Με την ανάληψη της βασιλείας από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης ο αρχαίος κόσμος εισέρχεται σε μια νέα εποχή, την υπερχιλιετή βασιλεία της Ρωμανίας. Οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους επανακαθορίζονται σε νέες βάσεις. Ο Χριστιανισμός νομιμοποιείται και στην συνέχεια γίνεται η επίσημη θρησκεία του Κράτους. Ως αποτέλεσμα, το συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας αποκτά και πολιτική διάσταση. Οι όροι των Συνόδων γίνονται νόμοι του Κράτους.
Αυτές οι εξελίξεις έχουν αντίκτυπο και στις αιρέσεις, καθορίζουν την μορφή και την εξέλιξή τους, επεμβαίνουν στην αντιμετώπισή τους. Έτσι ο γνωστικισμός αναμορφώνεται για να επιβιώσει στα νέα δεδομένα. Είναι αναγκαίο. Δεδομένου του ενοποιητικού χαρακτήρα του Χριστιανισμού και την θετική επίδρασή του στην συνοχή της αυτοκρατορίας, κάθε εχθρός του Χριστιανισμού είναι και εχθρός του Κράτους. Αυτό γίνεται κατανοητό στην πράξη, όταν παρακολουθεί κάποιος τον ιστορικό ρόλο των αιρέσεων εντός της Ρωμανίας, ρόλος που μπορεί ν’ αναλυθεί σε τρείς συνισταμένες:
1) Οι αιρέσεις αποτραβιούνται στην περιφέρεια, μακριά από το διοικητικό κέντρο, κατά προτίμηση στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Εκεί δημιουργούν τις εστίες τους, υιοθετούν κάποιες φορές εθνική ταυτότητα και εμφανίζουν αποσχιστική δράση, ως συνέπεια του εκκλησιαστικού σχίσματος.
2)Δημιουργούν σχέσεις με τους εξωτερικούς εχθρούς της αυτοκρατορίας και χρησιμοποιούνται ως προγεφυρώματα προετοιμάζοντας τις εισβολές τους. Λειτουργούν δηλαδή ως πέμπτη φάλαγγα, υποβοηθώντας τους εχθρούς ή συμμαχώντας άλλες φορές ανοικτά μαζί τους ενάντια στην Κωνσταντινούπολη.
3)Στο εσωτερικό συντάσσονται με τους εχθρούς του Χριστιανισμού, προκαλούν εμφύλιες διαμάχες, σφετερίζονται την εξουσία. Υπό έρευνα παραμένει το κατά πόσο συνεισέφεραν οι γνωστικές αιρέσεις στην έναρξη της Εικονομαχίας, συντασσόμενες με τους Ιουδαίους και τους μουσουλμάνους, όταν είναι γνωστό ότι οι καθαρά εικονομαχικές επαρχίες ήταν οι χώροι στους οποίους δραστηριοποιούνταν οι αιρέσεις αυτές.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, η αντιμετώπιση των γνωστικών αιρέσεων από την Πολιτεία είναι δυναμική. Η καταστολή των εξεγέρσεων απαιτεί την χρήση του στρατού, ενώ στις περιοχές που το πολιτικό θερμόμετρο ανεβαίνει, η αποσυμπίεση γίνεται με μετακινήσεις πληθυσμών.
Στην γνωστική διδασκαλία παρατηρούνται επίσης αλλαγές. Αυτές είναι αιτιολογημένες. Η πολιτεία είναι πρόθυμη να λάβει μέτρα εναντίον τους, κάτι που δεν συνέβαινε τα παλαιότερα χρόνια. Έτσι η διδασκαλία τους τείνει να μιμηθεί τον Χριστιανισμό, ώστε η δράση τους να συμβαίνει στην παρυφές της Εκκλησίας, για να περνά όσο το δυνατόν απαρατήρητη. Παρόλα αυτά το αρρωστημένο στοιχείο της γνωστικής διδασκαλίας παραμένει ευκολοδιάγνωστο σε αντίθεση με άλλες μεγάλες αιρέσεις που συντάραξαν την Εκκλησία.
Σημαντική μεταβολή στην γνωστική διδασκαλία είναι η εγκατάλειψη του μυθολογικού στοιχείου και η συστολή του φιλοσοφικού στο ελάχιστο δυνατό. Ως αποτέλεσμα, εγκαταλείπονται οι ατέλειωτες ιεραρχίες των Αιώνων και τα διογκωμένα Πληρώματα. Είναι μία φυσική εξέλιξη. Ο αρχαίος κόσμος φθίνει και η αρχαία θρησκεία εγκαταλείπεται. Αν οι γνωστικοί επέμεναν στα παραπάνω στοιχεία, τότε δεν θα έβρισκαν κοινό πρόθυμο να τους ακούσει. Η ειδωλολατρεία και ο πολυθεϊσμός ήταν παρωχημένες ιδέες, που δεν ικανοποιούσαν πλέον την ανάγκη του κόσμου για την νέα πνευματικότητα, την οποία κάλυψε ο Χριστιανισμός.
Φαίνεται, ότι κάποια από τα υπολείμματα των Εθνικών συντάχθηκαν με τους γνωστικούς. Αυτό προκύπτει από την αναφορά του αγίου Επιφανίου, για τους Μεσσαλιανούς. Ο άγιος αναγνωρίζει δύο ομάδες με αυτό το όνομα. Στην προγενέστερη από τις δύο κύριο πληθυσμιακό στοιχείο ήταν οι Εθνικοί:
« ἀλλ’ ἐκείνοι μέν ἐξ Ἑλλήνων ὡρμώντο, οὔτε Ἰουδαϊσμῷ προσανέχοντες οὔτε Χριστιανοί ὑπάρχοντες οὔτε ἀπό Σαμαρειτῶν, ἀλλά μόνον Ἑλληνες ὄντες δῆθεν καί θεούς μέν λέγοντες, μηδενί δέ <τούτων> προσκυνοῦντες, ἐνί δέ μόνον δῆθεν τό σέβας νέμοντες καί καλοῦντες Παντοκράτορα.» (Πανάριον 80.1.4)
Έτσι παρατηρείται ότι κατά την μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο στον μεσαιωνικό, στις τάξεις των γνωστικών προσέρχονται μερίδες Εθνικών, οι οποίοι δεν επιθυμούν να ενταχθούν στην επίσημη Εκκλησία, την οποία καταδίωκαν μέχρι πρότινος. Μόνο έτσι μπορεί να ερμηνευθεί η αναφορά του αγίου Επιφανίου, δεδομένου ότι ιστορικά ο μεσσαλιανισμός εμφανίστηκε αρχικά στην Συρία.
Δεύτερη σημαντική εξέλιξη στην γνωστική διδασκαλία είναι ο επανακαθορισμός της γύρω από δύο άξονες: την μανιχαϊκή δυαρχία και τον μοντανιστικό ενθουσιασμό. Τα χαρακτηριστικά αυτά διατηρήθηκαν καθ’ όλη την διάρκεια του μεσαίωνα. Ο Μανιχαϊσμός είναι η γέφυρα μεταξύ του αρχαίου και του μεσαιωνικού γνωστικισμού. Καθόρισε με την δυαρχία του σε απλοποιημένη μορφή την θεωρία του γνωστικισμού, ενώ ο ενθουσιασμός, την πρακτική του.
Ο μεσαιωνικός γνωστικισμός έριξε τις μάσκες. Διδάσκει πλέον, αν και όχι στο ευρύ κοινό, ότι λατρεύει τον Σατανά. Η δαιμονική διδασκαλία, η οποία στην προηγούμενη φάση προσπαθούσε να κρυφθεί πίσω από μυθολογικά ή φιλοσοφικά προσωπεία, τώρα φανερώνεται. Και αυτό το βρίσκουμε πάλι σε αναφορά του αγίου Επιφανίου:
«Ἄλλοι δέ πάλιν ἐκ τούτων ἔτι βαθύτερόν τι διανοούμενοι, ὡς κατά τήν αὐτῶν εὐήθειαν συμβούλῳ τῇ διανοίᾳ χχρώμενοι εἶπον˙ ὁ Σατανᾶς μέγας ἐστί καί ἰσχυρότερος καί πολλά ἐπιτελεῖ κακά τοῖς ἀνθρώποις. διά τί οὐ μᾶλλον προς τοῦτον καταφεύγομεν καί αὐτῷ προσκυνούμεν, αὐτόν τε τιμῶμεν καί αὐτόν εὐφημοῦμεν, ἵνα διά τῆς κολακευτικῆς θεραπείας μή ἐνεργήςῃ ὑμῖν τά πονηρά, ἀλλ’ ὡς δούλων αὐτοῦ ἡμῶν γεγονότων, φασί, φείδητε ἡμῶν; καί οὕτω καί οὗτοι Σατανιανούς ἑαυτούς ἐπωνόμασαν.» (Πανάριον 80.3.1)
Δεν πρόκειται γα μεμονωμένο φαινόμενο. Ο σατανισμός καθορίζει την αντίληψη του μεσαιωνικού γνωστικισμού περί δυαρχίας. Εκτενείς αναφορές κάνεις και ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός, στην Πνευματική Πανοπλία του, όταν εξετάζει τους Βογομίλους, όπως θα δούμε στον οικείο τόπο.
Τέτοιου είδους ομολογία, δεν μπορούν να κάνουν οι γνωστικοί σε ένα αυστηρό χριστιανικό περιβάλλον. Γι’ αυτό και κρύβουν την ιδιότητά τους, κρύβουν και την διδασκαλία τους. Παρουσιάζονται στα λόγια ως Ορθόδοξοι. Ορκίζονται, υπογράφουν δηλώσεις, αναθεματίζουν πρόσωπα και διδασκαλίες χωρίς δισταγμό, αρκεί να ξεφύγουν της προσοχής. Οι αρχές εφηύραν ανακριτικές μεθόδους ανά περίσταση, προκειμένου ν’ ανακαλύψουν την αλήθεια. Σε πολλές περιπτώσεις διέκριναν την ανειλικρίνεια στην μετάνοιά τους, γι’ αυτό και δεν τους δέχθηκαν ως Ορθόδοξους, αλλά διέσπασαν αδελφότητες και έθεσαν τα μέλη τους υπό πνευματική επιτήρηση.
Παρά την μυστικοπάθεια και την απροθυμία των αιρετικών να φανερώσουν την διδασκαλία τους, δεν έχουμε την περίοδο του Μεσαίωνα ίδρυση μυστικών εταιρειών. Αυτό θα συμβεί κατά την επόμενη περίοδο, στην Δύση. Στην Ανατολή η μυστικότητα είναι περιορισμένη μόνο στην διδασκαλία τους και όχι στην δράση τους.
Χαρακτηριστική παραμένει η πολυδιάσπαση των σεκτών. Εξακολουθεί να μην υπάρχει κεντρική διοίκηση στην αίρεση. Το καινούργιο που προστίθεται είναι η διατήρηση μίας κεντρικής διδασκαλίας, στην οποία προστίθενται ή αφαιρούνται ελάχιστα. Έτσι από την πρώτη γνωστική σέκτα που εμφανίστηκε τον Μεσαίωνα, μέχρι την τελευταία, οι ομοιότητες επιτρέπουν να μιλάμε για την εξέλιξη μια βασικής διδασκαλίας. Αυτό είναι παρατηρημένο ήδη από τους μεσαιωνικούς χρόνους και πολλές φορές χρησιμοποιείται το ίδιο όνομα για διαφορετικές σέκτες ή πολλά διαφορετικά ονόματα για μία. Τα διάφορα ονόματα δεν σηματοδοτούν ισχυρές διαφορές, μάλλον διαφορές στην ηγεσία της ομάδας τις περισσότερες φορές.
Η έρευνα του γνωστικισμού της μεσαιωνικής περιόδου έχει στην διάθεσή της ένα στοιχείο που πριν δεν υπήρχε. Επειδή την Εκκλησία συντάραξαν μεγάλες αιρέσεις, μεγάλοι Πατέρες ασχολήθηκαν μαζί τους. Η αντιμετώπιση του γνωστικισμού σε θεολογικό και συγγραφικό επίπεδο περιορίστηκε, και πολλά έργα χάθηκαν λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος. Αλλά υπάρχει η ιστορική παρουσία και δράση των ομάδων και αυτή καταγράφηκε από τους ιστορικούς της Ρωμανίας/Βυζαντίου. Έτσι, ό,τι υπολείπεται από την θεολογική αντιμετώπιση, συμπληρώνεται από την ιστορική καταγραφή.
Ταυτόχρονα η έρευνα του γνωστικισμού μπορεί ν’ ασχοληθεί για πρώτη φορά με την δράση των ομάδων αυτών εκτός από την διδασκαλία τους. Αυτό στην επόμενη περίοδο θα είναι δυσκολότερο, διότι με την ίδρυση των μυστικών εταιρειών, η πολιτική δράση γίνεται παρασκηνιακή και τα στοιχεία που θα μπορούσαν να την καταγράψουν σπανίζουν. Στην περίοδο, όμως που θα εξεταστεί, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί ακόμη, ίσως σε μεμονωμένες περιπτώσεις.
5.1 Μεσσαλιανοί
Το κίνημα των Μεσσαλιανών προήλθε από την περιοχή της Συρίας, όπως δηλώνει και το όνομά τους. Στα συριακά μεσσάλ σημαίνει ευχή, γι’ αυτό και καλούνται επίσης Ευχίτες. Άλλα ονόματα που τους αποδίδονται είναι Ενθουσιαστές και Χορευτές[1]. Από τους αρχηγούς των διαφόρων ομάδων προκύπτουν τα εξής ονόματα:
› Ευσταθιανοί , διότι ενδέχεται να προήλθαν από το παλαιότερο κίνημα του μοναχού Ευστάθιου, ο οποίος καταδικάσθηκε από την σύνοδο της Γάγγρας το 343 μ.Χ.
› Αδελφιανοί, από τον λαϊκό Αδέλφιο, τον οποίο αντιμετώπισε ο Φλαβιανός Αντιοχείας.
› Μαρκιανιστές ή Μαρκιωνιστές, από τον τραπεζίτη Μαρκιανό, ο οποίος έζησε τους χρόνους του Ιουστινιανού και Ιουστίνου Β’ τον Στ’ αι.
› Λαμπετιανοί, από κάποιον Λαμπέτιο γνωστό από το σύγγραμμά του Διαθήκη. Ο Λαμπέτιος έζησε τον Ε’ αι. και ίδρυσε μοναστήρια στην Κιλικία και την Ισαυρία. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός θεωρεί τους Λαμπετιανούς ξεχωριστή αίρεση, αλλά στις υπόλοιπες πηγές αναφέρονται ως συνέχεια των Μεσσαλιανών. Επίσης ο ίδιος συγγραφέας θεωρεί τους Ευσταθιανούς ότι προέκυψαν από αυτούς, αλλά στην πραγματικότητα είναι προγενέστεροι[2].
Η αίρεση ανεφάνη περί το 370 μ.Χ στην βασιλεία του Βαλεντινιανού και του Βάλη[3], στην περιοχή της ανατολικής Συρίας. Αρχηγοί τους αναφέρονται εκείνη την εποχή οι Δαδόης, Σάββας, Αδέλφιος, Ερμάς Συμεών[4] κ.α.
Από τους πρώτους που κινήθηκαν προς αντιμετώπιση των Μεσσαλιανών ήταν ο Λιτώιος, επίσκοπος Μελιτήνης, ο οποίος έκλεισε τα μοναστήρια τους και τους εξόρισε. Στην συνέχεια πέρασαν στην Λυκαονία και στις περιοχές της Μικράς Ασίας, προσποιούμενοι τους Ορθόδοξους. Τους ξεσκέπασε ο Φλαβιανός Αντιοχείας (381-404), ο οποίος ανέκρινε προσωπικά τον Αδέλφιο, εφαρμόζοντας το εξής τέχνασμα.
Έστειλε στην Έδεσσα, όπου βρίσκονταν, ομάδα μοναχών και τους έφεραν στην Αντιόχεια. Εκεί έλεγξε τους κατηγόρους, ως συκοφάντες και τους μάρτυρες ότι ψεύδονται. Κατόπιν προσέγγισε τον ίδιο τον Αδέλφιο και του είπε:
«Ἡμεῖς, ὦ πρεσβύτα, τόν πλείω βεβιωκότες βίον, ἀκριβέστερον καί τήν ἀνθρωπείαν ἐμάθομεν φύσιν καί τα τῶν ἀντιπάλων δαιμόνων ἔγνωμεν μηχανήματα, πείρᾳ δέ καί τήν τῆς χάριτος ἐδιδάχημεν χορηγίαν˙ οὗτοι δέ νέοι ὄντες καί τούτων οὐδέν ἀκριβῶς ἐπιστάμενοι, πνευματικοτέρων ἐπακοῦσαι λόγων οὐ φέρουσι. τοιγάρτοι εἰπέ μοι, ὅπως φατέ καί τό πνεῦμα τό ἐνάντιον ὑποχωρεῖν καί τοῦ παναγίου πνεύματος τήν χάριν ἐπιφοιτάν[5].»
Παρουσιάστηκε δηλαδή ο Φλαβιανός, ότι πρεσβεύει τα ίδια με τον Αδέλφιο, διότι έχουν και οι δυο την ίδια πείρα και θέλει να μάθει περισσότερα από αυτόν. Και αφού τον κολάκεψε και τον έθελξε με τα λόγια του τον έκανε να ομολογήσει τις αληθινές δοξασίες του. Στην συνέχεια τον επιτίμησε:
«... πεπαλαιωμένε ἡμερῶν κακῶν, ἐλέγξαι σε τό σόν στόμα καί οὐκ ἐγώ˙ τά δέ χείλη σου καταμαρτυρήσαι σου[6].»
Μετά την έξωσή τους από τα μέρη εκείνα πέρασαν στην Παμφυλία. Εκεί ήρθαν αντιμέτωποι με τον άγιο Αμφιλόχιο Ικονίου (344-394). Αυτός συνεκάλεσε σύνοδο στην Σίδη το 390 μ.Χ. και τους καταδίκασε. Γι’ αυτή πληροφορούμαστε από τον Μέγα Φώτιο, κάτοχο των πρακτικών της Συνόδου. Σε αυτήν συμμετείχαν 25 επίσκοποι μεταξύ των οποίων «συμπαρόντων δέ αὐτῷ Βίζου τοῦ Σελευκείας καί Μαρουθᾶ τοῦ Σουφαρηνῶν ἔθνους καί Σάμου[7]». Στην Σύνοδο έστειλε επιστολή και ο Φλαβιανός Αντιοχείας, αναφέροντας όσα είχε διαπιστώσει προσωπικά για την διδασκαλία τους.
Η Σύνοδος τους καταδίκασε, χωρίς να κάνει δεκτή την μετάνοιά τους, διότι ήδη υποτίθεται ότι είχαν μετανοήσει, αλλά αποδεικνύονταν ότι παρέμειναν αμετακίνητοι στις κακοδοξίες τους. Ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών προς τους επισκόπους των ανατολικών επαρχιών, της Αρμενίας και της Μικράς Ασίας προς ενημέρωση.
Ακολούθησε νέα καταδίκη τους από την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο το 431 μ.Χ[8]. Τα των Μεσσαλιανιτών συζητήθηκαν στην Στ’ συνεδρίαση, πρωτοστατούντων των Ουαλεριανού Ικονίου και Αμφιλόχιου Σιδηνών. Διαβάστηκε η προηγούμενη συνοδική καταδίκη τους από τον Σισσίνιο Κωνσταντινουπόλεως.
Στην Σύνοδο αυτή καταδικάσθηκε και το σύγγραμμά τους με τον τίτλο Ασκητικό. To αναθεματισθέν σύγγραμμα επέζησε μέχρι την εποχή του Τιμόθεου Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος το αναφέρει ως Κεφάλαια[9]. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός καταγράφει την διδασκαλία των Μεσσαλιανών από βιβλίο δικό τους[10].
Καταδικαστικές αποφάσεις κατά του κινήματος αυτού έχουμε και στην Συρία, από σύνοδο που συνεκλήθη το 576 μ.Χ. υπό τον Εζεκιήλ[11]. Άλλες συνοδικές αποφάσεις αναφέρουν τις πρακτικές των Μεσσαλιανών[12]. Τέτοια είναι η αναφορά του Γρηγόριου Βαρ Εβραίου για τους ακόλουθους του Ευσέβιου Εδεσσηνού[13]. Θεολογική αναίρεση του μεσσαλιανισμού είχε προηγηθεί από τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο[14].
Ο Μέγας Φώτιος αναφέρει και κάποια στοιχεία για τον Λαμπέτιο. Αυτός έζησε τον Ε’ αι. και ίδρυσε μοναστήρια στην Ισαυρία και την Κιλικία. Κατάφερε με απάτη να υποδυθεί τον Ορθόδοξο και να χειροτονηθεί ιερέας. Ο ηγούμενος Γερόντιος της Μονής στη Γλιτίδα απέστειλε επιστολή στον Αλύπιο Αρχιεπίσκοπο Καισαρείας εναντίον του. Ο τελευταίος ενημέρωσε με την σειρά του Ορμίζη, επίσκοπο Κομάνης και του ανέθεσε την εξέταση των κατηγοριών. Οι κατηγορίες που του προσάπτονταν ήταν:
«... ὅτι κόρην κατά στόμα φιλῶν ἐνηγκαλίζετο, καί ὅτι αὐτός ἐκεῖνος ἔφη Λαμπέτιος ἐν Ἰεροσολύμοις μετά τινός διακονίσσης ἐξαμαρτεῖν, καί ὅτι προσελθόντων τινῶν καί νοσήματος ἴασιν ἐξαιτουμένων ἔφη˙ Φέρε μίαν κόρην προς ἐμέ καλήν καί δείξω σοι ἁγιωσύνην, καί ὅτι τούς τάς ὥρας ψάλλοντας ἐξεμυκτήριζε καί διέσυρεν ὡς ὑπό νόμον ἔτι τυγχάνοντας[15].»
Ο Λαμπέτιος καθαιρέθηκε με την ψήφο και του Αλυπίου Καισαρίας, ο οποίος εξαπατηθείς τον είχε χειροτονήσει πρεσβύτερο. Σύγγραμμά του αναφέρεται η Διαθήκη. Περιείχε την διδασκαλία του και αναιρέθηκε από τον Σέβηρο Αντιοχείας (512-519), όταν ήταν ακόμη πρεσβύτερος. Υπερασπιστής του ήταν κάποιος Αλφείος Ρινοκούρων, ο οποίος επίσης καθαιρέθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Πτολεμαίο. Του τελευταίου αναφορά προς τον Τιμόθεο Αλεξανδρείας διάβασε ο Μέγας Φώτιος και διέσωσε τα σχετικά.
Η αίρεση επέζησε στην Συρία, ενώ η συνέχεια της δράσης των Μεσσαλιανών στις επαρχίες της Ρωμανίας συζητείται. Ο K. Fitschen[16] αμφισβητεί την παρουσία τους στην Μικρά Ασία μετά την καταδικαστική απόφαση της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου. Αλλά η άποψη αυτή στηρίζεται κυρίως στον τρόπο ανάγνωσης των αναφορών των μεταγενέστερων συγγραφέων. Επίσης εκλαμβάνονται οι Λαμπετιανοί και οι Μαρκιανιστές ως ξεχωριστές ομάδες. Η τάση όμως είναι να θεωρούνται ομάδες μεσσαλιανικές, με διαφορετικό όνομα. Εξάλλου και οι επόμενες γνωστικές σέκτες που ξεπήδησαν από τους Μεσσαλιανούς φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά της διδασκαλίας και των πρακτικών τους, με αποτέλεσμα να καλούνται πολλές φορές Μεσσαλιανοί. Συνεπώς δεν έχει σημασία αν επέζησαν αυτοί οι ίδιοι με το ίδιο όνομα, εφόσον επέζησαν όλες οι κακοδοξίες τους.
Έτσι μετά τον Μέγα Φώτιο κάνει αναφορά σε αυτούς ο Γεώργιος Κεδρηνός[17]. To IΒ’ αι. αναφέρεται κάποιος Θεόδωρος Βλαχερνίτης, ο οποίος καταδικάστηκε ως Μεσσαλιανός. Την πληροφορία διασώζει η Άννα Κομνηνή:
«Μετά τοῦτον ἤ μᾶλλον εἰπεῖν σύν τούτῳ καί ὁ Βλαχερνίτης δεδημοσιεύετο ἀσεβῆ καί ἔκφυλα τῆς Ἐκκλησίας φρονῶν, κἄν ἱερωμένος ἦν. ἐνθουσιασταῖς γάρ ὁμιλήσας καί τῆς τούτων λύμης μετασχών πολλούς τε ἐξαπατῶν καί μεγάλας τῶν ἐν τῇ μεγαλουπόλει οἰκίας ὑπορύττων καί παραδιδούς τά τῆς ἀσεβείας δόγματα, ἐπεί πολλά πολλάκις μεταπεμπόμενος καί διδασκόμενος παρά τοῦ αὐτοκράτορος οὐδόλως τῆς οἰκίας κακοδοξίας ἀφίστατο, τῇ ἐκκλησίᾳ καί τοῦτον ὁ αῦτοκράτωρ παρέπεμψεν. οἱ δέ ἐπί πλέον τοῦτον ἐξετάσαντες, ὡς ἀμετάθετον καί αὐτοί ἐγνώκεσαν, αὐτόν τε αἰωνίῳ ἀναθέματι καί τά τούτου δόγματα καθυπέβαλον[18].»
Ο Θεόδωρος καταγόταν από την Τραπεζούντα και ήταν προεστώς στην Εκκλησία των Βλαχερνών[19]. Αυτό αναφέρεται σε έγγραφο του Νικήτα Ηρακλείας του 1117 που αφορούσε βασικά την εξέταση της υπόθεσης του Ιωάννη Ιταλού.
Εξάλλου, άλλη μια καταδικαστική απόφαση επί Αλεξίου Στουδίτου (1025 - 1043) κατά του Ελευθερίου εκ Παφλαγονίας (10ος αι) δείχνει ότι οι κακοδοξίες του ήταν μεσσαλιανικές διδαχές. Αυτός ίδρυσε μοναστήρι στην επαρχία Λύστρων της Λυκαονίας, το επικαλούμενο Μωρόκαμπος. Η απόφαση του 1030 μ.Χ υποχρέωσε την αδελφότητα σε διάλυση.
Τον ΙΒ’ αι. καταδικάσθηκαν από Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη που έγινε το 1140, τα συγγράμματα του Κωνσταντίνου Χρυσομάλλου. Ο ίδιος είχε πεθάνει. Τα συγγράμματά του βρέθηκαν σε τρεις μονές, το Ιερόν του κυρού Νικολάου, την Μονή του αγίου Αθηνογένους και την Μονή του Γηροκομίου. Στα 250 κεφάλαια του κειμένου αναγνωρίστηκαν οι διδασκαλίες των Ενθουσιαστών και των Βογομίλων, σύμφωνα με την απόφαση. Οι μοναχοί Πέτρος και Γεώργιος, ο επονομαζόμενος Παμφίλος δήλωσαν άγνοια και ότι δεν αντιλήφθηκαν τις κακοδοξίες. Αναθεμάτισαν τα κείμενα μαζί με την Σύνοδο. Ο μεν Παμφίλος παρέμεινε ως είχε απλός μοναχός, ενώ από τον Πέτρο αφαιρέθηκε η ηγουμενία της Μονής του αγίου Αθηνογένους, διότι:
«Πῶς γάρ ἄν καί κυβερνᾶν ἄλλους καί διδάσκειν ἱκανός κριθῇ ὁ τοιαύτην αγνοήσας, ὥς φησιν, ἄγνοιαν, καί ἔκδηλον οὕτω πᾶσιν ἀσέβειαν κατανοῆσαι μή δυνηθείς;»
και εστάλη σε άλλη Μονή, υπό άλλον ηγούμενο να καθοδηγείται.
Οι καταδικαστικές αυτές αποφάσεις δημοσιεύονται στο τέλος της ενότητας σε παράρτημα, επειδή είναι δυσεύρετες.
Με την κατηγορία του Βαρλαάμ του Καλαβρού εναντίον των Ησυχαστών για μεσσαλιανισμό, και τις απαντήσεις του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά θα ασχοληθούμε στο τέλος του κειμένου, για λόγους που θα γίνουν εκεί κατανοητοί.
5.1.α Διδασκαλία
Για την διδασκαλία των Μεσσαλιανών αξιόπιστες πηγές είναι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως. Και οι δύο αναφέρουν όσα διάβασαν σε κείμενα της αίρεσης.
1) Οι Μεσσαλιανοί πίστευαν ότι στον άνθρωπο κατοικεί ενυπόστατος ο Σατανάς και τον εξουσιάζει σε όλα[20],
2) ότι ο Σατανάς και οι δαίμονες εξουσιάζουν τον νου του ανθρώπου και η φύση του επικοινωνεί με τα πνεύματα της πονηρίας[21],
3) ότι συγκατοικούν ο Σατανάς και το Άγιο Πνεύμα στον άνθρωπο[22], και ότι ούτε οι Απόστολοι δεν ήταν καθαροί από την επίδραση που ασκούν[23],
4) ότι ούτε το βάπτισμα τελειοποιεί τον άνθρωπο, ούτε η μετάληψη των θείων μυστηρίων καθαρίζει την ψυχή, αλλά μόνο η προσευχή που επιχειρούν αυτοί[24]. Για την προσευχή του αναφέρει ό Ευθύμιος Ζιγαβηνός ότι:
«Εὐχήν δέ λέγουσι εἴτε τήν προσευχήν, ἥν ἕκαστος προσφέρει τῷ Θεῷ, εἴτε τήν τοῦ Πάτερ ἡμῶν, ἥν ὁ Κύριος τοῖς ἀποστόλοις παρέδωκεν, εἴτε τινα ἑτέραν μόνοις ἐξ αὐτῶν ἐγνωσμένην τοῖς εἰς ἀσέβειαν τελειοτέροις, προς δέ τούς ἄλλους πάντας οὖσαν ἀνέκφορον διά τήν ἐν αὐτῇ τερατολογίαν, οἶμαι, καί σατανικήν ἐπῳδήν[25].»
5) ότι ο άνθρωπος είναι ζυμωμένος με την αμαρτία και μετά το βάπτισμα[26],
6) ότι ο πιστός δεν ενδύεται το άφθαρτο και θεϊκό ένδυμα με το βάπτισμα, αλλά με την προσευχή[27],
7) ότι πρέπει ν’ αποκτήσει ο άνθρωπος απάθεια και να γίνει μέτοχος του Αγίου Πνεύματος με όλες τις αισθήσεις και με βεβαιότητα[28],
8) ότι η ψυχή αισθάνεται την κοινωνία με τον ουράνιο Νυμφίο, όπως αισθάνεται η γυναίκα κατά την συνεύρεση με τον άνδρα[29],
9) ότι οι πνευματικοί βλέπουν και εσωτερικά και εξωτερικά την αμαρτία και την χάρη, όταν ενεργείται και όταν ενεργεί[30],
10) ότι υπάρχει αποκάλυψη που γίνεται με θεϊκή αίσθηση και υπόσταση, όπως στο δόγμα[31],
11) ότι η φωτιά είναι δημιουργός[32],
12) ότι η ψυχή που δεν έχει τον Χριστό σε κάθε αίσθηση και ενέργειά της είναι κατοικητήριο δαιμόνων[33],
13) ότι το κακό υπάρχει εκ φύσεως[34],
14) ότι και πριν από την παράβαση ο Αδάμ ήρθε σ’ επαφή με την Εύα απαθώς[35],
15) ότι στην Μαρία έπεσε σπέρμα και Λόγος[36], σ’ αυτό ο Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως προσθέτει το εξής:
«Λέγουσιν ὅτι σπέρμα καί λόγος ἐνέπεσεν εἰς τήν Μαρίαν˙ καί ὅτι τό σῶμα ὅ ανέλαβεν ἐξ αὐτῆς ὁ Κύριος, δαιμόνων ἧν πεπληρωμένον, καί ἐξέβαλεν τά δαιμόνια, καί οὕτως αὐτό ἐνεδύσατο[37]»,
16) ότι ο άνθρωπος πρέπει ν’ αποκτήσει δύο ψυχές, μία την κοινή και μία την επουράνια[38],
17) ότι είναι δυνατόν ο άνθρωπος να δεχθεί αισθητά την υπόσταση του Αγίου Πνεύματος, με κάθε βεβαιότητα και πραγματικότητα[39],
18) ότι στους προσευχομένους μπορεί να φανερωθεί ο Σωτήρας με φως και σε κάποιο καιρό να βρεθεί ο άνθρωπος παριστάμενος στο θυσιαστήριο, και να του προσφερθούν τρεις άρτοι ζυμωμένοι με λάδι[40].
Συνοπτικά την διδασκαλία των Μεσσαλιανών εξέθεσε ο Αδέλφιος στον Φλαβιανό, όταν ερωτήθηκε, ως εξής:
«... μηδεμίαν μέν ἐκ τοῦ θείου βαπτίσματος ὠφέλειαν τοῖς ἀξιουμένοις ἐγγίνεσθαι, μόνην δέ τήν σπουδαίαν εὐχήν τόν δαίμονα τόν ἔνοικον ἐξελαύνειν. ἕλκειν γάρ ἕκαστον τῶν τικτομένων ἔλεγεν ἐκ τοῦ προπάτορος, ὥσπερ τήν φύσιν, οὕτω δή καί τήν τῶν δαιμόνων δουλείαν˙ τούτων δέ ὑπό τῆς σπουδαίας ἐλαυνομένων εὐχῆς, ἐπιφοιτᾶν λοιπόν τό πανάγιον πνεῦμα, αἰσθητῶς καί ὁρατῶς τήν οἰκίαν παρουσίαν σημαῖνον, καί τό τε σῶμα τῆς τῶν παθῶν κινήσεως ἐλευθεροῦν καί τήν ψυχήν τῆς ἐπί τά χείρω ῥοπῆς παντελῶς ἀπαλλάτειν, ὡς μηκέτι δεῖσθαι λοιπόν μήτε νηστείας πιεζούσης τό σῶμα μήτε διδασκαλίας χαλινούσης καί βαίνειν εὔτακτα παιδευούσης. οὐ μόνον δέ ὁ τούτου τετυχηκώς τῶν τοῦ σώματος ἀπαλλάτεται σκιρτημάτων, ἀλλά καί σαφῶς τά μέλλοντα προορᾷ καί τήντριάδα τήν θείαν τοῖς οφθαλμοῖς θεωρεῖ[41].»
Εκτός των παραπάνω προστίθεται και το εξής. Πίστευαν ότι οι τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος αναλύονται σε μια. Αυτό εξετάζοντάς το ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός, το αποδίδει στους Σαβελιανούς[42]. Επίσης ότι η θεία φύσις τρέπεται και μεταβάλλεται προκειμένου να συγκραθεί με τις ανθρώπινες ψυχές[43].
Ρίζα της Εικονομαχίας: Υπάρχει στον Μέγα Φώτιο μια σημαντική αναφορά σε ένα αντι-μεσσαλιανικό έργο του Ηρακλείδη, επισκόπου Νύσσης:
«Συνέταξε δέ κατ’ αὐτῶν καί Ἡρακλείδας ὁ Νύσσης ἐπίσκοπος ἐπιστολάς δύο, ὧν ἐν τῇ δευτέρᾳ καί χρήσις φέρεται τῆς ἀρχαιότητας τῶν σεπτῶν εἰκόνων[44]».
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός, ότι ο Μέγας Φώτιος πρόσεξε την θεματολογία της δεύτερης επιστολής του Ηρακλείδη. Ο άγιος έζησε την δεύτερη φάση της Εικονομαχίας και την αναστήλωση των εικόνων του 867 μ.Χ. Μία πρώιμη καταγραφή περί της αρχαιότητας των εικόνων, τόν ενδιέφερε άμεσα.
Για τον εν λόγω επίσκοπο δεν είναι τίποτα γνωστό. Το μόνο που μπορεί να εξαχθεί από την αναφορά του Μ. Φωτίου είναι ότι η επισκοπεία του μπορεί να τοποθετηθεί μεταξύ του 431 και 448 μ.Χ[45].
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν άμεσες αναφορές σε εικονοκλαστικές πρακτικές των Μεσσαλιανών. Αλλά αν κάποιος θα ήθελε να ανιχνεύσει τις προδιαθέσεις τους θα έπρεπε ν’ απευθυνθεί στην «χριστολογία» τους (καταχρηστική χρήση), κι όχι σε πιθανές συνδέσεις της ασκητικής πρακτικής τους με τον αιγυπτιακό μοναχισμό[46], όπως επιχειρείται. Στο κάτω-κάτω η ασκητική τους μόνο τον τίτλο φέρει και όχι τις συνεπακόλουθες πρακτικές, όπως θα φανεί στο επόμενο κεφάλαιο.
Ανατρέχοντας, λοιπόν, στις δοξασίες των Μεσσαλιανών για τον Χριστό, βρίσκουμε στον Τιμόθεο Κωνσταντινουπόλεως την εξής καταγραφή:
«Λέγουσιν ὅτι τόν ἄνθρωπον ὅν ἀνέλαβεν ἐκ τῆς Μαρίας ὁ Κύριος, πότε μέν αὐτόν εἰς πνεῦμα μετέβαλλεν, πότε δέ εἰς σῶμα˙ διότι αὐτό τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπερίγραπτον ἦν, καθάπερ ἡ θεία φύσις.»
Το κλειδί για την λύση του θέματος βρίσκεται στην λέξη «απερίγραπτον ». Το «απερίγραπτον» συνδέεται με παρελθόντα χρόνο με τον δοκητισμό των γνωστικών ομάδων. Ενισχύεται αυτή η σύνδεση με την ιδέα της μεταβολής του σώματος του Χριστού άλλοτε σε υλικό, άλλοτε σε πνευματικό. Μπορούμε εδώ να διακρίνουμε μία προσπάθεια συμβιβασμού του γνωστικού δοκητισμού με την διδασκαλία της Εκκλησίας, στις τάξεις των Μεσσαλιανών. Σε μέλλοντα χρόνο το «απερίγραπτον» συνδέεται με το βασικό επιχείρημα των εικονομάχων κατά των εικόνων. Οι εικονομάχοι θεωρούσαν ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν μπορεί να περιγραφεί, γι’ αυτό και οι απεικόνισή της εκλαμβάνονταν ως ειδωλολατρεία.
Τι προκύπτει από τα παραπάνω; Όπως λέει ο Reinhart Staats «μία από τις ρίζες της εικονομαχίας βασίζεται στον μεσσαλιανικό μυστικισμό[47]». Αυτή η σκέψη μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί περισσότερο. Μια από τις ρίζες της Εικονομαχίες ανιχνεύεται στον δοκητισμό των γνωστικών.
5.1.β Πρακτικές
Οι περισσότερες πρακτικές των Μεσσαλιανών οφείλονται στην άποψη, ότι όποιος έλαβε την αισθητή επιφοίτηση του Αγίου Πνεύμα ελευθερώθηκε από τον δαίμονα που τον κατείχε και συνεπώς από τα πάθη και τις αμαρτίες. Αυτός, ων ελεύθερος, δεν δεσμεύεται από υποχρεώσεις, νομικές ή ηθικές. Η ψυχή του δεν ρέπει προς το χειρότερο κι έχει αποκτήσει την απάθεια[48].
Πίστευαν επίσης, ότι σε αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος μπορεί να προβλέπει το μέλλον, όπως επίσης και τις πνευματικές δυνάμεις αισθητά. Γι’ αυτό και κάποιες φορές τους έβλεπαν να πηδάν ξαφνικά μιμούμενοι ότι προσπέρασαν κάποιο αόρατο δαίμονα ή να κάνουν ότι τους τοξεύουν[49].
Επίσης θεωρούσαν ότι τα όνειρα του ανθρώπου στην κατάσταση της απάθειας είναι προφητικά και δηλωτικά του μέλλοντος. Γι’ αυτό επιδίδονταν στον ύπνο πολλές ώρες. Τα εκλάμβαναν ως φωτισμό του πνεύματος και τα ονόμαζαν άγιους ενθουσιασμούς[50].
Όσοι βρίσκονταν στην κατάσταση της απάθειας γνώριζαν και την κατάσταση των ψυχών μετά θάνατον. Επίσης παρουσιάζονταν ως καρδιογνώστες και ότι καταλάβαιναν τις διαθέσεις των ανθρώπων[51].
Εφόσον οι απαθείς δεν είχαν ροπή προς το κακό, πίστευαν ότι μπορούν να επιδίδονται σε κάθε είδους ακολασία, όπερ και έπρατταν. Αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ότι:
«... αἰσχρουργίαις διαφόροις καί χρημάτων κλοπαῖς καί πορνεῖες περιπεσόντες ὤφθησαν.»
Από τα παραπάνω μπορούμε να διακρίνουμε έναν έντονο ελιτισμό, ο οποίος αφορά μεν όσους έλαβαν υποθετικά το Άγιο Πνεύμα, αλλά στην πράξη περιλαμβάνονται όλοι οι Μεσσαλιανοί, ίσως με μια μικρή καθυστέρηση ως προς τον χρόνο της επιφοίτησης.
Απέφευγαν την χειρωνακτική εργασία και ζούσαν κυρίως από την εκμετάλλευση των περιουσιών που προσέφεραν οι νεοεισερχόμενοι. Για να το πετύχουν αυτό δήλωναν εαυτούς ενάντιους σε κάθε μορφής ιδιοκτησία[52]. Ταυτόχρονα εμφανίζονταν άσπλαχνοι και ανελεήμονες προς πάντα χρήζοντα βοήθεια, λέγοντες ότι αυτοί είναι οι πτωχοί τω πνεύματι[53].
Στις τάξεις τους επιτρέπονταν στις γυναίκες να διδάσκουν:
«Οὗτοι γυναίκας διδασκάλους τῶν δογμάτων τῆς ἱδίας αἱρέσεως προβάλλονται˙ οὐ μόνον ἀνδρῶν ἀπλῶς, ἀλλά καί ἱερέων ταῦτας ἐξάρχειν ἐπιτρέποντες˙ κεφαλήν ἑαυτῶν τάς γυναίκας ποιούμενοι καί τήν ὄντως κεφαλήν Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν ἀτιμάζοντες[54].»
Δεν δέχονταν ότι η μετάληψη του Τιμίου Σώματος και Αίματος του Χριστού ωφελεί τους αξίως μεταλαμβάνοντας ή βλάπτει τους αναξίως. Αυτό οφείλονταν στο ότι δεν πίστευαν ότι τα Τίμια Δώρα είναι πραγματικά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Συνεπώς δεν κοινωνούσαν με φόβο Θεού, αλλά οσάκις μεταλάμβαναν, το έπρατταν αδιάφορα[55]. Μάλιστα θεωρούσαν άσκοπη την συμμετοχή στην Θεία Λειτουργία και συνιστούσαν στους μοναχούς να παραμένουν στους δικούς τους ευκτηρίους οίκους και να προσεύχονται[56].
Στην πράξη ο μεσσαλιανισμός ήταν ένα ενθουσιαστικό κίνημα. Ο όσιος Θεοφάνης αναφέρει ότι στις συνάξεις τους έψαλαν χορεύοντας και κροταλίζοντας, παρερμηνεύοντας τα λόγια του βασιλιά Δαβίδ[57]. Αυτή η πρακτική τους σχετίζεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος και την αισθητική επίδειξη της.
Το Βάπτισμα του πυρός : Πίστευαν ότι το εκκλησιαστικό βάπτισμα δεν ωφελεί στην εξάλειψη της ρίζας των αμαρτημάτων. Επειδή διάβαζαν τα λόγια του Χριστού «Ἐάν μή τις γεννηθῇ δι’ ὕδατος καί πνεύματος, οὐ μή εἰσέλθει εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ιωαν. 3.5) και ότι το Πνεύμα το Άγιο κατήλθε την ημέρα της Πεντηκοστής εν είδει πυρίνων γλωσσών (Πραξ. 2.3) δίδασκαν ότι για την σωτηρία του ανθρώπου είναι αναγκαίο το βάπτισμα του πυρός. Αυτή την διδασκαλία την αιτιολογούσαν με τα λόγια του Προδρόμου, «ἐγώ μέν ὕδατι βαπτίζω ὑμᾶς˙ ἔρχεται δέ ὁ ἰσχυρότερός μου, οὗ οὐκ εἰμί ἱκανός λῦσαι τόν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ˙ αὐτός ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ἁγίω καί πυρί» (Λουκ 3.16 & Ματθ. 3.11). Έλεγαν ότι, όπως το πυρ κατακαίει τα ζιζάνια μέχρι την ρίζα, έτσι και το Άγιο Πνεύμα φλέγει και καταναλίσκει την μοχθηρία των βαπτιζομένων και αφανίζει τις πονηρές συνήθειες[58].
Αυτήν ακριβώς την διδασκαλία υιοθέτησαν οι Μορμόνοι, και όχι μόνο. Μαζί με τον ενθουσιασμό υποστηρίζεται από πολλές ακραίες προτεσταντικές ομάδες, όπως οι Κουακέροι, οι Άμις και οι πεντηκοστιανοί που εμφανίζουν ροπή στον ενθουσιασμό.
Γράφει σχετικά ο Gavin David Prosser στην εξέταση του θέματος του ελιτισμού των Μεσσαλιανών:
«Αν δεχθούμε ότι κάποια αποσπάσματα από τις Ομιλίες του ψευδο-Μακάριου και από το Liber Graduum έχουν κάποια σχέση με ομάδες Μεσσαλιανών, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι εμφάνιζαν κάποια ιεραρχία ή κάποιον ελιτισμό, διακρίνοντας τάξη «τελείων» από τους υπόλοιπούς. Αυτό βέβαια μπορεί να μην αφορά κάποια πνευματική ιεραρχία, αλλά να εξαρτάται από το αν ο υπό μύηση Μεσσαλιανός είχε λάβει την εμπειρία του «βαπτίσματος του πυρός», μια εμφατικά αισθητική εμπειρία του Αγίου Πνεύματος, που ίσως συνοδεύονταν από επιληπτικούς σπασμούς. Το επίθετο ‘ενθουσιασταί’ χρησιμοποιήθηκε από την ορθόδοξη κριτική στην Έφεσο. Ο μεσσαλιανικός πεντηκοστιανισμός …στηρίζονταν δογματικά στην άποψή τους για την διαφθορά του μεταπτωτικού ανθρώπου…[59].»
5.1.γ Βαρλαάμ εναντίον ησυχαστών
Όταν ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός επέστρεψε το 1340 μ.Χ. από την αποστολή που του είχε αναθέσει ο Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος στην έδρα του Πάπα Βενικτου ΙΒ’ στην Αβινιώνα της Γαλλίας, εξέδωσε ένα δεύτερο έργο, με τίτλο Κατά Μασσαλιανών, στο οποίο επιτίθονταν για μια ακόμη φορά κατά των ησυχαστών και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, προσωπικώς[60]. Στο έργο αυτό που δεν έχει διασωθεί, κατηγορούσε τους μοναχούς για θεολογική πλάνη, δηλαδή για τον ισχυρισμό ότι βλέπουν τον Θεό σύμφωνα με την πλάνη των Μασσαλιανών και των διαδόχων τους Βογομίλων. Αποκαλούσε τους ησυχαστές Βλαχερνίτες (ομφαλοσκόπους τους αποκάλεσε κοροϊδευτικά στο πρώτο σύγγραμμά του), από το όνομα του Θεόδωρου Βλαχερνίτη[61], που αναφέραμε παραπάνω.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απάντησε με μια νέα τριάδα έργων, την τρίτη κατά σειρά, τμήμα του συνολικού Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων. Το πρώτο βιβλίο της τριάδας αυτής τιτλοφορείται Έλεγχος των συμβαινόντων ατόπων εκ του δευτέρων του φιλοσόφου συγγραμμάτων και φέρει τον δεύτερο τίτλο Περί θεώσεως. Σε αυτό ο άγιος μιλα περί μεθέξεως της θεότητος. Χρησιμοποιώντας χωρία από τον άγιο Μάξιμο, τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη και άλλους Πατέρες αποδεικνύει ότι η χάρις της υιοθεσίας, η θεοποιός δωρεά του Αγίου Πνεύματος είναι φως:
«Ὁ μέν γάρ σοφός τά θεῖα Μάξιμος[62], συνῷδά τῷ μεγάλῳ Μακαρίῳ[63] καί τοῖς ἄλλοις ἅπασιν ἁγίοις, καθάπερ ἐν τοῖς Περί Φωτός Θείου ἐξενηγμένοις ἡμῖν λόγοις προεξεθέμεθα, τόν ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης ἐπαγγελίας, τήν χάριν τῆς υἱοθεσίας, τήν θεοποιόν δωρεάν τοῦ Πνεύματος φῶς εἶναι φησιν ὑπεραρρήτου τοῖς ἁγίοις ἐποπτευόμενον, φῶς ἐνυπόστατον, ἄκτιστον, ἀεί ὄν ἐκ τοῦ ἀεί ὄντος καί ἀνεπινοήτως, νῦν μέν ἐκ μέρους, ἐπί δέ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος τελεοτέρως φανερούμενον τοῖς ἀξίοις καί τόν Θεόν αὐτοῖς δι’ ἑαυτοῦ φανεροῦν[64].»
Αφού απέδειξε ότι η θεολογία των ησυχαστών είναι καθόλα ορθόδοξη και σύμφωνη με τους Πατέρες και όχι μασσαλιανή φέρει προς εξέταση αυτά που υποστήριζε ο Βαρλαάμ:
«Ἀλλ’ αἰσθητόν ἦν», φησί, «τό φῶς ἐκεῖνο καί δι’ ἀέρος ὁρατόν, τότε γεγονώς προς ἔκπληξιν καί εὐθύς ἀπογενόμενον, καί θεότης λέγεται ὡς σύμβολο θεότητος[65].»
Και αυτές της κακοδοξίες του Βαρλαάμ αναιρεί ο άγιος Γρηγόριος με την βοήθεια του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού:
«Τό τοιοῦτον τοίνυν ἀλλότριόν σοι δοκεῖ θεότητος, αἰσθητόν τε καί κτιστόν σύμβολον καί δι’ ἀέρος ὁρατόν; Ἀλλ’ ὡς μέν οὐκ ἀλλότριον, άλλά φυσικόν θεότητος, αὖθις ἄκουσον τοῦ τά θεῖα σοφοῦ Δαμασκηνοῦ λέγοντος, “οὐκ ἐπίκτητον, ὡς ὁ Μωυςῆς, ἔσχε τό τῆς θείας δόξης ὡράϊσμα, ἀλλ’ ἐκ τῆς ἐμφύτου θείας δόξης τε καί λαμπρότητος[66]”˙ καί πάλιν, “τούς κορυφαίους τῶν ἀποστόλων προσλαμβάνεται μάρτυρας τῆς οἰκίας δόξης τε καί θεότητος, αποκαλύπτει δέ αὐτοῖς τήν οἰκίαν θεότητα[67]” , τήν ἁπάντων ἐπέκεινα, τήν μόνην καί ὑπερτελῆ καί προτέλειον[68]».
Δεν είναι λοιπόν οι ησυχαστές Μασσαλιανοί, αλλά ο Βαρλαάμ και οι ομόφρονοί του:
«Προς δέ τούτοις καί φυσικήν ἕξιν λέγεις τήν χάριν τῆς θεώσεως, τουτέστι δυνάμεως φυσικῆς ἐντελέχειάν τε καί φανέρωσιν, ἀφ’ οὗ τῇ τῶν Μασσαλιανῶν ὄντως, ὡς οὐκ οἶσθα, περιπέπτωκας ἀπάτῃ˙ φύσει γάρ ἔσται κατά πᾶσαν ἀνάγκην Θεός θεούμενος, εἰ κατά φυσικήν δύναμιν ἡ θέωσις ἔσται καί τοῖς ὅροις τῆς φύσεως ἐμπεριλαμβάνεσθαι πέφυκε. Μή τοίνυν τήν σ’ αὐτοῦ περιτροπήν τῶν ἀσφαλῶς ἐστώτων λέγε, μηδέ μῶμον τοῖς ἀμωμήτοις τήν πίστιν ἐπιχείρει προστρίψασθαι, τά προς αλήθειαν αἴσχη σἀ τοῖς ἄλλοις ἀποματτόμενος, μᾶλλον δ’ ἀναιδῶς ἐκείνων ὡς τοιούτων καταψευδόμενος[69].»
Το έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά υπέρ του ησυχασμού είναι σημαντικότατο, πυκνό νοημάτων αποτελεί σύνοψη της ορθοδόξου θεολογίας και κυρίως του ησυχασμού. Συγκεφαλιώνει όλη την προηγούμενη πατερική παράδοση επί του θέματος. Στον περιορισμένο χώρο του κειμένου αυτού παρατέθηκαν λίγα χωρία σχετικά με το θέμα.
5.1.δ Οι κατηγορίες των δυτικών για τα έργα του Αγ. Μακαρίου του Αιγυπτίου
Πρώτος ο L. Villecourt [70] θεωρεί ότι ανακάλυψε στα κείμενα του Αγ. Μακαρίου του Αιγυπτίου ίχνη μεσσαλιανικά. Μαζί του συντάχθηκαν οι G. L. Marriott [71] και H. Dörries [72]. O W. Jaeger προσπάθησε να δείξει ότι οι Ομιλίες είναι επηρεασμένες από την πραγματεία Περί του κατά Θεόν σκοπού του Αγίου Νύσσης, αλλά ο Reinhart Staats [73] ανέτρεψε το επιχείρημα. O Jean Guillard [74] επιχείρησε να επεκτείνει την προσπάθεια και στα έργα του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, κυρίως στις Κατηχήσεις.
Οι απόψεις αυτές δεν είναι καινούργιες. Για πρώτη φορά διατυπώθηκαν από τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, όπως είδαμε παραπάνω. Αναδιατυπώθηκαν τον 18ο αι. από τον λόγιο μοναχό Νεόφυτο Καυσοκαλύβη. Αυτός θεώρησε επίσης ότι ανακάλυψε μεσσαλιανικά στοιχεία στις ομιλίες και εκ τούτου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για έργο που πρέπει ν’ αποδοθεί στον Συμεών Μεσοποταμίτη [75]. Επίσης δέχονταν ότι από αυτές προέκυψαν οι ασκητικές πραγματείες του Συμεών Μεταφραστή.
Τις απόψεις του Νεόφυτου Καυσοκαλύβη αναίρεσε ο Δωρόθεος Βουλησμάς, ο οποίος δέχονταν μεν την ύπαρξη ελάχιστων μεσσαλιανικών στοιχείων στα έργα του οσίου Μακαρίου, με μόνο αξιοσημείωτο το:
«Πλήν ἐπεφάνη τισί τό σημείον τοῦ σταυροῦ διά φωτός… ἄλλοτε πάλιν ἐν τῇ εὐχῇ ὡς ἐν ἐκστάσει γέγονεν ὁ ἄνθρωπος καί εὑρέθη εἰς θυσιαστήριον, ἐστώς ἐν Ἐκκλησίᾳ καί προσηνέχθησαν τῷ τοιούτῳ ἄρτοι τρεῖς ὡς δι’ ἐλαίου ἐζυμωμένοι» (Πνευματικαί Ομιλίαι 8,3),
χωρίο που μπορεί να παραβληθεί με το αντίστοιχο στο έργο του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού Περί αιρέσεων π’ θέση 18. Αυτά τα ελάχιστα σημεία ερμηνεύει ο Δωρόθεος Βουλησμάς ως νοθείες.
Οι δύο πραγματείες του Νεόφυτου και του Δωρόθεου δεν έχουν εκδοθεί. Βρίσκονται στους κώδικες Παντελεήμωνος 519 (γραμμένος από το χέρι του Βουλησμά) και του Πανεπιστημίου Αθηνών 1267. Μελέτες επί του θέματος έχουν γίνει από τους Κ. Δυοβουνιώτη [76] και Β. Ψευτόγκα [77]. Συνεπώς οι δυτικοί ερευνητές ξανανοίγουν ένα θέμα τελειωμένο δις. Για να προχωρήσουν παραβλέπουν δύο πολύ σημαντικά θέματα. Πρώτον ότι τα σημεία ομοιότητας δεν είναι αρκετά και για να στηριχθεί κάποιος σ’ αυτά πρέπει να παραβλέψει όλο το υπόλοιπο ορθόδοξο κείμενο. Δεύτερον, ότι ο μεσσαλιανισμός δεν είναι μυστικισμός αλλά αισθησιακός ενθουσιασμός. Με τόσες υπερβάσεις από πλευράς δυτικών, μπορούμε να μιλήσουμε για νέο-βαρλααμισμό. Δεν θα αναφερθούμε στην έλλειψη των θεολογικών προϋποθέσεων των δυτικών, έλλειψη που καθιστά αδύνατη εκ μέρους τους την κατανόηση του ησυχασμού. Κλείνοντας παρατίθεται η απάντηση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στον Βαρλαάμ για το ίδιο θέμα:
«2. Ταῦτα μέν ταύτῃ˙ θαυμαστόν δέ οὐδέν, εἰ ἐν κρίσει τούς λόγους οἰκονομοῦντες οἱ ἅγιοι καί τῇ τῶν ἀκροωμένων δυνάμει σύμμετρον τήν διδασκαλίαν ἀποδίδοντες πολυτρόπως τάς ὁράσεις ταύτας διερμηνεύουσιν. Ὁ μέντοι θεῖος καί πιστός ἑρμηνεύς Συμεών, ἐκ τοῦ διά πείρας καλῶς εἰδότος (σ.σ. του Μακαρίου) τάς μυστικάς καί τελεστικάς ἐνεργείας τοῦ Πνεύματος μυηθείς, ὡς ἀπ’ ἐκείνου πάλιν φησίν, ἀκούοντες τοῦ λόγου τῆς βασιλείας καί προς δάκρυα καταγόμενοι, μή τοῖς ημετέροις τούτοις ἐναπομείνωμεν δάκρυσι, μηδέ τῇ ἡμῶν ἀκοῇ, ὡς καλώς ἀκούσαντες, μηδέ τοῖς ὁφθαλμοῖς, ὡς καλῶς ἰδόντες, καί ἀρκούντως ἔχειν ἑαυτούς λογισώμεθα˙…
3. Ὁ δέ Βαρλαάμ, τά τοιαῦτα πάντα παρ’ οὐδέν θέμενος, ἀλλά προθέμενος ὡς τοῦ Μασσαλιανῶν ὑπάρχοντα δόγματος, τοῦ προστάτου τούτων Βλαχερνίτου ποιεῖται συλλήβδην ἅπαντα καί, ἀσεβεῖς αὐτός φανερῶς ἀποφηνάμενος εἶναι τούς αΐδιον ἄλλο τι παρά τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ λέγοντος, τό τήν αΐδιον δόξαν τοῦ Θεοῦ ὁρᾶν τῷ Βλαχερνίτῃ τούτῳ φέρων χαρίζεται. Ποῦ γάρ ἐκεῖνος εὕρηται μή τήν οὐσίαν ὁρατήν λέγων τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τήν αΐδιον δόξαν;… Τί τοίνυν βουλόμενος Μασσαλιανῶν τά τοιαῦτα γράφεις εἶναι καί τοσούτοις τε καί τηλικούτοις ἀντιλέγεις, ἄνθρωπε; ἄρα τούς Μασσαλιανούς ὀρθοδόξους ἤ τούς ὀρθοδόξους ἀποφῆναι Μασσαλιανούς καί μυσαρούς;Καί γάρ ἐκ τῶν σῶν λόγων ἑκάτερον ἐκβαίη ἄν. Σε δη ποῦ χοροῦ τάξομεν ἡμεῖς[78];»
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
1. Καταδίκη των Μεσσαλιανών από την Γ' Οικουμενική Σύνοδο
Ὅρος τῆς αὐτῆς ἁγίας καί οἰκουμενικῆς Σνόδου τῆς ἐν Εφέςῳ
κατά τῶν δυσσεβῶν Μεσσαλιανιτὼν ἤ γοῦν Εὐχιτῶν
Συνελθόντες ἐφ' ἡμῶν οἱ εὐλαβέστατοι καί θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι Οὐαλεριανός καί Ἀμφιλόχιος καί σκέψιν προθένετες κοινήν περί τῶν λεγομένων ἐν τοῖς τῆς Παμφυλίας μέρεσι Μεσσαλιανιτῶν εἰτ' οὖν Εὐχιτῶν ἤ γοῦν Ἐνθουσιαστῶν εἴτε ὁπωσοῦν ἡ μιαρωτάτη τῶν μνημονευθέντων αἵρεσις σαφηνισθείη, ἡμῶν δέ διασκοπούντων, προσεκόμισεν ὁ εὐλαβέστατος καί θεοσεβέστατος επίσκοπος Οὐαλεριανός χαρτίον συνοδικόν περί τούτων αὐτῶν συνταχθέν ἐν τῇ μεγάλῃ Κωνσταντινουπόλει ἐπί τῆς μακαρίας μνήμης Σισιννίου˙ ὅ καί ἀναγνωσθέν ἐπί πάντων ἔδοξεν εὖ πεποιῆσθαι καί ὀρθῶς ἔχειν. καί συνήρεσεν ἅπασιν ἡμῖν και τοῖς θεοφιλεστάτοις ἐπισκόποις Οὐαλεριανῷ καί Ἀμφιλόχιῷ καί πᾶσι τοῖς τῶν Παμφύλων καί Λυκαόνων ἐπαρχιῶν εὐλαβεστάτοις ἐπισκόποις τά ἐν τῷ συνοδικῷ χαρτίῳ τυπωθέντα κρατεῖν ἅπαντα καί κατά μηδένα τρόπον παραβαίνεσθαι αὐτά, βεβαίων ὄντων δηλαδή καί τῶν πεπραγμένων ἐν Ἀλεξανδρίαι, ὥστε τούς ὄντας κατά πᾶσαν ἐπαρχίαν τῆς Μεσσαλιανῶν ἤ γοῦν Ἐνθουσιαστῶν αἱρέσεως ἤ καί ἐν ὑποψίαις τῆς τοιαύτης νόσου γεγενημένους, εἴτε κληρικοί εἰεν εἴτε λαικοί, μεθοδεύεσθαι, καί αναθεματίζοντας κατά τά ἐν τῷ μνημονευθέντι συνοδικῷ διηγορευμένα ἐγγράφως, μένειν τούς μέν κληρικούς ἐν τῷ κλήρῷ, τούς δέ λαικούς ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῆς Ἐκκλησίας˙ ἀνανεύοντας δέ προς τοῦτο καί μή ἀναθεματίζοντας, τούς μέν πρεσβυτέρους καί διακόνους καί τούς ἕτερον τινα βαθμόν ἔχοντας ἐν ἐκκλησίαις ἐκπίπτειν καί κλήρου καί βαθμοῦ καί κοινωνίας, τούς δέ λαικούς ἀναθεματίζεσθαι˙ μοναστήρια δέ μη συγχωρεῖσθαι ἔχειν τούς ἐλεγχομένους ὑπέρ τοῦ μή τό ζιζάνιον ἐκτείνεσθαι καί ἰσχύειν˙ πράττεσθαι δέ ταῦτα παντί σθένει χρωμένων τῆς ἐπί τούτων σπουδής αὐτῶν τε τῶν θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων Οὐαλεριανοῦ καί Ἀμφιλοχίου καί τῶν κατά πᾶσαν τήν ἐπαρχίαν εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων. συνήρεσε δέ προς τούτοις ἀναθεματισθῆναι τό βιβλίον τό προφερόμενον τῆς μιαρᾶς ἐκείνης αἰρέσεως τό λεγόμενον παρ' αὐτοῖς Ασκητικόν, τό προσκομισθέν παρά τοῦ εὐλαβεστάτου καί θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Οὐαλεριανοῦ, ὡς παρά τῶν αἱρετικῶν ἐκτεθέν, καί εἴ τι ἕτερον σύνταγμα τῆς ἐκείνων ἀνοσιότητος εὑρίσκοιτο παρά τισι, καί τοῦτο εἶναι ἀνάθεμα. ἐπί τούτοις ἀλλήλοις συμβεβηκότων τότε εἰς ὁμοψυχίαν καί κοινωνίαν καί διάθεσιν, ἀναγκαῖον ἦν ἐγγράφως τά δόξαντα φανερά καταστῆσαι˙ εἰ δέ δή τις γένηται ζήτησις περί τούτων ἐν τῷδε τῷ πράγματι αὐτοῖς τε τοῖς θεοσεβεστάτοις ἐπισκόποις Οὐαλεριανῷ καί Ἀμφιλόχιῳ καί τοῖς κατά πᾶσαν τήν ἐπαρχίαν εὐλαβεστάτοις ἐπισκόποις καί εἴ τι δόκειεν ἀνακύπτεν τῶν δυσχερῶν ἤ ἀμφισβτήσιμων, εὖ ἔδοξεν ἔχειν παραληφθέντων τῶν θεοσεβεστάτων ἐπισκόπων ἤ Λυκίων ἤ Λυκαόνων, οὐκ ἀπολιμπανομένου τοῦ μητροπολίτου ἦς ἀν ἕλοιντο ἐπαρχίας, εἰς τύπον ἀνάγεσθαι τόν δέοντ διά τῆς αυτῶν μεσιτείας τά κινούμενα.
2. Καταδίκη Ελευθερίου Παφλαγόνος από την σύνοδο του 1030 επί πατριάρχη Αλεξίου στην Κωνσταντινούπολη
Ι. Ἴσον κρίσεως συνοδικῆς ἐπί τοῦ κυροῦ Ἀλεξίου τοῦ πατριάρχου περί τῆς αἱρέσεως Ἐλευθερίου τοῦ ἀπό Παφλαγονίας.
Τῆς καθ' ἡμῶν τυραννίδος λυθείσης καί εἰδωλολατρίας καταλυθείσης καί τοῦ τῆς θεοσεβείας κηρύγματος πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης κατασπαρέντος, τῆς πρώτης ἐπιχειρήσεως ἀποτυχών ὁ κοινός τοῦ ἀνθρωπείου πολέμιος γένους ἐφ' ἕτερόν τι μεταβέβηκε πανουργίας μηχάνημα. Εἰδώς γάρ ὅτι τοῖς ἅπαξ γευσαμένοις θείας γλυκύτητος καί ἐπιγνοῦσι Θεόν ἐπαχθές άποστῆναι τῆς ἐκείνου ὁμολογίας, προσχήματι εὐσεβείας καί τῆς τῶν θείων γραφῶν γνώσεως, μυρίας πλάνας καί δόξας τοῖς ἀπό Χριστοῦ καλεῖσθαι ἡξιωμένοις ἐνεποίησε καί τό καλόν τῆς ἐκκλησίας σῶμα κατέτεμεν, ὡς συμβῆναι, ἀντί τοῦ καλεῖσθαι ἀπό Χριστοῦ, τῆς πρώτης κεφαλῆς, δι' οὖ τῶν δεσμῶν τῆς ἁμαρτίας ἐλύθημεν, ἐξ ἀνθρώπων ἀνοήτων καί τῶν οἰκείων θελημάτων καί ἡδονῶν κατόπιν πορευθέντων ὀνομάζεσθαι. Ἐντεῦθεν Σίμωνες καί Μαρκίωνες, Οὐαλεντιανοί τε καί Ἐβίονες καί ἡ τῶν Μανιχαίων μιαρά καί βδελυρά αἵρεσις, ἧς πονηρόατον ἔκγονον καί ἡ τῶν Μασσαλιανῶν κακόδοξος πλάνη, πάντη χωρίζουσα Θεοῦ τούς ταύτη κατεχομένους, οὐ μόνον ὅτι καί τῆς μανιχαϊκῆς ἀθεΐας τούτους μετόχους ποεῖ, ἄλλ' ὅτι καί προσεξεῦρε τούτοις καί ἕτερα μιαρώτερα˙ τόν τε γάρ νοῦν τῶν ἀνθρώπων κατέχεσθαι παρά τοῦ Σατανᾶ καί τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, καί τήν φύσιν τούτων κοινωνικήν εἶναι τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας. Ἀλλά καί ὁ Σατανᾶς φησι, καί τό ἅγιον Πνεῦμα ἐν ἑκάστῳ ἀπαραχωρήτως οἰκοῦσιν ἀνθρώπῳ˙ δι' ὅ οὔτε ἅγιον βάπτισμα τελειοῖ τόν ἄνθρωπον οὔτε ἡ τῶν θείων μυστηρίων μετάληψις τοῦ δεσποτικοῦ σώματος, ἀλλ' ἡ μόνη παρ' αὐτοῖς σπουδαζομένη εὐχή. Καί τί ἄν πάντα τά ἐκείνων ληρήματα καταλέγοιμι; Φείδομαι γάρ χραίνειν τάς τῶν ευσεβῶν ἀκοάς, ἐπεί καί φύσει τά κακά ἐν τῷ ἀνθρώπῳ φασί, καί τοιαύτην εἶναι τήν αἴσθησιν τῆς κοινωνίας τοῦ οὐρανίου νυμφίου τῇ ψυχῇ ὁποίας ἄν καί γυνή αἴσθητο ἐν τῇ κοινωνίᾳ τοῦ ἀνδρός. Ἀλλά τί ταῦτα προς τάς λοιπάς βλασφημίας καί μυσαρίας;Τόν τε γάρ τίμιον σταυρόν βδελύττονται, καί τήν ἁγίαν θεοτόκον οὐ τιμῶσι – τόν γάρ Χριστόν μή ἐξ αὐτῆς σαρκωθῆναι λέγουσι - ˙ τούς τε βουλομένους τῶν ἰδίων μαθητῶν ἀποτέμνειν ἐπιτρέπουσιν ἑαυτούς ὀμνύναι τε ἀδεῶς καί ἐπιορκεῖν καί ἀναθεματίζειν ὑπούλως τήν αἵρεσιν αὐτῶν ὅτε βιάζοιντο, καί ἄλλας δέ τινάς ἀρρητοποΐας καί αἰσχρουργίας ἅς εἰδεῖεν ἄν τις οἱ τά ἐκείνων τετελεσμένοι. Μηδέ γάρ ἔλθεοι τούτων εἰς πεῖράν ποτέ τις πιστῶν, μηδέ συναρμοσθείη τις μέχρις ὁρμῆς καί κινήματος.
Ταύτης τῆς πλάνης μετέσχε πλουσίως καί Ἐλευθέριος, Ὅς ἐκ τῆς τῶν Παφλαγόνων ὥρμητο χώρας. Ἐπεχωρίασε δέ, ὡς μή ὤφειλε, τῇ τῶν Λυκαόνων ἐπαρχίᾳ, καί τούς ἁπλουστέρους ἀπατήσας, καί τόν λύκον τῷ κωδίῳ περικαλύψας, καί εὐλαβής εἶναι πιστευθείς πειθηνίους ἔσχε πρός ἅπαντα. Ἔνθεν τοι καί μοναστήριον συστησάμενος ὁ Μωρόκαμπος ὠνόμασται – μωράς γάρ κεφαλάς ἐκτρέφει καί τοῦ ἐναντιου πνεύματος ὑποπίμπλησι˙ κάπις γάρ ἡ κεφαλή παρά Ῥωμαίοις, καί κάπος τό πνεῦμα – τούς φοιτῶντας ὑποδεχόμενος πρός ἀπωλείας κατῆγε βάραθρον. Καί ἠγνοήθη μέν ἐπί πολύ, οὐ μην εἰς τέλος διέλαθεν˙ ἐγνώσθη τε γάρ τοῖς τῆς ἐκκλησίας προβολοῖς, καί τῆς κοινωνίας κεχώριστο, διότι πρός τήν σύνοδον μετακληθείς φυγάς ὤχετο. Οὗτος τοίνυν ταῖς τῶν Μασσαλιανῶν μυσαρίαις προσεξεῦρε καί ἕτερα αἰσχρουργήματα. Νενομοθέτηκε γάρ τόν μοναχόν δυσί συνευνάζεσθαι γυναιξί, καί χρόνον ἕνα ἐγκρατῶς ζῆν τόν τά ἐκείνου τετελεσμένον, καί τό ἐντεῦθεν ἀδεῶς χρῆσθαι ταῖς ἡδοναῖς καί ταῖς μίξεσι, διαστελλοντα μεταξύ συγγενίδων καί τῶν ἔξωθεν οὐδαμῶς˙ ἀδιάφορον γάρ εἶναι τοὖτο, καί οὐ κεκωλυμένον παρά τῆς φύσεως. Ὅθεν, οἶμαι, καί τοῦς πολλούς ἐφελκύσατο διά τό ἄνετον καί πρός ἡδυπαθείας ἐλεύθερον. Ἀλλ' ὁ μέν τάς ἁμαρτίας ἔχων προδήλους καί προαγούσας εἰς κρίσιν, οὐ μόνον δε, ἀλλά καί ἐπακολουθούσας αὐτῷ, χωρεῖ πρός τά ἐκεῖθεν δικαιωτήρια˙ οἱ δέ τῆς ἐκείνου λύμης σπασάμενοι ἀδιόρθωτοι μεμενήκασι, καί τοι ἔδοξαν μεταβαλεῖν τόν τρόπον ἐπί Πολυεύκτου τοῦ μακαριωτάτου πατριάρχου καί Φωκᾶ τοῦ ἱερωτάτου μητροπολίτου Ἰκονίου, λίβελλον δόντες καί μεθ' ὑποκρίσεως τήν πλάνην ἐξομοσάμενοι, ὡς αὐτό ἐκεῖνο φαίνεται διαλαμβάνον τό τηνικαῦτα ἀπολυθέν ὑπόμνημα καί ὁ λίβελος.
Ἀλλ' ἔμεινεν ὁ Αἰθίοψ μετά τήν ἔκπλυσιν, καί ὁ καρκίνος πρός πορείαν λοξός, καί ὁ χαμαιλέων ἀμέτοχος τῆς λευκότητος, κἄν πάσας τάς λοιπάς χρόας εὐχερῶς μιμεῖται καί περιτίθεται. Καί οὗτοι πρός ὀρθοδοξίαν καί θεοσέβειαν ἀμετάβλητοι˙ ἐκεῖνόν τε γάρ περιεῖπον, καί μετά θάνατον ἔνδοθεν τοῦ ναοῦ θάψαντες, καί ὕμνους εἰς αὐτόν συνθέντες ᾖδον, καί εἰκόνας αὐτοῦ ἐτίμων, καί τούς πολλούς ἔπειθον τοῦτον σέβεσθαι, ἕως Κωνσταντίνος ὁ θεοφιλέστατος μητροπολίτης Σίδης, ἱερός καί λόγιος ἀνήρ καί ζηλωτής καλῶν ἔργων, τήν πλάνην τούτων φωράσας ἐπί τό συνοδικόν αὐτούς δικαιωτήριον εἵλκυσε καί διήλεγξε, τάς αθέσμους αὐτῶν πράξεις παραγυμνώσας τῷ λόγῳ.
Ἔφησε γάρ ὥς ποτε θνήσεως ἐπιγενομένης τοῖς ἀλόγοις ζώοις, μοναχός τις, ὁ τῆς αἱρέσεως ταύτης διδάσκαλος, ἀσχάλλουσι τοῖς ἀγροίκοις καί λυπουμένοις, ἐπί τῇ τῶν κτηνῶν ἀπωλείᾳ συνεβούλευσε – τῆς ἀνοχῆς σου, Χριστέ – τόν τίμιον σταυρόν ἐπί ταῖς διεξόδοις τῶν ἐπαύλεων θεῖναι καί ὑπ' αύτῶν καταπατηθῆναι ποιῆσαι, ὡς οὕτω λῆξαι μελλούσης τῆς θεηλάτου μάστιγος. Οὖ καί γενομένου, ἄρδην ἀπώλοντο ἅπαντα, τῆς θείας δίκης ἐνταῦθα μή ἀνασχούσης ἔνθα πολλοῖς ἔμελλεν ἡ ἀνοχή βλάβην ἐπενεγκεῖν. Καί τισιν δέ ἀροτριῶσι δυσί ἐντυχεῖν καί διερωτῆσαι εἰ τά τοῦ Ἐλευθερίου ἀσπάζονται δόγματα κἀκεῖνον σέβονται, καί τούτους μάλα προθύμως ὁμολογῆσαι αὐτόν τε τιμᾶν καί τοῖς ἐκείνου ἐγκαλλωπίζεσθαι δόγμασι.
Ἀξιον δέ κἀκεῖνο προσθεῖναι τοῖς εἰρημένοις ὅ Σέργιος ὁ περιφανέστατος πρωτοσπαθάριος καί ἔπαρχος, τούτων ἐξεταζομένων, διηγήσατο. Τάς τοῦ θέματος κρίσεις τῶν Ἀνατολικῶν, φησί διέποντός μου, ὁ ἐπίσκοπος Τζιλούγρων συνήθης μοι ἐγένετο, καί ποτε λόγου κινηέντος περί τούτων, ἐκ μέσης στενάξας καρδίας, ἤρξατο λέγειν οὕτως˙ ἐμοί, φησί, συνήθεια ἐγένετο πρός τόν Νεόφυτον καί συνεχῶς ἐφοίτων πρός αὐτόν. Ἐν μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν, ἔν τινι τόπῳ ἡσύχῳ ἀπολαβών με καί κύκλον κατά γῆς διαγράψας μέσον τούτου καθεστῆναι πεποίηκε, καί προετρέψατο τά πεπραγμένα ἐξομολογήσασθαι. Ἐμοῦ δέ ὑπακούσαντος καί τό κελευσθέν πεποιηκότος, οὗτος, ὥσπερ ἔνθους γενόμενος, διανοῖξαί μοι τό στόμα προσέταττεν. Ὡς δέ τήν αἰτίαν ἐζήτουν μαθεῖν, ἀπεκρίνατο˙ἵν' ἐντός τούτου πτύσαντός μου, σωματικῶς θεάσῃ ἐπί σε τό ἅγιον Πνεῦμα ἐρχόμενον. Ἐγώ δέ, τό τοῦ ἐπιτάγματος ἄτοπον μή ἐνεγκών, ἀναστάς καί τά ὦτα συσχών, ὑπεχώρησα τοῦτον καταλιπών. Ταῦτα τοίνυν παρά τοῦ ἐπισκόπου ἀκηκοώς, τήν ἀνασθησίαν τῶν ἀθλίων τεθαύμακα˙ οὗτοι δέ ὐπό τοῦ διαβόλου τούς τῆς καρδίας ὀφθαλμούς τυφλωθέντες οὐ δύνανται διαβλέψαι πρός τό τῆς ἀληθείας φῶς.
Μετά γοῦν τινα χρόνον πρός με Γρηγορίου τοῦ καθηγητοῦ παραγεγονότος καί πρός ὁμιλίανἐλθεῖν ἀξιοῦντος, οὐκ ἠνεσχόμην τοῦτο ποιῆσαι, ἀλλ' ἔφην πρός αὐτόν˙ αἱρετικοῖς ὁμιλε[ν καί χαῖρε διδόναι παρά τῆς ἐντολῆς κεκωλύμεθα˙ ἄπελθε τοίνυν καί τόν ἀρχηγόν ῆς καοδοξίας τῆς ἐκκλησίας ἐκβαλών, ἐν ἐρήμῳ ῥίψον καί πυρί τά βιβλία τά εἰς αὐτόν πεποιημένα παραδός, καί τάς εἰκόνας αὐτοῦ ἀπόξεσον, καί τότε καί ὁμιλίας σε ἀξιώσω καί παρρησίας μεταδώσω καί οὐκέτι ἀποστραφήσομαι. Ὑπέσχετο οὖν ὁ μοναχός προθύμως τοῦτο ποιῆσαι, καί τηνικαῦτα προσηκάμεθα αὐτόν. Ὁ δέ μοναχός Γρηγόριος καί οἱ σύν αὐτῷ πρός ταῦτα ἀντιλέγειν οὐκ εἶχον, κατετίθεντο δέ καί τό λείψανον ἐκείνου ἐν ἑτέρῳ τινί ναῷ μεταθεῖναι ἐν ὄρει τυγχάνοντι, καί τά βιβλία πυρί παραδοῦναι καί τάς εἰκόνας αὐτοῦ διαξέσθαι καί διδασκαλίαν αὐτοῦ ἀποστραφῆναι.
Ἀλλ' ἐπεί μία καί τοῦτό έστιν αὐτοῖς ἐντολή τό καί ἀναθεματίζειν προθύμως ἐν καιρῷ περιστάσεως ὀμνύειν τε ἀδεῶς, καί τό μετάμελον ὑποκρίνεσθαι, ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ καί τοῖς ἐνδοξοτάτοις ἄρχουσι τῆς συγκλήτου ἀπεσταλμένοις παρά τοῦ γαληνοτάτου βασιλέως ἡμῶν, ἤ μεταστῆναι τοῦ μοναστηρίου καί ἐν ἑτέροις ἀποκαταστῆσαι ὀρθοδόξους δηλαδή καί μοναχούς ἔχουσιν ἠ δέξασθαι καθηγούμενον ὀρθόδοξον πρός τό τῆς ἀληθείας φῶς ὁδηγούντα ἀσφαλίσασθαί τε ἐν τῷ εὐαγεῖ χαρτοφυλακείῳ καί τήν πλάνην ἐξομόσασθαι καί ἐπ' ἐκκλησίᾳ τόν Ἐλευθέριον ἀναθέματι καί τά τούτου καθυποβάλειν δόγματα, καί τοῦ εὐκτηρίου τό σῶμα αὐτοῦ εκβαλε[ν καί θάψαι καθά δη νενομισμένον ἐστί. Καί εἴπερ πεῖραν ἀκριβῆ δοῖεν, προίόντος τοῦ χρόνου, τῆς ἑαυτῶν πρός τό βέλτιον ἀλλοιώσεως, δεχθῆναί τε παρά τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας καί εἶναι κοινωνικούς, τούτου αὐτοῦ φυλαχθησομένου καί ἐν τοῖς λοιποῖς μοναστηρίοις ἅ κέλλια οὗτοι κατονομάζουσι ἐν διαφόροις ἐπαρχίαις τυγχάνοντα. Μελήσειε δέ περί τούτου τοῖς κατά τόν τόπον θεοφιλεστάτοις μητροπολίταις καί ἐπισκόποις˙ «ὁ γάρ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλόν, φησί, ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ σώσει ψυχήν ἐκ θανάτου καί καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν» . Ἄσμενοι δέ οἱ μοναχοί τά διορισθέντα ἐδέξαντο καί τόν Ἐλευθέριον ἀναθεμάτισαν καί τά έκείνου μυσαρά δόγματα.
Ἐπεί δέ, προφάσει τοῦ δέχεσθαι τούς τῶν μετανοοῦντων λογισμούς, πολλούς έξαπάτησαν καί τῆς λύμης με΄τεδωκαν, μή τοῦ λοιποῦ δέχεσθαι έξαγορείας ὠρίσθησαν, ἀλλά καί τούς τεταριχευμένους ἁγίους νομισθέντας διά τό διαμεῖναι τά σώματα ἀδιάλυτα, εἰς ἀπάτην τῶν ἀπλουστέρων, τῇ γῇ παραδούναι καί μηκέτι τοιοῦτό τι τολμᾶν. Τούς γε μην ἐκ τούτων εἰς ἱερωσύνην ἔρχεσθαι μέλλοντας, μαρτυρίας ἐπ' αὐτοῖς προβαινούσης, κατά τήν τοῦ ἀποστόλου διάταξιν, οὐ μόνον παρά τῶν σύν αὐτοῖς ἀσκουμένων, ἀλλά καί παρά τῶν ἔξωθεν, φανερῶς χειροτονεῖσθαι παρά τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Λύστρας - ἐκείνῳ γάρ τοῦτο ἀνατιθέαμεν – πολυπραγμονοῦντος δηλαδή τά περί τοῦ βίου καί τοῦ τρόπου αὐτῶν καί τῆς ὀρθότητος τῶν δογμάτων, καί τοῖς άξίοις εὑρισκομένοις χεῖρας ἐπιτιθέναι καί διδόναι τό τοῖς ἀξίοις εὑρισκομένοις χεῖρας ἐπιτιθέναι καί διδόναι τό τῆς ἱεροσύνης ἀξίωμα. Ταῦτα ἐκρίθη προκαθημένου πατριάρχου καί συνεδριαζόντων αὐτῷ θεοφιλεστάτων μητροπολιτῶν.
(Πηγή: Jean Gouillard, Quatre proces de mystiques a Byzance, έκδοση από τον κώδικα Scorialensis R. I. 15, f 124-128)
3. Καταδίκη Θεόδωρου Βλαχερνίτη
Περί τῆς βλασφήμου καί πολυειδοῦς αἱρέσεως τῶν ἀθέων Μασαλιανῶν τῶν καί Φουδαϊτῶν καί Πογομίλων καλουμένων καί Εὐχιτῶν καί Ἐνθουσιαστῶν καί Ἐγκρατιτῶν καί Μαρκιωνιστῶν.
[1] Τοῖς ἐνθουσιῶσι καί διά τινων τῷ δοκεῖν ἐκστάσεων τινάς θεωρίας ὐποκρινομένοις ὁρᾶν καί διά τούτων ἀπατωμένοις καί τούς ἀφελέστερους ἐξαπατᾶν πειρωμένοις, ἀνάθεμα.
[2] Τοῖς τήν ἀκατάληπτον καί ἀνέκφραστον φύσιν ἀπρόσιτον καί ἀνέφικτον καταληπτήν καί ... εἶναι καί λέγουσι καί διδάσκουσι, καί τούς θεσπεσίους πατέρας καί διδασκάλους καί φωστῆρας τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν ἐκκλησίας, οἵτινες ἀκατάληπτον εἶναι ταύτην ἐδίδαξαν, ἀτελεῖς εῖναι φάσκουσι καί εἰς τελειότητα μή φθάσαντας εἰς ἥν αὐτοί φθάσαι μυθεύονται, καταφλυαροῦσιν, ἀνάθεμα.
[3] Τοῖς τό ῥητόν ὅ περί τῆς ἀνωτάτης θείας οὐσίας ὁ μέγας ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριος ἐν τῷ περί γενεθλίων τοῦ Χριστοῦ λόγῳ ἐνέγραψεν παρεξηγουμένοις ἀνοήτως καί ἀμαθῶς τό φάσκον˙ «νᾦ μόνῳ σκαιγραφούμενος, καί τοῦτο λίαν ἀμυδρῶς καί μετρίως, οὐκ ἐκ τῶν κατ' αὐτόν, ἀλλ' ἐκ τῶν περί αὐτόν», καί ἀλληνάλλως τό μέν «ἐκ τῶν κατ' αὐτόν»ἐκ τῶν κτισμάτων νοοῦσι, καί οὕτως βλασφημοῦσι καί κτίσμα τόν Θεόν λέγουσι, τό δέ «ἐκ τῶν περί αὐτόν», ἐξ αὐτῆς τῆς θείας «οὐσίας» ὁριζομένοις καί οὕτως ἐνάγουσι καταληπτήν τήν ἀκατάληπτόν καί ὑπερούσιον οὐσίαν, καί οὐ μᾶλλον ἀκατανόητον ταύτην καλοῦσι καί ἀποφαινομένοις καί ἀπό μόνων γνωριζομένην τῶν ἐκτός καί περί αὐτήν, ἀνάθεμα.
[4] Τοῖς αἰσθητῶς τό πανάγιον Πνεῦμα μυθευομένοις ὁρᾶν, καί διά τοῦτο τερατευομένοις εἰς τήν θείαν φύσιν ἑαυτούς ἀμειφθῆναι καί ἀντιφθεγγομένοις τῇ θείᾳ γραφῇ τῇ λεγούσῃ˙ «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε», ἀνάθεμα.
[5] Τοῖς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦτο αἰσθητῶς ὑποδέχεσθαι δογματίζουσιν, ὡς καί ὄγκον ἐν τούτῳ πάσχειν ἐπίσης ταῖς ὠδινούσαις καί ἐγκύμοσι γυναιξί, καί τό προφητικόν ῥητόν παραφθείρουσι τό φάσκον˙ «Διά τόν φόβον σου ἐν γαστρί ἐλάβομεν καί Ὠδινήσαμεν καί ἐτέκομεν πνεῦμα σωτηρίας ὅ ἐκυήσαμεν ἐπί τῆς γῆς», καί πρός τήν ἑαυτῶν δόξαν τήν ἐρμηνείαν μετάγουσι, ἀνάθεμα.
[6] Τοῖς ἔκστασιν καί ἐνθουσιασμόν παρεισάγουσι καί τήν μέν ἔκστασιν ἀποφαινομένοις ἐνεργείσθαι παρά Χριστοῦ διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τόν δέ ἐνθουσιασμόν παρά τοῦ ἁγίου Πνεύματος διά τοῦ Χριστοῦ, καί διαιροῦσιν ἀσεβῶς τόν Χριστόν ἀπό τοῦ Πνεύματος, καί ἄλλην μέν ἐνέργειαν τῷ Χριστῷ διδοῦσιν, ἑτέραν δέ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, καί οὐ μίαν δύναμιν ἤ ἐξουσίαν τῇ μιᾷ θεότητι προσαρμόζουσιν, ἀλλά διαφοράν ἐνεργειῶν, κἄν ταύταις φρενοβλαβῶς παραληροῦσιν ὡς θάτερον ὑπό θατέρου συνεργεῖσθαί τε καί βοηθεῖσθαι εἰς τήν οἰκίαν ἐνέργειαν καί καινάς ἰδιότητας παρά τάς ὑπό τῶν θεοσόφων πατέρων ἐπί τῆς ἁγίας Τριάδος ἐκπεφωνημένας δοξάζουσιν, ὡς ἀσεβῶς καί νοοῦσι καί λέγουσι καί βλασφημίας κατά Θεοῦ ἐρευγομένοις, ἀνάθεμα.
[7] Τοῖς τήν θείαν καί ἱεράν γραφήν τήν τε παλαιάν καί τήν νέαν ἐν χάρτῃ καί μέλανι μόνον τό εἶναι ἔχειν λέγουσι, καί μηδέν τι ὠφέλιμον ἤ πρός ψυχήν τι κέρδος κεκτῆσθαι, μόνα δέ τά παρ' αὐτῶν διδασκόμενα καί παραδιδόμενα ὀνησιφόρα τυγχάνειν, ἀνάθεμα.
[8] Τοῖς καταψευδομένοις τῶν θεοσόφων ἀποστόλων ὡς μή ἐκ Πνεύματος ἁγίου, ἀλλ' ἐκ κοιλίας κηρυξάντων τό εὐαγγέλιον, ἑαυτούς δέ φάσκουσιν ἔκ τινος θειοτέρας ὄψεως μυεῖσθαι τά ἀπόρρητα ἅτινα ὁ θεσπέσιος Παῦλος «ἤκουσεν ἅ οὐκ ἐξόν λαλῆσαι ἀνθρώπῳ», αὐτούς ταῦτα εἰδέναι καί λέγειν, καί τούς παρ' αὐτῶν μυουμένους διδάσκειν, καί τάς οἰκείας ἐμβροντησίας καί παραπληξίας μείζονας τῶν θεοκηρύκων ἀποστόλων λογιζομένοις, καί κατά τοῦτο ἐκείνων ἑαυτούς ὑπερτιθεῖσιν ὡς καί μόνους σωζομένους, τοῦ παντός κόσμου ἀπολλυμένου, ἀνάθεμα.
[9] Τοῖς λέγουσιν ὡς εἰ μή τις ἐξ αὐτοῦ τοῦ Κυρίου αἰσθητῶς ὀπτανομένου τοῖς ἁμαρτάνουσιν ἀκούσῃ τό˙ «Ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι», οὐκ ἄλλως ἐστί δυνατόν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαβεῖν, ἀνάθεμα.
[10] Τοῖς ληροῦσι τούς κατ' αὐτούς ζῶντας πρῶτα μέν ἐξ ἀνθρώπων εἰς ἀγγέλων μεταμείβεσθαι φύσιν, εἴθ' οὕτως εἰς ἀρχαγγέλων καί μετέπειτα κατά προκοπήν ἤ μεταβίβασιν τῶν ἀφ' ἑτέρων εἰς ἕτερα, χερουβίμ καί σεραφίμ γίνεσθαι, καί τελευταῖον θεούς, ὤ τῆς ἀνοίας καί ἀπονοίας, καί κααχρωμένοις τῷ θείῳ ῥητῷ τῷ λέγοντι˙ «Ἐγώ εἶπα˙ θεοί ἐστε καί υἱοί Ὑψίσοτυ πάντες», κἀντεῦθεν πολυθεΐαν εἰσάγουσν, ἀνάθεμα.
[11] Τοῖς διά ταῦτα τά πάντα ἑαυτούς μέν πεφωτισμένους καλοῦσι, τούς δέ πιστούς ἐσκοτισμένους κατονομάζουσιν, ὅτι μή τά αὐτῶν ἐμυήθησαν καί δόγματα καί διδάγματα, ἀνάθεμα.
(Πηγή: Jean Gouillard, Quatre proces de mystiques a Byzance, έκδοση από τούς κώδικες Vindobonensis theol. gr. 306, f 34v – 35v & Taurinensis B.N. 185, f. 18)
4. Συνοδική απόφαση του 1140 μ.Χ. κατά του Κωνσταντίνου Χρυσομάλλου
Μηνί μαΐω, ἰνδικτιῶνος τρίτης, προκαθημένου τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν δεσπότου καί οἰκουμενικοῦ πατριάρχου κυροῦ Λέοντος ἐν τοῖς δεξιοῖς κατηχουμενίοις τοῦ ἁγίου Ἀλεξίου, συνεδραζόντων αῦτῷ καί ἱεροτάτων ἀρχιερέων τοῦ Ἀγκύρας, τοῦ Κυζίκου, τοῦ Ἀμασείας, τοῦ Μελιτίνης, τοῦ Λαοδικείας, τοῦ Κρήτης, τοῦ Ἀντιοχείας τῆς Πισιδίας, τοῦ Τραϊανουπόλεως, τοῦ Φιλίππων, τοῦ Ἀμάστριδος καί τοῦ Μεσημβρίας, καί θεοφιλῶν ἀρχιεπισκόπων τοῦ Καραβυζύης καί τοῦ Γοτθίας, παρισταμένων καί τῶν δεσποτικῶν ἀρχόντων.
Καί τό μέν περί σωμάτων θεραπείας ἐνασχολεῖσθαι καί φαρμακεύειν ἐπιχειρεῖν πονηρῶς ἔχοντα οὐ τοῦ τυχόντος, εἴποι τις ἄν, οὐδέ τοῦ βουληθέντος απλῶς καί μόνον θελήσαντος˙ ἐκείνου δέ πάντως καί κυρίως καί μάλιστα, ὅν ὁ μέν τῆς ἰατρικῆς τέχνης λόγος ἐμαίυσεν, ἡ δέ χρονία ἐμπειρία λαβοῦσα πάλιν ἐτιθηνήσατο, καί ὀ τῆς ἰατρικῆς προεξάρχων, ὡς λυδία τις λίθος, προεξετάσας τά πρῶτα, καί κατειληφώς οὐκ ἀδόκιμον, τό τῆς ἐπικρίσεως τούτῳ προεπεβράβευσε σύμβολον. Ἰατῆρας δέ ψυχικούς βίου τε διδασκάλους ἀκριβεστέρους καί καλῶν λόγων ὑφηγητάς τε και συγγραφεῖς, ἐπί τισι δέ καί δογματιστάς - ὁμοῦ γάρ ταῦτα πάντα καί νῦν τῇ προκειμένῃ σήμερον ὑποθέσει συνέδραμε – τούς ἅμα μόνον θελήσαντας ἀδοκιμάστως αὐτίκα καί αὐτοχειροτονήτως, τοῦτο δη τό λεγόμενον, γενέσθαι, τίς συγχωρήσειε; Καί ῥαββί κληθήσεται ὁ βουλόμενος, καί διδασκαλικῶν συγγραμμάτων ἐκθέτης ὀ θέλων ἅπας γενήσεται; Καί τίς ἄν μή φρενός τυγχάνων ὅλως ἐπισφαλοῦς τῷ λόγῳ συνθήσεται; Πῶς δέ καί οὐχί, τούτου συγχωρουμένου, πολλοί μέν καί τῶν φρονούντων ἐπισφαλῶς, πολλῆς ἀδείας τοῦ γράφειν δραξάμενοι, πολλά μέν προσεπισπέρουσι τῷ φαινομένῳ σίτῶ ζιζάνια, τινές δέ καί τῶν ἀπλουστέρων, ὡς σωτηρίοις ἀβούλως τοῖς ὀλεθρίοις προστρέχοντες, ἄνθρακας πυρός, ὡς εἰπεῖν, τόν δοκοῦντα τούτοις θησαυρόν ἐφευρήσουσι;
Διά τοῦτο τοιγαροῦν καί ἡμεῖς, ἅμα μέν τό τῶν πολλῶν πρός τό γράφειν καί διδάσκειν ἄλλους αὐτοπροβλήτως αὐθόρμητον ἀναστέλλοντες, ἅμα δέ καί τῆς τῶν πολλῶν σωτηρίας, καί πλέον δῆτα τῶν ἁπλουστέρων φροντίζοντες, οἷσπερ οὐχ ικανόν τροφίμου βοτάνης διακρίνειν τό κώνειον˙ ἐπεί διά τινων μοναχῶν προσελεύσεως τῇ κατά τό Ἱερόν τοῦ κυροῦ Νικολάου λεγομένῃ ἐνασχολουμένων μονῇ, συγγράμματά τινα ἐφευρίσκεσθαι τοῦ τόν βίον ἤδη καταλιπόντος Κωνσταντίνου ἐκείνου τοῦ Χρυσομάλλου ἀνεδιδάχθημεν˙ οἷς δῆτα καί αὐτούς ἐντυχόντας οὐ μετρίως σκανδαλισθῆναι διά πολλήν τινα τήν ἐμφερομένην αὐτοῖς ἐρεσχελίαν ἅμα καί ἀτοπίαν, ὡς ἔλεγον˙ διαδίδοσθαι δέ ἤδη καί πρός πολλούς τά τοιαῦτα, ὥς τινα μᾶλλον τῶν ὠφελεῖν δυναμένων καί πρός βίον ῥυθμίζειν τούς πολλούς ἀκριβέστερον˙ διά φροντίδος ὅτι πολλῆς τό πράγμα ποιήσαντες, καί άπό τῶν τά τοιαῦτα κεκτημένων συγγράμματα τάς προσούσας τούτοις βίβλους ἀναλαβόμενοι, ἀνεμάθομεν γάρ ἀνερευνήσαντες μίαν μέν εἶναι παρά Πέτρῳ τινί μονάζοντι καί τῇ τοῦ ἁγίου Ἀθηνογένους προκαθημένῳ μονῇ, ἑτέραν δέ παρά Γεωργίῳ προέδρῳ τῷ λεγομένῳ Παμφίλῳ, ἐτέραν δέ πάλιν τήν παρά τῶν δηλωθέντων μοναχῶν τῶν τά περί τούτου προσαγγειλάντων προσαχθεῖσαν ἠμῖν, ἥν καί ἀναλαβέσθαι ἐξεῖπον ἀπό τοῦ ἐν τῇ τοῦ Γηροκομείου μονῇ μονάζοντος Εὐθυμίου. Ταύτας οὖν τάς τρεῖς συμφορήσαντες, τά μέν αὐτά καί παρά ταῖς τρισίν ὡς ἐκ μεταγραφῆς ἐμφερόμενα συγγράμματα εὕρομεν, πλείονα δέ τῶν δύο τά παρά τῷ Πέτρῶ ἐφευρέθησαν, ὡς τά μέν ἐν ταῖς δυσίν ἐκείναις εἰς πεντήκοντα πρός τοῖς διακοσίοις τά ὅλα συμποσοῦσθαι κεφάλαια˙ οὕτω γάρ ἡ διδασκαλία τῷ συγγραφεῖ ἐν κεφαλαίων διαιρέσει συντέθειται.
Πολλά δέ τῶν ἐμπεριεχομένων ταύταις καί ἰδίᾶ κατασκοπήσαντες καί συνοδικῶς ἐξετάσαντες, οὐκ ἐρεσχελιῶν μόνον καί καινολογιῶν ἁπλῶς καί μωρολογιῶν, ἀλλά καί αἱρέσεων προφανῶς ἀνάμεστα εὕρομεν, καί πλέον τῶν ἄλλων Ἐνθουσιαστῶν τε καί Βογομήλων. ἵνα γάρ τἄλλα παρῶμεν τά τε παρά τήν ἐκκλησιαστικήν συνήθειαν δηλαδή καί παράδοσιν ἐκ κοιλίας τούτῳ ἐξερευχθέντα καί ὑπό τῆς ἐαυτοῦ διανοίας ἀναπλασθέντα της κακοδαίμονος, καί ὅσα πρός καταδρομήν ἐκείνῳ καί ὕβριν κατά χριστιανοῦ παντός ἐνεγράφησαν, ὅσα τε πάλιν πρός ἀτιμίαν ἀρχῆς ἁπάσης καί περιφρόνησιν, τῷ Σατανᾶ προσκυνεῖν ἀποφλυαρήσαντι τούς ὁποιῳδήτινι ἄρχοντι τιμήν ἤ προσκύνησιν ἀπονέμοντας.
Ἀλλά τό λέγειν βαπτισθέντα πάντα χριστιανόν, διά τό ἐν νηπιότητι κατά τήν κρατοῦσαν συνήθειαν, ἀκατηχήτως ὥς φησι βαπτίζεσθαι, μηδέ χριστιανόν εἶναι τῇ ἀληθείᾳ κἄν ὀνομάζοιτο, ἀλλά κἄν τινας ᾖ τῶν ἀρετῶν κατορθώσας, ὡς ἐθνικόν κατορθοῦν˙ καί μηδέ δεῖν ἀναγινώσκειν αὐτόν τούς λόγους τῆς διδασκαλίας τοῦ εὐαγγελίου, ἀλλά πρότερον κατηχηθῆναι καί μυηθῆναι καί μεταστοιχειωθῆναι, τουτέστι μεταστῆναι ἀπό τῆς ἐξουσίας τοῦ Σατανᾶ.
Καί τό λέγειν πάλιν ὅτι ὅσοι οἱ ὀνομαζόμενοι χριστιανοί μή συνήκασι τήν ἐκ τοῦ θείου βαπτίσματος ἑαυτῶν ἀναστοιχείωσιν, κἄν εἰς ἀρχιερατικόν βαθμόν κατηντήκασι, κἄν πᾶσαν τήν θεόπνευστον γραφήν ἐπί γλώττης φέρουσι καί διδάσκουσιν, εἰς τήν φυσιοῦσαν αὐτούς γνῶσιν ἐναβρυνόμενοι, οὐδέν ὠφελήθησαν εἰ μή κατηχηθέντες αὖθις ἀναστοιχειώσεως τύχωσι καί μορφώσεως τῶν ψυχικῶν αὐτῶν ἕξεων μυστικῆς διά μεσιτείας καί ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἐπιγνωμόνων οἰκονόμων τοῦ μεγάλου τούτου μυστηρίου καί τῆς ἱερᾶς γνώσεως ἐπιστημόνων.
Καί ἐν ἑτέρῳ πάλιν κεφαλαίῳ προστιθέναι ὅτι ὅστις οὐ νοερᾷ αἰσθήσει νοερῶς αἰσθάνεται ποιοῦντος ἐν αὐτῷ τοῦ Θεοῦ τό θέλημα αὐτοῦ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς κενόν κοπιᾷ, καί ὅτι τῷ ἀκατηχήτῳ χριστιανῷ μετανοοῦντι καί ἐξομοόγουμένῳ τά μετά ἅγιον βάπτισμα ἁμαρτήματα οὐδέν ὄφελος δεσμά καί φάρμακα θεραπευτικά, ἀλλά διδαχῆς χρεία καί μυήσεως καί πίστεως.
Καί πάλιν ὡς ἐάν χριστιανός βαπτισθείς οὐκ ἐδυναμώθη ἀπό ἀσθενείας καί τῆς εἰς τήν ἁμαρτίαν ῥοπῆς, πορευθείς πρότερον ἐνδυναμωθήτω διά πίστεως καί χειρῶν ἐπιθέσεως τῶν οἰκονόμων τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ ἥτις ἐκ πίστεως χαρίζεται, οὐκ ἐξ ἔργων.
Ἔτι δέ καί τό λέγειν τούς ἀληθεῖς παρ' ἐκείνῳ χριστιανούς μηδέ νόμοις ὑποκεῖσθαι, ὡς μετά τό φθάσαι εἰς μέτρον τῆς κατά Χριστόν ἡλικίας μηκέτι δύνασθαι εἶναι ὐπό νόμον, ἀλλ' ὡς δυνατόν ποιεῖν τά τοῦ νόμου φύσει.
Καί τό δογματίζειν τάς μετά τό ἅγιον βάπτισμα τοῖς κακίας λογισμοῖς ἐπηρεαζομένας ψυχάς μή δύνασθαι τούτων ἐλευθερωθῆναι, ἐι μή διά τῶν ἐπισκευαστῶν ἀγαθῶν καλουμένων ἀνοήτως, μήτε εἰς ἐκκλησίαν εἰσιέναι, μήτε ψάλλειν, μήτε προσεύχεσθαι, μήτε Χριστόν ὀνομάζειν, μήτε τι τῶν χριστιανῶν ἐπιτελεῖν.
Ἀλλαχοῦ δέ, μήτε μετιέναι τινά ἀρετήν πρό τοῦ τήν καλήν ἀλλιωθῆναι ἀλλοίωσιν, διά τό ἀποστρέφεσθαι ταῦτα τόν Θεόν καί μισεῖν˙ δαίμοσι γάρ ἐοικέναι τούς ταῦτα κατορθοῦντας, καί ὁμολογοῦντας μέν διά τόν Θεόν κατορθοῦν, ἀλόγως δέ, ὥς φησι, ταῦτα ποιοῦντας.
Καί ἵνα συντέμωμεν τά πολλά, τό ἐν διαφόροις κεφαλαίοις αὐτόν ἀποφαίνεσθαι μηδέν τι τούς χριστιανούς ὠφελείσθαι, κἄν πᾶσαν έργἀσωνται ἀρετήν καί κακίαν πᾶσαν ἐκκλίνωσι, κἄν διά τόν Θεόν ταῦτα ποιῶσιν, εἰ μή νοεράν αἴσθησιν τοῦ θείου Πνεύματος δέξονται φυσικῶς τε καί ἀνωδύνως ἐν αὐτοῖς ἐνεργούντος τό ἀγαθόν καί ἀκινήτους πάντῃ ποιοῦντος πρός τό κακόν.
Νομοθετεῖν δέ καί, ἐάν μή τοιοῦτον ἐν συνασθήσει δέξωνται φωτισμόν οἱ ἀναγεννώμενοι ὡς ἐν τῷ ψάλλειν ἀκλινῆ τε ἔχειν τό νοῦν καί ἀμετακίνητον, συνιέναι δέ καί τήν τῶν ψαλλομένων πάσαν διάνοιαν, μη΄δε ψάλλειν ὅλως τούτους μηδέ προσεύχεσθαι, ἀλλά μηδέ ὡς πιστούς εἰς ἐκκλησίαν εἰσέρχεσθαι, ἄχρις ἄν διά τῆς παρ' ἐκείνου εἰσαγομένης κατηχήσεώς τε πάλιν καί μυήσεως μύρων τε χρίσεως ἀναστοιχειωθέντες τῆς τοῦ θείου Πνεύματος ἐν αὐτοῖς δυνάμεώς τε καί ἐνεργείας αἴσθησιν δέξωνται.
Ἀλλά καί τό τά αὐτά ἀξιοῦν καί περί τῆς ἀποκάρσεως καί τόν ἀποκειρόμενον λέγειν ἀνωφελῶς καί αὐτόν ἀποκείρεσθαι, εἰ μή ἐν νοερᾶ αἰσθήσει, καί οὐκ ἐν πίστει τῆς χαριζομένης αὐτῷ αἰσθητῶς τοῦ Πνεύματος χάριτος καί τῆς δι' αὐτῆς ἀλλοιώσεως καί μεταστοιχειώσεως, ὡς μηκέτι ἤ θέλειν ἠ δύνασθαι ἁμαρτάνειν.
Πρός δέ καί πᾶσι τοῖς ἄλλοις εἰσάγειν ὡς πᾶς χριστιανός δύο ἔχει ψυχάς, τήν μέν αὐτῶν ἀναμάρτητον, τήν δέ ἁμαρτητικήν˙ εἰ δέ μίαν ἔχει ψυχήν, χριστιανός οὔπω ἐγένετο.
Πῶς οὐχί τά τοιαῦτα τῶν δηλωθειςῶν αἱρέσεων ἴδια; Τό μέν γάρ νοεράν αἴσθησιν ἤ αἰσθητήν πάλιν νόησιν ἤ καί μόνον αἴσθησιν, ὡς ἐν ἄλλοις φησί, καί ἔλλαμψιν καί ἀποκάλυψιν καί ἐπίγνωσιν τοῦ Πνεύματος ἀπαιτεῖν αὐτόν τούς βαπτιζομένους, ἤ μήν ἀνόητον εἶναι λέγειν τούτοις τό βάπτισμα κἄν εἰ καί πᾶν ἀγαθόν μετέρχοιντο, τῆς τῶν Ἐνθουσιαζομένων πάντως αἱρέσεως, ἀποκαλύψεις θείας φανταζομένων εἰσδέχεσθαι ταῖς τῶν πονηρῶν δαιμόνων ἐξαπατήσεσι.
Τό δέ γε μετά τό θεῖον βάπτισμα τούς βαπτιζομένους, διά τό ἀκατηχήτως, ὥς φησιν, αὐτούς ἀναγεννηθῆναι, τοτέστι πάντας ἡμᾶς τούς χριστιανούς μέχρι διδασκάλων καί ἱερέων καί ἀρχιερέων αὐτῶν δεῖσθαι πάλιν ἐξ ἀρχῆς κατηχήσεως καί μυήσεως καί ἀναστοιχειώσεως διά τῆς παρ' ἐκείνου εἰσαγομένης τελεσιουργήσεως καί τῆς τῶν χειρῶν ἐπιθέσεως τῶν ἐπιστημόνων οἰκονομῶν τῆς μυστικῆς ταυτης χάριτος, οὕς καί μετά πάσης σπουδῆς ἀνερευνᾶν ἀπαιτεῖ, σπανίως εὑρισκομένους τούς μόνους δυναμένους ἀνακαινίζειν τούς προσιόντας καί θείας χ΄ριτος μετίχους ποιεῖν, τῆς τῶν Βογομήλων ἅγιον βάπτισμα καί δεύτερον εἰσαγόντων τό ἑαυτῶν τελειοποιόν καί παρεκτικόν θείου Πνεύματος.
Ἀλλά καί τό ἤ δύο ψυχάς τόν χριστιανόν ἔχειν, ὥς φησιν, ἤ μή εἶναι χριστιανόν, οὕτω ῥητῶς ὑπό τῆς τῶν Μασσαλιανῶν ἤτοι Βογομήλων παμβεβήλου θρησκείας δογματιζόμενον εὕρηται.
Οὐκ ἐκ τούτων οὖν μόνον – ταῦτα γάρ ὥσπερ τι μικρόν γεῦμα παμπλήρους πίθου, ἤ ὅλου ὥς φασιν ὑφάσματος κράσπεδον ἡμῖν ἐνταῦθα παρείληπται - ἀλλά καί μυρίων τῶν ταῖς βίβλοις ἐνεσπαρμένων, τό σαπρόν τῆς γραφῆς καί πυρός ἄξιον καί ἀφανισμοῦ τελείου κατειληφότες, τάς μέν βίβλους αὐτάς καί πυρί παραυτίκα δοθῆναι διωρισάμεθα, καί ἀναθέματι πάντας τοῦς φρονοῦντας οὕτω καθυποβάλλομεν, διοριζόμεθά τε πᾶσι κοινῶς μηδένα μήτε τολμᾶν νέας ἐκτιθέναι διδασκαλίας αὐτοχειροτονήτως ὥσπερ ἑαυτῷ περιτιθέντα τό τῆς διδασκαλίας αξίωμα˙ μήτε μήν παρ' οὑτινοσοῦν ὁποιονδήποτε νέον καινοφανές αναγινώσκεσθαι σύγγραμμα μή φθάσαν ἐπιγνωσθῆναί τε τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ, καί δοκιμασθέν πρότερον, ἐπικριθῆναι ὡς εὐσεβές καί ὠφέλιμον˙ μάλιστα μέν τοιγε πάντων τά δηλωθέντα ταῦτα καί λεγόμενα εῖναι τοῦ Χρυσομάλλου συγγράμματα˙ καί οὐκ αὐτά δέ μόνον τά εὑρεθέντα, ἀλλ' εἰ καί τινες ἄλλαι εὑρίσκονται γραφαί ἐκείνου οἱαιδήτινες, μηδένα μήτε ἔχειν παρ' ἑαυτῷ, μήτε ἀναγινώσκειν ὅλως ταῦτα˙ τόν γάρ μετά τήν παροῦσαν σημείωσιν κεκτημένον τι τούτων καί ἀναγινώσκοντα ἤ φρονοῦντα ἤ ὁπωσδήποτε ἀντεχόμενον ἤ καί διδάσκοντα ἤ καί συνειδότα ἕτερον ἔχοντα ταῦτα καί κατ' αὐτά φρονοῦντα καί συγκαλύπτοντα, ασυγγνώστως αὐτόν, ὡς ταῖς δηλωθείσαι ἐνισχημένον αἱρέσεσι παρά μέν ἐκκλησίᾳ πάςῃ ὑπό ἀνάθεμα γίνεσθαι, παραδίδοσθαι δέ καί τοῖς τά πολιτικά διέπουσιν ἄρχουσιν, ὥστε καί παρ' αὐτῶν νομίμως ὑποσχεῖν εὐθύνας.
Ἐπεί δέ τούτων οὕτω παρ' ἡμῶν πραχθέντων τε καί διορισθέντων συνοδικῶς ἐνώπιον καί τῶν παρ' οἷς αἱ βίβλοι ἐφεύρηνται, ἤγουν τοῦ τε μοναχοῦ Πέτρου καί τοῦ Παμφίλου, δέον ἦν καί τούτους ἐρωτηθῆναι εἴτε τούτων ἀντέχονται, εἴτε μήν ὡς ἐσφαλμένων καί ἀσεβῶν καταπτύουσι καί τά ὀλισθηρά τούτων ἀναθεματίζουσι δόγματα, μηδέν τι πλέον ἐπί τούτοις φρονεῖν τῶν συνοδικῶς σήμερον διαγνωσθέντων ἡμῖν, ἀκουόντων πάντων, ἀπεστομάτισαν, ἀλλ' εἰ καί πρότερον παρ' ἑαυτοῖς εἶχον τάς βίβλους, καί τά ἐν αὐτοῖς ἀσυντηρήτως καί ἀπεριμερίμνως ἀναγινώσκοντες ὡς καλῶς ἔχοντα παρεδέχοντο, ἀλλά νῦν ἐξεταστικώτερον ταῦτα καί αὐτοί ἰδόντες ἀναγνωσθέντα καί καλῶς ἀποδοκιμασθέντα κατανοήσαντες, συγγνώμην τε ἐξαιτεῖν ὡμολόγουν ἐφ' οἷς τοιαύτην μεχρι του νῦν ἠγνόησαν ἄγνοιαν, ἀγαθῇ προλήψει καί στοργῇ φιλικῇ τῇ πρός ἐκεῖνον ἡττωμένους καί τοσοῦτον τό ἀπό τοῦδε τῶν τοιούτων ἀφίστασθαι ὡς καί εἰς ἐπήκοον πάντων διηνεκεῖ ἀναθέματι ταῦτά τε τά συγγράμματα καί τόν συγγραψάμενον καί τόν οὕτω φρονοῦντα καί καθυποβάλλειν.
Δεξάμενοι γοῦν καί ἡμεῖς τήν τούτων ὁμολογίαν τε καί διάθεσιν δι' ὅν ἐποιήσαντο τῶν δηλωθέντων ἀσεβῶν συγγραμμάτων ἐνώπιον τῆς ἱερᾶς συνόδου ἀναθεματισμόν καί τήν ἐγκάρδιον τούτων, ὡς διαβεβαοῦνται, κατάγνωσιν, μετά δακρύων τήν συγγνώμην αἰτούμενοι, τῷ μέν Παμφίλῳ τάς ἀναγεγραμμένας ποινάς πρός τό μηκέτι τοιοῦτόν τι φρονεῖν ἠ ἀνθέξεσθαι τούτων ἐπηπειλησάμεθα˙ τόν δέ μοναχόν Πέτρον ἀσύμφορον εἶναι κρίναντες κατάρχειν ἄλλων τό ἀπό τοῦδε, διά τε τό τῆς συνειδήσεως τῶν πολλῶν ἠδη κεκαυτηριασμένον ὅσον τό ἐπ' αὐτῷ καί ὅν μέλλουσι ἔχειν σκινδαλμόν καί τό ὕποπτον, ἔτι δέ καί τό τούτου ἀνίκανον – πῶς γάρ ἄν καί κυβερνᾶν ἄλλους καί διδάσκειν ἱκανός κριθῇ ὁ τοιαύτην ἀγνοήσας, ὥς φησιν, ἄγνοιαν, καί ἔκδηλον οὕτω πᾶιν ἀσέβειαν κατανοῆσαι μή δυνηθείς; - ἐν ἑτέρᾳ σταλῆναι τοῦτον μονῇ καί ὑπό ἀρχγόν μᾶλλον εἶναι ἄλλον καί καθηγητήν τετυπώκαμεν, ἐπειδή καί τῶν τῆς ἡμῶν μετριότητος καί πάσης τῆς ἀρχιερατικῆς ὁμηγύρεως προεκυλινδοῦτο ποδῶν.
Ταῦτα παρεκβληθέντα καί συνηθῶς πιστωθέντα ἐπεδόθη.
(Πηγή: Jean Gouillard, Quatre proces de mystiques a Byzance, έκδοση από τους κώδικες Barocciano 205, f. 521-523v & Patmiaco S. Joannis 366, f. 335-337)
[1] Μόνο στον Τιμόθεο Κωνσταντινουπόλεως, Περί τῶν προσερχομένων τῇ Ἁγίᾳ Ἐκκλησίᾳ (PG 86A,48).
[2] Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων 98.
[3] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία XXVI (PG 130,1273B): «Κατά τούς χρόνους Οὐαλεντινιανοῦ καί Ουάλεντος ἡ τῶν Μασαλιανῶν ἐβλάστησεν αίρεσις».
[4] Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ 120. Επίσης Θεοδώρητου Κύρρου, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 11.2 {ed. Léon Parmentier, GCS 44 (1954) 229}. Επίσης, Μ. Φώτιος, Μυριόβιβλος 52 (ed. René Henry, Paris 1959, I 36).
[5] Θεοδώρητου Κύρρου, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 11.6 {ed. Léon Parmentier, GCS 44 (1954) 230}. & Ι. Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ 150.
[6] Θεοδώρητου Κύρρου, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 11.8 {ed. Léon Parmentier, GCS 44 (1954) 231}. & Ι. Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ 175.
[7] Μ. Φώτιος, Μυριόβιβλος 52.
[8] «Ὅρος τῆς ἁγίας καί οἰκουμενικῆς συνόδου τῆς ἐν Ἐφέσῳ κατά τῶν δυσεβῶν Μεσσαλιανιτῶν ἤ γοῦν Εὐχιτῶν» ACO I-1-7 ed. E. Schwartz (Berlin 1929), 117-8.
[9] PG 86A,48A.
[10] Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’: «Κεφάλαια τοῦ τῶν Μασσαλιανῶν δυσσεβοῦς δόγματος ἀναληφθέντα ἐκ βιβλίου αὐτῶν».
[11] Synodikon Orientale ou Recueil de Synodes Nestoriens, ed. J. B. Chabot NEMBN 37 (1902), 115-6 (κείμενο) 374-375 (μετάφραση).
[12] Ed. M. Kmosko in PS I 3, Paris 1926, Appendix I no XXVII-XXVIII & XXX-XXXI.
[13] Bar Hebraeus, Candélabre des sanctuaires, ed. Kmosko, p. CCLXXI.
[14] "Hymni contra Haereses" 22, 4, ed. E. Beck, CSCO 169, 1957, p. 79.
[15] Μ. Φώτιος, Μυριόβιβλος 52, εκδ. Ιγνάτιος Σακαλής ΕΠΕ (2001) τ. 5 σελ. 74.
[16] K. Fitschen, Did ‘Messalianism’ exist in Asia Minor after A.D. 431?, Studia Patristica XXV (Leuven 1993) 352-5.
[17] Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις Ιστοριών PG 121,560C & 596C.
[18] Άννα Κομνηνή, Αλεξιά Χ 1.6, ed H-G. Beck-A. Kambylis-R. Keydell CFHB XL/1 (2001), 282-3.
[19] J. Darrouzès, Documents inèdits d’ ecclésiologie byzantine, Paris 1966, 305.
[20] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ α, & Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών α (PG 86A,48b).
[21] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ β.
[22] Ευθύμιου Ζιγαβηνού, Πνευματική Πανοπλία (PG 130,1285A): «Λέγουσιν ὅτι συνοικοῦσιν ἐν τῷ ἀνθρώπω τό Πνεῦμα τε τό ἅγιον καί ὁ δαίμων. Ἀλλά πῶς συνοικήσουσιν ἀλλήλοις Θεός καί δαίμων, τό καθαρώτατον καί πάντων ἀκαθαρτότατον;τό φῶς καί τό σκότος; οἱ κατά διάμετρον ἀλλήλοις ἐχθραίνοντες; Ὅπου γάρ ἐπιδημήσει τό Πνεῦμα τό ἅγιον, δραπετεύει πᾶς δαίμων φεύγων ὀξέως καί ἀμεταστρεπτί, καθάπερ από πυρός. Θεός μέν γάρ τό Πνεῦμα τό ἅγιον˙ εἰ δέ Θεός καί πῦρ καταναλίσκον τήν τῶν δαιμόνων ἰσχύν. καί τό μέν σκότος λύεται τῇ παρουσίᾳ τοῦ φωτός, ὁ δέ πονηρός δαίμων ἐλαύνεται βασανιζόμενος τῇ ἐνοικήσει τοῦ ἁγίου Πνεύματος˙ τοῖς μέν ἄγαν ἐναντίοις οὐκ ἔστιν συνοίκησις˙ φθείρεται γάρ ἤ εξωθείται τό ἀσθενέστερον.»
[23] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ γ & Ευθύμιου Ζιγαβηνού (PG 130,1284D): «Λέγουσιν, ὅτι οὐδ’ οἱ ἀπόστολοι τῆς ἐξουσίας τῶν δαιμόνων ἦσαν ἐλεύθεροι˙ Βαβαί τῆς ἀναισχύντου βλασφημίας! Οἱ τούς δαίμονας τῶν ἐνεργουμένων ἀπελαύνοντες οὐκ ἦσαν ἐλεύθεροι τῆς τῶν δαιμόνων ἐπικρατείας; Καί πῶς ἐδίωκον οἱ δουλεύοντες τούς ἐξουσιάζοντας; οἱ λαβόντες ἐξουσίαν παρά τοῦ Σωτήρος μή τά δαιμόνια μόνον ἐκβάλλειν, ἀλλά καί θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν καί πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων ἐπί πᾶσαν τε δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ;»
[24] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ δ & Ευθύμιου Ζιγαβηνού PG 130,1276D, & Τιμόθεος Κων/πόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών β (PG 86A,48B): «Λέγουσιν ὅτι μόνη ἡ ἐκτενής προσευχή διώκει δύναται τοῦτον τόν δαίμονα˙ διά χρέμψεως καί ἀποπτύσεως τοῦ προσερχομένου, φυγαδευομένου δε τούτου τοῦ δαίμονος ὡς καπνοῦ ὁρωμένου, ἤ ὡς ὄφεως, ἐν τῷ ἐκπορεύεσθαι˙ καί ὅτι τούτου γινομένου, παρουσία λοιπόν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπί τόν προσευχόμενον γίνεται, αἰσθητῶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπιφοιτῶντος καί ὁρωμένου.»
[25] PG 130,1273C.
[26] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ε & Ευθύμιου Ζιγαβηνού (PG 130,1277A).
[27] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ στ.
[28] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ζ & Ευθύμιου Ζιγαβηνού (PG 130,1277B): «Τούτου (του δαίμονος) δέ ἀπελαθέντος, ἐπιφοιτᾶν αἰσθητῶς καί ὁρατῶς τό Πνεῦμα τό ἅγιοςν τήν οἰκίαν παρουσίαν σημαῖνον, καί τό σῶμα τῆς των παθῶν κινήσεως ἐλευθεροῦν, καί ἀπάθειαν χαρισόμενον.»
[29] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ η & Τιμόθεος Κων/πόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών δ (PG 86A,48B): «Λέγει ὅτι μετά τήν λεγομένην παρ’ ἐκείνοις ἀπάθειαν, τοιαύτης αἰσθάνεται ἡ ψυχή κοινωνίας γινομένης αὐτῇ παρά τοῦ οὐρανίου Νυμφίου, οἴα αἰσθάνεται ἡ γυνή ἐν τῇ συνουσίᾳ τοῦ ἀνδρός.»
Ευθύμιου Ζιγαβηνού (PG 130,1285C): «Λέγουσιν, ὅτι μετά τήν παρά τοῖς τελείοις αὐτῶν ἀπάθειαν τοιαύτης αἰσθάνεται ἡ ψυχή τούτων κοινωνίας ἐγγινομένης αὐτῇ παρά τοῦ ἐπουρανίου νυμφίου, οἴας αἰσθάνεται γυνή συνουσιάζοντος αὐτῇ τοῦ ἀνδρός. Ὥ τῆς προδήλου φρενοβλαβείας! εἰ τήν ἀγνοτάτην καί ἀπαθεστάτην τοῦ Σωτῆρος ἕνωσιν ἐμπαθεστάτην ἡδυπάθειαν οἵονται, καί καθυβρίζουσιν ἡδονῇ ῥεύσεως παιδογόνων μορίων τολμηρῶς αὐτήν παρεικάζοντες.»
[30] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ θ.
[31] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ι.
[32] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ια.
[33] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιβ.
[34] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιγ & Ευθύμιου Ζιγαβηνού (PG 130,1285B): «Λέγουσιν, ὅτι φύσει τά κακά, τουτέστιν αἱ ἁμαρτίαι. Προς οὕς ἀντιλέγομεν, Εἰ φύσει τά τοιαῦτα κακά, τῆς φύσεως δέ δημιουργός ὁ Θεός, αἴτιος ἄρα κακῶν ὁ Θεός, καί οὔτε κρίσις, οὔτε κόλασις ἔσται τῶν ἁμαρτανόντων, καθώς ἀνωτέρω προδεδήλωται… Εἰ δέ κρίσις ἔσται τῶν ἁμαρτανόντων, οὐ φύσει τά κακά, τουτέστιν αἱ ἁμαρτίαι. Εἰ δέ μή φύσει, προαιρέσει πάντως, καί ῥᾳθυμίᾳ, δι’ ἥν κατακρίνονται, καί κολάζονται πάντες οἱ ἐργάτες τῆς ἁμαρτίας.»
[35] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιδ.
[36] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιε & Ευθύμιου Ζιγαβηνού (PG 130,1276C).
[37] Τιμόθεος Κων/πόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών ζ (PG 86A,49Α).
[38] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιστ.
[39] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιζ.
[40] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιη.
[41] Θεοδώρητου Κύρρου, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 11.7 {ed. Léon Parmentier, GCS 44 (1954) 231}. Μετάφραση Π. Παπαευαγγέλου, Ιωάννου Δαμασκηνού, Έργα, ΕΠΕ (1991) τ.2 σελ. 277-9: «Καμιά ωφέλεια δεν επέρχεται από το βάπτισμα σ’ αυτούς που αξιώνονται να το δεχθούν, και ότι μόνη η σπουδαία προσευχή εκδιώκει τον δαίμονα που κατοικεί μέσα τους. Γιατί ο καθένας από αυτούς που γεννιούνται, έλεγε, σέρνει από τον προπάτορα όπως ακριβώς την φύση, έτσι και την υποδούλωση στους δαίμονες˙ αυτά απομακρύνονται μόνο με σπουδαία προσευχή, και επιφοιτά το πανάγιο Πνεύμα, δείχνοντας την παρουσία του κατά τρόπο αισθητό και ορατό, ελευθερώνοντας το σώμα από την κίνηση των παθών και απαλλάσσοντας την ψυχή τελείος από την κλίση προς τα χειρότερα, ώστε να μην έχει πλέον ανάγκη ούτε από νηστεία, που καταπιέζει το σώμα, ούτε από διδασκαλία που το χαλιναγωγεί και το εκπαιδεύει να βαδίζει πειθαρχημένα. Και δεν απαλλάσσεται μόνο από τα σκιρτήματα του σώματος εκείνος που θα το κατορθώσει αυτό, αλλά προβλέπει καθαρά καί τα μέλλοντα και βλέπει με τα μάτια του την θεία Τριάδα.»
[42] Ευθύμιου Ζιγαβηνού, Πνευματική Πανοπλία (PG 130.1273D) & Τιμόθεος Κων/πόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών στ’ (PG 86A,49Α).
[43] Ευθύμιου Ζιγαβηνού, Πνευματική Πανοπλία (PG 130.1276Α): «Λέγουσιν, ὅτι τρέπεται καί μεταβάλλεται ῥᾳδίως ἡ θεία φύσις προς ὅ ἄν βούλοιτο, ἵνα συγκραθῇ ταῖς ἀξίαις αὐτῇ ψυχαίς. Καί μην τῶν κτιστῶν ἡ τροπή. Πᾶν γάρ κτιστόν καί τρεπτόν. Ὧν γάρ τό εἶναι ἀπό τροπῆς ἤρξατο, τουτέστιν ἀπό τοῦ μή εἶναι, ταῦτα πάντος τῇ τροπῇ ὑποκείσεται ἤ φθειρόμενα, ὡς τά ἐγκόσμια, ἤ κατά προαίρεσιν ἀλλοιούμενα, ὡς ἄγγελοι καί ψυχαί, κατά τε τήν ἐπί τό καλόν προκοπήν, καί τήν ἐπί τό κακόν κίνησιν. Ἐπί δέ ὁ Θεός ἄκτιστος, πάντως καί ἄτρεπτος. Ὧν γάρ τό εἶναι ἐνάντιον, τούτων καί ὁ τοῦ πῶς εἶναι λόγος ἐνάντιος. Καί καθ’ ἕτερον δέ λόγον ἡ μέν τροπή κινήσεως εἶδός ἐστι, προσηκοῦσα τοῖς κτιστοῖς˙ ὁ δέ Θεός κατά φύσιν ἀκίνητος ἐστι, καί ὑπέρ τήν παρά τοῖς φιλοσόφοις ἐξαχῆ κίνησιν, ὡς ἄποσος καί ἄποιος, κατά τε ἀρχήν καί τέλος. Εἰ δέ ἄτρεπτος κατά φύσιν ὁ Θεός, πάντως καί αμετάβλητος.»
[44] Μέγας Φώτιος, Μυριόβιβλος 52 {ed. R. Henry (1959) I 39}.
[45] E. Honigmann, Patristic Studies, Studi e Testi 173( Citta del Vaticano 1953) 114.
[46] G. D. Prosser, A Defence of Icons during the Messalian Controversy, Studia Patristica XXV (Leuven 1993) 446-7.
[47] Reinhart Staats, Photios and the Synodikon of Orthodoxy in opposition to mystical and prophetic heresies, The Patristic and Byzantine Review 2 (1983), 172.
[48] Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών θ (PG 86A,49Β): «Λέγουσιν ὅτι μετά τήν τοῦ δαίμονος τούτου τοῦ συνουσιωμένου τοῖς ἀνθρώποις, διά τῆς χρέμψεως τε καί ἀποπτύσεως γινομένης δίωξιν, οὐκέτι δεῖται νηστείας, ἤ ἄλλης ψυχικῆς ἤ σωματικῆς εγκρατείας ὁ ἄνθρωπος προς παιδαγωγίαν τοῦ σώματος˙ ἀλλ’ οὐδέ διδασκαλίας τήν ψυχήν ρυθμιζούσης˙ ὡς καί τοῦ σώματος ἠλευθερωμένου τῆς τῶν παθῶν ἐπικρατείας, καί τῆς ψυχῆς μηκέτι δεκτικῆς οὔσης τῆς ἐπί τά χείρω ῥοπῆς˙ ὥς καί τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος ἐν ἀπαθείᾳ λοιπόν γινομένων.»
[49] Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών ι (PG 86A,49Β-C).
[50] Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών ιδ (PG 86A,49D-51A).
[51] Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών ιζ (PG 86A,52Β).
[52] Επιφάνιος, Πανάριον LXXX 3.4: «Δῆθεν εἰς Χριστόν πεπιστευκέναι λέγοντες, ὡς ἀποταξάμενοι τῷ κόσμῳ καί τῶν ἰδίων ἀνακεχωρηκότες, ὁμοῦ δέ ἀναμίξ ἄνδρες ἅμα γυναιξί καί γυναῖκες ἅμα ἀνδράσιν ἐπί τό αὐτό καθεύδοντες, ἐν ῥύμαις μέν πλατείαις, ὁπηνίκα θέρους ὥρα εἵη, διά τό μή ἔχειν, φησί, κτῆμα ἐπί τῆς γῆς, ἀκώλυτοι δέ εἰσι καί ἐκτείνουσι χεῖρας μεταιτεῖν ὡς ἀβίωτοι καί ακτήμονες.»
[53] Ευθύμιου Ζιγαβηνού, Πνευματική Πανοπλία (PG 130.1288D).
[54] Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών ιη (PG 86A,52Β).
[55] Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών ιβ (PG 86A,49C).
[56] Ι. Δαμασκηνού, Περί Αιρέσεων π’: «Τούτοις προσετίθεσαν τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν θυσιαστηρίων ὑπεροψίαν, ὡς δέον τούς ἀσκητάς, ἐκκλησιαστικαῖς μέν μή παραμένειν συνάξεσιν, ἀρκεῖσθαι δέ ταῖς ἐν τοῖς εὐκτηρίοις αὐτῶν εὐχαῖς».
[57] Θεοφάνους, Χρονογραφία,ed. B. G. Niebhur, CSHB 43 (1836), 99.9: «Ῥωμαίων βασιλέως Οὐάλεντος ἔτος α’. Τούτῳ τῷ ἔτει ἡ τῶν Μεσσαλιανῶν αἵρεσις, ἤγουν Εὐχητῶν, καί Ἐνθουσιαστῶν, ἀνεφύη. οὗτοι ψάλλοντες κυμβαλίζουσι καί κροταλίζουσι τά παρά τῷ Δαβίδ παχέως ἐκλαμβάνοντες καί ἀνοήτως.»
[58] Ευθύμιου Ζιγαβηνού, Πνευματική Πανοπλία (PG 130.1276D-1277A). Για την εξέταση του θέματος Antoine Guillaumont, Le Baptème de Feu chez les Messaliens, εν Mèlanges d’ Histoire des Religions, δωρητήριο στον Charles-Henri Puech, Paris 1974.
[59] G. D. Prosser, A Defence of Icons during the Messalian Controversy, Studia Patristica XXV (Leuven 1993) 447.
[60] Φιλόθεου Κόκκινου, Βίος Γρηγορίου Παλαμά V 21.
[61] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3.1.7.
[62] Μαξίμου Ομολογητού, Α’ Εκατοντάδα προς Θαλάσσιον 31 (Φιλοκαλία, εκδ. Περιβόλι της Παναγιάς, τ.2 σελ. 108).
[63] Μακαρίου, Ομιλία 2.4 (PG 34.465) & Περί ελευθερίας νοός 21-22 (PG 34.956-957).
[64] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3.1.6: «Πράγματι ο μέν σοφός εις τα θεία Μάξιμος, συμφώνως προς τον μέγα Μακάριον καί όλους τους άλλους αγίους, όπως εξεθέσαμεν προηγουμένως εις την Περί Θείου Φωτός πραγματεία μου λέγει ότι ο αρραβών της μελλούσης επαγγελίας, η χάρις της υιοθεσίας, η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος είναι φως της υπεραρρήτου δόξης εποπτευόμενον από τους αγίους, φως ενυπόστατον, άκτιστον, πάντοτε υπάρχον εκ του πάντοτε ανεπινοήτως υπάρχοντος, φανερούμενον εις τους αξίους και φανερώνων εις αυτούς τον Θεόν δι’ εαυτού, τώρα μεν εν μέρει, εις τον μέλλοντα αιώνα τελειότερον.» (μετ. Π. Χρήστου, ΕΠΕ τ.2 σελ. 579)
[65] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3.1.11.
[66] Ιωάννου Δαμασκηνού, Ομιλία Α’ εις την Μεταμόρφωσιν 15-16 (PG 96,569A-B).
[67] Ιωάννου Δαμασκηνού, Ομιλία Α’ εις την Μεταμόρφωσιν (PG 96,557C).
[68] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3.1.22: «Το τοιούτο λοιπόν φως σου φαίνεται ξένον προς την θεότητα, σύμβολον αισθητόν, κτιστόν και δι’ αέρος ορατόν; Αλλ’ ότι δεν είναι ξένον, αλλά φυσικόν της θεότητος, άκουσε πάλιν τον σοφόν εις τα θεία Δαμασκηνόν να λέγη, “δεν έλαβεν επίκτητον το ωράισμα της θείας δόξης, όπως ο Μωυσής, αλλ’ από την έμφυτον θείαν δόξα και λαμπρότητα”, και πάλιν, “κατά τον μέλλοντα αιώνα θα είμεθα πάντοτε μαζί με τον Κύριον, βλέποντες τον Χριστόν αστράπτοντα με το φως της θεότητος˙ τούτο το φως είναι νικητής έναντι ολοκλήρου της φύσεως˙ και πάλιν, “ποσλαμβάνει τους κορυφαίους αποστόλους ως μάρτυρες της οικείας δόξης και θεότητος, αποκαλύπτει δε εις αυτούς την οικείαν θεότητα” την επέκεινα όλων την μόνην υπερτελή και προτέλειαν.» (Μετ. Π. Χρήστου, οπ σελ. 607)
[69] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3.1.26: «Προς τούτοις ονομάζεις την χάριν της θεώσεως επίσης φυσικήν έξιν, δηλαδή ενεργοποίησιν και φανέρωσιν φυσικής δυνάμεως, αφ’ ότου περιέπεσες πράγματι εις την απάτην των Μασσαλιανών, χωρίς να το γνωρίζης˙ διότι ο θεούμενος θα είναι αναγκαιότατα φύσει Θεός, αν η θέωσις γίνεται κατά φυσικήν δύναμιν και είναι καμωμένη να εμπεριέχεται εις τους όρους της φύσεως. Μη αποδίδεις λοιπόν εις τους σταθερά ιστομένους την ιδικήν σου εκτροπήν και μη επιχειρής να επιρρίψης μομφήν εις τους αμωμήτους ως προς την πίστιν, μεταβιβάζων τα αληθώς ιδικά σου ίσχη εις τους άλλους, μάλλον δε ψευδολογών εις βάρος εκείνων ότι τα έχουν.» (Μετ. Π. Χρήστου, οπ σελ. 607)
[70] L. Villecourt, Homèlies spirituelles de Macaire en arabe sous le nom de Siméon Stylite, Rev. d’ Or. Chrét. 21 (1918) 337-44 – St Macaire, les opuscules ascétiques et leur relation avec les Homélies Spirituelles, Musèon 35 (1922) 203-212.
[71] G. L. Marriott, The Messalians and the discovery of the Ascetic Book, Harvard Theological Review 19 (1925), 244-260.
[72] H. Dörries, Symeon von Mesopotamien, Die Ueberlieferung des messalianischen Makarios-Schriften, Leipzig 1941.
[73] R. Staats, Gregor von Nyssa und die Messalianer, Berlin 1968.
[74] Jean Guillard, Quatre process de mystiques à Byzance, Revue des etudes byzantines 36 (1978) 5-81.
[75] Θεοδώρητος Κύρρου, Εκκλησιαστική Ιστορία 4.1.2.
[76] Κ. Δυοβουνιώτου, Κρίσις περί των συγγραμμάτων Μακαρίου του Αιγυπτίου, Ε.Ε.Β.Σ. (1924), 86-92.
[77] Β. Ψευτόγκα, Η γνησιότης των συγγραμμάτων Μακαρίου του Αιγυπτίου. Συζήτησις Ελλήνων λογίων του 18ου αι, Χαριστήριον εις Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1967, 191-214.
[78] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3.2.2-3:
«Ούτως έχουν ταύττα. Δεν είναι καθόλου αξιοθαύμαστον αν οι άγιοι ερμηνεύουν πολυτρόπως τας οράσεις ταύτας, οικονομούντες τους λόγους κριτικώς και αποδίδοντες την διδασκαλίαν συμμέτρως προς την δύναμιν των ακροωμένων. Ο θείος όμως και πιστός ερμηνευτής Συμεών, μυηθείς από τον γνωρίζοντα καλώς (σ.σ. τον Μακάριο) τας μυστικάς και τελεστικάς ενεργείας του Πνεύματος, λέγει πάλιν ωσάν εκ μέρους εκείνου, ακούοντες τον λόγον της βασιλείας και εκσπώντες εις δάκρυα, να μην αρκεσθώμεν εις αυτά τα ιδικά μας δάκρυα, ούτε εις την ακοή μας ως ακούσαντες καλώς, ούτε εις τους οφθαλμούς ως ιδόντες καλώς και πιστεύσωμεν ότι έχομεν ό,τι χρειάζεται˙…
3. Ο δε Βαρλαάμ μη υπολογίζων καθόλου όλα αυτά, και ισχυριζόμενος ότι ανήκουν εις το δόγμα των Μασσαλιανών, τα αποδίδει όλα μαζί εις τον προϊστάμενον αυτόν Βλαχερνίτην και, διακηρύσσων φανερώς ότι είναι ασεβείς οι δεχόμενοι αΐδιον κάτι άλλο πέραν της ουσίας του Θεού, μεταφέρων χαρίζει εις τον Βλαχερνίτην τούτον το οράν την αΐδιον δόξαν του Θεού. Πράγματι που ευρίσκεται να λέγη εκείνος ορατήν όχι την ουσίαν του Θεού, αλλά την αΐδιον δόξαν;… Τι λοιπόν θέλεις γράφων ότι τα τοιαύτα είναι είναι των Μασσαλιανών και αντιλέγεις εις τόσους και τόσον σπουδαίους άνδρας άνθρωπε; Άρα γε θέλεις να ανακηρύξης τους Μασσαλιανούς ορθοδόξους ή τους ορθοδόξους Μασσαλιανούς και μυσαρούς; Διότι από τους λόγους σου είναι δυνατόν να συναχθούν και τα δύο. Εσέ δε εις ποίαν χορείαν θα κατατάξωμεν;» (Μετ. Π. Χρήστου, οπ σελ. 649-651-653)