4.2.1 Προοίμιο
Από τα πρώτα ερωτηματικά, που προέκυψαν μόλις το ευαγγελικό κήρυγμα άρχισε να διαδίδεται στους Εθνικούς, ήταν η σχέση του Χριστιανισμού και των Χριστιανών με τον μωσαϊκό νόμο. Για τους Ιουδαίους Χριστιανούς το κήρυγμα των Αποστόλων Παύλου ήταν σκανδαλώδες[1]. Δεν μπορούσαν να δεχθούν ότι η προσέλευση στον Χριστιανισμό ήταν δυνατή χωρίς περιτομή. Ο απόστολος Παύλος αποφάσισε τότε να παρουσιαστεί ενώπιον των προκρίτων των Αποστόλων, Πέτρου, Ιακώβου και Ιωάννη, παραλαμβάνοντας μαζί του και τον νεοφώτιστο Τίτο:
«Καί γνόντες τήν χάριν τήν δοθεῖσάν μοι, Ιάκωβος καί Κηφᾶς καί Ἰωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιάς ἐδωκάν ἐμοί καί Βαρνάβα κοινωνίας, ἵνα ἡμεῖς εῖς τά ἔθνη, αὐτοί δέ εἰς τήν περιτομήν.» (Γαλάτ. 2.9)
Αλλά η έκβαση αυτή δεν ευχαρίστησε μερικούς εκ των εξ Ιουδαίων Χριστιανών, ειδικά αυτούς που πριν ήταν Φαρισαίοι. Αξίωναν άμεση και επίσημη λύση του θέματος. Γι’ αυτό συνεκλήθη η Αποστολική Σύνοδος. Αυτή διαπίστωσε την αδυναμία της σωτηρίας δια της τηρήσεως του Νόμου, και αποφάσισε τα τέσσερα σημεία υποχρεωτικής τήρησης:
«Ἔδοξε γάρ τῷ Αγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν μηδέν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν βάρος πλήν τῶν ἐπάναγκες τούτων, ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καί αἵματος καί πνικτοῦ καί πορνείας˙ εξ ὧν διατηροῦντες ἑαυτούς εὖ πράξετε.» (Πραξ. 15.28-29)
Στο στάδιο αυτό έγινε η απεξάρτηση των εξ Εθνικών Χριστιανών, από τον Νόμο. Την καταστροφή του Ναού και της Ιερουσαλήμ από τις ρωμαϊκές λεγεώνες, ακολούθησε η απεξάρτηση και των εξ Ιουδαίων Χριστιανών. Υπήρξαν, όμως μερίδες ζηλωτών που δεν αποδέχθηκαν την δεύτερη αποδέσμευση, αποστασιοποιήθηκαν από τις αποφάσεις της Εκκλησίας και πλησίασαν το περιθώριο αυτής.
Αρχικά, μοναδικό χαρακτηριστικό τους, ήταν η ακριβής τήρηση του Νόμου, χωρίς να απαιτούν το ίδιο και από τους υπόλοιπους Χριστιανούς. Αργότερα όμως, υπεισήλθαν και άλλα στοιχεία που απομάκρυναν την διδασκαλία τους από την ορθή, και την μετάλλαξαν σε αίρεση.
4.2.2 Εβιωναίοι
Οι Εβιωναίοι ήταν ιουδαιοχριστιανική σέκτα, που εμφανίστηκε πολύ νωρίς στην Παλαιστίνη. Το όνομά τους προέρχεται από την εβραϊκή λέξη Εβιωνείμ, που σημαίνει «οι φτωχοί».
«…μηδέ τοῦτο κατανοήσας (σ.σ. ο Κέλσος), ὅτι οἱ άπό Ἰουδαίων είς τόν Ἰησοῦν πιστεύοντες οὐ καταλελοίπασι τόν πάτριον νόμον. βιοῦσι γάρ κατ’ αὐτόν, έπώνυμοι τῆς κατά τήν ἐκδοχήν πτωχείας τοῦ νόμου γεγενημένοι. Ἐβίων τε γάρ ὁ πτωχός παρά Ἰουδαίοις καλεῖται, Ἐβιωνεαῖοι χρηματίζουσιν οἱ ἀπό Ἰουδαίων τόν Ἰησοῦν ὡς Χριστόν παραδεξάμενοι[2]».
Ο Ωριγένης μιλά επίσης για «διττούς Εβιωναίους»:
«οὗτοι δ’ εἰσίν οἱ διττοί Εβιαναῖοι, ἤτοι εκ παρθένου ὁμολογούντες ὁμοίως ἡμῖν τόν Ἰησοῦν ἤ οὐχ οὕτω γεγεννῆσθαι ἀλλά ἀπό τους λοιπούς ἀνθρώπους[3]».
Δηλαδή, για τους μεν, ότι αποδέχονταν την εκ Παρθένου γέννηση, για τους δε, ότι δεν δέχονταν ούτε την εκ Παρθένου γέννηση. Την διαφορά διευκρινίζει καλύτερα ο Ευσέβιος Καισαρείας:
«Ἄλλοι δέ παρά τούτους τῆς αὐτῆς ὄντες προσηγορίας, τήν μέν τῶν εἰρημένων ἔκτοπον διεδρίδασκον ἀτοπίαν, ἐκ παρθένου καί ἁγίου Πνεύματος μή αρνούμενοι γεγονέναι τόν Κύριον, οὐ μη ἔθ’ ὅμοίως καί οὗτοι προϋπάρχειν αὐτόν Θεόν Λόγον ὄντα καί σοφίαν ὁμολογοῦντες, τῇ των προτέρων περιτρέποντο δυσσεβείᾳ, μάλιστα ὅτε καί τήν σωματικήν περί τόν νόμον λατρείαν ὅμοίως ἐκείνοις περιέπειν ἐσπούδαζον[4]».
Συνεπώς, η μια ομάδα δέχονταν την εκ Παρθένου σύλληψη αλλά όχι την προΰπαρξη του Θεού Λόγου, ενώ η δεύτερη δεν δέχονταν ούτε την εκ Παρθένου σύλληψη. πρώτη ομάδα ήταν οι Ναζωραίοι, η δεύτερη οι Εβιωνίτες[5].
Ο άγιος Ιουστίνος κάνει αναφορά σε ανθρώπους Ιουδαίους, οι οποίοι δέχονταν τον Χριστό και υποχρέωναν τους εξ Εθνών να τηρούν τον Νόμο[6]. Ίσως να πρόκειται για Εβιωναίους. Αυτό δεν είναι ξεκάθαρο, διότι για πρώτη φορά το όνομα απαντάται στον άγιο Ειρηναίο[7]. Ο άγιος Επιφάνιος δέχεται αιρεσιάρχη Εβίωνα, ο οποίος μάλιστα κήρυξε μέχρι την Ρώμη:
«Οὗτος μέν οὖν ὁ Ἐβίων καί αὐτός ἐν τῇ Ἀσία ἔσχεν το κήρυγμα καί Ῥώμη, τάς δέ ῥίζας τῶν ἀκανθωδῶν παραφυάδων ἔχουσιν ἀπό τε τῆς Ναβαταῖας καί Πανεάδος τό πλεῖστον, Μωαβίτιδός τε καί Κωκάβων ἐν τῇ Βαανίτιδι γῇ ἐπέκεινα Ἀδραῶν, ἀλλά καί ἐν Κύπρῳ[8]».
Σε αυτές τις περιοχές επεκτάθηκε η αίρεση. Η Ρώμη δείχνει εντελώς έξω, οπότε θεωρείται απίθανο να υπήρχε οργανωμένη κοινότητα εκεί. Αντίθετα, η Κύπρος δείχνει να είναι το όριο. Πάντως την εποχή του Θεοδώρητου Κύρου είχαν εκλείψει.
4.2.2α Εβίων
Πολλοί από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς δέχονταν την ύπαρξη αιρεσιάρχη Εβίωνα. Πρώτος αναφέρει αυτόν ο Τερτυλλιανός σε διάφορα έργα[9]. Έτσι στο έργο De praescriptione haereticorum του Τερτυλλιανού, αναφέρεται μαζί με τον Μαρκίων και των Σίμωνα, ως γνωστικός, και όχι ως ιουδαΐζων. Ο ίδιος συγγραφέας πίστευε ότι η Προς Γαλάτας επιστολή του αποστόλου Παύλου αναφέρονταν σ’ αυτούς όταν μιλούσε για τους τηρητές του Νόμου[10]. Στο αμφίβολο έργο του Libellus adversus omnes haereses λέει ότι αυτός ήταν διάδοχος του Κήρινθου:
«Huius successor Ebion fuit, Cerinthonon in omni parte consentiens, quod a deo dicat mundum, non ab angelis factum, et quia scriptum sit, Nemo discipulus super magistrum, nec servus super dominum, legem etiam proponit, scilicet ad excludendum evangelium et vindicandum Iudaismum[11]».
Ο άγιος Ιερώνυμος πίστευε επίσης, ότι ο Εβίων ήταν διάδοχος του Κήρινθου. Τον τοποθετεί χρονικά σε εποχή που ο απόστολος Ιωάννης ήταν ακόμη ζωντανός[12]. Στο De viris illustribus θεωρεί ότι ο απόστολος Ιωάννης έγραψε το Ευαγγέλιο, ως απάντηση στους αιρετικούς, τον Κήρινθο και κυρίως τους Εβιωναίους, διότι αυτοί ισχυρίζονταν ότι ο Χριστός δεν ήταν προγενέστερος της Παρθένου.
«Ἰωάννης ὅν ὁ Ἰησοῦς πάνυ ἠγάπησεν, υἱός Ζεβεδαίου, ἀδελφός Ἰακώβου τοῦ ὑπό Ἠρώδου μετά τό πάθος τοῦ Κυρίου ἀποκεφαλισθέντος, ἔσχατος πάντων ἔγραψεν εὐαγγέλιον παρακληθείς παρά τῶν τῆς Άσίας Έπισκόπων, καί κατά Κηρίνθου καί ἄλλων αἱρετικῶν, καί μάλιστα τηνικαῦτα τοῦ τῶν Ἐβιωνιτῶν δόγματος ἀνακύψαντος, τῶν φασκόντων τόν Χριστόν προς Μαρίας μή γεγενῆσθαι.» (De viris illustribus 9)
Σε άλλο έργο του γράφει ότι ο Εβίων είχε κάνει δικιά του μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης[13]. Διασώζει μία μοναδική πληροφορία για το βάπτισμα του Εβίωνα[14].
Ο Φιλάστριος δέχεται επίσης την ύπαρξη του Εβίωνα, και τον θεωρεί διάδοχο του Κήρινθου[15]. Η καταγραφή του έχει ειδική σημασία διότι μαζί με την καταγραφή του Επιφανίου, παραπέμπει την πληροφορία στην κοινή πηγή τους που θεωρείται το χαμένο Σύνταγμα του Ιππολύτου. Αυτό στην ουσία, ανάγει την μεταγενέστερη καταγραφή σε πρώιμους συγγραφείς.
Πραγματικά η αναφορά του Ιππολύτου στον Εβίωνα είναι έμμεση:
«Θεόδοτος δέ τις ὤν Βυζάντιος εἰσήγαγεν αἵρεσιν καινήν, φάσκων τά περί μέν τῆς τοῦ παντός αρχῆς σύμφωνα ἐκ μέρους τοῖς τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας, ὑπό τοῦ θεοῦ πάντα ὁμολογῶν γεγονέναι, τόν δέ Χριστόν ἐκ τῆς τῶν γνωστικῶν Κηρίνθου καί Ἐβίωνος σχολής ἀποσπάσας φάσκει τοιοῦτῳ τινί τρόπῳ πεφηνέναι[16].»
Γενικά, δεν γίνεται αποδεκτό ότι υπήρξε Εβίωνας.
4.2.2β Διδασκαλία
Ήδη αναφέρθηκαν δύο σημεία της διδασκαλίας των Εβιωναίων. Το πρώτο αφορά την άρνηση τους να δεχθούν την εκ Παρθένου γέννηση του Χριστού. Καταγράφεται από τον Ωριγένη[17], τον Ευσέβιο Καισαρείας[18] και έμμεσα από τον Ιππόλυτο[19]. Ο άγιος καταλογίζει άρνηση της εκ Παρθένου γεννήσεως του Κυρίου στον Θεόδοτο, για τον οποίον είχε ήδη πει ότι ακολουθεί τα δόγματα των Εβιωναίων.
Ο άγιος Επιφάνιος αποδίδει την διδασκαλία αυτή στον Εβίωνα:
«Οὗτος γάρ ὁ Ἐβίων σύγχρονος μέν τούτων ὑπῆρχεν, ἀπ’ αὐτῶν δέ σύν αὐτοῖς <ὤν> ὁρμᾶται. τά πρῶτα δέ ἐκ παρατριβῆς καί σπέρματος ἀνδρός, τουτέστιν τοῦ Ιωσήφ, τόν Χριστόν γεγεννῆσαι ἔλεγεν[20]˙»
Συνεχίζοντας, όμως, αναφέρει ότι σταδιακά οι Εβιωνίτες δέχτηκαν επιρροές από τον Ηλξαίον, για τον οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω:
«ἐκ χρόνου δέ τινος καί δεῦρο οἱ αὐτοῦ, ὡς εἰς ἀσύστατον καί αμήχανον τρέψαντες τόν ἴδιον νουν ἄλλοι ἄλλως παρ’ αὐτοῖς περί Χριστοῦ διηγοῦνται˙ τάχα δέ οἶμαι ἀπό τοῦ συναφθῆναι αὐτοῖς Hλξαίον τόν ψευδοπροφήτην τόν παρά τοῖς Σαμψηνοῖς και Ὀσσηνοῖς καί Ἐλκεσαίοις καλουμένοις,…[21]»
Για τις χριστολογικές πεποιθήσεις των Εβιωνιτών, ζήτημα εγείρεται στο κατά πόσο αυτές ακολουθούσαν ή όχι, τις διδασκαλίες του Κήρινθου και του Καρποκράτη. Ο άγιος Ειρηναίος γράφει ότι δεν ταίριαζαν (non similiter[22]) οι απόψεις τους. Και ακολουθεί σιωπή, ενώ θα έπρεπε να συζητήσει τουλάχιστον τις διαφορές. Φέρεται δηλαδή σαν να έγραψε ότι ταιριάζουν.
Στην συνέχεια, ο άγιος Ιππόλυτος, ενώ ακολουθεί τον άγιο Ειρηναίο, γράφει ότι οι απόψεις τους στο θέμα ταιριάζουν:
«Ἐβιωναῖοι δέ ὁμολογοῦσι <μεν> τόν κόσμον ὑπό τοῦ ὄντως θεοῦ γεγονέναι, τά δέ περί τόν Χριστόν ὁμοίως τῷ Κηρίνθῳ καί Καρποκράτει μυθεύουσιν[23]».
Αυτή η αντίφαση υποχρεώνει ν’ απορρίψουμε την λέξη “non” από το κείμενο του αγίου Ειρηναίου, ως εμβόλιμη. Υπάρχουν και αυτοί που υποστηρίζουν, ότι ο Ειρηναίος δεν αναφέρεται στις απόψεις των Εβιωναίων για τον Χριστό, αλλά για τον Ιησού, τον οποίον θεωρούσαν υιό του Ιωσήφ, οπότε πρέπει να διατηρηθεί η γραφή. Αλλά μια τέτοια διάκριση δεν μπορεί να υπήρξε ούτε στο γραπτό του αγίου, ούτε στο μυαλό του. Αν έπρεπε να αναφερθεί σ’ αυτήν θα το έκανε με ξεκάθαρο τρόπο και δηλώνοντας την αντίθεσή του, ως συνήθως. Εξάλλου δεν είναι ίδιον ενός αντιαιρετικού συγγραφέα ν’ αφήνει ασάφειες. Δηλαδή, δεν έγραψε το κείμενο ένας Εβιωναίος, ώστε ν’ αναρωτιόμαστε, τι θεωρεί δεδομένο και τι όχι, και πώς να το εκλάβουμε. Το έγραψε Ορθόδοξος άγιος, που όταν γράφει “Dominum”, εννοεί τον θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Άρα η δεύτερη ερμηνεία είναι απίθανη.
Στον άγιο Επιφάνιο βρίσκουμε πιο αναλυτικά τις χριστολογικές δοξασίες των Εβιωναίων. Γι’ αυτούς ο Ιησούς ήταν υιός του Ιωσήφ και της Μαρίας. Γεννήθηκε με φυσικό τρόπο και όχι εκ Παρθένου[24]. Μερικοί πάλι, δέχονταν ότι ο Αδάμ ήταν ο Χριστός. Πλάσθηκε μεν Αδάμ, εισήλθε όμως μέσα του ο Χριστός με το εμφύσημα του Θεού[25]. Είναι δηλαδή ο Χριστός κτίσμα του Θεού και όχι Θεός. Πρόκειται για δοξασία που δανείσθηκαν από τους Ελκεσαΐτες[26]. Άλλοι Εβιωναίοι θεωρούσαν τον Χριστό ως το πρώτο κτίσμα. Ήταν ο Κύριος των αγγέλων, ένας των αρχαγγέλων[27] και χρησιμοποιούσε το σώμα του Αδάμ για να εμφανίζεται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη.
Δέχονταν ως ψιλό άνθρωπο τον Ιησού, στον οποίο εισήλθε ο Ιησούς με την μορφή περιστεράς κατά την Βάπτισή του[28]. Σε άλλο σημείο προσθέτουν ότι ο Ιησούς, αν και κτίσμα, ονομάσθηκε υιός του Θεού κατ’ εκλογήν[29]. Και μάλιστα επιλέχθηκε λόγω της αρετής του βίου του[30].
Με το να παρουσιάζουν, όμως, τον Χριστό ως κτίσμα και αρχάγγελο, τον εξομοίωναν με τον διάβολο. Για τον δεύτερο μάλιστα έλεγαν ότι είναι άρχων του παρόντος αιώνος, ενώ ο Χριστός του μέλλοντος. Και αυτό έγινε ύστερα από συμφωνία και αίτηση ααμφοτέρων[31].
Δεύτερο σημείο της διδασκαλίας τους, που αναφέρθηκε και παραπάνω αφορά την τήρηση του Νόμου. Ο άγιος Ιππόλυτος καταγράφει:
«ἔθεσιν Ἰουδαϊκοῖς ζῶσι, κατά νόμον φάσκοντες δικαιοῦσθαι καί τόν Ἰησοῦν λέγοντες δεδικαιῶσθαι ποιήσαντα τόν νόμον˙ διό καί Χριστόν αὐτόν τοῦ θεοῦ ὠνομάσθαι καί Ἰησοῦν, ἐπει μηδείς τῶν <ἑτέρων> ἐτέλεσε τόν νόμον˙ εἰ γάρ καί ἕτερός τις πεποιήκει τά ἐν νόμῳ προστεταγμένα, ἦν ἄν ἐκεῖνος ὁ Χριστός».
Έμμεσα έτσι παραδέχονταν ότι δεν ήταν δυνατή η τήρηση όλου του Νόμου. Θα δούμε παρακάτω ποιες διατάξεις τηρούσαν. Απόρροια της παραπάνω πεποιθήσεως ήταν η αντιπάθειά τους προς τον απόστολο Παύλο. ο άγιος Ειρηναίος αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο από το τρίτο βιβλίο του έργου του, καταδεικνύοντας το άτοπο και απαράδεκτο της απόρριψης του αποστόλου Παύλου[32].
Ο Ευσέβιος κάνει τον διαχωρισμό ανάμεσα στους Ναζωραίους (τους αποκαλεί επίσης Εβιωναίους) και στους Εβιωναίους. Και οι δυο ομάδες δέχονταν την τήρηση του Νόμου. Για τους δεύτερους αναφέρει:
«τῇ τῶν προτέρων περιετρέποντο δυσσεβείᾳ, μάλιστα ὅτε καί τήν σωματικήν περί τόν νόμον λατρείαν ὁμοίως ἐκείνοις περιέπειν εσπούδαζον. Οὗτοι δέ τοῦ μέν Αποστόλου πάμπαν τάς ἐπιστολάς ἀρνητέας ἡγοῦντο εἶναι δεῖν, αποστάτην αποκαλοῦντες αὐτόν τοῦ νόμου[33],» Στον άγιο Επιφάνιο είναι καταγεγραμένη μια ιστορία που διέδιδαν οι Εβιωναίοι, ότι τάχα ο απόστολος Παύλος ήταν Έλληνας:
«εἶτα φάσκουσιν αὐτόν εἶναι ἕλληνα καί ἑλληνίδος μητρός καί ἕλληνος πατρός παῖδα, ἀναβεβηκέναι δέ είς τά ἱεροσόλυμα καί χρόνον ἐκεῖ μεμενηκέναι, ἐπιτεθυμηκέναι δέ θυγατέρα τοῦ ἱερέως προς γάμον ἀγαγέσθαι καί τούτου ἕνεκα προσύλητον γενέσθαι καί περιτμηθῆναι. καί μηκέτι λαβόντα τήν τοιαύτην κόρην ὠργίσθαι καί κατά περιτομῆς γεγραφέναι καί κατά σαββάτου νομοθεσίας[34].»
Με τέτοια παραμύθια συκοφαντούσαν τον Απόστολο, διότι επέμεναν εγωιστικά στην τήρηση του νόμου, ενώ η Εκκλησία είχε απαλλάξει τους πιστούς από αυτήν.
4.2.2γ Έθιμα
Παρακάτω αναφέρει περιληπτικά τα έθιμά τους:
«καί τό μέν Σάββατον καί τήν ἄλλην ἰουδαϊκήν ἀγωγήν ὁμοίως ἐκείνοις παρεφύλαττον, ταῖς δέ αὖ Κυριακαῖς ἡμέραις ἡμῖν τά παραπλήσια είς μνήμην τῆς σωτηρίου ἀναστάσεως ἐπετέλουν[35].»
Ο άγιος Επιφάνιος τονίζει ότι η τήρηση του Νόμου από τους Εβιωνίτες έμοιαζε περισσότερο με εκείνη των Σαμαρειτών, παρά των Ιουδαίων[36]. Τηρούσαν τον σαββατισμό, και την περιτομή. Τηρούσαν συχνούς βαπτισμούς, ειδικά ύστερα επαφή με ξένους ή συνεύρεση με γυναίκες. Αν πάλι καθώς ανέρχονταν από το βάπτισμα, συναντούσαν κάποιον, έπρεπε πάλι να ανατρέξουν στο βάπτισμα[37]. Διέδιδαν μάλιστα, ψευδώς ότι ο απόστολος Πέτρος βαπτίζονταν καθημερινά, χάριν αγνισμού[38]. Ενώ πρώτα αποδέχονταν την παρθενία, χάριν του Ιακώβου του Αδελφοθέου, στην συνέχεια απέρριψαν αυτήν μαζί με την εγκράτεια, όπως και άλλες γνωστικές ομάδες[39]. Απέφευγαν την κρωφαγία, διότι έλεγαν ότι το κρέας προέρχεται από την επιμιξία των σωμάτων[40].
Το σημείο στο σημείο αποστασιοποιούνταν από τον ιουδαϊκό νόμο, αφορούσε τις θυσίες. Οι Εβιωναίοι απέρριπταν τις θυσίες που ζητούσε ο Νόμος σε διάφορες περιστάσεις. Στο ευαγγέλιο τους ανέφεραν ότι ο Χριστός ήρθε για να καταργήσει τις θυσίες, και αν δεν έπαυαν να θυσιάζουν δεν θα σταματούσε η τιμωρία τους[41]. Συνάμα δεν αναγνώριζαν κανέναν άλλο προφήτη μετά τον Μωυσή, παρά μόνο τον Χριστό.
Ανάγκαζαν ους νέους να παντρεύονται νωρίς, με προτροπή των δασκάλων τους. Επέτρεπαν το διαζύγιο και καθένας μπορούσε να συνάψει μέχρι επτά γάμους. Οι γάμοι γίνονταν στις δικές τους εκκλησίες, τις αποκαλούμενες συναγωγές, τις οποίες επάνδρωναν με πρεσβύτερους και αρχισυναγώγους[42]. Τελούσαν ευχαριστία με άρτο και ύδωρ, διότι απέφευγαν τον οίνο (υδροπαραστάτες).
4.2.2δ Συγγράμματα
Ο άγιος Ειρηναίος[43] αναφέρει ότι οι Εβιονίτες χρησιμοποιούσαν το Κατά Ματθαίον αποκλειστικά. Ο Ευσέβιος Καισαρείας[44], από την πλευρά του, πληροφορεί ότι χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά το Καθ’ Εβραίους. Ο άγιος Επιφάνιος εξηγεί ότι δέχονταν μεν το Κατά Ματθαίον, αλλά με κείμενο στην εβραική γλώσσα, και όχι ολόκληρο, αλλά κάποια τμήματα:
«καί δέχονται μέν καί αυτοί τό κατά Ματθαίον ευαγγέλιον. … καλοῦσι δέ αὐτό κατά Ἑβραίους, ὡς τά ἀληθῆ ἔστιν εἰπεῖν, ὅτι Ματθαῖος μόνος Ἑβραϊστί καί Ἑβραϊκοῖς γράμμασιν ἐν τῇ καινῇ διαθήκῃ ἐποιήσατο τήν τοῦ εύαγγελίου ἔκθεσίν τε καί κήρυγμα[45].»
Όπως οι Καρποκρατιανοί και ο Κήρινθος απέκοπταν την αρχή του Ευαγγελίου, που αναφέρεται στην γενεαλογία και την γέννηση του Ιησού, και ξεκινούσαν το κείμενο απ’ ευθείας από της Βαπτίσεως[46]. Η πιθανότητα να χρησιμοποιούσαν και το Κατά Ιωάννην μεταφρασμένο στα εβραϊκά[47] είναι μηδαμινή, διότι το συγκεκριμένο διδάσκει ακριβώς τα αντίθετα, απ’ ότι οι Εβιωνίτες.
Χρησιμοποιούσαν ένα έργο που του απέδιδαν το πλαστό όνομα Περίοδοι Πέτρου και το απέδιδαν στον άγιο Κλήμη Ρώμης:
«Χρῶνται δέ καί ἄλλαις βίβλοις, δῆθεν ταῖς Περιόδοις καλούμεναις Πέτρου ταῖς διά Κλήμεντος γραφείσαις, νοθεύσαντες μέν τά ἐν αὐταῖς, ὀλίγα δέ ἀληθινά ἐάσαντες, ὡς αὐτός Κλήμης αὐτούς κατά πάντα ἐλέγχει ἀφ’ ὧν ἔγραψεν ἐπιστολῶν ἐγκυκλίων τῶν ἐν ταῖς ἁγίαις ἐκκλησίαις αναγινωσκομένων, ὅτι ἄλλον ἔχει χαρακτήρα ἡ αὐτοῦ πίστις καί ὁ λόγος παρά τα ὑπό τούτων εἰς ὄνομα αὐτοῦ ἐν ταῖς Περιόδοις νενοθευμένα[48].»
Το έργο αυτό ανήκει στον κύκλο των Κλημεντείων, πλαστών έργων που χρησιμοποιούσαν το όνομα του Κλήμη Ρώμης για να διαδώσουν αιρετικές διδασκαλίες. Ο Ωριγένης το είχε υπόψη του σε κάποια αρχική μορφή[49], ενώ ο Επιφάνιος το γνώρισε ολοκληρωμένο. Άλλοι μελετητές θεωρούν ότι αναφέρεται στο Επιδήμια Κηρύγματα Πέτρου, αλλά το πιθανότερο είναι να πρόκειται για ξεχωριστό έργο.
Χρησιμοποιούσαν επίσης έργο με την ονομασία Πράξεις Αποστόλων, όπως επίσης και κάποιο που ονομαζόταν Αναβαθμοί Ιακώβου[50]. Στο δεύτερο δίνονταν προτεραιότητα στην προσωπικότητα του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, έναντι της του Παύλου. Υποτίθεται, ότι ο άγιος Ιάκωβος ήταν υπέρ της τήρησης του νόμου, και στο έργο του ερμήνευε την αλληγορική σημασία του ναού, των θυσιών και άλλα συμβολικά της ιουδαϊκής λατρείας. Κάποια απόκρυφα κείμενα που βρέθηκαν στην βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου, φέροντα το όνομα του Ιακώβου, ενδέχεται να προέρχονται από αυτή τη σέκτα.
4.2.3 Κήρινθος
Ο Κήρινθος είναι από τους πρώτους αιρεσιάρχες, οι οποίοι αναφέρονται ήδη από την αποστολική εποχή. Από τον άγιο Ειρηναίο είναι γνωστό επεισόδιο στην Έφεσο, όπου ο απόστολος Ιωάννης εισερχόμενος σε βαλανείο με τον Πολύκαρπο, αντίκρισε τον Κήρινθο και εξήλθε αμέσως λέγοντας: «φύγωμεν μή καί τό βαλανεῖον συμπέσῃ ἔνδον όντως Κηρίνθο, τοῦ τῆς ἀληθείας ἐχθροῦ[51]». Το περιστατικό αναπαράγει ο Ευσέβιος Καισαρίας[52]. Ο Οικουμένιος θεωρεί ότι η Α’ επιστολή του Ιωάννου αναφέρεται σ’ αυτόν[53].
Χαρακτηρίζεται ως ζηλωτής Εβιωναίος. Η διδασκαλία του αναμιγνύει τα ιουδαϊκά στοιχεία με τα χριστιανικά κατά τον τρόπο των Εβιωναίων. Εκτός αυτών προσθέτει και γνωστικά στοιχεία, τα οποία φαίνεται ότι παρέλαβε από την Αίγυπτο, όπου σπούδασε, και μάλιστα από την ομάδα που αργότερα γαλούχησε και τον Καρποκράτη[54]. Γι’ αυτό και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς θεωρούν ότι οι Καρποκράτης, Κήρινθος και Εβίωνας κήρυτταν τα ίδια, ειδικά σε χριστολογικά θέματα.
4.2.3α Διδασκαλία
Πρώτη καταγραφή της διδασκαλίας του Κηρίνθου έχουμε από τον άγιο Ειρηναίο. Στη λατινική μετάφραση του έργου του, τον αναφέρει ως άνθρωπο από την Ασία[55]. Στο απόσπασμα που διασώζει ο Ιππόλυτος, τον αναφέρει ως άνθρωπο που μορφώθηκε από τη σοφία των Αιγυπτίων[56].
Ο Κήρινθος κήρυττε ότι ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από τον ύψιστο θεό, αλλά από μια άλλη αρχή διαφορετική της πρώτης[57], απόμακρη, εξωκοσμική και άγνωστη.
«Κήρινθος δέ τις, αὐτός Αἰγυπτίων παιδείᾳ ασκηθείς, ἔλεγεν οὐχ ὑπό τοῦ πρώτου <θεοῦ> γεγονέναι τόν κόσμον, ἀλλ’ ὑπό δυνάμεώς τινος κεχωρισμένης τῆς ὑπέρ τά ὅλα ἐξουσίας καί αγνοούσης τόν ὑπέρ πάντα θεόν[58]».
Παρακάτω ο άγιος Επιφάνιος αναφέρει, ότι ο Κήρινθος θεωρεί την δύναμη αυτή αγγελική:
«οὐχ ὑπό θεοῦ τόν κόσμον γεγονέναι ηθέλησεν, ἀλλ’ ὑπό δυνάμεώς τινος ἀγγελικῆς, πολύ κεχωρισμένης καί διεστώσης τῆς ὑπέρ τά ὅλα αὐθεντίας καί αγνοούσης τόν ὑπέρ πάντα θεόν.» (Χ 21.1)
Στα ιουδαιογενή συστήματα, είναι συχνά δυσδιάκριτη η γνωστική απόχρωση της διδασκαλίας τους. Στην περίπτωση του Κηρίνθου, ο γνωστικός χαρακτήρας κρύβεται σε αυτή την δοξασία, γι’ αυτό και την αναφέρουν μετά τις σπουδές του στην Αίγυπτο.
Ο Ψευδο-Τερτυλλιανός επαναλαμβάνει την ίδια ιστορία, είναι δε θετικότερος στο ότι για τον Κήρινθο ο κόσμος φτιάχτηκε από τους αγγέλους[59]. Στον ίδιο επίσης υπάρχει μοναδική πληροφορία, ότι κατά Κήρινθο και ο νόμος δόθηκε από τους αγγέλους, καθώς και ότι ο θεός των Ιουδαίων ήταν άγγελος[60].
Η χριστολογία του, όπως μαρτυρήθηκε ανωτέρω, συμφωνούσε με αυτή των Εβιωνιτών. Γι’ αυτόν ο Ιησούς ήταν απλός άνθρωπος, γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας. Ξεχώριζε για την δικαιοσύνη του, τη σωφροσύνη του και την σοφία του, γι’ αυτό και ο Χριστός κατήλθε σε αυτόν μετά την Βάπτιση με την μορφή περιστεράς σταλμένης από τον ύψιστο. Κήρυξε τον ύψιστο θεό κι έκανε θαύματα. Πριν την σταύρωση τον εγκατέλειψε. Ο Ιησούς πέθανε και αναστήθηκε, ενώ ο Χριστός έμεινε απαθής[61]. Ο άγιος Ιππόλυτος αντιγράφει τον άγιο Ειρηναίο κατά λέξη, σε ότι αφορά τον Κήρινθο[62].
Ο άγιος Επιφάνιος αναφέρει για πρώτη φορά «Κηρινθιανούς[63]» και επιβεβαιώνει την πληροφορία του Ευσεβίου Καισαρείας, ότι ο Κήρινθος ήταν αρχηγός σέκτας[64]. Συμπληρώνει, ότι ο Κήρινθος συμφωνούσε με τον Καρποκράτη στις κακοδοξίες του. Επιβεβαιώνει ότι ο Κήρινθος διαχώριζε τον Ιησού από τον Χριστό[65], και ότι επέμενε στην τήρηση του νόμου, όχι όλου, αλλά μέρους αυτού[66]. Για την τήρηση του νόμου γράφει τονίζοντας το παράδοξο της διδασκαλίας του Κηρίνθου:
«Ἐκπέπτωκε δέ καί οὗτος, ὡς ὁρᾶτε πάντες οἱ τῆς ἀληθείας ἐρασταί. φάσκει γάρ τόν τόν νόμον δεδωκότα οὐκ ἀγαθόν, οὗ τῷ νόμῳ πείθεσθαι δοκεῖ, δῆλον δέ ὅτι ὡς ἀγαθῷ. πῶς οὖν ὁ πονηρός τόν ἀγαθόν νόμον δέδωκεν; εἰ γάρ καλόν τό μή μοιχεύειν καί καλόν τό μή φονεύειν, πόςῳ γε μᾶλλον ὁ ἐντειλάμενος βελτίων εἴη, ἐάν γε ὁ μή πράξας ἀγαθός ὁμολογῆται˙ πῶς δέ κατηγορηθήσεται κακά πράττων ὁ τό ἀγαθόν συμβουλεύων καί ἀγαθόν διδούς νόμον; ἀλλά μανιώδης ὁ ἀνήρ τοιούτοις εγχειρών».
Ο Επιφάνιος αναγνωρίζει ως ένα των «ψευδαποστόλων», που αναφέρονται στο Β’Κορ. 11.13, τον Κήρινθο[67]. Ενδεχομένως, έχει υπόψη του τις Διαταγαί Αποστόλων:
«Ἡνίκα δέ ἐξήλθομεν ἐν τοῖς ἔθνεσιν κηρύσσειν εἰς τόν κόσμον τόν λόγον τῆς ζωῆς, τότε ἐνήργησεν ὁ διάβολος εἰς τόν λαόν, ἀποστεῖλαι ὀπίσω ἡμῶν ψευδαποστόλους εἰς βεβήλωσιν τοῦ λόγου˙ καί προεβάλοντο Κλεόβιον τινα καί παρέζευξαν τῷ Σίμωνι, οὖτοι δέ μαθητεύουσι Δοσιθέῳ τινί, ὅν καί παρευδοκιμήσαντες ἐξώσαντο τῆς ἀρχῆς˙ εἶτα καί ἕτεροι ἑτέρων κατῆρξαν ἐκτόπων δογμάτων, Κήρινθος…[68]»
Για τον λόγο αυτό τον ονομάζει «ψευδαπόστολο[69]» και τον εμπλέκει σε κάποια περιστατικά που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη. Τον θεωρεί υπεύθυνο για την ταραχή που έγινε στα Ιεροσόλυμα εναντίον του αποστόλου Παύλου:
«Ἀλλά ταῦτα μέν τότε ἐπραγματεύθη κινηθέντα ὑπό τοῦ προειρημένου ψευδαποστόλου Κηρίνθου, ὠς καί ἀλλοτε στάσιν αὐτός τε καί οἱ μετ’αὐτοῦ εἰργάσαντο ἐν αὐτῇ τῇ ἱερουσαλήμ, ὁπηνίκα Παῦλος ἀνῆλθε μετά Τίτου καί ὡς οὗτος ἔφη ὅτι “ἄνδρας ἀκροβύστους εἰσήνεγκε μεθ’ ἑαυτοῦ”, ἤδη περί Τίτου λέγων, “καί κεκοίνωκε (φησί) τόν ἅγιον τόπον”[70]. διό καί Παύλος λέγει “ἀλλ’ οὐδέ Τίτος, ὁ σύν ἐμοί, ἕλλην ὤν, ἠναγκάσθη περιτμηθῆναι˙ διά δέ τους παρεισάκτους ψευδαδελφούς, οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τήν ἐλευθερίαν ἡμῶν ἥν ἔχομεν ἐν Χριστῷ, οἷς οὐδέ προς ὥραν εἴξαμεν τῇ ὑποταγῇ[71]”».
Τον Κήρινθο και τους περί αυτόν, επίσης, αναγνωρίζει στο περιστατικό που περιγράφεται στις Πραξεις 15.24, και προς τους οποίους απευθύνεται η επιστολή των Αποστόλων[72]:
«οὗτος δέ ἐστιν ἀγαπητοί, εἷς τῶν ἐπί τῶν ἀποστόλων τήν ταραχήν ἐργασαμένων, ὅτε οἱ περί Ἰάκωβον γεγράφασιν εἰς τήν Ἀντιόχειαν ἐπιστολήν,…[73]»
Επίσης, τον θεωρεί αναμεμιγμένο στην διαμαρτυρία κατά του αποστόλου Πέτρου, που αναφέρεται στις Πράξεις 11.2[74]:
«καί οὗτος εἷς έστι τῶν ἀντιστάντων Πέτρῳ, ἐπειδή εἰσῆλθε προς Κορνήλιον τόν ἅγιον[75]».
Όλα τα παραπάνω δεν αφήνουν αμφιβολία, για το αν ο Κήρινθος κήρυττε την τήρηση του νόμου, έστω και αν αρχικά η έκφραση του αγίου Επιφανίου αφήνει περιθώρια για διαφορετική ερμηνεία.
Παρακάτω πάλι αναφέρει ότι ο Κήρινθος δεν πίστευε στην ανάσταση του Χριστού:
«Οὗτος δέ Κήρινθος ἀνόητος καί ἀνοήτων διδάσκαλος φάσκει πάλιν τολμήσας Χριστόν πεπονθέναι καί ἐσταυρῶσθαι, μήπω δέ ἐγηγέρθαι, μέλλειν δέ ἀνίστασθαι ὅταν ἠ καθόλου γένηται τῶν νεκρῶν ἀνάστασις[76]».
Φαινομενικά, παρουσιάζεται αντίφαση με το προηγούμενο εδάφιο (28.1.7), όπου είπε ότι ο Κήρινθος πίστευε ότι ο Ιησούς αναστήθηκε. Αλλά στην δεύτερη περίπτωση, δεν γίνεται διάκριση μεταξύ Ιησού και Χριστού, όπως στην πρώτη. Αυτό είναι πιθανό να σημαίνει ότι το κήρυγμα του Κήρινθου δεν ήταν στατικό, αλλά μεταβλήθηκε συν τω χρόνω. Η δεύτερη πληροφορία ενδέχεται να συνδέεται με τις χιλιαστικές απόψεις που εξέφρασε ο Κήρινθος αργότερα.
Για τις χιλιαστικές απόψεις του Κηρίνθου πληροφορούμαστε εξαρχής από ένα απόσπασμα του Γαΐου, που διασώζει ο Ευσέβιος Καισαρείας στην Εκκλησιαστική Ιστορία:
«Ἀλλά καί Κήρινθος ὁ δι’ ἀποκαλύψεων ὡς ὑπό ἀποστόλου μεγάλου γεγραμμένων τερατολογίας ἡμῖν ὠς δι’ ἀγγέλων αὐτῷ δεδειγμένας ψευδόμενος ἐπεισάγει, λέγων μετά τήν ἀνάστασιν ἐπίγειον εἶναι τό βασίλειον τοῦ Χριστοῦ καί πάλιν ἐπιθυμίαις καί ἡδοναῖς ἐν ἱερουσαλήμ τήν σάρκα πολιτευομένην δουλεύειν. Καί ἐχθρός ὑπάρχων τα[ς Γραφαῖς τοῦ Θεοῦ, ἀριθμόν χιλιονταετείας ἐν γάμῳ ἑορτῆς, θέλων πλανᾶν, λέγει γίνεσθαι[77]».
Το παραπάνω απόσπασμα οδήγησε σε μια μεγάλη παρεξήγηση. Ο Διονύσιος bar-Salibi (1171) αναφέρει ότι ο Ιππόλυτος αντέκρουσε με έργο του, την άποψη του Γαΐου, ότι η Αποκάλυψη του Ιωάννου είναι έργο του Κηρίνθου[78].
Για τον Γάιο μαθαίνουμε πάλι από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου:
«οὐδέ δέ ἧττον καί ἐκκλησιαστικός ἀνήρ, Γάϊος ὄνομα, κατά Ζεφυρῖνον Ῥωμαίων γεγονώς ἐπίσκοπον˙ ὅς δή Πρόκλῳ τῆς κατά Φρύγας προϊσταμένῳ γνώμης ἐγγράφως διαλεχθείς, αὐτά δή ταῦτα περί τῶν τόπων, ἔνθα τῶν εἰρημένων ἀποστόλων τά ἱερά σκηνώματα κατατέθειται φησίν[79]».
Το απόσπασμα που παρέθεσε παραπάνω ο Ευσέβιος είναι από το έργο του Γαΐου κατά του Πρόκλου, του αρχηγού των Μοντανιστών, με όνομα Διάλογος προς Πρόκλον[80]. Αλλά στο απόσπασμα αυτό το σημείο «ὡς ὑπό ἀποστόλου μεγάλου γεγραμμένων» δεν συνεπάγεται ότι ο Κήρινθος είναι ο πραγματικός συγγραφέας της Αποκάλυψης, ούτε ότι ο Γάιος ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Το περισσότερο πιθανό είναι να χρησιμοποιούσε την Αποκάλυψη για να διαδίδει της δικές του κακοδοξίες, σαν να γράφτηκαν (οι δικές το κακοδοξίες και όχι η Αποκάλυψη) υπό αποστόλου μεγάλου.
Δεν γνωρίζουμε αν ο άγιος Ιππόλυτος παρερμήνευσε έτσι το σημείο αυτό. Γνωρίζουμε ότι έγραψε έργο κατά του Γάιου, με τίτλο Κεφάλαια κατά Γαΐου[81], το οποίο, όμως, δεν σώθηκε. Μένει λοιπόν, μόνο η μαρτυρία του Διονυσίου bar-Salibi. Όπως και να χει η μαρτυρία αυτή αρκεί για να φανεί ότι ο Ιππόλυτος γνώριζε τις χιλιαστικές διδασκαλίες του Κηρίνθου. Αυτές δεν μπορεί να διατυπώθηκαν πριν την συγγραφή της Αποκάλυψης, αυτό τουλάχιστον βγαίνει από την όλη εξέταση.
Συνεπώς, παρατηρείται μια εξέλιξη στη διδασκαλία του Κηρίνου, ικανή να ερμηνεύσει την φαινομενική διάσταση απόψεων στο θέμα της αναστάσεως του Χριστού.
Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας, δια του σωζόμενου στον Ευσέβιο αποσπάσματος, ερμηνεύει τις χιλιαστικές απόψεις του Κηρίνθου, ως αποτέλεσμα της φιληδονίας του[82].
Έχοντας κανείς υπόψη τα παραπάνω, και τη σύνδεση των σύγχρονων χιλιαστικών κινημάτων, όπως των Μαρτύρων του Ιεχωβά, με τις ιουδαϊκές-γνωστικές ρίζες τους, μπορεί να εντοπίσει την προέλευση και να κατανοήσει την διαμόρφωση των αιρετικών διδασκαλιών τους. Τέλος ο Φιλάστριος προσθέτει στα παραπάνω, ότι ο Κήρινθος τιμούσε τον Ιούδα και βλασφημούσε τους μάρτυρες:
«Apostolum Paulum beatum non accipit, Iudam traditorem honorat, et evangelium secundum Matheum solum accipit, tria evangelia spernit, Actus Apostolorum abicit, beatos martyres blaspemat[83]».
4.2.3β Συγγράμματα
Ο άγιος Επιφάνιος επιβεβαιώνει την πληροφορία του αγίου Ειρηναίου[84], ότι οι οπαδοί του Κήρινθου χρησιμοποιούσαν το ίδιο ευαγγέλιο με τους Εβιωνίτες, δηλ. το Κατά Ματθαίον, με περικοπές και αλλοιώσεις, όπως περιγράψαμε παραπάνω:
«καί δέχονται μέν καί αὐτοί τό κατά Ματθαῖον ευαγγέλιον. τούτῳ γάρ καί αῦτοί, ὡς καί οἱ κατά Κήρινθον καί Μήρινθον χρῶνται μόνῳ[85]».
Αυτό ονόμαζαν καθ’ Εβραίους ευαγγέλιο. Παρακάτω προσθέτει ότι ο Κήρινθος και ο Καρποκράτης κρατούσαν την γενεαλογία του Χριστού, στο ευαγγέλιο, διότι αποδείκνυε ότι ο Ιησούς ήταν γιος του Ιωσήφ:
«ὁ μέν Κήρινθος καί Καρποκρᾶς, τῷ αυτῷ χρώμενοι δήθεν παρ’ αὐτοῖς εὐαγγελίῳ, άπό τῆς ἀρχῆς τοῦ κατά Ματθαῖον εὐγγελίου διά τῆς γενεαλογίας βούλονται παριστᾶν ἐκ σπέρματος Ιωσήφ καί Μαρίας εἶναι τόν Χριστόν[86]».
Αλλά το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο αποδείκνυε την πλάνη και των δυο:
«Ματθαίου μέν γαρ κεκηρυχότος τόν Χριστόν γεννηθέντα καί ἐκ πνεύματος ἁγίου συλληφθέντα, ἐκ σπέρματός <τε> Δαυίδ καί Ἀβράαμ κατά σάρκα οικονομηθέντα, πλάνη τις γεγένηται τοῖς μή νενοηκόσιν (οὐ τοῦ εὐαγγελίου αἰτίου ὄντος αὐτοῖς εἰς τό πλανηθῆναι, ἀλλά τῆς αὐτῶν διανοίας πεπλανημένης) τά εἰς παράστασιν τῆς περί τῶν αὐτῶν πληροφορίας ἀπό τοῦ εὐαγγελίου καλῇ ὑπονοίᾳ ἐπινενοημένα. ἔνθεν γάρ οἱ περί Κήρινθον καί Ἐβίωνα ψιλόν αὐτόν ἄνθρωπον κατέσχον καί Μήρινθον καί Κλεόβιον εἴτ’ οὖν Κλεόβουλον καί Κλαύδιον καί Δημᾶν καί Ἐρμογένην, τους ἀγαπήσαντας τόν ἐνταῦθα αἰῶνα καί καταλείψαντας τήν ὁδόν τῆς ἀληθείας[87]».
Επίσης για τον ευαγγελιστή Λουκά πιστεύει ο άγιος Επιφάνιος, πως όταν λέει: «Ἐπειδήπερ πολλοί ἀνατάξασθαι διήγησιν περί τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων καθώς...» (Λουκ 1.1), αναφέρεται στον Κήρινθο. Από αυτό συμπεραίνουν μερικοί, ότι επρόκειτο για διαφορετικό ευαγγέλιο από του Ματθαίου και το ονομάζουν Ευαγγέλιον Κηρίνθου. Αυτό θεωρούν ως προγενέστερη μορφή του Καθ’ Εβραίους. Ενδέχεται να βρήκε αυτό στην Αίγυπτο, κατά τους χρόνους των σπουδών του, και στη συνέχεια να το προσαρμοσε στις απόψεις του[88].
4.2.3γ Πρακτικές
Ως Ιουδαιο-χριστιανική σέκτα, η ομάδα του Κηρίνθου ακολουθούσε μερική τήρηση του νόμου[89]. Επέβαλε την περιτομή, τον σαββατισμό και κάποιας μορφής βάπτισμα, για το οποίο λίγα είναι γνωστά.
Ειδικά στη Γαλατία, όπου άκμασε η διδασκαλία του Κηρίνθου, αναφέρεται ότι αν κάποιος δεν προλάβαινε να βαπτιστεί πριν πεθάνει, μπορούσε να βαπτιστεί άλλος στο όνομά του. Όσοι έφευγαν αβάπτιστοι θα δικάζονταν μετά την ανάσταση των νεκρών και θα ήταν υποχείριοι της κοσμοποιού εξουσίας[90]. Ο άγιος Επιφάνιος λαμβάνει ως απάντηση στην δοξασία των οπαδών του Κηρίνθου, τα όσα έγραψε ο Απόστολος Παύλος στην Α’ Κορ. 15.29:
«Ἐπεί τί ποιήσουσιν οἱ βαπτιζόμενοι ὑπέρ τῶν νεκρῶν, εἰ ὅλως νεκροί οὐκ ἐγείρονται; τί καί βαπτίζονται ὑπέρ τῶν νεκρῶν; τί καί ἡμεῖς κινδυνεύομεν πᾶσαν ὥραν».
για να δείξει το ασυμβίβαστο της βάπτισης υπέρ των νεκρών, με την δοξασία της μη αναστάσεως. Και αντιδιαστέλλοντας την δοξασία περί μη αναστάσεως του Χριστού γράφει:
«τούτων δέ οἱ μέν τόν Χριστόν μηδέπω ἐγηγέρθαι κεκηρύχασιν, ἀνίστασθαι δέ μετά πάντων, οἱ δέ ὅτι ὅλως νεκροί οὐκ ἀναστήσονται. διό μέσος χωρήσας ὁ ἀπόστολος προς ἀμφοτέρους τούτους καί τάς λοιπάς αἱρέσεις ἐν τῇ μιᾷ ἐργασίᾳ τήν άνατροπήν πεποίηται ἐν τῇ περί νεκρῶν ἀναστάσει καί ἐν ταῖς μαρτυρίαις αἷς κατά λεπτότητα διεξιών τήν βεβαίαν σύστασιν ἐποιήσατο τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως καί σωτηρίας καί ἐλπίδος, φάσκων “δεῖ τό φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καί τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν[91]” καί πάλιν ὅτι “Χριστός ἐγήγερται ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων[92]” ἵνα τάς ἀμφοτέρας σχέσεις τῶν αἱρέσεων ἐλέγξας τό ἀμόλυντον τῆς διδασκαλίας κήρυγμα ἐξ ἀληθείας διδάξῃ τους βουλομένους εἰδέναι τήν τοῦ Θεοῦ ἀλήθειαν καί σωτηριώδη διδασκαλίαν[93]».
4.2.3δ Παρατηρήσεις
Το συνονθύλευμα των δοξασιών του Κηρίνθου δεν είναι και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σύστημα. Του λείπει η ομοιογένεια και η λογική παραγωγή εξελιγμένων ιδεών από κάποιες προηγούμενες. Δείχνει περισσότερο να παρακολουθεί το χριστιανικό κήρυγμα των αποστόλων, μόνο για να το αλλοιώσει.
Γι’ αυτό παρουσιάζει έντονες αντιφάσεις. Αφενός παρουσιάζει έντονο αντιυλιστικό δοκητισμό και αφετέρου υλιστικής μορφής χιλιαστική εσχατολογία. Δεν χρειάζεται να μπει κάποιος στον κόπο και να προσπαθήσει ν’ αποδείξει την ύπαρξη δύο ατόμων με το ίδιο όνομα. Πρόκειται, για το ίδιο άτομο, που διαμορφώνει μια καινούργια αίρεση εισάγοντας σε παλιούς ασκούς νέο κρασί.
Ο Κήρινθος αρχικά τάχθηκε με την μερίδα των Ιουδαιο-χριστιανών. Παρέσυρε ικανό αριθμό εξ αυτών σε μια αντι-αποστολική εκστρατεία, ώστε να τους αποκόψει από την Εκκλησία και την επίδραση των Αποστόλων. Για να περιχαρακώσει την σέκτα του εισήγαγε στοιχεία γνωστικής απόχρωσης. Δεν κατάφερε να συγκεράσει τα στοιχεία αυτά, ώστε αφομοιωμένα να συνθέσουν μια ομοιογένεια. Στην ουσία ο Κήρινθος μετέτρεψε τον ακραίο Ιουδαιο-χριστιανισμό σε γνωστικισμό.
4.2.4 Ελκεσαΐτες
Ο άγιος Ιππόλυτος αναφέρει, ότι την εποχή του πάπα Ρώμης Καλλίστου Α’ (217-222), εμφανίστηκε κάποιος Αλκιβιάδης στην πόλη των Ρωμαίων. Αυτός καταγόταν από την Απάμεια της Συρίας. Έφερε μαζί του ένα βιβλίο, το οποίο περιείχε παράδοξη διδασκαλία, Υποτίθεται, ότι ήταν γραμμένο από κάποιον Ηλξαίο (ή Ηλχασαΐ)[94]. Αυτός είχε παραλάβει την διδασκαλία, από τα χέρια ενός αγγέλου στην Παρθία, την εποχή του αυτοκράτορα Τραϊανού. Ο άγιος Ιππόλυτος βεβαιώνει ότι είδε με τα μάτια του αυτό το βιβλίο.
Η μορφή του αγγέλου, με μια αλλαγή μετρικού συστήματος, περιγράφεται ως εξής: είχε ύψος 144 χλμ., περιφέρεια ώμων 24 χλμ., ενώ τ’ αποτυπώματα των ποδιών του είχαν διαστάσεις 21 χλμ. μήκος, 6 χλμ. πλάτος και 3 χλμ. βάθος. Αυτός υποτίθεται ότι ήταν ο υιός του θεού. Συνοδεύονταν και από θηλυκό πλάσμα, ιδίων διαστάσεων, που υποτίθεται ότι ήταν το άγιο πνεύμα[95].
Δύο πιθανότητες υπάρχουν. Ή το βιβλίο γράφτηκε από τον ίδιο τον Αλκιβιάδη, ο οποίος το διέδωσε, ή υπήρξε πραγματικά κάποιος Ηλξαίος, Εβιωνίτης, ο οποίος τροποποίησε την διδασκαλία τους στα σημεία που θα δούμε παρακάτω. Η πρώτη περίπτωση είναι πιο ασφαλής.
Ο Ιππόλυτος αναφέρει ότι το βιβλίο παρέλαβε ο Ηλξαίος από τους Σήρες της Παρθίας[96]. Ενδέχεται να πρόκειται για τους Κινέζους. Οι Σήρες την εποχή αυτή αναφέρονται και στα Κλημέντεια[97]. Παραθέτοντας ο Ευσέβιος Καισαρείας από χαμένο έργο του Ωριγένη, αναφέρει ότι το βιβλίο έπεσε από τον ουρανό:
«Καί βίβλον τινά φέρουσιν, ἥν λέγουσιν ἐξ οὐρανοῦ πεπτωκέναι καί τόν ἀκηκοότα ἐκείνης καί πιστεύοντα ἄφεσιν λήψεσθαι τῶν ἁμαρτημάτων, ἄλλην ἄφεσιν παρ’ ἥν Χριστός Ἰησοῦς ἀφῆκεν[98]».
Πέραν των μυθολογικών στοιχείων, το πιθανότερο είναι ότι το βιβλίο ονομαζόταν “Βίβλος el hasai” που σημαίνει Βίβλος της Κρυμμένης Δυνάμεως, όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο από τον Ιππόλυτο[99]. Λόγω αδυναμίας μετάφρασης του el hasai, το εξέλαβαν ως το όνομα του συγγραφέα του βιβλίου.
Η παρουσίαση του Αλκιβιάδη από τον άγιο Ιππόλυτο, ίσως να μην είναι άσχετη με την διαμάχη μεταξύ Ιππόλυτου και Καλλίστου. Αιτία της διαμάχης ήταν η επιείκια του δευτέρου έναντι των βαρέων αμαρτημάτων, παρά την επικρατούσα τότε συνήθεια, τα τρία βαρύτερα, δηλαδή, αποστασία, φόνος, μοιχεία, ν’ ανατίθενται στην μεγαλοθυμία του Θεού.
Ακριβώς, εξαιτίας αυτής της διαμάχης, και του γεγονότος, ότι ο Αλκιβιάδης παρουσίαζε δια της διδασκαλίας του βιβλίου, έναν σκανδαλιστικό τρόπο συγχώρησης και των βαρύτερων αμαρτημάτων, ο άγιος Ιππόλυτος έγραψε:
«Ἀλκιβιάδης τις καλούμενος, … γοργότερον ἑαυτόν καί ευφυέστερον ἐν κυβείαις κρίνας τοῦ Καλλίστου, ἐπῆλθε τῇ Ῥώμῃ φέρον βίβλον τινα,…»
4.2.4α Διδασκαλία
Οι Ελκεσαΐτες, είχαν πολλά κοινά στοιχεία με τους Εβιωνίτες. Δίδασκαν επιλεκτική υπακοή στον Νόμο, περιτομή κτλ. Ο άγιος Ιππόλυτος χαρακτηρίζει την πρακτική αυτή του Αλκιβιάδη υποκριτική. Σκοπός του ήταν να αποσπάσει πιστούς από τις άλλες αιρέσεις:
«Οὗτος νόμου πολιτείαν προβάλλεται δελεάσματος δίκην, φάσκων δεῖν περιτέμνεσθαι καί κατά νόμον ζῆν τους πεπιστευκότας, ἀποσπῶν τινα τῶν προειρημένων αἱρέσεων[100]».
Στην χριστολογία τους επαναλάμβαναν τις πεποιθήσεις των Εβιωνιτών, με μια μικρή τροποποίηση. Ισχυρίζονταν ότι ο Χριστός ήταν άνθρωπος, ότι δεν γεννήθηκε από παρθένο για πρώτη φορά, αλλά συμμετέχει σε έναν κύκλο μετενσαρκώσεων, στον οποίο επαναλαμβάνονται τα ίδια χαρακτηριστικά. Δηλαδή, κάθε φορά γεννιέται από παρθένο, και σε κάθε μετενσάρκωση σταυρώνεται[101]. Εδώ μπορεί να βρει κάποιος τις ρίζες της σύγχρονης θεοσοφικής-νεοεποχίτικης αντίληψης για τον Χριστό, και την εξήγηση των προσπαθειών τους να τον συνδέσουν με άλλες ηλιακές θεότητες, με κοινά χαρακτηριστικά (π.χ. ημερομηνία γέννησης). Βέβαια, οι σύγχρονες αυτές αιρέσεις δεν υποπίπτουν στο λάθος να μιλούν, ξεκάθαρα τουλάχιστον, για μετενσαρκώσεις, διότι τότε θα βρίσκονταν στην δύσκολη θέση να εξηγήσουν, πως συνδυάζεται ανάσταση και μετενσάρκωση. Ο άγιος Ιππόλυτος αποδίδει αυτή την θεωρία του Αλκιβιάδη σε πυθαγόρειες επιρροές.
Η σημαντική διαφορά των Ελκεσαϊτών με τους Εβιωναίους, αφορούσε το βάπτισμα, ως άφεση αμαρτιών. Σε αυτούς επιτρεπόταν και δεύτερο βάπτισμα, με σκοπό την κάθαρση από τα βαριά αμαρτήματα, ακόμη και τα παρά φύση. Το δεύτερο βάπτισμα ήταν η διαδικασία κάθαρσης. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία της κάθαρσης ήταν η ακρόαση του βιβλίου και η αποδοχή του. Το βάπτισμα πραγματοποιούνταν στο όνομα του υψίστου θεού και του υιού αυτού. Ο βαπτιζόμενος και αγνιζόμενος έπρεπε να επικαλεστεί τα ονόματα των επτά μαρτύρων, που αναφέρονταν στο βιβλίο, δηλ. τον ουρανό, το ύδωρ, τα άγια πνεύματα, τους αγγέλους της προσευχής, το έλαιον, το άλας και τη γη[102]. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μαγική τελετή επίκλησης. Το όνομα βάπτισμα, γι’ αυτό που περιγράφηκε είναι καταχρηστικό.
Αυτό μπορεί να γίνει περισσότερο κατανοητό από την ιματική χρής της τελετής, η οποία περιγράφεται παρακάτω, στο έργο του Ιππόλυτου:
«ἄν τιν’ οὖν ἄνδρα ἤ γυναίκα ἤ νεώτερον ἤ νεωτέραν κύων λυσσῶν καί μαινόμενος, ἐν ὧ ἐστι πνεῦμα διαφθορᾶς, δάκῃ ἤ περι(σχ)ίςῃ ἤ προσψαύσῃ, ἐν αῦτῇ τῇ ὥρᾳ δραμέτω σύν παντί τῷ φορέματι καί καταβάς εἰς ποταμόν ἤ πηγήν, ὅπου ἐάν ᾖ τόπος βαθύς, βαπτισάσθω <σύν> παντί τῷ φορέματι αὐτοῦ καί προσευξάσθω τῷ μεγάλῳ καί ὑψίστῳ θεῷ ἐν καρδίας πίστει, καί τότε ἐπιμαρτυρη(σά)σθω τους ἑπτά μάρτυρας τους γεγραμμένους ἐν τῇ βίβλῳ ταύτῃ[103]˙»
Στη συνέχεια παραθέτονται τα λόγια του εξορκισμού που πρέπει να πει ο «βαπτιζόμενος»:
«ἰδού μαρτύρομαι τόν ουρανόν καί τό ὕδωρ καί τά πνεύματα τά ἅγια καί τους ἀγγέλους τῆς προσευχῆς καί τό ἔλαιον καί τό ἅλας καί τήν γῆν. τούτους τους ἑπτά μάρτυρας μαρτύρομαι, ὅτι οὐκέτι ἁμαρτήσω, οὐ μοιχεύσω, οὐ κλέψω, οὐκ ἀδικήσω, οὐ πλεονεκτήσω, οὐ μισήσω, οὐκ ἀθετήσω οὐδέ ἐν πᾶσι πονηροῖς εὐδοκήσω[104]».
Από την πλευρά του ο άγιος Επιφάνιος αναφέρει τον Βιβλίο του Ηλξαίου δύο φορές. Την πρώτη όταν περιγράφει την αίρεση των Οσσηνών (κεφ. 19) και την δεύτερη όταν ασχολείται με τους Σαμψωνίτες (κεφ. 53). Τον καταγράφει ως Ιουδαίο, ο οποίος δεν ζούσε σύμφωνα με τα ιουδαϊκά έθιμα. Ονομάζει τον αδελφό του Ιεξαίο, κι επισημαίνει την προσθήκη του όρκου στην λατρεία. Κατονομάζει με ακρίβεια τους επτά μάρτυρες, και σε συμφωνία με τον Ιππόλυτο. Αυτό δείχνει ότι και οι δυο είχαν ενώπιόν τους το βιβλίο, αλλά κάνουν παραθέσεις από διαφορετικά αποσπάσματα.
Χαρακτηριστικά σημεία της διδασκαλίας του επισημαίνει:
«ἀπεχθάνεται δέ τῇ παρθενίᾳ, μισεῖ δέ τήν εγκράτειαν, αναγκάζει δέ γαμεῖν˙ φαντασιώδη δέ τινα ὡς δῆθεν <ἐξ> ἀποκαλύψεως παρεισφέρει, ὑπόκρισιν δε διδάσκςι, φήσας μή εἶναι ἁμαρτίαν, εἰ καί τις παρατύχοι εἴδωλα προσκυνήσας καιρῷ ἐνστάντος διωγμοῦ, ἐάν μόνον ἐν τῇ συνειδήσει μή προσκυνήσῃ, καί ὅ τι δἄν ὁμολογήσῃ στόματι, ἐν δέ τῇ καρδία μή[105]».
Ο Επιφάνιος δίνει και την ερμηνεία το ονόματος:
«φαντάζονται δέ δῆθεν καλεῖν τοῦτον δύναμιν ἀποκεκαλυμμένην, διά τό ἤλ καλεῖσθαι δύναμιν, ξαΐ δέ κεκαλυμένον[106]».
Για τον Χριστό έλεγε ότι είναι ο Μέγας Βασιλεύς. Παρακώλυε την προς ανατολάς προσευχή, λέγοντας ότι ο προσευχόμενος πρέπει να στρέφεται προς τα Ιεροσόλυμα. Εδώ η διδασκαλία του παρουσιάζει την εξής αντίφαση. Ενώ αρνούνταν την προσφορά θυσιών, σύμφωνα με το Νόμο, πρότεινε την προς Ιεροσόλυμα προσευχή διότι εκεί ήταν το θυσιαστήριο. Απαγόρευε την κρεωφαγία[107].
Στην δεύτερη αναφορά του σχετικά με την αίρεση των Σαμψωνιτών, εξηγεί την χρήση του βιβλίου από αυτούς, ως μεταγενέστερους Εβιωνίτες. Φέρνει στο προσκήνιο και δεύτερο βιβλίο, γραμμένο, υποτίθεται από τον αδελφό του Ηλξαίου, Ιεξαίο. Το πιο πιθανό είναι να πρόκειται για το ίδιο βιβλίο και να έγινε παραφθορά του ονόματος[108].
Στην περιοχή που εντοπίζονταν η αίρεση των Σαμψωνιτών, δηλαδή στην Περαία της Παλαιστίνης, συνάντησε κατά την περιοδεία του δύο γυναίκες απογόνους του Ηλξαίου. Αυτές λατρεύονταν από τους αιρετικούς ως θεές, διότι υποτίθεται ότι ήταν από ευλογημένο σπόρο. Τα ονόματά τους ήταν Μαρθού και Μαρθανά[109].
4.2.4β Πρακτικές
Αναφέρθηκαν παραπάνω οι τελετές μαγείας και εξορκισμού, που αποκαλούνταν «βάπτισμα» από τους αιρετικούς. Αξίζει να συμπληρώσουμε, ότι μελετούσαν την αστρολογία, και προχωρούσαν σε προβλέψεις, γι’ αυτό και αποκαλούνταν προγνωστικοί, ότι τάχα προγνώριζαν τα μέλλοντα. Σε αυτές τις πρακτικές ο άγιος Ιππόλυτος βλέπει την επίδραση των πυθαγόρειων:
«τοσοῦτον δέ πεφυσίωνται, ὡς καί προγνωστικούς ἑαυτούς λέγειν, δηλον<ότι> μέτροις καί ἀριθμοῖς τῆς προειρημένης Πυθαγορείου τέχνης ἀφορμαῖς χρωμένους. οὖτοι καί μαθηματικοῖς καί αστρολογικοῖς καί μαγικοῖς προσέχουσιν ὡς ἀληθέσι, καί τούτοις χρώμενοι ταράσσουσι τους ἄφρονας νομίζειν αὐτούς λόγου δυνατοῦ μετέχειν[110]».
Θα ήταν παράλογο να μην περιμένει κάποιος να συνδυάσουν μαγεία και αστρολογία. Διότι το έκαναν. Έτσι, κάποιες μέρες τα άστρα ευνοούσαν την διεξαγωγή των τελετών, ενώ κάποιες άλλες μέρες όχι. Επίσης υπήρχε εξάρτηση, του τι είδους τελετή θα συνδυάζονταν με ποια μέρα:
«τοῦτο νῦν ὑμῖν εἴρηται, εὐσεβείς καί μαθηταί˙ φυλάσσεσθε ἀπό τῆς ἐξουσίας τῶν ἡμερῶν αρχῆς αὐτῶν καί μή ποιεῖτε τήν καταρχήν τῶν ἔργων ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν, καί μή βαπτίζετε ἀνδρα ἠ γυναῖκα ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ἐξουσίας αὐτῶν, ὁποταν δαπορεύηται ἐξ αὐτῶν ἡ σελήνη καί συνοδεύῃ αὐτοῖς. αῦτήν τήν ἡμέραν φυλάσσεσθε, ἕως οὗ ἐκπορεύεται ἀπ’ αὐτῶν, καί τότε βαπτίζετε καί ἐνάρχεσθε ἐν πάςῃ ἀρχῇ τῶν ἔργων ὑμῶν. ἔτι δέ τιμήσατε τήν ἡμέραν τοῦ σαββάτου, ἐπειδή ἐστιν ἡμέρα μία ἐξ αὐτῶν. ἀλλά καί τήν τρίτην σαββάτου φυλάσσεσθε καί μή κατέρχεσθαι, επειδή πάλιν πληρουμένων τριῶν ἐτῶν Τραϊανοῦ Καίσαρος, ἀφ’ ὅτε ἐπληρώθη τρία ἔτη, αγγρίζεται ὁ πόλεμος μεταξύ τῶν αγγέλων τῆς ασεβείας τῶν ἄρκτων˙ διά τοῦτο ταράσσονται πᾶσαι βασιλείαι τῆς ἀσέβειας[111]».
Η απόδοση αστρολογικής ερμηνείας του σαββατισμού φανερώνει προσπάθεια συνδυασμού αστρολογίας και Ιουδαϊσμού. Στα παραπάνω να συμπληρώσουμε και το εξής. Την μαγική τελετή τους, την χρησιμοποιούσαν ως γιατροσόφι με δόση κομπογιαννιτισμού. Δηλαδή πρότειναν στους φυματικούς σαράντα «βαπτίσματα» σε ψυχρό νερό εντός επτά ημερών. Το ίδιο και για τους δαιμονισμένους. Εδώ μπορούμε να θυμηθούμε τις μαγγανείες των νεώτερων μαγισσών, που συνιστούσαν στα θύματά τους να πηδάν νύκτα σαράντα κύματα. Θα είχε πραγματικά ενδιαφέρον, αν διασώζονταν κάποια ιστορία, που να αφορά την εξέλιξη της αρρώστιας, μετά από την εφαρμηγή της «θεραπείας».
[1] Χρυσόστομου Παπαδόπουλου, Αρχιεπισκόπου, Ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, Αθήνα 21970, σελ. 30-31.
[2] Ωριγένους, Κατά Κέλσου ΙΙ 1.4 {ed. Paul Koetschau, GCS 2 (1899) 126-7}
[3] Ωριγένους, Κατά Κέλσου V 61 { ed. Paul Koetschau, GCS 3 (1899) 65}
[4] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία III 27.3: «Υπήρχον δε εκτός τούτων και άλλοι με την ίδια ονομασία. Ούτοι εξέφευγον την παράλογον ατοπίαν των προαναφερθέντων, αφού δεν ηρνούντο ότι ο Κύριος εγεννήθη εκ παρθένου και αγίου Πνεύματος, αλλά και αυτοί ομοίως δεν ωμολογούν ότι ούτος προϋπήρχεν ως Θεός Λόγος και Σοφία˙ ούτω κατήντον εις την δυσσέβιαν των προηγουμένων, μάλιστα εφόσον εφρόντιζον όπως εκείνοι να επιδίδονται εις την κατά γράμμα τήρησιν της νομικής λατρείας» (μετ. Π. Χρήστου, ΕΠΕ, τ. 1 σελ. 317)
[5] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 140.
[6] Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα 47.3: «Εάν δε, είπα, ώ Τρύφων, οι εκ του γένους σας πιστεύοντες εις τον Χριστόν τούτον υποχρεώνουν τους εκ των εθνικών πιστεύοντας εις τον Χριστόν τούτον να ζουν οπωσδήποτε κατά τον δια του Μωυσέως παραδοθέντα νόμον, άλλως να μην επικοινωνούν με αυτούς εις την τοιαύτην λατρείαν, ομοίως δεν αποδέχομαι και τούτους» (μετ. Π. Χρήστου, ΕΠΕ, τ.1 σελ. 391).
[7] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 26.2: «Qui autem dicuntur Ebionaei, consentiunt quidem mundum a Deo factum.» (PG 7.686B)
[8] Επιφάνιου, Πανάριον XXX 18.1 {ed. Karl Holl, GCS 25(1915) 357}
[9] Για παράδειγμα στο De Carne Christi XIV 5: «poterit haec opinio Hebioni convenire qui nudum hominem et tantum ex semine David, id est non et dei filium, constituit Iesum--plane prophetis aliquo gloriosiorem--ut ita in illo angelum fuisse dicatur quemadmodum in aliquo Zacharia» «αυτή η άποψη ταιριάζει με του Εβίωνα, ο οποίος θεωρεί τον Χριστό απλό άνθρωπ, εκ σπέρματος Δαβίδ, δηλαδή όχι υιό του Θεού, - αν και μιλά για τον εαυτό του με τρόπο διαφορετικό από τους προφήτες – ώστε να δηλωθεί ότι ήταν μέσα του ένας άγγελος, όπως και στον Ζαχαρία».
[10] Τερτυλλιανός, De praescriptione haereticorum XXXIII 1.5: «Et ad Galatas scribens inuehitur in obseruatores et defensores
circumcisionis et legis, Hebionis haeresis sic est».
[11] Ψευδο-Τερτυλλιανού, Libellus adversus omnes haereses III.3: «Ο διάδοχος του Κήρινθου ήταν ο Εβίων, που δεν συμφωνούσε μαζί του σε όλα˙ στο ότι ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο και όχι οι άγγελοι, κι επειδή έχει γραφτεί “κανένας μαθητής ανώτερος του διδασκάλου ή δούλος του κυρίου του” , έτσι προτάσσει τον νόμο ως δεσμευτικό, με σκοπό ν’ αποκλίσει το Ευαγγέλιο και να δικαιώσει τον ιουδαϊσμό».
[12] Ιερωνύμου, Dialogus adversus Luciferianos 23: «Ad eos venio haereticos, qui Evangelia laniaverunt. Saturninum quemdam, et Ophitas, et Cainaeos, et Setthoitas, et Carpocratem, et Cerinthum, et hujus successorem Ebionem, et caeteras pestes, quorum plurimi vivente adhuc Joanne apostolo eruperunt, et tamen nullum eorum legimus rebaptizatum» (PL 23.187A-B) «[έρχομαι] σε αυτούς τους αιρετικούς, που κατασπάραξαν τα Ευαγγέλια, τον Σατουρνίνο, και τους Οφίτες, τους Καϊνίτες και τους Σηθιανούς, και τον Καρποκράτη και τον Κήρινθο, και τον διάδοχό του Εβίωνα, και τις άλλες μάστιγες, οι περισσότεροι των οποίων ξανοίχτηκαν όσο ζούσε ακόμη ο απόστολος Ιωάννης, και δεν διαβάζουμε κάποιος από αυτούς να ξαναβαπτίστηκε».
[13] Ιερωνύμου, Commentarium in epistolas beati Pauli ad Galatas III.13-14.
[14] Ιερωνύμου, Dialogus adversus Luciferianos 26.
[15] Φιλάστριου, Diversarum Haereseon Liber XXXVII.1: “Hebion discipulus eius Cerinthi, in multis ei I similiter errans saluatorem nostrum hominem de Ioseph natum carnaliter aestimabat, nihilque diuinitatis in eo fuisse docebat, sed sicut omnes prophetas, sic et eum gratiam del habuisse adserebat, non tamen deum maiestatis et dei patris filium cum patre sempiternum esse credebat, cum diuinae. scripturae deum sempiternum cum patre uero ac sempiterno ubique testantur ac praedicant. {ed. F. Marx, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 38 (1898) 20}
[16] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 35.1 {ed. , GCS 26 (1916) 222} Επίσης X 23.1 { ed. Paul Wendland, GCS 26 (1916), 282}
[17] Ωριγένους, Κατά Κέλσου V 61 { ed. Paul Koetschau, GCS 3 (1899) 65} & In Epistolam ad Titum XIII,{ed. A. Schmidtke, Neue Fragmente zu den judenchristlichen Evangelien, Texte und Untersuchungen 37 (1911) 144, Εξηγητικά εις το κατά Ματθαίον XVI 12.
[18] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία III 27.3.
[19] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων X 23.1 { ed.Paul Wendland, GCS 26 (1916), 282}
[20] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 2.2 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 334}
[21] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 3.1 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 335-6}
[22] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 26.2: «ea autem, quae sunt erga Dominum, non similiter ut Cerinthus et Carpocrates opinantur.» (PG 7.689B)
[23] Ιππόλυτος, Κατά αιρέσεων VII 34.1 {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 221} Επίσης X 22 «Ἐβιωναῖοι δέ τόν μέν κόσμον ὑπό τοῦ ὄντως θεοῦ γεγονέναι λέγουσι, τόν δέ Χριστόν ὁμοίως Κηρίνθῳ» {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 281}
[24] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 3.1 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 335-6}
[25] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 3.3-4 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 336}
[26] Επιφάνιου, Πανάριον LIII 1.8 { ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 316}
[27] Επιφάνιου, Πανάριον ΧΧΧ 16.4: «οὐ φάσκουσι δέ ἐκ Θεοῦ πατρός αὐτόν γεγενῆσθαι, ἀλλά κεκτίσθαι ὡς ἕνα τῶν ἀρχαγγέλων [καί ἔτι περισσοτέρως], αὔτόν δέ κυριεύειν καί αγγέλων καί πάντων <τῶν> ὑπό τοῦ παντοκράτορος πεποιημένων, καί ἐλθόντα καί ὑφηγησάμενον» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 354}
[28] Επιφάνιου, Πανάριον ΧΧΧ 14.4: «ἐπειδή γάρ βούλονται τόν μέν Ἰησοῦν ὄντως ἄνθρωπον εἶναι, ὡς προεῖπον, Χριστόν δέ ἐν αὐτῷ γεγενῆσθαι τόν ἐν εἴδει περιστερᾶς καταβεβηκότα (καθάπερ ἤδη καί παρ’ ἄλλαις αἱρέσεσιν εὐρήκαμεν) συναφθέντα <τε> αὐτῷ, καί εἶναι αὐτόν τόν Χριστόν εκ σπέρματος ἀνδρός καί γυναικός γεγενημένον» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 351}. Επίσης ΧΧΧ 16.3 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 353} Επίσης Ιππόλυτος, Κατά αιρέσεων VII VII 5.2-3 {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 222}
[29] Επιφάνιος, Πανάριον ΧΧΧ 16.3: «καί τούτου ἕνεκα Ἰησοῦν γεγενημένον ἐκ σπέρματος ἀνδρόςλέγουσι καί ἐπιλεχθέντα καί οὕτω κατά ἐκλογήν υἱόν θεοῦ κληθέντα ἀπό τοῦ ἄνωθεν εἰς αὐτ΄ν ἥκοντος Χριστοῦ ἐν εἴδει περιστεράς». {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 353-4} [30] Επιφάνιος, Πανάριον ΧΧΧ 18.5-6: «τόν δέ Χριστόν προφήτην λέγουσι τῆς αλήθείας καί Χριστόν, υἱόν δέ θεοῦ κατά προκοπήν καί κατά συνάφειαν ἁναγωγῆς τῆς ἄνωθεν προς αὐτόν γεγενημένης˙ τους δέ προφήτας λέγουσι συνέσεως εἶναι προφήτας καί οὐκ ἀληθείας. αὐτόν δέ μόνον θέλουσιν εἶναι καί προφήτην καί ἄνθρωπον ὡς προείπαμεν, διά δέ ἀρετήν βίου ἥκοντα εἰς τό καλεῖσθαι υἱόν θεοῦ.» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 358}
[31] Επιφάνιος, Πανάριον ΧΧΧ 16.2: «δύο δέ τινας, ὡς ἔφην, συνιστῶσιν έκ θεοῦ τεταγμένους, ἕνα μέν τόν Χριστόν ἕνα δέ τόν διάβολον. καί τόν μέν Χριστόν λέγουσι τοῦ μέλλοντος αἰῶνος εἰληφέναι τόν κλῆρον, τόν δέ διάβολον τοῦτον πεπιστεῦσθαι τόν αἰῶνα, ἐκ προσταγῆς δῆθεν τοῦ παντοκράτορος κατά αἴτησιν ἑκατέρων αὐτῶν.» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 353}
[32] Ειρηναίος, Έλεγχος ΙΙΙ 15.1 (PG 7.917A-918A) όπου συνδέει την αυθεντία του αποστόλου με την αυθεντία του Ευαγγελιστή Λουκά.
[33] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 27.3-4: «ούτω κατήντων εις τήν δυσσέβειαν των προηγουμένων, μάλιστα εφόσον εφρόντιζον όπως εκείνοι να επιδίδωνται εις την κατά γράμμα τήρησιν της νομικής λατρείας. Ούτοι εξ άλλου ενόμιζον ότι πρέπει να απορρίψωμεν εντελώς τας επιστολάς του αποστόλου, αποκαλούντες αυτόν αποστάτη του νόμου,» (μετ. Παν. Χρηστου, ΕΠΕ, σελ. 317) Ίσως ως «σωματική περί τον νόμο λατρεία» να εννοεί ο Ευσέβιος την περιτομή, διότι είναι γνωστό ότι οι Εβιωναίοι περιτέμνονταν, αλλά δεν εφάρμοζαν όλο τον Νόμο κατά γράμμα.
[34] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 16.9.
[35] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 27.5.
[36] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 2.2: «ἔτι δέ πλείω οὗτος (σ.σ. ο Εβίων) παρά τους Ἰουδαίους ὁμοίως τοῖς Σαμαρίταις διαπράττεται» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 334}.
[37] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 2.3-5.
[38] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 15.3.
[39] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 2.7.
[40] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 15.3.
[41] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 16.5.
[42] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 17.2 -3.
[43] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 26.2: «Sole autem eo quod est secundum Matthaeum, Evangelio utuntur».
[44] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 27,4: «εὐα γγελίῳ δέ μόνῳ τῷ καθ’ Ἑβραίους λεγομένῳ χρώμενοι, τῶν λοιπών σμικρόν ἐποιοῦντο λόγον˙»
[45] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 3.7 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 338}
[46] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 14.1-4{ Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 351}
[47] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 3.8 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 338}
[48] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 15.1 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 352}
[49] Ωριγένους, Υπόμνημα εις την Γένεσην, φιλοκαλία 23.
[50] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 17.6-7 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 355}
[51] Ειρηναίου, Έλεγχος ΙΙΙ 3.4.
[52] Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 28.6: « Ἰωάννην τόν Ἀπόστολον εἰσελθεῖν ποτε ἐν βαλανείῳ, ὥστε λούσασθαι, γνόντα δέ ἔνδον ὄντα τόν Κήρινθον, ἀποπηδῆσαι τε τοῦ τόπου καί ἐκφυγεῖν θύραζε, μηδ’ ὑπομείναντα τήν αὐτήν αὐτῷ ὑποδῦναι στέγην, ταὐτό δέ τοῦτο καί τοῖς σύν αῦτῷ παραινέσαι φήσαντα˙ φύγωμεν, μή καί τό βαλανεῖο συμπέσῃ, ἔνδον ὄντος Κηρίνθου τοῦ τῆς ἀληθείας έχθροῦ».
[53] Οικουμένιου επισκόπου Τρίκκης, Ιωάννου Αποστόλου, η πρώτη επιστολή καθολική, κεφ. γ’ : «Εἰ γάρ, φησί, τόν Ἀντίχριστον ἐν ἐσχάτοις καιροῖς προσδοκῶμεν, νῦν δέ ἀντίχριστοι πολλοί ἐπεπόλασαν τῷ βίῳ (λέγει δέ Κήρινθον καί τους ὁμοίους ἐκείνῳ), εὔδηλον ὅτι καί καιρός τῆς συντελείας ἐφέστηκε, προειδοποιούντων τῶν πολλῶν αντιχρίστων ἐνί.» (PG 119,B)
[54] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 141.
[55] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 26.1: «Et Cerinthus autem quidam in Asia, …» (PG 7.686A)
[56] Ιππόλυτος, Κατά αιρέσεων VII 7.1: «Ὅτι ὁ Κήρινθος μηδέν έκ γραφῶν, ἀλλ’ ἐκ τῶν Αἰγυπτίοις δοξάντων δόξαν συνεστήσατο» {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 190} & VII 33.1 {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 220} Βλ. σχετ. Ante-Nicene Fathers 5 (1868) 97 σημ. 1 και την μετάφραση των A. Roberts & W. Rambaut.
[57] Ειρηναίος, Έλεγχος Ι 26.1: «non a primo Deo factm esse mundum docuit, sed a Virtute quodam valde separate, et distante ab ea principalitate, quae est super universa, et ignorante eum».
[58] Ιππόλυτος, Κατά αιρέσεων VII 33.1.
[59]Adversus omnes haereses 3.2: «Nam et ipse mundum institutum esse ab illis dicit;», όπου το “ab illis” κατά τους μεταφραστές (Thelwall) πρέπει να αντικατασταθεί με το “ab angelis”.
[60] Ο. π. «ipsam quoque legem ab angelis datam perhibens, Iudaeorum deum non dominum, sed angelum promens». { ed. F. OEHLER, Tertulliani Opera Quae Supersunt, editio maior (1851) vol. 2, pp.749-765}.
[61] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 26.1: «Jesum autem subject, non ex Virgine natum (impossibile enim hoc ei visum est); fuisse autem Joseph et Mariae filium similiter ut reliqui omnes hominess, et plus potuisse justitia et prudential, et sapientia ab hominibus. Et post baptismum descndisse in eum, ab ea principalitate quae est super omnia, Christum figura columbae; et tunc animitiasse incognitum patrem, et virtutes perfecisse; in fine autem revonisse Cristum de Jesu, et Jesum passum esse, et resurrexisse; Christum autem impassibilem perseverasse, exsistentem spiritalem».
[62] Ιππόλυτος, Κατά αιρέσεων VII 33.1.
[63] Επιφανίου, Πανάριον 28.1.
[64] Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 28.1.
[65] Επιφανίου, Πανάριον 28.5-7: «ἄνωθεν δέ ἐκ τοῦ ἄνω θεοῦ μετά τό αδρυνθῆναι τόν Ιησοῦν, τόν ἐκ σπέρματος Ιωσήφ καί Μαρίας γεγεννημένον, κατεληλυθέναι τόν Χιστόν εἰς αὐτόν τουτέστι τό πνεῦμα τό ἅγιον ἐν εἴδει περιστερᾶς ἐν τῷ Ιορδάνῃ καί ἀποκαλύψαι αῦτῷ καί δι’ αὐτοῦ τοῖς μετ’ αὐτοῦ τόν ἄγνωστον πατέρα. καί διά τοῦτο ἐπειδή ἦλθεν εἰς αὐτόν ἄνωθεν δύναμις, δυνάμεις έπιτετελκέναι˙ καί αὐτοῦ πεπονθότος τό ἐλθόν ἄνωθεν ἀναπτῆναι ἄνω ἀπο τοῦ Ἰησοῦ. πεπονθότα δέ τόν Ἰησοῦν καί πάλιν ἐγηγερμένον, Χριστόν δέ τόν ἄνωθεν ἐλθόντα είς αὐτόν ἀπαθῆ ἀναπτάντα, ὅπερ ἐστί τό κατελθόν ἐν εἴδει περιστερᾶς, καί οὐ τόν Ἰησοῦν εἶναι Χριστόν.» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 313}.
[66] Επιφανίου, Πανάριον 28.3: «οὐδέν γάρ οὗτος παρά τόν πρῶτον διήλλαξε τῇ εἰσαγωγῇ τῆς αὐτοῦ διδασκαλίας ἀλλ’ ἤ ἐν τούτῳ μόνον, ἐν τῷ προσέχειν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ἀπό μέρους.» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 313}
[67] «οἱ γάρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστού».
[68] Διαταγαί Αποστόλων VI 8.1: «Όταν όμως βγήκαμε στα έθνη για να κηρύξουμε στον κόσμο το λόγο της ζωής, τότε φρόντισε ο διάβολος στο λαό να στείλλουν πίσω μας ψευτοαποστόλους για να διαστρεβλώσουν τον λόγο. Έτσι παρουσίασαν κάποιο Κλεόβιο και τον έβαλαν δίπλα στο Σίμωνα. Οι δύο αυτοί μαθήτευσαν δίπλα σε κάποιο Δοσίθεο, τόν οποίο, όταν έγιναν ανώτεροί του, τον απομάκρυναν από την εξουσία. Έπειτα, και άλλοι έγιναν αρχηγοί παράδοξων δογμάτων, ο Κηρινθος…» (μετ. Παν. Παπαευαγγέλου, ΕΠΕ, Αποστολικοί Πατέρες 1 σελ. 283).
[69] Επιφανίου, Πανάριον 28.4.
[70] Επιφανίου, Πανάριον 28.4.1-2. Το περιστατικό καταγράφεται στις Πράξεις 21.28.
[71] Γαλ. 2.4.
[72] «Οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πρεσβύτεροι καί οἱ ἀδελφοί τοῖς κατά τήν Αντιόχειαν καί Συρίαν καί Κιλικίαν ἀδελφοῖς τοῖς ἐξ ἐθνῶν χαίρειν. Ἐπειδή ἠκούσαμεν ὅτι τινές ἐξ ἡμῶν ἐξελθόντες ἐτάραξαν ὑμᾶς λόγοις ἀνασκευάζοντες τάς ψυχάς ὑμῶν, λέγοντες περιτέμνεσθαι καί τηρεῖν τόν νόμον,…»
[73] Επιφανίου, Πανάριον 28.2.3.
[74] «καί ὅτε ἀνέβη Πέτρος εἰς Ἱεροσόλυμα, διεκρίνοντο προς αὐτόν οἱ ἐκ περιτομῆς λέγοντες ὅτι προς ἄνδρας ἀκροβυστίαν ἔχοντας εἰσῆλθες καί συνέφαγες αὐτοῖς».
[75] Επιφανίου, Πανάριον 28.2.4.
[76] Επιφανίου, Πανάριον 28.6.1.
[77] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία 28.2: «Αλλά και ο Κήρινθος δια μέσου αποκαλύψεων καταγεγραμμένων δήθεν υπό μεγάλου αποστόλου, εισάγει εις ημάς ψευδόμενος τερατολογίας παρουσιασθείσας τάχα εις αυτόν υπό αγγέλου, λέγων ότι μετά την ανάστασιν το βασίλειον του Χριστού θα είναι επίγειον και ότι πάλι η σαρξ θα δουλεύη εις επιθυμίας και ηδονάς ζώσα εις την Ιερουσαλήμ. Εχθρός των Γραφών του Θεού και θέλων να παραπλανήση, λέγει ότι θα υπάρξη χιλιετία ολόκληρος εις γαμήλιον εορτή.» (μετ. Π. Χρήστου, ΕΠΕ, τ.1 σελ. 319)
[78] Διονύσιος bar-Salibi, in Apocalysim, Actus et Epistolas Catholicas, Corpus Scriptorum Christianorum Orientalis, (εκδ-μετ. I. Sedlaček) Romae 1910, tom. CI p. 1-2.
[79] Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙ 25.6: «Επιβεβαιώνει επίσης τούτο και εκκλησιαστικός ανήρ ονομαζόμενος Γάιος, ο οποίος έζη υπό τον Ζεφυρίνον επίσκοπον των Ρωμαίων. Συζυτών εγγράφως με τον Πρόκλον, ηγέτην της Φρυγικής αιρέσεως, λέγει ακριβώς ταύτα περί των τόπων, όπου έχουν κατατεθή τα ιερά σκηνώματα των αναφερθέντων αποστόλων.» (μετ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ, τ. 1 σελ. 241)
[80] Βλ. σχετ. Παν Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 688.
[81] Βλ. σχετ. Παν Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 730.
[82] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 28.4-5: «Ο δέ Κήρινθος ο συστήσας την αίρεσιν η οποία από εκείνον ωνομάσθη Κηρινθιανή, ηθέλησε να δώση εις το πλαστογράφημά του έν αξιόπιστον όνομα. Πράγματι τούτο είναι το δόγμα της διδασκαλίας αυτού, ότι η βασιλεία του Χριστού θα είναι επίγειος˙ καθώς δε ήτο φιλοσώματος και πολύ σαρκικός, ωνειροπόλει ότι θα ευρίσκεται εις όσα αυτός επόθει, εις τας απολαύσεις της γαστρός και του υπογαστρίου, δηλαδή εις φαγητά, ποτά, έρωτας και εις εκείνα με τα οποία ενόμισεν ότι θα προμηθευθή αυτά τα πράγματα εντιμότερα, εις εορτάς, θυσίας, σφαγήν ζώων δια προσφοράν.»(μετ. Παν Χρηστου, ΕΠΕ, τ. 1 σελ. 319-21).
[83] Φιλάστριου, Diversarum Haereseon Liber XXXVI.3 {ed. F. Marx, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 38 (1898) 20}
[84] Ειρηναίος, Έλεγχος Ι 26.2.
[85] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 3.7.
[86] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 14.2.
[87] Επιφανίου, Πανάριον LI 6.6 {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 255}
[88] Π. Χρηστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 287.
[89] Εκτός από τις παραπάνω μαρτυρίες, ο άγιος Ιερώνυμος παρατηρεί ότι οι Πατέρες μέμφονταν τον Κήρινθο, διότι προσπαθούσε να συνδέσει τον Νόμο με το Ευαγγέλιο. Epist. CVII.13.
[90] Επιφανίου, Πανάριον 28.6.4.
[91] Α’ Κορ. 15.53
[92] Α’ Κορ. 15.20
[93] Επιφανίου, Πανάριον 28.6.6-8.
[94] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων IX 13.1 {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 251}
[95] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων IX 13.2-3.
[96] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων IX 13: «φάσκων ταύτην από Σηρῶν της Παρθίας παρειληφέναι».
[97] Επιδήμια Κηρύγματα Πέτρου VIII 48 & IX 19.25: «Ὧν πρώτοι Σῆρες οι τό ἄκρον τῆς χέρσου οἰκοῦντες, νόμον ἔχοντες τό πατρῷον ἔθος μή ἑταιρίζεσθαι μηδέ συλᾶν, μή μοιχᾶσθαι, μή ξοάνοις προσκυνεῖν ἤ ποτνιᾶσθαι δαίμοσι, μηδ’ ὅλως ἐν αὐτοῖς ὑπάρχειν εἴδωλον ἤ ἑταίραν ἤ μοιχαλίδα, οὐ συλήτην, οὐ φονέα, οὐ λωποδύτην˙ … καί ὅμως ἰσχυρότερος τῆς ἀνάγκης τῶν ἄστρων παρά Σηρσίν ὁ πάτριος νόμος».
[98] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία VI 38.
[99] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων Χ 29.1: «Ἕτεροι δέ τινες ὡς καινόν τι παρεισάγοντες ἐκ παςῶν αἱρέσεων ἐρανισάμενοι, ξένην βίβλον σκευάσαντες Ἠλχασαΐ τινος ἐπονομαζομένην,…»
[100] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων ΙΧ 14.1.
[101] Ο.π.
[102] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων ΙΧ 15.1-2.
[103] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων ΙΧ 15.4-5.
[104] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων ΙΧ 15.5-6.
[105] Επιφανίου, Πανάριον XIX 2.7-8.
[106] Επιφανίου, Πανάριον XIX 2.10.
[107] Επιφανίου, Πανάριον XIX 3.5-6.
[108] Επιφανίου, Πανάριον LIII 1.3 {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 315}
[109] Ο.π.
[110] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων ΙΧ 14.8.
[111] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων ΙΧ 16.3-4.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος