Στην παρούσα κατηγορία κατατάσσονται πολλές γνωστικές σέκτες με διαφορές, ως προς τις απόψεις και τις πρακτικές τους, αλλά σημαντικά κοινά γνωρίσματα.
Πρώτον, τοποθετούν στην κορυφή της θεϊκής ιεραρχίας τρεις μορφές, ως είδος τριάδος, που χαρακτηρίζονται Άνθρωποι ή Αδάμαντες.
Δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η οφιολατρεία, προερχόμενη από την απόδοση σημαντικού ρόλου στον αρχέκακο όφη της Γενέσεως (θεός-όφης, θεοσοφία). Από αυτό το χαρακτηριστικό λαμβάνουν τις περισσότερες φορές το όνομά τους, π.χ. Οφίτες, Ναασηνοί κλπ.
Τρίτον, χαρακτηρίζονται από την έντονη παρουσία γενετησιολογίας, η οποία παραπέμπει σε αντινομισμό.
Περιοχές δράσης των ομάδων αυτών εντοπίζονται στην Συρία και την Αίγυπτο, περί το 100 μ.Χ. Πολλά από τα κείμενα της βιβλιοθήκης του Χηνοβοσκίου, περιέχουν διδασκαλίες τους.
4.4.1 Οφίτες
Στο πρώτο βιβλίο του Ελέγχου του αγίου Ειρηναίου εκτίθεται η διδασκαλία των Οφιτών. Η σέκτα δεν ονοματίζεται από τον Ειρηναίο, αλλά από τον Θεοδώρητο Κύρου[1], ο οποίος μεταγράφει το κείμενο του Ελέγχου.
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς αναφέρει ότι οι Καϊνίτες και οι Οφίτες ανήκουν σ’ εκείνη την κατηγορία αιρέσεων που λαμβάνουν το όνομά τους από το αντικείμενο της λατρείας τους[2]. Εξ’ αυτού μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η λατρεία του όφεος κατείχε κεντρική θέση στις πρακτικές των ομάδων αυτών.
Ο Φιλάστριος από την πλευρά του περιγράφει ως πρώτη την αίρεση των Οφιτών, διότι παραδέχεται την δαιμονική προέλευση της διδασκαλίας τους.
4.4.1α Διδασκαλία
Για τους Οφίτες, το αρχέγονο θεϊκό ον είναι ο Βυθός. Από αυτό εξέρχεται το αρσενικό στοιχείο και προκύπτει ο Δεύτερος Άνθρωπος ή Υιός του Ανθρώπου. Στην συνέχεια προβάλλεται το θηλυκό στοιχείο και σχηματίζεται η Πρώτη Γυνή ή Πνεύμα. Αυτό που απομένει στον Βυθό μετά την προβολή του αρσενικού και θηλυκού στοιχείου είναι το αρχικό, άφθαρτο και αέναο φως, ο πρώτος άνθρωπος. Τα τρία αυτά όντα αποτελούν την πρώτη τριάδα των Οφιτών[3].
Κάτω από το Πνεύμα διαχωρίζονται τα τέσσερα στοιχεία, δηλαδή, το Ύδωρ, το Σκότος, η Άβυσσος και το Χάος. Στην συνέχεια, ο Πρώτος και Δεύτερος Άνθρωπος ερασθέντες την Πρώτη Γυνή, τεκνοποίησαν μαζί της το φως, το οποίο ονομάζουν Χριστό, τον Τρίτο Άνθρωπο[4].
Επειδή η Πρώτη Γυνή δεν μπορούσε να κυοφορήσει πλήρως το θείο φως, αναγκαστικά περιορίστηκε στην γέννηση της δεξιάς πλευράς αυτού. Γι’ αυτό τον λόγο ο Χριστός είχε φορά ανοδική. Συμπληρούμενος από την μητέρα του σχημάτισαν τον άφθαρτο αιώνα, την Εκκλησία, σημείο συνάντησης και ένωσης των τεσσάρων θεϊκών όντων[5].
Από την υπερχείλιση του φωτός, που συνέβη στην Πρώτη Γυνή, φωτεινή ικμάδα κατήλθε στο ύδωρ. Η ικμάς αυτή καλείται Σοφία Προύνικος ή αρρενοθήλυ. Από το ύδωρ εξέλαβε υλικό σώμα. Μετανοιωμένη η Σοφία για την προς τα κάτω πορεία της, επιχείρησε ν’ ανέλθει προς τα πάνω, αλλά εμποδίστηκε από το σώμα της. Στην προσπάθεια να διατηρήσει αλώβητο το φως από την επίδραση των στοιχείων, αποστέλλει αυτό προς τα πάνω και δημιουργείται ο ουρανός. Με έντονη την επιθυμία προς το φως, έλαβε ισχύ από τα πράγματα που την περιέβαλλαν, απέβαλε το σώμα και ανήλθε στον ουρανό[6].
Από την Σοφία γεννήθηκε ο Ιαλδαβαώθ. Το πρόσωπο αυτό συναντάται και σε άλλες γνωστικές σέκτες. Το όνομά του σημαίνει Υιός του Χάους (yalda bahut) και είναι ο Δημιουργός για τους Οφίτες. Αυτός γεννά χωρίς μητέρα, δεύτερο γιο, τον Ιαώ (Ιαχωβά). Αυτός με παρόμοιο τρόπο γεννά τον τρίτο γιο, τον Σαβαώθ. Ο Σαβαώθ γεννά τον τέταρτο γιο, τον Αδωναίο. Ο Αδωαναίος γεννά τον πέμπτο, τον Αιλωαίο, ο οποίος με την σειρά του γεννά τον έκτο, τον Ωραίο. Έβδομος και τελευταίος γεννάται ο Ασταφαίος. Αυτή είναι η Εβδομάδα[7].
Ο Ιαλδαβαώθ με τους υιούς του κυβερνά τα επίγεια και τα επουράνια, κατασκευάζει αγγέλους, αρχαγγέλους και όλη την αγγελική ιεραρχία. Επειδή ενήργησε χωρίς την συγκατάθεση της μητρός του Σοφίας, η τελευταία εμβάλει έριδα και φιλονικία ανάμεσα σ’ αυτόν και τους απογόνους του. Αποτέλεσμα ήταν να εξεγερθούν εναντίον του πατρός αυτών, και να σφετεριστούν την εξουσία του. Ο Ιαλδαβαώθ λυπάται και την λύπη του μορφοποιεί στην ύλη, κατασκευάζοντας τον όφη. Αυτός είναι ο Νους[8].
Μετά την κατασκευή του Νου, ο Ιαλδαβαώθ αυτοεξυψώνεται αναγγέλλοντας: «Εγώ Θεός και Πατήρ, και υπέρ εμέ ουδείς[9]». Η μητέρα του τον επιτιμά λέγοντας: «Μην ψεύδου, Ιαλδαβαώθ˙ έστι γαρ υπέρ σε πατήρ απάντων, Πρώτος Άνθρωπος, και Άνθρωπος υιός Ανθρώπου[10]». Καθώς οι υπόλοιποι της Εβδομάδος, αναρωτιούνται έκπληκτοι, από πού προέρχεται και τι σημαίνει η φωνή, ο Ιαλδαβαώθ προχωρά στην κατασκευή του ανθρώπου για να τους αποσπάσει την προσοχή. Αναγγέλλει: «Δεύτε ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών». Τότε οι έξι απόγονοί του προχωρούν στην κατασκευή. Η Σοφία το επιτρέπει για ν’ αδειάσει τον Ιαλδαβαώθ από τα υπολείμματα του ουράνιου σπινθήρα. Οι έξι κατασκευάζουν το σώμα αλλά δεν καταφέρνουν να το εμψυχώσουν, γι’ αυτό και το κομίζουν στον Ιαλδαβαώθ. Αυτός εμφυσά στον άνθρωπο πνεύμα ζωής και αδειάζει ο ίδιος από τις δυνάμεις του. Έτσι ο άνθρωπος αποκτά νου και ενθύμηση. Έτσι κατά τους ισχυρισμούς των Οφιτών, αυτά τα στοιχεία ήταν απαραίτητα για την σωτηρία[11].
Ο άνθρωπος ευχαριστεί για την κατασκευή του, όχι τον Ιαλδαβαώθ αλλά τον Πρώτο Άνθρωπο. Για εκδίκηση ο Ιαλδαβαώθ κατασκευάζει την γυναίκα. Οι έξι θαύμασαν την ομορφιά της την ονόμασαν Εύα και συνευρέθηκαν μαζί της. Οι γιοι τους ονομάστηκαν επίσης άγγελοι. Αυτό είναι και το ζευγάρι των πρωτοπλάστων, Αδάμ και Εύα. Η Σοφία κάνοντας αντίπραξη στον Ιαλδαβαώθ, στέλνει στον Παράδεισο τον όφη και παροτρύνει τους πρωτοπλάστους σε ανυπακοή. Η συμβουλή του ήταν να δοκιμάσουν τον απαγορευμένο καρπό για ν’ αποκτήσουν την γνώση των άνω μυστηρίων. Η οργή του Ιαλδαβαώθ καταδικάζει τους πρωτοπλάστους σε εξορία από τον Παράδεισο. Μαζί τους εξορίζεται και ο όφις, καταδικασμένος να έρπει[12].
Ο όφις παράγει με άγνωστο τρόπο έξι υιούς-δαίμονες, και μαζί τους συμπληρώνει την εβδομάδα του κάτω κόσμου, καθ’ υπόδειγμα της εβδομάδας του πατρός του. Αυτοί είναι οι επτά δαίμονες, οι οποίοι ενεργούν ενάντια στην ανθρώπινη φυλή, διότι εξαιτίας της ο όφις εξέπεσε[13].
Το ζεύγος των πρωτοπλάστων αγνοεί την θεϊκή του προέλευση, έως ότου η Σοφία Προύνικος, τους την αποκαλύπτει. Ταυτόχρονα αποκτούν την γνώση της γυμνότητας και υλικότητάς τους, καθώς και του θανάτου. Γεννούν πρώτα τον Κάιν, ο οποίος με την καθοδήγηση του όφεως δολοφονεί τον Άβελ. Στην συνέχεια γεννούν τον Σηθ και την Νορέα. Το όνομα ενδέχεται να προέρχεται από την εβραϊκή λέξη για το «κορίτσι». Πρόκειται για φανταστικό πρόσωπο και δεν συναντάται στην χριστιανική γραμματεία. Από αυτούς τους δύο προέρχεται η ανθρωπότητα. Καθοδηγούμενοι από την ανίερη εβδομάδα, προχωρούν στην ειδωλολατρεία και την αποστασία από το θέλημα του δημιουργού[14].
Στην συνέχεια ο άγιος Ειρηναίος πληροφορεί ότι η αγία εβδομάδα εκπροσωπείται από τους επτά πλανήτες του ηλιακού συστήματος και δίνει τα ονόματα του όφεως, Μιχαήλ και Σαμαήλ.
Ο Ιαλδαβαώθ προσπαθεί να καταστρέψει τους ανθρώπους με τον κατακλυσμό, εξαιτίας της αποστασίας τους. Επεμβαίνει η Σοφία και με την καθοδήγησή της ο Νώε φτιάχνει την κιβωτό. Αργότερα ο Ιαλδαβαώθ επιλέγει τον Αβραάμ και του υπόσχεται ότι αν αυτός και οι απόγονοί του ακολουθούν τις οδηγίες του και τον υπηρετούν θα τους δώσει την γη της επαγγελίας. Ακολουθεί η φυγή στην Αίγυπτο η έξοδος και ο Νόμος. Ο Ιαλδαβαώθ καθορίζει τον χωρισμό των ημερών σε εβδομάδα, κατά συμβολισμό και για την λατρεία της αγίας εβδομάδας των Οφιτών[15].
Οι προφήτες τίθενται στην διάθεση των προσώπων της αγίας εβδομάδος. Ο Μωυσής, ο Ιησούς του Ναυή, ο Αμώς και ο Αβακούμ ανήκουν στον Ιαλδαβαώθ. Ο Σαμουήλ, ο Νάθαν, ο Ιωνάς και ο Μιχαίας στον Ιαώ. Ο Ελισαίος, ο Ιωήλ και ο Ζαχαρίας στον Σαβαώθ. Ο Ησαΐας, ο Ιεζεκιήλ, ο Ιερεμίας και ο Δανιήλ στον Αδωναίο. Ο Τωβίας και ο Αγγαίος στον Αιλωαίο. Ο Μιχαίας και ο Ναούμ στον Ωραίο. Ο Έσδρας και ο Σοφονίας στον Ασταφαίο. Αυτοί με τον φωτισμό της Σοφίας προφήτευσαν τα σχετικά με τον Χριστό και τον ερχομό του[16].
Στην συνέχεια η Σοφία με την βοήθεια του Ιαλδαβαώθ – ο δεύτερος αγνοούσε τι έκανε – κανονίζει να μείνουν έγκυες η Ελισάβετ και η Παρθένος Μαρία. Απευθύνεται στην μητέρα της, την Πρώτη Γυναίκα, για βοήθεια και αυτή με την σειρά της παρακαλεί τον Πρώτο Άνθρωπο να στείλει τον υιό του και αδελφό της Σοφίας, Χριστό, να τη βοηθήσει. Αυτός κατέρχεται τους επτά ουρανούς, αποψιλώνοντάς τους από την θεϊκή τους δύναμη και εισέρχεται μαζί με την Σοφία στον άνθρωπο Ιησού, την ώρα του βαπτίσματος[17].
Κατά τους Οφίτες, η διδασκαλία του Ιησού δεν αφορούσε τον Τριαδικό Θεό, αλλά τον Πρώτο Άνθρωπο, τον οποίο αναγνώριζαν ως ύψιστο ον. Η σταύρωσή του ήταν αποτέλεσμα, όπως ισχυρίζονται των εναντίον του ενεργειών της πρώτης εβδομάδος. Πριν την σταύρωση ο Χριστός και η Σοφία εγκατέλειψαν τον Ιησού, ο οποίος πέθανε και αναστήθηκε με την δύναμη τους. Το αναστημένο σώμα του Ιησού, ήταν κατά τους Οφίτες, ψυχικό και πνευματικό, κάτι το οποίο δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν οι μαθητές του. Αυτοί νόμιζαν ότι έβλεπαν σώμα υλικό[18].
Μετά την ανάληψή του, ο Ιησούς κάθισε στα δεξιά του πατρός του Ιαλδαβαώθ, και άρχισε την συλλογή των ψυχών των σεσωσμένων, δηλαδή αυτών που έγιναν κοινωνοί της παραπάνω γνώσεως. Με αυτό τον τρόπο η δύναμη του Ιησού αυξάνει, ενώ του Ιαλδαβαώθ ελαττώνεται, διότι αυτός αποστερείται ψυχών για μετεμψύχωση σε νέα σώματα. Όταν μαζευτούν όλες οι ψυχές και συλλεγεί πλήρως η διαφυγώσα θεϊκή σπίθα, θα έρθει το τέλος της δημιουργίας[19].
Από όσα εκτέθηκαν μέχρι τώρα δεν μπορεί να γίνει εμφανής ο θεοσοφικός χαρακτήρας της σέκτας. Συνεχίζοντας όμως ο άγιος Ειρηναίος, μας πληροφορεί ότι για κάποιους Οφίτες, ο όφις της Γένεσης ήταν η ίδια η Σοφία Προύνικος, η οποία διέκειτο εχθρικά προς τα έργα του γιού της. Έτσι ο όφις, ως εκπρόσωπος της Σοφίας αναβαθμίζεται και δικαιολογείται η λατρεία του από τους οπαδούς αυτής της ομάδας. Τελειώνοντας ο άγιος Ειρηναίος θεωρεί τους Οφίτες παρακλάδι της σχολής του Βαλεντίνου[20].
Ο Κέλσος, αγνοώντας την διαφορά των Χριστιανών από τους Οφίτες, κατηγορεί τους πρώτους ότι θεωρούν τον δημιουργό ως καταραμένη θεότητα, και γι’ αυτό τους θεωρεί ασεβείς[21]. Ο Ωριγένης εξηγεί ότι δεν πρόκειται για τους Χριστιανούς, αλλά για τους Οφίτες. Στην παραπάνω διδασκαλία, μπορούμε να προσθέσουμε τα ονόματα της ανίερης εβδομάδος, όπως καταγράφονται από Κέλσο και Ωριγένη:
«ὁ μέν οὖν Κέλσος ἔλεγε τόν πρῶτον ἰδέᾳ λέοντος μεμορφωμένον, οὐκ ἐκθέμενος, τίνα αὐτόν ὀνομάζουσιν οἱ ἀληθῶς δυσσεβεστάτοι˙ ἡμεῖς δέ εὕρομεν ὅτι τόν ἐν ταῖς ἱεραῖς γραφαῖς εὐφημούμενον ἄγγελον τοῦ δημιουργοῦ, τοῦτον τό μιαρόν εκεῖνο διάγραμμα ἔλεγεν εῖναι Μιχαήλ τόν λεοντοειδή[22]. πάλιν τ’ αὖ ὁ μέν Κέλσος ἔφασκε τόν ἐξῆς καί δεύτερον εἶναι ταῦρον˙ ὅ δ’ εἴχομεν διάγραμμα τόν Σουριήλ ἔλεγεν εἶναι τόν ταυροειδῆ. εἶτα ὁ μέν Κέλσος τρίτον ἀμφίβιον τινα καί φρικῶδες ἐπισυρίζοντα˙ τό δέ διάγραμμα τρίτον Ῥαφαήλ ἔλεγεν εῖναι δρακοντοειδῆ. πάλιν τε αὖ ὁ μέν Κέλσος τόν τέταρτον ἀετοῦ ἔφασκεν ἔχειν μορφήν˙ τό δέ διάγραμμα Γαριήλ ἔλεγεν εῖναι τόν ἀετοειδῆ. εἶθ’ ὁ μέν Κέλσος τόν πέμπτον ἔφασκεν εἶναι ἄρκου πρόσωπον ἔχοντα˙ τό δέ διάγραμμα τόν Θαυθαβαώθ ἔφασκεν εἶναι τόν ἀρκοειδῆ. εἶθ’ ὁ μέν Κέλσος τόν ἕκτον κυνός πρόσωπον έλεγεν ἱστορεῖσθαι ἔχειν παρ’ ἐκείνοις˙ τό δέ διάγραμμα ἔφασκεν εἶναι αὐτόν Ἐραθαώθ. εἶθ’ ὁ μέν Κέλσος τόν ἕβδομον ἔφασκε ὄνου ἔχειν πρόσωπον, καί ὀνομάζεσθαι αὐτόν Θαφαβαώθ ἤ Ὀνοήλ˙ ἡμεῖς δ’ ἐν τῷ διαγράμματι εὕρομεν ὅτι οὗτος καλεῖται Ὀνοήλ ἤ Θαρθαραώθ, ὀνοειδής τις τυγχάνων[23]».
4.4.1β Τα οφιτικά διαγράμματα
Πρόκειται για τελετουργικά εσωτερικά διαγράμματα με μυστικιστικό συμβολικό χαρακτήρα. Αναφέρονται από τον Κέλσο και τον Ωριγένη στο συγκεκριμένο έργο, αλλά περιγράφονται από τους δύο με διαφορετικό τρόπο.
Ο Κέλσος περιγράφει επτά ξεχωριστούς αρχοντικούς κύκλους, περικλειόμενους από έναν εξωτερικό, που ονομάζεται Λεβιάθαν και συμβολίζει την ψυχή του κόσμου. Χωρίζεται από μια μαύρη γραμμή από τον Τάρταρο. Μαζί αναφέρει και τετράγωνο σχήμα, καθώς και τα επιλεγόμενα μπροστά στις πύλες του παραδείσου[24].
Ο Ωριγένης διορθώνει, λέγοντας ότι έχει βρει το διάγραμμα. Η περιγραφή του είναι η εξής:
«ἐξηγοῦνται γάρ τινα μεταξύ τῶν ὑπερουρανίων ἀνωτέρω κύκλων ἐπιγεγραμμένα, ἄλλα τε καί δύο ἄττα, μεῖζόν τε καί μικρότερον υἱοῦ καί πατρός. εὕρομεν δ’ ἡμεῖς ἐν τούτῳ τῷ διαγράμματι τόν μείζονα κύκλον καί τόν μικρότερον, ὧν ἐπί τῆς διαμέτρου ἐπεγέγραπτο, “ πατήρ καί ὑιός” , και μεταξύ τοῦ μείζονος, ἐν ᾧ ὁ μικρότερος ἦν, καί ἄλλου συγκειμένου ἐκ δύο κύκλων, τοῦ μέν ἐξωτέρου ξανθοῦ τοῦ δέ ενδοτέρου κυανοῦ, τό επιγεγραμένον διάφραγμα πελεκοειδεῖ σχήματι, καί ἀνωτέρω μέν αὐτοῦ κύκλον βραχύν ἐχόμενον τοῦ μείζονος τῶν προτέρων ἐγγεγραμμένον ἔχοντα “ἀγάπην”, κατωτέρω δέ ἐχόμενον τοῦ κύκλου γεγραμμένον ἔχοντα “ζωήν”˙ τῷ δέ δευτέρῳ κύκλῳ ἐνεγέγραπτο, περιπεπλεγμένῳ καί εμπεριειληφότι ἄλλους δύο κύκλους καί ἄλλο σχήμα ρομβοειδές, “σοφίας πρόνοια” καί ἔνδον μέν τῆς κοινῆς αυτῶν τομῆς “σοφίας φύσις”, ἀνωτέρω δέ τῆς κοινῆς αὐτῶν τομῆς κύκλος ἦν, ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο “γνῶσις”, κατωτέρω δέ ἄλλος, ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο “σύνεσις”».
Η ανακατασκευή του διαγράμματος από τον Jaques Matter[25], είναι η παρακάτω,
Ο Ωριγένης διαβλέπει την επίδραση των μαγικών και εβραϊκών γραφών, κυρίως μέσα από την επιλογή των ονομάτων.
«χρή μέντοι εἰδέναι ὅτι οἱ ταῦτα συνταξάμενοι, οὔτε τάς μαγείας νοήσαντες οὔτε τά τῶν θείων γραφῶν διακρίναντες, πάντ’ ἔφυραν˙ ἀπό μέν μαγείας τόν Ἰαλδαβαώθ καί τόν Ἀσταφαιόν καί τόν Ὡραῖον, από δέ τῶν Ἑβραϊκῶν γραφῶν τόν Ἰαωΐα παρ’ Ἑβραίοις ὀνομαζόμενον καί τόν Σαβαώθ καί τόν Ἀδωναῖον καί τόν Ἐλωαῖον. τά δέ από τῶν γραφῶν ληφθέντα ὀνόματα ἐπώνυμά ἐστι τοῦ αὐτοῦ καί ἑνός θεοῦ[26]˙».
Οι μεταφραστές του έργου του αγίου Ειρηναίου, Alexander Roberts & W. H. Rambaut[27], αναγνωρίζουν καββαλιστική προέλευση των ονομάτων.
4.4.1γ Τελετές
Ο άγιος Επιφάνιος καταγράφει μια τελετή ενδεικτική της λατρείας του όφεως:
«δοξάζουσιν οὖν αὐτόν διά τήν τοιαύτην, φασί, γνῶσιν καί ἄρτον αὐτῷ προσφέρουσιν. ἔχουσι γάρ φύσει ὄφιν τρέφοντες έν κτίστῃ τινί, ὅν προς τήν ὥραν τῶν αὐτῶν μυστηρίων τοῦ φωλεοῦ προφέροντες καί στιβάζοντες ἐπί τραπέζης ἄρτους προσκαλοῦνται τόν αύτόν ὄφιν˙ ἀνοιχθέντος δέ τοῦ φωλεοῦ πρόεισι. καί οὕτως ἀνελθών κατά τήν αὐτοῦ φρόνησιν ὁ ὅφις καί πανουργίαν, ἤηδη γινώσκων τήν αὐτῶν μωράν ἄνεισιν ἐπί τήν τράπεζαν καί ἐνείλεται τῖς ἄρτοις. καί ταύτην φασίν εἶναι τελείαν θυσίαν. ὅθεν καί, ὥς ἀπό τινος ἀκήκοα, οὐ μόνον κλῶσι τους ἄρτους ἐν οἷς ὁ αὐτός ὄφις εἰλήθη καί επίδιδόασι τοῖς λαμβάνουσιν, ἀλλά καί ἕκαστος ἀσπάζεται τόν ὄφιν ἐκ στόματος, ἤτοι γοητείᾳ τινί ἐπᾳσθέντος τοῦ ὄφεως είς ἡμερότητα ἤ ἐξ ἑτέρας ἐνεργείας διαβόλου προς ἀπάτην τούτων ὑποκοριζομένου τοῦ ζώου[28].»
Ο Ωριγένης καταγράφει επικλήσεις στους επτά Αιώνες της πρώτης εβδομάδος[29].
Οι Οφίτες την εποχή του αγίου Επιφανίου είχαν πάψει ν’ αποτελούν οργανωμένη σέκτα. Σποραδικά, μπορούσαν να εντοπιστούν κάποια υπολείμματα τους. Ο Θεοδώρητος αναφέρει ότι θεοσοφικές πρακτικές εντόπισε στην επαρχεία του ανάμεσα στους Μαρκιωνίτες[30].
4.4.2 Ναασηνοί
Άλλη οφιολατρική ομάδα είναι οι Ναασηνοί. Το όνομά τους έχει εβραϊκή ρίζα καθότι ναας στα εβραϊκά σημαίνει φίδι. Συνεπώς καλούνται κι αυτοί Οφίτες σε ελληνική μετάφραση[31]. Κεντρική ιδέα της διδασκαλίας τους ήταν ότι κάθε ναός ήταν αφιερωμένος στον όφη, ετυμολογούντες την λέξη ναός εκ του ναάς.
4.4.2α Διδασκαλία
Στην αρχή της θεογονίας τους τοποθετούσαν τον Αρχάνθρωπο ή Άνωθεν Άνθρωπο ή Αδάμαντα (στα σύγχρονα θεοσοφικά κείμενα συναντάται και ως Αδάμ Κάδμων[32]). Πρόκειται για ερμαφρόδιτη οντότητα που φέρει συγχρόνως τα στοιχεία της πατρότητας και της μητρότητας. Στο έργο του αγίου Ιππολύτου διασώζεται ύμνος αφιερωμένος σ’ αυτόν:
«ἀπό σοῦ πατήρ καί διά σε μήτηρ, τά δύο ἀθάνατα ὀνόματα, αἰώνων γονεῖς, πολῖτα οὐρανοῦ, μεγαλώνυμε ἄνθρωπε[33].»
Το όν αυτό παρομοιάζεται με τον Γηρυόνη, διότι έχει εν εαυτό τρεις φύσεις, το χοϊκό, το ψυχικό, το νοερό[34].
Πρώτα απορρέει από τον Αδάμαντα ο Δεύτερος άνθρωπος ή Υιός Ανθρώπου ή Αυτογενής. Στην συνέχεια γεννάται το πεπληρωμένο χάος, το Πνεύμα ή Μήτηρ (Ρούχα).
«Καί ἔστι τό μέν πρῶτο αγέννητον, τό δέ δεύτερον αγαθόν αὐτογενές, τό τρίτον γεννητόν.»
Ακολουθούντες τα παραπάνω υποστήριζαν ότι τα πάντα είναι τριφυή.
«λέγουσι δέ˙ ὁ λέγων τά πάντα ἐξ ἑνός συνεστάναι πλανᾶται, ὁ λέγων ἐκ τριῶν ἀληθεύει καί περί τῶν ὅλων τήν ἀπόδειξιν δώσει. μία γάρ ἐστι, φησίν, ἡ μακαρία φύσις τοῦ μακαρίου ἀνθρώπου τοῦ ἄνω, τοῦ Ἀδάμαντος˙ μία δέ ἡ θνητή κάτω˙ μία δέ ἡ αβασίλευτος γενά ἡ ἄνω γενομένη, ὅπου, φησίν, ἐστί Μαριάμ ἡ ζητουμένη καί Ἰοθώρ ὁ μέγας σοφός καί Σεπφώρα ἡ βλέπουσα καί Μωσῆς, οὗ γένεσις οὐκ ἔστιν ἐν Αιγύπτῳ˙ γεγόνασι γἀρ αὐτῶ παῖδες ἐν Μαδιάμ[35].»
Τέταρτο ον της θεογονίας τους είναι ο Ησαλδαίος, ο δημιουργός του κόσμου.
«ἀπό τοῦ μακαρίου ἄνωθεν ἀνθρώπου ἤ αρχανθρώπου ἤ Ἀδάμαντος, ὡς ἐκείνοις δοκεῖ κατηνέχθησαν ὧδε εἰς πλάσμα τό πήλινον, ἵνα δουλεύσωσι τῷ ταύτης τῆς κτίσεως δημιουργῷ Ἠσαλδαίῳ, θεῷ πυρίνῳ, ἀριθμόν τετάρτῳ˙ οὕτως γάρ τόν δημιουργόν πατέρα τοῦ ἰδικοῦ κόσμου καλοῦσιν[36].»
Αυτός είναι ο κύριος της ζωής και του θανάτου, αυτός ξυπνά τους νεκρούς και γι’ αυτόν υποτίθεται έχει γραφεί το «ποιμανεῖς αὐτούς ἐν ῥάβδῳ σιδηρᾷ[37]» (Ψαλμ. 2,9). Ταυτίζεται από τον άγιο Ιππόλυτο με τον Ερμή, από τους Ναασηνούς με τον Χριστό:
«οὗτός ἐστίν ὁ Χριστός, ὁ ἐν πᾶσι, φησί, τοῖς γενητοῖς υἱός ἀνθρώπου κεχαρακτηρισμένος ἀπό τοῦ ἀχαρακτηρίστου λόγου[38].»
Για τον άνθρωπο δίδασκαν ότι γεννήθηκε από την γη αυτόματα[39]. Ως γέννημα της γης κείτονταν άψυχος και ακίνητος, σαν άγαλμα και εικόνα του Αδάμαντα[40]. Τότε του δόθηκε ψυχή, ώστε να πάσχει και να κολάζεται ως υπόδουλος[41].
Για να περιγράψουν την ψυχή χρησιμοποίησαν οι Ναασηνοί θεωρίες των αρχαίων μυστικιστών:
«ζητοῦσι δέ οὐκ από τον γραφῶν, ἀλλά καί τοῦτο ἀπό τῶν μυστικῶν. εἶναι δέ φασι τήν ψυχήν δυσεύρετον πάνυ καί δυσκατανόητον˙ οὐ γάρ μένει ἐπί σχήματος οὐδέ μορφῆς τῆς αὐτῆς πάντοτε οὐδέ πάθους ἑνός, ἵνα τις αὐτήν ἤ τύπῳ εἴπῃ ἤ οὐσίᾳ καταλλήψεται[42].»
Περαιτέρω στην ανθρωπολογία τους δέχονταν την τριμερή διαίρεση της ψυχής[43]. Τους ανθρώπους χωρίζουν επίσης σε τρεις κατηγορίες:
› τους σαρκικούς
› τους ψυχικούς
› τους πνευματικούς
«θνητή γάρ, φησί, πᾶσα ἡ κάτω γένεσις, ἀθάνατος δέ ἡ ἄνω γεννωμένη˙ γεννᾶται γάρ ἐξ ὕδατος μόνου καί πνεύματος πνευματικός, οὐ σαρκικός˙ ὁ δέ κάτω σαρκικός. τοῦτ’ ἔστι, φησί, τό γεγραμμένον˙ “τό γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκός σάρξ ἐστι, καί τό γεγεννημένον ἐκ τοῦ πνεύματος πνεῦμά ἐστιν”. αὕτη ἐστίν ἡ κατ’ αὐτούς πνευματική γένεσις[44].»
Ψυχικούς καλούν τους Χριστιανούς, εκ των οποίων προέρχονται οι πνευματικοί, δηλ. οι Ναασηνοί. Αυτό δείχνει ξεκάθαρα την διαστρέβλωση των λόγων του Απ. Παύλου:
«”ψυχικός δέ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τά τοῦ πνεύματος τοῦ θεοῦ˙ μωρία γάρ αὐτῷ ἐστί[45]”. καί ταῦτα, φησίν, ἐστί τά τοῦ πνεύματος ἄρρητα μυστήρια, ἅ ἡμεῖς ἴσμεν μόνοι[46].»
Για τον Ιησού ισχυρίστηκαν ότι συγκεντρώθηκαν σε αυτόν και τα τρία στοιχεία, το χοϊκό, το ψυχικό, το νοερό, και οι ιδιότητες των τριών πρώτων όντων[47]. Το έργο του ήταν η στροφή των ανθρώπων προς τα πνευματικά:
«οὗτος φησίν, ἐστίν ὁ μέγας Ἰορδάνης, ὅν κάτω ῥέοντα καί κωλύοντα ἐξελθεῖν τους υἱούς Ἰσραήλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου › ἤγουν ἐκ τῆς κάτω μίξεως˙ Αἴγυπτος γάρ ἐστι τό σῶμα κατ’ αὐτούς › ἀνέστειλεν Ἰησοῦς καί ἐποίησεν ἄνω ῥέειν[48].»
Ο Ιησούς ήλθε στον κόσμο για να φέρει την σωτηρία. Σωτηρία θεωρούν την γνώση των μυστηρίων του θεού,
«καί νομίζουσιν εἶναι τήν γνώσιν αὐτοῦ (σ.σ. του Αδάμαντα) ἀρχήν τοῦ δύνασθαι γνῶναι τόν θεόν, λέγοντες οὕτως˙ ἀρχή τελειώσεως γνῶσις ἀνθρώπου, θεοῦ δέ γνῶσις ἀπηρτισμένη τελείωσις[49].»
Αποκαλούσαν τον Ιησού «πύλη»,
«διά τοῦτο, φησί, λέγει ὁ Ιησοῦς˙ “ἐγώ εἰμι ἡ πύλη ἡ ἀληθινή[50]”. ἔστι δέ ὁ ταῦτα λέγων ὁ ἀπό τοῦ ἀχαρακτηρίστου, φησίν, τέλειος ἄνθρωπος. οὐ δύναται οὖν, φησί, σωθῆναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος, ἐάν μή ἀναγεννηθῇ διά ταύτης εἰσελθών τῆς πύλης[51].»
και την γνώση των μυστηρίων απαραίτητη προϋπόθεση για την άνοδο στον ουρανό,
«αὕτη γάρ, φησίν, ἐστίν “ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ” καί οὗτος <ὁ> “οἶκος θεοῦ”, ὅπου ὁ ἀγαθός θεός κατοικεῖ μόνος, εἰς ὅν οὐκ εἰσελεύσεται, φησίν, ἀκάθαρτος οὐδείς, οὐ ψυχικός, οὐ σαρκικός, ἀλλά τηρεῖται πνευματικοῖς μόνοις, ὅπου δεῖ γενομένους βαλεῖν τά ἐνδύματα καί πάντας γενέσθαι νυμφίους ἀπηρσενωμένους διά τοῦ παρθενικοῦ πνεύματος[52].»
Και πάλι,
«ἡμεῖς δ’ ἐσμέν, φησίν, οἱ πνευματικοί, οἱ ἐκλεγμένοι ἀπό τοῦ ζῶντος ὕδατος τοῦ ῥέοντος Εὐφράτου διά τῆς Βαβυλῶνος μέσης τό οἰκεῖον, διά τῆς πύλης ὁδεύοντες ἀληθινῆς, ἥτις ἐστίν Ἰησοῦς ὁ μακάριος καί ἐσμέν ἐξ ἀπάντων ἀνθρώπων ἡμεῖς Χριστιανοί μόνοι, ἐν τῇ τρίτῃ πύλῃ ἀπαρτίζοντες τό μυστήριον καί χριόμενοι ἐκεῖ ἀλάλῳ χρίσματι ἐκ κέρατος, ὡς Δαβίδ, οὐκ Ὀστρακίνου φακοῦ, φησίν, ὡς ὁ Σαούλ ὁ συμπολιτευόμενος τῷ πονηρῷ δαίμονι τῆς σαρκικῆς ἐπιθμίας[53].»
4.4.2β Πρακτικές
Από τον παραπάνω τελευταίο λόγο του αγίου Ιππολύτου, δύναται να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι Ναασηνοί ζούσαν βίο εγκρατή. Και πράγματι, βεβαιώνει ο άγιος ότι:
«πάνυ γάρ πικρῶς και πεφυλαγμένως παραγγέλουσιν ἀπέχεσθαι ὡς ἀποκεκομμένοι τῆς προς γυναῖκα ὁμιλίας[54].»
Αρχικά θα πρέπει να τονισθεί ότι η ασκούμενη αποχή από τις γυναίκες δεν είχε ηθική βάση, αλλά στηρίζονταν στην εσφαλμένη άποψη περί του σαρκικού ανθρώπου. Ξεκινώντας από το «τό γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκός σάρξ ἐστι», μιλούν για δύο γεννήσεις την κάτω και την άνω, την αναγέννηση. Την πρώτη αποφεύγουν και την δεύτερη επιζητούν για να γίνουν πνευματικοί και να σωθούν. Το διατύπωναν ως εξής:
«τοῦτό ἐστι, φησί, τό γεγραμμένον˙ “ έγώ εἶπα˙ θεοί ἐστε καί υἱοί ὑψίστου πάντες[55]”, ἐάν ἀπό τῆς Αἰγύπτου φυγεῖν σπεύδητε καί γένησθε πέραν τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης εἰς τήν ἔρημον, τουτέστιν ἀπό τῆς κάτω μίξεως ἐπί τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἥτις ἐστί μήτηρ ζώντων˙ ἐάν δέ πάλιν ἐπιστραφῆτε ἐπί τήν Αἴγυπτον, τουτέστιν ἐπί τήν κάτω μῖξιν, “ὡς ἄνθρωποι ἀποθνήκσετε[56]”. θνητή γάρ, φησί, πᾶσα ἡ κάτω γένεσις, ἀθάνατος δέ ἡ ἄνω γεννωμένη˙ γεννᾶτται γάρ ἐξ ὕδατος μόνου καί πνεύματος πνευματικός, οὐ σαρκικός[57].»
Αλλά έτσι οι Ναασηνοί απόφευγαν μόνο την συνεύρεση με γυναίκες με σκοπό την αποφυγή των γεννήσεων. Ο άγιος Ιππόλυτος χρησιμοποιεί τα λόγια του αποστόλου Παύλου για να επιβεβαιώσει τις ομοφυλοφιλικές τους τάσεις:
«φάσκοντες γάρ εἶναι σοφοί ἐμωράνθησαν καί ἤλλαξαν τήν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου θεοῦ ἐν ὁμοιώμασιν εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καί πετεινῶν καί τετραπόδων καί ἑρπετῶν[58]. διό καί παρέδωκεν αὐτούς ὁ θεός εἰς πάθη ἀτιμίας˙ αἵ τε γάρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τήν φυσικήν χρῆσιν εἰς την παρά φύσιν” – τί δέ ἐστιν ἡ φυσική κατ’ αὐτούς χρῆσις, ὕστερον ἐροῦμεν› “ὁμοίως καί οἱ ἄρρενες ἀφέντες τήν φυσικήν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρρενες ἐν ἄρρεσι τήν ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι” – “ἀσχημοσύνη δέ ἐστιν ἡ πρώτη καί μακαρία κατ’ αὐτούς ασχημάτιστος οὐσία, ἡ πάντων σχημάτων τοῖς σχηματιζομένοις αἰτία – “καί τήν ἀντιμισθίαν ἥν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες[59]”. ἐν γάρ τούτοις τοῖς λόγοις, οἷς εἴρηκεν ὁ Παῦλος, ὅλον φασί συνέχεσθαι τό κρύφιον αὐτῶν καί ἄρρητον τῆς μακαρίας μυστήριον ἡδονῆς[60].»
Είναι εμφανής η διαστρέβλωση των λόγων του Αποστόλου. Οι Ναασηνοί εκλάμβαναν τον ψόγον ως προτροπή. Έφερναν ως παράδειγμα τα μυστήρια του Άττη στη Φρυγία:
«ἐάν δέ, φησίν, ἡ μήτηρ τῶν θεῶν ἀποκόψῃ τόν Ἄττιν καί αὐτή τοῦτον ἔχουσα ἐρώμενον, ἡ τῶν ὑπερκοσμίων, φησί, καί αἰωνίων ἅνω μακαρία φύσις τήν ἀρρενικήν δύναμιν τῆς ψυχῆς ἀνακαλεῖται προς αὐτήν. ἔστι γάρ ἀρρενόθηλυς ὁ ἄνθρωπος. κατά τοῦτον οὖν αὐτοῖς τόν λόγον πάνυ πονηρόν καί κεκωλυμένον κατά τήν διδασκαλίαν ἡ γυναικός πρός ἄνδρα δεδειγμένη καθέστηκεν ὁμιλία[61].»
Προς την εκπλήρωση της ατιμίας χρησιμοποιούσαν είδος λουτρού, εκ του οποίου μερικοί μελετητές εκλαμβάνουν την σέκτα ως βαπτισματική. Το σφάλμα καταδεικνύεται εκ των λόγων του αγίου Ιππολύτου:
«ἡ γάρ ἐπαγγελία τοῦ λουτροῦ οὐκ ἄλλη τις ἐστι κατ’ αὐτούς, ἤ τό εισαγαγεῖν εἰς τήν ἀμάραντον ἡδονήν τόν λουόμενον κατ’ αὐτούς ζῶντι ὕδατι καί χριόμενον ἀλάλῳ χρίσματι[62].»
Διά των παρά φύση πράξεων πίστευαν ότι θα ομοιωθούν με τον ερμαφρόδιτο Αδάμαντα:
«ἀπεκόπη γάρ, φησίν, ὁ Ἄττις, τοῦτ’ ἔστιν ἀπό των χοϊκῶν τῆς κτίσεως κάτωθεν μερῶν, καί ἐπί τήν αἰώνιαν ἄνω μετελήλυθεν οὐσίαν, ὅπου, φησίν, οὐκ ἔστιν οὔτε θῆλυ οὔτε ἄρσεν, ἀλλά καινή κτίσις, “καινός ἄνθρωπος”, ὅ ἐστιν ἀρσενόθηλυς[63].»
Και δικαιολογούν την τέτοιου είδους ανθρωπολογία τους λέγοντας ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα του ερμαφρόδιτου Αδάμαντα:
«εἰκόνα ὑπάρχοντα ἐκείνου τοῦ ἄνω, τοῦ ὑμνουμένου Αδάμαντος ἀνθρώπου, …»
και το ίδιο επαναλαμβάνει η θεοσοφίστρια H. P. Blavatsky, όπως είδαμε παραπάνω[64].
Από αυτήν παρέλαβε και ο Carl Jung και διατύπωσε στην θεωρία των Αρχετύπων:
«Ο αναπτυσσόμενος νέος πρέπει να έχει την δυνατότητα να ελευθερωθεί από τη γοητεία του ανιμιστικού αρχέτυπο της μητέρας. Υπάρχουν εξαιρέσεις, κυρίως καλλιτέχνες, όπου το πρόβλημα παίρνει συχνά διαφορετική τροπή˙ επίσης η ομοφυλοφιλία, η οποία συχνά χαρακτηρίζεται από την ταυτότητα με την anima. Λαμβάνοντας υπόψη την συχνότητα του φαινομένου, η μετάφρασή του ως παθολογικής ανωμαλίας είναι πολύ αβέβαιη. Τα ψυχολογικά ευρήματα δείχνουν ότι είναι περισσότερο θέμα μιας ατελούς απόσπασης από το ερμαφρόδιτο αρχέτυπο, συνδυασμένο με μια διακριτή αντίσταση στην ταύτιση με τον ρόλο του μονο-σεξουαλικού όντος. Μια τέτοια προδιάθεση δεν πρέπει να επικρίνεται αρνητικά σε καμιά περίπτωση, στο βαθμό που διατηρεί το αρχέτυπο του Πρώτου Ανθρώπου, αρχέτυπο το οποίο έχει χάσει ως ένα βαθμό κάθε μονο-σεξουαλική ύπαρξη[65].»
Αυτό που επιχειρεί να κάνει εδώ ο θεοσοφιστής Carl Jung είναι να νομιμοποιήσει με επιστημονικοφανή τρόπο, μία εφάμαρτη και παρά φύση κατάσταση με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν και οι Ναασηνοί, τηρουμένων των αναλογιών της διαφορετικής γνωσιολογίας των δύο εποχών. Από την άλλη, η προώθηση του μοντέλου του ομο› και αμφι-σεξουαλικού ανθρώπου από την Νέα Εποχή, δεν έχει να κάνει με την αποδοχή της διαφορετικότητας, αλλά με την αποδοχή της γνωστικογενούς θεολογίας που κρύβεται πίσω από αυτήν και η οποία εκπροσωπείται σήμερα από συγκεκριμένα νεογνωστικά κινήματα, με αποτέλεσμα την διάδοση της παρά φύση πράξεως.
4.4.2γ Συγγράμματα
Την απόκρυφη γνώση παρέλαβαν οι Ναασηνοί, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους από την Μαριάμμη[66], και αυτή με την σειρά της από τον άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο[67].
Χρησιμοποιούσαν το Κατά Αιγυπτίους Ευαγγέλιο:
«τάς δέ ἐξαλλαγάς ταύτας τάς ποικίλας ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ κατ’ Αιγυπτίους εὐαγγελίῳ κειμένας ἔχουσιν[68]»,
τό οποίο είναι το Ευαγγέλιο Αιγυπτίων, κείμενο που υπάρχει στην συλλογή του Χηνοβοσκίου (κωδ. ΙΙΙ.2 & IV.2). Αυτό χρησιμοποιούνταν από τους χριστιανικούς κύκλους της Αιγύπτου. Κατά μαρτυρία του Κλήμεντος Αλεξανδρέως[69] προσγράφεται στους Εγκρατιτές, ενώ ο άγιος Επιφάνιος[70] το αποδίδει στους Σαβελλιανούς. Τα υπό διαπραγμάτευση θέματα ήταν της αρεσκείας των Ναασηνών.
Πηγή του θεωρείται το κείμενο του παπύρου της Οξυρύγχου 655[71]. Πρόκειται περί ευαγγελικής συλλογής. Με συμπίλημα χωρίων από τα κανονικά Ευαγγέλια προέκυψε το απόκρυφο Κατ’ Αιγυπτίους και από αυτό τα γνωστικό Κατ’ Αιγυπτίους, απόκρυφο Κατά Θωμάν, γνωστικό Κατά Θωμάν[72]. Το τελευταίο χρησιμοποιούνταν επίσης από τους Ναασηνούς:
«…ἥνπερ φησί <τήν> ἐντός ἀνθρώπου βασιλείαν οὐρανῶν ζητουμένην, περί ἧς διαρρήδην ἐν τῷ κατά Θωμᾶν ἐπιγραφομένῳ εὐαγγελίῳ παραδιδόασι λέγοντες οὕτως[73]˙»
Ως κείμενο σώζεται στην βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου (κωδ. ΙΙ.2) Περί αυτού ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων αναφέρει ότι είναι έργο των μαθητών του Μάνη[74]. Αποτελεί συλλογή λόγων, εκ των οποίων ο υπ’ αριθμ. 114 πραγματεύεται το θέμα της συγχώνευσης των δύο φύλων για την επίτευξη της επανόδου στον ερμαφρόδιτο πρώτο άνθρωπο. Θεωρείται ότι η γνωστική επεξεργασία του κειμένου έγινε στην Συρία κι έτσι δικαιολογείται η χρήση του από τους Μανιχαίους[75].
Σχόλια
› Ο συγκρητικός χαρακτήρας της διδασκαλίας τους ομολογείται από τους ίδιους τους Ναασηνούς σε πολλά σημεία του έργου του αγίου Ιππολύτου. Όταν για παράδειγμα συζητάνε την διδασκαλία της αυτόματης γέννησης, επικαλούνται την μυθολογία πολλών λαών:
«γῆ δέ, φασίν οἱ Ἕλληνες, ἄνθρωπον ἀνέδωκε πρώτη καλόν ἐνεγκαμένη γέρας, μή φυτῶν ἀναισθήτων μηδέ θηρίων ἀλόγων, ἀλλά ἡμέρου ζώου καί θεοφιλούς ἐθέλουσα μήτηρ γενέσθαι. χαλεπόν δέ, φησίν, ἐξευρεῖν, εἴτε Βοιωτοῖς Ἀλαλκομενεύς ὑπέρ λίμνης Κηφισίδος ἀνέσχε πρῶτος ἀνθρώπων, εἴτε Κουρῆτες ἦσαν Ἰδαῖοι, θεῖον γένος, ἤ Φρύγιοι Κορύβαντες, οὕς πρώτους ἥλιος ἐπεῖδε δενδροφυεῖς ἀναβλαστάνοντας, εἴτε προσεληναῖον Ἀρκαδία Πελασγόν, ἤ Ραρίας οἰκήτορα Δυσαὐλην Ἐλευσίν, ἤ Λῆμνος καλλίπαιδα Κάβιρον ἀρρήτῳ ἐτέκνωσεν ὀργιασμῷ, εἴτε Πελλήνη Φλεγραῖον Ἀλκυονέα, πρεσβύτατον Γιγάντων. Λίβυες δέ Γαράμαντα φασι πρωτόγονον αὐχμηρῶν ἀναδύντα πεδίων γλυκεάς ἀπάρξασθαι Διός βαλάνου. Αἰγυπτίαν δέ Νεῖλος ἰλύν ἐπιλιπαίνων μέχρι σήμερον ζωογονῶν, φησίν, ὑγρᾷ σαρκούμενα θερμότητι ζῷα [καί σῶμα] ἀναδίδωσιν. Ἀσσύριοι δέ Ὠάννην ἰχθυοφάγον γενέσθαι παρ’ αὐτοῖς. Χαλδαῖοι δέ τον Αδάμ[76].»
Σε άλλα σημεία προβάλλουν τα μυστήρια του Άδωνι των Ασσυρίων, όπως για παράδειγμα στο θέμα της τριμερούς διαίρεσης της ψυχής:
«καί πρῶτον ἐπί τάς τῶν Ἀσσυρίων καταφεύγουσι τελετάς, τήν τριχῇ διαίρεσιν τοῦ ἀνθρώπου κατανοοῦντες[77]˙»
τα μυστήρια του Άττη των Φρυγών, στο απόσπασμα που παραθέσαμε παραπάνω[78], της Ίσιδος και του Οσίριδος των Αιγυπτίων:
«λέγουσι γοῦν, ὅτι Αἰγύπτιοι, πάντων ἀνθρώπων μετά τους Φρύγας ἀρχαιότεροι καθεστῶτες καί πᾶσι τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις ὁμολογουμένως τελετάς καί ὄργια θεῶν πάντων ὁμοῦ μετ’ αὐτους πρῶτον κατηγγελκότες <καί> ἰδέας καί ἐνεργείας, ἱερά καί σεβάσμια καί ἀνεξαγόρευτα τοῖς μή τετελεσμένοις τά Ἰσιδος ἔχουσι μυστήρια˙ τά δ’ εἰσιν οὐκ ἄλλο τι ἤ ἡρπασμένον καί ζητούμενον ὑπό τῆς ἑπταστόλου καί μελανείμονος αἰσχύνη Ὀσίριδος[79].»
Αλλού επικαλούνται και τα Ελευσίνια μυστήρια:
«τοῦτο, φησίν, ἐστί τό μέγα καί ἄρρητον Ἐλευσινίων μυστήριον “ὕε κύε”˙[80]».
Εντύπωση προκαλεί η χρησιμοποίηση της ίδιας φρασεολογίας από τις νέο-εποχίτικες ομάδες, τύπου Zeitgeist, με την διαφορά ότι προσπαθούν να κατηγορήσουν για συγκρητισμό, όχι τον ιδεολογικό πρόγονό τους, γνωστικισμό, αλλά το αντίπαλο δέος, Χριστιανισμό.
› Ποιους εννοεί ο απόστολος Παύλος «σαρκικούς», «ψυχικούς», «πνευματικούς».
Η εσφαλμένη απόδοση των όρων «σαρκικός», «ψυχικός», «πνευματικός» από τους Ναασηνούς, προϊδεάζει και για την εσφαλμένη ερμηνεία του Α’ Κορ. 2.13-15. Για την ορθή απόδοση των όρων προστρέχουμε στον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Γράφει στην Ερμηνεία εις την Α’ προς Κορινθίους:
«Μερικοί διδάσκαλοι θέλουν τριών λογιών ανθρώπους να διακρίνει ο απόστολος με τα λόγια ταύτα˙ σαρκικούς, ψυχικούς και πνευματικούς. Και σαρκικός μεν είναι εκείνος όπου ευρίσκεται εις το παρά φύσιν και εργάζεται το κακόν και την αμαρτίαν. Ψυχικός δε είναι εκείνος όπου ευρίσκεται εις το κατά φύσιν και μήτε το κακόν εργάζεται μήτε την αρετήν. Πνευματικός δε είναι εκείνος όπου ευρίσκεται εις το υπερ φύσιν και αξιωθή των του Πνεύματος χαρισμάτων και διοικείται από τον Πνεύμα το Άγιον. Παραδείγματος χάριν ένας άνθρωπος αδικεί και αρπάζει του άλλου το πράγμα, αυτός λέγετι σαρκικός. Άλλος δεν αδικεί τους άλλους, αλλά δεν θέλει να αδικήσουν και αυτόν άλλοι, ούτος λέγεται ψυχικός. Άλλος δε πάλιν όχι μόνον δεν αδικεί, όχι μόνον στέργει να τον αδικούν, αλλά και υπομένει ευχαρίστως και χαίρει όταν αδικείται. …Και ο Θεοφύλακτος ούτος λέγει αλλαχού, ερμηνεύων τα μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον˙ Γίνωσκε ότι η Γραφή απλώς μεν το αυτό δοκεί λέγειν «πνεύμα και ψυχήν» Κυρίως δε διαστέλλει. Ψυχικόν μεν γαρ άνθρωπον λέγει τον κατά φύσιν ζώντα και ανθρωπίνοις λογισμοίς διοικούμενον. Οίον όταν πεινα εσθίοντα, τον εχθρό μισούντα και απλώς μηδέν υπέρ φύσιν φανταζόμενον. Πνευματικόν δε τον υπερβάντα τους της φύσεως νόμους και μηδέν ανθρώπινον φρονούντα. Και αύτη εστίν η διαφορά ψυχής και πνεύματος εν τη γραφή[81].»
Η απόδοση αυτή έχει αγιογραφική βάση: «Οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεῦμα μή ἔχοντες» (Ιούδα 19). «οἴδαμεν γάρ ὅτι ὁ νόμος πνευματικός ἐστιν˙ ἐγώ δέ σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπό τήν ἁμαρτίαν» (Ρωμ. 7.14). «ἔτι γάρ σαρκικοί ἐστε. ὅπου γάρ ἐν ὑμῖν ζῆλος καί ἔρις καί διχοστασίαι, οὐχί σαρκικοί ἐστε καί κατά ἄνθρωπον περιπατεῖτε;» (Α’Κορ. 3.3)
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας το απόσπασμα λέγει:
«Επομένως είναι προ παντός μυστήριον τούτο, το οποίον κηρύττεται μέν παντού, δεν το κατανοούν όμως όσοι δεν έχουν ορθήν σκέψιν˙ αποκαλύπτεται δε όχι με την ανθρώπινη σοφίαν, αλλά με το άγιον Πνεύμα, όσο είναι δυνατόν να κατανοήσωμεν. Δι’ αυτό ακριβώς δεν θα έσφαλλε κάποιος, αν δια τον ίδιον λόγον ωνόμαζε τούτο μυστήριον απόρρητον, διότι ούτε εις εμάς τους πιστούς εδόθη με πλήρη σαφήνειαν και ακρίβειαν[82].»
«Και τι σημαίνει, «ερμηνεύοντες τα πνευματικά πράγματα με πνευματικά μέσα»; Ότι κάτι είναι πνευματικόν και ακατανόητον, με πνευματικά μέσα έχομεν τας μαρτυρίας,… Έτσι ερμηνεύω τα πνευματικά με πνευματικά στοιχεία και δεν έχω καθόλου ανάγκην της σοφίας του κόσμου ούτε των συλλογισμών ούτε τα κατά κόσμον προπαρασκευής[83].»
Και περιγράφει τον «ψυχικό» ως εξής:
«διότι πράγματι είναι ψυχικός εκείνος που εμπιστεύεται το παν εις τους λογισμούς της ψυχής και νομίζει ότι δεν χρειάζεται καμμίαν βοήθειαν άνωθεν, πράγμα το οποίον είναι μωρία[84].»
4.4.3 Σηθιανοί
Οι Σηθιανοί πήραν το όνομά τους από την λατρεία του Σηθ, του τρίτου υιού του Αδάμ και της Εύας. Γι’ αυτόν δίδασκαν ότι ήταν ενσάρκωση του θεού με αποτέλεσμα οι απόγονοί του θεωρούνται «εκλεκτοί» άνθρωποι.
4.4.3α Διδασκαλία
Οι Σηθιανοί παραδέχονταν τρεις αρχές, προαιώνιες. Αυτές είναι το φως, το σκότος, και ενδιάμεσα το πνεύμα. Κάθε αρχή έχει άπειρες δυνάμεις[85]. Το πνεύμα παρομοιάζεται με την ευωδία του μύρου ή του θυμιάματος[86]. Το σκότος είναι ως ύδωρ φοβερό. Έχει συναίσθηση εαυτού και γνωρίζει ότι χωρίς την επίφαυση του φωτός μένει έρημο, αφανές, αλαμπές, αδύναμο, άπρακτο και ασθενές[87]. Οι δυνάμεις των αρχών είναι άπειρες και νοερές κατά την ουσία. Όσο παραμένουν στον εαυτό τους, ησυχάζουν. Όταν πλησιάσουν η μια την άλλη δημιουργείται κίνηση από την ανομοιότητα της αντιπαράθεσης και ενέργεια εκ της κίνησης, αναλόγως των συνελθουσών δυνάμεων. Αυτό παράγει είδος εκτυπώματος και δημιουργείται ο κόσμος[88]. Επειδή οι δυνάμεις είναι άπειρες και οι συνδυασμοί τους άπειροι, προκύπτουν τα άπειρα είδη που περιέχονται στον υλικό κόσμο. Είναι εμφανές ότι η κοσμογονία τους είναι επηρεασμένη από την πλατωνική θεωρία των ιδεών.
Από την πρώτη συνδρομή των δυνάμεων δημιουργείται η ιδέα της σφραγίδας του ουρανού και της γης[89]. Μεταξύ ουρανού και γης συνέβησαν άπειρες συνδρομές δυνάμεων και γεννήθηκαν τα άπειρα πλήθη των φυτών και των ζώων[90]. Σ’ αυτά απλώθηκε μαζί με το φως και η ευωδία του πνεύματος. Από το ύδωρ προήλθε πρωτόγονη αρχή, σφοδρός και ζεστός άνεμος, αιτία της γενέσεως. Από τον άνεμο προήλθαν τα κύματα των υδάτων, τα οποία τεκνοποίησαν την φύση και προέκυψε ο άνθρωπος. Η δημιουργία του νου, δηλ. του θεού περιγράφεται με τα εξής λόγια:
«ἐπάν δέ τοῦτο τό ὑπό τοῦ ἀνέμου κῦμα ἐκ τοῦ ὕδατος ἐγερθέν καί ἐγκύμονα ἐργασάμενον τήν φύσιν γέννημα θηλείας εἰλήφῃ ἐν ἑαυτῷ, κατέχει τό κατεσπαρμένον φ[ς ἄνωθεν μετά τῆς τοῦ πνεύματος εὐωδίας, τουτέστι νοῦν μεμορφωμένον ἐν τοῖς διαφόροις εἴδεσιν, ὅ εστι τέλειος θεός, ἐξ ἀγεννήτου φωτός ἄνωθεν καί πνεύματος κατενηνεγμένος εἰς ανθρώπινην φύσιν ὥσπερ εἰς ναόν, φορᾷ φύσεως καί ἀνέμου κινήματι γεννηθείς ἐξ ὕδατος, συγκεκραμένος καί καταμεμιγμένος τοῖς σώμασιν[91].»
Αυτό δηλαδή που υποστήριζαν οι Σηθιανοί, είναι ότι ο νους είναι ο θεός, κι έχει συμβεί διασπορά αυτού στα ανθρώπινα σώματα. Προσπαθεί ν’ απελευθερωθεί από αυτά αλλά δεν μπορεί να βρει διέξοδο. Το φως για να βοηθήσει τον νου ν’ απελευθερωθεί από το σκοτεινής προέλευσης σώμα, γεννά με παρόμοιο τρόπο δικό του υιό τέλειο, κι επειδή χρησιμοποίησε την δύναμη του οφιόμορφου ανέμου, θεωρείτο ότι η αρχή της γεννήσεως είναι ο όφις[92].
«ἐπεί οὖν κατείληπται τό φῶς καί τό πνεῦμα εἰς τήν ἀκάθαρτον, φησί, καί πολυπήμονα μήτραν ἄτακτον, εἰς ἥν ὁ ὄφις εἰσερχόμενος, ὁ ἄνεμος τοῦ σκότους, ὁ πρωτόγονος τῶν ὑδάτων, γεννᾶ τόν ἄνθρωπον, καί ἄλλο οὐδέν εἶδος οὔτε ἀγαπᾷ οὔτε γνωρίζει ἡ ἀκάθαρτος μήτρα˙ ὁμοιωθείς οὖν ὁ ἄνωθεν τοῦ φωτός τέλειος λόγος τῷ θηρίῳ τῷ ὄφει, εἰσῆλθεν εἰσῆλθεν εἰς τήν άκάθαρτον μήτραν, ἐξαπατήσας αὐτήν τοῦ θηρίου τῷ ὁμοιώματι, ἵνα λύςῃ τά δεσμά τά περικείμενα τῷ τελείῳ νοΐ τῷ γεννωμένῳ ἐν ἀκαθαρσίᾳ μήτρας ὑπό τοῦ πρωτοτόκου <τοῦ> ὕδατος, ὄφεως, ἀνέμου θηρίου[93].»
Την αποτύπωση της τριαρχίας διακρίνουν στον παράδεισο στους Αδάμ-Εύα-όφη, και μετά στους Κάιν-΄Αβελ-Σηθ, Σημ-Χαμ-Iάφεθ, Αβραάμ-Ισαάκ-Ιακώβ.
Για τον Σηθ δίδασκαν ότι είναι ο Χριστός, και βεβαίωναν ότι είναι ο Ιησούς[94]. Η ίδιοι θεωρούσαν ότι ήταν απόγονοί του. Την άνω δύναμη ή φως καλούσαν επίσης Μητέρα ή Θηλεία. Η Μητέρα γέννησε τον Σηθ και του έδωσε όλη την δύναμή της. Ταυτόχρονα του φύτευσε σπέρμα της άνω δυνάμεως και σπινθήρα[95].
Στην παρουσίαση της διδασκαλίας της αιρέσεως από τον άγιο Επιφάνιο συγκεκριμενοποιούνται ορισμένες έννοιες, που στο έργο του αγίου Ιππολύτου φαίνονται αφηρημένες. Έτσι οι δυνάμεις που δημιούργησαν τον κόσμο καλούνται εδώ άγγελοι. Προς καθαίρεση της δυνάμεως των αγγέλων στάλθηκε ο Σηθ στον κόσμο, φέρνοντας μέσα του τον σπινθήρα και το σπέρμα της άνω δυνάμεως[96].
Από την μίξη των αγγέλων και των ανθρώπων πλήθυνε η κακία στον κόσμο. Τότε η Μητέρα έστειλε τον Κατακλυσμό, προς καθαίρεση της αμαρτίας, αποσκοπώντας να μείνει στον κόσμο μόνο το καθαρό γένος των Σηθιανών. Αλλά οι άγγελοι ενημέρωσαν τον Χάμ, οπότε από τους οκτώ που σώθηκαν οι επτά ήταν του καθαρού γένους, ενώ ο όγδοος, ο Χάμ της άλλης δυνάμεως[97].
Γυναίκα του Σηθ ονομάζουν την Ωραία ή Νωραία. Αναιρώντας την σηθιανή διδασκαλία ο άγιος Επιφάνιος ονομάζει την γυναίκα του Σηθ, Αζουρά, όνομα που βρίσκει στα Ιωβηλαία.
4.4.3β Συγγράμματα
Έχει παρατηρηθεί το εξής οξύμωρο. Από τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων βγαίνει το συμπέρασμα ότι η διδασκαλία των Σηθιανών δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη. Ο Επιφάνιος αναφέρει ότι τους έχει συναντήσει, χωρίς να θυμάται που ακριβώς.
«.., οὐ πανταχοῦ δέ αὕτη (σ.σ. η αίρεση) εὑρίσκεται οὔτε ἡ πρό ταύτης ἡ τῶν Καϊανών λεγομένη˙… τάχα δέ οἶμαι ἐν τῇ τῶν Αἰγυπτίων χώρᾳ συντετυχηκέναι καί ταύτῃ τῇ αἱρέσει (οὐ γάρ ἀκριβώς τήν χώραν μέμνημαι, ἐν ᾗ αὐτοῖς συνέτυχον)[98].»
Παρόλα αυτά διασώζεται μεγάλο μέρος της σηθιανής γραμματείας. Για τα συγγράμματά τους από τον άγιο Ιππολυτο πληροφορούμαστε:
«Ταῦτ’ έσίν ἅ λέγουσι καί τοιαύτοις παραπλήσια ἐν ἀπείροις συγγράμμασι[99]», ομολογώντας ότι υπήρχε εκτεταμένη γραμματεία. Από το πλήθος των συγγραμμάτων ο ίδιος αναφέρει μόνο την Παράφραση Σηθ[100]. Το έργο αυτό περιλαμβάνεται στην βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου (Οι τρεις στήλες του Σηθ, κωδ. VII.5).
Ο άγιος Επιφάνιος δίνει τους τίτλους περισσότερων συγγραμμάτων:
«Βίβλους δέ τινας συγγράφοντες ἐξ ὀνόματος μεγάλων ανδρών, ἐξ ὀνόματος μέν Σήθ ἐπτά λέγουσιν εἶναι βίβλους, ἄλλας δε βίβλους ἑτέρας Ἀλλογενεῖς οὕτω καλοῦσιν, ἄλλην δέ ἐξ ὀνόματος Ἀβραάμ, ἥν καί ἀποκάλυψιν φ΄σκουσιν εἶναι πάσης κακίας ἔμπλεον, ἑτέρας δέ ἐξ ὀνόματος Μωυσέως καί ἄλλας ἄλλων[101].»
Η εκπροσώπησή τους στην βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου είναι η εξής:
› Ευαγγελιον Ιωάννου απόκρυφον (κωδ. ΙΙ.1, ΙΙΙ.1, ΙV.1)
› Έννοια Νωραίας (κωδ. IX.2)
› Τρίμορφος Πρωτέννοια (κωδ. ΧΙΙΙ.1)
› Ευαγγέλιον Αιγυπτίων (κωδ. ΙΙΙ.2 & IV.2)
› Περί των τριών φύσεων δοκίμιο ή Τριμερής Πραγματεία (κωδ. Ι.4)
› Ζωστριανού Λόγοι Αληθείας (κωδ. VIII.1)
› Οι Τρεις Στήλες του Σηθ (κωδ. VII.5)
› Μαρσάνης (κωδ. X)
› Αλλογενής (κωδ. ΧΙ.8)
Στα παραπάνω συγγράμματα ο Hans-Martin Schenke[102] προσθέτει το άτιτλο κείμενο του κώδικα Brucianus, το Υπόστασις Αρχόντων (NHC II.4), Αποκάλυψις Αδάμ (NHC V.5), Μελχισεδέκ (NHC IX.1) και κάποια που υπάγονται στην βαρβηλογνωστική γραμματεία, και δεν τα συμπεριλαμβάνουμε διότι θεωρούμε τους Βαρβηλογνωστικούς ξεχωριστή κατηγορία.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι είναι η πιο καλά εκπροσωπούμενη γραμματειακά εκ των γνωστικών σεκτών.
4.4.4 Περάτες
Η σέκτα αυτή εξετάζεται μόνο από τον άγιο Ιππόλυτο. Αυτός αναφέρει ότι πρόκειται για παλαιά αίρεση, αλλά μόλις πρόσφατα έγιναν γνωστές οι διδαχές της[103]. Δέχονται και αυτοί τριπλό διαχωρισμό της ανώτερης αρχής:
«ἔστι δέ τῆς τριχῇ διαιρέσεως παρ’ αὐτοῖς τό μέν ἕν μέρος οἶον μία τις αρχή, καθάπερ πηγή μεγάλη εἰς ἀπείρους τῷ λόγῳ τμηθῆναι τομάς δυναμένη˙ ἡ δέ πρώτη τομή καί προσεχεστέρα κατ’ αὐτούς ἐστι τριάς καί καλεῖται ἀγαθόν τέλειον, μέγεθος πατρικόν. τό δέ δεύτερον τῆς τριάδος αὐτῶν μέρος οιονεί δυνάμεων ἄπειρόν τι πλῆθος ἐξ αὑτῶν γεγενημένων˙ τό τρίτον ἰδικόν[104].»
Το πρώτο μέρος είναι αγέννητο, το δεύτερο αγαθό αυτογενές και το τρίτο γεννητό. Σε κάθε μέρος απέδιδαν οι Περάτες θεό, λόγο, νου, άνθρωπο κτλ. οπότε προέκυπταν τρεις θεοί, τρεις λόγοι, τρεις νόες, τρεις άνθρωποι κτλ.
Από τον κόσμο της αγεννησίας κατέβηκε ο Χριστός, περνώντας μέσα από τους κόσμους της δεύτερης και τρίτης αρχής και έλαβε συγκρίματα και δυνάμεις και από τα τρία μέρη[105]. Ο κόσμος ο τρίτος, στον οποίο κατέβηκε ο Χριστός είναι ο λεγόμενος ιδικός. Αυτός πρέπει να καταστραφεί ώστε ν’ απαλλαγούν της φθοράς οι δύο υπερκείμενοι[106].
Εξετάζοντας τα βιβλία των Περατών και εκθέτοντας αποσπάσματα από αυτά, ο άγιος Ιππόλυτος καταλήγει ότι πρόκειται για αστρολογική αίρεση:
«Καταφανής σύμπασιν εὐκόλως γεγένηται ἡ τῶν Περατῶν αἵρεσις ἀπό τῆς τῶν αστρολόγων μεθηρμοσμένη τοῖς ὀνόμασι μόνοις˙…πάντων γάρ, ὡς ἔφην, τῶν γεννητῶν τῆς γενέσεως αἴτια νομίζουσιν εἶναι τά ἀγέννητα καί τά ὑπερκείμενα, καί γεγονέναι κατά ἀπόρροιαν τόν κόσμον τόν καθ’ ἡμᾶς, ὅν ἰδικόν ἐκεῖνοι καλοῦσι, καί τούτους πάντας ὁμοῦ τους ἀστέρας τους θεωρουμένους ἐν τῷ ουρανῷ τῆς γενέσεως αἰτίους γεγονέναι τοῦδε τοῦ κόσμου, ἐναλλάξαντες αὐτῶν τό ὄνομα, ὠς από τῶν προαστείων ἔστι συγκρίναντας εὑρεῖν[107].»
Αυτό που ανακαλύπτει όποιος διαβάζει για πρώτη φορά τις δοξασίες των Περατών, είναι ότι αυτοί εφηύραν πρώτοι την αστρο-θεολογία. Η τελευταία έχει γίνει του συρμού στην εποχή μας κυρίως στις νέο-εποχίτικες ομάδες. Αποδεικνύεται, όμως ότι δεν πρόκειται για νέα ανακάλυψη, αντίθετα για την επανεμφάνιση αρχαίων προλήψεων και προκαταλήψεων.
«ἀλληγοροῦντες τήν διαταγήν τῶν αστρολόγων τό μέν κέντρον (σ.σ. της κινήσεως των άστρων) οἱονεί θεόν καί μονάδα καί κύριον τῆς πάσης γενέσεως ὑποτυπούσι, τό δέ ἀπόκλιμα ἀριστερόν, τήν δέ ἐπαναφοράν δεξιόν[108].»
Είναι φυσικό, εφόσον δέχονται ότι η τυποποιημένη κίνηση των άστρων επεμβαίνει στην εξέλιξη των γεγονότων, ότι αναγνώριζαν ορισμένη μοίρα. Επικαλούνταν και τους λόγους της Σίβυλλας:
«εἰ δέ γεννητόν ὅλως καί φθείρεται, οὐ δύνατ’ ἀνδρός ἐκ μηρῶν μήτρας τε θεός τετυπωμένος εἶναι[109]».
Για τους εαυτούς τους, όμως, θεωρούσαν ότι έχουν ξεφύγει από την δεσμευτική απόφαση της μοίρας. Όπως ο Ισραήλ διαπεραιωθείς την Ερυθρά Θάλασσα διέφυγε των Αιγυπτίων[110], έτσι κι αυτοί μπόρεσαν να διαφύγουν της φθοράς. Το πως το εξηγούν οι ίδιοι:
«Μόνοι δέ, φησίν, ἡμεῖς οἱ τήν ἀνάγκην τῆς γενέσεως εγνωκότες καί τας ὁδούς, δι’ ᾦν εἰσελύληθεν ὁ ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον, ἀκριβῶς δεδιδαγμένοι διελθεῖν καί περάσαι τήν φθοράν μόνοι δυνάμεθα[111].»
Ως Αίγυπτο εκλάμβαναν το σώμα. Αιγύπτιοι ήταν όσοι αγνοούσαν την γνώση. Φθορά ήταν το ύδωρ, το αντιπροσωπευόμενο από τον Κρόνο. Έρημος η έξω γενέσεως κατάσταση. Από αυτά φαίνεται και ο γνωστικός χαρακτήρας της αίρεσης[112].
Στην κατάσταση αυτή, στην έρημο, συνάντησαν οι Ισραηλίτες τους όφεις[113]. Ως όφεις ερμήνευαν του θεούς της απώλειας, τους αστέρες που επιφέρουν την ανάγκη και την ειμαρμένη κατά τους αστρολόγους. Στην έρημο ύψωσε ο Μωυσής τον χάλκινο όφη προς θεραπεία των δακνουμένων[114]. Αυτός για τους Περάτες είναι ο θεός της σωτηρίας, κι έτσι αποκτά η σέκτα οφιολατρικό χαρακτήρα[115]. Σ’ αυτόν αναγνώριζαν τον όφη του παραδείσου, και τον όφη τον μεταμορφωμένο από την ράβδο του Μωυσή και κατανίκησε τους όφεις των Αιγυπτίων, δηλαδή τους θεούς της γενέσεως[116].
4.4.5 Αρχοντικοί
Τα των Αρχοντικών εκτίθενται από τον άγιο Επιφάνιο. Αυτός εντόπισε την αίρεση στην Παλαιστίνη, και από κει μεταφέρθηκε στην Αρμενία, από κάποιον Εύτακτο[117]. Αυτός ήταν μαθητής κάποιου ασκητή Πέτρου, καθηρημένου πρεσβυτέρου. Διερχόμενος την Παλαιστίνη εξ Αιγύπτου, συνάντησε τον ασκητή, παρέλαβε την διδασκαλία του και την μετέδωσε στην Αρμενία.
4.4.5α Διδασκαλία
Δέχονταν οκτώ ουρανούς. Στους επτά προήδρευε και ένας άρχων περικυκλωμένος από αγγέλους και όλη την συνηθισμένη τάξη που δέχονταν οι γνωστικοί. Ο όγδοος ουρανός ήταν ο τόπος της φωτεινής Μητέρας[118].
Άρχοντα του έβδομου ουρανού έλεγαν τον Σαβαώθ, ο οποίος κατίσχυε των άλλων και διοικούσε τυραννικώς[119]. Αυτός είναι ο θεός, ο οποίος έδωσε τον νόμο.
Θεωρούσαν την ψυχή κατασκευασμένη από την Μητέρα και περικλείουσα ικμάδα φωτεινή. Όταν η ψυχή λάμβανε την γνώση μπορούσε να διαφύγει και να περάσει μέσα από τους επτά ουρανούς, μέσα από τις αρχές και εξουσίες και να φτάσει στον όγδοο. Αν δεν λάμβανε την γνώση, γινόταν τροφή των αρχόντων[120].
Για τον διάβολο δίδασκαν ότι είναι υιός του Σαβαώθ, που επαναστάτησε εναντίον του πατρός και κατέβηκε στην γη. Τον θεωρούσαν πατέρα του Κάιν και του Άβελ. Για τους δυο αδελφούς ισχυρίζονταν ότι ερωτεύτηκαν την αδελφή τους και από ζηλοφθονία δολοφόνησε ο Κάιν τον Άβελ, επειδή ήταν εκ της σποράς του διαβόλου[121].
Κατ’ αυτούς η Εύα γέννησε από τον Αδάμ μόνο τον Σηθ. Αυτόν ονόμαζαν Αλλογενή. Αγγελικές δυνάμεις απεσταλμένες του αγαθού θεού κατέβηκαν και τον άρπαξαν. Το ανέβασαν στον ουρανό όπου ανατράφηκε, και πάλι τον κατέβασαν, ώριμο και γνωστικό[122].
Εκτός του Σηθ ομολογούν προφήτες τον Μαρσάνη και τον Μαρτιανό, οι οποίο επίσης αρπάχτηκαν στον ουρανό και κατέβηκαν μετά από τρεις ημέρες[123].
Για τον Ιησού Χριστό πίστευαν ότι είναι κάποιος άρχοντας και συγκεκριμένα εφευρέτης της πονηρίας[124]. Δεν δέχονταν ανάσταση των σωμάτων, αλλά μόνο της ψυχής[125].
4.4.5β Πρακτικές
Δεν δέχονταν το βάπτισμα, όπως οι άλλες οφιολατρικές ομάδες:
«ἀναθεματίζουσίν τε τό λουτρόν, κἄν τε εἶέν τινες ἐν αὐτοῖς προειλημμένοι και βεβαπτισμένοι. τήν τε τῶν μυστηρίων μετοχήν καί αγαθότητα ἀθετοῦσιν ὡς ἀλλοτρίαν οὖσαν καί εἰς ὄνομα Σαβαώθ γεγενημένην[126].»
Στο θέμα της εγκράτειας δεν είχαν κοινή γραμμή:
«καί τινές μέν αὐτῶν κατά τά σώματα κεχραμμένοι ἀσελγείᾳ τυγχάνουσιν, ἄλλοι δέ δῆθεν προσποιητήν νηστείαν ὑποκρίνονται ἀπατῶσί τε τους αφελέστερους ανθρώπους, προς΄χηματι μοναζόντων άποταξίαν τινά σεμνυνόμενοι[127].»
4.4.5γ Συγγράμματα
Συγγράμματα των Αρχοντικών αναφέρονται από τον άγιο Επιφάνιο η Μικρή και Μεγάλη Συμφωνία, ο Αλλογενής και η Ανάληψις Ησαΐου. Πλήρη καταγραφή της διδασκαλίας τους πρέπει να υπήρχε στην Μεγάλη Συμφωνία:
«Καί οὗτοι δέ ὁμοίως βίβλους ἑαυτοῖς ἐπλαστογράφησαν τινας ἀποκρύφους, ὧν τά ὀνόματα ἐστι ταῦτα˙ τό μέν γάρ Συμφωνίαν μικράν δῆθεν βιβλίον καλοῦσι, τό δέ μεγάλην Συμφωνία. ἀλλά καί ἄλλα τινά βιβλία ἑαυτοῖς ἐπισωρεύουσιν οἷς ἐάν συντύχωσιν, ἵνα δόξωσι τήν ἑαυτῶν πλάνην διά πολλῶν βεβαιοῦν, ἐπισυνεισφέρεσθαι. ἤδη δέ καί Ἀλλογενέσι καλουμένοις κέχρηνται˙ βίβλοι γάρ εἰσιν οὕτω καλούμεναι. λαμβάνουσι δέ λαβάς ἀπό τοῦ Ἀναβατικοῦ Ἠσαΐα, ἔτι δέ καί ἄλλων τινών ἀποκρύφων[128].»
Η Ανάληψις Ησαΐου είναι κείμενο που προέκυψε από προγενέστερη καταγεγραμμένη παράδοση περί του μαρτυρίου του Ησαΐα. Σ’ αυτήν προστέθηκε τον β’ αι. μ.Χ. μια εξαγγελία του Εζεκία για την έλευση του Χριστού και του Αντιχρίστου με την μορφή του Νέρωνα και στην συνέχεια τμήμα με την όραση του Ησαΐα, στην οποία ιστορείται ραψωδιακώς η άνοδος του δια των επτά ουρανών, όπου μαθαίνει τα απόρρητα μυστήρια για το έργο, το πάθος και την ανάσταση του Χριστού.
[1] Θεοδώρητου Κύρου, Αιρετικής κακομυθίας επιτομή ΙΔ’ (PG 83,364C). Ο Θεοδώρητος ταυτίζει Οφίτες και Σηθιανούς. Πρόκειται για διαφορετικές ομάδες.
[2] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς VII 17.108
[3] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.1.
[4] Ο.π.
[5] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.2.
[6] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.3.
[7] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.5.
[8] Ο.π.
[9] “Ego Pater, et Deus, et super me nemo”.
[10] “ Noli mentiri, Ialdabaoth˙ est enim super te Pater omnium primo Anthropus, et Anthropus filius Anthropi” Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.6 (PG 697-8). Το ελληνικό στο Θεοδώρητο Κύρου, ο.π.
[11] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.6.
[12] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.7.
[13] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.8.
[14] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.9.
[15] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.10.
[16] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.11.
[17] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.12.
[18] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.13.
[19] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.14.
[20] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.15.
[21] Ωριγένη, Κατά Κέλσου VI.28: «Τοιοῦτον τι δή μοι φαίνεται ὁ Κέλσος οἰκονομῶν ἐκτεθεῖσθαι, ὡς ἄρα Χριστιανοί λέγουσι κατηραμένον θεόν τόν δημιουργόν, ἵν’ ὁ πιστεύων αὐτῷ ταῦτα καθ’ ἡμῶν λέγοντι εἰ δυνατόν καί ἐπί τό αἱρειν ὁρμήσαι Χριστιανούς ὡς πάντων ἀσεβεστάτους».
[22] Η σύμπτωση της ανίερης εβδομάδος με την λίστα που εκτίθεται εδώ, τεκμαίρεται κυρίως από την χρήση του ονόματος του Μιχαήλ, ονόματος αγγελικού, αποδιδομένου μόνο από τους Οφίτες και μόνο σ’ αυτήν την περίπτωση σε δαίμονα.
[23] Ωριγένη, Κατά Κέλσου VI.30.
[24] Ωριγένη, Κατά Κέλσου VI.25.
[25] Histoire critique du Gnosticisme, 1826, vol. III, plate I,D.
[26] Ωριγένη, Κατά Κέλσου VI.32.
[27] The Writings of Irenaeus, Ante-Nicene Fathers 5 (1868), 106 σημείωση 1: «All the names are derived from the cabbalistic theology of the Jews».
[28] Επιφανίου, Πανάριον XXXVII 5.5-8.
[29] Ωριγένη, Κατά Κέλσου VI.31.
[30] Θεοδώρητου Κύρου, Αιρετικής κακομυθίας επιτομή Ι.24: «Αὐτίκα τοίνυν τινές αὐτῶν καί τιμῶσι τόν ὄφιν. Καί εὖρον ἔγωγε παρ’ αυτόῖς ὄφιν χαλκοῦν ἔν τινι κιβωτίῳ μετά τῶν μυσαρῶν αὐτῶν ἐγκείμενον μυστηρίων» (PG 83.375D-376A).
[31] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 6.3.
[32] H. P. Blavatsky, Isis Unveiled, vol. II p.201: “Man, who is the microcosmos of the macrocosmos, or the archetypal heavenly man, Adam Kadmon, is likewise a trinity; for he is body, soul, and spirit”. Παρακρατούμε την λέξη «archetypal» για ν’ αναγνωρίσουμε την προέλευσή της όταν την ξανασυναντήσουμε.
[33] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 6.5.
[34] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 6.6.
[35] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 8.1-2.
[36] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.30-1.
[37] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.32.
[38] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.33.
[39] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.3.
[40] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.7.
[41] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.7.
[42] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.8.
[43] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.9.
[44] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.40-1.
[45] A’ Kor. 2.14.
[46] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 8.26-7.
[47] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 6.7.
[48] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.41.
[49] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 6.6 & 8.37.
[50] Ιωαν. 10.9: «ἐγώ εἰμι ἡ θύρα».
[51] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 8.21.
[52] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 8.44.
[53] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 9.21-22.
[54] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 9.11.
[55] Ψαλμ. 81.6.
[56] Ψαλμ. 81.7.
[57] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.39-40.
[58] Ρωμ. 1.22-23.
[59] Ρωμ. 1.26-27.
[60] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.17-19.
[61] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.13.14.
[62] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.19.
[63] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.15.
[64] βλ. σημ. 32.
[65] C. G. Jung, The Archetypes and the Collective Unconscious, Complete Works 9, p.71.
[66] Ίσως να πρόκειται για το Ευαγγέλιο Μαρίας, το οποίο σώζεται σε σαϊδική μετάφραση του Ε’ αι. στον Πάπυρο 8502 του Βερολίνου, και αποτελεί ειδική δήθεν αποκάλυψη του Ιησού προς την Μαρία τη Μαγδαληνή.
[67] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.1 Βλ. επίσης Ωριγένους, Κατά Kέλσου V 62: «Κέλσος μέν οὖν οἶδε καί Μαρκελλιανούς ἀπό Μαρκελίνας καί Αρποκρατιανούς ἀπό Σαλώμης καί ἄλλους ἀπό Μαριάμμης καί ἄλλους ἀπό Μάρθας».
[68] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.9.
[69] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ.13.
[70] Επιφανίου, Πανάριον 69.2.
[71] E. Klostermann, Apocryfa II, Kleine Texte 8, 31929, 23.
[72] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, 265-267.
[73] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.20.
[74] Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κτηχήσεις 4.36 & 6.31.
[75] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σ.σ. 267-270.
[76] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.5.
[77] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.9.
[78] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.13-15.
[79] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.22-23.
[80] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.34.
[81] Νικοδήμου του Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τας ΙΔ΄ επιστολάς του Αποστόλου Παύλου, εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, τ. Α΄ σελ. 399 σημ. 48.
[82] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις την Α’Κορινθίους Ομιλία Ζ’, μετ. Κωνσταντίνου Χριστομάνου, ΕΠΕ, τ.18 σελ. 175-7.
[83] Ο.π. σελ. 185-7.
[84] Ο.π. σελ. 189.
[85] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 19.2-3.
[86] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 19.3.
[87] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 19.5.
[88] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 19.9-10.
[89] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 19.11.
[90] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 19.12-13.
[91] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 19.14-15.
[92] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 19.16-17.
[93] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 19.19-20.
[94] Επιφανίου, Πανάριον XXXIX 1.3.
[95] Επιφανίου, Πανάριον XXXIX 1.4.
[96] Επιφανίου, Πανάριον XXXIX 1.5.
[97] Επιφανίου, Πανάριον XXXIX 2.2-3.
[98] Επιφανίου, Πανάριον XXXIX 1.1.
[99] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 21.1.
[100] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 22.1.
[101] Επιφανίου, Πανάριον XXXIX 5.1.
[102] Η-Μ. Schenke, Das sethianische System nach Nag-Hamadi Handschrieften, Studia Coptica (ed. Peter Nagel), 165-174.
[103] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 12.1.
[104] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 12.2-3.
[105] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 12.4.
[106] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 12.7.
[107] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 15.2.
[108] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 15.5.
[109] Oracula Sybillina, Fragmente 3, GHS 8 (1902) 230. Το απόσπασμα από Θεοφίλου, Προς Αυτόλυκον ΙΙ 36.29: «καί προς τους γενητούς λεγομένους ἔφη˙…».
[110] Εξ. 14.15-31.
[111] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 16.1.
[112] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 16.5.
[113] Αριθ, 21.6.
[114] Αριθ. 21.9.
[115] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 16.5-6.
[116] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 16.8-9.
[117] Επιφανίου, Πανάριον XL 1.1.
[118] Επιφανίου, Πανάριον XL 1.3.
[119] Επιφανίου, Πανάριον XL 1.6.
[120] Επιφανίου, Πανάριον XL 2.7-8.
[121] Επιφανίου, Πανάριον XL 5.2-3.
[122] Επιφανίου, Πανάριον XL 6.2-3.
[123] Επιφανίου, Πανάριον XL 7.6.
[124] Επιφανίου, Πανάριον XL 7.9.
[125] Επιφανίου, Πανάριον XL 2.4.
[126] Επιφανίου, Πανάριον XL 2.6.
[127] Επιφανίου, Πανάριον XL 2.4.
[128] Επιφανίου, Πανάριον XL 2.1.