5.2 Παυλικιανοί
Για την μελέτη της αίρεσης των Παυλικιανών οι πηγές παρουσιάζουν την εξής ιδιομορφία. Μέχρι τα μέσα του Θ’ αι. υπάρχουν μόνο ψήγματα πληροφοριών, κυρίως σε ιστορικά έργα, όπως στην Χρονογραφία του οσίου Θεοφάνους. Από τα μέσα του Θ’ αιώνος εμφανίζεται για πρώτη φορά μια ολοκληρωμένη καταγραφή της ιστορίας της αίρεσης, από τον Πέτρο Σικελιώτη. Ήδη ο Παυλικιανισμός αριθμούσε δύο αιώνες ζωής περίπου. Την ίδια εποχή εμφανίζεται και συστηματική παρουσίαση της διδασκαλίας του καθώς και θεολογική αναίρεση των κακοδοξιών από τον Μέγα Φώτιο.
Για τον Πέτρο τον Σικελιώτη δεν είναι γνωστές πολλές πληροφορίες, πέραν των όσων ο ίδιος αναφέρει για τον εαυτό του μέσα στο έργο του, που τιτλοφορείται Ιστορία χρειώδης έλεγχός τε και ανατροπή αιρέσεως των Μανιχαίων των και Παυλικιανών λεγομένων προσωποποιηθείσα ως προς τον αρχιεπίσκοπον Βουλγαρίας[1]:
«Κἀκείνου τοίνυν τό ζῇν ἀποῤῥήξαντος, αὖθις διαδέχεται τήν τυρρανίδα τοῦ ὀλεθρίου λαοῦ αὐτοῦ Χρυσοχέρις ὁ άνεψιός καί γαμβρός αὐτοῦ. Ἐν ταῖς ἡμέραις οὖν αὐτοῦ, παρεβάλομεν ἡμεῖς ἐν τῇ Τιβρικῇ, ἀποσταλέντες ἐκεῖσε δουλείας βασιλικῆς ἔνεκεν τοῦ ὑπαλλάξαι ἄρχοντας αἰχμαλώτους, ὅπερ γέγονεν ἐν τῷ δευτέρῷ ἔτει τῆς βασιλείας Βασιλείου καί Κωνσταντίνου καί Λέοντος, τῶν εὐσεβῶν καί δικαίων μεγάλων βασιλέων ἡμῶν[2]».
Συνεπώς, ο Πέτρος Σικελιώτης ήταν απεσταλμένος του αυτοκράτορα Βασιλείου Α’ του Μακεδόνα (867-886), με σκοπό να διαπραγματευτεί την απελευθέρωση Ρωμαίων αιχμαλώτων, με τον ηγέτη των Παυλικιανών, Χρυσόχειρα. Οι διαπραγματεύσεις έγιναν στην Τεφρική, εστία της αίρεσης, περί το 869. Ο Πέτρος παρέμεινε στην Τεφρική για χρονικό διάστημα εννέα μηνών, οπότε εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία να διερευνήσει την ιστορία και την διδασκαλία τους. Το έργο του γράφτηκε περί το 870 μ.Χ. Σώζεται σε ένα μόνο χειρόγραφο, τον κώδικα Vaticanus graecus 511 ff 80v-111v του 11ου αι.
Το κείμενο απευθύνεται στο Αρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας, του οποίου το όνομα δεν δίδεται. Ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος στάλθηκε στην Βουλγαρία[3] το 870 μ.Χ. μετά την βάπτιση του Χάνου Βόρη το 864 μ.Χ[4]. Από αυτό αρύονται τις πληροφορίες τους οι Μ. Φώτιος καί Ευθύμιος Ζιγαβηνός.
Αμέσως μετά πρέπει να έγραψε ο Μέγας Φώτιος το έργο του Κατά Μανιχαίων[5]. Διαιρείται σε τέσσερεις λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος είναι μια παράλληλη διήγηση της ιστορίας του Πέτρου Σικελιώτη[6]. Οι υπόλοιποι τρεις συνθέτουν θεολογική αναίρεση των κακοδοξιών των Παυλικιανών. Οι λόγοι του Μεγάλου Φωτίου ήταν οπωσδήποτε πιο δημοφιλείς, γι’ αυτό και ανευρίσκονται σε αρκετά χειρόγραφα. Αποσπάσματα περιλαμβάνονται και στην Πνευματική Πανοπλία του Ευθύμιου Ζιγαβηνού[7].
Δεύτερο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό στις αναφορές των πηγών είναι ότι οι συγγραφείς αναφέρονται στους Παυλικιανούς, ως Μανιχαίους. Πιστεύουν, δηλαδή, ότι οι Παυλικιανοί είναι μια εκχριστιανισμένη μορφή Μανιχαίων, γι’ αυτό και τα έργα που ασχολούνται με την ιστορία τους συνδέουν την προέλευση του Παυλικιανισμού με την αρχή του Μανιχαϊσμού. Τόσο η ιστορία του Πέτρου Σικελιώτη, όσο και η αντίστοιχη του μεγάλου Φωτίου ξεκινούν με την ιστορία που ήταν γνωστή, για την ζωή του Μάνη και την προέλευση της διδασκαλίας του[8].
Επίσης, ως Μανιχαιους τους αναφέρουν και οι πηγές που προηγούνται της συγγραφής του Πέτρου Σικελιώτη. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η ιστορία τους ήταν ήδη γνωστή, αλλά το πιο πιθανό είναι να ονοματίζονται έτσι από την διδασκαλία τους. Συζήτηση επ’ αυτού θα γίνει παρακάτω, όπου θα αναφερθούν και κάποιες άλλες εκτιμήσεις για τις ομοιότητες του Παυλικιανισμού με γνωστικές διδασκαλίες.
5.2α Ιστορικά
Εμφάνιση
Η αίρεση του Παυλικιανισμού εμφανίστηκε στο δεύτερο μισό του Ζ’ αι. Θεωρήθηκε από τους Βυζαντινούς ότι ήταν μια εκχριστιανισμένη μορφή Μανιχαϊσμού και ως τέτοια αναφέρεται στις πηγές. Ο Πέτρος Σικελιώτης ξεκινά την εξιστόρηση των σχετικών με τον Μανιχαϊσμό από το ΙΑ’ κεφάλαιο της ιστορίας του και την περαιώνει στο Κ’[9]. Από τις παραπομπές του φαίνεται ότι είχε λάβει υπόψη του τις Πράξεις Αρχελάου, την Εκκλησιαστική Ιστορία του Σωκράτους Σχολαστικού και το Πανάριον του Αγ. Επιφανίου. Στην καθεαυτό ιστορία των Παυλικιανών εισέρχεται από το ΚΑ’ κεφ. προσπαθώντας να γεφυρώσει ένα χάσμα δύο αιώνων.
Από την τελευταία αναφορά του Αγ. Επιφανίου για τους Μανιχαίους μέχρι την εποχή του Πέτρου Σικελιώτη υπάρχει χρονικό κενό. Το κενό αυτό, βέβαια, μικραίνει, καθώς ο τελευταίος διασώζει υλικό από προηγούμενη παράδοση, αλλά εξακολουθεί να παραμένει μία σκοτεινή περίοδος, στην οποία έλαβαν χώρα κάποιες μεταβολές, ευκολονόητες, ευεξήγητες, δύσκολα, όμως, ανιχνεύσιμες.
Η μετάβαση από τον κλασσικό Μανιχαϊσμό στον Παυλικιανισμό δείχνει ότι συνέβη κάποια μετάλλαξη. Ο χρόνος της μετάβασης εντοπίζεται στον Ζ’ αιώνα, καθώς οι πρώτες πληροφορίες τοποθετούν την εμφάνιση των Παυλικιανών στο δεύτερο μισό του αιώνα τούτου.
Δυστυχώς, ο Ζ’ αι. θεωρείται «σκοτεινός» αιώνας, λόγω της έλλειψης πηγών και πληροφοριών, ικανών να μας διαφωτίσουν για τις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στην διάρκειά του. Με την αυγή του Η’ αι. παρατηρούνται κάποιες ολοκληρωμένες αλλαγές σε πολλούς τομείς του κράτους. Γνωρίζοντας τις προγενέστερες συνθήκες και μελετώντας τις επόμενες, μπορούν να περιγραφούν με μια λογική συνειρμική διαδικασία οι τρόποι μετάβασης από την προηγούμενη στην επόμενη κατάσταση, λείπουν όμως οι στέρεες αποδείξεις για την τεκμηρίωση της μεταβατικής περιόδου. Αυτό το φαινόμενο αντικατοπτρίζεται και στην εξέλιξη που οδήγησε στην εμφάνιση του Παυλικιανισμού.
Δεν είναι περίεργο. Τον Ζ αι. συνέβησαν κοσμογονικές αλλαγές στην αυτοκρατορία, καθώς η ίδια επέζησε μιας βαθειάς κρίσης. Ταυτόχρονα τα εκκλησιαστικά ζητήματα μονοπώλησε η αίρεση του Μονοθελητισμού. Ως αποτέλεσμα, θέματα ήσσονος σημασίας, όπως οι διαφοροποιήσεις στην διδασκαλία του Μανιχαϊσμού, αν δεν πέρασαν απαρατήρητες, δεν θεωρήθηκαν αξιομνημόνευτες.
Παρόλα αυτά, μπορούμε να κατανοήσουμε ποια γεγονότα θα πρέπει να συνέβησαν και γιατί οδήγησαν στην διαμόρφωση του Παυλικιανισμού. Για παράδειγμα, απαραίτητα θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η διάδοση του Μανιχαϊσμού στην κοιτίδα του Παυλικιανισμού. Επίσης είναι εξίσου απαραίτητο να γίνει αποδεκτό ότι σε κάποια δεδομένη στιγμή, κάποιος από τους ηγέτες μανιχαϊκής σέκτας αποφάσισε να επιφέρει αλλαγές στην διδασκαλία. Αυτή ήταν παρατηρημένη τακτική, συνάδουσα με άλλες παρόμοιες στην ιστορική εξέλιξη των γνωστικών σεκτών.
Εξάλλου, ο Μανιχαϊσμός, με την οικουμενική προοπτική που του είχε προσδώσει ο Μάνης, είχε την δυνατότητα να προσαρμόζεται, σε διαφοροποιημένα, ξένα, κάποιες φορές εχθρικά περιβάλλοντα. Το ότι προσπάθησε, λοιπόν, κάποιος ηγέτης μανιχαϊκής σέκτας να μεταμορφώσει ανατολίτικη διδασκαλία, ξένη στο ελληνοχριστιανικό περιβάλλον της Ρωμανίας, αφαιρώντας απαράδεκτα στοιχεία, όπως το μυθολογικό, ώστε να την καταστήσει βιώσιμη, πρέπει να θεωρείται απαραίτητη εξέλιξη.
Η πραγματοποίηση αυτού του θεωρητικού μοντέλου είναι αποτυπωμένη στις δύο παραδόσεις, που αναφέρονται στην γέννηση του Παυλικιανισμού. Σύμφωνα με την πρώτη παράδοση, μαθητές του Μάνη έφθασαν μέχρι τα Σαμόσατα της Αρμενίας και διέδωσαν τον Μανιχαϊσμό. Κάποια προσήλυτη με το όνομα Καλλινίκη είχε δύο υιούς τον Παύλο και τον Ιωάννη, τους οποίους ανέθρεψε με τις διδασκαλίες της μανιχαϊκής σέκτας. Στην συνέχεια τους απέστειλε προς διάδοση της πίστης τους. Αυτοί έφθασαν στην κωμόπολη, την ύστερα καλουμένη Επίσπαρη, όπου βρήκαν τους κατοίκους αμαθείς και εύπιστους, πρόσφορο έδαφος για την σπορά της αίρεσης. Από τον ένα αδελφό κλήθηκε η μανιχαϊκή αίρεση στην περιοχή Παυλικιανισμός[10].
Η παράδοση αυτή, είτε είναι αληθείς είτε όχι, απηχεί την διάδοση του Μανιχαϊσμού στην περιοχή της τέταρτης Αρμενίας. Τα ονόματα των πρωταγωνιστών θα μπορούσαν να είναι αληθινά ή προσαρμοσμένα για να εξηγήσουν την προέλευση του ονόματος, αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία. Το σημαντικό είναι ότι μέσα από μια λιτή παράδοση λαμβάνουμε απλές πληροφορίες για ένα ορόσημο στην εξάπλωση του Μανιχαϊσμού. Η παράδοση, δηλαδή, διασώζει την πιο πιθανή εκδοχή.
Η πόλη «Σαμόσατα» είναι για την ακρίβεια η πόλη Αρσαμούσατα, ιδρυμένη τον Γ’ αι. π.Χ. από τον Βασιλέα Αρσαμά της Αρμενίας. Ερείπια σώζονται κοντά στo σημερινό χωριό Nagaran, μεταξύ Palou και Kharpout, στην νότια όχθη του ποταμού Αρσανία[11]. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη πόλη έχει εντοπιστεί είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον εξής λόγο. Στην Αρμενία Παυλικιανούς καλούσαν τους Μοναρχιανούς, οι οποίοι ακολουθούσαν τις αιρετικές διδασκαλίες του Παύλου του Σαμοσατέως[12]. Θα μπορούσε λοιπόν, κάλλιστα να θεωρηθεί ότι, λόγω κάποιου ασταθούς ψυχολογικού παράγοντα, συνδέθηκαν οι Μανιχαίοι-Παυλικιανοί με τους Μοναρχιανούς-Παυλικιανούς, οπότε η Σαμόσατα της Αρμενίας θα ήταν κάποια φανταστική πόλη και η όλη αφήγηση του Πέτρου Σικελιώτη θα ήταν μια παράδοση με μυθική διάσταση και θα αντιμετωπίζονταν ως τέτοια. Οπότε δεν θα μπορούσε να εντοπιστεί ο χώρος γέννησης της αίρεσης.
Το ότι η Αρσαμούσατα έχει εντοπιστεί γεωγραφικά, δείχνει την ρεαλιστική πλευρά της αφήγησης. Βέβαια, η σύνδεση με τον Παύλο Σαμοσατέα δεν λείπει. Αποτυπώνεται ήδη από τον Πέτρο Σικελιώτη με την συνωνυμία του Παύλου Σαμοσατέως, του υιού της Καλλινίκης. Πρόκειται, όμως για μυθικό ίσως στοιχείο, το οποίο προσκόλλησε στην παράδοση με το πέρασμα του χρόνου και δεν την γέννησε. Η διάκριση μεταξύ του Παύλου από τα «Σαμόσατα» της Αρμενίας, «του υιού της Καλλινίκης», και του Παύλου από τα Σαμόσατα της Συρίας, επισκόπου Αντιοχείας, του Γ’ αι. είναι εμφανής στο έργο του Πέτρου Σικελιώτη. Αντίθετα, στο έργο του Μ. Φωτίου, γίνεται σύγχυση με τα Σαμόσατα της Συρίας, αλλά αυτή δεν δικαιολογεί την άποψη ότι οι Βυζαντινοί συγγραφείς συνέχεαν τους δύο Παύλους[13].
Η δεύτερη παράδοση τοποθετεί την εμφάνιση της αίρεσης στους χρόνους της βασιλείας του Κωνσταντίνου Δ’ Πωγωνάτου (668-685), εγγονού του Ηρακλείου:
«ἐν ταῖς ἡμέραις Κωνσταντίνου του βασιλέως τοῦ ἔγγονος Ηρακλείου, γέγονέ τις Ἀρμένιος ὀνόματι Κωνσταντῖνος ἐν τῷ Σαμωσάτῳ τῆς Ἀρμενίας, ἐν κώμῃ Μανανάλει λεγομένη, ἥτις κώμη καί μέχρι τοῦ νῦν Μανιχαίους ἐκτρέφει[14]».
Παρατηρείται ότι και σ’ αυτήν την παράδοση, η κοιτίδα του Παυλικιανισμού εντοπίζεται στην περιοχή των Αρσαμουσάτων της Αρμενίας, στην οποία υπάρχει μανιχαϊκή κοινότητα. Τοποθετείται χρονικά στην περίοδο της βασιλείας του Κωνσταντίνου Δ’ και μεταρρυθμιστής της διδασκαλίας ονοματίζεται κάποιος Κωνσταντίνος. Τα γεγονότα, τα οποία οδήγησαν στην μεταρρύθμιση του συστήματος, αναφέρονται παρακάτω:
«οὗτος διάκονόν τινα αἰχμάλωτον πρός τήν οικείαν πατρίδα ἐκ Συρίας ἐπανερχόμενον, ὡς ἀκριβῶς ἐμάθομεν, καί τήν κώμην Μανάναλιν φθάσαντα, ξενίζει ἐπί ἡμέρας τινάς ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ. Ὁ δέ αἰχμάλωτος ἐκ Συρίας βίβλους ἐπιφερόμενος δύο, μίαν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, καί ἑτέραν τήν τοῦ Ἀποστόλου, ταῦτας δωρεῖται τῷ Κωνσταντίνῳ, ἀμειβόμενος αὐτῷ τήν τῆς ξενοδοχίας ἀντάμειψιν. Ὁ δέ λαβών τάς δύο βίβλους τοῦ τε Εὐαγγελίου καί τοῦ Ἀποστόλου, καί τήν ἀθέμιτον καί μυσαράν αὐτοῦ αἵρεσιν βλέπων βδελυκτήν παρά πάντων καί φευκτέν ὑπάρχουσαν διά τάς ἐν αὐτῇ δυσφημίας τε καί αἰσχρουργίας, θέλων αὖθις ἀνανεώσθαι τό κακόν, μηχανᾶται ἐκ διαβολικῆς ἐνεργείας μή ἀναγινώσκεσθαι ἑτέραν βίβλον τό παράπαν, πλήν τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Ἀποστόλου, ὅπως δυνηθῇ δι’ αὐτῶν ἐπικαλύψαι τήν τῆς κακίας βλάβην[15].»
Μέσα από την παράδοση αυτή μπορούμε να εντοπίσουμε τις αλλαγές που επήλθαν και τα αίτια που τις προκάλεσαν. Κατ’ αρχάς βρίσκουμε σε πρώιμη μορφή το sola scripta. Υποτίθεται ότι ο Κωνσταντίνος προσπάθησε ν’ ανασκευάσει τις μανιχαϊκές κακοδοξίες με βάση την Αγία Γραφή και μόνο. Η αποτυχία του εγχειρήματος προεξοφλεί και την αντίστοιχη αποτυχία οποιασδήποτε άλλης προσπάθειας καθορισμού της εν Χριστώ ζωής, με γνώμονα μόνο την Αγία Γραφή και ταυτόχρονη απόρριψη της Ιεράς Παράδοσης.
Τίθεται, όμως και το ερώτημα, ποιες συνθήκες δημιούργησαν την ανάγκη ανασκευής του μανιχαϊσμού; Όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή της ενότητας, το περιβάλλον της καθ’ ημάς Ανατολής είχε γίνει πια χριστιανικό, με αποτέλεσμα ανατολίτικα μυθολογικά στοιχεία να μην ταιριάζουν ούτε στον τρόπο σκέψης, ούτε στην ψυχοσύνθεση των κατοίκων της αυτοκρατορίας. Η αλλαγή ενδεχομένως ξεκίνησε από την Αρμενία για τον λόγο, ότι στην χώρα αυτή, που υπαγόταν στην σφαίρα επιρροής της Ρωμανίας, υπήρχαν ακόμη απομεινάρια του μανιχαϊσμού. Στην αυτοκρατορική επικράτεια η αίρεση είχε υποχωρήσει σημαντικά, κατόπιν της εφαρμογής διαταγμάτων, τα οποία υποχρέωναν τους αιρετικούς να γίνουν ορθόδοξοι.
Έπρεπε, λοιπόν, η γνωστική αίρεση να λάβει ένα περισσότερο χριστιανικό ένδυμα, ώστε να μπορέσει να προσαρμοσθεί στις νέες συνθήκες της εκχριστιανισμένης αυτοκρατορίας. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε ο Κωνσταντίνος:
«Ὁ γοῦν τοῦ Μάνεντος μαθητής Κωνσταντῖνος ἵνα τούς μαθητευομένους αὐτῷ τελείως δελεάσας ἀπολέςῃ, καί ποιήςῃ εὐπαράδεκτα τά παρ’ αὐτοῦ λεγόμενα, τάς Οὐαλεντίνου βλασφημίας καί τερατολογίας, τῶν τριάκοντα αἰώνων, φημί, καί θεῶν, ἔτι δέ καί τήν τοῦ Κουβρίκου περί τοῦ ὑετοῦ πλαστώδη μυθολογίαν, … καί ἄλλα τινά αφ’ ἑαυτοῦ ὡς δυσπαράδεκτα, ἠθέλησεν ἀποσείσασθαι˙ οὐχ ἵνα τήν μεγίστην λωφήσῃ κακίαν, ἀλλ’ ἵνα πρός ἑαυτόν πολλούς ἐφελκύσηται. Βασιλείδου δέ τοῦ δυσωνύμου τάς ἀσελγίας τε καί τά μιάσματα, καί τῶν λοιπῶν ἁπάντων τόν δυσώδη ὑποδεξάμενος βόρβορον, ἀναδείκνυται νέος τις ὁδηγός ἀπωλείας[16].»
Ο Κωνσταντίνος μετονομάστηκε Σιλουανός, ισχυριζόμενος ότι είναι ο ομώνυμος ακόλουθος του αποστόλου Παύλου και μετοίκησε στην Κίβοσσα, πλησίον της Κολωνείας στα σύνορα Αρμενίας-Πόντου. Ο ίδιος έδωσε και το στίγμα της παυλικιανής επιδίωξης. Ήρθε στις ανατολικές επαρχίες και ανέπτυξε έντονη προσηλυτιστική δράση. Ονόμασε την εκκλησία, την οποία συνέστησε, Μακεδονία και όπως θα φανεί παρακάτω, στο κεφάλαιο που ασχολείται με την διδασκαλία, κεντρικό ρόλο στην δράση του και την ζωή των παυλικιανών, κατέχουν οι επιστολές του αποστόλου Παύλου. Ενδέχεται, λοιπόν, το όνομα της αίρεσης να προέρχεται από αυτήν την προτίμησή τους.
Ο λόγος για την επιλογή του «Μακεδονία» ως ονόματος της τοπικής εκκλησίας βρίσκεται στις Πράξεις 16.11:
«Ἀναχθέντες οὖν ἀπό τῆς Τρωάδος εὐθυγραμήσαμεν εἶς Σαμοθράκην, τῇ δέ ἐπιούςῃ εἰς Νεάπολιν, ἐκεῖθεν τε εἰς Φιλίππους, ἥτις ἐστί πρώτη τῆς μερίδος τῆς Μακεδονίας πόλις κολωνία.»
Συνέδεσε, δηλαδή, τον λατινικό όρο κολωνία (=αποικία) με την πόλη Κολωνεία.
Εγκαινίασε έτσι μία συνήθεια, την οποία ακολούθησαν και άλλοι αρχηγοί της αίρεσης, να δίνει ονόματα στις τοπικές εκκλησίες, παρμένα μέσα από περιοχές σταθμούς της περιοδείας του αποστόλου Παύλου. Συνάμα και οι διάδοχοί του μετονομάζονταν κατά τα ονόματα των ακόλουθων του αποστόλου.
Όταν ο Κωνσταντίνος Δ’ πληροφορήθηκε τα της καινοφανούς αιρέσεως, έπεμψε αυτοκρατορικό απεσταλμένο, κάποιον Συμεών, για να επαναφέρει τους προσήλυτους στην Εκκλησία:
«Κωνσταντῖνος γάρ ὁ βασιλεύς, τά κατ’ αὐτόν (σσ. τον Κωνσταντίνο-Σιλουανό) ἀναπεπυσμένος, στέλλει τινά τοὔνομα Συμεῶνα, τόν μέν λαοπλάνον ὑπαγαγεῖν τῇ δίκῃ, ὅσοι δέ τῆς ἐκείνου πλάνης μετέσχον, εἶτα ταύτης ἀφίστανται, καί τήν τῶν μετανοούντων χώραν ὁλοψύχως ἀναπληροῦσιν, τούτους ἄρα πρός μάθησιν τῶν ὀρθῶν δογμάτων καί κατάγνωσιν ἐπιπλέον τῆς ἀποστασίας ταῖς τοῦ Θεοῦ προσκαρτερεῖν παραδοῦναι Ἐκκλησίαις[17].»
Η ανάμιξη του αυτοκράτορα στο θέμα των Παυλικιανών ήταν η αναμενόμενη. Το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα, κράτος και Εκκλησία συνταράχθηκαν από την αίρεση του Μονοθελητισμού. Με δική του μέριμνα συνεκλήθη η Στ’ Οικουμενική σύνοδος, της οποίας οι εργασίες ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 680 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και διήρκεσαν μέχρι την 16η Σεπτεμβρίου του 681. Ο Μονοθελητισμός καταδικάσθηκε, οι Σέργιος, Πύρρος, Κύρος, όπως και ο πάπας Ονώριος, αναθεματίστηκαν, ενώ ο αυτοκράτορας επευφημήθη ως υπερασπιστής του αληθούς δόγματος.
Στην τελευταία συνεδρίαση της συνόδου ο Κωνσταντίνος ομολόγησε:
«Τον Θεό μάρτυρα φέρομαι τῇ ἁγία καί οἰκουμενικῇ ὑμῶν συνόδῳ, ὡς χωρίς οιασδήποτε προσπαθείας ἤ ἀντιπαθείας πρώτη ἐπιθυμία και ζήλος καθέστηκεν ἡμῶν τοῦ ἀδιάβλητον εἶναι τήν ἀμώμητον ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν πίστιν, καί ἐν σταθερότητι ἡμᾶς αὐτήν παραφυλλάτειν ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ κατά τήν διδασκαλίαν, καί παράδοσιν τήν παραδοθείσαν ἡμῖν διά τοῦ εὐαγγελίου, καί τῶν ἁγίων ἀποστόλων, καί διά τῶν ἐκθέσεως τῶν ἁγίων πέντε οἱκουμενικῶν συνόδων, καί τῶν αγίων ἐκκρίτων πατέρων.»
Και υπό της συνόδου πολυχρονίσθηκε τοιουτοτρόπως:
«πολλά τά ἕτη τοῦ βασιλέως. τάς τελειότητας των δύο φύσεων Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν σύ ἐτράνωσας. τόν φωστήρα τῆς εἰρήνης κύριε φύλαξον. Μαρκιανῷ νέῳ Κωνστανίνῳ αἰωνία ἡ μνήμη. Ιουστινιανῷ Κωνσταντίνῳ αἰωνία ἡ μνήμη. ὅλους τούς αιρετικούς σύ εδίωξας. τόν καθελόντα τούς αἰρετικούς κύριε φύλαξον[18].»
Για τους αυτοκράτορες της Ρωμανίας ήταν ιερό χρέος έναντι του Θεού, που τους εμπιστεύθηκε την βασιλεία, να μεριμνούν για την ειρήνη των Εκκλησιών, την ακεραιότητα της πίστης και την επιστροφή των πεπλανημένων.
Στην ιστ’ συνεδρίαση της ίδιας συνόδου εμφανίστηκε πρεσβύτερος της εκκλησίας της Απάμειας της δευτέρας επαρχίας της Συρίας, με το όνομα Κωνσταντίνος, ο οποίος δήλωσε ενώπιον της συνόδου, ότι ο Χριστός είχε ένα θέλημα, το θεϊκό, διότι το φυσικό θέλημα της ανθρώπινης φύσης του, το απέβαλε μαζί με την σάρκα. Αυτός καταδικάσθηκε από την σύνοδο διότι όσα πίστευε:
«αὕτη ἡ δόξα τῶν Μανιχαίων ἐστίν. αὕτη ἡ πίστις Ἀπολιναρίου ἐστίν. ἀνάθεμα αὐτῷ μετά τῶν δογμάτων αὐτοῦ. τῷ νέῳ Μανιχαίῳ ἀνάθεμα. τῷ νέῳ Ἀπολιναρίῳ ἀνάθεμα. ἐξω βληθήτω ο Μανιχαῖος. πάσι τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα[19].»
Ο Κωνστανίνος-Σιλουανός λιθοβολήθηκε από τους οπαδούς του. Την χαριστική βολή κατάφερε ο θετός γιος του Ιούστος[20].
Μετά τρία έτη ανέλαβε την αρχηγία της αίρεσης ο εν λόγω Συμεών, μετονομασθείς Τίτος. Αυτός ήλθε σε αντιπαράθεση με τον προαναφερθέντα Ιούστο. Ο δεύτερος, όπως δεν λυπήθηκε τον θετό του πατέρα και τον δολοφόνησε, με την ίδια αναλγησία προσέτρεξε στον επίσκοπο Κολωνείας και κατήγγειλε τον Συμεών και τους Παυλικιανούς. Ο επίσκοπος ενημέρωσε τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β’ (685-695 & 705-711), γιο και διάδοχο του Κωνσταντίνου Δ’. Ο αυτοκράτορας διέταξε έρευνα και όσοι παρέμεναν αμετανόητοι να δικασθούν και να καταδικασθούν στον δια πυρός θάνατο[21].
Από την καταδίκη γλύτωσε κάποιος Παύλος, Αρμένιος στην καταγωγή, ο οποίος επέστρεψε στην Επίσπαρη κι επανασύστησε την αίρεση. Από τα δυο παιδιά του, Γεγναίσιο και Θεόδωρο, όρισε τον πρώτο προϊστάμενο και τον μετονόμασε Τιμόθεο. Τότε δημιουργήθηκε αντιζηλία στα δυο αδέλφια και ανταγωνισμός για την αρχηγία της αίρεσης, καθώς και οι δυο διεκδικούσαν το «άνωθεν» χρίσμα:
«τοῦ μέν λέγοντος τήν τοῦ πατρός ἄνωθεν ἀπεσταλμένην χάριν, ἑαυτόν τε παρά τοῦ λαβόντος εἰσδέξασθαι καί τοῦ προνομίου τῆς ἀσεβείας τῷ δευτέρῳ μή ἐξίστασθαι, τοῦ δέ Θεοδώρου ταύτην ἀντισπῶντος ἐφ’ ἑαυτόν, καί μή πατρόθεν ἐκ τοῦ λαβόντος δευτέρᾳ δόσει μετασχεῖν, ἀλλ’ ἐκ τῆς πρώτης δωρεάς, καί ὅθεν ὁ πατήρ ταύτην εἵλκυσεν. Ἔμεινεν οὖν ἡ τοιαύτη στάσις καί φιλονικία μέχρι τοῦ ἐβδελυγμένου τέλους τῆς αὐτῶν δυσσεβεστάτης ζωῆς[22].»
Α΄ Φάση Εικονομαχίας
Με την άνοδο του Λέοντα Γ’ Ίσαυρου στον θρόνο ξεκινά μια νέα περίοδος για την αυτοκρατορία με καταστροφικές συνέπειες. Για λόγους, όμως που θα φανούν παρακάτω, η περίοδος της Εικονομαχίας δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για την εξάπλωση του Παυλικιανισμού. Εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να υπήρξε άμεση σχέση του αυτοκράτορα μαζί τους. Βέβαια, λόγω ιδεολογίας οι Παυλικιανοί, ήταν ενάντια των εικόνων και όχι μόνο. Ήταν ενάντιοι στην υπάρχουσα μορφή εκκλησιαστικής ιεραρχίας και αυτό είναι φυσικό, διότι κάθε επίδοξος αρχηγός σέκτας, έπρεπε ν’ αμφισβητεί την ιεραρχία ακόμη και την ιεροσύνη, ώστε να δικαιολογεί την ύπαρξή του και την δική του θέση. Γίνεται επίσης δεκτό, χωρίς να υπάρχουν άμεσες μαρτυρίες, ότι οι Παυλικιανοί ήταν και κατά του μοναχισμού. Αποτελούσαν, εν ολίγοις, άριστους συμμάχους του Λέοντα.
Η ιστορία για την κλήση του Γεγναίσιου-Τιμόθεου στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα και η ανάκριση του από τον πατριάρχη, απηχεί την νομιμοποίηση που έλαβαν οι Παυλικιανοί επί Εικονομαχίας. Σύμφωνα με την ιστορία αυτή ο Γεγναίσιος-Τιμόθεος κατάφερε να υποκριθεί τον ορθόδοξο με διφορούμενη ομολογία. Είναι, όμως, εμφανές ότι και ο πατριάρχης απέφυγε να θέσει δύσκολα ερωτήματα. Η όλη ανακριτική διαδικασία δείχνει προκατασκευασμένη. Το πιο πιθανό είναι ότι ευθύνονταν ο ίδιος ο Λέοντας γι’ αυτό, εξαιτίας του ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να διενεργήσει την ανάκριση για θέματα θρησκευτικών πεποιθήσεων. Ήταν υποχρεωμένος να στείλει τον Γεγναίσιο-Τιμόθεο στον πατριάρχη για εξέταση.
Ποιος ήταν ο πατριάρχης που διενήργησε την εξέταση δεν αναφέρεται. Από την συμμόρφωσή του στις οδηγίες του Λέοντα, μπορεί να εξαχθεί ότι επρόκειτο για τον Αναστάσιο, αντικαταστάτη του αγίου Γερμανού (715-730). Ο Γεγναίσιος-Τιμόθεος αθωώθηκε και έλαβε σιγίλιο από τον βασιλιά που του επέτρεπε να συνεχίσει ανενόχλητος την δράση του[23]. Ελεύθερος πλέον και ανεξέλεγκτος στις κινήσεις του, επανήλθε από την Επίσπαρη στην Μανάναλη, όπου και τελείωσε την ζωή του από λοιμώδη ασθένεια, κατά τον Μέγα Φώτιο, από βουβωνική πανώλη, κατά τον Πέτρο Σικιελώτη. Από την Χρονογραφία του οσίου Θεοφάνη[24] εντοπίζεται η επιδημία στα έτη 746-747 μ.Χ. Ο Γεγναίσιος έμεινε στην αρχηγία της σέκτας επί τριακονταετία, οπότε πρέπει να ανέλαβε γύρω στο 716 μ.Χ.
Μετά από αυτόν δημιουργήθηκε ξανά σχίσμα για λόγους διαδοχής. Μία μερίδα τάχθηκε με τον νόθο γιο του Ζαχαρία, ενώ μια δεύτερη με κάποιον Ιωσήφ. Από την μεταξύ τους αντιπαλότητα φαίνεται ότι προέκυψαν και χειροδικίες:
«Πλήν τῆς ἔριδος δι’ ἅπερ εἴρηται κατισχυούσης καί χερσίν ἤδη καί πληγαῖς κρινομένης ὑπεραλγήσας ὁ Ζαχαρίας, οἷα δή τῆς πατρώας ἐλαυνόμενος κληρουχίας, παίει τόν Ἰωσήφ, ὡς ἐγγύς θανάτου τήν πληγήν ἐλάσαι. Θατέρου δέ τῶν στρατηγῶν τῆς ἀποστασίας ἐπί γόνυ κλιθέντος, ἔμενε μέν ἑκατέρα μερίς σφοδρώτερον κατά τῆς ἑτέρας ἐπανισταμένη, ἐκαιροφυλάκει δέ την συμπλοκήν, τό τέλος ἀμφίβολον ἐνοουμένη τῆς μάχης, ἐκρίθη δέ μᾶλλον, μετ’ ὀλίγον χρόνον, θατέραν ἀπό θατέρας διαστῆναι, καί μή τῷ ἀδήλῳ τῆς μάχης καταπιστεύσαντας ἑαυτούς πανωλεθρίᾳ διαφθαρῆναι[25].»
Την λύση στην διαμάχη έδωσαν οι επιδρομές των Αράβων. Σε μια από αυτές οι Άραβες έφθασαν μέχρι τις περιοχές των Παυλικιανών. Ο Ζαχαρίας δραπέτευσε αλλά η παράταξή του δεν γλίτωσε την σφαγή. Αντίθετα, ο Ιωσήφ εξώμοσε με την ίδια ευκολία που οι ομοϊδεάτες του προσποιούνταν τους Χριστιανούς, όταν παρίστατο ανάγκη, και γλύτωσε την ζωή την δικιά του και της ομάδας του. Με την πρώτη ευκαιρία δραπέτευσαν όλοι μαζί κι έφτασαν στην Επίσπαρη, όπου τους έγινε θερμή υποδοχή από τους εκεί Παυλικιανούς.
Από τον Θεοφάνη πάλι, προέρχεται η πληροφορία, σύμφωνα με την οποία την εποχή αυτή έγινε μετακίνηση πληθυσμών από τον Κωνσταντίνο Ε’ (741-775), το έτος 754/755:
«ὁ δέ βασιλεύς Κωνσταντίνος Σύρους τε καί Αρμενίους, οὕς ἤγαγεν ἀπό Θεοδοσιουπόλεως καί Μελιτηνῆς, εἰς τήν Θράκην μετώκισεν, ἐξ ὧν ἐπλατύνθη ἡ αἴρεσις των Παυλικιανῶν[26].»
Όπως τοποθετείται η πρόταση στο κεφάλαιο από τον Θεοφάνη, φαίνεται ότι οι μετακινήσεις αυτές αποσκοπούσαν στην πληθυσμιακή ενίσχυση περιοχών, που είχαν εξασθενήσει από τις επιδρομές και τον λοιμό. Ισχυρισμοί, όπως ότι ήθελε να ενισχύσει το εικονομαχικό στοιχείο, δεν μαρτυρούνται στις πηγές και δεν λαμβάνονται υπόψη.
Όταν ο Ιωσήφ απέμεινε μόνος ηγέτης της αίρεσης έλαβε το όνομα Επαφρόδιτος. Από την περιοχή, στην οποία εγκαταστάθηκε μετά την φυγή από τους Σαρακηνούς, εκδιώχτηκε από τον τοπικό άρχοντα Κρικοράχη. Κατέφυγε στην Φρυγία και ύστερα από κάποιο διάστημα έφτασε στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Εκεί εγκαταστάθηκε με την άδεια των τοπικών αρχών λόγω της μακρινής απόστασης του τόπου. Πέθανε έχοντας συμπληρώσει και αυτός τριάντα χρόνια στην αρχηγία της αίρεσης[27].
Διάδοχος του Ιωσήφ-Επαφρόδιτου ανέλαβε κάποιος Βαάνης, γέννημα μοιχικής σχέσης Παυλικιανής και Εβραίου[28]. Ανταγωνιστής αυτού υπήρξε ο Σέργιος-Τυχικός, ο οποίος δέχονταν να το καλούν Παράκλητο και Πνεύμα Άγιο. Καταγόταν από την Αννία, χωριό κοντά στην πόλη Ταβία. Ο πατέρας του ονομαζόταν Δρύινος. Κατηχήθηκε στην αιρετική δοξασία από μια Μανιχαία (Παυλικιανή). Εισήγαγε καινούργιο τρόπο προσηλυτισμού, προβάλλοντας αρχικά στα υποψήφια θύματά του ένα χριστιανικότερο προσωπείο. Μόνο όταν ο προσήλυτος είχε εισέλθει στα ενδότερα της αίρεσης μυούνταν στην πλήρη διεστραμμένη διδασκαλία:
«Καί γάρ οὐδέ τοῖς προτέροις ἀμελούμενον ὅμως καί τούτο αὐτῷ σπουδαιότερον μεμηχάνηται, ὥστε μή κατ’ ἀρχάς εὐθύς τοῖς αὐτῷ μυεῖσθαι προσερχομένοις τά τελειότερα τῶν ἀσεβημάτων θαρρεῖν, μηδέ τῶν μυστηρίων προτιθέναι τά εξάγιστα, ὧν ἐστι τό κεφάλαιον ἄρνησις παντελής Θεοῦ, καί τοῦ διαβόλου δόξα καί κράτος, καί δημιουργίας ἰσχύς καί τιμή καί οἰκείωσις. Οὐδέν οὖν ἐκεῖνος τοιοῦτον κατεπίστευεν τοῖς ἄρτι μυουμένοις. Ἀλλά πρῶτα μέν τοῖς εὐαγγελικοῖς ἐπειρᾶτο καταρυθμίζειν ῥήμασιν αὐτῶν τά ἤθη, καί ἅ μηδέν ἐκἐλευσε περί δόγματος, καί τούτοις τέως κατακηλεῖν τε καί καταγοητεύειν ἐπεχείρει, καί χειροήθεις ἀπεργάζεσθαι τούς μυσταγωγουμένους. Ἐπειδάν δ’ εὔνους εἶχε καί ὡς διδασκάλῳ καί σωτηρίας ἑώρα προσανέχοντας ὁδηγῷ, τότε καί τόν ὅλον τῆς ἀποστασίας ἰόν χανδόν αὐτοῖς παρεῖχεν ἐκροφεῖν, καί τετελεσμένους ὁμοίως ἐκείνῳ ἀνηγόρευέ τε καί ἀνεκήρυττε τήν ἀσέβειαν[29].»
Ο Σέργιος-Τυχικός ανέπτυξε έντονη ιεραποστολική δράση[30]. Η παραπάνω διήγηση του Μεγάλου Φωτίου καθώς και η αντίστοιχη του Πέτρου Σικελιώτου δείχνουν ότι η δράση του ήταν επιτυχημένη. Πρόκειται για την «χρυσή εποχή» στην διάδοση της συγκεκριμένης αίρεσης. Ο λόγος είναι ο εξής. Η περίοδος της δραστηριότητάς του ήταν τριάντα τέσσερα (34) χρόνια και η περίοδος ακμής του συνέπεσε με την βασιλεία της αυτοκράτειρας Ειρήνης[31]. Το 787 μ.Χ. συνεκλήθη η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία αποκατέστησε τις εικόνες. Για να το πετύχει αυτό η αυτοκράτειρα Ειρήνη απομάκρυνε από το διοικητικό κέντρο τα εικονομαχικά στοιχεία που επικρατούσαν στο στράτευμα και επέβαλαν την Εικονομαχία. Αποτέλεσμα ήταν να δυσαρεστηθούν οι Εικονομάχοι από τις εξελίξεις. Την δυσαρέσκεια αυτή εκμεταλλεύτηκε ο Παυλικιανισμός με τις ενέργειες του Σέργιου-Τυχικού. Αυτό αναφέρεται και στην διήγηση του αγίου Νικηφόρου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως:
«Ἐπειδή γάρ ἐν ὁλίγοις τοῖς πρόσθεν χρόνοις, τῆς ἐπ’ εὐσεβείᾳ γνωριζομένης, καί τήν αρχήν τήν βασίλειον διεπούσης (σσ. μιλά για την Αυγούστα Ειρήνη), ἀξιοζήλωτον τε καί ἔνθεον σπουδήν περί τῆς καθ’ ἡμᾶς πίστιν ἐπιδειξαμένης, ἐξήγειρεν ο Θεός τό πνεύμα, καί θεοκρίτῳ ψήφῳ, τῆς πόλεως τῆσδε ἐφ’ ἧς κακῶς καί ἀθέως παρά τοῦ ἠθροικότος ἐνίδρυντο, καλῶς καί αἰσίως ἐξώσθησαν (σσ. οι Εικονομάχοι)˙ περιαλώμενοι οἶα πλανῆτες περιεζήτουν θρησκείαν, καθ’ ἥν εικόνες καί υπομνήματα τῆς Χριστοῦ οἰκονομίας οὐκ ἐμφανίζονται˙ εὑρίσκουσιν οὖν δή τήν ἐρωμένην ἐκ πλείονος τήν Μανιχαίων δη λέγω ἀπιστίαν καί ἀθεΐαν, καί τῇ δόξῃ τῇ εκείνων συνάδουσαν, καί τά κατά γνώμην αὐτοῖς ἐπιτρέπουσαν, καί ταῦτα ἐπαγγέλουσαν οἶσπερ ἥδοντο καί ἔχαιρον πόῤῥωθεν˙ διά δή ταῦτα οἱ πλείους αὐτῶν τήν καθ’ ἡμᾶς ὁμολογίαν ὁλοτρόπως ἀπώμοτον ποιησάμενοι, ἐκείνῃ τῇ λύσσῃ προσέθεντο τέλεον[32].»
Δηλαδή, προσήλθαν στον Παυλικιανισμό οι Εικονομάχοι εκείνοι, οι οποίοι δυσαρεστημένοι από τις εξελίξεις, έψαχναν μια συγγενή αίρεση και σ’ αυτόν βρήκαν: α) την άρνηση της προσκύνησης των εικόνων και των λειψάνων, β) την άρνηση απόδοσης τιμής στην Θεοτόκο, και γ) την αντιμοναχική στάση. Λόγω της κατακόρυφης αύξησης των μελών της αίρεσης, οι κοινότητες χωρίσθηκαν σε έξι “εκκλησιαστικές” περιφέρειες:
«Ἔτι δέ λέγω, τήν ἐν Κορίνθῳ Ἐκκλησίαν ὠκοδόμησε Παῦλος˙ τήν δέ Μακεδονίαν, Σιλουανός καί Τίτος˙ λέγει δέ Μακεδονίαν, τό συνέδριον τό εἰς Κίβοσαν˙ καί Κωνσταντίνον δέ καί Συμεῶνα, Σιλουανό καί Τίτο ἀποκαλεῖ˙ Καί Ἀχαΐαν ἀνιστόρησε Τιμόθεος˙ λέγει δέ την Μανάναλιν˙ καί τόν Γεγνέσιον, Τιμόθεον ὀνομάζει, τόν ὅντως Θυμόθεον. Τήν τῶν Φιλιππησίων ἐκκλησίαν ἐλειτούργησεν Ἐπαφρόδιτος˙ λέγει δέ τόν ἐκ πορνείας Ἰωσήφ τόν αἰπολον, τόν ὅντως ἀφρόνητον˙ καί Φιλιππησίους ὀνομάζει τούς μαθητάς αὐτοῦ. Τήν Λαοδικέων καί Ἐφεσίων ἐκκλησίαν, ἔτι δέ καί τήν Κολασσαέων, ἐμαθήτευσε Τυχικός. Καί Κολασσαεῖς μέν λέγει τούς Ἀργαούτας˙ Ἐφεσίους δέ, τούς ἐν Μοψουεστία˙ Λαοδικεῖς δέ τούς κατοικοῦντας Κύνας[33] τήν τοῦ Κυνός χώραν[34].»
Την εποχή αυτή συνέβη νέα αιματηρή εμφύλια διαμάχη στις τάξεις των Παυλικιανών, μεταξύ των οπαδών του Βαάνη και των οπαδών του Σέργιου. Αφορμή έλαβαν οι οπαδοί του δευτέρου από την ασύδοτη και έκλυτη ζωή του πρώτου:
«καί εὐλάβιαν ὑποκρινόμενος (σσ. ο Σέργιος), ἤρξατο ἐλέγχειν αὐτόν εἰς ὑπήκοον πάντων, οὐ διά πίστιν, ἀλλά διά την ἀτοπίαν τῶν ἀθέμιτων αὐτοῦ πράξεων. Ὁ δέ Βαάνης φησί πρός αὐτόν˙ Σύ νεωστί κατεφάνης, καί οὐδένα τῶν διδασκάλων ἡμῶν ἐώρακας, ἤ συμπαρέμεινας˙ ἐγώ τοῦ κυρίου Ἐπαφροδίτου μαθητής ὑπαρχω˙ καί καθώς παρέδωκέν μοι ἀπ’ αρχῆς, οὕτω καί διδάσκω˙ ὁ δέ Σέργιος, διά τόν δυσώδη βόρβορον ὅν ἐδίδασκε, βδελυξάμενος καί εἰς πρόσωπον καταισχύνας αὐτόν, ἔσχισε τήν αἱρεσιν εἰς δύο[35].»
Η διχόνοια έληξε μετά τον θάνατο του Σεργίου. Τελευταίος φίλα προσκείμενος προς τους Παυλικιανούς αυτοκράτορας ήταν ο Νικηφόρος Α’ (802-811). Με την βοήθειά τους κατέπνιξε την επανάσταση του Βαρδάνη. Αναφέρεται ότι συμμετείχε σε μαγγανείες τους. Ως αντάλλαγμα τους παραχώρησε ελευθερία κινήσεων και ανέχθηκε την προσηλυτιστική τους δράση:
«τῶν δέ Μανιχαίων, τῶν νῦν Παυλικιανῶν καλουμένων, καί Ἀθιγγάνων τῶν κατά Φρυγίαν καί Λυκαονίαν, αγχιγειτόνων αὐτοῦ, φίλος ἦν διάπυρος, χρησμοῖς καί τελεταῖς αὐτῶν ἐπιχαίρων, ἐν οἷς ὅταν Βαρδάνης ὁ πατρίκιος ἐπανέστη αὐτῷ, τούτους προσκαλεσάμενος, ταῖς αὐτῶν μαγγανείαις τοῦτον ὑπέταξεν. … οὗτοι χώραν ἔλαβον ἐπί τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἀφόβως πολιτεύεσθαι, καί πολλοί τῶν κουφοτέρων ταῖς ἀθεμίτοις αὐτῶν διεφθάρησαν δόξαις…[36].»
Αναφορά στους Αθίγγανους κάνει ο Τιμόθεος, πρεσβύτερος Κωνσταντινουπόλεως:
«Μελχισεδεκῖταί εἰσιν, οἱ νῦν προσαγορευόμενοι Ἀθίγγανοι. Οὗτοι τόν Μελχισεδέκ αῦχοῦσιν, ἐξ οὗ καί τήν ἐπωνυμίαν εἰλήφασιν. Εἰσί δέ περί τήν Φρυγίαν. Οὔτε δέ Ἑβραῖοι, οὔτε Ἐθνικοί εἰσι. Δοκοῦσι γάρ τό μέν Σάββατον φυλάττειν, τήν δέ σάρκα μή περιτέμνεσθαι˙ οὗτοι οὐδένα ἄνθρωπον ἄπτεσθαι αὐτῶν ἀνέχονται˙ ἀλλά κἄν δῷ αὐτοῖς τις ἄρτον, ἠ ὕδωρ, ἠ ἕτερόν τι εἶδος, οὐκ ἀνέχονται ἀπό χειρῶν λαβεῖν, ἀλλά παρακαλοῦσι τούς ἐπιδίδοντας αὐτοῖς θεῖναι χάμαι τά εἴδη, καί οὕτως αὐτοί προσερχόμενοι αἵρουσιν αὐτά˙ ὁμοίως κἄν αὐτοί ἑτέροις μεταδιδῶσι˙ τούτῳ οὖν τῷ τρόπῳ Ἀθιγγάνους αὐτούς καλοῦσιν, διά τό μή άνέχεσθαι αὐτούς προσψαύειν τινός[37].»
Η αυτοκρατορική πολιτική έναντι των Παυλικιανών έκανε στροφή 180 μοιρών με την άνοδο στον θρόνο του Μιχαήλ Α’ Ραγκαβέ (811-813). Αυτός έστειλε τον Λέοντα, στρατηγό των Ανατολικών και μετέπειτα αυτοκράτορα (813-820), να διώξει τους αιρετικούς. Αυτοί οργάνωσαν στρατιωτικό σώμα, αποτελούμενο από μαθητές του Σέργιου και προέβησαν σε αντίποινα. Δολοφόνησαν τον έξαρχο Παρακονδάκη, την στιγμή που οι κάτοικοι του Κυνοχωρίου εκτελούσαν τον επίσκοπο Νεοκαισάρειας, Θωμά[38]. Αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν και να εκτελεστούν μεγάλος αριθμός αιρετικών. Η πράξη του αυτοκράτορα προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας, η οποία διά στόματος του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου διακήρυξε ότι κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να εκτελείται για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Από την Επιστολή ΡΝΕ’ – Θεοφίλῳ Εφέσου παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα:
«Εμείς λέγει συμβουλεύσαμε ούτε να θανατώνονται οι Μανιχαίοι, ούτε να μην θανατώνονται. Αν το επιτρέπαμε να γίνει, θα μπορούσαμε να κάνουμε το μεγαλύτερο από τα πιο καλά. Τι λες θεομίμητε; Ο Κύριος το απαγόρευσε αυτό στα Ευαγγέλια λέγοντας, “Οὔ, μήποτε, συλλέγοντες τά ζιζάνια, ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον. Ἄφετε συναυξάνεσθαι μέχρι τοῦ θερισμοῦ[39]”, και συ έρχεσαι να πεις, ότι είναι το μεγαλύτερο από τα καλύτερα η άδεια της εκρίζωσης; Και ότι ζιζάνια ονόμασε τους αιρετικούς, και τους τωρινούς δηλαδή, και τους άλλους, δηλαδή όλους, ας ακούσουμε τον Χρυσόστομο που ερμηνεύει αυτό ακριβώς για το οποίο λέγει τα εξής˙ “Τί λοιπόν εμποδίζει ο Κύριος λέγοντας, μήποτε ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον; Αυτό το έλεγε εμποδίζοντας να γίνονται πόλεμοι και αίματα και σφαγές. Δεν πρέπει λοιπόν να θανατώνουμε τους αιρετικούς, γιατί θα είχε προκληθεί πόλεμος άσπονδος[40]”. Και ύστερα από άλλα˙ “Και τι άλλο εννοεί με το, μήποτε ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον; παρά αυτό, ότι δηλαδή αν πρόκειται να χρησιμοποιείτε όπλα και να κατασφάζεται αιρετικούς, είναι ανάγκη να συμπεριλάβετε και πολλούς αγίους[41]”, πράγμα που έγινε στα χρόνια μας. Γιατί αίματα και σφαγές γέμισαν την οικουμένη μας, και πολλοί από τους αγίους πήγαν μαζί τους, και ο λόγος του Κυρίου δεν διαψεύσθηκε, όπως έχει ομολογηθεί από πολλούς. Και γιατί λέμε ότι δεν πρέπει να θανατώνονται οι αιρετικοί; Ούτε και να καταριόμαστε αυτούς επιτρέπεται σε μας[42].»
«Διδασκόμαστε δηλαδή ότι δεν πρέπει να τιμωρούμε αυτούς που έχουν άγνοια… Λέγει λοιπόν και ο θεοφόρος Ιγνάτιος˙ Αυτούς που μισούν τον Θεό πρέπει να τους μισούμε και να λιώνουμε για τους εχθρούς του[43]. Να μην τους διώκουμε όμως, ούτε να τους χτυπάμε, όπως κάνουν οι εθνικοί που δεν γνωρίζουν τον Θεό[44]. Εάν λοιπόν δεν πρέπει να τους χτυπάμε, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να τους θανατώνουμε[45].»
«Και βέβαια, για να μιλήσω με αφροσύνη, και μίλησα με θάρρος στον μακαριώτατο πατριάρχη, ότι η Εκκλησία δεν εκδικείται με μάχαιρα, και συμφώνησε, ενώ στους βασιλείς που έκαναν την σφαγή, στον πρώτο είπα, ότι ο Θεός δεν αρέστηκε με αυτήν την σφαγή, ενώ στον δεύτερο που απαιτούσε να συνηγορήσω για τη σφαγή, ότι προτιμώ να μου πάρει το κεφάλι, παρά να συμφωνήσω σ’ αυτό[46].»
Χαώδης είναι η διαφορά της στάσης έναντι των αιρετικών, μεταξύ της Ορθοδοξίας και του Παπισμού της Ιεράς Εξέτασης. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, όχι μόνο δεν στέργει την εκτέλεση των αιρετικών, αλλά έλεγξε και τους κρατούντες όσες φορές το επιχείρησαν:
«Επομένως ο Κύριος δεν απαγορεύει να παρεμποδίζονται οι αιρετικοί, να αποστομώνωνται, να αποκόπτεται η θρασύτης των και να διαλύονται τα συνέδριά των και αι συγκεντρώσεις των, αλλ’ απαγορεύει να φονεύωνται και να κατασφάζονται[47].»
Για ν’ αποφύγουν τα αντίποινα οι Παυλικιανοί κατέφυγαν στον Εμίρη της Μελιτήνης. Αυτός τους πρόσφερε το Αργαούν ως τόπο εγκατάστασης. Από εκεί ξεκίνησαν επιδρομές κατά της αυτοκρατορίας. Την εποχή αυτή αναφέρεται ο θάνατος του Σέργιου:
«ὁ γάρ Τζανίων ὁ ἀπό καστέλλου τῆς Νικοπόλεως ὥν, εἰς ὄρος αὐτόν εὑρηκώς ἄνωθεν τοῦ Ἀργαοῦ σανίδας ἐργαζόμενον, τήν ἀξίνην ἐκ τῶν χειρῶν αὐτοῦ λαβών, πατάξας τοῦτον ἀπέκτεινεν˙ καί οὕτως ἀπεῤῥάγη τό ἔσχατον καί μείζων πάντων τῶν θηρίων τούτιδε βίου, ἔτει ἀπό κτίσεως κόσμου ἐξάκισχιλιοστῷ τριακοστῷ τρίτῳ[48] (811/12).»
Β’ Φάση Εικονομαχίας
Με την άνοδο του Λέοντα Ε’ του Αρμένιου στην εξουσία ξεκίνησε η δεύτερη φάση της Εικονομαχίας το 815 μ.Χ. Την εποχή αυτή διώχθηκε ο άγιος Μακάριος, ηγούμενος της Μονής της Πελεκητής (η μνήμη του τιμάται την 1η Απριλίου). Η Μονή αυτή ήταν αφιερωμένη στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και βρισκόταν στην Βιθυνία:
«Ἡ Μονή αὕτη κεῖται παρά τήν θάλασσαν ἐν ῥωμαντικοτάτη καί συνδένδρῳ θέσει πρός τά ΜΔ τῆς Τρίγλιας, ἧς ἀπέχει ¾ τῆς ὥρας[49].»
Ο άγιος Μακάριος φυλακίσθηκε και στην συνέχεια εξορίσθηκε. Ανακλήθηκε από την εξορία και αποκαταστάθηκε στην ηγουμενία της Μονής από τον Μιχαήλ Β’ (820-829). Εξορίσθηκε για δεύτερη φορά στο νησί Αφουσία της Προποντίδας από τον Θεόφιλο (829-842). Κατά την διάρκεια της δεύτερης φυλάκισής του και πριν ξεκινήσει για την νήσο Αφουσία, συνάντησε στην φυλακή ομάδα Παυλικιανών, οι οποίοι ανέμεναν την εκτέλεση της θανατικής του καταδίκης. Κατόπιν νουθεσίας, κατάφερε να οδηγήσει σε μετάνοια έναν από αυτούς, τον μοναδικό που γλίτωσε τελικά την εκτέλεση.
«Παυλιανιστῶν γάρ ἤτοι Μανιχαίων καθειρχθέντων ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ καί τήν ἐπί θάνατον ψήφον ἀπειληφότων, τόν ἅγιόν τε τήν έξόδιον ἐπ’ αὐτοῖς εὐχήν ποιεῖσθαι προτρεπομένων, οὐδεμία, φησίν, οὗτως κοινωνία φωτί πρός σκότος ἐστίν. Διό τό ἀντάξιον τέλος τῆς δυσεβείας κομίζεσθε, μηδέ μέχρι τούτου τῆς τιμωρίας ἱστάμενοι, ἀλλ’ ἀτελεύτητον κόλασιν μετ’ αὐτήν ἐκδεχόμενοι. Διό εἷς τῶν κατακρίτων τήν τοῦ περισωθῆναι ἐγγύη ἀντί ἐπιστροφῆς τῷ ἁγίῳ οἰκειοῦσθαι φήσας ἐπινεύει ούτῳ, καί τῷ οικείῳ λόγῳ Μακάριος τόν αὐτόν ἐπεσφράγισεν. Πάντων οὖν ὀλεθρίῳ τέλει ἀναιρεθέντων, οὗτος μόνος περισωθείς τά τῆς ὑποσχέσεως ἐξεπλήρωσεν, τό βδελυρόν τῆς αἱρέσεως ἀποθέμενος καί τά φωτεινά τῆς εὐσεβείας δόγματα περιβαλλόμενος[50].»
Μετά τον θάνατο του Σέργιου συνέβη μια αλλαγή στην διοικητική δομή της αίρεσης. Εμφανίστηκε η τάξη των «Συνέκδημων» › όρος δανεισμένος από τις επιστολές του αποστόλου Παύλου[51] › αποτελούμενη από τους στενούς συνεργάτες του Σέργιου. Ενδέχεται να σημαίνει η δημιουργία αυτής της τάξης, την ανάπτυξη μιας μορφής ελιτισμού στο εσωτερικό:
«μαθηταί δέ τούτου ὑπῆρχον μυστικώτεροι, Μιχαήλ καί ὁ Κανάκαρις, καί Ἰωάννης ὁ Ἀόρατος, οἱ τρεῖς μιερεῖς, καί ὁ μνημονευθείς Θεόδοτος, Βασίλειός τε καί Ζώσιμος, καί ἕτεροι πολλοί. Οὗτοι τοίνυν οἱ μαθηταί αὐτοῦ, οἱ καί συνέκδημοι παρ’ αὐτοῖς λεγόμενοι, ὡς μιερεῖς τινες, τόν ἅπαντα λαόν τόν συναθροισθέντα ἐν τῷ Ἀργαοῦ, μετά τόν τοῦ διδασκάλου θάνατον, ταῖς διδασκαλίαις αὐτοῦ τε καί τῶν προηγησαμένων λυμαινόμενοι, ἰσότιμοι πάντες ὑπήρχον˙ μηκέτι ἕνα διδάσκαλον ἀνακηρύξαντες καθάπερ οἱ πρώην, ἀλλά πάντες ἴσοι ὄντες[52].»
Με την λήξη της Εικονομαχίας το 843 μ.Χ. η αυτοκράτειρα Θεοδώρα (842-856) ενδιαφέρθηκε για την επαναφορά των Παυλικιανών στην Ορθοδοξία. Λόγω κακών χειρισμών των αξιωματούχων που χειρίστηκαν το θέμα, τα αποτελέσματα ήταν αντίθετα:
«Κατά δέ τήν ἑῲαν τό τῶν Μανιχαίων γένος ἧν παμπληθές, οἵ καί Παυλικιανοί ἀγροικότερον πρός τοῦ δημώδους ὄχλου καλοῦνται, ἐκ Παύλου καί Ἰωάννου τῆς κλήσεως συγκειμένης αὐτοῖς˙ τῷ δ’ ἄνδρε τούτω παρά Μανιχαίοις ἐγενέσθην ὀνομαστώ, εἰ καί μήν ἤστην αἱρεσιάρχα καί τῆς κακοδοξίας γεννήτορε, ζηλωτά δέ ταύτης καί σπουδαστα διαφερόντως καί κήρυκε. καί τούτους τοίνυν ἡ βασιλίς εἰς νοῦν ἐβάλετο μεταγαγεῖν εἰς ὀρθοδοξίαν ἐκ τῆς αἱρέσεως καί στέλλει τούς τοῦτο σπεύσοντας ἀνδρας τῶν ἐπιφανεστέρων. οἱ δέ ἀδεξίως τό πράγμα καί ἀφυῶς μεταχειρισάμενοι οὐ μόνον ἀνήνυτον ἔθεντο τήν σπουδήν, ἀλλά καί εἰς ἀποστασίαν ὁρμῆσαι τό γένος ὅλον εἰς μυριάδας πολλάς ἐβιάσαντο. ὅ καί τοῖς ἐξ Ἰσμαήλ συμμιγνύμενον κατά Ῥωμαίων σύν αὐτοῖς ἐστρατεύετο, καί πολλῶν γέγονεν αἴτιον συμφορῶν[53].»
Οι τρεις αξιωματούχοι απεσταλμένοι, ο Λέων Αργυρός, ο Ανδρόνικος Δούκας και ο Σουδάλης, επέδειξαν αδικαιολόγητη σκληρότητα. Ο Συνεχιστής του Θεοφάνη αναφέρει τον υπερβολικό, οπωσδήποτε, αριθμό των 100.000 αναιρεθέντων:
«ἡ μέν γάρ πέμψασά τινας τῶν ἐπ’ εξουσίας (ὁ τοῦ Ἀργυροῦ καί ὁ τοῦ Δουκός καί ὁ Σουδάλης οἱ ἀποσταλέντες ἐλέγοντο) τούς μέν ξύλῳ ἀνήρτων, τούς δέ ξίφει παρεδίδουν, τούς δέ τῷ τῆς θαλάσσης βυθῷ. ὡσεί δέκα μυριάδες ὁ οὕτως ἀπολλύμενος ἠριθμείτο λαός, καί ἡ ὕπαρξις αὐτῶν τῷ βασιλικῷ ταμείῳ … ἤγετο καί εἰσεκομίζετο[54].»
Αιτία της σκληρής στάσης των αρχών απέναντι στους Παυλικιανούς, ήταν η βοήθεια που παρείχαν οι εντός της αυτοκρατορικής επικράτειας στους ομόγνωμούς τους, συμμάχους των Αράβων, κατά τις επιδρομές τους στις επαρχίες της Ρωμανίας. Πρακτικά οι Παυλικιανοί βρίσκονταν ήδη σε εμπόλεμη κατάσταση με την αυτοκρατορία.
Πρωτομανδάτορας του στρατηγού των Ανατολικών, Θεόδοτου Μελισσηνού, ήταν κάποιος Καρβέας, κρυφο-Παυλικιανός. Αυτός όταν έμαθε ότι ο πατέρας του εκτελέστηκε, αυτομόλησε μαζί με 5000 συντρόφους του στον Εμίρη της Μελιτηνής Umar al-Aqta (=μονόχειρ, 835-863, στις ελληνικές πηγές συναντάται ως Άμερ ή Άμβρος) και ενώθηκε με τους εκεί Παυλικιανούς. Ανέλαβε την αρχηγία της αίρεσης και μετέφερε την έδρα του στην Τεφρική (σημ. Divrigi), πόλη που οικοδομήθηκε τότε, ΝΑ της Σεβάστειας και ΒΔ της Μελιτηνής[55]. Η νέα εγκατάσταση προσέφερε πλεονεκτήματα στις επιδρομές τόσο στην χώρα των Ρωμαίων, όσο και των Αρμενίων[56]. Συνεργάτες στις επιδρομές του είχε τους εμίρηδες Ταρσού, Αλή και Μελιτηνής, Ομάρ.
Αντίπαλος της ανίερης συμμαχίας Αράβων-Παυλικιανών ήταν ο Στρατηγός του θέματος των Θρακησίων, Πετρωνάς, νεότερος αδελφός της Αυγούστας Θεοδώρας, καθότι ο Καίσαρας Βάρδας είχε αναλάβει επίτροπος του ανήλικου Μιχαήλ Γ’ (856-867). Αυτός το 856 μ.Χ. λεηλάτησε τα περίχωρα της Τεφρικής και συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους. Μετά την μουσουλμανική κατάκτηση ήταν ο πρώτος στρατηγός της αυτοκρατορίας, ο οποίος έφθασε τόσο βαθειά στην αραβική επικράτεια, μέχρι τα Σαμόσατα και την Άμιδα. Αναθαρρημένος αλλά άπειρος ο Μιχαήλ Γ’ ανέλαβε προσωπικά εκστρατεία για την κατάληψη των Σαμοσάτων, η οποία κατέληξε σε πανωλεθρία. Πολλοί υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι των Ρωμαίων συνελήφθησαν, ενώ ο ίδιος ο αυτοκράτορας μόλις μετά βίας γλίτωσε την σύλληψη:
«ἔνθα καί ὁ Μιχαήλ μόλις που τόν ἵππον ἀναβάς φεύγων καθωρᾶτο, ἀλλ’ οὐ προπολεμῶν˙ οὕτω που μόγις ἐκσέσωστο, σκηνάς αὐτάς καί τήν ὅση τούτοις θεραπεία προσῆν ἐκεῖ καταλελοιπώς. ἔνθα καί τόν προμνημονευθέντα φασίν ἀριστεῦσαι Καρβέαν τόν τήν Τεφρικήν οἰκοδομησάμενον, καί πολύν οὐ μόνον τοῦ χυδαίου φθοράν λαοῦ κατεργάσασθαι, ἀλλά καί τῶν μεγάλων δη στρατηγῶν ζωγρεῖᾳ λαβεῖν τόν τε τζογγότουβον τόν Ἀβεσαλώμ καί Σηών τόν παλατῖνον, καί ἑτέρους ὑποστράτηγους καί τουρμάρχας ἄχρι τῶν ἑκατόν[57].»
Βασίλειος Α’ Μακεδών
Το καλοκαίρι του 863 μ.Χ. ο εμίρης Ομάρ μαζί με τον εμίρη της Ταρσού, Αλή και τον Καρβέα με τις δυνάμεις του εισέβαλαν στην Καππαδοκία, περνώντας τις Πύλες της Κιλικίας. Οι δύναμη του αραβικού στρατού ανέρχονταν στις 40.000 άνδρες. Έφθασαν λεηλατώντας μέχρι την Αμισό (Σαμψούντα) στις όχθες της Μαύρης θάλασσας:
«Δεύτερος οὖν χρόνος μόλις που παρῆλθε χρόνος, καί αὖθις ἐκστρατεύσας ὁ Ἄμερ σύν τεσσαράκοντα χιλιάσι στρατοῦ ὁμοῦ μέν τήν Ἀρμενιακήν ὁμοῦ δέ καί τήν πρός θάλασσαν Ἀμισόν ἐξεπόρθει τε καί κατεδουλαγώγει τῇ τοῦ κωλύοντος ἐρημίᾳ[58].»
Η επιχείρηση κατέληξε σε πανωλεθρία του αραβικού στρατού, όταν περικυκλώθηκε από τις δυνάμεις του Πετρωνα στην τοποθεσία Πόσοντα, κοντά στον ποταμό Λαλακάοντα. Η συντριπτική ήττα των Αράβων στις 3 Σεπτεμβρίου του 863 αποτελεί ορόσημο στις Βυζαντινο-Αραβικές διενέξεις. Από το σημείο αυτό ξεκίνησε η αντεπίθεση της αυτοκρατορίας με την ανάληψη της πρωτοβουλιας των κινήσεων. Πιθανολογείται ότι στην μάχη αυτή σκοτώθηκε και ο Καρβέας μαζί με τον Ομάρ. Δεν υπάρχει άμεση αναφορά, αλλά είναι γνωστό ότι πέθανε αυτό το έτος. Μετά τον θάνατο του Καρβέα, ανέλαβε την αρχηγία ο ανιψιός και γαμπρός του, Χρυσόχειρας:
«Κἀκείνου τοίνυν τό ζῇν ἀποῤῥήξαντος, αὖθις διαδέχεται τήν τυραννίδα τοῦ ὀλεθρίου λαοῦ αὐτοῦ Χρυσοχέρις ὁ ἀνεψιός καί γαμβρός αὐτοῦ[59].»
Ο Χρυσόχειρ κατάφερε να ανασυντάξει τις δυνάμεις των Παυλικιανών και να ξαναρχίσει τις επιδρομές και λεηλασίες:
«καί ἐπεί κατά τούς χρόνους ἐκείνους ὁ τῆς Τεφρικῆς ἐξηγούμενος, ὅν Χρυσόχειρα κατωνόμαζον, ἐπ’ ανδρίᾳ καί συνέσει διαφέρειν δοκῶν σφόδρα παρελύπει τήν Ρωμαίων χώρα καί τούς λαούς, καί πολλούς τῶν ἀγροίκων καθ’ ἑκάστην αἰχμαλώτους ποιούμενος ἐφρόνει σοβαρά καί υπέρογκα, κατ’ αὐτοῦ καί τῆς ὑπ’ αὐτόν πόλεως ἐκστρατεύει ο βασιλεύς[60].»
Το εγχείρημα ήταν δυσκολότερο απ’ όσο αρχικά είχε υπολογίσει ο Βασίλειος Α’ (867-886):
«ἐξεστράτευσε δέ καί κατά τῶν ἐν τῇ ἑώᾳ μοίρα Ἀγαρηνῶν ὁ αὐτοκράτωρ Βασίλειος καί κατά τῶν Μανιχαίων ὧν ἐξῆρχεν ὁ Χρυσόχειρ καλούμενος, καί φρούρια τινα κατασχών καί λείαν ἐλάσας ἐπεχείρησε μέν πολιορκῆσαι καί τήν Τεφρικήν τήν αὐτῶν μητρόπολιν, γνούς δέ ταύτην καί προσεδρείας δεομένην πολλῆς καί ἄλλως δυσάλωτον, ἄρας ἐκεῖθεν ἀπήει[61].»
Γι’ αυτό προτίμησε να στείλει πρεσβεία και να διαπραγματευτεί ειρήνη:
«πρός οὖν τόν Χρυσόχειρα γράφει ὁ βασιλεύς εἰρήνην συνθέσθαι, οἶα τόν τρόπον εἰρηνικός ὑπάρχων καί εὔσπλαγχνος ὄντως, κατά τό λόγιον τό φάσκον˙ “γίνεσθε πρός ἀλλήλους χρηστοί καί εὔσπλαγχνοι, χαριζόμενοι ἑαυτοῖς, καθώς καί ὁ Χριστός ἡμῖν ἑαυτόν ἐχαρίσατο[62]”, καί αὐταρκεσθῆναι ἐφ’ οἶς ἐπεπόνητο, εἰληφέναι τε παρ’ αὐτοῦ χρυσόν τε καί ἄργυρον καί ἐσθῆτας, καί αἰχμαλωτίζειν καί κατασφάττειν Χριστιανούς ἀνακόψαι[63].»
Στην πρεσβεία αυτή συμμετείχε και ο Πέτρος Σικελιώτης, ο οποίος συνέγραψε την ιστορία των Παυλικιανών:
«Ἐν ταῖς ἡμέραις οὖν αὐτοῦ, παρεβάλομεν ἡμεῖς ἐν τῇ Τιβρικῇ, ἀποσταλέντες ἐκεῖσε δουλείας βασιλικῆς ἔνεκεν τοῦ ὑπαλλάξαι ἄρχοντας αἰχμαλώτους, ὅπερ γέγονεν ἐν τῷ δευτέρει ἔτει τῆς βασιλείας Βασιλείου καί Κωνσταντίνου καί Λέοντος, τῶν εὐσεβῶν καί δικαίων καί μεγάλων βασιλέων ἡμῶν[64].»
Τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων ήταν πενιχρά. Ο Χρυσόχειρας επέδειξε αδικαιολόγητη αλαζονεία. Το μόνο κατορθωτό ήταν η εξαγορά αιχμαλώτων:
«ἀλλ’ ὁ θρασύφρων καί ἄπιστος τοῖς εἰρηναίοις λόγοις οὐ πείθεται˙ διό καί ἀντιγράφει τῷ βασιλεῖ, ὡς, “εἴπερ ἐθέλοις, ὧ βασιλεῦ, μεθ’ ἡμῶν εἰρήνην ἐπιτελέσαι, ἀπόστηθι τῆς κατ’ ἀνατολήν ἐξουσίας σου, τῆς δέ πρός δύσιν ἀντέχου, καί εἰρηνεύσομεν μετά σοῦ˙ εἰ δέ μή, σπεύσομεν ὅλως, ἵνα σε καί τῆς βασιλείας ἐξοστρακίσωμεν”. τῆς οὖν ἀπονοίας αὐτοῦ ὁ βασιλεύς διαισθόμενος ἐφιλοσόφησεν σιωπήν, μηδέν ἔτι αὐτῷ ἀντιγεγραφώς[65].»
Ο Βασίλειος εξοργίστηκε και μελετούσε πώς θα καταφέρει να λύσει το πρόβλημα που δημιουργούσαν στην αυτοκρατορία οι Παυλικιανοί και πως θα καταφέρει να υποστείλει την αλαζονεία του αρχηγού τους:
«οὐ διελίμπανε δέ ὅμως καθ’ ἑκάστην εἰς τόν ἱερόν καί θεῖον ναόν εἰσιών καί ἱκετεύων τόν κύριον, καί μεσίτας πρός τοῦτο τόν τε ἀρχιστράτηγον Μιχαήλ καί Ἠλιού τόν προφήτην πρός Θεόν προβαλλόμενος, τοῦ μή πρότερον τοῦ βίου ὑπεξελθεῖν πρίν ἤ τόν τοῦ Χρυσόχειρος ὄλεθρον ἐπιδεῖν καί τρία βέλη τῇ αὐτοῦ καταπῆξαι μιαρᾷ κεφαλῇ. ὅ καί γέγονεν ὕστερον[66].»
Μετά από προπαρασκευαστικές επιχειρήσεις κατάφερε να νικήσει τις δυνάμεις του Χρυσόχειρα, το φθινόπωρο του 872 μ.Χ. εκπορθώντας την Τεφρική[67]. Διοικητής των αυτοκρατορικών δυνάμεων ήταν ο Δομέστικος των Σχολών, Χριστοφόρος Σε μια επόμενη μάχη σκοτώθηκε ο ίδιος ο Χρυσόχειρ στην τοποθεσία που λέγεται Βαθύς Ρύακας[68]. Με την αποφασιστικής σημασίας νίκη καταλύθηκε το κράτος των Παυλικιανών, οι οποίοι έπαψαν ν’ αποτελούν πλέον απειλή για την Ρωμανία.
Με την απελευθέρωση των εδαφών μέχρι τον Ευφράτη, από τους αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας, οι Παυλικιανοί βρέθηκαν ξανά εντός της ρωμαϊκής επικράτειας. Ο Ιωάννης Τσμισκής θεώρησε επικίνδυνη την παραμονή τους κοντά στα σύνορα, γι’ αυτό και τους μετέφερε στην Θράκη. Με το αξιόμαχο φρόνημά τους μπορούσαν ν’ αποτελέσουν ανάχωμα στις βαρβαρικές επιδρομές:
«ἀλλά τούτους δή τούς ἀπό Μάνεντος καί Παύλου καί Ἰωάννου, τῶν τῆς Καλλινίκης, ἀγριωτέρους ὄντας τάς γνώμας καί ὠμούς καί μέχρις αἵματος διακινδυνεύοντας ὁ ἐν βασιλεῦσιν ἐκείνος θαυμάσιος Ἰωάννης ὁ Τζιμισκῆς πολέμῳ νικήσας, ἐξανδραποδισάμενος ἐκ τῆς Ἀσίας, ἐκεῖθεν ἀπό τῶν Χαλύβων καί τῶν ἀρμενιακῶν τόπων εἰς τήν Θράκην μετήνεγκε καί τά περί την Φιλιππούπολιν αὐλίζεσθαι κατηνάγκασεν, ἅμα μέν τῶν ἐρυμνο΄τατων πόλεων καί φρουρίων, ἅ κατεῖχον τυραννιῶντες, ἀπαγαγών, ἅμα δέ καί φύλακας ἐπιστήσας ἀσφαλεστάτους τῶν σκυθικῶν ἐκείνων διεκδρομῶν, ἅς ὑποσύχνως ὑπό βαρβάρων τἀπί Θράκης ἐπεπόνθει χωρία[69].»
Οι Παυλικιανοί που εγκαταστάθηκαν στην Θράκη αποτέλεσαν το προζύμι για την εμφάνιση του Βογομιλισμού.
Αλέξιος Α’ Κομνηνός
Μέχρι την εποχή του Αλέξιου Κομνηνού (1081-1118) δεν υπάρχει κάποια πληροφορία γι’ αυτούς. Στην συνέχεια όταν ο Ροβέρτος Γυισκάρδος διαπεραιώθηκε στα Βαλκάνια την ίδια χρονιά της ανόδου του Αλέξιου στον θρόνο, βρέθηκε αντιμέτωπος με αυτοκρατορικές δυνάμεις, στις οποίες συγκαταλέγονταν και σώμα Παυλικιανών:
«τῶν δέ γε Μανιχαίων πρός τοῖς ὀκτακοσίοις εἰς δισχιλίους ποσουμένων ἡγεμόνες ἦσαν ὁ Ξαντᾶς καί ὁ Κουλέων, τῆς αὐτῆς αἱρέσεως καί οὗτοι (ἄνδρες ἅπαντες οὗτοι μαχιμώτατοι καί αἵματος ἀπογεύσασθαι τῶν ἐχθρῶν καιροῦ καλοῦντο ἑτοιμότατοι καί πρός γε ἔτι καί ἰταμοί καί ἀναίσχυντοι)[70].»
Μετά την ήττα των Νορμανδών και την αποχώρησή τους από την Βαλκανική το 1085 μ.Χ., ο Αλέξιος θέλησε να τους εντάξει στο στράτευμα, ως μόνιμο σώμα, αλλά αρνήθηκαν:
«οἱ δέ Μανιχαίοι, ὅ τε Ξαντᾶς καί ὁ Κουλέων, μετά τῶν ὑπ’ αὐτούς ὡς εἰς δύο πρός τῇ ἡμισείᾳ χιλιάδας ποσουμένων ασυντάκτως οἴκαδε ἐπανέρχονται. καί πολλάκις μετακαλούμενοι παρά τοῦ αὐτοκράτορος ὑπισχνοῦντο μέν ἐληλυθέναι, ὑπερτίθεντο δέ τήν ἔλευσιν. ὁ δέ ἐπέκειτο καί δωρεάς αὐτοῖς καί τιμάς διά γραφῶν ὑπισχνούμενος, καί οὐδ’ οὕτως πρός αὐτόν ἐληλύθεσαν[71].»
Εξαιτίας της άρνησης των Παυλικιανών να βοηθήσουν την αυτοκρατορία, απέναντι στην εισβολή του Βοημούνδου, γιου του Ροβέρτου Γυισκάρδου, ο Αλέξιος αποφάσισε ότι έπρεπε να τελειώνει με αυτήν την αυτοκέφαλη και επικίνδυνη ομάδα. Συνέλαβε με τέχνασμα τους αρχηγούς της και τους φυλάκισε. Δήμευσε τις περιουσίες τους και τις μοίρασε στους στρατιώτες που τον βοήθησαν ν’ αποκρούσει την Νορμανδική απειλή. Μεταχειρίστηκε με ευσπλαχνία τα απλά μέλη της αίρεσης. Όσοι ήθελαν μπορούσαν να λάβουν το άγιο βάπτισμα. Οι άλλοι ήταν ελεύθεροι να πάνε όπου ήθελαν, αλλά ξαναγύρισαν στον τόπο τους. Μόνο οι αρχηγοί που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία, εξορίστηκαν στα νησιά[72].
Στην υπηρεσία του Αλέξιου Κομνηνού υπήρχε κάποιος Τραυλός, ο οποίος είχε βαπτισθεί. Αυτός, όταν είδε ότι η διάθεση του αυτοκράτορα απέναντι στους Παυλικιανούς άλλαξε, διέφυγε και έσμιξε με τους δικούς του. Μαζί μετοίκησαν την Βελιάτοβα, ακατοίκητο χωριό στα βόρεια της Φιλιππούπολης, και ξεκίνησαν επιδρομές στην γύρω περιοχή. Ταυτόχρονα, σύναψε συμμαχία με τους Πατζινάκες που κατοικούσαν στην βόρεια όχθη του Δούναβη και τους ηγεμόνες της Γλαβινίτζας και της Δρίστρας. Μαζί λυμαίνονταν την βόρεια Βαλκανική[73].
Ο Αλέξιος προσπάθησε να τον επαναφέρει στην υπηρεσία του στέλνοντας επιστολές και υποσχόμενος ατιμωρισία και ελευθερία:
«ταῦτα δέ ὁ βασιλεύς καθ’ ἑκάστην μανθάνων τό μέλλον προμηθευσάμενος ἔσπευδεν ὑποποιεῖσθαι τοῦτον διά γραμμάτων καί ὑποσχέσεων ὑφορώμενος τό ἐξ αὐτοῦ τεχθησόμενον κακόν, ἀλλά καί χρυσόβουλλον λόγον ἀπαθείας καί πάσης ἐλευθερίας ἐκθέμενος ἐκπέπομφε πρός αὐτόν. ἀλλ’ ὁ καρκίνος ὀρθά βαδίζειν οὐκ ἐμάνθανεν˙ ὁ αὐτός δέ ἦν ὁ χθές καί πρότριτα τούς τε Σκύθας ὑποποιούμενος καί πλείονας ἐκ τῶν σφετέρων μεταπεμπόμενος χωρῶν καί ληιζόμενος τά παρακείμενα ἅπαντα[74].»
Τελικά ο Αλέξιος κατάφερε να ελέγξει τους Πατσινάκες και να επαναφέρει τα Βαλκάνια στην εξουσία του μέχρι το 1090 μ.Χ. Ενδεχομένος ο Τραυλός να χάθηκε σε κάποια από τις μάχες, διότι δεν ξανααναφέρεται από την Άννα Κομνηνή.
Ο αυτοκράτορας βρήκε ξανά την ευκαιρία να ασχοληθεί με τους Παυλικιανούς, μετά την λήξη της Α’ Σταυροφορίας και την αντιμετώπιση Λατίνων και Τούρκων, περίπου το 1115 μ.Χ. Τη φορά αυτή ανέλαβε ιεραποστολικό έργο προσωπικά και συνεπικουρούμενος από τον επίσκοπο Νικαίας, Ευστράτιο:
«πολλοί μέν οὖν τηνικαῦτα τῶν Μανιχαίων μηδέ διστάζοντες ὅλως προσήεσαν τοῖς ἱερεῦσιν ἐξομολογούμενοι τάς σφῶν ἁμαρτίας καί τοῦ θείου φωτίσματος ἐπιτυγχάνοντες˙ πολλούς δέ ἧν ἰδεῖν τηνικαῦτα ὑπέρ τούς Μακαβαίους ἐκείνους τῆς ἰδίας ἀντεχομένους θρησκείας, χρήσεις τε καί μαρτυρίας τῶν θείων προφέροντας γραφῶν ἐντεῦθεν ἰσχυροποιεῖν οἰομένους τό σφῶν αὐτῶν κατάπτυστον δόγμα. ἀλλά τῇ συνεχεῖ τοῦ αὐτοκράτορος ὁμιλίᾳ καί ταῖς συχναῖς παραινέσεσι καί τούτων οἱ πλείους πειθόμενοι τοῦ θείου μετέσχον βαπτίσματος[75].»
Από τους επιφανείς των αιρετικών, όσοι έγιναν ορθόδοξοι έλαβαν αξιώματα και θέσεις στο στράτευμα. Οι τρεις αρχηγοί τους, Κουλέων, Κούσινος και Φώλος, στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη επειδή ήταν αμετάπειστοι και αν παρέμεναν στον τόπο τους θα δμιουργούσαν προβλήματα. Εκεί με συνεχείς νουθεσίες κατάφερε να κερδίσει τελικά τον Κουλέοντα. Για τα απλά μέλη της αίρεσης οικοδόμησε νέα πόλη την Αλεξιούπολη ή Νεόκαστρο, κοντά στην Φιλιππούπολη. Εκεί τους μοίρασε σπίτια, χωράφια και ακίνητη περιουσία, κατωχυρωμένη με χρυσόβουλλα και μεταβιβάσιμη. Έτσι έσβησε κάθε ίχνος του Παυλικιανισμού.
5.2.β Διδασκαλία
Παρότι ο Παυλικιανισμός απασχόλησε ιδιαίτερα την πολιτική κατάσταση της αυτοκρατορίας, λίγα πράγματα είναι γνωστά για την διδασκαλία τους. Η γνώση της διδασκαλίας τους ακολούθησε την ίδια πορεία με την γνώση της ιστορίας τους. Μέχρι τα έργα του Πέτρου Σικελιώτη και του Μεγάλου Φωτίου λίγα ήταν γνωστά γι’ αυτούς. Βέβαια, κατονομάζοντάς τους Μανιχαίους, οι Βυζαντινοί έδιναν το στίγμα του θρησκευτικού χώρου στον οποίο κινούνταν. Αλλά και μετά την καταγραφή της ιστορίας των Παυλικιανών, η γνώση της διδασκαλίας τους παρουσιάζει κενά, επιτρέποντας στην σύγχρονη έρευνα να εγείρει ερωτηματικά, των οποίων οι απαντήσεις στηρίζονται κυρίως στον στοχασμό και όχι στις μαρτυρίες των πηγών.
Ο Πέτρος Σικελιώτης συγκεφαλαιώνει την διδασκαλία των Παυλικιανών σε έξι κεντρικά σημεία. Αυτοί δέχονταν την ύπαρξη δύο αρχών, ενός αγαθού και ενός πονηρού θεού, όπως και οι Μανιχαίοι. Ο αγαθός θεός δεν είχε καμιά εξουσία στην δημιουργία, αλλά ήταν ο θεός του μέλλοντος αιώνος. Ο πονηρός ήταν ο δημιουργός και εξουσιαστής του κόσμου.
«Πρώτον μέν γάρ ἐστι τό κατ’ αὐτούς γνώρισμα, τό δύο ἀρχάς ὁμολογεῖν, πονηρόν Θεόν καί ἀγαθόν˙ καί ἄλλον εἶναι τοῦδε τοῦ κόσμου ποιητήν τε καί εξουσιαστήν, ἕτερον δέ τοῦ μέλλοντος[76].»
Κάποια μερίδα όμως, του έδινε εξουσία στον ουρανό, αλλά την περιόριζε εκεί.
«Τινές δέ τοῦ μέν οὐρανοῦ τήν ἐπιστασίαν αὐτῷ ἐγχειρίζουσι, τῶν δέ ἐμπεριεχομένων οὐκ ἔτι[77].»
Επίσης χρησιμοποιούσαν τα ονάματα, Πατήρ, Υιός, καί Άγιο Πνεύμα χωρίς όμως την χριστιανική σημασία τους:
«Λέγουσι δέ Πατέρα καί Υἱόν καί ἅγιον Πνεῦμα, λέξεις μέν εὐσεβεῖς, ὑποβάλλοντες δέ ταύταις τήν ἐσχάτην ἀσέβειαν. Οὐ γάρ ὡς ἡ τοῦ Θεοῦ Καθολική καί Αποστολική Εκκλησία, οὕτω καί οὗτοι φρονοῦντες λέγουσιν, ἀλλά τάς λέξεις ἐκεῖθεν αποσπαράξαντες, δυσσεβεστάταις ἐννοίαις ταύτας ἐπιφημίζουσι, καί φασί προθύμως, ὡς “Ἀνάθεμα εἴησαν, ὅσοι μή πιστεύουσιν εἰς Πατέραν καί Υἱόν καί ἅγιον Πνεῦμα”, Πατέρα εὐθέως οὐ τόν Παντοκράτορα καί ποιητήν οὐρανοῦ καί γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων ἀνακηρύττοντες, ἀλλά πατέρα φάμενοι, τόν ἐπουράνιον ἐπισυνάπτουσιν, ᾧ καί τήν ἐξουσίαν τοῦ οὐρανοῦ τε καί τῶν ἐν αὐτῷ οὐδαμῇ οὐδαμῶς ἐπιτρέπουσι[78].»
Βλασφημούσαν την Υπεραγία Θεοτόκο, την οποία δεν λογάργιαζαν ούτε ως ψιλό άνθρωπο. Την θεωρούσαν ως είδος σωλήνα μέσα από τον οποίο διήλθε ο Χριστός κατεβάζοντας το σώμα από τον ουρανό. Μετά την γέννηση του Χριστού πίστευαν ότι έτεκε και άλλους υιούς στον Ιωσήφ[79].
Δεν δέχονταν την προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού:
«Τόν τύπον καί τήν ἐνέργειαν καί δύναμιν τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ σταυροῦ μή ἀποδέχεσθαι, ἀλλά μυρίαις ὕβρεσι περιβάλλειν, ἤν καί οἱ δαίμονες ἐν ἀέρι καί μόνον χαραττομένην βλέποντες τρόμῳ δραπετεύουσι, σύν τῷ ἀρχηγῷ αὐτῶν τῷ διαβόλῳ[80].»
«Καί τόν ζωοποιόν δέ σταυρόν δυσφημοῦντες, φασίν αὐτόν προσκυνεῖν καί ἀποδέχεσθαι, σταυρόν οἱ πλάνοι καί γόητες αὐτόν ἀναπλάττοντες τόν Χριστόν. Καί γάρ αὐτός, φασίν, εἰς σταυροῦ σχῆμα τάς χείρας ἐξήπλωσε. Τόν ἀληθῶς δέ σταυρόν, ἅτε δη ξύλον, φασί, καί κακούργων ὄργανον καί ὑπό ἀράν κείμενον, οὐ δεῖ προσκυνεῖν καί ἀσπάζεσθαι[81].»
Όταν προσκυνούσαν το ιερό Ευαγγέλιο, το έπρατταν όχι στο σημείο που ήταν χαραγμένος ο Τίμιος Σταυρός, αλλά σε κάποιο άλλο σημείο:
«Τό δέ παρ’ ἡμῶν Εὐαγγέλιον οὐκ ἐπιδιστάζουσι προσκυνεῖν, οὐ μήν, ἔνθα τοῦ τιμίου σταυροῦ ο τύπος διακεχάρακται, ἀλλ’ ἐν τῷ λοιπῷ τοῦ βιβλίου μέρει, ἐν ᾧ τό ἀπεικόνισμα τοῦ σταυροῦ μή διασημένεται. Φασί δέ το βιβλίον προσκυνεῖν ὡς τούς Δεσποτικούς περιέχον λόγους, ἀλλ’ ὅσα μέν εἰς δογμάτων ανήκει λόγον, οὕτως εἰσί δυσσεβεῖς, καί πρός τήν ἀλήθειαν καί πρός ἑαυτούς παντελῶς ασύμφωνοι[82].»
Χρησιμοποιούσαν τον σταυρό ως είδος μαγγανίας για να πετύχουν θεραπείες:
«πλήν, ἐπειδάν σφοδροτέρῳ τινί σωματικῷ νοσήματι περιπέσωσιν, καί τόν τίμιον καί ζωοποιόν σταυρόν τόν ἐκ ξύλου πεποιημένον ἑαυτοῖς ἐπιτιθέασιν. Ἔπειτα τυγχάνοντες τῆς ἰάσεως, διαθλῶσιν τοῦτον ἤ συμπατοῦσι, καί ἀπορρίπτουσι[83].»
Θεωρούσαν ότι αποτελούσαν οι ίδιοι την Καθολική Εκκλησία:
«Καθολικήν δέ Έκκλησίαν τά ἑαυτῶν καλοῦσι συνέδρια ἡνίκα μάλιστα πρός τούς εὐσεβεῖς λόγους καί συζητήσεις κινοῦσι. Καθ’ ἑαυτούς γάρ προσευχάς καλοῦσιν αὐτῶν τά συνέδρια.»
Αυτοονομάζονταν Χριστιανοί κατ’ αποκλειστικότητα, τους δε Χριστιανούς ονόμαζαν Ρωμαίους:
«ἑαυτούς οἱ ἄσπονδοι καί ἄχρηστοι καί ἄπιστοι καί ἀχάριστοι καί άφιλάγαθοι, Χριστιανούς ἀποκαλοῦντες˙ ἡμᾶς δέ τούς ἀληθῶς ἐπωνύμους Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν, Ῥωμαίους ὀνομάζοντες, τῷ ἐθνικῷ ὀνόματι τό κύριον ἀμεῖψαι πειρώμενοι[84].»
Δεν δέχονταν την ιερωσύνη:
«Τό τούς πρεσβυτέρους τῆς Εκκλησίας ἀποτρέπεσθαι˙ φησί δέ ὅτι οἱ πρεσβύτεροι κατά τοῦ Κυρίου συνήχθησαν, καί διά τοῦτο οὐ χρη αὐτούς ὀνομάζεσθαι, ψιλῷ τῷ ὀνόματι καί μόνῳ ἀπεχθανόμενοι[85].»
Δεν δέχονταν το μυστήριο της Θείας Μετάληψης:
«Τό τήν θείαν καί φρικτήν τῶν ἁγίων μυστηρίων τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ ἡμῶν μετάληψιν ἀποτρέπεσθαι. Οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί ἄλλους περί τούτου πείθειν οἴεσθαι˙ λέγοντες ὅτι οὐκ ἦν ἄρτος καί οἶνος, ὅν ὁ Κύριος ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐπί τοῦ δείπνου, ἀλλά συμβολικῶς τά ῥήματα αὐτοῦ αὐτοῖς ἐδίδου, ὡς ἄρτον καί οἶνον[86].»
Δεν δέχονταν το μυστήριο του Βαπτίσματος:
«Οὐ μήν ἀλλά καί τό σωτήριον διαπτύοντες βάπτισμα, ὑποπλάττονται παραδέχεσθαι αὐτό, τά τοῦ Εὐαγγελίου ῥήματα τῇ τοῦ βαπτίσματος φωνή ὑποβάλλοντες. Και γάρ φασίν˙ “Ὁ Κύριος ἔφη[87]˙ Ἐγώ εἰμι τό ὕδωρ τό ζῶν[88]”.»
Απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη και τους Προφήτες:
«Τό μή ἀποδέχεσθαι αὐτούς τήν οἰανοῦν Βίβλιον Παλαιάν, πλάνους καί λῃστάς τούς προφήτας αποκαλοῦντες[89].»
Δέχονταν την Καινή Διαθήκη σχεδόν ολόκληρη, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στις επιστολές του αποστόλου Παύλου:
«ἤ μόνον τήν θείαν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου τετρακτήν˙ καί τάς τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου δεκατέσσαρας Ἐπιστολάς˙ καί τήν Ἰακώβου καθολικήν˙ καί τάς Ιωάννου τρεῖς˙ καί τήν τοῦ ἁγίου Ἰούδα καθολικήν˙ καί τάς Πράξεις τῶν ἀποστόλων ὡς εἰσί παρ’ ἡμῖν, ἀπαραλλάκτως ἐν λέξεσιν[90].»
Δεν δέχονταν μόνο τις Επιστολές του αποστόλου Πέτρου, για έναν πολύ περίεργο λόγο:
«Ἀλλά γάρ καί τούς ἱερούς προφήτας καί πᾶσαν τήν παλαιάν Γραφήν καί τούς ἄλλους ἀποστρέφονται ἁγίους, λῃστάς αὐτούς καί κλέπτας ἀποκαλοῦντες, μάλιστα δέ τόν κορυφαίον τῶν ἀποστόλων Πέτρον δυσφημοῦσιν, ὅτι γέγονεν ἔξαρνος, φασί, τῆς εἰς τόν διδάσκαλον καί Χριστόν πίστεως[91].»
Αυτή η δικαιολογία είναι περίεργη και αντιφατική, διότι οι ίδιοι επέτρεπαν την άρνηση και ψευδομαρτυρία αντί της ομολογίας πίστεως:
«Καίτοιγε τοῦ διδασκάλου αυτῶν Μάνεντος διαπρυσίως αὐτοῖς ἐμβοῶντος καί λέγοντος, ὡς “Οὔκ εἰμι ἄσπλαγχνος, ὡς ὁ Χριστός ὁ εἰπών˙ Ὅστις με ἀρνήσεται ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν κἀγώ. Ἀλλ’ ἐγώ λέγω τόν ἀρνησάμενόν με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων καί τῷ ψεύδει τήν οἰκίαν σωτηρίαν πορισάμενον, ὡς μή ἀρνησάμενόν με μετά χαρᾶς προσδέξομαι, καί τήν ἀνάκλασιν αὐτοῦ καί τό ψεῦδος ὡς φυλακήν καί συντήρησιν τῆς ἐμῆς ὁμολογίας ἡγήσομαι[92]”.»
Ο Μέγας Φώτιος εξηγεί ότι αυτοί που με προθυμία αρνούνται την πίστη τους και ψευδομαρτυρούν δεν έχουν κανένα λόγο ν’ απορρίπτουν το στιγμαίο ολίσθημα του πρωτοκορυφαίου των αποστόλων Πέτρου. Ο πραγματικός λόγος για την απόρριψη της μελέτης των επιστολών του είναι άλλος. Στην Β’ Επιστολή του αναφέρεται και ξεσκεπάζει και καταδικάζει αυτούς, όταν γράφει:
«Διό, ἀγαπητοί, ταῦτα προσδοκῶντες σπουδάσατε ἄσπιλοι καί ἀμώμητοι αὐτῷ εὑρεθῆναι ἐν εἰρήνῃ, καί τήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν μακροθυμίαν σωτηρίαν ἡγεῖσθε, καθώς καί ὁ ἀγαπητός ἡμῶν ἀδελφός Παῦλος κατά τήν αὐτῷ δοθείσαν σοφίαν ἔγραψεν ὑμῖν, ὡς καί ἐν πάσαις ταῖς ἐπιστολαῖς λαλῶν ἐν αὐταῖς περί τούτων, ἐν οἷς ἐστι δυσνόητα τινα, ἅ οἱ ἀμαθεῖς καί ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καί τάς λοιπάς γραφάς πρός τήν ἰδίαν αὐτῶν ἀπωλείαν[93].»
Και πραγματικά αυτό έπρατταν και οι Παυλικιανοί. Διαστρέβλωναν τις επιστολές του αποστόλου Παύλου, όπως και τις υπόλοιπες Γραφές, διότι ήταν αμαθείς και αστήρικτοι και δεν αντιλαμβάνονταν τα βαθύτερα νοήματα. Έτσι δεν άντεχαν τον έλεγχο του αποστόλου Πέτρου και τον απέρριπταν, χρησιμοποιώντας προφάσεις. Εκτός αυτών αναφέρεται ότι είχαν και χρησιμοποιούσαν επιστολές του Σεργίου:
«Ἔχουσι δέ καί τοῦ διδασκάλου αὐτῶν Σεργίου ἐπιστολάς θεοστυγεῖς, πάσης ὑπερηφανίας καί ἀσεβείας ἀναμέστους[94].»
Σχέση Παυλικιανισμού-Μαρκιωνιτισμού
Τα νεώτερα χρόνια γίνεται μία προσπάθεια ν’ αποδειχθεί ότι ο Παυλικιανισμός δεν προέκυψε από μεταρρύθμιση επί το χριστιανικότερο του Μανιχαϊσμού, αλλά από τον Μαρκιωνιτισμό. Αυτή η τάση είναι καταφανώς αντίθετη και δεν λαμβάνει υπόψη τις πηγές. Προσπαθεί να στηριχθεί σε ευεξήγητες ομοιότητες των δύο δυαρχικών συστημάτων, Μαρκιωνιτισμού και Παυλικιανισμού. Πρωτοπόροι της θεωρίας αναφέρονται οι Johann August Wilhelm Neander και Johann Karl Ludwig Gieseler, Γερμανοί θεολογοι και ιστορικοί αμφότεροι. Από το έργο του M. Loos, Dualist heresy in the Middle Ages, θα εξετάσουμε τις κύριες γραμμές της σκέψης των υποστηρικτών αυτής της θέσης.
α) Αναφέρουν ως ομοιότητα των δύο αιρέσεων το γεγονός ότι παρουσιάζουν «Κανόνα» της Αγίας Γραφής. Στην πραγματικότητα, μεταξύ των δύο «Κανόνων» οι διαφορές είναι τεράστιες.
› Οι Μαρκιωνίτες δέχονταν μόνο το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και από τις επιστολές του αποστόλου Παύλου, δεν δέχονταν τις ποιμαντικές και την Προς Εβραίους. Αργότερα προσέθεσαν τις Πράξεις των Αποστόλων και τις ποιμαντικές.
› Οι Παυλικιανοί δέχονταν και τα τέσσερα Ευαγγέλια. Το γεγονός ότι έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα στις επιστολές του αποστόλου Παύλου δεν συνεπάγεται και, βέβαια, δεν μαρτυρείται ότι θεωρούσαν σπουδαιότερο το Κατά Λουκάν. Αυτό είναι αυθαίρετη υπόθεση. Δέχονταν επίσης τις Πράξεις των Αποστόλων, όπως και τις Καθολικές επιστολές, εκτός αυτών του Πέτρου για τον λόγο που προαναφέρθηκε.
› Θεμελιώδης διαφορά είναι ότι σε καμιά περίπτωση δεν αναφέρθηκε αλλοίωση του περιεχομένου των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, από τους Παυλικιανούς. Αντίθετα, οι Μαρκιωνίτες αφαιρούσαν όσα χωρία δεν συμφωνούσαν με τις διδασκαλίες τους. Οι Παυλικιανοί παρερμήνευαν δεν αλλοίωναν το περιεχόμενο.
β) Ίσως η πιο σημαντική αλλαγή στην θεολογία των Παυλικιανών που τους διαφοροποίησε από τον πρωτογενή Μανιχαϊσμό, είναι η απόρριψη της διαφοράς στην δυαρχία που έγκειται στο δίπολο φωτός-σκότους. Ξεκινώντας από αυτό το σημείο, οι υποστηρικτές της άποψης της προέλευσης του Παυλικιανισμού από τον Μαρκιωνιτισμό, θεωρούν ότι η δυαρχία των πρώτων είναι συγγενής του δίπολου Θεός-ύλη, το οποίο, κατά την άποψή τους δίδασκε ο Μαρκίων. Δεν είναι όμως έτσι.
› Ο Μαρκίων ξεκίνησε την ανάπτυξη του συστήματός του από τις «ανεξήγητες» κατ’ αυτόν διαφορές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Από κει συμπέρανε την ύπαρξη δύο θεών, του Θεού της Παλαιάς και του Θεού της Καινής. Στον Θεό της Παλαιάς απέδιδε δικαιοσύνη και στον Θεό της Καινής το ιδίωμα της αγάπης. Πρωτογενώς, λοιπόν, δεν υπάρχει το δίπολο Θεός-ύλη, ούτε και στον Μαρκίωνα. Υπάρχει το δίπολο δικαιοσύνη-αγάπη.
› Στον Παυλικιανισμό αντίθετα εξαρχής αναγνωρίζουν δύο θεούς, το ένα αγαθό και τον άλλο πονηρό. Αντιτάσουν δηλαδή το δίπολο αγαθό-κακό, που είναι ευνόητο ότι συμβολίζεται με το φως-σκότος του Μανιχαϊσμού και όχι με το δικαιοσύνη-αγάπη του Μαρκιωνιτισμού. Για τους Παυλικιανούς δεν υπάρχει Θεός της Παλαιάς και Θεός της Καινής, αλλά θεός αγαθός και θεός πονηρός. Απέρριπταν τον Νόμο και τους προφήτες, διότι θεωρούσαν ότι αφορούσαν τον πονηρό θεό.
› Και στα δύο συστήματα ο ένας Θεός είναι ξένος προς τον κόσμο. Στον Μαρκιωνιτισμό, όμως η αποξένωση τελειώνει με τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο. Αυτό δεν συμβαίνει στον Παυλικιανισμό.
› Και στα δυο συστήματα, δημιουργός είναι ο πονηρός θεός, αλλά στον Μαρκιωνιτισμό η κακότητα του δημιουργού έγκειται στην δημιουργία της ύλης και είναι επίκτητη, εξ επιδράσεως του Μανιχαϊσμού. Αντίθετα, στον Παυλικιανισμό είναι στην φύση του, όπως και στον Μανιχαϊσμό.
› Στον Παυλικιανισμό, ο αγαθός θεός δεν δημιούργησε τίποτα. Στον Μαρκιωνιτισμό δημιούργησε τον πνευματικό κόσμο.
γ) Στο θέμα της Χριστολογίας των δύο ομάδων η δήλωση του M. Loos, ότι «οι πηγές δεν αναφέρουν την στάση των Παυλικιανών απέναντι στην ύλη, αλλά συμφωνούν ότι δεν πίστευαν στην φυσική ενσάρκωση του Υιού του Θεού[95]» δείχνει σαφώς άγνοια των πηγών. Όπως δείξαμε παραπάνω, οι Παυλικιανοί πίστευαν ότι ο Χριστός δεν έλαβε σώμα από την Θεοτόκο, αλλά κατέβηκε με αυτό μέσω της Παναγίας. Πίστευαν ότι είχε φυσικό σώμα, σε αντίθεση λοιπόν, με τους Μαρκιωνιστές, οι οποίοι ήταν δοκήτες, πίστευαν ότι ο Χριστός δεν είχε φυσικό αλλά φαινομενικό σώμα.
› Η άρνηση της Θείας Ευχαριστίας ως μυστηρίου δεν αποδεικνύει ότι οι Παυλικιανοί δεν πίστευαν στην ενσάρκωση του Υιού του Θεού. Αντίθετα, όπως αναφέρει κατά λέξη ο Μέγας Φώτιος:
«ἀποδέχεσθαι φασι σῶμα καί αἷμα, τερατολογοῦντες τα Δεσποτικά ῥήματα, ἅ καί φασι μεταδίδοντα τοῖς ἀποστόλοις είπεῖν˙ “Λάβετε φάγετε καί πίετε”, ἀλλ’ οὐκ ἄρτον ποθέν ἤ οἶνον προσφέροντα[96].»
Οι πηγές, λοιπόν, είναι ξεκάθαρες και οι Παυλικιανοί αποδέχονταν φυσική σάρκωση του Χριστού.
δ) Η σωτηριολογία των Παυλικιανών δεν είναι γνωστή. Δεν υπάρχει κάποια αναφορά στις πηγές για τον τρόπο σωτηρίας του ανθρώπου σύμφωνα με τις δικές τους δοξασίες. Αυτή θεωρείται ότι ήταν μια εσωτερική διδασκαλία, η οποία δεν αποκαλύπτονταν στους εκτός, αλλά ούτε και στους αρχάριους[97]. Συνεπώς δεν μπορούμε να συγκρίνουμε με την σωτηριολογία τον Μαρκιωνιτών και να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα.
Αν δώσουμε λίγο παραπάνω προσοχή στον τρόπο προσυλιτισμού του Σεργίου από την Μανιχαία, μπορούμε να δούμε ότι η γνώση των Γραφών δείχνει να παίζει κάποιο ρόλο στο θέμα της σωτηρίας των μελών:
«Ἡ προειρημένη Μανιχαία γυνή, ἡνίκα τό πρῶτον εἰς ὁμιλίαν αὐτῷ κατέστη, Ἵνα τί, φησίν, εἰπέ μοι, τά θεῖα οὐκ αναγιγνώσκεις Εὐαγγέλια; Ὁ δέ (οὕπω γάρ ἦν αὐτῷ δι’ ἐγκάτων βαθύνας ὁ τῆς ἀποστασίας ἰός), μή ἐξεῖναι, φήσας, τήν τῶν λαϊκῶν πληροῦντι τάξιν ἀνένδην οὕτως τήν τῶν φρικτῶν λογίων ποιεῖσθαι ἀνάγνωσιν˙ ἀνεῖσθαι γάρ τοῖς ἱερεύσιν τό ἔργον˙ ἀκούει παρά τῆς μαινάδος ὡς μάτην αὐτῷ ἡ τοσαύτη περί ταῦτα τιμᾶται εὐλάβεια˙ μή γάρ εἶναι πρωσοπληψίαν παρά τῷ Θεῷ˙ πάντας γάρ βούλεται αὐτόν σωθῆναι καί εἰς ε’πίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν[98].»
Μέσα από αυτό το χωρίο μπορούμε να δούμε την εξέλιξη του λυτρωτικού χαρακτήρα της γνώσης των γνωστικών σεκτών της ύστερης αρχαιότητας: Η γνώση που σώζει, ήταν τους προηγούμενους αιώνες αυτή που αποκαλύπτονταν με κάποιο μυστήριο τρόπο στον αρχηγό της γνωστικής σέκτας, και από αυτόν στους οπαδούς του. Στις μεσαιωνικές, όμως σέκτες η αντίληψη αλλάζει, εκχριστιανίζεται, όπως συνέβη και σε πολλές άλλες γνωστικές διδασκαλίες. Μπορούμε να πούμε λοιπόν, ότι τώρα πια σώζει η γνώση των Γραφών, και όχι κάποια άλλη ιδιαίτερη αποκάλυψη.
Έτσι όμως προέκυψε το εξής πρόβλημα: Ο αρχηγός της σέκτας έχασε τον μεσσιανικό του ρόλο. Αυτό αντιμετωπίστηκε με την έντονα αντικληρικαλιστική διδασκαλία, όπως αποπνέεται και από το κείμενο του προσηλυτισμού του Σεργίου, η οποία αντικαθιστά την αυθεντία της ερμηνείας των Πατέρων, με την προσωπική ερμηνεία των Γραφών από τον αρχηγό. Συνεπώς ο αποκλειστικός φορέας της αποκαλυμένης γνώσης των αρχαίων γνωστικών σεκτών, αντικαθιστάται από τον αυθαίρετο ερμηνευτή των Γραφών στις μεσαιωνικές σέκτες.
ε) Στο θέμα της χριστολογίας, πάλι, αναφέρεται[99] ότι ο Παυλικιανισμός εμφανίζει μια μορφή Υιοθετισμού. Αυτό, βέβαια, δεν μαρτρυρείται από τις πηγές. Πρόκειται μάλλον για σύγχυση που προκύπτει από την μονόπλευρη αποδοχή του Παύλου Σαμοσατέως, ως εμπλεκόμενο στην ίδρυση της σέκτας. Αυτή την παρεξήγηση την λύσαμε παραπάνω.
στ) Η σημαντικότερη διαφορά Παυλικιανών-Μαρκιωνιτών εντοπίζεται στην στάση τους απέναντι στον ασκητισμό. Οι Μαρκιωνίτες ακολουθούσαν αυστηρά ασκητική ηθική και ζωή, σε αντίθεση με τους Παυλικιανούς, οι οποίοι ήταν εχθρικοί απέναντι στον ασκητισμό και τον μοναχισμό.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς είχαν δίκιο όταν έγραφαν:
«Μηδείς δέ οἰέσθω ῥίζης ἑτέρας βλάστημα εἶναι, παρ’ ἥν ἐρρίζωσεν ὁ θεομάχος τήν παραφυάδα ταύτην τῶν δυσσεβῶν Σεργίου δογμάτων. Μία μέν γάρ ἐστι καί ἡ αὐτή καί τόν αὐτόν ψυχόλεθρον καρπόν φέρει[100].»
[1] PG 104.1246-1304. Ανθολόγιο με κριτικές εκδόσεις των πηγών, όσων αφορούν τους Παυλικιανούς στο συλλογικό (Ch. Astruc, Wanda Conus-Wolska, J. Guillard, P. Lemerle, Denise Papachryssanthou, J. Paramelle), Les sources grecques pour l’ histoire des Pauliciens d’ Asie Mineure εν Travaux et Memoires 4 (1970), 1-227. Η ιστορία του Πέτρου Σικελιώτη στις σελίδες 7-67.
[2] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΜΓ’ (PG 104,1304B).
[3] Συν. Θεοφάνη, V.96: «Ὡσαύτως δέ καί περί τό Βουλγάρων γένος εὑρίσκεται διαγεγονώς. τό γάρ τοιοῦτον ἔθνος, εἰ καί πρό τούτου τήν πρός εὐσέβειαν μεταβολήν εισδέξασθαι ἔδοξε καί πρός τόν χριστιανισμόν μετελθεῖν, ἄλλ’ ὅμως ἀπαγές ἦν ἔτι πρός τό καλόν καί ἀνίδρυτον, ὡς ὑπό άνέμου φύλλα, ῥᾳδίως σαλευόμενον καί μετακινούμενον. ἀλλά ταῖς τοῦ βασιλέως συχναῖς παραινέσεσι καί ταῖς λαμπραῖς δεξιώσεσιν, ἔτι δέ καί ταῖς μεγαλοψύχοις φιλοτιμίαις τε καί δωρεαῖς, ἀρχιεπίσκοπόν τε πείθεσθαι καταδέξασθαι καί ἐπισκόποις καταπυκνωθῆναι τήν χώραν ἀνέχεται˙» {ed I. Bekker , CSHB 45 (1838) 342.7-15}.
[4] P. Lemerle, L’ Histoire des Pauliciens d’ Asie Mineure, 21.
[5] PG 102,16-264. Έκδοση (κείμενο-μετάφραση) Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 2001, τ. 4 σσ. 10-337.
[6] Έχει περιληφθεί στο συλλογικό, Les sources grecques pour l’ histoire des Pauliciens d’ Asie Mineure εν Travaux et Memoires 4 (1970), 121-173.
[7] Τίτλος ΚΔ’ Κατά τῶν λεγομένων Παυλικιανῶν ἐκ τῶν Φωτίου τοῦ μακαριωτάτου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (PG 130,1189D-1244B).
[8] Βλ. σχετ. κεφ. 4.6.Β.
[9] PG 104,1257B-1271D. Αντίστοιχα Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ κεφ. ΙΒ’ –ΙΓ’.
[10] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΑ’ (PG 104,1273Α-B).
[11] Για την τοπογραφία της περιοχής M. Loos, Le movement Paulicien a Byzance, Byzantinoslavica 24 (1963) 258-286 & 25 (1964) 52-68.
[12] Βλ. σχετ. M. Loos, Dualist heresy in the Middle Ages, Prague 1974, p.34.
[13] M. Loos, ο.π.
[14] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΓ’ (PG 104,1276C) & Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 3.
[15] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΓ’ (PG 104,1276C-1277A) & Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 16.
[16] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΔ’ (PG 104,1277C) & Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 17.
[17] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 17: «Ο βασιλιάς δηλαδή Κωνσταντίνος, όταν πληροφορήθηκε τη δράση του, έστειλε κάποιον Συμεώνα να οδηγήσει σε δίκη τον λαοπλάνο, ενώ εκείνους που είχαν αναμιχθεί στην πλάνη του κι έπειτα έφυγαν από αυτήν και έλαβαν ολόψυχα θέση στη χώρα των μετανοούντων, αυτούς, για να μάθουν τα ορθά δόγματα και να καταδικάσουν ακόμα περισσότερο την αποστασία, να τους παραδώσει και να τους προσκολλήσει στις εκκλησίας του Θεού». (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.41).
[18] Mansi XI,657.
[19] Mansi XI,620.
[20] Μ. Φωτίου, ο.π. & Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΕ’ (PG 104,1280B).
[21] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 17 & Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΖ’ (PG 104,1281Δ).
[22] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 19: «γιατί ο ένας έλεγε ότι τη χάρη που είχε σταλεί από πάνω από τον ουρανό στον πατέρα τους την είχε δεχθεί αυτός από εκείνον που έλαβε αυτήν, και δεν παραχωρούσε το προνόμιό του στην ασέβεια στον δεύτερο, ενώ ο Θεόδωρος τη διεκδικούσε για τον εαυτό του, και ότι δεν συμμετείχε σ’ αυτήν από τον πατέρα του σε δεύτερη δόση από εκείνον που την είχε λάβει, αλλά από την πρώτη δωρεά και από κει που την είχε λάβει ο πατέρας του. Η διάσταση αυτή και φιλονικία παρέμεινε μέχρι το άθλιο τέλος τα ασεβέστατης ζωής τους» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.45-47).
[23] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 19 & Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΘ’ (PG 104,1284D).
[24] Θεοφάνη, Χρονογραφία , ed B. G. Niebuhr, CSHB 43 (1839), 651.10. Στην έκδοση de Boor (Leipsig 1883), 422-423.
[25] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 20: «Ωστόσο δυνάμωνε η διαμάχη για τους λόγους που είπαμε και ήδη κρινόταν με αλληλοπλήγματα καί χειροδικίες. Οργισμένος υπερβολικά ο Ζαχαρίας, επειδή έβλεπε να εκδιώκεται από την πατρική κληρονομιά, καταφέρει στον Ιωσήφ χτύπημα παραλίγο θανάσιμο. Όταν ο ένας από τους αρχηγούς λύγισε, κάθε μερίδα βέβαια εξακολούθησε να χτυπά την άλλη σφοδρότερα, και παρακολουθούσε την συμπλοκή διαπιστώνοντας ότι η έκβαση της μάχης είναι αμφίβολη. Κρίθηκε τότε καλύτερο σε λίγο καιρό να χωριστεί η μια μερίδα από την άλλη και να μην καταστραφούν με μια πανωλεθρία πιστεύοντας στην άγνωστη έκβαση της μάχης» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.51-53).
[26] Θεοφάνη, Χρονογραφία , ed B. G. Niebuhr, CSHB 43 (1839), 662.6. Στην έκδοση de Boor (Leipsig 1883), 429.
[27] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 21 & Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΛΑ’ (PG 104,1285C-D).
[28] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 21 & Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΛΑ’ (PG 104,1288Α).
[29] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 22: «Γιατί και οι προγενέστεροι βέβαια αυτό δεν το αμελούσαν, όμως αυτός και αυτό το μηχανεύτηκε με μεγαλύτερη επιμέλεια, φροντίζοντας δηλαδή να μην εμπιστεύεται απ΄ την αρχή τα τελειότερα ασεβήματα σ’εκείνους που προσέρχονταν σ’ αυτόν για να διδαχθούν, ούτε να τους παρουσιάζει τα φρικτότερα μυστήρια, από τα οποία το σπουδαιότερο είναι η απόλυτη άρνηση Θεού, και του διαβόλου δόξα και δύναμη και ισχύς της δημιουργίας και τιμή και σφετερισμός. Τίποτα τέτοιο λοιπόν εκείνος δεν εμπιστευόταν σε εκείνους που μυούνταν πρόσφατα, αλλά πρώτα επιχειρούσε να ρυθμίζει με τα ευαγγελικά λόγια τα ήθη τους και με όσα δεν αναφέρονταν καθόλου στα δόγματα, και με αυτά επιχειρούσε να μαγεύει και να παραπλανά και να κάνει του χεριού του εκείνους που δίδασκε. Όταν λοιπόν κέρδιζε την εύνοιά τους και έβλεπαν ότι τον πρόσεχαν σαν δάσκαλο και οδηγό της σωτηρίας, τότε τους έδινε να ρουφήξουν αχόρταγα και όλο το δηλητήριο της αποστασίας, και τους ονόμαζε και ανακήρυττε ότι ήταν όμοια μ’ εκείνον στην ασέβεια μυημένοι» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.41).
[30] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΛΣτ’ (PG 104,1293Α-Β).
[31] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 22 & Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΛΣτ’ (PG 104,1293Α-Β): «ἐν ὅλοις γάρ τριακοντατέσσαρσι χρόνοις ἐπικρατήσας, από Ειρήνης τῆς Αὐγούστης μέχρι Θεοφίλου τοῦ βασιλέως».
[32] Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, Αντιρρητικός Γ’ ξη’ (PG 100,501B).
[33] Κυνοχώριο, στην Νεοκαισάρεια του Πόντου.
[34] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΛΗ’ (PG 104,1297Α-Β).
[35] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Μ’ (PG 104,1300C).
[36] Θεοφάνη, Χρονογραφία , ed B. G. Niebuhr, CSHB 43 (1839), 759.7. Στην έκδοση de Boor (Leipsig 1883), 488.
[37] Τιμόθεος Κωνσταντινοπόλεως, Περί των προσερχομένων τη αγία Εκκλησία (PG 86A,33B). Σχετικά με τους Αθίγγανους επίσης Joshua Starr, An Eastern Christian Sect, εν Harvard Theological Review 29 (1936) pp 93.106.
[38] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΜΑ’ (PG 104,1301Α).
[39] Ματθ. 13.29.
[40] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις το Κατά Ματθαίον, Ομιλία ΜΣΤ’ 1: «Τί οὖν ὁ δεσπότης; Κωλύει λέγων˙ Μήποτε εκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον. Τοῦτο δέ ἔλεγε, κωλύων πολέμους γίνεσθαι καί αἵματα καί σφαγάς. (Οὐ γάρ δεῖ ἀναιρεῖν αἱρετικόν)˙ ἐπεί πόλεμος ἄσπονδος ἔμελλεν εἰς τήν οἰκουμένην εἰσάγεσθαι.» (PG 58.477).
[41] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις το Κατά Ματθαίον, Ομιλία ΜΣΤ’ 2: «Τί δέ ἐστι, Μήποτε εκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον; Ἤ τοῦτό φησιν, εἰ μέλλοιτε κινεῖν ὅπλα καί κατασφάττειν τούς αἱρετικούς, ἀνάγκη πολλούς καί τῶν ἁγίων συγκαταβάλλεσθαι ἠ ὅτι ἀπ’ αὐτῶν τῶν ζιζανίων πολλούς εἰκώς μεταβαλέσθαι καί γενέσθαι σίτον.» (PG 58.477).
[42] Μετ. Παν. Παπαευαγγέλου, Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1999, τ. 18Γ σσ. 281-283.«Ἡμεῖς, φησίν, οὔτε κτένεσθαι τούς Μανιχαίους, οὔτε μή κτένεσθαι συμβουλεύσαμεν˙ εἰ δέ καί ἐπετρέψαμεν, τῶν καλλίστων τό μέγιστον εἴχομεν ἄν ποιῆσαι. τί φῆς, ὦ θεοτίμητε; ὁ Κύριος ἀπηγόρευσεν ἐν τοῖς εὐαγγελίοις τοῦτο, εἰπών˙ οὔ, μήποτε συλλέγοντες τά ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σῖτον˙ ἄφετε συναυξάνεσθε μέχρι τοῦ θερισμοῦ. καί αὐτός τῶν καλλίστων τό μέγιστον φαίης εἶναι τήν επιτροπήν τῆς ἐκριζώσεως; καί ὅτι τά ζιζάνια τούς αἱρετικούς εἴρηκεν, τούς τε τηνικαῦτα δῆλον ὅτι καί τούς ἐφ’ ὑστέρῳ, ἤγουν ἅπαντας, ἀκουσώμεθα τοῦ Χρυσοστόμου, αὐτό τοῦτο ἐρμηνεύοντος˙ ἐφ’ ᾧ τάδε˙ τί οὖν ὁ δεσπότης κωλύει λέγων, μήποτε ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σῖτον; τοῦτο δέ ἔλεγεν κωλύων πολέμους γίνεσθαι καί αἵματα καί σφαγάς˙ οὐ γάρ δεῖ αναιρεῖν αἱρετικούς, ἐπεί ὁ πόλεμος ἄσπονδος ἔμελλεν εἰς τήν οἰκουμένην εἰσάγεσθαι. καί μεθ’ ἕτερα˙ τί δέ ἄλλο διά τοῦ μή ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σῖτον ἤ τοῦτό φησιν, ὅτι “εἰ μέλλοιτε κινεῖν ὅπλα καί κατασφάττειν αἱρετικούς, ἀνάγκη πολλούς καί τῶν ἁγίων συγκαταβάλλεσθαι”. ὅπερ καί γέγονεν ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρόνοις˙ καί γάρ καί αἵματα καί σφαγαί ἐπλήρωσαν τήν καθ’ ἡμᾶς οἰκουμένην καί πολλοί τῶν ἁγίων συναπῆλθον˙ καί ὁ λόγος τοῦ Κυρίου οὐ διέπεσεν, ὡς ὡμολόγηται παρά πολλοῖς. καί τί λέγομεν περί τοῦ μή ἐπιτρέπειν κτένεσθαι αἱρετικούς; οὐδέ γε κατεύχεσθαι αὐτῶν συγκεχώρηται ἡμῖν.» (PG 99,1481D-1484B).
[43] Ψαλμ. 138.21: «Οὐχί τούς μισοῦντας σε, Κύριε, ἐμισησα; καί ἐπί τούς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην;»
[44] Ιγνατίου Αντιοχείας, Προς Φιλαδελφοίς 3.5: «τούς μισοῦντας τόν θεόν μισεῖν χρή καί ὑμᾶς καί ἐπί τοῖς ἐχθροῖς αὐτοῦ ἐκτήκεσθαι˙ οὐ μήν καί τύπτειν αὐτούς ἤ διώκειν, καθώς τά έθνη τά μή εἰδότα τόν κύριον καί θεόν, ἀλλ’ ἐχθρούς μέν ἡγεῖσθαι καί χωρίζεσθαι ἀπ’ αὐτῶν, νουθετεῖν δέ αὐτούς καί ἐπί μετάνοιαν παρακαλεῖν, ἐάν ἄρα ἀκούσωσιν, ἐάν ἄρα ἐνδῶσιν.» (PG 5.822B).
[45] Μετ. Παν. Παπαευαγγέλου, ο.π. σελ. 285: «διδάσκεσθαι γάρ οὐ τιμωρεῖσθαι χρή τούς ἀγνοοῦντας. … λέγει τοίνυν καί ὁ θεοφόρος Ιγνάτιος˙ τούς μισοῦντας οὖν τόν Θεόν μισεῖν χρή καί ἐπί τοῖς ἐχθροῖς αὐτοῦ ἐκτετηκέναι, οὐ μήν δέ διώκειν ἡμᾶς αὐτούς ἤ τύπτειν δεῖ, σχολῇ γ’ ἄν αὐτούς κτένειν.» (PG 99,1485Α).
[46] Μετ. Παν. Παπαευαγγέλου, ο.π. «καί γε, ἵνα ἐν αφροσύνῃ εἴποιμι, καί παρρησίᾳ λελαλήκαμεν τῷ μέν μακαριωτάτῳ ἡμῶν πατριάρχη ὅτι μαχαίρᾳ ἡ ἐκκλησία οὐκ ἐκδικεῖ, καί κατένευσεν, τοῖς δέ τήν σφαγήν δράσασι βασιλεῦσι, τῷ μέν πρώτῳ ὁτι ἠρέσθη θεός ἐπί τῇ τοιαύτῃ ἀναιρέσει, τῷ δέ δευτέρῳ, ἀπαιτοῦντι τήν συνηγορίαν τῆς ἀναιρέσεως, ὅτι πρότερον ἡ κεφαλή μου αἴρεται ἤπερ συνθέσθαι με τούτῳ.» (PG 99,1485C).
[47] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις το Κατά Ματθαίον, Ομιλία ΜΣΤ’ 2: «Οὐ τοίνυν κατέχειν αἱρετικούς καί ἐπιστομίζειν καί ἐκκόπτειν αὐτῶν τήν παρρησίαν καί τας συνόδους καί τάς σπονδάς διαλύειν κωλύει, ἀλλ’ ἀναιρεῖν καί κατασφάττειν.» (μετ. Ελ. Μερετάκη, Ι Χρυσοστόμου, Έργα, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1990, τ. 11 σ. 223).
[48] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΜΑ’ (PG 104,1301Β). Ο Μέγας Φώτιος αναφέρει διαφορετική ημερομηνία: «Τρίτον καί τεσσαρακοστόν καί τριακοστόν πρός τοῖς στ’ ἀπ’ ἀρχῆς τῆς κοσμογενείας ἠνύετο ἐτος, ὅτε τόν βίαιον θάνατον ὁ θεομάχος οὗτος ἀπέτισε θάνατον.» Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 25.
[49] Τρύφων Ευαγγελίδης, Περί τινων αρχαιοτάτων Βυζαντινῶν μονῶν ἐν Βιθυνίᾳ, εν Σωτήρ 1889, σελ. 275.
[50] Βίος καί πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν καί ὁμολογητοῦ Μακαρίου, ἡγουμένου γεγονότος μονῆς τῆς ἐπονομαζομένης Πελεκητῆς, συγγραφείς παρά Σάββᾳ μοναχοῦ, ed H. Delahaye, εν Analecta Bollandiana 16 (1897), 159.
[51] Β’ Κορ. 8.19: «οὐ μόνον δέ ἀλλά καί χειροτονηθείς ὑπό τῶν ἐκκλησιῶν συνέκδημος ἡμῶν σύν τῇ χάριτι ταύτῃ τῇ διακονουμένῃ ὑφ’ ἡμῶν…». Επίσης Πραξ. 19.29: «…ὥρμησαν ομοθυμαδόν εἰς τό θέατρον συναρπάσαντες Γάϊον καί Ἀρίσταρχον Μακεδόνας, συνεκδήμους Παύλου».
[52] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΜΑ’ (PG 104,1301C).
[53] Ι Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών XVI 2.17-21 , ed M. Pinder , CSHB 49 (1897) 389.11-390.6 «Στην Ανατολή πάλι άκμαζε το γένος των Μανιχαίων˙ είναι αυτοί τους οποίους ο κοινός όχλος ονομάζει λαϊκότερα Παυλικιανούς, ονομασία σύνθετη από το Παύλος και Ιωάννης. Οι δύο αυτοί άνδρες απέκτησαν φήμη στους Μανιχαίους και παρά το ότι δεν ήταν οι ιδρυτές της αίρεσης και οι γεννήτορες της κακοδοξίας, υπήρξαν ωστόσο ζηλωτές της και θερμοί σπουδαστές και κήρυκές της. Η αυτοκράτειρα λοιπόν σκέφτηκε να τους μεταστρέψει από την αίρεση στην ορθοδοξία, στέλνοντας για τον σκοπό αυτό τους πιο επιφανείς άνδρες. Εκείνοι πάλι χειρίστηκαν αδέξια και ανόητα την υπόθεση και όχι μόνο δεν έφεραν σε πέρας το ζητούμενο, αλλά ώθησαν σε αποστασία όλο το γένος συμποσούμενο σε πολλές μυριάδες. Το γένος αυτό, συμμαχώντας με τους Ισμαηλίτες, εκστράτευε μαζί τους εναντίον των Ρωμαίων και προκαλούσε στους τελευταίους πολλές συμφορές.» (μετ. Παύλος Νιαβης, Κανάκης 1994, σελ. 173).
[54] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία IV.16, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 165.16.
[55] Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Θεσσαλονίκη 21998, τ. Β.1 σ. 215.
[56] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία IV.16, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 166.
[57] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία IV.23, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 176.18-177.5.
[58] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία IV.25, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 176.18-179.13-16. Επίσης Ιωσήφ Γενέσιος, Ιστορίαι IV.15, ed A. Lesmueller-Werner I. Thurn, CFHB 14(1978), 67.
[59] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΜΓ’ (PG 104,1304Α).
[60] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία V.37, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 266.18.
[61] Ι Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών XVI 8.17-18, ed M. Pinder, CSHB 49 (1897) 419.17-420.5 «Ο αυτοκράτορας Βασίλειος εκστράτευσε πλέον κατά των Αγαρηνών που βρίσκονταν στην Ανατολή, καθώς επίσης και εναντίον των Μανιχαίων, αρχηγός των οποίων ήταν ο αποκαλούμενος Χρυσόχειρ. Και αφού κατέλαβε μερικά φρούρια και απόσπασε λεία, επιχείρησε να πολιορκήσει και την Τεφρική, την μητρόπολή τους. Επειδή όμως αντιλήφθηκε ότι η πόλη χρειαζόταν μακρά πολιορκία και ήταν ούτως ή άλλως δύσκολο να κυριευθεί, πήρε από κει τον στρατό του και έφυγε» (μετ. Ιορδάνης Γρηγοριάδης, Κανάκη 1998, τ. Β σ. 205.
[62] Εφεσ. 4.32.
[63] Ιωσήφ Γενέσιος, Ιστορίαι IV.35, ed A. Lesmueller-Werner I. Thurn, CFHB 14(1978), 86.72 . « Ο αυτοκράτορας όντας ειρηνόφιλος και πραγματικά εύσπλαχνος, γράφει στον Χρυσόχειρα και του προτείνει την σύναψη ειρήνης, σύμφωνα με την ρήση “γίνεσθε δε εις αλλήλους χρηστοί, εύσπλαχνοι, συγχωρούντες αλλήλους, καθώς ο Θεός συνεχώρησεν εσάς δια του Χριστού” . Επιπλέον του πρότεινε να αρκεστεί στα όσα έχει αποκτήσει και, αφού πάρει από τον ίδιο ως δώρα χρυσό, ασήμι και πολυτελή υφάσματα, να σταματήσει να αιχμαλωτίζει και να κατασφάζει Χριστιανού.» (μετ. Παύλος Νιαβης, Κανάκης 1994, σελ. 236).
[64] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΜΓ’ (PG 104,1304Β).
[65] Ιωσήφ Γενέσιος, Ιστορίαι IV.35, ed A. Lesmueller-Werner I. Thurn, CFHB 14(1978), 86.78. «Αυτός όμως, όντας θρασύς και άπιστος, απορρίπτει την ειρηνική πρόταση. Έτσι η απάντησή του στον αυτοκράτορα έλεγε τα εξής: “Αν θέλεις να συνάψεις ειρήνη μαζί μου, να εγκαταλείψεις τις ανατολικές επαρχίες και περιορίσου στις δυτικές˙ έτσι θα ειρηνεύσουμε. Ειδάλλως, εμείς θα επιτεθούμε, έτσι ώστε να σου στερήσουμε και αυτόν τον αυτοκρατορικό θρόνο”. Απέναντι σ’ αυτήν την παράνοια ο βασιλιάς προτίμησε τη σιωπή μη αποστέλλοντας άλλη επιστολή στον Χυσόχειρα» (μετ. Παύλος Νιαβης, Κανάκης 1994, σελ. 236).
[66] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία V.41, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 271.17.
[67] Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, Θεσσαλονίκη 1993 (Ε’ ανατύπ), σελ. 289.
[68] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία V.41, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 274-5, περιγραφή της φυγής του Χρυσόχειρα, της κατδίωξής του από τον Πουλάδη και του θανάτου του πρώτου.
Επίσης Ιωσήφ Γενέσιος, Ιστορίαι IV.37, ed A. Lesmueller-Werner I. Thurn, CFHB 14(1978), 88.41: «Ο ίδιος ο Χρυσόχειρ με την ολιγομελή ποιτοφυλακή του προσπάθησε να ξεφύγει. Τον προλαβαίνει όμως ο Πουλλάδης, που είχε αυτό το περιβόητο όνομα, καθώς πάντοτε φορούσε καπέλο. Αυτός, επειδή κάποτε είχε διατελέσει αιχμάλωτος στην Τεφρική, ήταν οικείος του Χρυσόχειρος μέχρι χαριεντισμών. Μόλις ο Πουλλάδης είδε τον αρχηγό των Παυλικιανών, φώναξε δυνατά: “Εδώ να έρθουν οι στρατηγοί, εδώ και ο δομέστικος των σχολών”. Και ο Χρυσόχειρ προσπαθώντας να διαφύγει, φωνάζει δυνατά: “Άθλιε Πουλλάδη, τί κακό σου έχω κάμει; Αντίθετα, σε έχω μάλλον ευεργετήσει πολλές φορές. Φύγε και μην με εμποδίζεις”. Και η απάντηση του Πουλλάδη: “Εγώ, Χρυσόχειρ, αναγνωρίζω τις πολλές προς το πρόσωπό μου ευεργεσίες σου και ευελπιστώ ότι ο Θεός και σωτήρας μου σήμερα κιόλας θα σου ανταποδώσει τις ευχαριστίες μου”. Αλλά στην προσπάθειά του να διαφύγει έφιππος ο Χρυσόχειρ, εκτός από τους αντιπάλους του, συνάντησε και μια τάφρο, την οποία το άλογό του (καθώς δείλιαζε) αρνιόταν να υπερπηδήσει. Συνεπώς, από τώρα και μπρος ο Χρυσόχειρ δεν φρόντιζε πια να προφυλαχθεί από τον Πουλλάδη, αλλά πρόσεχε περισσότερο μπροστά του, πως δηλαδή δεν θα έπεφτε στο κενό της τάφρου. Έτσι όμως ο Πουλλάδης βρίσκει την ευκαιρία και, σε ανύποπτη για τον Χρυσόχειρα στιγμή, τον τραυματίζει με κοντάρι κοντά στη μασχάλη. Αποτέλεσμα του τραυματισμού ήταν να ταραχθεί ο ίδιος, να γλιστρήσει το άλογο και να τον γκρεμίσει καταγής. Μαζί του ξεπέζεψε και ο πιο πιστός του υπηρέτης, που έφερε την προσωνυμία Διακονίτζης (τον οποίον ο Λέων, ο αείμνηστος βασιλιάς, μεταστραφέντα στην ορθοδοξία από την βδελυρή αίρεση των Παυλικιανών, διόρισε μνσουράτορα, όπως λένε στη γλώσσα των Ρωμαίων). Αυτός λοιπόν ο υπηρέτης θέλησε να του προσφέρει κάποια ανακούφιση κρατώντας το κεφάλι του Χρυσόχειρος στα γόνατά του. Αλλά στο μεταξύ έφθασαν οι στρατηλάτες, οι οποίοι αφού έκοψαν το κεφάλι του αρχηγού των Παυλικιανών, το έστειλαν δώρο στον θεόσεπτο αυτοκράτορα Βασίλειο» (μετ. Παύλος Νιαβης, Κανάκης 1994, σελ. 240-2).
Επίσης Ι Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών XVI 8.24-29 , ed M. Pinder , CSHB 49 (1897) 421.
[69] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς XIV 8.5, ed. Diether Reinsch› Athanasios Kambylis , CFHB 40.1 (2001), 455.65-456.74. «Αυτούς λοιπόν, τους οπαδούς των ιδεών του Μάνεντος και μαθητές των γιων της Καλλινίκης Παύλου και Ιωάννη, που ήταν τόσο ωμοί και τόσο φανατικοί, ώστε ήταν έτοιμοι να χύσουν αίμα για τις ιδέες τους, ο θαυμάσιος εκείνος βασιλιάς Ιωάννης Τζιμισκής τους νίκησε σε μάχη και τους εξανδραπόδισε, κι από την Ασία, από τα μέρη των Χαλύβων και της Αρμενίας, τους μετέφερε στην Θράκη. Τους ανάγκασε να εγκατασταθούν γύρω στην Φιλιππούπολη για να βρίσκονται μακριά από τις οχυρότατες πόλεις και τα φρούρια που κατείχαν όταν ήταν εν εξεγέρσει αλλά και για να τους καταστήσει άγρυπνους φρουρούς κατά των γνωστών μας σκυθικών επιδρομών, από τις οποίες υπέφεραν τα μέρη της Θράκης.» (μετ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα 2005, τ.Β’ 198).
[70] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς IV 3.3, ed. Diether Reinsch› Athanasios Kambylis , CFHB 40.1 (2001), 127.20 «Στο σώμα των Μανιχαίων, που αριθμούσε δύο χιλιάδες οκτακόσιους άνδρες, αρχηγοί ήταν ο Ξαντάς και ο Κουλέων που ανήκαν κι αυτοί στην ίδια αίρεση. Όλοι αυτοί οι άνδρες ήταν λαμπροί πολεμιστές και εξαιρετικά πρόθυμοι να πιουν το αίμα των εχθρών, όταν το καλούσε η περίσταση, και επιπλέον ιταμοί και αναίσχυντοι.» (μετ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα 2005, τ.Α’ 167).
[71] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς V 3.2, ed. Diether Reinsch› Athanasios Kambylis , CFHB 40.1 (2001), 146.74 «Τότε επιστρέφουν στην πατρίδα τους και οι Μανιχαίοι Ξαντάς και Κουλέων με διαλυμένο το στρατό τους, περίπου δυόμισι χιλιάδες άνδρες. Πολλές φορές ο αυτοκράτορας έστειλε να τους καλέσει, μα εκείνοι υπόσχονταν μεν να έλθουν, αλλά όλο το ανέβαλλαν. Εκείνος επέμενε, τους έστελνε γράμματα τάζοντάς τους δωρεές και τιμές, μα ούτε μ’ όλα αυτά δεν στέργαν να έλθουν.» (μετ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα 2005, τ.Α’ 189).
[72] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς VΙ 2.1-4, ed. Diether Reinsch› Athanasios Kambylis , CFHB 40.1 (2001), 170.63› 171.10.
[73] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς VΙ 4.2-3, ed. Diether Reinsch› Athanasios Kambylis , CFHB 40.1 (2001), 174.80 κ.ε.
[74] «Ο αυτοκράτορας που καθημερινά έπαιρνε τις πληροφορίες του, προνοώντας για το μέλλον, κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να τον καλοπιάσει με γράμματα και υποσχέσεις γιατί προέβλεπε το κακό που μπορούσε να δημιουργήσει. Ως και χρυσόβουλλο του έστειλε εγγυώμενος ατιμωρησία και την πλήρη ελευθερία του. Αλλά ο κάβουρας ποτέ δεν θα μάθει να βαδίζει ίσια: ίδιος έμεινε ο Τραυλός όπως χθες και προχθές και καλούσε όλο και περισσότερους να έρθουν από τις χώρες τους και καταλήστευε όλα τα γύρω μέρη.» (μετ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα 2005, τ.Α’ 220).
[75] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς XIV 8.9, ed. Diether Reinsch› Athanasios Kambylis , CFHB 40.1 (2001), 437.34 κ.ε. «Πολλοί Μανιχαίοι πήγαιναν τότε στους ιερείς για να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους χωρίς τον παραμικρό δισταγμό και να λάβουν την χάρη του θείου βαπτίσματος, αλλά και πολλούς μπορούσες να δεις προσκολλημένους με επιμονή στη θρησκεία τους, να προσάγουν μαρτυρίες από την Αγία Γραφή νομίζοντας ότι έτσι ισχυροποιούν το δικό τους κατάπτυστο δόγμα. Ύστερα όμως από συνεχείς συζητήσεις με τον αυτοκράτορα που δεν έπαυε να τους νουθετεί, ακόμα και αυτοί έλαβαν, στην πλειότητά τους, την χάρη του θείου βαπτίσματος.» (μετ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα 2005, τ.Β’ 201).
[76] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1253C) & Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 6: «Αυτοί, όπως και οι Μανιχαίοι, ομολογούν δύο αρχές. Ισχυρίζονται λοιπόν άλλος είναι Θεός ο επουράνιος Πατέρας, τον οποίο εξορίζουν από την εξουσία αυτού του σύμπαντος και του παραχωρούν μόνο την εξουσία του μέλλοντος, και άλλος είναι ο Δημιουργός του κόσμου, που του χαρίζουν την εξουσίαν του παρόντος αιώνα.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.17).
[77] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 6.
[78] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 6: «Χρησιμοποιούν τις λέξεις Πατέρας, Υιός καί άγιο Πνεύμα, λέξεις βέβαια ευσεβείς, υποβάλλουν όμως σ’ αυτές την έσχατη ασέβεια. Γιατί δεν τις λένε με το ίδιο νόημα όπως η καθολική και αποστολική Εκκλησία του Θεού, αλλά αποσπώντας από αυτήν τις λέξεις, τις φορτώνουν με δυσεβέστατες έννοιες και διακηρύττουν με ευκολία˙ “Να είναι αναθεματισμένοι όσοι δεν πιστεύουν στον Πατέρα, τον Υιό και το άγιο Πνεύμα” Πατέρα όμως δεν ανακηρύττουν ευθέως τον Παντοκράτορα και ποιητή ουρανού και γης, όλων των ορατών και αοράτων, αλλά λέγοντας Πατέρα επισυνάπτουν τον επουράνιο στον οποίο καθόλου και με κανένα τρόπο δεν του αποδίδουν την εξουσία του ουρανού και των επουρανίων.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.19).
[79] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1256Α): «Δεύτερον, τό τήν πανύμνητον καί ἀειπάρθενον Θεοτόκον μηδέ κἄν ἐν ψιλῇ τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων τάττειν ἀπεχθῶς ἀπαριθμήσει˙ μηδέ ἐξ αὐτῆς γεννηθῆναι τόν Κύριον, ἀλλ’ οὐρανόθεν τό σῶμα κατενεγκεῖν˙ καί ὅτι μετά τόν τοῦ Κυρίου τόκον, καί ἄλλους, φησίν, υἱούς ἐγέννησεν ἐκ τοῦ Ἰωσήφ.»
[80] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1256Β).
[81] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 7: «Αλλά και τον ζωοποιό σταυρό τον περιβάλλουν με ύβρεις και λένε τον προσκυνούν και τον αποδέχονται, αναπλάθοντας οι δόλιοι απατεώνες τον ίδιο τον Χριστό ως σταυρό. Γιατί αυτός, λένε, άπλωσε τα χέρια του σε σχήμα σταυρού. Τον αληθινό όμως σταυρό, επειδή, λένε, είναι ξύλο και όργανο κολασμού των κακούργων και θεωρείται καταραμένο, δεν πρέπει να τον προσκυνούμε και να τον ασπαζόμαστε.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.21).
[82] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 10: «Δεν διστάζουν να προσκυνήσουν το Ευαγγέλιο που έχομε εμείς, όχι βέβαια εκεί που έχει χαραχθεί ο τύπος του τιμίου σταυρού, αλλά στο υπόλοιπο μέρος, όπου δεν γίνεται φανερή η απεικόνιση του σταυρού. Και ισχυρίζονται ότι προσκυνούν το βιβλίο, επειδή περιέχει Δεσποτικούς λόγους, αλλ΄ όσα ανάγονται στα δόγματα είναι τόσο δυσσεβείς και εντελώς ασύμφωνοι και προς την αλήθεια και μεταξύ τους.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.25).
[83] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 9: «πλυν όμως αν τους συμβεί κάποια σφοδρότερη σωματική ασθένεια, τοποθετούν επάνω τους και τον ζωοποιό σταυρό που είναι καμωμένος από ξύλο. Έπειτα όταν επιτύχουν τη θεραπεία τους τον σπάζουν ή και τον πατούν με τα πόδια τους και τον ρίχνουν στα απορρίματα.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.23).
[84] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1253C).
[85] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1257Α).
[86] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1256Α) & Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 7.
[87] Ιωαν. 4.10.
[88] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 9: «Αλλά και το άγιο βάπτισμα το περιφρονούν, γιατί, προσποιούμενοι ότι το αποδέχονται, αντικαθιστούν τους λόγους του Ευαγγελίου με τη λέξη βάπτισμα. Γιατί λένε “Ο Κύριος είπε˙ Εγώ είμαι το νερό που δίνει ζωή”» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.23).
[89] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1253Β).
[90] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1253Β) & Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 8.
[91] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 8: «Αλλά βέβαια και τους ιερούς προφήτες τους αποστρέφονται και όλη την παλαιά Γραφή καί τους άλλους αγίους αποστόλους, αποκαλώντας αυτούς ληστές και κλέφτες, και περισσότερο κατηγορούν τον κορυφαίο απόστολο Πέτρο, επειδή αρνήθηκε, λένε, την πίστη του στον διδάσκαλο και Χριστό.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.21).
[92] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 8: «Αν και βέβαια ο δάσκαλος τους Μάνης φωνάζει δυνατά προς αυτούς και λέγει˙ “Δεν είμαι άσπλαχνος, όπως ο Χριστός που είπε, όποιος με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ κι εγώ. Αλλά εγώ λέγω, όποιος με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους και με το ψεύδος εξασφάλισε την σωτηρία του, θα τον δεχθώ με χαρά σα να μη με έχει αρνηθεί, και την άρνηση και το ψεύδος του θα την εκτιμήσω ως φύλαξη και τήρηση της ομολογίας μου”.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.21).
[93] Β’ Πετρ. 3.14-16.
[94] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1256Β).
[95] M. Loos, Dualist heresy in the Middle Ages, Prague 1974, p.35.
[96] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 7.
[97] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 22.
[98] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 21: «Η Μανιχαία γυναίκα που αναφέραμε προηγουμένως, όταν συνομίλησε μαζί του για πρωτη φορά του είπε, Πες μου, γιατί δεν διαβάζεις τα ιερά Ευαγγέλια; Κι εκείνος (δεν είχε εισχωρήσει στα βαθη του το δηλητήριο της αποστασίας) απάντησε, ότι δεν επιτρέπεται, ενώ ήταν λαϊκός, να διαβάσει έτσι απερίσκεπτα τα φρικτά λόγια˙ το έργο αυτό ανήκει στους ιερείς. Ακούει τότε την μαινάδα να του λέγει, ότι είναι ανώφελη σ’ αυτόν η υπερβολική ευλάβεια και τιμή που δείχνει σ’ αυτά˙ καθόσον στον Θεό δεν υπάρχει πρωσοποληψία, γιατί θέλει να σωθούν όλοι και ν’ αποκτήσουν την επίγνωση της αλήθειας.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.59-61).
[99] M. Loos, Dualist heresy in the Middle Ages, Prague 1974, p.36.
[100] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 233.