4.3.1 Προοίμιο
Ένα δευτερεύων χαρακτηριστικό της διδασκαλίας των περισσότερων γνωστικών ομάδων είναι το αντι-ιουδαϊκό τους φρόνημα. Τις περισσότερες φορές εκφράζεται με την απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης. Η στάση αυτή είναι ευεξήγητη. Στην Παλαιά Διαθήκη ανήκει και το βιβλίο της Γενέσεως, στο οποίο αποκαλύπτεται η θεολογία και η κοσμογονία από τον ίδιο το Θεό μέσω του Μωυσή. Όταν λοιπόν, οι γνωστικοί διδάσκαλοι προσπάθησαν να διαδώσουν τις δικές τους πεποιθήσεις, ελέγχονταν η αλήθεια των λεγομένων του και ύστερα από απλή σύγκριση αποδεικνύονταν ότι ψεύδονταν. Εφόσον απευθύνονταν πρωτίστως σε Χριστιανούς, έρχονταν αντιμέτωποι με τις Γραφές, και από την στιγμή που η δική τους θεογονία, κοσμογένεση και ανθρωπολογία συγκρούονταν με την χριστιανική αποκάλυψη, δεν έμεναν πολλά περιθώρια δράσης.
Από την άλλη πλευρά, στην Παλαιά Διαθήκη είχε δοθεί ο Νόμος, που μπορεί να είχε αποδειχθεί ανώφελος σωτηριολογικά μετά την έλευση του Χριστού, και να καταργήθηκαν οι λειτουργικές διατάξεις του, παρέμενε, όμως, συμπληρωμένος ως ο ηθικός γνώμονας του Χριστιανικού βίου. Αυτό σημαίνει, ότι οι αιρεσιάρχες αναγκαστικά έπρεπε να αμφισβητήσουν το κύρος και την νομιμότητα της Παλαιάς Διαθήκης, για να μπορούν να παρουσιάζουν την δική τους τρυφηλότητα και φιληδονία, ως νομιμοποιημένη διδασκαλία και να επιβάλουν τις ανήθικες συνήθειές τους, ανεξέλεγκτα.
Αν, λοιπόν, εξαιρέσει κανείς τους Ιουδαιο-χριστιανούς που έδειχναν να σέβονται την Παλαιά Διαθήκη και τον νόμο, αλλά στην πραγματικότητα αυτό γινόταν αποσπασματικά και αλλοιωμένα, όλες οι υπόλοιπες ομάδες κράτησαν αρνητική στάση απέναντι στην Παλαιά Διαθήκη. Κάποια μερίδα αυτών ακολούθησε ανεπιφύλακτα αντι-ιουδαϊκή γραμμή, και προέβαλλε ως θεμελιώδες αξίωμα την αντίθεση στον μωσαϊκό νόμο, γι’ αυτό και ονομάστηκαν Αντινομιστές.
Στον Κλήμεντα Αλεξανδρέα ονομάζονται Αντιτάκτες. Οπωσδήποτε δεν παραδέχονταν τους πραγματικούς λόγους της αντίθεσής τους στις εντολές του Θεού. Πρότειναν θεωρητικά προσχήματα. Λέγαν δηλαδή:
«Ἄλλοι τινές οὕς καί Αντιτάκτας καλοῦμεν, λέγουσιν, ὅτι ὁ μέν Θεός ὁ τῶν ὅλων Πατήρ ημῶν ἐστι φύσει, καί πανθ’, ὅσα πεποίηκεν, ἀγαθά ἐστιν˙ εἷς δέ τις τῶν ὑπ’ αὐτοῦ γεγονότων ἐπέσπειρεν τά ζιζάνια, τήν τῶν κακῶν φύσιν γεννήσας, οἷς καί δή πάντας ἡμᾶς περιέβαλεν, ἀντιτάξας ἡμᾶς τῷ Πατρί. Διό δή καί αὐτοί ἀντιτασσόμεθα τούτῳ εἰς ἐκδικίαν τοῦ Πατρός, ἀντιπράσσοντες τῷ βουλήματι τοῦ δευτέρου. Ἐπεί οὖν οὗτος “Οὐ μοιχεύσεις” εἴρηκεν, ἡμεῖς φασί, μοιχεύομεν ἐπί καταλύσει τῆς ἐντολῆς αὐτοῦ[1]».
Οι προφάσεις τους δεν έπεισαν για την γνησιότητα της προαίρεσής τους. Γι’ αυτό και ο Κλήμης Αλεξανδρεύς ονομάζει το τέταρτο κεφάλαιο του τρίτου λόγου των Στρωματέων «προφάσεις, ἅς οἱ αἱρετικοί χρῶνται, ὅπως ἄν ἀπολαύωσι πᾶσάν τε ἐλευθερίαν καί ἡδονήν».
4.3.2 Νικολαΐτες
Οι Νικολαΐτες αναφέρονται πρώτη φορά στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Απευθυνόμενος ο Κύριος προς την Εκκλησία της Εφέσου λέγει:
«ἀλλά τοῦτο έχεις ὅτι μισεῖς τά ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, ἅ καγώ μισῶ» (Αποκ. 2.6)
Και παρακάτω απευθυνόμενος στην Εκκλησία της Περγάμου:
«ἀλλά ἔχω κατά σοῦ ὀλίγα, ότι έχεις ἐκεῖ κρατοῦντας τήν διδαχήν Βαλαάμ, ὅς ἐδίδαξε τόν Βαλάκ βαλεῖν σκάνδαλον ἐνώπιον τῶν υἱῶν Ἰσραήλ καί φαγεπν εἰδωλόθυτα καί πορνεῦσαι. οὕτως ἔχεις καί σύ κρατοῦντας τήν διδαχήν τῶν Νικολαϊτῶν ὁμοίως». (Αποκ. 2.15)
Φαίνεται, λοιπόν, ότι την εποχή που έγραψε ο απόστολος Ιωάννης την Αποκάλυψη, ο Νικολαϊτισμός είχε απλωθεί στην Μικρά Ασία. Από το παραπάνω εδάφιο οι Νικολαΐτες ονομάστηκαν και Βαλααμίτες.
Ο Βαλαάμ ήταν προφήτης από την Μεσοποταμία και αναφέρεται στο Βιβλίο των Αριθμών[2]. Προς αυτόν έστειλε ο Βαλάκ, ο βασιλιάς των Μωαβιτών, πρεσβεία, αρχικά για να καταραστεί τους Ισραηλίτες, και όταν αυτό δεν κατέστη δυνατό, να τον συμβουλευθεί τι να πράξει εναντίον τους. Εεπιδή ο Βαλαάμ δεν μπόρεσε να καταραστεί τους Ισραηλίτες, συμβούλευσε τους Μωαβίτες να μολύνουν τους αντιπάλους τους[3]. Πράγματι οι Ισραηλίτες μολύνθηκαν, τρώγοντας ειδωλόθυτα και πορνεύοντας με τις Μωαβίτισες[4]. Αποτέλεσμα ήταν να τους βρει η οργή του Θεού[5]. Την οργή του Θεού κατέπαυσε ο Φινεές, γιος του Ελεάζαρου, γιου του Ααρών[6]. Στην συνέχεια ακολούθησε ήττα των Μαδιανιτών[7]. Κατά την νίκη των Ισραηλιτών βρήκε τον θάνατο ο Βαλαάμ[8].
Η αναφορά του αγίου Ειρηναίου σ’ αυτούς είναι σύντομη. Επαναλαμβάνει σχεδόν ότι γράφτηκε στην Αποκάλυψη. Προσθέτει ότι είναι οπαδοί του Νικολάου[9] ενός των επτά διακόνων, που ορίστηκαν από τους Αποστόλους να διακονούν την Εκκλησία. Ο Νικόλαος καταγόταν από την Αντιόχεια και ήταν προσήλυτος στον Ιουδαϊσμό, που σημαίνει ότι είχε εθνική καταγωγή, στην συνέχεια προσήλθε στον Ιουδαϊσμό και στην συνέχεια πίστεψε στον Χριστό. Μαζί με τους Στέφανο, Φίλιππο, Πρόχορο, Νικάνορα, Τίμωνα και Παρμενά εκλέχθηκε από τους Αποστόλους και χειροτονήθηκε διάκονος του κοινωνικού έργου της εκκλησίας των Ιεροσολύμων[10].
Η αναφορά του αγίου Ιππολύτου στους Νικολαΐτες είναι επίσης σύντομη κι επαναλαμβάνει όσα έγραψε ο άγιος Ειρηναίος:
«Πολλῆς δέ αυτόῖς συστάσεως κακῶν αἴτιος γεγένηται Νικόλαος, εἷς τῶν ἑπτά εις διακονίαν ὑπό τῶν ἀποστόλων κατασταθείς, ὅς ἀποστάς τῆς κατ’ εὐθεῖαν διδασκαλίας ἐδίδασκεν ἀδιαφορίαν βίου τε καί βρώσεως, οὗ τους μαθητάς ἐνυβρίζον<τας> τό ἅγιον πνεῦμα διά τῆς αποκαλύψεως Ἰωάννης ἤλεγχε πορνεύοντας καί εἰδωλόθυτα ἐσθίοντας»[11].
Η παρουσίαση της σέκτας από τους αγίους Ιππόλυτο και Ειρηναίο είναι σχεδόν επιγραμματική. Δεν έχουν να προσθέσουν κάτι στα όσα αναφέρει η Αποκάλυψη, εκτός από την φήμη για την αρχή της αίρεσης από τον διάκονο Νικόλαο. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρχαν οργανώσεις νικολαΐτικες στην Δύση, τουλάχιστον την εποχή που έγραψαν οι εν λόγω συγγραφείς και ύστερα.
Αντίθετα, ο Κλήμης Αλεξανδρεύς, έχει να προσθέσει πολλά περισσότερα. Αναφέρει μια παράδοση για τον διάκονο Νικόλαο, την οποία ενδεχομένως είχαν υπόψη τους και χρησιμοποιούσαν οι Νικολαΐτες [12]. Στην παραπάνω παράδοση οι Νικολαΐτες έκαναν την εξής παρανόηση:
«ἀκόλουθον γάρ εἶναί φασι τήν πράξιν ταύτην ἐκείνῃ τῇ φωνῇ, τῇ “παραχρῆσθαι τῇ σαρκί δεῖ”. Καί δή κατακολουθήσαντες τῷ γενομένῳ τῷ τέ είρημένῳ άπλῶς καί άβασανίστως, ἐκπορνεύουσιν ἀναιδήν οἱ τήν αἵρεσιν αύτοῦ μετιόντες[13].»
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς έχει τις αντιρρήσεις του για το αν ήταν ο Νικόλαος ο αρχηγός της αίρεσης, τελικά. Αυτό εκ πρώτης όψεως φαίνεται αντίθετο σε αυτά που έγραψαν οι άγιοι Ιππόλυτος και Ειρηναίος, ο Κλήμης δείχνει καλύτερα πληροφορημένος επί του θέματος. Αν δεν είναι ο ίδιος αυτόπτης μάρτυς των όσων αναφέρει, τουλάχιστον οι πληροφορίες του είναι από πρώτο χέρι. Αναφέρει έναν διάλογο, ο οποίος διημείφθη μεταξύ ενός οπαδού της σέκτας και μιας Χριστιανής.
«Φασί γοῦν τινα αὐτῶν, ἡμετερᾳ παρθένῳ, ὡραίᾳ τήν ὄψιν, προσελθόντα φάναι˙ Γέγραπται, “Παντί τῷ αἰτοῦντί σε δίδου[14]”˙ τήν δέ σεμνῶς πάνυ ἀποκρίνασθαι, μή συνιεῖσαν τήν τἀνθρώπου ἀσέλγειαν˙ Ἀλλά περί γάμου τῇ μητρί διαλέγου[15].»
Ο ίδιος αντιλέγει και για την αληθινή αιτία προσαγωγής της γυναίκας του Νικολάου ενώπιον των αποστόλων:
«Ὧν οὕτως ἐχόντων, ἀποβολή πάθους ἦν, εἰς μέσον τῶν ἀποστόλων ἡ τῆς ζηλοτυπουμένης ἐκύκλησις γναικός˙ καί ἡ εγκράτεια τῶν περισπουδάστων ἡδονῶν, τό “παραχρῆσθαι τῇ σαρκί” έδίδασκεν[16]».
Ο άγιος Επιφάνιος αποδίδει με την σειρά του την αρχή της αίρεσης στον διάκονο Νικόλαο, παρουσιάζει, όμως, διαφορετική ερμηνεία των γεγονότων. Σύμφωνα με την δική του εκδοχή, ο Νικόλαος προσπάθησε να εγκρατευθεί, παρ’ όλο που είχε γυναίκα όμορφη. Επειδή απότυχε του σκοπού του, έπεσε στο άλλο άκρο και διακήρυξε, ότι «εἰ μη τις καθ’ ἑκάστην ἡμέραν λαγνεύῃ, ζωῆς μή δύνασθαι μετέχεις αιωνίου[17]».
Την εποχή του αγίου Επιφανίου δεν είχαν απομείνει ίχνη της συγκεκριμένης αίρεσης. Ο Ευσέβιος Καισαρείας μας πληροφορεί ότι ήδη από την εποχή του η αίρεση αυτή είχε εκλείψει:
«Ταῦτα μέν οὖν περί τῶν κατά τούς δηλουμένους χρόνους παραβραβεῦσαι τήν ἀλήθειαν ἐγκεχειρηκότων, λόγου γε μην θᾶττον εἰς τό παντελές ἀπεσβηκότων εἰρήσθω[18].»
Για να εκθέσει την αίρεση ο Ευσέβιος χρησιμοποιεί αποσπάσματα από το έργο του Κλήμη, χωρίς να προσθέτει κάτι περισσότερο. Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς επίσης, μας πληροφορεί ότι χρησιμοποιούσαν κάποιο απόκρυφο χωρίς να το κατονομάζει. Παραθέτει και ένα μικρό απόσπασμα, στο οποίο φαίνεται η προσπάθεια κατασκευής μυθολογικού προτύπου για την αναγωγή της σαρκολαγνέιας του σε αυτό:
«Ἐρρύη δέ αὐτοῖς τό δόγμα ἔκ τινος ἀποκρύφου, καί δή παραθήσομαι τήν λέξιν τήν τῆς τούτων ἀσελγείας μητέρα˙… “ Ἕν ἦν τά πάντα˙ ἐπεί δέ ἔδοξεν αὐτοῦ τῇ ἑνότητι μή εἶναι μόνῃ, ἐξῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ ἐπίπνοια καί ἐκοινώνησεν αὐτῇ καί ἐποίησε τόν ἀγαπητόν. Ἐκ δέ τούτου ἐξῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ ἐπίπνοια, ᾗ κοινωνήσας ἐποίησε δυνάμεις, μήτε ὁραθῆναι, μήτε ἀκουσθῆναι δυναμένας”, ἕως, “έπ’ ὀνόματος ἰδίου ἑκάστην”[19].»
Από το παραπάνω απόσπασμα φαίνεται καθαρά ο γνωστικός χαρακτήρας της αίρεσης. Ως απόρροια της σύμφωνης με τις υλιστικές επιθυμίες θεογονίας τους έθεταν «κοινωνίες», όχι όμως πνευματικές, όπως για παράδειγμα οι μαθητές του Ουαλεντίνου, αλλά καθαρά σαρκικές. Έτσι και την Αφροδίτη την ονόμαζαν «μυστική κοινωνία».
Τις κακοδοξίες των Νικολαϊτών διορθώνει ο Κλήμης με τα λόγια του Αποστολου Παύλου:
«Ὑμεῖς δέ οὐχ οὕτως ἐμάθατε τόν Χριστόν, εἰ γε αὐτόν ἠκούσατε, καί ἐν αυτῷ ἐδιδάχθητε, καθώς ἐστίν ἀλήθεια ἐν Χριστῷ Ιησοῦ, ἀποθέσθαι ὑμᾶς τά κατά τήν προτέραν ἀναστροφήν, τόν παλαιόν ἀνθρωπον, τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἀνανεοῦσθαι δέ τῷ πνεύματι τοῦ νοός ἡμῶν, καί ἐνδύσασθε τόν καινόν ἀνθρωπον, τόν κατά Θεόν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνη καί οσιότητι τῆς ἀληθείας[20]»,
προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να επιτύχουμε την εξομοίωση με τον Θεό.
«Γίνεσθε οὖν μιμηταί τοῦ Θεοῦ, ὡς τέκνα ἀγαπητά, καί περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ, καθώς καί ὁ Χριστός ἠγάπησεν ὑμᾶς, καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ είς ὀσμήν εὐωδίας. Πορνεία δέ καί πᾶσα ἀκαθαρσία ἠ πλεονεξία μηδέ ὀνομαζέσθω ἐν ὑμῖν, καθώς πρέπει ἁγίοις, καί αἰσχρότης καί μωρολογία[21].»
Και συνεχίζει προειδοποιώντας ότι:
«Τοῦτο γάρ ἰστε γινώσκοντες, ὁτι πᾶς πόρνος ἤ ἀκάθαρτος ἤ πλεονέκτης, ὅς ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ. Μηδείς ὑμᾶς ἀπατάτω κενοῖς λόγοις˙ διά ταῦτα γάρ ἔρχεται ἡ ὀργή του Θεοῦ ἐπί τους υἱούς τῆς ἀπειθίας. μή οὖν γίνεσθαι συμμέτοχοι αὐτῶν[22].»
4.3.3 Πρόδικος
Στους συνεχιστές των Νικολαϊτών συγκαταλέγεται ο Πρόδικος. Οι οπαδοί του αυτοχαρακτηρίζονταν ως γνωστικοί. Ισχυρίζονταν ότι είναι εκ φύσεως παιδιά του πρώτου θεού, οπότε η ελευθερία να ζουν έκλυτο βίο ήταν γι’ αυτούς συνέπεια της «ευγενικής» τους καταγωγής. Πίστευαν ότι δεν μπορεί να τους εμποδίσει τίποτα, διότι ήταν κύριοι του Σαββάτου, παιδιά του βασιλιά, για τα οποία ο νόμος είναι άγραφος. Γι’ αυτούς ο Κλήμης Αλεξανδρεύς γράφει:
«Πρῶτον μέν, ὅτι οὐ ποιοῦσιν ἅ βούλονται πάντα˙ πολλά γάρ αὐτούς κωλύσει καί ἐπιθυμοῦντας καί πειρωμένους καί ἅ ποιοῦσι δέ, οὐχ ὡς βασιλεῖς, ἀλλ’ ὡς μαστιγίαι ποιοῦσι˙ λάθρα γάρ μοιχεύουσιν, τό ἀλῶσαι δεδιότες, καί τό καταγνωσθῆναι ἐκκλίνοντες, καί φοβούμενοι κολασθῆναι[23].»
Ο Πρόδικος ισχυριζόταν ότι ο ανθρωπος έχει πλαστεί από διάφορες δυνάμεις, και ότι τα μέχρι τον αφαλό πλάστηκαν με θεϊκότερη τέχνη, ενώ από τον αφαλό και κάτω με κατώτερη, γι’ αυτό κι επιθυμούν την συνεύρεση. Αυτά, όμως, έρχονται σε αντίθεση με αυτό που είπε ο Κύριος στους Φαρισαίους:
«ἄφρονες! οὐχ ὁ ποιήσας τό ἔξωθεν καί τό ἔσωθεν ἐποίησε[24];»
Στην διαφημισμένη από τους ίδιους βασιλική τους ιδιότητα ο απόστολος Παύλος απαντά με την φανέρωση της δουλικής τους κατάστασης:
«οὐκ οἴδατε ὅτι ᾦ παριστάνετε ἑαυτούς δούλους εἰς ὑπακοήν, δοῦλοί ἐστε ᾦ ὑπακούετε, ἤτοι ἁμαρτίας εἰς θάνατον ἤ ὑπακοής εἰς δικαιοσύνην[25].»
Και παρακάτω εξηγεί το αποτέλεσμα της αμαρτίας:
«ὅτε γάρ δοῦλοι ἧτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἧτε τῇ δικαιοσύνῃ. τίνα οὖν καρπόν εἴχετε τότε εφ’ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε; τό γάρ τέλος ἐκείνων θάνατος[26].»
Αλλά και για την ίδια την επιθυμία ο Κύριος λέγει:
«Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ μοιχεύσεις. Εγώ δέ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα προς τό ἐπιθυμῆσαι αὐτήν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτήν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ[27].»
4.3.4 Καρποκράτης
Ο Καρποκράτης ήταν Αλεξανδρινός ακαδημαϊκός φιλόσοφος και διδάσκαλος της εγκυκλίου παιδείας. Η δράση του τοποθετείται στο πρώτο μισό του β’ αι. μ.Χ. Εκ της ακαδημαϊκής του ιδιότητας πηγάζει και η επίδραση της πλατωνικής φιλοσοφία στην γνωστική διδασκαλία του, όπως θα δούμε παρακάτω. Σύζυγός του αναφέρεται κάποια Αλεξάνδρεια, που καταγόταν από την Κεφαλληνία[28].
Κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας οι οπαδοί του αποκαλούνταν γνωστικοί και εφάρμοζαν τις μαγικές τέχνες, τις οποίες πρώτος εισήγαγε ο Σίμων ο Μάγος[29].
4.3.4α Διδασκαλία
Αυτοί δίδασκαν ότι ο αγέννητος θεός είναι πατέρας των πνευματικών όντων αλλά όχι δημιουργός του κόσμου. Γι’ αυτούς οι ψυχές προϋπήρχαν, σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία, και μαζί με τους αγγέλους αποτελούσαν τον νοητό κόσμο. Ο υλικός κόσμος φτιάχτηκε από τους κοσμοποιούς αγγέλους[30]. Το σώμα ήταν φυλακή της ψυχής και κλείστηκε σ’ αυτό όχι εξαιτίας κάποιας αμαρτίας, αλλά από την τυραννική δεσποτεία των δαιμονικών αρχόντων του κόσμου. Μετά θάνατον έμπαινε σε άλλο σώμα. Σκοπός του ανθρώπου να ξεφύγει από τον κύκλο αυτό των μετενσαρκώσεων, ώστε να καταφέρει η ψυχή ν’ ανέβει στον αγέννητο θεό.
Για τον διάβολο έλεγαν ότι ήταν ο αρχηγός των κοσμοποιών δυνάμεων και είχε πλασθεί με σκοπό να επαναφέρει τις καταδικασμένες ψυχές στον ύψιστο θεό. Όσες δεν κατάφερναν να σπάσουν τον κύκλο των μετενσαρκώσεων, τις παρέδιδε σε άγγελο επιφορτισμένο με ειδική αποστολή να τις φυλακίσει σε άλλο σώμα[31].
Πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν απλώς άνθρωπος, γιος του Ιωσήφ, με την διαφορά ότι η ψυχή του, επειδή ήταν δίκαιη και καθαρή, θυμόταν όσα είχε δει στον νοητό κόσμο, όταν παραβρίσκονταν στον θεό[32]. Μέχρι στιγμής η διδασκαλία τους έχει εμφανή δάνεια από τον πλατωνισμό σύμφωνα και με τα όσα εισαγωγικά εξηγήσαμε. Στο σημείο αυτό προβάλλεται η θεωρία της πλατωνικής ανάμνησης, η οποία αναπτύσσεται στον Φαίδρο:
«τοῦτο δ’ ἐστίν ἀνάμνησις ἐκείνων ἅ ποτ’εἶδεν ἡμῶν ἡ ψυχή συμπορευθεῖσα θεῷ καί ὑπεριδοῦσα ἅ νῦν εἶναί φαμεν, καί ἀνακύψασα εἰς τό ὄν ὄντως. διό δή δικαίως μόνη πτεροῦται ἡ τοῦ φιλοσόφου διάνοια˙ προς γάρ ἐκείνοις ἀεί ἐστιν μνήμη κατά δύναμιν, προς οἷσπερ θεός ὤν θεῖός ἐστιν. τοῖς δέ τοιούτοις ἀνήρ ὑπομνήμασιν ὀρθῶς χρώμενος, τελέους ἀεί τελετάς τελούμενος, τέλεος ὄντως μόνος γίγνεται[33].»
Εξαιτίας της αρετής της, η ψυχή του Ιησού έλαβε δύναμη από τον θεό, ώστε να καταφέρει να προσπεράσει τους κοσμοποιούς αγγέλους και να ανέλθει σε αυτόν[34]. Πραγματικά, αφού ασκήθηκε σύμφωνα με τον νόμο στα ιουδαϊκά ήθη, καταφρόνησε τα πάθη, όσα δόθηκαν στον άνθρωπο για τιμωρία[35].
Κατά παρόμοιο τρόπο, όσες ψυχές μοιάζουν με αυτήν του Ιησού, μπορούν ν’ αψηφήσουν τους δημιουργούς του κόσμου, που τις εμποδίζουν, να λάβουν δύναμη και να ανέλθουν[36]. Όπως ήταν επόμενο, υπήρξαν αιρετικοί που ισχυρίστηκαν ότι κατείχαν τέτοια ψυχή και ήταν ισάξιοι του Ιησού. Άλλοι προχώρησαν την παράνοια ακόμη περισσότερο και υπερηφανεύθηκαν ότι ήταν καλύτεροι από τους μαθητές του Χριστού, δηλαδή τους αποστόλους[37].
Όλο το παραπάνω θεωρητικό υπόβαθρο είχε ένα σκοπό, μόνο. Να εξαφανίσει κάθε ίχνος ηθικής από την ζωή των μελών της αίρεσης. Διότι αυτοί διέδιδαν, ότι μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να καταφέρει η ψυχή να ξεφύγει από τις αλυσιδωτές μετενσαρκώσεις. Και αυτός ήταν να δοκιμάσει στην πράξη κάθε είδος ασυδοσίας, κάθε είδος αμαρτίας, ώστε όταν θα πεθάνει ο άνθρωπος, να μην επιθυμεί η ψυχή του ο,τιδήποτε γήινο και επιστρέψει[38]. Κι εδώ είναι η μεγάλη αντίφαση στην διδασκαλία τους. Ενώ παραδέχονταν ότι ο Ιησούς ήταν δίκαιος και ενάρετος και υπέθεταν, έστω και ψευδώς, ότι γι’ αυτό κατάφερε ν’ ανέλθει, δεν λάμβαναν υπόψη τους το παράδειγμά του, ώστε να μιμηθούν την ζωή του. Αντίθετα, κήρυτταν στην πράξη βίο εντελώς αντίθετο από την ζωή του Ιησού και εντελώς ανήθικο.
Για να αναιρέσουν την οποιαδήποτε αναστολή προς επιτέλεση των φαύλων πράξεων, ισχυρίζονταν ότι η ηθική αξία ή απαξία των έργων προέρχεται από την ανθρώπινη άποψη και όχι από την φύση της πράξης[39].
4.3.4β Πρακτικές
Κατά τις μαρτυρίες των εκκλησιαστικών συγγραφέων, οι οπαδοί του Καρποκράτη χρησιμοποιούσαν εικόνες του Χριστού, λέγοντες ότι πρόκειται για αντίγραφα έργου φιλοτεχνημένου από τον ίδιο τον Πόντιο Πιλάτο. Ταυτόχρονα έφεραν και εικόνες των αρχαίων φιλοσόφων Πλάτωνα, Αριστοτέλη και Πυθαγόρα. Τις εικόνες αυτές προσκυνούσαν με ειδωλολατρικό τρόπο, που σημαίνει ότι πρόσφεραν θυσίες σε αυτές:
«ἔχουσι δέ καί εἰκόνας ἐνζωγράφους διά χρωμάτων, ἀλλά καί οἱ μέν ἐκ χρυσοῦ καί ἀργύρου καί λοιπῆς ὕλης, ἅτινα ἐκτυπώματά φασιν εἶναι τοῦ Ἰησοῦ καί ταῦτα ὑπό Ποντίου Πιλάτου γεγενῆσθαι, τουτέστιν τά ἐκτυπώματα τοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ ὅτε ἐνεδήμει τῷ τῶν ἀνθρώπων γένει. Κρύβδην δέ τάς τοιαύτας ἔχουσιν, ἀλλά καί φιλοσόφων τινῶν, Πυθαγόρου καί Πλάτωνος καί Ἀριστοτέλους καί λοιπῶν, μεθ’ ὧν φιλοσόφων καί ἕτερα ἐκτυπώματα τοῦ Ιησοῦ τιθέασιν, ἱδρύσαντές τε προσκυνοῦσι καί τά τῶν ἐθνῶν ἐπιτελοῦσι μυστήρια[40].»
Δύο είναι τα σημεία, τα οποία προκάλεσαν την αντίδραση του αγίου Επιφανίου στο συγκεκριμένο θέμα. Το πρώτο, ότι εξομοίωναν τον θεάνθρωπο Ιησού με τους «θεοποιημένους» φιλοσόφους, θέτοντας τις εικόνες του με αυτών (μεθ’ ὧν φιλοσόφων καί ἕτερα ἐκτυπώματα τοῦ Ιησοῦ τιθέασιν). Το δεύτερο ότι λάτρευαν τις εικόνες με ειδωλολατρικό τρόπο:
«στήσαντες γάρ ταυτάς τάς εἰκόνας τά τῶν ἐθνῶν ἔθη λοιπόν ποιοῦσι. τίνα δέ ἐστιν <τά> ἐθνῶν ἔθη ἀλλ’ ἤ θυσίαι καί τά ἄλλα;»
Με αυτόν τον τρόπο ερμηνεύει την θέση του Επιφανίου ο άγιος Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στο έργο του, Αντίῤῥησις καί ἀνασκευή τῶν Εὐσεβίου καί Ἐπιφανίδου λόγων, τῶν κατά τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ σαρκώσεως ληρωδηθέντων:
«Μάλιστα δέ τοιαῦτα ἔδει γράφειν Ἐπιφάνιον, ἡνίκα κατά τῆς τῶν Καρποκρατητῶν διελάμβανεν αἱρέσεως, ἥ ἐν ἀρχαῖς τοῦ θείου κηρύγματος χειρίστη ἔφυ αἵρεσις, ἐν οἷς γράφει˙ … είκόνας Χριστοῦ ἔχουσιν ἐκ διαφόρων ὑλῶν, ἅς φασίν εἶναι τοῦ Ιησοῦ, καί ὑπό Ποντίου Πιλάτου γεγενημένας, ὅτε ἐπεδήμει τῷ τῶν ἀνθρώπων γένει, εἶτα καί φιλοσόφων Πυθαγόρου καί Πλάτωνος καί Ἀριστοτέλους καί ἑτέρων. Ἅς δή καί ἱδρυσάμενοι προσκυνοῦσι˙ καί τά ἐθνῶν ἐπιτελοῦσι μυστήρια. … ὥσπερ κἀκεῖνοι, ἐπειδή χριστιανῶν ἴδιον καί τῆς χριστιανῶν θρησκείας ἤδεσαν σύμβολα, διά τούτων πιστοῦσθαι τους πολλούς ἑαυτούς δεικνύειν χριστιανίζοντας ἐπειρῶντο[41]˙» (2.4)
Αλλά αυτή η αντίδραση του αγίου Επιφανίου θα γίνει περισσότερο κατανοητή, όταν θα δούμε αμέσως παρακάτω, τις επιπτώσεις που είχαν στην κοινωνία και στην Εκκλησία οι πράξεις των Καρποκρατιανών.
Μετέρχονταν μαγγανείες, μαγικές τελετές και κάθε είδους αγυρτίες. Έκαναν επικλήσεις δαιμόνων, ψάλλοντας επωδές, παρασκεύαζαν φίλτρα και ελιξήρια:
«τέχνας οὖν μαγικάς ἐξεργάζονται καί ἐπαοιδάς, φίλτρα τε καί χαριτήρια, παρέδρους τε καί ὀνειροπομπούς καί τα λοιπά κακουργήματα, φάσκοντες έξουσίαν ἔχειν προς τό κυριεύειν ἤδη τῶν ἀρχόντων καί ποιητῶν τοῦδε τοῦ κόσμου, οὐ μην ἀλλά καί τῶν ἐν αὐτῷ ποιημάτων ἁπάντων[42].»
Η πλάνη είναι φανερή. με την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να κυριαρχήσουν επί των δαιμόνων, και να τους εξουσιάζουν, γίνονταν οι ίδιοι υποχείρια αυτών, και στο τέλος έχαναν και την ψυχή τους.
Μαρτυρούνται οργιαστικές τελετές, ένεκα των οποίων δυσφημούνταν το όνομα των Χριστιανών. Περιγράφει ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Καί ταῦτα μέν οἱ γενναίοι Καρποκρατιανοί δογματίζουσι˙ τούτους φασί, καί τινάς άλλους ζηλωτάς τῶν ὁμοίων κακῶν, εἰς τά δεῖπνα ἀθροιζομένους (οὐ γάρ “ἀγάπην” εἴποιμ’ ἄν ἔγωγε τήν συνέλευσιν αὐτῶν), ἄνδρας ὁμοῦ καί γυναῖκας, μετά δή τό κορεσθῆναι ἐν πλησμονῇ τῇ κυπρήσι φασί, τό κατασχῦνον αύτῶν τήν πορνικήν ταύτην δικαιοσύνην, ἐκποδῶν ποιησαμένους φῶς τῇ τοῦ λύχνου περιτροπῇ, μίγνυσθαι, ὅπως ἐθέλοιεν, αἷς βούλοιντο˙… Τοιαῦτα δέ, οἶμαι, ταῖς κυνῶν καί συῶν καί τράγων λαγνείαις νομοθετεῖν τόν Καρποκράτην ἔδει[43].»
Ο άγιος Ειρηναίος επεσήμανε πρώτος την βλάβη που υπέστη το ευαγγελικό κήρυγμα, από την κατασυκοφάντηση του ονόματος των Χριστιανών, ενώπιον των Εθνικών, εξαιτίας των παράνομων και ανήθικων πράξεων των Καρποκρατιανών:
«Αυτοί οι άνθρωποι έχουν αποσταλεί από τον Σατανά για να φέρουν ατιμία στην Εκκλησία, ενώπιον των Εθνικών, έτσι ώστε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι άνθρωποι ακούγοντας αυτά που λένε, και νομίζοντας ότι όλοι [οι Χριστιανοί] είναι ίδιοι μ’ αυτούς, ν’ αποστρέφονται το κήρυγμα της αληθείας˙ ή πάλι, βλέποντας τα πράγματα που κάνουν, να μας κακολογούν όλους, εμάς που στην πραγματικότητα δεν έχουμε σχέση μαζί τους, είτε στο δόγμα, είτε στην ηθική, ή στην καθημερινή μας συνάντηση. Αλλά διάγουν έκλυτο βίο, και για να καλύψουν τα ασεβή τους δόγματα, διασύρουν το όνομα [του Χριστού], ως μέσο για να κρύψουν την κακία τους˙ έτσι ώστε “ὧν τό κρίμα ἔνδικον ἐστι[44]”, όταν λάβουν από τον Θεό την μισθαποδοσία των έργων τους[45].»
Ομοίως και ο άγιος Επιφάνιος:
«εἰσί δέ ἐκ τοῦ Σατανᾶ παρεσκευασμένοι καί προβεβλημένοι εἰς ὄνειδος καί σκάνδαλον τῆς τοῦ θεοῦ εκκλησίας. ἐπέθεντο γάρ ἑαυτοῖς ἐπίκλην Χριστιανοί, τοῦτο τοῦ Σατανᾶ παρασκευάσαντος προς τό σκανδαλίζεσθαι τά ἔθνη…[46]»
Η χρήση του ονόματος των Χριστιανών από τους αιρετικούς προς δυσφήμιση, όπως και η χρήση των χριστιανικών συμβόλων από τους ίδιους, προς επικύρωση της απάτης, με ειδωλολατρικό τρόπο, προκάλεσαν την μήνιν του αγίου Επιφανίου και όχι η ορθόδοξη προσκύνηση των εικόνων, όπως ισχυρίζονταν οι εικονομάχοι, και επεξήγησε ο άγιος Νικηφόρος.
Επίσης ο άγιος Επιφάνιος πληροφορεί και για σφράγισμα ή χάραγμα που λάμβαναν οι Καρποκρατιανοί στον λοβό του δεξιού αυτιού τους:
«σφραγῖδα δέ ἐν καυτῆρι ἤ δι’ ἐπιτηδεύσεως ξυρίου ἤ ραφίδος ἐπιτιθέασιν οὗτοι οἱ ἀπό Καρποκρᾶ ἐπί τόν δεξιόν λοβόν τοῦ ὠτός τοῖς ὑπ’ αὐτῶν ἀπατωμένοις[47].»
4.3.5 Επιφάνης
Ο Επιφάνης ήταν γιος του Καρποκράτη και της Αλεξανδρείας. Διδάχθηκε τα εγκύκλια μαθήματα και την φιλοσοφία του Πλάτωνα από τον πατέρα του. Πέθανε σε ηλικία μόλις 17 ετών. Το σύντομο διάστημα της ζωής του ήταν αρκετό για να τον αναδείξει σε συνεχιστή του έργου του πατέρα του. Στο ενεργητικό του καταγράφεται η συγγραφή αιρετικής διατριβής με τίτλο Περί δικαιοσύνης[48].
Μερικά αποσπάσματα από το έργο αυτό σώζονται στον Κλήμεντα Αλεξανδρέα. Το υπόλοιπο δεν έχει διασωθεί. Σε αυτό αναπτύσσει τις ιδέες του για την κοινοκτημοσύνη, ως φυσικό τρόπο διαβίωσης. Επαναλαμβάνει θέσεις του Πλάτωνα και τις επεξεργάζεται παράλληλα με τις θεωρίες του πατέρα του.
Ξεκινά από την τετριμμένη θέση της κοινής χρήσης του ηλιακού φωτός από όλους τους ζώντες οργανισμούς, ανεξαρτήτου πνευματικής ή ηθικής καταστάσεως. Από δω ορμώμενος θεωρεί ότι η ιδέα της ιδιοκτησίας είναι μία παρά φύση κοινωνική συμβατικότητα, η οποία αντιβαίνει στο θέλημα του Θεού[49].
Στην συνέχεια επικεντρώνει στην ανδρική επιθυμία και την παρουσιάζει ως κατάσταση εκφράζουσα την δια της ανθρώπινης κατασκευής θεία βούληση. Συνεπώς η ερωτική επιθυμία είναι για τον Επιφάνη θείο δόγμα, και ως τέτοιο οφείλει να ικανοποιείται. Οι δύο παραπάνω διαπιστώσεις του οδηγούν, η μεν πρώτη στην κοινοκτημοσύνη, η δε δεύτερη στην κοινογαμία[50].
Ο Κλήμεντας Αλεξανδρεύς εξηγεί γιατί ο Επιφάνης παρερμηνεύει πρώτα τα όσα έγραψε ο Πλάτωνας στην Πολιτεία. Γράφει ο Πλάτων:
«Τάς γυναῖκας ταύτας τῶν ἀνδρῶν τούτων πάντων πάσας εἶναι κοινάς, ἰδία δέ μηδενί μηδεμίαν συνοικεῖν˙ καί τούς παῖδας αὖ κοινούς, καί μήτε γονέα ἔκγονον εἰδέναι τόν αὐτοῦ μήτε παῖδα γονέα.
Πολύ, ἔφη, τοῦτο ἐκείνου μεῖζον προς ἀπιστίαν καί τοῦ δυνατοῦ πέρι καί τοῦ ὠφελίμου.
Οὐκ οἶμαι, ἦν δ’ ἐγώ, περί γε τοῦ ὠφελίμου ἀμφισβητεῖσθαι ἄν, ὡς οὐ μέγιστον ἀγαθόν κοινάς μέν τάς γυναῖκας εἶναι, κοινούς δέ τους παῖδας, εἴπερ οἷον τε˙ ἀλλ’ οἶμαι περί τοῦ εῖ δυνατόν ἤ μή πλείστην ἄν ἀμφισβήτησιν γενέσθαι[51].»
Και ερμηνεύει ο Κλήμης:
«δοκεῖ δέ μοι καί τοῦ Πλάτωνος παρακηκοέναι ἐν τῇ Πολιτείᾳ φαμένου κοινάς εἶναι τάς γυναῖκας πάντων, κοινάς μεν τάς πρό τοῦ γάμου τῶν αἰτεῖσθαι μελλόντων, καθάπερ καί τό θέατρον κοινόν τῶν θεωμένων φάσκοντος, τοῦ προκαταλαβόντος δέ ἑκάστην ἑκαστου εἶναι καί οὐκέτι κοινήν τήν γεγαμημένην[52].»
Ως απάντηση στον Επιφάνη, ο Κλήμης θυμίζει την εντολή του Θεού:
«οὐκ ἐπιθυμίσεις τήν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου, οὐκ επιθυμίσεις τήν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου οὔτε τόν ἀγρό αὐτοῦ οὔτε τόν παίδα αὐτοῦ οὔτε τήν παιδίσκην αὐτοῦ οὔτε τοῦ βοός αὐτοῦ οὔτε τοῦ ὑποζυγίου αὐτοῦ οὔτε παντός κτήνους αὐτοῦ οὔτε ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί» (Εξ. 20.17),
και τον λόγο του Σωτήρος:
«Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ μοιχεύσεις. Εγώ δέ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα προς τό ἐπιθυμῆσαι αὐτήν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτήν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ».
Ο Κλήμης επίσης αναφέρει ότι αυτός ο Καρποκράτης λατρευόταν ως θεός στην Σάμη της Κεφαλλονιάς. Προφανώς εννοεί από τους οπαδούς του που ήταν εγκατεστημένοι στον τόπο καταγωγής της μητέρας του και όχι το σύνολο των κατοίκων της περιοχής:
«και θεός ἐν Σάμῃ τῆς Κεφαλληνίας τετίμηται, ἔνθα αὐτῷ ἱερόν ρυτῶν λίθων, βωμοί, τεμένη, μουσεῖον ὠκοδόμηταί τε καί καθιέρωται˙ καί συνιόντες εἰς τό ἱερον οἱ Κεφαλλῆνες κατά νουμηνίαν, γενέθλιον ἀποθέωσιν θύουσιν Ἐπιφάνει˙ σπένδουσί τε καί εὐωχοῦνται καί ὕμνοι λέγονται[53].»
4.3.6 Καϊνίτες
Αυτοί έλαβαν το όνομά τους από την λατρεία που απέδιδαν στον αδελφοκτόνο Κάιν. Τον θεωρούσαν ως θύμα του Δημιουργού, τον οποίον καλούσαν «Υστέρα». Γι’ αυτούς, όπως και για άλλες γνωστικές ομάδες ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης ήταν η αρχή του κακού.
Όλες οι φαύλες προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως ο Κάιν, ο Ησαύ, ο Κορέ, οι Σοδομίται, είναι παιδιά, όχι του Δημιουργού, αλλά της ανώτερης δύναμης[54]. Έτσι και αυτοί θεωρώντας ότι είναι συγγενείς αυτών, και συνεπώς παιδιά της ανωτέρας δύναμης και όχι του Δημιουργού, δεν ήταν εφικτό να υποστούν βλάβη από αυτόν. Με την βοήθεια της Σοφίας, η οποία τους ξεχώρισε ως δικούς της, είχαν καταφέρει να κρυφτούν[55].
Τιμούσαν επίσης τον Ιούδα, διότι τον θεωρούσαν παράγοντα της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους. Έφταναν στο συμπέρασμα αυτό ακολουθώντας δύο συλλογισμούς. Σύμφωνα με τον πρώτο, ο Χριστός δεν θα υπέφερε σταυρικό θάνατο χωρίς τον Ιούδα, εφόσον οι εξουσίες του κόσμου δεν ήθελαν να τον θίξουν[56]. Σύμφωνα με τον δεύτερο, ο Ιούδας εμπόδισε τον Χριστό από σχεδιαζόμενη διαστροφή της αλήθειας[57].
Σωτηριολογικά, πίστευαν κι αυτοί παρόμοια με τους Καρποκρατιανούς. Ο άνθρωπος έπρεπε να πράξει όλες τις αμαρτίες για να καταφέρει ν’ ανέλθει στις ανώτερες δυνάμεις:
«καί μή δύνασθαί φασι ἄλλως σωθήσεσθαι τινας, ἐάν μή διά πάντων χωρήσωσιν, ὡς καί ὁ Καρποκράτης λέγει[58].»
Ως εκ τούτου επιδίδονταν και αυτοί σε κάθε είδους ακολασία:
«Ἕκαστος γάρ αὐτῶν δῆθεν, διά τήν πρόφασιν ταύτην ἀρρητοποιῶν καί αἰσχρουργίας ἐπιτελῶν ἁμαρτήματά τε ὅσα ἔστιν πράττων, ἐπικαλεῖται ἑκάστου ἀγγέλου ὄνομα, τῶν τε ὄντων ἀγγέλων καί τῶν παρ’ αὐτοῖς πλαστῶν λεγομένων[59]»,
προέβαιναν δηλαδή σε επικλήσεις δαιμόνων,
«καί ἑκάστῳ τούτων προσάπτει τι ἔργον ἀθέμιτον τῶν ἐπί γῆς ἁμαρτημάτων, τήν πράξιν τήν ἰδίαν εἰς ὄνομα οὗ βούλεται ἀγγέλου ἀναφέρων. καί ὅταν ταῦτα πράττωσιν, οὕτως λέγουσιν “ὁ δεῖνα ἄγγελε, καταχρῶμαί σου τό ἔργον˙ ἡ δεῖνα ἐξουσία πράττω σου τήν πρᾶξιν”. καί τοῦτο γνῶσις τελεία παρ’ αὐτοῖς ἐστι λεγόμενον[60].»
Χρησιμοποιούσαν δικά τους βιβλία, όπως το "Ευαγγέλιο" του Ιούδα[61], και το Αναβατικόν Παύλου[62]. Αναφέρονται και αποσπάσματα από άλλα συγγράμματα, τα οποία δεν ονομάζονται.
Η δαιμονική προέλευση της διδασκαλίας του, τονίζεται από όλους τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς:
«δῆλον δέ ὅτι ἐκ τοῦ διαβόλου αὐτοῖς ταῦτα ὑπέσπαρται, τά τῆς ἀγνοίας λέγω καί ἀπάτης. πληροῦται δέ ἐπ’ αὐτοῖς τό γεγραμένον “οὐαί τοῖς λέγουσι τό καλόν πονηρόν καί τό πονηρόν ἀγαθόν, οἱ τιθέντες τό σκότος φῶς καί τό φῶς σκότος, οἱ λέγοντες τό γλυκύ πικρόν καί τό πικρόν γλυκύ[63]”. πάντῃ γάρ ἐκφωνεῖ παλαιά καί καινή διαθήκη τοῦ Κάϊν τήν ἀσέβειαν ἐπικηρυκευόμενη. οὗτοι δέ τοὐναντίον, τοῦ σκότους ὄντες ἐρασταί καί τῶν κακοποιῶν μιμηταί, τόν Ἀβελ μισοῦσι, τὀν δέ Κάϊν ἀγαπῶσι καί τῷ Ἰούδᾳ τόν ἔπαινον διδόασι[64].»
«ἵνα μή ἐν παρεκβάσει γενώμεθα τοῦ προκειμένου ἕτερα ἀνθ’ ἑτέρων σοφιζόμενοι καί δινοούμενοι, λέγων πατέρα αὐτῶν εἶναι τόν διάβολον Ἰούδαν, ὅν καί Σατανᾶν κέκληκεν καί διάβολον λέγων προς τους μαθητάς “οὐχί τους δώδεκα ὑμᾶς ἐξελεξάμην καί εἷς ἐξ ὑμῶν διάβολος;” οὐχί διάβολον λέγων φύσει, ἀλλά κατά τήν γνώμην[65].»
«Ἄρα γοῦν οὗτος ὁ Ἰούδας, πατήρ αὐτῶν γενόμενος κατά τήν ἀρνησιθεΐαν καί ρποδοσίαν, Σατανᾶς ὑπάρξας καί διάβολος οὐ τῇ φύσει, ἀλλά τῇ γνώμῃ, υἱός γεγένηται οὗτος κατά μίμησιν τοῦ Κάϊν τοῦ ἀνθρωποκτόνου τοῦ ψεύστου, ἐπειδή καί ὁ πατήρ αὐτοῦ πρό αὐτοῦ ψεύστης ἦν, οὐχί ὁ Ἀδά ἀλλ’ ὁ διάβολος, …οὕτω καί οὗτοι μᾶλλον φθονοῦντες τῷ Ἄβελ τῷ καλά ἔργα ἔχοντι, τόν δέ Κάϊν τιμῶντες, πῶς οὐκ ἐλέγχονται, διαρρήδην τοῦ σωτήρος λέγοντος καί ἀπότομον ἀπόφασιν ὁρίζοντος αὐτοῖς ὅτι “ζητηθήσεται ἀπό τῆς γενεᾶς ταύτης πᾶν αἷμα δίκαιον ἀπό Ἄβελ τοῦ δικαίου τό ἀπ’ ἀρχῆς ἐκκεχυμένον ἕως Ζαχαρίου τοῦ προφήτου, οὗ ἀπεκτείνατε μέσον τοῦ ναοῦ καί του θυσιαστηρίου[66]” καί τά εξής[67];»
Αντινομικά χαρακτηριστικά μπορούν να εντοπιστούν στα περισσότερα γνωστικά συστήματα. Σ’ εκείνα ο έκλυτος βίος είναι δευτερογενής, ενώ περισσότερη βαρύτητα δίδεται στο θεωρητικό κατασκεύασμα. Στις ομάδες που εξετάστηκαν εδώ, όλη η διδασκαλία αναλώνεται στο να στηρίξει έναν τρόπο ζωής εκ διαμέτρου αντίθετο προς τον χριστιανικό. Δηλαδή η διδασκαλία είναι δευτερεύουσας σημασίας. Οι άλλες ομάδες λοιπόν, κατατάσσονται με βάση τα κεντρικά σημεία της διδασκαλίας τους, άσχετα αν και αυτές υιοθετούσαν ηθική παραδομένη στην τρυφηλότητα και την φιληδονία.
[1] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 4.34: «Μερικοί άλλοι, που τους ονομάζουμε και Αντιτάκτες, λένε ότι ο Θεός των όλων είναι κατά φύση πατέρας μας και όλα όσα έκανε είναι αγαθά. Ένας από αυτούς που δημιούργησε έσπειρε τα ζιζάνια και γέννησε τη φύση των κακών, και μέσα σ’ αυτά μας περιτύλιξε όλους, αντιτάσσοντάς μας στον Πατέρα. Γι’ αυτό ακριβώς κι εμείς αντιτασσόμαστε σ’ αυτόν για να πάρομε εκδίκηση για τον Πατέρα, αντιπράττοντας στο θέλημα του δευτέρου. Επειδή λοιπόν αυτός μας είπε, “Δεν θα μοιχεύσεις”, εμείς, λένε, μοιχεύομε για να καταλύσομε την εντολή του» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 3 σελ. 373).
[2] Αριθμ. 22.5: «καί ἀπέστειλε πρέσβεις προς Βαλαάμ υἱόν Βεώρ Φαθουρά, ὅ ἐστιν ἐπί τοῦ ποταμοῦ γῆς υἱῶν λαοῦ αὐτοῦ λέγων˙ ἰδού λαός ἐξελύληθεν ἐξ Αἰγύπτου καί ἰδού κατεκάλυψε τήν ὄψιν τῆς γῆς καί οὗτος ἐγκάθηται ἐχόμενός μου».
[3] Αριθμ. 31.16
[4] Αριθμ. 25.1-3
[5] Αριθμ. 25.4-9
[6] Αριθμ. 25.11
[7] Αριθμ. 31.1-8
[8] Αριθμ. 31.8
[9] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 26.3: «Nicolaitae autem magistrum quidem habent Nicolaum, unum ex vii qui primi ad diaconium ab apostolic ordinate sunt» (PG 7.687A).
[10] Πραξ. 6.5-6
[11] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 36.3 {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 223}.
[12] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 4.6: «ὡραίαν, φασί, γυναῖκα ἔχων οὗτος, μετά τήν ἀνάληψιν τήν τοῦ σωτήρος προς τῶν ἀποστόλων ὀνειδισθείς ζηλοτυπίαν, εἰς μέσον ἀγαγών τήν γυναῖκα γῆμαι τῷ βουλομένῳ ἐπέτρεψεν» {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 207}
[13] «Γιατί λένε η πράξη αυτή συμφωνεί μ’ εκείνο το λόγο, ότι “πρέπει να μη κάνουμε πολύ χρήση της σάρκας”. Ακολούθησαν λοιπόν αυτό που έγινε και ειπώθηκε απλά και αβασάνιστα και εκπορνεύονται ανόητα όσοι ακολουθούν την αίρεσή του.» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 3 σελ. 365-7)
[14] Ματθ. 5.42, Λουκ. 6.30
[15] «Λένε λοιπόν πως κάποιος απ΄ αυτούς πήγε σε μια δική μας παρθένο, ωραία στην όψη, και της είπε˙ Έχει γραφεί, “Να δίνεις σ’ όποιον σου ζητεί”. Κι αυτή πολύ σεμνά του αποκρίθηκε χωρίς να υποπτεύεται την ασέλγεια του ανθρώπου˙ Για γάμο να μιλήσεις με την μητέρα μου». (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 3 σελ. 367)
[16] «Έπειτα από αυτά ήταν αποβολή του ελαττώματος, το κυκλογύρισμα, μπροστά στους αποστόλους, της γυναίκας που είχε επισύρει τη ζηλοτυπία˙ και η εγκράτεια από τις περιπόητες ηδονές δίδασκε το να παραχρησιμοποιούμε τη σάρκα» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 3 σελ. 367).
[17] Επιφανίου, Πανάριον XXV 1.5
[18] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 29.4: «Είναι αρκετά αυτά περί εκείνων οι οποίοι επεχείρησαν κατά τους εξεταζομένους χρόνους να διαστρέψουν την αλήθεια, αλλά εξηφανίσθησαν εντελώς γρηγορώτερα πό τον λόγον» (μετ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ, τ.1 σελ.323).
[19] «Το δόγμα τους πήγασε από κάποιο απόκρυφο και θα παραθέσω και τα λόγια που γέννησαν την ασέλγειά τους… “Τα πάντα ήταν ένα˙ κι επειδή φάνηκε καλό στην ενότητά του να μην είναι μόνη, βγήκε από αυτόν πνοή και την κοινώνησε κι έκανε τον αγαπτό. Έπειτα βγήκε πνοή από αυτόν και κοινωνώντας μαζί της έκανε τις δυνάμεις που δεν μπορούν ούτε να ιδωθούν ούτε ν’ ακουστούν”, ως τα λόγια, “με όνομα κάθε μια δικό της”». (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 3 σελ. 369)
[20] Εφ. 4.20-24
[21] Εφ. 5.1-4
[22] Εφ. 5.5-7
[23] «Κατά πρώτον δεν κάνουν όλα όσα θέλουν˙ γιατί είναι πολλά τα εμπόδια παρά τις επιθυμίες και τις απόπειρές τους. Και όσα κάνουν, δεν τα κάνουν σαν βασιλείς, αλλά ως δαρμένα κορμιά˙ γιατί λάθρα μοιχεύουν, επειδή φοβούνται μην πιαστούν και προσπαθώντας να ξεφύγουν την κατηγορία και την τιμωρία» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 3 σελ. 369-371).
[24] Λουκ. 11.40
[25] Ρωμ. 6.16
[26] Ρωμ. 6.20-21
[27] Ματθ. 5.28
[28] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 5.2 {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 197}.
[29] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 7.9: «Γράφει δε ο Ειρηναίος ότι σύγχρονος τούτων ήταν ο Καρποκράτης, πατήρ άλλης αιρέσεως της επονομασθείσης των Γνωστικών. Ούτοι είχον το θράσος να παραδίδουν τας μαγείας του Σίμωνος ουχί κρυφίως, όπως εκείνος, αλλά φανερά, ωσάν σπουδαία κατορθώματα,…» (μετ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ, τ.2 σελ.21).
[30] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.1: «Carpocrates autem, et qui ab eo, mundum quidem et ea quae in eo sunt, ab Angelis multo inferioribus ingenito Patre factum esse dicunt» (PG 7.680A).
Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.1: «Καρποκράτης τόν μέν κόσμον καί τά ἐν αὐτῷ ὑπό ἀγγέλων πολύ ὑποβεβηκότων τοῦ ἀγεννήτου πατρός γεγενῆσθαι λέγει,…» {ed. Paul Wendland, GCS 26 (1916) 218}
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 2.1: «Οὗτος δέ πάλιν ἄνω μέν μίαν ἀρχήν λέγει καί πατέρα τῶν ὄλων [καί]ἄγνωστον καί ἀκατονόμαστον ἴσα τοῖς ἄλλοις εἰσάγειν βούλεται, τόν δεν κόσμον καί τά εν τῷ κόσμῳ ὑπό ἀγγέλων γεγενῆσθαι, τῶν πολύ τι [«υπό] τοῦ πατρός τοῦ αγνώστου ὑποβεβηκότων˙ τούτους γάρ λέγει αποστάντας ἀπό τῆς ἄνω δυνάμεως οὕτω τόν κόσμον πεποιηκέναι» {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 301}
Ψευδο-Τερτυλλιανός, Adversus omnes haereses 3: «Carpocrates… unam esse dicit virtutem in superioribus principalem, ex haec prolatos angelos atque virtutes, quos distantes longe a superioribus virtutibus mundum istum in inferioribus partibus condidisse»
Φιλάστριου, Diversarum Haereseon Liber XXXV 1: «Carpocras… et ipse dicens unum principium, de quo principio id est de deo prolationes factae sunt, inquit, angelorum atque virtutum: quae autem virtutes deorsum sunt, fecerunt creaturam istam visibilem {ed. F. Marx, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 38 (1898) 19}
[31] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.4: «Et adversarium dicunt unum ex angelis, qui sunt in mundo, quem diabolum vocant dicentes factum eum ad id, ut ducat eas, quae perierunt, animas a mundo ad principem (et hunc dicunt esse primum ex mundi fabricatoribus); et illum alterum angelo, qui ministrant ei, trader tales animas, uti in alia corpora includat: corpus enim dicunt esse carcerem» (PG 7.683B-684A).
[32] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.1: «Jesum autem e Joseph natum, et cum similis reliquis hominibus fuerit, distasse a reliquis secundum id, quod anima ejus firma et munda cum esset, commemorate fuerit, quae visa essent sibi in ea circumlatione, quae fuisset ingenito Deo» (PG 7.680A)
Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.1: «… τόν δέ Ἰησοῦν ἐξ Ἰωσήφ γεγεννῆσθαι καί ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις γεγονότα δικαιότερον τῶν λοιπῶν γεέσθαι, τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ εὔτονον καί καθαράν γεγονυῖαν διαμνημονεῦσαι τά ὁρατά μέν αὐτῇ ἐν τῇ μετά τοῦ ἀγενήτου θεοῦ περιφορᾷ…».
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 2.2: «Ἰησοῦν δέ τόν κύριον ἡμῶν ἀπό Ἰωσήφ λέγει γεγεννῆσθαι, καθάπερ καί πάντες ἄνθρωποι ἐκ σπέρματος ἀνδρός καί γυναικός ἐγεννήθησαν. εἶναι δέ αὐτόν ὅμοιον τοῖς πᾶσι, βίῳ δέ διενηνοχέναι, σωφροσύνῃ τε καί ἀρετῇ καί βίῳ δικαιοσύνης. ἐπειδή δέ, φησίν, εὔτονον ἔσχε ψυχήν, παρά τους ἄλλους ἀνθρώπους καί ἐμνημόνευεν τά ὁραθέντα ὑπ’ αὐτῆς ἄνω, ὅτε ἦν ἐν τῇ περιφορᾷ τοῦ αγνώστου πατρός,…»
Φιλάστριου, Diversarum Haereseon Liber XXXV 2: «Christum autem dicit non de Maria Virgine et divino spiritu natum, sed de semine Ioseph hominem natum arbitrator, deque eo natum carnaliter, sicut omnes hominess, suspicatur» {ed. F. Marx, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 38 (1898) 19}.
[33] Πλάτωνος, Φαίδρος 249c: «Αυτό όμως το στάδιο είναι η ανάμνηση αυτών που κάποτε αντίκρισε η ψυχή μας, αφού συμπορεύτηκε με το θεό και περιφρόνησε αυτά που τώρα καλούμε όντα και ανυψώθηκε σ’ αυτό που πραγματικά υπάρχει. Γι’ αυτό ακριβώς μόνο ο νους του φιλοσόφου δίκαια αποκτά φτέρωμα˙ διότι εκτός από τα τελευταία, συνεχώς προσηλώνεται ο θεός μέσω της ανάμνησης, κατά τη δύναμή του, σ’ αυτά για τα οποία ονομάζεται θείος. Ο άνδρας λοιπόν που χρησιμοποιεί με τον ορθό τρόπο τις αναμνήσεις αυτές, με το να μυείται ακριβώς στις θεϊκές τελετές, μόνο υτός γίνεται αληθινά τέλειος» (μετ. Δημ. Τσιλιβέρης, Κακτος, σελ. 101-3).
[34] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.1: «et propter hoc ab eo missam esse ei virtutem, uti mundi fabricators effugere posset, et per omnes transgressa, et in omnibus liberate, ascenderet ad eum: et eas, quae similia ei amplecterentur, similiter».
Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.1: «καί διά τοῦτο ὑπ’ ἐκείνου αὐτ(ῇ) καταπεμφθῆναι δύναμιν, ὅπως τους κοσμοποιούς ἐκφυγεῖν δι’ αὐτῆς δυνηθῇ».
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 2.4-5: «ἀπέσταλθαι ὑπό τοῦ αὐτοῦ πατρός, φησίν, εἰς τήν αὐτοῦ ψυχήν δυνάμεις, ὅπως τά ὁραθέντα αὐτῇ αναμνημονεύσασα καί ἐνδυνμωθείσα φύγῃ τους κοσμοποιούς ἀγγέλους ἐν τῷ διά πάντων χωρῆσαι τῶν ἐν τῷ κόσμῳ πραγμάτων καί πράξεων τῶν ὑπό τῶν ἀνθρώπων γινομένων καί ἐν παραβύστῳ ἀτόπων ἔργων καί ἀθεμίτων, καί ὅπως διά παςῶν τῶν πράξεων ἐλευθερωθεῖσα ἡ αὐτή ψυχή, φησί, τοῦ Ἰησοῦ ἀνέλθῃ προς τόν αὐτόν πατέρα τόν ἄγνωστον, τόν δυνάμεις αὐτῇ ἀποστείλαντα ἄνωθεν, ἵνα διά πασῶν τῶν πράξεων χωρήσασα καί ἐλευθερωθεῖσα διέλθοι προς αὐτόν ἄνω». {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 301-2}.
[35] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.1: «Jesu autem dicunt animam in Judaerum consuetudine nutritam contempsisse eos, et propter hoc virtutes accepisse, per quas evacuavit quae fuerunt in poenis passions, quae inerrant hominibus».
Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.2: «τήν δέ του Ἰησοῦ λέγουσι ψυχήν ἐννόμως ἠσκημένην ἐν Ἰουδαϊκοῖς ἔθεσι καταφρονῆσαι αὐτῶν καί διά τοῦτο δυνάμεις εἰληφέναι, δι’ ὧν κατήργησε τά ἐπί κολάσει πάθη προσόντα τοῖς ἀνθρώποις».
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 2.7: «Τήν δέ ψυχήν τοῦ Ἰησοῦ ἐν ταῖς τῶν Ἰουδαίων ἔθεσιν ἀνατραφεῖσαν καταφρονῆσαι ααὐτῶν καί διά τοῦτο δυνάμεις εἰληφέναι, δι’ ὧν τά ἐπί κολάσεσι πάθη προσόντα τοῖς ἀνθρώποις δυνηθεῖσα πρᾶξαι ϋπερβῆναι τους κοσμοποιούς ἴσχυσεν».
[36] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.2: «Eam igitur, quae similiter illa Jesu anima, potest cotemre mundi fabricators archontas, similiter accipere virtutes ad operandum similia». (PG 7.681A).
Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.3: «τήν οὖν ὁμοιως ἐκείνῃ τῇ τοῦ Χριστοῦ ψυχῇ δυναμένην καταφρονῆσαι τῶν κοσμοποιῶν αρχόντων ὁμοίως λαμβάνειν δύναμιν προς τό πρᾶξαι τά όμοια».
[37] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.3: «διό καί εῖς τοῦτο τό τῦφος κατεληλύθασιν, ὥστε αὐτοὐς μέν ομοίους αὐτῷ εἶναι λέγουσι τῷ Ἰησοῦ, τους δέ καί ἔτι <κατά τι> δυνατωτέρους, τινάς δε καί διαφορωτέρους τῶν έκείνου μαθητῶν, οἷον Πέτρου καί Παύλου καί τῶν λοιπῶν αποστόλων˙»{ed. Paul Wendland, GCS 26 (1916) 218-219}.
Επιφανίου, Πανάρον XXVII 2.9: ὅθεν εἰς τύφον μέγαν οὗτοι ἐληλακότες οἱ ὑπό τοῦ ἀπατεῶνος τούτου ἀπατηθένες ἑαυτούς προκριτέους ἡγοῦνται καί αὐτοῦ τοῦ Ἰησοῦ. ἄλλοι δέ ἐξ αὐτῶν οὐκ Ἰησοῦ φασιν, ἀλλά Πέτρου καί Ἀνδρέου καί Παύλου καί τῶν λοιπῶν ἀποστόλων ἑαυτούς ὑπερφερέστερους εἶναι διά τήν ὑπερβολήν τῆς γνώσεως καί τό περισσότερον τῆς διαπράξεως διαφόρων διεξόδων˙» {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 302-3}.
Τερτυλλιανού, De anima 23.2: « Sed et Carpocrates tantundem sibi de superioribus uindicat, ut discipuli eius animas suas iam et Christo, nedum apostolis, et peraequent et cum uolunt praeferant, quas perinde de sublimi uirtute conceperint despectrices mundipotentium principatuum».
[38] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.5: «si non praeoccupans quis in uno adventu omnia agat semel ac partier… uti secundum quod scripta eorum dicunt in omni usu vitae factae animae ipsorum exeuntes in nihilo adhuc minus habeant» (PG 7.682B-683A).
Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.6-7: «εἰς τοσοῦτον δέ μετενσωματοῦσθαι φάσκουσι τάς ψυχάς, ὅσον πάντα τά ἁμαρτήματα πληρώσωσιν˙ ὅταν δέ μηδέν λείπῃ, τότε ἐλευθερωθεῖσαν ἀπαλλαγῆναι προς ἐκεῖνον τόν ὑπεράνω τῶν κοσμοποιῶν ἀγγέλων θεόν, καί οὕτως σωθήσεσθαι πάσας τάς ψυχάς. [εἰ]τινές δέ φθάσασαι ἐν μιᾷ παρουσίᾳ ἀναμιγῆναι πάσαις ἁμαρτίαις οὐκέτι μετενσωματοῦνται, ἀλλά πάντα ὁμῦ ἀποδοῦσαι τά ὀφλήματα ἐλευθερωθήσονται τοῦ μηκέτι γενέσθαι ἐν σώματι».
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 4.4: «καί ταῦτα πάντα ἐάν τις πράξῃ ἐν τῇ μιᾷ ταύτη παρουσίᾳ, οὐκέτι μετενσωματοῦται αὐτοῦ ἡ ψυχή εἰς τό πάλιν αντικαταβληθῆναι, ἀλλά ὑπό ἕν ποιήσασα πᾶσαν πρᾶξιν ἀπαλλαγήσεται, ελευθερωθεῖσα καί μηκέτι χρεωστοῦσά τι τῶν προς πρᾶξιν ἐν τῷ κόσμῳ».
Τερτυλλιανού, De anima XXXV: «itaque metempsychosin necessarie imminere, si non in primo quoque vitae hius commeatu omnibus inlicitis satisfat».
[39] Ειρηναίου, Κατά αιρέσεων Ι 25.4: «et in tantum insania effrenati sunt, uti et omnia quaecumque sunt irreligiosa et inpia in potestate habere et operari se dicant. sola enim humana opinione negotia mala et bona dicunt».
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 4.3: «φασί γάρ ὅτι ὅσα νομίζεται παρά ἀνθρώποις κακά εἶναι οὐ κακά ὑπάρχει, ἀλλά φύσει καλά (οὐδέν γάρ ἐστι φύσει κακόν). τοῖς δέ ανθρώποις νομίζεται εἶναι φαῦλα» {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 305}.
Τερτυλλιανού, De anima XXXV: «nulli enim vitam istam rato fiery nisi universis quae arguunt eam expunctis, quia non natura quid malum habeatur sed opinione».
Θεοδώρητου Κύρρου, Αιρετικής κακομυθίας επιτομή Ι 5: «Διά πίστεως γάρ καί ἀγάπης σώζεσθαι, τά δέ λοιπά ἀδιάφορα ὄντα, κατά τήν δόξαν τῶν ἀνθρώπων, πῆ μέν ἀγαθά, πῆ δέ κακά νομίζεσθαι, οὐδενός φύσει κακοῦ ὑπάρχοντος» (PG 83.352C).
[40] Επιφανίου, Πανάριον XXVII 6.9-10 {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 310-11}.
[41] Ed. Jean Baptiste Pitra, Spicilegium Solemense, Paris 1858, t.4 297-8.
[42] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.5. Επίσης Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.3.
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 3.1: «Ἐπιχειροῦσι δέ οἱ τῆς ἀθεμίτου ταύτης σχολής παντοίας ἐπιχειρήσεις δεινῶν έργων καί ὀλετηρίων. μαγεῖαι γάρ παρ’ αὐτοῖς ἐπινενόηνται, ἐπῳδάς τε διαφόρους προς πᾶσαν μηχανήν ἐφηύραντο, [προς]φίλτρα <τε> καί αγώγιμα. οὐ μην δέ ἀλλά καί παρέδρους δαίμονας ἑαυτοῖς ἐπισπῶνται, εἰς τό διά πολλῆς μαγγανείας ἐν ἐξουσίᾳ μεγάλη πάντων <γενέσθαι>, <ὥστε>, φησί, κυριεύειν ὡν τε ἄν ἐθέλοι ἕκαστος καί ᾗ πράξει ἐπιχειρεῖν τολμήσειε˙» {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 303}.
[43] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 2.10: «Αυτά βέβαια διδάσκουν οι σπουδαίοι Καρποκρατιανοί. Αυτοί, λένε, και μερικοί άλλοι των όμοιων κακών, συναθροιζόμενοι στα δείπνα (γιατί δεν θα έλεγα εγώ τουλάχιστο “αγάπη” τη συνάθροισή τους), άνδρες μαζί και γυναίκες, αφού, λένε, κορεσθούν με άφθονα ερωτικά φαγητά, βγάζοντας από τη μέση αυτό το φως που ντρόπιαζε την πορνική τους αυτή δικαιοσύνη με το αναποδογύρισμα του λύχνου συνευρίσκονται όπως θέλουν και με όποιες θέλουν. … Τέτοια νομίζω έπρεπε ο Καρποκράτης να νομοθετεί για τη λαγνεία των σκυλιών, των χοίρων και των τράγων» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ.3 σελ. 353).
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 4.5: «ποίαν δέ πράξιν δέδια πάλιν εἰπεῖν, μή βορβόρου δίκην κεκαλυμμένου ὀχετόν ἀποκαλύψω καί τισι δόξω λοιμώδους δυσοδίας ἐργάζεσθαι τήν ἐμφόρησιν. ἀλλ’ ὅμως ἐπειδήπερ ἐξ ἀληθείας συνεχόμεθα τά παρά τοῖς ἠπατημένοις ἀποκαλύψαι, σεμνότερον εἰπεῖν τε καί τῆς ἀληθείας μή ἔξω βαίνειν ἐμαυτόν καταναγκάσω. τί δέ ἀλλ’ ὅτι πᾶσαν αρρητουργίαν καί αθέμιτον πρᾶξιν, ἥν οὐ θεμιτόν ἐπί στόματος φέρειν, οὗτοι πράτττουσιν καί πᾶν εἶδος ἀνδροβασιῶν καί λαγνιστέρων ὁμιλιῶν προς γυναῖκας ἐν ἕκάστῳ μέλει σὠματος˙ μαγείας τε καί φαρμακείας καί εἰδωλολατρείας ἐκτελοῦντες τοῦτο εἶναί φασιν ἐργασίαν ἀποδόσεως τῶν ἐν τῷ σώματι ὀφλημάτων εἰς τό μηκέτι ἐγκαλεῖσθαι ἤ μέλλειν τι πράξεως ἔργον ἀπαιτεῖσθαι». {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 305-6}.
[44] Ρωμ. 3.8.
[45] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι25.3: «Qui et ipsi ad detractionem divini Ecclesiae nominis, quemadmondum et gentes, a Satana praemissi sunt, uti secundum alium et alium modum, quae sunt illorum audientes hominess, et putantes omnes nos tales esse, avertant aures suas a praeconio veritatis: aut et videntes quae sunt illorum, omnes nos blasphement, in nullo eis communicantes, neque in doctrina, neque in moribos, neque in quotidiana conversatione. Sed vitam quidem luxoriosam, sententiam autem impiam ad velamen malitiae ipsorum nomine abutuntur, “quorum judicium justum est”, recipientium dignam suis operibus a Do retributionem» (PG 7.682A). Ομοίως Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.5-6.
[46] Επιφανίου, Πανάριον XXVII 3.3 {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 302-3}.
[47] Επιφανίου, Πανάριον XXVII 5.9 {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 308}.
[48] Κλημεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 2.5.1-2 {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 197}.
[49] Κλημεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 2.6.1-3 {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 198}.
[50] Κλημεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 2.8.1-3 {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 199}.
[51] Πλάτωνος, Πολιτεία 457d: «Όλες αυτές οι γυναίκες να είναι κοινές όλων αυτών των ανδρών, και μια να μη συζεί ξεχωριστά με κανέναν. Και τα παιδιά επίσης να είναι κοινά, και ούτε ο γονιός να ξέρει το παιδί του ούτε το παιδί τον γονιό του. Αυτό, είπε, είναι δυσκολότερο από το άλλο να γίνει πιστευτό, και ως προς το εφικτό και ως προς την ωφελιμότητα. Δεν νομίζω, είπα εγώ, να μπορεί να έχει αμφιβολίες κανείς για την ωφελιμότητά του, πως δεν είναι το μεγαλύτερο αγαθό το να είναι κοινές οι γυναίκες και τα παιδιά, αν αυτό μπορεί να γίνει˙ νομίζω όμως πως θ’ αμφισβητηθεί ιδιαίτερα το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή όχι» (μετ. Δ.Γ. Κολοκοντές-Ζωή Γκρουμούτη, Κάκτος, τ.3 σελ. 55).
Η θέση αυτή του Πλάτωνα είναι από τις πλέον δυσερμήνευτες. Οι W.Windelband – H. Heimsoeth θεωρούν ότι αυτό που προτείνει ουσιαστικά ο Πλάτων είναι εξομοίωση των δύο φύλων ως προς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. Βλ. σχετ. Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, μετ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, Αθήνα 1980, τ. Α’ σελ. 148 & 319.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλές από τις προτάσεις που διατυπώθηκαν στην Πολιτεία , δεν επαναλήφθηκαν στο έργο που εκφράζει την αναθεωρημένη πολιτική θεωρία του, δηλ. στους Νόμους. Δεν επαναλήφθηκαν για παράδειγμα, οι προτάσεις για κοινοκτημοσύνη γυναικών και παιδιών, για κατάργηση της ιδιοκτησίας – την οποία προτείνει και ο Επιφάνης -, εγκαταλείφθηκε ακόμη και η ιδέα για κυριαρχία των φιλοσόφων. Βλ. σχετ. Τσέλλερ – Νεστλε, Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, μετ. Χ. Θεοδωρίδη, Εστία 132000, σελ. 182.
[52] Κλήμεντος Αλεξανδρέως Στρωματεις ΙΙΙ 2.10.2: «Και νομίζω έχει παρερμηνεύσει και τον Πλάτωνα που είπε στην Πολιτεία να είναι οι γυναίκες κοινές σε όλους. Να είναι κοινές πριν από το γάμο σ’ εκείνους που πρόκειται να τις ζητήσουν, όπως και το θέατρο, λέγει, είναι κοινό στους θεατές. Κάθε γυναίκα όμως είναι εκείνου που πρόλαβε και την πήρε και όποια έχει κάνει γάμο δεν είναι πια κοινή» {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 200}.
[53] Κλήμεντος Αλεξανδρέως Στρωματεις ΙΙΙ 2.15.2 {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 197}.
[54] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 31.1: «Alii autem rursus Cain a superior principalitate dicunt; et Esau, et Core, et Sodomitas, et omnes tales cognates suos confitentur; et propter hoc a factore impugnatos, neminem ex eis male acceptos» (PG 7.704B).
Ψευδο-Τερτυλλιανός, Adversus omnes haereses 2: «et ipsi enim magnficant Cain, quasi ex quodam potenti virtute conceptum quae operata sit in ipso. nam Abel ex inferior virtute conceptum procreatum et ideo inferior repertum».
Θεοδώρητος Κύρρου, Αιρετικής κακομυθίας επιτομή Ι 15: «ἄλλοι δέ οὕς Καϊνούς ὀνομάζουσι καί τόν Κάϊν φασίν ἐκ τῆς ἄνωθεν αὐθεντίας λελυτρῶσθαι καί τον Ἠσαῦ καί τόν Κορέ καί τους Σοδομίτας καί πάντας δέ τους τοιούτους συγγενεῖς ἰδίους ὁμολογοῦσι» (PG 83.368B).
Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 1.2: «Οὗτοι φασι τόν Κάϊν ἐκ τῆς ἰσχυροτερας δυνάμεως ὑπάρχειν καί τῆς ἄνωθεν αὐθεντίας, ἀλλά καί τόν Ἠσαῦ καί τους περί Κορέ καί τους Σοδομίτας, τόν δέ Ἄβελ ἐκ τῆς ἀσθενεστέρας δυνάμεως εἶναι˙» {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 63}.
[55] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 1.3: «σεμνύνονται γάρ συγγνεῖς εἶναι τοῦ Κάϊν καί τῶν Σοδομιτῶν καί Ἠσαῦ καί Κορέ. καί οὗτοι, φασίν, εἰσί τῆς τελείας καί ἄνωθεν γνώσεως. διό καί τόν ποιητήν τοῦ κόσμου τούτου φασί περί τήν τούτων ἀνάλωσιν ἐσχολακότα μηδέν δεδυνῆσθαι αὐτούς βλάψαι… προς ἑαυτήν γάρ ἡ Σοφία αὐτούς προσήκατο, ἰδίους αὐτῆς ὄντας».
[56] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 3.4: «ἄλλοι δέ τῶν αὐτῶν˙ οὐχί, φασίν, ἀλλά ἀγαθόν αὐτόν ὄντα παρέδωκεν κατά τήν ἐπουράνιον γνῶσιν. ἔγνωσαν γάρ, φασίν, οἱ ἄρχοντες ὅτι ἐάν ὁ Χριστός παραδοθῇ σταυρῷ κενοῦται αὐτῶν ἡ ἀσθενής δύναμις. καί τοῦτο, φησί, γνούς ὁ Ἰούδας ἔσπευσεν καί πάντα ἐκίνησεν ὥστε παραδοῦναι αὐτόν, ἀγαθόν ἔργον ποιήσας ἡμῖν εἰς σωτηρίαν. καί δεῖ ἡμᾶς ἐπαινεῖν καί ἀποδιδόναι αὐτῷ τόν ἔπαινον, ὅτι δι’ αὐτοῦ κατασκευάσθη ἡμῖν ἡ τοῦ σταυροῦ σωτηρία καί ἡ διά τοιαῦτης ὑποθέσεως τῶν ἄνω ἀποκάλυψις» {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 66}.
Ψευδο-Τερτυλλιανού Adversus omnes haereses 2: «et alii sic contra disputant et dicunt: quia potestates huius mundi nolebant pati Christum ne humano generi per mortem ipsius salus pararetur, saluti consulens generis humani tradidit Christum, ut salus, quae impediebatur per virtutes quae obsistebant ne pateretur Christus, impediri omnimo non posset et ideo per passionem Christi non posset salus humani generis retardari»
[57] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 3.3: «οἱ μέν γάρ λέγουσι διά τό πονηρόν εἶναι τόν Χριστόν παραδοθῆναι αὐτόν ὑπό τοῦ Ἰούδα, βουλόμενον διαστρέφειν τά κατά τόν νόμον» {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 65}.
Ψευδο-Τερτυλλιανού, Adversus omnes haereses 2: «quidam enim ipsorum gratiarum actionem Judae propter hanc causam reddendam putant. animadvertens enim inquiunt Judas, quod Christus vellet veritatem subvertere, tradidit illum, ne subverti veritas posset.»
[58] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 1.6. Επίσης Ειρηναίου, Έλεγχος I 31.1: «nec enim aliter salvari eos nisi per omnia eant, quemadmodum et Carpocrates dixit.» (PG 7.704B).
[59] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 2.1 {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 64}.
[60] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 2.2 {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 64}.
Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 31.2: «et in unoquoque peccatorum et turpium operationum angelum assistere et operantem audire audaciam et immunditiam ifere, id quod inest ei operationi angeli nomine dicere: O tu angele, abutor opera tuo; o tu illa potestas, perficio tuam operationem. et hoc esse scientiam perfectam sine tremor in tales abire operations, quas ne nominare quidem fas est» (PG 7.705A).
[61] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 1.5: «ὤστε καί συνταγμάτιον τι φέρειν ἐξ ὀνόματος αὐτοῦ, ὅ εὐαγγέλιον τοῦ Ἰούδα καλοῦσι». Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 31.1: «et confictionem afferent huiusmundi, Judae evangelium illud vocantes».
[62] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 2.5: «πάλιν δε ἄλλο συνταγμάτιον ἄλλοι πλάττουσιν ἐξ ὀνόματος Παύλου τοῦ ἀποστόλου, ἀρρητουργίας ἔμπλεον, ᾦ καί οἱ Γνωστικοί λεγόμενοι χρῶνται, ὅ Ἀναβατικόν Παύλου καλοῦσι, τήν πρόφασιν εὑρόντες ἀπό τοῦ λέγειν τόν ἀπόστολον ἀναβεβηκέναι ἕως τρίτου οῦρανοῦ καί ἀκηκοέναι ἄρρητα ῥήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι».
Μιχαήλ Γλυκά, Βίβλος Χρονική 2: «καί βιβλίον δέ παρ’ αὐτοῖς Ἀναβατιανόν λεγόμενον, περιέχον ἅ εἶδεν ὁ Παύλος καθ’ ὅν ἀνέβη καιρόν εἰς τρίτον οὐρανόν. βιβλίον δέ τό τοιοῦτόν ἐστι παρ’ αὐτοῖς, ὅτι οὐ προσέσχον τῷ μεγάλῳ Παύλῳ, ῥήματα μέν ἀκοῦσαι λέγοντι κατ’ ἐκεῖνο καιροῦ, μή ἐξεῖναι δέ ταῦτα γλώσσαις ανθρώπων λαλῆσαι. ὅτι δέ τά ῥήματα ἐκεῖνα οὔτε ἐλαλήθησαν οὔτε τινί μέχρι τοῦ νῦν εγνώσθησαν, καί ὁ θεολόγος Γρηγόριος ἐν τῷ περί θεολογίας λόγῳ αὐτοῦ δείκνυσιν οὕτως εἰπών “εἰ μέν οὖν ἔκφορα γέγονεν ἅ τῷ Παύλῳ παρέσχεν ὁ τρίτος οὐρανός καί ἡ μέχρι ἐκείνου πρόοδος, τάχα ἄν περί θεοῦ πλέον ἔγνωμεν”. ἀλλά καί ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης ἐν ταῖς εἰς τήν ἑξαήμερον αὐτοῦ ὁμιλίαις οὕτω φησίν “εἰ ὁ μέγας Παῦλος ὁ τῶν ἀρρήτων ἐκείνων ῤημάτων ἀκοῦσαι καταξιωθείς, ὧν μέχρι τῆς σήμερον οὐδείς ἄλλος ἤκουσε, γράφων ἔλεγεν ὑποπιάζω μου τό σῶμα καί δουλαγωγῶ, τί ἄν εἴποιμεν ἡμεῖς” καί περί τούτων οὕτως». {ed I. Bekker ,CSHB 24 (1837) 226-7}. Του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου το απόσπασμα από τον Λόγο ΚΗ, Θεολογικός Δεύτερος §20 (PG 36.52C). Του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από τον ΚΒ’ Λόγο εις την Γένεσην §7 (PG 53.196).
[63] Ιωαν. 6.70.
[64] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 3.8.
[65] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 4.6.
[66] Ματθ. 23.35.
[67] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 5.5.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος