένου αυτού καταδίκου. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι ο σταυρός φέρνει τον άνθρωπο σε μια μεγάλη έλξη χάρις στο βάρος τού σώματος που τραβάει το κορμί προς τα κάτω από τα χέρια, μια μεγάλη έλξη των χεριών, των μυών, των βραχιόνων, τής ωμικής ζώνης και τού θωρακικού τοιχώματος. Αυτή η έλξις βαστάει τον θώρακα σε μία συνεχή αναγκαστική θέση εισπνοής καίτοι ο άνθρωπος δεν μπορεί να εκτελέσει εκπνευστικές κινήσεις.
Και ξέρουμε ότι οι εκπνευστικές κινήσεις γίνονται παθητικά από τον θώρακά μας, ακριβώς χωρίς καμία δύναμη, σαν μια αυτόματη επάνοδο τού μεταμορφωμένου από την εισπνοή θώρακος με την οποία γεμίζει ο θώρακας με αέρα και έτσι μπορεί ο άνθρωπος και ανανεώνει τον αέρα στις κυψελίδες του και οξυγονώνει το αίμα του και μπορεί να συνεχίζει και επιβιώνει. Στην κατάσταση τής εξαρτήσεως και από τα χέρια, στην κατάσταση τής Σταυρώσεως, ο άνθρωπος βρίσκεται σ’ ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο περιορισμό τής αναπνοής του σαν και εκείνο που θα βρισκόταν εάν είχε δεθεί με ένα πολύ σφικτό θώρακα ή εάν είχε πλακώσει τον θώρακά του με ένα πολύ μεγάλο βάρος. Δεν μπορεί να γεμίσει πάλι αέρα, ώστε ο θάνατος από την σταύρωση οφείλεται κυρίως σε ασφυξία. Κατά δεύτερο λόγο, επειδή δημιουργείται αυτή η μεγάλη πίεση μέσα στον θώρακα είναι αδύνατο να παροχετευθή, να κατέβει προς την καρδιά, το αίμα που βρίσκεται στο κεφάλι. Γι’ αυτό και η μεγάλη συμφόρηση αίματος στο κεφάλι των ανθρώπων αυτών, των σταυρωμένων. Εάν δεν είχε κάποια άλλη διέξοδο, εάν δεν εύρισκε κάποια άλλη διέξοδο, για να μπορέσει να απαλλάξει το κεφάλι του από αυτήν την πληθώρα αίματος θα πέθαινε πάρα πολύ σύντομα πάνω στον σταυρό.
Όμως ο σταυρωμένος βρίσκει μια διέξοδο. Και αυτή είναι να στηρίξει το κορμί του πιέζοντας τα πόδια του πάνω στα καρφιά με τα οποία είναι καρφωμένα. Έτσι ανυψώνεται λίγο ο θώρακας, σταματάει η εξάρτηση τού βάρους από τα χέρια και από τους ώμους, ανακουφίζεται το θωρακικό τοίχωμα, μπορεί και αναπνέει πάλι, κατεβαίνει πάλι το αίμα από το κεφάλι και ο άνθρωπος συνέρχεται. Όμως η κούραση, την οποία έχει δεν τού επιτρέπει να καταβάλλει αυτήν την μυϊκή προσπάθεια, ώστε να στηρίζει όλο το βάρος τού σώματός του από το καρφί το οποίο έχει περάσει από τα πόδια του. Έτσι εξαντλημένος ξαναπέφτει πάλι στην πρώτη θέση, για να ξαναρχίσει πάλι η ασφυξία μέχρις ότου μετά από μια διαδοχική σειρά από τέτοιες προσπάθειες εξαντληθεί, μείνει στην στάση τής εξαρτήσεως και πεθάνει από ασφυξία.
Πραγματικά είναι ένα σατανικό σχέδιο θανατώσεως ο σταυρός και γι’ αυτό και οι Ρωμαίοι τόσο πολύ ικανοποιούντο, μέσα σε κείνη την βάρβαρη επιθυμία τους να βλέπουν τον άνθρωπο να βασανίζεται, από την θέα των σταυρωμένων ανθρώπων. Και γι’ αυτό, επειδή ήταν τόσο άθλιος ο θάνατος, στην Ρωμαϊκή νομοθεσία αυτός ο θάνατος, ορίζεται να χρησιμοποιείται μονάχα στους δούλους και στους προδότες.
Ο Κικέρων, που είχε παρακολουθήσει θάνατο επάνω στον σταυρό, τον ονομάζει: «Cruderissimum et deterimum Supplicium», δηλ. το πλέον φρικτό βασανιστήριο το οποίο είχε ποτέ παρακολουθήσει. Τώρα σε περιπτώσεις όπου για κάποιο λόγο ήθελε ο επικεφαλής τού εκτελεστικού αποσπάσματος να συντομεύσει την επέλευση τού θανάτου, τι έκανε; με ένα ισχυρό κτύπημα, διέταζε να σπάσουν οι κνήμες τού σταυρωμένου και έτσι, αφού πια βρισκόταν ο σταυρωμένος σε αδυναμία να στηρίξει το βάρος τού σώματός του στα πόδια του και να ανακουφίσει τον θώρακά του και να μπορέσει να αναπνεύσει, αναγκαζόταν πλέον να εξαρτήσει όλο το βάρος, όπως είπαμε, τού κορμιού του από τα χέρια του και να πεθάνει μέσα στην ασφυξία. Και αυτό ήταν η ειδική χαριστική βολή την οποίαν επεφύλασσαν οι έμπειροι ρωμαίοι εκτελεσταί στους καταδικασμένους σε σταύρωση. Και γι’ αυτό είδατε ότι τους δύο ληστάς που ζούσαν ακόμη τους εξετέλεσαν με την χαριστική βολή αυτή, τους έσπασαν τα πόδια. Όταν, λέει, επήγαν στον Χριστό, είδαν πώς είχε ήδη αποθάνει. Τώρα εδώ πρέπει να προσέξουμε πολύ. Είναι δυνατόν ένας αξιωματικός επικεφαλής τού εκτελεστικού αποσπάσματος, που ασφαλώς είχε δει πολλές θανατώσεις με σταύρωση, είναι δυνατόν να απατηθεί; Είναι δυνατόν εκείνη την ώρα να βρίσκεται σε νεκροφάνεια το άτομο; Είναι πασίγνωστο ότι οι νεκροφάνειες δεν συνοδεύονται από άπνοια αλλά μονάχα από φαινομενική άπνοια.
Εάν πραγματικά δεν γίνονται αναπνευστικές κινήσεις είναι αδύνατο να ζήση ο άνθρωπος περισσότερο από 3-6 λεπτά, εφ’ όσον το αίμα δεν οξυγονώνεται στους πνεύμονες. Είναι όμως δυνατόν να γίνονται ανεπαίσθητες αναπνευστικές κινήσεις στον σταυρό, την ώρα που για να αναπνεύσει ο άνθρωπος, πρέπει να κάνη μια εργώδη προσπάθεια για να κινήσει λίγα εκατοστά αέρος μέσα και έξω από τους πνεύμονές του; Είναι δυνατόν εκείνη την εργώδη προσπάθεια να μην την αντιληφθεί εκείνος, ο οποίος θα πλήρωνε με την ζωή του, εάν ένας κατάδικος παρουσιαζόταν ότι δεν είχε πράγματι πεθάνει, ενώ ήταν καταδικασμένος σε θάνατο; Αλλά ίσως εδώ έμενε σε κάποιο πνεύμα, που πεισματικά στέκει στην αμφιβολία, μία πεισματώδης άρνησις.
Είναι δυνατόν; Ο Κεντυρίων ο εκατόνταρχος δεν αρκέσθηκε σ’ αυτήν την πειστική γι’ αυτόν απόδειξη, αλλά εξετέλεσε πάνω στο σταυρωμένο σώμα τού Χριστού μας, την άλλη, την κλασσική μορφή τής χαριστικής βολής, που είχαν οι Ρωμαίοι για όλους τους καταδίκους σε θάνατο, ασχέτως με τον τρόπο με τον οποίο θα εξετελείτο η θανάτωσις, δηλ. την λόγχηση τής πλευράς. Αυτό πραγματικά είναι ένα θανάσιμο κτύπημα με όλη τη δύναμη που ένας γυμνασμένος στρατιώτης μπορεί να κτυπήσει. Σχεδόν εξ επαφής με την λόγχη που ήτο εις την άκρη τού δόρατός του, την κοφτερή εκείνη λόγχη που μπορούσε να κτυπήσει ένα σώμα, ο Ρωμαίος στρατιώτης την έβαλε βαθιά στον θώρακα τού Χριστού μας. Και δεν έβαλε απλώς την λόγχη, αλλά ευθέως έρευσε ύδωρ και αίμα. Τώρα ποια είναι η μεγάλη δογματική σημασία αυτού τού ύδατος και τού αίματος δεν θα το συζητήσουμε εδώ. Και δεν είναι θέμα που αρμόζει σε μένα, ένα γιατρό, σαν ένα επιστήμονα των θετικών επιστημών που πρέπει να το αναλύσω. Όμως πρέπει να πούμε ότι για να τρέξει αίμα θα πρέπει ασφαλώς να τρύπησε αυτή η λόγχη ή την καρδιά ή ένα μεγάλο αγγείο.
Και να πούμε ακόμη ότι εάν ο Χριστός μας ζούσε, από όπου και αν προήρχετο αυτό το αίμα, θα ήτανε μια συνεχής ροή, ροή με σφύξεις, η οποία θα μαρτυρούσε την παρουσία τής ζωής. Όμως μετά από εκείνη τη ροή ύδατος και αίματος δεν παρουσιάσθηκε πλέον τίποτε άλλο και ιδίως ένα τόσο μεγάλο τραύμα δεν προκάλεσε Καμία αντίδραση. Αντιθέτως επεβεβαίωσε η έλλειψις αυτή τής αντιδράσεως στον Κεντιρίωνα την ήδη υπάρχουσα βεβαιότητα ότι ο Χριστός απέθανε. Δεν είναι λοιπόν δυνατή αυτή η νεκροφάνεια πάνω στον σταυρό, δεν είναι δυνατή η νεκροφάνεια μπροστά σ’ ένα τόσο μεγάλο τραύμα, κατά το οποίο πρέπει να σημειώσουμε ότι η είσοδος μιας λόγχης μέσα στον θώρακα, δεν προκάλεσε μονάχα την τρώση μεγάλων οργάνων τής κυκλοφορίας, όπως την καρδιά και των μεγάλων αγγείων, αλλά εξάπαντος προκάλεσε μια κατάσταση που την γνωρίζουν όσοι έχουν κάποια σχέση με την Ιατρική, τον πνευμοθώρακα, δηλ. την είσοδο αέρος ατμοσφαιρικού έξω από τους πνεύμονες, ένα φαινόμενο που όπως γνωρίζουμε είναι ασυμβίβαστο με την επιβίωση. Ένας ανοικτός πνευμοθώρακας δεν επιτρέπει την αναπνοή, ακόμη και αν ο άνθρωπος βρισκόταν στο κρεβάτι του. Ακόμη και αν δεν υπήρχε κανένας άλλος επιβαρυντικός παράγων για την αναπνοή του – όπως είδαμε ήταν πλέον ανύπαρκτη η αναπνοή του – ακόμη και αν δεν υπήρχε τίποτε άλλο, ένα τέτοιο μεγάλο τραύμα στον θώρακα θα είχε καταργήσει την ικανότητα τού αναπνευστικού συστήματος να εκτελεί το έργο του και θα είχε θανατώσει μέσα σε λίγα λεπτά τον άνθρωπο αυτό.
Ας πούμε ακόμη και κάτι άλλο, ότι μετά από αυτή τη διαπίστωση τού θανάτου από τον Κεντιρίωνα δεν κατέβασαν αμέσως τον Χριστό από τον Σταυρό. Κατεβαίνει ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας από τον Γολγοθά που ήταν παρών, μέχρι το πραιτόριο. Πάει, βρίσκει τον Πιλάτο και τού ζητεί το σώμα τού Χριστού.
Ο Πιλάτος εθαύμασε «ει ήδη απέθανε» για να μας έχει και μας πληροφορημένους απόλυτα ότι όταν απέθανε και εκάλεσε τον Κεντιρίωνα, ο οποίος πλέον αυτήν την πεποίθησή του, δεν την επισφραγίζει μονάχα με το ότι έφυγε αφήνοντας τον Χριστό πεθαμένο, αλλά και με το ότι διαβεβαίωσε τον ηγεμόνα, ότι πράγματι απέθανε. Και αφού λέει το διαβεβαίωσε τότε τρίτος δρόμος; – πρώτος τού Ιωσήφ προς τον Πιλάτο, δεύτερος τού αγγελιοφόρου προς τον Κεντιρίωνα, τού Κεντιρίωνα προς τον Πιλάτο, τρίτος δρόμος ξανα-ανεβαίνει ο Ιωσήφ φέρνοντας μαζί του και την σινδόνη και τότε μονάχα γίνεται αυτή η αποκαθήλωση, πράγμα που δίνει άνετο καιρό σε όλους αυτούς τους μηχανισμούς τού θανάτου και εάν ακόμη, πράγμα λογικώς αδύνατον, θετικώς απαράδεκτον, και εάν ακόμη αυτοί οι μηχανισμοί δεν είχαν προκαλέσει τον θάνατο, να τον προκαλέσουν στο διάστημα αυτό.
Και τώρα αρχίζει η διαδικασία τής ταφής, η οποία μας λέει το ευαγγέλιο, έγινε από τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο και τους άλλους που ευρίσκοντο εκεί, καθώς ήταν έθος στους Ιουδαίους.
Βρίσκουμε μέσα στο «ταλμούδ» όλη τη διαδικασία τής ταφής, η οποία για να αποτρέψει προφανώς το ενδεχόμενο τής νεκροφανείας περιείχε και το να βάλουν επί 15΄ ένα φτερό μπροστά στα ρουθούνια τού πεθαμένου για να βεβαιωθούν ότι δεν κουνάει η αναπνοή τού ανθρώπου αυτού το φτερό. Και αφού τον ετοίμασαν, έβαλαν γύρω του την σινδόνη ή τα ωθόνια και τον εκάλυψαν από πάνω καθώς ήταν το έθιμο ακριβώς στους Ιουδαίους και πάνω σε όλα αυτά τα υφάσματα έρριψαν 32 κιλά – 100 λίτ. – από μείγμα τής σμύρνας και τής αλόης, δύο αρωματικών ουσιών, που καθώς ανακατεύονται παίρνουν ένα παχύρρευστο κολλώδες σχήμα με το οποίο διαποτίζουν κατά ένα τρόπο τελείως αεροστεγή – όταν μάλιστα ρίχνουν 32 κιλά – από όλες τις πλευρές το πτώμα που περιβάλλεται από τα υφάσματα. Ώστε εάν υποτεθεί ότι ένα υγιέστατο άτομο είχε περιτυλιχθεί με το σεντόνι από παντού και με τα οθόνια και είχε περιβραχεί το σεντόνι αυτό μ’ αυτήν την κολλώδη και αδιαπέραστη ουσία, που τόσο άφθονα έπεφτε επάνω του, θα είχε πεθάνει από ασφυξία. Ώστε και αν ξεχάσουμε όλες τις άλλες πολυάριθμες αιτίες, που κάθε μια από αυτές αρκεί να προκαλέσει τον θάνατο, έχουμε τώρα εδώ, μέσα στον τάφο, μια πρόσθετη αιτία θανάτου, που είναι η ασφυξία από την σμύρνα και την αλόη.
Τον 18ον αιώνα, ο πρώτος που παρουσίασε τα επιχειρήματα τής νεκροφανείας ήταν ο Venturino. Εδέχθησαν οι ορθολογισταί ότι η σμύρνα και η αλόη αναζωογόνησαν με το άρωμά τους έναν άνθρωπο που βρισκότανε ασφαλώς κατατραυματισμένος, έξαιμος, αφυδατωμένος, ακίνητος, σε λιποθυμία, σε κωματώδη κατάσταση, αν δεν ήταν πεθαμένος, πράγμα αδιανόητον. Εάν η σμύρνα και η αλόη είχαν τέτοιο αποτέλεσμα, εμείς οι γιατροί αντί να χρησιμοποιούμε χίλιες δυο μεθόδους, ενέργειες και εξετάσεις για να σώσουμε τους βαριά τραυματισμένους δεν είχαμε παρά να τους δώσουμε να μυρίσουν σμύρνα και αλόη και αμέσως να αναζωογονηθούν. Η σμύρνα και η αλόη ήταν ένας πρόσθετος λόγος θανάτου, μια πρόσθετη αιτία, ένα τελικό επιχείρημα για όλους εκείνους που αμφιβάλλουν.
Αλλά ας προεκτείνουμε με ένα πεισματικό και εωσφορικό τρόπο την αμφιβολία μας και πέρα από δω και ας πούμε ότι πραγματικά ήταν νεκροφάνεια και ας πούμε ότι πραγματικά δεν είχε πεθάνει ο Χριστός και ας πούμε πραγματικά ότι δεν παρουσιάσθηκε ανάστασις, αλλά ότι σηκώθηκε την Τρίτη ημέρα και άρχισε να βαδίζει. Πώς, σας παρακαλώ, μπόρεσε να απαλλαγή απ’ αυτόν τον σφικτό κλοιό των ενδυμάτων, των ρούχων, των υφασμάτων που τον περιέβαλλον; Πώς μπόρεσε να αποκυλήση τον βαρύ λίθο με τον οποίο εσφράγισε ο Ιωσήφ ο Αριμαθαίας τον τάφο, τον βαρύ λίθο, τον οποίο τρεις γυναίκες πηγαίνοντας την πρωία τής Κυριακής, διερωτώντο ποίος θα τις βοηθήσει να τον κυλήσουν; Και τέλος πάντων, αυτό το κατατραυματισμένο, το εξαντλημένο σώμα, εάν υποτεθεί πώς θα σηκωνόταν, εάν υποτεθεί πως θα κυλούσε τον λίθο, ασφαλώς μετά από λίγα βήματα θα ξανάπεφτε πάνω σε μια αθλία κατάσταση και δεν θα μπορούσε να συνέλθει και να σταθεί στα πόδια του, παρά μετά από μία πολύμηνη θεραπεία, ακόμη κι αν είχε τα μέσα, τα οποία σήμερα έχουμε για να κάνουμε την εντατική θεραπεία των ανθρώπων που βρίσκονται πάρα πολύ κοντά στον θάνατο.
Είναι πραγματικά έτσι οι εμφανίσεις τού Χριστού; Και εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι δεν αποτελεί απλώς πληροφορία, το ότι είδαν τον Χριστό υγιέστατο όλοι εκείνοι στους οποίους ενεφανίσθη, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρχει το Ευαγγέλιο. Γιατί από την υγεία από την οποία έσφυζε αυτό το σώμα, επείσθησαν αυτοί οι δύσπιστοι, όπως θα δούμε, ότι πραγματικά ανεστήθη.
Αντί να σέρνεται, λοιπόν, και να λιποθυμάει αυτό το σώμα, που πραγματικά προκαλούσε οίκτο και αηδία από τα βασανιστήρια που είχε περάσει, έχουμε μια εμφάνιση ανθρώπου που ήτανε γεμάτος από σφρίγος, που ακτινοβολούσε την επιβολή, την ειρήνη, την άνεση, ένα σώμα που περπατάει τόσο γρήγορα ώστε να κατορθώνει να φθάσει δύο ανθρώπους που βάδιζαν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από την Ιερουσαλήμ και που προπορεύονταν από αυτό και τους έφθασε και συνοδοιπόρησε μαζί τους για άλλη μια μεγάλη απόσταση μέσα στο σούρουπο. Ώστε πρόκειται πραγματικά για εμφανίσεις ανθρώπου που βρίσκεται σε απόλυτη υγεία και δύναμη. Ώστε το ότι πέθανε ο Χριστός πάνω στον Σταυρό, το ότι είναι αδύνατο παρά να παραδεχθούμε ότι οι εμφανίσεις του είναι εμφανίσεις ανθρώπου που αναστήθηκε μετά από το μαρτύριο τού Σταυρού, αυτό έχει θετικότατα πλέον αποδειχθεί στην Ιατρική Επιστήμη.
Ήταν ψευδαίσθηση;
Τώρα ερχόμαστε στη δεύτερη κατηγορία αμφισβητήσεων. Στο αν οι εμφανίσεις αυτές ήταν πραγματικές. Αν η περιγραφή και η μαρτυρία μέσα στην Αγία Γραφή, για τις ερμηνείες αυτές είναι αξιόπιστες. Τώρα εδώ, χρειαζόμαστε και μπαίνουμε στην περιοχή μιας άλλης επιστήμης, τής νομικής επιστήμης, η οποία είναι η επιστήμη που με μεγάλη ακρίβεια, με μεγάλη λογική προσοχή, μελετάει την αξιοπιστία των ενδείξεων. Διότι, προκειμένου να αποδώσει ευθύνες, προκειμένου να απαγγείλει κατηγορίες και να εκφράσει καταδίκες, στηρίζεται αδιάκοπα σε ενδείξεις και σε μαρτυρίες. Γι’ αυτό λοιπόν έχει με πολύ λεπτό ηθμό και με μεγάλη λογική αυστηρότητα ξεκαθαρίσει ποιες μαρτυρίες είναι αξιόπιστες και ποιες δεν είναι και πότε μία μαρτυρία και μία ένδειξις είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί. Τώρα θα πρέπει να πούμε ότι εάν οι μαρτυρίες για τις εμφανίσεις τού Χριστού που υπάρχουν μέσα στα Ευαγγέλια και στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή τού Παύλου, εάν οι μαρτυρίες αυτές δεν ανταποκρίνονται προς την πραγματικότητα, θα είναι αποτέλεσμα δύο ειδών παρεκκλίσεων από την αλήθεια. Η θα πρόκειται περί ψευδαπάτης ή ψευδαισθήσεως ή θα πρόκειται περί απάτης.
Ας πάρουμε τώρα μία-μία τις δύο αυτές αμφισβητήσεις. Ας πάρουμε πρώτα το ενδεχόμενο των ψευδαισθήσεων. Οι ψευδαισθήσεις θα μας αναγκάσουν τώρα να ξαναγυρίσουμε στην Ιατρική. Γιατί οι ψευδαισθήσεις είναι ένα φαινόμενο που η Ιατρική το έχει επί χρόνια πολλά και επί χιλιάδες περιπτώσεων μελετήσει και οι ψευδαισθήσεις εμφανίζονται στον άνθρωπο με ορισμένους τρόπους.
Ας αναφέρουμε μερικούς από τους τρόπους αυτούς:
Πρώτα-πρώτα τα άτομα τα οποία βλέπουν οράματα και έχουν ψευδαισθήσεις αποτελούν μια ορισμένη κατηγορία ανθρώπων που έχουν την προδιάθεση γι’ αυτές. Οι ψευδαισθήσεις αποτελούν μία προέκταση των διαθέσεών τους και αφορούν σε γεγονότα που η πραγματοποίησης τους επιθυμείται πολύ έντονα από τα άτομα αυτά. Στο πρώτο πρέπει λοιπόν να υπάρχει μία προδιάθεση. Το δεύτερο είναι ότι τα άτομα αυτά ανήκουν σε έναν ορισμένο τύπο ανθρώπων που είναι επιρρεπείς στις εκδηλώσεις αυτές. Επίσης, εάν πολλά άτομα βλέπουν ψευδαισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και χαρακτήρα που σχετίζεται με τον ψυχικό κόσμο, τον χαρακτήρα, τις εμπειρίες που χαρακτηρίζει τον κάθε ένα. Έχουν λοιπόν διαφορετική μορφή και διαφορετικό περιεχόμενο. Επίσης αυτές οι ψευδαισθήσεις παρουσιάζονται σε κατάλληλη ώρα και τόπο. Σε περιστάσεις δηλαδή όπου υποβάλλουν τον άνθρωπο για τις ψευδαισθήσεις αυτές.
Τέλος, εάν οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν την τάση να επαναλαμβάνονται, τότε η επάνοδός τους παρουσιάζεται επί πολύ χρονικό διάστημα. Ας δούμε τώρα, ακολουθούν οι εμφανίσεις τού Χριστού, έστω και ένα από τους βασικούς αυτούς κανόνες, οι οποίοι χαρακτηρίζουνε τις παθολογικές ψευδαισθήσεις των ανθρώπων; Πρώτα απ’ όλα, εκείνοι στους οποίους εμφανίσθηκε ο Χριστός είχαν πράγματι την προδιάθεση για να δουν τον Χριστό αναστημένο; Κάθε άλλο. Όχι μονάχα ήταν καταπατημένοι, όχι μονάχα ήσαν βέβαιοι ότι η υπόθεση τελείωσε, αλλά και όταν ακόμα έφθασαν επανειλημμένα μηνύματα από πρόσωπα αξιόπιστα, από πρόσωπα που ζούσαν ανάμεσά τους και τους βεβαίωναν ότι είδαν τον Χριστό αναστημένο, εκείνοι αρνήθηκαν να πιστέψουν ότι ήσαν αληθινές οι εμφανίσεις αυτές, ότι πραγματικά ο Χριστός ανεστήθη. Ώστε λοιπόν, όχι μόνον δεν ήσαν προδιατεθειμένα τα πρόσωπα αυτά για ψευδαισθήσεις, αλλά ήσαν και αρνητικά προδιατεθειμένα για να πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να δουν τον Χριστό. Τώρα είπαμε, ότι τα πρόσωπα που παθαίνουν ψευδαισθήσεις ανήκουν σ’ έναν ορισμένο τύπο.
Και μάλιστα τύπο επιρρεπή προς τέτοιες εκδηλώσεις. Ας δούμε τώρα ανήκουν σ’ έναν ορισμένο τύπο τα πρόσωπα αυτά;
Τα πρόσωπα αυτά τα γνωρίζουμε απ’ τα ίδια τα γραπτά τους και τις αφηγήσεις τους. Κατ’ αρχήν είναι πρόσωπα που δεν έχουν φαντασιώσεις.
Ας πάρουμε τον Τελώνη Ματθαίο. Άνθρωπο που πέρασε όλη τη ζωή του πάνω στους λογαριασμούς. Τον Ματθαίο που το Ευαγγέλιό του είναι γεμάτο από ρεαλισμό, που δεν έχει τίποτε το ποιητικό, που δεν έχει τίποτε το λυρικό, που είναι μια πολύ προσεκτική παράθεση γεγονότων, με λεπτομέρειες εξαιρετικά πραγματικές, εξαιρετικά ρεαλιστικές.
Ας πάρουμε τον Θωμά. Ο Θωμάς καθόλου ασφαλώς δεν ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που βλέπουν ψευδαισθήσεις. Είναι ο άνθρωπος που όταν οι 10 μαθηταί, που είχε περάσει μαζί τους 3 χρόνια αδιάκοπης ζωής, τον βεβαιώνουν ομόφωνα ότι είδαν τον Χριστό, αρνείται και λέει: «δεν θα πιστέψω, όχι αν τον δω, αλλά εάν δεν αγγίσω τον Χριστό και μάλιστα ακριβώς στο σημείο τού σώματός του που μαρτυρεί ότι πέθανε». Είναι αυτός ένας τύπος ανθρώπου προδιατεθειμένος για ψευδαισθήσεις;
Και ο Παύλος. Ο διώκτης Παύλος. Ο Παύλος ο οποίος κυριολεκτικά θέριζε την εκκλησία και κάθε άνθρωπο που ήθελε να πει ότι ο Χριστός αναστήθηκε, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να δει και για να ακούσει τον αναστημένο Χριστό, στη στιγμή ακριβώς που βρισκόταν στο αποκόρυφο τής μανίας του εναντίον τής ιδέας ότι ο Χριστός αναστήθηκε; Βλέπουμε λοιπόν, ότι οι άνθρωποι στους οποίους συνέβησαν οι εμφανίσεις αυτές, ήσαν άνθρωποι με διαφορετικό χαρακτήρα, με διαφορετικό τύπο, μάλιστα με τύπο ξένο προς την εμφάνιση ψευδαισθήσεως.
Και ακόμη ξέρουμε πως εμφανίσθηκε σε 500 ανθρώπους ταυτοχρόνως. Και οι άνθρωποι αυτοί πίστεψαν πως τον είδαν στην μεγάλη τους πλειονότητα. Είναι δυνατόν 500 πρόσωπα να ανήκουν όλα ή σχεδόν όλα στον τύπο τού ανθρώπου που βλέπει ψευδαισθήσεις;
Τώρα είπαμε επίσης ότι αν πολλά πρόσωπα βλέπουν ψευδαισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν χαρακτήρα ανάλογο προς την προσωπικότητα τού καθενός. Και γνωρίζουμε πολύ καλά, όπως θα ήταν και επόμενο να το περιμένουμε ότι τα πρόσωπα τού περιβάλλοντος τού Χριστού, είχαν πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες. Ένας με στοιχειώδη έτσι ψυχολογική προσοχή, αντιλαμβάνεται τις μεγάλες διαφορές που υφίσταντο, τις βασικές θεμελιώδεις διαφορές χαρακτήρος που υπάρχουν ανάμεσα στον Απόστολο Πέτρο, στον Απόστολο Παύλο και στον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Οι διάφοροι χαρακτήρες τού Ευαγγελίου, των μαθητών τού Χριστού, αποτελούν ένα φάσμα που μπορούμε να πούμε αντιπροσωπεύει περίπου όλους τους ανθρώπινους τύπους. Εν τούτοις όλοι τους δέχονται και παραδέχονται ότι ο Χριστός είχε την ίδια εμφάνιση και το μίλημά του όταν τους μίλησε, είχε ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο. Όλοι συμφωνούν απολύτως για το ό,τι είδαν και για το ό,τι άκουσαν. Και αυτό είναι αντίθετο προς την ιδέα ότι οι εμφανίσεις τού Χριστού θα ήταν ψευδαισθήσεις. Είπαμε ακόμη ότι οι ψευδαισθήσεις παρουσιάζονται σε κατάλληλους υποβλητικούς τόπους και χρόνους και ώρες τής ημέρας.
Εδώ βλέπουμε ότι δεν υπάρχει καμία ομοιότης. Άλλοτε και συνήθως ο Χριστός εμφανίζεται στο φως τής ημέρας. Εμφανίζεται επί πολλή ώρα, μέρα μεσημέρι, απόγευμα και περπατάει στους αγρούς επί ώρες, εμφανίζεται στον κήπο τού νεκροταφείου τής Ιερουσαλήμ. Εμφανίζεται στο όρος των Ελαιών, εμφανίζεται σ’ ένα μικρό λόφο, σε πολλούς ανθρώπους. Εμφανίζεται σ’ ένα δωμάτιο όπου ήσαν κλεισμένοι οι μαθηταί. Εμφανίζεται δίπλα στην λίμνη τής Τιβεριάδος όπου όπως ξέρετε έγινε η δεύτερη θαυμαστή αλιεία. Καθόλου όμοιοι λοιπόν οι τόποι αυτοί και καθόλου υποβλητικοί για να δημιουργούν το κλίμα και το περιβάλλον για ψευδαισθήσεις. Και ακόμη είπαμε πώς όταν οι ψευδαισθήσεις επαναλαμβάνονται, τότε επαναλαμβάνονται επί πολύ διάστημα και ή τείνουν να αραιώσουν ή να ατονίσουν, οπότε λίγο-λίγο, σιγά-σιγά εξαφανίζονται ή τείνουν να εντείνονται και να γίνονται συχνότερες, οπότε καταλήγουν σε μία κρίση. Αυτό το λέει η Ψυχιατρική. Εδώ δεν βλέπουμε τίποτε.
Οι εμφανίσεις τού Χριστού παρουσιάζονται με τον ίδιο ρυθμό και μετά από 40 ημέρες διακόπτονται χωρίς να έχουν φθάσει ούτε σε μία αραίωση ούτε σε ένα αποκόρυφο, και διακόπτονται μετά την Ανάληψη. Ας σημειώσουμε ακόμη, ότι όταν μιλούμε για ψευδαισθήσεις, όλοι εννοούμε κυρίως οράματα, δηλαδή εμφανίσεις οι οποίες γίνονται αντιληπτές με την όραση. Εδώ όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο μόνο. Όχι μονάχα οι περισσότερες από αυτές τις εμφανίσεις συνδυάζονται και με ακουστικές εντυπώσεις και με διάλογο ο οποίος διαμείβεται ανάμεσα στον εμφανιζόμενο και σε κείνους που τον βλέπουν αλλά επιβεβαιώνονται και με την αφή.
Βλέπουμε την διαβεβαίωση την οποία παίρνει ο Απόστολος Θωμάς με την αφή και ακόμη ότι για να μην μείνει αμφιβολία στους μαθητές ότι πραγματική ήταν και όχι ψευδής εντύπωσις η εμφάνισις τού Χριστού, όταν τους είδε ακριβώς από την ταραχή τους και τον φόβο τους και την δυσπιστία που είδαμε, να αμφιβάλλουν για ό,τι ακριβώς βλέπουν, ο Χριστός έφαγε μπροστά τους ψάρι και κηρύθρα από μέλισσα. Οπότε μετά την αποχώρηση του να έχουν την διαβεβαιώσει ότι πραγματικά παρουσιάσθηκε με σώμα αληθινό, πρώτον από το γεγονός ότι το ψάρι και το μέλι που και οι ίδιοι ήξεραν ότι προηγουμένως έτρωγαν ότι υπήρχε επάνω στο τραπέζι, αλλά είναι και τροφές οι οποίες αφήνουν υπόλειμμα. Το κερί, απ’ την κηρύθρα και το κόκαλο απ’ το ψάρι. Ακόμη ο Χριστός μαγειρεύει, ψήνει ο ίδιος το ψάρι στην λίμνη, το ψάρι που είχε ο ίδιος όσο και το ψάρι που είχαν ψαρέψει εκείνοι και τρώνε όλοι μαζί. Έχουμε λοιπόν και υλικά υπολείμματα από τις εμφανίσεις αυτές, τα οποία διαψεύδουν και συντρίβουν τελείως τα επιχειρήματα ότι επρόκειτο για ψευδαισθήσεις.
Πώς θα ήτο δυνατόν από ψευδαισθήσεις να είχαν και να μαρτυρούν και σε μας οι μαθηταί ότι υπήρξαν υλικά δείγματα από τις εμφανίσεις αυτές τού σώματος τού αναστημένου Χριστού;
Ήταν απάτη;
Εάν τώρα οι εμφανίσεις αυτές που περιγράφηκαν δεν είναι αποτέλεσμα αυταπάτης μήπως είναι αποτέλεσμα απάτης; Διότι αυτή η διέξοδος μένει στην αμφισβήτηση. Αυτή η διέξοδος μένει στην αμφιβολία. Ότι ήταν δηλαδή αποτέλεσμα απάτης. Ο πρώτος λόγος για τον οποίο δεν μπορεί οι εμφανίσεις αυτές να είναι αποτέλεσμα απάτης οφείλεται στο γεγονός, ότι τα πρόσωπα απ’ τα οποία μαρτυρείται ότι είδαν τον Χριστό και μαρτυρείται επί πολλά χρόνια, αρκετά χρόνια μετά την Ανάσταση Του ότι είδαν τον Χριστό, (στην Α΄ προς Κορ. επιστ. απαριθμούνται τα πρόσωπα αυτά και αναφέρει εκεί ο Απ. Παύλος συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται και στο Ευαγγέλιο τού Μάρκου, ότι πάνω από 500 άνθρωποι είδαν τον Χριστό), τα πρόσωπα λοιπόν αυτά ήσαν πάρα πολλά. Είναι λοιπόν πραγματικά αδύνατο, τόσο πολλά πρόσωπα, επί τόσο πολλά έτη, να έκαναν μια τόσο χονδροειδή και βλάσφημο απάτη και να μη βρέθηκε ούτε ένα πρόσωπο, το οποίο να επανέλθει και να μαρτυρήσει και να διαμαρτυρηθεί ότι το ίδιο συμμετέσχε σε μια απάτη και έπεσε θύμα αυτής. Οπότε αυτό για κάθε δικαστήριο, για κάθε κριτή που χρησιμοποιεί τους κανόνες περί ενδείξεων τής νομικής επιστήμης, το ότι έχει τόσους πολλούς μάρτυρες η εμφάνισις τού Χριστού, αυτό και μόνο αποκλείει το ενδεχόμενο τής απάτης.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο το ενδεχόμενο τής απάτης πρέπει να αποκλεισθεί είναι ότι η πληροφορία και το κήρυγμα για την εμφάνιση τού Χριστού και την Ανάσταση Του, συνοδεύεται και συνοδευόταν πάντα, με την διακήρυξη τού πιο υψηλού κηρύγματος αρετής που δέχθηκε ποτέ η ανθρωπότης. Μιας αρετής που δεν περιορίζεται μονάχα στην πραγματοποίηση ορισμένων πράξεων ενάρετων αλλά και φθάνει με απόλυτο αυστηρότητα ακόμη και στις σκέψεις, στα συναισθήματα και στις διαθέσεις τού κάθε ανθρώπου. Πώς ήταν λοιπόν δυνατόν, άνθρωποι που όχι μονάχα κήρυξαν αυτό το κήρυγμα αλλά άνθρωποι, που κατά την μαρτυρία των πιο ασπόνδων εχθρών τους, στάθηκαν συνεπείς σε όλη τους τη ζωή στο κήρυγμα αυτό το τόσο αυστηρό, να πουν και να στηρίξουν όλο τους το κήρυγμα πάνω σ’ ένα τόσο χονδροειδές ψέμα;
Ακόμη η υποψία ότι πρόκειται για μία απάτη αποδεικνύεται εσφαλμένη από το γεγονός τής συμπεριφοράς των αποστόλων που αναφέραμε μέχρι τής 3ης ημέρας μετά την σταύρωση τού διδασκάλου. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν περίτρομοι, ήσαν καταπτοημένοι. Ήσαν πεπεισμένοι, όπως τόσο ωραία περιγράφεται εκεί στα λόγια τους με τα οποία περιγράφουν την σταύρωση και τις φήμες όπως νόμιζαν περί αναστάσεως, στον Χριστό, στον ίδιο τον Χριστό, οι δύο μαθηταί προς Εμμαούς. Ήσαν πεπεισμένοι ότι η υπόθεσης αυτή τού Χριστού έληξε άδοξα με την σταύρωση Του. Ήσαν οχυρωμένοι, όπως είπαμε, επάνω στην πεποίθηση ότι είναι αδύνατον να τον είδαν άνθρωποι ζωντανό και αυτό δεν ντρέπονται να το φανερώσουν οι ίδιοι και αυτήν την στροφή των 180ο την εμφανίζουν οι ίδιοι μόνον μετά απ’ την τρανή απόδειξη ότι πράγματι δεν μπορεί παρά να είναι μία αληθινή παρουσία η συνάντηση τους μαζί Του.
Εάν αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν να πουν μια απάτη, δεν θα απέφευγαν να φανερώσουν όλους τους ενδοιασμούς τους οποίους είχαν; Δεν θα απέφευγαν να διακηρύξουν σ’ όλα τα πέρατα τής γης και να το γράψουν σ’ όλα τα Ευαγγέλια ότι ήσαν οι ίδιοι εκείνοι που αμφισβητούσαν, εκείνοι που δεν ήθελαν να πιστέψουν, εκείνοι που παρουσίαζαν επιχειρήματα, εκείνοι που έλεγαν ότι επρόκειτο για λήρο, για μια συναρπαγή, για ένα ψέμα, αυτές οι διηγήσεις για την εμφάνιση τού Χριστού και πώς αυτά τα πρόσωπα τώρα, τα τρομαγμένα, τα περίτρομα έρχονται όχι μονάχα να το διακηρύξουνε μπροστά στους δυνατούς τής γης, μπροστά στους ισχυρούς και μπροστά στους ενόπλους, που ήταν έτοιμοι να τους συντρίψουν, αλλά και δίνουν μετά από διωγμούς και μετά από βασανιστήρια, άκαμπτοι όλοι, χωρίς εξαίρεση την ζωή τους για μια τέτοια απάτη;
Όπως λέει, πολύ σωστά, ένας Γάλλος, ο Goguel, «είναι αδύνατον για ένα ψέμα να υποβληθεί κανείς σε διωγμούς και να δώσει την ζωή του με βάσανα και με τυρρανισμούς». Το ψεύδος το χρησιμοποιεί ο άνθρωπος δια να αποφύγει τον διωγμό όχι δια να τον υποστεί. Ώστε λοιπόν, το όλο κήρυγμα τής Εκκλησίας, στηρίζεται επάνω στη διαβεβαιώσει για την Ανάσταση. Και πρέπει να πούμε ακόμα και θάπρεπε να το πούμε ίσως πρώτο απ’ όλα, ότι αυτήν την διαβεβαιώσει για την Ανάσταση την έδωσε ο ίδιος ο Χριστός. Το είπε σαφέστατα και το διακήρυξε και το υπεστήριξε.
Και πώς είναι δυνατόν, αυτόν που όχι απλώς εκήρυξε, αυτόν ο οποίος έζησε από το κήρυγμα, αυτόν ο οποίος χωρίς καμία αμφισβήτηση ανέβηκε πάνω στον Σταυρό γι’ αυτό το κήρυγμα, πώς είναι δυνατόν αυτόν τον άνθρωπο να τον θεωρήσουμε σαν ένα απατεώνα, ο οποίος σκηνοθετεί την ταφή Του, ο οποίος σκηνοθετεί την Ανάσταση Του;
Τώρα αφού μιλήσαμε για την απόλυτο αξιοπιστία των εμφανίσεων τού Χριστού που είναι η δεύτερη κατηγορία των αμφισβητήσεων, θα έλθουμε στην 3η κατηγορία που εύκολα ανατρέπεται, δηλ. σχετικά με τον κενό τάφο.
Η αμφισβήτηση του κενού τάφου
Η πρώτη αμφισβήτηση για τον κενό τάφο είναι εκείνη η οποία παρουσιάζεται μέσα στο ίδιο το Ευαγγέλιο, όταν έρχεται η κουστωδία και αναγγέλλει στους αρχιερείς πάντα τα γενόμενα: τον σεισμό που έγινε και την ένδοξη Ανάσταση τού Χριστού. Και τι λένε οι αρχιερείς; Τους έδωσαν λέει αργύρια ικανά και τους είπαν να διαδώσουν ότι «αυτών κοιμωμένων έκλεψαν οι μαθηταί το σώμα». Αυτή βέβαια η απλή ανατροπή αυτής τής εκδοχής είναι εκείνη η φράσις ότι «αν εκοιμώντο πώς είδαν τι έγινε;» ότι δηλ. έφυγε το σώμα απ’ εκεί. Και «αν δεν εκοιμώντο πώς άφησαν αυτοί οι στρατιώτες τους μαθητές να πάρουν τον Κύριο;»
Τώρα η άλλη σκέψις είναι ότι το σώμα δεν το απεμάκρυναν οι μαθηταί, αλλά το απεμάκρυναν οι αρχιερείς και αυτό για να μη γίνει ο τάφος σημείο προσκυνήματος των οπαδών τού Χριστού. Αλλά και δω πάλι αυτό είναι τελείως αδιανόητο και ξένο προς την λογική. Ξέρουμε ότι λίγες ημέρες μετά εδέχθησαν κατά πρόσωπο, μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους εκείνη την αυστηρότατη κατηγορία τού Πέτρου ότι «απέκτειναν τον αρχηγό τής ζωής ον ο Θεός ήγειρε εκ νεκρών». Και έτσι ο Πέτρος δημιούργησε χιλιάδες πιστών απ’ την ημέρα εκείνη και όλοι οι απόστολοι εν συνεχεία.
Πόσο απλό θα ήταν να αποστομώσουν στη γένεσή του το Χριστιανικό κήρυγμα οι αρχιερείς, παρουσιάζοντας το πτώμα τού Χριστού το οποίο είχαν κρύψει! Αμέσως αυτό θα έπαυε για πάντα στο ξεκίνημά της αυτήν την κίνηση, η οποία αδιάκοπα αφαιρούσε οπαδούς από το Συνέδριο των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Θα σταματούσαν αυτήν την βλάσφημη αίρεση παρουσιάζοντας το σώμα τού Χριστού και θα απεδείκνυαν εύκολα, και ήταν στο χέρι τους να το κάνουν, ότι πρόκειται για μια πλάνη.
Ο Αρχιδικαστής τής Αγγλίας, (όπως θα λέγαμε σε μας ο Πρόεδρος τού Αρείου Πάγου), λόρδος Darling, συνοψίζει αυτόν τον έλεγχό του νομικώς πάνω στις ενδείξεις για την Ανάσταση τού Χριστού με τα ακόλουθα λόγια, τα οποία είναι τόσο αυθεντικά ώστε δεν χρειάζεται να προσθέσω τίποτε άλλο:
«Εμείς λέει σαν Χριστιανοί καλούμαστε να παραδεχθούμε πολλά μόνον με την πίστη. Το βασικό θέμα, εάν δηλ. ο Ιησούς Χριστός ανέστη απ’ τους νεκρούς ή όχι, πάνω στο οποίο στηρίζεται ότι ο Χριστός ήταν πράγματι εκείνο που διακήρυξε, δεν καλούμεθα να το παραδεχθούμε μόνον με την πίστη. Υπάρχουν για την πεποίθηση αυτή, ότι είναι πραγματικά μια ζωντανή αλήθεια, υπάρχουν τόσο πολυάριθμες ενδείξεις θετικές και αρνητικές απ’ τα γεγονότα και τις περιστάσεις, ώστε κανένα σώμα από νοήμονες ενόρκους στον κόσμο δεν θα εξέφερε άλλη απόφαση παρά ότι η Ανάσταση είναι πράγματι αληθινή. Αλλά για να αποδειχθεί η αλήθεια τής Αναστάσεως πολλοί παρουσιάζουν εκείνο το επιχείρημα, το θετικό εκείνο επιχείρημα, το οποίο πιστεύω ότι είναι πιο πειστικό επιχείρημα για μας τους ανθρώπους που ζούμε σε μία εποχή κατ’ εξοχήν εποχή αρνήσεως, αποστασίας και συγχύσεως. Είναι ακριβώς οι απροσδόκητες και ψυχολογικά και λογικά ανεξήγητες επιστροφές ανθρώπων από την άρνηση και την πεισματική απιστία στην πίστη χάρις στην Ανάσταση τού Χριστού».
Σύγχρονες μεταστροφές απίστων
Υπάρχουν πάρα πολλές, υπάρχουν εκατομμύρια τέτοιες περιπτώσεις και θα αναφέρουμε μονάχα τις περιπτώσεις διασήμων ανθρώπων τού πνεύματος, οι οποίοι διετέλεσαν άπιστοι και έγιναν πιστοί.
Υπήρχε στην Αγγλία ο Καθηγητής Joad, Καθηγητής τής Φιλοσοφίας από τους πιο γνωστούς, ο οποίος ήταν τόσο πολύ φανατικός στην άρνηση, ώστε δεν άφηνε ευκαιρία, με τον γραπτό λόγο αλλά και με μία σειρά από εβδομαδιαίες ομιλίες στο αγγλικό ραδιόφωνο με τίτλο «ο Joad και ο Θεός», να υποστηρίζη την ανακρίβεια τού Ευαγγελίου. Αυτό έκανε ο Joad μελετώντας ακριβώς την Αγία Γραφή, για να παρουσιάσει επιχειρήματα. Ο ίδιος όμως από μόνος του χωρίς καμία επίδραση πείσθηκε ότι το αντίθετο από όσα κήρυσσε ήτο αλήθεια και σε μεγάλη ηλικία παρουσιάσθηκε αιφνιδίως και είπε ότι «όσα πίστευα ήταν ψέμα», και αγωνίσθηκε σαν τον Θωμά και εκήρυξε σ’ όλο τον κόσμο ότι ο Χριστός είναι πραγματικά ο Κύριος και Θεός. Στον 18ον αιώνα, όπως ανέφερα, είχε φθάσει η άρνηση στο κορύφωμά της. Και στην Αγγλία, λέει ο Montesquieu ότι, εάν ένας άνθρωπος πει σε οποιονδήποτε κύκλο μορφωμένων ανθρώπων ότι πιστεύει, δεν γίνεται υποδεκτός με τίποτε άλλο παρά με γέλια και καγχασμούς.
Την εποχή εκείνη δύο μορφωμένοι νέοι από το Πανεπιστήμιο τής Οξφόρδης έβαλαν για σκοπό τής ζωής τους να συγγράψουν δύο συγγράμματα, για να αποδείξουν ο πρώτος ότι η επιστροφή τού Παύλου δεν οφείλεται σε πίστη, σε αληθινή πίστη, και ο δεύτερος ότι η Ανάσταση τού Χριστού ήτο ψέμα.
Ο πρώτος, ο Λόρδος Lytletton μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα επέστρεψε με ένα κείμενο που απεδείκνυε ότι η συνάντησης τού Παύλου με τον αναστημένο Χριστό είχε πραγματικά συμβεί στο δρόμο τής Δαμασκού. Και ο άλλος, ο Gilbert West έγραψε ολόκληρο σύγγραμμα το οποίο ονομάζει «Παρατηρήσεις επί τής Ιστορίας και των Ενδείξεων τής Αναστάσεως τού Χριστού» και περιέχει μία σωρεία από επιχειρήματα, πολλά περισσότερα από όσα εγώ σας παρουσίασα τώρα, λογικότατα επιχειρήματα για την αλήθεια τής Αναστάσεως.
Θα έχετε ακούσει ίσως ότι το πλέον διάσημο σατυρικό περιοδικό παγκοσμίως είναι το «PUNCH». Επί έτη εκδότης τού Punch υπήρξε ο Muggeridge, πνεύμα οξύ και σκωπτικό, ο οποίος δεν δίσταζε να διακηρύττει την απιστία του. Μια επίσκεψις εν τούτοις εις τους Αγίους Τόπους κατέληξε εις αποτέλεσμα αντίθετο εκείνου το οποίον ανέμενε και επεδίωκε ο Muggeridge. Αντί να κομίσει αποδείξεις ότι η πεποίθησης στο θάνατο και την Ανάσταση τού Ιησού Χριστού είναι ένας μύθος, επέστρεψε με την ακλόνητο πεποίθησιν για την αλήθεια τής Χριστιανικής πίστεως και με μια τέτοια ψυχική μεταστροφή, ώστε έγινε σήμερα ένας από τους κυριότερους ηγέτες τού Χριστιανικού κινήματος στη Μ. Βρετανία. στο περίφημο «Φεστιβάλ τού Φωτός». Στην πολυάριθμη αυτή συγκέντρωση στην Πλατεία TRAFALGAR τού Λονδίνου, ο Muggeridge ήταν εκείνος ο οποίος καυτηρίασε και κάλεσε σε αφύπνιση και αγώνα εναντίον τής χυδαιότητας και τής παρακμής εις την οποίαν οδηγεί η απιστία.
Ίσως όμως πραγματικά για εκείνον που θέλει να κουράσει την σκέψη του, αυτό είναι πραγματικά ανάγκη γύρω από το θέμα αυτό, ίσως το πιο χαρακτηριστικό λογικό μνημείο είναι το έργο του νομικού Morison. Αυτός από μικρή ηλικία, από παιδική ηλικία είχε διαβάσει από τους Κριτικούς τής Γερμανικής Σχολής, την Κριτική τής Αγ. Γραφής. Και είχε πλούσια οπλιστεί με επιχειρήματα κατά τής Χριστιανικής Θρησκείας και ξεκίνησε με τα επιχειρήματα αυτά να γράψει ένα βιβλίο που πραγματικά, λογικά θα έπειθε τον καθένα, ότι η Ανάστασις δεν είχε πραγματοποιηθεί. Και καθώς άρχισε να γράφει αυτό το βιβλίο, βρήκε ότι ήταν αδύνατο το βιβλίο αυτό να γραφή. Και όχι μονάχα ήταν αδύνατο να γραφή αλλά οι σκέψεις και τα λόγια τα οποία έγραφε οδηγούσαν τελείως στον αντίθετο στόχο.
Λέει ο ίδιος: «Η δύναμις των περιστάσεων με ανάγκαζε να γράφω κάτι το τελείως αλλιώτικο, όχι γιατί τα ίδια τα γεγονότα τα οποία μελέτησα άλλαξαν, γιατί είναι οριστικά αποτυπωμένα στις σελίδες τής ανθρώπινης ιστορίας, αλλά γιατί η ερμηνεία των γεγονότων αυτών είχε μέσα μου υποστεί μία μεταβολή εξ αιτίας τής επιμονής αυτών των ιδίων των γεγονότων».
Ο συγγραφέας ανακάλυψε μία ημέρα ότι όχι μονάχα δεν μπορούσε να γράψει το βιβλίο που είχε σχεδιάσει αλλά και ότι αν ήθελε, δεν μπορούσε. Και από αυτήν την προσπάθεια προέκυψε το πασίγνωστο βιβλίο τού Morison «Ποιος εκύλισε τον λίθο;» που έχει κυκλοφορήσει σε εκατομμύρια αντιτύπων και αποτελεί πραγματικά ένα μνημείο λογικής εργασίας όπου παίρνει όλες τις διεξόδους τής αμφιβολίας και τους κόβει τον δρόμο με τις ίδιες τις μαρτυρίες τής Αγ. Γραφής και με την λογική επάνω σ’ αυτές δέχεται να ασκήσει το έργο τής αμφισβητήσεως και που αποτυγχάνει.
Δίπλα σ’ αυτούς τους διανοουμένους θα ήτανε πραγματικά παρά πολύ τολμηρό να πω δυο λόγια για τον εαυτό μου.
Το λέω με απόλυτη συναίσθηση για την διαφορά σε ανάστημα και την διαφορά σε κύρος που με χωρίζει απ’ αυτούς. Όμως το χρωστώ σε σας, και το κάνω για πρώτη φορά, το χρωστώ σε σας που είσαστε τα αδέλφια μου, με τα οποία ζω τόσο έντονα την ζωή τού Πανεπιστημίου, να σας μαρτυρήσω, ότι έζησα τα τελευταία χρόνια τής γυμνασιακής μου ζωής και σχεδόν όλα τα χρόνια τής ζωής μου σαν φοιτητής μέσα στην άρνηση και στην αμφιβολία. Και να σας πω ότι δέχθηκα, μετά από πάρα πολλή μελέτη, το μήνυμα τής Αναστάσεως σαν αληθινό και όλη μου η ζωή, δεν είναι από μία σκοπιά, τίποτε άλλο, παρά ένα πύρωμα επάνω στην ακρίβεια τού κηρύγματος τής Αναστάσεως. Και έχω να σας πω ότι ούτε μια στιγμή, ούτε μια παρατήρησης μέσα στη ζωή μου, δεν παρέλειψε παρά να επιβεβαιώσει την αλήθεια τού κηρύγματος τού Ευαγγελίου, την αλήθεια τής Αναστάσεως τού Χριστού. Είναι αδύνατον λογικά, είναι αδύνατον ψυχολογικά να ζήσω ούτε μία στιγμή, μη πιστεύοντας στην Ανάσταση τού Χριστού. Και θέλω να καλέσω, σαν αδελφός προς αδελφούς, τον καθένα από σας, αν αυτό δεν έχει ολοκληρωτικά συμβεί στην ζωή σας, να πάρει την θέση αυτή και να δεχθεί απροκάλυπτα, τίμια, χωρίς φόβο, την Ανάσταση τού Χριστού σαν ένα γεγονός. Και να με βρει, αν θέλει, να συζητήσουμε, αν θέλει και να χαρούμε μαζί τα όσα θα επακολουθήσουν απ’ αυτό το άνοιγμα τής ψυχής στην Ανάσταση τού Χριστού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Π. Τρεμπέλα: Ιησούς από Ναζαρέτ, Αθήναι, 1955.
2. Ε. Θεοδώρου: Η αιωνία αλήθεια, Αθήναι, 1960.
3. Ι. Αγαπίδη: Ο Ιησούς ενώπιον τής Ιουδαϊκής και Ρωμαϊκής δικαιοσύνης, Θεσσαλονίκη, 1969.
4. R. GUARDINI: Ο Κύριος, Ελλ. Μετάφρασις, Αθήναι, 1956, Τόμος Γ΄.
5. P. BARBET: LA PASSION DE JESUS CHRIST SELON DE CHIRURGIEN, RILLEN ET CIE, ISSOUDUN, 1950.
6. τού ιδίου: A DOCTOR AT CALVARY, P.J. KENNEDY, NEW YORK, 1953.
7. PR. J.N.D. ANDERSON: CHRISTIANITY THE WITNESS OF HISTORY, TYNDOLE PRESS LONDON, 1969.
8. τού ιδίου: EVIDENCE FOR THE RESURECTION, INTERVARSITY, PRESS LONDON, 1968.
9. F. MORISON: WHO MOVED THE STONE, BARNES AND NOBLE, NEW YORK, 1962.
10. J/YOUNG: THE CASE AGAINST CHRIST, FALCON BOOKS, LONDON, 1962.
11. K.N. TAYLOR: IS CHRISTIANITY CREDIBLE? INTERVARSITY PRESS, 1970.
Ό καλός Σαμαρείτης πού έσωσε την ανθρωπότητα από τις πληγές πού της είχαν προξενήσει οι ληστές, έπεσε ό ίδιος στα χέρια τους. Γύρω από τον Κύριο υπήρχαν επτά είδη κακούργων. Το πρώτο είδος αντιπροσωπεύει ό Σατανάς, το δεύτερο οι πρεσβύτεροι και οι άρχοντες του Ισραηλινού λαού, το τρίτο ό Ιούδας, το τέταρτο ό Πιλάτος, το πέμπτο ό Βαραββάς, το έκτο ό αμετανόητος ληστής πού συσταυρώθηκε μαζί Του και το έβδομο ό ληστής πού μετάνιωσε. ’Άς σταματήσουμε για λίγο κι ας ατενίσουμε τη συντροφιά αυτή των κακούργων. Ανάμεσα τους στέκεται ό Υιός του Θεού, σταυρωμένος, πληγωμένος κι αιμόφυρτος.
Το πρώτο είδος είναι ό σατανάς. Είναι εκείνος πού θέλει να κάνει το μεγαλύτερο κακό στο ανθρώπινο γένος. Είναι ό πατήρ του ψεύδους, ό κακούργος των κακούργων. 0ι πειρασμοί πού χρησιμοποιεί για να πειράξει τούς ανθρώπους και να τούς κάνει κακό είναι δύο ειδών: τούς πειράζει με τις ανέσεις και με τα βάσανα. Στην αρχή πείραξε τον Κύριο στο Όρος των Πειρασμών με την υπόσχεση ανέσεων, με δύναμη και πλούτο- τώρα, στο τέλος, τον πειράζει με τα βάσανα, με το πάθος. Όταν κατατροπώθηκε στον πρώτο πειρασμό, άφησε τον Κύριο, έφυγε μακριά Του. Δεν τον εγκατέλειψε τελείως όμως, αλλά προς καιρόν. Όπως αναφέρει το ευαγγέλιο, «ό διάβολος άπέστη απ’ αυτού άχρι καιρού» (Λουκ. δ'13).
Ό καιρός αυτός πέρασε και τώρα ξαναπαρουσιάζεται. Αυτή τη φορά δέ χρειάζεται να εμφανιστεί φανερά, ανοιχτά. Τώρα δουλεύει με ανθρώπους. Χρησιμοποιεί τούς υιούς του σκότους πού, τυφλωμένοι από την εκτυφλωτική λάμψη του Χριστού, παραδίδονται στα χέρια του Σατανά. Κι αυτός τούς χρησιμοποιεί σαν όπλο εναντίον του Κυρίου Χριστού. Είναι κοντά τους όμως, είναι δίπλα σέ κάθε γλώσσα πού βλασφημεί το Χριστό, σέ κάθε στόμα πού φτύνει το πάντιμο πρόσωπό Του, σέ κάθε χέρι πού τον μαστιγώνει και του βάζει το αγκάθινο στεφάνι, σέ κάθε καρδιά πού φλέγεται από φθόνο και μίσος εναντίον Του.
Το δεύτερο είδος είναι μια ομάδα κακούργων, είναι οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ και οι πολιτικοί, θρησκευτικοί και πνευματικοί άρχοντες. Είναι οι γραμματείς και οι φαρισαίοι, οι Σαδδουκαίοι κι οι ιερείς, με το βασιλιά Ηρώδη επικεφαλής. Ό φθόνος κι ό φόβος τούς έσπρωξε να εγκληματήσουν στον Κύριο. Τούς κατέτρωγε ό φθόνος γιατί ό Κύριος ήταν ισχυρότερος, σοφότερος και καλλίτερος απ’ αυτούς. Είχαν φόβο για τη θέση τους, για την εξουσία, για τη δόξα και τον πλούτο, σέ περίπτωση πού οι άνθρωποι θα τάσσονταν με το Χριστό. Γι’ αυτό και κραύγαζαν, «θεωρείτε ότι ουκ ωφελείτε ουδέν; ίδε ό κόσμος όπίσω αυτού άπήλθεν» (Ιωάν. ιβ'19). Ήταν από το φόβο, την αδυναμία και το φθόνο τους.
Ποιό ήταν το χειρότερο από τα κακουργήματά τους ενάντια στον Κύριο; Το ότι τον συνέλαβαν και τον θανάτωσαν χωρίς νόμιμη δίκη και καταδίκη. Αναφέρεται στο ευαγγέλιο: «Τότε συνήχθησαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι του λαού εις την αύλήν του αρχιερέως του λεγομένου Καϊάφα, και συνεβουλεύσαντο ίνα τον Ιησού δόλω κρατήσωσι και άποκτείνωσιν» (Ματθ. κστ'3-4). Δέ συζητούν μεταξύ τους τί κατηγορίες να του προσάψουν και πώς θα τον σύρουν στο δικαστήριο, άλλ’ ίνα τον Ιησού δόλω κρατήσωσι και άποκτείνωσιν. Το μόνο πού τούς ένδιαφέρει είναι να τον συλλάβουν με δόλιο τρόπο και να τον θανατώσουν. Όταν ό νομοταγής Νικόδημος τούς συμβουλεύει πώς στον Κύριο πρέπει πρώτα να δοθεί ακρόαση στο δικαστήριο, για να του γνωρίσουν σέ τί τον κατηγορούν, απορρίπτουν την εισήγησή του με δυσαρέσκεια και ειρωνικά χαμόγελα (βλ. Ίωάν. ζ'50-52).
Τρίτος κακούργος ήταν ό Ιούδας, ό φαινομενικός απόστολος αλλά στην ουσία επαίσχυντος προδότης. Ό Σατανάς συμμετείχε στην άδικη αιματοχυσία του Χριστού από μίσος για το Θεό και τον άνθρωπο. Οι πρεσβύτεροι και οι άρχοντες του Ισραήλ συμμετείχαν από φθόνο και φόβο. Ό Ιούδας συνδέεται με τη συντροφιά του Σατανά και των πρεσβυτέρων του λαού από απληστία. Τ ό έγκλημά του συνίσταται στο ότι πρόδωσε το Διδάσκαλο και Ευεργέτη Τ ου για τριάντα αργύρια. Αργότερα αναγνώρισε ό ίδιος το λάθος του στους ίδιους πρεσβυτέρους, πού τον είχαν δωροδοκήσει για την πράξη της προδοσίας: «Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον... και ρίψας τα αργύρια εν τω ναώ άνεχώρησεν, και άπελθών άπήγξατο» (Ματθ. κζ'4-5). Ό οικτρός θάνατός του μαρτυρεί το τραγικό σφάλμα του. Όπως αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων γι’ αυτόν, «και πρηνής γενόμενος έλάκησε μέσος, και εξεχύθη πάντα τα σπλάγχνα αυτού» (Πράξ. α'18). Κι αφού κρεμάστηκε έπεσε κάτω, άνοιξε ή κοιλιά του και τα σπλάχνα του χύθηκαν έξω.
Τέταρτος κακούργος ήταν ό Πιλάτος, εκπρόσωπος του Καίσαρα στην 'Ιερουσαλήμ, πού κατά κάποιο τρόπο εκπροσωπούσε τον άθεο ειδωλολατρικό κόσμο στην καταδίκη του Υιού του Θεού. Ό Πιλάτος περιφρονεί τούς Ιουδαίους κι οι Ιουδαίοι περιφρονούν τον ίδιο. Στην αρχή δεν έχει καμιά διάθεση ν’ αναμιχτεί στην καταδίκη του Χριστού: «Λάβετε αυτόν υμείς και κατά τον νόμον υμών κρίνατε αυτόν» (Ίωάν. ιη' 31), είπε στους κατήγορους του Χριστού. Αργότερα παίρνει θέση υπέρ του Χριστού και, μετά από μια μορφή δίκης, λέει στους Ιουδαίους: «Εγώ ούδεμίαν αιτίαν ευρίσκω κατ’ αυτού» ( Ιωάν. ιη'38) Τελικά, υποχωρώντας σέ απειλές όπως, «εάν τούτον απόλυσης, ουκ ει φίλος του Καίσαρος» (ιθ'12), ό Πιλάτος «επέκρινε γενέσθαι το αίτημα αυτών» (Λουκ. κγ'24) και δίνει διαταγή να μαστιγωθεί και να σταυρωθεί ό Χριστός.
Το έγκλημα του Πιλάτου συνίσταται στο ότι μπορούσε να προστατέψει τον Δίκαιο και δεν το έκανε. Ό ίδιος είπε στον Κύριο: «Ουκ οιδας ότι εξουσίαν έχω σταυρώσαί σε και εξουσίαν έχω άπολΰσαί σε;» (Ίωάν. ιθ'10). Με τη δήλωσή του αυτή ό Πιλάτος παίρνει αιώνια πάνω του την ευθύνη για το θάνατο του Χριστού. Τί είναι εκείνο πού σπρώχνει τον Πιλάτο να κάνει το έγκλημα αυτό και τί είναι αυτό πού τον κατατάσσει κι αυτόν στη χορεία των άλλων κακούργων; Είναι ή μικρόνοια κι ό φόβος του. Ή μικρόνοια για την προστασία του δίκαιου, καθώς κι ό φόβος για τη θέση του και για την εύνοια του Καίσαρα.
Πέμπτος κακούργος είναι ό Βαραββάς. Εκείνη την εποχή ήταν στη φυλακή «διά στάσιν τινά... και φόνον» (Λουκ. κγ'19). Είχε κατηγορηθεί για ανατρεπτικές ενέργειες και για φόνο και ήταν υπόδικος στον Ιουδαϊκό και τον Ρωμαϊκό νόμο, με προβλεπόμενη ποινή το θάνατο. Προσωπικά δεν είχε αμαρτήσει με κανένα τρόπο ενάντια στο Χριστό. Εκείνοι πού αμαρτάνουν είναι οι Ιουδαίοι, αυτοί πού τον βάζουν πάνω από το Χριστό, πού τον προτιμούν αντί γι’ Αυτόν. Ό Πιλάτος σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το Βαραββά σαν μέσο για να σώσει το Χριστό από τη θανατική καταδίκη. Οι Ιουδαίοι όμως χρησιμοποιούν το Χριστό για να σώσουν το Βαραββά. Ό Πιλάτος έθεσε στους Ιουδαίους το δίλημμα να διαλέξουν το Χριστό ή το Βαραββά, στην ουσία δηλαδή, το Θεό ή έναν εγκληματία; Αλλά «όμοιος όμοίω αεί πελάζει». Έτσι οι κακούργοι διάλεξαν τον κακούργο.
Ό έκτος κακούργος, όπως κι ό έβδομος, είναι εκείνοι πού συσταυρώθηκαν με το Χριστό, ό ένας στ’ αριστερά κι ό άλλος στα δεξιά Του στο Γολγοθά. Ό προφήτης Ησαΐας το είχε προφητέψει αυτό: «Και μετά άνομων έλογίσθη» (Ήσ. νγ'12). Ό ένας απ’ αυτούς, αν και βρίσκεται στο κατώφλι του θανάτου, βλασφημεί, ό άλλος όμως προσεύχεται.
Έδώ έχουμε δύο ανθρώπους με την ίδια τύχη: κι οι δύο τους είναι καρφωμένοι στο σταυρό, κι οι δύο τους πρόκειται να εγκαταλείψουν αυτόν τον κόσμο και δεν περιμένουν τίποτα πια απ’ αυτόν. Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά. Έδώ είναι ή απάντηση σ’ όλους αυτούς πού λένε: Βάλε τούς ανθρώπους στις ίδιες υλικές συνθήκες, δώσε σ’ όλους την ίδια τιμή και τα ’ίδια υπάρχοντα, κι όλοι τους θα έχουν το ίδιο πνεύμα. Ό ένας εγκληματίας, πού σέ λίγο δέ θα ανασαίνει, εμπαίζει τον Υιό του Θεού: «Ει συ ει ό Χριστός, σώσον σεαυτόν και ημάς» (Λουκ. κγ'39). Ό άλλος όμως ικετεύει τον Κύριο:
«Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν ελθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. κγ'42). Ό πόνος της σταύρωσης σκοτώνει τον ένα σωματικά και ψυχικά. Του άλλου όμως σκοτώνει μόνο το σώμα, ή ψυχή του σώζεται. Ό σταυρός του Χριστού στον 'έναν είναι σκάνδαλο, στον άλλον σωτηρία.
Αυτά είναι τα επτά είδη των κακούργων γύρω από το Χριστό. Κύριε, βοήθησε μας να παρατηρήσουμε τη δική μας ζωή προτού καταδικάσουμε τούς κακούργους αυτούς πού κάρφωσαν τον Θεό της αγάπης στο σταυρό. ’Άς διερωτηθούμε: μήπως ανήκουμε κι εμείς στην ομάδα αυτή; ’Άς ήμασταν τουλάχιστο σαν τον έβδομο απ’ αυτούς, εκείνον πού μετάνιωσε πάνω στο σταυρό και μέσα στους φοβερούς πόνους του αναζήτησε και βρήκε τη σωτηρία από τις αμαρτίες του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙΡΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...