Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Στο μικρό χωριό Κομμένο του νομού Άρτας διαπράχτηκε από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής ένα απερίγραπτο έγκλημα πολέμου εναντίον αμάχων και ανυπεράσπιστων ανθρώπων. Τη Δευτέρα 16 Αυγούστου 1943 120 στρατιώτες του 12ου λόχου του 98ου συντάγματος πεζικού της 1ης ορεινής μεραρχίας ορεινών καταδρομών του γερμανικού στρατού έκαναν στάχτη ολόκληρο το χωριό και δολοφόνησαν εν ψυχρώ 317 κατοίκους, μεταξύ των οποίων 72 παιδιά ηλικίας 4 μηνών έως 10 χρονών. Περιληπτικά η ιστορία της σφαγής και της φρίκης έχει ως εξής:
Η 1η μεραρχία Εντελβάις στην Ήπειρο
Την άνοιξη του 1943 η 1η Γερμανική μεραρχία Ορεινών Καταδρομών Εντελβάις μεταφέρεται με εντολή του Χίτλερ, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Χούμπερτ Λανς, από τη Σοβιετική Ένωση στο Μαυροβούνιο και στη συνέχεια στην Ήπειρο, όπου και στρατοπεδεύει στην κοιλάδα του Λούρου, μεταξύ Ιωαννίνων και Φιλιππιάδας. Σκοπός της ήταν αφενός να εμποδίσει την αποβίβαση των Βρετανικών και Αμερικανικών δυνάμεων στη Νοτιοδυτική Ελλάδα και αφετέρου να σβήσει το αντάρτικο στην περιοχή. Τον Ιούλιο αρχίζει τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με την ονομασία «επιχείρηση Ζάλμινγκερ» και καταστρέφει δεκάδες χωριά της Ηπείρου, με αποκορύφωμα το κάψιμο τη Μουσιωτίτσας στις 25 Ιουλίου και την εκτέλεση 156 αμάχων. Τον επόμενο μήνα ξεκινά η νέα εκκαθαριστική επιχείρηση με την ονομασία «επιχείρηση Αύγουστος». Ο διοικητής του 28ου Συντάγματος Πεζικού της 1ης μεραρχίας Εντελβάις συνταγματάρχης Ζάλμιγκερ, θέλοντας να έχει τον πλήρη έλεγχο της περιοχής, έκανε συχνές περιπολίες, μία εκ των οποίων τον οδήγησε στο Νοτιοδυτικό τμήμα της και πιο συγκεκριμένα στο Κομμένο της Άρτας.
Η «επίσκεψη Ζάλμινγκερ»
Χωμένο στην άκρη του Αμβρακικού και κρυμμένο στις εκβολές του ποταμού Αράχθου, πνιγμένο στα νερά, τα έλη και την πυκνή βλάστηση τότε, το Κομμένο δεν ανέπτυξε κάποια αξιόλογη αντιστασιακή δράση, αλλά συμμετείχε απλά στον αγώνα εξασφαλίζοντας τρόφιμα για τα ένοπλα τμήματα των ανταρτών, που η έδρα τους βρισκόταν στις ορεινές περιοχές. «Οι κάτοικοι το Κομμένου», αναφέρει στην αγόρευσή του ο Στέφανος Παππάς κατά τη δίκη της Νυρεμβέργης, «ήταν φιλήσυχοι αγρότες, εκτός ελαχίστων μεταξύ των οποίων και εγώ, που είχαμε καταταγή αντάρτες στο βουνό διακείμενοι φιλικά στην οργάνωση των εθνικών ομάδων Ζέρβα. Όλοι οι άλλοι κάτοικοι ήταν αμέτοχοι σε οργανώσεις και εργάζονταν καλλιεργώντας και σκάβοντας τη γη». (Στέφανου Παππά «Η σφαγή του Κομμένου, Αθήνα 1976, σελ.132)
Τον Αύγουστο, ωστόσο, του 1943 σημειώνεται μια περίεργη κινητικότητα, καθώς ένα τμήμα του Ε.Λ.Α.Σ. έρχεται στο Κομμένο και ζητά απ’ τις αρχές να μεριμνήσουν για την τροφοδοσία του με μεγάλες ποσότητες αγαθών. Λίγες μέρες νωρίτερα προηγήθηκε η τροφοδοσία των ανταρτών του Ε.Δ.Ε.Σ., οι οποίοι αποζημίωναν τους κατοίκους με τα ανάλογα χρηματικά ποσά.
Οι αρχές αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημά του Ε.Λ.Α.Σ., υποστηρίζοντας ότι οι κάτοικοι δε διαθέτουν τόσο μεγάλες ποσότητες αγαθών, καθώς παράλληλα τροφοδοτούσαν και τις δυνάμεις του Ε.Δ.Ε.Σ.. Μπροστά στην επιμονή των ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ., οι υπεύθυνοι του Ε.Δ.Ε.Σ. ζήτησαν υποστήριξη και ενίσχυση από τις δικές τους δυνάμεις, οι οποίες δεν καθυστέρησαν να εμφανιστούν στο χωριό και να απαιτούν από τους άλλους να αποχωρήσουν χωρίς τα τρόφιμα που είχαν παραγγείλει. Οι συζητήσεις και οι διενέξεις δεν έφερναν αποτέλεσμα, ενώ οι μέρες περνούσαν και τα πράγματα γίνονταν επικίνδυνα για το Κομμένο.
Στις 12 Αυγούστου, ημέρα Πέμπτη, λίγο πριν το μεσημέρι, ένα γερμανικό αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο ίδιος ο διοικητής του 98ου Συντάγματος της 1ης Ορεινής Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, έφτασε στο Κομμένο, προφανώς για να ερευνήσει αν πράγματι στο χωριό δρούσαν ομάδες ανταρτών, όπως υποδείκνυαν οι πληροφορίες που οι γερμανικές υπηρεσίες είχαν συλλέξει. Η «επίσκεψη» Ζάλμινγκερ στο Κομμένο αποτελούσε μέρος των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του 98ου Συντάγματος στην περιοχή της Ηπείρου, με σκοπό την εξόντωση των ανταρτών και το κάψιμο των χωριών εκείνων για τα οποία υπήρχαν υπόνοιες ότι τους τροφοδοτούν και τους ενισχύουν με οποιονδήποτε τρόπο. Το Κομμένο θα ήταν η συνέχεια της εκδικητικής μανίας και των αντιποίνων που είχαν ήδη αρχίσει να εφαρμόζουν οι Γερμανοί σε βάρος αμάχων και είχαν ήδη μετατρέψει σε ερείπια δεκάδες χωριά της Ηπείρου.
Ακριβώς τη μέρα και την ώρα εκείνη στην πλατεία του χωριού οι αντάρτες του Ε.Δ.Ε.Σ. και του Ε.Λ.Α.Σ. είχαν στήσει τα όπλα τους και κάθονταν κάτω απ’ τα δέντρα. Όταν ο Γερμανός Διοικητής βρέθηκε μπροστά στην εικόνα αυτή, διέταξε τον οδηγό του και έκανε αμέσως στροφή αφήνοντας πίσω τους το χωριό, με την απόλυτη πλέον βεβαιότητα πως οι πληροφορίες του ήταν βάσιμες και δε χωρούσαν την παραμικρή αμφιβολία. Μερικές γυναίκες, μάλιστα, έσπευσαν από φόβο να μαζέψουν και να κρύψουν τα όπλα, αλλά φαίνεται πως η κίνησή τους αυτή έγινε αντιληπτή από τους Γερμανούς.
Από τη στιγμή εκείνη που φεύγουν οι Γερμανοί, αρχίζει για τους κατοίκους του Κομμένου ο τρομερός εφιάλτης. Έντρομοι οι κάτοικοι κουβάλησαν τ’ αγαθά τους και τα ’κρυψαν στα χωράφια τους, στα οποία διανυκτέρευαν και οι ίδιοι, ενώ μια επιτροπή, με επικεφαλής τον πρόεδρο της Κοινότητας Λάμπρο Ζορμπά, μετέβη την επόμενη κιόλας μέρα στην Άρτα και ζήτησε από τις Ιταλικές αρχές και τις συνεργαζόμενες με τους κατακτητές ελληνικές αρχές της πόλης Άρτας να πληροφορηθεί σχετικά με την τύχη του χωριού. Οι αρχές, μάλλον με κάποια αδιαφορία, ίσως διαβεβαίωσαν την επιτροπή πως το χωριό δεν είχε να φοβηθεί τίποτε, γιατί οι αντάρτες δεν ήταν κάτοικοι του Κομμένου. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, και η ίδια η επιτροπή να μην είδε με τη δέουσα σοβαρότητα το γεγονός και να μην έδωσε την πρέπουσα σημασία στην τακτική των αντιποίνων που εφάρμοζαν οι Γερμανοί.
Έτσι στις 15 Αυγούστου, ημέρα που κοιμήθηκε η Παναγία Θεοτόκος, γιόρταζαν όπως είχαν συνήθεια το πανηγύρι τους. Και ο Θόδωρος Μάλλιος τέλεσε το γάμο της κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από το χωριό Παχυκάλαμος.
Η εξόντωση
Τα χαράματα, ωστόσο, της 16ης Αυγούστου 120 άντρες του 12ου λόχου του 98ου Γερμανικού Συντάγματος, το οποίο έδρευε στην περιοχή της Φιλιππιάδας, μια μικρή κωμόπολη 10 περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Άρτας, επιβιβάζονται πάνοπλοι στα φορτηγά και σταθμεύουν έξω από το Κομμένο. Αποστολή του 12ου λόχου ήταν η εξόντωση των ανταρτών που δρούσαν στην περιοχή και η εξαφάνιση του χωριού που τους υποστήριζε και τους προμήθευε με τρόφιμα και άλλα απαραίτητα για την αντίστασή τους εναντίον των Γερμανών.
Ήδη όμως από την Πέμπτη 12 Αυγούστου ο Διοικητής του 98ου Συντάγματος συνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμινγκερ σημείωνε στην αναφορά του σχετικά με την επίσκεψή του στο Κομμένο: «Προσωπική αναγνωριστική επιχείρηση διαπίστωσε ότι το Κομμένο (12 χλμ. νότια-νοτιοανατολικά της Άρτας) βρίσκεται στα χέρια συμμοριτών, 25 – 30 άντρες με στολές ερήμου. Προς το παρόν δεν έχουν σχεδιαστεί αντίποινα» (Χ. Φ. Μάγερ, 59) και το Σάββατο 14 Αυγούστου έλαβε διαταγή «να προετοιμάσει αιφνιδιαστική επιχείρηση κατά της διαπιστωμένης συμμορίας στο Κομμένο». (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 60)
Την Κυριακή 15 Αυγούστου συγκέντρωσε τη μονάδα του, για να της ανακοινώσει πως Γερμανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν στο Κομμένο και όφειλαν, γι’ αυτό, να δράσουν αμέσως με σκληρά αντίποινα εναντίον των ανταρτών και ξεκλήρισμα του χωριού που είχαν το λημέρι τους. Οι στρατιώτες δε δέχτηκαν με ιδιαίτερη προθυμία τη διαταγή να συμμετάσχουν εθελοντικά στην επιχείρηση. «Τουλάχιστον δώδεκα–δεκαπέντε άντρες είχαν προσφερθεί εθελοντικά για την επιχείρηση». (Mark Mazower, 226) Έτσι η διαταγή άλλαξε και η επιχείρηση ανατέθηκε στο 12ο λόχο του 98ου Συντάγματος. Διοικητής του 12ου λόχου ήταν ο υπολοχαγός Ρέζερ, πρώην στέλεχος της νεολαίας του Χίτλερ, φανατικός ναζί και αποκαλούμενος Νέρων από κάποιους στρατιώτες. Οι στρατιώτες που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση ήταν στο σύνολό τους κληρωτοί.
Οι άντρες του 12ου λόχου του 98ου Συντάγματος Πεζικού συγκεντρώθηκαν στις 5.00 το πρωί πάνοπλοι με οβιδοβόλα, πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, χειροβομβίδες και καραμπίνες, και επιβιβάστηκαν στα στρατιωτικά αυτοκίνητα, για να διανύσουν μια διαδρομή μιάμισης περίπου ώρας από την κοιλάδα του ποταμού Λούρου ως το Κομμένο
Αφού πρώτα πήραν το πρωινό τους και τη ρητή διαταγή «κανείς δεν πρέπει να επιζήσει, όλοι στο χωριό πρέπει να εκτελεστούν» (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 67), περικύκλωσαν το χωριό από τρεις πλευρές, αφήνοντας αφύλαχτη τη δυτική πλευρά όπου κυλούσε ο Άραχθος ποταμός, ο οποίος, κατά τη γνώμη του Ρέζερ, αποτελούσε φυσικό εμπόδιο διαφυγής. Όλα οργανώθηκαν με κανονικό σχέδιο μάχης, καθώς για τους Γερμανούς το χωριό ήταν κέντρο ανταρτών, οι οποίοι την ώρα εκείνη βρίσκονταν στον ύπνο μαζί με τους άλλους κατοίκους. Γι’ αυτό και δεν πείραξαν κανέναν και τίποτε πριν δοθεί το σύνθημα της μάχης.
«Είδαμε τους Γερμανούς, μια μικρή ομάδα, την ώρα που βγαίναμε απ’ το χωριό», αφηγείται η Ιφιγένεια Παππά – Κοντογιάννη, κορίτσι 18 χρονών τότε. «Είχαμε ακούσει τα αυτοκίνητα που έρχονταν, αλλά δεν ξέραμε ούτε τι κουβαλούσαν ούτε τι έρχονταν να κάνουν. Μας σήκωσε ο πατέρας μου και μας έδιωξε απ’ το σπίτι, φοβόταν ο άνθρωπος μη μας κάνουν κακό. Φύγετε, να περάσετε το ποτάμι και να πάτε να κρυφτείτε στα χωράφια, μας είπε. Σηκωθήκαμε. Μόλις είχε σκάσει ο ήλιος. Στο χωριό ακούγονταν αμάξια, θόρυβος, φασαρία. Φτάσαμε στα τελευταία σπίτια. Σχεδόν πέσαμε απάνω τους. Δε μας πείραξαν. Κρατούσαν όπλα στα χέρια τους και κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Νιώσαμε το κορμί μας να τρέμει. Εκείνοι, κάτι όμορφα παιδιά, μας κοίταξαν και κάτι ψιθύρισαν μεταξύ τους χαμογελώντας. Ήταν παιδιά. Δεν προλάβαμε να απομακρυνθούμε στα εκατό μέτρα κι άρχισε το μακελειό».
Θα πρέπει να ήταν 6.30 το πρωί όταν δόθηκε το σύνθημα της «επίθεσης εναντίον των ανταρτών» με δυο φωτοβολίδες που ρίχτηκαν στον αέρα. Οι μονάδες εφόδου άρχισαν να βάλλουν με όπλα, με πολυβόλα, χειροβομβίδες και όλμους. Στόχος τους η εξαφάνιση από γης ολόκληρου του χωριού, χωρίς κανένα έλεος. Έκαιγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και σκότωναν με μιαν απερίγραπτη αγριότητα άντρες, γέροντες, γυναίκες και παιδιά. Ακόμη και μωρά. Οι στρατιώτες, κρατώντας μια χειροβομβίδα στα χέρια τους, έσπρωχναν βίαια τις πόρτες των σπιτιών και, ρίχνοντάς την μέσα, τα έκαναν κάρβουνο.
Ολόκληρες οικογένειες κάηκαν ζωντανές μέσα στα σπίτια τους, πριν ακόμη ξυπνήσουν και καταλάβουν τι γίνεται γύρω τους. Άλλοι έτρεχαν στους δρόμους για να σωθούν και έπεφταν από τις σφαίρες που θέριζαν το χωριό. Ανθρώπινα σώματα έγιναν κομμάτια ή διαλύθηκαν εντελώς και δε βρέθηκαν ποτέ. Η διαταγή του υπολοχαγού Ρέζερ και των ανωτέρων του ήταν σαφής: να μη μείνει τίποτε ζωντανό, να μη μείνει τίποτε όρθιο σ’ ένα χωριό που αποτελούσε φωλιά των ανταρτών.
Έξι ώρες κράτησε η σφαγή. Οι δρόμοι, οι αυλές, τα καμένα σπίτια, τα χαντάκια, οι κήποι, η πλατεία, ολόκληρο το χωριό γέμισε πτώματα, που μερικά έμεναν άθαφτα για αρκετές μέρες, αφού δεν απέμεινε κανείς ζωντανός απ’ τους συγγενείς για να θάψει τους νεκρούς του. Το Κομμένο σβήνει και χάνεται τυλιγμένο στις φλόγες και βουβό κάτω απ’ τους καπνούς και τις στάχτες που άφησαν πίσω τους φεύγοντας οι άντρες του 12ου λόχου.
Στο σπίτι του Θόδωρου Μάλλιου γινόταν ο γάμος τη κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από τον Παχυκάλαμο, χωριό κοντά στο Κομμένο. Χάθηκαν όλοι. Τους έκαψαν και τους σκότωσαν. Τριάντα με σαράντα άτομα. Από τα 12 μέλη της οικογένειας του οικοδεσπότη Θόδωρου Μάλλιου σώθηκαν εκείνο το πρωινό μόνο δύο, ο Αλέξανδρος και η Μαρία, δεκατριών και δέκα χρόνων, που είχαν φύγει μόλις πριν λίγα λεπτά για να φροντίσουν στο χωράφι τα ζώα. Οι ναζί δε σεβάστηκαν και δε λογάριασαν τίποτε και κανέναν. Σκότωσαν και τη νύφη την Αλεξάνδρα και το γαμπρό το Θεοχάρη.
Όσοι πρόλαβαν και πετάχτηκαν έξω απ’ τα σπίτια τους, έτρεχαν να σωθούν στα χωράφια ή να κρυφτούν χωμένοι στα βαθιά χαντάκια. Μόνη σωτηρία απέμεινε για πολλούς το ποτάμι. Πλήθος κόσμου έτρεχε κατά εκεί. Άλλοι ρίχνονταν στα νερά του για να περάσουν απέναντι και να σωθούν. Άλλοι κρέμονταν απ’ τις βάρκες και τρέμοντας πάλευαν να γλιτώσουν απ’ τον εφιάλτη. Κι εκεί πνίγηκαν σχεδόν όλοι όσοι μπήκαν στη βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου, δεκαεφτά άτομα. Κι ο θρήνος κι οι κραυγές του πνιγμού έσμιγαν με τη βουή της φωτιάς και των όπλων που αφάνιζαν το Κομμένο.
Σώθηκαν περνώντας στην άλλη όχθη του Αράχθου ή κρυμμένοι στους θάμνους, στα καλαμπόκια και στα λαγκάδια τριακόσιοι πενήντα (350) περίπου. Κι έκαναν μερικοί μέρες πολλές να γυρίσουν στα σπίτια τους και τους νεκρούς να μετρήσο υν. Γιατί φώλιασε στην ψυχή τους ο φόβος μήπως ξανάρθουν οι Γερμανοί, για να ολοκληρώσουν το έργο τους. Όταν πια δε γινόταν αλλιώς, βρήκαν τη δύναμη και το πήραν απόφαση. Πρόχειρα και στον τόπο ακριβώς της σφαγής άνοιξαν λάκκους κι έριξαν τους νεκρ ούς μέσα, για να μην τους φάνε τα σκυλιά και τα όρνια και να μην πέσουν αρρώστιες αγιάτρευτες στο χωριό. Τρία χρόνια έζησαν με τους τάφους των αγαπημένων προσώπων τους στις αυλές τους. Ύστερα μάζεψαν ό,τι είχε απομείνει από αυτούς και το μετέφεραν στο κοιμητήριο του χωριού. Εκείνοι που σώθηκαν έπρεπε ν’ αντέξουν και ν’ αφήσουν γι’ αργότερα τα δάκρυα και τον πόνο.
Η σφαγή τελειώνει
Όταν το μεσημέρι χτύπησε η καμπάνα για να δώσει το μήνυμα στους Γερμανούς στρατιώτες ότι η μάχη τελείωσε, ελάχιστοι από αυτούς μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έγινε. Αλλά ακριβώς το ίδιο είχε συμβεί και με τους κατοίκους του Κομμένου που κατόρθωσαν να σωθούν και να επιζήσουν. Το τοπίο έμοιαζε απερίγραπτο και απίστευτο. Κάποιοι από αυτούς που άκουσαν το θόρυβο των αυτοκινήτων, σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν προς την πλατεία για να δουν ποιοι ήταν αυτοί που ήρθαν και τι ήθελαν. Άλλοι, αντί να φύγουν για να σωθούν, βγήκαν στους δρόμους για να δουν τι συμβαίνει, ακόμη κι όταν άρχισε η «μάχη» και το χωριό μεταβαλλόταν σε κόλαση. Κι άλλοι, ίσως οι περισσότεροι, είχαν την πλάνη στο νου τους, ίσως γιατί έτσι μπορεί να διαδόθηκε την προηγούμενη μέρα, πως οι Γερμανοί θα κάψουν τα σπίτια που θα βρουν άδεια και δε θα πειράξουν τα σπίτια που θα βρουν μέσα ανθρώπους.
«Ήμουν στο γάμο του Μάλλιου, μέχρι το πρωί», αφηγείται ο Χρήστος Χαραλάμπους, 24 χρονών τότε. «Γυρίζω στο σπίτι μου, έπαιρνε να χαράξει. Είχε ξυπνήσει ο πατέρας μου. Ακούμε θόρυβο από αυτοκίνητα. Έρχονται Ιταλοί, είπε ο πατέρας μου. Ξύπνα και τον αδερφό σου το Σπύρο και φύγετε, με συμβούλεψε. Έρχονται να μαζέψουν την ηλικία σας. Εμάς δε θα μας πειράξουν. Ξύπνησα το Σπύρο, ένα θηρίο παλικάρι μέχρι εκεί πάνω. Μόλις βγήκαμε έξω απ’ το χωριό, ακούμε εδώ πέρα να γίνεται χαλασμός. Τρέχαμε σαν παλαβοί. Χιλιάδες σφαίρες σφύριζαν στ’ αφτιά μας κι έπεφταν δίπλα στα πόδια μας. Μέχρι το μεσημέρι το ’καναν το χωριό κάρβουνο. Γυρίσαμε σπίτι μας την άλλη μέρα. Τι να ιδούμε! Μια αυλή γεμάτη πτώματα. Η δική μας οικογένεια και ολόκληρη η οικογένεια του προέδρου Λαμπράκη Ζορμπά. Τι να κάνουμε; Ανοίγουμε ένα λάκκο και τους τραβάγαμε με μια τριχιά και τους ρίχναμε μέσα. Δεκαπέντε – είκοσι νοματαίοι».
Ο Νάσος Βλαχοπάνος έμεινε στο σπίτι για να παρακαλέσει τους Γερμανούς να μην το κάψουν, γιατί είχε μέσα φυλαγμένα τα προικιά της κόρης του Γιαννούλας, την οποία θα πάντρευε ύστερα από λίγες μέρες. Δεκατρείς σφαίρες τρύπησαν το κορμί του και η φωτιά έκαψε και το σπίτι και τα προικιά. Ο Βασίλης Σκουραβέλης έμεινε με ολόκληρη την οικογένειά του μέσα στο σπίτι, για να μην το βρουν άδειο οι Γερμανοί και το κάψουν. Μαζί με το σπίτι έκαψαν και ολόκληρη την οικογένεια του Βασίλη Σκουραβέλη, εννιά άτομα.
Είναι αλήθεια πως οι Γερμανοί στρατιώτες πίστευαν πως λάβαιναν μέρος σε μια μάχη με τους αντάρτες. Καθώς όμως περνούσε η ώρα και δε συναντούσαν πουθενά αντίσταση, όπλα, πυρομαχικά και αντάρτες, κάποιοι από αυτούς άρχισαν να αμφιβάλλουν για τη σκοπιμότητα της επιχείρησης και να περιορίζουν την πολεμική τους δράση, αποφεύγοντας να σκοτώνουν άμαχους και αθώα γυναικόπαιδα, με κίνδυνο μάλιστα να τιμωρηθούν με στρατοδικείο για άρνηση εκτέλεσης διαταγών. Για έξι ώρες οι Γερμανοί πολεμούσαν με φαντάσματα ανταρτών και σκότωναν ανελέητα ανυπεράσπιστους αμάχους.
Όταν δόθηκε το σύνθημα της αναχώρησης του 12ου λόχου απ’ το Κομμένο, ο νεαρός διοικητής του, υπολοχαγός Ρέζερ, θα πρέπει να αισθανόταν πολύ ευχαριστημένος γιατί η επιχείρηση στέφτηκε από απόλυτη επιτυχία, καθώς δεν υπήρξε ούτε μία απώλεια από τις δυνάμεις του, ενώ οι «εχθροί» κατατροπώθηκαν και άφησαν στο πεδίο της «μάχης» εκατοντάδες θύματα και το χωριό τυλιγμένο στις φλόγες. Αρκετοί, ωστόσο, από τους στρατιώτες του θα πρέπει να έφευγαν βαθιά μελαγχολικοί και συλλογισμένοι, γιατί τους εξαπάτησαν και τους υποχρέωσαν να σκοτώνουν αθώους. Ο στρατιώτης Άλμπερτ Ζένγκερ θυμάται πως μετά την επιχείρηση κάθισαν κάτω από τις πορτοκαλιές για να προφυλαχτούν από την αφόρητη ζέστη του Αυγούστου. «Μετά από τη φασαρία των όπλων κυριαρχούσε απόλυτη ησυχία. Οι περισσότεροι στρατιώτες ήταν στενοχωρημένοι και σχεδόν κανείς δεν ήταν σύμφωνος με την επιχείρηση. Ως αυτό το γεγονός δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ανάμεσά μας υπήρχαν και σαδιστές που συμπεριφέρθηκαν σαν άγρια ζώα. Είδα μα τα μάτια μου στρατιώτες οι οποίοι γελούσαν κι έκαναν αστεία εις βάρος των πτωμάτων. Οι περισσότεροι όμως βρίσκονταν σε μια κατάσταση σοκ και ήταν βαθιά θλιμμένοι. Όλοι είχαν ήδη τύψεις συνείδησης με μερικές μόνο εξαιρέσεις. Στο τέλος καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι εκτελούσαμε απλώς διαταγές ανωτέρων. Η οποιαδήποτε ανυπακοή απέναντι σε επίσημες διαταγές τιμωρούνταν σκληρά». (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 81)
Οι Γερμανοί στρατιώτες εγκατέλειπαν το Κομμένο μέσα σε μια κόλαση φωτιάς και σε έναν τρομερό εφιάλτη, που κάποιοι από αυτούς μπορεί να τον κουβαλούσαν μαζί τους και να τον έφερναν με πολύ τρόμο στο νου τους, όταν ο πόλεμος τέλειωσε και η ζωή ξαναμπήκε στον κανονικό της δρόμο. Για πολλά χρόνια. Νικητές; Σε τι είδους μάχη; Ηττημένοι; Ίσως.
«Ο ανθυπολοχαγός ή αρχηγός της ομάδας μου έδωσε τη διαταγή να πυροβολήσω τους Έλληνες. Αρνήθηκα. Ανάμεσα στους Έλληνες βρίσκονταν γυναίκες και παιδιά και νομίζω μια από τις γυναίκες κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά. Ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι ετοιμαζόμουν να διαπράξω ένα έγκλημα. Αυτή η μέρα ανήκει στις χειρότερες αναμνήσεις που έχω από όλο τον πόλεμο. Ο ανθυπολοχαγός ή ομαδάρχης είχε στηθεί πίσω μου και απειλούσε να με πυροβολήσει με το οπλοπολυβόλο του σε περίπτωση που θ’ αρνιόμουν να εκτελέσω τη διαταγή του. Αυτή την απειλή την πήρα πολύ σοβαρά. Όλοι μας είχαμε αναγκαστεί να λάβουμε μέρος στην επιχείρηση. Ίσως να με απείλησε και με στρατοδικείο. Αμέσως άρχισα να πυροβολώ προς τη μεριά των Ελλήνων, οι οποίοι προσπάθησαν να κρυφτούν πίσω από τα κασόνια», θυμάται αρκετά χρόνια μετά ο στρατιώτης Άλμπερτ Τσάντερ. (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 76).
Το ταξίδι της επιστροφής τους στη βάση της μονάδας τους θα ήταν ασφαλώς πιο δύσκολο από τον πρωινό τους περίπατο τόσο μέχρι να φτάσουν στο Κομμένο όσο και κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους στους άδειους από εχθρούς δρόμους του. Και ήταν πολύ φυσικό για κληρωτούς αξιωματικούς και στρατιώτες, που μέσα σε λίγες ώρες μετέτρεψαν σε κόλαση ένα παραδεισένιο χωριό που δεν τους έφταιξε σε τίποτε και δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση στην επιχείρησή τους. «Οι αντιδράσεις των κληρωτών ήταν κι αυτές ταραγμένες. Στα φορτηγά που πήγαιναν πίσω στη Φιλιππιάδα, συζητούσαν γι’ αυτό που είχαν κάνει. Πολλοί απ’ αυτούς έδειχναν μελαγχολικοί και συγκλονισμένοι. Ο Καρλ Ντ. θυμόταν ότι “στον 12ο λόχο η ενέργεια αυτή συζητήθηκε πολύ. Σύντομα όλοι οι στρατιώτες έμαθαν γι’ αυτή. Λίγοι την έβρισκαν σωστή. Εγώ ήμουν τόσο επηρεασμένος απ’ αυτές τις ωμότητες που για εβδομάδες είχα χάσει την ψυχική μου ισορροπία”. Την ώρα των τουφεκισμών αναφέρεται πως ένας υπαξιωματικός πέταξε το πηλήκιο στα πόδια του Ρέζερ και φώναξε: “Herr Oberleutnant, απλώς να θυμάστε ότι αυτή είναι η τελευταία φορά που συμμετέχω σε κάτι τέτοιο. Αυτό είναι μια Schweinerei (αθλιότητα) που δεν έχει τίποτα να κάνει με τον πόλεμο”» (Mark Mazower, σελ. 226, και Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 82)
Οι Γερμανοί φεύγουν
Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι πως οι γερμανικές υπηρεσίες, στα επίσημα έγγραφά τους, έκαναν λόγο για ληστές και αντάρτες στο Κομμένο και προετοίμασαν τους στρατιώτες για μια μεγάλη αναμέτρηση με τις δυνάμεις των αντιστασιακών οργανώσεων. Και το τραγικό πως εδώ μέσα δε βρήκαν την παραμικρή αντίσταση, δεν ακούστηκε ούτε ένας πυροβολισμός εναντίον τους, παρά μόνο ακούγονταν τα βογκητά, οι λυγμοί και οι θρήνοι των έντρομων άμαχων κατοίκων του χωριού από τους δικούς τους μονάχα πυροβολισμούς και το δικό τους θανατικό. Μέσα σ’ ένα πρωί το Κομμένο μέτρησε 317 θύματα μιας θηριωδίας και μιας βαρβαρότητας που δεν την αντέχει ακόμη και να την ακούει κανείς. Εξοντώθηκαν 20 οικογένειες, εκτελέστηκαν 95 νήπια και παιδιά ηλικίας έως 15 ετών, θανατώθηκαν 126 γυναίκες.
Αυτό όμως δεν εμπόδισε στο ελάχιστο τους γραφειοκράτες της γερμανικής πολεμικής μηχανής να αναφέρουν την ίδια ημέρα του ολοκαυτώματος με υπερβολική δόση ανανδρίας και ανεντιμότητας, διαστρεβλώνοντας βάναυσα την αλήθεια, πως στο Κομμένο έγινε μάχη με τους αντάρτες: «Σήμερα το πρωί, κατά την περικύκλωση του Κομμένου που έγινε από τρεις πλευρές, ο 12ος Λόχος δέχτηκε πολύ πυκνά πυρά απ’ όλα τα σπίτια. Τότε ο Λόχος άνοιξε πυρ με όλα του τα όπλα, επέδραμε στον οικισμό και τον πυρπόλησε. Φαίνεται πως κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης μερικοί από τους ληστές κατάφεραν να ξεφύγουν προς τα νοτιοανατολικά. Υπολογίζεται ότι σ’ αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν 150 άμαχοι. Τα σπίτια δέχτηκαν έφοδο με χειροβομβίδες, με αποτέλεσμα τα περισσότερα να πάρουν φωτιά. Όλα τα βοοειδή και το μαλλί έγιναν λάφυρα. Θα ακολουθήσει χωριστή αναφορά λαφύρων. Κατά την πυρπόληση των σπιτιών μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών εξερράγησαν και κρυμμένα όπλα είναι επίσης πιθανόν να κάηκαν μαζί τους». (Mark Mazower, σελ. 223 και Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 83)
Μπορεί στη συνείδηση πολλών Γερμανών στρατιωτών να έμεινε χαραγμένη η εικόνα του πλιάτσικου, «με την πρόφαση ότι πρόκειται για αντίποινα ύστερα από την επίθεση κατά κάποιου στρατηγού», οι Γερμανικές, ωστόσο, αρχές δε δυσκολεύτηκαν στα επίσημα έγγραφά τους να κάνουν λόγο για ληστές, συμμορίτες, αποβράσματα και να χρησιμοποιήσουν ανακρίβειες που μπορούσαν να εμφανίσουν τα εγκλήματά τους εναντίον ανυπεράσπιστων και αμάχων ως πραγματική μάχη με τον εχθρό που τους επιτέθηκε.
Έτσι την επόμενη ημέρα νέα αναφορά σημειώνει, μετατρέποντας τους 150 άμαχους σε 150 νεκρούς από την πλευρά του εχθρού: «Αποτέλεσμα εκκαθαριστικής επιχείρησης στο Κομμένο: 150 νεκροί από την πλευρά του εχθρού, μερικά βοοειδή, όπλα ιταλικής προέλευσης. Η φωτιά στο χωριό ανατίναξε μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών. Το αποτέλεσμα της επιχείρησης επιβεβαίωσε την υποψία και την αναφορά της μεραρχίας ότι η ανατολική πλευρά του κόλπου της Άρτας αποτελεί κέντρο συμμοριτών με ισχυρές ενεργούς ληστοσυμμορίες». (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 93, και Mark Mazower, σελ. 224) Ενώ ο τότε υπολοχαγός και μετέπειτα Γενικός Γραμματέας του Ο.Η.Ε. Κουρτ Βαλντχάιμ, ο οποίος υπηρετούσε στο γραφείο συντονισμού του γερμανικού γενικού επιτελείου στην Αθήνα, σημείωνε στις 17 Αυγούστου στο Ημερολόγιο Πολέμου της μονάδας του: «17 Αυγούστου: Αυξανόμενη αεροπορική δραστηριότητα του εχθρού με επιδρομές εναντίον της δυτικής ελληνικής ακτής και των Ιόνιων νησιών. Στην περιφέρεια της 1ης Ορεινής Μεραρχίας, η κωμόπολη του Κομμένου (βόρεια του κόλπου της Άρτας) καταλαμβάνεται ύστερα από έντονη εχθρική αντίσταση. Απώλειες του εχθρού». (Mark Mazower, σελ. 224 και Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 96)
Τόσο απλά, λοιπόν, και τόσο σαθρά. Ένα χωριό παραδομένο στις φλόγες των ναζί και 317 άμαχοι και ανυπεράσπιστοι νεκροί, εκτελεσμένοι στα σπίτια τους, στις αυλές και τους δρόμους, δεν ήταν παρά οι εχθροί που πρόβαλαν έντονη αντίσταση στους πάνοπλους Γερμανούς του 12ου Λόχου! Η Γερμανία διέτρεχε κίνδυνο από τα γυναικόπαιδα, τα μωρά και τους άοπλους του Κομμένου!
Μεσημέρι 1.30΄, σημειώνει ο γυμνασιάρχης Στέφανος Παππάς, οι Γερμανοί φεύγουν. Αφήνουν πίσω τους ένα ολοκαύτωμα, ένα απέραντο νεκροταφείο. Και παίρνουν μαζί τους τα λάφυρα του πολέμου: κοπάδια ζώων μεγάλων και μικρών που συγκέντρωσαν στην πλατεία του χωριού, κουβέρτες, σεντόνια, φορέματα, κουστούμια, παπούτσια, γραμμόφωνα, χρήματα, χρυσαφικά. (Στέφανου Παππά, σελ. 29) Η επίσημη έκθεση, ωστόσο, της Βέρμαχτ αναφέρει: «16 κεφάλια βοοειδή, 1 γεμάτο φορτηγό σακιά με μαλλί, 5 ιταλικές καραμπίνες, 1 ιταλικό αυτόματο πιστόλι». (Mark Mazower, σελ. 224)
Ο τραγικός επίλογος
Οι σκηνές φρίκης που εκτυλίχτηκαν το πρωινό της ματωμένης εκείνης Δευτέρας στο Κομμένο και χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη συνείδηση εκείνων που κρύφτηκαν και είδαν με τα μάτια τους όλη την έκταση της βαρβαρότητας και της κτηνωδίας, συνθέτουν ένα πένθιμο εμβατήριο, που ηχεί τυραννικά μέσα μας και μας ελέγχει και μας ανακρίνει και ζητά εξηγήσεις με απόγνωση, μα παίρνει απαντήσεις θολές και μισές, που χάνονται μέσα στον άνεμο.
Το Κομμένο το εκτέλεσαν εν ψυχρώ οι ναζί και το παρέδωσαν στις φλόγες χωρίς έλεος. Η τραγική σελίδα του Κομμένου μένει ζωντανή και καίει άσβηστη φλόγα στη μνήμη των 80 περίπου κατοίκων του που έζησαν τη φρίκη και βρίσκονται ακόμη εν ζωή. Το Κομμένο είναι μια διαρκής καταγγελία της βίας και της βαρβαρότητας. Είναι ένας ασίγαστος πόνος και μια διαμαρτυρία εναντίον κάθε μορφής ρατσισμού. Απ’ τα χείλη και την ψυχή των λίγων πλέον επιζώντων βγαίνει αβίαστα ένα σύνθημα: «όχι άλλη βία κι όχι άλλη αγριότητα στον πλανήτη».
Γιατί το Κομμένο αποθήκευσε κι έκλεισε μέσα στη μικρή του ιστορία όλη την έκταση της βαρβαρότητας και της κτηνωδίας που σπέρνουν αλόγιστα η καθαρότητα της φυλής και η αίσθηση της υπεροχής απέναντι στον άοπλο και τον ανίσχυρο να προστατεύσει τον εαυτό του. Γιατί τούτη η ματωμένη σελίδα του, τα δάκρυα κι η ορφάνια, η φυγή κι η απόγνωση των δικών του παιδιών είναι το πρώτο του μάθημα που μας ανεβάζει ψηλά και μας πάει στην ευπρέπεια της αλληλεγγύης, του ανθρωπισμού και της απέραντης αγάπης.
Αν κατορθώσουμε κάποτε να διαβούμε τα στενά σύνορά μας και τολμήσουμε να περάσουμε στην απέναντι όχθη, έτσι που τον πόνο του ανθρώπου να τον κάνουμε πόνο δικό μας, τότε είναι βέβαιο πως η πρώτη μας έγνοια κι η πρώτη μας πράξη θα σταθούν στο Κομμένο και τον άγιο του τόπο θα τον κάνουν πάρκο ανθρωπιάς και μουσείο της ειρήνης και της συναδέλφωσης των ανθρώπων και των λαών.
Και μπορεί από τούτα τα πάρκα της φιλίας και της ανθρωπιάς να ξεχυθεί το μεγάλο ποτάμι σε μια παγκόσμια διαδήλωση, που στις πιο ψηλές κορφές των βουνών θα στήσει τα λάβαρα και στο κέντρο της γης θα θέσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του: Να τελειώνουμε τώρα με τους πολέμους. Να τελειώνουμε τώρα με τους αποικιοκράτες και τους ιμπεριαλιστές. Το απαιτούν οι νεομάρτυρες των πυρπολημένων και πλημμυρισμένων στο δάκρυ και στο αίμα χωριών μας. Το απαιτούν οι νεομάρτυρες των φούρνων και των κρεματορίων. Το απαιτεί το Κομμένο με τα 317 θύματά του και τ’ απερίγραπτο ολοκαύτωμά του.
Ο τραγικός απολογισμός και το έγκλημα πολέμου
Την οργή των νεκρών να φοβάστε
Οδυσσέας Ελύτης
Ότι στο Κομμένο διαπράχθηκε ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Ανεξάρτητα από το τι έχει αποφασιστεί στη δίκη της Νυρεμβέργης και τι εκκρεμότητες έχουν απομείνει στα διεθνή δικαστήρια και στα επίσημα εθνικά και διεθνή έγγραφα, στη συνείδηση όλων των ανθρώπων, η σφαγή των αμάχων και η ισοπέδωση του χωριού μόνο ως έγκλημα πολέμου έχει καταγραφεί. Το ολοκαύτωμα του Κομμένου ανήκει στις ελάχιστες εκείνες φρικιαστικές περιπτώσεις όπου άνθρωποι ανυπεράσπιστοι και κατά κύριο λόγο ανυποψίαστοι μετατρέπονται αιφνίδια σε τραγικά θύματα μιας οργανωμένης επίθεσης τακτικού στρατού με στόχο δήθεν την εξόντωση ανταρτών.
Στο Κομμένο οι ναζιστικές δυνάμεις δεν έδωσαν μάχη. Δε συγκέντρωσαν τους κατοίκους του για να επιλέξουν θύματα προς εκτέλεση. Δεν εφάρμοσαν τα γνωστά αντίποινα. Τέτοιος λόγος, ασφαλώς, δεν υπήρχε, αφού κανείς Γερμανός αξιωματικός ή στρατιώτης ούτε εκτελέστηκε ούτε τραυματίστηκε ούτε, εν πάση περιπτώσει, αντιμετωπίστηκε με βαναυσότητα από τους κατοίκους του ή από τους αντάρτες που υποτίθεται ότι έδρευαν σ’ αυτό. Ακόμη και ο ίδιος ο συνταγματάρχης Ζάλμινγκερ, που έφτασε σ’ αυτό στις 12 Αυγούστου, διευκολύνθηκε να το εγκαταλείψει ανενόχλητος. «Όχι μόνο δεν πείραξαν τους Γερμανούς οι αντάρτες, αλλά βοηθήσαμε το αυτοκίνητο να βγη από το χαντάκι, που είχε ανατραπή, και να φύγη ανενόχλητο. Κάναμε περισσότερο από ό,τι επέβαλε η εθνική μας τιμή, ενώ μπορούσαμε όλους να τους σκοτώσουμε», αναφέρει ο Στέφανος Παππάς καταθέτοντας στη δίκη της Νυρεμβέργης (Στέφανου Παππά, σελ. 132)
Πλήθος στοιχείων και μαρτυριών από τους ίδιους τους Γερμανούς στρατιώτες δεν αφήνουν το ελάχιστο ίχνος σχετικά με το κακούργημα και το έγκλημα πολέμου. «Χωριά στα οποία θα πέφτουν πυροβολισμοί ή θα απαντώνται οπλισμένοι, θα καίγονται και ο ανδρικός πληθυσμός θα εκτελείται» ανέφερε η διαταγή του στρατηγού Βάλτερ φον Στέτνερ, διοικητή της 1ης Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών. Στο Κομμένο εκτελέστηκαν οι πάντες χωρίς καμιά διάκριση, παρότι δεν έπεσαν πυροβολισμοί ούτε απαντήθηκαν οπλισμένοι αντάρτες. «Στο χωριό δεν υπήρξε η παραμικρή αντίσταση, ούτε καν ένας πυροβολισμός, και από τη δική μας πλευρά δεν υπήρξε ούτε ένας τραυματίας», αναφέρει ο δεκανέας Κουρτ Ντρέερ». Παρά ταύτα εκτελέστηκαν 95 παιδιά ηλικία 4 μηνών έως 15 χρονών, 126 γυναίκες από 16 έως 80 χρονών και 96 άντρες από 16 έως 80 χρονών.
«Πρώτα ρίχναμε χειροβομβίδες μέσα στα σπίτια και μετά πυροβολούσαμε με καραμπίνες και οπλοπολυβόλα από τις πόρτες. Πολλά πτώματα κάηκαν μέσα στα σπίτια και η μυρωδιά ήταν αφόρητη», θυμάται ο Γιοχάνες Ραλ. «Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας όταν κάποιοι στρατιώτες έχωναν μπουκάλια μπίρας στα γεννητικά όργανα γυναικείων πτωμάτων. Νομίζω ότι είδα και πτώματα με βγαλμένα μάτια», εκμυστηρεύεται χωρίς να μπορεί να κρύψει την αηδία του ο Άλμπερτ Σένγκερ.
«Τα μέλη του 12ου λόχου συνέλαβαν εκείνους που ήταν κρυμμένοι στα σπίτια τους και τους συγκέντρωσαν στη μικρή πλατεία… ήταν μια ομάδα 15 – 20 ανθρώπων, κυρίως γυναίκες. Ανάμεσά τους υπήρχαν όμως και μερικά αγόρια και κορίτσια 12 ή 13 ετών… Ο Τσάντερ έστησε το πολυβόλο σε απόσταση 10 – 15 μέτρων… έριξε μια σειρά ριπές και θέρισε τον κόσμο», περιγράφει ο Όσκαρ Γκούντμαν, ο οποίος σημειώνει πως ο Τσάντερ άνοιξε πυρ στην αυλή του Θεόδωρου Μάλλιου την ώρα του γάμου, κατόπιν διαταγής του ανθυπολοχαγού και απειλής ότι σε περίπτωση ανυπακοής θα συντάξει αναφορά σε βάρος του και θα τον στείλει στο στρατοδικείο. Αλλά κι ο ίδιος ο πυροβολητής δεκανέας Άλμπερτ Τσάντερ ομολογεί χαρακτηριστικά: «Ήμουν πολύ ταραγμένος που θ’ αναγκαζόμουν να πυροβολήσω γυναικόπαιδα. Τα νεύρα μου ήταν εξαιρετικά τεντωμένα. Πραγματικά δε θυμάμαι πια, είναι σαν να έχω στη μνήμη μου ένα κενό». (Βλ. Χ. Φ. Μάγερ σελ. 76 – 82)
Για το ίδιο γεγονός καταθέτει στη δίκη της Νυρεμβέργης ο γυμνασιάρχης Στέφανος Παππάς: Οι Γερμανοί «έβγαλαν έξω από το σπίτι του Θεόδωρου Μάλλιου, που γινόταν ο γάμος, 10 – 15 άτομα που εθέρισαν με το πολυβόλο. Είδα με τα μάτια μου απέναντι από τα θύματα σωρός από κάλυκες. Οι υπόλοιποι, γαμπρός, νύφη, συμπέθεροι και άλλοι εν όλω 32 κάηκαν, έγιναν στάχτη μέσα στο διώροφο σπίτι, που καίονταν μια ολόκληρη ημέρα και νύχτα». (Στέφανου Παππά, σελ. 126)
Οι Γερμανοί φρόντισαν, μετά το τέλος της «μάχης» και παρά την αφόρητη ζέστη, να κάνουν μια τελευταία επιθεώρηση στο χωριό και να αποτελειώσουν ό,τι έμεινε στη μέση. «Παντού υπήρχαν πτώματα. Ορισμένοι δεν είχαν αφήσει ακόμη την τελευταία τους πνοή. Προσπαθούσαν να μετακινηθούν και βογκούσαν. Δύο ή τρεις κατώτεροι αξιωματικοί έκαναν μια τελευταία περιπολία στο χωριό κι έδωσαν τη χαριστική βολή στους ετοιμοθάνατους», θυμάται ο δεκαεννιάχρονος στρατιώτης Γιόχαν Χάουσμαν. (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 80)
Λίγο πριν αναχωρήσει ο στρατός, οι επικεφαλής παρότρυναν τους στρατιώτες να πάρουν μαζί τους ό,τι ήθελαν ως λάφυρο από το χωριό. «Οι στρατιώτες όμως ήταν σε τέτοιο βαθμό εξαντλημένοι, που δεν άγγιξαν σχεδόν τίποτε από τα πράγματα που βρίσκονταν ολόγυρα. Μόνο οι αξιωματικοί φόρτωσαν στα φορτηγά κλεμμένα χαλιά και άλλα πολύτιμα αντικείμενα», θυμάται ένας άλλος δεκαεννιάχρονος στρατιώτης, ο Χανς Τίσλερ. (Χ.Φ. Μάγερ, σελ. 80) Ενώ ο Ρέζερ «διέταξε μερικούς στρατιώτες να βάλουν φωτιά στα λίγα σπίτια που είχαν μείνει ανέπαφα». (Mark Mazower, σελ. 223)
Θα μπορούσε να παραθέσει κανείς αμέτρητα γεγονότα που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία πως το ολοκαύτωμα του Κομμένου ήταν ένα έγκλημα πολέμου, σε βαθμό που ο ίδιος ο ταγματάρχης Ράινχολντ Κλέμπε, που ακολούθησε την εκκαθαριστική επιχείρηση ως διοικητής του τάγματος στο οποίο ανήκε ο 12ος λόχος, χωρίς να λάβει μέρος σ’ αυτή, να επιπλήξει αυστηρά τον υφιστάμενό του υπολοχαγό Βίλι Ρέζερ, όταν κάτωχρος και αηδιασμένος από αυτό που αντίκρισαν τα μάτια του μέσα στο Κομμένο, βρέθηκε αντιμέτωπος μαζί του: «αυτό, κύριε υπολοχαγέ, δεν έχει καμιά σχέση με τον πόλεμο. Με κάτι τέτοια δε θέλω να έρθω σε επαφή». (Χ.Φ. Μάγερ, σελ. 90 και Mark Mazower, σελ. 226)
Τα στοιχεία της καταστροφής είναι συνταρακτικά. Εξοντώθηκαν και αφανίστηκαν 20 ολόκληρες οικογένειες. Δολοφονήθηκαν μαζικά και αποτρόπαια 71 παιδιά ηλικίας κάτω των δέκα ετών. Μέσα στα ίδια τους τα σπίτια κάηκαν ζωντανοί γονείς μαζί με τα παιδιά τους. Ούτε ένα τουφέκι δε στράφηκε εναντίον των γερμανών. Οι απώλειες του Κομμένου 317 νεκροί. Σπίτια καμένα, αγαθά λεηλατημένα, κτίρια πυρπολημένα. Οι απώλειες των επιδρομέων ένα μεγάλο, ένα τεράστιο και απερίγραπτο μηδέν, που στρέφεται, εντέλει, εναντίον τους και τους εξευτελίζει.
Στο Κομμένο, στις 16 Αυγούστου 1943, γράφτηκε μια από τις πιο τραγικές σελίδες, από εκείνες που αδυνατεί να τις αντέξει ο νους του ανθρώπου και αρνείται να τη συγχωρήσει η παγκόσμια ιστορία. Η μαζική εκτέλεση και ο αφανισμός ολόκληρων οικογενειών συνιστά μια γενοκτονία, με χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε αρχαίες τραγωδίες.
Ο Θεόδωρος Αντωνίου εκτελέστηκε μέσα στο σπίτι του μαζί με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του, ηλικίας 4, 3 και 2 ετών. Ο Χρήστου Αποστόλου σφαγιάστηκε μέσα στο σπίτι του μαζί με τη γυναίκα του, τη μητέρα του και τα δύο παιδιά του, ηλικίας 11 και 3 ετών. Ο Αθανάσιος Διαμαντής εκτελέστηκε μαζί με τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του, ηλικίας 30, 10, 16, 8 και 5 ετών. Ο Κων/νος Κριτσιμάς σφαγιάστηκε μέσα στο σπίτι του μαζί με τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του, ηλικίας 8, 6, 3 και 1 έτους. Η Αικατερίνη Μαράγγου εκτελέστηκε μαζί με το παιδί της, ηλικίας 40 ετών, και τα πέντε εγγόνια της, ηλικίας 14, 11, 8, 6 και 4 ετών. Ο Θεόδωρος Μάλλιος σφαγιάστηκε στο γάμο της κόρης του, μαζί με τη γυναίκα του, τα εφτά από τα εννιά παιδιά του, ηλικίας 25, 24, 22, 21, 16, 11, και 6 ετών, και τη νύφη του, ηλικίας 24 ετών. Στο ματωμένο γάμο δολοφονήθηκαν η νύφη Αλεξάνδρα και ο γαμπρός Θεοχάρης.
Από το γένος Κοντογιάννη εκτελέστηκαν 29 άτομα, από το γένος Κριτσιμά 24, από το γένος Κολιοκώτση 16, από το γένος Διαμαντή 15, από το γένος Αντωνίου 13. Από τους ξένους που εκείνη την ημέρα βρέθηκαν στο Κομμένο λόγω του πανηγυριού του Δεκαπενταύγουστου και του γάμου εκτελέστηκαν περίπου 35 άτομα. Εκτελέστηκαν επίσης 3 Ισραηλίτες, οι οποίοι έμεναν στο Κομμένο.
Από το βιβλίο «Άι Κομμένο της άσβεστης μνήμης» του Δημήτρη Χρ. Βλαχοπάνου, «Εντύπωσις», 2η έκδοση 2009
Βασική βιβλιογραφία
1. Στέφανου Παππά: Η σφαγή του Κομμένου
2. Χ.Φ. Μάγερ: Η φρίκη του Κομμένου (Καλέντης)
3. Mark Mazower: Στην Ελλάδα του Χίτλερ (Αλεξάνδρεια)
4. Ζωντανές μαρτυρίες
Γεννήθηκε στο Σκουτάρι Λακωνίας την 11η Ιανουαρίου 1941. Κατατάχθηκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων την 30η Σεπτεμβρίου 1961, απ' όπου αποφοίτησε την 27η Ιουλίου 1965 ως Ανθυπολοχαγός Μηχανικού.
Στην ΕΛΔΥΚ υπηρέτησε από 6 Αυγούστου 1972 μέχρι 16 Αυγούστου 1974, ως Διμοιρίτης Διμοιρίας Μηχανικού του Λόχου Διοικήσεως.
Φονεύθηκε την 16η Αυγούστου 1974 κατά την μάχη του Στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ, κατά την οποία ως επικεφαλής της Διμοιρίας του υπερασπίστηκε με πείσμα και αυταπάρνηση το στρατόπεδο.
«… Οι Έλληνες στρατιώτες πολέμησαν με αυτοθυσία και αυταπάρνηση.
98 Έλληνες στρατιωτικοί σκοτώθηκαν στην Κύπρο, δεκάδες τραυματίστηκαν και 71 αγνοούνται.
Οι Τούρκοι πλήρωσαν βαρύτατα το τίμημα. Υπέστησαν τεράστιες καταστροφές υλικού και έχασαν χιλιάδες στρατιώτες.
Η διμοιρία μηχανικού, με διοικητή τον Παναγιώτη Δελή και υποδιοικητή τον Λοχαγό Σωτήρη Σταυριανάκο, ευρισκόμενη μπροστά από το στρατόπεδο σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος της σύγκρουσης. Την διμοιρία αποτελούσαν 46 στρατιώτες μαζί με τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς. Ανήκαν στο λόχο του μηχανικού της ΕΛΔΥΚ, ενώ στη διμοιρία είχαν αποσπαστεί και στρατιώτες του λόχου διοικήσεως του στρατοπέδου. Επέζησαν ελάχιστοι!
Ο Λοχαγός Σωτήρης Σταυριανάκος το πρωί της 16ης Αυγούστου, βρισκόταν στο ύψωμα β’ μπροστά από το στρατόπεδο. Παρ’ ότι η έκβαση της μάχης ήταν βέβαιη, αρνήθηκε να εγκαταλείψει λέγοντας στους άντρες του:
«Ακόμη κι αν περάσουν από πάνω μας τα τανκς, εμείς θα μείνουμε για να χτυπήσουμε το πεζικό που τα ακολουθεί. Δεν θα υποχωρήσουμε, είμαστε Έλληνες και πολεμάμε για την Ελλάδα».
Σκοτώθηκε το πρωινό της ίδιας μέρας, επιχειρώντας να εξουδετερώσει με το πιστόλι του, τον επικεφαλής του προπορευόμενου τουρκικού άρματος, σε μια τελευταία προσπάθεια να ανακόψει την επίθεση, όπως ακριβώς είχε κάνει και την προηγούμενη μέρα…».
Η μαρτυρία ενός επιζήσαντα, του Διονύση Πλέσσα:
«Ταξιδέψαμε όλη την νύχτα, κατά την διαδρομή του όρους Τρόοδος. Στο στρατόπεδο φτάσαμε το πρωί. Λίγο πριν φτάσουμε δεχθήκαμε επίθεση της αεροπορίας, αλλά δεν είχαμε απώλειες, εκτός από δυο τραυματισμούς. Μόλις μας είδε ο υποδιοικητής του στρατοπέδου, μας ρωτούσε γιατί γυρίσαμε.
«Εγώ θέλω όπλα» έλεγε. «Άοπλους στρατιώτες, τι να σας κάνω;»
Πήραμε από τις αποθήκες κάτι βελγικά όπλα τα fn που χρησιμοποιεί σήμερα ο Ελληνικός στρατός. Εγώ επειδή ήμουν στο λόχο διοικήσεως βρέθηκα σε ένα τμήμα έξω από το στρατόπεδο, προς το Γερόλακο με διοικητή τον Ταγματάρχη Δελή και υποδιοικητή τον Λοχαγό Σταυριανάκο. Μας έκανε εντύπωση ότι ερχόντουσαν οι Τούρκοι αφύλαχτοι γι’ αυτό και είχαν φοβερές απώλειες. Είχαν φτάσει πολύ κοντά μας και εμείς είχαμε τη διαταγή από τον Σταυριανάκο, να τους αφήσουμε να πλησιάσουν και μετά να χτυπήσουμε, γιατί είχαμε κυρίως ατομικό οπλισμό. Μετά από ένα χτύπημα του πυροβολικού, που ήρθε να μας βοηθήσει, η βολή πέτυχε την μπούκα του άρματος. Τα άρματα που ήταν τρία γυρίζουν πίσω και οπισθοχωρούν.
Οι τούρκοι δεν ήταν προετοιμασμένοι για οπισθοχώρηση και τα χάσανε!
Επικράτησε πανικός. Τότε ακούμε τον Σταυριανάκο μέσα από το όρυγμα να μας φωνάζει:
«Ρε!! Είσαστε άντρες;»
«Ναι!!» απαντάμε όλοι μαζί. Και διατάζει έφοδο!
Τα βράδια δεν κοιμόμασταν. Το πρωί προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε με βάρδιες, αν δεν γίνονταν μάχες. Συζητούσαμε με τον Λοχαγό, τον Σταυριανάκο, τον ρωτούσα θυμάμαι «κ. Λοχαγέ τι θα κάνουμε» γιατί ένιωθα ανησυχία, φαινόταν πως δεν θα αντέξουμε. Μιλούσαμε συχνά...
Εγώ ήμουν ο παλιός λοχίας της διμοιρίας και οπωσδήποτε στον πόλεμο δένεσαι. Ο Σταυριανάκος είχε κάποιες ελπίδες, ότι μπορεί να τους κρατούσαν λίγο οι ΟΗΕέδες, λίγο οι Κύπριοι, αλλά διαψεύστηκαν οι ελπίδες αυτές. Κάποια στιγμή πάντως θυμάμαι ότι μου είπε: «Εμείς θα μείνουμε εδώ. Είμαστε Έλληνες, ακόμη κι αν τα τανκς περάσουν από πάνω μας και εμείς θα χτυπήσουμε το πεζικό που έρχεται από πίσω».
Ήταν η τελευταία συζήτηση που είχα με τον Σταυριανάκο! 16 του μηνός η επίθεση ήταν οργανωμένη και οι Τούρκοι αυτή την φορά είχαν γύρω στα 200 άρματα σε μια έκταση δέκα χιλιομέτρων! Το πρωί γύρω στις 11:00 φτάσανε κοντά μας και τότε ακούω, το φίλο μου το Μάριο το Βολανάκη να μου φωνάζει:
«Σάκη, ο Λοχαγός σκοτώθηκε…»
Μαρτυρία ενός άλλου επιζήσαντα του Αντώνη Δούλα:
«…Εγώ σε αντίθεση με τον Πλέσσα, ήμουνα από τους καινούργιους που ήρθαν. Στο στρατόπεδο μπήκαμε πριν σουρουπώσει και κατά τις 8:00 με 8:30, στις 19 Ιουλίου, παραμονή της εισβολής και μας συγκέντρωσαν να μας μιλήσουν. Τότε γνώρισα τον Λοχαγό Σταυριανάκο.
Ο Σταυριανάκος μας ζήτησε να πάμε προς το ύψωμα του στρατοπέδου, που ήταν προς το αεροδρόμιο, προς το Γερόλακο. Εκεί μας έκανε μια ενημέρωση, σε όλη την ομάδα και μας είπε τι να προσέχουμε αν γίνει κάτι τη νύχτα. Είπε, θυμάμαι χαρακτηριστικά:
«…αν γίνει εισβολή από τους Τούρκους».
Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα τη λέξη εισβολή. Εγώ μάλιστα φορούσα μία φόρμα που είχε σημάδια από διακριτικά λοχία και ο Σταυριανάκος με φώναζε «δεκανέα». Μου υπέδειξε ένα όρυγμα και μου είπε:
«Εδώ θα έρθεις, αν αύριο μεθαύριο γίνει κάτι».
Μας είπε να πάμε στο λόχο και να κοιμηθούμε με τα άρβυλα και αν τυχόν σβήσουν τα φώτα τη νύχτα, θα έχουμε συναγερμό και να πάμε στις θέσεις που μας όρισε.
«Και ας ελπίσουμε» μας είπε, «ότι το πρωί δεν θα γίνει τίποτα».
Αυτή η φράση ήταν χαρακτηριστική. Τώρα γύρω από το θάνατο του Λοχαγού Σταυριανάκου λέγονται πολλά πράγματα. Βέβαια το γεγονός είναι ότι σκοτώθηκε, όταν σηκώθηκε και κινήθηκε εναντίον του πρώτου άρματος. Λέγεται όμως ότι είχε ξεκινήσει ήδη τη στιγμή εκείνη η οπισθοχώρηση. Εγώ άκουσα ότι ο Σταυριανάκος σηκώθηκε εναντίον του άρματος, για να μπορέσει να φύγει πρώτος ο διοικητής…»
Μαρτυρία ενός άλλου επιζήσαντα του Μιχάλη Χαζάπη:
(Ο Μιχάλης Χαζάπης συμμετείχε στη μάχη του στρατοπέδου και μάλιστα αποχώρησε από τους τελευταίους, όταν πλέον το στρατόπεδο είχε καταληφθεί από τους Τούρκους).
«… Ο πρώτος άνθρωπος που ήρθα σε επαφή στην Κύπρο μόλις κατεβήκαμε από την Αμμόχωστο, ήταν ο Λοχαγός Σταυριανάκος που συντόνιζε τη εκφόρτωση των πυρομαχικών από το αρματαγωγό που μας είχε μεταφέρει. Φτάσαμε στο στρατόπεδο ταλαιπωρημένοι και μόλις φτάσαμε ήρθε ο Σταυριανάκος (και όταν μιλάμε για Σταυριανάκο πρέπει να τονίζουμε ότι υπήρξε ήρωας) και μας μάζεψε μία διμοιρία σε μία καναδέζα (είδος στρατιωτικού οχήματος) να μας βγάλει έξω. Τελικά δεν βγήκαμε και κατά τις 7:00 το βράδυ πήγαμε να κοιμηθούμε. Πέσαμε με τα ρούχα και τα άρβυλα, βγάλαμε μόνο τα διπλά κράνη. Στις 10:30 το βράδυ μας έβγαλαν έξω.
Στην αρχή νομίσαμε ότι πρόκειται για καψόνι. Ήταν ο Λοχαγός Σταυριανάκος που μας πήρε και μας πήγε στα συρματοπλέγματα. Μας έδειξε το Γερόλακο, το Κιόνελι, το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ. Αυτό μας βοήθησε όμως στη συνέχεια γιατί τουλάχιστον γνωρίζαμε από πού θα έρχονταν οι Τούρκοι. Τα ξημερώματα έγινε συναγερμός...
Ήρθε ο Σταυριανάκος εκεί που ήμασταν μαζεμένοι και μας είπε πως αν δούμε αεροπλάνα να πέσουμε κάτω και να μη σκεφτούμε ότι θα λερωθούμε. Αυτό το είπε γιατί μπροστά μας ήτανε ένα χαντάκι που περνάγανε τα νερά από τα μπάνια. Σε λίγο μας χτύπησε το πρώτο αεροπλάνο. Έριξε την πρώτη ρουκέτα στο διοικητήριο όπου σκοτώθηκαν ή ένα ή δύο άτομα. Ο Λοχαγός ήταν ακριβώς στη μέση του δρόμου. Εκεί είχε ένα φρεάτιο και την ώρα που έκανε βύθιση η αεροπορία, έμπαινε μέσα στο φρεάτιο και τράβαγε το καπάκι από πάνω. Μόλις τελείωσε ο βομβαρδισμός γύρισε και με κοίταξε… και μου φώναξε:
«Τι κάθεσαι εκεί…τράβα πιο πάνω...»
Τραβήχτηκα προς τα πάνω γύρω στα 15 μέτρα και μόλις έφτασα έπεσα πάλι γιατί ξανάρχισαν οι βομβαρδισμοί. Το μέρος που ήμουνα προηγουμένως έγινε κόσκινο και αν καθόμουν εκεί θα είχα σκοτωθεί.
Πήγαμε λοιπόν στο β’ ύψωμα με τον διοικητή Ταγματάρχη Σπύρο Δελή και το Λοχαγό Σωτήρη Σταυριανάκο. Μαζί μας ήταν και ο Γιαννακόπουλος που ήταν αρχιλοχίας και σήμερα αγνοείται και ο Ανθυπασπιστής Κούρλιος του μηχανικού που σκοτώθηκε. Μας διέταξαν να σκάψουμε ορύγματα. Δεν είχαμε εργαλεία και σκάβαμε με τα κράνη. Ευτυχώς που το έδαφος ήταν αργυλώδες και μας βοήθησε. Σκάβαμε τα ορύγματα τα οποία ήταν γύρω στους 50 πόντους. Ήρθε τότε ο Σταυριανάκος για έλεγχο και ο Δελής και μας λέει, θυμάμαι ο Σταυριανάκος:
«Τι είναι αυτά…κλέφτες και αστυνόμοι νομίζεται ότι παίζετε; Σκάψτε τουλάχιστον 80 πόντους».
Σκάψαμε 80 πόντους λοιπόν και σκεπάσαμε τα ορύγματα με μία λαμαρίνα, γιατί η αεροπορία μας βομβάρδιζε από τον ώρα που ξημέρωνε μέχρι την ώρα που βράδιαζε.
Εμείς δεν είχαμε καθόλου αεροπορία και πυροβολικό είχαμε δύο πυροβόλα τριαντάρια και ένα πενηντάρι. Αντιαεροπορική κάλυψη είχαμε ένα τετράκανο μέσα στο στρατόπεδο, που και αυτό είχε χαλάσει. Μπήκαμε ανά δύο μέσα στα ορύγματα και περιμέναμε. Ο Λοχαγός μας ο Σταυριανάκος περνούσε συνεχώς για να μας δει και να μας εμψυχώσει. Μας έλεγε:
«Μην φοβάστε τίποτα, είστε Έλληνες και πολεμάτε για την Ελλάδα».
Όταν μας έλεγε αυτά τα λόγια το ηθικό μας ανέβαινε κι από κει που είμαστε σε κατάσταση μέση, γιατί δεν μπορώ να πω ότι ήμασταν πεσμένοι, φτάναμε στο σημείο, να βγαίνουμε από τα ορύγματα, αψηφώντας και τον ίδιο το θάνατο. Ο Σταυριανάκος περνούσε από τα ορύγματα δύο φορές τη μέρα. Αυτό βέβαια ήταν για τον ίδιο, πάρα πολύ επικίνδυνο, γιατί η μάχη συνεχιζόταν όπως και οι βομβαρδισμοί. Ερχόταν λοιπόν νωρίς χαράματα και κατά το απογευματάκι.
Εμείς είχαμε εντολή να ρίχνουμε σε όποιον πλησίαζε ακόμη και αν μίλαγε Ελληνικά.
Αυτό γιατί πριν λίγες μέρες Τουρκοκύπριοι που γνώριζαν Ελληνικά πλησίασαν στο λόχο μας και μιλώντας Ελληνικά τους αιφνιδίασαν και τους σκότωσαν. Ο Σταυριανάκος, για να τον γνωρίζουμε, κάθε φορά που πλησίαζε τραγουδούσε.
«Θα τον ζαλίσουμε τον ήλιο σίγουρα ναι, θα τον τρελάνουμε τον φίλο σίγουρα ναι».
Και έπειτα φώναζε: «Σταυριανάκος εδώ, έχετε το νου σας! Λοχαγός Σταυριανάκος!».
Καθόταν δύο τρία λεπτά σε κάθε όρυγμα και μας ρωτούσε τι κάνουμε, πως είμαστε…
Το λέω τώρα και ανατριχιάζω, «μην στεναχωριέστε», έλεγε, «είμαστε Έλληνες δεν έχουμε πρόβλημα κανένα, μη φοβάστε…».
Στις 12 Αυγούστου απέναντι στο Κιόνελι μετρήσαμε γύρω στα 300 άρματα. Εμείς θορυβηθήκαμε και αναρωτηθήκαμε που είναι τα δικά μας, γιατί είχαμε μεγάλη πίεση από την αεροπορία. Τότε μας κάλεσε ο διοικητής Ταγματάρχης Σπύρος Δελής πίσω από το όρυγμά του και ο αρχιλοχίας Γιαννακόπουλος μας είπε να μην ανησυχούμε, γιατί στη Μακεδονίτισσα μια περιοχή πίσω από το στρατόπεδο υπήρχαν γύρω στα 200 άρματα δικά μας. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ήταν αλήθεια. Τότε μας φώναξε ο Λοχαγός Σταυριανάκος και είπε, θυμάμαι, το εξής:
«Φοβάστε ρε τα’ άρματα; Τ’ άρματα δεν μπορούν να μας κάνουν τίποτα. Και το όρυγμα να περάσει, περνάει από πάνω. Εσείς θα ρίχνετε στο πεζικό που έρχεται από πίσω. Δεν θα εγκαταλείψετε επ’ ουδενί. Είμαστε Έλληνες, και αυτή τη στιγμή πολεμάμε για την Ελλάδα».
Εμείς είμαστε τότε 20 χρονών κι όταν έχεις και έναν αξιωματικό που σου λέει τέτοια πράγματα ενθουσιάζεσαι. Ο Λοχαγός μας κατά την διάρκεια του πρώτου και του δεύτερου Αττίλα δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να μας εμψυχώνει και να μας ανεβάζει το ηθικό.
Η διμοιρία ξεκληρίστηκε…
Ο Αξιωματικός, ο ήρωας αξιωματικός Σταυριανάκος δεν υπάρχει, πια. Ο Ανθυπασπιστής Κούρλιος δεν υπάρχει. Ο αρχιλοχίας Γιαννακόπουλος είναι αγνοούμενος...
Οι Τούρκοι συνέλαβαν δυο αιχμαλώτους, είχαμε κάποιους τραυματίες και από τους 46 αμφιβάλλω αν έχουν γλυτώσει, τελικά περισσότεροι από έξι. Βγαίνοντας, ο Σταυριανάκος, από το όρυγμα του για να ρίξει με το πιστόλι στον πυροβολητή άρματος, τον βρίσκει μία ριπή και τον σκότωσε.
Του Λοχαγού Σταυριανάκου πριν τον δεύτερο Αττίλα του είχε έρθει μετάθεση για Κοζάνη, αλλά την απόρριψε και ενημέρωσε την γυναίκα του λέγοντας ότι δεν μπορεί να αφήσει τα παιδιά του (στρατιώτες)…»
(Αφιέρωμα που έγινε στον Λοχαγό, το 1994 από τον δημοσιογράφο Κυριάκο Θεοδωρακάκο στο διμηνιαίο περιοδικό ΜΑΝΗ).
Αυτός ήταν ο Λοχαγός Σταυριανάκος. Δίκαια λοιπόν εκείνοι, όσοι επέζησαν, όπου βρεθούν κι όπου σταθούν - πολλοί τραυματίες μάλιστα από τις συγκρούσεις εκείνες - μιλούν με συγκίνηση και περηφάνια για τον Λοχαγό τους...
Πηγή: Περί Πάτρης
ΠOIΑ διδάγματα, αγαπητοί μου, αποκομίζουμε από την εορτή της Kοιμήσεως; Όσα θα σας πω, τα αντλούμε όχι από την Kαινή Διαθήκη, αλλ’ από την άλλη πηγή της Oρθοδοξίας, την ιερά παράδοση. Tι λέει λοιπόν η ιερά παράδοσης για την κοίμηση της Θεοτόκου;
Ο Άγιος Απόστολος ο Νέος, γεννήθηκε στον Άγιο Λαυρέντιο του Πηλίου το 1667 μ.Χ. Ο πατέρας του ονομαζόταν Κώστας Σταματίου και η μητέρα του Μέλω. Σε ηλικία 15 χρονών έμεινε ορφανός και το 1682 μ.Χ. πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργαζόταν σ' ένα καπηλιό.
Ενώ ο άγιος είχε ήδη τέσσερα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, συνέβη το εξής γεγονός στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Οι κάτοικοι του Αγίου Λαυρεντίου και της περιοχής, επειδή καταπιέζονταν σκληρά από τη βαριά και άδικη φορολογία, αποφάσισαν να προσφύγουν στους επιτρόπους του Σουλτάνου, η οποία όριζε τα χωριά εκείνα. Πράγματι επέτυχαν κάποια μείωση της φορολογίας και επέστρεψαν. Ο Βοεβόδας όμως όχι μόνο δεν αναγνώρισε τα έγγραφα των επιτρόπων και τα απέρριψε ως πλαστά αλλά συνέλαβε και τρεις από την επιτροπή των κατοίκων, που είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη, τους έδεσε ως κακούργους, τους πήγε ο ίδιος στην Πόλη και ενήργησε να φυλακιστούν ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας.
Όταν το έμαθαν αυτό οι συμπατριώτες τους στέλνουν αμέσως στην Πόλη μια επιτροπή σκοπεύοντας να απευθυνθούν στην ίδια την βασιλομήτορα για να ελευθερώσουν τους δεσμώτες. Καθώς δεν γνώριζαν πως και που θα έπρεπε να απευθυνθούν, προθυμοποιήθηκε ο Άγιος Απόστολος να τους βοηθήσει, αφού γνώριζε καλά και την τουρκική γλώσσα. Πήρε μάλιστα ο ίδιος την αναφορά και την έδωσε σε ανώτατο αξιωματούχο του Σουλτάνου. Εκείνος όμως είχε ήδη δεχθεί τις διαβολές του Βοεβόδα του Πηλίου. Διέταξε αμέσως εξαγριωμένος να συλληφθεί ο Άγιος και να παραδοθεί στον Βοεβόδα για να τιμωρηθεί για την αυθάδειά του. Ο Βοεβόδας διέταξε να τον δέσουν με αλυσίδες και του ζήτησε χαράτσι τεσσάρων ετών για όσο χρόνο έλειπε από το χωριό του. Ωστόσο, επειδή φοβόταν μήπως προσφύγουν οι υπόλοιποι της επιτροπής στην ίδια τη βασιλομήτορα, σκεφτόταν ν’ απολύσει τελικά τους τέσσερις κρατούμενους. Κάποιος όμως συμπατριώτης του Αγίου, ζηλότυπος γέρος, από φθόνο μήπως ένα ασήμαντο και φτωχό παιδί θεωρηθεί ευεργέτης του τόπου του, τον συκοφάντησε ότι αυτός υποκίνησε την όλη υπόθεση και ότι αν τον ελευθέρωνε σίγουρα θα καταμήνυε τον Βοεβόδα στην βασιλομήτορα. Έτσι ο Βοεβόδας διέταξε να τον βασανίσουν σκληρά μέχρι θανάτου.
Ενώ ο άγιος βασανιζόταν άσπλαχνα κάποια μέρα κατάφερε να ελευθερώσει το ένα του πόδι και προσπάθησε αργοπατώντας να δραπετεύσει. Τον αντιλήφθησαν όμως από τον θόρυβο των αλυσίδων και τον συνέλαβαν. Ο Βοεβόδας ήρθε τότε και άρχισε να τον χτυπά με ένα τσεκούρι. Ο άγιος του λέγει:
› Τι με χτυπάς με τόση σκληροκαρδία; Ή δεν γνωρίζεις ότι είμαι και από σένα και από τους υπηρέτες σου καλύτερος;
Αυτό θεωρήθηκε ομολογία πίστεως στο ισλάμ, ότι δήθεν ο Άγιος έλεγε πως είναι καλύτερος μωαμεθανός από αυτούς και αμέσως ο Βοεβόδας διέταξε να περιτμηθεί. Ο Άγιος αντιστεκόταν γενναία λέγοντας:
› Εγώ Χριστιανός είμαι και δεν αρνούμαι την αγία μου πίστη.
Τον βασάνισαν τότε και τον έκλεισαν στη φυλακή των κακούργων. Κατόπιν τον οδήγησαν στον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη των μουσουλμάνων και τους άλλους αξιωματούχους οι οποίοι άρχισαν με κολακείες και υποσχέσεις για αξιώματα, πλούτη, τιμές την προσπάθεια για εξισλαμισμό. Επειδή ο άγιος έμενε σταθερός στην πίστη του τον οδήγησαν στον βεζύρη, ο οποίος προσπάθησε και αυτός με τη σειρά του να εξισλαμίσει τον μάρτυρα με ακόμα μεγαλύτερες υποσχέσεις. Ο άγιος ούτε καν πρόσεχε τα λόγια τους αλλά τους έλεγε:
› Μην αργοπορείτε και χάνετε τον καιρό σας, ό,τι είναι να κάνετε κάντε το γρήγορα. Οποιονδήποτε θάνατο και αν μου δώσετε θα τον δεχθώ προθυμότατα για χάρη του Χριστού μου. Μην αργοπορείτε λοιπόν. Θέλετε να με κάψετε; Να μαζέψω εγώ τα ξύλα και να ετοιμάσω την φωτιά. Θέλετε να με απαγχονίσετε; Να ετοιμάσω με τα ίδια μου τα χέρια τη θηλειά. Θέλετε να με αποκεφαλίσετε; Δώστε μου το ξίφος να το ακονίσω εγώ όσο χρειάζεται.
Μη μπορώντας να τον ανεχθούν άλλο διέταξε ο βεζύρης τον αποκεφαλισμό του. Αφού όλη εκείνη τη νύχτα τον βασάνισαν, πριν ακόμη ξημερώσει τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης. Κάποιους Χριστιανούς που συνάντησαν τους χαιρέτισε ταπεινά και ζήτησε να τον συγχωρήσουν. Εκείνοι κατάλαβαν τον λόγο, ακολούθησαν φοβισμένοι από μακριά και υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του τέλους του. Σην πύλη του Γενή τζαμιού προς τον Κεράτιο ο Άγιος γονάτισε και περίμενε τον δήμιο. Οι άπιστοι προσπάθησαν και αυτή την τελευταία στιγμή να κάμψουν το φρόνημά του, μάταια όμως. Ο δήμιος για να κάνει οδυνηρότερη την εκτέλεση τον χτύπησε τρεις φορές στο λαιμό με το ξίφος και μετά αρπάζοντας με το αιμοβόρο του χέρι τα μαλλιά του αγίου τον αποκεφάλισε. Ήταν δεκαεννέα ετών.
Ενώ το εκτελεστικό απόσπασμα καθόταν λίγο πιο πέρα από το άγιο λείψανο, ένα αστέρι από τον ουρανό κατέβηκε, στάθηκε πάνω από το άγιο λείψανο και σχημάτιζε σταυρό. Συγχρόνως πλήθος ανθρώπων εμφανίστηκε και περικύκλωνε τον μάρτυρα. Νομίζοντας ότι το πλήθος εκείνο είναι Χριστιανοί που ήρθαν να κλέψουν το λείψανο όρμησαν κατά κει αλλά πλησιάζοντας δεν είδαν τίποτα πέρα από το ιερό σώμα του αγίου.
Επειδή ξημέρωνε και άρχισε η κίνηση, φοβήθηκαν οι εκτελεστές μήπως αντιληφθούν οι Χριστιανοί τι συνέβαινε και ζητήσουν να πάρουν τον άγιο να τον θάψουν και να τον τιμούν. Έριξαν αμέσως το σώμα στη θάλασσα, την δε κεφαλή πήγαν στον βεζύρη ως απόδειξη της εκτέλεσης. Το άγιο λείψανο αντί να βυθισθεί βγήκε πλέοντας από τον Κεράτιο αλλά μένει άγνωστο το που προσορμίστηκε. Την αγία κεφαλή ζήτησαν μέσω του Πατριαρχείου οι Χριστιανοί που είχε συναντήσει ο άγιος στο δρόμο, για να την θάψουν δήθεν. Την έβαλαν σε αργυρή θήκη και την κατέθεσαν στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου στα Ταταύλα.
Αργότερα ο Δοσίθεος Σελευκείας, συμπατριώτης του μάρτυρος, την έστειλε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο σπίτι του, που είχε ανοικοδομηθεί σε ναό, μετά από θαυμαστή προτροπή του ίδιου του Αγίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα τῆς Θεσσαλίας, νέον καύχημα τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Νεομάρτυς Ἀπόστολε, ὑπὲρ Χριστοῦ γὰρ ἀθλήσας στερρότατα, τῆς εὐσέβειας τὴν δόξαν ἐτράνωσας. Ἄλλα πρέσβευε Κυρίω τῷ Σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἤμιν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀνδρικῷ φρονήματι, ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ, διαπρέπον ἔνδοξε, ὡς στρατιώτης τοῦ Λόγου, ᾔσχυνας, τῶν ἐναντίων τὰς ἐπινοίας, ἤθλησας, μέχρι θανάτου γενναιοφρόνως· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Μεγαλομάρτυς Χριστοῦ Ἀπόστολε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, καὶ τῆς Λαυρεντίου, κωμοπόλεως ἀρωγός· χαίροις ὁ τῷ αἷμα, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐκχέας, Ἀπόστολε παμμάκαρ, πιστῶν βοήθεια.
Πηγή: Ορθόδοξος Συναξαριστής
Κατά την παράδοση η εικόνα της Παναγίας επέπλεε επάνω στα κύματα της θάλασσας.
Τί εἶναι αὐτὸ τὸ μυστήριο τὸ μέγα, ποὺ συντελεῖται γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό σου, ἱερὴ Μητέρα καὶ Παρθένε; «Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου». Ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι θὰ σὲ μακαρίζουν, γιατί μονάχα Σὺ εἶσαι ἄξια γιὰ μακαρισμό!
Στις 2 Αυγούστου 1996, περίπου 200 μοτοσυκλετιστές από 12 ευρωπαϊκές χώρες ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση της Κυπριακής Ομοσπονδίας Μοτοσυκλετιστών και οργάνωσαν μοτοπορεία από την πύλη του Βρανδεβούργου στο Βερολίνο ως την κατεχόμενη Κερύνεια
Μία μεγάλη θεομητορική εορτή που τιμάται με ιδιαίτερη ευλάβεια από τους Χριστιανούς είναι η Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η Παναγία ως μητέρα του Υιού και Λόγου του Θεού, είναι επικεφαλής στη χορεία των αγίων που τιμά η Εκκλησία. Έγινε η κλίμακα που έδωσε τον εαυτό της για να κατέλθει ο Θεός στη γη και ταυτοχρόνως υπήρξε η κλίμακα για να ανέλθει ο πεπτωκότας άνθρωπος στον Ουρανό.
Η είδηση του τορπιλισμού προκάλεσε σοκ και αποτροπιασμό στην κοινή γνώμη λόγω της θρασύτητας του εγχειρήματος. Η επίσημη επιβεβαίωση από την ελληνική κυβέρνηση για την ταυτότητα του «δολοφόνου» θα ερχόταν στις 30 Οκτωβρίου 1940, δυο μέρες μετά την έναρξη του πολέμου στην Πίνδο. Κανείς Έλληνας ωστόσο δεν έτρεφε αυταπάτες.
Τον δεκαπενταύγουστο του 1974, τέσσερις ημέρες πριν τη δολοφονία του, ο Αμερικανός πρέσβης στη Λευκωσία, Ρότζερ Ντέιβις, είχε στείλει ένα απόρρητο τηλεγράφημα στον πολιτικό προϊστάμενο του, Χένρι Κίσιγκερ, στο οποίο περιγράφει τα δεδομένα επί του εδάφους με τη συνεχιζόμενη προέλαση των τουρκικών κατοχικών δυνάμεων. Ο Αμερικανός πρέσβης αποκαλύπτει ότι οι Τούρκοι ενημέρωσαν έγκαιρα τους Αμερικανούς για τους σχεδιασμούς τους.
Τώρα μὲ τὴν Χάριν της θὰ ὁμιλήσωμε περὶ τῆς ἐξόδου καὶ τῆς Μεταστάσεως αὐτῆς ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμον εἰς τὴν αἰώνιον Βασιλείαν τοῦ Υἱοῦ της. Εἶναι ὄντως φαιδρὰ καὶ χαρμόσυνος γιὰ τὴν ἀκοὴν τῶν φιλοθέων ἡ τοιαύτη διήγησις.
Η εκκλησιαστική ιστορία διακρίνεται από μία παραδοξότητα. Ως γνωστό η ανάδειξη ενός προσώπου που χαράσσεται στην ιστορική μνήμη της ανθρωπότητας οφείλεται στο γεγονός είτε της κατοχής μεγάλου πλούτου είτε της απόκτησης φήμης και δόξας από ένα σπουδαίο κατόρθωμα είτε από την απόκτηση μεγάλης εξουσίας με οποιοδήποτε τρόπο είτε τέλος πάντων από ένα αναλόγου μεγέθους συμβάν που
15/08 - Η περί την Κωνσταντινούπολιν φιλανθρωπία του Θεού
H ανάμνησις της περί ημάς μεγίστης και ανυπερβλήτου φιλανθρωπίας του Θεού, ην ενεδείξατο, αποστρέψας μετ’ αισχύνης τους αθέους Aγαρηνούς, μεσιτεία της Yπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Mαρίας.
+ Yπέρμαχος συ σων πολιτών ωράθης,
Θραύουσα εχθρούς Aγαρηνούς αθέους.
+ Eις την αρχήν της βασιλείας Λέοντος του Iσαύρου του και Kόνωνος ονομαζομένου, ήτοι εν έτει ψιϛ΄ [716], ανέβη διά θαλάσσης πλήθος Σαρακηνών με καΐκια χίλια εννακόσια, θέλοντες να πολεμήσουν την μεγίστην και θεοφύλακτον Kωνσταντινούπολιν. Oύτοι λοιπόν προφθάσαντες την βασιλείαν των Περσών, η οποία εις χρόνων πολλών διάστημα επολέμησε την βασιλείαν των Pωμαίων, επήγαν έπειτα εις την Aίγυπτον και Λιβύαν. Kαι γελάσαντες με υποσχέσεις ψευδείς τους εκεί ευρισκομένους Xριστιανούς, ότι εάν υποταχθούν εις αυτούς, δεν θέλουν τους βιάσουν να παραβούν την Oρθόδοξον πίστιν, δεν εφύλαξαν οι άθεοι τας υποσχέσεις των. Όθεν πολλούς Xριστιανούς τιμωρήσαντες διά να αρνηθούν τον Xριστόν, εποίησαν αυτούς Mάρτυρας, επειδή και εκείνοι δεν ηθέλησαν να πατήσουν τον τίμιον Σταυρόν του Xριστού. Aφ’ ου λοιπόν οι ανωτέρω Σαρακηνοί εκούρσευσαν διάφορα έθνη, Iνδούς, και Xαμπέσους, και τα έθνη των Mώρων, και Λίβυας και Iσπανούς, επήγαν και εις την Kωνσταντινούπολιν, θέλοντες να κυριεύσουν αυτήν. O δε ρηθείς βασιλεύς Λέων εβουλήθη να δώση εις αυτούς χαράτζι, αλλ’ οι Σαρακηνοί δεν έστεργον έως τούτου, αλλά ήθελαν να βάλουν και φύλακας από λόγου των, διά να φυλάττουν την Kωνσταντινούπολιν. Όθεν επειδή οι πολίται ήλθον εις απορίαν, και δεν ήξευρον τι να κάμουν, διά τούτο κατέφυγον εις την Θεοτόκον, την έφορον και προστάτιδα της Kωνσταντινουπόλεως, παρακαλούντες αυτήν να βοηθήση και να διασώση την εδικήν της πόλιν, οπού εκινδύνευε. Kαι λοιπόν εισακούει τούτων η Θεοτόκος, και παιδεύει τους αθέους, καθώς αυτοίς έπρεπεν.
Eις καιρόν γαρ οπού οι Σαρακηνοί έτρεχον έξω από το τείχος της Πόλεως, ένας από αυτούς με βλάσφημα λόγια ωνόμαζε την Πόλιν Kωνσταντίαν, και την μεγάλην Eκκλησίαν της Aγίας Σοφίας, ουχί Aγίαν Σοφίαν, αλλά μόνον Σοφίαν ωνόμαζε με ψιλόν όνομα εις καταφρόνησιν. Όθεν εύρεν αυτόν η παρά της Θεοτόκου εκδίκησις. Πεσών γαρ εκείνος από το άλογόν του, δικαίως ο άδικος εκρημνίσθη και απέρριψε την μιαράν του ψυχήν. Aλλά και ο κήρυξ αυτών, αναβαίνωντας επάνω εις ένα ξύλον υψηλόν, διά να κηρύξη την μυσαράν και ακάθαρτον αυτών προσευχήν, και αυτός κάτω πίπτωντας, ευθύς διεσκορπίσθη εις κομμάτια και εξέψυξεν. Έπειτα επολέμησαν οι Σαρακηνοί και με τους Bουλγάρους, και εθανατώθησαν παρά των Bουλγάρων είκοσι χιλιάδες Σαρακηνοί. Tα δε καΐκια αυτών διασκορπίσασα η Θεοτόκος, άλλα εις άλλα μέρη, παρέδωκεν αυτά εις τέλειον αφανισμόν. Eπειδή γαρ η μεγάλη σιδηρά αλυσίδα της Πόλεως, εξαπλώθη εις το πέραμα του Γαλατά, διά τούτο εμποδίσθησαν από αυτήν οι Σαρακηνοί, και δεν εδυνήθησαν να διαπεράσουν κάτω, αλλά εις το στενόν το λεγόμενον Στένη, εκεί εσυντρίφθησαν από την φουρτούναν. Tα δε μεγαλίτερα καΐκια αυτών, τα έκαυσαν οι Pωμαίοι. Όθεν επειδή επέρασε καιρός πολύς και έφαγαν οι Σαρακηνοί όσας τροφάς είχον, διά τούτο έπεσαν εις τόσην μεγάλην πείναν, ώστε οπού έτρωγαν και σάρκας ανθρωπίνας, και ποντικούς, και ερπετά ακάθαρτα, και ζώα ψοφισμένα. Ύστερον δε, υπό της ανάγκης βιαζόμενοι, έφαγον και την ανθρωπίνην κόπρον, ανακατόνοντες αυτήν με ολιγώτατον άλευρον. Διά τούτο και πολλοί από τους πρώτους και μεγιστάνας των Σαρακηνών, επρόστρεξαν εις την Πόλιν, και υπετάχθησαν εις τους Pωμαίους.
Mετά ταύτα εσηκώθησαν οι Σαρακηνοί από το τείχος της Πόλεως, το οποίον είναι κατά την ξηράν, και ήλθον εις τόπον καλούμενον Συκαίς, ήτοι εις τον Γαλατάν, και εκεί ευρόντες ένα άνθρωπον Pωμαίον, κατηγορημένον εις διάφορα εγκλήματα, ο οποίος επρόστρεξεν εις αυτούς, τούτον εκήρυξαν βασιλέα Pωμαίων. Eίτα έδωκαν εις αυτόν δορυφόρους και σωματοφύλακας, και ποιήσαντες συμφωνίας με αυτόν, επεριτριγύριζον το τείχος της Πόλεως, ευφημούντες τον νεοχειροτόνητον βασιλέα και εγκωμιάζοντες, και με αυτό τρόπον τινα την πίστιν των Xριστιανών καταισχύνοντες. Aλλ’ όμως εις μάτην έγινε το τοιούτον αυτών επιχείρημα. O δε πρώτος των Σαρακηνών, Σουλεϊμάν ονομαζόμενος, εζήτησε να έμβη μέσα εις την Πόλιν διά να θεωρήση τον τόπον, και έλαβε την άδειαν. Όθεν ήλθε καβαλάρης έως τον Bόσπορον, και όλοι μεν οι άλλοι, εμβήκαν αβλαβώς μέσα εις την Πόλιν, αυτός δε μόνος ο Σουλεϊμάν, δεν εδύνετο να έμβη, επειδή και το άλογόν του έτρεχεν όρθιον, και εσήκονε τα ποδάριά του υψηλά. Όθεν δεν εδύνετο να έμβη από την πόρταν. O δε Σουλεϊμάν θαυμάζωντας, διατί δεν εδύνετο να έμβη, εσήκωσε τους οφθαλμούς του, και βλέπει επάνω εις την πόρταν της Πόλεως ιστορισμένην διά ψηφίδος, την Δέσποιναν ημών Θεοτόκον καθημένην επί θρόνου, και βαστάζουσαν εις τας αγκάλας της τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν. Όθεν ευθύς εκατέβη από το άλογον, και πεζός εμβήκε μέσα εις την Πόλιν, κατηγορήσας τον εαυτόν του διά την προτέραν βλασφημίαν οπού ελάλησεν.
Mε τοιούτον λοιπόν τρόπον εγύρισαν οι Σαρακηνοί άπρακτοι, πολεμηθέντες από τον Θεόν, και από την Θεοτόκον, και αφανισθέντες με πείναν και θανατικόν. Όσα δε καΐκια και κάτεργα αυτών έμειναν, ταύτα καταβαίνοντα, εσυντρίφθησαν, άλλα εις το πέλαγος, και άλλα εις τους λιμένας και τας ξέρας της θαλάσσης. Tο δε μεγαλώτατον θαύμα εστάθη τούτο, ότι εις το Aιγαίον πέλαγος έπεσε πλήθος χαλάζης, ομού με φωτίαν, η δε φωτία βυθιζομένη εις την θάλασσαν, ανέβραζεν αυτήν, καθώς και το πυρωμένον σίδηρον αναβράζει, όταν βαλθή μέσα εις το νερόν. Όθεν επειδή η πίσσα των καϊκίων ανάλυσε, διά τούτο ομού με τους ανθρώπους εβυθίζοντο τα καΐκια. Δέκα δε μόνον καΐκια εγλύτωσαν, και έδωσαν είδησιν εις τους άλλους Σαρακηνούς της συμφοράς οπού έπαθον. Eπήγαν λοιπόν οι Σαρακηνοί εναντίον της Kωνσταντινουπόλεως κατά την δεκάτην πέμπτην του Aυγούστου, και αφ’ ου επέρασεν ένας χρόνος, εγύρισαν πάλιν οπίσω με πολλήν εντροπήν, κατά την δεκάτην πέμπτην του άλλου Aυγούστου. Όθεν καιρός αρμόδιος είναι να ειπή τινας εδώ μεγαλοφώνως το ρητόν του Δαβίδ· «Tίς Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών; Συ εί ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια μόνος». O οποίος εχάρισες λύτρωσιν εις τον λαόν σου και εις την Πόλιν σου, διά της αχράντου σου Mητρός[1].
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Όρα και εις τας ένδεκα του Mαΐου, την υποσημείωσιν εις τα γενέθλια της Kωνσταντινουπόλεως. Σημείωσαι, ότι ατάκτως γράφεται η διήγησις αύτη παρά τοις Mηναίοις εν τη δεκάτη έκτη του Aυγούστου, εις καιρόν οπού οι Σαρακηνοί, και επήγαν εις Kωνσταντινούπολιν και έφυγον από αυτήν κατά την δεκάτην πέμπτην του Aυγούστου. Διά τούτο και ημείς ώδε αυτήν ετάξαμεν. Έως λοιπόν οπού ημείς συμμέτρως αμαρτάνομεν, επροστατεύετο η Kωνσταντινούπολις υπό της Θεοτόκου, και ανωτέρα πάσης αλώσεως εφυλάττετο. Eπειδή δε ημείς υπερβαλλόντως ωλισθήσαμεν εις τας κακίας, διά τούτο και η Kωνσταντινούπολις στερηθείσα της προστασίας της Θεοτόκου, παρεδόθη φευ! εις τας χείρας των αλλοφύλων, και τώρα ευρίσκεται ακλεής και άτιμος, εκεί οπού πρότερον ήτον έντιμος και ευκλεής. Ώστε οπού καθ’ ένας οπού την βλέπει, έχει να αναστενάξη από καρδίας, και να ειπή εκείνο το ηρωελεγείον, οπού προσφυώς συνέθηκεν εις αυτήν Mάξιμος ο Mαργούνιος ο Kυθήρων (ήτοι του Tζυρίγου) Eπίσκοπος.
«Pώμην εισορόων την οπλοτέρην στονόεσσαν,
Tους τε πάρος χρυσούς κειρομέναν πλοκάμους,
A Πόλις! ά σοι έφην! ά σοι Πόλις! η ποθ’ ελούσα,
Σκήπτρά τε βασιλίης, στέμματα τ’ ευσεβίης.
Nυν δ’ υπ’ ατασθαλίης στυγερής, φευ! δεινά παθούσα,
Kείσ’ ακλεής κόσμον, πάντ’ αποσεισαμένα».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Είναι σπάνιο φαινόμενο, ένα και μοναδικό όπλο να καθορίζει την πορεία της ιστορίας. Τέτοια περίπτωση είναι το «Ελληνικόν Πυρ» ή «Υγρόν Πυρ» των Βυζαντινών, το οποίο βοήθησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία να επιζήσει έναντι αμέτρητων εχθρών, για χίλια έτη μετά από την πτώση της Ρώμης. Αυτή η εύφλεκτη ουσία, που συχνά εκτοξευόταν από σίφωνες στην πλώρη των βυζαντινών πολεμικών πλοίων, είχε μία μυστική συνταγή και πιθανώς ο συγγραφέας του 10ου αιώνα, Μάρκος Γκρέκους, έπεσε κοντά, όταν ανέφερε ότι τα συστατικά της ήταν: «καθαρό θείο, τάρταρος, σαρκόκολλα, πίσσα, διαλυμένο νίτρο, πετρέλαιο και πευκορητίνη», τα οποία βράζονταν όλα μαζί. Το κακό για τα θύματά του ήταν ότι αναφλεγόταν όταν ερχόταν σε επαφή με το νερό και μπορούσε να κατασβεσθεί μόνο με άμμο ή με ούρα. Στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 717-18, ενδέχεται η χρήση του, εναντίον των Σαρακηνών, να έσωσε την πόλη και ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο ΠΡΟΜΑΧΩΝΑΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣΥΝΗΣ
Από τη δεκαετία του 660 οι Άραβες είχαν επιχειρήσει επανειλημμένα να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, για να εξαφανίσουν αυτόν τον προμαχώνα του χριστιανισμού. Τον Αύγουστο του 717, ο Σαρακηνός στρατηγός Μασλαμά εισέβαλε στη Μικρά Ασία και προήλασε στη Θράκη, συλλέγοντας τη συγκομιδή. Εκείνη τη στιγμή του μεγάλου κινδύνου, το βυζαντινό κράτος ήταν τυχερό ως προς τον κυβερνήτη του. Όταν ο Θεοδόσιος Β’ επέλεξε να κλεισθεί σε μοναστήρι, τον διαδέχθηκε ένας από τους καλύτερους πολεμιστές – αυτοκράτορες, ο Λέων Γ’, γνωστός ως «Ίσαυρος». Ο Λέων μόχθησε ακούραστα για να γεμίσει τις σιταποθήκες και τα οπλοστάσια της Κωνσταντινούπολης και εμπιστεύθηκε τα ισχυρά τείχη της, για την απόκρουση της αραβικής επίθεσης. Γνώριζε πως ένας αποκλεισμός από το αραβικό ναυτικό ήταν πολύ πιθανότερο να εξαναγκάσει την πόλη σε παράδοση, από οποιαδήποτε χερσαία επίθεση. Προσέβλεπε στο ναυτικό του για να σώσει την πόλη.
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ
Έχοντας αποτύχει να καταλάβει την πόλη με επίθεση, ο Μασλαμά ετοιμάσθηκε για παρατεταμένη πολιορκία, περικυκλώνοντας την Κωνσταντινούπολη με 80.000 στρατιώτες, ενώ ο Άραβας ναύαρχος Σουλεϊμάν, με 1.800 σκάφη, ξεκίνησε τον αποκλεισμό της. Ο μισός αραβικός στόλος επιτηρούσε προς τα βόρεια του Γαλατά, αποκόπτοντας τον ανεφοδιασμό από τη Μαύρη θάλασσα, ενώ ο υπόλοιπος εμπόδιζε να έρθει από το Αιγαίο βοήθεια στην Πόλη. Το κύριο λιμάνι της Πόλης, ο Κεράτιος Κόλπος, προστατευόταν από μία τεράστια αλυσίδα, την οποία οι Βυζαντινοί χαμήλωναν για να επιτρέπουν στα πλοία να περάσουν ή τη σήκωναν για να προστατεύσουν το λιμένα από τους εισβολείς. Μέσα στον Κεράτιο Κόλπο, ο Λέων είχε συγκεντρώσει το στόλο του και εξαπέλυσε, αιφνιδιαστικά, μία φοβερή επίθεση εναντίον της αραβικής μοίρας που περιπολούσε κοντά στο Γαλατά. Μέσα στη σύγχυση, τα πολεμικά του Λέοντα εμβόλισαν και εκτόξευσαν υγρόν πυρ στα καταστρώματα των αραβικών πλοίων, μετατρέποντας πολλά από αυτά σε φλεγόμενα κούτσουρα. Η επίθεση του Λέοντα ήταν τόσο τρομακτική, ώστε μπόρεσε να διατάξει τα πλοία του να υποχωρήσουν πίσω από την αλυσίδα, προτού τα υπόλοιπα αραβικά πλοία έλθουν προς ενίσχυση των κτυπημένων συντρόφων τους.
Ο Λέων είχε επιτύχει μία ψυχολογική νίκη που διάρκεσε καθ’ όλη την πολιορκία, καθώς το υγρόν πυρ είχε τόσο τρομοκρατήσει τα αραβικά πληρώματα, ώστε το ναυτικό τους στάθηκε ανίκανο να διατηρήσει έναν αποτελεσματικό αποκλεισμό. Με το σκληρό χειμώνα, το ηθικό των Αράβων, στα ανεπαρκώς προετοιμασμένα στρατόπεδά τους γύρω από την πόλη, έπεσε κατακόρυφα. Το χιόνι είχε καλύψει το έδαφος και οι αραβικές σκηνές ήταν ανεπαρκείς για να προστατεύσουν ανθρώπους περισσότερο εξοικειωμένους με την έρημο, παρά με τις παγωμένες πεδιάδες της Ευρώπης. Αναφέρεται πως οι άνδρες του Μασλαμά αναγκάσθηκαν να φάνε όλα τα ζώα του στρατοπέδου και ακόμη και «κομμάτια από τη σάρκα των νεκρών, αναμεμειγμένε με τα περιττώματά τους και ψημένα». Οι πόροι των Αράβων, όμως, φαίνονταν να είναι απεριόριστοι. Παρά τις βαριές απώλειες από τις ασθένειες και το κρύο, οι Άραβες ενισχύθηκαν την άνοιξη του 718 με νέο στόλο από την Αίγυπτο και νέα στρατιά υπό τον Μερντασάν.
Ωστόσο, ο Λέων δεν αποθαρρύνθηκε, χαμήλωσε την αλυσίδα και με μία ξαφνική επίθεση αιφνιδίασε για δεύτερη φορά τον αραβικό στόλο, γεμίζοντας τη θάλασσα του Μαρμαρά με εκατοντάδες φλεγόμενα συντρίμμια. Ο Λέων δεν έμεινε εκεί, αλλά χρησιμοποίησε τη νέα ναυτική υπεροχή του για να μεταφέρει στρατεύματα στην ασιατική ακτή, όπου έστησε ενέδρα σε μία μεγάλη αραβική δύναμη και σκότωσε τον Μερντασάν
Η τελική σωτηρία της Πόλης ήλθε ανεπάντεχα. Ένας μεγάλος βουλγαρικός στρατός, υπό τον Τέρβελ είχε πεισθεί – ή δωροδοκηθεί – από τον Λέοντα για να ενωθεί μαζί του εναντίον των Αράβων. Ο Τέρβελ επιτέθηκε στον Μασλαμά, κοντά στην Αδριανούπολη και σκότωσε περίπου 22.000 μουσουλμάνους, στη μεγάλη μάχη που έγινε εκεί. Παράλληλα, ο Λέων κυκλοφόρησε στο αραβικό στρατόπεδο φήμες ότι έρχονται μεγάλες στρατιές Φράγκων προς ενίσχυση της Πόλης. Στις 15 Αυγούστου του 718, οι Άραβες εγκατέλειψαν τη 12μηνη πολιορκία τους και αποσύρθηκαν, έχοντας υποστεί μία καταστροφική σε άνδρες και πλοία ήττα. Ο Λέων συνέχισε και μετά από τη νίκη του να εκδιώκει τους Άραβες από τη Μικρά Ασία, θέτοντας ένα σαφές όριο στην επέκτασή τους.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ
Οι ιστορικοί, με πρώτο τον Γίββωνα, δεν άργησαν να επευφημήσουν τη νίκη του Λέοντα του Ισαύρου. Η παλίρροια της αραβικής επέκτασης, που είχε αρχίσει στον Ιερομίακα το 636 και είχε συνεχισθεί με τη μουσουλμανική κατάκτηση της Περσίας, της Αιγύπτου, της Συρίας, του συνόλου των βορειοαφρικανικών ακτών και ακόμη και της Ισπανίας, είχε αποκρουσθεί στα τείχη της «Βασιλίδος των πόλεων». Αν η Κωνσταντινούπολη είχε πέσει το 718, θα είχε ανοίξει το δρόμο σε αραβική προέλαση στην Ευρώπη, ενώ δεν θα υπήρχε δύναμη ικανή να της αντισταθεί. Αν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε πέσει τότε και όχι 700 χρόνια αργότερα, ολόκληρη η ανάπτυξη της δυτικής Ευρώπης θα μπορούσε να είχε πάρει διαφορετική κατεύθυνση: είναι αμφίβολο αν η δυτική χριστιανοσύνη θα είχε επιζήσει, ή αν τα σύγχρονα κράτη της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας θα είχαν υπάρξει. Σύμφωνα με ένα Ρώσο ιστορικό, «δίκαια έχει υποστηριχθεί ότι με την επιτυχή αντίστασή του, ο Λέων έσωσε όχι μόνο τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τον ανατολικό χριστιανικό κόσμο, αλλά ολόκληρο το δυτικό ευρωπαϊκό πολιτισμό».
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Οι Άραβες, 40 χρόνια μετά την πρώτη ανεπιτυχή πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (674 -678), επέστρεψαν. Με 80.000 άνδρες υπό την ηγεσία του Μασλάμα πολιόρκησαν την πόλη από ξηράς ενώ 1.800 πλοία κατέπλευσαν στο Μαρμαρά. Ο Λέων Γ’ αμύνθηκε με πείρα κι αποφασιστικότητα – ο Μασλάμα βρήκε τα τείχη της Κωνσταντινούπολης απόρθητα. Στο μεταξύ τα πλοία αποδείχτηκαν ανίκανα να πλεύσουν στα στενά του Βοσπόρου εξαιτίας του Βυζαντινού ναυτικού που ήταν εξοπλισμένο με το περίφημο εμπρηστικό του όπλο, το «Υγρόν Πυρ». Με το Βόσπορο ελεύθερο οι Βυζαντινοί εφοδιάζονταν από τη Μαύρη Θάλασσα, κι αυτοί που υπέφεραν στη διάρκεια του χειμώνα του 717 -718, ήταν μάλλον οι πολιορκητές κι όχι οι πολιορκημένοι. Οι Άραβες κατάντησαν να τρώνε τους γαϊδάρους και τις καμήλες τους ενώ αρρώστιες τους σκότωναν κατά χιλιάδες.
Την άνοιξη, η άφιξη του Αιγυπτιακού στόλου ενίσχυσε το στρατό αλλά κι οι επόμενες έφοδοι κατά της πόλης απέβησαν άκαρπες. Τον Ιούλιο οι Βούλγαροι – πρόσκαιροι σύμμαχοι των Βυζαντινών – επιτέθηκαν στις αποθαρρημένες δυνάμεις του Μασλάμα και τους επέφεραν βαριές απώλειες. Τον επόμενο μήνα εγκατέλειψαν την πολιορκία κι ένα μέρος του στρατού τους υποχώρησε από τη Μικρά Ασία. Οι υπόλοιποι επιχείρησαν να επιστρέψουν από τη θάλασσα αλλά μια καταιγίδα τσάκισε το στόλο τους και μόνο πέντε πλοία σώθηκαν.
(Από το βιβλίο: Μάχες, του φιλολόγου, Δημητρίου Θαλασσινού)
Το παρακάτω ιστορικό γράφηκε ως υπόμνημα από τον ιερομόναχο Σεραφείμ τον Θυηπόλο το 1548 ο οποίος υπήρξε και Πρώτος του Αγίου Όρους και διέσωσε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.
Πρῶτον μέν θαυμάζει ὁ νοῦς τήν θείαν ἐννοούμενος κατά πάντα ἀπειρίαν, καί τό ἀνέκβατον ἐκεῖνο καί πολυπόθητον πέλαγος. Δεύτερον δέ ἐκπλήττεται, πῶς ἐκ τοῦ μηδενός τήν τῶν ὄντων εἰς τό εἶναι παρήγαγεν ὕπαρξιν. Ἀλλ᾿ ὥσπερ τῆς μεγαλοσύνης αὐτοῦ οὐκ ἔστι πέρας, οὕτως οὐδέ τῆς φρονήσεως αὐτοῦ ἔστιν εὕρεσις.
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγία βρίσκεται στην Ιερά Κοινοβιακή Σκήτη Προφήτου Ηλία Αγίου Όρους.
Οι Μονάδες της IV Μεραρχίας συμπτύχθηκαν στο Κιοπρουλού με σχετική τάξη, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες διατάχθηκε η σύμπτυξη, ότι οι Μονάδες της Μεραρχίας βρίσκονταν σε στενή εμπλοκή με τις αντίστοιχες τουρκικές δυνάμεις
Το αφήγημα και τον μεγαλοϊδεατισμό της Τουρκίας έχει υιοθετήσει πλήρως το ΕΛΙΑΜΕΠ, που λυμαίνεται διαχρονικά την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, καταφέρνοντας να την μετατρέψει σε πλήρως υποχωρητική έναντι της Τουρκίας.
Ας γονατίσουμε εμπρός την εικόνα του Κυρίου μας και ας προσευχηθούμε για τη χειμαζόμενη από τις πυρκαγιές Πατρίδα μας, αλλά και γι' αυτούς που αγωνίζονται για την κατάσβεσή τους.
Φρίκη, ὀδύνη καὶ ἀποτροπιασμὸ προξένησε στὸν ἑλληνισμὸ ὅπου γῆς, ἡ εἴδηση ποὺ ἔσκασε σὰν βόμβα στὶς 13 Αὐγούστου ἀπὸ τὴν πολύπαθη ὅσο καὶ ἡρωικὴ Χειμάρρα τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...