Γουΐκα (Wicca) εἶναι μιά μοντέρνα λατρεία -ὅπως οἱ ἴδιοι αὐτο-προσδιορίζονται-, μέ αντικείμενο τή «φύση» καί τή «δύναμή» της. Ὁ ὅρος χρησιμοποιεῖται σήμερα εὐρύτατα σὰν τό συνώνυμο τῶν ὅρων μάγισσα (witch) καὶ μαγεία (witchcraft). Ἐκτὸς τοῦ Wicca χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς ὀπαδούς της καὶ οἱ ὅροι: «Παλαιὰ Θρησκεία» καὶ «Παγανισμός». Σὰν φιλοσοφία, ἀλλὰ καὶ πρακτικὴ Μαγεία, εἶναι κρᾶμα τῶν προχριστιανικῶν θρησκειῶν καὶ τελετουργικῶν τῆς Εὐρώπης, μὲ ἔντονες ἐπιρροὲς ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλληνική, τὴν Κέλτικη καὶ τὴν Σαξονικὴ θρησκεία.
Πρωταρχική, ὑπέρτατη δύναμη, κατὰ τοὺς ὀπαδούς, εἶναι ἡ «Φύση», ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὸν θεὸ καὶ τὴν θεά, ποὺ προσλαμβάνουν συχνὰ τὴ μορφή τους ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο Ἑλληνικὸ πάνθεο. Ὁ θεὸς ἀναπαριστᾶται κυρίως ὡς Πᾶν καὶ ἡ θεὰ ὡς Ἄρτεμις ἢ Ἑκάτη. Τὰ Ἑλληνικὰ αὐτὰ ὀνόματα εἶναι καί τά κυρίως ἐν χρήσει. Οἱ δυὸ θεοὶ θεωροῦνται συμπλήρωση ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου καὶ μαζὶ ὁλοκληρώνονται καὶ δημιουργοῦν κατά τούς ὀπαδούς τὴν ὑπέρτατη δύναμη. Δὲν θεωροῦνται κα-κόβουλοι ἀλλὰ οὔτε καὶ καλόβουλοι· εἶναι καὶ τὰ δύο, καθώς βασική κοσμοθεωρία αὐτῆς τῆς πίστης εἶναι ὁ δυϊσμός, ἡ δυαδικότητα ὅλων τῶν πραγμάτων. Οἱ θεοὶ πιστεύεται ὅτι βρίσκονται μέσα στὸν καθένα -δὲν εἶναι κάτι ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἕνα μέρος τῆς ὑπόστασής του-, ὅμως βρίσκονται καὶ γύρω του· τὸν παρακολουθοῦν, τὸν προστατεύουν, τὸν καθοδηγοῦν καὶ πιστεύεται ὅτι δὲν τιμωροῦν, παρὰ διδάσκουν. Μὲ ἄλλα λόγια, ἀπουσιάζει ἡ ἔννοια «ὀργὴ τοῦ θεοῦ». Οἱ θεοὶ δὲν ὀργίζονταί μεν, ἀλλά ὅταν οἱ ὀπαδοὶ παραστρατήσουν «βρίσκουν τρόπους νὰ τοὺς διδάξουν» ὅτι οἱ πράξεις τους εἶναι λανθασμένες εἴτε μέσῳ τύψεων -τῆς «ἀνώτερης συνείδησης», ποὺ θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς παγανιστὲς καὶ τοὺς ἀποκρυφιστὲς ὡς «τὸ θεϊκὸ κομμάτι ποὺ ἐνυπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο»-, εἴτε μέσῳ «θείας δίκης», ποὺ τὴν ὀνομάζουν: «Ὁ Νόμος τῆς Τριπλῆς Ἀνταπόδοσης».
Ὠραία, βέβαια, ὅλ' αὐτά -προερχόμενα ἀπό δικές τους πηγές-, ἀλλά ἄς δοῦμε τό θέμα ὄχι τόσο ἐξιδανικευμένο.
Ἱδρυτὴς τῆς Γουΐκα ὑπῆρξε ὁ Τζέραλντ Γκάρντνερ (Gerald B. Gardner, 1884-1964), πού τὸ 1923, ὡς δημόσιος ὑπάλληλος τῆς Μεγάλης Βρετανίας, τοποθετεῖται ἐπιθεωρητὴς σὲ φυτεῖες καουτσοὺκ καὶ ὄπιου στὶς ἀνατολικὲς ἀποικίες, ἐνῶ τὸ 1936 ἐπιστρέφει στὴν Ἀγγλία ὡς συνταξιοῦχος καί ἀφιερώνει ἀρκετὰ χρόνια σὲ ταξίδια στὴν Εὐρώπη καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία.
Σὲ ἐπίσκεψή του στὴν Κύπρο, ὑποστήριξε ὅτι «εἶδε πράγματα τὰ ὁποῖα εἶχε ξαναδεῖ μονάχα σὲ ὄνειρά του», κι ἔτσι πίστεψε πὼς εἶχε ζήσει στὴν Κύπρο σὲ προηγούμενη ζωή.
Λίγο πρὶν τὸ ξέσπασμα τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ Γκάρντνερ γνωρίζεται μὲ μέλη τῆς «Ἀδελφότητας τοῦ Κρότωνα» (Crotona Fellowship), μιᾶς Ροδοσταυρικῆς ἀποκρυφιστικῆς ὁμάδας (Rosicrucian Order) σχετικῆς μὲ τὴ Μασονία, ἱδρύτρια τῆς ὁποίας ὑπῆρξε ἡ Μπέσαντ Σκὸτ (Besant Scott), κόρη τῆς Θε-οσοφίστριας Ἄνι Μπέσαντ (Annie Besant). Μέσα σ’ αὐτὴν τὴν Ἀδελφότητα, ὁ Γκάρντνερ γνώρισε κάποιον, ποὺ ἰσχυρίστηκε ὅτι τὸν γνώριζε ἤδη ἀπὸ προηγούμενη ζωή του στὴν Κύπρο, καὶ μάλιστα τοῦ περιέγραψε γεγονότα ποὺ ὁ Γκάρντνερ εἶχε δεῖ στὰ ὁράματά του. Μέσα στὴν Ἀδελφότητα, ἐδραστηριοποιεῖτο κι ἕνα Κόβεν (Coven) 1. Τά μέλη προσκάλεσαν τόν Γκάρντνερ στήν κοινότητά τους λίγες μέρες πρίν τήν ἔναρξη τοῦ πολέμου (1939), ὅπου καί μυήθηκε ἀπό τήν Ἀρχιέρεια καί ἱδρύτρια, τήν «Γραῖα» Ντόροθυ Κλάτερμπερκ (Old Dorothy Clutterburck).
Λίγο μετὰ τὸν πόλεμο, τὸ 1946, ὁ Γκάρντνερ γνώρισε τὸν Ἄλιστερ Κρόουλυ (Aleister Crowley) 2. Ὁ Κρόουλυ ἔχρισε τὸν Γκάρντνερ ἐπίτιμο μέλος τῆς «Ἀδελφότητας τοῦ O.T.O. 3» ὅπου ὁ Γκάρντνερ ὑπῆρξε γιὰ λίγο Ἀρχιερέας. Κατὰ τὴ διάρκεια ποὺ ὁ Γκάρντνερ συνεργάστηκε μὲ τὸν Κρόουλυ, λέγεται ὅτι ἐπηρεάστηκε ἔντονα ἀπὸ αὐτόν, καὶ ὅτι τὸν θαύμαζε ἰδιαίτερα. Τότε συνέλαβε τὴν ἰδέα τῆς ἀναβίωσης τῶν Κόβενς κατὰ τὰ πρότυπα ποὺ περιέγραφε ἡ Δρ. Μάργκαρετ Μάρεϊ στὸ βιβλίο της: «Ἡ Λατρεία τῆς Μαγείας στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη» 4.
Ὁ Γκάρντνερ στὴ προσπάθειά του νὰ διαδώσει τὴν ἀπόκρυφη γνώση, ἐξέδωσε τὸ 1949, μὲ ψευδώνυμο, τὸ «Βοήθημα Ἀνώτερης Μαγείας» («High Magic’s Aid») σὲ μορφὴ μυθιστορήματος, καθὼς στὴν Ἀγγλία ἴσχυε νόμος ἐναντίον τῆς ἄσκησης τῆς Μαγείας. Τὸ βιβλίο περιεῖχε τελετουργίες, ποὺ εἶχε διδαχθεῖ ἐπὶ Κρόουλυ καὶ ποὺ ἀφοροῦσαν τὴν λατρεία τοῦ «Κερασφόρου θεοῦ», τοῦ Πανός, ὅμως χωρὶς καμία ἀναφορὰ στὴν «Θεά».
Ὅταν τὸ 1951 καταργήθηκε στὴν Ἀγγλία ὁ νόμος κατὰ τῆς Μαγείας, ὁ Γκάρντνερ ἱδρύει τὸ δικό του Coven. Οἱ πρακτικὲς προέρχονταν ἀπὸ τὸ Ο.Τ.Ο., ὅμως ὁ Γκάρντνερ εἰσήγαγε δικά του στοιχεῖα καὶ φιλοσοφία, μιὰ «ἐξαγνισμένη» ἔκδοση τῶν πρακτικῶν τοῦ Κρόουλυ, ἐπικεντρωμένη κυρίως γύρω ἀπὸ τήν ἄσκηση τοῦ σέξ, ποὺ οἱ «πιστοί» τελοῦσαν γυμνοὶ καί μὲ χρήση ναρκωτικῶν οὐσιῶν.
Τὸ 1953, μυεῖ στὸ coven του τὴν Ντορὺν Βαλιέντε (Doreen Valiente) καὶ μαζὶ συνεργάζονται καὶ ἐκδίδουν «Τὸ Βιβλίο τῶν Σκιῶν» («Book of Shadows»), πού θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς ὀπαδούς ἡ «αὐθεντικὴ Γκαρντνεριανὴ Παράδοση», ἐνῶ τὸ 1954, ἐκδίδει τὸ «Ἡ Μαγεία Σήμερα» («Witchcraft Today»), ὅπου γιὰ πρώτη φορά μιλᾶ ξεκάθαρα γιὰ τὴν σύγχρονη ἄσκηση τῆς Μαγείας, καὶ ὑποστηρίζει πὼς ἡ Μαγεία, ὅπως τὴν γνωρίζουμε σήμερα, εἶναι ἡ Τέχνη ποὺ ἐπιβίωσε δῆθεν ἀπὸ τὴν Παγανιστικὴ θρησκεία τῶν Μαγισσῶν, ποὺ ἔζησαν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Μεσαίωνα.
Τὸ 1959, ἐκδίδει τὸ τελευταῖο του βιβλίο μὲ τίτλο «Τὸ Νόημα τῆς Μαγείας» («The Meaning of Witchcraft») καί τὸ 1960, σὲ δεξίωση στὸ Μπάκινγκχαμ, ὁ Γκὰρτνερ ἀναγνωρίζεται γιὰ τὴν κοινωνική του προσφορὰ στὶς ἀνατολικὲς ἀποικίες.
Τὸν χειμώνα τοῦ 1963, πρὶν φύγει γιὰ τὸ Λίβανο, γνωρίζει τὸν Ρέϊμοντ Μπάκλαντ (Raymond Buckland). Τὸν προσκαλεῖ στὸ Coven του ὅπου, ἡ Ἀρχιέρειά του Μονίκ Οὐΐλσον (Monique Wilson), ἡ «Γραῖα» Ὄλγουεν, τὸν μυεῖ στὴν Κοινότητα.
Στὶς 12 Φεβρουαρίου τοῦ 1964, ὁ Γκάρντνερ ξεψύχησε μέσα στὸ πλοῖο, ποὺ τὸν ἔφερνε ἀπὸ τὸ Λίβανο πίσω στὴν πατρίδα του. Ὁ Γκάρντνερ πέθανε προτοῦ προλάβει νὰ δεῖ πόσο πολύ συνετέλεσε τὸ ἔργο του στὴν ἐξάπλωση τῆς Μαγείας καὶ τῆς δῆθεν «Ἀρχαίας Θρησκείας». Οἱ ὀπαδοί του ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Wicca, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε ἐμπνευστής, εἶναι σήμερα 8η μεταξύ τῶν θρησκειῶν, ἐνῶ ἔχει ἀναγνωριστεῖ ἐπίσημα στὴν Ἀγγλία καὶ στὴν Ἀμερική καί φαίνεται νά ἐξαπλώνεται μέ γοργό ρυθμό ἀκολουθώντας τό δίκτυο τῆς «Νέας Ἐποχῆς» (New Age).
Ὁ ἀποκρυφισμὸς στὴ μορφὴ τῆς μαγείας ἀκυρώνει τὴν πίστη τῶν χριστιανῶν στὴν ἐν Χριστῷ ἐλπίδα 5. Ὁ ἀντιχριστιανικὸς χαρακτήρας εἶναι ἐδῶ προφανής, ἀκόμη κι ἂν δεχθοῦμε πὼς δὲν γίνεται ἐπίκληση δαιμονικῶν πνευμάτων ἢ δὲν ἀσκεῖται λατρεία τοῦ Διαβόλου. Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει τὸ στοιχεῖο τῆς πίστης καὶ τῆς ἐμπιστοσύνης στὸν προσωπικὸ Θεό. Ἡ πίστη ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴ γνώση καὶ ἀπὸ τὴν τεχνική, μέσω τῆς ὁποίας δῆθεν ἀπελευθερώνονται «δυνάμεις» μέσα ἀπὸ τὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ μὲ τὶς τεχνικὲς αὐτὲς «διευρύνεται».
Ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος παίρνει τὴ θέση τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἐλπίζει, οὔτε προσβλέπει στὸ ἔλεος κάποιου Θεοῦ ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Καταδικάζεται σὲ μοναξιά. Αὐτὸ φαίνεται ἰδιαίτερα στὸν φεμινιστικό-μαγικὸ χῶρο, στὸ κίνημα τῶν νεο-μαγισσῶν. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει πλέον ἀνάγκη νὰ ἀπευθυνθεῖ στὸν Θεὸ καὶ νὰ πεῖ: «Γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου», ἀλλὰ μπορεῖ νὰ σκεφθεῖ: «Γεννηθήτω τὸ θέλημά μου»! Ἡ ἀκραία περίπτωση τοῦ ἀποκρυφισμοῦ, ὁ νέο-σατανισμός, ἔχει τὴ θεωρητική του θεμελίωση στὸ «Σύμβολο Πίστεως» τοῦ Ἄλιστερ Κρόουλυ, πού ἡ «πρώτη ἐντολή» εἶναι: «Κάνε ὅ,τι θέλεις, αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος»! Τὸ μήνυμα λοιπὸν αὐτό, δὲν εἶναι τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἐν Χριστῷ ἐλπίδας.
Αὐτὲς οἱ ἀντιλήψεις εἶναι ἀσυμβίβαστες μὲ τὴν χριστιανικὴ πίστη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ σωτηρία δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα αὐτοεξέλιξης τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπὸ ἀμέτρητες γεννήσεις καὶ μετενσαρκώσεις, ἀλλὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ὁ Χριστός, ὡς μοναδικὸς Σωτήρας, ἐνῶ δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι Θεός, προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν κατέστησε μέτοχο τῆς δικῆς Του ζωῆς. Ἡ κίνηση λοιπὸν τῆς σωτηρίας δὲν εἶναι ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ ἄνω, ἀλλά, τὸ ἀντίθετο. Ὁ Θεὸς κατῆλθε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀνέβει ὁ ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖο προσέλαβε .
____________________
1 Coven εἶναι «Κοινότητα 13 μαγισσῶν».
2 Edward Alexander Crowley, 1875-1947. Ὁ Ἄλιστερ Κρόουλυ θεωρεῖται ὁ «πάπας» τοῦ Νεοσατανισμοῦ.
3 Ordo Templi Orientis. «Τάγμα τῶν Ναϊτῶν τῆς Ἀνατολῆς».
4 Margaret Alice Murray (1863-1963), "Witchcraft, The Witch-Cult in Western Europe", Λονδίνο, 1921.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου