Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Το εμβόλιο της Pfizer για τον Covid-19 προκαλεί στην πραγματικότητα μια νέα μορφή «συνδρόμου επίκτητης ανοσοανεπάρκειας»
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ καὶ πανήγυρις.
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, με Εγκύκλιο Σημείωμά Της προς την Ιερά Αρχιεπισκοπή και τις Ιερές Μητροπόλεις της Επικράτειας
“Φουσκώσαμε τα νούμερα… για να νομιμοποιηθούν οι αμβλώσεις”
Ο άγιος ιεράρχης Φιλάρετος, κατά κόσμον Γεώργιος Νικολάγεβιτς Βοζνεσένσκυ (George Nicolaevich Voznesensky), γεννήθηκε στην πόλη Κουρσκ στις 22 Μαρτίου / 4 Απριλίου, 1903, σε μια ευσεβή ορθόδοξη οικογένεια. Ο πατέρας του, ο Αρχιερέας Nicolas Voznesensky, προερχόταν από οικογένεια ιερέων και ήταν ένας ενθουσιώδης ποιμένας και σπουδαίος άνθρωπος της προσευχής. Στη συνέχεια εκάρη μοναχός με το όνομα Δημήτριος και αργότερα έγινε επίσκοπος (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Hailar). Υπήρχαν πέντε παιδιά στην οικογένεια της Λυδίας και του Νικολάου Βοζνεσένσκυ, δύο γιοι και τρεις κόρες. Από πολύ πρώιμο στάδιο του ο νεαρός Γεώργιος μεγάλωσε σε μια ατμόσφαιρα χριστιανικής αγάπης και εκκλησιαστικής ζωής.
Το 1909 η οικογένεια μετακόμισε προς την Άπω Ανατολή. Εκεί ο Γιώργος ολοκλήρωσε την οκταετή βασική εκπαίδευση ολοκληρώσει την οκταετή διάρκεια σχολικής γραμματικής. Όταν έλαβαν την εξουσία οι αθεϊστές, η οικογένεια του μέλλοντα ιεράρχη μετακόμισε εκ νέου στο Χαρμπίν, μια πόλη με έντονη εκκλησιαστική ζωή, όπου μετά από λίγα χρόνια ο Γεώργιος σπούδασε στο Polytechnic Institute. Εκείνη την περίοδο γνώρισε τα έργα του αγίου ιεράρχη Ιγνάτιου Μπριαντσιανίνωφ και η ψυχή του ικανοποιήθηκε πάρα πολύ από τη διδασκαλία του σχετικά με τη χριστιανική ζωή και τη συνεχή μνήμη του θανάτου. Από εκείνη τη στιγμή, η ζωή στον κόσμο έπαψε να τον ενδιαφέρει. Το 1930, ο Γεώργιος χειροτονήθηκε διάκονος και το 1931 πρεσβύτερος. Κατά το ίδιο έτος, έλαβε τη μοναστική κουρά με το όνομα Φιλάρετος, προς τιμήν του αγίου Φιλάρετου του Γουβερνέτου.
Σταδιακά μια μοναστική κοινότητα σχηματίστηκε, με συνεπή πνευματική ζωή, ανάγνωση των Αγίων Πατέρων, συμβολή στο έργο του ορφανοτροφείου και των σχολείων του Χαρμπίν κ.τ.λ. Ο πνευματικός οδηγός του Ιερομονάχου Φιλάρετου εκείνα τα χρόνια ήταν ο ευλογημένος Μητροπολίτης Αντώνιος Κραποβίτσκυ (Khrapovitsky), ο οποίος είχε μια ιδιαίτερα εγκάρδια σχέση μαζί του μέχρι το τέλος της ζωής του το 1936.
Ο πατέρας Φιλάρετος είχε πραγματικά μια φιλεύσπλαχνη καρδιά. Έδινε όλα όσα είχε, μερικές φορές ακόμη και τα ρούχα του, και ανακούφιζε με όποιο τρόπο μπορούσε εκείνους που είχαν ανάγκη. Διακατεχόταν από μεγάλη αγάπη για το λόγο του Θεού και ήξερε όλο το Ευαγγέλιο απ' έξω. Το όνομά του ήταν γνωστό πολύ πιο πέρα από τα σύνορα της επαρχίας Χαρμπίν. Το 1933 διορίστηκε ηγούμενος και το 1937 αρχιμανδρίτης.
Το 1931, η Μαντζουρία καταλήφθηκε από τους Ιάπωνες. Το 1945 ο σοβιετικός στρατός κατανίκησε τον ιαπωνικό στρατό, ενώ το κομμουνιστικό καθεστώς εγκαταστάθηκε στην Κίνα. Για όσους Ρώσους ήταν σε θέση να μεταναστεύσουν προς τη Δύση ή προς την Αυστραλία, άρχισε μια περίοδο με πόνο και δοκιμασίες. Η σοβιετική κυβέρνηση άρχισε να απαιτεί οι Ρώσοι μετανάστες να λάβουν σοβιετικό διαβατήριο, για να δείξει ότι στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχε καταπίεση των πιστών.
Εκείνη την εποχή η «Εφημερίδα του Πατριαρχείου της Μόσχας», δήλωσε ότι στη Σοβιετική Ένωση δεν υπήρχε δίωξη της Εκκλησίας και ότι η μόνη σύγκρουση ήταν με αντεπαναστάτες. Ο αρχιμανδρίτης Φιλάρετος αρνήθηκε να μνημονεύει το αθεϊστικό καθεστώς και διακήρυσσε με παρρησία την πραγματική –αρνητική για την Ορθοδοξία– κατάσταση στη ρωσική γη. Έτσι πολλές φορές κλήθηκε για ανάκριση, διώχθηκε, το σπίτι του πυρπολήθηκε, αφού προηγουμένως είχαν σφραγισθεί τα παράθυρα και η πόρτα, όμως ο Κύριος έσωσε τη ζωή του ποιμένα του και κατάφερε να διαφύγει με ασφάλεια με ένα άλμα από τον πρώτο όροφο και με τις φλόγες να περιβάλλουν το σπίτι, έχοντας ωστόσο υποστεί σοβαρά εγκαύματα στο κάτω μέρος του προσώπου του και τους σπονδύλους του λαιμού του.
Ο καλός ποιμένας δεν εγκατέλειψε το ποίμνιό του μέχρις ότου όλοι όσοι είχαν κατορθώσει να αποκτήσουν τις θεωρήσεις βγήκαν από την Κίνα. Έτσι, μόλις το 1962 έφυγε για το Χονγκ Κονγκ.
Πολύ σύντομα εγκαταστάθηκε στην Αυστραλία, στο Μπρίσμπαν. Το 1963 έγινε επίσκοπος στην Αυστραλία. Το 1964, ο επίσκοπος Φιλάρετος παρακολούθησε τη Σύνοδο των Ρώσων Ιεραρχών της Διασποράς, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη. Ο Μητροπολίτης Αναστάσιος ήταν τότε σε βαθύ γήρας και επρόκειτο να αποσυρθεί. Στη Σύνοδο διεξήχθησαν εκλογές για το διάδοχό του, όμως οι δύο υποψήφιοι ισοψήφησαν. Για να διατηρηθεί η ειρήνη στην Εκκλησία, ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, Αρχιεπίσκοπος Σαγκάης και Σαν Φρανσίσκο, πρότεινε ένα τρίτο υποψήφιο, το σχετικά άγνωστο Επίσκοπο Φιλάρετο, ο οποίος ήταν ο πιο πρόσφατα χειροτονηθείς. Έτσι, το 1964, η Ρωσική Εκκλησία στο Εξωτερικό όρισε τρίτο κατά σειρά πρωθιεράρχη της το Μητροπολίτη Φιλάρετο.
Ως επικεφαλής της Ρωσικής Εκκλησίας στο Εξωτερικό, ο άγιος έμεινε σταθερός στην ανεξαρτησία της Ορθοδοξίας από το πατριαρχείο Μόσχας, που είχε υποταχθεί στο αθεϊστικό καθεστώς, όμως παράλληλα εργάστηκε σκληρά για την ειρήνη των Ορθοδόξων και για να δαμάσει τη διχόνοια στο εσωτερικό της Ρωσικής Εκκλησίας του Εξωτερικού. Εργάστηκε με πραότητα αλλά και ζήλο για τη διαφύλαξη της πατερικής παράδοσης και υπερασπίστηκε την Ορθοδοξία από τον κίνδυνο της αιρέσεως του Οικουμενισμού, αντικρούοντας τη «θεωρία των κλάδων».
Επίσης κατά τη διακονία του ως προκαθημένου της Ρωσικής Εκκλησία στο Εξωτερικό πραγματοποιήθηκε η ανακήρυξη της αγιότητας των αγίων Ιωάννη της Κρονστάνδης (ανακηρύχθηκε το 1964), Γερμανού της Αλάσκας (1970), Ξένιας της Πετρούπολης (1978), των Νεομαρτύρων και Ομολογητών της Ρωσίας (1981), καθώς και του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφκσυ (1982).
Ο άγιος Φιλάρετος ήταν εραστής του μοναχισμού, επειδή δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να αφιερώσει τον εαυτό του εξ ολοκλήρου στο Θεό. Με δικά του λόγια: «Σύμφωνα με τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, η μοναστική τρόπος είναι, αυτή καθαυτή, η ευθεία διαδρομή προς το Ουράνιο Βασίλειο, όταν ολοκληρωθεί όπως πρέπει».
Τα κηρύγματά του ήταν ουσιώδη, απλά και καθαρά. Σύμφωνα με την μαρτυρία πολλών ανθρώπων, η ρητορεία του ήταν εφάμιλλη με του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Με ιδιαίτερο δέος και σεβασμό πλησίαζε τα Άγια Μυστήρια του Χριστού, υπενθυμίζοντας το ποίμνιό του ότι: «η θεία Κοινωνία είναι μια φωτιά. Κανείς δεν μπορεί να την απαγορεύει, αν δεν υπάρχουν σοβαρά κανονικά εμπόδια. Ο χριστιανός πρέπει να λαμβάνει τη θεία Κοινωνία όσο πιο συχνά γίνεται. Για αυτόν τον λόγο η θεία Κοινωνία λαμβάνεται μπροστά στην Ωραία Πύλη, γιατί αυτό συμβολίζει την εγγύτητα μας στην Βασιλεία των Ουρανών και μας ωθεί προς τα πάνω!».
Ενώ ήταν ένας ποιμένας γεμάτος φροντίδα και αγάπη για τους άλλους, ήταν εξαιρετικά αυστηρός με τον εαυτό του. Ζούσε μια πραγματικά ασκητική ζωή: κοιμόταν για δύο ή τρεις ώρες την ημέρα, έτρωγε ελάχιστα, παρακολουθούσε με πατρικό ενδιαφέρον τις λύπες και τις χαρές του ποιμνίου του και ξαγρυπνούσε προσευχόμενος γι’ αυτό. Τα πνευματικά παιδιά του ήταν οι μάρτυρες πολλών θαυμάτων του, που πραγματοποιήθηκαν τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής του όσο και μετά την κοίμησή του. Οι μαρτυρίες τους μιλούν εύγλωττα για την τεράστια δύναμη των προσευχών του.
Η ζωή του Μητροπολίτη Φιλάρετου, που ήταν ίση με αυτή των Αγγέλων, στέφθηκε από την ευλογημένη κοίμησή του στις 8/21 Νοεμβρίου 1985, κατά την ημέρα εορτής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και όλων των ασωμάτων Δυνάμεων.
Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος θάφτηκε στη Μονή της Αγίας Τριάδας του Jordanville. Δεκατρία χρόνια μετά το θάνατό του, αποφασίστηκε ότι θα πρέπει να μεταφερθεί στην κρύπτη κάτω από το Ιερό της Αγίας Τριάδος στη Μητρόπολη Jordanville. Το άνοιγμα του τάφου του έγινε στις 28 Οκτωβρίου/10 Νοεμβρίου 1998. Ο Αρχιεπίσκοπος Λαύρος των Συρακουσών και Αγίας Τριάδος, ο επίσκοπος Ιλαρίων του Μανχάταν, Αρχιμανδρίτης Λουκάς και οι αδελφοί ήταν παρόντες σε αυτή την περίπτωση και έγιναν μάρτυρες της πλήρους αφθαρσίας του λειψάνου του. Το σώμα του ήταν λευκό και ακόμη και μαλακό. Τα άμφια, ο σταυρός και η εικόνα της Παναγίας ήταν ακόμη φωτεινά.
Τα πιστά τέκνα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Εξωτερικό δέχθηκαν την αφθαρσία του λειψάνου του αγίου Ιεράρχη Φιλάρετου ως ένα θαύμα, που μας παραχώρησε ο Θεός για την ενίσχυση της πίστης μας.
Τα στοιχεία ελήφθησαν από (εδώ).
Χρονολόγιο ομολογιακού αγώνα του Αγίου Φιλάρετου κατά του Οικουμενισμού
1. Τὴν 2ην Δεκεμβρίου 1965 ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος ἔστειλε καταγγελία εἰς τὸν «Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην» Ἀθηναγόρα, ἐλέγχοντάς τον διὰ τὴν ἀντικανονικὴν «ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων». Εἰς τὴν ἐπιστολὴν ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος γράφει: «Ἔχουμε κληρονομήσει μίαν κληρονομίαν ἀπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων ὅτι τὰ ἄπαντα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν πρέπει νὰ γίνονται με νόμιμον τρόπον, ὁμόφρονα, καὶ σύμφωνα με τὰς ἀρχαίας παραδόσεις. Ἐὰν κάποιοι ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους ἔστω καὶ Προκαθημένους τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν κάμουν κάτι ὁποῦ δὲν εἶναι σύμφωνα με τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας δίναται νὰ διαμαρτυρηθῇ ἐναντίον του. Ὁ 15ος Κανών τῆς Πρῶτης‐καὶ‐Δευτέρας Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 861 περιγράφει ὅτι «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» ἐκείνοι οἱ Ἐπίσκοποι καὶ κληρικοὶ οἴτινες διακόπτουν τὴν κοινωνίαν ἀκόμη καὶ με τὸν Πατριάρχην τους, ἐφ’ ὅσον κηρύττει αἵρεσιν δημοσίως καὶ δημοσίως διδάσκει αὐτὴν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Με αὐτὸν τὸν τρόπον ὅλοι εἶμεθα θεματοφύλακες τῆς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας... Ἐνῷ ἡ Ρώμη ἔχει πολλὰ νὰ ἀλλάξῃ προκειμένου νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν ἔκφρασιν τῆς Πίστεως τῶν Ἀποστόλων, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἡ ὁποῖα ἔχει διατηρήσει τὴν αὐτὴν Πίστιν ἄψογα μέχρι σήμερον, δὲν ἔχει τίποτα νὰ ἀλλάξῃ. Ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν κατέχει τὸν διάλογον με αὐτοὺς ὁποῦ ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξίαν. Τουναντίον, ἡ Ἐκκλησία ἀπευθύνεται εἰς αὐτοὺς μὲ μονόλογον, καλώντας αὐτοὺς νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸ ποῖμνιόν της, διὰ τῆς ἀπορρίψεως τῶν τινῶν διισταμένων δογμάτων... Σίγουρα ἀκόμα καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ πνευματικά σας τέκνα θὰ προετιμοῦσαν τὴν πιστότητα στὴν Ὀρθοδοξία παρὰ τὴν ἰδαίαν τῆς ἑνώσεως με τοὺς αἱτεροδόξους χωρὶς τὴν πλῆρη ἀρμονία τους μαζί μας στὴν ἀλήθειαν...»
2. Τὴν 21ην Μαΐου 1968 ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος ἔγραψεν ἀνοικτὴ ἐπιστολὴ εἰς τὸν «Πατριάρχην» Ἀθηναγόραν. Ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος γράφει: «Ὑπὸ ὁρισμένας προϋποθέσεις αὐτὴ ἡ πρόθεσις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου νὰ συγκαλέσῃ μίαν Μεγάλην Σύνοδον τῶν ἐκπροσώπων ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν θὰ μπορούσε πραγματικὰ νὰ εἶναι ἕνα χαρμόσυνον γεγονὸς. Ἀλλὰ ἡ σύγκλησις μιᾶς Συνόδου δὲν φέρνει πάντοτε χαρὰν. Καὶ μία Μεγάλη Σύνοδος, ἔστω καὶ ἄν πολλαὶ αὐτοκέφαλαι ἐκκλησίαι συμμετέχουν εἰς τὰς πράξεις της, δὲν σημαίνει ὅτι ἔχει αὐτομάτως τὴν τιμὴν τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἐκφρασθείσα τὴν αὐθεντικὴν φωνή της καὶ ὡς ἱσχύουσα τὰς παραδόσεις τῶν Ἁποστόλων καὶ Ἁγίων Πατέρων. Ἐντοῦτοις, κάθε νέα Σύνοδος πρέπει νὰ εἶναι ἐν πλῆρῃ ἀρμονίᾳ μετὰ τῶν ποηγουμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἐφένετο καὶ ἡ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου ἐπὶ Διωσκόρου ὡς ἀρκετὰ πλῆρης, ἀλλὰ εἶναι γνωστὴ σήμερον ὡς Ληστρικὴ Σύνοδος. Ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φωτίζει μία Σύνοδος καὶ κάμνει τὴν φωνή της νὰ εἶναι φωνὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας μόνο ὅταν συναχθεῖ ἡ Σύνοδος ἵνα καταδικάσῃ, σύμφωνα με τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν, τὰς καινοτομίας καὶ τὰ αὐθαίρετα δόγματα ὁποῦ εἶναι ὑποταγμένα στοὺς ἱσχυροὺς τοῦ κόσμου τούτου, οἱ ὁποῖοι θέλουν ὅπως εἰσαγάγουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μίαν αἱρετικὴν ἐπιδημίαν...» (Ἐπιστολὴ Μητρ. Φιλαρέτου, 21.5.1968). Ἔτσι ὁ κ. Φιλάρετος ἐχαρακτήρησεν τὴν συγκληθεῖσα Σύνοδον τοῦ Ἀθηναγόρου ὡς στερημένη τῆς θείας χάριτος.
3. Τὴν 14ην Ἰουλίου 1969 ὁ Μητροπολίτης κ. Φιλάρετος ἔγραψε τὴν πρώτην του Ἀνοικτὴν Ἐπιστολὴν εἰς ὅλους τοὺς Πατριάρχας καὶ Ἐπισκόπους τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καταγγέλοντάς τους διὰ τὴν κακόδοξον σιωπήν των ἐν σχέσει μὲ τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γράφει: «...Παρατηροῦμε ὅμως ὄτι κανένας εἰς ὑψηλοτέραν θέσιν ἀπὸ τῆς ἡμετέρας δὲν ἀνεβάζει τὴν φωνή του. Καὶ τὸ γεγονὸς τοῦτο μᾶς προκαλεῖ να ὁμιλήσωμεν, ὥστε νὰ μὴν κατηγορηθοῦμεν εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν ὅτι εἴχαμε δεῖ τὸν κίνδυνον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅμως δὲν εἴχαμε προειδοποιήσει τοὺς Ἐπισκόπους της.»
4. Κατὰ τὸ 1972 ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος ἔγραψε τὴν Δευτέραν Ἀνοικτήν του Ἐπιστολὴν, ἐλέγχοντας τοὺς ἀπανταχοῦ ἐπισκόπους τῆς γῆς διὰ τὴν σιωπήν των ἐν σχέσει με τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Εἰς τὴν ἰδίαν ἐπιστολὴν ὁνομάζει τὴν καινοτομίαν τοῦ νέου ἡμερολογίου ὡς πρῶτον βῆμα τῆς πλάνης τοῦ Νεωτερισμοῦ. Γράφει:
«Εἰς τὴν πρώτην κατώδυνον Ἐπιστολὴν ἡμῶν, ἐγράψαμεν ἐν λεπτομερείαις, ἐπὶ τοῦ ἀσυμβιβάστου, ἀπὸ Ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως, τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν, παρουσιάζοντες ἐπακριβῶς τὴν βιαιότητα καὶ ὡμότητα τῶν ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας παραβάεων, αἵτινες συντελοῦνται διὰ τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἑκκλησιῶν εἰς τὸ Συμβούλιον τοῦτο. Κατεδείξαμεν ὅτι αἱ βασικαὶ ἀρχαὶ τοῦ Συμβουλίου τούτου, εἶναι ἀσυμβίβαστοι μὲ τὴν Ὀρθόδοξον Διδασκαλίαν καὶ τὸ Δόγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡμεῖς, συνεπομένως, διεμαρτυρήθημεν ἐναντίον τῆς ἀποδοχῆς τῆς ἀποφάσεως ταύτης γενομένης εἰς τὸ Πανορθόδοξον Συνέδριον τῆς Γενεύης, ἕνθα ἡ Ὀρθόδοξος Ἑκκλησία, ἐγένετο δεκτὴ ὡς ὀργανικὸν μέλος τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν.
Ἀλλοίμονον! Τὰ τελευταῖα, ταῦτα, ἕτη, εἶναι ὑπερφορτωμένα μὲ κραυγαλέας ἀποδείξεις, ὅτι, εὶς τοὺς διαλόγους μετὰ τῶν Ἑτεροδόξων, μερικαὶ Ὀρθόδοξοι Ἀντιπροσωπεῖαι υἱοθέτησαν μίαν καθαρῶς Προτεσταντικὴν Ἐκκλησιολογίαν, ἥτις ἄγει σταδιακῶς, εἰς Προτεσταντικὴν, καθαρῶς, προσέγγισιν προβλημάτων τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐκ τῆς ὁποῖας καὶ ἀναδύεται ἡ σύγχρονος ἐκκοσμίκευσίς της καὶ ἡ ἀφόρητος νεωτεριστική της ἐμφάνισις. Ὁ νεωτερισμός, συνίσταται εἰς κατάπτωσιν καὶ ὑποστάθμισιν τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, συμφώνως πρὸς τὰς ἀρχὰς τοῦ ρέοντος κοινωνικοῦ βίου καὶ τῶν συμπαρομαρτουσῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν. Βλέπομεν τοῦτο εἰς τὴν Νεωτεριστικὴν Κίνησιν τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας» ἐν Ρωσίᾳ, κατὰ τὰς τελευταίας δεκαετίας. Εἰς τὴν πρώτην Συνέλευσιν τῶν ἱδρυτῶν τῆς Ζώσης Ἐκκλησίας κατὰ τὴν 29ην Μαΐου 1922, οἱ σκοποί της καθωρίσθησαν ὡς «ἀναθεώρησις καὶ ἀλλαγὴ ὅλων τῶν ὅψεων τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὡς αὖται καθίστανται ἐπιτακτικαὶ ἐκ τῶν ἀπαιτήσεων τῆς συγχρόνου ζωῆς» («Ἡ Νέα Ἐκκλησία» καθηγητοῦ Β. Βασιλείου Τιτλίνωφ, Πετρούπολις‐Μόσχα 1923 σ. 11). Ἡ «Ζῶσα Ἐκκλησία» ἦτο μία ἀπόπειρα διὰ τὴν μεταρρύθμισιν, προσηρμοσμένη εἰς τὰς ἀπαιτήσεις τῶν συνθηκῶν ἑνὸς Κομμουνιστικοῦ Κράτους.
Ὁ Μοντερνισμὸς ἢ Νεωτερισμὸς τοποθετεῖ αὐτὸν τὸν συμβιβασμὸν μὲ τὴν ἀνθρωπίνην μειονεκτικότητα καὶ ἀσθένειαν, ὑπεράνω ἠθικῶν, καὶ μάλιστα Δογματικῶν ἀπαιτήσεων τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἐν τοιαύτῃ ἐκτάσει, ὥστε, ὁ κόσμος ἐγκαταλείπει τὰς Χριστιανικὰς Ἀρχὰς, ἡ δὲ ἐκκοσμίκευσις (ὁ Μοντερνισμὸς), ὑποβιβάζει τὸ ἐπίπεδον τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον. Ἐντὸς τῶν Δυτικῶν Ὁμολογιῶν, βλέπομεν, ὅτι ἐπῆλθε σχεδὸν κατάργησις τῆς Νηστείας, ριζικὴ συντόμευσις καὶ ἐκχυδαϊσμὸς τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ Λειτουργίας καὶ τελικῶς, πλήρης καὶ ὁλοσχερὴς πνευματικὴ ἐρήμωσις, ἐξικνουμένη μέχρι τοῦ σημείου, ἀπροκαλύπτου ἐκδηλώσεως ἀνοχῆς, ἄν μὴ καὶ ἐνθαρρύνσεως πρὸς ἀνθρωπίνους διαστροφὰς καὶ ἐλαττώματα, δι’ ἅτινα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει, ὅτι «αἰσχρὸν ἑστι καὶ λέγειν».
Ὁ ἐκσυγχρονισμὸς καὶ μοντερνισμὸς οὖτος ὑπῆρξεν ἡ βάσις τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου (τῆς θλιβερᾶς ἐκείνης μνήμης), ἤτις συνῆλθεν ἐν Κωνσταντινουπόλει τὸ 1923, καὶ ἥτις, προφανῶς, ἥσκησε μεγίστην ἐπίδρασιν ἐπὶ τοῦ ἀνακαινιστικοῦ πειράματος ἐν τῇ Κομμουνιστικὴ Ρωσία. Συνεπείᾳ τῆς Συνόδου ἐκείνης, Ἐκκλησίαι τινὲς, ἐνῷ δὲν υἱοθέτησαν ὅλας τὰς μεταρρυθμίσεις αἴτινες εἰσήχθησαν τότε, ἀπεδέχθησαν, ἐν τούτοις, τὸ Δυτικὸν – Παπικὸν Ἡμερολόγιον καὶ μάλιστα, εἰς τινας περιπτώσεις, τὸ δυτικὸν Πασχάλιον. Τοῦτο ὑπῆρξε, τότε, τὸ πρῶτον βῆμα, εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἐκκοσμικεύσεως καὶ τοῦ μοντερνισμοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐνῷ, συγχρόνως, ἤλλαξεν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς της, ὥστε, νὰ ἀχθῇ αὕτη, προϊόντος τοῦ χρόνου, ἐγγύτατα πρὸς τὰς αἱρετικὰς Ὁμολογίας καὶ φατρίας. Ἐκ τῆς ἐπόψεως ταύτης, ἡ τοιαύτη υἱοθέτησις τοῦ Δυτικοῦ Παπικοῦ Ἡμερολογίου, ἦτο μία κατάφωρος παράβασις τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ, ταυτοχρόνως, ὑπῆρξεν ἡ ἀφετηρία ἀσυγκρατήτου τάσεως ἀπομονώσεως τῶν πιστῶν ἀπὸ ἐκείνους οἴτινες διδάσκουν ἀντιθέτος πρὸς τὰς ἀρχὰς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δημιουργήσασα τὸ ὑφιστάμενον μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ρεῦμα ἀντιπαθείας πρὸς τὴν προσέγγισιν καὶ ὁμοίωσιν πρὸς τὸν αἱρεσιογόνον Παπισμὸν, Προτεσταντισμὸν καὶ ἐκκοσμικευμένον Μοντερνισμὸν.
Ὑπενθιμίζομεν τὸν 65ον Ἀποστολικὸν Κανόνα τοὺς 32ον, 33ον καὶ 37ον Κανόνας τῆς Λαοδικείας καὶ τὰς Ἐντολὰς τοῦ Θεορρήμονος Παύλου εἰς τὰς Ἐπιστολὰς αὐτοῦ πρὸς Τίτον (3, 10). Τὸ φρικτὸν προϊὸν τῆς τοιαύτης μεταρρυθμίσεως ἦτο ὁ βιασμὸς καὶ ἡ παράβασις τῆς ἑνότητος εἰς τὰς προσευχὰς καὶ Λειτουργίας τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἐν διαφόροις χώραις. Οὕτω, ἐνῷ ἔνιοι ἐξ αὐτῶν ἑορτάζουν τὰ Χριστούγεννα, ὁμοῦ μετὰ τῶν αἱρετικῶν, ἕτεροι ἐξηκολούθουν νηστεύοντες! Ἐνίοτε, τοιοῦτως διχασμὸς συμπίπτει καὶ εἰς τὴν αὐτὴν, ἐκασταχοῦ, Ἐκκλησίαν [π.χ. εἰς Ἑλλάδα, Ρουμανία, Κύπρο, κλπ.], καὶ μερικὲς φορὲς τὸ Πάσχα ἑορτάζεται συμφώνως πρὸς τὸ Δυτικὸν Παπικὸν Πασχάλιον τῶν αἱρετικῶν παραφυάδων [π.χ. εἰς Ρουμανία, Φιλλανδία, κλπ.]. Ἐπὶ τῷ τέλει, ἐν τούτοις, τῆς συμπλησιάσεως πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς τῶν διαφόρων ἀποχρώσεων καὶ παραφυάδων, παραβιάζεται σήμερον, ἀναφανδὸν καὶ ἀσυστόλως, ὑπὸ τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ Παπιστῶν, ὁ Ι΄ Κανών τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καθ’ ὅν, οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ, ταυτοχρόνως, ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ, δέον νὰ ἑορτάζωσι καὶ νὰ δοξάζωσι τὴν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Ἀνάστασιν, καθ’ ἄπαντα τὸν κόσμον...
Δὲν δύναται νὰ διαφύγῃ τῆς εὐαισθήτου συνειδήσεως πλείστων τέκνων τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ Ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμισις, προητοίμασε τὸ ἔδαφος καὶ ὑπέσκαψε τὰ θεμέλια διὰ μίαν ἀναθεώρησιν τῆς συνόλου τάξεως τῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἥτις ὑπῆρξεν εὐλογημένη ὑπὸ τῶν Θεοπνεύστων ἀποφάσεων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἤδη, εἰς τὴν Πανορθόδοξον ἐκείνην Διάσκεψιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κατὰ τὸ 1923, τὸ θέμα τοῦ δευτέρου γάμου τῶν Κληρικῶν, ἀνέκυψε μεθ’ ἑτέρων πολλῶν θεμάτων. Καὶ προσφάτως, ὁ Ἕλλην Ἀρχιεπίσκοπος Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς Ἰάκωβος, προέβη εἰς δήλωσιν ἐπιδοκιμάζουσαν τὸν γάμον τῶν Ἐπισκόπων! («Ἑλληνικὰ Χρονικὰ» 23 Δεκεμβρίου 1971). Ἡ ἱσχὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι αὔτη διατηρεῖ ἀπαραφθάρτους τὰς ἀρχὰς τῆς Ἱερᾶς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως. Παρὰ ταῦτα, ὑπάρχουσιν ἐκεῖνοι, οἴτινες ἐπιχειροῦν νὰ συμπεριλάβουν εἰς τὰ θέματα τῆς μελλούσης μεγάλης Συνόδου, οὐχὶ ἀπλῶς μίαν ἀνταλλαγὴν γνωμῶν διὰ τὴν καλυτέραν μεθοδολογίαν πρὸς διασφάλισιν τηρήσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως, ἀλλὰ, τουναντίον, μίαν πονηρίαν πρὸς ἐφεύρεσιν μεθόδειῶν διὰ μίαν ριζικὴν ἀναθεώρησιν τῆς ὅλης Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀρχῆς γενομένης διὰ τῆς καταργήσεως τῶν Νηστειῶν, τοῦ δευτέρου γάμου τῶν Κληρικῶν κλπ., εἰς τρόπον, ὥστε, ἡ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νὰ ἔλθῃ ἐγγύτατα πρὸς τὴν τοιαύτην τῶν αἱρετικῶν Ὁμολογιῶν καὶ αἱρεσιοβριθῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων...
Ἐν τῷ μεταξύ, δραστηριότητες σκοποῦσαι τὴν δημιουργίαν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, μέσῳ μιᾶς ἀπατηλῆς Ἑνώσεως διαφόρων ἑτεροκλήτων Ὁμολογιῶν, ἄνευ προσοχῆς, σεβασμοῦ καὶ πίστεως πρὸς τὴν Ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ, διαφυλασσομένη μόνον ἐντὸς τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, θὰ ὁδηγήσουν ἡμᾶς μόνον ἔξω καὶ μακρὰν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ δή, ἐν τῷ βασιλείῳ τοῦ ἀντιχρίστου! Δέον νὰ κατανοηθῇ, ὅτι, αἱ συνθῆκαι, αἵτινες ἤγαγον τὸν Σωτῆρα νὰ διερωτηθῇ, ἐὰν κατὰ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν Του, θὰ εὕρισκεν ἀκόμη τὴν Πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐνισχύονται οὐ μόνον ἀπὸ τὴν ἀπροσχημάτιστον ἐπέκτασιν τῆς προπαγάνδας ὑπὲρ τοῦ ἀθεϊσμοῦ, ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ἀπὸ τὴν ἀσύστολον διάδοσιν τῆς συγχρόνου λύμης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ...
Τούτων πάντων ἕνεκεν, ἤδη ἀνωτέρω ἐκτεθέντων, τὰ σεβασμιώτατα μέλη τῆς Ἡμετέρας Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων, ὁμοθύμως συνεφώνησαν καὶ συναπεφάσισαν νὰ ἀναγνωρίσωσι τὸν Οἰκουμενισμὸν ὡς μίαν ἐξόχως ἐπικίνδυνον Αἵρεσιν...
Ζητοῦμεν καὶ παρακαλοῦμεν ἄπαντας, ὅπως, πρὸ ἄλλου τινὸς, ἀναπέμψωσι θερμὰς προσευχὰς, πρὸς τὸν Κύριον, ἵνα σώςῃ τὴν Ἁγίαν Αὐτοῦ Ἐκκλησίαν, ἐκ τῆς θυέλλης, ἥτις εἶναι ἐπὶ θύραις ἐκ τῆς νέας ταύτης Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ζητοῦμεν, ὅπως πράξωσι τὸ πᾶν, ὅπως διανοιγῶσιν οἱ πνευματικοὶ ὀφθαλμοὶ ἀπάντων τῶν πιστῶν, ἵνα κατανοήσωσι τὴν ἀλήθειαν καὶ ἀπορρίψωσι τὸ ψεῦδος καὶ τὴν πλάνην. Δεόμεθα, ἐν τέλει, τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐνισχύῃ ἕνα ἕκαστον ἐξ ἡμῶν εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν ἀεὶ ἐν τῇ Ἀληθείᾳ καὶ τῇ καθαρότητι τῆς Πίστεως, ἥτις δέδοται ἡμῖν, πηγαίως, ἀδιαφθόρως καὶ ἀπαραχαράκτως καὶ παρέχῃ ἡμῖν πᾶσι τὴν δύναμιν ποδηγετήσεως τοῦ Ποιμνίου ἡμῶν ἐν τῇ εὐσεβεία καὶ τῇ ὀρθῇ καὶ ἀπαρεγκλίτῳ Ὀρθοδόξῳ Χριστιανικῇ Πίστει. Γένοιτο!
Ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος, Πρόεδρος τῆς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ἐκτὸς Ρωσίας.» (Ἀνοικτὴ Ἐπιστολὴ Μητρ. κ. Φιλαρέτου, 1972).
5. Τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 1972, εἰς τὸν Ἱερὸν Καθεδρικὸν Ναὸν Ἁγίου Νικολάου Μοντρεάλλης Καναδὰ, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὑπὸ τὴν Προεδρείαν τοῦ Μητροπολίτου κ. Φιλαρέτου Συνοδικῶς ἀναθεμάτησε τὸν Οἰκουμενισμὸν καὶ τὸν Μοντερνισμὸν (Νεωτερισμὸν).
6. Δεκέμβριος 1975: Ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος γράφη ἕτερο [Ἀντι-οικουμενιστικὸ] κείμενο, σχετικὰ μὲ τὴν λεγομένη «Ὁμολογία Θυατείρων», ἡ ὁποία εἶχε ἐκδοθῆ τότε ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων καὶ Μ. Βρετανίας Ἀθηναγόρα (Κοκκινάκη), μὲ ἔγκρισι τῆς συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλως, ἐπὶ πατριάρχου Δημητρίου, γιὰ νὰ καταδείξη ὅτι αὐτὴ ἡ οἰκουμενιστικὴ ἐπίσημη Ὁμολογία εἶναι ἕνα κείμενο ἐντελῶς αἱρετικοῦ πνεύματος, ποὺ προτρέπει σὲ συμπροσευχὴ καὶ μυστηριακὴ διακοινωνία μὲ τοὺς πάσης φύσεως αἱρετικούς, τοὺς ὁποίους ἀναγνωρίζει πλήρως καὶ ἐντάσσει στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ ὁρίζη ὅρια εἰς αὐτήν!...
«Ἔκκλησις τοῦ Μητροπολίτου Φιλαρέτου πρὸς τοὺς Προκαθημένους τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καὶ τοὺς Σεβασμιωτάτους Ὀρθοδόξους Ἱεράρχας ΠΑΡΑΓΓΕΛΛΩΝ εἰς ἡμᾶς νὰ διατηρῶμεν σταθερῶς ἐν πᾶσι τὴν διακηρυχθεῖσαν Ὀρθόδοξον πίστιν ὁ ἅγιος Ἀπ. Παῦλος, ἔγραψε πρὸς τοὺς Γαλάτας:
«Ἀλλὰ καὶ ἂν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω.» (Γαλ. αʹ 8)
Τὸν μαθητήν του Τιμόθεον ἐδίδαξε νὰ παραμένῃ πιστὸς εἰς ὅσα τὸν ἐκατήχησε καὶ εἰς ὅσα ἐνεπιστεύθησαν εἰς αὐτόν, ὡς γνωρίζων καλῶς ὑπὸ ποίου ἐκατηχήθη ταῦτα (Βʹ Τιμ. γʹ 14).
Τὰ ἀνωτέρω συνιστοῦν ἕνα δείκτην, τὸν ὁποῖον ἕκαστος Ἱεράρχης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὀφείλει νὰ ἀκολουθῇ καὶ πρὸς τὸν ὁποῖον ὀφείλει ὑπακοὴν ἕνεκα τοῦ ὅρκου τῆς χειροτονίας του. Ὁ Ἀπόστολος γράφων σχετικῶς θέλει τὸν Ἐπίσκοπον:
«ἀντεχόμενον τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ λόγου, ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν» (Τιτ. αʹ 9).
Εἰς τὸν παρόντα καιρὸν τῆς παγκοσμίου ἀμφιβολίας, συγχύσεως καὶ διαφθορᾶς ἀπαιτεῖται εἰδικῶς ἀπὸ ἡμᾶς νὰ ὁμολογῶμεν τὴν ἀληθῆ διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως τοῦ ποῖος θὰ ἀκούσῃ καὶ εἰς πεῖσμα τῆς κυκλούσης ἡμᾶς ἀπιστίας. Ἐὰν πρὸς χάριν τῆς προσαρμογῆς εἰς τὰς πλάνας τοῦ αἰῶνος τούτου σιγήσωμεν περὶ τῆς ἀληθείας, ἢ δώσωμεν μίαν διεφθαρμένην διδασκαλίαν χάριν τῆς εὐαρεστήσεως τοῦ κόσμου, τότε πράγματι θὰ δώσωμεν εἰς αὐτοὺς ποὺ ζητοῦν τὴν ἀλήθειαν λίθον ἀντὶ ἄρτου.
Ὅσον ὑψηλότερα ἵσταται αὐτὸς ποὺ ἐνεργεῖ παρομοίως, τόσον μεγαλύτερον εἶναι καὶ τὸ σκάνδαλον, τὸ ὁποῖον δημιουργεῖται ὑπ᾿ αὐτοῦ, καὶ μάλιστα αἱ συνέπειαί του. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν μεγίστην θλῖψιν μᾶς προεκάλεσεν ἡ ἀνάγνωσις τῆς καλουμένης «Ὁμολογίας Θυατείρων», ἡ ὁποία προσφάτως ἐκυκλοφορήθη εἰς τὴν Εὐρώπην μὲ τὴν ἰδιαιτέραν εὐλογίαν καὶ ἐπιδοκιμασίαν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ τοῦ Πατριάρχου τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Γνωρίζομεν ὅτι ὁ συγγραφεὺς τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Θυατείρων (Λονδίνου) Ἀθηναγόρας εἶχε παρουσιάσει εἰς τὸ παρελθὸν σημεῖα ὁμολογητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου ἀληθείας, καὶ συνεπῶς οὐδόλως ἀνεμένομεν ἀπ᾿ αὐτὸν μίαν τοιαύτην ὁμολογίαν, ἡ ὁποία πόρρω ἀπέχει τῆς Ὀρθοδοξίας.
Παρὰ ταῦτα, ἐὰν τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦτο μόνον μία προσωπικὴ ἔκφρασις τοῦ ἰδίου, δὲν θὰ ἐγράφομεν. Παρεκινήθημεν εἰς τοῦτο περισσότερον, διότι ἐπὶ τῆς ἐργασίας αὐτῆς ἐναπόκειται ἡ σφραγὶς τῆς ἀποδοχῆς ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου καὶ τῆς Συνόδου του. Ἐπὶ εἰδικοῦ Πατριαρχικοῦ πρωτοκόλλου ἀπευθυνομένου πρὸς τὸν Μητροπολίτην Ἀθηναγόραν ἀναφέρεται, ὅτι ἡ ἐργασία του ἐξητάσθη ὑπὸ εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς. Μετὰ τὴν ἀποδοχὴν αὐτῆς ὑπὸ τῆς Ἐπιτροπῆς, ὁ πατριάρχης συμφώνως πρὸς τὴν ἀπόφασιν τῆς Συνόδου, ἔδωκε τὴν εὐλογίαν του διὰ τὴν ἔκδοσιν «τῆς λαμπρᾶς αὐτῆς ἐργασίας», ὡς γράφει. Συνεπῶς ἡ εὐθύνη διὰ τὸ ἔργον αὐτὸ μεταφέρεται τώρα ἀπὸ τὸν Μητροπολίτην Ἀθηναγόραν εἰς ὁλόκληρον τὴν Ἱεραρχίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Αἱ προηγηθεῖσαι ἡμέτεραι Ἐπιστολαὶ τοῦ Πόνου ἔχουν ἤδη ἐκφράσει τὴν θλῖψιν ποὺ μᾶς κατέλαβεν, ὅταν ἀπὸ τὸν Θρόνον τῶν Ἁγίων Χρυσοστόμου, Πρόκλου, Ταρασίου, Φωτίου καὶ πολλῶν ἄλλων Ἁγίων Πατέρων, ἀκούομεν μίαν διδασκαλίαν, τὴν ὁποίαν χωρὶς ἀμφιβολίαν οἱ ἀνωτέρω Ἅγιοι θὰ κατεδίκαζον καὶ θὰ παρέδιδον εἰς τὸ ἀνάθεμα.
Εἶναι θλιβερὸν νὰ γράφεται τὸ ἀνωτέρω. Πόσον θὰ ηὐχόμεθα νὰ ἠκούομεν ἀπὸ τὸν Θρόνον τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία ἐγέννησε τὴν ἡμετέραν Ρωσικὴν Ἐκκλησίαν, ἕνα μήνυμα τῆς χρηστότητος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁμολογίας τῆς ἀληθείας ἐν τῷ πνεύματι τῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν της. Μετὰ πόσης χαρᾶς θὰ ἀπεδεχόμεθα ἕνα τοιοῦτον μήνυμα, τὸ ὁποῖον θὰ μετεδίδαμε πρὸς οἰκοδομὴν καὶ εἰς τὸ ἡμέτερον Πλήρωμα. Ἀντιθέτως νῦν μία μεγάλη θλῖψις ἔχει προκληθῆ εἰς ἡμᾶς ἕνεκα ἀκριβῶς τῆς ἀνάγκης νὰ προειδοποιήσωμεν τὸ Ποίμνιόν μας, ὅτι ἀπὸ τὴν κάποτε πηγὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας νῦν προέρχεται ἕνα σκανδαλῶδες μήνυμα διαφθορᾶς (τῆς Ἀληθείας).
Ἐὰν κανεὶς ξεφυλλίσῃ τὴν «Ὁμολογίαν Θυατείρων», ἀλλοίμονον! ὑπάρχουν τόσαι ἐσωτερικαὶ ἀντιφάσεις καὶ ἀντορθόδοξοι σκέψεις, ὥστε ἐὰν ἤθελε τὰς ἀριθμήσει θὰ ἔπρεπε νὰ γράψῃ ἕνα ὁλόκληρον βιβλίον. Νομίζομεν ὅτι δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ τὸ πράξωμεν. Εἶναι ἱκανὸν δι᾿ ἡμᾶς νὰ ὑπογραμμίσωμεν τὸ κύριον σημεῖον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐρείδεται καὶ ἐκ τοῦ ὁποίου προέρχεται ἡ ἀντορθόδοξος διδαχή, ἡ ὁποία περιέχεται εἰς τὴν ὁμολογίαν ταύτην.
Ὁ Μητροπολίτης Ἀθηναγόρας εἰς ἓν σημεῖον (σ. 60) γράφει πολὺ δικαιολογημένα, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ πιστεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία των εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἥτις καὶ κατέχει τὴν πληρότητα τῆς Καθολικῆς Ἀληθείας. Ὁ αὐτὸς ἐπίσης ἀναγνωρίζει, ὅτι αἱ ἄλλαι ὁμολογίαι δὲν ἔχουν διατηρήσει αὐτὴν τὴν Πληρότητα. Ἀλλὰ περαιτέρω, φαίνεται ὅτι ἐλησμόνησεν, ὅτι κάθε διδασκαλία, ἥτις ἀφίσταται τοῦ σεβασμοῦ τῆς Ἀληθείας, δι᾿ αὐτὸ καὶ μόνον εἶναι ἐσφαλμένη. Οἱ ἀνήκοντες εἰς θρησκευτικὴν κοινότητα ποὺ ὁμολογεῖ μίαν τοιαύτην διδασκαλίαν, εἶναι ἤδη χωρισμένοι τῆς μιᾶς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας.
Ὁ Μητροπολίτης Ἀθηναγόρας βεβαίως τὸ ἀναγνωρίζει αὐτό, ὅσον ἀφορᾶ εἰς τοὺς ἀρχαίους αἱρετικούς, ὡς ἦσαν οἱ Ἀρειανοί, ὅταν ὅμως ὁμιλῇ περὶ τῶν συγχρόνων του, δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ λάβῃ σοβαρῶς ὑπ᾿ ὄψει τὰ ἀνωτέρω. Ἀναφορικῶς λοιπὸν πρὸς αὐτοὺς (τοὺς συγχρόνους), μᾶς προσκαλεῖ νὰ ἔχωμεν ὡς ὁδηγοὺς οὐχὶ τὴν ἀρχαίαν Παράδοσιν καὶ τοὺς Κανόνας, ἀλλὰ «τὴν νέαν διάθεσιν, ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ σήμερον μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν» (σ. 12) καὶ «τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν» (σ. 11).
Τυγχάνει ὅμως αὐτὸ σύμφωνον πρὸς τὴν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων; Ἂς ἀναμνησθῶμεν τοῦ αʹ Κανόνος τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος μᾶς δίδει ἕνα τελείως διαφορετικὸν κριτήριον ἀναφορικῶς πρὸς τὴν σκέψιν καὶ ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας μας. «Τοὺς τὴν ἱερατικὴν λαχοῦσιν ἀξίαν» γράφει, «μαρτύριά τε καὶ κατορθώματα αἱ τῶν Κανονικῶν Διατάξεών εἰσιν ὑποτυπώσεις». Καὶ περαιτέρω: «...τοὺς θείους Κανόνας ἐνστερνιζόμεθα, καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἓξ Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· ἐξ ἑνὸς ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα».
Ἐν ἀντιθέσει καὶ προκλήσει πρὸς τὴν ἀνωτέρω ἀρχήν, εἰς τὴν «Ὁμολογίαν Θυατείρων» ἡ ἔμφασις γίνεται συνεχῶς ἐπὶ «τῆς νέας διαθέσεως». «Οἱ Χριστιανοὶ σήμερον», γράφει, «ἐπισκέπτονται Ἐκκλησίας καὶ προσεύχονται μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς διαφόρων παραδόσεων, μὲ τοὺς ὁποίους εἰς τὸ παρελθὸν ἦτο ἀπηγορευμένον νὰ σχετίζωνται, διότι ἐθεωροῦντο αἱρετικοί...» (σ. 12).
Ἀλλὰ ποῖος ἦτο προηγουμένως αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀπηγόρευεν αὐτὰς τὰς προσευχάς; Δὲν ἦτο ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ Ἅγιοι Πατέρες, αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι; Καὶ τὸ θέμα εἶναι ὅτι μόνον ἐκαλοῦντο αἱρετικοὶ καὶ δὲν ἐθεωροῦντο τοιοῦτοι καὶ εἰς τὴν πρᾶξιν;
Ὁ αʹ Κανὼν τοῦ Μ. Βασιλείου παρέχει ἕνα διαυγῆ ὁρισμὸν τῆς ὀνομασίας τῶν αἱρετικῶν: «Οἱ παλαιοὶ (Πατέρες) ὠνόμασαν (αἱρετικοὺς) τοὺς παντελῶς ἀπερρηγμένους καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν πίστιν παντελῶς ἀπηλλοτριωμένους». Δὲν ἀναφέρεται τοῦτο ἀκριβῶς εἰς ἐκείνας τὰς δυτικὰς ὁμολογίας, αἱ ὁποῖαι ἔχουν ἐκπέσει τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει ἡμῖν: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τιτ. γʹ 10), ἐνῶ ἡ «Ὁμολογία Θυατείρων» προσκαλεῖ ἡμᾶς εἰς μίαν μετ᾿ αὐτῶν προσευχητικὴν κοινωνίαν.
Ὁ 45ος Ἀποστολικὸς Κανὼν διατάσσει: «Ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω...». Ὁ 64ος Ἀποστολικὸς Κανὼν καὶ ὁ 33ος Κανὼν τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας ἀπαγορεύει νὰ λαμβάνωμεν εὐλογίας ἐξ αἱρετικῶν. Ἡ «Ὁμολογία Θυατείρων» ἀντιθέτως καλεῖ ἡμᾶς εἰς συμπροσευχὴν μετ᾿ αὐτῶν καὶ προχωρεῖ μάλιστα ἔτι περαιτέρω, ὥστε νὰ ἐπιτρέπῃ εἰς Ὀρθοδόξους χριστιανοὺς νὰ λαμβάνουν θείαν Κοινωνίαν καὶ νὰ τὴν δίδουν εἰς αὐτούς.
Ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης Ἀθηναγόρας δίδει τὴν πληροφορίαν ὅτι, εἰς τὴν Ἀγγλικανικὴν Ὁμολογίαν μέγα μέρος ἐπισκόπων καὶ πιστῶν δὲν ἀναγνωρίζουν οὔτε τὸν ἐπισκοπικὸν βαθμόν, οὔτε τὴν ἁγιότητα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οὔτε τὴν μεταποίησιν τῶν Τιμίων Δώρων εἰς τὴν Θ. Λειτουργίαν, οὔτε ἄλλα Μυστήρια, οὔτε τὴν τιμὴν τῶν ἁγίων Λειψάνων. Ὁ ἴδιος ὁ συγγραφεὺς τῆς «Ὁμολογίας» ὑποδεικνύει τὰ ἄρθρα τῆς Ἀγγλικανικῆς Ὁμολογίας, εἰς τὰ ὁποῖα τὰ ἀνωτέρω ἀναφέρονται. Εἰσέτι δὲ καταφρονῶν πάντα ταῦτα, ἐπιτρέπει εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς νὰ λαμβάνουν Θ. Κοινωνίαν ἀπὸ τοὺς Ἀγγλικανοὺς καὶ τοὺς Καθολικούς, καὶ εὑρίσκει ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ μεταλαμβάνουν αὐτοὺς εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.
Ποῦ στηρίζεται αὐτὴ ἡ ἐνέργεια; Ἐπὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων; Ἐπὶ τῶν Κανόνων; Οὐχί! Ἡ μόνη δικαιολογία δι᾿ αὐτὸ εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ἀντικανονικότης αὕτη ὑφίσταται μέν, ἀλλὰ συγχρόνως ὑπάρχει καὶ μία «φιλία», ἡ ὁποία ἐξεδηλώθη ὑπὸ τῶν Ἀγγλικανῶν πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους.
Ἐν τούτοις, ἀνεξαρτήτως ποῖαν θέσιν λαμβάνει κάποιος ποὺ ἐπιτρέπει μίαν ἀπαγορευμένην ὑπὸ τῶν Κανόνων πρᾶξιν, καὶ ἀνεξαρτήτως τί εἴδους φιλία ἔχει ἐμπνεύσει αὐτὴν τὴν ἐνέργειαν, αὐτὸ δὲν ἠμπορεῖ νὰ δικαιώσῃ μίαν πρᾶξιν καταδικαζομένην ὑπὸ τῶν Κανόνων. Τί ἀπάντησις θὰ δοθῇ εἰς τὸν οὐράνιον Κριτὴν ὑπὸ τῶν Ἱεραρχῶν ποὺ συμβουλεύουν τὰ πνευματικά των τέκνα νὰ λαμβάνουν ἀντὶ τῆς ἀληθοῦς Κοινωνίας, αὐτήν, τὴν ὁποίαν συχνὰ ὁ προσφέρων ταύτην δὲν ἀναγνωρίζει ὡς Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ;
Μία τοιαύτη παρανομία προέρχεται ἀπὸ τὴν τελείως αἱρετικήν, Προτεσταντικὴν ἢ —διὰ νὰ ἐκφρασθῶμεν εἰς τὴν σύγχρονον γλῶσσαν— οἰκουμενιστικὴν διδασκαλίαν τῆς «Ὁμολογίας Θυατείρων» περὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δὲν βλέπει αὕτη ὅρια εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. «Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα» διαβάζομεν εἰς αὐτήν, «εἶναι περισσότερον δύναμις καὶ ἐνεργεῖ μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Δι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὅρια, ἀλλὰ διηνεκῶς ἐπεκτείνονται· ἔχει θύρα, ἀλλὰ ὄχι τοίχους» (σ. 77).
Ἀλλὰ ἐὰν τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐνεργῇ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, τότε διατὶ ἦτο ἀναγκαῖον νὰ ἔλθῃ ὁ Σωτὴρ εἰς τὴν γῆν διὰ νὰ τὴν ἱδρύσῃ; Ἡ φροντὶς διὰ τὴν διατήρησιν καὶ ὁμολογίαν τῆς αὐθεντικῆς ἀληθείας, μία φροντὶς ἡ ὁποία ἔχει διαβιβασθῆ εἰς ἡμᾶς διὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, καταντᾶ περιττὴ διὰ τῆς ἀνωτέρω ἐκδοχῆς.
Καίτοι ἡ «Ὁμολογία» λέγει, εἰς τὴν σελ. 60, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δύναται «δικαίως νὰ διεκδικήσῃ εἰς τὴν στιγμὴν αὐτὴν τῆς Ἱστορίας, ὅτι εἶναι ἡ Μία Ἐκκλησία, τὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἵδρυσεν ἐπὶ τῆς γῆς», δὲν βλέπει οὐδεμίαν ἀναγκαιότητα ἀδιαφθόρου διατηρήσεως τῆς Πίστεώς της, ἐπιτρέπων διὰ τοῦτο τὴν συνύπαρξιν Ἀληθείας καὶ πλάνης. Εἰς πεῖσμα τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου, ὅτι ὁ Χριστὸς παρέστησεν Αὐτῷ ἑαυτὴν «ἔνδοξον τὴν Ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἢ τι τῶν τοιούτων» (Ἐφ. εʹ 27), ἡ «Ὁμολογία Θυατείρων» παρουσιάζει τὴν Ἐκκλησίαν ὡς ἑνοῦσαν ἐν ἑαυτῇ ἀμφότερα, Ἀλήθειαν καὶ ὅ,τι ἔχει ἡ ἰδία ἀναγνωρίσει ὡς ἀποστασίαν, δηλαδὴ τὴν αἵρεσιν, καίτοι ἡ τελευταία ἔκφρασις δὲν χρησιμοποιεῖται ἐνταῦθα.
Ἡ ἀπόρριψις μιᾶς τοιαύτης διδασκαλίας ἔχει διαυγῶς ἐκφρασθῆ εἰς τὴν περίφημον «Ἐπιστολὴν τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς», ἀναφορικῶς πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν: «Ὁμολογοῦμεν ἄνευ ἀμφιβολίας ὡς σταθερὰν πίστιν, ὅτι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν δύναται νὰ σφάλλῃ ἢ πλανηθῇ καὶ νὰ ἐκφέρῃ τὸ ψεῦδος εἰς τὴν θέσιν τῆς Ἀληθείας, διότι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, πάντοτε ἐνεργοῦν διὰ μέσου τῶν Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι πιστῶς τὴν ὑπηρετοῦν, διατηρεῖ αὐτὴν μακρὰν πάσης πλάνης» (12).
Ὁ συγγραφεὺς τῆς «Ὁμολογίας Θυατείρων», ὑπείκων εἰς τὸ νέον δόγμα τῆς εὐαρεστήσεως τῶν καιρῶν, λησμονεῖ τελείως τὴν παραγγελίαν τοῦ Σωτῆρος, τὴν λέγουσαν: «ἐὰν ὁ ἀδελφὸς καὶ τῆς Ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης» (Ματθ. ιηʹ 17), καὶ τὴν παρομοίαν παραγγελίαν τοῦ Ἀποστόλου: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τιτ. γʹ 10).
Ὅθεν μετὰ μεγίστης θλίψεως πρέπει νὰ παραδεχθῶμεν, ὅτι ἡ καλουμένη «Ὁμολογία Θυατείρων» ἀντηχεῖ ἐκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως οὐχὶ τὴν φωνὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἀληθείας, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν φωνὴν τῆς ὁσημέραι ἐπεκτεινομένης πλάνης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἀλλὰ τί θὰ γίνῃ τώρα μὲ αὐτοὺς ποὺ «τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο Ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος;» (Πραξ. κʹ 28). Ἡ ἀνωτέρω ἐσφαλμένη διδαχή, ἐπισήμως διακηρυχθεῖσα ἐν τῷ ὀνόματι τῆς καθόλου Ἐκκλησίας τῆς Κων/λεως, θὰ παραμείνῃ χωρὶς διαμαρτυρίας ἐκ μέρους τῶν ἱεραρχῶν τοῦ Θεοῦ; Θὰ συνεχισθῇ εἰσέτι, κατὰ τὴν ἔκφρασιν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἡ προδοσία τῆς ἀληθείας διὰ τῆς σιωπῆς;
Μὲ τὸ νὰ εἶμαι ὁ νεώτερος ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ προεδρεύουν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ηὐχόμεθα καὶ ἐπεθυμοῦμεν νὰ ἠκούομεν τὰς φωνὰς τῶν πρεσβυτέρων ἡμῶν, προτοῦ ὁμιλήσωμεν δημοσίᾳ. Ἀλλὰ μέχρι τῆς στιγμῆς ἡ φωνὴ αὐτὴ δὲν ἠκούσθη. Ἐὰν δὲν ἔχουν γνωρίσει εἰσέτι τὸ περιεχόμενον τῆς «Ὁμολογίας Θυατείρων», τοὺς ἱκετεύομεν νὰ μελετήσουν αὐτὴν προσεκτικῶς καὶ νὰ μὴ τὴν ἀφήσουν ἄνευ καταδίκης.
Εἶναι φοβερὸν καὶ μόνον τὸ ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναφερθοῦν εἰς ἡμᾶς οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, οὓς ἀπηύθυνε πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Λαοδικείας: «Οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ, οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστὸς· οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου» (Ἀποκαλ. γʹ 15-6).
Προειδοποιοῦμεν τὸ Ποίμνιόν μας καὶ ἐνημεροῦντες τοὺς συμποιμενάρχας μας, καλοῦμεν αὐτοὺς εἰς ἀγῶνα ὑπὲρ τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας, ἕνεκα τῆς κοινῆς εὐθύνης διὰ τὸ Ποίμνιόν μας ἐνώπιον τοῦ Οὐρανίου Ἀρχιποίμενος. Ἱκετεύομεν αὐτοὺς νὰ μὴ καταφρονήσουν τὴν προειδοποίησίν μας καὶ οὕτω μία φανερὰ ἀκρωτηρίασις τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας παραμείνει χωρὶς κατηγορίαν καὶ καταδίκην.
Ἡ εὐρεῖα κυκλοφορία τῆς «Ὁμολογίας» μᾶς παρεκίνησε νὰ πληροφορήσωμεν ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν διὰ τὴν θλῖψιν μας. Ἐπιθυμοῦμεν νὰ ἐλπίζωμεν ὅτι ἡ κραυγή μας αὕτη θὰ εἰσακουσθῇ.
Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου τῆς ἐν Διασπορᾷ Ὀρθοδόξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας,
† Μητροπολίτης Φιλάρετος
Νέα Ὑόρκη
6η Δεκεμβρίου, 1975»
7. Τὴν 18ην Αὐγούστου 1983 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἀναθεμάτησε τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ πρᾶξις γράφει:
«Τοῖς βάλλουσι κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ διδάσκουσιν ὅτι ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία μεμέρισται ἐν οὔτω καλουμένοις «κλάδοις», οἴτινες διαφέρουσιν ἀλλήλων ἐν διδασκαλίᾳ καὶ τρόπῳ ζωῆς, ἥ ὅτι ἡ Ἐκκλησία οὔχ ὑφίσταται ὁρατῶς, ἀλλ’ ἀπαρτισθήσεται ἐν τῷ μέλλοντι, ὅταν ἄπαντες οἱ «κλάδοι» ἤ τμήματα ἤ ὁμολογίαι ἤ προσέτι καὶ θρησκεῖαι ἑνωθοῦσιν ἐν ἑνὶ σώματι, καὶ οἴτινες οὔ διακρίνουσι τὴν ἱερωσύνην καὶ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ἱερωσύνην καὶ τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ λέγουσιν ὅτι τὸ βάπτισμα καὶ ἥ εὐχαριστία τῶν αἱρετικῶν εὶσὶν ἰκανὰ πρὸς σωτηρίαν, ὡσαύτως, τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς προμνημονευθεῖσιν αἱρετικοῖς ἤ συνηγοροῦσι, διαδίδουσι, ἤ ὑπεραμυνομένοις τῆς καινοφανοῦς αὐτῶν αἱρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἐν προσχήματι ἀδελφικῆς ἀγάπης, ἤ ὑποτιθέμενης ἑνώσεως τῶν διαχωρισθέντων Χριστιανῶν, ΑΝΑΘΕΜΑ.»
Τὴν ἀπόφασιν ὑπέγραψαν οἱ Ἀρχιερεὶς: Νέας Ὑόρκης κ. Φιλάρετος, Σικάγου κ. Σεραφείμ, Ἀργεντινῆς κ. Ἀθανάσιος, Μοντρεάλης κ. Βιτάλιος, Ἀγγελουπόλεως κ. Ἀντώνιος, Γενεύης κ. Ἀντώνιος, Φραγκεσκουπόλεως κ. Ἀντώνιος, Καράκων κ. Σεραφείμ, Αὐστραλίας κ. Παῦλος, Συρακουσῶν κ. Λαῦρος, Βρετανίας κ. Κωνσταντῖνος, Φλωρίδος κ. Γρηγόριος, Βερολίνου κ. Μάρκος καὶ Ὀχίου κ. Ἀλύπιος. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος διέταξεν ὅπως διαβασθῇ ὁ ἀναθεματισμὸς ἐν τῷ Ἱερῷ Συνοδικῷ καθεκάστην Κυριακὴν τῆς Ὀρθοδοξίας.
Πηγή: Καλλινίκου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου (ἐπιμελ.), «Ὀρθόδοξος Μαρτυρία - Ἀντιοικουμενιστικὰ κείμενα», σελ. 62-68, Ἅγιον Ὄρος, Ἀθῆναι 1985, Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας
Ο άγιος ιεράρχης Φιλάρετος, κατά κόσμον Γεώργιος Νικολάγεβιτς Βοζνεσένσκυ (George Nicolaevich Voznesensky), γεννήθηκε στην πόλη Κουρσκ στις 22 Μαρτίου / 4 Απριλίου, 1903, σε μια ευσεβή ορθόδοξη οικογένεια. Ο πατέρας του, ο Αρχιερέας Nicolas Voznesensky, προερχόταν από οικογένεια ιερέων και ήταν ένας ενθουσιώδης ποιμένας και σπουδαίος άνθρωπος της προσευχής. Στη συνέχεια εκάρη μοναχός με το όνομα Δημήτριος και αργότερα έγινε επίσκοπος (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Hailar). Υπήρχαν πέντε παιδιά στην οικογένεια της Λυδίας και του Νικολάου Βοζνεσένσκυ, δύο γιοι και τρεις κόρες. Από πολύ πρώιμο στάδιο του ο νεαρός Γεώργιος μεγάλωσε σε μια ατμόσφαιρα χριστιανικής αγάπης και εκκλησιαστικής ζωής.
Το 1909 η οικογένεια μετακόμισε προς την Άπω Ανατολή. Εκεί ο Γιώργος ολοκλήρωσε την οκταετή βασική εκπαίδευση ολοκληρώσει την οκταετή διάρκεια σχολικής γραμματικής. Όταν έλαβαν την εξουσία οι αθεϊστές, η οικογένεια του μέλλοντα ιεράρχη μετακόμισε εκ νέου στο Χαρμπίν, μια πόλη με έντονη εκκλησιαστική ζωή, όπου μετά από λίγα χρόνια ο Γεώργιος σπούδασε στο Polytechnic Institute. Εκείνη την περίοδο γνώρισε τα έργα του αγίου ιεράρχη Ιγνάτιου Μπριαντσιανίνωφ και η ψυχή του ικανοποιήθηκε πάρα πολύ από τη διδασκαλία του σχετικά με τη χριστιανική ζωή και τη συνεχή μνήμη του θανάτου. Από εκείνη τη στιγμή, η ζωή στον κόσμο έπαψε να τον ενδιαφέρει. Το 1930, ο Γεώργιος χειροτονήθηκε διάκονος και το 1931 πρεσβύτερος. Κατά το ίδιο έτος, έλαβε τη μοναστική κουρά με το όνομα Φιλάρετος, προς τιμήν του αγίου Φιλάρετου του Γουβερνέτου.
Σταδιακά μια μοναστική κοινότητα σχηματίστηκε, με συνεπή πνευματική ζωή, ανάγνωση των Αγίων Πατέρων, συμβολή στο έργο του ορφανοτροφείου και των σχολείων του Χαρμπίν κ.τ.λ. Ο πνευματικός οδηγός του Ιερομονάχου Φιλάρετου εκείνα τα χρόνια ήταν ο ευλογημένος Μητροπολίτης Αντώνιος Κραποβίτσκυ (Khrapovitsky), ο οποίος είχε μια ιδιαίτερα εγκάρδια σχέση μαζί του μέχρι το τέλος της ζωής του το 1936.
Ο πατέρας Φιλάρετος είχε πραγματικά μια φιλεύσπλαχνη καρδιά. Έδινε όλα όσα είχε, μερικές φορές ακόμη και τα ρούχα του, και ανακούφιζε με όποιο τρόπο μπορούσε εκείνους που είχαν ανάγκη. Διακατεχόταν από μεγάλη αγάπη για το λόγο του Θεού και ήξερε όλο το Ευαγγέλιο απ' έξω. Το όνομά του ήταν γνωστό πολύ πιο πέρα από τα σύνορα της επαρχίας Χαρμπίν. Το 1933 διορίστηκε ηγούμενος και το 1937 αρχιμανδρίτης.
Το 1931, η Μαντζουρία καταλήφθηκε από τους Ιάπωνες. Το 1945 ο σοβιετικός στρατός κατανίκησε τον ιαπωνικό στρατό, ενώ το κομμουνιστικό καθεστώς εγκαταστάθηκε στην Κίνα. Για όσους Ρώσους ήταν σε θέση να μεταναστεύσουν προς τη Δύση ή προς την Αυστραλία, άρχισε μια περίοδο με πόνο και δοκιμασίες. Η σοβιετική κυβέρνηση άρχισε να απαιτεί οι Ρώσοι μετανάστες να λάβουν σοβιετικό διαβατήριο, για να δείξει ότι στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχε καταπίεση των πιστών.
Εκείνη την εποχή η «Εφημερίδα του Πατριαρχείου της Μόσχας», δήλωσε ότι στη Σοβιετική Ένωση δεν υπήρχε δίωξη της Εκκλησίας και ότι η μόνη σύγκρουση ήταν με αντεπαναστάτες. Ο αρχιμανδρίτης Φιλάρετος αρνήθηκε να μνημονεύει το αθεϊστικό καθεστώς και διακήρυσσε με παρρησία την πραγματική –αρνητική για την Ορθοδοξία– κατάσταση στη ρωσική γη. Έτσι πολλές φορές κλήθηκε για ανάκριση, διώχθηκε, το σπίτι του πυρπολήθηκε, αφού προηγουμένως είχαν σφραγισθεί τα παράθυρα και η πόρτα, όμως ο Κύριος έσωσε τη ζωή του ποιμένα του και κατάφερε να διαφύγει με ασφάλεια με ένα άλμα από τον πρώτο όροφο και με τις φλόγες να περιβάλλουν το σπίτι, έχοντας ωστόσο υποστεί σοβαρά εγκαύματα στο κάτω μέρος του προσώπου του και τους σπονδύλους του λαιμού του.
Ο καλός ποιμένας δεν εγκατέλειψε το ποίμνιό του μέχρις ότου όλοι όσοι είχαν κατορθώσει να αποκτήσουν τις θεωρήσεις βγήκαν από την Κίνα. Έτσι, μόλις το 1962 έφυγε για το Χονγκ Κονγκ.
Πολύ σύντομα εγκαταστάθηκε στην Αυστραλία, στο Μπρίσμπαν. Το 1963 έγινε επίσκοπος στην Αυστραλία. Το 1964, ο επίσκοπος Φιλάρετος παρακολούθησε τη Σύνοδο των Ρώσων Ιεραρχών της Διασποράς, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη. Ο Μητροπολίτης Αναστάσιος ήταν τότε σε βαθύ γήρας και επρόκειτο να αποσυρθεί. Στη Σύνοδο διεξήχθησαν εκλογές για το διάδοχό του, όμως οι δύο υποψήφιοι ισοψήφησαν. Για να διατηρηθεί η ειρήνη στην Εκκλησία, ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, Αρχιεπίσκοπος Σαγκάης και Σαν Φρανσίσκο, πρότεινε ένα τρίτο υποψήφιο, το σχετικά άγνωστο Επίσκοπο Φιλάρετο, ο οποίος ήταν ο πιο πρόσφατα χειροτονηθείς. Έτσι, το 1964, η Ρωσική Εκκλησία στο Εξωτερικό όρισε τρίτο κατά σειρά πρωθιεράρχη της το Μητροπολίτη Φιλάρετο.
Ως επικεφαλής της Ρωσικής Εκκλησίας στο Εξωτερικό, ο άγιος έμεινε σταθερός στην ανεξαρτησία της Ορθοδοξίας από το πατριαρχείο Μόσχας, που είχε υποταχθεί στο αθεϊστικό καθεστώς, όμως παράλληλα εργάστηκε σκληρά για την ειρήνη των Ορθοδόξων και για να δαμάσει τη διχόνοια στο εσωτερικό της Ρωσικής Εκκλησίας του Εξωτερικού. Εργάστηκε με πραότητα αλλά και ζήλο για τη διαφύλαξη της πατερικής παράδοσης και υπερασπίστηκε την Ορθοδοξία από τον κίνδυνο της αιρέσεως του Οικουμενισμού, αντικρούοντας τη «θεωρία των κλάδων».
Επίσης κατά τη διακονία του ως προκαθημένου της Ρωσικής Εκκλησία στο Εξωτερικό πραγματοποιήθηκε η ανακήρυξη της αγιότητας των αγίων Ιωάννη της Κρονστάνδης (ανακηρύχθηκε το 1964), Γερμανού της Αλάσκας (1970), Ξένιας της Πετρούπολης (1978), των Νεομαρτύρων και Ομολογητών της Ρωσίας (1981), καθώς και του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφκσυ (1982).
Ο άγιος Φιλάρετος ήταν εραστής του μοναχισμού, επειδή δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να αφιερώσει τον εαυτό του εξ ολοκλήρου στο Θεό. Με δικά του λόγια: «Σύμφωνα με τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, η μοναστική τρόπος είναι, αυτή καθαυτή, η ευθεία διαδρομή προς το Ουράνιο Βασίλειο, όταν ολοκληρωθεί όπως πρέπει».
Τα κηρύγματά του ήταν ουσιώδη, απλά και καθαρά. Σύμφωνα με την μαρτυρία πολλών ανθρώπων, η ρητορεία του ήταν εφάμιλλη με του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Με ιδιαίτερο δέος και σεβασμό πλησίαζε τα Άγια Μυστήρια του Χριστού, υπενθυμίζοντας το ποίμνιό του ότι: «η θεία Κοινωνία είναι μια φωτιά. Κανείς δεν μπορεί να την απαγορεύει, αν δεν υπάρχουν σοβαρά κανονικά εμπόδια. Ο χριστιανός πρέπει να λαμβάνει τη θεία Κοινωνία όσο πιο συχνά γίνεται. Για αυτόν τον λόγο η θεία Κοινωνία λαμβάνεται μπροστά στην Ωραία Πύλη, γιατί αυτό συμβολίζει την εγγύτητα μας στην Βασιλεία των Ουρανών και μας ωθεί προς τα πάνω!».
Ενώ ήταν ένας ποιμένας γεμάτος φροντίδα και αγάπη για τους άλλους, ήταν εξαιρετικά αυστηρός με τον εαυτό του. Ζούσε μια πραγματικά ασκητική ζωή: κοιμόταν για δύο ή τρεις ώρες την ημέρα, έτρωγε ελάχιστα, παρακολουθούσε με πατρικό ενδιαφέρον τις λύπες και τις χαρές του ποιμνίου του και ξαγρυπνούσε προσευχόμενος γι’ αυτό. Τα πνευματικά παιδιά του ήταν οι μάρτυρες πολλών θαυμάτων του, που πραγματοποιήθηκαν τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής του όσο και μετά την κοίμησή του. Οι μαρτυρίες τους μιλούν εύγλωττα για την τεράστια δύναμη των προσευχών του.
Η ζωή του Μητροπολίτη Φιλάρετου, που ήταν ίση με αυτή των Αγγέλων, στέφθηκε από την ευλογημένη κοίμησή του στις 8/21 Νοεμβρίου 1985, κατά την ημέρα εορτής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και όλων των ασωμάτων Δυνάμεων.
Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος θάφτηκε στη Μονή της Αγίας Τριάδας του Jordanville. Δεκατρία χρόνια μετά το θάνατό του, αποφασίστηκε ότι θα πρέπει να μεταφερθεί στην κρύπτη κάτω από το Ιερό της Αγίας Τριάδος στη Μητρόπολη Jordanville. Το άνοιγμα του τάφου του έγινε στις 28 Οκτωβρίου/10 Νοεμβρίου 1998. Ο Αρχιεπίσκοπος Λαύρος των Συρακουσών και Αγίας Τριάδος, ο επίσκοπος Ιλαρίων του Μανχάταν, Αρχιμανδρίτης Λουκάς και οι αδελφοί ήταν παρόντες σε αυτή την περίπτωση και έγιναν μάρτυρες της πλήρους αφθαρσίας του λειψάνου του. Το σώμα του ήταν λευκό και ακόμη και μαλακό. Τα άμφια, ο σταυρός και η εικόνα της Παναγίας ήταν ακόμη φωτεινά.
Τα πιστά τέκνα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Εξωτερικό δέχθηκαν την αφθαρσία του λειψάνου του αγίου Ιεράρχη Φιλάρετου ως ένα θαύμα, που μας παραχώρησε ο Θεός για την ενίσχυση της πίστης μας.
Τα στοιχεία ελήφθησαν από το http://blessedphilaret.blogspot.com/2009/02/life-miracles-shepherd.html
******
Χρονολόγιο ομολογιακού αγώνα του Αγίου Φιλάρετου κατά του Οικουμενισμού
1. Τὴν 2ην Δεκεμβρίου 1965 ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος ἔστειλε καταγγελία εἰς τὸν «Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην» Ἀθηναγόρα, ἐλέγχοντάς τον διὰ τὴν ἀντικανονικὴν «ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων». Εἰς τὴν ἐπιστολὴν ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος γράφει: «Ἔχουμε κληρονομήσει μίαν κληρονομίαν ἀπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων ὅτι τὰ ἄπαντα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν πρέπει νὰ γίνονται με νόμιμον τρόπον, ὁμόφρονα, καὶ σύμφωνα με τὰς ἀρχαίας παραδόσεις. Ἐὰν κάποιοι ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους ἔστω καὶ Προκαθημένους τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν κάμουν κάτι ὁποῦ δὲν εἶναι σύμφωνα με τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας δίναται νὰ διαμαρτυρηθῇ ἐναντίον του. Ὁ 15ος Κανών τῆς Πρῶτης‐καὶ‐Δευτέρας Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 861 περιγράφει ὅτι «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» ἐκείνοι οἱ Ἐπίσκοποι καὶ κληρικοὶ οἴτινες διακόπτουν τὴν κοινωνίαν ἀκόμη καὶ με τὸν Πατριάρχην τους, ἐφ’ ὅσον κηρύττει αἵρεσιν δημοσίως καὶ δημοσίως διδάσκει αὐτὴν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Με αὐτὸν τὸν τρόπον ὅλοι εἶμεθα θεματοφύλακες τῆς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας... Ἐνῷ ἡ Ρώμη ἔχει πολλὰ νὰ ἀλλάξῃ προκειμένου νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν ἔκφρασιν τῆς Πίστεως τῶν Ἀποστόλων, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἡ ὁποῖα ἔχει διατηρήσει τὴν αὐτὴν Πίστιν ἄψογα μέχρι σήμερον, δὲν ἔχει τίποτα νὰ ἀλλάξῃ. Ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν κατέχει τὸν διάλογον με αὐτοὺς ὁποῦ ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξίαν. Τουναντίον, ἡ Ἐκκλησία ἀπευθύνεται εἰς αὐτοὺς μὲ μονόλογον, καλώντας αὐτοὺς νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸ ποῖμνιόν της, διὰ τῆς ἀπορρίψεως τῶν τινῶν διισταμένων δογμάτων... Σίγουρα ἀκόμα καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ πνευματικά σας τέκνα θὰ προετιμοῦσαν τὴν πιστότητα στὴν Ὀρθοδοξία παρὰ τὴν ἰδαίαν τῆς ἑνώσεως με τοὺς αἱτεροδόξους χωρὶς τὴν πλῆρη ἀρμονία τους μαζί μας στὴν ἀλήθειαν...»
2. Τὴν 21ην Μαΐου 1968 ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος ἔγραψεν ἀνοικτὴ ἐπιστολὴ εἰς τὸν «Πατριάρχην» Ἀθηναγόραν. Ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος γράφει: «Ὑπὸ ὁρισμένας προϋποθέσεις αὐτὴ ἡ πρόθεσις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου νὰ συγκαλέσῃ μίαν Μεγάλην Σύνοδον τῶν ἐκπροσώπων ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν θὰ μπορούσε πραγματικὰ νὰ εἶναι ἕνα χαρμόσυνον γεγονὸς. Ἀλλὰ ἡ σύγκλησις μιᾶς Συνόδου δὲν φέρνει πάντοτε χαρὰν. Καὶ μία Μεγάλη Σύνοδος, ἔστω καὶ ἄν πολλαὶ αὐτοκέφαλαι ἐκκλησίαι συμμετέχουν εἰς τὰς πράξεις της, δὲν σημαίνει ὅτι ἔχει αὐτομάτως τὴν τιμὴν τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἐκφρασθείσα τὴν αὐθεντικὴν φωνή της καὶ ὡς ἱσχύουσα τὰς παραδόσεις τῶν Ἁποστόλων καὶ Ἁγίων Πατέρων. Ἐντοῦτοις, κάθε νέα Σύνοδος πρέπει νὰ εἶναι ἐν πλῆρῃ ἀρμονίᾳ μετὰ τῶν ποηγουμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἐφένετο καὶ ἡ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου ἐπὶ Διωσκόρου ὡς ἀρκετὰ πλῆρης, ἀλλὰ εἶναι γνωστὴ σήμερον ὡς Ληστρικὴ Σύνοδος. Ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φωτίζει μία Σύνοδος καὶ κάμνει τὴν φωνή της νὰ εἶναι φωνὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας μόνο ὅταν συναχθεῖ ἡ Σύνοδος ἵνα καταδικάσῃ, σύμφωνα με τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν, τὰς καινοτομίας καὶ τὰ αὐθαίρετα δόγματα ὁποῦ εἶναι ὑποταγμένα στοὺς ἱσχυροὺς τοῦ κόσμου τούτου, οἱ ὁποῖοι θέλουν ὅπως εἰσαγάγουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μίαν αἱρετικὴν ἐπιδημίαν...» (Ἐπιστολὴ Μητρ. Φιλαρέτου, 21.5.1968). Ἔτσι ὁ κ. Φιλάρετος ἐχαρακτήρησεν τὴν συγκληθεῖσα Σύνοδον τοῦ Ἀθηναγόρου ὡς στερημένη τῆς θείας χάριτος.
3. Τὴν 14ην Ἰουλίου 1969 ὁ Μητροπολίτης κ. Φιλάρετος ἔγραψε τὴν πρώτην του Ἀνοικτὴν Ἐπιστολὴν εἰς ὅλους τοὺς Πατριάρχας καὶ Ἐπισκόπους τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καταγγέλοντάς τους διὰ τὴν κακόδοξον σιωπήν των ἐν σχέσει μὲ τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γράφει: «...Παρατηροῦμε ὅμως ὄτι κανένας εἰς ὑψηλοτέραν θέσιν ἀπὸ τῆς ἡμετέρας δὲν ἀνεβάζει τὴν φωνή του. Καὶ τὸ γεγονὸς τοῦτο μᾶς προκαλεῖ να ὁμιλήσωμεν, ὥστε νὰ μὴν κατηγορηθοῦμεν εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν ὅτι εἴχαμε δεῖ τὸν κίνδυνον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅμως δὲν εἴχαμε προειδοποιήσει τοὺς Ἐπισκόπους της.»
4. Κατὰ τὸ 1972 ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος ἔγραψε τὴν Δευτέραν Ἀνοικτήν του Ἐπιστολὴν, ἐλέγχοντας τοὺς ἀπανταχοῦ ἐπισκόπους τῆς γῆς διὰ τὴν σιωπήν των ἐν σχέσει με τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Εἰς τὴν ἰδίαν ἐπιστολὴν ὁνομάζει τὴν καινοτομίαν τοῦ νέου ἡμερολογίου ὡς πρῶτον βῆμα τῆς πλάνης τοῦ Νεωτερισμοῦ. Γράφει:
«Εἰς τὴν πρώτην κατώδυνον Ἐπιστολὴν ἡμῶν, ἐγράψαμεν ἐν λεπτομερείαις, ἐπὶ τοῦ ἀσυμβιβάστου, ἀπὸ Ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως, τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν, παρουσιάζοντες ἐπακριβῶς τὴν βιαιότητα καὶ ὡμότητα τῶν ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας παραβάεων, αἵτινες συντελοῦνται διὰ τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἑκκλησιῶν εἰς τὸ Συμβούλιον τοῦτο. Κατεδείξαμεν ὅτι αἱ βασικαὶ ἀρχαὶ τοῦ Συμβουλίου τούτου, εἶναι ἀσυμβίβαστοι μὲ τὴν Ὀρθόδοξον Διδασκαλίαν καὶ τὸ Δόγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡμεῖς, συνεπομένως, διεμαρτυρήθημεν ἐναντίον τῆς ἀποδοχῆς τῆς ἀποφάσεως ταύτης γενομένης εἰς τὸ Πανορθόδοξον Συνέδριον τῆς Γενεύης, ἕνθα ἡ Ὀρθόδοξος Ἑκκλησία, ἐγένετο δεκτὴ ὡς ὀργανικὸν μέλος τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν. Ἀλλοίμονον! Τὰ τελευταῖα, ταῦτα, ἕτη, εἶναι ὑπερφορτωμένα μὲ κραυγαλέας ἀποδείξεις, ὅτι, εὶς τοὺς διαλόγους μετὰ τῶν Ἑτεροδόξων, μερικαὶ Ὀρθόδοξοι Ἀντιπροσωπεῖαι υἱοθέτησαν μίαν καθαρῶς Προτεσταντικὴν Ἐκκλησιολογίαν, ἥτις ἄγει σταδιακῶς, εἰς Προτεσταντικὴν, καθαρῶς, προσέγγισιν προβλημάτων τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐκ τῆς ὁποῖας καὶ ἀναδύεται ἡ σύγχρονος ἐκκοσμίκευσίς της καὶ ἡ ἀφόρητος νεωτεριστική της ἐμφάνισις. Ὁ νεωτερισμός, συνίσταται εἰς κατάπτωσιν καὶ ὑποστάθμισιν τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, συμφώνως πρὸς τὰς ἀρχὰς τοῦ ρέοντος κοινωνικοῦ βίου καὶ τῶν συμπαρομαρτουσῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν. Βλέπομεν τοῦτο εἰς τὴν Νεωτεριστικὴν Κίνησιν τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας» ἐν Ρωσίᾳ, κατὰ τὰς τελευταίας δεκαετίας. Εἰς τὴν πρώτην Συνέλευσιν τῶν ἱδρυτῶν τῆς Ζώσης Ἐκκλησίας κατὰ τὴν 29ην Μαΐου 1922, οἱ σκοποί της καθωρίσθησαν ὡς «ἀναθεώρησις καὶ ἀλλαγὴ ὅλων τῶν ὅψεων τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὡς αὖται καθίστανται ἐπιτακτικαὶ ἐκ τῶν ἀπαιτήσεων τῆς συγχρόνου ζωῆς» («Ἡ Νέα Ἐκκλησία» καθηγητοῦ Β. Βασιλείου Τιτλίνωφ, Πετρούπολις‐Μόσχα 1923 σ. 11). Ἡ «Ζῶσα Ἐκκλησία» ἦτο μία ἀπόπειρα διὰ τὴν μεταρρύθμισιν, προσηρμοσμένη εἰς τὰς ἀπαιτήσεις τῶν συνθηκῶν ἑνὸς Κομμουνιστικοῦ Κράτους.
Ὁ Μοντερνισμὸς ἢ Νεωτερισμὸς τοποθετεῖ αὐτὸν τὸν συμβιβασμὸν μὲ τὴν ἀνθρωπίνην μειονεκτικότητα καὶ ἀσθένειαν, ὑπεράνω ἠθικῶν, καὶ μάλιστα Δογματικῶν ἀπαιτήσεων τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἐν τοιαύτῃ ἐκτάσει, ὥστε, ὁ κόσμος ἐγκαταλείπει τὰς Χριστιανικὰς Ἀρχὰς, ἡ δὲ ἐκκοσμίκευσις (ὁ Μοντερνισμὸς), ὑποβιβάζει τὸ ἐπίπεδον τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον. Ἐντὸς τῶν Δυτικῶν Ὁμολογιῶν, βλέπομεν, ὅτι ἐπῆλθε σχεδὸν κατάργησις τῆς Νηστείας, ριζικὴ συντόμευσις καὶ ἐκχυδαϊσμὸς τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ Λειτουργίας καὶ τελικῶς, πλήρης καὶ ὁλοσχερὴς πνευματικὴ ἐρήμωσις, ἐξικνουμένη μέχρι τοῦ σημείου, ἀπροκαλύπτου ἐκδηλώσεως ἀνοχῆς, ἄν μὴ καὶ ἐνθαρρύνσεως πρὸς ἀνθρωπίνους διαστροφὰς καὶ ἐλαττώματα, δι’ ἅτινα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει, ὅτι «αἰσχρὸν ἑστι καὶ λέγειν».
Ὁ ἐκσυγχρονισμὸς καὶ μοντερνισμὸς οὖτος ὑπῆρξεν ἡ βάσις τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου (τῆς θλιβερᾶς ἐκείνης μνήμης), ἤτις συνῆλθεν ἐν Κωνσταντινουπόλει τὸ 1923, καὶ ἥτις, προφανῶς, ἥσκησε μεγίστην ἐπίδρασιν ἐπὶ τοῦ ἀνακαινιστικοῦ πειράματος ἐν τῇ Κομμουνιστικὴ Ρωσία. Συνεπείᾳ τῆς Συνόδου ἐκείνης, Ἐκκλησίαι τινὲς, ἐνῷ δὲν υἱοθέτησαν ὅλας τὰς μεταρρυθμίσεις αἴτινες εἰσήχθησαν τότε, ἀπεδέχθησαν, ἐν τούτοις, τὸ Δυτικὸν – Παπικὸν Ἡμερολόγιον καὶ μάλιστα, εἰς τινας περιπτώσεις, τὸ δυτικὸν Πασχάλιον. Τοῦτο ὑπῆρξε, τότε, τὸ πρῶτον βῆμα, εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἐκκοσμικεύσεως καὶ τοῦ μοντερνισμοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐνῷ, συγχρόνως, ἤλλαξεν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς της, ὥστε, νὰ ἀχθῇ αὕτη, προϊόντος τοῦ χρόνου, ἐγγύτατα πρὸς τὰς αἱρετικὰς Ὁμολογίας καὶ φατρίας. Ἐκ τῆς ἐπόψεως ταύτης, ἡ τοιαύτη υἱοθέτησις τοῦ Δυτικοῦ Παπικοῦ Ἡμερολογίου, ἦτο μία κατάφωρος παράβασις τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ, ταυτοχρόνως, ὑπῆρξεν ἡ ἀφετηρία ἀσυγκρατήτου τάσεως ἀπομονώσεως τῶν πιστῶν ἀπὸ ἐκείνους οἴτινες διδάσκουν ἀντιθέτος πρὸς τὰς ἀρχὰς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δημιουργήσασα τὸ ὑφιστάμενον μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ρεῦμα ἀντιπαθείας πρὸς τὴν προσέγγισιν καὶ ὁμοίωσιν πρὸς τὸν αἱρεσιογόνον Παπισμὸν, Προτεσταντισμὸν καὶ ἐκκοσμικευμένον Μοντερνισμὸν.
Ὑπενθιμίζομεν τὸν 65ον Ἀποστολικὸν Κανόνα τοὺς 32ον, 33ον καὶ 37ον Κανόνας τῆς Λαοδικείας καὶ τὰς Ἐντολὰς τοῦ Θεορρήμονος Παύλου εἰς τὰς Ἐπιστολὰς αὐτοῦ πρὸς Τίτον (3, 10). Τὸ φρικτὸν προϊὸν τῆς τοιαύτης μεταρρυθμίσεως ἦτο ὁ βιασμὸς καὶ ἡ παράβασις τῆς ἑνότητος εἰς τὰς προσευχὰς καὶ Λειτουργίας τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἐν διαφόροις χώραις. Οὕτω, ἐνῷ ἔνιοι ἐξ αὐτῶν ἑορτάζουν τὰ Χριστούγεννα, ὁμοῦ μετὰ τῶν αἱρετικῶν, ἕτεροι ἐξηκολούθουν νηστεύοντες! Ἐνίοτε, τοιοῦτως διχασμὸς συμπίπτει καὶ εἰς τὴν αὐτὴν, ἐκασταχοῦ, Ἐκκλησίαν [π.χ. εἰς Ἑλλάδα, Ρουμανία, Κύπρο, κλπ.], καὶ μερικὲς φορὲς τὸ Πάσχα ἑορτάζεται συμφώνως πρὸς τὸ Δυτικὸν Παπικὸν Πασχάλιον τῶν αἱρετικῶν παραφυάδων [π.χ. εἰς Ρουμανία, Φιλλανδία, κλπ.]. Ἐπὶ τῷ τέλει, ἐν τούτοις, τῆς συμπλησιάσεως πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς τῶν διαφόρων ἀποχρώσεων καὶ παραφυάδων, παραβιάζεται σήμερον, ἀναφανδὸν καὶ ἀσυστόλως, ὑπὸ τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ Παπιστῶν, ὁ Ι΄ Κανών τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καθ’ ὅν, οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ, ταυτοχρόνως, ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ, δέον νὰ ἑορτάζωσι καὶ νὰ δοξάζωσι τὴν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Ἀνάστασιν, καθ’ ἄπαντα τὸν κόσμον... Δὲν δύναται νὰ διαφύγῃ τῆς εὐαισθήτου συνειδήσεως πλείστων τέκνων τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ Ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμισις, προητοίμασε τὸ ἔδαφος καὶ ὑπέσκαψε τὰ θεμέλια διὰ μίαν ἀναθεώρησιν τῆς συνόλου τάξεως τῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἥτις ὑπῆρξεν εὐλογημένη ὑπὸ τῶν Θεοπνεύστων ἀποφάσεων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἤδη, εἰς τὴν Πανορθόδοξον ἐκείνην Διάσκεψιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κατὰ τὸ 1923, τὸ θέμα τοῦ δευτέρου γάμου τῶν Κληρικῶν, ἀνέκυψε μεθ’ ἑτέρων πολλῶν θεμάτων. Καὶ προσφάτως, ὁ Ἕλλην Ἀρχιεπίσκοπος Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς Ἰάκωβος, προέβη εἰς δήλωσιν ἐπιδοκιμάζουσαν τὸν γάμον τῶν Ἐπισκόπων! («Ἑλληνικὰ Χρονικὰ» 23 Δεκεμβρίου 1971). Ἡ ἱσχὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι αὔτη διατηρεῖ ἀπαραφθάρτους τὰς ἀρχὰς τῆς Ἱερᾶς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως. Παρὰ ταῦτα, ὑπάρχουσιν ἐκεῖνοι, οἴτινες ἐπιχειροῦν νὰ συμπεριλάβουν εἰς τὰ θέματα τῆς μελλούσης μεγάλης Συνόδου, οὐχὶ ἀπλῶς μίαν ἀνταλλαγὴν γνωμῶν διὰ τὴν καλυτέραν μεθοδολογίαν πρὸς διασφάλισιν τηρήσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως, ἀλλὰ, τουναντίον, μίαν πονηρίαν πρὸς ἐφεύρεσιν μεθόδειῶν διὰ μίαν ριζικὴν ἀναθεώρησιν τῆς ὅλης Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀρχῆς γενομένης διὰ τῆς καταργήσεως τῶν Νηστειῶν, τοῦ δευτέρου γάμου τῶν Κληρικῶν κλπ., εἰς τρόπον, ὥστε, ἡ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νὰ ἔλθῃ ἐγγύτατα πρὸς τὴν τοιαύτην τῶν αἱρετικῶν Ὁμολογιῶν καὶ αἱρεσιοβριθῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων...
Ἐν τῷ μεταξύ, δραστηριότητες σκοποῦσαι τὴν δημιουργίαν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, μέσῳ μιᾶς ἀπατηλῆς Ἑνώσεως διαφόρων ἑτεροκλήτων Ὁμολογιῶν, ἄνευ προσοχῆς, σεβασμοῦ καὶ πίστεως πρὸς τὴν Ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ, διαφυλασσομένη μόνον ἐντὸς τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, θὰ ὁδηγήσουν ἡμᾶς μόνον ἔξω καὶ μακρὰν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ δή, ἐν τῷ βασιλείῳ τοῦ ἀντιχρίστου! Δέον νὰ κατανοηθῇ, ὅτι, αἱ συνθῆκαι, αἵτινες ἤγαγον τὸν Σωτῆρα νὰ διερωτηθῇ, ἐὰν κατὰ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν Του, θὰ εὕρισκεν ἀκόμη τὴν Πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐνισχύονται οὐ μόνον ἀπὸ τὴν ἀπροσχημάτιστον ἐπέκτασιν τῆς προπαγάνδας ὑπὲρ τοῦ ἀθεϊσμοῦ, ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ἀπὸ τὴν ἀσύστολον διάδοσιν τῆς συγχρόνου λύμης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ... Τούτων πάντων ἕνεκεν, ἤδη ἀνωτέρω ἐκτεθέντων, τὰ σεβασμιώτατα μέλη τῆς Ἡμετέρας Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων, ὁμοθύμως συνεφώνησαν καὶ συναπεφάσισαν νὰ ἀναγνωρίσωσι τὸν Οἰκουμενισμὸν ὡς μίαν ἐξόχως ἐπικίνδυνον Αἵρεσιν...
Ζητοῦμεν καὶ παρακαλοῦμεν ἄπαντας, ὅπως, πρὸ ἄλλου τινὸς, ἀναπέμψωσι θερμὰς προσευχὰς, πρὸς τὸν Κύριον, ἵνα σώςῃ τὴν Ἁγίαν Αὐτοῦ Ἐκκλησίαν, ἐκ τῆς θυέλλης, ἥτις εἶναι ἐπὶ θύραις ἐκ τῆς νέας ταύτης Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ζητοῦμεν, ὅπως πράξωσι τὸ πᾶν, ὅπως διανοιγῶσιν οἱ πνευματικοὶ ὀφθαλμοὶ ἀπάντων τῶν πιστῶν, ἵνα κατανοήσωσι τὴν ἀλήθειαν καὶ ἀπορρίψωσι τὸ ψεῦδος καὶ τὴν πλάνην. Δεόμεθα, ἐν τέλει, τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐνισχύῃ ἕνα ἕκαστον ἐξ ἡμῶν εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν ἀεὶ ἐν τῇ Ἀληθείᾳ καὶ τῇ καθαρότητι τῆς Πίστεως, ἥτις δέδοται ἡμῖν, πηγαίως, ἀδιαφθόρως καὶ ἀπαραχαράκτως καὶ παρέχῃ ἡμῖν πᾶσι τὴν δύναμιν ποδηγετήσεως τοῦ Ποιμνίου ἡμῶν ἐν τῇ εὐσεβεία καὶ τῇ ὀρθῇ καὶ ἀπαρεγκλίτῳ Ὀρθοδόξῳ Χριστιανικῇ Πίστει. Γένοιτο!
Ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος, Πρόεδρος τῆς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ἐκτὸς Ρωσίας.» (Ἀνοικτὴ Ἐπιστολὴ Μητρ. κ. Φιλαρέτου, 1972).
5. Τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 1972, εἰς τὸν Ἱερὸν Καθεδρικὸν Ναὸν Ἁγίου Νικολάου Μοντρεάλλης Καναδὰ, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὑπὸ τὴν Προεδρείαν τοῦ Μητροπολίτου κ. Φιλαρέτου Συνοδικῶς ἀναθεμάτησε τὸν Οἰκουμενισμὸν καὶ τὸν Μοντερνισμὸν (Νεωτερισμὸν).
6. Δεκέμβριος 1975: Ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος γράφη ἕτερο [Ἀντι-οικουμενιστικὸ] κείμενο, σχετικὰ μὲ τὴν λεγομένη «Ὁμολογία Θυατείρων», ἡ ὁποία εἶχε ἐκδοθῆ τότε ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων καὶ Μ. Βρετανίας Ἀθηναγόρα (Κοκκινάκη), μὲ ἔγκρισι τῆς συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλως, ἐπὶ πατριάρχου Δημητρίου, γιὰ νὰ καταδείξη ὅτι αὐτὴ ἡ οἰκουμενιστικὴ ἐπίσημη Ὁμολογία εἶναι ἕνα κείμενο ἐντελῶς αἱρετικοῦ πνεύματος, ποὺ προτρέπει σὲ συμπροσευχὴ καὶ μυστηριακὴ διακοινωνία μὲ τοὺς πάσης φύσεως αἱρετικούς, τοὺς ὁποίους ἀναγνωρίζει πλήρως καὶ ἐντάσσει στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ ὁρίζη ὅρια εἰς αὐτήν!...
«Ἔκκλησις τοῦ Μητροπολίτου Φιλαρέτου πρὸς τοὺς Προκαθημένους τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καὶ τοὺς Σεβασμιωτάτους Ὀρθοδόξους Ἱεράρχας ΠΑΡΑΓΓΕΛΛΩΝ εἰς ἡμᾶς νὰ διατηρῶμεν σταθερῶς ἐν πᾶσι τὴν διακηρυχθεῖσαν Ὀρθόδοξον πίστιν ὁ ἅγιος Ἀπ. Παῦλος, ἔγραψε πρὸς τοὺς Γαλάτας: «Ἀλλὰ καὶ ἂν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. αʹ 8). Τὸν μαθητήν του Τιμόθεον ἐδίδαξε νὰ παραμένῃ πιστὸς εἰς ὅσα τὸν ἐκατήχησε καὶ εἰς ὅσα ἐνεπιστεύθησαν εἰς αὐτόν, ὡς γνωρίζων καλῶς ὑπὸ ποίου ἐκατηχήθη ταῦτα (Βʹ Τιμ. γʹ 14).
Τὰ ἀνωτέρω συνιστοῦν ἕνα δείκτην, τὸν ὁποῖον ἕκαστος Ἱεράρχης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὀφείλει νὰ ἀκολουθῇ καὶ πρὸς τὸν ὁποῖον ὀφείλει ὑπακοὴν ἕνεκα τοῦ ὅρκου τῆς χειροτονίας του. Ὁ Ἀπόστολος γράφων σχετικῶς θέλει τὸν Ἐπίσκοπον «ἀντεχόμενον τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ λόγου, ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν» (Τιτ. αʹ 9).
Εἰς τὸν παρόντα καιρὸν τῆς παγκοσμίου ἀμφιβολίας, συγχύσεως καὶ διαφθορᾶς ἀπαιτεῖται εἰδικῶς ἀπὸ ἡμᾶς νὰ ὁμολογῶμεν τὴν ἀληθῆ διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως τοῦ ποῖος θὰ ἀκούσῃ καὶ εἰς πεῖσμα τῆς κυκλούσης ἡμᾶς ἀπιστίας. Ἐὰν πρὸς χάριν τῆς προσαρμογῆς εἰς τὰς πλάνας τοῦ αἰῶνος τούτου σιγήσωμεν περὶ τῆς ἀληθείας, ἢ δώσωμεν μίαν διεφθαρμένην διδασκαλίαν χάριν τῆς εὐαρεστήσεως τοῦ κόσμου, τότε πράγματι θὰ δώσωμεν εἰς αὐτοὺς ποὺ ζητοῦν τὴν ἀλήθειαν λίθον ἀντὶ ἄρτου.
Ὅσον ὑψηλότερα ἵσταται αὐτὸς ποὺ ἐνεργεῖ παρομοίως, τόσον μεγαλύτερον εἶναι καὶ τὸ σκάνδαλον, τὸ ὁποῖον δημιουργεῖται ὑπ᾿ αὐτοῦ, καὶ μάλιστα αἱ συνέπειαί του. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν μεγίστην θλῖψιν μᾶς προεκάλεσεν ἡ ἀνάγνωσις τῆς καλουμένης «Ὁμολογίας Θυατείρων», ἡ ὁποία προσφάτως ἐκυκλοφορήθη εἰς τὴν Εὐρώπην μὲ τὴν ἰδιαιτέραν εὐλογίαν καὶ ἐπιδοκιμασίαν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ τοῦ Πατριάρχου τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Γνωρίζομεν ὅτι ὁ συγγραφεὺς τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Θυατείρων (Λονδίνου) Ἀθηναγόρας εἶχε παρουσιάσει εἰς τὸ παρελθὸν σημεῖα ὁμολογητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου ἀληθείας, καὶ συνεπῶς οὐδόλως ἀνεμένομεν ἀπ᾿ αὐτὸν μίαν τοιαύτην ὁμολογίαν, ἡ ὁποία πόρρω ἀπέχει τῆς Ὀρθοδοξίας.
Παρὰ ταῦτα, ἐὰν τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦτο μόνον μία προσωπικὴ ἔκφρασις τοῦ ἰδίου, δὲν θὰ ἐγράφομεν. Παρεκινήθημεν εἰς τοῦτο περισσότερον, διότι ἐπὶ τῆς ἐργασίας αὐτῆς ἐναπόκειται ἡ σφραγὶς τῆς ἀποδοχῆς ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου καὶ τῆς Συνόδου του. Ἐπὶ εἰδικοῦ Πατριαρχικοῦ πρωτοκόλλου ἀπευθυνομένου πρὸς τὸν Μητροπολίτην Ἀθηναγόραν ἀναφέρεται, ὅτι ἡ ἐργασία του ἐξητάσθη ὑπὸ εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς. Μετὰ τὴν ἀποδοχὴν αὐτῆς ὑπὸ τῆς Ἐπιτροπῆς, ὁ πατριάρχης συμφώνως πρὸς τὴν ἀπόφασιν τῆς Συνόδου, ἔδωκε τὴν εὐλογίαν του διὰ τὴν ἔκδοσιν «τῆς λαμπρᾶς αὐτῆς ἐργασίας», ὡς γράφει. Συνεπῶς ἡ εὐθύνη διὰ τὸ ἔργον αὐτὸ μεταφέρεται τώρα ἀπὸ τὸν Μητροπολίτην Ἀθηναγόραν εἰς ὁλόκληρον τὴν Ἱεραρχίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Αἱ προηγηθεῖσαι ἡμέτεραι Ἐπιστολαὶ τοῦ Πόνου ἔχουν ἤδη ἐκφράσει τὴν θλῖψιν ποὺ μᾶς κατέλαβεν, ὅταν ἀπὸ τὸν Θρόνον τῶν Ἁγίων Χρυσοστόμου, Πρόκλου, Ταρασίου, Φωτίου καὶ πολλῶν ἄλλων Ἁγίων Πατέρων, ἀκούομεν μίαν διδασκαλίαν, τὴν ὁποίαν χωρὶς ἀμφιβολίαν οἱ ἀνωτέρω Ἅγιοι θὰ κατεδίκαζον καὶ θὰ παρέδιδον εἰς τὸ ἀνάθεμα.
Εἶναι θλιβερὸν νὰ γράφεται τὸ ἀνωτέρω. Πόσον θὰ ηὐχόμεθα νὰ ἠκούομεν ἀπὸ τὸν Θρόνον τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία ἐγέννησε τὴν ἡμετέραν Ρωσικὴν Ἐκκλησίαν, ἕνα μήνυμα τῆς χρηστότητος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁμολογίας τῆς ἀληθείας ἐν τῷ πνεύματι τῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν της. Μετὰ πόσης χαρᾶς θὰ ἀπεδεχόμεθα ἕνα τοιοῦτον μήνυμα, τὸ ὁποῖον θὰ μετεδίδαμε πρὸς οἰκοδομὴν καὶ εἰς τὸ ἡμέτερον Πλήρωμα. Ἀντιθέτως νῦν μία μεγάλη θλῖψις ἔχει προκληθῆ εἰς ἡμᾶς ἕνεκα ἀκριβῶς τῆς ἀνάγκης νὰ προειδοποιήσωμεν τὸ Ποίμνιόν μας, ὅτι ἀπὸ τὴν κάποτε πηγὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας νῦν προέρχεται ἕνα σκανδαλῶδες μήνυμα διαφθορᾶς (τῆς Ἀληθείας).
Ἐὰν κανεὶς ξεφυλλίσῃ τὴν «Ὁμολογίαν Θυατείρων», ἀλλοίμονον! ὑπάρχουν τόσαι ἐσωτερικαὶ ἀντιφάσεις καὶ ἀντορθόδοξοι σκέψεις, ὥστε ἐὰν ἤθελε τὰς ἀριθμήσει θὰ ἔπρεπε νὰ γράψῃ ἕνα ὁλόκληρον βιβλίον. Νομίζομεν ὅτι δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ τὸ πράξωμεν. Εἶναι ἱκανὸν δι᾿ ἡμᾶς νὰ ὑπογραμμίσωμεν τὸ κύριον σημεῖον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐρείδεται καὶ ἐκ τοῦ ὁποίου προέρχεται ἡ ἀντορθόδοξος διδαχή, ἡ ὁποία περιέχεται εἰς τὴν ὁμολογίαν ταύτην.
Ὁ Μητροπολίτης Ἀθηναγόρας εἰς ἓν σημεῖον (σ. 60) γράφει πολὺ δικαιολογημένα, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ πιστεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία των εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἥτις καὶ κατέχει τὴν πληρότητα τῆς Καθολικῆς Ἀληθείας. Ὁ αὐτὸς ἐπίσης ἀναγνωρίζει, ὅτι αἱ ἄλλαι ὁμολογίαι δὲν ἔχουν διατηρήσει αὐτὴν τὴν Πληρότητα. Ἀλλὰ περαιτέρω, φαίνεται ὅτι ἐλησμόνησεν, ὅτι κάθε διδασκαλία, ἥτις ἀφίσταται τοῦ σεβασμοῦ τῆς Ἀληθείας, δι᾿ αὐτὸ καὶ μόνον εἶναι ἐσφαλμένη. Οἱ ἀνήκοντες εἰς θρησκευτικὴν κοινότητα ποὺ ὁμολογεῖ μίαν τοιαύτην διδασκαλίαν, εἶναι ἤδη χωρισμένοι τῆς μιᾶς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας.
Ὁ Μητροπολίτης Ἀθηναγόρας βεβαίως τὸ ἀναγνωρίζει αὐτό, ὅσον ἀφορᾶ εἰς τοὺς ἀρχαίους αἱρετικούς, ὡς ἦσαν οἱ Ἀρειανοί, ὅταν ὅμως ὁμιλῇ περὶ τῶν συγχρόνων του, δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ λάβῃ σοβαρῶς ὑπ᾿ ὄψει τὰ ἀνωτέρω. Ἀναφορικῶς λοιπὸν πρὸς αὐτοὺς (τοὺς συγχρόνους), μᾶς προσκαλεῖ νὰ ἔχωμεν ὡς ὁδηγοὺς οὐχὶ τὴν ἀρχαίαν Παράδοσιν καὶ τοὺς Κανόνας, ἀλλὰ «τὴν νέαν διάθεσιν, ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ σήμερον μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν» (σ. 12) καὶ «τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν» (σ. 11).
Τυγχάνει ὅμως αὐτὸ σύμφωνον πρὸς τὴν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων; Ἂς ἀναμνησθῶμεν τοῦ αʹ Κανόνος τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος μᾶς δίδει ἕνα τελείως διαφορετικὸν κριτήριον ἀναφορικῶς πρὸς τὴν σκέψιν καὶ ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας μας. «Τοὺς τὴν ἱερατικὴν λαχοῦσιν ἀξίαν» γράφει, «μαρτύριά τε καὶ κατορθώματα αἱ τῶν Κανονικῶν Διατάξεών εἰσιν ὑποτυπώσεις». Καὶ περαιτέρω: «...τοὺς θείους Κανόνας ἐνστερνιζόμεθα, καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἓξ Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· ἐξ ἑνὸς ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα».
Ἐν ἀντιθέσει καὶ προκλήσει πρὸς τὴν ἀνωτέρω ἀρχήν, εἰς τὴν «Ὁμολογίαν Θυατείρων» ἡ ἔμφασις γίνεται συνεχῶς ἐπὶ «τῆς νέας διαθέσεως». «Οἱ Χριστιανοὶ σήμερον», γράφει, «ἐπισκέπτονται Ἐκκλησίας καὶ προσεύχονται μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς διαφόρων παραδόσεων, μὲ τοὺς ὁποίους εἰς τὸ παρελθὸν ἦτο ἀπηγορευμένον νὰ σχετίζωνται, διότι ἐθεωροῦντο αἱρετικοί...» (σ. 12).
Ἀλλὰ ποῖος ἦτο προηγουμένως αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀπηγόρευεν αὐτὰς τὰς προσευχάς; Δὲν ἦτο ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ Ἅγιοι Πατέρες, αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι; Καὶ τὸ θέμα εἶναι ὅτι μόνον ἐκαλοῦντο αἱρετικοὶ καὶ δὲν ἐθεωροῦντο τοιοῦτοι καὶ εἰς τὴν πρᾶξιν;
Ὁ αʹ Κανὼν τοῦ Μ. Βασιλείου παρέχει ἕνα διαυγῆ ὁρισμὸν τῆς ὀνομασίας τῶν αἱρετικῶν: «Οἱ παλαιοὶ (Πατέρες) ὠνόμασαν (αἱρετικοὺς) τοὺς παντελῶς ἀπερρηγμένους καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν πίστιν παντελῶς ἀπηλλοτριωμένους». Δὲν ἀναφέρεται τοῦτο ἀκριβῶς εἰς ἐκείνας τὰς δυτικὰς ὁμολογίας, αἱ ὁποῖαι ἔχουν ἐκπέσει τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει ἡμῖν: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τιτ. γʹ 10), ἐνῶ ἡ «Ὁμολογία Θυατείρων» προσκαλεῖ ἡμᾶς εἰς μίαν μετ᾿ αὐτῶν προσευχητικὴν κοινωνίαν.
Ὁ 45ος Ἀποστολικὸς Κανὼν διατάσσει: «Ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω...». Ὁ 64ος Ἀποστολικὸς Κανὼν καὶ ὁ 33ος Κανὼν τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας ἀπαγορεύει νὰ λαμβάνωμεν εὐλογίας ἐξ αἱρετικῶν. Ἡ «Ὁμολογία Θυατείρων» ἀντιθέτως καλεῖ ἡμᾶς εἰς συμπροσευχὴν μετ᾿ αὐτῶν καὶ προχωρεῖ μάλιστα ἔτι περαιτέρω, ὥστε νὰ ἐπιτρέπῃ εἰς Ὀρθοδόξους χριστιανοὺς νὰ λαμβάνουν θείαν Κοινωνίαν καὶ νὰ τὴν δίδουν εἰς αὐτούς.
Ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης Ἀθηναγόρας δίδει τὴν πληροφορίαν ὅτι, εἰς τὴν Ἀγγλικανικὴν Ὁμολογίαν μέγα μέρος ἐπισκόπων καὶ πιστῶν δὲν ἀναγνωρίζουν οὔτε τὸν ἐπισκοπικὸν βαθμόν, οὔτε τὴν ἁγιότητα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οὔτε τὴν μεταποίησιν τῶν Τιμίων Δώρων εἰς τὴν Θ. Λειτουργίαν, οὔτε ἄλλα Μυστήρια, οὔτε τὴν τιμὴν τῶν ἁγίων Λειψάνων. Ὁ ἴδιος ὁ συγγραφεὺς τῆς «Ὁμολογίας» ὑποδεικνύει τὰ ἄρθρα τῆς Ἀγγλικανικῆς Ὁμολογίας, εἰς τὰ ὁποῖα τὰ ἀνωτέρω ἀναφέρονται. Εἰσέτι δὲ καταφρονῶν πάντα ταῦτα, ἐπιτρέπει εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς νὰ λαμβάνουν Θ. Κοινωνίαν ἀπὸ τοὺς Ἀγγλικανοὺς καὶ τοὺς Καθολικούς, καὶ εὑρίσκει ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ μεταλαμβάνουν αὐτοὺς εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.
Ποῦ στηρίζεται αὐτὴ ἡ ἐνέργεια; Ἐπὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων; Ἐπὶ τῶν Κανόνων; Οὐχί! Ἡ μόνη δικαιολογία δι᾿ αὐτὸ εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ἀντικανονικότης αὕτη ὑφίσταται μέν, ἀλλὰ συγχρόνως ὑπάρχει καὶ μία «φιλία», ἡ ὁποία ἐξεδηλώθη ὑπὸ τῶν Ἀγγλικανῶν πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους.
Ἐν τούτοις, ἀνεξαρτήτως ποῖαν θέσιν λαμβάνει κάποιος ποὺ ἐπιτρέπει μίαν ἀπαγορευμένην ὑπὸ τῶν Κανόνων πρᾶξιν, καὶ ἀνεξαρτήτως τί εἴδους φιλία ἔχει ἐμπνεύσει αὐτὴν τὴν ἐνέργειαν, αὐτὸ δὲν ἠμπορεῖ νὰ δικαιώσῃ μίαν πρᾶξιν καταδικαζομένην ὑπὸ τῶν Κανόνων. Τί ἀπάντησις θὰ δοθῇ εἰς τὸν οὐράνιον Κριτὴν ὑπὸ τῶν Ἱεραρχῶν ποὺ συμβουλεύουν τὰ πνευματικά των τέκνα νὰ λαμβάνουν ἀντὶ τῆς ἀληθοῦς Κοινωνίας, αὐτήν, τὴν ὁποίαν συχνὰ ὁ προσφέρων ταύτην δὲν ἀναγνωρίζει ὡς Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ;
Μία τοιαύτη παρανομία προέρχεται ἀπὸ τὴν τελείως αἱρετικήν, Προτεσταντικὴν ἢ —διὰ νὰ ἐκφρασθῶμεν εἰς τὴν σύγχρονον γλῶσσαν— οἰκουμενιστικὴν διδασκαλίαν τῆς «Ὁμολογίας Θυατείρων» περὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δὲν βλέπει αὕτη ὅρια εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. «Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα» διαβάζομεν εἰς αὐτήν, «εἶναι περισσότερον δύναμις καὶ ἐνεργεῖ μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Δι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὅρια, ἀλλὰ διηνεκῶς ἐπεκτείνονται· ἔχει θύρα, ἀλλὰ ὄχι τοίχους» (σ. 77).
Ἀλλὰ ἐὰν τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐνεργῇ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, τότε διατὶ ἦτο ἀναγκαῖον νὰ ἔλθῃ ὁ Σωτὴρ εἰς τὴν γῆν διὰ νὰ τὴν ἱδρύσῃ; Ἡ φροντὶς διὰ τὴν διατήρησιν καὶ ὁμολογίαν τῆς αὐθεντικῆς ἀληθείας, μία φροντὶς ἡ ὁποία ἔχει διαβιβασθῆ εἰς ἡμᾶς διὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, καταντᾶ περιττὴ διὰ τῆς ἀνωτέρω ἐκδοχῆς.
Καίτοι ἡ «Ὁμολογία» λέγει, εἰς τὴν σελ. 60, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δύναται «δικαίως νὰ διεκδικήσῃ εἰς τὴν στιγμὴν αὐτὴν τῆς Ἱστορίας, ὅτι εἶναι ἡ Μία Ἐκκλησία, τὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἵδρυσεν ἐπὶ τῆς γῆς», δὲν βλέπει οὐδεμίαν ἀναγκαιότητα ἀδιαφθόρου διατηρήσεως τῆς Πίστεώς της, ἐπιτρέπων διὰ τοῦτο τὴν συνύπαρξιν Ἀληθείας καὶ πλάνης. Εἰς πεῖσμα τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου, ὅτι ὁ Χριστὸς παρέστησεν Αὐτῷ ἑαυτὴν «ἔνδοξον τὴν Ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἢ τι τῶν τοιούτων» (Ἐφ. εʹ 27), ἡ «Ὁμολογία Θυατείρων» παρουσιάζει τὴν Ἐκκλησίαν ὡς ἑνοῦσαν ἐν ἑαυτῇ ἀμφότερα, Ἀλήθειαν καὶ ὅ,τι ἔχει ἡ ἰδία ἀναγνωρίσει ὡς ἀποστασίαν, δηλαδὴ τὴν αἵρεσιν, καίτοι ἡ τελευταία ἔκφρασις δὲν χρησιμοποιεῖται ἐνταῦθα.
Ἡ ἀπόρριψις μιᾶς τοιαύτης διδασκαλίας ἔχει διαυγῶς ἐκφρασθῆ εἰς τὴν περίφημον «Ἐπιστολὴν τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς», ἀναφορικῶς πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν: «Ὁμολογοῦμεν ἄνευ ἀμφιβολίας ὡς σταθερὰν πίστιν, ὅτι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν δύναται νὰ σφάλλῃ ἢ πλανηθῇ καὶ νὰ ἐκφέρῃ τὸ ψεῦδος εἰς τὴν θέσιν τῆς Ἀληθείας, διότι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, πάντοτε ἐνεργοῦν διὰ μέσου τῶν Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι πιστῶς τὴν ὑπηρετοῦν, διατηρεῖ αὐτὴν μακρὰν πάσης πλάνης» (12).
Ὁ συγγραφεὺς τῆς «Ὁμολογίας Θυατείρων», ὑπείκων εἰς τὸ νέον δόγμα τῆς εὐαρεστήσεως τῶν καιρῶν, λησμονεῖ τελείως τὴν παραγγελίαν τοῦ Σωτῆρος, τὴν λέγουσαν: «ἐὰν ὁ ἀδελφὸς καὶ τῆς Ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης» (Ματθ. ιηʹ 17), καὶ τὴν παρομοίαν παραγγελίαν τοῦ Ἀποστόλου: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τιτ. γʹ 10).
Ὅθεν μετὰ μεγίστης θλίψεως πρέπει νὰ παραδεχθῶμεν, ὅτι ἡ καλουμένη «Ὁμολογία Θυατείρων» ἀντηχεῖ ἐκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως οὐχὶ τὴν φωνὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἀληθείας, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν φωνὴν τῆς ὁσημέραι ἐπεκτεινομένης πλάνης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἀλλὰ τί θὰ γίνῃ τώρα μὲ αὐτοὺς ποὺ «τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο Ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος;» (Πραξ. κʹ 28). Ἡ ἀνωτέρω ἐσφαλμένη διδαχή, ἐπισήμως διακηρυχθεῖσα ἐν τῷ ὀνόματι τῆς καθόλου Ἐκκλησίας τῆς Κων/λεως, θὰ παραμείνῃ χωρὶς διαμαρτυρίας ἐκ μέρους τῶν ἱεραρχῶν τοῦ Θεοῦ; Θὰ συνεχισθῇ εἰσέτι, κατὰ τὴν ἔκφρασιν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἡ προδοσία τῆς ἀληθείας διὰ τῆς σιωπῆς;
Μὲ τὸ νὰ εἶμαι ὁ νεώτερος ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ προεδρεύουν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ηὐχόμεθα καὶ ἐπεθυμοῦμεν νὰ ἠκούομεν τὰς φωνὰς τῶν πρεσβυτέρων ἡμῶν, προτοῦ ὁμιλήσωμεν δημοσίᾳ. Ἀλλὰ μέχρι τῆς στιγμῆς ἡ φωνὴ αὐτὴ δὲν ἠκούσθη. Ἐὰν δὲν ἔχουν γνωρίσει εἰσέτι τὸ περιεχόμενον τῆς «Ὁμολογίας Θυατείρων», τοὺς ἱκετεύομεν νὰ μελετήσουν αὐτὴν προσεκτικῶς καὶ νὰ μὴ τὴν ἀφήσουν ἄνευ καταδίκης.
Εἶναι φοβερὸν καὶ μόνον τὸ ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναφερθοῦν εἰς ἡμᾶς οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, οὓς ἀπηύθυνε πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Λαοδικείας: «Οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ, οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστὸς· οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου» (Ἀποκαλ. γʹ 15-6).
Προειδοποιοῦμεν τὸ Ποίμνιόν μας καὶ ἐνημεροῦντες τοὺς συμποιμενάρχας μας, καλοῦμεν αὐτοὺς εἰς ἀγῶνα ὑπὲρ τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας, ἕνεκα τῆς κοινῆς εὐθύνης διὰ τὸ Ποίμνιόν μας ἐνώπιον τοῦ Οὐρανίου Ἀρχιποίμενος. Ἱκετεύομεν αὐτοὺς νὰ μὴ καταφρονήσουν τὴν προειδοποίησίν μας καὶ οὕτω μία φανερὰ ἀκρωτηρίασις τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας παραμείνει χωρὶς κατηγορίαν καὶ καταδίκην.
Ἡ εὐρεῖα κυκλοφορία τῆς «Ὁμολογίας» μᾶς παρεκίνησε νὰ πληροφορήσωμεν ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν διὰ τὴν θλῖψιν μας. Ἐπιθυμοῦμεν νὰ ἐλπίζωμεν ὅτι ἡ κραυγή μας αὕτη θὰ εἰσακουσθῇ.
Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου τῆς ἐν Διασπορᾷ Ὀρθοδόξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας,
† Μητροπολίτης Φιλάρετος
Νέα Ὑόρκη
6η Δεκεμβρίου 1975
7. Τὴν 18ην Αὐγούστου 1983 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἀναθεμάτησε τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ πρᾶξις γράφει: «Τοῖς βάλλουσι κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ διδάσκουσιν ὅτι ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία μεμέρισται ἐν οὔτω καλουμένοις «κλάδοις», οἴτινες διαφέρουσιν ἀλλήλων ἐν διδασκαλίᾳ καὶ τρόπῳ ζωῆς, ἥ ὅτι ἡ Ἐκκλησία οὔχ ὑφίσταται ὁρατῶς, ἀλλ’ ἀπαρτισθήσεται ἐν τῷ μέλλοντι, ὅταν ἄπαντες οἱ «κλάδοι» ἤ τμήματα ἤ ὁμολογίαι ἤ προσέτι καὶ θρησκεῖαι ἑνωθοῦσιν ἐν ἑνὶ σώματι, καὶ οἴτινες οὔ διακρίνουσι τὴν ἱερωσύνην καὶ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ἱερωσύνην καὶ τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ λέγουσιν ὅτι τὸ βάπτισμα καὶ ἥ εὐχαριστία τῶν αἱρετικῶν εὶσὶν ἰκανὰ πρὸς σωτηρίαν, ὡσαύτως, τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς προμνημονευθεῖσιν αἱρετικοῖς ἤ συνηγοροῦσι, διαδίδουσι, ἤ ὑπεραμυνομένοις τῆς καινοφανοῦς αὐτῶν αἱρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἐν προσχήματι ἀδελφικῆς ἀγάπης, ἤ ὑποτιθέμενης ἑνώσεως τῶν διαχωρισθέντων Χριστιανῶν, ΑΝΑΘΕΜΑ.»
Τὴν ἀπόφασιν ὑπέγραψαν οἱ Ἀρχιερεὶς: Νέας Ὑόρκης κ. Φιλάρετος, Σικάγου κ. Σεραφείμ, Ἀργεντινῆς κ. Ἀθανάσιος, Μοντρεάλης κ. Βιτάλιος, Ἀγγελουπόλεως κ. Ἀντώνιος, Γενεύης κ. Ἀντώνιος, Φραγκεσκουπόλεως κ. Ἀντώνιος, Καράκων κ. Σεραφείμ, Αὐστραλίας κ. Παῦλος, Συρακουσῶν κ. Λαῦρος, Βρετανίας κ. Κωνσταντῖνος, Φλωρίδος κ. Γρηγόριος, Βερολίνου κ. Μάρκος καὶ Ὀχίου κ. Ἀλύπιος. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος διέταξεν ὅπως διαβασθῇ ὁ ἀναθεματισμὸς ἐν τῷ Ἱερῷ Συνοδικῷ καθεκάστην Κυριακὴν τῆς Ὀρθοδοξίας.
Πηγή: Καλλινίκου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου (ἐπιμελ.), «Ὀρθόδοξος Μαρτυρία - Ἀντιοικουμενιστικὰ κείμενα», σελ. 62-68, Ἅγιον Ὄρος, Ἀθῆναι 1985, Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας http://www.oodegr.com/oode/synaxaristis/agioi_amerikis/agioi_amerikis.htm#4.
Εκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη της Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022.
Συνέντευξη με τον Βορειοηπειρώτη αγωνιστή και συγγραφέα Κώστα Κυριακού.
Αντώνης Φώσκολος: Ο κύβος ερρίφθη για τα ελληνικά κοιτάσματα - Η Ελλάδα πάει για χρυσό αιώνα
Σήμερα (26 Οκτωβρίου) είναι μια λαμπρή επέτειος για το έθνος, την οποία οι βενιζελικοί συνήθιζαν να γιορτάζουν με ένα τεράστιο ψέμα
Το 1912, κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, το Μοναστήρι, το Κρούσοβο, το Μεγάροβο κι όλα τα αστικά κέντρα της βόρειας μακεδονικής γης, δεν ευτύχησαν να ενσωματωθούν στην πολυπόθητη ελλαδική επικράτεια.
Όσο για τις άλλες πλευρές της κοσμικής ζωής που ανέφερες, θα έλεγα πως είναι αναπόφευκτες.
Ποτέ ξανά κλειστές εκκλησίες - Οι αγρυπνίες είναι αναπόσπαστο κομμάτι της εκκλησιαστικής ζωής και δεν υπάρχει ούτε περιθώριο, ούτε λογική στο να σταματήσουν
Η Διεθνής Αμνηστία προσφεύγει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων και ζητά να δοθούν εξηγήσεις για τις περικοπές στην υγεία που διέλυσαν το ΕΣΥ
ΔΥΟ εἶνε τὰ θαύματα ποὺ διηγεῖται σήμερα ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Τὸ ἕνα εἶνε ἡ θεραπεία ἑνὸς ἀσθενοῦς, καὶ τὸ ἄλλο εἶνε ἡ ἀνάστασι μιᾶς νεκρᾶς. Ἂς δοῦμε μὲ ἁπλᾶ λόγια τὰ δύο αὐτὰ θαύματα.
Ένα ζήτημα φλέγουσας σημασίας, μια ιδέα, ένα εμβατήριο που όλοι λίγο πολύ ψελλίσαμε κατά τη στρατιωτική μας θητεία για τη Βόρεια Ήπειρο, την σκλαβωμένη αδερφή μας, είναι η αφορμή για περαιτέρω ιστορική αναζήτηση και έρευνα. Είχα ακούσει μια ιστορία για έναν παππού, που όταν απελευθέρωναν οι Εύζωνοι τη Β. Ήπειρο, πετώντας παράλληλα τους Ιταλούς στη θάλασσα το 1940, παρακολουθούσε την προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων απαθής και ασυγκίνητος. Ένας στρατιώτης τον πλησίασε και τον ρώτησε απορημένος γιατί δεν χαίρεται που απελευθερώθηκε η σκλάβα πατρίδα και εκείνος ατάραχος του είπε λόγια που μόνο η λαϊκή σοφία δύναται να αντιληφθεί και να αφομοιώσει: «Ξέρω, παιδί μου, πως δεν είναι οριστικό, όπως οριστικό δεν ήταν και τις προηγούμενες φορές». Ο νεαρός στρατιώτης πάγωσε για μερικές στιγμές και μετά συνέχισε την πορεία του και τα καθήκοντά του. Αναλογιζόταν όμως συχνά τις κουβέντες του γέροντα. Και έψαξε. Και έμαθε.
Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
H Χιμάρα, όπως ορθά ορθογραφείται, προερχόμενη ετυμολογικά από τη θεά των καταιγίδων Χίμαιρα, αλλά και τοπολογικά ως εξέλιξη της αρχαίας πόλης Χίμαιρα, βρίσκεται στους πρόποδες των Ακροκεραυνίων. Είναι τόπος που αρχικά ήτο άγονος αλλά με ανθρώπινη παρέμβαση κατέστη εύφορος και κατοικήσιμος.
Πρώτοι κάτοικοι της αρχαίας πόλης ήταν οι Χάονες, μια πελασγική φυλή, που έδωσε το όνομά της στην περιοχή. Η αρχαία ελληνική γραμματεία προσφέρει αδιάσειστες αποδείξεις για την ελληνικότητα της περιοχής. Η πρώτη αναφορά είναι από τον ποιητή Θεοδωρίδα, ο οποίος αναφέρει ότι:
Η παληκαριά τον άντρα στον ουρανό και στον Άδη τον φέρνει.
Έτσι και τον γιο του Σώσανδρου, το Δωρόθεο, μες τη φωτιά το ρίχνει.
Γιατί, ζητώντας λεύτερη στην Φθία μέρα, καραβοτσακίστηκε ανάμεσα στους Σηκούς και στη Χιμάρα.
Ο μεγάλος ιστορικός Θουκυδίδης, αναφέρει επίσης πως οι Χάονες ήταν: «λαός αβασίλευτος, κυβερνιόταν από δύο άρχοντες που εκλέγονταν κάθε χρόνο και προήρχοντο από το αρχαίο βασιλικό γένος του οποίου τα προνόμια είχαν περιοριστεί στην ηγεσία της φυλής αλλά με αιρετούς αντιπροσώπους»(Θουκ.Β 68-91 και Β 80,5). Σύμφωνα με τον Στράβωνα οι Χάονες έλαβαν μέρος στον Πελοποννησιακό Πόλεμο κατά των Ακαρνάνων.
Πλήθος γεγονότων ανά τους αιώνες δημιουργούν τις βάσεις για την άνθιση και την εδραίωση του ελληνικού πολιτισμού στην περιοχή. Παρά τις αναρίθμητες επιθέσεις που δέχεται ο πληθυσμός της, καταφέρνει πάντα να αντιστέκεται και ή να εκδιώκει τον εχθρό, παραμένοντας ανυπόταχτος στις πλείστες των περιπτώσεων ή να πετυχαίνει ευνοϊκούς όρους συνθηκολόγησης.
ΟΙ ΧΙΜΑΡΙΩΤΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τα παλικάρια της Χιμάρας έδωσαν των υπέρ πάντων αγώνα, χωρίς να αφήσουν σε ησυχία τους τούρκους ούτε στιγμή. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πολλοί καπεταναίοι και οπλαρχηγοί, κλέφτες και πολεμιστές της Εθνικής Παλιγγενεσίας κατέφευγαν μετά από επιχειρήσεις στα δύσβατα κορφοβούνια της περιοχής. Πλήθος αγωνιστών της περιοχής στάθηκαν στο πλευρό των αδερφών τους του Νότου: Χειμαριώτης, Σπυρομήλιος, Γκιόκας, Γκιάκας, Γκορέτσης, Δήμας Δημητρίου, Δούκας, Ζάχος, Χαρίσης, μερικά μόνο από τα ονόματα των ηρώων που αψήφησαν τη ζωή τους και τάχθηκαν στην Ιδέα της απελευθέρωσης του Γένους.
Τρανή απόδειξη επίσης για την αδιάσειστη ελληνικότητα της περιοχής αποτελεί και μια τούρκικη απογραφή του 1908 από την οποία προκύπτει ότι στα 13 χωριά της Χιμάρας, κατοικούν 7.218 Έλληνες επί συνολικού πληθυσμού 11.968 κατοίκων, περίπου δηλαδή το 60%.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΝΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ήταν το 1910, όταν ως απόρροια του κινήματος των νεότουρκων, τουρκικός στρατός εισέρχεται στη Χιμάρα, ασκώντας την ανθελληνική του πρακτική. Τα ελληνικά αντιτορπιλικά Ασπίς και Σφενδόνη που βρίσκονται στα ανοιχτά λειτουργούν ως φόβητρο και οι τούρκοι δεν προχωρούν σε κάποια ενέργεια. Η αρχή των Βαλκανικών Πολέμων βρίσκει την Ελλάδα έτοιμη να πραγματώσει εθνικούς πόθους και να αποκαταστήσει τα εθνικά και εδαφικά της δίκαια, ενώ παράλληλα παρουσιάζεται και η σπάνια ευκαιρία να πετάξει τους αντιπάλους της στην άβυσσο της Ιστορίας. Στις 5 Νοεμβρίου του 1912 ο Σπυρομήλιος, ο θρυλικός καπετάν Μπούας του Μακεδονικού Αγώνα, απελευθερώνει την Χιμάρα μέσα σε συνθήκες απίστευτης στρατηγικής ικανότητας.
Ένα μήνα πριν έχει απελευθερωθεί η Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές της Μακεδονίας. Η Ήπειρος βρίσκεται και αυτή στα σχέδια απελευθερώσεως και οι τρεις αξιωματικοί, Ταγματάρχης Χωροφυλακής Σπύρος Σπυρομήλιος, Τσόντος και Μάνος αποστέλλονται για κατόπτευση και προετοιμασία του μετώπου, δυνάμει της διαταγής υπ’ αριθ. 88263, που είχε εκδώσει η Ελληνική κυβέρνηση. 0 Σπυρομήλιος δεν χάνει ούτε στιγμή και μεταβαίνει στην Κέρκυρα, από όπου οργανώνει εθελοντικά σώματα συμπατριωτών του και σταδιακό εξοπλισμό των Χιμαριωτών. Στις 3 Νοεμβρίου 200 Κρήτες εθελοντές καταφτάνουν ως ενίσχυση του σώματος εθελοντών του Σπυρομήλιου.
Τα ξημερώματα της 5ης Νοεμβρίου το εθελοντικό σώμα των περίπου 2000 εθελοντών, αποτελούμενο από Χιμαριώτες, Κρήτες και άλλους εθελοντές επιβιβάζεται στα ατμόπλοια. Στις 7:30 το πρωί τα ελληνικά τμήματα αποβιβάζονται στα Σπήλιά της Χιμαρας. Ουδεμία αντίσταση άξια λόγου παρατηρείται. Ένα τμήμα κατευθύνεται στον Λογαρά, οι Κρητικοί παραμένουν στο νότιο τμήμα της πόλης ενώ Χιμαριώτες εθελοντές ετοιμάζονται για επίθεση και κατάληψη του Κάστρου της Χιμάρας. Στη σύγκρουση που πραγματοποιείται, οι τούρκοι εγκλωβίζονται και μέσα σε μια ώρα παραδίνονται στους πολιορκητές. Οι απώλειες ήταν τρεις νεκροί Τούρκοι στρατιώτες και ένας τραυματίας Χιμαριώτης, ενώ συλλαμβάνονται 32 τούρκοι και αποστέλλονται στην Κέρκυρα.
Μετά την κατάληψη του Κάστρου, ο Ταγματάρχης Σπυρομήλιος εισέρχεται στο Διοικητήριο της πόλης θριαμβευτής, ενώ η γαλανόλευκη τοποθετείται με πασίδηλη συγκίνηση σε περίοπτο σημείο. Στην Προκήρυξη που ακολουθεί, η Χιμάρα κηρύσσεται «ελευθέραν ως αναπόσπαστον τμήμα της μίας και αδιαίρετου μεγάλης Ελληνικής Πατρίδος». Ωστόσο στις 29 Νοεμβρίου ο Σπυρομήλιος λαμβάνει διαταγή να εγκαταλείψει την περιοχή. Οι Αλβανοί αρχίζουν να εξοπλίζονται και να συγκεντρώνονται για την ανακατάληψη της. Ο Σπυρομήλιος, πιστός στα κελεύσματα της ελληνικής ψυχής, αρνείται να εκτελέσει την διαταγή αποχώρησης και ταυτόχρονα οργανώνει αμυντικές θέσεις και σχέδια απόκρουσης, με τα πλέον θετικά αποτελέσματα.
Το τέλος των Βαλκανικών πολέμων
Με το πέρας τον Βαλκανικών Πολέμων, η Ελλάδα υποχρεώνεται να αποσύρει τον στρατό της από την περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Για ακόμη μια φορά, ο Σπυρομήλιος, δεν εκτέλεσε την διαταγή της αποχώρησης, ανακήρυξε την αυτονομία της περιοχής και οργάνωσε τοπικές ένοπλες ομάδες, τους λεγάμενους «Ιερούς Λόχους» ενώ στις 17 Φεβρουάριου 1914 προσχώρησε στην προσωρινή Κυβέρνηση της Βορείου Ηπείρου που ορίστηκε στο Αργυρόκαστρο. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα, έθεσε τις ικανότητές του στην υπηρεσία της Πατρίδας και της Σημαίας, αποκρούοντας επιτυχώς κάθε προσπάθεια επίθεσης από πλευράς των αλβανών.
Η ιστορία της Βορείου Ηπείρου και της Χιμάρας θα πρέπει να γεμίζει τον κάθε Έλληνα Εθνικιστή με αισθήματα ανάμεικτα. Νοσταλγία για χώματα ελληνικά, αλληλεγγύη και θαυμασμό για τα σκλαβωμένα αδέρφια μας που διώκονται, οργή και ιερό μένος γιατί βασανίζονται και δολοφονούνται επειδή τολμούν να μιλούν την ελληνική γλώσσα και να διάγουν κατά τον ελληνικό είθισται. Δεν έχει περάσει άλλωστε πολύ καιρός που ο εθνομάρτυρας Αριστοτέλης Γκούμας, έχασε τη ζωή του από τα υπάνθρωπο κτήνη, που τον δολοφόνησαν. Χρέος ιερό όλων ημών, καθίσταται η σπουδή της Ιστορίας και η μεταλαμπάδευση της Ιστορικής αλήθειας στις επόμενες γενιές.
Πηγή: Χειμάρα
Παναγιώτης Λιάκος 01/11/22
Οι στίχοι αυτού του τραγουδιού αποτελούν μια προσέγγιση των πεπραγμένων της ελίτ που νομίζει ότι κυβερνά τον κόσμο.
«…Οι υπεύθυνοι πρέπει να λογοδοτήσουν», δήλωσε ο δικηγόρος των οικογενειών των εναγόντων.
Αντίθετα με όσα η ελληνική αριστερά διατείνεται εδώ και δεκαετίες, ο ελληνικός εμφύλιος δεν άρχισε το 1946 με την επίθεση το Λιτόχωρο.
Η Τζόρτζια Μελόνι που κατηγορείται ως ακραία, είχε το πολιτικό σθένος να διορθώσει μια αδικία - Η Ελληνική κυβέρνηση όμως, αποδεικνύεται πιο αυταρχική και από την ακροδεξιά πρωθυπουργό
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...