Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι σέκτες που προέκυψαν από την διδασκαλία Βαλεντίνου, εμπνευστή του συστήματος. Κοινά χαρακτηριστικά στην διδασκαλία τους είχαν:
(1) την αποδοχή ενός Πληρώματος από 30 Αιώνες
(2) την απόδοση σε αυτούς ονομάτων ελληνικών αρετών
(3) την προσθήκη της ενδιάμεσης τάξης των ψυχικών
(4) την πτώση ενός Αιώνος
Ο δυισμός τους εμφανίζεται με την αποδοχή του κόσμου, ως δημιουργήματος του κατώτερου Αιώνα και συνεπαγωγικά ως κακού.
Από σέκτα σε σέκτα έχουμε παραλλαγή της διδασκαλίας για την πτώση του Αιώνα και την επακόλουθη δημιουργία του κόσμου.
4.5.1 Βαλεντίνος
Εμπνευστής του συστήματος ήταν ο Βαλεντίνος. Γεννήθηκε περίπου το 100 μ.Χ. και πέθανε περί το 180. Ο ακριβής τόπος της γέννησής του δεν είναι γνωστός, εικάζεται όμως ότι γεννήθηκε στην Αίγυπτο. Είναι βεβαιωμένο ότι έλαβε ελληνική παιδεία στην Αλεξάνδρεια[1]. Σύμφωνα με ισχυρισμούς του, μαθήτευσε δίπλα στον Θευδά, ακόλουθο του αποστόλου Παύλου[2]. Χαρακτηρίστηκε ως πνεύμα μεγαλεπήβολο και δημιουργικό[3].
Αργότερα μετέβη στην Ρώμη επί πάπα Υγίνου, δίδαξε επί Πίου και παρέμεινε μέχρι την επισκοπεία του Ανικήτου[4]. Διεκδίκησε το αξίωμα του επισκόπου Ρώμης, αλλά απέτυχε. Αντ’ αυτού προτιμήθηκε κάποιος ομολογητής[5]. Έτσι ο Τερτυλλιανός αποδίδει την δημιουργία της σέκτας στην αποτυχία εκπλήρωσης των φιλοδοξιών του εντός της Εκκλησίας και στην εκδικητική παραφορά του.
Πληροφορίες υπάρχουν για περιοδεία του στην Αντιόχεια, την Έφεσο και την Κύπρο και την ίδρυση κοινοτήτων σε αυτές τις πόλεις. Πέθανε στην Κύπρο, τελευταίο σταθμό της περιοδείας του.
Συνέταξε διάφορα βιβλία, "ευαγγέλιο" και ύμνους. Σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα στα έργα των Κλήμεντος Αλεξανδρέως[6], Ιππολύτου και Μαρκέλλου Αγκύρας. Κάποιοι μελετητές της βιβλιοθήκης του Χηνοβοσκίου δέχονται ότι τα Ευαγγέλιον Αληθείας & Περί Αναστάσεως είναι δικά του[7].
4.5.1α Διδασκαλία
ΠΛΗΡΩΜA: Από την διδασκαλία του Βαλεντίνου για το ανώτατο ον έχουν καταγραφεί από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς δύο παραλλαγές, από τον άγιο Ειρηναίο και από τον άγιο Ιππόλυτο.
Κατά την περιγραφή του αγίου Ειρηναίου η αρχέγονη κατάσταση ή Αιών ονομάζεται Βυθός ή Προπάτωρ. Μετά από αιώνες σιωπής και ακινησίας προβάλει σπόρο, τον οποίο δέχεται η σύντροφος Σιγή ή Έννοια ή Χάρις και ξεκινά η παραγωγή των Αιώνων[8].
Η ιεραρχική δομή του πληρώματος των Αιώνων είναι η κάτωθι:
Η ΟΓΔΟΑΔΑ
→ Ο Βυθός ή Προπάτωρ γεννά την Σιγή ή Έννοια ή Χάρι και μαζί της γεννά τον Νού ή Μονογενή και την Αλήθεια. Αυτή είναι η Πυθαγορική Τετρακτύς.
→ Νούς και Αλήθεια γεννούν τον Λόγο και την Ζωή
→ Λόγος και Ζωή γεννούν τον Άνθρωπο και την Εκκλησία
Η ΔΕΚΑΔΑ
→ Λόγος και Ζωή γεννούν τους:
(α) Βύθιο και Μίξη
(β) Αγήρατο και Ένωση
(γ) Αυτοφυή και Ηδονή
(δ) Ακίνητο και Σύγκραση
(ε) Μονογενή και Μακαρία
Η ΔΩΔΕΚΑΔΑ
→ Άνθρωπος και Εκκλησία γεννούν τους:
(α) Παράκλητος και Πίστις
(β) Πατρικός και Ελπίς
(γ) Μητρικός και Αγάπη
(δ) Αείνους και Σύνεσις
(ε) Εκκλησιαστικός και Μακαριότης
(στ) Θελητός και Σοφία
Έτσι συμπληρώνεται το Πλήρωμα των 30 αιώνων των Βαλεντινιστών. Ο άγιος Επιφάνιος δίνει και σειρά αραμαϊκών ονομάτων των Αιώνων[9]. Επίσης θεωρεί την μυθοπλασία του Βαλεντίνου αντιγραφή της αντίστοιχης του Ησιόδου[10].
Στην παραλλαγή του αγίου Ιππολύτου, το ανώτατο ον, ο Πατήρ, βρίσκεται εκτός της ιεραρχίας των Αιώνων και είναι άθηκυς και άζυγος[11]. Συμπληρώνει βέβαια ότι αυτή δεν είναι η μοναδική δοαξσία των Βαλεντινιστών, αλλά η καθαρή του Βαλεντίνου. Θεωρείται σήμερα ότι είναι η πρώτη διατύπωση, ενώ στην συνέχεια έγινε ανάμιξη με γνώμες των Σιμωνιανών, οπότε και διαμορφώθηκε το πρώτο ζεύγος των Αιώνων[12].
Κάποιοι μελετητές, πάλι, αντιπαραβάλλουν το Πλήρωμα με το καββαλισικό Δέντρο της Ζωής. Θωρούν ότι η ομοιότητα γίνεται περισσότερο εμφανής αν στους παραπάνω συμπληρωθούν δύο ακόμη Αιώνες, ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα, και παραλληλιστούν με τους 32 τρόπους της σοφίας, με τους οποίους ο Θεός παράγει το σύμπαν στο Sefer Yetzirah[13].
ΠΤΩΣΗ: Η πτώση στη Βαλεντινιανή διδασκαλία είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας της Σοφίας να διαπεράσει το μυστήριο που περιβάλλει τον Βυθό, κατά την παραλλαγή του Ειρηναίου[14]. Στην παρουσίαση του Ιππολύτου, είναι αποτέλεσμα της προσπάθειάς της να μιμηθεί τον Πατέρα και να γεννήσει χωρίς σύζυγο[15]. Αποτέλεσμα είναι η μορφοποίηση της αμαρτωλής σκέψης της Σοφίας στην πρώτη περίπτωση ή η δημιουργία ενός άμορφου εκτρώματος στην δεύτερη. Το γέννημα ονομάζεται Κάτω Σοφία ή Σοφία Αχαμώθ.
ΣΟΦΙΑ: Η Σοφία και στις δύο μορφές έχει πάθη, εκ των οποίων τα τέσσερα βασικά είναι λύπη, φόβος, έκσταση, αγωνία. Η πτώση της στο περιγραφέν υπό του Ειρηναίου σύστημα, είναι προσωπική, δεν επηρεάζει το Πλήρωμα, και αποκαθίσταται από την δύναμη του Πατρός, την καλουμένη Όρο[16]. Στην διδασκαλία που παρουσιάζει ο άγιος Ειρηναίος, η πτώση της Σοφίας έχει συνέπειες για το σύνολο του Πληρώματος και για την αποκατάσταση της ισορροπίας επεμβαίνουν δύο νέοι Αιώνες, ο Χριστός και το Πνεύμα[17]. Ο Χριστός αποστέλει σην πρώτη περίπτωση τον Παράκλητο προς αποκατάσταση της Κάτω Σοφίας, ενώ στην δεύτερη τον Καρπό ως σύζυγο[18].
ΧΡΙΣΤΟΣ: Για τον ήδη αναφερθέντα Χριστό, δίδακαν ότι μετά την μετάνοια και επιστροφή της Σοφίας, ανέλαβε να διδάξει στους λοιπούς Αιώνες το ακατάληπτο του Πατρός, ώστε να μην επιχειρήσουν τόλμημα παρόμοιο και δημιουργηθεί πάλι σύγχυση στο Πλήρωμα[19].
Το Άγιο Πνεύμα δίδαξε στους Αιώνες την ευχαριστία και την αληθινή ανάπαυση. Με την σταθεροποίηση και ανάπαυση του Πληρώματος από τον Χριστό και το Άγιο Πνεύμα, γεννάται καρπός εις τιμή και δόξα του Βυθού, ο Ιησούς, ο δεύτερος Χριστός, ο επικαλούμενος Σωτήρας[20].
ΣΟΦΙΑ ΑΧΑΜΩΘ: Αυτή είναι η Ενθύμηση των όσων είδε η Άνωθεν Σοφία εντός του Πληρώματος, η αφορισθείσα από την μητέρα της εκτός του Πληρώματος προς αποκατάσταση της τάξης. Εξορισθείσα πριεφέρετο σε σκιώδεις τόπους, άμορφη και ανείδεη σαν έκτρωμα[21]. Σε τέτοια κατάσταση προκάλεσε τον οίκτο του Χριστού, ο οποίος επέκτεινε τον Σταυρό και την μόρφωσε κατά την ουσία και όχι ως προς την γνώση. Μετά την πράξη συστέλει την δύναμή του και την εγκαταλείπει, ώστε να αισθανθεί το πάθος και να επιθυμήσει το Πλήρωμα.
Η Σοφία Αχαμώθ επιθυμώντας το φως ανάστρεψε προς το Πλήρωμα αλλά εμποδίστηκε να εισέλθει από τον Όρο. Καταλαμβάνεται τότε από λύπη, διότι δεν κατάφερε ν’ ακολουθήσει το φως, φόβο, μην τυχόν και με την εγκατάλειψη του φωτός επέλθει και εγκατάλειψη της ζωής, και απορία, διότι αγνοούσε τα πάντα[22].
Μέσα από την αποτυχημένη προσπαθεια επιστροφής της Σοφίας Αχαμώθ προήλθε ο κόσμος. Από την επιστροφή έλαβαν υπόσταση ο Δημιουργός και κάθε ψυχή. Από τον φόβο και την λύπη τα υπόλοιπα. Από τα δάκρυά της η υγρή ουσία, από το γέλιο της η φωτεινή, από την έκπληξη τα σωματικά[23].
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι από τα πάθη της Κάτω Σοφίας προέκυψε ο υλικός κόσμος και από την διάθεση επιστροφής της ο ψυχικός. Δεν κατάφερε, όμως ν’ αναπλάσει το πνευματικό στοιχείο που υπήρχε μέσα της. Αυτό συνέβη μετά την αποστολή του Αγίου Πνεύματος από τον Χριστό και την κάθαρσή της από τα πάθη[24]. Ταυτόχρονα ο Δημιουργός είχε κατασκευάσει τον άνθρωπο, κι έτσι αυτή μπόρεσε να καταθέσει πνευματικό μέρος, το οποίο εναποτέθηκε στα πλάσματα.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ: Αυτός είναι ο γιος της Κάτω Σοφίας, ο επικαλούμενος κατά τους Βαλεντινιστές, Πατέρας και Θεός. Ταυτίζεται από αυτούς με τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Υποτίθεται ότι δημιούργησε επτά ουρανός. Ο ίδιος κατοικοεδρεύει στον έβδομο και καλείται Εβδομάδα, ενώ η Σοφία Αχαμώθ Ογδοάδα, διότι αποσώζει τον αριθμό της αρχέγονης, της εντός του Πληρώματος[25].
Τους ουρανούς δεν τους εκλάμβαναν νοητούς αλλά αγγέλους. Παράδεισο νοούσαν τον τέταρτο ουρανό, από του οποίου την δύναμη εξέλαβε ο Αδάμ. Ο κόσμος είναι δημιούργημα εξ αγνοίας των ιδεών, προβολής της Σοφίας.
Τον άνθρωπο, λένε, τον δημιούργησε χοϊκό, αλλά όχι από ξηρά γη, μάλλον από αόρατη ουσία. Σ’ αυτό εμφύσησε το ψυχικό στοιχείο, και τον έπλασε κατ’ εικόνα ως προς το υλικό και καθ’ ομοίωση, ως προς το ψυχικό[26]. Το πνευματικό στοιχείο κατατέθηκε στον Δημιουργό εν αγνοία του. Συμπλήρωσε την κατασκευή του ανθρώπου, κατά την επιθυμία της Κάτω Σοφίας, εν αγνοία του Δημιουργού. Ο σκοπός αυτής της ενέργειας ήταν να γίνει ο άνθρωπος δεκτικός της τελειότητος[27].
Τελειότητα δέχονται την απόκτηση τα γνώσης, και πνευματικοί είναι οι άνθρωποι που έχουν την τέλεια γνώση περί Θεού και της Αχαμώθ[28].
Ψυχικοί είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν τέλεια γνώση περί Θεού, αλλά πίστη βεβαιωμένη από τα έργα. Σ’ αυτούς εντάσσονταν από τους Βαλεντινιστές τα μέλη ης Εκκλησίας. Και οι μεν ψυχικοί χρειάζονται τα έργα για την σωτηρία τους, ενώ οι πνευματικοί σώζονται από την φύση τους. Οι χοϊκοί δεν είναι δυνατόν να σωθούν[29].
Οι τρεις κατηγορίες των ανθρώπων, πνευματικοί, χοϊκοί, ψυχικοί, δέχονται ότι αντιπροσωπεύονται από τους Κάιν, Άβελ και Σήθ, αντίστοιχα[30].
ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑ: Για τους Βαλεντινιστές η λύτρωση είναι μια κοσμική διαδικασία, η οποία συμβαίνει στο Πλήρωμα, ανεξάρτητα από τις πράξεις των ανθρώπων. Αυτό ξεκινά από την ιδέα ότι υπάρχει ακόμη ένας Αιώνας, η Σοφία Αχαμώθ, η οποία βρίσκεται εκτός Πληρώματος και πρέπει ν’ αποκατασταθεί. Για να γίνει αυτό πρέπει το πνευματικό στοιχεί, οι θεϊκοί σπινθήρες,που υπάρχουν φυλακισμένοι στην ύλη, ν’ απελευθερωθούν από αυτή και να ανέλθουν.
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι το σύστημα της αυτόματης λύτρωσης των Βαλεντινιστών είναι καθαρά ντετερμινιστικό.
ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ: Όταν θα συμβεί αυτό, όταν δηλαδή απελευθερωθούν οι θεϊκοί σπινθήρες και ανέλθουν, τότε η ύλη θα καταστραφεί. Η Σοφία Αχαμώθ θα μεταβεί από τον μέσο τόπο και θα εισέλθει στο Πλήρωμα. Τότε θα συμπληρώσει συζυγία με τον Σωτήρα και θα ολοκληρωθεί το τρίπτυχο Νυμφίος, Νύμφη, Νυμφώνας (Πλήρωμα). Οι πνευματικοί άνθρωποι θα γίνουν νοερά πνεύματα και θα συζευχθούν τους αγγέλους που περιβάλουν τον Σωτήρα. Ο Δημιουργός με την σειρά του θα καταλάβει τον μέσο τόπο που άφησε κενό η μητέρα του. Εκεί θα αναπαυθούν οι ψυχές των δικαίων, δηλαδή των ψυχικών[31].
4.5.1β Πρακτικές
Από την παραπάνω σωτηριολογία και εσχατολογία πηγάζουν οι πρακτικές των Βαλεντινιστών. Έτσι κατ’ απομίμηση του μύθου των ουρανίων γάμων, προτρέπουν σε έκλυτο ηθικό βίο:
«Καί οἱ μέν αὐτῶν λάθρα τάς διδασκομένας ὑπ’ αὐτῶν τήν διδαχήν ταύτην γυναῖκας διαφθείρουσιν, ὡς πολλάκις ὑπ’ ἐνίων αὐτῶν ἐξαπατηθεῖσαι, ἔπειτα ἐπιστρέψασαι γυναῖκες εἰς τήν Εκκησίαν τοῦ Θεοῦ, σὐν τῇ λοιπῇ πλάνῃ καί τοῦτο ἐξωμολογήσαντο˙ οἱ δέ κατά τό φανερόν ἀπερυθριάσαντες, ὧν ἄν ἐρασθῶσι γυναικῶν, ταῦτας ἀπ’ ἀνδρῶν ἀποσπάσαντες, ἰδίας γαμετάς ἡγήσαντο[32]».
Γίνεται η εκτίμηση, ότι εκτός του αντινομικού χαρακτήρα, που παρουσίαζαν ορισμένες ομάδες Βαλεντινιστών, όπως αυτή του Μάρκου, υπήρχαν και άλλες, οι οποίες δίδασκαν την κατάργηση των φύλων, οπότε επέβαλαν την εγκράτεια. Αυτό προκύπτει από την αφυλία την προβαλομένη στο Ευαγγέλιον Φιλίππου και στην Εξήγησιν περί της ψυχής. Περί αυτών έχει γνώση και ο άγιος Ειρηναίος. Γράφει, λοιπόν, ότι υποτιθέμενη εγκράτεια ήταν επίπλαστη:
«Ἄλλοι δέ αὖ πάλιν σεμνῶς κατ’ ἀρχάς, ὡς μετά ἀδελφῶν προσποιούμενοι συνοικεῖν, προϊόντος τοῦ χρόνου ἠλέγχθησαν, ἐγκύμονος τῆς ἀδελφῆς ὑπό τοῦ ἀδελφοῦ γενηθείσης[33]».
Εφόσον θεωρούσαν τους εαυτούς τους πνευματικούς και συνεπώς σεσωσμένους, ένιωθαν ελεύθεροι από κάθε απαγόρευση. Ως αποτέλεσμα κατέλυαν ειδωλόθυτα, και μετείχαν σε ειδωλολατρικές εορτές[34].
Πολύ γρήγορα επήλθε διάσπαση στις ομάδες και έτσι δημιουργήθηκαν δύο σχολές, κατά την αναφορά του αγίου Ιππολύτου, η Ιταλιωτική και η Ανατολική[35]. Οι σχολές αυτές εκπροσωπήθηκαν η πρώτη από τους Ηρακλέωνα και Πτολεμαίο, η δεύτερη από τους Αξιόνικο και Αρδησιάνη. Και οι δυο δέχονταν και τρίτο Χριστό, τον υιό της Μαρίας. Η Ιταλιώτικη σχολή τον δέχονταν ως ψυχικό γι’ αυτό και κατά την διάρκεια του βαπτίσματος κατήλθε το πνεύμα ως περιστερά, δηλαδή ο λόγος της Άνωθεν Σοφίας. Έτσι έγινε πνευματικός και ανυψώθηκε από την φθορά. Η ανατολική σχολή δέχονταν ότι το σώμα του Χριστού ήταν πνευματικό εξ αρχής. Το πνεύμα της Άνωθεν Σοφίας κατήλθεν στην Μαρία για να διαπλασθή αυτό που δόθηκε. Και οι δύο σχολές έφεραν στοιχεία δοκητισμού.
4.5.2 Πτολεμαίος
Ο Πτολεμαίος αναγνωρίζεται ως ένας από τους άμεσους διαδόχους του Βαλεντίνου, και μαζί με τον Ηρακλέωνα ήταν οι ηγετικές μορφές της Ιταλιώτικης σχολής. Έκανε προσθήκες στην διδασκαλία του προκατόχου του. Μία από τις βασικές είναι ότι έδωσε και δεύτερη σύζυγο στο Βυθό, το Θέλημα. Η μεν πρώτη σύζυγος, η Έννοια, παρουσιάζεται από αυτόν ως προαιώνια συνύπαρξή του, ενώ το Θέλημα ως επιγινόμενο[36].
Ο άγιος Επιφάνιος διασώζει ολόκληρο έργο του την Επιστολή προς Φλώραν[37]. Η Φλώρα αναφέρεται ως κυρία, αμύητη στην βαλεντινιανή διδασκαλία. Ερωτά τον Πτολεμαίο, αν ο μωσαϊκός νόμος προέρχεται από τον θεό ή από τους δαίμονες. Ο Πτολεμαίος λαμβάνει ευκαιρία από την ερώτηση για να εκφράσει μέρος της γνωστικής του διδασκαλίας.
Αρχικά επισημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν ο νόμος να έχει δοθεί από τον ύψιστο θεό, διότι ο μεν θεός είναι τέλειος, ο δε νόμος ατελής[38]. Αλλά ούτε εκ των δαιμόνων είναι δυνατόν να έχει δοθεί, διότι αυτοί είναι άδικοι[39].
Πριν προχωρήσει στην εξακρίβωση της ταυτότητας του νομοθέτη, παρουσιάζει τον μωσαϊκό νόμο, όπως τον αντιλαμβάνεται, βέβαια, ο ίδιος. Τον νόμο χωρίζει σε τρία μέρη. Το ένα μέρος έχει δοθεί από τον θεό, το δεύτερο το νομοθέτησε ο Μωυσής και το τρίτο οι πρεσβύτεροι του λαού[40].
Ως προς τις διατάξεις χωρίζει επίσης τον νόμο σε τρία μέρη:
(α) Στην καθαρή νομοθεσία που δεν συμπλέκεται με το κακό, τον δεκάλογο, την οποία ονομάζει καθαρό νόμο. Αυτή δεν ήρθε για να την καταλύσει ο Χριστός άλλα για να την συμπληρώσει.
(β) Στη νομοθεσία την συμπεπλεγμένη με την αδικία, όπως για παράδειγμα το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού». Αυτήν την κατήργησε ο Χριστός διότι δεν ήταν ταιριαστή με την φύση του.
(γ) Στο τυπικό και συμβολικό μέρος του νόμου, το οποίο τέθηκε ως εικόνα των πνευματικών. Αυτό ο Χριστός το μετέθεσε από τα αισθητά στα πνευματικά[41].
Στο τέλος φτάνει στην αναγνώριση του νομοθέτη. Αυτός είναι ο δημιουργός, ο συντηρητής του κόσμου, ο ιστάμενος στον ενδιάμεσο κόσμο και γι’ αυτό καλούμενος μέσος[42]. Αυτός δεν είναι αγαθός, όπως ο τέλειος θεός, ούτε κακός όπως ο αντικείμενος, αλλά κάτι ενδιάμεσο. Κι επειδή ο ύψιστος θεός είναι αγαθός κατά την φύση του, και ο αντικείμενος κακός επίσης κατά την φύση του, ο μέσος, δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι δίκαιος, ως ιστάμενος στο μέσο[43].
Επίσης ο ύψιστος είναι αγέννητος, ως πατέρας, και αθάνατος, ενώ ο αντικείμενος σκοτεινός και φθαρτός. Συμπεραίνει, λοιπόν, ο Πτολεμαίος, ότι ο μέσος είναι διπλής φύσεως και εικόνα του πατρός[44].
4.5.3 Ηρακλέων
Ο Ηρακλέων πιθανότατα έδρασε στην Ιταλία αμέσως μετά τον Βαλεντίνο, περίπου το 175 μ.Χ. Αναφέρεται από τον Κλήμετνα Αλεξανδρέα ως ο διασημότερος εκ των μαθητών της σχολής[45]. Ο Ωριγένης τον αναφέρει ως γνώριμο του Βαλεντίνου[46].
Συνέγραψε Υπόμνημα εις τον Ιωάννην. Δύο αποσπάσματα του έργου του διατηρήθηκαν στους Στρωματείς του Κλήμεντος Αλεξανδρέως[47]. Ο Ωριγένης παραθέτει καμιά πενηνταριά αποσπάσματα στα Σχόλιά του, προκειμένου να αναιρέσει τις θέσεις του Ηρακλέωνα.
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς παραθέτει απόσπασμα, στο οποίο φαίνεται ότι η θέση του Ηρακλέωνα ήταν υπέρ της άρνησης του μαρτυρίου. Την άρνηση αυτή δεν την θεωρούσε αμαρτία. Αντίθετα πίστευε ότι η ομολογία μέσω του βίου ήταν ανώτερη. Σ’ αυτά ο Κλήμης αντιπροτείνει ότι υπάρχουν άνθρωποι, που δεν πρόλαβαν να τον ομολογήσουν έμπρακτα τον Χριστό, αλλά επειδή τον ομολόγησαν έμπροσθεν τον ανθρώπων κέρδισαν την αιώνια ζωή.
Από τα αποσπάσματα που σώζονται στο έργο του Ωριγένη προκύπτει, ότι ο Ηρακλέωνας ταύτιζε τον Λόγο με τον Σωτήρα και με τον Δημιουργό και καλεί το Πλήρωμα μέγεθος. Αποδέχεται την διαίρεση των ανθρώπων σε χοϊκούς, υλικούς και πνευματικούς, όπως και όλοι οι Βαλεντινιστές. Θεωρεί τους χοϊκούς ως φυσικά τέκνα του διαβόλου. Σύμβολο των ψυχικών θέτει τον Βαπτιστή. Δέχεται ως Εκκλησία μόνο τους πνευματικούς, και θέτει τους Χριστιανούς εκτός αυτής, ως ψυχικούς.
Σε αυτόν αποδίδεται και το Δοκίμιον περί της τριπλής επιφανείας ή Τριμερής Πραγματεία, που σώζεται στον κώδικα Jung (NHC I.4).
4.5.4 Φλωρίνος
Ο Φλωρίνος ήταν μαθητής του αγίου Πολυκάρπου και συμμαθητής του αγίου Ειρηναίου[48]. Ήταν πρεσβύτερος της εκκλησίας της Ρώμης, αλλά εξέπεσε μαζί με τον Βλαστό. Αναφέρεται ότι παρέσυραν πολλούς πιστούς της Εκκλησίας στην αίρεσή τους[49].
Ο άγιος Ειρηναίος απηύθυνε δύο επιστολές προς αυτών. Καμιά τους δεν σώζεται. Για το περιεχόμενό τους πληροφορούμαστε από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου. Η πρώτη επιστολή επιγράφεται Περί μοναρχίας[50]. Σ’ αυτήν ο άγιος υπενθυμίζει στον παιδικό του φίλο τις ώρες που πέρασαν μαζί, παρακολουθώντας τα διδάγματα του αγίου Πολυκάρπου. Διδάγματα εντελώς διαφορετικά από αυτά που κήρυττε ο Φλωρίνος τώρα[51]. Στην επιστολή αυτή ανασκευάζεται η πολυαρχία των Βαλεντινιστών. Επίσης καταγγέλλει ότι ο Θεός δεν είναι η δημιουργός των κακών.
Στην δεύτερη επιστολή, την επιγραφόμενη Περί ογδοάδος, αναφέρει ότι ο ίδιος έχει λάβει την πρώτη διαδοχή των αποστόλων, εννοώντας βέβαια μετά τους αποστόλους. Επειδή ο Φλωρίνος ενέμενε στις απόψεις του ο άγιος Ειρηναίος έστειλε και μια επιστολή προς Βίκτορα, ενημερωτική περί των απόψεων του πρώτου. Απόσπασμα σώζεται στην συριακή.
4.5.5 Θεοόδοτος
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς διέσωσε τμήματα συλλογής γνωμών. Στο έργο που επιγράφεται Επιτομαί εκ του Θεοδότου αντιπαραβάλλει τις γνώμες αυτές με δικές του παρατηρήσεις. Η συλλογή ενδεχομένως προϋπήρχε, και εξ αυτής έκανε διαλογή. Οι απόψεις που εκφράζονται είναι των βαλεντινιστών και ταιριάζουν με όσα αναφέρει γι’ αυτούς ο άγιος Ειρηναίος[52].
Ονομάζουν τον ύψιστο θεό Βυθό ή Πατέρα και την σύντροφό του Σιγή ή Έννοια. Παρουσιάζουν τον δημιουργό ως εχθρικά διακείμενο έναντι των πνευματικών. Μιλούν διά μακρών για τον Σωτήρα και τις ενέργειές του. Προορισμός του ανθρώπου τίθεται η ζωή στην Ογδοάδα, εννοείται όμως ότι πρόκειται για τους πνευματικούς, των οποίων η κοινωνία είχε ιδρυθεί πριν τη δημιουργία του κόσμου. Πέραν τούτων τίποτε άλλο δεν είναι γνωστό για τον Θεόδοτο.
4.5.6 Μάρκος
Ο Μάρκος φέρεται ως ιδρυτής δικής του σέκτας, των Μαρκοσιανών, ακολουθώντας κυρίως την διδασκαλία του Βαλεντίνου. Σε αυτή πρόσθεσε στοιχεία αριθμολογίας, βασισμένος στην αριθμητική αξία των ελληνικών γραμμάτων.
Ο άγιος Ειρηναίος αναφέρει περιστατικό που συνέβη στην Ασία, κατά το οποίο ο Μάρκος ξελόγιασε την γυναίκα κάποιου διακόνου[53]. Από αυτό συμπεραίνεται ότι η περιοχή ήταν τόπος δράσης του εν λόγω αιρεσιάρχη.
Από την Μικρά Ασία η πλάνη μεταφέρθηκε γρήγορα στις επαρχίες της Νότιας Γαλατίας[54], δεδομένων των σχέσεων των δύο περιοχών την εποχή εκείνη. Έντονη δράση εναντίον της εξάπλωσης τους ανέλαβε ο άγιος Ειρηναίος, ως προερχόμενος και ο ίδιος από την Μικρά Ασία. Είναι γενικά αποδεκτό ότι γνώρισε την δράση των Μαρκοσιανών ήδη πριν γίνει επίσκοπος Λυώνος.
Στόχος του Μάρκου ήταν κυρίως οι πλούσιες και εύπιστες γυναίκες. Αξίζει να μεταφέρουμε την περιγραφή του τρόπου προσέγγισης τους από τον Μάρκο:
«Μάλιστα γάρ περί γυναῖκας ἀσχολεῖται, καί τούτων τάς εὐπαρίφους καί περιπορφύρους καί πλουσιωτάτας, ἅς πολλάκις ὑπάγεσθαι πειρώμενος, κολακεύων φησίν αὐταῖς˙
"Μεταδοῦναί σοι θέλω τῆς ἑμῆς χάριτος, ἐπειδή ὁ πατήρ τῶν ὅλων τόν Ἄγγελόν σου διαπαντός βλέπει πρό προσώπου αὐτοῦ. Ὁ δέ τόπος τοῦ μεγέθους ἐν ἡμῖν ἐστι˙ δι’ ἡμᾶς ἐγκαταστῆσαι. Λάμβανε πρῶτον ἀπ’ ἑμοῦ, καί δι’ ἑμοῦ τήν χάριν. Εὐτρέπισον σεαυτήν, ὡς νύμφη ἐκδεχομένη τόν πλησίον ἑαυτῆς, ἵνα ἔσῃ ὅ ἐγώ, καί ἐγώ ὅ σύ. Καθίδρυσον ἐν τῷ νυμφῶνί σου τό σπέρμα τοῦ φωτός. Λάβε παρ’ ἑμοῦ τόν νυμφίον, καί χώρησον αὐτόν, καί χωρήθητι ἐν αὐτῷ. Ἰδού ἡ χάρις κατῆλθεν ἐπί σέ˙ ἄνοιξον τό στόμα σου καί προεφήτευσον[55]"».
Όπως είναι φυσικό η πρώτη αντίδραση του θύματος ήταν να δηλώσει ότι δεν ξέρει να προφητεύει. Αυτός και δεύτερη και Τρίτη φορά επέμενε, έως ότου το υποκείμενο έχοντας πέσει θύμα υποβολής, έλεγε ασυναρτησίες. Ο Μάρκος επιβεβαίωνε τις ασυναρτησίες ως προφητείες. Τότε η γυναίκα προθυμοποιούνταν να τον ανταμείψει πλουσιοπάροχα σε χρήμα και είδος, διότι έλαβε το χάρισμα της προφητείας, όπως νόμιζε.
Ο Μάρκος χρησιμοποιούσε ταχυδακτυλουργίες με σκοπό να προσελκύσει νέα μέλη στην ομάδα του.
«Τά γάρ Ἀναξιλαόυ παίγνια τῇ τῶν λεγομένων μάγων πανουργίᾳ συμμίξας, δι’ αὐτῶν φαντάζων τε καί μαγεύων, εἰς ἔκπληξιν τους ὁρῶντάς τε καί πειθομένους αὐτῷ περιέβαλεν… οἱ δέ τά ἀπό περιεργίας ὁρῶντες, δοκοῦσι δυνάμεις τινάς ἐν χερσίν αὐτοῦ ἐπιτελεῖσθαι… Τόν γάρ νοῦν καί αὐτοί ἀπολέσαντες, οὐχ ὁρῶσι μή γινώσκοντες δοκιμᾶσαι, ὅτι ἀπό μαγείας ἡ σύστασις τοῦ παρ’ αὐτοῦ παιγνίου, ὡς ἔπος εἰπεῖν, ἐπιτελεῖται[56]».
Πολυχρησιμοποιημένο κόλπο ήταν να γεμίζει σε σημείο εκχύλισης ένα μεγάλο ποτήρι από ένα μικρότερο. Αυτό άφηνε άφωνους τους θεατές του, όσους δεν καταλάβαιναν την ταχυδακτυλουργία:
«Καί τούτου γενομένου, αὐτός ἄλλο ποτήριον πολλῷ μείζον ἐκείνου, οὗ ἡ ἐξηπατημένη εὐχαρίστησε, προσενεγκών, καί μετακενώσας ἀπό τοῦ μικροτέρου, τοῦ ὑπό τῆς γυναικός ηὐχαριστημένου, εἰς τό ὑπ’ αὐτοῦ κεκοσμημένον, ἐπιλέγων ἅμα οὔτως˙
"Ἡ πρό τῶν ὅλων, ἡ ἀνενόητος καί ἄῤῥητος χάρις πληρώσαι σου τόν ἔσω ἄνθρωπον, καί πληθύναι ἐν σοί τήν γνῶσιν αὐτῆς, ἐγκατασπείρουσα τόν κόκκον τοῦ σινάπεως εἰς τήν ἀγαθήν γῆν."
Καί τοιαῦτά τινα εἰπών, καί ἐξοιστρήσας τήν ταλαίπωρον, θαυματοποιός ἀνεφάνη, τοῦ μεγάλου πληρωθέντος ἐκ τοῦ μικροῦ ποτηρίου, ὤστε καί ὑπερεκχεῖσθαι ἐξ αὐτοῦ. Καί ἄλλα τινά τούτοις παραπλήσια ποιῶν, ἐξηπάτησε πολλούς, καί ἀπαγήοχεν ὀπίσω αὐτοῦ[57]».
Παρουσιάζεται να είναι και κάτοχος της αλχημιστικής τέχνης, την οποία επίσης χρησιμοποιούσε προς εξαπάτηση των αφελών. Αναφέρεται ότι τελούσε είδος ευχαριστίας με ποτήρι οίνου, το οποίο έβαφε πότε κόκκινο και πότε πορφυρό. Στην συνέχεια προσκαλούσε τους παρευρισκομένους να γευθούν από το ποτήρι για να λάβουν την χάρη που άλλαζε το χρώμα.
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η διδασκαλία του ήταν παρόμοια με του Βαλεντίνου, με προσθήκες αριθμολογίας, τόσο εκτενής ώστε το κάνουν ανάξιο σοβαρής μελέτης. Θα δώσουμε ένα παράδειγμα, ώστε να γίνει περισσότερο κατανοητό.
Όπως ο Βαλεντίνος, έτσι και ο Μάρκος παραδέχονταν το Πλήρωμα των 30 Αιώνων. Η πρώτη τετράδα αποτελούνταν από τους Ἄῤῥητος, Σειγή, Πατήρ, Ἀλήθεια. Έλεγαν, λοιπόν, ότι τα ονόματα των Αιώνων γράφονταν με 24 γράμματα, όσα και τα γράμματα του ελληνικού Αλφαβήτου. Επίσης, το ίδιο αλφάβητο αποτελούνταν από 9 άφωνους φθόγγους, 8 ημίφωνους και 7 φωνήεντα. Τα άφωνα ανήκαν στον Πατέρα και την Σιγή, τα ημίφωνα στο Λόγο και την Ζωή, και τα φωνήεντα στον Άνθρωπο και την Εκκλησία[58].
4.5.6α Πρακτικές
Ο Ευσέβιος Καισαρείας γράφει ότι η σέκτα του Μάρκου, χρησιμοποιούσε βάπτισμα στο όνομα του αγνώστου πατρός, στο όνομα της αλήθειας, της μητέρας των όλων, και στο όνομα του ενός που κατήλθε στον Ιησού[59]. Είναι προφανές ότι πρόκειται για απομίμηση του χριστιανικού βαπτίσματος στο όνομα της Αγίας Τριάδος.
Εδώ πάρχει μια αντίφαση με τον γνωστικό χαρακτήρα της αίρεσης. Ενώ δηλαδή θεωρούσαν ως παράγοντα σωτηρίας την γνώση, πάραυτα αποδέχονταν το βάπτισμα της απολυτρώσεως σε αντίθεση μάλιστα με το βάπτισμα της αφέσεως των αμαρτιών. Έλεγαν για το βάπτισμα του φαινομένου Ιησού, ότι ήταν βάπτισμα αφέσεως αμαρτιών. Το συνέδεαν όμως με το βάπτισμα τα απολυτρώσεως μέσω του Χριστού που πίστευαν ότι εισήλθε σ’ αυτόν την ώρα εκείνη[60].
Επίσης χρησιμοποιούσαν είδος χρίσματος με λάδι και νερό. Αυτό το συνόδευαν με μαγικές επωδές. Σκοπός της τελετής αυτής ήταν να σφραγίσουν τους μυημένους και να τους καταστήσουν άτρωτους στις επιθέσεις των Αρχόντων μετά θάνατο. Έτσι η ψυχή του πεθαμένου πίστευαν ότι μπορεί να ανέλθει αόρατη και να φτάσει στο Πλήρωμα[61].
Η μνημονευθείσα αντίφαση, φαίνεται δημιούργησε διχογνωμία στις τάξεις της ομάδες, διότι όσοι στο χρίσμα προχωρούσαν όσοι δεν δέχονταν το βάπτισμα. Άλλοι θεωρούσαν και τα δύο περιττά, διότι γι’ αυτούς το μυστήριο ήταν πνευματικό και αόρατο. Αυτοί διατηρούσαν τον καθαρό γνωστικό χαρακτήρα, αποδεχόμενοι ότι η επίγνωση του αρρήτου μυστηρίου είναι η απολύτρωση[62].
Τελούσαν είδος εξοδίου ακολουθίας, κατά την οποία επαναλάμβαναν την χρίση του νεκρού με έλαιο και ύδωρ. Το μίγμα αποκαλούσαν οποβάλσαμο. Η σημασία του ήταν ίδια με αυτήν που αναφέρθηκε για το χρίσμα[63].
Παραπάνω αναφέρθηκε το ταχυδακτυλουργικό κόλπο μα το ποτήρι, του οποίου το περιεχόμενο άλλαζε χρώμα. Αυτό συνέβαινε κατά την διάρκεια της γνωστικής τους ευχαριστίας.
Τέλος, χαρακτηριστική είναι η τελετή του νυμφώνος, την οποία τελούσαν:
«Οἱ μέν γάρ αὐτῶν νυμφῶνα κατασκευάζουσι καί μυσταγωγίαν ἐπιτελοῦσι, μἐτ’ ἀπιῤῥήσεων τινων τοῖς τελειωμένοις, καί πνευματικόν γάμον φάσκουσιν εἶναι τό ὑπ’ αὐτῶν γινόμενον, κατά τήν ὁμοιότητα τῶν ἄνω συζυγιῶν[64]».
[1] Επιφάνιου, Πανάριον XXXI 2.3.
[2] Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς VII 17.106.4.
[3] Ο.π.
[4] Ειρηναίου, Έλεγχος ΙΙΙ 4.3 και επαναλαμβάνει Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 11.1.
[5] Τερτυλλιανού, Adversus Valentinianos 4.
[6] Κλήμης Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙ 20.114.1 απόσπασμα επιστολής, ΙΙ 8.36.2 επίσης από επιστολή, ΙΙΙ 7.59.3 επιστολή προς Αγαθόποδα.
[7] Stuart Holroyd, The Elements of Gnosticism, 1994, p.32.
[8] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 1.1.
[9] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙ 2.8: Αμψιου Αυραάν(), Βουκούα Θαρδουού (), Ουβουκούα Θαρδεδδείν (), Μερεξά Ατάρ (), Βαρβά Ουδουάκ (), Εστήν [Ουδουουάκ Εσλήν] [Αμφαίν Εσσουμέν] Ουανανίν Λαμερταρδε (), Αθαμές Σουμίν (), Αλλωρά Κουβιαθά (), Δανδαρία Δαμμώ (), Ωρήν Λαναφέκ (), Ουδινφέκ Εμφιβοχέ (), Βάρρα Ασσιού (), Αχέ Βελίμ (), Δεξαριχέ Μασεμών ().
[10] Ησιόδου, Θεογονία 116F κ.ε.
[11] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 29.3: «οἱ μέν γάρ αὐτῶν, ἵν’ ᾖ παντάπασι καθαρόν τό δόγμα τοῦ Οὐαλεντίνου Πυθαγορικόν, ἄθηλυν καί ἄζυγον καί μόνον τόν Πατέρα νομίζουσιν είναι».
[12] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 155.
[13] Σχετ. στο λήμμα “Kabbala” στην Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, Νέα Υόρκη 1910, vol. 8.
[14] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 2.2: «Προήλατο δέ πολύ ὁ τελευταῖος καί νεώτατος τῆς δωδεκάδος, …Αιών, τουτέστιν ἡ Σοφία, καί ἔπαθε πάθος ἄνευ τῆς ἐπιπλοκῆς ζυγοῦ…. Τό δέ πάθος εἶναι ζήτησιν τοῦ Πατρός˙ ήθελε γάρ, ὡς λέγουσι, τό μέγεθος τοῦ αὐτοῦ καταλαβεῖν».
[15] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 30.6: «ἐπεί δέ τῶν δέκαδύο ὁ δωδέκατος καί νεώτατος πάντων τῶν εἰκοσιοκτώ αἰώνων, θῆλυς ὤν καί καλούμενος Σοφία, κατενόησε τό πλῆθος καί τήν δύναμιν τῶν γεγεννηκότων αἰώνων καί ἀνέδραμεν εἰς τό βάθος τό τοῦ Πατρός καί ἐνόησεν, ὅτι οἱ μέν ἄλλοι πάντες αιῶνες γεννητοί ὑπάρχοντες κατά συζυγίαν γεννῶσιν, ὁ δέ Πατήερ μόνος ἄζυγος ἐγέννησεν, ἠθέλησε μιμήσασθαι τόν Πατέρα καί γεννῆσαι καθ’ ἑαυτήν δίχα τοῦ συζύγου, ἵνα μηδέν ᾖ ἔργον ὑποδεέστερον τοῦ Πατρός εἰργασμένη,…».
[16] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 2.2: «Ταύτην δέ τήν δύναμιν καί Ὅρον καλοῦσιν, ὑφ’ ἧς ἐπεσχῆσθαι, καί ἐστήριχθαι, καί μόγις ἐπιστράψαντα εἰς ἑαυτόν, καί πεισθέντα, ὅτι ἀκατάληπτός ἐστιν ὁ Πατήρ, ἀποθέσθαι τήν προτέραν ἐνθύμησιν, σύν τῷ ἐπιγινομένῳ πάθει ἐκ τοῦ ἐκπλῆκτου ἐκείνου θαύματος». Ι 2.4 «Τόν δέ Ὅρον τοῦτον καί Σταυρόν, καί Συλλυτρωτήν, καί Καρπιστήν, καί Ὁροθέτην, καί μεταγωγέα καλοῦσι. διά τοῦ Ὅρου τούτου φασί κεκαθάρθαι καί εστηρίχθαι τήν Σοφίαν, καί αποκατασταθῆναι τῇ συζυγίᾳ».
[17] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 31.1: «Γενομένης οὖν ἐντός τοῦ πληρώματος ἀγνοίας κατά τήν Σοφίαν καί ἀμορφίας κατά τό γέννημα τῆς Σοφίας, θόρυβος ἐγένετο έν τῷ πληρώματι˙ <ἐφοβοῦντο γάρ> οἱ αἰῶνες οἰόμενοι, ὅτι παραπλησίως ἄμορφα καί ἀτελῆ γενήσεται τῶν αἰῶνων τά γεννήματα καί φθορά τις καταλήψεται οὐκ εἰς μακράν ποτε τους αἰῶνας. …ἐλεήσας οὖν ὁ Πατήρ τά δάκρυα τῆς Σοφίας καί προσδεξάμενος τῶν αἰώνων τήν δέησιν, ἐπιπροβάλειν κελεύει˙ οὐ γάρ αὐτός, φησί, προέβαλεν, ἀλλά ὁ Νοῦς καί ἡ Ἀλήθεια Χριστόν καί Πνεῦμα ἅγιον είς μόρωσιν καί διαίρεσιν τοῦ ἐκτρώματος καί παραμυθίαν καί διανάπαυσιν τῶν τῆς Σοφίας στεναγμῶν».
[18] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 32.4.
[19] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 2.5: «Τόν μέν γάρ Χριστόν διδάξαι αὐτούς συζυγίας φύσιν, αγεννήτου κατάληψιν γινώσκοντας, ἰκανούς εἶναι, ἀναγορεῦσαί τε ἐν αὐτοῖς τήν τοῦ Πατρός ἐπίγνωσιν, ὅτι τε ἀχώρητός ἐστι καί ακατάληπτος, καί οὐκ ἔστιν οὔτε ἰδεῖν, οὔτε ἀκοῦσαι αὐτόν, ἤ διά μόνου τοῦ Μονογενούς γινώσκεται».
[20] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 2.6.
[21] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 4.1.
[22] Ο.π.
[23] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 4.2.
[24] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 4.5: «ὅς (ο Χριστός) ἀνελθών μέν είς τό Πλήρωμα, αὐτός μέν εἰκός ὅτι ὥκνησεν ἐκ δευτέρου κατελθεῖν, τόν Παράκλητο δέ ἐξέπεμψεν αὐτήν, τουτέστι τόν Σωτήρα, ἐνδόντος αὐτῷ πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ Πατρός… Την δέ Ἀχαμώθ, ἐντραπεῖσαν αὐτόν, λέγουσι πρῶτον μέν κάλυμμα ἐπιθέσθαι δι’ αἰδῶ, μετέπειτα δέ ἰδοῦσαν αὐτόν σύν ὅλῃ τῇ καρποφορίᾳ αὐτοῦ, προσδραμεῖν αὐτῷ, δύναμιν λαβοῦσαν ἐκ τῆς ἐπιφανείας αὐτοῦ. Κἀκεῖνον μορφῶσαι αὐτήν μόρφωσιν τήν κατά γνῶσιν, καί ἵασιν τῶν παθῶν ποιήσασθαι αὐτῆς,…».
[25] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 5.2.
[26] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 5.5.
[27] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 5.6.
[28] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 6.1.
[29] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 6.2.
[30] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 7.5.
[31] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 7.1.
[32] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 6.3.
[33] Ο.π.
[34] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 6.3: «Καί γάρ εἰδωλόθυτα διαφόρως ἐσθίουσι, μηδά μολύνεσθαι ὑπ’ αὐτῶν ἡγούμενοι˙ καί ἐπί πᾶσαν ἑορτάσιμον τῶν ἐθνῶν τέρψιν, εἰς τιμήν τῶν εἰδώλων γινομένην, πρῶτοι συνίασιν, ὡς μηδέ τῆς παρά Θεῷ καί ἀνθρώποις μεμισημένης τῆς τῶν θηριομάχων καί μονομαχίας ανδροφόνου θέας ἀπέχεσθαι ἐνίους αὐτῶν».
[35] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 35.5-6.
[36] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙΙΙ 1.3-4.
[37] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙΙΙ 3-7.
[38] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙΙΙ 3.4: «οὔτε γάρ υπό τοῦ τελείου θεοῦ καί πατρός φαίνεται τοῦτον τεθεῖσθαι (ἑπόμενον γάρ ἐστιν), ἀτελῆ τε ὄντα καί τοῦ ὑφ’ ἑτέρου πληρωθῆναι ἐνδεῆ, ἔχοντά τε προστάξεις ἀνοικείας τῇ τοῦ τοιούτου θεοῦ φύσει τε και γνώμῃ».
[39] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙΙΙ 3.5.
[40] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙΙΙ 4.2: «εἴς τε γάρ αὐτόν τόν θεόν καί τήν τούτου νομοθεσίαν διαιρεῖται, <διαιρεῖται> δέ καί εἰς τόν Μωσέα (οὐ καθά δι’ αὐτοῦ νομοθετεῖ ὁ θεός, ἀλλά καθά ἀπό τῆς ἰδίας ἐννοίας ὁρμώμενος καί ὁ Μωςῆς ἐνομοθέτησέ τινα) καί εἰς τους πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ διαιρεῖται, <οἵ> καί αὐτοί εὑρίσκονται ἐντολάς τινας ἐνθέντες ἰδίας».
[41] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙΙΙ 5.1-2.
[42] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙΙΙ 7.4: «…, ἕτερός τίς ἐστι παρά τούτους οὗτος ὁ θέμενος τόν νόμον. οὗτος δέ δημιουργός καί ποιητής τοῦδε τοῦ παντός ἐστι κόσμου καί τῶν ἐν αὐτῷ˙ ἕτερος ὤν παρά τάς τούτων οὐσίας ἀποφέροιτο ἄν».
[43] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙΙΙ 7.5.
[44] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙΙΙ 7.7.
[45] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς IV 9.71: «Τοῦτον ἐξηγούμενος τόν τόπον Ἡρακλέων, ὁ τῆς Οὐαλεντίνου σχολῆς δοκιμώτατος, κατά λέξιν φησίν,…».
[46] Ωριγένους, Σχόλια εις το κατά Ιωάννην ΙΙ 8: «Βιαίως δέ οἶμαι καί χωρίς μαρτυρίου τόν Οὐαλεντίνου λεγόμενον εἶναι γνώριμον Ἡρακλέωνα».
[47] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς IV 9.71.1 – 72.4.
[48] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία V 20.3.
[49] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία V 15.1.
[50] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία V 20.1.
[51] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία V 20.4-8.
[52] Παν. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 159.
[53] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 13.5: «ὥστε καί διάκονον τινα, τῶν ἐν τῇ Ασίᾳ τῶν ἡμετέρων, ὑποδεξάμενον αὐτόν εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ, περιπεσεῖν ταύτῃ τῇ συμφορᾷ, τῆς γυναικός αὐτοῦ εὐειδοῦς ὑπαρχούσης, καί τήν γνώμην καί τό σώμα διαφθαρείσης ὑπό τοῦ μάγου τούτου,…».
[54] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 13.7: «Τοιαῦτα δέ λέγοντες καί πράττοντες, καί ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς κλίμασι τῆς Ῥοδανουσίας, πολλάς ἐξηπατήκασι γυναίκας».
[55] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 13.3.
[56] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 13.2.
[57] Ο.π.
[58] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 14.5.
[59] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 11.
[60] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 20.2.
[61] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 21.4.
[62] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 21.5.
[63] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 21.6.
[64] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 21.3.