Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
(Λουκ. η' 41-56)
Όταν οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν σ’ ένα βράχο, τον κάνουν να λάμπει. Όταν η φλόγα αγγίξει ένα άκαφτο κερί, το ανάβει. Όταν ο μαγνήτης αγγίξει ένα μεταλλικό αντικείμενο, το μαγνητίζει. Όταν το ηλεκτροφόρο καλώδιο αγγίξει ένα συνηθισμένο σύρμα, και τα δυο τους ηλεκτρίζονται.
Όλες αυτές οι φυσικές ενέργειες δεν είναι παρά εικόνες ή πνευματικά φαινόμενα. Όλα όσα συμβαίνουν στον εξωτερικό κόσμο, είναι απλά η εικόνα όσων γίνονται στον εσωτερικό. Ολόκληρη η εφήμερη φύση είναι σαν ένα όνειρο, σε σχέση με την εσωτερική πραγματικότητα, σαν ένα παραμύθι, όταν μιλάμε με όρους αιώνιας ζωής.
Η ψυχή είναι η πραγματικότητα του σώματος. Ο Θεός είναι η πραγματικότητα της ψυχής. Όταν ο Θεός αγγίζει την ψυχή, την ζωοποιεί, της μεταδίδει την δράση. Όταν η ψυχή αγγίζει το σώμα, κάνει το ίδιο. Το σώμα λαβαίνει φως, ζεσταίνεται, δέχεται μαγνητισμό και ηλεκτρισμό, δράση, ακοή και κίνηση από την ψυχή. Όταν η ψυχή αναχωρεί από το σώμα, όλ’ αυτά χάνονται, εξαφανίζονται. Η ψυχή δέχεται από το Θεό έναν ειδικό φωτισμό, θέρμη, μαγνητισμό και ηλεκτρισμό, δράση, ακοή και κίνηση. Κι όλ’ αυτά χάνονται όταν η ψυχή χωρίζεται από το Θεό. Υπάρχει άνθρωπος σ’ ολόκληρο τον κόσμο που όταν αγγίζει μια νεκρή ψυχή την επαναφέρει στη ζωή, της μεταδίδει φως και θερμότητα, μαγνητισμό και ηλεκτρισμό από την πηγή της ζωής; Υπάρχει κάποιος σ’ ολόκληρο τον κόσμο, από την αρχή της ιστορίας του ανθρώπου, που όταν άγγιξε ένα νεκρό σώμα το έκανε να σηκωθεί, να μιλήσει και να περπατήσει;
Σίγουρα πρέπει νά ‘χει υπάρξει. Διαφορετικά ο ήλιος κι η γη, ο χειμώνας κι η άνοιξη, ο μαγνήτης κι ο ηλεκτρισμός κι όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο, θα ήταν η φαντασία κάποιου που δεν υπάρχει, η σκιά κάποιου ανύπαρκτου όντος, ένα όνειρο, μακριά από την πραγματικότητα. Πρέπει να έχει υπάρξει. Διαφορετικά ο Κύριος Ιησούς Χριστός δε θα είχε εμφανιστεί στη γη. Εμφανίστηκε για να παρουσιάσει στους ανθρώπους την πραγματικότητα· πως η φύση ολόκληρη, με όλα όσα συμβαίνουν μέσα της, δεν είναι παρά μια εικόνα, ένα όνειρο, ένα παραμύθι. Ο Κύριος ήρθε για να φανερώσει την αλήθεια όσων φανερώνουν ο ήλιος κι η γη, ο χειμώνας κι η άνοιξη, ο μαγνητισμός κι ο ηλεκτρισμός, η φύση ολόκληρη. Η φύση που δημιουργήθηκε και τοποθετήθηκε μπροστά στον άνθρωπο από το Θεό σαν ένα ανοιχτό βιβλίο, που όμως αυτός δεν μπόρεσε ακόμα να το διαβάσει σωστά.
Ο Χριστός είναι η πύρινη στήλη στην ιστορία του κόσμου. Από Εκείνον οι νεκρές ψυχές παίρνουν ζωή και θερμότητα, κίνηση και ομορφιά. Είναι το Δέντρο της Ζωής, που όταν αγγίζει τα νεκρά σώματα τους μεταδίδει ζωή, τ’ ανασταίνει, τους δίνει κίνηση και λόγο. Είναι το αγνό και ευωδιαστό θεραπευτικό βάλσαμο, που όταν το αγγίζουν οι τυφλοί ξαναβρίσκουν το φως, οι κουφοί την ακοή τους, οι παράλυτοι την κίνηση, οι άλαλοι τη λαλιά τους, οι παράφρονες τη λογική τους, οι λεπροί καθαρίζονται, κάθε αρρώστια θεραπεύεται.
***
Το σημερινό ευαγγέλιο μας δίνει ένα ακόμα παράδειγμα, για να καταλάβουμε πως όταν κάποιος έρχεται σ’ επαφή με το Χριστό, αν είναι άρρωστος θεραπεύεται κι αν είναι νεκρός ανασταίνεται.
Εκείνον τον καιρό λοιπόν, «ιδού ήλθεν ανήρ ω όνομα Ιάειρος, και αυτός άρχων της συναγωγής υπήρχε· και πεσών παρά τους πόδας του Ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τον οίκον αυτού· ότι θυγάτηρ μονογενής ην αυτώ ως ετών δώδεκα, και αύτη απέθνησκεν» (Λουκ. η' 41, 42). Για ποιόν καιρό μας μιλάει εδώ ο ευαγγελιστής; Πότε έγιναν αυτά; Τότε που ο Κύριος διέσχισε τη λίμνη και γύρισε με το πλοίο από τη χώρα των Γαδαρηνών, τότε που θεράπευσε τους δυο δαιμονισμένους και νωρίτερα είχε γαληνέψει την καταιγίδα στη λίμνη. Αφού είχε κάνει τα δυο μεγάλα αυτά θαύματα, τον καλούν τώρα να κάνει ένα τρίτο. Ν’ αναστήσει ένα νεκρό. Κι όλ’ αυτά μέσα σε πολύ περιορισμένο χρόνο, λες και βιαζόταν να κάνει όσα περισσότερα καλά μπορούσε στους ανθρώπους, όσο ζούσε στη γη, και να μας δώσει έτσι παράδειγμα πως πρέπει να βιαζόμαστε να κάνουμε το καλό, πως πρέπει να περπατάμε όσο έχουμε το φως (πρβλ. Ιωάν. ιβ' 35).
Αν και τα τρία αυτά θαύματα δε φαίνονται να μοιάζουν μεταξύ τους, όλα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Όλα αποκαλύπτουν την κυριαρχική δύναμη του Χριστού - την κυριαρχία Του στη φύση, στους δαίμονες και στο θάνατο, στις ψυχές των ανθρώπων. Είναι δύσκολο να πει κανείς ποιο από τα τρία αυτά θαύματα είναι πιο φοβερό και πιο συγκλονιστικό. Τί είναι πιο δύσκολο: να τιθασεύσεις την καταιγίδα σε θάλασσα και αέρα, να θεραπεύσεις τους ανίατα δαιμονισμένους ή ν’ αναστήσεις νεκρό; για ένα θνητό άνθρωπο και τα τρία αυτά είναι εξίσου δύσκολα. Για το Χριστό όμως είναι και τα τρία εξίσου εύκολα. Όταν ο άνθρωπος εμβαθύνει στο καθένα από τα τρία θαύματα, η ψυχή του τρέμει, γιατί βλέπει τη μεγαλοσύνη και την παντοδυναμία της πνοής, που εν αρχή, δημιούργησε τον κόσμο. «Και είπεν ο Θεός...και εγένετο ούτως» (Γεν. α’ 11).
Ο Ματθαίος ονομάζει άρχοντα τον Ιάειρο. Τι είδους άρχοντας ήταν το εξηγούν ο Μάρκος κι ο Λουκάς: Ήταν άρχοντας της συναγωγής, όπου ρυθμίζονται τα θρησκευτικά και εθνικά θέματα. Το μονάκριβο παιδί του βρισκόταν στο νεκροκράβατο. Αυτό ήταν κάτι τρομερό γι’ αυτόν που, όπως κι οι άλλοι Ιουδαίοι, είχαν μια αμυδρή κι ακαθόριστη πίστη στη μετά θάνατον ζωή. Για έναν άνθρωπο της εξουσίας αυτό ήταν διπλό χτύπημα: πρώτο ήταν η θλίψη του ως γονιού και δεύτερο το αίσθημα ντροπής και ταπείνωσης μπροστά στους ανθρώπους, καθώς τέτοια φοβερή απώλεια φαινόταν σαν τιμωρία του Θεού. Στην απόγνωσή του ήρθε στο Χριστό «και πεσών προσεκύνει αυτώ λέγων ότι η θυγάτηρ μου άρτι ετελεύτησεν· αλλ' ελθών επίθες την χείρα σου επ’ αυτήν και ζήσεται» (Ματθ. θ' 18).
Γιατί γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς πως η κόρη του άρχοντα «απέθνησκεν», ενώ ο Ματθαίος γράφει πως «άρτι ετελεύτησεν»; Ο Λουκάς περιγράφει το περιστατικό όπως έγινε, ενώ ο Ματθαίος μεταφέρει τα λόγια του ίδιου του ικέτη. Δε συνηθίζουν οι άνθρωποι να υπερβάλουν τη δυστυχία τους; Η υπερβολή προέρχεται πρώτα από το γεγονός ότι όταν η δυστυχία έρχεται ξαφνικά, αναπάντεχα, φαίνεται πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι πραγματικά είναι. Δεύτερο, επειδή εκείνος που ζητάει βοήθεια, γενικά παρουσιάζει το πρόβλημά του μεγαλύτερο απ’ ό,τι είναι πραγματικά, ώστε να λάβει τη βοήθεια όσο γίνεται πιο γρήγορα. Όταν καίγεται ένα σπίτι, δεν ακούμε συχνά: «Τρέξτε, βοηθήστε, το σπίτι μου κατακάηκε»; Το σπίτι βέβαια δεν έχει κατακαεί, καίγεται. Το ότι το κορίτσι δεν είχε πεθάνει ακόμα τη στιγμή που ο πατέρας του μιλούσε στον Κύριο, θα τ’ ακούσουμε λίγο αργότερα από τους υπηρέτες του Ιάειρου.
Μ’ όλο που ο Ιάειρος αυτός είχε κάποια πίστη στο Χριστό, αυτή δε θα μπορούσε να συγκριθεί με κείνην του ρωμαίου εκατόνταρχου στην Καπερναούμ. Ο τελευταίος ζητούσε από το Χριστό να μην πάει στο σπίτι του, επειδή ήταν αμαρτωλός, αρκούσε να πει ένα λόγο: «μόνον ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου» (Ματθ. η' 8). Ο Ιάειρος κάλεσε τον Κύριο στο σπίτι του, για ν’ ακουμπήσει το χέρι Του στη νεκρή θυγατέρα του. Η πίστη του είχε και κάτι υλικό μέσα της. Επίθες την χείρα σου επ’ αυτήν! Ο Ιάειρος ζήτησε από τον Κύριο ένα χειροπιαστό τρόπο θεραπείας. Λες κι ο λόγος του Χριστού είχε λιγότερη δύναμη από το χέρι Του! Λες κι η φωνή που γαλήνευε τα κύματα και την καταιγίδα, που έβγαζε τα δαιμόνια από τους δαιμονισμένους κι αργότερα ανάστησε το Λάζαρο, τέσσερις μέρες μετά το θάνατο και την ταφή του, δεν μπορούσε ν’ αναστήσει την κόρη του Ιαείρου! Ο Κύριος ήταν πολύ φιλεύσπλαχνος. Δε θ’ αρνιόταν τη βοήθειά Του προς το θλιμμένο πατέρα επειδή η πίστη του δεν ήταν τέλεια. Έτσι ξεκίνησε αμέσως για να βοηθήσει.
Στο δρόμο προς το σπίτι του Ιάειρου έγινε κι ένα θαύμα σε μια γυναίκα που είχε πολύ μεγαλύτερη πίστη από τον Ιάειρο. Κι αυτό βοήθησε τον Ιάειρο, τον έπεισε πως ολόκληρος ο Χριστός έχει θαυματουργική δύναμη, όχι μόνο τα χέρια Του. Μ’ οποιοδήποτε τρόπο κι αν έρθει κανείς σ’ επαφή με τον παντοδύναμο Χριστό, θεραπεύεται. Αυτό είναι πηγή θάρρους σ’ αυτούς που δεν μπορούν να πλησιάσουν το Χριστό με τον ένα τρόπο, μπορούν όμως με κάποιον άλλο. Ο Κύριος άπλωσε τα χέρια Του στο σταυρό για ν’ αγκαλιάσει όλους εκείνους που προστρέχουν κοντά Του, από όποια πλευρά κι αν έρχονται.
Προσέξτε τώρα τι έγινε όταν ο Χριστός πορεύτηκε μαζί με το πλήθος προς το σπίτι του Ιάειρου.
«Εν δε τω υπάγειν αυτόν οι όχλοι συνέπνιγον αυτόν, και γυνή ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα, ήτις προσαναλώσασα όλον τον βίον ουκ ίσχυσεν υπ’ ουδενός θεραπευθήναι, προσελθούσα όπισθεν ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού, και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής» (Λουκ. η’ 42-44). Από τη στιγμή που ο Χριστός πάτησε το πόδι Του στη στεριά, ερχόμενος από τα Γάδαρα, συνοδευόταν από ένα αμέτρητο πλήθος ανθρώπων. «Συνήχθη όχλος πολύς επ’ αυτόν», γράφει ο ευαγγελιστής Μάρκος (ε' 21). Όλοι ήθελαν να βρεθούν κοντά Του, ν’ ακούσουν τα σπάνια λόγια Του και να δουν τα θαυμαστά έργα Του. Μερικοί τον ακολουθούσαν από πείνα και δίψα πνευματική κι άλλοι από περιέργεια. Μέσα στο πλήθος βρισκόταν κι η άρρωστη γυναίκα, άρρωστη από μια ακάθαρτη αρρώστια. Η ρύση αίματος σε μια γυναίκα, ακόμα κι όταν είναι φυσιολογική, είναι ένα δύσκολο και ταπεινωτικό πράγμα. Μια διαρκής ρύση αίματος όμως, που διαρκεί δώδεκα ολόκληρα χρόνια, ήταν σαν μια ζωντανή κόλαση βασάνων, ντροπής κι ακαθαρσίας. Η γυναίκα αυτή είχε αναζητήσει θεραπεία κι είχε δαπανήσει όλα όσα είχε σε γιατρούς και φάρμακα. Τίποτα όμως δε βοήθησε, κανένας γιατρός δεν μπορούσε να την γιατρέψει. Φανταστείτε το καθημερινό πλύσιμό της, το καθάρισμά της, τη στενοχώρια και την ντροπή της. Έμοιαζε σα να τη δημιούργησε ο Θεός γι’ αυτό μόνο το λόγο: για να τρέχει το αίμα της και κείνη να περνά τις μέρες της στη γη σε μια προσπάθεια να σταματήσει τη ρύση, που δε σταματούσε, μ’ έναν πόνο που δε γιατρευόταν και με μια ντροπή ανέκφραστη. Έτσι πιστεύουμε πως γίνεται με κάθε χρόνια ασθένεια. Ο Θεός όμως είχε προβλέψει γι’ αυτήν, όπως προβλέπει και για κάθε πλάσμα Του. Η αρρώστια της συντέλεσε στην ψυχική της σωτηρία και στη δόξα του Θεού.
«Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτόν, σωθήσομαι» (Ματθ. θ' 21), είπε μέσα της και πίεζε το πλήθος για να βρεθεί κοντά στο Χριστό. Τόσο μεγάλη ήταν η πίστη της γυναίκας αυτής. Νωρίτερα είχε στηρίξει την πίστη της στους γιατρούς που είχε επισκεφτεί. Η πίστη της αυτή όμως αποδείχτηκε άκαρπη. Από μόνη της η πίστη δεν είναι αρκετή, αν αυτός που πιστεύεις δεν έχει τη δύναμη να βοηθήσει. Γι’ αυτό ας σιωπήσουν όλοι εκείνοι που ισχυρίζονται (είτε από άγνοια είτε από έλλειψη πίστης) πως τα θαύματα του ευαγγελίου έγιναν από υποβολή ή αυθυποβολή. Η ταπεινή και βασανισμένη αυτή γυναίκα δεν είχε ούτε την τόλμη ούτε την ελπίδα να παρουσιαστεί μπροστά στο Χριστό, να του εξηγήσει το πρόβλημά της και να ζητήσει βοήθεια. Πώς θα μπορούσε να το κάνει αυτό μπροστά σ’ ένα τεράστιο πλήθος, όταν μάλιστα ντρεπόταν για την κατάστασή της; Η φύση της «ακάθαρτης» αρρώστιας της ήταν τέτοια, ώστε αν την είχε δημοσιοποιήσει, θα εισέπραττε τη δημόσια αποστροφή, την κατακραυγή και την καταδίκη. Γι’ αυτό και προσέγγισε τον Κύριο κρυφά, από πίσω, και άγγιξε το ιμάτιό Του.
Και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής . Πώς κατάλαβε πως έπαψε η ρύση του αίματος; «Έγνω τω σώματι ότι ιάται από της μάστιγος», γράφει ο ευαγγελιστής Μάρκος (ε' 29). Όπως ένα ζωντανό σκουλήκι που σπαρταρά ακατάπαυστα γύρω από μια διαπυημένη πληγή, έτσι θα έπρεπε να νιώθει κι η δύστυχη αυτή γυναίκα την ασταμάτητη ρύση του αίματος. Όταν όμως άγγιξε το ιμάτιο του Χριστού, ένιωσε πως η αιμορραγία σταμάτησε. Δεν ένιωθε την αιμορραγία μέσα της, όπως δεν τη νιώθει και κάθε υγιής άνθρωπος. Μέσα της μπήκε η υγεία, όπως ο μαγνητισμός σ’ ένα μαγνήτη ή το φως σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο.
Δεν ήταν αυτό το μοναδικό περιστατικό ανθρώπου που γιατρεύτηκε μόνο με το άγγιγμα των ιματίων του Χριστού. Σε άλλο σημείο των ευαγγελίων διαβάζουμε πως πολλοί ήθελαν απλά ν’ αγγίξουν το κράσπεδο των ιματίων Του «και όσοι ήψαντο διεσώθησαν» (Ματθ. ιδ' 36).
Πόσα τέτοια ανήκουστα θαύματα έκανε ο Κύριος Ιησούς στους ανθρώπους, που έμειναν ακαταχώρητα! Κι αυτό όχι μόνο στα τριάντα χρόνια που ήρθε για να κηρύξει το σωστικό Του ευαγγέλιο στους ανθρώπους, αλλ’ από την ίδια μέρα και ώρα της σύλληψής Του στην πάναγνη κοιλιά της Μητέρας Του. Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Τα θαύματά Του είναι περισσότερα από τις σταγόνες της βροχής».
Πόσο άλλαξε μυστηριωδώς όλη η κτίση με την κατά σάρκα παρουσία Του στη γη! Πόσα θαύματα γίνονται και σήμερα στους πιστούς που συμμετέχουν στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας! Είναι αμέτρητα κι ακατανόητα. Η αιμορροούσα γυναίκα δεν άγγιξε το σώμα Του, αλλά το ιμάτιό Του μόνο. Κι αμέσως θεραπεύτηκε η μακρόχρονη πάθησή της, που για χρόνια πολλά προσπαθούσαν οι γιατροί να γιατρέψουν χωρίς αποτέλεσμα. Όλα όσα είχε τα σκόρπισε σε γιατρούς και σε φάρμακα, για να βρει τη θεραπεία της. Να όμως που μπροστά της βρέθηκε ο Κύριος, ο γιατρός που δεν αποβλέπει σε χρήματα, που δεν της ζητάει τίποτα, αλλά της δίνει όλα όσα εκείνη επιθυμούσε. Κι αυτό χωρίς καμιά προσπάθεια, μόχθο ή καθυστέρηση. Αυτή είναι η πληρότητα και τελειότητα κάθε άνωθεν δωρεάς, που έρχεται «από του πατρός των φώτων» (Ιακ. α’ 17).
«Και είπεν ο Ιησούς· τίς ο αψάμενός μου; αρνουμένων δε πάντων είπεν ο Πέτρος και οι συν αυτώ· επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τίς ο αψάμενός μου; ο δε Ιησούς είπεν ήψατό μου τις· εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ’ εμού» (Λουκ. η' 45,46). Γιατί ρώτησε ο Κύριος, αφού γνώριζε ποια ήταν αυτή που τον άγγιξε, αλλά και πως δεν μπορούσαν να του απαντήσουν εκείνοι τους οποίους ρώτησε, αφού δεν ήξεραν; Για να φανερώσει την πίστη της γυναίκας που θεραπεύτηκε, να την επιβεβαιώσει μια και καλή τόσο στην ίδια όσο και στους άλλους, αλλά και για ν’ αποκαλύψει τη θεϊκή δύναμή Του σε κείνους που ήταν μπροστά, καθώς και σ’ εμάς.
Ο άνθρωπος πρέπει να δέχεται κάθε θεϊκό δώρο με ευχαριστία κι ευγνωμοσύνη. Ο Κύριος θέλησε να δώσει έμφαση στην πίστη της γυναίκας, για να μας διδάξει πως η πίστη είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να δώσει ο Θεός κάθε καλό στους ανθρώπους. Είναι αλήθεια πως με το αμέτρητο έλεός Του ο Θεός, συχνά κάνει το καλό στους ανθρώπους χωρίς προαπαιτούμενο την πίστη τους. Όταν όμως ζητάει την πίστη των ανθρώπων, δίνει έμφαση στην οντότητά τους, ως ελευθέρων και λογικών πλασμάτων. Πώς μπορεί να είναι ελεύθερος και λογικός ο άνθρωπος αν, από την πλευρά του, δεν είναι έτοιμος να δεχτεί τη σωτηρία του; Ο Θεός ζητάει από τους ανθρώπους το ελάχιστο που μπορεί να ζητήσει: πίστη στο ζωντανό Θεό, στην αγάπη Του, στη διαρκή ετοιμότητά Του να δώσει και να κάνει στους ανθρώπους όλα όσα συντελούν στο καλό του.
Με τη διακήρυξη της πίστης της γυναίκας αυτής όμως, ο Κύριος ήθελε να ενισχύσει και την πίστη του Ιάειρου. Να του δείξει πως δεν ήταν απαραίτητο ν’ απαιτήσει από τον Κύριο να πάει στο σπίτι του για ν’ αγγίξει με το χέρι Του το νεκρό κορίτσι. Έχει τη δύναμη να θεραπεύσει με πολλούς τρόπους κι όχι μόνο με την επίθεση των χεριών. Μπορεί να θεραπεύσει με τα ρούχα Του όπως και με τα χέρια Του, από απόσταση σα να βρίσκεται κοντά, από το δρόμο όπως και μέσα στο σπίτι.
Ο Κύριος θέλει να γνωρίσουν οι άνθρωποι τη θεϊκή Του δύναμη, δεν επιδιώκει τον έπαινό τους. Οι έπαινοι των ανθρώπων για τον Κύριο ήταν εντελώς μάταιοι, ένα τίποτα. Ήθελε όμως να γνωρίσουν την αλήθεια οι άνθρωποι, να κάνουν χρήση της αλήθειας. Κι η αλήθεια είναι πως κάθε αγαθό που δέχονται οι άνθρωποι, έρχεται απευθείας από το Θεό. Το ιμάτιο του Χριστού δε θεράπευσε την αιμορροούσα γυναίκα χωρίς τη γνώση του Χριστού, χωρίς την άμεση δύναμη που πήγαζε απ’ Αυτόν. Είναι η ίδια ζωντανή δύναμη του Θεού που θαυματουργεί στον πιστό από τα λείψανα των αγίων και τις εικόνες. Η χριστιανική πίστη δεν έχει τίποτα μαγικό. Κανένα δημιούργημα δεν μπορεί με μόνη τη δύναμή του να κάνει οποιοδήποτε καλό στους ανθρώπους. Δε γίνεται να μη γνωρίζει ο Θεός τη θεϊκή δύναμη που πηγάζει από τον ίδιο.
Αυτό γίνεται με όλα τα εγκόσμια μέσα θεραπείας , αυτό γίνεται και με τα μεταλλικά νερά. Ο Θεός δεν απέχει από τα γιατρικά και τα μεταλλικά νερά περισσότερο, απ’ όσο απέχει ο Χριστός από τα ιμάτιά Του. Όποιος χρησιμοποιεί φάρμακα και μεταλλικά νερά με τέτοια πίστη και τέτοια συστολή, φόβο και σεβασμό, που είχε κι η γυναίκα αυτή όταν άγγιζε τα ρούχα του Χριστού, θα θεραπευτεί. Όποιος όμως χρησιμοποιεί φάρμακα και μεταλλικά νερά χωρίς Θεό, ή ακόμα περισσότερο αντίθετα στο Θεό, σπάνια θεραπεύεται. Αν κάποιος απ’ αυτούς θεραπεύεται, δέχεται τη θεραπεία του από την άπειρη ευσπλαχνία του Θεού, ώστε να γνωρίσει και να ομολογήσει κάποια στιγμή την ευσπλαχνία του Θεού και να τον δοξάσει. Ο Χριστός θεράπευσε τον δαιμονισμένο στα Γάδαρα χωρίς εκείνος να διαθέτει την πίστη αυτή, χωρίς να την ομολογεί. Για να γίνει γνωστό για ποιο λόγο τον θεράπευσε όμως, του είπε: «ύπαγε εις τον οίκόν σου προς τους σους και ανάγγειλον αυτοίς όσα σοι ο Κύριος πεποίηκε και ηλέησέ σε» (Μάρκ. ε 19).
Πολλοί από το πλήθος που ακολουθούσε το Χριστό τον άγγιζαν, δεν έλαβαν όμως τη θεραπεία που δέχτηκε η αιμορροούσα γυναίκα, γιατί αυτή τον άγγιξε με πίστη και φόβο . Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα σε πολλούς που προσκυνούν χωρίς πίστη και φόβο τις εικόνες, τα λείψανα των αγίων, τον Τίμιο Σταυρό και το Ευαγγέλιο, όπως γινόταν και με το μεγάλο πλήθος με τα περίεργα μυαλά και τις παγωμένες καρδιές που άγγιζαν το Χριστό. Με τους αληθινούς πιστούς όμως γίνεται αυτό που έγινε με την αιμορροούσα γυναίκα, που θεραπεύτηκε. Όποιος έχει μάτια, ας δει. Όποιος έχει αυτιά, ας ακούσει!
«Ιδούσα δε η γυνή ότι ουκ έλαθε, τρέμουσα ήλθε και προσπεσούσα αυτώ δι’ ην αιτίαν ήψατο αυτού απήγγειλεν αυτώ ενώπιον παντός του λαού, και ως ιάθη παραχρήμα. ο δε είπεν αυτή· θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εις ειρήνην» (Λουκ. η' 47,48). Η γυναίκα ένιωσε από τη φωνή και τα λόγια του Χριστού, πως Εκείνος γνώριζε το μυστικό της, πως η ίδια δε θα μπορούσε να του το κρύψει. Έτρεμε από φόβο και στάθηκε πρόσωπο με πρόσωπο μ’ Εκείνον που γνωρίζει τις πιο καλοκρυμμένες πράξεις των ανθρώπων, τα πιο μύχια μυστικά που κρύβουν στην καρδιά τους. Είχε νιώσει τη δύναμη του Χριστού, τη θαυματουργική θεραπευτική δύναμή Του, γι’ αυτό κι έτρεμε από φόβο μπροστά Του. Τώρα όμως που άκουσε πως ο Κύριος Ιησούς γνώριζε το βαθύ μυστικό της, ο φόβος μπροστά στον παντογνώστη διπλασιάστηκε. Μαζί με την παντοδυναμία του Κυρίου Ιησού, της φανερώθηκε κι η πανσοφία Του. Προχώρησε μπροστά και τα ομολόγησε όλα. Η ντροπή της μεταβλήθηκε σε φόβο. Η ντροπή για την αρρώστια της εξαφανίστηκε, αφού θεραπεύτηκε. Στη θέση της ντροπής ήρθε τώρα ο φόβος μπροστά στην παντοδυναμία και την πανσοφία Του.
Την είδε έτσι φοβισμένη ο στοργικός Κύριος και την παρηγόρησε με τα πατρικά Του λόγια: θάρσει, θύγατερ! Υπάρχει πιο γλυκιά παρηγοριά στον κόσμο, από το ν’ ακούσει κανείς τα λόγια αυτά από τον αθάνατο Βασιλιά και Κύριο; Της δίνει θάρρος, την ονομάζει «θυγατέρα» Του. Δεν υπάρχει πραγματικό και διαρκές θάρρος, έξω απ’ αυτό που δίνει ο Θεός. Ο άνθρωπος δε γνωρίζει τίποτα από αφοβία, αν δε γνωρίζει τίποτα από Θεό. Δε γνωρίζει τίποτα από παρηγοριά και συμπάθεια, ωσότου γνωρίσει κι ομολογήσει το Θεό ως Πατέρα του και τον ίδιο ως παιδί του Θεού. Κανένας δεν μπορεί ν’ ακούσει τα λόγια αυτά μέσα του, ωσότου ανακαινιστεί κι αναγεννηθεί πνευματικά. Η γυναίκα αυτή έδειξε πως αναγεννήθηκε σωματικά και πνευματικά. Σωματικά, επειδή το μισοπεθαμένο σώμα της γιατρεύτηκε, αναζωογονήθηκε. Πνευματικά, επειδή γνώρισε κι ένιωσε την παντοδυναμία και πανσοφία του Κυρίου Ιησού.
Η πίστις σου σέσωκέ σε. Αυτά είναι λόγια διδαχής, αλλά και θάρρους. Αν ο Κύριος Ιησούς δεν είχε φανερώσει την ταπείνωσή Του με το να νηστέψει και να πλύνει τα πόδια των μαθητών Του· αν τη δύναμή Του δεν την είχε αποδώσει στον Ουράνιο Πατέρα Του, κι αν τη δόξα Του δεν την είχε μοιραστεί με ανθρώπους, αποδίδοντας τα δικά Του σ’ εκείνους, τότε σίγουρα η γη θα έτρεμε συνέχεια σε κάθε βηματισμό Του· σε κάθε λόγο Του ο κόσμος ολόκληρος θα φλεγόταν. Ποιός θα τολμούσε να τον κοιτάξει κατάματα; Ποιός θα μπορούσε να καθήσει δίπλα Του και να τον αγγίξει; Ποιός θα μπορούσε ν’ ακούσει το λόγο Του και να μη διαλυθεί, να εξαφανιστεί; Ο Κύριος ντύθηκε την ανθρώπινη σάρκα για να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους ως αδελφός με αδελφό. Αυτός είναι ο λόγος που ταπεινώθηκε τόσο πολύ. Γι’ αυτό έδινε κουράγιο στους ανθρώπους σε κάθε τους βήμα. Γι’ αυτό κι απέδιδε όλα τα έργα Του στην πίστη τους.
Την ώρα που ο Κύριος τέλειωνε με την αιμορροούσα γυναίκα, η κατάσταση του Ιάειρου είχε χειροτερέψει.
«Έτι αυτού λαλούντος έρχεται τις παρά του αρχισυναγώγου λέγων αυτώ ότι τέθνηκεν η θυγάτηρ σου· μη σκύλλε τον διδάσκαλον. ο δε Ιησούς ακούσας απεκρίθη αυτώ λέγων· μη φοβού· μόνον πίστευε, και σωθήσεται» (Λουκ. η' 49, 50). Γίνεται φανερό από τα λόγια αυτά πως η κόρη του Ιάειρου δεν είχε πεθάνει όταν εκείνος κάλεσε το Χριστό στο σπίτι του. Βρισκόταν στη νεκρική κλίνη της, έπνεε «τα λοίσθια», γι’ αυτό και θα μπορούσαν να την ονομάσουν νεκρή.
Μη σκύλλε τον διδάσκαλον . Ο Χριστός ήταν γνωστός ως Διδάσκαλος. Τον ονόμαζαν έτσι εκείνοι που δεν ένιωθαν την απεριόριστη δύναμή Του. Προσέξτε όμως πόσο πράος και σπλαχνικός ήταν ο Κύριος! Προτού ο άρχοντας Ιάειρος ξεσπάσει σε δάκρυα κι εκφράσει τον πατρικό του πόνο, Εκείνος τον στήριξε με λόγια παρηγορητικά κι ενθαρρυντικά: Μη φοβού! Αυτό βέβαια δεν αλλάζει, με τίποτα την κατάσταση. Μισοπεθαμένο ή πεθαμένο το κορίτσι, δεν έχει διαφορά. Τίποτα δεν μπορούσε να πάρει από τη δύναμη του Θεού. Το μόνο που απέμενε στο δύστυχο πατέρα ήταν ν’ ακολουθήσει αυτά που του έλεγε ο Κύριος, το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν το μόνον πίστευε! Είδες πριν, από την αιμορροούσα γυναίκα, τι μπορεί να κάνει ο Θεός. Εκείνος που με μια μόνο σκέψη μπορούσε να θεραπεύσει την αιμορραγία της, που την ταλαιπωρούσε δώδεκα ολόκληρα χρόνια, μπορεί να ενώσει ξανά την ψυχή με το σώμα της κόρης σου. Εσύ να πιστεύεις μόνο και σωθήσεται!
«Ελθών δε εις την οικίαν ουκ αφήκεν εισελθείν ουδένα ει μη Πέτρον και Ιωάννην και Ιάκωβον και τον πατέρα της παιδός και την μητέρα» (Λουκ. η' 51). Πέντε μάρτυρες είναι αρκετοί. Δύο μάρτυρες δε φτάνουν στα εγκόσμια δικαστήρια, σύμφωνα με το νόμο; Πήρε μαζί Του τρεις μαθητές Του, εκείνους που αργότερα θα μαρτυρούσαν την ένδοξη Μεταμόρφωσή Του στο Θαβώρ και την προσευχή της αγωνίας Του στον κήπο της Γεθσημανή. Πήρε εκείνους που τότε ήταν πιο ώριμοι πνευματικά από τους άλλους εννιά, που θα μπορούσαν να κατανοήσουν το βαθύτερο μυστήριο της δύναμης και της ύπαρξής Του. Οι τρεις αυτοί μαθητές θα έβλεπαν την πρώτη ανάσταση νεκρού που θα κατόρθωνε με τη δύναμή Του ο Κύριος και στη συνέχεια θα το διηγούνταν στους συντρόφους τους, διδάσκοντάς τους έτσι νά ‘χουν και κείνοι πίστη. Αργότερα που ο Κύριος θ’ ανάσταινε το γιό της χήρας στη Ναΐν και το Λάζαρο, θα παρευρίσκονταν όλοι οι μαθητές. Είναι προφανές γιατί πήρε και τους γονείς του κοριτσιού μαζί Του. Η νεκρή κόρη τους θα βοηθούσε στην ανάσταση των ψυχών τους. Ποιός θά ‘χε το δικαίωμα να βοηθηθεί από την κόρη, περισσότερο από τους γονείς της;
Μπήκε στο σπίτι ο Κύριος κι η σκέψη Του ήταν σε κείνους που έκλαιγαν και θρηνούσαν το νεκρό κορίτσι. «Έκλαιον δε πάντες και εκόπτοντο αυτήν, ο δε είπε· μη κλαίετε· ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει· και κατεγέλων αυτού, ειδότες ότι απέθανεν» (Λουκ. η’ 52, 53). Ο Ματθαίος κι ο Μάρκος δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στη σκηνή αυτή. Γράφουν πως είχαν κληθεί από τη γειτονιά μουσικοί και επαγγελματίες θρηνωδοί. Αυτό ήταν έθιμο στους πλούσιους Ιουδαίους, όπως και στους ειδωλολάτρες. Οι άνθρωποι αυτοί έκλαιγαν, θορυβούσαν και μοιρολογούσαν (βλ. Μάρκ. ε’ 38). Ο Ιάειρος ήταν από τους πιο σπουδαίους, αν όχι ο πιο σπουδαίος άνθρωπος του τόπου. Εκτός από τους μισθωμένους μουσικούς και θρηνωδούς, πρέπει να παρευρίσκονταν στο σπίτι του και πολλοί συγγενείς, φίλοι και γείτονες, που έκλαιγαν πραγματικά το κορίτσι που έφυγε πρόωρα.
Γιατί είπε στους ανθρώπους ο Κύριος, πως ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει; Ήξερε καλά πως είχε πεθάνει. Πρώτα, λοιπόν, το είπε για να επιβεβαιώσουν όλοι οι παριστάμενοι πως το κορίτσι ήταν πραγματικά πεθαμένο. Και δε θα μπορούσαν να το βεβαιώσουν καλύτερα αυτό, παρά με τον περιφρονητικό καγχασμό τους, επειδή ο Κύριος δεν ήξερε πως το κορίτσι ήταν νεκρό. Δεύτερο, για να φανερώσει πως μπροστά Του ο θάνατος είχε χάσει την οσμή και τη δύναμή του στους ανθρώπους, δεν ήταν παρά απλά ένα όνειρο. Ο θάνατος δεν είναι εκμηδένιση του ανθρώπου, όπως δεν είναι κι ο ύπνος. Θάνατος είναι το πέρασμα του ανθρώπου από τη ζωή αυτή στην άλλη. Και Κύριος τόσο αυτής της ζωής όσο και της άλλης είναι Ένας. Για τον άνθρωπο που είναι στηριγμένος στη σωματική ζωή, η αναχώρηση από αυτή σημαίνει αναχώρηση από τη ζωή γενικά. Όταν ένα αυτοκίνητο συντρίβεται στο δρόμο, μαζί του συντρίβονται κι οι επιβάτες, δε γίνεται αλλιώς, όπως σκέφτονται οι ανόητοι, οι αισθησιακοί άνθρωποι. Οι πνευματικοί άνθρωποι όμως βλέπουν πως όταν ένα αυτοκίνητο συντρίβεται, οι επιβάτες βγαίνουν από τα συντρίμμια, τ’ αφήνουν εκεί και συνεχίζουν το ταξίδι τους χωρίς τ’ αυτοκίνητο. Εκείνος που έφτιαξε τόσο το αυτοκίνητο όσο και τους επιβάτες δεν μπορεί να επισκευάσει το αυτοκίνητο και να πει στους επιβάτες να ξαναμπούν μέσα; Το ίδιο γίνεται με την ανάσταση των νεκρών: το αβοήθητο σώμα θεραπεύεται και η ψυχή ξαναγυρίζει μέσα του.
Ο Κύριος σε καμιά περίπτωση δε χρησιμοποίησε υπερβολή όταν παρομοίασε το θάνατο με ύπνο. Το απόδειξε αυτό με την ανάστασή Του, μετά από μαρτυρικό θάνατο και τρεις μέρες στον τάφο, με την ανάσταση πολλών νεκρών την ώρα του σταυρικού Του θανάτου, αλλά κι αργότερα, σ’ όλη τη διάρκεια της εκκλησιαστικής ιστορίας, όταν νεκροί ξαναγύρισαν στη ζωή με τις προσευχές αγίων και θεάρεστων ανθρώπων. Κι εδώ το φανέρωσε με την ανάσταση της κόρης του Ιάειρου.
Όταν λοιπόν ο Κύριος πήρε μαζί Του μια επαρκή ομάδα μαρτύρων, τί έκανε μετά; «Αυτός δε εκβαλών έξω πάντας και κρατήσας της χειρός αυτής εφώνησε λέγων· η παις, εγείρου» (Λουκ. η' 54). Εκείνοι που είχαν γεμίσει πριν το δωμάτιο όπου κείτονταν η κόρη, είχαν πειστεί για το θάνατό της κι επομένως δε χρειάζονταν εκεί. Θ’ άκουγαν αργότερα για το θαύμα και θα την έβλεπαν ζωντανή. Τώρα ο Κύριος έπρεπε να στηρίξει τον άρχοντα του λαού και τους τρεις μαθητές Του στην πίστη τους. Σκοπός Του σε κάθε θαύμα ήταν να οδηγήσει τον άνθρωπο στην αποκάλυψη και στη χαρά, με τη σοφή πρόνοια που ήταν ολοφάνερη με κάθε λεπτομέρεια. Αρχικά τους έβγαλε όλους έξω κι έμειναν μέσα στο δωμάτιο οι επτά: πέντε ζωντανοί, μια νεκρή κι ο Ζωοδότης. Δεν είναι ένα μεγάλο μυστήριο αυτό, που φανερώνει την κρυμμένη ή μάλλον την αποκαλυμμένη ψυχή; Όταν η ψυχή του αμαρτωλού πεθαίνει, εκείνος συνεχίζει να ζει με τις πέντε αισθήσεις του μια ζωή σαρκική, άδεια, σε απόγνωση. Απλώνει τα χέρια του προς κάθε κατεύθυνση ζητώντας βοήθεια. Αυτοί είναι οι σημερινοί «υλιστές». Σκιές σωματικές χωρίς ψυχή. Απελπισμένα πλάσματα, που με τις αισθήσεις τους - τα μάτια, τ’ αυτιά τους κλπ. - προσκολλώνται στον κόσμο ώστε, έστω και πρόσκαιρα, ν’ αποφύγουν όσο μπορούν να κατέβουν στον τάφο, εκεί που βρίσκεται κιόλας η ψυχή τους. Όταν κάποιος απ’ αυτούς όμως, με την πρόνοια του Θεού, γνωρίσει το Χριστό, κράζει σ’ Εκείνον για βοήθεια. Ο Χριστός τότε προσεγγίζει τη νεκρή ψυχή και την ξαναφέρνει στη ζωή, προς κατάπληξη και θαυμασμό του επιπόλαιου κι αισθησιακού ανθρώπου. Ο ευαγγελιστής Μάρκος αναφέρει τα ίδια ακριβώς λόγια που είπε ο Κύριος στην Αραμαϊκή, καθώς άγγιζε την κόρη με το χέρι Του: «Ταβιθά, κούμι!». Αυτό σημαίνει το ίδιο που λέει ο ευαγγελιστής Λουκάς: η παις, εγείρου!
Τί έγινε με τη νεκρή κόρη αφού ο Κύριος είπε τα λόγια αυτά; «Και επέστρεφε το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα, και διέταξεν αυτή δοθήναι φαγείν» (Λουκ. η' 55). Να λοιπόν που ο θάνατος μοιάζει με τον ύπνο! Και επέστρεφε το πνεύμα αυτής. Το πνεύμα της είχε αναχωρήσει από το σώμα, είχε πάει στον τόπο τον προορισμένο για τα πνεύματα των νεκρών. Με το άγγιγμα και τα λόγια Του ο Κύριος εδώ έκανε δύο θαύματα: Πρώτα θεράπευσε το σώμα και δεύτερο, έφερε από το βασίλειο των πνευμάτων το πνεύμα της και το έβαλε σ’ ένα υγιές σώμα. Αν δεν είχε θεραπεύσει το σώμα, τί καλό θα είχε προκύψει για την κόρη, αν ξαναγύριζε το πνεύμα της σ’ ένα άρρωστο κορμί; Θα είχε ξαναγυρίσει στη ζωή άρρωστη, για να πεθάνει ξανά. Τέτοια μισο-ανάσταση δε θά ‘ταν επαναφορά στη ζωή, αλλά στα βάσανα. Ο Κύριος δε δίνει μισά δώρα, αλλ’ ολόκληρα. Δε δίνει ατελή δώρα, αλλά τέλεια. Δεν έδωσε την όραση στο ένα μάτι του τυφλού, μα στα δύο. Δεν έδωσε στο ένα αυτί την ακοή του κωφού, αλλά και στα δύο. Δε θεράπευσε το ένα πόδι του παράλυτου, μα και τα δύο. Το ίδιο έκανε κι εδώ. Αποκατάστησε το πνεύμα σ’ ένα υγιές σώμα, όχι σε άρρωστο, ώστε ολόκληρος ο άνθρωπος νά ‘ναι υγιής.
Μετά ο Κύριος έδωσε εντολή να της δώσουν να φάει. Διέταξεν αυτή δοθήναι, φαγείν. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ξανά πως το κορίτσι δεν ξαναγύρισε απλά στη ζωή, αλλά απόλυτα υγιές. Ο ευαγγελιστής Μάρκος γράφει πως «και ευθέως ανέστη το κοράσιον και περιεπάτει» (ε’ 42). Θά ‘δινε έτσι τη μαρτυρία πως το κορίτσι ήταν εντελώς καλά σωματικά. Το ότι αναστήθηκε εντελώς καλά, έπρεπε να φανεί όσο πιο ξεκάθαρα γινόταν. Το κορίτσι σηκώθηκε, περπάτησε κι έφαγε. Ο Κύριος γνώριζε με τι άπιστο λαό είχε να κάνει. Έτσι, μαζί με τα θαύματα, φρόντιζε να υπάρχουν και αποδείξεις, ώστε να φανερωθεί πως το θαύμα ήταν απαραίτητο και ωφέλιμο στους ανθρώπους. Έπειτα, έπρεπε ν’ αποδειχτεί πως μόνο Αυτός μπορούσε να θαυματουργεί. Αυτός και κανένας άλλος. Και τρίτο, ώστε το θαύμα να έχει επαρκή μαρτυρία και να γίνει αποδεκτό ως αναμφισβήτητο γεγονός. Αλήθεια, πόσο καλά γνώριζε ο Κύριος αυτό το πονηρό και άπιστο γένος των ανθρώπων!
«Και εξέστησαν οι γονείς αυτής, ο δε παρήγγειλεν αυτοίς μηδενί ειπείν το γεγονός» (Λουκ. η' 56). Με την εντολή Του αυτή ο Κύριος ήθελε να διδάξει τους γονείς του κοριτσιού που ανάστησε, πως πρώτο και κύριο μέλημά τους ήταν να ευχαριστήσουν και να δοξολογήσουν το Θεό. Το σπουδαίο εκείνη τη στιγμή δεν ήταν να τρέξουν και να πληροφορήσουν τον κόσμο για το θαύμα, αλλά να γονατίσουν μπροστά στον αληθινό Θεό με μεγάλη ταπείνωση και να του προσφέρουν τις θερμές τους ευχαριστίες. Το θαύμα θα διαδοθεί μόνο του, χωρίς τη βοήθειά σας. Μη νοιάζεστε γι’ αυτό. Δεν είναι δική σας δουλειά την ιερή και φοβερή αυτή στιγμή να επικεντρωθείτε στο πως θα ικανοποιήσετε την περιέργεια του κόσμου, αλλά να εκτελέσετε το χρέος σας στο Θεό.
***
Με τη θεραπεία της αιμορροούσας γυναίκας και την ανάσταση της κόρης του Ιάειρου, ο Κύριος συνέχισε το έργο Του για τη θεραπεία των ψυχών των ανθρώπων από την κακή περιέργεια. Η περιέργεια είναι πραγματικά ένα κακό. Χωρίζει την ψυχή του ανθρώπου από το Θεό και την πνίγει στη θάλασσα των εφήμερων υποθέσεων και των κοσμικών πραγμάτων. Η περιέργεια είναι ένα κακό, περισσότερο από κακό, γιατί πολλές φορές οδηγεί στο σωματικό και συχνά στον ψυχικό θάνατο. Πολλές αμαρτίες και πάθη, σωματικά και ψυχικά, έχουν τις ρίζες τους στην περιέργεια. Όπως μια όμορφη παπαρούνα κρύβει μέσα της δηλητήριο, έτσι κι η περιέργεια κρύβει μέσα της ένα δυνατό δηλητήριο που καταστρέφει ψυχή και σώμα. Ο Θεός δεν έπλασε τον κόσμο αυτόν για να ικανοποιήσει την περιέργεια των ανθρώπων, αλλά για να σώσει τις ψυχές τους. Λέει ο Εκκλησιαστής: «Ου πλησθήσεται οφθαλμός του οράν, και ου πληρωθήσεται ους από ακροάσεως» (α’ 8).
Ο Κύριος δε θεράπευσε την αιμορροούσα γυναίκα επειδή άγγιξε τα ιμάτιά Του από περιέργεια, αλλ’ επειδή, στον πόνο και τη δυστυχία της, έτρεξε να τον αγγίξει με πίστη. Μάταια οι περίεργοι περιμένουν θαύμα από το Θεό. Δε θα τους κάνει ποτέ το χατήρι. Από τη στιγμή που τα θαύματα γίνονται για να καλύψουν κάποια ανθρώπινη ανάγκη, οι περίεργοι δεν έχουν καμιά βοήθεια απ’ αυτά. Περισσότερη βοήθεια θα περιμένουν οι νεκροί από τα θαύματα του Θεού, παρά οι περίεργοι. Μήπως ο γιατρός επισκέπτεται εκείνους που νομίζουν πως είναι υγιείς, που είναι ικανοποιημένοι με τον εαυτό τους και δεν τον καλούν;
Μήπως ο Κύριος είναι λιγότερο σοφός από τους γιατρούς, για να γυρίζει από δω κι από κει και να κάνει επίδειξη της δύναμης και των ικανοτήτων Του; Γι’ αυτό, άρχοντα Ιάειρε, μη νοιάζεσαι ποιος θα διαδώσει το θαύμα της ανάστασης της κόρης σου. Μη νοιάζεσαι ακόμα, αμαρτωλέ, ποιος θα διαδώσει το θαύμα της ψυχικής και σωματικής θεραπείας σου. Ο Θεός γνώριζε το ασύρματο τηλέφωνο και τον τηλέγραφο προτού ακόμα οι άνθρωποι μπορούσαν ν’ ανοίξουν το στόμα τους και χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα τους για να πληροφορήσουν ο ένας τον άλλον για τις νέες ειδήσεις. Ο Κύριος γνωρίζει πιο αξιόπιστα και τελειότερα μέσα για να πληροφορήσει τους ανθρώπους, ώστε να μάθουν όλα τα καλά νέα που μεταδίδονται από το τηλέφωνο και τον τηλέγραφο. Ο Δημιουργός του λόγου, της γλώσσας και της ατμόσφαιρας έχει τα δικά Του μέσα επικοινωνίας με κάθε πλάσμα Του, τρόπους που πληρώνουν ολόκληρο το διάστημα, κάθε χρονική στιγμή.
Να μνημονεύετε το χρέος σας στο Θεό, το χορηγό κάθε «δόσης αγαθής». Μην ολιγωρήσετε να προσφέρετε προσευχές ευχαριστίας και υπακοής στο θεϊκό Του θέλημα. Δόξα και αίνος στον Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Γ’ – ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΤ’ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς», Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2014)
Πηγή: Η Άλλη Όψη
2 . Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί Αγγέλων, Migne P.G.94, 865.
Πηγή: Ακτίνες
Είναι απόλυτα μεγάλο, αλλά και εξόχως επικίνδυνο το προφητικό έργο. Το έργο των Προφητών της Π. Διαθήκης, αλλά και κάθε εποχής. Για αν δούμε σε αδρές γραμμές ποιο ήταν το έργο τους και η αποστολή τους:
Να ελέγξουν τα κακώς κείμενα και να φανερώσουν τις παραβάσεις και παρεκκλίσεις ενός λαού από το θείο νόμο.
Να καλέσουν σε μετάνοια έμπρακτη και να υποδείξουν τους τρόπους αυτής.
Να ελέγξουν την παραβατική συμπεριφορά των βασιλέων, την ειδωλολατρία τους και την κατάχρηση εξουσίας και να τους επαναφέρουν στην πατροπαράδοτη πίστη.
Να σημάνουν τον κίνδυνο από τα επερχόμενα δεινά ένεκα της αμετανοησίας του λαού και να φανερώσουν τον καιρό και τον τρόπο της εκδήλωσης της θείας οργής.
Να διδάξουν το θείο θέλημα και να καλέσουν σε μετάνοια τους ανθρώπους πριν είναι αργά.
Να μιλήσουν για την πρώτη, αλλά και τη δεύτερη έλευση του παμβασιλέως Χριστού που θα κάνει απέραντο καλό στον κόσμο, αλλά και θα αποδώσει δικαιοσύνη.
Να προαναγγείλουν το μέλλον του λαού συγκεκριμένα.
Δεν ήταν απλό πράγμα η κλήση στο προφητικό αξίωμα. Ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου. Ζωή με ακραία ρίσκα και σε οριακές καταστάσεις. Ο προφήτης έπαιζε κορώνα –γράμματα το κεφάλι του.
Όπως ακριβώς λέγει ο ιερός συγγραφέας στην προς Εβραίους επιστολή του για τους αρχαίους αριστείς και μάρτυρες. Αλήθεια, τι έπαθε ο Ιωνάς, πως πέθανε ο Ησαϊας, τι πέρασε ο Πρόδρομος; …
Ο προφητικός λόγος ερχόμενος κατευθείαν από το άγιο Πνεύμα ράγιζε τις καρδιές και τίναζε το επικάλυμμα των παθών στον αέρα. Η αλήθεια στοίχιζε πολύ. Κόστιζε σε όλους και πρώτα στον προφήτη. Μεγάλη φωτιά η πίστη και η αλήθεια!
Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο δεν είναι τίποτε μπροστά στην απειλή και τον εξευτελισμό που δοκίμαζε τότε κάθε προφήτης… Εμείς σήμερα φοβόμαστε και ντρεπόμαστε να μιλήσουμε για αμαρτία και για κόλαση…
Το αντίθετο όμως έκαναν οι Προφήτες του Θεού. Για παράδειγμα ο προφήτης Ιωήλ. Δεν εξαιρείται κι αυτός από τη βαριά αποστολή των προφητών, να σημάνουν την οργή του Θεού για την αμαρτία του λαού.
«Σαλπίσατε σάλπιγγι εν Σιών, κηρύξατ’ εν όρει αγίω μου, και συγχυθήτωσαν πάντες οι κατοικούντες την γην, διότι πάρεστιν ημέρα Κυρίου, ότι εγγύς…» (Ιωήλ. β΄1).
Ο άγιος του Θεού απεσταλμένος σημαίνει το συναγερμό εμπρός στη θεομηνία, αλλά και με τη νηφαλιότητα τού φωτισμού του Θεού υποδεικνύει τη θεραπεία.
Να τί λέει περί μετανοίας: «Και νυν λέγει Κύριος ο Θεός υμών επιστράφητε προς με εξ όλης της καρδίας υμών και εν νηστεία και εν κλαυθμώ και εν κοπετώ και διαρρήξατε τας καρδίας υμών και μη τα ιμάτια υμών και επιστράφητε προς Κύριον τον Θεόν υμών, ότι ελεήμων και οικτίρμων εστί, μακρόθυμος και πολυέλεος».
(Μετάφραση: Και τώρα, λέει ο Κύριος και Θεός σας: Επιστρέψτε με μετάνοια σ” εμένα με όλη σας την καρδιά, με νηστεία και με δάκρυα μετανοίας. Σχίστε τις καρδιές σας από πόνο μετανοίας και συναίσθηση της ένοχης σας, και όχι τα ενδύματα σας. Επιστρέψτε στον Κύριο και Θεό σας, διότι αυτός είναι ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος).
Πρόκληση ήταν και θα είναι για την ανθρώπινη λογική η συμπεριφορά των προφητών, το θάρρος της υπάρξεώς τους και η δυναμική του λόγου τους. Γι αυτό και δεν έχει πολλούς μιμητές ο πύρινος προφητικός λόγος. Πολλοί προτιμούν να ψαρεύουν σε ήσυχα νερά και να κολυμπούν σε γνωστές παραλίες. Έτσι όμως φτάσαμε εδώ που καταντήσαμε, δηλ. να λέγει φωναχτά ή μέσα του ο καθένας: «Θεόν δεν φοβούμαι και άνθρωπον δεν εντρέπομαι. Εδώ είναι ο παράδεισος και η κόλαση είναι εδώ».
Πρόκληση ήταν και θα είναι επίσης για την ανθρώπινη λογική και η γνώση του μέλλοντος, του εγγύτερου και του απώτερου. Ο τεχνοκράτης και αποστάτης από τη γνώση του Θεού ανθρώπινος νους αγωνιά και ωχριά μπροστά στο αύριο και αποτολμά με θρασύτητα να συμβουλεύεται το σκοτιστή διάβολο, τη μαγεία και την αστρολογία, για να διεισδύσει στο σκοτάδι πέραν του τώρα.
« Οι προφήτες όμως, στόματα και όμματα του Θεού, διασπούν ριζοσπαστικά το φράγμα του χρόνου, γιατί απλά και ταπεινά είναι ταγμένοι υπηρέτες του Παντογνώστη Θεού που δημιουργεί, καλλιεργεί, αναπλάθει τον ιστορικό χρόνο και τον αναβιβάζει στο θρόνο της αιωνιότητας», γράφει σύγχρονος θεολόγος.
Ο διάβολος δεν γνωρίζει ποτέ το μέλλον, ούτε λέγει ποτέ την αλήθεια ούτε θέλει ποτέ το καλό μας. Ο διάβολος δεν αναιρεί τον διάβολος ούτε ο μάγος τον άλλο μάγο. Απλά μπορεί κάποτε κάποτε να τον αντικαθιστά, να του παραχωρεί τη θέση του.
Το μεγάλο επιχείρημα της επαληθεύσεως των προφητειών κάλλιστα μπορεί να αποτελέσει απολογητικό όπλο στα χέρια των χριστιανών. Αποδεικνύει περίτρανα τη θεοπνευστία της Βίβλου και οπωσδήποτε την ύπαρξη του Θεού. Κείμενα που γράφτηκαν αποδεδειγμένα πριν από αιώνες επαληθεύονται κατά γράμμα σε άλλους καιρούς ώστε να ονομάζεται επί παραδείγματι ο μεγαλοφωνότατος Ησαϊας, Πέμπτος Ευαγγελιστής. Το προφητικό μάλιστα χάρισμα ως εξαγγελία του μέλλοντος δεν έλειψε ποτέ από την Εκκλησία μας και στους σημερινούς καιρούς.
Ασφαλώς δεν έλειψε, αλλά δυστυχώς λιγόστεψε πολύ, το προφητικό χάρισμα ως ελεγκτικός λόγος κατά της κοινωνικής αδικίας και της αποστασίας « από τας οδούς του Κυρίου».
Είπαμε ότι αυτή η αποστολή «τσακίζει κόκκαλα». Χαρακτηριστικά επιβεβαιωτική της αλήθειας αυτής θα είναι και η περίπτωση των δύο τελευταίων προφητών της ιστορίας του κόσμου Ενώχ και Ηλία, οι οποίοι θα αποσταλούν στη γη, για να αποκαλύψουν τον υποκριτικό ρόλο του αντιχρίστου και οι οποίοι θα σφαγιασθούν και θα εκτεθούν τα πτώματά τους για τρείς ημέρες σε κοινή θέα ( μέσω τηλεοράσεως προφανώς) στην αγία Πόλη της Ιερουσαλήμ, όπως λέγει και η Αποκάλυψη.
Ασφαλώς η προφητική αποστολή είναι πρωτίστως κλήση Θεού. Αλλά όπως και κάθε κλήση δεν λειτουργεί μηχανικά και αυτοτελώς. Ο Θεός μας ψάχνει ποιόν αποστείλει στον κόσμο για να εξαγγείλει το θέλημά Του. Ζητεί ζηλωτές και χτυπημένους από την αλμύρα της ζωής. Σαν τους ψαράδες της Γαλιλαίας. Έτοιμους να πεθάνουν, παρά να προδώσουν την αλήθεια του Θεού.
Στὶς 8 τοῦ περασμένου Ὀκτωβρίου, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος ἀνέγνωσε τὴν εἰσήγησή του μὲ θέμα: «Ἐνημέρωσις περὶ τῆς μελλούσης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἥτις θὰ συνέλθη κατὰ τὸ ἔτος 2016».
Τὸ ἐπίσημο ἀνακοινωθὲν γιὰ τὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου τὴν ἡμέρα αὐτὴ μᾶς ἐνημερώνει ὅτι: «Ὁ Σεβασμιώτατος ἀναφέρθηκε καὶ στὸν θεολογικὸ διάλογο μὲ τὶς διάφορες ὁμολογίες. Ἐπισήμανε ὅτι ἀποδυναμώθηκαν οἱ προοπτικὲς τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Ἀγγλικανούς, ἀνεκόπη ἡ ἀξιολόγηση τοῦ θεολογικοῦ ἔργου τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Παλαιοκαθολικούς, ὁ διάλογος μὲ τὶς Ἀντιχαλκηδόνιες Ἀρχαῖες Ἀ-νατολικὲς Ἐκκλησίες βρίσκεται σὲ πορεία κριτικῆς ἀξιολόγησης τῶν ποιμαντικῶν καὶ λειτουργικῶν θεμάτων, ὁ διάλογος μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς σκιάζεται τόσο λόγῳ τῆς προσηλυτιστικῆς δράσης τῆς Οὐνίας, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν δυσκολία κατανόησης λειτουργίας καὶ ἐφαρμογῆς τοῦ πρωτείου στὸ πλαίσιο τῆς Συνόδου καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν δομῶν, ἐνῶ οἱ προοπτικὲς τῶν διαλόγων μὲ τοὺς Λουθηρανοὺς καὶ τοὺς Μεταρρυθμισμένους ἔχουν ὑποβαθμιστεῖ, λόγω τῆς εἰσαγωγῆς τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν».
Δὲν χρειάζεται εἰδικὴ ἀνάλυση γιὰ νὰ καταλάβει κανεὶς τί στὴν πραγματικότητα συμβαίνει. Ὅλοι οἱ διάλογοι ἔχουν οὐσιαστικὰ ναυαγήσει. Συντηροῦνται ἀκόμη σὲ ἐπίπεδο δημοσίων σχέσεων προκειμένου νὰ δίδεται ἡ ἐντύπωση ὅτι κάτι γίνεται.
Τὸ χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ἀποτυχίας ἀποτελεῖ ἡ τελευταία, 13η συνέλευση τῆς Ὁλομέλειας τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ διαλόγου μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ στὸ Ἀμμὰν τῆς Ἰορδανίας ἀπὸ 13-25 Σεπτεμβρίου 2014 μὲ θέμα «Συνοδικότητα καὶ Πρωτεῖο». Ἡ συνέλευση ἦταν παταγώδης ἀποτυχία. Δὲν μπόρεσε κὰν νὰ ἐκδόσει ἕνα κοινὸ ἐπίσημο κείμενο, ἀλλὰ παρέπεμψε τὸ ζήτημα σὲ νέα συνέλευση κατὰ τὸ 2015.
Στὸ ζήτημα τοῦ πρωτείου ὁ Παπισμὸς παραμένει ἀνυποχώρητος, παρὰ τὴν ἀπαράδεκτη ὀρθοδόξως νέα ἑρμηνεία του ποὺ εἰσηγήθηκε τὸ 2007 στὴ Ραβέννα ὁ Συμπρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης, ἐπαναφέροντας στὸ προσκήνιο τὴν πλάνη τῆς λεγόμενης Εὐχαριστιακῆς Ἐκκλησιολογίας τοῦ Ἀφανάσιεφ. Πρὸς τί λοιπὸν ἡ ἐπιμονὴ σὲ ἕναν ἀδιέξοδο διάλογο;
Πηγή: Ο Σωτήρ
«Ως έμψυχω Θεού κιβωτώ, ψαυέτω μηδαμώς χειρ αμύητων», ψάλλουμε στην ενάτη ωδή πολλών Θεομητορικών εορτών. Πράγματι το μυστήριο περί του προσώπου και της ζωής της Θεοτόκου αποτελεί βιβλίο «κατεσφραγισμένον σφραγίσιν επτά» 1 για τους αμύητους, τους μη έχοντας την αποκάλυψη, την θεία Χάρη. Μυστήριο αληθινό και τολμηρό, θείο και ανθρώπινο· ανέγγικτο από τον χοϊκό άνθρωπο. Πώς μπορεί κάποιος να νοήσει τα υψηλότερα, τα περί της Θεοτόκου, αφού δεν έχει πείρα ούτε των κατωτέρων; Πώς μπορεί ο άνθρωπος που δεν έχει καθαρισθεί από τα πάθη να ομιλεί με αυθεντία περί θεώσεως;
Στα ευαγγέλια αποσιωπάται η ζωή της Παναγίας Παρθένου και μόνο λίγα μας αποκαλύπτονται. Πολλά όμως άλλα, όπως και την σημασία και έννοια των ευαγγελικών αναφορών, τα διδάσκει το Άγιο Πνεύμα με την Παράδοση της Εκκλησίας μας· τα αποκαλύπτει πολλές φορές η ίδια η Θεοτόκος στους πιστούς δούλους Της, στους Πατέρες της Εκκλησίας.
Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας, αλλά και να ζητήσω τις προσευχές σας, για να προχωρήσουμε με την Χάρη του Θεού στην ανάπτυξη του τόσο λεπτού και σημαντικού αυτού θέματος, πού άπτεται του προσώπου της Παναγίας μας, άλλα έχει σχέση και με την δική μας πνευματική ζωή.
Εξαρχής η Εκκλησία δεν επιχείρησε να διατυπώσει ιδιαίτερα δόγματα για την Παναγία. Δόγματα διατύπωσε μόνο για τον Τριαδικό Θεό (Τριαδικό δόγμα) και τον ενανθρωπήσαντα Λόγο (Χριστολογικό δόγμα). Η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας για την Παναγία διατυπώθηκε βαθμηδόν σε άμεση σχέση με την Χριστολογία. Μόνο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διατύπωσε ιδιαίτερα δόγματα για την Παναγία (ασπόρου συλλήψεως, ενσωμάτου μεταστάσεως). Έτσι ο Μέγας Βασίλειος μέσα στην προοπτική της αρχαίας Πατερικής Παραδόσεως, απευθυνόμενος προς αυτούς πού αμφισβητούσαν την μετά τόκον παρθενία της Θεοτόκου, μετατόπιζε την σπουδαιότητα του θέματος στην παρθενική Γέννηση του Χριστού, και έλεγε ότι η παρθενία ήταν αναγκαία ως την ενανθρώπηση, για το ύστερα ας μην είμαστε περίεργοι λόγω του μυστηρίου πού περικλείεται 2.
Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας πού η διδασκαλία του για τον όρο «Θεοτόκος» θεμελιώθηκε από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο 3 και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αποτελούν δύο βασικούς σταθμούς στην ανάπτυξη της δογματικής διδασκαλίας για την Παναγία. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι από την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο και ύστερα η αφομοίωση της δογματικής διδασκαλίας για την Θεοτόκο ήταν πολύ αργή.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τον 14ο αιώνα, πού χαρακτηρίστηκε ως αιώνας του χριστιανικού ανθρωπισμού για το Βυζάντιο, σε αντίθεση με τους προγενεστέρους Πατέρες ήταν ίσως ό πρώτος, πού τόνισε την ανθρωπολογική σπουδαιότητα του προσώπου της Θεοτόκου, χωρίς βέβαια να αγνοεί την Χριστολογική σπουδαιότητα της ή να παύει να την προϋποθέτει. Μίλησε εκτενώς για το πρόσωπο και την ασκητική ζωή της Παρθένου! Την παρουσίασε ως ησυχάστρια μέσα στα Άγια των Αγίων και την πρόβαλε ως πρότυπο πνευματικής τελειώσεως 4. Αυτός απέδειξε ότι πρώτη η Παναγία είδε τον αναστάντα Χριστό. Κατά τον άγιο Γρηγόριο αύτη ήταν η μόνη «κυρίως φερωνύμως παρθένος»· είχε αποκτήσει την τελεία αγνεία, ήταν παρθένος στο σώμα και την ψυχή και δεν μπορούσε να αγγίξει κάποιος μολυσμός ούτε τις αισθήσεις του σώματος της ούτε τις δυνάμεις της ψυχής της 5.
Την γραμμή αυτήν του Παλαμά ακολούθησε και ο σχεδόν σύγχρονος του άγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Αυτός γράφει ότι «προξενεί έκπληξη όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και σε αυτούς τους αγγέλους, το πώς, ενώ η Παρθένος ήταν μόνο άνθρωπος και δεν είχε τίποτε περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους, μπόρεσε να διαφύγει, μόνη αύτη, την κοινή αρρώστια (δηλ. την αμαρτία)» 6. Αύτη ήταν η «πρώτη και μόνη της αμαρτίας καθάπαξ απηλλαγμένη» 7.
Ακολουθεί ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, ο όποιος κάνοντας μία συνθετική θεολογία με βάση όλους τους προγενέστερους Πατέρες διακηρύττει: «Αν καθ’ υπόθεσιν όλοι οι άνθρωποι, και τα λοιπά κτίσματα ήθελον γείνη κακά, μόνη η Κυρία Θεοτόκος ήτον ικανή να ευχαρίστηση τον Θεόν» και ότι «όλος ο νοητός και αισθητός κόσμος έγεινε δια το τέλος τούτο, ήτοι δια την Κυρίαν Θεοτόκον, και πάλιν η Κυρία Θεοτόκος, έγεινε δια τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν» 8. Στην δε ερμηνεία του Εις την θ’ ωδήν της Θεοτόκου Μαρίας γράφει ότι «η Θεοτόκος ήταν ανωτέρα κάθε προαιρετικού αμαρτήματος συγγνωστού τε και θανάσιμου, μέχρι και προσβολής αυτής πονηρού λογισμού» 9.
Τελευταίο σταθμό αποτελεί ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, πού μαρτυρεί εν Πνεύματι Αγίω ότι «η Θεομήτωρ ουδέποτε ήμαρτεν, ουδέ δια σκέψεως» 10.
Ο Χριστός δεν αμάρτησε, γιατί ως θεία Υπόσταση δεν μπορούσε να αμαρτήσει. Είχε την απόλυτη και κατά φύση αναμαρτησία. Το «ουδείς αναμάρτητος, ει μη ο Θεός» 11 αναφέρεται σε αυτήν την κατά φύση αναμαρτησία της Αγίας Τριάδος, και φυσικά του Χριστού ως δευτέρου προσώπου Της. Η Θεοτόκος δεν αμάρτησε, αν και μπορούσε να αμαρτήσει. Δεν ήταν αναμάρτητη κατά φύση αλλά κατά θέληση.
Η Παναγία είχε πραγματική, τελεία και όχι σχετική 12 αναμαρτησία στα έργα, στους λόγους και στους λογισμούς της. Ούτε «βρισκόταν σε ύφεση η αμαρτία στην Θεοτόκο» 13, ούτε η απαλλαγή της από την αμαρτία έγινε μετά την Πεντηκοστή ή έστω μετά τον Ευαγγελισμό 14. Επιπλέον δεν αρκεί να ομολογεί κάποιος ότι η αμαρτία υπήρχε σε Αυτήν δυνάμει και όχι ενεργεία, χωρίς να επεξηγείται αυτό το «δυνάμει» ως ανενέργητο στις πράξεις, τους λόγου και τους λογισμούς.15 Ακόμη και αυτή η «κατά Χάριν αναμαρτησία» 16 είναι αποδεκτή με την προϋπόθεση ότι με την συνεργεία της θείας Χάριτος η Θεοτόκος παρέμεινε αναμάρτητη από την γέννηση της ως και την κοίμηση της, και όχι ότι «η ακαταγώνιστος (irresistibilis) Χάρις» επέβαλλε την αναμαρτησία μετά τον Ευαγγελισμό. Αυτά προβάλλουν πολλοί σύγχρονοι «ημέτεροι» θεολόγοι πού απαντούν στις Ρωμαιοκαθολικές δοξασίες για την Θεοτόκο με προτεσταντίζουσα θεολογία. Αν οι παλαιοί αλλά και οι σύγχρονοι αιρετικοί αμφισβητούν την αναμαρτησία του Χριστού 17, πόσο μάλλον της Θεοτόκου;
Δεν μπορεί με την αντίρρηση και την διανοητική θεολόγηση να ανατραπεί κάποια αιρετική δοξασία, αλλά μόνο με την εμπειρική γνώση της ορθόδοξης Πατερικής θεολογίας. Ακραιφνής εκφραστής των δογμάτων της Εκκλησίας είναι αυτός πού έχει αναπτυγμένη στο έπακρο την νοερά και την λογική του ενέργεια 18, αυτός πού έχει αποκτήσει δογματική συνείδηση. Αυτή κατά τον μακάριο Γέροντα Σωφρόνιο «είναι καταστάλαγμα μακροχρονίου πείρας της Χάριτος, ουχί δε διανοητικής εργασίας» 19. «Είναι η βαθεία ζωή του πνεύματος, και ουχί η αφηρημένη γνώσις», πού αφομοιώνεται μετά από παρέλευση πολλών ετών εναλλαγής πνευματικών καταστάσεων επισκέψεως και άρσεως της Χάριτος 20.
Η Υπεραγία Θεοτόκος σύμφωνα με την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι «αειπάρθενος». Δηλαδή παρθένος προ του τόκου, εν τω τόκω και μετά τον τόκον. Αυτή η παρθενία δεν έγκειται μόνο στην σωματική της καθαρότητα, αλλά κυρίως στην ψυχική. Διότι «η παρθενία ως απλή βιολογική κατάσταση δεν έχει καμμία θεολογική ή σωτηριολογική σπουδαιότητα» 21. Δηλαδή το «αειπάρθενον» της Θεοτόκου ταυτίζεται με την τελεία καθαρότητα, την αναμαρτησία 22. Αναμαρτησία προ του τόκου, εν τω τόκω και μετά τον τόκον. Η αναμαρτησία της δεν προέρχεται από άσπιλη σύλληψη της (Conceptio Immaculata) 23, όπως κακώς δογμάτισε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με τον πάπα Πίο Θ’ το 1854, αλλά από την ελεύθερη προσωπική της αποστροφή προς την αμαρτία.
Η Παρθένος συνελήφθη «σωφρόνως εν τη νηδύι της Άννας εξ Ιωακείμ». Το ότι συνελήφθη σωφρόνως σημαίνει ότι ο τρόπος της συλλήψεως ήταν αγνός και ανήδονος. Για να είχε όμως η Παρθένος άσπιλη σύλληψη, έπρεπε να είχε γεννηθεί παρθενικώς όπως και ο Χριστός 24. Η Πανάμωμος Παρθένος είναι η μόνη από το ανθρώπινο γένος που διατήρησε αμόλυντο και φωτεινό το «κατ’ εικόνα». Με την αγαθή προαίρεση και την άσκηση Της εργαζόταν εν ελευθερία όλες τις θεοειδείς αρετές σε μέγιστο βαθμό. Μόνο στην Παρθένο έχουμε πλήρη αρμονία φύσεως και υποστάσεως. Έχουμε ένωση της γνώμης, της προαιρέσεως με τον λόγο της φύσεως, οπότε κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή γίνεται «η του Θεού προς την φύσιν καταλλαγή» 25. Το θέλημα της ταυτιζόταν εντελώς με το θέλημα του Θεού. Είχε δώσει όλη την προαίρεση της στον Θεό.
Γι’ αυτό μπορούσε να πει με μεγαλειώδη ταπείνωση στον Ευαγγελισμό της: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου» 26. Όταν της εξηγήθηκε ότι η σύλληψη θα γίνει εν Πνεύματι Αγίω στην παρθενική μήτρα της, τότε συμφώνησε, αποδέχτηκε την άρρητη οικονομία του Θεού. Μόνο κάποιος πού θα είχε πραγματοποιήσει βίο πανάμωμο και αμόλυντο, μόνο κάποιος πού θα είχε δείξει ιδιαίτερη, ξεχωριστή και μεγαλειώδη έφεση προς τον Θεό, πού θα είχε αποκτήσει τέτοιο θείο ερωτά, όσο κανένα άλλο δημιούργημα, θα μπορούσε να δεχθεί αυτήν την ακατάληπτη οικονομία του Θεού χωρίς αμφιβολίες. Η αγία Παρθένος δέχτηκε με ταπείνωση και απλότητα τον έπαινο του Γαβριήλ και το μήνυμα της θείας ενανθρωπήσεως, γιατί ήταν αύτη η μόνη πρόσφορη για την υψηλή τιμή και αποστολή πού της έδινε ό Θεός 27.
Εδώ ακριβώς έγκειται ο κεντρικός και ενεργητικός ρόλος της στο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Θεού και της σωτηρίας του ανθρώπου. Προετοίμασε τον εαυτό της με τον πανάγιο βίο της έτσι ώστε να ελκύσει τον Θεό από τον ουρανό στην γη. Η Αειπάρθενος Μαρία δεν ήταν η καλύτερη γυναίκα στην γη, ούτε άπλα η καλύτερη γυναίκα όλων των εποχών, αλλά ήταν η μοναδική πού θα κατέβαζε τον ουρανό στην γη, θα έκανε τον Θεό άνθρωπο. «Μόνη γαρ Θεού και παντός ανθρωπείου γένους στάσα μεταξύ, τον μεν Θεόν εποίησεν υιόν ανθρώπου, υιούς δε Θεού τους ανθρώπους απειργάσατο, την γην ουρανώσασα και το γένος θεώσασα» 28.
Αν είχε διαπράξει αμαρτίες -έστω και μόνο με τον λογισμό- η Παρθένος πριν από τον Ευαγγελισμό, πώς θα μπορούσε να έλθει, να σαρκωθεί, να ενωθεί ο Αγαθός, ο Άγιος Θεός με κάτι πού δεν θα ήταν αγαθό και άγιο, άλλα θα είχε πείρα της αμαρτίας; Η θεοχώρητος Παρθένος έζησε επί γης σαν να μην είχε σχέση με την αμαρτία πού είχε διαπραχθεί στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας την παρομοιάζει με την κιβωτό του Νώε, πού έλαβε μέρος και μάλιστα σωστικό κατά τον Κατακλυσμό, αλλά δεν είχε καμμία σχέση με τους ανθρώπους της εποχής του Νώε 29.
Η Παρθένος γεννημένη από ανθρώπους -τον Ιωακείμ και την Άννα- ήταν κληρονόμος και φορέας του προπατορικού αμαρτήματος, στις συνέπειες του, την θνητότητα, τα αδιάβλητα πάθη 30· παίρνοντας από τον Θεό τόση βοήθεια, όση έδωσε ο Θεός και σε όλους τους άλλους ανθρώπους έζησε αναμάρτητα, προ του τόκου. Από αυτό το αναμάρτητο σώμα και την αναμάρτητη ψυχή, τον ενιαίο δηλαδή αναμάρτητο άνθρωπο, πήρε ό Υιός και Λόγος του Θεού αναμάρτητο σώμα και αναμάρτητη ψυχή και έγινε άνθρωπος, μόνος Αυτός με άσπιλη σύλληψη.
Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «φύσει αναμάρτητον και θελήσει αυτεξούσιον» 31. Λόγω κακής χρήσεως του αυτεξουσίου εισήλθε η αμαρτία στον άνθρωπο και τον κυρίευσε. Κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα ο Κύριος γνώριζε ότι ο άνθρωπος μπορεί να του προσφέρει καθαρή και αγνή την ανθρώπινη φύση -όπως τότε πού την πρωτοδημιούργησε- για να πάρει από αυτήν την Μητέρα Του 32. Ο Θεός περίμενε να δημιουργηθεί «η μόνη Αγνή και Άχραντος Παρθένος», για να εκπληρώσει την προ καταβολής κόσμου οικονομία Του. Δεν μεταβάλλει τα σχέδια Του, δεν αναιρεί τα δημιουργήματα Του, γιατί αυτό θα έδειχνε ότι κάτι δεν «εποίησε λίαν καλά» 33.
Βέβαια και ο τοκετός της Θεοτόκου ήταν αναμάρτητος, αφού ήταν υπερφυσικός, «άνευ ωδίνων». Άλλα και μετά τον τόκο της έζησε αναμάρτητα, αφού μάλιστα ενοίκησε σε αυτήν «πάν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς» 34. Από την στιγμή της «επισκιάσεως της δυνάμεως του Υψίστου» 35, δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, κατά τον Ευαγγελισμό, η Παναγία Παρθένος λαμβάνει μία συνεχή αύξηση αγιασμού, η οποία δεν σταματά, δεν διακόπτεται. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς γράφει: «Αγία μεν γαρ ει συ, φησί, και κεχαριτωμένη, Παρθένε· Πνεύμα δε πάλιν Άγιον επελεύσεται επί σε δι’ αγιασμού προσθήκης υψηλοτέρας ετοίμαζον και προκατάρτιζον την εν σοι θεουργίαν» 36. Στοιχώντας στον Παλαμά ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ θεωρεί ότι κατά την στιγμή του Ευαγγελισμού έχουμε για την Παρθένο «πρόωρη Πεντηκοστή». Κατά τον Ευαγγελισμό δηλαδή συμβαίνει στην Παρθένο η κάθαρση πού λέγουν οι Πατέρες 38, όχι κάθαρση από προσωπικά αμαρτήματα πού δεν υπήρχαν, αλλά «προσθήκη χαρίτων 39.
Όσοι δεν αποδέχονται την αναμαρτησία της Θεοτόκου προσπαθούν να στηρίξουν την άποψη τους σε ορισμένα αγιογραφικά χωρία και περιστατικά, πού δυστυχώς τα παρερμηνεύουν. Έτσι κατά τον γάμο στην Κανά της Γαλιλαίας 40 υποστηρίζουν ότι η Θεοτόκος «εκινήθη “εκ της ασθενείας της κενοδοξίας”», επειδή «ηνώχλησεν ακαίρως τον Κύριον όταν αρχικά αρνήθηκε ο Χριστός να κάνει το θαύμα καθώς τον προέτρεπε η Μητέρα Του» 41. Άλλα νομίζουμε ότι εδώ ακριβώς φανερώνεται το μέγεθος της παρρησίας της Θεοτόκου, γιατί ο Χριστός παρά την αρχική Του άρνηση υπήκουσε στην Παναγία και έκανε το θαύμα 42. Κάτι παρόμοιο συνέβη στο σχετικό θαύμα με μία από τις επτά θαυματουργές εικόνες πού φυλάσσονται στην Μονή μας, την Παναγία την Παραμυθία 43. Για την περίπτωση κατά την οποία ο Χριστός μιλούσε στα πλήθη, ενώ η Μητέρα Του και οι νομιζόμενοι αδελφοί Του ήθελαν να του μιλήσουν και είπε ο Χριστός, ότι «όστις αν ποίηση το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς, αυτός μου αδελφός και αδελφή και μήτηρ εστίν» 44, υποστηρίχθηκε ότι με την απάντηση του ο Κύριος «κατήσχυνεν ήρεμα τον φιλόδοξον αυτής σκοπόν και το τυραννικόν πάθος της κενοδοξίας απήλασεν» 45. Ο Χριστός όμως εδώ, όπως και σε όλες τις δημόσιες εμφανίσεις Του, δεν δείχνει οποιαδήποτε συναισθηματική προσκόλληση προς την Μητέρα Του, γι’ αυτό εξάλλου και στα ευαγγέλια δεν φαίνεται ποτέ να την αποκάλεσε «Μητέρα». Γιατί, οποίος δεν έχει βιώσει την εν Πνεύματι Αγίω αγάπη, μπορεί να παρερμηνεύσει αυτήν ως συναισθηματική. Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο ειδών αγάπης· όση η διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Επίσης ο Χριστός δεν ήθελε να έχει ως μαρτυρία για το έργο Του, την Μητέρα Του, γιατί, αφού απευθυνόταν κυρίως στους απίστους και σκληροτράχηλους Ιουδαίους, η μαρτυρία της θα ήταν ύποπτη. Κάτι τέτοιο προβάλλει και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, όταν εξηγεί, γιατί οι ευαγγελιστές δεν ανέφεραν ρητώς ότι ο αναστάς Χριστός εμφανίσθηκε πρώτα στην Παναγία Μητέρα Του 46.
Ισχυρίζονται ακόμη κατά την σταύρωση του Χρίστου ότι «η ρομφαία πού διήλθε»47 την καρδία της Θεοτόκου οφειλόταν στην απιστία της και ότι σκανδαλίσθηκε και κλονίσθηκε με τον ατιμωτικό θάνατο του Χριστού 48. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης όμως γράφει: «Ημείς δεν φθάνομεν εις το πλήρωμα της αγάπης της Θεοτόκου, και δια τούτο δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν πλήρως το βάθος της θλίψεως αυτής. Η αγάπη αυτής ήτο τελεία. Ηγάπα απείρως τον Θεόν και Υιόν αυτής, άλλ’ ηγάπα και τον λαόν αγάπη μεγάλη. Και τί ησθάνετο αρά γε, ότε εκείνοι, τους οποίους αύτη τοσούτον ήγάπα και των οποίων την σωτηρίαν έπόθει έως τέλους, εσταύρουν τον ηγαπημένον Υιόν αυτής; Δεν δυνάμεθα να συλλάβωμεν τούτο, διότι ολίγη είναι η αγάπη ημών δια τον Θεόν και τους ανθρώπους» 49.
Βέβαια για να φανεί ότι η Θεοτόκος ήταν άνθρωπος και όχι θεά, γιατί ο Νεστόριος και άλλοι αιρετικοί έλεγαν, «υπό ανθρώπου δε Θεόν τεχθήναι αδύνατον» 50, ο ευαγγελιστής Λουκάς μας διέσωσε το περιστατικό κατά το όποιο η Παναγία, όταν επέστρεφε από την Ιερουσαλήμ, δεν γνώριζε πού ήταν το παιδί της, ο Χριστός, και τον έψαχνε μαζί με τον Ιωσήφ τον μνήστορα επί τρεις ήμερες 51. Τούτο όμως φανερώνει ένα αναμάρτητο σφάλμα και ότι δεν είχε την επί γης παγγνωσία, αφού ήταν άνθρωπος”.
Η Θεοτόκος δεν είχε ούτε συγγνωστά αμαρτήματα. Είχε τέλεια αναμαρτησία σε ό,τι άφορα τα έργα, τους λόγους και την κατά διάνοια αμαρτία 53. Αυτό πραγματοποιήθηκε, γιατί από την γέννηση ως την κοίμηση της είχε αδιάλειπτη και αισθητή κοινωνία με την θεία Χάρη. «Ολόκληρη η ζωή της υπήρξε μία αδιάκοπη υπέρβαση της κλίσεως προς το κακό, μία διαρκής πορεία ανόδου και προόδου στην αρετή. Η Παναγία με τον άγιο βίο της υπερέβη το στάδιο της ασκήσεως και της καθάρσεως» 54. Ο άγιος Σιλουανός γράφει αποκαλυπτικά: «Η Θεομήτωρ ουδέποτε απώλεσε την Χάριν», γι’ αυτό «ουδέποτε ημάρτησεν, ουδέ δια λογισμού» 55.
Ο τρόπος θεωρήσεως του άνθρωπου, η μαρτυρία και η ομολογία του για το πρόσωπο και την αναμαρτησία της Κυρίας Θεοτόκου φανερώνουν και την εσωτερική πνευματική του κατάσταση. Βέβαια οι Προτεστάντες και οι Ρωμαιοκαθολικοί στέκουν στα δύο άκρα της υποτιμήσεως και υπερτιμήσεως του προσώπου της Παναγίας αντίστοιχα. Όμως και μέσα στον χώρο της Ορθοδοξίας οι ηθικιστές από την μια και οι νοησιαρχικοί από την άλλη έχουν σίγουρα λανθασμένη αντίληψη για την Υπεραγία Θεοτόκο, γιατί δεν στηρίζονται στην εμπειρική, υπαρξιακή κοινωνία μαζί της 56. Οι ηθικιστές αποδέχονται την σωματική παρθενία της Θεοτόκου, όχι όμως και την πνευματική, γιατί πάντοτε μένουν στα «έξωθεν του ποτηριού» 57. Οι νοησιαρχικοί δεν πιστεύουν στην αναμαρτησία της Παναγίας, γιατί δεν μπορεί να το αποδεχθεί αυτό η ευφυέστατη μεν και οξυδερκής, πεπερασμένη δε και αφώτιστη διάνοια τους. Ο μακάριος Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ, αυτός ο εμπειρικός θεολόγος, θεόπτης και κατ’ εμέ ο μεγαλύτερος θεολόγος του 20ου αιώνα, ομολογεί: «Ουδείς των ανθρώπων υπήρξεν άνευ αμαρτίας, εκτός της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας»”8, «δι’ αυτής δε και χάριν αυτής η ιστορία του κόσμου εισήλθεν εις νέαν τροχιάν, ασυγκρίτως μεγαλειωδεστέραν παντός ό,τι υπήρχε προς αυτής»59. Αν κάποιος θεωρεί ότι η θέωση του ανθρώπου είναι ένα ηθικό γεγονός60 και όχι μία οντολογική κατάσταση πώς μπορεί να διεισδύσει, να εμβαθύνει στο μυστήριο της Θεοτόκου;
Βέβαια «η βαθύτερη εμπειρία της Μητέρας του Κυρίου είναι κρυμμένη από εμάς και κανείς ποτέ δεν είναι δυνατόν να συμμερισθεί αυτήν την μοναδική εμπειρία»61. Δεν μπορούσε και ούτε μπορεί κάποιο δημιούργημα να γίνει τελειότερο από αυτήν, ούτε η ίδια μπορούσε να γίνει τελειότερη απ’ ότι είναι. Κατά τον άγιο Αυγουστίνο «τρία δεν ηδυνήθη να κάμη τελειότερα ο Θεός, παρά πάσαν την παντοδυναμίαν Του. Την Σάρκωσιν, την Παρθένον και την μακαριότητα των δικαίων εν τη μελλούση ζωή»62.
Η Παναγία μας μέσα στην ορθόδοξη Λατρεία για το «θεότευκτο, πνευματικό κάλλος της, το αμήχανο και απερίγραπτο»63 την παναγιότητα, την αναμαρτησία της μεγαλύνεται με υπέροχους και θεολογικωτάτους ύμνους64, εγκωμιάζεται με υψηλούς, αποκαλυπτικούς και δυσπρόσιτους στην κοινή ανθρώπινη διάνοια λόγους65. Σε Αυτήν απευθύνονται πύρινες προσευχές66. Δεν αποδίδουμε την οφειλόμενη τιμή προς την Κυρία Θεοτόκο, αν ομολογούμε ότι ήταν άπλα ενάρετη και έζησε με ταπείνωση και υπακοή και δεν ομολογούμε το ανώτερο· ότι έζησε αναμάρτητα. Δεν ζηλοτυπεί ο Χριστός, δεν υποβιβάζουμε το πρόσωπο Του ως μοναδικό Δημιουργό και Σωτήρα του κόσμου67 αν ομολογούμε ότι η Παναγία Μητέρα Του είναι αναμάρτητη, όχι βέβαια κατά φύση άλλα κατά προαίρεση. Χρειάζεται να αποβληθεί η φοβία πού προέρχεται από προτεσταντίζουσα επιχειρηματολογία, ότι τιμώντας το πρόσωπο της Παναγίας την διαχωρίζουμε από τον Χριστό, από το μυστήριο της ενανθρωπήσεως. Τιμή και προσκύνηση προς την Παναγία δεν σημαίνει αποδοχή της Ρωμαιοκαθολικής Μαριολατρίας68. Η ορθόδοξη διδασκαλία για την Θεοτόκο ομιλεί και ερμηνεύει την ορθή θέση της μέσα στην Εκκλησία.
Ο πανάγιος βίος, η αναμαρτησία της Παρθένου, πού έγινε αφορμή για να γίνει Θεοτόκος πα! Θεομήτωρ εξηγούν αυτήν την ιδιαίτερη θέση Της, πού ομολογούμε ότι έχει μετά τον Θεό και πάνω από τους αγγέλους και τους αγίους. Με την υποστατική ένωση της θείας και ανθρωπινής φύσεως στο πρόσωπο του Χριστού και την δημιουργία της θεανθρωπίνης οικογενείας και κοινωνίας, η Παναγία γίνεται η Μητέρα της καινής κτίσεως.
Η Παναγία μας είναι το «μεθόριον μεταξύ κτιστής και ακτίστου φύσεως», η «μετά Θεόν θεός, η τα δευτερεία της Τριάδος έχουσα», η «τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξότερα ασύγκριτος των Σεραφείμ», η «αγία αγίων μείζων», αυτή πού «δύναται πάντα όσα θέλει» και μόνο σε αυτήν οφείλουμε «δουλική προσκύνηση, λατρευτική βέβαια προς τον Θεό και τιμητική προς τους αγίους»69. Γι’ αυτό, νομίζω, δεν θα είμαστε έκτος του πνεύματος των αγίων Πατέρων μας, αν απευθύνουμε το εφύμνιο προς την Παναγία μας: «Χαίρε, αναμάρτητε Θεόνυμφε Δέσποινα». Αμήν.
Υποσημειώσεις:
1. Άποκ. 5,1.
2. «Μέχρι γαρ της κατά την οικονομίαν υπηρεσίας αναγκαία η παρθενία, το δ’ εφεξής απολυπραγμόνητον τω λόγον του μυστηρίου». Μεγάλου Βασιλείου, Εις την αγίαν τον Χρίστου γέννησιν 5, ΡΟ31, 1468ΑΒ.
3. Βλ. Χρυσοστόμου Σταμούλη, Θεοτόκος και ορθόδοξο δόγμα. Σπονδή στη διδασκαλία τον αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Θεσσαλονίκη 1996.
4. Ενώ οι Πατέρες του 4ου αιώνα πρόβαλαν ως πρότυπο τελειώσεως τον προφήτη Μωυση (βλ. αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περί τον βίου Μωυσέως του νομοθέτου, η περί της κατ’ αρετήν τελειότητας, ΡG44, 297-429), ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς θέτει την Παρθένο ως πρότυπο τελειώσεως και παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς στις ομιλίες του και ιδιαίτερα στην Ομιλία 53, Γρηγορίου Παλαμά Όμιλίαι ΚΒ’, εκδ. Σοφ. Οικονόμου, Αθήνησι 1861, σ. 131-180.
5. Βλ. αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 14, ΡG 151, 172ΒC.
6. Βλ. αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις την Γέννησιν 6, έκδ. Π. Νέλλα, Αθήνα 41995, σ. 69.
7. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις την Κοίμησιν 8, o.π., σ. 196.
8. Αγίου Νικόδημου Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον, έκδ. «Ο άγιος Νικόδημος», Αθήναι χ.χρ, σ. 224. Πρβλ. αγίου Νικόδημου Αγιορείτου, Αόρατος Πόλεμος, έκδ. «Ο άγιος Νικόδημος», Αθήναι χ.χρ, κεφ. μθ’, σ. 165-166.
9. Αγίου Νικόδημου Αγιορείτου, Κήπος Χαρίτων, έκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 41992, σ. 200.
10. Άρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Άθωνίτης, Εσσεξ Αγγλίας 1999, σ. 492.
11. Αγίου Ιωάννου Δαμάσκηνου, Ιερά Παράλληλα, Τίτλ. ΙΓ’, ΡG 95, 1172ΑΒ.
12. Ενδεικτικά βλ. στην Δογματική του Π. Τρεμπέλα, όπου γράφει: «Ως προς δε την αναμαρτησίαν, την οποίαν η Δυτική Εκκλησία στηριζομένη ένθεν μεν επί του χαιρετισμού του αγγέλου, εν τω οποίω η Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ως κεχαριτωμένη, ένθεν επί της ιδέας, ότι εάν δεχθώμεν, ότι αυτή εγένετο ένοχος αμαρτίας, τούτο θα επεσκίαζε την τιμήν του υιού της, δεχόμεθα ταύτην μόνον ως σχετικήν, ύφ’ ην έννοιαν ο μεν Παύλος λέγει περί εαυτού ότι «κατά δικαιοσύνην την εν νόμω εγένετο άμεμπτος». Τί υπονοεί εδώ ο μακαριστός καθηγητής με τον όρο «σχετική»; Αν είχε αμαρτήματα η Θεοτόκος ή όχι, δεν φαίνεται καθαρά. Πιο κάτω όμως αναφέρει ότι «μόνος ο ιερός Αυγουστίνος εκδέχεται την Θεοτόκον ως τελείως απηλλαγμένην προσωπικών αμαρτιών». Και συνεχίζει- «πολλοί όμως εκ των λοιπών Πατέρων και συγγραφέων αποδίδουσιν εις την Παρθένον όχι μόνον την δυνατότητα, όπως αμάρτη άλλα και ότι δεν ήτο απηλλαγμένη αδυναμιών και ατελειών τίνων (δηλ. παθών)». Κατόπιν φέρνει μεμονωμένα χωρία Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων (Ωριγένη, Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ζιγαβηνού), χωρίς όμως να εξετάζει τον λόγο, την αιτία πού έγραψαν κάτι τέτοιο, ούτε να τα συνδέει με την όλη διδασκαλία τους για την Θεοτόκο, όπου την «αποδεικνύει» εμπαθή! Βλ. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. Β’, έκδ. Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήναι 21979, σ. 213-215. Επίσης βλ. δ.π., σ. 215-216, τον προτεσταντίζοντα τρόπο με τον όποιο θέλει να ανατρέψει τις καινοτομίες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για την Θεοτόκο, όπου μάλιστα παραξενεύεται, όταν ο L. Ott γράφει ότι «ουδεμία Χάρις μεταδίδεται εις τους ανθρώπους άνευ της ενεργού μεσιτείας αυτής». Δεν γνώριζε απ’ ότι φαίνεται ο κ. καθηγητής ότι με αυτό το σκεπτικό κατηγορείται και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, που γράφει τα έξης αποκαλυπτικά: «Ουκούν αυτή μεθόριόν εστί κτίστης και ακτίστου φύσεως, και ουδείς αν έλθοι προς Θεόν, ει μη δι’ αυτής τε και του εξ αυτής τεχθέντος μεσίτου· και ουδέν αν εκ του Θεού των δωρημάτων, ειμή δια ταύτης, γένοιτο και αγγέλοις και ανθρώποις». Ομιλία 53, 23, Γρηγορίον Παλαμά Όμιλίαι ΚΒ’, έκδ. Σοφ. Οικονόμου, Αθήνησι 1861, σ. 159. 13. Βλ. Αμαλίας Σπουρλάκου-Εύτυχιάδου, Η Παναγία Θεοτόκος τύπος χριστιανικής αγιότητας, Αθήνα 1990, σ. 57 ύποσημ. 1. Δηλαδή η Παναγία δεν είχε πολλές αμαρτίες, ήταν μειωμένες! Η διατριβή αυτή γράφτηκε, όπως φαίνεται και από τον επεξηγηματικό υπότιτλο της, ως «Συμβολή εις την ορθόδοξον τοποθέτησιν έναντι της ρωμαιοκαθολικής Ασπίλου Συλλήψεως και των συναφών ταύτη δογμάτων». Η κα Σπουρλάκου στην προσπάθεια της να ανατρέψει το ρωμαιοκαθολικό δόγμα χρησιμοποιεί σε γενικές γραμμές προτεσταντίζουσα επιχειρηματολογία, σε πολλά σημεία φάσκει και αντιφάσκει χρησιμοποιώντας αστόχως πλήθος Πατερικών και μη χωρίων, κάνοντας έτσι όλη την μελέτη κάπως «φλύαρη» (σύνολο σελίδων 646). Ως προς το θέμα της αναμαρτησίας της Παναγίας δεν είναι ξεκάθαρη η θέση της. Για παράδειγμα, έκτος το «της αμαρτίας εν υφέσει», πού αναφερθήκαμε παραπάνω, στην αρχή της σελίδας 53, ενώ γράφει ότι η Παναγία «έλαβε την χάριν του μη αμαρτάνειν», στην ίδια σελίδα λίγο πιο κάτω γράφει ότι είχε ατέλειες και συγγνωστά ελαττώματα. Το συγγνωστό όμως ελάττωμα αμάρτημα είναι ουσιαστικά η συγκατάθεση στην κατά διάνοια αμαρτία. Επίσης βλ. σ. 628, όπου η αναμαρτησία της Θεοτόκου παρομοιάζεται (υποβιβάζεται ουσιαστικά) με αυτήν των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης και ότι η αγιότητα της Θεοτόκου «είναι εφικτή παντί τω έχοντι την αυτήν δεκτικότητα». Πρβλ. σ. 55, όπου γράφει «περι εξομοιώσεως και ταυτίσεως εκάστου χριστιανού μετά της (αγιότητας) της Θεομήτορος». Βέβαια δεν έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε λεπτομερή κριτική της διατριβής της κας Σπουρλάκου, αλλά νομίζουμε (και πιστεύουμε ότι δίχως την θέληση της) στην μελέτη αυτή υποβιβάζεται το πρόσωπο της Θεοτόκου. Ποιος μπορεί να φθάσει την αγιότητα της Υπεραγίας Θεοτόκου; Ή μήπως και αυτή θα κριθεί, όπως λέγουν οι Πεντηκοστιανοί; Διαφορετικό είναι να λέμε ότι η Θεοτόκος αποτελεί πρότυπο βίου για τον χριστιανό και άλλο είναι να θεωρούμε ότι μπορούμε να εξομοιωθούμε με αυτήν, να έχουμε την ίδια δεκτικότητα αγιότητος.
14. Βλ. Ιωάννου Καλογήρου, «Μαρία», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 8, Αθήναι 1966, σ. 675, όπου ο κατά τα άλλα εμβριθής και πρωτοπόρος στις μελέτες του για την Θεοτόκο κ. καθηγητής (αυτόν ακολουθεί ο Π. Τρεμπέλας, σχεδόν αντιγράφει η Άμ. Σπουρλάκου) φοβούμενος ότι η τελεία αναμαρτησία της Παναγίας (όχι βέβαια κατά φύση αλλά κατά θέληση, κατά προαίρεση) προέρχεται από την άσπιλη σύλληψη πού προσβάλλει το αναμάρτητο του Κυρίου, μεταθέτει την αναμαρτησία της είτε μετά τον Ευαγγελισμό, είτε μετά την Ανάσταση, είτε μετά την Πεντηκοστή. Η φοβία του αυτή είναι αισθητή και στην μελέτη του Μαρία, η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την ορθόδοξον πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, όπου στο κεφ. «Το αναμάρτητον της Θεοτόκου εξ επόψεως Ορθοδόξου», σ. 78 κ.έ. προβάλλει Σύρους και μονοφυσίτες θεολόγους ως υποστηρικτές του αγνοώντας την μετά τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό Πατερική Παράδοση. Ενώ θεωρεί ότι ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας γράφει περί καθαρότητας κα! αναμαρτησίας της Θεοτόκου «υπό λατινικήν σχολαστικήν επίδρασιν διατελών», βλ. o.π., σ. 86.
15. Βλ. Αμαλίας Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου, Παναγία Θεοτόκος τύπος χριστιανικής αγιότητος, Αθήνα 1990, σ. 57. Έξαλλου και ο ορθόδοξος χριστιανός μόλις βαπτισθεί δεν είναι μόνο δυνάμει αλλά και ενεργείς αναμάρτητος.
16. Βλ. Αμαλίας Σπουρλάκου, ο.π., σ. 53. Πρβλ. Ιωάννου Καλογήρου, «Μαρία», υ.π., σ. 675.
17. Βλ. Χρήστου Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήναι, 21956, σ. 191-193. Επίσης και ημέτεροι θεολόγοι, παρερμηνεύουν την αναμαρτησία του Χρίστου. Για παράδειγμα βλ. Ανδρέου Θεοδώρου, Η περί Τριάδος και Χρίστου διδασκαλία της Παρακλητικής, εν Αθήναις 1962, σ. 32, οπού ο Χριστός παρουσιάζεται θελήσει αναμάρτητος και όχι φύσει.
18. Βλ. εισήγηση μας, «Η χρήση λογικής και νοεράς ενέργειας του ανθρώπου κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά», Πρακτικά Διεθνών Επιστημονικών Συνεδρίων Αθηνών και Λεμεσού, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου 2000, σ. 776.
19. Άρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 81999, σ. 247.
20. Βλ. ό.π., σ. 250. Πρβλ. το όραμα πού είδε ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς με την μεταβολή του γάλακτος σε οίνο, όπου ο ηθικός λόγος του ανυψώθηκε σε δογματικό μετά από 18 έτη μοναχικής ασκήσεως. Φιλόθεου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος εγκωμιαστικός εις Γρηγόριον Παλαμά», ΡΟ 151, 580ΑΒ.
21. Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Η Παρθένος Μαρία, μητέρα της καινής κτίσεως». Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας (15-17 Νοεμβρίου 1989), Θεσσαλονίκη 1991, σ. 274.
22. «Η πνευματική παρθενία είναι αναμαρτησία». Πρωτοπρεσβ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Η Αειπάρθενος Μητέρα του Θεού», Θέματα ορθοδόξου θεολογίας, Αθήναι 1973, σ. 136.
23. Το δόγμα αυτό της Παπικής Εκκλησίας έφερε ως λογικό επακόλουθο ένα άλλο δόγμα, αυτό της ενσώματης μεταστάσεως της Θεοτόκου (Αssumptio) πού διατυπώθηκε από τον πάπα Πιο ΙΒ’ το 1954. Αν οι Ρωμαιοκαθολικοί ομιλούσαν ρητώς για φυσικό θάνατο της Παναγίας, θα συμφωνούσαν και οι Ορθόδοξοι, αφού κατά την Παράδοση μετά την κοίμηση η Παναγία αναλήφθηκε εν σώματι στους ουρανούς και τεκμήριο της μεταστάσεως της αποτελεί η Αγία Ζώνη πού παραδόθηκε στον απόστολο Θωμά. Ο καθηγητής Μέγας Φαράντος, προτεσταντίζων και αυτός στην διδασκαλία του περί της Θεοτόκου, δεν αποδέχεται την ενσώματη μετάσταση, βλ. Μέγα Φαράντου, Δογματικά και ηθικά Ι, Αθήναι 1983, σ. 270-271. Και φυσικά θεωρεί σχετική την αναμαρτησία της Παναγίας, βλ. ο.π., σ. 268-269.
24. Βλ. και την μαρτυρία του μακαρίου Γέροντος Παίσιου για την ανήδονη σύλληψη της Θεοτόκου, στο Ιερομόναχου Ισαάκ, Βίος τον Γέροντος Παϊσίον τον Αγιορείτου, Άγιον Όρος 2004, σ. 171-172.
25. Βλ. αγίου Μαξίμου Ομολογητού, Ερμηνεία εις το Πάτερ ημών, ΡG 90, 901CD. Πρβλ. άρχιμ. Σωφρονίου, Άσκησις και θεωρία, Έσσεξ Αγγλίας 1996, σ. 130.
26. Λουκ. 1,38.
27. «Μόνη η Παρθένος Μαρία ήτο ο αντάξιος της θείας ενανθρωπήσεως ναός! Ο Θεός Λόγος απέβλεψεν εις την έκπαγλον ωραιότητα της Ψυχής της, ώστε να δανεισθή εκ των τιμίων αιμάτων της την ανθρωπίνην αυτού φύσιν. Μήτηρ ανταξία του Δεσπότου και Υιού της»! Ανδρέου Θεοδώρου, Η περί Τριάδος και Χρίστου διδασκαλία της Παρακλητικής, εν Αθήναις 1962, σ. 33.
28. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 37, Εις την Κοίμησιν, ΡG 151, 465Β. Δεν συμφωνούμε με την σχολαστική άποψη ότι η Παναγία θα μπορούσε να είχε έγγαμο βίο και να υπηρετούσε ανεμπόδιστα στο σχέδιο της θείας ενανθρωπήσεως. Άν αυτό ήταν προτιμότερο από τον παρθενικό βίο, τότε γιατί δεν το πραγματοποίησε ο Θεός;
29. Βλ. αγίου Νικολάου Καβάσιλα, II θεομήτωρ, Εις τον Ευαγγελισμόν 3, έκδ. Π. Νέλλα, Αθήνα 41995, σ. 126.
30. Ο άνθρωπος μετά την πτώση δεν κληρονομεί συμμετέχει στην ενοχή της αμαρτίας των προπατόρων Αδάμ και Εύας, άλλα δέχεται τις συνέπειες της ασθενούσης πλέον ανθρωπινής φύσεως, την φθορά, τα αδιάβλητα πάθη, τον θάνατο. Το να αισθάνεται κάποιος ότι είναι ένοχος για την προπατορική αμαρτία και ότι γι’ αυτό τιμωρείται από τον Θεό μαρτυρεί επίδραση από την δυτική δικανική διδασκαλία περί πτώσεως. Βλ. π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα Ί992, σ. 154 και σ. 160-161. Δεν αμαρτήσαμε εμείς στο πρόσωπο του Αδάμ, ούτε έγιναν όλοι αμαρτωλοί εξαιτίας του Αδάμ. Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ερμηνεύοντας το χωρίο του αποστόλου Παύλου, «ώσπερ γαρ δια της παρακοής του ενός ανθρώπου (Αδάμ) αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί» (Ρωμ. 5,19), γράφει: «Ούτως αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί, ουχ ως τω Αδάμ συμπαραβεβηκότες, ου γαρ ήσαν πώποτε, άλλ’ ως της εκείνου φύσεως όντες της υπό νόμον πεσούσης τον της αμαρτίας… ηρρώστησεν η ανθρώπου φύσις εν Αδάμ δια της παρακοής την φθοράν, εισέδυ τε ούτω αυτήν τα πάθη», ΡΟ74, 789Β.
31. Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκθεσις πίστεως 26, ΡG94, 924ΑΒ.
32. «Αλλά τούτο ζητών εποίησεν, ίνα, γεννηθήναι δεήσαν, την μητέρα παρ’ αυτής λαβή». Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η θεομήτωρ, Εις τον Ευαγγελισμόν 8, έκδ. Π. Νέλλα, δ.π., σ. 150.
33. Γεν. 1,31.
34. Κολασ. 2,9.
35. Βλ. Λουκ. 1,35.
36. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 14, ΡG151, 176.
37. Βλ. π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Η Αειπάρθενος Μητέρα του Θεού», Θέματα ορθοδόξου θεολογίας, Αθήναι 1973, σ. 130.
38. «Μετά ούν συγκατάθεσιν της αγίας Παρθένου, Πνεύμα άγιον επήλθεν έπ’ αυτήν κατά τον Κυρίου λόγον, ον είπεν ο άγγελος, καθαίρον αυτήν». Αγίου Ιωάννου Δαμάσκηνου, Εκδοσις ορθοδόξου πίστεως 46, ΡΟ94, 985Β.
39. «Ει δε προκεκαθάρθαι τω Πνεύματι την Παρθένον εισίν οι φασι των Ιερών διδασκάλων, αλλά την κάθαρσιν προσθήκην χαρίτων αυτοίς βούλεσθαι χρή νομίζειν, οι και τους αγγέλους τον τρόπον τούτον φασι καθαίρεσθαι, παρ’ οίς ουδέν πονηρόν». Άγιου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις την Γέννησιν, 10, έκδ. Π. Νέλλα, o.π., σ. 84.
40. Βλ. Ίω. 2,1-10.
41. Βλ. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, ο.π., σ. 214. Ο Τρεμπέλας στηρίζει την επιχειρηματολογία του στην 21η ομιλία του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τον ευαγγελιστών Ιωάννην, όπου όμως το επίκεντρο της ομιλίας του Χρυσοστόμου είναι όχι το πρόσωπο της Θεοτόκου αλλά η ηθική διδασκαλία «μη τοίνυν μέγα φρονώμεν επί ευγένεια τη κατά σάρκα, αλλά καν μύριους έχωμεν προγόνους θαυμαστούς, αυτοί σπουδάσωμεν υπερβαλέσθαι τας εκείνων αρετάς», Εις τον ευαγγελιστήν Ιωάννην, Όμιλία 21, ΡG59, 132. Όποτε ο Χρυσόστομος με την ρητορική δεινότητα του αναπτύσσει αυτήν την ιδέα σε όλη την ομιλία και όχι βέβαια προς υποτίμηση της Μητέρας του Χριστού, αφού ο Χριστός «σφόδρα αυτήν ετίμα», o.π., ΡΟ59, 131.
42. «Η Παναγία κατάλαβε ότι ο λόγος του Χριστού δεν ήταν άρνηση να εκπληρώσει την παράκληση της», ίερομ. Γρηγορίου, Η Υπεραγία Θεοτόκος, Άγιον Όρος 1994, σ. 39. Οι λόγοι της Παναγίας, «ό,τι αν λέγη υμίν ποιήσατε» (Ιω. 2,5) αποτελούν την Διαθήκη της Θεοτόκου, ως ο μοναδικός λόγος της πού αναφέρεται στον Χριστό και ταυτόχρονα ο τελευταίος θεομητορικός λόγος που κατέγραψαν οι Ευαγγελιστές. Βλ. ίερομ. Γρηγορίου, ο.π., σ. 38-42.
43. Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Θαυματουργές εικόνες και άγια λείψανα», Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίον, Παράδοση-Ιστορία-Τέχνη, τόμ. Α’, Άγιον Όρος 1996, σ. 118.
44. Βλ. Ματθ. 12,46-48. Πρβλ. Λουκ. 8, 19-21.
45. Βλ. Π. Τρεμπέλα, o.π., σ. 215. Η δε Άμ. Σπουρλάκου αναγράφει το χωρίο Λουκ. 8,21 στο εξώφυλλο του βιβλίου της. Και οι δυο παραθέτουν τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο (Εις το κατά Ματθαίον, Ομιλία 44, ΡΟ 57, 463-472) για να θεμελιώσουν την άποψη τους ότι η Παναγία δεν ήταν αναμάρτητη, είχε μάλιστα και πάθη. Όμως παρερμηνεύουν τον Χρυσόστομο αφού δεν κατανοούν τις προϋποθέσεις της συγκεκριμένης ομιλίας του. Ο άγιος ήθελε σε αυτήν την ομιλία να τονίσει την αξία της αρετής, που δεν έγκειται σε συγγένεια αλλά σε προαίρεση, γι’ αυτό τονίζει στην ίδια ομιλία: «μήτε επί παισιν ευδοκίμοις μέγα φρονώμεν, αν μη την αρετήν αυτών έχωμεν μήτε επί πατράσι γενναίοις, εάν μη ώμεν αυτοίς ομότροποι», ΡG57, 466.
46. «Καν οι ευαγγελισταί ταύτα πάντα φανερώς ου λέγουσι, μη θέλοντες την Μητέρα προφέρειν εις μαρτυρίαν, ίνα μη τοις απίστοις υποψίας αφορμήν δώσιν». Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 18, ΡG 151, 237D.
Επίσης πολλοί ερμηνευτές, όπως ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, θεωρούν ότι με αυτήν την παρομοίωση ο Χριστός έθεσε την Μητέρα Του ως πρότυπο και κορυφή αγιότητας. Βλ. αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις την Γέννησιν 10, έκδ. Π. Νέλλα, Αθήνα 41995, σ. 86. Πρβλ. Ίερομ. Γρηγορίου, Η Υπεραγία Θεοτόκος, o.π., σ. 41.
47. Βλ. Λουκ. 2,35.
48. Βλ. Ιωάννου Καλογήρου, Μαρία, η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την ορθόδοξον πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 96 κ.έ.
49. Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 1999, σ. 490-491.
50. Βλ. Ιω. Καρμίρη, Τα. Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 1, εν Αθήναις 1952, σ. 138.
51. Βλ. Λουκ. 2,44-46.
52. Βλ. και άρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ο.π., σ. 492.
53. Αυτήν την «τριχώς αναμαρτησία» της Παναγίας ομολογεί και ο πατριάρχης Κύριλλος Α’ Λούκαρις σε ομιλία του για την Κοίμηση της Θεοτόκου. Βλ. Ί. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου και, Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 2, εν Αθήναις 1953, σ. 711.
54. Ευτυχίας Γιούλτση, II Παναγία πρότυπο πνευματικής τελειώσεως, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 87. Η κα Γιούλτση ως προς την αναμαρτησία της Παναγίας γράφει σαφέστατα ότι «με τον πανάγιο βίο της η ίδια απέφυγε παντελώς την αμαρτία, και είναι η μόνη μεταξύ των ανθρώπων άνευ αμαρτίας», ο.π., σ. 89. Επίσης και ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν στο άρθρο του «Εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία», περιοδικό Επίγνωση, τχ. 86, Φθινόπωρο 2003, σ. 13, είναι σαφής ως προς την αναμαρτησία της Παναγίας όταν γράψει ότι, «κανένα ανθρώπινο όν δεν είναι αναμάρτητο, με εξαίρεση την Υπεραγία Θεοτόκο, τη Μητέρα του Κυρίου».
55. Άρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ο.π., σ. 490.
56. Η εμπειρική αυτή κοινωνία δημιουργείται μέσω της προσευχής, κυρίως όμως μέσα στο σώμα του Χριστού. «Το σώμα του Χριστού είναι ενιαίο και αδιαίρετο. Είναι το σώμα πού γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία. Είναι το σώμα πού κοινωνούν οι πιστοί στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Αυτό το σώμα δημιουργεί την καινή κτίση. Αυτό είναι η χώρα των ζώντων, πού φανέρωσε στον κόσμο η χώρα του αχώρητου, η Παρθένος Μαρία, η μητέρα της καινής κτίσεως». Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Η Παρθένος Μαρία, μητέρα της καινής κτίσεως», Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκον και Αειπαρθένου Μαρίας (15-17 Νοεμβρίου 1989), Θεσσαλονίκη 1991, σ. 277. Υπό αυτήν την έννοια, μέσα στο σώμα του Χριστού, βλέπει και ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, αυτός ο Θεοτοκόφιλος Αγιορείτης, «την υπερφυεστάτην συγγένειαν όπου από την Παναγία και γλυκεία μας Μανούλα ελάβομεν». Γέροντος Ιωσήφ, Θείας Χάριτος εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Επιστολή 13, έκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου 2005, σ. 172. Έτσι εξηγείται και ο υπερβολικός ίσως χαρακτηρισμός του μακαρίου Γέροντος Αθανασίου Ίβηρίτη «σκύλοι!» σε όσους δεν σέβονταν την Παναγία. Βλ. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιακού, Ιερομόναχος Αθανάσιος Ιβηρίτης, Ο θερμός λάτρης της Πορταίτισσας (1885-1973), Αθήνα 22002, σ. 40.
57. Ματθ. 23,25.
58. Άρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστίν, Έσσεξ Αγγλίας 1996, σ. 240.
59. Άρχιμ. Σωφρονίου, ο.π., σ. 342.
60. «Η θέωσις, βεβαίως, αυτή δεν νοείται, ει. μη εν ηθική έννοια». Αμαλίας Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου, ΊΙ Παναγία Θεοτόκος τύπος χριστιανικής αγιότητας, Αθήνα 1990, σ. 433.
61. Πρωτοπρεσβ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Η Αειπάρθενος Μητέρα του Θεού», Θέματα ορθοδόξου θεολογίας, Αθήναι 1973, σ. 134.
62. Το χωρίο το δανεισθήκαμε παρά του Μονάχου Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ιερομόναχος Αθανάσιος Ιβηρίτης, Ο θερμός λάτρης της Πορταΐτισσας (1885-1973), Αθήνα 22002, σ. 41.
63. Θεοκλήτου Μονάχου Διονυσιάτου, Η Παναγία Σουμελά, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 39.
64. Ή υμνολογία της Εκκλησίας δεν είναι υπερβολική, άλλα θεολογική και σωτηριολογική. Ο καθηγητής της Δογματικής κ. Δ. Τσελεγγίδης αποφαίνεται: «Η διδασκαλία της Εκκλησίας για την Θεοτόκο, όπως αυτή διαφαίνεται μέσα από την υμνογραφία των θεομητορικών εορτών, δεν διαφοροποιείται από τις δογματικές αποφάνσεις των Οικουμενικών Συνόδων, που ασχολήθηκαν με την μητέρα του Θεανθρώπου». Δ. Τσελεγγίδη. «Η θεοτοκολογία στην υμνολογία των θεομητορικών εορτών», Ορθόδοξη θεολογία και ζωή. Θεσσαλονίκη 2005. σ. 48. Δεν συμφωνούμε με τον κ. Καλογήρου όταν μιλά για «ποιητικές και ρητορικές εξάρσεις και υπερεξάρσεις» σε τροπάρια για την Θεοτόκο (βλ. Ίω. Καλογήρου, Μαρία η Αειπάρθενος, ό.π., σ. 108-109) ή όταν προσπαθεί να αντιταχθεί στον Γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη σχετικά με τον ύμνο «Χαίροις μετά Θεόν ή θεός…» (βλ. Ίω. Καλογήρου, «Η ορθόδοξος συμβολή εις την σύγχρονον επιδίωξιν, κοινής χριστιανικής εκφράσεως της περί της Θεοτόκου Μαρίας αληθείας και της προς αυτήν τιμής», Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας (15-17 Νοεμβρίου 1989), Θεσσαλονίκη 1991, σ. 693-694. Ούτε συμφωνούμε με τον Ίω. Καρμίρη όταν γράφει: «Τα ούτω μεταφορικώς και ποιητική αδεία λεγόμενα και αδόμενα εν τη καθόλου Λατρεία δεν πρέπει να λαμβάνονται κατά γράμμα, ως μη ανήκοντα εις την ουσίαν των ορθοδόξων δογμάτων», Ίω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 1, εν Αθήναις 1952, σ. 245-246, υποσημ. 4. Ο μακάριος Γέροντας Πορφύριος αγίασε μελετώντας και εντρυφώντας στους ύμνους της Παρακλητικής, Μηναίων κ.ά. (βλ. Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, βίος και Λόγοι, Ι.Μ. Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σ. 176-177). Και ο μακάριος Γέροντας Ιάκωβος Τσαλικης δεν είχε την δυνατότητα μελέτης πατερικών κειμένων, αλλά εντρυφούσε στα λειτουργικά βιβλία (βλ. Στυλ. Παπαδόπουλου, Ο μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης, Αθήνα 21995, σ. 72-73.
65. Ενδεικτικά βλ. τους λόγους των αγίων, Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 53 (Εις τα Είσόδια)· Νικολάου Καβάσιλα, Εις τον Εναγγελισμόν Ανδρέου Κρήτης, Εις το Γενέσιον Ιωάννου Δαμασκηνού, Εις την Κοίμησιν.
66. Οι άγιοι Πατέρες μας έχουν αφήσει γραπτά δείγματα των εμπύρων και εντόνως ικετευτικών προσευχών τους προς την Παναγία. Ο όσιος Κάλλιστος με πνεύμα συντετριμμένο και τεταπεινωμένο αλλά και φλεγόμενο από θείο έρωτα προσεύχεται: «Διό μη με παρίδης, Πανάχραντε- πάντες γαρ παρείδον και παρήλθόν με, ορώντές μου το ανίατον, Προφήται, Απόστολοι, Δίκαιοι, θείοι Πατέρες, και υπελείφθην μόνος… (γι’ αυτό βοά προς την πανύμνητο Θεοτόκο) την πάντα δυναμένην, την πάντα ανύουσαν», Ά.Δ. Σιμωνώφ, Μέγα Προσενχητάριον, έκδ. Πελεκάνος, Αθήνα, χ.χρ., σ. 329.
67. Βλ. την σχολαστική θεώρηση και σύνδεση αναμαρτησία και Σωτήρ, που διαπνέει τον Μητροφάνη Κριτόπουλο και αποδέχεται ο Ιωάννης Καλογήρου. Ο συλλογισμός έχει ως έξης: Ο Χριστός είναι Σωτήρ. Ο Χριστός είναι αναμάρτητος. Η Θεοτόκος δεν είναι Σωτήρ. Άρα η Θεοτόκος δεν μπορεί να είναι αναμάρτητη. Με την ίδια λογική όμως μπορούμε να διερωτηθούμε: Οι άγγελοι είναι αναμάρτητοι, μήπως είναι και Σωτήρες; Βλ. Ιωάννου Καλογήρου, Μαρία, η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την ορθόδοξον πίστιν. Θεσσαλονίκη 1957, σ. 93.
68. Αυτή η αντιρωμαιοκαθολική πολεμική επηρέασε ακόμη και ενάρετους ανθρώπους, όπως τον άγιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς, ο όποιος αφενός ανατραφείς στην Δύση και μη έχοντας πρόσβαση στα κείμενα των Πατέρων (Ιδιαίτερα Γρηγορίου Παλαμά και Νικολάου Καβάσιλα) αφετέρου μη έχοντας την ικανότητα και το χάρισμα της θεολογίας, παρόλη την έκδηλη αγιότητα του με το διορατικό και ιαματικό χάρισμα που κατείχε, έπεσε στο σφάλμα να γράψει ότι η Θεοτόκος δεν ήταν απαλλαγμένη από προσωπικές αμαρτίες. Βλ. αγίου Ιωάννη Μαξίμοβιτς, Η τιμή της Θεοτόκου στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Αθήνα 2005, σ. 66 κ.έ. Βέβαια στο τέλος της μελέτης του ο Μαξίμοβιτς γράφει ότι η Παρθένος «απώθησε κάθε παρόρμηση προς αμαρτία», (ο.π., σ. 86), ίσως για να μετριάσει αυτά που έγραψε προηγουμένως. Πάντως στο βιβλίο αυτό δίνει μία συγκεχυμένη άποψη για την αναμαρτησία της Παναγίας.
69. Βλ. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μαρία η Μητέρα τον Θεού, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 59.
Από το βιβλίο του «Αθωνικός λόγος»,
Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2010
Εισήγηση στο Θεομητορικό Συνέδριο «Παναγία η Πάντων Χαρά»,
Χανιά, 19-20 Νοεμβρίου 2005
Πηγή: Πεμπτουσία
Το ότι η Νέα Εποχή επιβάλλεται με τους αλλοτριωτικούς ρυθμούς της σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής είναι όχι μόνο πρόδηλο ,αλλά και προ πολλού γνωστό. Παρ΄ όλα αυτά δεν μπορεί να μην αγανακτεί και να μην οργίζεται κανείς, όταν διαπιστώνεται η ολοένα και με ταχείς ρυθμούς διείσδυση διεστραμμένων ιδεολογιών στις υπό διαμόρφωση συνειδήσεις νεαρών ατόμων.
Μηνύματα ύποπτα, συγκεχυμένα σήματα, αποκρυφιστικά σύμβολα και γενικά όλος τα ζοφώδη στοιχεία μιας νοσηρής και διαστρεβλωμένης εικόνας του ανθρώπου διοχετεύονται αφειδώς, μέσα από δράσεις που απευθύνονται στα παιδιά μας.
Η μόδα, η μουσική, ο κινηματογράφος, οι στίχοι τραγουδιών τα αναγνώσματα ακόμα και αυτά τα ίδια τα σχολικά βιβλία, αλλά και κάποιες μαθητικές εκδηλώσεις (δες schoοlwave) έχουν επιστρατευθεί, προκειμένου να μετατρέψουν τους έφηβους της πατρίδας μας σε άμορφο ανθρωποπολτό, αποχαυνωμένο και χειραγωγούμενο. Στο βωμό της Νέας Εποχής απαιτείται η θυσία της νεανικής ικμάδας και η μετατροπή των συνειδήσεων των μαθητών μας από ελεύθερα πρόσωπα σε μηχανικά εξαρτήματα.
Η αγανάκτηση γίνεται οργή και αυτή θυμός, όταν, μέσα από σελίδες σχολικών εγχειριδίων, πλασάρονται, τάχα μου αθώα και συγκαλυμμένα, υφέρποντα στοιχεία αποκρυφιστικών αντιλήψεων και αθεϊστικών ιδεολογιών, όλα μαζί πακεταρισμένα σε μια δήθεν σύγχρονη αντίληψη των πραγμάτων.
Πού ακούστηκε, δηλαδή, η διαβόητη για τα ύποπτα μηνύματά της ταινία, «Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών» να χρησιμοποιείται ως παράδειγμα διαφημιστικής αφίσας στο βιβλίο της Νεοελληνικής Γλώσσας της Α΄ Γυμνασίου (σελίδα 83).
Σιγά το αριστούργημα που επελέγη από τους νόες του πάλαι ποτέ Παιδαγωγικού Ινστιτούτου για να φιγουράρει σε σχολικές σελίδες…. Μαγεία, δυνάμεις του κακού, μαύρες πύλες, δαιμονιώδεις υπάρξεις και όλα τα σχετικά που συνθέτουν μια αποκρυφιστικού χαρακτήρα υπόθεση. Σε άλλες εποχές η ταινία θα θεωρείτο ως ταινία τρόμου, θα αποκηρυσσόταν και κυρίως δεν θα υποδεικνυόταν ως κατάλληλη για όλους, πολλώ δε μάλλον για δωδεκάχρονους που έμμεσα, μέσω του μαθήματος, τους συστήνεται να την δουν και να.. την απολαύσουν. Ως αντιλαμβάνεσθε, η τακτική αυτή αποτελεί μιας πρώτης τάξεως δυνατότητα να «περάσουν» με αθέατο τρόπο, τεχνηέντως και ασυνειδήτως τα μηνύματα αποκρυφιστικών δοξασιών. Και ως γνωστόν , το μάθημα των Νεοελληνικών Κειμένων, της Γλώσσας κλπ προσφέρονται ως εργαλεία διαμόρφωσης νοοτροπιών και διάπλασης χαρακτήρων. Και μετά ανησυχούμε και θρηνούμε για το ξεχαρβάλωμα τόσων ψυχών…..
Και σαν να μην φτάνει το χάλι των σχολικών βιβλίων (που τα τρωτά τους σημεία είναι πάρα πολλά, σε πολλά επίπεδα και δεν είναι του παρόντος για να επεκταθούμε) έχουμε και τις υποτιθέμενες θεσμοποιημένες καταστάσεις που ακούν στο… ψευδώνυμο «καλλιτεχνικά μαθητικά φεστιβάλ» όπως το αμφιλεγόμενο schoolwave. Μαθητικά μουσικά συγκροτήματα διαγωνίζονται σε μουσική heavy metal κυρίως υπό την αιγίδα, χορηγία και την ..ευλογία του Υπουργείου Παιδείας και φυσικά όχι του Θεού.
Το τι συμβολίζει και τι σηματοδοτεί το είδος αυτής της μουσικής είναι «γνωστόν τοῖς πᾶσι»…. Σατανιστικού περιεχομένου στίχοι, ουρλιαχτά και κραυγές και βεβαίως ώθηση σε έκρυθμες και άκρατες έως βίαιες συμπεριφορές και τελετές , για να αναφέρω μερικά μόνο εκ των …. «πολιτιστικών» στοιχείων τους.
Κανείς δεν λέει να μην γίνονται μουσικές εκδηλώσεις, νεανικά φεστιβάλ κλπ. που προωθούν τις καλλιτεχνικές εκφράσεις της μαθητιώσας νεολαίας μας. Γιατί όμως η ευρωπαϊκή αυτή συνήθεια της τελευταίας δεκαετίας εξαντλεί το μουσικό ενδιαφέρον της σε είδη μουσικής που μεταφέρουν τα παιδιά μας, τόσο με τους στίχους όσο και με τους ήχους, στον κόσμο των νεκρών, των νεκροζωντανών, του θανάτου, των ζόμπυ και των αυτοκτονιών με έναν τρόπο ένθεης ή ,ακριβέστερα, αντί-θεης μανίας;
Τι άλλο εκτός από αποκρυφισμός υφέρπει ή και έρπει, για να μην πω φαίνεται ολοφάνερα βγάζοντας μάτι, στο Death rock, heavy metal και όλα τα συναφή;
Και να θέλει κάποιος να τοποθετηθεί με σκεπτικισμό και επιφυλακτικότητα απέναντι σε τέτοια φαινόμενα ενός υποτιθέμενου πολιτιστικού δρώμενου με καλλιτεχνικές διαστάσεις, συμμεριζόμενος ίσως τον ενθουσιασμό για τα όσα διαφημίζει το μαθητικό αυτό φεστιβάλ, σχετικά με την επαφή, την προβολή και τις καλλιτεχνικές εκφράσεις των νέων, κλπ. κλπ., δεν το κατορθώνει. Ακούγοντας και μόνο τις επωνυμίες συγκροτημάτων και εκπροσώπων της heavy metal μουσικής βγάζει θλιβερά και ανησυχητικά συμπεράσματα.
Πώς να μην ανατριχιάσει στο άκουσμα ονομάτων που παραπέμπουν σε δαίμονες, σε μυστικιστικές θεότητες και σατανικές οντότητες; Πώς να μην τρομάξει από τους στίχους που ωθούν στον εκστασιασμό μιας ψυχεδελικής, άκρως νοσηρής ατμόσφαιρας, οδηγώντας στην πλήρη υποδούλωση του ανθρώπινου προσώπου στον Σατανά ;
Και τρέχουν ανυποψίαστοι οι πιτσιρικάδες και συρρέουν χωρίς κριτήρια διάκρισης τα πλήθη νεαρών ατόμων και διαφημίζεται η όλη πρωτοβουλία ως πολύ……. «προχωρημένη κατάσταση» .Το ότι οδεύουν στην κρεατομηχανή για να γίνουν κιμάς ,ούτε λόγος. Και μετά θρήνος και κοπετός για το ξεχαρβάλωμα τόσων ψυχών.
Δυστυχώς , βαλλόμεθα πανταχόθεν.. Από πού να φυλαχτείς και από πού να προσέξεις.. Κάποιες φορές έχω την αίσθηση ότι τα σημερινά παιδιά ακροβατούν πάνω σε ακονισμένες λεπίδες ,έτοιμες να καταξεσκίσουν τις σάρκες τους.
Απαιτείται εγρήγορση και προσοχή και κυρίως ενημέρωσή με σοβαρότητα ,ψυχραιμία και επιχειρηματολογία των νέων μας για τους κινδύνους που κρύβουν αυτά τα υποτιθέμενα αθώα μονοπάτια της μουσικής, της μόδας, της ενδυμασίας, του σινεμά και των θεαμάτων γενικότερα.
Και επειδή, δυστυχώς, το σχολείο αναπαραγάγει τα έωλα πρότυπα που επιβάλλουν σε ολόκληρη την κοινωνία τα σκοτεινά πεδία λήψης αποφάσεων, και επειδή, δυστυχώς, η Εκκλησία με τους εκπροσώπους της, συνήθως φαίνεται να είναι αποστασιοποιημένη από τις νεανικές ηλικίες, έγκειται στην …φιλοτιμία, την αγάπη και την ομολογιακή διάθεση του Έλληνα εκπαιδευτικού να ενημερώσει και να καθοδηγήσει τους μαθητές του με γνώμονα τα αληθινά φώτα πορείας, που δεν είναι άλλα από την μόνη Αλήθεια, τον Ιησού Χριστό.
Στήν ἀρένα αὐτῆς τῆς πρόσκαιρης ζωῆς πού δέν εἶναι ἀνθόσπαρτος ἀλλά “κοιλάδα κλαυθμῶνος”, οἱ πιστοί τοῦ Χριστοῦ ἔχουν νά ἀγωνιστοῦν σκληρά καί νά ἀντιμετωπίσουν χιλιάδες πειρασμούς (ἐξωτερικούς κι ἐσωτερικούς), δοκιμασίες καί θλίψεις, καθώς καί ἀμέτρητους ἐχθρούς (ἐξόν ἀπό τά πάθη τους καί τόν κόσμο, τόν Διάβολο καί τήν πληθώρα τῶν δαιμόνων του).
“Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις” (Ἐφεσ. 6, 10-12).
Οἱ πειρασμοί στόν ἄνθρωπο, εἶναι σάν ἕνα ζευγάρι μάτια. Ὅπως τά μάτια μποροῦν νά περιστρέφονται κυκλικά καί νά ἀντιλαμβάνονται ὅ,τι ὑπάρχει σέ ὅλες τίς κατευθύνσεις, ἔτσι καί οἱ πειρασμοί μποροῦν νά περιστρέφονται καί νά ξεπροβάλλουν ἀπό ὅλες τίς κατευθύνσεις. Κι ὅπως τά μάτια εἶναι τό ἕνα δεξιά καί τό ἄλλο ἀριστερά, ἔτσι καί οἱ πειρασμοί προέρχονται ἄλλωτε ἐξ ἀριστερῶν καί ἄλλωτε ἐκ δεξιῶν. Κι ὅπως ἐμεῖς μέ τά μάτια βλέπουμε συνεχῶς πρός τόν κόσμο, ἔτσι καί οἱ πειρασμοί βλέπουν συνεχῶς πρός ἐμᾶς, ἐμεῖς εἴμαστε ὁ κόσμος τους. Κι ὄπως τά μάτια κάποτε κλείνουν γιά νά ξεκουραστοῦν ἤ νά παραδοθοῦν στόν Μορφέα κι ἔπειτα πάλι ἀνοίγουν, ἔτσι καί οἱ πειρασμοί. Κάποιες φορές “κοπάζουν”, “σιγοῦν”, ἀλλά καί πάλι ὁρμοῦν μέ δύναμη ἐναντίον μας καί κατά πάνω μας ἀνύστακτα. Κι οὔτε θά μᾶς ἀφήσουν ἀπολέμητους μέχρι τελευταίας πνοῆς. Νά μήν θρέφουμε λοιπόν φροῦδες ἐλπίδες ἐπ’ αὐτοῦ. Ἀντιθέτως, νά εἴμαστε πάντοτε ξάγρυπνοι καί ἑτοιμοπόλεμοι στίς ἐπάλξεις.
“Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθετε εἰς πειρασμόν” (Ματθ. 26, 41).
Ἄς ὑποθέσουμε πώς ἡ ψυχή μας εἶναι μία θάλασσα.
Οἱ ἐξ ἀριστερῶν πειρασμοί εἶναι ἡ ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης. Προέρχονται ἀπό πάθη πού εἶναι πιό φανερῶς ἁμαρτωλά, διότι ἐκδηλώνονται ἀποκαλυπτικῶς πρός τά ἔξω: π.χ. πειρασμός γαστριμαργίας, πορνείας, ψεύδους, ὀργῆς κ.λ.π..
Οἱ ἐκ δεξιῶν πειρασμοί ἀντίθετα, εἶναι ὁ βυθός τῆς θαλάσσης.
Προέρχονται ἀπό πάθη πού εἶναι πιό κρυφῶς ἁμαρτωλά, στά ἰδιαίτερα τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μας: π.χ. φιλαυτία, ἐγωισμός, ὑπερηφάνεια, ὐποκρισία κ.λ.π..
Καί ἄλλωτε ἐκδηλώνονται λόγῳ ἤ ἔργῳ, ἀλλά συνήθως κεκαλυμμένα κι ἐπιτηδευμένα ἀριστοτεχνικῶς, κι ἄλλωτε παραμένουν τελείως ἀθέατα πρός τούς ἔξω, ἀλλά εἶναι ὑπαρκτά καί ἐνεργοῦντα ὑποδορίως, σέ βαθύτερα στρώματα τοῦ πυθμένος τῆς ψυχῆς μας.
Ἡ μικρά αὐτή ἀνάλυσις ἔγινε, προκειμένου νά ἀντιληφθοῦμε σέ πρώτη φάση:
τό πόσο πιό δόλια λειτουργοῦν οἱ ἐκ δεξιῶν πειρασμοί σέ σχέση μέ τούς ἐξ ἀριστερῶν. Τόσο, πού ὄχι μόνο δέν ἀντιλαμβάνονται τήν πνευματική μας ἀρρώστεια οἱ γύρω μας (γιά νά προφυλαχθοῦν δεόντως καί νά μήν κολλήσουν τήν πνευματική μας ἴωση), ἀλλά καλά-καλά δέν τούς ἀντιλαμβάνεται καί αὐτός πού τούς ὑφίσταται στά ἔγκατα τῆς ψυχῆς του!
Καί σέ δεύτερη φάση:
γιά νά ἐπισημάνουμε πώς οἱ ἐκ δεξιῶν πειρασμοί, ἄν καί πιό ἀθέατοι, εἶναι ἐπικινδυνότεροι!Κι ὅπως ὁ καθένας μας ἔχει τήν σκιά του πού τόν ἀκολουθεῖ πάντα, ἀλλά δέν τῆς δίνει σημασία καί δέν τήν κυνηγᾶ, ἔτσι καί οἱ ἐκ δεξιῶν πειρασμοί. Μᾶς ἀκολουθοῦν σάν μία “ἀσήμαντη” σκιά πού δέν τήν κυνηγᾶμε εὐθύς ἀμέσως, ἀλλά σκοτεινιάζουν καί μαυρίζουν σημαντικά τήν ψυχή μας! Τόσο, πού μπορεῖ νά ἀντιστραφοῦν οἰ ὅροι καί αὐτή ἡ σκιά κάποτε νά καταπιεῖ τό πνευματικό μας σῶμα (τήν ψυχή μας δηλαδή), νά γίνει αὐτή τό σῶμα μας καί ἡ ψυχή μας ἀντίθετα, νά γίνει ἡ σκιά τῶν παθῶν μας! Μάλιστα, ὑπάρχει μία λαϊκή ρήση πού προέκυψε ἀπό μία τέτοια ὑπαρξιακή κατάσταση:”ἔγινε ἡ σκιά τοῦς ἑαυτοῦ του”, λέγεται λαϊκῶς, γιά κάποιον πού ἔχασε ἀπό κάποιο πάθος του τήν ὑγιή κατάσταση τῆς ψυχῆς του καί μαραζώνει σάν μαύρη σκιά ἀκόμη καί τό σῶμα του.
Τήν κατά πολύ ὑψηλότερα ἐπικινδυνότητα τῶν ἐκ δεξιῶν λογισμῶν, ἄν μελετήσουμε ἐν προσοχῇ, τήν ἐκφράζει καί ὁ Προφήτης Δαυΐδ στό Ψαλτήριον: “οὐ φοβηθήσῃ ἀπὸ φόβου νυκτερινοῦ, ἀπὸ βέλους πετομένου ἡμέρας(πειρασμός), ἀπὸ πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου, ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ. πεσεῖται ἐκ τοῦ κλίτους σου χιλιὰς καὶ μυριὰς ἐκ δεξιῶν σου” (Ψαλμ. 90, 5-7).
Σύμφωνα μέ τά σοφά λόγια τοῦ Προφητάνακτος, ἄν χιλιάδες πειρασμοί μᾶς ἐπιτίθενται ἐξ ἀριστερῶν, μυριάδες μᾶς ἐπιτίθενται ἐκ δεξιῶν! Διότι ὁ ἐξ ἀριστερῶν πειρασμός, ἐπιτίθεται ἀνοιχτά καί μετωπικά, ὅπως ὁ φανερός ἐχθρός σέ ἕναν πόλεμο. Ἐνῶ ὁ ἐκ δεξιῶν πειρασμός, ἐπιτίθεται αἴφνης μέ σαμποτάζ καί καμουφλάζ, ὅπως ὁ κρυμμένος ἐχθρός σέ ἕναν πόλεμο. Ἄρα ὁ δεύτερος ἐχθρός εἶναι πιό ἐπικίνδυνος καί ἔχει περισσότερες πιθανότητες, λόγῳ αἰφνιδιασμοῦ, νά μᾶς κατατροπώσει!
Μέσα, λοιπόν, στούς κόλπους τῶν χριστιανικῶν ἐξομολογητηρίων, κατηχητικῶν, προσκυνημάτων, ἀδελφοτήτων, κοινοβίων, ἀκόμη καί Μοναστηριῶν, ἔχει προκύψει ἕνας καθόλου εὐκαταφρόνητος ἐκ δεξιῶν καμουφλαρισμένος-εὐσεβοφορούμενος πειρασμός, πού θέτει σέ κίνδυνο τήν πνευματική πορεία τῶν πιστῶν: ἡ “Γεροντολατρεία”!
Ἡ Γεροντολατρεία, εἶναι ἕνας ἀρρωστημένος ἑστιασμός τῆς πνευματικότητος τοῦ πιστοῦ, μία προσωπολατρεία-εἰδωλολατρεία πού ἔχει ὡς “ἀντικείμενο προσοχῆς-ἀγάπης καί λατρείας” τό πρόσωπο ἑνός Γέροντος (ἤ καί Γερόντισσας), ὑπέρ τό δέον καί ὄχι τοῦ Χριστοῦ. Λέγοντας “ὑπέρ τό δέον” σημαίνει, πώς αὐτό τό πρόσωπο (τοῦ Γέροντος) ἔχει ἀντικαταστήσει στήν ψυχή τοῦ πιστοῦ τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί λατρεύεται στό κρυφό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς του ὄχι ὡς “δείκτης πρός τόν Χριστό”, ἀλλά ὡς “Χριστός”. Ὄχι ὡς “ὁδηγός πρός τόν Χριστό”, ἀλλά ὡς “Ὁδός”. Ὄχι ὡς “θαυματουργό ὄργανο Χριστοῦ”, ἀλλά ὡς “Θαυματουργός”. Ἕνα εἶδος αὐθεντίας! Ἄνθρωποι σφῆκες δορυφοροῦν τσαλαβουντώντας ἀχόρταγα στό “μέλι” του γύρω ἀπό τό πρόσωπο ἑνός Γέροντος, τόν ὁποῖον ἔχουν μυθοποιήσει καί ὑπερυψώσει. Ὅλη μέρα τόν ἐκθειάζουν καθ’ ὑπερβολήν ὅπου βρεθοῦν καί ὅπου σταθοῦν. Τόν διαφημίζουν γιά ἀρετές καί κατορθώματα (ὑπαρκτά καί μή). Τόν συγκρίνουν μέ ὅλον τόν ὑπόλοιπο ρασοφόρο κόσμο καί τόν βγάζουν πρῶτο, ἀνεπανάληπτο καί μοναδικό!
Συμπεριφέρονται καί ἐκδηλώνονται ὑπερβολικά, ἀκόμη καί ἀρρωστημένα, ὅπως: τρέχουν νά εἶναι συνεχῶς δίπλα του σάν σκιά του, δέν τόν ἀφήνουν νά ἀναπνεύσει, τόν τραβοῦν κυριολεκτικά ἀπό τό ράσο, θέλουν νά πιοῦν ἀπό τό ποτήρι του νερό, νά φᾶνε ἀπό τό πιάτο του κανένα ἀπομεινάρι, νά “κλέψουν” ἤ νά ἀποσπάσουν ἕνα προσωπικό του ἀντικείμενο, νά κάνουν πολλά διακονήματα γιά νά τραβοῦν τήν πολύτιμη προσοχή καί “καλή γνώμη” του, ἀνταγωνίζονται-ζηλοφθονοῦνται μέ ἀδελφούς των πού εἴτε ἀγαπᾶ κι αὐτούς ὁ Γέρων (καί ἔτσι τούς τόν κλέβουν…), εἴτε πού τρέχουν μανιωδῶς κι αὐτοί σέ “ἀγῶνα δρόμου” πράττοντας παρόμοια, γιά τό ποιός θά φθάσει πρῶτος στήν καρδιά τοῦ Γέροντα καί ἄλλα πολλά πού θά ντρεπόταν κανείς νά πεῖ. Μέ ὅλα αὐτά, ὄχι μόνο καλό δέν τοῦ κάνουν αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου πού διατείνονται πώς ἀγαποῦν, ἀλλά μᾶλλον τόν παραδίδουν χειρότερα στά χέρια τῶν δαιμόνων, οἱ ὁποῖοι μέ τήν σειρά τους ἀκούγοντας καί βλέποντας ζηλόφθονα τά καλά λόγια καί τίς ὑπερχειλίζουσες συναισθηματικές ἐκδηλώσεις ἀντίστοιχα, δράμουν νά τόν ἐξοντώσουν πιό μεθοδευμένα…! Προσοχή! Ἡ ἄνωθι περιγραφή δέν σημαίνει πώς δέν θά ἀγαπᾶμε τόν Γέροντα (ἤ τήν γερόντισσα), πώς δέν θά ἐκφράζουμε μέ διάκριση καί λεπτότητα τήν ἀγάπη μας, τήν ἀφοσίωση καί τόν σεβασμό μας σέ αὐτά τά ἱερά πρόσωπα, ἤ δέν θά τούς διακονοῦμε ὄποτε τό καλοῦν οἰ περιστάσεις. Οὔτε σημαίνει πώς δέν λαμβάνεται σοβαρά ὑπόψιν τό αὐτεξούσιο καί ἡ ἐλευθερία τοῦ κάθε πιστοῦ, νά βρίσκει ἀνάπαυση κάπου περισσότερο ἀπό κάπου ἀλλοῦ. Ὅμως, ὄπως ἕνας ἀκροβάτης πολύ εὔκολα μπορεῖ νά γείρει ἀπό τήν μία πλευρά πρός τήν ἄλλη, νά χάσει τήν ἰσορροπία του καί νά γκρεμοτσακιστεῖ, γι’ αὐτό προσπαθεῖ νά ρίχνει τό κέντρο βάρους στήν μέση καί εὐθεία, ἔτσι συμβαίνει καί στόν πνευματικό ἀγῶνα, πού ἀποτελεῖ μία συνεχή ἀκροβασία. Πολύ εὔκολα, ἄν ἐκκλίνουμε τῆς “βασιλικῆς ὁδοῦ” (τῆς μεσαίας καί εὐθείας ὁδοῦ, τοῦ μέτρου), ὅλα τά παραπάνω θά γείρουν στήν ἄλλη πλευρά τῆς ὑπερβολῆς καί ἀρρωστημένης ἀγάπης, ὑποταγῆς καί πνευματικότητας, μέ ἀποτέλεσμα τήν πτώση!
Ὑπάρχει δέ ἕνα καίριο σημεῖο πού χρήζει ἰδιαιτέρας προσοχῆς. Αὐτό εἶναι πώς ὑπάρχουν πιστοί, οἱ ὁποῖοι δέν μποροῦν νά ἀναπαυθοῦν σέ κήρυγμα καί κατήχηση κανενός ἄλλου Γέροντος καί ἀκόμη χειρότερα, δέν μποροῦν νά ἀναπαυθοῦν καί νά ἐκκλησιαστοῦν σέ κανέναν ἄλλο Ναό, παρά μόνο ἐκεῖ πού κηρύττει καί λειτουργεῖ αὐτός ὁ Γέροντας-φαινόμενο, ἀπορρίπτοντας καί ἀκυρώνοντας ἔτσι (ἄν ὄχι στά λόγια, στήν πράξη τό κάνουν) τόσο τόν Λόγο, ὅσο καί τά Μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο ρασοφόρο! Μή γίνει σύγχυση ἐδῶ! Αὐτό τό σημεῖο θέλει προσοχή, ὄχι ὅταν κάνουμε ὑπακοή στόν Γέροντα πού μᾶς ὑποδεικνύει νά μήν πᾶμε κάπου (γιά νά μήν ζημιώσουμε γιά κάποιον λόγο ἤ γιά νά μᾶς κόψει τό θέλημα), ἀλλά ὅταν πιάνουμε ἐμεῖς στήν καρδιά μας νἀ μήν μπορεῖ νά ἀντέξει πνευματικῶς πουθενᾶ ἀλλοῦ (ἀδικαιολογήτως)! Καί αὐτό τό τελευταῖο σύμπτωμα εἰδικά, κρούει ἐντονώτερα τόν κώδωνα τοῦ συναγερμοῦ-κινδύνου πώς κυκλοφορεῖ μέσα μας μικρόβιο προσωπολατρείας!
Διότι στίς πρῶτες ἀναφερθεῖσες καταστάσεις-ἐνδείξεις, μπορεῖ νά ἀντιπαρέλθει κανείς τήν “ἀγάπη”, τήν “εὐσέβεια” καί τήν “ὑπακοή” πρός τό πρόσωπο τοῦ Γέροντος καί ἐπιπλέον νά τίς γαρνίρει καί ἁγιοπατερικῶς (μπορεῖ ὅμως καί δαιμονικῶς…). Γιατί αὐτές οἱ λέξεις, ἐνδύουν ἔννοιες χρήζουσες πολλῆς ἀνάλυσης καί παρατήρησης, τόσο στό πῶς δημιουργοῦνται, ὅσο καί στό πῶςἐκδηλώνονται, ὥστε νά εἶναι πράγματι καλές, κἀγαθές καί ἅγιες!… Στό τελευταῖο κροῦσμα ὅμως, τί νά ἀντιπαρέλθει κανείς; Πώς ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου περιορίστηκε στόν πλανήτη γῆ μόνο σέ ἕνα πνευματικό πρόσωπο; Καί τί θά γίνει γιά ὅλους αὐτούς τούς ἀνθρώπους, ἄν κάποτε αὐτός ὁ Γέρων κοιμηθεῖ, ἀποσυρθεῖ, φύγει, ὐποστεῖ βαρειά πτώση ἤ συμβεῖ ὁ,τιδήποτε ἄλλο πού θά τόν ἀπομακρύνει: εἴτε ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ (μή γένοιτο βέβαια), εἴτε ἀπό τόν λαό πού μέχρι ἐκείνη τή στιγμή περιστρεφόταν ὑπερκολλητικῶς γύρω του; Ἤ τί θά γίνει ἄν αὐτοί ἀπομακρυνθοῦν γιατί ἀρρώστησαν, φεύγουν γιά λόγους ἀνωτέρας βίας σέ ἄλλο τόπο ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο; Ὅλοι αὐτοί οἱ περιστρεφόμενοι δορυφόροι, θά ὑποστοῦν σόκ, θά χάσουν τόν Θεό (πού μᾶλλον δέν εἶχαν…), θά πάθουν κατάθλιψη, θά παρατήσουν τόν πνευματικό ἀγῶνα, θά βολοδέρνουν ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ; Τί ἄραγε;…Θεός φυλάξοι!
Οἱ πιστοί ὅταν δείχνουν τόν Γέροντα, αὐτός τούς δείχνει τόν Θεό!
Προσοχή! Ἡ ἀγάπη σέ κάποιον Γέροντα, ἡ πνευματική συναναστροφή μαζί του, ἡ ἀντικειμενική ἐκτίμηση-ἀναγνώριση τοῦ ἔργου του, τῆς προσφορᾶς του, ἀκόμη καί τῶν χαρισμάτων του, εἶναι καλά καί ἅγια, ἀλλά οὐδέποτε ἀποτελοῦν ἄλλοθι πού δικαιολογεῖ τήν κλοπή τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀγάπης πρός Αὐτόν, ἡ ὁποία παρεμπιπτόντως εἶναι καί ἡ πρώτη ἐντολή!
Ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἡ κλονισμένη ψυχολογία, τά προβλήματα τῆς ζωῆς, μά προπάντων οἰ ἐμπάθειες, πολλές φορές προξενοῦν σέ ἕναν πιστό τήν ἔντονη ἀνάγκη νά ἀκουμπήσει κάπου, νά γλυκαίνει τόν πόνο του ἤ καί νά θρέφει κρυφίως τά πάθη του. Σέ αὐτό τό λεπτό σημεῖο, μπορεῖ νά γεννηθεῖ ἡ “Γεροντολατρεία”! Ἄν αὐτό τό ἀποκούμπι γίνει ἕνας Γέροντας (εἶναι καί τό σύνηθες λόγῳ τοῦ ὅτι δύναται ὡς ἄνδρας νά εἶναι καί Πνευματικός), ἤ μία Γερόντισσα καί ὄχι ὁ Χριστός δι’ αὐτῶν, τότε τό πρᾶγμα ὀλισθαίνει καί εἶναι ἀμφίβολο σέ ποιά πνευματικά ἀπόκρημνα μονοπάτια θά ὁδηγήσει τόν πιστό. “Πᾶν μέτρον ἄριστον” ἔλεγαν σοφά οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν πρόγονοι. Γιά τήν “βασιλική ὁδό” (τήν μεσαία ὁδό τῆς σύνεσης καί ὄχι τῆς ὐπερβολῆς) κάνουν λόγο ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι οἱ θεοφόροι Πατέρες. Ἡ ὑπερβολή στίς συναναστροφές κι ἐκδηλώσεις, στήν παρρησία, στά λόγια, στόν μή εἰς Χριστόν πνευματικό ἑστιασμό, στόν συναισθηματισμό (προσοχή ἐδῶ, οἱ γυναῖκες κυρίως λόγῳ πιό εὐαίσθητης φύσεως…), στήν ἐκτίμηση καί στήν ἐξάρτηση μέ ἕναν Γέροντα, γίνονται τό στρωμένο χαλί τῆς Γεροντολατρείας.
Καί τότε, ὁ πιστός ἐκτρέπεται ἀπό τόν στόχο του πού εἶναι νά γνωρίσει καί νά ἀγαπήσει τόν Χριστό καί τόν ἀντικαθιστᾶ μέ τήν ἀνάγκη γνωριμίας καί ἀγαπήσεως ἑνός Γέροντος. Ἄλλον πᾶμε νά ἀρραβωνιασθοῦμε σέ αὐτήν τήν ζωή (δηλαδή τόν Νυμφίο Χριστό) καί νά δώσουμε σέ Αὐτόν ὑπόσχεση αἰωνίων γάμων γιά τήν ἄλλη ζωή, καί ἄλλον στήν πορεία αὐτῆς τῆς ἁγίας “γνωριμίας-σχέσεως” ἀκολουθοῦμε ἐσφαλμένα, ξεχνώντας καί δαχτυλίδια καί στέφανα καί δεσμεύσεις καί ὑποσχέσεις. Θά ἀκουσθεῖ σκληρό, ἀλλά πρόκειται γιά πνευματική μοιχεία καί πορνεία εἰς βάρος τοῦ μανιώδους ἐραστῆ μας (κατά τούς Ἁγίους Πατέρες) Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Γέρων ταΐζει τίς ψυχές μας μέ χάρη καί λόγο Θεοῦ, δέν εἶναι ὁ Θεός!
Ὁ Γέρων εἶναι τύπος Χριστοῦ, δέν εἶναι ὁ Χριστός!
Στίς μέρες μας, τό φαινόμενο τῆς Γεροντολατρείας βρίσκεται σέ ἔξαρση. Ἕχουν ἀναφερθεῖ ἀκόμη καί ὁλόκληρες ἀδελφότητες, πού ὁμαδικά ὑπέπεσαν στήν Γεροντολατρεία (ὑπερβολική ἀγάπη καί πειθώ) καί κατόπιν ὅλοι μαζί στήν πλάνη! Ὑπάρχουν βαρύγδουπα ὀνόματα Γερόντων, ἀκόμη καί στίς μέρες μας, πού βρίσκονται σέ αὐτήν τήν ὁμαδική λυπηρή κατάσταση, εὐτυχῶς λίγα. Ἡ Γεροντολατρεία εἶναι μία φρενήρης ψυχοβλαβής κατάστασις, πού θέλει πολύ ἀνάλυση στό κατά πόσο δημιουργεῖται καί ὑφίσταται μονόπλευρα (ἀπό τούς πιστούς μόνο δηλαδή), ἤ ἐνδεχομένως θρέφεται καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά (τόν Γέροντα) ἀπό ἐμπαθῆ ἤ ἄλλα αἴτια. Λυπηρόν.
Ἴσως τά περισσότερα προβλήματα κι ἀδιέξοδα, ἡ χλιαρότερη πίστη καί ἡ πνευματική ἀφροντισιά μας, οἱ μεγαλύτεροι καί δαιμονικότεροι πειρασμοί, ἡ ψυχολογική ἀνασφάλεια, ἡ συναισθηματική ἀνάγκη, μά κυρίως σέ πρώτη καί περίοπτη θέση πάντα τά πάθη μας, ὠθοῦν μερίδες καί μονάδες πιστῶν στήν εἰδωλοποίηση ἑνός Γέροντα-ἀντικαταστάτη μέ τήν θέση τοῦ ἀπόντος ἤ ἀνεπαρκοῦς φίλου, τοῦ “κακοῦ” συντρόφου, τοῦ ἀπόντος ἤ ἀνεπαρκοῦς γονέα, τοῦ παιδιοῦ κλπ, μά προπάντων μέ τήν θέση τοῦ Ζῶντος καί Ἀληθινοῦ Θεοῦ, τόν Ὁποῖον δέν κάνουν τόν κόπο νά βροῦν καί νά ἀγαπήσουν ἀνυποκρίτως ἐν ἀληθείᾳ.
Ὁ Θεός νά δώσει, σέ ὅλους ἐμᾶς τούς ἀδύναμους πιστούς καί στούς ἀγαπητούς Γέροντες (καί δι’ εὐχῶν τους), ὥστε νά καλλιεργοῦμε τήν ἁγιοπνευματική ὑγιή ἀγάπη πού πάντα δείχνει πρός τόν Θεό, τόσο μεταξύ μας, προπάντων δέ τήν ὁλοκληρωτική ἀγάπη μέ τόν ἴδιο τόν Θεό, ὧ ἡ δόξα, ἡ τιμή καί ἡ προσκύνησις, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΡΩΤΗ ΕΝΤΟΛΗ:
“ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου, ὅστις ἐξήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας. οὐκ ἔσονταί σοι θεοί ἕτεροι πλήν ἐμοῦ. οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδέ παντός ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καί ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καί ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδέ μή λατρεύσεις αὐτοῖς· ἐγώ γάρ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου, Θεός ζηλωτής, ἀποδιδούς ἁμαρτίας πατέρων ἐπί τέκνα, ἕως τρίτης καί τετάρτης γενεᾶς τοῖς μισούσί με καί ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας τοῖς ἀγαπῶσι με καί τοῖς φυλάσσουσι τά προστάγματά μου”
(Ἔξοδος, Παλαιά Διαθήκη)
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Στην Ευρώπη σήμερα υπάρχει μια χαρακτηριστική απαξίωση των χριστιανικών προτύπων όπως αυτά εξελίχτηκαν μετά το σχίσμα του εντέκατου αιώνα, με την άνοδο του διαφωτισμού και την επικράτηση ενός ωμού ορθολογισμού και μιας επιστημονικότητας που αφαίρεσε από τον άνθρωπο το μοναδικό προσωπικό του βάθος. Η σημερινή ευρωπαϊκή νεολαία, φανερά κουρασμένη από την εξέλιξη του δυτικού πολιτισμού των περασμένων αιώνων, παραπαίει ανάμεσα σε αρρωστημένες εκφράσεις σύγχρονων πολιτιστικών προτύπων και σε μια απεγνωσμένη αναζήτηση δικαιολογία της ύπαρξης και της ίδιας της ζωής. Όλα αυτά έχουν δημιουργήσει ένα τεράστιο κενό που σπεύδει να το πληρώσει ένα ανερχόμενο Ισλάμ, με κύριο πρόσταγμα την υποκριτική επιστροφή στις λησμονημένες αξίες της οικογένειας, του σεβασμού της ηλικίας, το κοινό τραπέζι, την αλληλεγγύη και κυρίως την καταπολέμηση της μοναξιάς που τόσο έχει πλήξει τον σύγχρονο δυτικό άνθρωπο. Δυστυχώς η Ορθοδοξία που θα έπρεπε να έχει τον κύριο λόγο σωτηρίας αυτών των ανθρώπων, είναι τελείως απούσα και το πιο θλιβερό, οι εκπρόσωποι της στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες έχουν προσχωρήσει στον Οικουμενισμό ακυρώνοντας έτσι την όποια θεραπευτική της δυνατότητα και την πατερική πνευματική της δύναμη. Αποτέλεσμα, χριστιανικοί ναοί διαφόρων δογμάτων να μετατρέπονται σε μπαρ, παιδικούς σταθμούς, θέατρα και ακόμα χειρότερο σε μουσουλμανικά τεμένη.
Στο Duisburg της Γερμανίας ένας ερευνητής του Ισλάμ, ο Thorsten Gerald Schneiders, καταγγέλλει ότι ο Σαλαφισμός, (Σαλαφισμός είναι το ακραίο ισλαμικό ιδεολογικό ρεύμα επιστροφής στις πρώτες ισλαμικές άξιες που διακρίνονται από μια χαρακτηριστική σκληρότητα αντιμετώπισης της καθημερινότητας), δηλαδή ο ιδεολογικός προθάλαμος των Τζιχαντιστών, έχει μετατραπεί σε κυρίαρχη κουλτούρα της νεολαίας και συγκεντρώνει κυρίως νέους ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο ή δεν έχουν κάτι σημαντικό να κάνουν με την ζωή τους. Το πιο θλιβερό όμως είναι ότι εκατοντάδες από αυτούς έχουν ήδη παρασυρθεί από τους Σαλαφιστές και έχουν ταξιδέψει στην Συρία για να πολεμήσουν στο πλευρό των Τζιχαντιστών. Η τραγική έλλειψη κάποιου ιδεολογικού ή θρησκευτικού οράματος για τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, όπως επισημαίνει ο Γερμανός ερευνητής, είναι μια από τις πιο βασικές αιτίες που οι νέοι της Ευρώπης στρέφονται μη έχοντας άλλη επιλογή στον Σαλαφισμό. Για πολλούς νέους της Γερμανίας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, το να στραφούν στον Σαλαφισμό είναι μια προσπάθεια να τραβήξουν την προσοχή από τους άλλους που τους έχουν ρίξει στο περιθώριο, ένα είδος κατακραυγής εναντίον των σημερινών όρων διαβίωσης και κατά της πολιτικής υποκρισίας. Μια άλλη σοβαρή αιτία είναι η αίσθηση της επαναστατικότητας που δίνει ο Σαλαφισμός σε κοινωνίες που έχουν παρουσιάσει έντονα σημάδια ηθικής και κοινωνικής παρακμής. Οι Σαλαφιστές επιδιώκουν την επιβολή στην σημερινή πραγματικότητα ακόμα και δια της βίας, των ηθικών και πολιτιστικών αξιών από την αραβική χερσόνησο του 7ου και 8ου αιώνα, δηλαδή τον καιρό που ζούσε ο προφήτης Μωάμεθ παρά τον αναχρονισμό τους κάτι που δεν έχει γίνει ακριβώς κατανοητό από τους Ευρωπαίους. Ένα καλό παράδειγμα της ιδεολογικής σύγχυσης που επικρατεί στους Γερμανούς νέους προσήλυτους στον Σαλαφισμό, είναι η φωτογραφία του νεαρού άνδρα που έχει την λέξη «τζιχαντ» σε τατουάζ στο μπράτσο του. Αυτό, παρά του ότι στο Ισλάμ απαγορεύεται να κάνεις τατουάζ στο δέρμα σου. Ένας άλλος λόγος που πολλοί στρέφονται στον Σαλαφισμό, είναι η δύναμη που τους προσφέρει με ένα ντουφέκι στο χέρι σε μια κοινωνία που τους έχει περιφρονήσει με εγκληματικό τρόπο.
Σήμερα στην Γερμανία, όπως ανάφερε ο Γερμανός ερευνητής, υπάρχουν τουλάχιστον 6.000 Γερμανοί Σαλαφιστές ενώ περίπου 450 από αυτούς έχουν ήδη πάει στην Συρία για να πολεμήσουν στο πλευρό των Τζιχαντιστών με την πεποίθηση, όπως διαφημίζεται και στο youtube, ότι το Ισλάμ θα είναι η επόμενη θρησκεία των Γερμανών. Το θέμα άρχισε να παίρνει έκταση και να απασχολεί την γερμανική επικαιρότητα μετά τις δημόσιες εκδηλώσεις Σαλαφιστών στην Φρανκφούρτη που προκάλεσαν την έντονη αντίδραση ακροδεξιών γερμανικών στοιχείων. Το πρόβλημα όμως έχει πάρει επικίνδυνες διαστάσεις, καθώς και σε άλλες χώρες της Ευρώπης παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο όπως στην Γαλλία, όπου πρόσφατα δημοσιεύματα έκαναν αναφορές για 1.000 Γάλλους μεταξύ των οποίων και Γαλλοεβραίοι που έχουν ενταχτεί στις τάξεις των Σαλαφιστών- Τζιχαντιστών
Ο δυτικός πολιτισμός σίγουρα περνά μια πρωτοφανή κρίση αξιών. Η μακρά πορεία που άρχισε από το ιστορικό σχίσμα και συνεχίστηκε με την αποθέωση του ορθολογισμού, του διαφωτισμού που στόχευσε στην κατάργηση κάθε θρησκευτικού αισθήματος, με την επιστημονοκρατία και την σύγχρονη τεχνολογική καταναλωτική αποθέωση, έφτασε σε οδυνηρά ψυχολογικά αδιέξοδα. Μια σοβαρή παρενέργεια αυτών των αδιεξόδων, είναι και η αυξανόμενη επιρροή των ισλαμιστών Σαλαφιστών- Τζιχαντιστών, γεγονός που δείχνει πόσο αρρωστημένη είναι η σύγχρονη κοινωνία της Δύσης. Στο σημείο αυτό προβάλλει και η ευθύνη της ορθόδοξης Ανατολής, η οποία θα έπρεπε να δώσει εδώ το ορθό θεραπευτικό της μήνυμα. Αντί αυτού όμως, οι εκπρόσωποι της Ορθοδοξίας χαριεντίζονται με τις αιρέσεις που οδήγησαν σε αυτό το σύγχρονο ψυχολογικό αδιέξοδο, νοθεύοντας και ακυρώνοντας την μοναδική θεραπευτική δύναμη της Ανατολικής Ορθοδοξίας.
Είθε η κατρακύλα αυτή να σταματήσει για το καλό της ανθρωπότητας, είτε της Δύσης, είτε της Ανατολής.
Ο Δρ Συνταγματικού Δικαίου κ. Γεώργιος Κρίππας απέστειλε προς το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων βαρυσήμαντη αναφορά στην οποία διατυπώνει τις επιστημονικές του θέσεις σχετικά με τις απαλλαγές από το μάθημα των Θρησκευτικών. Την αναφορά κοινοποιεί στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Καν. Ευτέρπην Κουτζαμάνη και στον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης κ. Λέανδρον Ρακιντζήν για να ενεργήσουν εφόσον τα διαλαμβανόμενα στην αναφορά εμπίπτουν στις αρμοδιότητές τους.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΡΙΠΠΑΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
τ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΚΟΝΔΥΛΗ 35
17455 ΑΛΙΜΟΣ
τηλεφ. 2111 029275.
Κίν. 6948240140
FΑΧ 68 51 576
Πρός:
Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων
Ἑνιαῖον Διοικ. Τομέα Ἅ/Βάθμιας καὶ Β/Βάθμιας Ἐκπαίδευσης
Διεύθυνση Σπουδῶν Ἅ/Βάθμιας καὶ Β/Βαθμιας Ἐκπαίδευσης
Ἐνταύθα
Ἀθήνα 21 Σεπτεμβρίου 2014
Κοινοποίηση
1) Ἐρίτιμον Κὰν Εὔτ. Κουτζαμάνη, Εἰσαγγελέαν Ἀρείου Πάγου
Ἐνταύθα (μετὰ τῶν συνημμένων)
2) Ἄξ. κ. Λ. Ρακιντζὴν, Ἐπιθεωρητὴν Δήμ. Διοικήσεως
Ἐνταύθα (μετὰ τῶν συνημμένων)
Ἀξιότιμοι κύριοι/Κυρίες
Λαμβάνω τὴν τιμήν, νὰ σᾶς ἀναφέρω τὰ ἀκόλουθα καὶ νὰ παρακαλέσω, ὅπως ἔχω τὴν ἀπάντησή σας ἐπ' αὐτῶν καὶ ἐπὶ τῶν ἐρωτημάτων πού σας ὑποβάλλω διὰ τοὺς κάτωθι ἀναφερομένους λόγους:
1.- Ὡς γνωστὸν ἡ ἀπόφαση 115/2012 τοῦ Διοικητικοῦ Ἐφετείου Χανῖων ἀποφαίνεται μεταξὺ ἄλλων καὶ ἐπὶ τῶν ἑξῆς δυὸ εἰδικότερων θεμάτων: ἅ)Τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι προαιρετικὸν διὰ τοὺς ἀλλόθρησκους, ἑτεροδόξους κ.ἅ. β) Δία τοὺς ὀρθοδόξους μαθητᾶς εἶναι ὑποχρεωτικὸ καὶ δὲν εἶναι σὲ καμμία περίπτωση προαιρετικό. Διευκρινίζει δὲ ἐν συνεχείᾳ, ὅτι ἐὰν ὀρθόδοξος μαθητὴς ζητήσει ἀπαλλαγὴ ἐκ τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἐπικαλούμενος λόγους συνειδήσεως, διαπράττει ἀξιόποινο πράξη. Ἤτοι διαπράττει τὸ ἔγκλημα τῆς ψευδοῦς βεβαιώσεως ἐνώπιον δημοσίας ἀρχῆς, τὸ ὁποῖο διώκεται ποινικῶς κατ' ἄρθρον 22 πάρ. 6 τοῦ Ν. 1599/86.(ἐννοεῖται, ὅτι θὰ ἐφαρμοσθοῦν ἐδῶ οἱ διατάξεις τῶν ἄρθρων 121-130 τοῦ Ποινικοῦ Κωδικὸς καὶ ἐπίσης τὸ ἄρθρον 360 αὐτοῦ ἀναλόγως). Ὑπ' ὄψιν ὅτι διὰ τῆς παραγράφου 7 τοῦ ἰδίου ἄρθρου διώκεται ποινικῶς καὶ πᾶς δημόσιος ὑπάλληλος δεχθεῖς τοιαύτην ὑπεύθυνη δήλωση. Ὡς γνωστὸν ἡ ὡς ἄνω ἀπόφαση προκειμένου νὰ καταλήξει εἰς τὴν ἐν λόγῳ ἄποψη (μὴ ἀπαλλαγῆ τοῦ ὀρθοδόξου μαθητοῦ σὲ καμμία περίπτωση, οὔτε καὶ τὴ ἐπικλήσει λόγων συνειδήσεως) παραπέμπει καὶ ἀποδέχεται ἰδικήν μου ἐπιστημονικὴν μελέτην καὶ ἐπιχειρηματολογίαν δημοσιευομένην εἰς τὸν ἐπιστημονικόν-νομικὸν τύπον(Κρίππα, Ἀποτελεῖ ψευδὴ δήλωση πρὸς δημοσὶαν ἀρχὴν ἡ αἴτηση ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὑπὸ ὀρθοδόξων μαθητῶν, ΕΠ1ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, 2011 σέλ. 267 ἔπ.). Ὡς ἐκ τούτου δικαιοῦμαι, νὰ ἐνημερώνομαι ἐπὶ ἐπιστημονικῆς ἀπόψεως ποὺ διετύπωσα, τὴν ὁποίαν ἀπεδέχθησαν καὶ τὰ δικαστήρια δι' εὐθείας ἀναφορᾶς καὶ παραπομπῆς εἰς αὐτήν.
2.- Μὲ μεγάλη μου ἔκπληξη περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ τρέχοντος μηνὸς Σεπτεμβρίου ἔλαβα σειρὰν τηλεφωνημάτων ἀπὸ ἐκπαιδευτικοὺς (ἐπειδὴ προφανῶς ἡ ὡς ἄνω ἄποψή μου ἔχει εὐρύτατα δημοσιοποιηθεῖ), διὰ τῶν ὁποίων μου ἀνέφεραν, ὅτι οἱ ὑπηρεσίες τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων ὡς προϊστάμενες ἀρχὲς τοὺς ἔδιδαν ἐντολὲς νὰ διαπράξουν ἀξιόποινο πράξη. Ἤτοι νὰ δέχονται ἀπαλλαγὴ ὀρθοδόξων μαθητῶν ἀπὸ τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν τὴ ἐπικλήσει (δι' ὑπευθύνου δηλώσεώς τους) λόγων συνειδήσεως. Ὅπως ὅμως γνωρίζετε καὶ ὡς ὁρίζει ἡ προαναφερομένη διάταξη (Ν. 1599/86 ἄρθρον 22 πάρ. 7), ἐὰν οἱ ἐκπαιδευτικοὶ δεχθοῦν τοιαύτην ὑπεύθυνη δήλωση διώκονται ποινικῶς. Ἑπομένως τί συμβαίνει ἐδῶ; τοὺς ἐδώσατε τέτοιαν ἐντολὴν ἢ μὲ κοροϊδεύουν; ἢ μήπως κακῶς κατάλαβαν; Κάποιοι ἄλλοι ἐκπαιδευτικοὶ εἰς ἐπιμονήν μου ὅτι τὸ Ὕπ. Παιδείας δὲν εἶναι δυνατόν, νὰ τοὺς ἔδωσε τοιαύτην ἐντολήν, διότι ὑπέχει βαρύτατες εὐθύνες ποινικὲς καὶ πειθαρχικὲς καὶ τοὺς ἐζήτησα, νὰ τὸ ἐπαληθεύσουν, μοῦ ἀπήντησαν, ὅτι ἡ ὑπηρεσία σας ἐπικαλεῖται πρὸς τοῦτο μίαν ἐγκύκλιον (τὴν ὑπ' ἀριθ. 133099/Γ2 τῆς 19.9.2013), τὴν ὁποίαν καὶ μοῦ ἐνεχείρισαν. Ὅμως ἀναγνώσας τὴν ἐγκύκλιον αὐτὴν εἶδα, ὅτι πουθενὰ δὲν ἀναφέρει, ὅτι ἀπαλλάσσονται οἱ ὀρθόδοξοι μαθηταὶ ἀπὸ τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Ὅταν τοὺς ἐπεσήμανα τὸ σημεῖο αὐτό, ἄλλοι ἐκπαιδευτικοί μου ἀνέφεραν, ὅτι τὸ δεδομένο αὐτὸ τὸ ἐπεσήμαναν ἤδη εἰς τὸ Ὑπουργεῖο σας (ἐπικαλούμενοι καὶ τὴν ἀπόφαση τὸ Διοικ. Ἐφετείου Χανῖων), πλὴν ὅμως ἔλαβαν τὴν ἀπάντηση, ὅτι ἡ ἐγκύκλιος εἶναι νεώτερή της ἀποφάσεως τοῦ Διοικ. Ἔφ. Χανῖων καὶ ἰσχύει αὐτὴ καὶ ὄχι ἡ δικαστικὴ ἀπόφαση !!!!! Ἄλλοι μου ἀνέφεραν, ὅτι τὸ Ὑπουργεῖον σας τοὺς ἀπήντησε, ὅτι ἡ ἐγκύκλιος αὐτὴ ὑπογράφεται ἀπὸ τὸν Ὑπουργὸ καὶ ἑπομένως αὐτὸς ἔχει τὴν εὐθύνη. Φυσικὰ τὴν τελευταία αὐτὴν ἄποψη τὴν διαψεύδω ἐνυπογράφως. Καὶ τοῦτο διὰ δυὸ λόγους: ἅ) Διότι ὀλίγο χρονικὸ διάστημα πρὸ τῆς ἐκδόσεως τῆς ἐν λόγῳ ἐγκυκλίου εἶχα συναντήσει προσωπικῶς τὸν τότε Ὑπουργὸ κ. Ἀρβανιτόπουλο εἰς τὸ γραφεῖον τοῦ παρουσία πολλῶν ἄλλων ὅπως καθηγητῶν πανεπιστημίου, ἀνωτάτου δικαστικοῦ κ.λ.π., τὸ συζητήσαμε αὐτὸ μαζί του ἐπὶ πολλὴν ὥραν καὶ οὐδὲ τὴν παραμικρᾶν νύξη μας ἔκανε, ὅτι οἱ ἀπόψεις τοῦ εἶναι ἡ ἀπαλλαγὴ τῶν ὀρθοδόξων μαθητῶν ὑπὸ τὶς ὡς ἄνω προϋποθέσεις, β) Τὴν 21ην Σεπτεμβρίου 2014 ἀπευθύνθηκα εἰς τὸν τ. Ὑπουργὸ κ. Κῶν. Ἀρβανιτόπουλο καὶ τὸν ἐρώτησα, ἐὰν ἡ ὡς ἄνω ἐπίμαχη ὡς ἄνω ἐγκύκλιος ποὺ ὑπέγραψε, εἶχε τὴν ἔννοιαν, ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι μαθηταὶ ἀπαλλάσσονται τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, ἐὰν δηλώσουν, ὅτι ἔχουν λόγους συνειδήσεως πρὸς τοῦτο. Μοῦ ἀπήντησε καὶ μὲ ἐξουσιοδότησε νὰ τὸ ἀναφέρω ὁπουδήποτε, ἀκόμη καὶ ἐνώπιον δικαστηρίων, ὅτι ἡ προαναφερομένη ἐγκύκλιος, ποὺ ὑπέγραψε, σὲ καμμία περίπτωση δὲν ἔχει τὴν ἔννοιαν, ὅτι ἀπαλλάσσονται τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν οἱ ὀρθόδοξοι μαθηταί, ὅποιον λόγον καὶ ἂν προβάλουν, (ἀκόμη καὶ ἂν ἐπικαλεσθοῦν λόγους συνειδήσεως). Ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, ἐὰν κάποιος ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖον σας διετύπωσε τοιαύτην ἄποψη περὶ τῆς ἐννοίας τῆς ἐγκυκλίου ὑπέχει βαρύτατες ποινικὲς καὶ πειθαρχικὲς εὐθύνες.
3.- Τέλος ἄλλοι ἐκπαιδευτικοί μου ἀνέφεραν ἐπίσης, ὅτι οἱ ἁρμόδιοί του Ὑπουργείου σας τοὺς ἐπίεσαν νὰ δέχονται ἀπαλλαγὲς ὀρθοδόξων μαθητῶν ἀπὸ τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν καὶ ὅταν οἱ ἴδιοι (δήλ. οἱ ἐκπαιδευτικοί) ἐπεκαλέσθησαν τὴν ἀπόφαση 115/2012 τοῦ Διοικ. Ἔφ. Χανῖων, ἔλαβαν τὴν ἀπάντηση, ὅτι ἡ ἀπόφαση αὐτὴ δὲν δεσμεύει τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας. Βεβαίως δὲν θέλω, νὰ πιστεύσω, ὅτι ὑπῆρξε τέτοια ἀπάντηση ἐκ μέρους τοῦ Ὑπουργείου σας, καθ' ὅσον ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει γνωρίζετε, ὑποθέτω, ὁποῖες ποινικὲς καὶ πειθαρχικὲς εὐθύνες ἀνακύπτουν διὰ τοὺς διατυπώσαντες τοιαύτην ἄποψη (π.χ. ἄρθρον 5 τοῦ Ν. 3068/2002).
4.- Ἐπειδὴ κάθε ἀντίθετη ἄποψη ἀπὸ τὰ ὅσα δέχεται ἡ ὡς ἄνω δικαστικὴ ἀπόφαση (οὐδεμία ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸ μάθημα τῶν θρησκ/κῶν διὰ τοὺς ὀρθοδόξους μαθητᾶς τὴ ἐπικλήσει οἱουδήποτε λόγου συνειδήσεως ἢ ἄλλου) ἀποτελεῖ ἀξιόποινο πράξη, ὁ δὲ ἐκπαιδευτικὸς ποὺ θὰ δεχθεῖ τοιαύτην ὑπεύθυνη δήλωση ὀρθοδόξου μαθητού, διώκεται ποινικῶς καὶ αὐτεπαγγέλτως κατ' ἄρθρον 22 πάρ. 7 τοῦ Ν. 1599/86, δὲν ἀπαλλάσσεται δὲ τῆς ποινῆς, ἔστω καὶ ἐὰν δηλώσει, ὅτι ἐκτελοῦσε διαταγὴν τῆς ὑπηρεσίας του. (Ποινικὸς Κῶδιξ ἄρθρον 21).
Ἐπειδὴ δὲ κατ' ἄρθρον 5 τοῦ Ν. 3068/ 2002 ἡ μὴ συμμόρφωση δήμ. ὑπαλλήλου πρὸς δικαστικὴν ἀπόφαση συνιστᾶ ἰδιαίτερο πειθαρχικὸ παράπτωμα, τοῦ ὁποίου ἡ δίωξη εἶναι ὑποχρεωτική.
Ἐπειδή, τέλος, ἐὰν ἡ ὑπόθεση ἔχει, ὥς μοῦ τὴν περιέγραψαν κάποιοι ἐκπαιδευτικοὶ (ὅτι τοὺς δίδετε ἐντολήν, νὰ διαπράξουν τὴν ὡς ἄνω ἀξιόποινο πράξη), συνεπάγεται δι' ἐσᾶς καὶ ποινικὴν εὐθύνην (ἠθικὴ αὐτουργία εἰς τὸ προαναφερόμενο ἔγκλημα σὺν παράβαση ἄρθρου 37 πάρ. 2 τοῦ Κωδικὸς Ποινικῆς Δικονομίας) καὶ βαρείαν πειθαρχικήν σας εὐθύνην (παράβαση ἄρθρου 5 τοῦ Ν. 3068/2002), παρακαλῶ, ὅπως μου γνωρίσετε τὸ ταχύτερον δυνατόν, τί συμβαίνει ἐν προκειμένῳ; Τὸ ἐνδιαφέρον μου νὰ πληροφορηθῶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου, δὲν προέρχεται βεβαίως ἀπὸ ἁπλὴν περιέργειαν, ἀλλὰ περὶ τούτου ὑπάρχει λόγος οὐσιαστικός/ἐπιστημονικός, ἤτοι ἡ 115/2012 ἀπόφαση τοῦ Διοικ. Ἐφετείου Χανῖων δέχεται, ὅτι ὁ ὀρθόδοξος μαθητὴς δὲν ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἀκόμη καὶ τὴ ἐπικλήσει λόγων συνειδήσεως, (τοὺς ὁποίους ἂν προβάλει, διώκεται ποινικῶς διὰ ψευδὴ δήλωση ἐνώπιον δήμ. ἀρχῆς) ἐπικαλούμενη καὶ παραπέμπουσα εὐθέως εἰς τὴν προαναφερομένην ἐπιστημονικήν μου μελέτην. Ἑπομένως ἔχω ἔννομο συμφέρον ἄμεσο καὶ προσωπικό, νὰ πληροφορηθῶ τὶς ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἀπόψεις σας, καθ' ὅσον ἑτοιμάζω καὶ νέαν ἐπιστημονικὴν μελέτην πρὸς δημοσίευση εἰς τὸν ἐπιστημονικὸν τύπον ἐπὶ τοῦ θέματος καὶ δικαιοῦμαι ὡς ἐκ τούτου νὰ γνωρίζω τὶς ἀπόψεις σας (ἀφοῦ ἄλλωστε εἶναι καθαρὰ ἐπιστημονικὲς - νομικές).
Καὶ ἐνῶ ἐτελείωνα τὴν παροῦσαν ἀναφοράν μου, πληροφοροῦμαι αἰφνιδίως, ὅτι τ. δικαστικὸς προτίθεται νὰ ὑποβάλει μήνυση ἐναντίον τῶν ὑπαιτίων στελεχῶν τοῦ Ὕπ. Παιδείας, εἰς τὴν ὁποίαν καλοῦμαι ὡς μάρτυρας, μέχρι στιγμῆς δὲν γνωρίζω διὰ ποῖο ἀδίκημα\ὑποθέτω διὰ ἠθικὴν αὐτουργίαν τοῦ ἐγκλήματος, ποὺ προβλέπει ἡ παραγρ. 7 τοῦ\ἄρθρου 22 τοῦ Ν. 1599/86 (καλοῦμαι δὲ λόγω του ὅτι εἶμαι ὁ συγγραφεὺς τῆς μελέτης περὶ μὴ ἀπαλλαγῆς τῶν ὀρθοδόξων ἀπὸ τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, τὴν ὁποία ρητῶς ἐπικαλεῖται ἡ 115/2012 ἀπόφαση τοῦ Διοικ. Ἔφ. Χανῖων καὶ βεβαίως καλοῦμαι ὡς μάρτυς αὐτεπαγγέλτως καὶ ὄχι ἐξ ἰδίας μου πρωτοβουλίας, ὁπότε ἐὰν δὲν προσέλθω, καταδικάζομαι ἐπὶ λιπομαρτυρία – Κῶδιξ Ποινικῆς Δικονομίας ἄρθρον 229). Ἑπομένως ὑπάρχει καὶ ἄλλος λόγος λίαν καταλυτικός, νὰ γνωρίζω τὶς ἀπόψεις σας.
Ἡ παροῦσα μου κοινοποιεῖται μετὰ τῶν συνημμένων: 1) Εἰς τὴν Ἐρίτιμον Εἰσαγγελέα τοῦ Ἀρείου Πάγου Κὰν Εὔτ. Κουτζαμάνη καὶ β) εἰς τὸν Ἀξιότιμον Ἐπιθεωρητὴν Δήμ. Διοικήσεως κ. Λ. Ρακιντζήν, προκειμένου νὰ προβοῦν εἰς τὶς δικές τους ἐνέργειες, ἐὰν κρίνουν ὅτι ἡ περίπτωση ἐμπίπτει εἰς τὶς ἁρμοδιότητές τους.
Μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἀπευθύνομαι πρὸς κρατικοὺς λειτουργοὺς κατὰ πάντα ἔντιμους (πρώην συναδέλφους μου ἄλλωστε), οἱ ὁποῖοι ἀναμένω, νὰ διαψεύσουν πάραυτα τὶς ὡς ἄνω πληροφορίες, πού μου διεβιβάσθησαν καὶ νὰ μὲ διαβεβαιώσουν, ὅτι καμμία ἐντολὴ δὲν ἐδόθη ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖον σας πρὸς διευθυντᾶς σχολείων, νὰ δέχονται ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὀρθοδόξων μαθητῶν τὴ ἐπικλήσει δῆθεν «λόγων συνειδήσεως» (καὶ κατὰ σαφῆ παράβαση τῆς προαναφερομένης δικαστ. ἀποφάσεως, πράξη ἀξιόποινη καὶ διὰ τὸν μαθητὴν καὶ διὰ τὸν διευθυντὴν τοῦ σχολείου ποὺ θὰ δεχθεῖ τοιαύτην ὑπεύθυνη δήλωση καὶ βεβαίως καὶ δι' ὅποιον ἀπὸ ἐσᾶς ἔδωσε τυχὸν ἀντίστοιχη ἐντολή), ἀναμένω ταχείαν, σαφῆ καὶ πλήρη ἀπάντησή σας ἐπὶ τῶν ὡς ἄνω ἐρωτημάτων μου. Ἕως τότε εἶμαι ὑποχρεωμένος, νὰ δεχθῶ, ὅτι εἶσθε κατὰ πάντα ἔντιμοι καὶ ὅτι καμμίαν ἐντολὴν δὲν ἐδώσατε ποτὲ σὲ κανέναν ἐκπαιδευτικὸν ἢ διευθυντὴν σχολείου, νὰ δέχεται ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὀρθοδόξων μαθητῶν τὴ ἐπικλήσει λόγων συνειδήσεως ἢ ἄλλων λόγων. Ἐπὶ τούτοις διατελῶ.
Μετὰ τιμῆς
Σήμερα, όμως, όσο ποτέ άλλοτε, χρειαζόμαστε την Αγία Σκέπη της Κυρίας Θεοτόκου. Οπωσδήποτε κατά κοινή ομολογία δεν είναι εύκολα τα πράγματα. «Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά», ορατοί και αόρατοι εχθροί μας προσπαθούν να αρπάξουν την ψυχή μας, να μας ξεσκίσουν ό,τι φορούμε πάνω μας ως ένδυμα του Χριστού και της Ελληνοορθοδοξίας. «Λύκοι βαρείς μη φειδόμενοι του ποιμνίου» και «τα πετεινά του [σκοτεινού] ουρανού» επέπεσαν πάνω στην ιερή Μάνδρα και στην «Άμπελον» της Εκκλησίας μας και της Ελληνικής Πατρίδας. Κατατρώγουν τις σάρκες της και απομυζούν τους εύχυμους καρπούς της.
Χρειαζόμαστε βοήθεια. Όπως τότε το 1940. Και πιο παλιά. Όπως πάντοτε, από τότε δηλαδή που σα λαός ασπαστήκαμε την Νέα Πίστη του Χριστού και γίναμε ορθόδοξοι βαπτισμένοι Χριστιανοί Έλληνες. Σε όλες τις δύσκολες στιγμές, εκεί που τα ανθρώπινα πρόσωπα και τα γήϊνα μέσα αδυνατούσαν, είχαμε στο πλευρό μας την Υπέρμαχο Στρατηγό, τη Μεγάλη Βοήθεια, την Φοβερά Προστασία και την Γοργοεπήκοο Παναγία μας. Ήταν, είναι και θα είναι η μεγάλη Μητέρα μας, το Απόρθητον Τείχος και η «πάντα τύραννον απάνθρωπον εκβαλούσα της αρχής» από το πολυπαθές Γένος των Ελλήνων.
Σήμερα λοιπόν καλούμε την Παναγία μας με την Αγία Σκέπη της:
Να σκεπάσει τα παιδιά μας, τις ψυχές και τα σώματα, από του πολέμου της πορνείας και την μάστιγα των εμπόρων του λευκού θανάτου.
Να σκεπάσει τους μαθητές μας, το μυαλό και τη διάνοια, από «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», μέσα κι έξω από την τάξη. Τα λόγια της αθεϊας, της αναρχίας, του υλισμού, του εθνικού αποπροσανατολισμού και του ηθικής αδιαφορίας και αναισθησίας.
Να σκεπάσει τη νεολαία μας από τα κηρύγματα του αντιεκκλησιαστικού μένους και της ανατροπής της παραδόσεώς μας, από ιδεολογίες που είναι ξένες προς την εμπειρία και τη μαρτυρία της Εκκλησίας μας και οι οποίες όπου εφαρμόστηκαν κατέστρεψαν το ανθρώπινο πρόσωπο και τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Να σκεπάσει την οικογένεια, η οποία κυριολεκτικά βομβαρδίζεται από ένα πλήθος τηλεοπτικών σκουπιδιών, τα οποία εκπέμπονται μέσα στον ιερό χώρο κάθε σπιτιού και διδάσκουν: πώς να διαλύεται η ελληνική οικογένεια, πως οι σύζυγοι ακίνδυνα μπορούν να προδίδουν ο ένας τον άλλον, πως να συζούν πρόσωπα του ιδίου φύλου, πως η οικογένεια βλάπτει, πως τα παιδιά να μπαίνουν στην αμαρτία εξ απαλών ονύχων κι από την κούνια τους, πως όλοι να συμβιώνουν με συντρόφους χωρίς γάμο ορθόδοξο και πόσο καλοί είναι οι τούρκοι, οι γείτονες....
Να σκεπάσει τη θεολογία μας, από τους λαοπλάνους, όπως έλεγε και ο μακαριστός Φώτιος Κόντογλου, «ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ τὰ Πανεπιστήμια τῆς ἀπιστίας, βαστώντας στὰ χέρια τους διπλώματα καὶ πιστοποιητικὰ τῆς θεολογίας, σὰν νὰ εἶναι ἡ θεολογία γιατρικὴ ἢ χημεία, καὶ χαλᾶνε μὲ τὴν πονηρὴ διδασκαλία τους τὰ ἁπλοϊκὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, λέγοντάς τους πὼς ἡ πίστη τους εἶναι δεισιδαιμονία καὶ τυπολατρεία, καὶ πὼς ἡ ἱερὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας τὴ μποδίζει νὰ συγχρονισθῆ, δηλαδὴ νὰ γίνει σὰν τὴ Χριστιανικὴ ἀθεΐα ποὺ λέγεται Προτεσταντισμός».
Να σκεπάσει την κοινωνία μας, η οποία συχνά ερωτοτροπεί με ακραίες συμπεριφορές και κινείται παρορμητικά σε μαζικές επιλογές που δεν διασώζουν τη διάρκεια της αληθινής σχέσεως με το Θεό.
Να σκεπάσει τους νέους γονείς, από τον κίνδυνο της απιστίας. «Η απιστία είναι «η πλατεία πύλη και ευρύχωρος οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την απώλειαν», όπως είπε ο Χριστός, αλλά «εις την επί γης ευδαιμονίαν». Ενώ η πίστη είναι «η στενή πύλη και τεθλιμμένη οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την ζωήν», αλλά «εις την επί γης δυστυχίαν και περιφρόνησιν». «Πολλοί εισίν οι εισερχόμενοι διά της πλατείας πύλης» κατά τον λόγο του Κυρίου, « και ολίγοι εισιν οι ευρίσκοντες την στενήν πύλην» ( ΦΚ).
Να σκεπάσει τον στρατό μας, από τη δειλία, την ανανδρία, την υποχωρητικότητα, τη βλασφημία των θείων και τα διάφορα ψεκτά πάθη της νεότητας και της αγνοίας.
Να σκεπάσει τις απελπισμένες ψυχές, τους ανέργους, τους φτωχούς, τους μοναχικούς, τους ατέκνους, τους αστέγους, τους απολυμένους, τους αφίλους, τους προδομένους και εγκαταλελειμμένους, τους καρκινοπαθείς και ανιάτως και διαρκώς νοσούντες, τους αξαπατημένους και παντοιοτρόπως αδικημένους, από την αυτοκτονία, την εκδίκηση, την κατάρα και την απιστία.
Να σκεπάσει την πολιτική ζωή και το κοινοβουλευτικό μας πολίτευμα, από την περιφρόνηση, από την απειλή των ασπόνδων φίλων μας, από τον υπολογισμό, από την υποκρισία, από τον φόβο, και τη σατανοπληξία, τον χρηματισμό, την ξενοδουλεία και τη φαλκίδευση της αξιοπρεπείας μας.
Να σκεπάσει την πατρίδα και το Έθνος μας, από ανθρώπους μέσα και έξω από τα σύνορα, οι οποίοι «Θεόν δεν φοβούνται και ανθρώπους δεν εντρέπονται» και στηρίζουν την εξουσία τους στο ψέμα, στη βία και την καταστολή και στη συνδρομή ξένων κέντρων και προσώπων.
Να σκεπάσει την Εκκλησία μας, κλήρο και λαό, μοναχούς και λαϊκούς, από την εκκοσμίκευση, από την αίρεση από τον μοντερνισμό, τον επάρατο οικουμενισμό και τον άθεο συγκρητισμό, τον συμβιβασμό και την αλλοίωση του ορθοδόξου ευαγγελικού μηνύματος.
Να σκεπάσει τα αγέννητα παιδιά, από το φονικό νυστέρι του γιατρού, από την ολιγοπιστία της δύστυχης μάνας και από τον εγκληματικό λογισμό και την ολέθρια απόφαση του πατέρα.
Να σκεπάσει την απανταχού της Γης Ορθοδοξία μας και ιδιαίτερα τη χειμαζόμενη και διωκόμενη Μ. Ανατολή από την ισλαμική βία, αλλά και τη χώρα και τα νησιά μας, τα σύνορά μας και τις πόλεις μας, την Κύπρο, τη Θράκη και τη Μακεδονία μας, από τον φανατισμό και την εισαγόμενη πληθυσμιακή εισβολή, η οποία διαλύει τη συνεκτικότητα του κοινωνικού ιστού και δημιουργεί προϋποθέσεις κοινωνικής έκρηξης και σύγκρουσης.
Τέλος, να μας σκεπάζει η Παναγία μας από τις εισηγήσεις, πλεκτάνες, σκάνδαλα και παγίδες του διαβόλου, αλλά και «της φοβεράς του σεισμού απειλής, από αιφνιδίου θανάτου και εμφυλίου πολέμου, από λιμού, λοιμού καταποντισμού και την ώραν της εξόδου μας, την ψυχήν μας, από τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων».
Μέσα σ΄ αυτά τα δύσκολα χρόνια που όρισε ο Άγιος Θεός να ζήσουμε και στα οποία κινδυνεύουμε από «τα βέλη του πονηρού τα πεπυρωμένα», και «από πάσαν σατανικήν ενέργειαν των στυγερών δαιμόνων και των φθοροποιών ανθρώπων» δεν μας άφησε μόνους και ορφανούς, απροστάτευτους και ακάλυπτους, αλλά μαζί με τα άγια Μυστήρια, τα άγια τάγματα των αγγέλων και των αγίων, μας χάρισε και την Παναγία Μητέρα του.
Η κυρία λοιπόν Θεοτόκος, Της οποίας ως «Μητρός η δέησις πολλά ισχύει προς ευμένειαν Δεσπότου», μπορεί όχι μόνο να εισηγηθεί να κάνει ο Κύριος και Θεός μας το νερό κρασί, αλλά και από το πικρό της παρούσης καταστάσεως να βγάλει το γλυκύ της πνευματικής ωφελείας. Οπωσδήποτε δε να μας γλυτώσει από το μεγάλο πέρασμα της ζωής μας στην ατέρμονη αιωνιότητα. Για αυτό κι εμείς την παρακαλούμε προσκυνώντας την τιμητικά και λέγοντας από τα βάθη της ψυχής μας την ευχήν του Αποδείπνου:
«Αλλ' ως του Φιλανθρώπου Θεού Μήτηρ, φιλανθρώπως σπλαγχνίσθητι επ' εμοί τω αμαρτωλώ και ασώτω, και δέξαι μου την εκ ρυπαρών χειλέων προσφερομένην Σοι δέησιν, και τον Σον Υιόν, και ημών Δεσπότην και Κύριον, τη μητρική Σου παρρησία χρωμένη δυσώπησον, ίνα ανοίξη καμοί τα φιλάνθρωπα σπλάγχνα της Αυτού αγαθότητος, και, παριδών μου τα αναρίθμητα πταίσματα, επιστρέψη με προς μετάνοιαν, και των Αυτού εντολών εργάτην δόκιμον αναδείξη με. Και πάρεσό μοι αεί ως ελεήμων, και συμπαθής, και φιλάγαθος, εν μεν τω παρόντι βίω, θερμή προστάτις και βοηθός, τας των εναντίων εφόδους αποτειχίζουσα, και προς σωτηρίαν καθοδηγούσα με. Και εν τω καιρώ της εξόδου μου, την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα, και τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα. Εν δε τη φοβερά ημέρα της Κρίσεως, της αιωνίου με ρυομένη κολάσεως, και της απορρήτου δόξης του Σου Υιού και Θεού ημών κληρονόμον με αποδεικνύουσα. Ης και τύχοιμι, Δέσποινά μου, Υπεραγία Θεοτόκε, δια της Σης μεσιτείας και αντιλήψεως, χάριτι και φιλανθρωπία του Μονογενούς Σου Υιού, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί, και τω Παναγίω, και αγαθώ, και ζωοποιώ Αυτού Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ο μακάριος Γέροντας Γεώργιος καταγόμενος από τον Πόντο γνώρισε από πολύ νωρίς την ορφάνια και την μοναξιά. Μετά από διώξεις και φυλακίσεις από το άθεο καθεστώς της Γεωργίας, φθάνει στην Ελλάδα, όπου ζώντας ασκητικά και με θερμή πίστη, χαριτώνεται ο ταπεινός και άξιος λειτουργός του Υψίστου με χαρίσματα διακρίσεως, διοράσεως, προοράσεως και προφητείας.
Συμπληρώνονται εφέτος 46 έτη από την μακαρία εκδημία του αοιδίμου πατρός Γεωργίου, που γεννήθηκε στην Αργυρούπολη του Πόντου το 1901. Νωρίς ορφάνεψε και την ανατροφή του ανέλαβε η ευλαβής γιαγιά του. Μετά τον θάνατο της γιαγιάς του και της αδελφής του αναχωρεί με τον παππού του για το Ερζερούμ, την Θεοδοσιούπολη της Μεγάλης Αρμενίας. Ο θάνατος και του παπ πού του και η κακομεταχείριση του αδελφού του τον φέρνουν στα μέρη του Καυκάσου Μόνος, φτωχός, πονεμένος κι αναγκεμένος, συντροφευόμενος από αγίους σε όνειρα και οράματα, φθάνει στην Τυφλίδα της Γεωργίας και οδηγείται από τον εκεί επίσκοπο στην Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Ενδύεται το τίμιο του μοναχού ένδυμα στην ηλικία μόλις των εννέα ετών. Θα το διατηρήσει επί μισό αιώνα.
Η κουρά του
Αγάπησε την άσκηση και την προσευχή από παιδί. Στις 20 Ιουλίου 1919 κείρεται μοναχός και από Αθανάσιος ονομάζεται Συμεών. Κατά την ώρα της κουράς του λέγεται πως οι καμπάνες σήμαιναν μόνες τους.
Στην Μονή συνάντησε έναν θείο του επίσκοπο, που τον βοήθησε πνευματικά. Το άθεο καθεστώς της επανάστασης του 1917 δίωξε την Εκκλησία, τον κλήρο και τον μοναχισμό. Μαζί με άλλους μοναχούς της μονής του φυλακίσθηκε σε μια ανήλια και υπόγεια φυλακή, απ’ όπου περνούσαν υπόνομοι. Υπέμεινε μεγάλες και φρικτές κακουχίες με ελπίδα στον Θεό. Πολλοί αδελφοί του τελείωσαν μαρτυρικά τον βίο τους εκεί. Με την βοήθεια της Παναγίας γλύτωσε από βέβαιο θάνατο. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1925 χειροτονήθηκε ιερεύς κι ονομάσθηκε Γεώργιος. Λειτουργούσε στα γεωργιανά.
Σύντομα απέκτησε φήμη διακριτικού, διορατικού και προορατικού Γέροντος. Πολύς κόσμος ερχόταν από μακριά για να γνωρίσει και να συμβουλευθεί τον νεαρό ιερομόναχο. Το 1923 από την Τυφλίδα μεταβαίνει στο Σουχούμ. Στις συχνές θείες λειτουργίες του μνημόνευε πολλά ονόματα. Στο κελλί του μελετούσε και προσευχόταν συνεχώς. Η εγκράτεια, η άσκηση, η αγρυπνία και η νηστεία ήταν αδιάκοπες. Οι προφητείες του εκπληρώνονταν. Όλοι τον πλησίαζαν ως άγιο. Το 1929 καταφέρνει να έλθει στην Ελλάδα.
Άφιξη στην Ελλάδα
Δοξάζει τον Θεό για την σωτηρία του. Ο Πόντος, η Γεωργία και η Ρωσία μένουν στην μνήμη του ως τόποι αγώνων, μαρτυρίων και θυσιών. Από την Θεσσαλονίκη, όπου φθάνει στις 19 Οκτωβρίου 1929, μεταβαίνει στην Κατερίνη και στα χωριά Αλώνια και Κούκκος, Μικρό Δάσος του Κιλκίς και τέλος το 1930 στην Σίψα της Δράμας. Οι κακουχίες της φυλακής της Γεωργίας τον είχαν αφήσει ημιπαράλυτο, πολύ αδύναμο και πολλές φορές δυσκολευόταν πολύ να περπατήσει, ώστε τον σήκωναν στα χέρια, για να μετακινηθεί.
Όλη η περιουσία του ήταν λίγα εκκλησιαστικά βιβλία στην γεωργιανή γλώσσα, ιερατικά άμφια, εικόνες και μέρος των λειψάνων της αδελφής του Άννας. Κόσμος πολύς αρχίζει να τον πλησιάζει για να βοηθηθεί. Ο φιλόθεος, φιλάγιος, φιλάδελφος και φιλάνθρωπος πατήρ κάνει παρακλήσεις, εξομολογεί και νουθετεί. Το 1938 κτίζει το μοναστηράκι της Αναλήψεως. Εκεί θα λειτουργεί, θα εξομολογεί, θα κηρύττει, θα προλέγει, θα θαυματουργεί επί μία ολόκληρη εικοσαετία. Ο ναός και το κελλί του γίνονται κολυμβήθρα Σιλωάμ για σωματικές και ψυχικές ασθένειες πολλών.
Μεταβαίνει προσκυνητής στα Ιεροσόλυμα και το Άγιον Όρος κι έχει συναντήσεις με ιερές μορφές, που τον πείθουν να μείνει εκεί που είναι, γιατί έχει μεγάλη ανάγκη ο πιστός λαός την παρουσία και την μαρτυρία του. Το 1941 κατά θαυμαστό τρόπο σώζεται από βέβαιο θάνατο από τους Βούλγαρους, που τον είχαν συλλάβει προς εκτέλεση. Όλη η ζωή του κυλά μέσα σ΄ ένα συνεχές θαύμα. Με την βοήθεια του αγίου Νικολάου θεραπεύεται, ώστε να μπορεί κάπως ν΄ αυτοσυντηρείται.
Πάντα λιτός, απλός, νηστευτής, άγρυπνος, φιλάσθενος και δεόμενος. Λιγομίλητος, προσεκτικός, αυστηρός και σοβαρός. Σε μεγάλη ανάγκη επισκεπτόταν φτωχούς κι ασθενείς. Είχε βοηθηθεί ο ίδιος κι έτσι μπορούσε να βοηθήσει και τους άλλους.
Κατά την αγία προσκομιδή μνημόνευε χιλιάδες ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων. Μάλιστα σημείωνε ορισμένα και στο τέλος της θείας Λειτουργίας καλούσε ιδιαίτερα τους συγγενείς και τους έλεγε τα προβλήματα των ζώντων ή των κοιμηθέντων και πως τέλειωσαν τον βίο τους. Καθαροί και αθώοι άνθρωποι τον έβλεπαν ως λειτουργό να μην πατά στην γη.
Στις αναίμακτες θείες ιερουργίες ήταν φωτεινός, ειρηνικός και χαρούμενος. Συλλειτουργούσε με αγίους. «Σπάνια λειτουργώ μόνος μου», έλεγε ο Γέροντας. Είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στην Παναγία, στον Τίμιο Πρόδρομο και τον άγιο Γεώργιο! Πολλούς ασθενείς κι αναγκεμένους ανθρώπους τους έστελνε σε διάφορους αγίους και με την ευχή του γίνονταν καλά. Από ταπείνωση δεν ήθελε να τιμάται η αναξιότητά του, αλλά να δοξάζεται ο Θεός από τους αγίους του. Τους αγίους ονόμαζε μουσαφίρηδες. Είχε την χάρη να βλέπει την ψυχική κατάσταση των εκκλησιαζομένων.
Ο Γέροντας ήταν αυστηρός τηρητής των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας. Δεν ήταν εύκολος σε ανεπίτρεπτες «οικονομίες». Γινόταν πιο αυστηρός στους αμετανόητους. Το λειτούργημα του Πνευματικού το είχε πολύ υψηλά και το είχε λάβει πολύ σοβαρά. Δεν ήθελε οπαδούς να τον κολακεύουν. Είχε πάντα μια διακριτική αυστηρότητα. Αποσκοπούσε συστηματικά στην ταπείνωση του εξομολογουμένου, στην αληθινή συντριβή και μετάνοια προς σωτηρία ψυχών αθανάτων.
Ο χαρισματούχος ποιμένας
Η θερμή πίστη, η ασκητική βιοτή, η καθαρή ζωή χαρίτωσαν τον ταπεινό κι άξιο λειτουργό του Υψίστου με χαρίσματα διακρίσεως, διοράσεως, προοράσεως και προφητείας. Ο Θεός φώτιζε τον μακάριο Γέροντα έτσι που τα μακρινά και τα παρελθόντα να τα βλέπει ως πλησίον και παρόντα, όπως και άλλοτε τα μέλλοντα, καθώς διηγούνται με θαυμασμό πολλά πνευματικά του τέκνα. Μερικοί που αμφέβαλλαν για τα χαρίσματα του Γέροντα δεν αργούσαν, όταν τον γνώριζαν καλά, να διαπιστώσουν πως πράγματι ήταν αληθινός άνθρωπος του Θεού. Ο Γέροντας χρησιμοποιούσε τα χαρίσματα προς βοήθεια και σωτηρία των ψυχών κι όχι για να εκθέσει και ντροπιάσει ανθρώπους ή να καυχηθεί και να προβληθεί ο ίδιος. Με δάκρυα πολλά μιλούσε καθαρά για τα επερχόμενα δεινά· την κατοχή του 1940, την επιδρομή των Βουλγάρων, τον εμφύλιο πόλεμο. Διάβαζε τις καρδιές των ανθρώπων σαν ανοιχτό βιβλίο. Για να διατηρείται στην ταπείνωση, μερικές φορές προσποιόταν μωρία, διά Χριστόν σαλότητα. Η αρετή θέλει πολύ κόπο για ν΄ αποκτηθεί και περισσή τέχνη για να διαφυλαχθεί.
Ο Γέροντας στο ποιμαντικό του έργο έδειχνε ιδιαίτερη προσοχή στις γυναίκες, που λόγω του πλούσιου συναισθηματικού τους κόσμου εύκολα υπερβάλλουν στις τιμές των άλλων. Ήταν διακριτικά αυστηρός μαζί τους. Έκρυβε όμως μια καρδιά με μεγάλη αγάπη για όλους. Η ελεημοσύνη του ήταν πάντοτε μυστική. Μόλις σκοτείνιαζε έστελνε κρυφά μ΄ έμπιστους δικούς του ανθρώπους αναγκαία τρόφιμα και ρούχα στα σπίτια των φτωχών. Παρηγορούσε τους πενθούντες και φρόντιζε προσεκτικά τους νεκρούς. Αγαπούσε τα παιδιά, τα συμβούλευε στοργικά και τους μοίραζε απλόχερα δώρα. Έκρυβε πάντα τον εαυτό του και δεν ήθελε να φαίνεται και να τιμάται. Ο Γέροντας δεν ήθελε κανένας να φύγει από το μοναστήρι νηστικός. Μαγείρευε, φούρνιζε ψωμί και μοίραζε σε όλους ευλογία. Ήταν εργατικός, ακούραστος, ελεήμων και φιλάνθρωπος.
Οι πιστοί έτρεφαν για όλα αυτά σεβασμό και αγάπη στον Γέροντα. Δεχόταν την αγάπη των τέκνων του, αλλά δεν την προκαλούσε και δεν την επιθυμούσε. Ήταν ταπεινός κι αγαπούσε ιδιαίτερα να μιλά για την αγία ταπείνωση. Ζούσε τελικά σε μια ιερή μοναξιά. Οι πολλοί των ανθρώπων δεν τον κατανοούσαν και μερικοί μάλιστα τον παρεξηγούσαν. Λίγοι μπορούσαν να καταλάβουν καλά το βάθος της πνευματικότητος του.
Η κοίμησή του
Προείδε και προείπε επακριβώς το μακάριο τέλος του. Προετοιμασμένος από καιρό το ανέμενε με περισσότερη προσευχή δίνοντας τις τελευταίες συμβουλές στ΄ αγαπητά πνευματικά του τέκνα. Τρεις μέρες πριν τον θάνατο του τελέσθηκε το μυστήριο του ιερού ευχελαίου. Μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων. Συγχώρεσε, ευλόγησε κι ευχήθηκε όλους. Κοιμήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1959. Οι τελευταίες λέξεις που ακούσθηκαν από τα χείλη του ήταν: «Της ευσπλαγχνίας την πύλην άνοιξον, ευλογημένη Θεοτόκε».
Ένα ορφανεμένο, πενθηφόρο κι απαρηγόρητο πλήθος τον ακολούθησε στην τελευταία κατοικία του, πίσω από τον ιερό ναό της Αναλήψεως, όπου λειτουργούσε επί τριάντα περίπου χρόνια. Το πρόσωπο του ήταν ειρηνικό, ιλαρό και φωτεινό. Το νεκρό του σώμα ευλύγιστο, όπως των Αγιορειτών. Τα δύο κυπαρίσσια πλάι στον τάφο του λύγισαν σαν για να τον προσκυνήσουν, όπως είχε προείπει, και πολλά πουλιά συνάχθηκαν την ώρα της ταφής του, δίχως να φοβούνται τον πολύ κόσμο. Όλοι ήταν πλέον βέβαιοι ότι κηδεύεται και θάβεται ένας άγιος, ζήτησε να τον θάψουν με τα άμφιά του, τον σταυρό του και τα λειτουργικά του βιβλία που είχε από την Γεωργία.
Τεύχος 17ο, Περιοδικό Πεμπτουσία, σελ. 116-123, Απρίλιος – Ιούλιος 2005
[Στο κείμενο του π. Μωυσή ο άγιος Γεώργιος αναφέρεται ως Γέροντας, γιατί δεν είχε γίνει ακόμη η κατάταξή του στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας]
Πηγή: Πεμπτουσία
Ομιλία Επισκόπου Καρπασίας στο Διεθνές Επιστημονικό-Πρακτικό Συνέδριο που διεξήχθη στην πόλη της νήσου Σαχαλίνη της Ρωσίας με γενικό θέμα:
"Ολοκληρωτικές σέκτες και Πολιτεία:
Προκλήσεις στην πνευματική ασφάλεια του ατόμου".
21 και 22 Οκτωβρίου 2014
Μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ καὶ συγκίνηση βρίσκομαι σήμερα μαζί σας καὶ θεωρῶ μεγάλη εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ ὅτι μου δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ σᾶς συναντήσω καὶ νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ ἕνα πάρα πολὺ ἐνδιαφέρον καὶ σημαντικὸ θέμα. Πρῶτα, θὰ ἤθελανὰεὐχαριστήσωτόνΣεβασμιώτατονἈρχιεπίσκοποΝοτίουΣαχαλίνι καί Κουρίλων Νήσων κ. Τύχωνα, τόν Πρόεδρο τῆς Τοπικῆς Κυβέρνησης τοῦ Σαχαλίνι καί τό Κέντρο Ἅγιος Εἰρηναῖος γιὰ τὴν τιμητικὴ πρόσκληση πού μου ἀπεύθυναν γιὰ νὰ ἔρθω στήν μακρινή καί ὄμορφη αὐτή Νήσο καί νά εἶμαι ἕνας ἐκ τῶν εἰσηγητῶν τοῦ διεθνούς αὐτοῦ Συνεδρίου.
Νά σημειώσω ἀπό τήν ἀρχή ὅτι θά μιλήσω ὡς Ὀρθόδοξος θεολόγος, ἀλλά ἡ ὁμιλία μου πηγάζει ἀπό τήν πολυετή ἐμπειρία μου στήν μελέτη τῶν σεκτῶν, αἱρέσεων καί στήν ποιμαντική τους ἀντιμετώπιση, μέσα στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, θὰ προσπαθήσω μέσα ἀπὸ τὴν ὁμιλία, τὴν ὁποία θὰ ἀναπτύξουμε, νὰ σᾶς ἐξηγήσω γιατί οἱ αἱρέσεις εἶναι ἐπικίνδυνες καὶ γιατί εἶναι ἀναγκαῖο καὶ ἀπαραίτητο, ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴ δραστηριότητα ὅλων αὐτῶν τῶν ὁμάδων, μέσα στὸ δικό μας τὸν χῶρο.
Κατ᾽ ἀρχάς θέλω νά τονίσω ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν κάνουμε ἰδεολογική ἀντιπαράθεση ἤ δέν ὑπάρχει πολεμκή διάθεση, ἔναντι τῶν αἱρέσεων, ἀλλά ἡ προσέγγιση μας εἶναι καθαρά ποιμαντική. Δέν ἀντιμετωπίζουμε τίς σέκτες ἐπειδή διδάσκουν κάτι διαφορετικό ἀπό αὐτό πού πιστεύουμε καί διδάσκουμε ἐμεῖς. Ἡ ὅληἐργασία πού κάνουμε ἔχεισχέση, ὅπως θά δοῦμε καί πιό κάτω, μέ τήν πνευματική τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Γι᾽αὐτό καί θά ἦταν πολύ χρήσιμο νά δοῦμε μέ πολύ συντομία τί ἀκριβῶς ἐννοεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σωτηρία- πνευματικήτελείωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἱεραποστολή- ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν κόσμο ἀποσκοπεῖ στήν πνευματική καλλιέργεια τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά φθάσει σέ τέτοια πνευματική ποιότητα (ἁγιασμό), πού νά τόν καθιστᾶ ὑγιή. Γι’ αὐτό καί ἡ πίστη, ἡ ὁποῖα καθιστᾶ ἕνα ἄνθρωπο μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος εἶναι πνευματικά- ψυχικά ὑγιής, ἔχει συνέπειες σ’ ὅλο τόν κόσμο. Ἡ πίστη ἑνός ἁγίου (πνευματικά ὁλοκληρωμένου ἀνθρώπου μέ ἐσωτερική πνευματική ποιότητα) εὐεργετεῖ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Ἡ πιστεύουσα ὕπαρξη, στήν αὐθεντική της κατάσταση εἶναι τό ἄνοιγματοῦ κόσμου γιάνάεἰσέλθει ἡ Χάρις καί νάκαταστεῖ διά τῆςΧάριτος ὑγιής.
Συνεπῶς, ἡ ζωή τῆςἘκκλησίαςἔχειὡςσκοπόνάμεταγγίσει ζωή στούς ἀνθρώπους γιά νά ζήσουν μία αὐθεντική, γνήσια ζωή, στά ὅρια τῆς παρούσης ζωῆς, μέ προοπτική τήν αἰώνια- ἀτελεύτητο ζωή.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι προορισμένος- δημιουργημένος μέ βάση κάποιες
προδιαγραφές. Πορευόμενος, πάνω σ’ αὐτές τίς προδιαγραφές, φθάνει καί μένει στήν τελειότητα- αὐθεντικότητα τῆς φύσης του. Ἔγκειται στόν ἄνθρωπο νά διατηρήσει καί νά τελειοποιήσει τή φύση του. Φυσικά, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι οὔτε αὐτοδημιούργητος, οὔτε αὐτο- κίνητος δέν μπορεῖ ἀπό μόνος του νά αὐτο- ὁλοκληρωθεῖ.
Ὁ φυσιολογικός- ὑγιής τρόπος ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά εἶναι ἐνάρετος καί διά τῆςἐνάρετης ζωῆς νάὁλοκληρωθεῖ- τελειωθεῖπνευματικά.
Σκοπός καί προορισμός τῆς ἀνθρώπινης φύσης, εἶναι μέσα ἀπό τήν κοινωνία τῆς
Χάριτος τοῦ Θεοῦ νά διατηρήσει τήν αὐθεντικότητα- γνησιότητα της καί νά ὁδηγηθεῖστή σωτηρία- θέωση.
Πηγή: Παγκύπρια Ένωση Γονέων
Στην Καινή Διαθήκη το ζήτημα της ασθένειας και τις θεραπείας καταλαμβάνει ένα πολύ σημαντικό χώρο στις ευαγγελικές και αποστολικές περικοπές. Μια από τις βασικές ιδιότητες του Ιησού Χριστού είναι εκείνη του ιατρού των ψυχών και των σωμάτων.
Πριν από τη σάρκωση του Λόγου ο Θεός θεωρείται «ο ιώμενος πάσας τας νόσους»[1]. Στην Κ.Δ. συναντά κανείς πλειάδα χωρίων που δηλώνουν ξεκάθαρα ότι πρόκειται για γιατρό[2] και αναφέρονται εκτενώς σε αυτή Του τη δράση. Καμία άλλη εικόνα Του δεν κυριάρχησε στη χριστιανική παράδοση, όσο αυτή του ιατρού. Είναι για τους ανθρώπους της εποχής Του ο σωτήρας του κόσμου. Ήρθε ως σωτήρας των φτωχών και γιατρός όσων νοσούν στο σώμα και στην ψυχή, ως ελευθερωτής και μεσσίας και όχι σαν τους μάγους που παρουσιάζονταν τα προηγούμενα χρόνια κάνοντας «θαύματα» και «θεραπείες». Στάλθηκε από τον Θεό για να θεραπεύσει τους ανθρώπους από τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος και να αποκαταστήσει την κοινωνία τους με τον Θεό. Σε όλη την ευαγγελική παράδοση ο Χριστός παρουσιάζεται να δίνει, σε σύγκριση με το Μωσαϊκό Νόμο, προτεραιότητα στην ανθρώπινη υγεία, και γενικά στην αποκατάσταση της ακεραιότητας της δημιουργίας του Θεού, μη διστάζοντας ακόμη και να τον παραβιάζει.
Όλοι οι Πατέρες βλέπουν στο πρόσωπο του Ιησού έναν γιατρό που ήρθε ανάμεσα στους ανθρώπους για να θεραπεύσει κάθε νόσο, επακόλουθη του προπατορικού αμαρτήματος, και να φέρει μέσα από την ίαση τη σωτηρία[3]. Η ίαση από την κάθε είδους νόσο δεν είχε μόνο το ορατό και απτό αποτέλεσμα αλλά συνδεόταν άμεσα με την αποκατάσταση της ελευθερίας των ανθρώπων, της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της κατάργησης των άδικων κοινωνικών δομών.
Συμπεραίνουμε δηλαδή ότι η θεραπευτική παρέμβαση και τα αποτελέσματα αυτής, δεν είχαν μόνο εξατομικευμένο χαρακτήρα αλλά και συλλογικό. Κατ’ επέκταση, λοιπόν, η βαθύτερη σημασία των μυστηρίων της Εκκλησίας, με τα οποία συμβολικά συνεχίζεται το έργο της ιάσεως και θεραπείας, της σωτηρίας δηλαδή του κόσμου, δεν είναι η ατομική σωτηρία μεμονωμένων ατόμων, αλλά ολόκληρης της ανθρωπότητας όπως την προσλαμβάνει ο Χριστός στο σώμα Του, την Εκκλησία[4].
Με την ένωση των δύο φύσεων, της ανθρώπινης και της θείας, στο πρόσωπο του Ιησού, ο ένσαρκος Λόγος παρέχει ίαση ενώ και ο ίδιος νοσεί εξαιτίας της ανθρώπινης φύσης του. Άλλωστε για τη θεραπεία του πεπτωκότος ανθρώπου προσέλαβε ο Χριστός την ανθρώπινη φύση του, την οποία προσέλαβε κινούμενος από αγάπη για τους ανθρώπους. Προσέλαβε και ανέλαβε τις συνέπειες της αμαρτίας και τα ανθρώπινα πάθη, αλλά όχι τη ροπή προς την αμαρτία, για να τα καταλύσει και να απελευθερώσει τους ανθρώπους. Η θεραπεία της ανθρώπινης φύσης πραγματοποιείται καθόλη τη διάρκεια της αποστολής του στη γη μέσω των ενεργειών του. Με την ανεπηρέαστη στάση που κράτησε απέναντι στους πειρασμούς του διαβόλου ελευθέρωσε τον άνθρωπο. Κυρίως όμως με το θάνατό Του πεθαίνει οριστικά ο παλιός άνθρωπος και μαζί καταλύονται η αμαρτία, η φθορά και ο θάνατος. Το απολυτρωτικό έργο του Χριστού είναι αναδημιουργικό και όχι δημιουργικό[5]. Όλες οι ασθένειες φθίνουν και εξαφανίζονται, η ανθρώπινη ύπαρξη αποκτά πλήρη υγεία και οι δυνάμεις του ανθρώπου προσανατολίζονται προς το Θεό. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Χριστός δεν είναι γιατρός μόνο της ανθρώπινης φύσης γενικά αλλά και κάθε προσώπου που στρέφεται σε αυτόν για βοήθεια.
Σε αντίθεση με τις ανθρώπινες μεθόδους θεραπευτικής, οι οποίες είναι προσωρινές και δε θεραπεύουν ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξη, ο Χριστός παρέχει θεραπεία για κάθε νόσημα και δίνει ποιότητα ζωής. Είναι γιατρός εύσπλαχνος και προσφέρει φροντίδα και περίθαλψη σε όλους τους ανθρώπους χωρίς να αποκλείει κάποιον από τη σωτηρία Του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ[1] Ψαλμ. 102, 3.[2] Α. Ιωαννίδη, Η ιατρική στην Κ.Δ και στους Πατέρες της Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη, 1992, σελ. 36.[3] Jean Claude Larchet, Η θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων, τομ. Α’, Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 2008, σελ. 441.[4] Π. Β ασιλειάδη, «Ο Ιησούς Χριστός ιατρός των ψυχών και των σωμάτων », στην ιστοσελίδα www.ecclesia.gr/greek/HolySynod/commitees/liturgical/vasileiadis_psychi.pdf .[5] Jean Claude Larchet, Η θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων , τομ. Α’, Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 2008, σελ. 460.
Πηγή: Πεμπτουσία
Πρωτ. 5055 Ἀριθμ. Διεκπ. 2415
Ἀθήνῃσι 29ῃ Ὀκτωβρίου 2014
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 2 9 5 9
Θέμα: «Περί τῶν κανονικῶν συνεπειῶν τῆς καύσεως νεκρῶν»
Πρός
Τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Εἰς τάς Ἕδρας των
Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος, μέ ἀφορμή τό νέο νομοθετικό καθεστώς γιά τήν ἀποτέφρωση νεκρῶν, σύμφωνα μέ τά ἄρθρα 48 καί 49 τοῦ Νόμου 4277/2014 «Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας – Αττικής και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. 156/1-8-2014, τ. Α΄), κατά τήν Συνεδρία Αὐτῆς τῆς 14ης μηνός Ὀκτωβρίου ἐ.ἔ., ἐπελήφθη καί τοῦ ζητήματος τούτου καί ἀπεφάσισε νά σᾶς ἐνημερώσει περί τῶν κανονικῶν συνεπειῶν ἀπό τήν ἀποτέφρωση τοῦ σώματος.
Μέ τά ἄρθρα 48 καί 49 τοῦ Νόμου 4277/2014 ὁ νομοθέτης δέν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις τοῦ νεκροῦ. Ἐάν ὁ θανών δέν εἶχε ἐκφρασθεῖ ἐν ζωῇ περί τῆς μετά θάνατον ἐπιθυμίας ταφῆς ἤ ἀποτεφρώσεως τοῦ σώματός του, ἡ ἀποτέφρωση δύναται νά λάβει χώρα μέ μόνη τή δήλωση τοῦ/τῆς συζύγου ἤ «συντρόφου», μετά τοῦ/τῆς ὁποίου/ας ἔχει συνάψει «σύμφωνο συμβίωσης», ἤ τή δήλωση τῶν συγγενῶν πρώτου ἤ δευτέρου βαθμοῦ.
Τοῦτο, κύημα τοῦ συγχρόνου μηδενιστικοῦ τρόπου ζωῆς καί τῆς τάσεως πρός ἀποθρησκευτικοποίηση κάθε πτυχῆς καί ἐκφάνσεως τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἐκ προοιμίου καταστρατήγηση τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων τοῦ κεκοιμημένου μέλους τῆς Ἐκκλησίας, ἔλλειψη σεβασμοῦ καί φροντίδος πρός τό ἀνθρώπινο σῶμα.
Ἡ Ἐκκλησία δέν δέχεται γιά τά μέλη Της τήν ἀποτέφρωση τοῦ σώματος, διότι τοῦτο εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α΄ Κορ. 6, 19), στοιχεῖο τῆς ὑποστάσεως τοῦ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου (Γεν. 1, 24), καί περιβάλλει αὐτό μέ σεβασμό καί τιμή ὡς ἔκφραση ἀγάπης πρός τό κεκοιμημένο μέλος Της καί ὡς ἐκδήλωση πίστεως στήν κοινή πάντων ἀνάσταση.
Κατόπιν τούτου, ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος ἀπεφάσισε νά ἐνημερώσει, στό πλαίσιο τῆς ἀγρύπνου ποιμαντικῆς φροντίδος Της, τό εὐσεβές Αὐτῆς πλήρωμα, κληρικούς καί λαϊκούς, γιά τίς ἀκόλουθες κανονικές συνέπειες τῆς ἀποτεφρώσεως τοῦ σώματος:
-Ἡ ἀποτέφρωση τοῦ σώματος δέν εἶναι σύμφωνη πρός τήν πράξη καί παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γιά θεολογικούς, κανονικούς καί ἀνθρωπολογικούς λόγους.
-Πρός ἀποφυγήν οἱασδήποτε θεολογικῆς, κανονικῆς καί ἀνθρωπολογικῆς ἐκτροπῆς, ἀπαραίτητος εἶναι ὁ σεβασμός τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων καί ἡ διακρίβωση τῆς οἰκείας βουλήσεως τοῦ κεκοιμημένου καί ὄχι ἡ βούληση ἤ ἡ δήλωση τῶν οἰκείων του.
-Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποδεδειγμένως οἰκειοθελῶς ἐδήλωσε τήν ἐπιθυμία περί καύσεως τοῦ σώματός του, δηλώνει τήν αὐτονόμησή του καί ὡς ἐκ τούτου δέν τελεῖται Νεκρώσιμος Ἀκολουθία καί Ἱερό Μνημόσυνο ὑπέρ αὐτοῦ.
Παρά ταῦτα, ἐπαφίεται στήν ποιμαντική σύνεση καί τήν διακριτική εὐχέρεια τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου ἡ τέλεση ἁπλῶς Τρισαγίου.
Ἐπί δέ τούτοις, κατασπαζόμενοι τήν ὑμετέραν Σεβασμιότητα ἐν Κυρίῳ, διατελοῦμεν μετ' ἀγάπης.
† Ὁ Ἀθηνῶν Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρόεδρος
† Ὁ Σταγῶν καί Μετεώρων Σεραφείμ
† Ὁ Περιστερίου Χρυσόστομος
† Ὁ Κεφαλληνίας Σπυρίδων
† Ὁ Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Ἀμβρόσιος
† Ὁ Τρίκκης καί Σταγῶν Ἀλέξιος
† Ὁ Καρπενησίου Νικόλαος
† Ὁ Λήμνου καί Ἁγίου Εὐστρατίου Ἱερόθεος
† Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως καί Πολυκάστρου Δημήτριος
† Ὁ Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας Παντελεήμων
† Ὁ Διδυμοτείχου, Ὀρεστιάδος καί Σουφλίου Δαμασκηνός
† Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης Ἀνδρέας
† Ὁ Ξάνθης καί Περιθεωρίου Παντελεήμων
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς
† Ὁ Μεθώνης Κλήμης
Πηγή: Θρησκευτικά
Ο Ο.Η.Ε, μέχρι και το 1982, όλα σχεδόν τα θέματα του «Δικαίου της Θάλασσας», τα είχε αποτυπώσει σε τέσσερις Συμβάσεις, οι οποίες είχαν τεθεί σε ισχύ σε διαφορετικούς χρόνους.
Το Δεκέμβριο του 1982, σε Συνδιάσκεψη στο Montego Bay της Jamaica, κατήρτισε σε ενιαίο κείμενο τη «Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας».
Η Σύμβαση, η οποία πραγματεύεται, τα δικαιώματα των κρατών χωρίς θάλασσα, την πειρατεία, τη ρύπανση, τις θαλάσσιες ζώνες, τα θεσμικά όργανα επίλυσης των διαφορών που προκύπτουν κ.α, τέθηκε σε ισχύ το Νοέμβριο του 1994. Η Ελλάδα, την επικύρωσε, τον Ιούνιο του 1995 με το Νόμο 2321, ενώ η Τουρκία δεν την έχει επικυρώσει.
Επειδή πολύς λόγος γίνεται στις μέρες μας για την ΑΟΖ, με αφορμή όσα συμβαίνουν στην Κύπρο, νομίζω ότι ο κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να γνωρίζει τουλάχιστον μερικά βασικά στοιχεία από το ισχύον Δίκαιο της Θάλασσας .
***
Από το Μέρος V (άρθρα 55 έως 75) της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, προκύπτουν τα εξής:
Ως Α.Ο.Ζ ορίζεται η πέραν των χωρικών υδάτων περιοχή, που εκτείνεται μέχρι, δυνητικά, την απόσταση των 200 ναυτικών μιλίων.
Σε αυτή, το παράκτιο κράτος έχει κυριαρχικά δικαιώματα (σ.σ και όχι πλήρη κυριαρχία όπως στα χωρικά ύδατα) που αποσκοπούν στη εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πόρων, ζωντανών ή μη, των υπερκείμενων του βυθού υδάτων, του θαλάσσιου βυθού και του υπέδαφός του.
Στην Α.Ο.Ζ, όλα τα κράτη απολαμβάνουν τις ελευθερίες της ναυσιπλοΐας και υπέρπτησης καθώς και τα δικαιώματα τοποθέτησης υποβρυχίων καλωδίων και αγωγών.
Τα νησιά, οι νησίδες και οι βραχονησίδες έχουν ΑΟΖ μόνο εφόσον μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή.
Κατά την άσκηση των δικαιωμάτων του για την ΑΟΖ, το Κράτος λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των άλλων όμορων Κρατών και η οριοθέτηση της ΑΟΖ πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας με αυτά.
Αν δεν επιτευχτεί συμφωνία, σε κάθε διαφορά που η παράταση της μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφαλείας, τα Κράτη προσφεύγουν στις προβλεπόμενες με ειρηνικά μέσα διαδικασίες που αναφέρονται:
Το άρθρο 33 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ αναφέρει :
«Σε κάθε διαφορά που η παράταση της μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφαλείας, τα ενδιαφερόμενα μέρη θα προσπαθούν πρώτα από όλα να λύσουν τη διαφορά τους με διαπραγματεύσεις, έρευνα, μεσολάβηση, συνδιαλλαγή, διαιτησία, δικαστικό διακανονισμό, προσφυγή σε τοπικούς οργανισμούς ή συμφωνίες ή με άλλα ειρηνικά μέσα της εκλογής τους.»
Από το Μέρος XV ‘’Επίλυση Διαφορών’’ (άρθρα 279 έως 299) της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας προβλέπονται τα εξής Δικαστήρια:
1. Το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας
Το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας εδρεύει στο Αμβούργο της Γερμανίας αλλά δύναται να συνεδριάζει και να ασκεί τα καθήκοντά του οπουδήποτε, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο.
Απαρτίζεται από 21 δικαστές που εκλέγονται από κατάλογο προτεινόμενων υποψηφίων των χωρών μελών του ΟΗΕ. Οι εκλέκτορες σύμφωνα με το καταστατικό θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι εκλεγόμενοι διεθνείς δικαστές να χαίρουν υψηλής φήμης, εντιμότητας, ακεραιότητας και γνώσεων περί του Δικαίου θαλάσσης και να αντιπροσωπεύουν κατά το δυνατόν τα κυριότερα παγκόσμια νομικά συστήματα καθώς και τη δίκαιη γεωγραφική κατανομή εκ της καταγωγής τους. Η θητεία των δικαστών είναι 9ετής και ανανεώσιμη. Τα καθήκοντά τους είναι ασυμβίβαστα με οποιαδήποτε πολιτικά ή διοικητικά καθήκοντα ή συναφείς εργασίες εξερεύνησης, εκμετάλλευσης στη θάλασσα.
2. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης
Το Διεθνές Δικαστήριο της Δικαιοσύνης ή Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπως είναι πιο γνωστό από την έδρα του, δεν αποτελεί αυτοτελή οργανισμό, επειδή είναι το κύριο δικαστικό όργανο του ΟΗΕ και το καταστατικό του αποτελεί τμήμα του Καταστατικού του ΟΗΕ.
Συγκροτείται από 15 δικαστές που εκλέγονται για 9 έτη από το Συμβούλιο Ασφαλείας και τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Κάθε 3 έτη ανανεώνεται το 1/3 των δικαστών. Οι δικαστές εκλέγονται για 9 έτη με βάση τα προσόντα τους και όχι την εθνικότητά τους, αποκλειόμενης μόνο της περίπτωσης εκλογής δύο δικαστών της ίδιας εθνικότητας. Επίσης δεν επιτρέπεται κατά τη θητεία τους να ασκούν παράλληλα άλλη επαγγελματική δραστηριότητα.
Για να εισέλθει ένα θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο πρέπει όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη να συμφωνούν για την παραπομπή της διαφοράς τους σ’ αυτό. Οι εκδιδόμενες αποφάσεις λαμβάνονται μυστικά και κατά πλειοψηφία και είναι υποχρεωτικές, ενώ αντίθετα οι γνωμοδοτήσεις δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα.
3. Το Διαιτητικό Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας
Ο τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας του Διαιτητικού Δικαστηρίου, περιγράφεται αναλυτικά στο παράρτημα VII (άρθρα 1-13) της Σύμβασης και αφορά ακόμη και χώρες που δεν την έχουν υπογράψει ( όπως η Τουρκία ). Σύμφωνα με το παράρτημα ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ καταρτίζει και τηρεί κατάλογο διαιτητών. Κάθε κράτος μέλος της σύμβασης ορίζει σε τακτά χρονικά διαστήματα 4 διαιτητές που περιλαμβάνονται στον συνολικό κατάλογο Πρόκειται για επιστήμονες, καθηγητές και νομικούς με πείρα στα θέματα οι οποίοι πρέπει να χαίρουν φήμης για την αμεροληψία τους.
4. Το Ειδικό Διαιτητικό Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας
Ο τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας του Ειδικού Διαιτητικού Δικαστηρίου, περιγράφεται αναλυτικά στο παράρτημα VIII (άρθρα 1-5) της Σύμβασης. Ασχολείται με συγκεκριμένα-ειδικά θέματα (σ.σ όχι την ΑΟΖ), όπως η αλιεία, η προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος, η επιστημονική έρευνα και η ναυσιπλοΐα.
Αλεξανδρούπολη Οκτώβριος 2014
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Υποναύαρχος Λ.Σ(ε.α)
Ο νέος Μητροπολίτης Βαγδάτης και Κουβέιτ, κ. Ghattas Hazim, συνειδητοποιεί ότι η θέση που του ανετέθη από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αντιοχείας, στην οποία προεξάρχει ο Πατριάρχης Ιωάννης Ι΄ Yazigi, δεν είναι εύκολη.
Ο κ. Χαζίμ αναγνωρίζει ότι η αποστολή του θα μπορούσε να πάρει θρυλική διάσταση, και ότι απαιτείται μεγάλη προσπάθεια για να επουλωθούν οι πληγές των Χριστιανών στην αραβική περιφέρεια, ιδιαίτερα στη Βαγδάτη και στο υπόλοιπο Ιράκ. Η αποστολή αυτή ξεκινά ήδη από το 1991, κατά τη διάρκεια της εισβολής του Σαντάμ Χουσεΐν στο Κουβέιτ, και συνεχίζεται έως σήμερα με διάφορες μορφές. Η αποστολή συνίσταται στην παροχή κατάλληλων συνθηκών για την ασφάλεια των Χριστιανών στον τόπο τους και τη συνέχιση της παρουσίας τους, ιδιαίτερα της Ορθόδοξης παρουσία στη Μεσοποταμία.
Ο κ. Χαζίμ κατάγεται από την πόλη Mhardeh στην επαρχία της Χάμα της Συρίας, η οποία είναι και η πατρίδα άνω των 20 χιλιάδων Χριστιανών. Είναι ο ανιψιός του αείμνηστου Πατριάρχου Αντιοχείας Ιγνατίου Δ΄ και κανονικά επρόκειτο να εγκατασταθεί στην επισκοπή του πριν από το τέλος του έτους, από τον Πατριάρχη που τον διόρισε στη θέση αυτή, με τη δικαιοδοσία και της ορθόδοξης επισκοπής του Κουβέιτ.
Ο κ. Χαζίμ τόνισε την ανάγκη να μην αφεθούν ο Χριστιανοί του Ιράκ να αισθάνονται μόνοι. Περιέγραψε τους ιερείς των εκεί ενοριών ως ήρωες και αληθινούς μαχητές, μιας και ουδέποτε εγκατέλειψαν τους Ορθόδοξους κατοίκους, αλλά νοιάζονταν γι’ αυτούς και επεδίωκαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους, παρά τις αντίξοες συνθήκες.
Ο κ. Χαζίμ αποκάλυψε στην «Ασ-Σαφίρ» συγκλονιστικά στοιχεία για την ορθόδοξη παρουσία στο Ιράκ. Μόνον 30 από τις 600 οικογένειες έχουν παραμείνει στην Βαγδάτη, ενώ οι υπόλοιποι εκτοπίστηκαν μετά την εισβολή στο Κουβέιτ, και στη Μοσούλη υπάρχουν λιγότερες από 10 οικογένειες.
Στη Βασόρα όλες οι Ορθόδοξες οικογένειες έχουν εκτοπιστεί, έπειτα από τις σφαγές που έγιναν στα μέλη τους και τις απειλές που δέχθηκαν. Στην πραγματικότητα, το 90% των Ορθοδόξων Χριστιανών του Ιράκ έχουν φύγει εξαιτίας του χάους και της έλλειψης ασφάλειας που επικρατεί στη χώρα, σε όλο το χρονικό διάστημα της τελευταίας γενιάς.
Ο κ. Χαζίμ ελπίζει ότι η Ερμπίλ, στην κουρδική περιφέρεια του Ιράκ, θα μπορούσε να γίνει ένα καταφύγιο για τους Χριστιανούς, καθώς φαίνεται ως μια πολλά υποσχόμενη περιφέρεια λόγω του μεγέθους των οικονομικών και εμπορικών επενδύσεων που πραγματοποιούνται εκεί. Αλλά και το ότι «καλωσορίζει όλους τους γιούς μας που μετακινούνται σ’ αυτήν από το Ιράκ, τη Συρία και το Λίβανο», όπως δηλώνει ο Χαζίμ.
Ο κ. Χαζίμ λέει πως «το Ορθόδοξο δόγμα αναγνωρίζεται από την ιρακινή νομοθεσία και το σύνταγμα. Η κατάστασή μας είναι ίδια με αυτή στο Λίβανο και στη Συρία. Έχουμε δύο Εκκλησίες, ένα Σχολείο, που θεωρείται από τα εξέχοντα σχολεία της Βαγδάτης, Οίκο Ευγηρίας, Ορφανοτροφείο, και ένα κέντρο για αθλητικές, πολιτιστικές και μορφωτικές δραστηριότητες».
Και συνέχισε: «είναι δύσκολο να μιλήσω εκ του μακρόθεν για την επικρατούσα κατάσταση. Μόλις φθάσω εκεί και εξετάσω την πραγματική κατάσταση θα είμαι σε θέση να θέσω τις στρατηγικές μας και να προσδιορίσω τις προτεραιότητες που θα εξυπηρετήσουν τους ανθρώπους και τις ενορίες μας, για να τους βοηθήσω να παραμείνουν στην πατρίδα τους. Η επιστροφή, όσων έχουν εκτοπιστεί, στις οικίες τους εξαρτάται από την πολιτική κατάσταση και την αίσθημα ασφάλειας. Δεν μπορούμε να παροτρύνουμε κάποιον να επιστρέψει σε συνθήκες εξελισσόμενου πολέμου σε διάφορες περιοχές του Ιράκ».
Σχετικά με το ερώτημα εάν η Δύση συμβάλλει στην εκκένωση του Ιράκ από τους Χριστιανούς λόγω των διευκολύνσεων που τους παρέχει, ο κ. Χαζίμ είπε: «Δεν είναι αλήθεια ότι η Δύση διευκολύνει την μετανάστευση των Χριστιανών. Γνωρίζω πολλούς Χριστιανούς, και Ορθοδόξους ιδιαίτερα, που πήγαν σε πρεσβείες και δεν πήραν βίζα. Άλλοι κατέφυγαν στα Ηνωμένα Έθνη και άλλους διεθνείς οργανισμούς με σκοπό να μεταναστεύσουν και ούτε αυτό προχώρησε».
Ο κ. Χαζίμ πιστεύει ότι οι Χριστιανοί σφαγιάζονται στο Ιράκ και η Δύση δεν σηκώνει το δακτυλάκι της για να τους προστατεύσει. Ό,τι έκανε η Γαλλία ήταν απλά «από υποχρέωση». Ο ανησυχίες του κ. Χαζίμ δεν περιορίζονται στην πιθανότητα αρνητικών εξελίξεων στην παρουσία των Χριστιανών στο Ιράκ. Ο φόβος του επεκτείνεται για ανάλογες εξελίξεις σε όλη την αραβική περιφέρεια.
Μας είπε πώς ανησυχεί για τον πολιτισμό της Μεσοποταμίας και του Ευφράτη: «Εμείς έχουμε μια ισχυρή κληρονομιά, πριν και από τον Χριστιανισμό και κατά τη διάρκεια του Χριστιανισμού και του Ισλάμ. Αυτή η κληρονομιά είναι σε κίνδυνο και εμείς το βλέπουμε μέσα και από τις παραβιάσεις που γίνονται στους Ναούς και σε άλλους χώρους λατρείας. Φοβόμαστε για την κουλτούρα της αποδοχής και της συνύπαρξης επειδή είναι επίσης σε κίνδυνο.
»Δεν πιστεύω ότι η διαίρεση είναι η ορθή οδός της σκέψης, καθώς και το Ισλάμ βρίσκεται σε κίνδυνο. Δεν πιστεύω ότι η σημερινή εκστρατεία είναι μόνον ενάντια στους Χριστιανούς το Ισλάμ είναι μια αποκλίνουσα θρησκεία που επίσης απειλείται». Ο κ. Χαζίμ παρ’ όλους τους κινδύνους προτρέπει να μην επικρατήσει πανικός.
«Είμαστε βασικό συστατικό του πολιτισμού της περιοχής. Απειλούνται Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, όλων των κλάδων Θα μεταφέρω το λόγο του Θεού στο ποίμνιό μου στη Βαγδάτη και στο Κουβέιτ: Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον, μετά σου γαρ ειμί. ει εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσιν. Δεν θα φοβηθούμε, επειδή δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Θα μείνουμε, όσο η πίστη παραμένει και όσο ο Θεός μας υπάρχει θα εξακολουθούμε να είμαστε παρόντες».
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «As-Safir» του Λιβάνου (18.10.14)
Αναδημοσίευση στα αγγλικά στο «al-monitor», 21.10.14,
Απόδοση στα ελληνικά: Σωτήρης Δημόπουλος
Ίσως θεωρηθεί κοινοτυπία ή και από άλλη μια φωνή, επισήμανση ότι βιώνουμε ως κοινωνία μια πολύπλευρης μορφής κρίσης. Και από πολλούς υπερτονίζεται και όχι άδικα η οικονομική άποψη αυτής της κρίσης με τις εξ’ αυτής άμεσες συνέπειες στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Είναι, όμως, εξίσου παραδεκτό ως κανόνας της ιστορικής διαδρομής ότι οι άνθρωποι και οι κοινωνίες χάνουν την περπατησιά τους τότε και μόνον, όταν κλονίζονται οι παραδεδομένες και παραδεδεγμένες αρχές, αξίες, ιδανικά.
Αρχές ως αξιακός κώδικας του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας με τις οποίες γαλουχήθηκαν, τράφηκαν, και ανατράφηκαν στο διάβα των χρόνων. Με τέτοιους ηθικούς κλονισμούς όλα μα όλα απειλούνται. Μαζί και εκ τω πρώτων ο ιερός θεσμός της οικογένειας, που στη χριστιανική αντίληψη και πίστη ταυτίζεται με την «κατ’ οίκον εκκλησία».
Έμπειροι κοινωνικοί παρατηρητές διαπιστώνουν ως επικρεμάμενη απειλή για την σύγχρονη ζωή και στον τόπο μας, τη διάρρηξη του συνεκτικού δεσμού στον τρόπο συγκρότησης και των σχέσεων των μελών του βασικού αυτού κοινωνικού κυττάρου. Και δεν είναι μπορετό να σχηματοποιηθούν εν είδη καταλόγου τα αίτια του κλονισμού του θεσμού της οικογένειας όπως καταδεικνύεται από τα στατιστικά στοιχεία των κατά τόπους αρμοδίων πηγών για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης που τρομάζει και ως προς το μέγεθος του αριθμού των διαζευκτηρίων και ακόμη περισσότερο εκπλήσσει ως προς τα χρονικά όρια – τα τόσο μικρά ενίοτε – οριστικής διακοπής της εγγάμου συμβιώσεως.
Δεν έχει ωσαύτως αποτελεσματικότητα η παράθεση ως άλλης μορφής συνταγών, υποδείξεων και νουθεσιών για την διάδοση ενός πολλαπλώς κλονιζόμενου γάμου, πολύ περισσότερο σε καιρούς και χρόνους σαν τους σημερινούς που πολλοί από εμάς, και μην καταφεύγουμε στην εύκολη λύση να φορτώσουμε «όλα τα στραβά και ανάποδα» στους νέους – ακόμη και θεωρούμενοι σοβαροί οικογενειάρχες τείνουμε «ευήκοον ους», προβάλλοντες χίλιες δύο δικαιολογίες, στις ξενόφερτες σειρήνες του συρμού που μας ζαλίζουν τα μυαλά με «συμβιώσεις», «συντροφικότητες κοινής ζωής και διαχείρισης», «συμβόλαια έγγαμης συμβίωσης ορισμένου ή αορίστου χρόνου» και άλλα παρόμοια, γιατί ο κόσμος λέει προχωράει, πάει μπροστά, προοδεύει…
Αλήθεια ο κόσμος προχωράει, αλλά μήπως κάτι τέτοιοι βηματισμοί είναι κατρακύλισμα στου «κακού τη σκάλα» για εμάς τους ίδιους και για τις νέες ζωές που έρχονται;
Έναντι σε όλες αυτές τις «μοντέρνες» αντιλήψεις που διεκδικούν δικαιώματα επαναπροσδιορισμού αρχών και αξιών στον τρόπο λειτουργίας της έγγαμης ζωής, δικαιωμένης στην πορεία των αιώνων προβάλλει η Ορθόδοξη πίστη για τον γάμο «ως Μυστήριο μέγα»! Ως μια «κοινωνία προσώπων» αλληλοσυμπληρουμένων, που συνοδοιπορούν πνευματικά και συναγωνιούν με τελικό σκοπό την εν Χριστώ ηθική τους τελείωση.
Διερμηνεύων σχετική διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, σοφολογιότατος Ιεράρχης της Ελλαδικής Εκκλησίας, ο Μητροπολίτης Γόρτυνας και Μεγαλουπόλεως κ. Ιερεμίας σημειώνει: «Εκεί τελικά πρέπει να καταλήγει η αγάπη των συζύγων. Στην αγάπη του Θεού, γιατί ο σκοπός του γάμου είναι σωτηριολογικός. Ο ένας να βοηθάει τον άλλον για τη σωτηρία του». Πόσο ωραίο είναι αυτό που έλεγε κάποια κυρία στην προσευχή της με τον σύζυγό της «κάνε μας, Χριστέ, αγαπώντας ο ένας τον άλλο να αγαπάμε εσένα τον ίδιο»!!!
Άρρηκτος σύνδεσμος αυτή η αγάπη προς το Θεό και η εν αγάπη αλληλοπαραχώρηση και αλληλοκατανόηση ενόψει των όποιων – και είναι πάρα πολλές στον έγγαμο βίο – δυσκολιών. Το ζευγάρι προέρχεται – πρέπει να προσέρχεται προετοιμασμένο ψυχικά, ηθικά, πνευματικά στον νέο κόσμο και στις νέες ευθύνες που αναλαμβάνουν με την ομόψυχη απόφασή τους για κοινή πορεία στη ζωή. Τη δική τους και των παιδιών που η αγάπη του Θεού τους χαρίζει. Μια πορεία που από εμπνευσμένους Πατέρες έχει δικαίως χαρακτηριστεί «Σταυροαναστάσιμη».
Δυσκολίες, προβλήματα, αγωνίες, αγώνες και ιδρώτας για να αντιμετωπιστούν «… οι μέριμνες οι βιοτικές», τα πολυποίκιλα προβλήματα που μερικές φορές φαντάζουν πως ξεπερνούν τις δυνατότητές μας.
Είναι αλήθεια αυτό. Είναι όμως εξ’ ίσου αληθές ότι με τη δύναμη της μεταξύ των συζύγων αγάπης, την εμπιστοσύνη και την αλληλοκατανόηση, την υποχωρητικότητα εν υπομονή, την πίστη και ελπίδα στην φιλανθρωπία του Θεού για «τους εκζητούντας Αυτόν» τα όποια προβλήματα βρίσκουν σταδιακά την «ευκταία» επίλυσή τους και εκείνο που τώρα φαίνεται σταυρός δυσβάστακτος μετά από λίγο, αύριο ίσως, είναι η σωτήρια Ανάσταση της οικογένειας και των μελών της. Ας έχουμε ζωντανά στη σκέψη μας και στην καρδιά μας το λόγο του ποιητή.
«Χαρά σ’ αυτόν που στήριξε στη πίστη επάνω την ελπίδα.
Τον είδα στη ζωή να μάχεται, μα πάντα ανίκητο τον είδα».
Το καράβι οικογένεια ευχή να είναι καλοτάξιδο. Να του μέλλεται να πλέει πάντα σε ήρεμες θάλασσες και ασφαλή λιμάνια. Στο ανθρώπινο
ταξίδι της οικογένειας θα ’ρθουν θαλασσοταραχές και ενάντιοι άνεμοι που θ’ απειλήσουν με καταποντισμό το ευλογημένο αυτό πλεούμενο.
Εκείνες τις ώρες της δοκιμασίας και τω ταλαντεύσεων αναδύονται οι αρετές και η σωστική παρουσία του καπετάνιου και της καπετάνισσας της οικογένειας. Το πνεύμα αυτοθυσίας, η προς αλλήλους ανοχή, η πίστη στην ιερή αποστολή.
Ιερή αποστολή να αναδειχθεί η οικογένεια το στέρεο αγκωνάρι της κοινωνίας, το πολύκαρπο και καλλίκαρπο χωράφι, η «μία» έστω οικογένεια που θα είναι σηματοδότης και θα μπορεί να δώσει «νόημα» και σκοπό στην «ύπαρξη των πολλών».
Και αν οι καιροί μοιάζουν δύσκολοι, κι αν πολλές από τις αξίες μας, στην κορυφή η οικογένεια ως δομική αξία και φαροδείκτης του Ελληνισμού και της Ρωμηοσύνης φαίνεται ότι απειλούνται ή ράγισαν πάντα κάτι μας μένει «άπαρτο κάστρο», «μια στάλα» ζωωδότρα.
Μας το διαμηνύει ο εθνικός μας ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς, που καθώς πάνε 71 χρόνια από τότε (27 Φεβρουαρίου 1943) που έφυγε σωματικά από κοντά μας, στέκει ως μεγάλος Διδάχος του Γένους πάντα δίπλα μας:
«Καρδιά, γνώμη, νους, τούτα και τα άλλα,
Το χρυσό μυρογιάλι ραγίσει,
Κι όλα πάνε σου μένει μια στάλα,
Του Χριστού και της Μάνας σου η πίστη»!
Για την ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ουδένα ίσως άλλο πάθος έχει τόση δύναμη και ουδένα άλλο ριζώνει τόσο βαθιά στην ψυχή τού ανθρώπου όσο το πάθος του πλουτισμού που τις περισσότερες φορές εμφανίζεται ως δίδυμο με αυτό της φιληδονίας.
Πρόκειται όντως περί ισχυροτάτου πειρασμού, αφού αρκετές φορές ο Χριστός και ολόκληρη η γραφή κάνουν λόγο για την αρνητική δύναμη και έλξη τού πλούτου. Την δύναμη που τελικώς οδηγεί τον άνθρωπο στην απώλεια. Αυτό δηλ. που βλέπουμε στην ευαγγελική περικοπή τής παραβολής του πλουσίου και του Λαζάρου. Μια παραβολή πολύ χαρακτηριστική την οποία όλοι μας έχουμε ακούσει αρκετές φορές, αλλά σε οποιαδήποτε οικονομική κατάσταση κι αν βρισκόμαστε αρνούμαστε να αποδεχθούμε την πραγματικότητα.
Την πραγματικότητα ότι ο πλούτος, η σπατάλη και η περιφρόνηση προς τις ανάγκες των αδελφών ευτελίζουν την ανθρωπίνη προσωπικότητα, αποσαθρώνουν τον κοινωνικό ιστό και τελικώς κάνουν τον άνθρωπο, ιδίως τον πλούσιο να χάνει τον προορισμό του.
Αλλά χρειάζεται να σταθούμε για λίγο. Να σταθούμε και να μελετήσουμε γιατί συμβαίνει αυτό. Γιατί δηλ. ο άνθρωπος σε οποιαδήποτε εποχή κι αν ζει και σε οποιοδήποτε γεωγραφικό στίγμα κι αν βρίσκεται, τελικώς κινδυνεύει να κολλήσει στον πλούτο με όλα του τα παρελκόμενα.
Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει τον άνθρωπο να προσκολλάται σε τέτοιο βαθμό επάνω στο άψυχο χρήμα και στην καλοπέραση; Δοθέντος ότι εάν λείπει το πρώτο, απουσιάζει θέλοντας και μη και το δεύτερο. Οι λόγοι είναι πολλοί και προσεγγίζουν τον καθένα. Και πρώτα απ' όλα. Από μόνος του και με τις πτωχές του δυνάμεις ο άνθρωπος αισθάνεται πάντοτε ένα φόβο. Φόβο, τόσο για το παρόν, όσο και για το μέλλον που ανοίγει ή που νομίζει ότι ανοίγει εμπρός του. Αυτός λοιπόν ο φόβος τον οδηγεί στην ανάγκη να πιαστεί από κάπου.
Από κάπου όπου θα εξασφαλίζει την σταθερότητα όντας το ίδιο σταθερό και αμετάπτωτο. Και απ' εδώ ξεκινά η αρχή της πλάνης. Από του σημείου αυτού η αράχνη τού πλούτου τυλίγει τον ιστό της γύρω από την ύπαρξη που μαγνητίστηκε και αυτοεγκλωβίστηκε στο λάγνο βλέμμα τής αισχρής χρηματικής περιουσίας.
Αλλά ενός κακού δοθέντος, μύρια έπονται. Επειδή η καρδιά είναι αδύνατον να ζει και να βιώνει τον κατακερματισμό μέσα από παράλληλες αγάπες, ο φόβος, που δίχως να το κατανοεί και ο ίδιος ο προσβαλλόμενος, προϊόντος του χρόνου μεταβάλλεται σε “αγάπη”, δηλ. σε “αλκοολίκι τού χρήματος” και του παράλογου πλουτισμού. Όμως, λόγω του ότι ο πλούτος ξεγλιστρά μέσα από τα χέρια τού κατέχοντος αυτόν, ευκολότερα απ' ότι διαφεύγει το χέλι, τώρα περνά ο άνθρωπος σ' ένα άλλο επίπεδο που τον ρίχνει σε σκοτεινότερο βάραθρο. Στον ταυτόχρονο φόβο και αγάπη τής περιουσίας του. Όσο περισσότερο αγκιστρώνεται επάνω της και την περιπτύσσει με την αγάπη του, τόσο περισσότερο βαθαίνει ο φόβος μέσα του μήπως και τυχόν χαθεί αυτός ο πλουτισμός. Αλλά το σημείο τούτο είναι που φέρει και τον πλήρη σκοτισμό τού νοός. Η δε καρδιά περνά σε μια παρά φύσιν αγάπη του φευγαλέου χρήματος και η βούληση σέρνει τον πλεγματικό άνθρωπο σε αντικρουόμενες καταστάσεις. Στο να καταπατά κάθε ιερό και όσιο για την αύξηση της περιουσίας σε κινητά και ακίνητα, ταυτοχρόνως δε τον προωθεί σε ακατάσχετη διασκέδαση και σε ακόρεστη απόλαυση αφού όπως βλέπει, ο χρόνος περνά (ο χρόνος είναι χρήμα) και φεύγει σαν το τρεχούμενο νερό. Επομένως, αφού δεν γνωρίζει εάν και αύριο θα ζει ώστε να “απολαύσει”, να οργιάσει και να αποκτήσει ακόμα περισσότερα, φαντάζεται κανείς, ή μάλλον είναι αδύνατον να φανταστεί το ψυχικό δράμα τού ανθρώπου αυτού.
Σε αυτή λοιπόν την κατάσταση, βρίσκεται και ο πλούσιος που μας περιγράφει η ευαγγελική παραβολή.
Βεβαίως, για τα θύματα αυτά του πλουτισμού δεν υπάρχει κάποιος φραγμός. Οι δυστυχισμένοι που όχι μόνο κείτονται “προς τον πυλώνα αυτού”, οι “Λάζαροι” δηλ. που “επιθυμούν χορτασθήναι από των ψιχίων τών πιπτόντων από της τραπέζης”, ίσως βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από άλλους ταλαίπωρους. Από αυτά δηλ. τα πτώματα που ποδοπατήθηκαν για να ανέλθουν αυτοί οι “επιτυχημένοι”. Οι έχοντες “κοινωνική επιφάνεια” και αποθεματικά κεφάλαια, οι πλούσιοι και βεβαίως βεβαίως (οι κατά κόσμον) ευυπόληπτοι πολίτες.
Αλλά σε αυτή την κατάσταση όταν φθάσει ο πλούσιος “άνθρωπος”, εάν θέλει να είναι συνεπής θεράπων του χρήματος, δεν μπορεί να σταματήσει. Υποχρεωτικώς θα περάσει και σε άλλη “κλίμακα” οικονομικής στρατηγικής και ιδίως συμπεριφοράς. Αν ανοίξουμε έστω και για ελάχιστα τούτο το σκοτεινό παραπέτασμα, θα αντικρίσουμε αυτούς που στα χέρια τους κρατούν το παγκόσμιο κεφάλαιο. Μπροστά δε σε αυτούς που έχουν κατορθώσει να ξεριζώσουν την καρδιά τους και στην θέση της να μεταμοσχεύσουν τα διεθνή χρηματιστήρια, οι “πλούσιοι” της κάθε κοινωνικής ομάδας και της κάθε εποχής, δεν είναι παρά τα πειθήνια όργανα και οι μαριονέτες στα χέρια των μεγάλων κυρίων. Αναγκαία δε προϋπόθεση για να ανήκει κανείς στο club των πλουσίων είναι η ευπειθής συμπεριφορά προς τα μεγάλα αφεντικά, ό εστί μεθερμηνευόμενον η γλοιώδης συμπεριφορά με την ισόβια κάμψη τής σπονδυλικής στήλης (ως η συγκύπτουσα του ευαγγελίου) και φυσικά η υπακοή έως θανάτου, αφού... “υπάρχουν και τα ατυχήματα”...
Εδώ φυσικά δεν μπορεί να σταθεί ούτε πίστη στον Θεό, ούτε ιδανικά, ούτε καν ευρωπαϊκός ανθρωπισμός. Τίποτε απολύτως δεν συγκινούν τα χρηματιστηριακά σπλάχνα των ανθρώπων που ως υπηρέτες τού μαμωνά χρησιμοποιούν κάποιες φορές εκφράσεις περί πτωχείας και ανθρωπιστικών αναγκών που δε συγκινούν παρά μόνον τους αφελείς. Και αφελείς υπάρχουν σε όλους τους χώρους. Ίσως δε οι περισσότερο αφελείς να είναι αυτοί που στον χώρο της εκκλησίας πιστεύουν ότι είναι ποτέ δυνατόν να συνυπάρξουν Χριστός και μαμωνάς.
Όσον αφορά τώρα τις συναντήσεις και τις κομψές συζητήσεις των μεγιστάνων του πλούτου που διαθέτουν ακόμα και “τράπεζες του Αγίου Πνεύματος” με ψηφοθήρες ποικίλων αποχρώσεων, που ουδέποτε φυσικά αισθάνθηκαν την βάσανο της πείνας, συζητήσεις περί αγώνων “ενάντια στη φτώχεια”, περί “αξιοπρέπειας των ανθρώπων” και περί “δομικής αιτίας της φτώχειας, που είναι η άνιση διανομή τού εισοδήματος και η “ασυδοσία των χρηματοπιστωτικών αγορών”, αυτά δεν είναι παρά καλοστημένες θεατρικές παραστάσεις.
Παραστάσεις που επί της ουσίας αναπαράγουν σε διαφορετικά σκηνικά τα ίδια και απαράλλακτα κοινωνικά δράματα, αφού επιτέλους κανένας από τους συνομιλητές αυτούς δεν αποδέχεται τον Χριστό και άρα εκ των πραγμάτων αδυνατούν να βοηθήσουν τον άνθρωπο. Τον πτωχό Λάζαρο της εποχής μας, ο οποίος γεμάτος πληγές και φρικτά παραπεταμένος στέκει έξω από την πόρτα των θεσμοποιημένων αρχών και των πυλώνων της εξουσίας, προσμένοντας κάποια ψίχουλα ή την “μεγάλη παρηγοριά, την ανακούφιση του θανάτου”, όπως συγκλονιστικά καταγράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς και με κομμένη την ανάσα παρακολουθούμε.
“Οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού”.
Αλλά υφίσταται και μεγαλύτερο δράμα. Ποιό είναι αυτό; Ότι οι άνθρωποι, πλούσιοι και πτωχοί δεν θέλουν να εννοήσουν ότι η πραγματικότητα δεν σταματά μπροστά στον θάνατο.
Η δεύτερη πράξη της παραβολής, που μας μεταφέρει στο “μετά ταύτα...”, αποκαλύπτει την όλη πραγματικότητα. Τόσο την θετική του Λαζάρου, όσο και την αρνητική τού άσπλαγχνου πλούσιου.
Βεβαίως, ο Λάζαρος δεν βρέθηκε “εις τον κόλπον του Αβραάμ” διότι απλώς ήταν πτωχός, αλλά διότι γνώριζε να “διαχειρίζεται” τη δυστυχία του, υπομένοντας και προσκαρτερώντας. Φαίνεται πως η συντροφιά που του κρατούσαν οι σκύλοι (για ν' αποδειχθεί ότι κάποιες φορές τα ζώα έχουν περισσότερο ανθρωπισμό από τα κτήνη – ανθρώπους), τον βοηθούσε ώστε να φιλοσοφήσει την αλήθεια και να δει την ζωή στις σωστές της διαστάσεις, καλλιεργώντας δια της υπομονής την ελπίδα. Αντιθέτως, ο πλούσιος μέσα στο πολύπλευρο άγχος του και στην τρέλα που τον περικύκλωνε, τόσο στο να μη χάσει αλλά και να αυξήσει τον άψυχο εραστή του, όσο και στο να απολαύσει τις ηδονές τής σαρκός, είχε ξεχάσει πως ήταν κι αυτός άνθρωπος ομοιοπαθής προς τους άλλους ανθρώπους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να κλείνει ερμητικά τα αυτιά του στο κήρυγμα περί της άλλης ζωής που αναμένει τον καθένα μας. Και τούτο διότι ο ήχος τού χρυσού, η θέα τού ευρώ και των δολλαρίων αλλά και οποιασδήποτε άλλης χρηματικής μονάδας, εξουδετερώνει όχι μόνο τον ισχνόφωνο Μωυσή, αλλά φράσσει με το βουλοκέρι τού διαβόλου τα ώτα στα κηρύγματα των σαλπιστών του Πνεύματος. Στους προφήτες, στους αποστόλους και γενικώς στους αγίους και τους κήρυκες της κάθε εποχής και του κάθε τόπου, δοθέντος ότι ερχόμενος ο Χριστός στην ύπαρξη που αποδέχεται το κάλεσμά του, από τα πρώτα που φυγαδεύει είναι ο κερδώος Ερμής, μαζί με την πλανεύτρα Αφροδίτη.
Εάν όμως παρ' ελπίδα ο άνθρωπος αντί του Χριστού και της αγάπης των πτωχών αδελφών, επιμένει να συναυλίζεται στα κέντρα του μαμμωνά, ευφραινόμενος καθ' ημέραν λαμπρώς, τότε δεν έχει παρά να κάνει λίγη υπομονή. Λίγη υπομονή, και μετά βεβαιότητος θα έλθει η ώρα που θα διαπιστώσει την αξία όχι μόνο των χρηματιστηριακών, αλλά και των υπαρξιακών μετοχών στις οποίες είχε επενδύσει την όλη του ζωή.
Τότε όμως θα ακούσει την τελική φωνή που δυστυχώς παγιώνει και την κατάσταση στον χώρο της αιωνιότητος: “τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου. Νυν δε οδυνάσαι”. Αμήν.
Πηγή: Θρησκευτικά
Όσοι ἔζησαν τὰ γεγονότα τῆς ἑλληνικῆς ἐποποιίας στὰ ἀλβανικὰ βουνά, μοιραίως συγκρίνουν τοὺς ἡγέτες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μὲ τοὺς σημερινούς, καθὼς καὶ τὴ σημερινὴ γενεὰ μὲ ἐκείνη τοῦ 1940. Ὁ Ἕλλην Κυβερνήτης Ἰωάννης Μεταξὰς ἐσχημάτισε κυβέρνηση κατόπιν ψήφου ἀνοχῆς τῆς πλειοψηφίας τῆς Βουλῆς. Τὴν 3η ὅμως Αὐγούστου 1940 ἔλαβε τὴν ἄδεια τοῦ Βασιλέως Γεωργίου νὰ ἀναστείλει τὶς ἐργασίες τοῦ Κοινοβουλίου καὶ τὶς συνταγματικὲς διατάξεις περὶ ἀτομικῶν δικαιωμάτων τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν. Ὑποστηρίζεται ὅτι ἡ ἐνέργειά του αὐτὴ ὑπηγορεύθη ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ Κυβέρνηση, διαβλέπουσα τὸν ἐπικείμενο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καὶ ἐπιθυμοῦσα νὰ ἐξασφαλίσει πολιτικὴ σταθερότητα στὴν Ἑλλάδα, ὥστε νὰ μὴν ἐμφανισθοῦν τὰ φαινόμενα τοῦ διχασμοῦ, τὰ ὁποῖα εἶχαν ἐμφανισθεῖ κατὰ τὸν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Γενικῶς, οἱ ἠγέτες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης δὲν εἶχαν τὴν ἐλαφρότητα ὁρισμένων σημερινῶν ἡγετῶν, διότι οὐδεὶς ἐξ ἐκείνων θὰ ...
ἐμφανιζόταν ἔχοντας στοὺς ὤμους του τὸν υἱὸ τῆς φίλης του, ὅπως ἔπραξε ὁ κ. Σαρκοζὶ στὴν Αἴγυπτο, ἢ θὰ ὁδηγοῦσε μοτοσακὸ μὲ στολὴ μοτοσυκλετιστοὺ γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν ἐρωμένη του, ὅπως ἔπραξε ὁ σημερινὸς Γάλλος Πρόεδρος κ. Ὀλάν.
Ἐξάλλου, ἡ γενιά τοῦ 1940 διαπνεόταν ἀπὸ ἐθνικὰ ἰδεώδη καὶ ἔθετε ὑπεράνω ὅλων το καθῆκον της πρὸς τὴν πατρίδα. Οἱ σημερινοὶ νέοι διαβρωμένοι ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ προπαγάνδα τῶν ΜΜΕ, φαίνονται μὴ ἐμφορούμενοι ἀπὸ ἐθνικὰ ἰδανικὰ καὶ ἐπηρεαζόμενοι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῶν συγχρόνων ἀπάτριδων διεθνιστῶν.
Δὲν εἶναι τυχαίο το γεγονὸς ὅτι οἱ περισσότεροι νέοι φροντίζουν νὰ ὑπηρετήσουν ὀλιγοτερο τὴν πατρίδα καὶ νὰ μὴν ἀπομακρύνονται τοῦ οἰκιακοῦ περιβάλλοντός τους. Ἐνῶ κάποιοι ἄλλοι τούτων ἀκολουθοῦν τοὺς βουλευτὲς τοῦ ΣΥΡΙΖΑ καὶ τοὺς προπαγανδιστὲς δημοσιογράφους, ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι τὰ Πανεπιστήμια πρέπει νὰ εἶναι ἐλεύθερα σὲ κάθε πολίτη γιὰ νὰ ἐξασφαλίζεται ἡ «διακίνηση τῶν ἰδεῶν». Διακίνηση τῶν ἰδεῶν ὅμως σημαίνει δυνατότητα ἀναπτύξεως αὐτῶν στὶς πανεπιστημιακὲς Σχολὲς ἀπὸ τοὺς φοιτητὲς καὶ τοὺς καθηγητές, ὄχι δὲ ἐλευθέρα εἴσοδος στὰ Ἀνώτατα Ἐκπαιδευτικὰ Ἱδρύματα τῶν ἀργοσχόλων, τῶν ἀσχέτων πρὸς τὰ Πανεπιστήμια καὶ τῶν διακινητῶν ναρκωτικῶν οὐσιῶν.
Ἡ γενιὰ τοῦ 1940 μὲ ἀνοιγμένα τὰ φτερά, ἀγωνίσθηκε στὰ ἀλβανικὰ βουνὰ γιὰ τὴν τιμὴ τοῦ ἔθνους. Ἡ ὑπέροχη ἀντίσταση τῶν Ἑλλήνων κατὰ τῆς ὑπούλου καὶ ἀνάνδρου ἰταλικῆς ἐπιθέσεως ἔσχισε ὡς ἐκτυφλωτικὴ ἀστραπὴ τὸ πυκνὸ σκότος τῆς ἀπογνώσεως, στὸ ὁποῖο εἶχε βυθισθεῖ κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ ἀνθρωπότης. Οἱ Ἕλληνες ἐπολέμησαν ἐπὶ 216 ἡμέρες, ἤτοι πολὺ περισσότερες ἀπὸ ὅλους τους ἄλλους λαοὺς τῆς Εὐρώπης, ποὺ δέχθηκαν ἐπιθέσεις τοῦ Ἄξονος. Σύσσωμό το Ἔθνος μετεῖχε ποικιλοτρόπως στὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν.
Ἡ νίκη τῶν Ἑλλήνων εδωσε τὴν πρώτη κατὰ σειρὰ ἐπιτυχία στὰ ἐλεύθερα ἔθνη. Αὐτὴ ἐθρυμμάτισε τὸν θρύλο τοῦ ἀηττήτου τοῦ Ἄξονος. Αὐτὴ ἀνέτρεψε τὶς προοπτικές του καὶ τὸ πρόγραμμα τῶν ἐπιχειρήσεών του. Αὐτὴ ἐνεψύχωσε ὅλους τους ἄλλους Λαούς. Ἡ Ἑλλὰς ὑπεχρεώθη νὰ ἀντιμετωπίσει ἕναν Λαὸ πενταπλάσιο, τοῦ ὁποίου τὸ καθεστὼς ἐπὶ 18 ἔτη τὸν ὅπλιζε, τὸν ἐξηγρίωνε καὶ τὸν ἑτοίμαζε γιὰ τὴν ἀνασύσταση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἐντὸς 12 ἥμερων η ψυχικὴ ὑπεροχὴ τῶν Ἑλλήνων ἀνέτρεψε τὴν στρατιωτικὴ κατάσταση, ποὺ ἐδημιούργησε ἡ ἐπιμελῶς προπαρασκευασθεῖσα ἐπιδρομή. Ἐντὸς 3 ἑβδομάδων μόνον ὡς αἰχμάλωτοι εὐρίσκοντο οἱ Ἰταλοὶ ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους καὶ μετὰ 2 μῆνες διεξῆγον ἀγώνα ὑπάρξεως στὴν καρδιὰ τοῦ ὁρμητηρίου τους γιὰ νὰ μὴν ριφθοῦν στὴ θάλασσα.
Ἡ ψυχικὴ ὑπεροχή τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ δὲν ἐκάμφθη, οὔτε ὅταν ἔσπευσε πρὸς βοήθεια τοῦ καταρρακωθέντος ἰταλικοῦ φασισμοῦ ὁ χιτλερικός. Ἡ Ἑλλὰς τῶν 7 ἑκατομμυρίων ἐκάμφθη βέβαια τελικῶς εἰς ἕνα τακτικὸ πόλεμο ἐναντίον 120 ἑκατομμυρίων, ἀλλὰ εἶχε ἤδη νικήσει στὰ Ἀλβανικὰ βουνὰ ἀμετακλήτως.
Συνέχισε τὸν ἀγώνα με ὅλα τα μέσα σὲ μία πραγματικὴ πανστρατιά, παντοῦ ὅπου ἐδίδετο μάχη τῆς ἐλευθερίας. Στοὺς ὠκεανούς, στοὺς αἰθέρες, στὶς ἐρήμους τῆς ὑφηλίου, στὰ βουνά, στοὺς κάμπους, στὶς πόλεις τῆς καθημαγμένης χώρας. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ γενικὴ θυσία στὴν ἀρχὴ θὰ ἦτο ἐντελῶς διαφορετικό το τέλος τοῦ πολέμου. Οὐδεμία ἄλλη ἑλληνικὴ γενεὰ ἐγνώρισε τὶς δοκιμασίες αὐτῆς τοῦ '40. Οἱαδήποτε περίοδο τῆς ἱστορίας καὶ ἐὰν ἀνατρέξουμε, δὲν θὰ βροῦμε σὲ τόσο βραχὺ χρονικὸ διάστημα τόσο συμπεπυκνωμένο πόνο. Ἀλλὰ οὐδεμία ἄλλη γενεὰ δὲν ἐπέδειξε τόσο χαλύβδινη ἀντοχή.
Πηγή: Πρωινός Λόγος, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Χθὲς μὲν οὖν τὸν Παῦλον αὐτοὶς ἐπετειχίσαμεν λέγοντα· Εἴτε ἐσθίετε, εἴτε πίνετε, εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε. Σήμερον δὲ τὸν Παύλου Δεσπότην δείξομεν αὐτοῖς, οὐχὶ παραινοῦντα μόνον, οὐδὲ συμβουλεύοντα ἀπέχεσθαι τρυφῆς, ἀλλὰ καὶ κολάζοντα τὸν ἐν τρυφῇ ζῶντα, καὶ τιμωρούμενον. Ἡ γὰρ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου καὶ τῶν ἑκατέροις συμβάντων ἱστορία οὐδὲν ἕτερον ἤ τοῦτο ἐνδείκνυται. Μᾶλλον δὲ, ἵνα μὴ παρέργως τοῦτο ποιήσωμεν, ἄνωθεν ὑμῖν αὐτὴν ἀναγνώσομαι τὴν παραβολή. Ἄνθρωπος τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον, εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς· πτωχὸς δὲ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὅς ἐβέβλητο εἰς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος, καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ οἱ κύνες ἐρχόμενοι, περιέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Τίνος μὲν οὖν ἕνεκεν ἐν παραβολαῖς ἐλάλει ὁ Δεσπότης, καὶ τί δήποτε τῶν παραβολῶν τὰς μὲν ἔλυε, τὰς δὲ οὐκ ἔλυε, καὶ τί ποτ’ ἐστὶν ἡ παραβολή, καὶ ὅσα τοιαῦτα, εἰς ἕτερον καιρὸν ταμιευσόμεθα, ὥστε μὴ τοῦ κατεπείγοντος ἀποστῆναι λόγον νῦν· ἐκεῖνο δὲ τέως πρὸς ὑμᾶς ἐροῦμεν μόνον, τίς ἐστι τῶν εὐαγγελιστῶν ὁ τὴν παραβολὴν ταύτην εἰρηκέναι τὸν Χριστὸν εἰπών. Τίς οὖν ἐστιν; Ὁ Λουκᾶς μόνος. Καὶ γὰρ καὶ τοῦτο ἀναγκαῖον εἰδέναι, ὅτι τῶν εἰρημένων τὰ μὲν οἱ τέσσαρες εἶπον, τὰ δὲ κατ’ ἰδίαν ἕκαστον ἀπολαβών. Τίνος ἕνεκεν; Ἵνα καὶ τῶν λοιπῶν ἀναγκαία ἡμῖν ἡ ἀνάγνωσις γένηται, καὶ τὸ τῆς συμφωνίας ἐξαίρετον διαφανῇ. Εἰ μὲν γὰρ πάντες ἅπαντα εἶπον, οὐκ ἄν πᾶσι μετὰ σπουδῆς προσείχομεν ἀρκοῦντος ἑνὸς διδάξαι τὸ πᾶν· εἰ δὲ πάντες πάντα ἐξηλλαγμένα εἶπον, οὐκ ἄν ἐφάνη τὸ τῆς συμφωνίας ἐξαίρετον. Διὰ τοῦτο καὶ κοινῇ πάντες πολλὰς ἔγραψαν, καὶ κατ’ ἰδίαν ἕκαστος ἀπολαβών. Ὅπερ οὖν Χριστὸς διὰ τῆς παραβολῆς διδάσκει, τοῦτό ἐστιν. Ἄνθρωπος τις, φησίν, ἦν πλούσιος κακίᾳ πολλῇ συζῶν, οὐδεμιᾶς πεῖραν ἐδέχετο συμφωρᾶς, ἀλλὰ πάντα αὐτῷ ὥσπερ ἐκ πηγῶν ἐπέρρει. Ὅτι γὰρ οὐδὲν τῶν ἀδοκήτων συνέβαινεν αὐτῷ, οὐδ’ ἀθυμίας ὑπόθεσις, οὐδ’ ἀνωμαλία τις βιοτική, αὐτὸ τοῦτο ᾐνίξατο τὸ εἰπεῖν, ὅτι ηὐφραίνετο καθ’ ἡμέραν. Ὅτι δὲ κακίᾳ συνέζῃ, δῆλον μὲν καὶ ἐκ τοῦ λαχόντος αὐτῷ τέλους, καὶ πρὸ τοῦ τέλους δὲ ἐκ τῆς περὶ τὸν πένητα γενομένης ὑπεροψίας. Ὅτι γὰρ οὐ μόνον ἐκεῖνον τὸν ἐν τῷ πυλῶνι, ἀλλ’ οὐδ’ ἄλλον τινὰ ἠλέει, αὐτὸς ἐκεῖνος τοῦτο ἔδειξεν. Εἰ γὰρ τὸν ἐν τῷ πυλῶνι διηνεκῶς ἐρριμμένον, καὶ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν κείμενον, ὅν καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, καὶ ἅπαξ, καὶ δίς, καὶ πλεονάκις, ὁρᾷν ἠναγκάζετο εἰσιὼν καὶ ἐξιών· οὐ γὰρ ἐν ἀμφόδῳ οὐδ’ ἐν κρυπτῷ καὶ στενωπῷ κατέκειτο τόπῳ, ἀλλ’ ἔνθα συνεχεῖς τὰς εἰσόδους καὶ τὰς ἐξόδους ποιούμενος ὁ πλούσιος, ἄκων αὐτὸν ὁρᾷν ἠναγκάζετο· εἰ τοίνυν τοῦτον οὐκ ἐλέησε, τὸν ἐν τοσούτῳ χαλεπῷ πάθει κατακείμενον, καὶ ἀπορίᾳ τοσαύτῃ συζῶντα, μᾶλλον δὲ διὰ παντὸς τοῦ βίου ἀρρωστίᾳ ταλαιπωροῦντα, καὶ ἀρρωστίᾳ χαλεπωτάτη, πρὸς τίνα ἄν τῶν ἐντυγχανόντων ἐπεκάμφθη ποτέ; Καὶ γὰρ εἰ τὴν προτέραν ἡμέραν παρέδραμε, τὴν δευτέραν εἰκὸς ἦν τι παθεῖν· εἰ δὲ καὶ ἐν ταύτῃ παρεῖδεν, ἀλλὰ τὴν τρίτην, ἤ τὴν τετάρτην, ἤ τὴν μετ’ ἐκείνην, πάντως αὐτὸν ἐπικαμφθῆναι, ἔδει καὶ εἰ τῶν θηρίων ἀγριώτερον ἦν. Ἀλλ’ οὐδὲν ἔπαθε τοῦτον· ἀλλὰ καὶ ἐκείνου τοῦ δικαστοῦ, τοῦ μήτε τὸν Θεὸν φοβουμένου, μήτε ἀνθρώπους αἰδουμένου καὶ ἰταμώτερος καὶ ἀπηνέστερος γέγονεν. Ἐκεῖνον μὲν γὰρ ἡ τῆς χήρας συνέχεια, καὶ ταῦτα ὠμὸν ὄντα καὶ ἄγριον, δοῦναι τὴν χάριν ἔπεισε, καὶ πρὸς τὴν ἱκετηρίαν ἐπέκαμψε· τοῦτον δὲ οὐδὲ τοῦτο ἴσχυσεν ἐπικάμψαι πρὸς τὴν τοῦ πένητος ἀντίληψιν· καίτοι γε οὐκ ἴση ἦν ἡ αἴτησις, ἀλλ’ αὕτη πολλῷ εὐκολωτέρα καὶ δικαιοτέρα. Ἡ μὲν γὰρ κατὰ τῶν ἐχθρῶν αὐτὸν παρεκάλει, οὗτος δὲ ἠξίου λῦσαι λιμὸν, καὶ μὴ περιιδεῖν ἀπολλύμενον· κἀκείνη μὲν ἠνώχλη παρακαλοῦσα, οὗτος δὲ πολλάκις τῆς ἡμέρας ἐφαίνετο τῷ πλουσίῳ σιγῇ κείμενος· πολὺ δὲ τοῦτο ἱκανὸν μαλάξαι μᾶλλον καὶ λιθίνην διάνοιαν. Ἐνοχλούμενοι γὰρ πολλάκις καὶ παροξυνόμεθα· ὅταν δὲ τοὺς δεομένους βοηθείας ἴδωμεν σιγῇ πολλῇ παρεστῶτας, καὶ μηδὲν φθεγγομένους, ἀλλ’ ἀποτυγχάνοντας μὲν ἀεὶ, μὴ δυσχεραίνοντας δέ, ἀλλὰ σιγῇ φαινομένους μόνον ἡμῖν, κἄν αὐτῶν τῶν λίθων ὦμεν ἀναισθητότεροι, τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἐπιεικείας αἰδεσθέντες κατακαμπτόμεθα. Καὶ ἕτρον δέ τι πρὸς τούτοις τούτων οὐκ ἔλαττον ἦν, τὸ καὶ τὴν ὄψιν αὐτὴν ἐλεεινὴν εἶναι τοῦ πένητος, λιμῷ καὶ ἀρρωστίᾳ μακρᾷ κατεργασθεῖσαν. Ἀλλ’ ὅμως οὐδὲν τούτων τὸν ἀνήμερον ἐκεῖνον ἐμάλαξε. Πρώτη μὲν οὖν κακία αὕτη ὠμότητος, καὶ ἀπανθρωπία ὑπερβολὴν οὐκ ἔχουσα. Οὐ γάρ ἐστιν ἴσον ἐν πενίᾳ ζῶντα μὴ βοηθεῖαν τοῖς δεομένοις, καὶ τοσαύτης ἀπολαύοντα τρυφῆς, λιμῷ τηκομένους ἑτέρους περιορᾷν. Πάλιν οὐκ ἔστιν ἴσον, ἅπαξ ἤ δεύτερον ἰδόντα πτωχόν, παραδραμεῖν, καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν βλέποντα μηδὲ ὑπὸ τῆς κατὰ τὴν ὄψιν συνεχείας πρὸς τὸν ἔλεον καὶ φιλανθρωπίαν διαναστῆναι ταύτην. Πάλιν οὐκ ἔστιν ἴσον ἐν συμφοραῖς ὄντα καὶ ἀθυμίας καὶ κακῶς τὴν ψυχὴν διακείμενον μὴ βοηθεῖν τοῖς πλησίον, καὶ τοσαύτης ἀπολαύοντα εὐφροσύνης καὶ διηνεκοῦς εὐπραγίας, λιμῷ τηκομένους ἑτέρους περιορᾷν, καὶ ἀποκλεῖσαι τὰ σπλάχνα, καὶ μηδὲ ὑπὸ τῆς χαρᾶς αὐτῆς γενέσθαι φιλανθρωπότερον. Ἴστε γὰρ δήπου τοῦτο, ὅτι κἄν ἁπάντων ὦμεν ἀγριώτεροι, ταῖς εὐπαργίαις ἡμερώτεροι καὶ χρηστότεροι πεφύκαμεν γίνεσθαι. Ἀλλ’ ἐκεῖνος οὐδὲ ὑπὸ τῆς εὐημερίας βελτίων ἐγένετο, ἀλλ’ ἔμενεν ἐκτεθηριωμένος, μᾶλλον δὲ θηρίου παντὸς ὠμότητα καὶ ἀπανθρωπίαν τοῖς τρόποις ἀπέκρυψεν. Ἀλλ’ ὅμως ὁ μὲν ἐν πονηρίᾳ ζῶν καὶ ἀπανθρωπίᾳ πάσης ἀπήλαυεν εὐπραγίας, ὁ δὲ δίκαιος καὶ ἀρετῆς ἐπιμελούμενος ἐν ἐσχάτοις ἦν κακοῖς. Ὅτι δὲ δίκαιος ὁ Λάζαρος ἦν, πάλιν καὶ ἐνταῦθα τὸ τέλος ἀπέδειξε, καὶ πρὸ τοῦ τέλους αὐτὴ ἡ κατὰ τὴν πενίαν ὑπομονή. Ἆρα οὐ δοκεῖτε αὐτὰ παρόντα τὰ πράγματα ὁρᾷν; Πλήρης τῷ πλουσίῳ ἡ ναῦς τῆς ἐμπορίας ἦν, καὶ ἐξ οὐρίας ἔπλει. Ἀλλὰ μὴ θαυμάσητε· εἰς ναυάγιον γὰρ ἠπείγετο, ἐπειδὴ τὸ φόρτον οὐκ ἠθέλησε διαθέσθαι μετ’ εὐλαβείας. Βούλει σοι καὶ ἑτέραν εἴπω κακίαν αὐτοῦ; Τὸ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν τρυφῆν ἀδεῶς. Καὶ γὰρ καὶ τοῦτο κακία ἐσχάτη, οὐχὶ νῦν, ὅτε τοσαύτην ἀπαιτούμεθα φιλοσοφίαν, ἀλλὰ καὶ ἐν ἀρχῇ ἐπὶ τῆς Παλαιᾶς, ὅτε οὐ τοσαύτης φιλοσοφίας ἐπίδειξις ἦν. Ἄκουσον γοῦν τί φησιν ὁ προφήτης· Οὐαὶ οἱ ἐρχόμενοι εἰς ἡμέραν κακήν, οἱ ἐγγίζοντες καὶ ἁπτόμενοι σαββάτων ψευδῶν. Τί ἐστιν, οἱ ἀπτόμενοι σαββάτων ψευδῶν; Οἱ Ἰουδαῖοι νομίζουσιν, ὅτι δι’ ἀργίαν αὐτοῖς τὸ σάββατον δέδοται. Οὐκ ἔστι δὲ αὕτη ἡ αἰτία, ἀλλ’ ἵνα τῶν βιοτικῶν ἑαυτοὺς ἀπαγαγόντες τὴν σχολὴν ἅπασαν εἰς τὰ πνευματικὰ ἀναλίσκωσιν. Ὅτι γάρ· οὐκ ἀργίας ἐστὶ τὸ σάββατον, ἀλλ’ ἐργασίας ἐστὶ πνευματικῆς ὑπόθεσις, ἀπ’ αὐτῶν τῶν πραγμάτων δῆλον. Ὁ γοῦν ἱερεὺς διπλοῦν ἔργον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ποιεῖ· καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἁπλῆς ἀναφερομένης θυσίας, διπλῆν ἀναφέρειν κελεύτεται τότε. Εἰ δὲ καθάπαξ ἀργίας ἦν τὸ σάββατον, πρὸ τῶν ἄλλων τὸν ἱερέα ἀργεῖν ἐχρῆν. Ἐπεὶ οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῶν βιοτικῶν ἀπαλλαγέντες πραγμάτων, τοῖς πνευματικοῖς οὐ προσεῖχον, σωφροσύνῃ καὶ ἐπιεικείᾳ καὶ ἀκροάσει θείων λόγων, ἀλλὰ τοὐναντίον ἐποίουν, γαστριζόμενοι, μεθύοντες, διαρρηγνύμενοι, τρυφῶντες, διὰ τοῦτο κατηγόρησεν αὐτῶν ὁ προφήτης. Εἰπὼν γάρ, Οὐαὶ οἱ ἐρχόμενοι εἰς ἡμέραν κακήν, καὶ ἐπαγαγών, Οἱ ἐφαπτόμενοι σαββάτων ψευδῶν, ἔδειξε διὰ τῆς ἐπαγωγῆς, πῶς ἦν αὐτοῖς τὰ σάββατα ψευδῆ. Πῶς οὖν αὐτὰ ἐποίουν ψευδῆ; Τῷ κακίαν ἐργάζεσθαι, τρυφῶντες, μεθύοντες, καὶ τὰ μυρία αἴσχιστα καὶ χαλεπὰ πράσσοντες. Καὶ ὅτι τοῦτό ἐστιν ἀληθές, ἄκουσον τῶν ἑξῆς. Δείκνυσι γὰρ ὅ λέγω δι’ ὧν εὐθὺς ἐπάγει καὶ λέγει· Οἱ καθεύδοντες ἐπὶ κλινῶν ἐλεφαντίνων, καὶ κατασπαταλῶντες ἐπὶ τῶν στρωμῶν αὐτῶν, οἱ ἐσθίοντες ἐρίφους ἐκ ποιμνίων, καὶ μοσχάρια ἐκ βουκολίων γαλαθηνά, οἱ πίνοντες τὸν διυλισμένον οἶνον, καὶ τὰ πρῶτα μύρα χριόμενοι. Ἔλαβες τὸ σάββατον, ἵνα τῆς πονηρίας ἀπαλλάξῃς τὴν ψυχήν· σὲ δὲ αὐτὴν κατεργάζῃ πλέον. Τί γαρ ἄν γένοιτο τῆς βλακείας ταύτης χεῖρον, ἤ τὸ ἐπὶ κλινῶν ἐλεργαντίνων καθεύδειν; Αἱ ἄλλαι ἁμαρτίαι κἄν μικρὰν τινα ἡδονὴν ἔχωσιν, οἷον ἡ μέθη, ἡ πλεονεξία καὶ ἀσωτία· τὸ δὲ ἐπὶ κλινῶν ἐλεφαντίνων καθευδῆσαι, ποίαν ἡδονὴν ἔχει; ποίαν παραμυθίαν; Μὴ γὰρ ἡδίω καὶ γλυκύτερον ἡμῖν τὸν ὕπνον ἐργάζεται τῆς κλίνης το κάλλος; Φορτικώτερον μᾶλλον μὲν οὖν καὶ ἐπαχθέστατον τοῦτο, ἐὰν νοῦν ἔχωμεν. Ὅταν γὰρ ἐννοήσῃς ὅτι, σοῦ καθεύδοντος ἐπὶ κλίνης ἐλεφαντίνης, ἕτερος οὐδ’ ἄρτου μετὰ ἀδείας, ἀπολαύειν ἔχει, οὐ καταγνώσεταί σου τὸ συνειδός, καὶ ἐπαναστήσεται κατηγοροῦν τῆς ἀνωμαλίας ταύτης; Εἰ δὲ τὸ ἐλεφαντίων κλινῶν κεθεύδειν ἔγκλημα, ὅταν καὶ ἀργύρῳ περιβελημέναι πάντοθεν ὦσι, ποίαν ἕξομεν ἀπολογίαν;Βούλει κάλλος κλίνης ἰδεῖν; Ἐγὼ σοι δείκνυμι νῦν, οὐκ ἰδιωτικῆς, οὐδὲ στρατιωτικῆς, ἀλλὰ βασιλικῆς κλίνης εὐπρέπειαν. Κἄν γὰρ φιλοτιμότατος ἧς πάντων, εὖ εἶδα ὅτι τῆς τοῦ βασιλέως κλίνης οὐκ ἐθελήσεις ἔχειν εὐπρεπεστέραν· καὶ τὸ δὴ μεῖζον, οὐ τοῦ τυχόντος βασιλέως, ἀλλὰ τοῦ πρώτου, καὶ τοῦ πάντων βασιλέων βασιλικωτέρου, καὶ μέχρι νῦν ἀδομένου πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης· δείκνυμί σοι κλίνην τὴν τοῦ μακαρίου Δαυΐδ. Ποταπὴ τοίνυν ἦν ἐκείνη; Οὐκ ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ, ἀλλὰ δάκρυσι καὶ ἐξομολογήσεσι πάντοθεν ἦν κεκαλλωπισμένη. Καὶ ταῦτα αὐτός φησιν οὕτω λέγων· Λούσω καθ’ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου· ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω. Ὥσπερ γὰρ μαργαρῖται τὰ δάκρυα αὐτῇ ἐπεπήγει πάντοθεν. Καὶ σκόπει μοι φιλόθεον ψυχήν· ἐπειδὴ γὰρ ἐν ἡμέρᾳ πολλαὶ αἱ φροντίδες ἀρχόντων, ταξιαρχῶν, ἐθνῶν, δήμων, στρατιωτῶν, πολέμων, εἰρήνης, τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, τῶν κατὰ τὴν οἰκίαν, τῶν πόρρωθεν, τῶν πλησίον, περιεῖλκον αὐτὸν καὶ ἀπῆγον· τὴν σχολήν, ἥν πάντες εἰς τὸ καθεύδειν ἀναλίσκομεν, εἰς ἐξομολόγησιν καὶ εὐχὰς καὶ δάκρυα ἀνήλισκεν ἐκεῖνος. Καὶ οὐχὶ μίαν τοῦτο ἐποίησε νύκτα, τὴν δὲ δευτέραν ἐπαύσατο, οὐδὲ δύο καὶ τρεῖς, τὰς δὲ μεταξὺ διέλιπεν, ἀλλὰ καθ’ ἑκάστην νύκτα τοῦτο ἔπραττε. Λούσω γὰρ καθ’ ἑκάστην νύκτα, φησί, τὴν κλίνην μου· ἐν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω, τὴν δαψίλειαν τῶν δακρύων καὶ τὴν συνέχειαν ἐμφαίνων. Πάντων γὰρ ἡσυχαζόντων, καὶ ἐν ἠρεμίᾳ ὄντων, μόνος τῷ Θεῷ τότε ἐνετύγχανεν, καὶ παρῆν ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμὸς ὀδυρομένῳ καὶ θρηνοῦντι καὶ τὰ οἰκεῖα ἐξαγγέλοντι κακά. Τοιαύτην καὶ σὺ κατασκεύασον κλίνην. Ὁ μὲν γαρ ἄργυρος περικείμενος καὶ φθόνον παρὰ ἀνθρώπων ἐγείρει, καὶ ὀργὴν ἐκκαίει τὴν ἄνωθεν. Τὰ δὲ τοιαῦτα δάκρυα, οἷα τὰ τοῦ Δαυΐδ, καὶ αὐτὸ τὸ τῆς γεέννης οἶδε κατασβέσαι πῦρ. Βούλει σοι καὶ ἑτέραν δείξω κλίνην; τὴν τοῦ Ἰακὼβ λέγω. Ἔδαφος εἶχεν ὑποκείμενον, καὶ λίθον ὑπὸ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ· δια τοῦτο καὶ τὸν νοητὸν εἶδε λίθον, καὶ τὴν κλίμακα ἐκείνην, δι’ ἧς ἀνέβαινον καὶ κατέβαινον ἄγγελοι. Τοιαύτας ἐπινοῶμεν κλίνας καὶ ἡμεῖς, ἵνα καὶ τοιαῦτα βλέπωμεν ὀνείρατα. Ἄν δὲ ἐπὶ τῆς ἀργυρᾶς ὦμεν κατακείμενοι, οὐ μόνον εὐδεμίαν ἡδονὴν καρπωσόμεθα, ἀλλὰ καὶ ἀθυμίαν ὑπομενοῦμεν. Ὅταν γὰρ ἐννοήσῃς, ὅτι ἐν κρυμῷ ἐσχάτῳ, ἐν νυκτὶ μέσῃ, σοῦ καθεύδοντος ἐπὶ κλίνης, ὁ πένης ἐπὶ στιβάδος ἔρριπται ἐν τοῖς τῶν βαλανείων προπυλαίοις, καλάμην περιβεβλημένος, τρέμων, πηγνύμενος τῷ κρύει, ἀγχόμενος τῷ λιμῷ· κἄν ἁπάντων μᾶλλον λίθινος ᾗς, εὖ οἶδα, ὅτι καταγνώσῃ σαυτοῦ, σὺ μὲν ὑπὲρ τὴν χρείαν τρυφῶν, ἐκεῖνον δὲ μηδὲ τῶν κατὰ χρείαν ἀπολαύειν ἀφείς. Οὐδεὶς στρατευόμενος, φησίν, ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις. Στρατιώτης εἶ πνευματικός· στρατιώτης δὲ τοιοῦτος οὐ καθεύδει ἐπὶ κλίνης ἐλεφαντίνης, ἀλλὰ ἐπὶ ἐδάφους· οὐ χρίεται μύροις· τῶν γὰρ ἡταιρηκότων καὶ διεφθαρμένων ἡ τοιαύτη σπουδή, τῶν ἐπὶ τῆς σκηνῆς, τῶν ἐν ἀμελείᾳ ζώντων· σὲ δὲ οὐχὶ μύρων, ἀλλ’ ἀρετῆς ἀποπνεῖν δεῖ. Οὐδὲν ψυχῆς ἀκαθαρτότερον, ὅταν τὸ σῶμα τοιαύτην ἔχῃ τὴν εὐωδίαν. Τῆς γὰρ δυσωδίας τῆς ἔνδον καὶ τῆς ἀκαθαρσίας δεῖγμα ἡ τοῦ σώματος καὶ τῶν ἱματίων εὐωδία γένοιτ’ ἄν, Ὅταν γὰρ ἐπελθὼν ὁ διάβολος διαθρύψῃ τὴν ψυχήν, καὶ βλακείας ἐμπλήσῃ πολλῆς, τότε καὶ εἰς τὸ σῶμα τῆς οἰκείας διαφθορᾶς τὴν κηλῖδα ἐναπομάσσεται διὰ τῶν μύρων. Καὶ καθάπερ οἱ κορύζῃ τινὶ καὶ κατάρρῳ διηνεκῶς ἁλισκόμενοι, καὶ τὰ ἱμάτια καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν ὄψιν μολύνουσι, τὸ διὰ τῶν ρινῶν ρέον συνεχῶς ἐναπομασσόμενοι· οὕτοι δὴ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ πονηροῦ τούτου ρεύματος τὴν κακίαν εἰς τὸ σῶμα ἐναπομάσσεται. Τίς γὰρ γενναῖόν τι καὶ χρηστὸν ὑπολήψεται περὶ τοῦ μύρου ὄζοντος καὶ γυναικιζομένου, μᾶλλον δὲ ἑταιριζομένου, καὶ ὀρχηστικὸν ἀναιρουμένου βίου; Πνείτω σοι πνευματικῆς εὐωδίας ἡ ψυχή, ἵνα καὶ σαυτὸν καὶ τοὺς συγγινομένους σοι ὠφελῇς τὰ μέγιστα. Οὐδὲν γάρ, οὐδὲν τρυφῆς χαλεπώτερον. Ἄκουσον τί περὶ αὐτῆς φησι πάλιν ὁ Μωυσῆς· Ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύθη, καὶ ἀεπλάκτισεν ὁ ἠγαπημένος. Καὶ οὐκ εἶπεν, ὅτι ἀπέστη, ἀλλ’, Ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος, τὸ γαῦρον καὶ δυσήνιον αὐτοῦ παρεμφαίνων ἡμῖν. Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ· Φαγὼν καὶ πιὼν πρόσεχε σεαυτῷ, μήποτε ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. Οὕτως ἡ τρυφὴ πρὸς λήθην ἐξάγειν εἴωθε. Καὶ σὺ τοίνυν, ἀγαπητέ, ἐὰν καθίσῃς ἐπὶ τῆς τραπέζης, ἀναιμνήσθητι ὅτι μετὰ τὴν τράπεζαν εὔχεσθαί σε δεῖ· καὶ οὕτω συμμέτρως ἔμπλησον τὴν γαστέρα, ἵνα μὴ βαρυνόμενος ἀδυνατήσῃς γόνυ κλῖναι, καὶ τὸν Θεὸν παρακαλέσαι. Οὐχ ὁρᾶτε τὰ ὑποζύγια, ὅτι μετὰ τὴν φάτνην ὁδοιπορίας ἅπτεται, καὶ ἀχθοφορεῖ, καὶ τὴν οἰκείαν διακονίαν ἀποπληροῖ; Σὺ δὲ μετὰ τὴν τράπεζαν ἄχρηστος πρὸς πᾶν ἔργον καὶ ἀνεπιτήδειος γίνῃ. Καὶ πῶς οὐκ ἔσῃ καὶ τῶν ὄνων αὐτῶν ἀτιμότερος. Τίνος ἕνεκεν; Ὅτι τότε μάλιστα νήφειν χρὴ καὶ ἐγρηγορέναι. Ὁ γὰρ μετὰ τὴν τράπεζαν καιρός, εὐχαριστίας ἐστὶ καιρός· τὸν δὲ εὐχαριστοῦντα οὐχὶ μεθύειν, ἀλλὰ νήφειν δεῖ καὶ ἐγρηγορέναι. Ἀπὸ τραπέζης μὴ κλίνην, ἀλλ’ ἐπ’ εὐχὴν τρεπώμεθα, ἵνα μὴ τῶν ἀλόγων ἀλογότεροι γινώμεθα. Οἶδα ὅτι πολλοὶ καταγνώσκονται τῶν λεγομένων, ὡς καινὴν τινα καὶ παράδοξον συνήθειαν εἰσαγόντων τῷ βίῳ· ἀλλ’ ἐγὼ μειζόνως τῆς πονηρᾶς καταγνώσομαι συνηθείας τῆς νῦν κατεχούσης ἡμᾶς. Ὅτι γὰρ μετὰ τροφὴν καὶ τράπεζαν οὐχ ὕπνον οὐδὲ εὐνήν, ἀλλ’ εὐχὰς καὶ θείων Γραφῶν ἀνάγνωσιν διαδέχεσθαι χρή, τοῦτο σαφέστερον ἐδήλωσεν ὁ Χριστός. Τὰ γοῦν ἄπειρα πλήθη τότε ἑστιάσας ἐπὶ τῆς ἐρήμου, οὐκ ἐπὶ κλίνην καὶ ὕπνον αὐτοὺς ἔπεμψεν, ἀλλ’ ἐπὶ θείων ἀκρόασιν ἐκάλεσε λογίων. Οὐ γὰρ διέρρηξεν αὐτῶν τὰς γαστέρας, οὐδὲ εἰς μέθην ἐξέβαλεν, ἀλλὰ πληρώσας αὐτῶν τὴν χρείαν, πρὸς τὴν πνευματικὴν ἦγε τροφήν. Οὕτω καὶ ἡμεῖς ποιῶμεν, καὶ τοσοῦτον ἐθίσωμεν ἑαυτοὺς ἐσθίειν, ὅσον πρὸς τὸ ζῆν μόνον, οὐχ ὅσον διασπᾶσθαι καὶ βαρύνεσθαι. Οὐ γὰρ διὰ τοῦτο ἐγενόμεθα καὶ ζῶμεν, ἵνα φάγωμεν καὶ πίωμεν· ἀλλ’ διὰ τοῦτο ἐσθίωμεν, ἵνα ζῶμεν, Οὐ τὸ ζῆν διὰ τὸ φαγεῖν, ἀλλὰ διὰ τὸ ζῆ τὸ φαγεῖν γέγονεν ἐξ ἀρχῆς. Ἡμεῖς δὲ ὡς διὰ τοῦτο ἐλθόντες εἰς τὸν κόσμον, οὕτως ἅπαντα εἰς τοῦτο καταναλισκομεν. Ἀλλ’ ἵνα σφοδρότερα γένηται τῆς τρυφῆς ἡ κατηγορία, καὶ μάλα καθίκηται τῶν ἐν αὐτῇ ζώντων, φέρε, πάλιν ἐπὶ τὸν Λάζαρον τὸν λόγον ἀγάγωμεν. Οὕτω γὰρ ἡμῖν ἀληθεστέρα τε καὶ ἐναργεστέρα ἡ παραίνεσις ἔσται καὶ ἡ συμβουλή, ὅταν μή διὰ ρημάτων, ἀλλὰ διὰ πραγμάτων ἴδητε παιδευομένους καὶ καὶ κολαζομένους τοὺς ἀδηφαγίᾳ προσέχοντας. Ὁ μὲν οὖν πλούσιος τοσαύτῃ πονηρίᾳ συνέζη, καὶ καθ’ ἑκάστην ἐνετρύφα τὴν ἡμέραν, καὶ ἐνεδιδύσκετο λαμπρῶς, χαλεπωτέραν ἑαυτῷ ἀνάπτων τὴν κόλασιν, καὶ μεῖζον τὸ πῦρ ἐργαζόμενος καὶ ἀπαραμύθητον ἑαυτῷ ποιῶν τὴν δίκην, καὶ ἀσύγγνωστον τὴν τιμωρίαν. Ὁ δὲ πένης ἔρριπτο παρὰ τὸν πυλῶνα αὐτοῦ, καὶ οὐτ’ ἀπεδυσπέτησεν οὔτ’ ἐβλασφήμησεν, οὔτ’ ἠγανάκτησεν· οὐκ εἶπε πρὸς ἑαυτόν, ὅ πολλοὶ λέγουσι· τί ποτε τοῦτό ἐστιν; οὗτος μὲν πονηρίᾳ συζῶν καὶ ὠμότητι καὶ ἀπανθρωπίᾳ καὶ τῶν ὑπὲρ τὴν χρείαν ἀπολαύει πάντων, καὶ οὐδ’ ἀθυμίαν ὑπομείνει, οὐδ’ ἄλλο τι τῶν ἀδοκήτων, οἷα πολλὰ τὰ παρὰ ἀνθρώποις ἐστίν, ἀλλὰ καὶ καθαρὰν καρποῦται τὴν ἡδονήν· ἐγὼ δὲ οὐδὲ τῆς ἀναγκαίας, ἔχω τροφῆς μετασχεῖν. Ἀλλὰ τούτῳ μὲν εἰς παρασίτους καὶ κόλακας καὶ μέθην τὰ ὄντα ἅπαντα δαπανῶντι, ὥσπερ ἐκ πηγῶν ἅπαντα ἐπιρρεῖ· ἐγὼ δὲ παράδειγμα τοῖς ὁρῶσι κεῖμαι καὶ αἰσχύνη καὶ γέλως, καὶ λιμῷ τηκόμενος. Ἆρα ταῦτα προνοίας; ἄρα ἐφορᾷ δίκη τις τὰ ἀνθρώπινα πράγματα; Οὐδὲν τούτων οὐκ εἶπεν, οὐκ ἐνενόησεν. Πόθεν τοῦτο δῆλον; Ἐξ ὧν ἀπήγαγον αὐτὸν οἱ ἄγγελοι δορυφοροῦντες, καὶ εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραὰμ ἀποκατέστησαν· οὐκ ἄν δέ, εἰ βλάσφημος ἦν, τοσαύτης ἀπέλαυσε τιμῆς. Οὕτω μὲν οὖν οἰ πολλοὶ διὰ τοῦτο θαυμάζουσι τὸν ἄνθρωπον μόνον, ὅτι ἐν πενίᾳ ἦν· ἐγὼ δὲ δείκνυμι τιμωρίας ἐννέα τὸν ἀριθμὸν αὐτὸν ὑπομείναντα, οὔχ ἵνα κολάζηται, ἀλλ’ ἵνα λαμπρότερος γίνηται· ὅπερ οὖν καὶ ἐγένετο. Δεινὸν μὲν γὰρ ὄντως καὶ ἡ πενία, καὶ ἴσασιν ὅσοι πεῖραν ταύτης εἰλήφασι· λόγος γὰρ οὐδεὶς παραστῆσαι δυνήσεται τὴν ὀδύνην, ὅσην ὑπομένουσιν οἱ πτωχείᾳ συζῶντες, καὶ φιλοσοφεῖν οὐκ εἰδότες. Ἐπὶ δὲ τοῦ Λαζάρου οὐ τοῦτο μόνον ἦν τὸ δεινόν, ἀλλὰ καὶ ἀρρωστία αὐτῷ συνέζευκτο, καὶ αὕτη μεθ’ ὑπερβολῆς. Καὶ ὅρα πῶς ἑκατέρας τὰς συμφορὰς δείκνυσιν εἰς ἄκρον ἐλθούσας. Ὅτι μὲν γὰρ πᾶσαν πενίαν ἡ τοῦ Λαζάρου πενία τότε ἐνίκησεν, ἔδειξεν εἰπών, ὅτι οὐδὲ τῶν ψιχίων ἀπήλαυσε τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ὅτι δὲ καὶ ἡ ἀρρωστία πρὸς τὸ αὐτὸ μέτρον ἐφθάκει τῇ πενίᾳ, καθ’ ὅ λοιπὸν ἐκταθῆναι οὐκ ἦν, καὶ τοῦτο αὐτὸ πάλιν ἐδήλωσεν, εἰπὼν ὅτι οἱ κύνες ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Οὕτως ἦν ἐξησθενικώς, ὡς μηδὲ τοὺς κύνας ἀποσοβῆσαι δύνασθαι, ἀλλὰ νεκρὸς ἔμψυχος ἔκειτο, ἐπιόντας μὲν αὐτοὺς θεωρῶν, ἀμύνασθαι δὲ οὐκ ἰσχύων. Οὕτως αὐτῷ τὰ μέλη παρεῖτο, οὕτω τεταρίχευτο τῇ ἀρρωστίᾳ, οὕτω δεδαπάνητο τῷ πειρασμῷ. Εἶδες μετ’ ἄκρας ὑπερβολῆς καὶ τὴν πενίαν καὶ τὴν ἀρρωστίαν πολιορκοῦσαν αὐτοῦ τὸ σῶμα; Εἰ δὲ καθ’ ἑαυτὸ τούτων ἕκαστον ἀφόρητον καὶ δεινόν, ὅταν ὁμοῦ συμπεπλεγμένα ἧ, πῶς οὐκ ἀδάμας τις ἦν ὁ ταῦτα ὑπομένων; Πολλοὶ πολλάκις ἀρρωστοῦσιν, ἀλλὰ τῆς ἀναγκαίας οὐκ ἀποροῦσι τροφῆς· ἄλλοι πενίᾳ μὲν συζῶσιν ἐσχάτῃ, ἀλλ’ ὑγιείας ἀπολαύουσι, καὶ θἄτερον θἀτέροου παραμυθία γίνεται· ἐνταῦθα δὲ ἀμφότερα ταῦτα συνεδεδραμήκει. Ἀλλ’ ἔχεις μοί τινα εἰπεῖν καὶ ἐν ἀρρωστίᾳ ὄντα καὶ ἐν πενίᾳ. Ἀλλ’ οὐκ ἐν ἐρημίᾳ τοσαύτῃ. Εἰ γὰρ καὶ μὴ παρ’ ἑαυτοῦ μηδὲ οἴκοθεν, ἀλλ’ ὑπὸ τῶν ὁρώντων ἐλεῖσθαι δύναιτο ἄν εἰς τὸ μέσον προκείμενος· τούτῳ δὲ τὰ προειρημένα δεινὰ χαλεπώτερα ἐποίει γίνεσθαι τῶν προστησομένων ἡ ἐρημία· καὶ αὐτὴν ταύτην πάλιν χαλεπωτέρα ἐποίει φαίνεσθαι τὸ ἐν πυλῶνι κεῖσθαι τοῦ πλουσίου. Εἰ μὲν γὰρ ἐπὶ τῆς ἐρήμου καὶ τῆς ἀοικήτου κείμενος, ταῦτ’ ἔπασχε καὶ παρεωρᾶτο, οὐκ ἄν οὕτως ἤλγησε· τὸ γὰρ μηδένα παρεῖναι καὶ ἄκοντα φέρειν ἔπειθε τὰ συμβαίνοντα· τὸ δὲ ἐν μέσῳ τοσούτων κείμενον μεθυόντων, εὐημερούντων, παρὰ μηδενὸς μηδὲ τῆς τυχούσης ἐπιμελείας τυγχάνειν, δριμυτέραν ἐποίει τῶν ὀδυνῶν γίνεσθαι τὴν αἴσθησιν, καὶ τὴν ἀθυμίαν ἐξέκαιε μᾶλλον. Οὐ γὰρ οὕτως ἀπόντων τῶν βοηθούντων, ὡς παρόντων μέν, οὐκ ἐθελόντων δὲ ὀρέξαι χεῖρα, δάκνεσθαι πεφύκαμεν ἐν ταῖς συμφοραῖς· ὅπερ οὖν κἀκεῖνος τότε ἔπασχεν. Οὐδεὶς γὰρ ἦν, οὐχ ὁ λόγῳ παρακαλῶν, οὐχ ὁ ἔργῳ παραμυθούμενος, οὐ φίλος, οὐ γείτων, οὐ συγγενής, οὐ τῶν ὁρώντων οὐδείς, πάσης τῆς τοῦ πλουσίου διεφθαρμένης οἰκίας. Ἔτι πρὸς τούτοις ἑτέραν αὐτῷ προσθήκην ὀδύνης, ἐνεποίει καὶ ἕτερον εὐπραγοῦντα ὁρᾷν· οὐκ ἐπειδὴ βάσκανος ἦν καὶ πονηρός, ἀλλ’ ἐπειδὴ πεφύκαμεν ἅπαντες ἐν ταῖς ἑτέρων εὐημερίαις ἀκριβέστερον τὰς οἰκείας καταμανθάνειν συμφοράς. Ἐπὶ δὲ τοῦ πλουσίου καὶ μεῖζον προσῆν αὐτῷ ἕτερον τὸ δυνάμενον αὐτὸν δοκεῖν. Οὐ γὰρ δὴ μόνον ταῖς εὐημερίας ταῖς ἐκείνου συγκρίνων τὴν ἑαυτοῦ δυσπραγίαν, μείζονα τὴν αἴσθησιν ἐλάμβανε τῶν οἰκείων κακῶν, ἀλλὰ καὶ λογιζόμενος, ὅτι ὁ μὲν μετ’ ὠμότητος καὶ ἀπανθρωπίας ζῶν, ἐν ἅπασιν εὐοδοῦται, οὕτος δὲ μετὰ ἀρετῆς καὶ ἐπιεικείας τὰς ἔσχατα πάσχει δεινὰ καὶ ἔνθεν ἀπαραμύθητον τὴν ἀθυμίαν πάλιν ὑπέμενεν. Εἰ γὰρ δίκαιος ἦν, εἰ γὰρ ἐπιεικής, εἰ γὰρ θαυμαστὸς ὁ ἀνήρ, εἰ γὰρ πάσης γέμων ἀρετῆς, οὐκ ἄν αὐτὸν ἐλύπησε· νυνὶ δὲ καὶ πονηρίᾳ συζῶν, καὶ πρὸς ἔσχατον κακίας ἐληλακώς, καὶ τοσαύτην ἀπανθρωπίαν ἐπιδεινύμενος, καὶ τὰ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶ διατιθείς, καὶ ὥσπερ λίθον αὐτὸν παρατρέχων ἀναισυχνύτως καὶ ἀνιλέως, καὶ μετὰ ταῦτα πάντα τοσαύτης ἀπολαύων εὐπορίας· ἐννόησον πῶς εἰκὸς ἦν, ὥσπερ ἐπαλλήλοις κύμασι βαπτίζειν αὐτὸν τοῦ πένητος τὴν ψυχήν, ἐννόησον τὸν Λάζαρον, οἷον εἰκὸς ἦν εἶναι, ὁρῶντα παρασίτους, κόλακας, οἰκέτας ἀναβαίνοντας, καταβαίνοντας, ἐξιόντας, εἰσιόντας, κατατρέχοντος, θορυβοῦντας, μεθύοντας, πηδῶντας καὶ πᾶσαν ἄλλη ἀσέλγειαν ἐπιδεικνυμένους. Ὥσπερ γὰρ δι’ αὐτὸ τοῦτο ἐλθών, ἵνα μάρτυς ᾖ τῶν ἀλλοτρίων ἀγαθῶν, οὕτως εἰς τὸν πυλῶνα ἔρριπτο, τοσοῦτον ζῶν, ὅσον αἰσθάνεσθαι εἶχε τῶν οἰκείων κακῶν μόνον, ἐν λιμένι ναυάγιον ὑπομένων, πλησίον δίψῃ χαλεπωτάτῃ τὴν ψυχὴν ἀγχόμενος. Εἴπω τι καὶ ἕτερον πρὸς τούτοις κακόν; Οὐκ εἶχεν εἰς ἕτερον Λάζαρον ἰδεῖν. Ἡμεῖς μὲν γὰρ κἄν μυρία πάθωμεν κακά, ἀλλ’ ἔχομεν εἰς ἐκεῖνον ἰδόντες, ἱκανὴν δέχεσθαι παράκλησιν, καὶ πολλῆς ἀπολαῦσαι τῆς παραμυθίας. Τὸ γὰρ κοινωνοὺς εὑρίσκειν τῶν οἰκείων κακῶν ἤ ἐν πράγμασιν, ἤ ἐν διηγήμασι, πολλὴν φέρι τοῖς ὀδυνωμένοις παράκλησιν. Ἐκεῖνος δὲ οὐδὲν ἕτερον εἶχεν ἰδεῖν τὸν τὰ αὐτὰ αὐτῷ πεπονθότα· μᾶλλον δὲ οὐδ’ ἀκοῦσαί τινος ἐπὶ τῶν προγόνων τῶν ἑαυτοῦ τοσαῦτα ὑπομείναντος. Ἱκανὸν δὲ τοῦτο σκοτῶσαι ψυχήν. Ἔστι καὶ ἕτερον πρὸς τούτοις εἰπεῖν, ὅτι οὐδὲν τι περὶ ἀναστάσεως φιλοσοφεῖν ἠδύνατο ἀλλὰ μέχρι τοῦ παρόντος βίου τὰ παρόντα ἐνόμιζε συγκεκλεῖσθαι πράγματα· τῶν γὰρ πρὸ τῆς χάριτος ἦν. Εἰ δὲ νῦν ἐφ’ ἡμῶν μετὰ τοσαύτην θεογνωσίαν, καὶ τὰς χρηστὰς τῆς ἀναστάσεως ἐλπίδας, καὶ τὰς κειμένας τοῖς ἁμαρτάνουσι τιμωρίας ἐκεῖ, καὶ τὰ ἡτοιμασμένα τοῖς κατορθοῦσιν ἀγαθά, οὕτω μικροψύχως τινὲς καὶ ταλαιπώρως διάκεινται, ὡς μηδὲ ταύταις διορθοῦσθαι ταῖς προσδοκίας· τί πάσχειν εἰκὸς ἦν ἐκεῖνον καὶ ταύτης ἀπεστερημένων τῆς ἀγύκρας; Ἐκεῖνος γὰρ οὐδὲν οὐδέπω τοιοῦτον φιλοσοφεῖν ἠδύνατο διὰ τὸ μηδέπω τὸν καιρὸν τούτων ἀφῖχθαι τῶν διδαγμάτων. Ἦν τι καὶ πρὸς τούτοις ἄλλο, τὸ καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ δαβεβλῆσθαι παρὰ τοῖς ἀνοήτοις τῶν ἀνθρώπων. Καὶ γὰρ εἰώθασιν οἱ πολλοὶ, ἐπειδὰν τινα ἐν λιμῷ καὶ νόσῳ διηνεκεῖ καὶ τοῖς ἐσχάτοις ὄντας κακοῖς, μηδὲ χρηστὴν περὶ αὐτῶν δόξαν ἔχειν, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς συμφορᾶς τὰ κατὰ τὸν βίον κρίνειν, καὶ διὰ πονηρίαν νομίζειν πάντως αὐτοὺς οὕτω ταλαιπωρεῖσθαι· καὶ πολλὰ ἄλλα τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους λέγουσιν, ἀνοήτως μέν, λέγουσι δὲ ὅμως· ὅτι οὗτος, εἰ τῷ Θεῷ φίλος ἦν, οὐκ ἄν εἴασεν αὐτὸν ἐν πενίᾳ, καὶ τοῖς ἄλλοις κακοῖς ταλαιπωρεῖσθαι. Οὕτω γοῦν καὶ ἐπὶ τοῦ Ἰώβ, καὶ ἐπὶ τοῦ Παύλου συνέβη. Καὶ γὰρ ἐκείνῳ ἔλεγον, Μὴ πολλάκις σοι λελάληται ἐν κόπῳ, ἰσχὺν δὲ ρημάτων σου τις ὑποίσει; Εἰ γὰρ εἰ ἐνουθέτησας πολλούς, καὶ χείρας ἀσθενεῖς παρακάλεσας, ἀσθενοῦντας δὲ ἐξανέστησας ρήμασι, γόνασι δὲ ἀδυνατοῦσι περιέθηκας θάρσος νυνὶ δὲ ἥκει ἐπὶ σὲ πόνος, σὺ δὲ ἐσπούδακας. Πότερον οὐχ ὁ φόβος σού ἐστιν ἐν ἀφροσύνῃ; Ὅ δὲ λέγει, τοιοῦτόν ἐστιν· Εἴ τι σοι φησίν, ἀγαθὸν ἦν πεπραγμένον, οὐκ ἄν ταῦτα ἔπαθες ἄπερ ἔπαθες· ἀλλ’ ἁμαρτημάτων τίνεις δίκας καὶ παρανομίας. Καὶ τοῦτο ἦν ὅ μάλιστα ἔδακνε τὸν μακάριον Ἰώβ. Καὶ περὶ τοῦ Παύλου δὲ οἱ βάρβαροι τοῦτο ἔλεγον· ἐπειδὴ γὰρ εἶδον τὴν ἔχειν ἐκκρεμαμένην αὐτοῦ τῆς χειρός, οὐδὲν χρηστὸν περὶ αὐτοῦ ὑπενόησαν, ἀλλὰ τῶν τὰ ἔσχατα κακὰ τετολμηκότων αὐτὸν εἶναι ἐνόμιζον· καὶ δῆλον ἐξ ὧν ἔλεγον. Τοῦτον γάρ, φασίν, ἐκ τῆς θαλάσσης σωθέντα ἡ δίκη ζῇν οὐκ εἴασεν. Οὐχ ὡς ἔτυχε δὲ καὶ τοῦτο ἡμᾶς εἴωθε θορυβεῖν. Ἀλλ’ ὅμως τοσούτων ὄντων τῶν κυμάτων, και ἐπαλλήλων φερομένων οὐ κατεποντίσθη τὸ σκάφος· ἀλλ’ ὡς ἐν καμίνῳ κείμενος, καθάπερ δρόσου διηνεκῶς ἀπολαύων, οὕτως ἐφιλοσόφει. Οὐ γὰρ εἶπε πρὸς ἑαυτὸν οὐδὲν τοιοῦτον, οἷον πολλοὺς λέγειν εἰκός, ὅτι οὗτος ὁ πλούσιος, ἄν μὲν ἀπελθὼν ἐκεῖ κολασθῆ καὶ δῷ τιμωρίαν, ἕν ἕν γέγονεν· ἄν δὲ κἀκεῖ τῶν αὐτῶν ἀπολαύσῃ τιμῶν, δύο γέγονεν οὐδέν. Ἤ οὐ ταῦτα περιφέρετε ἐν ταῖς ἀγοραῖς ὑμεῖς οἱ πολλοὶ, τὰ ἀπὸ τῆς ἱπποδρομίας καὶ τῶν ἔξω θεάτρων εἰς τὴν ἐκκλησίαν εἰσάγοντες; Αἰσχύνομαι μὲν οὖν εἰς μέσον ταῦτα προτιθεὶς τὰ ρήματα καὶ ἐρυθριῶ· πλὴν ἀλλ’ ἀνάγκη ταῦτα εἶπειν, ἵνα ὑμεῖς ἀπαλλαγῆτε τοῦ ἀτάκτου γέλωτος καὶ τῆς αἰσχύνης καὶ τῆς βλάβης τῆς ἀπὸ τῶν ρημάτων τούτων. Ταῦτα πολλοὶ πολλάκις γελῶντες λέγουσιν· ἀλλὰ καὶ τοῦτο διαβολικῆς κακουργίας ἐστίν, ἐν τάξει ρημάτων ἀστείων διεφθαρμένα εἰσάγειν εἰς τὸν βίον ἡμῶν δόγματα. Ταῦτα γὰρ συνεχῶς καὶ ἐν εργαστηρίοις, καὶ ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς, καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις πολλοὶ περιφέρουσιν, ὅπερ ἐσχάτης ἀπιστίας ἐστὶ καὶ παρανοίας καὶ γέλωτος ὄντως καὶ παιδικῆς διανοίας. Τὸ μὲν γὰρ λέγειν, ὅτι ἐὰν ἀπελθόντες οἱ πονηροὶ κολασθῶσι, καὶ μὴ σφόδρα πεπεικέναι ἐαυτούς, ὅτι κολασθήσονται, πάντως, ἀπιστούντων ἐστὶ καὶ δαμφισβητούντων· τὸ δὲ, εἰ καὶ τοῦτο συμβαίῃ, ὅπερ οὖν καὶ συμβήσεται, νομίζειν τῆς ἴσης αὐτοὺς τοῖς δικαίοις ἀνταποδόσεως ἀπολελεαυκέναι, τοῦτο ἐσχάτης ἀνοίας. Τί λέγεις; εἰπέ μοι; ἐὰν ἀπελθὼν ὁ πλούσιος ἐκεῖ κολάζηται, ἕν γέγονε; Καὶ πῶς ἄν ἔχοι λόγον; Πόσα γὰρ αὐτὸ ἐνταῦθα βούλει θεῖναι ἀπολελαυκέναι τῶν χρημάτων ἔτη; βούλει θῶμε ἑκατόν; Ἐγὼ δὲ καὶ διακόσια τίθημι, καὶ τριακόσια καὶ δὶς τοσαῦτα, καὶ εἰ βούλει, καὶ χίλια, ὅπερ ἀδύνατον· Αἱ ἡμέραι γάρ, φησί, τῶν ἐτῶν ἡμῶν, ὀγοδήκοντα ἔτη· πλὴν ἀλλὰ κείσθω καὶ χίλια. Μὴ ζωὴν ἔχεις, εἰπέ μοι, ἐνταῦθα δεῖξαι τέλος οὐκ ἔχουσαν, οὐδὲ πέρα ἐπισταμένην, οἵαπερ ἐστὶν ἡ τῶν δικαίων ἐκεῖ; Εἴ τις οὖν, εἰπέ μοι, ἐν ἔτεσιν ἑκατὸν μίαν νύκτα ὄναρ ἰδὼν χρηστόν, καὶ πολλῆς καθ’ ὕπνους ἀπολαύσας τρυφῆς, τὰ ἑκατὸν ἔτη κολάζοιτο, ἆρα δυνήσῃ μένειν ἐπὶ τούτῳ, ἕν καὶ ἕν, καὶ τὴν μίαν νύκτα τῶν ὀνειράτων ἐκείνω τ οῖς ἑκατὸν ἔτεσιν ἀντίρροπον ποιεῖσθαι; Οὐκ ἔστιν εἰπεῖν. Τοῦτο δὴ καὶ περὶ τῆς μελλούσης ζωῆς λογίζου. Ὅπερ γάρ ἐστιν ἕν πρὸς ἑκατὸν ἔτη, τοῦτό ἐστιν ὁ παρὼν βίος πρὸς τὴν μέλλουσαν ζωήν· μᾶλλον δὲ καὶ πολλῷ πλέον· ὅσον ἐστὶ σταγὼν μικρὰ πρὸς πέλαγος ἄπειρον, τοσοῦτόν ἐστι χίλια ἔτη πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἐκείνην καὶ ἀπόλαυσιν. Καὶ τί γὰρ ἄν ἔχοι τις πλέον εἰπεῖν, ἤ ὅτι πέρα οὐκ ἔχει καὶ τέλος οὐκ οἶδε, καὶ ὅσον ἐστὶ τὸ μέσον ὀνείρων καὶ τῆς τῶν πραγμάτων ἀληθείας, τοσοῦτόν ἐστι τῆς καταστάσεως ταύτης καὶ τῆς ἐκεῖ τὸ διάφορον; Ἄλλως δὲ καὶ πρὸς τῆς ἐκεῖ κολάσεως, ἐντεῦθεν οἱ πονηρευόμενοι καὶ ἐν ἁμαρτίαις ζῶντες κολάζονται. Μὴ γὰρ μοι τὸν τραπέζης ἀπολαύοντα πολυτελοῦς ἁπλῶς εἴπῃς, καὶ τὸν ἱμάτια περιβεβλημένον σηρικά, καὶ ἀνδραπόδων ἀγέλας περιφέροντα καὶ σοβοῦντα ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς· ἀλλ’ ἀνάπτυξόν μοι τούτου τὸ συνειδός, καὶ ὄψει πολὺν ἔνδοθεν θόρυβον τῶν ἁμαρτημάτων, φόβον διηνενκῆ, χειμῶνα, ταραχήν, καθάπερ ἐν δικαστηρίῳ τὸν νοῦ ἐπὶ τὸν θρόνον ἀναβάντα τὸν βασιλικὸν τοῦ συνειδότος, καὶ ὥσπερ τινὰ δικαστὴν καθήμενος καὶ τοὺς λογισμοὺς παριστῶντα, καθάπερ δημίους, καὶ ἀναρτῶνται τὴν διάνοιαν, καὶ καταξαίνοντα ὑπὲρ τῶν ἡμαρτημένων, καὶ ἐμβοῶντα μεγάλα, μηδενὸς εἰδότος, ἀλλ’ ἤ τοῦ ταῦτα ἐπισταμένου βλέπειν Θεοῦ μόνον. Καὶ γὰρ ὁ μοιχεύων, κἄν μυριάκις ᾖ πλούσιος, κἄν μηδένα κατηγοροῦντα ἔχῃ, οὐ παύεται ἑαυτοῦ κατηγορῶν ἔνδον· καὶ ἡ μὲν ἡδονὴ πρόσκαιρος, ἡ δὲ ὀδύνη διηνεκής, φόβος πανταχόθεν καὶ τρόμος, ὑποψία καὶ ἀγωνία· τοὺς στενωποὺς δέδοικε, τὰ σκιὰς αὐτὰς τρέμει, τοὺς οἰκέτας τοὺς ἑαυτοῦ, τοὺς συνειδότας, τοὺς ἀγνοοῦντας, τὴν ἠδικημένην αὐτήν, τὸν ὑβρισμένον ἄνδρα· περιέρχεται πικρὸν κατήγορον περιφέρων τὸ συνειδός, αὐτοκατάκριτος ὤν, καὶ οὐδὲ μικρὸν ἀναπνεῦσαι δυνάμενος. Καὶ γὰρ καὶ ἐπὶ κλίνης, καὶ ἐν Τραπέζῃ, καὶ ἐν ἀγορᾷ, καὶ ἐν οἰκίᾳ, καὶ ἐν ἡμέρᾳ, καὶ ἐν νυκτί, καὶ ἐν αὐτοῖς τοῖς ὀνείρασι πολλάκις τὰ τῆς ἀμαρτίας εἴδωλα βλέπει, καὶ τὸν τοῦ Κάϊν ζῇ βίον, στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ μηδενὸς εἰδότος, ἔνδον ἔχει τὸ πῦρ συνειλεγμένον ἀεί. Τοῦτο καὶ οἱ ἁρπάζοντες, καὶ οἱ πλεονεκτοῦντες πάσχουσι· τοῦτο καὶ οἱ μεθύοντες καὶ ἕκαστος, δὲ ἁπλῶς ἐν ἁμαρτίαις ζώντων· ἀμήχανον γὰρ ἐκεῖνο διαφθαρῆναι τὸ δικαστήριον· ἀλλὰ κἄν μὴ μετίωμεν τὴν ἀρετήν, ὅμως ὀδυνώμεθα, ἐπειδὴ μὴ μετερχόμεθα, κἄν μετίωμεν τὴν κακίαν, ὅμως παυσάμενοι τῆς ἡδονῆς τῆς κατὰ τὴν ἁμαρτίαν, αἰσθανόμεθα τῆς ὀδύνης. Μὴ τοίνυν λέγωμεν ἐπὶ τῶν πλουτούντων ἐνταῦθα καὶ πονηρευομένων, καὶ τῶν δικαίων τῶν ἀπολαυόντων ἐκεῖ, ὅτι ἕν ἕν, ἀλλ’ ὅτι δύο οὐδέν. Τοῖς μὲν γὰρ δικαίοις καὶ τὰ ἐκεῖ καὶ τὰ ἐνταῦθα πολλὴν παρέχει τὴν ἡδονήν· οἱ δὲ ἐν πονηρίαις καὶ ἐν πλεονεξίαις, καὶ ἐνταῦθα καὶ ἐκεῖ κολάζονται. Καὶ γὰρ καὶ ἐνταῦθα κολάζονται τῇ προσοδοκίᾳ τῆς ἐκεῖ τιμωρίας, καὶ τῇ πονηρᾷ παρὰ πάντων ὑποψίᾳ, καὶ αὐτῷ τῷ ἁμαρτάνειν καὶ τὴν ψυχὴν τὴν ἑαυτῶν διαθφείρειν· καὶ μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀποδημίαν ἀφορήτους ὑπομένουσιν τιμωρίας. Πάλιν οἱ δίκαιοι, κἄν μυρία πάσχωσιν ἐνταῦθα δεινά, χρησταῖς συντρέφονται ταῖς ἐλπίσιν, ἡδονὴν ἔχοντες καθαράν, βεβαίαν, ἀκίνητον· καὶ μετὰ ταῦτα τὰ μυρία αὐτοὺς διαδέξεται ἀγαθά, καθάπερ οὖν καὶ τὸν Λάζαρον. Μὴ γὰρ μοι τοῦτο εἴπῃς, ὅτι ἤλκωτο, ἀλλὰ τοῦτο σκόπει, ὅτι χρυσοῦ παντὸς τιμιωτέραν ἔνδον εἶχε τὴν ψυχήν· μᾶλλον δὲ οὐ τὴν ψυχὴν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ· ἀρετὴ γὰρ σώματος οὺ πολυσαρκία καὶ εὐεξία, ἀλλὰ τοσαύτας καὶ τοιαύτας φέρειν βασάνους. Οὐ γάρ, εἴ τις ἐπὶ τοῦ σώματος τραύματα ἔχοι τοιαῦτα, βδελυκτὸς ὁ τοιοῦτος· ἀλλ’ εἴ τις ἐπὶ τῆς ψυχῆς ἕλκῃ μυρία ἔχων, μηδεμίαν αὐτῶν ἐπιμέλειαν ποιοῖτο· οἷος ἦν ἐκεῖνος ὁ πλούσιος, ἔνδοθεν ἡλκωμένος ἅπας. Καὶ καθάπερ οἱ κύνες τούτου περιέλειχον τὰ τραύματα, οὕτως ἐκείνου δαίμονες τὰ ἁμαρτήματα· καθάπερ οὗτος ἐν λιμῶ τροφῆς, οὕτως ἐκεῖνος ἐν λιμῷ πάσης ἀρετῆς ἔζη. Ταῦτ’ οὖν εἰδότες ἅπαντα φιλοσοφῶμεν, καὶ μὴ λέγωμεν, ὅτι εἰ τὸν δεῖνα ἐφίλει ὁ Θεός, οὐκ ἄν αὐτὸν ἀφῆκε γενέσθαι πένητα. Αὐτὸ μὲν οὖν τοῦτο μέγιστον ἀγάπης τεκμήριον ἐστιν· Ὅν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος, παιδεύει· μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱόν, ὅν παραδέχεται. Καὶ πάλιν, Τέκνον, ἐὰν προσέρχῃ δουλεύειν Κυρίῳ, ἑτοίμαστον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν, εὔθυνον τὴν καρδίαν σου, καὶ καρτέρησον. Ἐκβάλωμεν οὖν, ἀγαπητοί, τὰς περιττὰς ταύτας προλήψεις ἀφ’ ἐαυτῶν, καὶ τὰ δημώδη ταῦτα ρήματα. Αἰσχρότης γάρ, φησί, καὶ μωρολογία, καὶ εὐτραπελία μὴ ἐκπορευέσθω ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν. Μήτε οὖν αὐτοὶ ταῦτα λέγωμεν, ἀλλὰ κἄν ἑτέρους ἴδωμεν ταῦτα λέγοντας, ἐπιστομίσωμεν, κατεξαναστῶμεν σφοδρῶς, ἐπίσχωμεν τὴν ἀναίσχυτον αὐτῶν γλῶτταν. Εἴ τινα ἴδῃς, εἰπέ μοι, λήσταρχον κατατρέχοντα τὰς ὁδούς, τοῖς παριοῦσιν ἐφεδρεύοντα, τὰ ἐκ τῶν ἁγρῶν ἁρπάζοντα, εἰς σπήλαια καὶ καταδύσεις χρυσίον καὶ ἀργύριοιν κατορύττοντα, καὶ ἀγέλας ἀποκλείοντα πολλὰς ἐκεῖ, καὶ ἱμάτια καὶ ἀνδράποδα πολλὰ κεκτημένον ἐκ τῆς καταδρομῆς ἐκείνης, ἆρα αὐτόν, εἰπέ μοι μακαρίζεις διὰ τὸν πλοῦτον ἐκεῖνον, ἤ ταλανίζεις διὰ τὴν μέλλουσαν αὐτὸν διαδέχεσθαι δίκην; Καίτοι οὔπω συνείληπται, οὐδὲ εἰς χεῖρας τοῦ δικαστοῦ παραδέδοται, οὐδὲ εἰς δεσμωτήριον ἐνέπεσεν, οὐδὲ κατήγορον ἔσχεν, οὐδὲ ὑπὸ ψῆφον ἐγένετο, ἀλλὰ τρυφᾷ, μεθύει, εὐπορίας ἀπολαύει πολλῆς· ἀλλ’ ὅμως οὐ διὰ τὰ παρόντα καὶ τὰ ὁρώμενα αὐτὸν μακαρίζομεν, ἀλλὰ διὰ τὰ μέλλοντα καὶ προσδοκώμενα ταλανίζομεν. Τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν πλουτούντων καὶ πλεονεκτούντων λόγισαι. Λησταὶ τινές εἰσίν, ὁδοῖς ἐφεδρεύοντες, τὰ τῶν παριόντων ἁρπάζοντες, ὥσπερ, ἐν σπηλαίοις καὶ καταδύσεσι, τοῖς ἑαυτῶν θαλάμοις κατορρύττοντες τὰς ἑτέρων περιουσίας. Μὴ τοίνυν μακαρίζωμεν αὐτοὺς διὰ τὰ παρόντα, ἀλλὰ ταλανίζωμεν διὰ τὰ μέλλοντα, διὰ τὸ φοβερὸν ἐκεῖνοι δικαστήριον, διὰ τὰς ἀπαρειτήτους εὐθύνας, διὰ τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, ὅ μέλλει αὐτοὺς ὑποδέχεσθαι. Καίτοι οἱ μὲν λησταὶ πολλάκις ἐξέφυγον ἀνθρώπων χεῖρας· ἀλλ’ ὅμως καὶ τοῦτο εἰδότες, καὶ ἑαυτοῖς καὶ ἐχθροῖς ἀπευξαίμεθα ἄν τὸν ἐκείνων βίον, καὶ τὴν εὐπορίαν τὴν ἐπάρατον. Ἐπὶ δὲ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι τοῦτο εἰπεῖν· οὐδεὶς γὰρ αὐτοῦ διαφεύξεται τὴν ψῆφον, ἀλλὰ πάντες πάντως οἱ ἐν πλεονεξίαις καὶ ἁρπαγαῖς ζῶντες τὴν παρ’ αὐτοῦ δίκην, ἐπισπάσονται τὴν ἀθάνατον ἐκείνην καὶ τέλος οὐκ ἔχουσαν, καθάπερ οὖν καὶ ὁ πλούσιος ἐκεῖνος. Ἅπερ οὖν ἅπαντα παρ’ ἑαυτοῖς συλλέγοντες, ἀγαπητοί, μὴ τοὺς ἐν πλούτῳ, ἀλλὰ τοὺς ἐν ἀρετῇ ζῶντας μακαρίζωμεν· μὴ τοὺς ἐν πενίᾳ ἀλλὰ τοὺς ἐν κακίᾳ ταλανίζωμεν· μὴ τὰ παρόντα βλέπωμεν, ἀλλὰ τὰ μέλλοντα σκοπῶμεν· μὴ τὴν ἔξωθεν περιβολήν, ἀλλὰ τὸ ἑκάστου συνειδὸς ἐξτάζωμεν, καὶ τὴν ἐκ τῶν κατορθωμάτων ἀρετὴν και χαρὰν διώκοντες, ζηλώσωμεν τὸν Λάζαρον καὶ πλούσιοι καὶ πένητες. Οὐ γὰρ ἕνα καὶ δύο καὶ τρεῖς μόνον οὗτος, ἀλλὰ πλείστους ἄθλους ἀρετῆς ὑπέμεινε, τὴν πενίαν λέγῳ, τὴν ἀρρωστίαν, τὴν ἐρημίαν τῶν προστησομένων, τὸ ἐν οἰκίᾳ δυναμένῃ τὰ τοιαῦτα σβέσαι κακὰ ἅπαντα ὑπομεῖναι ἐκεῖνα, καὶ μηδενὸς εἰς παραμυθίας λόγον ἀξιοῦσθαι, τὸ τρυφῆς τοσαύτης ἀπολαύοντα τὸν ὑπερορῶντα ὁρᾷν, καὶ οὐ τρυφῆς ἀπολαύοντα μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν πονηρίᾳ ζῶντα, καὶ μηδὲν πάσχοντα δεινόν· τὸ καὶ μὴ πρὸς Λάζαρον ἕτερον ἔχειν ἰδεῖν, τὸ μηδὲν περὶ ἀναστάσεως δύνασθαι φιλοσοφεῖν, τὸ μετὰ τῶν εἰρημένων κακῶν καὶ πονηρὰν παρὰ τοῖς πολλοῖς ἀπὸ τῶν συμφορῶν καὶ ἐκείνων λαμβάνειν ὑπόληψιν, τὸ μὴ μέχρι δύο καὶ τριῶν ἡμερῶν, ἀλλὰ διὰ παντὸς τοῦ βίου, καὶ ἑαυτὸν ἐν τούτοις, καὶ τὸν πλούσιον ἐν τοῖς ἐναντίοις ὁρᾷν. Τίνα οὖν ἕξομεν ἀπολογίαν, εἰ τούτου πάντα ὁμοῦ τὰ δεινὰ μετὰ τοσαύτης φέροντος ἀνδρείας, ἡμεῖς μηδὲ τὰ ἡμίση τούτων οἴσομεν; Οὐ γὰρ ἔχεις, οὐκ ἔχεις δεῖξαι, οὐδὲ εἰπεῖν ἄλλον τινὰ τοσαῦτα καὶ τοιαῦτα πεπονθότα κακά. Διὰ γὰρ τοῦτο αὐτὸν καὶ εἰς μέσον προοὔθηκεν ὁ Χριστός, ἵνα ὅπουπερ ἄν ἐμπέσωμεν τῶν δεινῶν, ὁρῶντες παρὰ τούτῳ τὴν ὑπερβολῆν οὗσαν τῶν θλίψεων, ἱκανὴν ἐκ τῆς ἐκείνου φιλοσοφίας καὶ ὑπομονῆς ἀναλάβωμεν παράκλησιν καὶ παραμυθίαν· κοινὸς γὰρ τῆς οἰκουμένης διδάσκαλος πρόκειται τοῖς ὁτιοῦν πάσχουσι δεινόν, πρὸς αὐτὸν παρέχων πᾶσιν ὁρᾷν, καὶ πάντας αὐτοὺς νικῶν τῇ τῶν οἰκείων κακῶν ὑπερβολῇ. Ὑπὲρ δὴ τούτων ἁπάντων εὐχαριστήσαντες τῷ φιλάνθρωπῳ Θεῷ, καρπωσώμεθα τὴν ἐκ τοῦ διηγήματος ὠφέλειαν, συνεχῶς αὐτὴν καὶ ἐν συνεδρίοις, καὶ ἐν οἰκίᾳ, καὶ ἐν ἀγορᾷ, καὶ πανταχοῦ περιφέροντες, καὶ μετὰ ἀκριβείας ἅπαντα τὸν ἐκ τῆς παραβολῆς ταύτης καταμανθάντοντες πλοῦτον, ἵνα καὶ τὰ παρόντα ἀλύπως παραδράμωμεν δεινά, καὶ τῶν μελλόντων ἐπιτύχωμεν ἀγαθῶν· ὧν γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἀξιωθῆναι, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεθ’ οὗ τῷ Πατρί, ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, δόξα τιμή, προσκύνησις, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
Χτὲς πυργώσαμε ἐναντίου τους τὸν Παῦλο, ποὺ ὁρίζει· Εἴτε τρῶτε, εἴτε πίνετε, εἴτε κάνετε κάτι, ὅλα νὰ τὰ πράττετε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Σήμερα θὰ τοὺς παρουσιάσωμε τὸν Κύριο τοῦ Παύλου, ὄχι νὰ τοὺς προτρέπη μόνο καὶ νὰ τοὺς συμβουλεύη ν’ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν τρυφὴ ἀλλὰ καὶ νὰ βασανίζει ἐκεῖνον ποὺ ζῆ στὴν τρυφὴ καὶ νὰ τὸν τιμωρῆ. Γιατὶ ἡ ἱστορία τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου καὶ τῶν παθημάτων τους τίποτ’ ἄλλο παρὰ τοῦτο μόνο δείχνει. Ἤ καλύτερα γιὰ νὰ μὴν προχειρολογήσω, θὰ σᾶς διαβάσω πρῶτα τὴν παραβολή. «Ζοῦσε κάποτε ἕνα πλούσιος· φοροῦσε χρυσὰ καὶ μεταξωτὰ κι ἔκανε γλέντια λαμπρά. Ἦταν κι ἔνας φτωχὸς ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο. Αὐτὸς καθόταν στὴν πόρτα τοῦ πλουσίου γεμᾶτος πληγὲς κι ἤθελε νὰ χορτάση ἀπὸ τὰ ψίχουλα, ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι του. Τὰ σκυλιὰ ἔρχονταν κι ἔγλυφαν τὶς πληγὲς του». Γιὰ ποιό λόγο μιλοῦσε ὁ Κύριος μὲ παραβολὲς καὶ γιατὶ ἄλλες παραβολὲς τὶς ἐξηγοῦσε κι ἄλλες ὄχι, καὶ τί εἶναι ἡ παραβολὴ καὶ τὰ παρόμοια σὲ ἄλλη περίσταση θὰ ἐξετάσωμε, γιὰ νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ ὅ,τι μᾶς ἀπασχολεῖ τώρα. Τοῦτο μόνο θὰ σᾶς πῶ· ποιὸς ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστὰς μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστὸς διηγήθηκε αὐτὴν τὴν παραβολή. Εἶναι λοιπὸν ὁ Λουκᾶς μόνο. Εἶναι ἀνάγκη νὰ γνωρίζωμε κι αὐτό· ἀπὸ ὅσα εἶπε ὁ Χριστὸς ἄλλα τὰ διηγήθηκαν καὶ οἱ τέσσερες, καὶ καθένας χωριστὰ διηγήθηκε ὅ,τι ἄκουσε ἰδιαιτέρως. Γιὰ ποιὸ λόγο; Γιὰ νὰ γίνη ἀπαραίτητη κι ἡ ἀνάγνωσση τῶν ἄλλων καὶ νὰ παρουσιαστῆ ἡ ἐξαίρετη συμφωνία. Ἄν μᾶς τὰ εἶχαν ἐξηγήσει ὅλοι τους ὅλα, δὲ θὰ προσέχαμε σ’ ὅλους μὲ τὴν ἴδια προθυμία· θὰ ἔφτανε ὁ ἕνας νὰ μᾶς δώση τὸ σύνολο. Ἄν πάλι τὰ ἔλεγε ὁ καθένας διαφορετικά, δὲ θὰ παρουσιαζόταν ἡ ἐξαίρετη συμφωνία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ πολλὰ ἔγραψαν καὶ χωριστὰ πάλι ὁ καθένας ἄλλα. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ μᾶς λέει τοῦτο· Ἦταν κάποιος πλούσιος καὶ ζοῦσε μέσα σὲ πολλὴ κακία. Δὲν εἶχε δοκιμάσει καμμιὰ συμφορὰ καὶ τ’ ἀγαθὰ του κυλοῦσαν σὰν ἀπὸ πηγές. Ὅτι δὲν τοῦ συνέβαινε δυσάρεστο, οὔτε λύπη, οὔτε δυσκολία, τὸ ἐξυπονοεῖ ἡ φράση «διασκέδαζε καθημερινά». Ὅτι ζοῦσε μέσα σὲ κακία, φαίνεται ἀπὸ τὸ τέλος ποὺ τοῦ ἔλαχε, καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος, ἀπὸ τὴν περιφρόνηση ποὺ ἔδειχνε στὸν φτωχό. Ὅτι δὲν ἐλεοῦσε ὄχι ἐκεῖνον μονάχα ποὺ κοιτόταν στὴν πόρτα του ἀλλὰ οὔτε ἄλλον κανένα, τὸ ἔδειξε αὐτὸς ὁ ἴδιος. Γιατὶ δὲν ἦταν ὁ φτωχὸς πεσμένος σὲ κάποιο σταυροδρόμι οὔτε σ’ ἀπόκρυφο τόπο, ἀλλὰ σὲ μέρος τέτοιο, ποὺ ἀδιάκοπα περνοδιάβαινε ὁ πλούσιος, κι ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τὸν βλέπη. Ἄν λοιπὸν αὐτὸν ποὺ ἦταν ριγμένος ἀδιάκοπα στὶς πόρτες του καὶ μπροστὰ στὰ μάτια του πεσμένος, ποὺ καθημερινὰ μιὰ καὶ δυὸ καὶ περισσότερες φορὲς ἦταν ἀναγκασμένος, μπαίνοντας καὶ βγαίνοντας, νὰ τὸν βλέπη, ἄν δὲν ἐλέησε αὐτὸν ποὺ ἦταν σὲ τέτοια θλιβερὴ κατάσταση καὶ μὲ σύντροφο μιὰ τόση φτώχεια καὶ ποὺ βασανιζόταν ἀπὸ τὴν φοβερὴ ἀρρώστια μιὰ ὁλόκληρη ζωή, ποιός ἀπὸ ὅσους ἄλλους τὸν παρακαλοῦσαν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ τοῦ λυγίσει τὴν καρδιά; Γιατὶ ἄν τὸν προσπέρασε τὴν πρώτη μέρα, τὴ δεύτερη ἦταν φυσικὸ κάτι ν’ ἀντιληφθῆ. Κι ἄν δὲν τὸν πρόσεξε καὶ τότε, τὴν τρίτη τοὐλάχιστο ἤ τὴν τέταρτη ἤ τὴν παράλληλη, ἔπρεπε νὰ λυγίση ἐπὶ τέλους, ἀκόμα κι ἀπὸ τὰ θηρία ἄν ἦταν ἀγριώτερος. Τίποτα τέτοιο ὅμως δὲν ἔπαθε. Ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸ δικαστὴ ἐκεῖνον, ποὺ μήτε τὸ Θεὸ φοβόταν μήτε τοὺς ἀνθρώπους ντρεπόταν, φάνηκε πιὸ θρασὺς καὶ πιὸ σκληρός. Ἐκεῖνον τὸν ἔπεισε ἡ ἐπιμονὴ τῆς χήρας, ἄν κι ἦταν τραχὺς κι ἄγριος, νὰ τῆς δώση τὴ χάρη καὶ τὸν ἐλύγισε ἡ παράκλησή της. Τοῦτον ὅμως μήτε αὐτὸ δὲ στάθηκε ἱκανὸ νὰ τὸν κάμη νὰ σκύψη στὸν πόνο τοῦ φτωχοῦ. Κι ὅμως δὲν ἦταν ἴση ἡ αἴτηση ἀλλὰ τούτη δῶ πολὺ εὐκολώτερη καὶ δικαιότερη. Ἡ χήρα παρακαλοῦσε νὰ τὴν ὑπερασπίση ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της, ἐνῶ αὐτὸς θέλει νὰ τὸν ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ νὰ μὴ ἀδιαφορήση ποὺ αὐτὸς χανόταν. Κι ἐκείνη τὸν ἐνωχλοῦσε μὲ τὶς παρακλήσεις της, ἐνῶ αὐτὸν ὁ πλούσιος τὸν ἔβλεπε καθημερινὰ νὰ κοίτεται σιωπηλά. Πολὺ πιὸ κατάλληλο τοῦτο νὰ μαλακώση ἡ πέτρινη γνώμη. Ὅταν μᾶς ἐνοχλοῦν, πολλὲς φορὲς θυμώνομε. Ὅταν ὅμως δοῦμε ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια, περιμένουν μὲ πολλὴ σιωπὴ καὶ δὲ λένε τίποτα, κι ἐνῶ πάντα ἀποτυγχάνουν, δὲ θυμώνουν, μόνο στέκουν μπροστά μας σιωπηλά, ἀκόμα κι ἀπὸ τὶς πέτρες ἄν βρεθοῦμε πιὸ ἀναίσθητοι, ντρεπόμαστε τὴν ὑπέρμετρη πραόητά τους καὶ λυγίζομε. Τίποτα ἀπ’ αὐτὰ δὲν ἐμαλάκωσε αὐτὸ τὸ ἀνήμερο θηρίο. Πρώτη λοιπὸν κακίαν εἶναι αὐτὴ ἡ σκληρότητα καὶ ἡ ἄκρα ἀπανθρωπία. Δὲν εἶναι ἴδιο νὰ εἶσαι φτωχὸς καὶ νὰ μὴ βοηθῆς ὅσους βρίσκονται σὲ ἀνάγκη μὲ τὸ νὰ ἀδιαφορῆς γι’ αὐτοὺς ποὺ λιώνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα, ἐνῶ σὺ εἶσαι βουτηγμένος μέσα στὴν τρυφή. Καὶ πάλι, ἴδιο δὲν εἶναι νὰ δῆς μιὰ καὶ δυὸ φορὲς ἕνα φτωχὸ καὶ νὰ προσπεράσης μὲ τὸ νὰ τὸν βλέπης καθημερινὰ καὶ νὰ μὴ συγκινηθῆ ἡ ψυχή σου ἀπὸ εὐσπλαχνία καὶ φιλανθρωπία, μόλο ποὺ ἀδιάκοπα εἶναι μπροστὰ στὰ μάτια σου. Ἀκόμα δὲν εἶναι ἴσο νὰ βρίσκεσαι σὲ συμφορὲς καὶ λύπες καὶ στενοχωρίες καὶ νὰ μὴ βοηθῆς τὸ διπλανό σου μὲ τὸ νὰ νιώθης τόση χαρὰ καὶ παντοντινὴ εὐτυχία καὶ ν’ ἀδιαφορῆς ὡς τὸσο ἄν ἄλλοι λιώνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ νὰ κλείσης τὴν καρδιά σου χωρὶς ἡ χαρά σου νὰ σὲ κάμη πιὸ φιλάνθρωπο. Βέβαια τὸ καταλαβαίνετε τοῦτο· κι ἄν εἴμαστε ἀπ’ ὅλους ἀγριώτεροι, εἶναι στὴ φύση μας νὰ μᾶς κάνη ἡ εὐτυχία πιὸ ἥμερους καὶ πιὸ καλούς. Αὐτὸν ὅμως οὔτε ἡ εὐτυχία του δὲν τὸν ἔκαμε καλύτερον, ἀλλὰ ἔμεινε ἀποθηριωμένος καὶ πιὸ πολλὴ σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπία ἔκρυβε στὴν συμπεριφορά του. Κι ὅμως. Αὐτὸς ποὺ ζοῦσε μέσα στὴν κακία καὶ στὴν ἀπανθρωπία δοκίμαζε κάθε εὐτυχία, ἐνῶ ὁ δίκαιος, ὁ κυνηγὸς τῆς ἀρετῆς ζοῦσε σὸ βυθὸ τῆς δυστυχίας. Ὅτι ὁ Λάζαρος ἦταν δίκαιος τὸ φανέρωσε τὸ τέλος του καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος ἡ ὑπομονή μέσα στὴ φτώχεια του. Δὲ σᾶς φαίνεται ἄραγε πὼς βρίσκεστε μπροστὰ τὴν πραγματικότητα; Κατάμεστο τὸ πλοῖο τοῦ πλουσίου ἀπὸ ἐμπορεύματα καὶ ταξίδευε μὲ οὔριο ἄνεμο. Μὴ θαυμάσετε· τραβοῦσε ὁλοταχῶς γιὰ τὸ ναυάγιο, ἐπειδὴ δὲ θέλησε νὰ διαθέση τὸ ἐμπόρευμά του μὲ φόβο Θεοῦ. Νὰ σᾶς ἀναφέρω καὶ δεύτερη κακία; Ἡ καθημερινὴ ξένοιαστη ἀπόλαυση. Κι αὐτὴ εἶναι ἄκρα κακία. Ὄχι τώρα ποὺ γυρεύομε τόση πνευματικότητα ἀλλὰ καὶ πιὸ μπροστά, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ποὺ οἱ ἀπαιτήσεις ἦσαν μικρότερες. Ἀκοῦστε τί λέει ὁ προφήτης· Ἀλλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ δημιουργοῦν μιὰ πονηρὴ ἡμέρα, ποὺ ζοῦν σάββατα ψεύτικα. Τί σημαίνει «ποὺ ζοῦν σάββατα ψεύτικα»; Οἱ Ἰουδαῖοι νομίζουν ὅτι τὸ Σάββατο τοὺς ἔχει δοθεῖ γιὰ ἀργία. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ λόγος ἀλλὰ γιὰ νὰ ξοδεύουν ὅλο τὸ χρόνο τῆς σχολῆς τους στὰ πνευματικά, ἐλευθερώνοντας τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὰ βιοτικά. Ὅτι τὸ Σάββατο δὲν εἶναι γιὰ ἀργία ἀλλὰ προϋπόθεση πνευματικῆς ἐργασίας τὸ φανερώνουν τὰ ἴδια τὰ πράγματα. Κι ὁ ἱερέας ἐκείνη τὴν ἡμέραν ἐπιτελεῖ διπλῆ ἐργασία. Κι ἐνῶ κάθε μέρα προσφέρει ἁπλῆ θυσία, τότε ἔχει ἐντολὴ νὰ προσφέρει διπλῆ. Ἄν τὸ σάββατο ἦταν ἀποκλειστικὰ γιὰ ἀργία, ἔπρεπε ὁ ἱερεὺς νὰ ἀργῆ πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἐπειδὴ λιπὸν εἶχαν ἀπαλλαγῆ οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὰ βιοτικὰ, δὲν πρόσεχαν ὅμως τὰ πνευματικὰ μὲ σωφροσύνη καὶ καλωσύνη καὶ ἀκρόαση τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἔπρατταν τ’ ἀντίθετα· ἔτρωγαν, ἔπιναν, ἔσκαζαν, διασκέδαζαν – γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς κατηγόρησε ὁ προφήτης. Γιατὶ ὅταν εἶπε· Ἀλλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ δημιουργοῦν μιὰ πονηρὴ ἡμέρα κι ὅταν πρόσθεσε· Αὐτοὶ ποὺ ζοῦν σάββατα ψεύτικα, ἔδειξε μὲ τὴν πρόσθεση πῶς ἦσαν ψεύτικα τὰ σάββατά τους. Πῶς τὰ μετέβαλλαν λοιπὸν σὲ ψεύτικα; Μὲ τὴ διάπραξη τῆς κακίας, τὴν τρυφή, καὶ τὰ μύρια αἴσχη ποὺ ἔπρατταν. Ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀληθινὸ ἀκοῦστε κάτι. Αὐτὸ ποὺ θέλω τὸ ἀποδεικνύει μ’ αὐτὰ ποὺ λέει ἀμέσως· Σεῖς ποὺ κοιμᾶστε σὲ φιλντισένιες κλίνες καὶ ἀσωτεύετε στὰ τραπέζια σας, ποὺ τρῶτε κατσίκια ἀπὸ κοπάδια κι ἀπὸ ἀγέλες μοσχάρια γαλαθηνά, σεῖς ποὺ πίνετε τὸ φιλτραρισμένο κρασί καὶ ἀλείβεστε –πρώτη στάλα- τὰ μυρωδικά. Πήρατε τὸ σάββατο, γιὰ νὰ ἀπαλλάξετε τὴν ψυχή σας ἀπὸ τὴν πονηρία καὶ τὴν πράττετε περισσότερο. Δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὸ νὰ κοιμᾶσαι σὲ φιλντισένια κλινη βλακεία χειρότερη. Οἱ ἄλλες ἁμαρτίες ἐπὶ τέλους ἔχουν κάποια μικρὴ εὐχαρίστηση, ἡ μέθη, ἡ πλεονεξία, ἡ ἀσωτία. Τί εὐχαρίστητση ὅμως δοκιμάζει ὅποιος κοιμᾶται σὲ φιλντισένιο κρεβάτι καὶ ποιά ἱκανοποίηση; Κάνει γλυκύτερο καὶ πιὸ εὐχάριστο τὸν ὕπνο μας ἡ ὁμορφιὰ τοῦ κρεβατιοῦ; Ἄν ἔχωμε νοῦ, εἶναι πολὺ πιὸ ἐνοχλητικὸ καὶ δυσάρεστο. Ὅταν σκεφθῆς ὅτι τὴν ὥρα ποὺ κοιμᾶσαι στὸ φιλντισένιο κρεβάτι σου, ὁ ἄλλος μήτε ψωμὶ νὰ δοκιμάση δὲν ἔχει εὐχέρεια, δὲ θὰ σὲ καταδικάση ἡ συνείδησή σου καὶ δὲ θὰ ἐπαναστατήση ἐναντίον σου κατηγορῶντας αὐτὴν τὴν ἀσυνέπειά σου; Κι ἄν εἶναι αὐτο ἔγκλημα, πῶς θ’ ἀπολογηθοῦμε, ὅταν τυχαίνη νὰ εἶναι τὰ κρεβάτια ντυμένα στὸ ἀσήμι; Θέλεις νὰ δῆς ὀμορφιὰ κρεββατιοῦ; Ἔλα νὰ σοῦ δείξω ὀμορφιὰ ὄχι κρεβατιου κοινοῦ οὔτε στρατιωτικοῦ ἀλλὰ βασιλικοῦ. Κι ἄν εἶσαι ἀπὸ ὅλους πιὸ φιλόδοξος, ξέρω καλὰ πως δὲ θὰ θελήσης νὰ ἔχης κρεβάτι ὡραιότερο ἀπὸ τοῦ βασιλιᾶ. Καὶ τὸ σπουδαιότερο ὅτι ὁ βασιλιάς μας δὲν εἶναι τυχαῖος ἀλλὰ ὁ πρῶτος, ὁ πιὸ βασιλιας ἀπὸ τοὺς βασιλιάδες ὅλους, ποὺ ὡς σήμερα σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη τὸν τραγουδοῦν. Σοῦ δείχνω τὸ κρεβάτι τοῦ μακαρίου Δαυΐδ. Τί λογῆς ἦταν ἡ κλίνη αὐτή; Δὲν ἦταν ἀπὸ ἀσήμι καὶ χρυσάφι ἀλλὰ κοσμήματά της ἦσαν ὁλόγυρα τὰ δάκρυα καὶ οἱ ἐξομολογήσεις. Αὐτὰ τὰ λέει ὁ ἴδιος· Θὰ καταλύσω κάθε νύχτα τὴν κλίνη μου, θὰ μουσκέψω μὲ δάκρυα τὸ στρῶμα μου. Σαν μαργαριτάρια ὁλόγυρα τὴν εἶχαν στολίσει τὰ δάκρυά του. Στοχαστῆτε πόσο ἀπὸ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ξεχείλιζε ἡ ψυχή του. Ἐπειδὴ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, οἱ πολλὲς φροντίδες ποὺ τοῦ δημιουργοῦσαν ἄρχοντες, στρατηγοί, ἔθνοι, λαοί, στρατιῶτες, πόλεις, ἡ εἰρήνη, τὰ πολιτικὰ πράγματα, τὰ οἰκογενειακά, τὰ μακρινά, τὰ κοντὰ τὸν πήγαιναν καὶ τὸν ἔφερναν, τί ἔκανε; Τὸν καιρὸ ποὺ ὅλοι ξοδεύομε στὸν ὕπνο ἐκεῖνος τὸν ἀφιέρωνε στὴν ἐξομολόγηση, στὶς προσευχές, στὰ δάκρυα –Καὶ δὲν ἔκαμε ἔτσι μία νύχτα γιὰ νὰ σταματήση τὴ δεύτερη, οὔτε δύο καὶ τρεῖς κι ἔπειτα νὰ κάμη διάλειμμα. Κάθε νύχτα ἔκαμε τὸ ἴδιο. Θὰ κατακλύσω, λέει, κάθε νύχτα τὴν κλίνη μου· μὲ τὰ δάκρυά μου θὰ μουσκέψω τὸ κρεβάτι μου. Ἔδειχνε ἔτσι τὴν ἀφθονία τῶν δακρύων καὶ τὴ συνέχειά τους, ἐνῶ ὅλοι ξεκουράζονταν καὶ ἡσύχαζαν, μόνος ἐκεῖνος συνομιλοῦσε μὲ τὸ Θεὸ κι ἦταν παρὼν ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός του, ὅταν ἔκλαιγε καὶ θρηνοῦσε καὶ φανέρωνε τὰ ἁμαρτήματά του. Τέτοιο κρεβάτι φτιάξε καὶ σύ. Τὸ ἀσήμι καὶ τῶν ἀνθρώπων τὸ φθόνο προκαλεῖ καὶ τὴν ὀργὴ τοῦ οὐρανοῦ συνδαυλίζει. Μὰ δάκρυα σὰν τοῦ Δαυΐδ μπορεῖ νὰ σβήσουν κι αὐτὴ τὴ φωτιὰ τῆς γέενας. Θέλετε νὰ σᾶς παρουσιάσω κι ἄλλο κρεββάτι; Σᾶς λέγω τοῦ Ἰακώβ. Τὸ χῶμα εἶχε σὰ στρῶμα καὶ πέτρα κάτω ἀπὸ τὸ κεφάλι του· γι’ αὐτὸ καὶ εἶδε τὴ νοητὴ πέτρα καὶ τὴ σκάλα ἐκείνη, ὅπου ἀνεβοκατέβαιναν οἱ ἄγγελοι. Τέτοια κρεβάτια ἄς ἐπινοῦμε κι ἐμεῖς, γιὰ νὰ βλέπωμε τέτοια ὄνειρα. Ἄν ὅμως στ’ ἀσημένιο κρεβάτι κοιτώμαστε, ὄχι μόνο δὲ θ’ ἀπολαύσωμε καμμιὰ εὐχαρίστηση ἀλλὰ θὰ δοκιμάσωμε καὶ λύπη. Ἄν στοχαστῆς ὅτι μέσα στὴν παγωνιά, τὰ μεσάνυχτα, ὅταν σὺ κοιμᾶσαι στὸ κρεβάτι σου, ὁ φτωχὸς ἔχει πέσει στ’ ἄχυρα στὶς πόρτες τῶν λουτρῶν, μὲ ξερὰ χόρατα σκεπασμένος, τρέμοντας, παγωμένος ἀπὸ τὸ κρύο, ἐνῶ τὸν σφίγγει ἡ πεῖνα... Τότε κι ἄν εἶσαι ἀπ’ ὅλους πιὸ πέτρινος, γνωρίζω ὅτι θὰ καταδικάσης τὸν ἑαυτό σου, ἐπειδὴ σὺ ἀπολαμβάνεις πέρα ἀπὸ τὸ ἀπαραίτητο, ἐνῶ ἐκεῖνον δὲν ἀφήνεις μήτε τὸ ἀπαραίτητο νὰ γευθῆ. Κανένας στρατιώτης, λέει δὲν πλέκεται στὰ ζητήματα τῆς ζωῆς. Εἶσαι στρατιώτης πνευματικός. Ἐκεῖνος ὁ στρατιώτης δὲν κοιμᾶται σὲ φιλντισένιο κρεβάτι ἀλλὰ στὸ χῶμα. Δὲ βάζει μυρωδικά· αὐτὸς ὁ ζῆλος εἶναι γιὰ τοὺς πόρνους, καὶ τοὺς διεφθαρμένους, τοὺς ἀνθρώπους τῆς σάρκας, τοὺς ἀφρόντιστους. Σὺ δὲν πρέπει νὰ μυρίζης ἀρώματα ἀλλὰ ἀρετή. Τίποτα δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ψυχὴ πιὸ ἀκάθαρτο, ὅταν βάζωμε στὸ σῶμα τέτοιες μυρωδιές. Ἀπόδειξη τῆς ἐσωτερικῆς δυσοσμίας καὶ τῆς ἀκαθαρσίας θὰ ἦταν τ’ ἀρώματα τοῦ σώματος καὶ τῶν ρούχων. Ὅταν ἔρθη ὁ διάβολος καὶ ξεσηκώση τὴν ψυχὴ καὶ τὴ γεμίση μὲ πολλὴ βλακεία, τότε ἀποτυπώνει μὲ τ’ ἀρώματα καὶ πάνω στὸ σῶμα τὴ σφραγίδα τῆς διαφθορᾶς του. Κι ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἀδιάκοπο συνάχι καὶ καταρροὴ μολύνουν καὶ τὰ ροῦχα τους καὶ τὰ χέρια καὶ τὸ πρόσωπο μὲ τὰ ἀσταμάτητα ὑγρὰ τῆς μύτης, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τὴν κακία τῆς αἰσχρῆς αὐτῆς καταρροῆς ἀποτυπώνει στὸ σῶμα. Ποιός μπορεῖ νὰ φαντασθῆ ὅτι εἶναι σοβαρὸς κι ἔντιμος αὐτὸς ποὺ ἀποπνέει ἀρώματα καὶ γυναικοφέρνει ἤ καλύτερα ποὺ πορνεύεται καὶ ζῆ τὴ ζωὴ τῶν χορευετριῶν; Ἄς βγάζη ἡ ψυχή σου πνευματικὴ εὐωδία κι ἔτσι καὶ τὸν ἑαυτό σου κι αὐτοὺς ποὺ σὲ σναναστρέφωνται θὰ ὠφελῆς ἀφάνταστα. Τίποτα, τίποτα δὲν εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν τρυφή. Ἀκοῦστε πάλι τί λέει γι’ αὐτὴν ὁ Μωυσῆς. Ἐτράφηκσε ὁ ἀγαπητός, πάχυνε καὶ δυνάμωσε κι ἔδωσε κλωτσιά. Δὲν εἶπε -ἔφυγε, ἀλλὰ «ἔδωσε κλωτσιά» -δείχνοντας πόσο ἦταν περήφανος καὶ σὲ χαλινάρι δύσκολος. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο· ὅταν φᾶς καὶ πιῆς, πρόσεχε μήπως ξεχάσης τὸν Κύριο καὶ Θεό σου. Ἡ τρυφὴ συνχὰ μᾶς σπρώχνει στὴν λησμονιά. Καὶ σὺ ἀγαπητὲ μου, ὅταν καθίσης στὸ τραπέζι σκέψου ὅτι ἔπειτα πρέπει νὰ προσευχηθῆς. Ἔτσι γέμισε τὸ στομάχι ὅσο πρέπει καὶ δὲ θὰ βρεθῆς σ’ ἀδυναμία ἀπὸ τὸ βάρος νὰ λυγίσης τὰ γόνατά σου καὶ νὰ παρακαλέσης τὸ Θεό. Δὲ βλέπετε τὰ ζῶα ὅτι μετὰ τὸ παχνὶ βγαίνουν σὲ ταξίδι καὶ μεταφέρουν φορτία ἐκτελῶντας τὸν προορισμό τους; Σὺ ὅμως μετὰ τὸ φαγητὸ γίνεσαι ἄχρηστος κι ἀκατάλληλος γιὰ κάθε ἐργασία. Πῶς νὰ μὴν εἶσαι ἀπὸ τὰ ὑποζύγια κατώτερος; Γιὰ ποιὸ λόγο; Γιατὶ τότε εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶσαι νηφάλιος καὶ ξυπνητός. Ὁ καιρὸς μετὰ τὸ φαγητὸ εἶναι καιρὸς εὐχαριστίας κι ὅποιος εὐχαριστεῖ, δὲν πρέπει νὰ εἶναι μεθυσμένος ἀλλὰ νηφάλιος καὶ ξυπνητός. Ἀπὸ τὸ τραπέζι ἄς μὴ βαδίζωμε στὸ κρεβάτι ἀλλὰ στὴν προσευχή, γιὰ νὰ μὴ γίνωμε ἀπὸ τὰ ἄλογα πιὸ ἄλογοι. Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι πολλοὶ θὰ καταδικάσουν τοὺς λόγους μου, γιατὶ τάχα εἰσάγουν στὴ ζωὴ μιὰ καινούργια καὶ παράδοξη γραμμή. Ἐγὼ ὅμως θὰ καταδικάσω περισσότερο τὴ γραμμὴ ποὺ ἀκολουθεῖτε τώρα. Ὅτι τὸ φαγητὸ καὶ τὸ τραπέζι δὲν πρέπει νὰ τὸ διαδέχεται ὁ ὕπνος καὶ τὸ κρεβάτι ἀλλὰ οἱ προσευχὲς καὶ ἡ ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν, πιὸ καθαρὰ τὸ ἐδήλωσε ο Χριστός. Ὅταν στὴν ἔρημο ἔκαμε τραπέζι στ’ ἄπειρα πλήθη, δὲν τοὺς ἔστειλε στὸ κρεβάτι καὶ στὸν ὕπνο ἀλλὰ τοὺς ἐκάλεσε στὴν ἀκρόαση τῶν θείων λόγων. Δὲν ἔκαμε τὸ στομάχι τους νὰ σπάση, οὔτε τοὺς παρέδωσε στὴ μέθη, ἀλλὰ ἀφοῦ ἱκανοποίησε τὴν φυσικὴ ἀνάγκη τῆς πείνας τοὺς ὡδήγησε στὴν πνευματικὴ τροφή. Ἕτσι ἄς κάνωμε κι ἐμεῖς κι ἄς συνηθίσωμε νὰ τρῶμε τόσο ὅσο χρειάζεται νὰ ζοῦμε μονάχα. Ὄχι νὰ εἶναι τὸ στομάχι βαρὺ καὶ νὰ πάη νὰ σπάση. Γιατὶ δὲν ἐδημιουργηθήκαμε καὶ δὲ ζοῦμε, γιὰ νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε ἀλλὰ γι’ αὐτὸ τρῶμε, γιὰ νὰ ζοῦμε. Δὲν εἶναι ἡ ζωὴ γιὰ τὸ φαγητό, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔγινε τὸ φαγητὸ γιὰ τὴ ζωή. Ἐμεῖς ὅμως σὰ νὰ ἤρθαμε γιὰ τὸ φαγητὸ στὸν κόσμο, ὅλα σ’ αὐτὸ τὰ δαπανοῦμε. Ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνη σφοδρότερη ἡ κατηγορία τῆς τροφῆς καὶ νὰ πειράξη περισσότερο αὐτοὺς ποὺ ζοῦν μέσα σ’ αὐτήν, ἄς ξαναφέρωμε τὸ λόγο στὸν Λάζαρο. Ἔτσι ἡ προτροπὴ κι ἡ συμβουλὴ μου θὰ γίνη ἀληθινώτερη καὶ ζωηρότερη, ὅταν ὄχι μὲ λόγια ἀλλὰ μὲ πράγματα δῆτε νὰ βασανίζωνται καὶ νὰ τιμωροῦνται ὅσοι ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν πολυφαγία. Ὁ πλούσιος λοιπὸν σὲ τόση κακία μέσα ζοῦσε , μέσα σὲ καθημερινὴ τρυφὴ καὶ ντυνόταν μὲ πολυτέλεια ἀνάβοντας περισσότερο τὴν κόλαση γιὰ τὸν ἑαυτό του, συδαυλίζοντας τὴ φωτιά, κάνοντας τὴν καταδίκη του ἀπαρηγόρητη καὶ τὴν τιμωρία του ἀσυγχώρητη. Κι ὁ φτωχός; Ριγμένος στὴν ἐξώπορτά του οὔτε ἀπελπίστηκε, οὔτε βλαστήμησε, οὔτε ἀγανάκτησε. Δὲν ἀναρωτήθηκε, ὅπως κάνουν πολλοί· Τί σημαίνει αὐτὸ τέλος πάντων; Τοῦτος ποὺ ζῆ μέσα στὴν κακία καὶ στὴν σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπία, καὶ ὅλα τὰ περιττὰ ἀπολαμβάνει καὶ λύπη καμμιὰ δὲν ὑπομένει, καὶ κανένα δυσάρεστο ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ πολιορκοῦν τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ χαίρεται ἀτόφια τὴν εὐχαρίστηση. Κι ἐγὼ δὲν ἔχω οὔτε τὴν ἀπαραίτητη τροφή. Ἀλλὰ γι’ αὐτὸν ποὺ δαπανᾶ τὴν περιουσία του ὅλη σὲ παράσιτα καὶ κόλακες καὶ μεθύσια σὰν ἀπὸ πηγὲς τρέχουν ὅλα στὸ σπίτι του. Ἐγὼ ὅμως κοίτομαι ἐδῶ θέαμα σ’ αὐτοὺς ποὺ μὲ βλέπουν, ντροπὴ καὶ περίγελως, κι ἀπὸ τὴν πεῖνα λιώνω. Αὐτὸ εἶναι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ; Παρακολουθεῖ τ’ ἀνθρώπινα ἡ θεία δικαιοσύνη; Τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ οὔτε εἶπε οὔτε σκέφτηκε. Ἀπὸ ποῦ εἶναι αὐτὸ φανερό; Ἀπὸ τὸ ὅτι τὸν πῆραν οἱ ἄγγελοι καὶ τὸν ἀποκατάστησαν στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ. Δὲ θὰ τοῦ γινόταν τέτοια τιμή, ἄν ἦταν βλάσφημος. Οἱ πολλοὶ θαυμάζουν τὸ Λάζαρο γιὰ τοῦτο μονάχα, ὅτι ζοῦσε στὴ φτώχεια. Ἐγὼ ὅμως ἀποδεικνύω ὅτι αὐτὸς εἶχε δοκιμάσει ἐννέα εἰδῶν τιμωρίες γιὰ νὰ λάμψη περισσότερο· πρᾶγμα ποὺ ἔγινε. Εἶναι φοβερὴ στ’ ἀλήθεια ἡ φτωχεία καὶ τὸ γνωρίζουν ὅλοι ὅσοι τὴ δοκίμασαν. Δὲν μπορεῖ λόγος νὰ παραστήση τὸν πόνο ποὺ δοκιμάζουν ὅσοι ζοῦν μέσα στὴ φτώχεια καὶ δὲ γνωρίζουν ἀπὸ πνευματικὴ ζωή. Δὲν εἶχε ὁ Λάζαρος τὸ φοβερὸ αὐτὸ μονάχα ἀλλὰ τὸ συντρόφευε κι ἀρρώστεια καὶ μάλιστα πολὺ βαρειά. Προσέξετε πῶς δείχνει ὅτι κι οἱ δύο συμφορὲς εἶχαν φτάσει τὸ ἄκρο. Ὅτι κάθε φτώχεια ξεπέρασε τότ ἡ φτώχεια τοῦ Λαζάρου, τὸ ἔδειξε λέγοντας ὅτι μήτε τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου δὲν μπροῦσε νὰ ἐπωφεληθῆ. Ὅτι πάλι καὶ ἡ ἀρρώστια του εἶχε φτάσει στὸ ἴδιο σημεῖο μὲ τὴ φτώχεια του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ προχωρήση περισσότερο, αὐτὸ τὸ ἐφανέρωσε λέγοντας ὅτι τὰ σκυλιὰ ἔγλυφαν τὶς πληγές του. Τόσο εἶχε ἐξασθενήσει, ὥστε δὲν μποροῦσε μήτε τὰ σκυλιὰ νὰ διώξη ἀλλὰ κοιτόταν ζωντανὸς νεκρὸς κι ἐνῷ τὰ ἔβλεπε ποὺ πλησίαζαν, δὲν εἶχε δύναμη νὰ ἀμηνθῆ. Τόσο εἶχαν παραλύσει τὰ μέλη του κι εἶχε ἐξαντληθῆ ἀπὸ τὴ δοκιμασία. Βλέπετε πόσα δεινὰ ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀρρώσται πολιορκοῦσαν τὸ σῶμα του; Κι ἄν τὸ καθένα ἀπ’ αὐτὰ μόνο του εἶναι ἀνυπόφορο, ὅταν ἑνωθοῦν, πῶς δὲν πρέπει νὰ εἶναι διαμάντι αὐτὸς ποὺ ὑποφέρει; Πολλοὶ ἄνθρωποι ἀρρωσταίνουν πολλὲς φορὲς ἀλλὰ δὲν στεροῦνται τὴν ἀπαραίτητη τροφή. Ἄλλοι πάλι ἔχουν γιὰ σύντροφο τὴ πιὸ μεγάλη φτώχεια, ἔχουν ὅμως τὴν ὑγεία τους καὶ τὸ ἕνα εἶναι μιὰ ἀνακούφιση γιὰ τὸ ἄλλο. Ἐδῶ ἐνεργοῦσαν καὶ τὰ δύο μαζί. Ἔχεις ὅμως ἴσως νὰ μοῦ πῆς κάποιον ποὺ εἶναι καὶ ἄρρωστος καὶ φτωχός. Ὄχι ὅμως πὼς βρισκόταν καὶ σὲ τόση ἐγκατάλειψη. Ἄν δὲν μποροῦσε νὰ βρῆ κάποια βοήθεια ἀπὸ μόνος του ἤ ἀπὸ τοὺς δικούς του, μποροῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν αὐτοὶ ποὺ τὸν ἔβλεπαν, ἀφοῦ κοιτόταν στὴν μέση. Ἀλλὰ ἡ ἀπουσία βοηθῶν ἔκαμε τὰ δεινά του βαρύτερα κι αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν ἔκαμε νὰ φαίνεται χειρότερη τὸ πέσιμό του στὴν ἐξώπορτα τοῦ πλουσίου. Ἄν κοιτόταν σ’ ἔρημο καὶ ἀκατοίκητο μέρος δὲ θὰ ὑπέφερε τόσο ἀπὸ τὸν πόνον καὶ τὴν ἀδιαφορία ποὺ συναντοῦσε. Ἡ ἀπουσία ἀνθρώπων θὰ τὸν ἔκαμε νὰ ὑποφέρη τὰ παθήματά του καὶ χωρὶς νὰ θέλη. Ἀλλὰ νὰ κοίτεται ἀνάμεσα σὲ τόσους ἀνθρώπους ποὺ ἔπλεαν στὴ μέθη καὶ τὴν καλοπέραση καὶ νὰ μὴν τοῦ δείχνη κανένας τὴν πιὸ μηδαμινὴ φροντίδα, τὸν ἔκαμε νὰ νιώθη δριμύτερα τοὺς πόνους του καὶ ἄναβαν περισσότερο τὴ λύπη του. Γιατὶ πειράζει τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ συμφορά του ὄχι τόσο νὰ τοῦ λείπουν οἱ βοηθοί, ὅσο νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ μὴ θέλουν νὰ τοῦ ἁπλώσουν τὸ χέρι. Αὐτὸ ὑπέφερε κι’ ἐκεῖνος τότε. Ἀκόμη ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸ καὶ κάτι ἄλλο πρόσθεσε στὴν ὀδύνη του· ἔλβεπε τὸν ἄλλον νὰ εὐτυχῆ. Ὄχι ἐπειδὴ ἦταν φθονερὸς καὶ κακὸς ἀλλὰ γιατὶ ἡ φύση ὅλων μας ἐπιβάλλει νὰ λαβαίνωμε ἀκριβέστερη αἴσθηση τῶν συμφορῶν μας, ὅταν ἄλλοι εὐτυχοῦν. Στὴν περίπτωση τοῦ πλουσίου ἦταν καὶ κάτι βαρύτερο ποὺ μποροῦσε νὰ τὸν πειράξη. Δὲν εἶχε ἐντονώτερη τὴν ἐντύπωση τῶν δεινῶν του, ἐπειδὴ ἔκαμε σύγκριση τῆς δυστυχίας του μὲ τὴν εὐτυχία ἐκείνου, ἀλλὰ ἐπειδὴ συνάμα τὴ σκέψη ὅτι αὐτὸς ποὺ ζῆ μὲ σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπία προκόβει σὲ ὅλα, ἐνῷ ὁ ἴδιος ποὺ ζοῦσε μὲ ἀρετὴ καὶ καλωσύνη ὑποφέρει τὰ βαρύτερα δεινά. Κι ἀπ’ αὐτὸ πάλι ἡ λύπη του ἦταν ἀπαρηγόρητη. Νὰ ἦταν ὁ πλούσιος δίκαιος, νὰ ἦταν καλωσυνᾶτος, νὰ ἦταν ἄξιος γιὰ θαυμασμό, νὰ ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ ἀρετή, δὲ θὰ τοῦ προξενοῦσε λύπη. Τώρα ὅμως ἐνῷ ζοῦσε μέσα στὴν ἁμαρτία κι εἶχε φτάσει τὰ ὅρια τῆς κακίας κι ἔδειχνε τόση ἀπανθρωπία, μὲ συναισθήματα ἐχθρικὰ πέρα πέρα· κι ἐνῷ σὰ νὰ ἦταν καμμιὰ πέτρα τὸν προσπερνοῦσε ἀδιάντροπα κι’ ἄσπλαχνα, τώρα ὕστερ’ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἀπολάμβανε τόση εὐτυχία. Στοχαστῆτε πῶς ἦταν φυσικὸ νὰ βυθίζη τὴν ψυχὴ τοῦ φτωχοῦ μέσα σὲ ἀλλεπάλληλα κύματα; Φανταστῆτε τὸ Λάζαρο στὴν κατάσταση ποὺ βρισκόταν· ἔβλεπε τὰ παράσιτα, τοὺς κόλακες, τοὺς ὑπηρέτες ν’ ἀνεβοκατεβαίνουν καὶ νὰ μπαινοβγαίνουν, νὰ τρέχουν ἐδῶ κι ἐκεῖ, νὰ θορυβοῦν, νὰ μεθοῦν, νὰ χοροπηδοῦν, νὰ κάνουν κάθε ἀκολασία. Σάμπρως γι’ αὐτὸ εἶχε ριχτῆ στὴν ἐξώπορτα, γιὰ νὰ γίνῃ μάρτυρας τῆς ξένης εὐτυχίας καὶ ζοῦσε ὅσο νὰ νοιώθη τὰ δεινὰ του μονάχα, ναυαγὸς μέσα στὸ λιμάνι, πεθαμένος στὴ δίψα δίπλα στὴν πηγή. Νὰ ἀναφέρω ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὰ κι ἄλλο κακό; Δὲν μποροῦσε νὰ στρέψη τὸ βλέμμα του σὲ κάποιο δεύτερο Λάζαρο. Ἐμεῖς κι ἄν ὑποφέρωμε ἀμέτρητα κακά, μποροῦμε νὰ κοιτάξωμε τὸ διπλανό μας καὶ νὰ αἰσθανθοῦμε μεγάλη ἀνακούφιση καὶ παργηγορία. Νὰ συναντᾶ κανένας ἤ ν’ ἀκούση νὰ τοῦ μιλοῦν γιὰ ὅμοιους του στὶς συμφορὲς φέρνει μεγάλη ἀνακούφιση. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν μποροῦσε κανένα νὰ δῆ ποὺ νὰ ἔχη πάθει τὰ ἴδια. Μήτε εἶχε ἀκούσει κανέναν ἀπὸ τοὺς πιὸ παλιοὺς νὰ εἶχε τόσα ὑπομείνει. Αὐτὸ φτάνει γιὰ νὰ σκοτίση τὴν ψυχή. Ἀλλὰ μπορῶ καὶ τοῦτο νὰ ἰσχυριστῶ· δὲν μποροῦσε νὰ ὑψωθῆ στὴν ἔννοια τῆς ἀναστάσεως ἀλλὰ πίστευε ὅτι ἡ ζωή του εἶχε κλειστῆ σ’ αὐτὸν μόνο τὸν κόσμο, ἀφοῦ ζοῦσε πρὶν ἀπὸ τὴ χάρη. Κι ἄν στὴν ἐποχὴ τὴ δική μας ὕστερα ἀπὸ τόση γνώση τοῦ Θεοῦ, ὕστερ’ ἀπὸ τὶς ὄμορφες ἐλπίδες γιὰ τὴν ἀνάσταση, τὶς τιμωρίες γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, τὰ ἕτοιμα ἀγαθὰ γιὰ τοὺς δικαίους, ὑπάρχουν μερικοὶ τόσο μικρόψυχοι καὶ τόσο κακομοίρηδες, ὥστε μήτε μὲ τέτοιες προσδοκίες νὰ μὴ διορθώνεται, τί ἦταν φυσικὸ νὰ αἰσθάνεται ἐκεῖνος, ἀφοῦ τοῦ ἔλειπε τέτοια ἄγκυρα; Αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ ὑψωθῆ σὲ τέτοιες σκέψεις, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμα ἡ ὥρα τέτοιων στοχασμῶν. Ἦταν ὅμως καὶ κάτι ἄλλο ἄκόμα· εἶχε χάσει τὴν ὑπόληψή του ἀνάμεσα σὲ ὅσους ἦταν ἀνόητοι. Γιατὶ οἱ πολλοὶ, ὅταν ἰδοῦν μερικοὺς νὰ βασανίζωνται μὲ ἀρρώστια ποὺ δὲν τοὺς ἀφήνει καὶ μὲ ὑπέρμετρα δεινά, τὶς περισσότερες φορὲς δὲν ἔχουν καλὴ ἰδέα γι’ αὐτούς, ἀλλὰ κρίνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ συμφορά του καὶ πιστεύουν ὅτι βασανίζεται ἔτσι ἐξ αἰτίας τῆς κακίας του. Καὶ πολλὰ ἄλλα παρόμοια ψιθυρίζουν μεταξύ τους, ἀνόητα βέβαια, λέγονται ὅμως· ὅτι τάχα, ἄν τὸν ἀγαποῦσε ὁ Θεός, δὲ θὰ τὸν ἄφηνε νὰ ταλαιπωρῆται μέσα στὴν φτώχεια καὶ σ’ ἄλλα δεινά. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ στὸν Ἰώβ, τὸ ἴδιο καὶ στὸν Παῦλο. Ἔλεγαν στὸν Ἰώβ. «Μήπως σοῦ εἴπαμε πολλὲς φορὲς δυσάρεστα;Ποιός ὅμως θὰ μπορέση νὰ κρατηθῆ καὶ νὰ μὴ μιλήσῃ ; Σὺ πολλοὺς συμβούλεψες, ἀδύνατα χέρια ἐνίσχυσες, τοὺς κλονισμένους ἐκράτησες μὲ τοὺς λόγους σου, τὰ γόνατα ποὺ λύγιζαν ἐστήριξες. Τώρα ἡ συμφορὰ βρίσκει καὶ σένα καὶ σὺ ταράζεσαι. Δὲν ἦταν ἀνόητη ἡ εὐλάβειά σου;» Αὐτὰ θέλουν νὰ ποῦν τοῦτο· Ἄν εἶχες κάμει κάτι καλό, δὲ θὰ πάθαινες αὐτὰ ποὺ παθαίνεις· ἀλλὰ πληρώνεις τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς παρανομίες σου. Αὐτὸ πείραζε πιὸ πολὺ τὸ μακάριο Ἰώβ. Τὸ ἴδιο ἔλεγαν οἱ βάρβαροι καὶ γιὰ τὸν Παῦλο. Ὅταν εἶδαν τὴν ἔχιδνα κρεμασμένη ἀπὸ τὸ χέρι του, δὲ σχημάτισαν καλὴ ἰδέα γι’ αὐτὸν ἀλλὰ φαντάσθηκαν πὼς ἦταν ὁ χειρότερος ἐγκληματίας. Φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια του· Αὐτὸν, ἄν καὶ σώθηκεν ἀπὸ τὴν θάλασσα, δὲν τὸν ἄφησε νὰ ζήση ἡ θεία δίκη. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ καὶ τοῦτο συχνὰ μᾶς ταράζει. Ἐνῷ ὅμως ἀντιμετώπιζε τόσα κύματα, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, δὲ βούλιαζε τὸ σκάφος. Ἀλλὰ συμπεριφερόταν, σὰν νὰ βρίσκοταν τὴ δροσοβόλο κάμινο, καὶ νὰ δοκίμαζε ἀναβρυστικὴ δρόσο. Δὲν εἶπε τίποτα τέτοιο, ὅπως εἶναι φυσικὸ νὰ λένε οἱ πολλοί· ἄν αὐτὸς ὁ πλούσιος μετὰ τὸ θάνατό του κολαστῆ καὶ τιμωρηθῆ, θὰ ἔρθη ἕνα μὲ ἕνα, ἄν ὅμως ἀπολαύση κι ἐκεῖ τὶς ἴδιες τιμὲς θὰ βγάλη δύο μηδέν. Ἤ μήτως δὲν κυκλοφορῆτε τέτοια σεῖς οἱ πολλοὶ μέσα στὴν ἀγορά, φέρνοντας μέσα στὴν ἐκκλησία τὸ ἱπποδρόμιο καὶ τὰ θέατρα; Ντρέπομαι νὰ ἀναφέρω τέτοια λόγια καὶ κοκκινίζω. Εἶναι ὅμως ἀνάγκη νὰ τὰ πῶ, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆτε σεῖς ἀπὸ τὰ ἄτακτα γέλοια καὶ τὴν ντροπὴ καὶ τὴ βλάβη τῶν λόγων αὐτῶν. Αὐτὰ πολλοὶ τὰ λένε γελῶντας ἀλλὰ καὶ τοῦτο εἶναι ἐπινόημα τῆς διαβολικῆς κακίας, νὰ εἰσάγωνται στὴν ζωὴ ἀνήθικες ἰδέες μὲ μορφή ἀστείων. Αὐτὰ καὶ στὰ ἐργαστήρια ἀδιάκοπα καὶ στὴν ἀγορὰ καὶ στὰ σπίτια πολλοὶ τὰ κυκλοφοροῦν, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ μεγάλη ἀνοησία καὶ τρέλλα καὶ κοροϊδία ἀληθινὰ καὶ σκέψη παιδική. Γιατὶ τὸ νὰ λέμε ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν οἱ ἄδικοι, ὅταν πεθάνουν καὶ νὰ μὴν πιστεύωμε ἀκράδαντα ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν, δείχνει ὅπως νἄχη ἀνθρώπους ποὺ ἀπιστοῦν κι ἀμφιβάλλουν. Κι ἄν τύχη καὶ τοῦτο, ποὺ θὰ τύχη, νὰ νομίζωμε ὅτι αὐτοὶ θὰ κερδίσουν τὴν ἴδια ἀνταπόδοση μὲ τοὺς δίκαιους, αὐτὸ μαρτυρεῖ ἔσχατη ἀνοησία. Πέστε μου , τί λέτε; ἄν ὁ πλούσιος μετὰ τὸ θάνατό του τιμωρῆται ἐκεῖ, εἶναι ἕνα μ’ ἕνα; Τί νόημα ἔχει τοῦτο; Πόσα χρόνια θέλετε νὰ ὑποθέσωμε ὅτι θ’ ἀπολαύση ἐδῶ τ’ ἀγαθά του; Ἑκατό; Ἐγὼ βάζω καὶ διακόσια καὶ τριακόσια καὶ διπλάσια, κι ἄν θέλης καὶ χίλια, πρᾶγμα ἀδύνατο. Ὀγδόντα χρόνια λέει, οἱ μέρες τῆς ζωῆς μας. Ἀλλὰ ἄς εἶναι καὶ χίλια. Ἔχομε νὰ δείξωμε ἐδῶ μιὰ ζωὴ ποὺ τέλος δὲν ἔχει καὶ δὲ γνωρίζει ὅριο, ὅπως εἶναι ἐκεῖ ἡ ζωὴ τῶν δικαίων; Πέστε μου, ἄν κάποιος σὲ διάστημα ἑκατὸ ἐτῶν τύχη νὰ δῆ εὐχάριστο ὄνειρο καὶ νὰ δοκιμάση πολλὴ ἀπόλαυση μιὰ νύχτα μόνο, ἐνῶ περνᾶ ἀτελείωτα μαρτύρια κατὰ τὰ ἑκατὸ χρόνια, θὰ μπορέση τάχα νὰ πῆ σ’ αὐτὴν τὴν περίσταση ἕνα μ’ ἕνα καὶ θὰ μπορέση με τὴ μιὰ ἐκείνη νύχτα τῶν ὀνείρων ν’ ἀντισταθμίση τὰ ἑκατό χρόνια; Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ βεβαιώση. Αὐτὸ σκέψου καὶ γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή.Ὅ,τι εἶναι ἕνα ὄνειρο μπροστὰ στὰ ἑκατὸ χρόνια, εἶναι καὶ ἡ παροῦσα ζωὴ μπροστὰ στὴ μέλλουσα. Κι ἀκόμα περισσότερο. Ὅ,τι εἶναι μιὰ μικρὴ σταγόνα μπροστὰ στὸ ἀπέραντο πέλαγος, εἶναι καὶ τὰ χίλια χρόνια μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴ μελλοντικὴ δόξα καὶ ἀπόλαυση. Τί περισσότερο θὰ μποροῦσε κανένας νὰ πῆ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν ἔχει ὄριο καὶ δὲ γνωρίζει τέλος κι ὅση ἀπόσταση ὑπάρχει ἀνάμεσα στὰ ὄνειρα καὶ στὴν πραγματικὴ ἀλήθεια τόση εἶναι ἡ διαφορὰ αὐτὴς κι ἐκείνης τῆς καταστάσεως; Ἐξ ἄλλου καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκεῖ τιμωρία, ἀπὸ δῶ τιμωροῦνται ὅσοι ζοῦν στὴν πονηρία καὶ στὴν ἁμαρτία. Μὴ μοὺ ἀναφέρης αὐτὸν μόνο ποὺ ἀπολαμβάνει πλούσιο τραπέζι, ποὺ φορεῖ τὰ μεταξωτά, καὶ διαθέτει κοπάδια δούλων καὶ ἁλωνίζει μέσα στὴν ἀγορά. Ξεδίπλωσε τὴ συνείδησή του καὶ θ’ ἀντικρύσης μέσα πολὺ πλῆθος ἁμαρτημάτων, ἀδιάκοπο φόβο, χειμῶνα καὶ τρικυμία. Θὰ δῆς ὅπως στὸ δικαστήριο ἀνεβασμένο στὸ βασιλικὸ θρόνον τὸ νοῦ, νὰ κάθεται σὰν δικαστής, ἔχοντας δίπλα του τοὺς στοχασμούς σὰν δήμιους, νὰ κρεμάη τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴν ξεσκίζη γιὰ τὶς ἁμαρτίες της καὶ νὰ φωνάζη δυνατά χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζη κανένας παρὰ μόνο ὁ Θεὸς ποὺ τὰ βλέπει ὅλα. Ὁ μοιχὸς λόγου χάρη κι ἄν εἶναι ζάπλουτος κι ἄν δὲν τὸν κατηγορῆ κανένας, δὲ σταματᾶ νὰ κατηγορῆ μέσα του ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Ἡ εὐχαρίστηση εἶναι ἐφήμερη, παντοντικὸς ὅμως ὁ πόνος· φόβος καὶ τρόμος παντοῦ, ὑποψία καὶ ἀγωνία. Φοβᾶται τὶς στενωπούς, τρέμει τοὺς ἴσκιους, τοὺς ὑπηρέτες τους, αὐτοὺς ποὺ γνωρίζουν, αὐτοὺς ποὺ δὲ γνωρίζουν, τὴ γυναῖκα ποὺ ἀδικεῖται, τὸν ἄναδρα ποὺ ἐκτίθεται. Πηγαίνει κι ἔχει μαζί του πικρὸ κατήγορο τὴ συνείδησή του, αὐτοκατδικάζεται καὶ δὲν μπορεῖ ν’ ἀναπνεύσῃ μιὰ στάλα. Γιατὶ καὶ στὸ κρεβάτι, καὶ στὸ τραπέζι, στὴν ἀγορὰ καὶ στὸ σπίτι, τὴ μέρα καὶ τὴ νύχτα καὶ στὰ ὄνερά του, πολλὲς φορές, βλέπει τὰ φαντάσματα τῆς ἁμαρτίας. Περνᾶ τὴ ζωὴ τοῦ Κάϊν, στενάζοντας καὶ τρέμοντας πάνω στὴ γῆ, καὶ ἐνῶ δὲν τὸ γνωρίζει κανένας ἔχει πάντα μέσα του φωτιὰ ἀναμμένη. Τὸ ἴδιο παθαίνουν οἱ ἅρπαγες κι οἱ πλεονέκτες. Τὸ ἴδιο οἱ μέθυσοι καὶ καθένας γενικὰ ἀπ’ ὅσους ζοῦν στὶς ἁμαρτίες. Εἶναι ἀκατόρθωτο νὰ δεκαστῆ τὸ δικαστήριο ἐκεῖνο. Ἀλλὰ κι ἄν δὲν ἐπιδιώκωμε τὴν ἀρετή, ὅμως ὑποφέρομε, ἐπειδὴ δὲν τὴν ἐπιδιώκομε, κι ἄν ἐπιδιώκωμε τὴν κακία, μόλις παύση ἡ ἡδονὴ τῆς ἁμαρτίας, ἀρχίζει ἡ λύπη. Ἄς μὴ λέμε λοιπὸν γιὰ τοὺς ἐδῶ πλούσιους καὶ πονηρούς, καὶ γιὰ τοὺς δίκαιους ποὺ ἀπολαμβάνουν ἐκεῖ ἕνα μὲ ἕνα ἀλλὰ δύο μηδέν. Γιατὶ οἱ δίκαιοι δοκιμάζουν πολλὴν εὐχαρίστηση κι ἀπὸ τὰ ἐδῶ κι ἀπὸ τὰ ἐκεῖ. Οἱ πονηροὶ ὅμως κι οἱ πλεονέκτες κι ἐδῶ κι ἐκεῖ τιμωροῦνται. Κι ἐδῶ βασανίζονται μὲ τὴν ἀγωνία τῆς ἐκεῖ τιμωρίας καὶ τὴν ὑποψία τῶν ἄλλων καὶ μὲ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν καταστροφή τῆς ψυχῆς τους. Καὶ μετὰ τὴν ἀποδημία τους ἀπὸ δῶ ὑπομένουν ἀνυπόφορες τιμωρίες. Ἀπ’ τὸ ἄλλο μέρος οἱ δίκαιοι, κι ἄν παθαίνουν ἐδῶ μύρια δεινά, τοὺς τρέφει ἡ ἐλπίδα, καὶ δοκιμάζουν καθαρὴ εὐχαρίστηση, σταθερὴ καὶ ἀμετακίνητη. Κι ἔπειτα, τοὺς περιμένουν τ’ ἀμέτρητα ἀγαθά, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ Λάζαρο. Μὴ μοῦ πῆτε ὅτι ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ πληγές· σκεφτῆτε πῶς εἶχε μέσα του ψυχὴ πολυτιμότερη ἀπὸ ὅλο τὸ χρυσάφι. Κι ὄχι μόνο τὴ ψυχὴ ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα. Γιατὶ ἡ ἀρετὴ τοῦ σώματος δὲν εἶναι ἡ παχυσαρκία καὶ ἡ ὑγεία ἀλλὰ νὰ ὑποφέρη τόσα καὶ τέτοια μαρτύρια. Δὲν προκαλεῖ τὴ σιχασιά μας ὅποιος ἔχει τέτοιες πληγές στὸ σῶμα ἀλλὰ ὅποιος ἔχει ἀμέτρητες πληγὲς στὴν ψυχὴ καὶ καθόλου ὡστόσο γι’ αὐτὲς δὲν φροντίζει. Τέτοιος ἦταν ὁ πλούσιος ἐκεῖνος· γεμᾶτος ἕλκη ἐσωτερικὰ ὁλόκληρος. Κι ὅπως τὰ σκυλιὰ ἔγλυφαν τὰ τραύματα τοῦ Λαζάρου, ἔτσι γλύφουν οἱ δαίμονες τ’ ἁμαρτήματα ἐκείνου. Κι ὅπως ὁ ἕνας ζοῦσε πεινῶντας τὴν τροφή, ἔτσι κι ἐκεῖνος πεινοῦσε κάθε ἀρετή. Μ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἄς γινώμαστε πιὸ πνευματικοὶ κι ἄς μὴ λέμε, «ἄν τὸν τάδε τὸν ἀγαποῦσε ὁ Θεὸς δὲ θὰ τὸν ἄφηνε νὰ γίνη φτωχός». Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης. Ὅποιον ἀγαπᾶ παιδεύει ὁ Κύριος· μαστιγώνει καθέναν ποὺ τὸν παραδέχεται γιό του. Καὶ πάλι· Ἄν ἔρχεσαι τέκνο μου νὰ ὑπηρετήσης τὸν Κύριο ἑτοίμασε τὴν ψυχή σου γιὰ νὰ δεχτῆ τὸν πειρασμό, ἀτσάλωσε τὴ καρδιά σου καὶ ὑπομόνεψε. Ἄς πετάξωμε λοιπόν, ἀγαπητοί, ἀπὸ πάνω μας τὶς περιττὲς αὐτὲς προλήψεις καὶ τὰ λόγια τοῦ κόσμου. Αἰσχροὶ καὶ ἀνόητοι κι εὐτράπελοι λόγοι, παραγγέλλει, ἄς μὴ βγαίνουν, ἀπὸ τὸ στόμα μας. Μήτε οἱ ἴδιοι λοιπὸν νὰ τὰ λέμε ἀλλὰ κι ἄλλους ἄν ἀκούσωμε, ἄς τοὺς κλείνωμε τὸ στόμα, κι ἄς ἐξαναστοῦμε μὲ δύναμη, ἄς σταματήσωμε, τὴν ἀναίσχυντη γλῶσσα τους. Ἄν δῆτε, πῆτε μου, ἕνα λήσταρχον νὰ τρέχη στοὺς δρόμους, νὰ παραφυλάη τοὺς περαστικούς, ν’ ἁρπάζη τὰ γεννήματα, σὲ σπηλιές καὶ λάκκους νὰ χώνη χρυσαφικὰ κι ἀσημικὰ καὶ πολλὰ κοπάδια ν’ ἀποκλείη στὸ λημέρι του, ρουχισμὸ καὶ δούλους νὰ ἐξασφαλίζη ἀπὸ τὴν ἐπιδρομή του ἐκείνη, ἄραγε τὸν μακαρίζετε γιὰ τὸν πλοῦτο οτυ ἤ τὸν ἐλεεινολογεῖτε γιὰ τὴν τιμωρία ποὺ τὸν περιμένει; Βέβαια δὲν ἔχει ἀκόμα συλληφθῆ, οὔτε ἔχη παραδοθῆ στὸν δικαστή, οὔτε στὴν φυλακὴ ἔχει κλειστεῖ, οὔτε ὑπάρχει κατήγορός του, οὔτε ἔχει καταδικαστῆ ἀλλὰ διασκεδάζει καὶ μεθᾶ καὶ τὸν πλοῦτο του ἀπολαμβάνει. Κι ὅμως δὲν τὸν μακαρίζομε γιὰ ὅσα ἔχει τώρα καὶ τὰ βλέπομε, ἀλλὰ τὸν ἐλεεινολογοῦμε γιὰ ὅσα τοῦ μέλλονται καὶ τὸν περιμένουν. Τὸ ἴδιο σκέψου γιὰ ὅσους πλουτοῦν καὶ πλεονεκτοῦν. Εἶναι λησταὶ ποὺ παραφυλάγουν στοὺς δρόμους καὶ ληστεύουν τοὺς περαστικοὺς καὶ καταχωνιάζοουν τὶς ξένες περιουσίες στὰ σπίτια του, ὅπως σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ λάκους. Ἄς μὴν τοὺς καλοτυχίζωμε γιὰ ὅσα ἔχουν, γιὰ ὅσα τοὺς μέλλονται ἄς τοὺς ἐλεεινολογοῦμε, γιὰ τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο δικαστήριο, γιὰ τὶς ἀναπόφευκτες εὐθῦνες, γιὰ τὸ σκότος τὸ ἐξώτερο ποὺ τοὺς περιμένει. Καὶ οἱ λησταὶ πολλὲς φορὲς ξεφεύγουν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων· μολαταῦτα δὲ θὰ εὐχόμαστε τὴ ζωή τους καὶ τὸν καταραμένο πλοῦτο τους στὸν ἑαυτό μας οὔτε καὶ στοὺς ἐχθρούς μας. Τοῦτο ὅμως δὲ γίνεται μὲ τὸ Θεό· κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὴν κρίση του, παρὰ ὅλοι ποὺ ζοῦν μὲ πλεονεξίες καὶ ἁρπαγὲς θὰ τραβήξουν ἐπάνω τους ἀπὸ μέρους του τὴν τιμωρία τὴν ἀθάνατη, ποὺ δὲν ἔχει τέλος, ὅπως ἐκεῖνος ὁ πλούσιος. Ὅλα αὐτὰ ἄς τὰ φέρωμε μπροστά μας, ἀγαπητοί, κι ἄς μὴ μακαρίζωμε ὅσους κολυμποῦνε μέσα στὰ πλούτη παρὰ ὅσους ζοῦνε μέσα στὴν ἀρετή· κι ἄς μὴ ἐλεεινολογῦμε τοὺς φτωχοὺς παρὰ τοὺς κακούς· ἄς μὴν παρατηροῦμε τὰ τωρινὰ, παρὰ ἄς ἐξετάζωμε τὰ μελλοντικά· ἄς μὴν ἐρευνοῦμε τὸ ἐξωτερικὸ ἀλλὰ τὴ συνείδηση καθενός. Ἄς ἐπιδιώξωμε τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ χαρὰ ποὺ δίνουν τὰ πνευματικὰ κατορθώματα, ζηλεύοντας τὸ Λάζαρο, πλούσιοι καὶ φτωχοί. Δὲν ἔβγαλε πέρα τοῦτος ἕναν καὶ δύο καὶ τρεῖς ἄθλους μονάχα τῆς ἀρετῆς ἀλλὰ πολὺ περισσότερους, τὴ φτώχεια, τὴν ἀρρώστια, τὴν ἀπουσία προστάτη, ὅτι ὑπέφερε σὲ σπίτι ποὺ μποροῦσε νὰ τοῦ σβήση ὅλα ἐκεῖνα τὰ δεινά του κι ὅμως δὲν ἀξιώθηκε οὔτε ἕνα λόγο παρηγοριᾶς, ὅτι ἔβλεπε νὰ δοκιμάζη τόση ἀπόλαυση αὐτὸς ποὺ τὸν περιφρονοῦσε κι ὄχι μόνο αὐτὸ ἀλλὰ νὰ ζῆ μέσα στὴ κακία καὶ κανένα κακὸ νὰ μὴν παθαίνη. Δὲν εἶχε κι ἄλλο Λάζαρο νὰ δῆ, δὲν μποροῦσε νὰ ὑψωθῆ σὲ σκέψεις γιὰ τὴν ἀνάσταση, εἶχε τὴν κακὴ ὑπόληψη ποὺ ἀπὸ τὶς συμφορὲς του σχημάτιζαν γι’ αὐτὸν οἱ πολλοί, σὰ νὰ μὴν τὸν ἔφταναν τὰ πάθη του, ἀκόμα δὲν ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του δύο καὶ τρεῖς μέρες ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴ ζωή του σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση καὶ τὸν πλούσιο στὴν ἀντίθετη. Πῶς λοιπὸν θὰ μποροῦσαμε ν’ ἀπολογηθοῦμε, ὅταν ἐκεῖνος βαστοῦσε μὲ τὸση γενναιότητα ὅλα μαζὶ τὰ δεινὰ κι ἐμεῖς δὲν ἀντέχωμε μήτε τὰ μισὰ; Δὲν μπορεῖτε, δὲν μπορεῖτε νὰ παρουσιάσετε οὔτε ν’ ἀνφέρετε κάποιον ἄλλον μὲ τόσες καὶ τέτοιες συμφορές. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν παρουσίασε μπροστὰ μας ὁ Χριστός· σὲ ὅσο βάθος συμφορᾶς κι ἄν πέσωμε βλέποντας σ’ αὐτὸν τὸ σύνολο τῶν θλίψεων, ν’ ἀντλήσωμε παρηγορία καὶ στήριξη ἀπὸ τὴ σοφία ἐκείνου καὶ τὴν ὑπομονή. Εἶναι κοινος δάσκαλος τῆς οἰκουμένης γιὰ ὅσους ὑποφέρουν ὁποιοδήποτε κακό, δίνει σ’ ὅλους τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ βλέπουν καὶ ὑπερβάλλει ὅλους μὲ τὴ συσσώρευση τῶν δεινῶν του. Ἄς εὐχαριστήσμωε γιὰ ὅλα αὐτὰ τὸ φιλάνθρωπο Θεό κι ἄς οἰκειοποιηθοῦμε τὴν ὠφέλεια τῆς παραβολῆς παίρνοντάς την ἀδιάκοπα μαζί μας παντοῦ, στὶς συντροφιές, στὰ σπίτια μας, στὴν ἀγορὰ καὶ μελετῶντας προσεκτικὰ ὅλο τὸν πλοῦτο της. Ἔτσι καὶ τὰ τωρινὰ δεινά μας θα προσπεράσωμε χωρὶς λύπη καὶ τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ θὰ κερδίσωμε. Μακάρι νὰ γίνωμε ἄξιοι γι’ αὐτὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ σ’ αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
|
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ. 41-59
Πηγή: Αναβάσεις
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...