...Από το ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικά στοιχεία για την ζωή του Βούδα και για την βαθύτερη διδασκαλία του μέχρι την εποχή του Χριστού, παρά μόνο κάτι κανόνες ήσυχης ζωής εν όψει του θανάτου, και δη με δυνατότητες μετενσαρκώσες του αποθνήσκοντος ζωντανού-νεκρού, επιβεβαιώνεται η υποψία ότι η ζωή των Αγίων Βαρλαάμ και Ιωάσαφ αποτέλεσε το πρότυπο της συγγραφής της ζωής του Βούδα- και όχι το αντίστροφο όπως υποστηρίζεται από άγγλους ερευνητές, αγνοούντες την Ορθοδοξία και τις προϋποθέσεις ακριβείας που διέπουν ως προς τα ουσιώδη, τους συγγραφείς βίων αγίων. Η ιστορία αυτή προβλήθηκε εκ των υστέρων στο παρελθόν αφού ο Βούδας φέρεται να έζησε κατ' άλλους μεν περί το 530 π.Χ. κατ΄άλλους δε πολύ ενωρίτερα, το 1.500 π.Χ. ή το 2.000 π.Χ.
Ο Βουδισμός στην πραγματικότητα σήμερα, είναι μία παραφθορά της αναμνήσεως του χριστιανισμού που διαδόθηκε από τους αγίους Βαρλαάμ και Ιωάσαφ σε σημαντικές περιοχές της Ινδίας, και που διώχθηκε όμως εν συνεχεία με ανελέητο τρόπο, αφού σκοτώθηκαν και όλοι οι μοναχοί. Ο λαός όμως εξακολούθησε να θυμάται με προφορική παράδοση την ζωή των αγίων αυτών, και τότε επινοήθηκε ο Βούδδας και η ζωή του. Όλα αυτά έγιναν μετά Χριστόν.
Προ Χριστού, υπήρχε όπως φαίνεται, απλώς ένα συνονθύλευμα διδασκαλιών για τον προ του θανάτου θάνατο των αισθήσεων με ένα είδος (δαιμονικού) "φωτισμού" στον νου, προκειμένου να αντιμετωπισθή ο πόνος και η προσδοκία του αληθινού θανάτου. Το συνονθύλευμα αυτό των διδασκαλιών δεν αποδιδόταν σε συγκεκριμένο πρόσωπο ακόμα, και αναφερόταν στην δυνατότητα του καθενός να φτάσει στην απαλλαγή από τον πόνο και την δυστυχία, με προσφυγή στον εικονικό θάνατο μέσω του διαλογισμού-και όχι στον "φωτισμό" ή την "θέωση", με όρους φιλοσοφικής μετοχής στην Ιδέα του Θεού-Δημιουργού, διότι ναι μεν η ιδέα του Θεού-Δημιουργού υπήρχε στις αρχαίες Βέδδες, αλλά από την πολύ ειδωλολατρία ο Θεός αυτός ελάχιστα πλέον επιστεύετο.
Μία πιο φιλοσοφική θεώρηση, του διαλογισμού του ινδουϊσμού και του βουδισμού, προφανώς αποτέλεσε αποτέλεσμα της πολιτισμικής επιρροής του Ελληνισμού μετά τον Μέγα Αλέξανδρο. Ο διαλογισμός, από απλή μελέτη θανάτου προσέλαβε ήπια και το φιλοσοφικό νόημα της αναζητήσεως του αληθινού νοήματος της ζωής. Αυτό δηλαδή που στην σημερινή ινδουιστική ορολογία λέγεται αυτοπραγμάτωση και στον σημερινό βουδισμό νιρβάνα.
Από την άλλη πλευρά, το ρεύμα ιδεών, ότι καθένας είναι ικανός για την πραγμάτωση του επί της γης προορισμού του, εδιώκετο στην Ινδία των καστών επί αιώνες, ως ατομική ανεξάρτητη κίνηση - ως "βουδισμός" λένε σήμερα αναχρονιστικώς όσοι δέχονται την ύπαρξη του ιστορικού Βούδα, πράγμα λίαν αμφίβολο, και του βουδισμού που υπάρχει σήμερα ως υπάρχοντος και προ Χριστού, πράγμα ανακριβές.
Τώρα, τι έγινε; Μετά τήν εξολόθρευση των ορθοδόξων χριστιανών μοναχών που διαδέχθηκαν τους Βαρλαάμ και Ιωάσαφ στην Ινδία, καθώς και των λοιπών ορθοδόξων χριστιανών - εξόντωση που έλαβε χώρα για τον ίδιο πολιτικό λόγο που εδιώκοντο οι ιδέες περί δυνατότητος του καθενός ανθρώπου να φθάσει στην πραγματοποίηση του προορισμού του χωρίς να ανελιχθεί προηγουμένως μέχρι τις κάστες των Χίντις και των Βραχμάνων - απλοποιήθηκε η ιστορία, και ταυτίσθηκαν οι άγιοι και η ανάμνησή τους με τα προηγηθέντα ιδεολογικά ρεύματα αυτής της απαγορευμένης στην Ινδία γνώσεως (του ότι κάθε άνθρωπος έχει κληθεί από τον Θεό να πραγματώσει τον επί της γης προορισμό του πεθαίνοντας ήσυχα, χωρίς να περάσει υποχρεωτικά προηγουμένως από μετενσάρκωση στην ανώτερη κάστα των Χίντις και των Βραχμάνων). Έτσι, προέκυψε η προσωποποίηση του Βούδδα, με την ιστορία "του" να είναι στην πραγματικότητα παραποιημένη η ιστορία των αγίων Βαρλαάμ και Ιωάσαφ.
Εξηγείται έτσι και το ότι προσωπικές εικονικές αναπαραστάσεις του Βούδδα εμφανίζονται μόνο μετά Χριστόν. Δεν αποκλείεται μάλιστα, οι πρώτες εξ αυτών να είναι στην πραγματικότητα ορθόδοξες εικόνες είτε ορθοδόξων αγίων της αμέσως μετά τον απόστολο Θωμά εποχής, είτε των αγίων Βαρλαάμ και Ιωάσαφ (όπως σε κάτι σπηλιές ασκητών, τις οποίες έδειχνε ένα ντοκυμαντέρ και που έμοιαζαν περισσότερο με ορθόδοξες εικόνες με φωτοστέφανο παρά με απεικονίσεις του Βούδδα). Παλαιότερα, υπήρχαν αγάλματα ειδωλολατρικών θυσιών σε μία χοντρή θεότητα καθισμένη σταυροπόδι και που μπορούμε να πούμε ότι αποτελούσε προσωποποίηση της "τέχνης του θανάτου σε ησυχία και χωρίς πόνο", προσιτής σε κάθε άνθρωπο. Επρόκειτο για ειδωλολατρικές θεότητες με διάφορα ονόματα. Αργότερα, και πολύ μετά Χριστόν ονομάσθηκαν τα αγάλματα αυτά αγάλματα του Βούδα.
Μετά λοιπόν από την ζωή των αγίων Βαρλάμ και Ιωάσαφ, και την εξόντωση των ορθοδόξων χριστιανών, και των ασκητών ακόμη, από τους φανατικούς Ινδουϊστές Χίντις και Βραχμάνους (ιστορία διωγμών των ορθοδόξων χριστιανών που σίγουρα πέρασε στους Πέρσες ως κίνηση "προστασίας" των προνομίων της καθεστηκυίας τάξεως από τα "ανατρεπτικά" δόγματα και τις απελευθερωτικές των κατωτέρων-δούλων πρακτικές του χριστιανισμού, και έτυχε δυστυχώς μιμήσεως εκεί) , στην Ινδία συναντάται πλέον, στην περιοχή του Μαντράς, η πολιτικά αποδυναμωμένη και αγνοημένη μικρή ορθόδοξη χριστιανική κοινότητα που είχε ιδρύσει ο Απόστολος Θωμάς, αλλά τούτο, με τίμημα, να μην έχουν ούτε ιεραποστολική δράση ούτε μοναχούς και βαθεία πνευματική ζωή, διότι αυτά φυσικά θα προσέβαλαν πολιτικώς τους Βραχμάνους και την δεύτερη ανώτερη κάστα, τους Χίντις, αφού θα έθεταν το θέμα του ότι ο κάθε άνθρωπος δύναται να αναλάβει την μοίρα του και να θεωθεί.
Με άλλα λόγια: Βούδας ως πρόσωπο ιστορικό είτε δεν υπήρξε καθόλου είτε δεν γνωρίζουμε τίποτα για την ιστορία του, αλλά η φερομένη ως ιστορία του είναι στην πραγματικότητα η ιστορία των αγίων Βαρλαάμ και Ιωάσαφ. Πιο πιθανό είναι να υπήρξαν διάφορα πρόσωπα που ζητούσαν κάποια μορφή λυτρώσεως από τα βάσανα της ζωής και που τιμήθηκαν ως σοφοί από τους ασιάτες. Διότι υπάρχουν αγάλματα "βούδδα" με ονόματα άλλα όπως Σιντάρτα, ή Ασόκα κ.λ.π. προ Χριστού, αλλά δεν είχαν την ιστορία ζωής που αποδίδεται στον Βούδδα, ούτε την όλη διδασκαλία που σήμερα διδάσκεται ως βουδισμός, ακόμη και στην Δύση, και η οποία διδασκαλία είναι παρμένη στα ουσιαστικά της σημεία από την ασκητική ζωή των αγίων Βαρλαάμ και Ιωάσαφ και των διαδόχων τους ασκητών. Αυτούς, οι ινδουϊστές τους ταύτισαν αφού τους εξαφάνισαν φυσικώς, με "βουδιστές" –τούτο, φυσικά, μετά Χριστόν - και αλλοίωσαν την όποια διδασκαλία τους ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΣ τα σημεία που τους φάνηκαν συμβιβάσιμα με τον διαλογισμό πού γνώριζαν, τόσο οι ινδουϊστές όσο και οι βουδιστές.
Έτσι, διαμορφώθηκε ένα κράμα από
α) ιδέες μετενσαρκώσεως και τρόπου απαλλαγής από τα βάσανα για να πεθαίνει χωρίς πολύ στενοχώρια και με λιγώτερους πόνους ο όποιος "σοφός" της ανατολής, και
β) ιδέες περί πραγματώσεως του νοήματος της ζωής, είτε μέσα σε φωτισμό (ινδουϊσμός) είτε μέσα σε σκότος και "τίποτα" (νιρβάνα-βουδισμός).
Το δεύτερο (β), είναι από την ασκητική εμπειρία της Ορθοδοξίας αφού αφαιρέθηκε κάθε αναφορά στο πρόσπωπο του Χριστού και του Τριαδικού Θεού, για να διατηρηθεί η πολιτική θρησκεία του ινδουϊσμού με τις κάστες, τις μετενσαρκώσεις και την υποδούλωση των κατωτέρων καστών. Οι βουδιστές, διασπούσαν αυτήν την δομή ήδη από παλαιά, αφού όλοι όσοι ανήκαν στις κατώτερες κάστες, ώφειλαν να υπηρετούν μέχρι θανάτου τους ανωτέρους τους Βραχμάνους και Χίντις, και όχι να διαλογίζονται εν όψει του θανάτου και προς απόκτηση της σοφίας του αποθνήσκειν, που ήταν και το αληθινό νόημα και περιεχόμενο τότε του προχριστιανικού διαλογισμού στην Ινδία.
Δηλαδή, υπήρχε προ Χριστού στην Ινδία ο Ινδουϊσμός των καστών και των Βραχμάνων, στα σπλάχνα του οποίου, υπό την επιρροή του Ελληνισμού και της φιλοσοφίας, είχε αναπτυχθεί το κίνημα της ίσης δυνατότητος κάθε ανθρώπου να είναι κύριος της μοίρας του ιδίως εν όψει του θανάτου και της κοινής αυτής μοίρας των ΒΡΟΤΩΝ. Αυτό το κίνημα όμως, στο βαθμό που ήταν ατομοκεντρικό και προσωπικό, διωκόταν στα πλαίσια του Ινδουἱσμού πάλι και πάλι, και εξέπεσε μετά Χριστόν και μετά τον βίο των αγίων Βαρλαάμ και Ιωάσαφ σε αυτό πού είναι σήμερα γνωστό ως Βουδδισμός.
Με αυτό το επικίνδυνο γι' αυτούς φιλοσοφικό και πολιτικό κίνημα, οι ιθύνοντες την Ινδία ταύτισαν τον χριστιανισμό και δη τον μοναχισμό των αγίων Βαρλαάμ και Ιωάσαφ, γι' αυτό και προέβησαν σε απηνείς διωγμούς των ορθοδόξων χριστιανών και των ασκητών. Πράγμα πού δεν είχαν κάνει σε βάρος της ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας του Μαντράς προηγουμένως, αφού σε αυτήν δεν υπήρχε το στοιχείο της ασκητικής ζωής και του μοναχισμού.
Αρκεί να διαβάσει κανείς τον Άγιο Ησύχιο και τα σχόλια στο φιλοκαλικό αυτό κείμενο που κάνει ο π. Αιμιλιανός, πρώην ηγούμενος της Ι. Μονής Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους, και θα καταλάβει γιατί λέμε ότι ο ινδουϊστικός και ο βουδιστικός διαλογισμός είναι, ιστορικώς και εμπειρικώς, πλήρως αλλοιωμένη η ασκητική εμπειρία της νοεράς προσευχής, με την κάθαρση του νού από τους λογισμούς, ακλούς ή κακούς, προκειμένου να αφιερωθή η ψυχή αγαπητικώς στον Κύριο Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, και συγχρόνως στην Παναγία μητέρα Του μετά πάντων των Αγίων.
Η αλλοίωση βέβαια είναι φρικτή, έχει γίνει με κάθαρση από την ίδια την αίσθηση της διακρίσεως μεταξύ καλού και κακού, και με όρους και προϋποθέσεις της διαφυλάξεως της πολιτικής θρησκείας του Ινδουϊσμού, δηλαδή με ελπίδα μετενσάρκωσης αντί για ελπίδα αναστάσεως, χωρίς προσωπικό Τριαδικό Θεό, χωρίς Ιησού Χριστό. Πρόκειται για αλλοίωση στην οποία εμφωλεύουν πλείστες όσες διαβολικές πλάνες και δαιμονικές εμπειρίες, είτε επηρμένου "φωτισμού" είτε σκότους δαιμονιώδους "σοφίας". Πάντως δε, συναντάται δαιμονική έπαρση όταν πρόκειται για γκουρούδες εμφορούμενους από το πνεύμα της διαδόσεως του "φωτισμού" τους στην Δύση.
Όπως αναφέρεται σε κείμενο της Ι. Μονής Μελισσοχωρίου, δημοσιευμένο στην Θεοδρομία κάθε αίρεση στη αρχή έχει ως βάση την πίστη σε κάτι πολύ χονδροειδές, ένα προφανές σφάλμα, και αυτό το χονδροειδές σφάλμα περιβάλλεται στην συνέχεια ολονένα περισσότερο από φιλοσοφικά ενδύματα και ιδίως από στοιχεία παρμένα από την Ορθοδοξία.
Έτσι όμως, εμείς νομίζουμε ότι ίσως υπάρχει ευσέβεια και ευλάβεια στην τάδε ή την δείνα θρησκεία-ή-αίρεση παρασυρόμενοι από την επιφανειακή ταπείνωση ή το τυχόν φρόνημα ελεημοσύνης που χαρακτηρίζει και κάποιους οπαδούς της, η ασέβεια όμως υπάρχει στην ρίζα της και πλήττει κάθε θρησκευτική εκδήλωσή τους, είτε λατρευτική είτε πρακτική..