Οι έντονες ζυμώσεις, έριδες και πόλεμοι Καθολικών και Διαμαρτυρομένων στην Δυτική Ευρώπη, καθώς και η δραστηριότητα της προπαγάνδας τους στην Ανατολή, προκαλούν, πως είναι επόμενο, ποικιλότροπες επιδράσεις στα πνεύματα των Ορθόδοξων θεολόγων του 16ου και ιδίως του 17ου αι. Η Ορθόδοξη Εκκλησία συγκλονίζεται από την σφοδρότητα των νέων κυμάτων. Οι Θεολόγοι της, εκτεθειμένοι μέσα στην θύελλα, οφείλουν όχι μόνον να πάρουν θέση, αλλά και ν’ αγωνιστούν οι ίδιοι και να καθοδηγήσουν το πλήρωμά τους. Οι περισσότεροι, μολονότι έχουν κάνει τις σπουδές τους μένουν στην Ιταλία και γνωρίζουν πολύ καλά τους αντιπάλους και τις μεθόδους των, δοκιμάζουν για πρώτη φορά την ορμή των ιδεών μιας Ευρώπης που περνά βαθύτατη κρίση και βαίνει προς την διαμόρφωσή της. Οι Έλληνες βρίσκονται ανέτοιμοι και μάλλον αμύνονται. Ο μόνος ισχυρός φορέας φιλοσοφικών ιδεών είναι, όπως είδαμε στον δεύτερα τόμο, ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς, περισσότερο κοσμικός φιλόσοφος παρά θεολόγος, ο οποίος προετοιμάζει το έδαφος της Ανατολής για την διείσδυση της δυτικής φιλοσοφίας και επιστήμης. Μολαταύτα η πάλη των ιδεών και οι ανάγκες των τότε συνθηκών γονιμοποιούν την διάνοια των Ελλήνων θεολόγων και οξύνουν την μαχητικότητά τους. Ορισμένοι απ’ αυτούς, ευφυείς και μορφωμένοι, μελετούν τις νέες θρησκευτικές ιδέες και επηρεάζονται λίγο ή πολύ απ’ αυτές ή τις απορρίπτουν και εξελίσσονται σε κορυφαίους προμάχους της Ορθοδοξίας. Ο καθένας τους διαμορφώνει την δική του προσωπικότητα και κάτι έχει να προσφέρη. Τα έργα τους, τα περισσότερα αντιρρητικά, αναζωογονούν την θεολογική φιλολογία, αποτελούν την πρώτη ορμητική εκδήλωσή της στα χρόνια της τουρκοκρατίας και φέρνουν το προδρομικό μήνυμα της εποχής του ελληνικού διαφωτισμού. Αυτήν ακριβώς την προσφορά των πιο αξιόλογων θεολόγων στην υπόθεση της Εκκλησίας και του έθνους πρέπει ν’ αναζητήσουμε.
1. Γαβριήλ Σεβήρος και Μάξιμος Μαργούνιος
Ορισμένοι μετριοπαθείς και φωτισμένοι άνδρες έχουν την γνώμη ότι μερικά βήματα θα μπορούσαν να γίνουν προς το μέρος της Δυτικής εκκλησίας, χωρίς να ζημιώσουν το πνεύμα της Ορθοδοξίας. Έτσι ο προϊστάμενος της ελληνικής κοινότητας Βενετίας Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος (1541 - 1616)2, μολονότι φανατικός πρόμαχος της Ορθοδοξίας και των παραδεδομένων, νομίζει ότι θα έπρεπε ν’ αποφεύγεται η χρήση ορισμένων εκκλησιαστικών βιβλίων της Ανατολικής Εκκλησίας που έθιγαν τους Καθολικούς, προ πάντων η ακολουθία του Γρηγορίου του Παλαμά, και τα άλλα ν’ αποκαθαρθούν από ορισμένες δυσφημιστικές εκφράσεις. Επίσης, έχοντας υπ’ όψη του την ορθότητα των μεταρρυθμίσεων του γρηγοριανού ημερολογίου και επηρεαζόμενος ασφαλώς από το ορθολογιστικό περιβάλλον της βενετικής πολιτείας και από τους ανώτατους εκπροσώπους της Καθολικής Εκκλησίας, προτείνει επανειλημμένα στον Πατριάρχη Ιερεμία Β’ τον Τρανό την εισαγωγή του και στις χώρες των Ορθόδοξων εκκλησιών. Ο Πατριάρχης όμως με την επιστολή του της 6 Ιουλίου 1583 τον επιτιμά για τις λογικές, αλλά πρωτόφαντες για την εποχή εκείνη, προτάσεις του και του συνιστά εμμονή στα παραδεδομένα. Και συνεχίζει με τα παρακάτω, που σκοπό έχουν να του δώσουν θάρρος, αν υφίσταται πιέσεις απ’ έξω: «Ει δ’ αυτοί, ως εκ των γεγραμμένων ημίν τεκμαίρεται, σκοπόν έχουσιν ενοχλήσαι, όπερ (οίμαι) απίθανον, φέρειν οφείλετε· ο μεν γαρ παρών καιρός οδυνών και θλίψεων, ο δε μέλλων χαράς και ανταποδόσεως».
Τολμηρότερα ήταν τα βήματα του επίσης εγκαταστημένου στην Βενετία Κρητικού Μαξίμου Μαργουνίου (1549 - 1602), επιφανούς θεολόγου της εποχής, επισκόπου Κυθήρων. Η πυκνή αλληλογραφία του με διακεκριμένες προσωπικότητες του Ορθόδοξου και δυτικού κόσμου, όπως με τον Ιερεμία Β’ τον Τρανό, τον Μελέτιο Βλαστό, τους ανθρωπιστές David Hoeschel, Friedrich Syburg, Ascanio Persio κ.α., καθώς και τα ποικίλα θέματα που τον απασχολούν, δείχνουν το κύρος και την βαθιά θεολογική και φιλολογική του μόρφωση. Επομένως οι επιστολές του, πολλές από τις οποίες είναι ανέκδοτες, αποτελούν πηγές για την γνώση της πνευματικής ιστορίας της εποχής του και ειδικά των ελληνικών χωρών. Ο Μαργούνιος είναι γνωστός επίσης ως εκδότης πολλών φιλολογικών και θεολογικών κειμένων, τα οποία έκαναν εντύπωση στους δυτικούς λογίους και έδωσαν κάποια αίγλη στο αμαυρωμένο ελληνικό όνομα. Αξίζει να μνημονεύσουμε την μετάφρασή του του έργου του Αγ. Ιωάννου της Κλίμακος στην δημοτική γλώσσα (χαρακτηριστική είναι η αφιερωτική του επιστολή προς τον Πατριάρχη Ιερεμία Β’), καθώς και διαφόρων συναξαρίων με σύντομους βίους αγίων (Βενετία 1607). Η συλλογή των συναξαρίων αυτών, που γνώρισε έξι εκδόσεις μέσα στον 17 αι, χρησίμευσε ως βάση για παρόμοια μεταγενέστερα έργα.
Ο Μαργούνιος, καθαρός και άμεμπτος, είναι από τις σπάνιες εκείνες φυσιογνωμίες του ελληνικού κόσμου, που συγκεντρώνουν μεγάλα ηθικά και πνευματικά χαρίσματα: την πολυμάθεια, την ευρύτητα των ιδεών και την έμμονή στις αρχές τους, αλλά και την έλλειψη δογματισμού και την ανοχή των ιδεών των άλλων. Μέσα του, όπως και στον Χρυσολωρά και στον Βησσαρίωνα, είχε συντελεσθή η αρμονική σύλληψη και σύνθεση του ελληνοχριστιανικού κόσμου.
Ο Μαργούνιος είχε την γνώμη ότι θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθή η ένωση των εκκλησιών, αν γινόταν «η του δόγματος θεραπεία», αν δηλαδή τα δύο μέρη συμβιβάζονταν ως προς το ζήτημα της διδασκαλίας για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Η αντίληψή του όμως αυτή παρεξηγήθηκε και προκάλεσε, στα 1583, την αντίδραση του ευερέθιστου Γαβριήλ Σεβήρου, του οποίου το πάθος τον σκοτίζει τόσο, ώστε να κατηγορήση τον Μάξιμο ότι λατινοφρονεί. Έτσι ξέσπασε μεταξύ τους μια οξεία διένεξη, την οποία με πολύ κόπο και παρακλήσεις κατόρθωσαν να κατασιγάσουν οι Ιερεμίας Β’ και προ πάντων ο Μελέτιος Πηγάς. Ο Πηγάς καταλαβαίνει καλά πόσα δεινά μπορεί να προκύψουν από την έριδα των δύο αυτών επιφανών θεολόγων, οι οποίοι κατά την έκφρασή του αποτελούν τας «ιεράς και ζώσας πλάκας της του Χριστού Εκκλησίας» και τον «δίδυμον οφθαλμόν της Ορθοδόξου πίστεως». «Ω πόνοι μάταιοι, γράφει προς τον Φιλαδελφείας Σεβήρο, φροντίδες έωλοι! Ξένοι και πάροικοι άμφω ουκ αισχύνεσθε περί της παροικίας φιλονεικούντες; Αλλά καταλλάγητε, προς Θεού, μη γίνεσθε το φως υμείς σκότος, εν καιροίς ούτω χαλεποίς όποι των πραγμάτων πάντων δεινή τις γίνεται εξέτασις. Οι διαπληκτιζομένους υμάς δρώντες τους προέχοντας Γραικών, ούτως ατόπως, ούτως εκθύμως, τι περί των Γραικών νομιούσιν;... Μη προσταράττετε το ταλαίπωρον γένος καταχρησάμενοι και τα της ευσεβείας αυτής και αυτόν τον Χριστόν εις τας υμετέρας κενάς δόξας. Ευλαβήθητε το φοβερόν βήμα, ένθα τα κρυπτά κρίνεται δίχα παραπετασμάτων».
Μέσα στην ταραχή αυτή των πνευμάτων πολύ αισθητός γίνεται ο θάνατος του Ιερεμία Β’ (1595)· «Οίμοι, γράφει στον θρήνο του ο Πηγάς, πολλαί και μεγάλαι αι τω αθλίω ημών επισκήψασαι γένει συμφοραί τε και δυστυχίαι (δηλ. η κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η Άλωση, οι πολυειδείς διωγμοί και κακώσεις του Γένους, η ταπείνωση της Εκκλησίας και η περιφρόνησή της από οικείους και ξένους, η εξαφάνιση των λογίων κ. λ.). Αλλ’ η νυν δυστυχία τας προγεγενημένας εκείνας πάσας δεινώς υπερήρεν, ως ο σφοδρότατος τον ελάσσονα πόνος. . . Σεσίγηκεν η καθ’ εκάστην υπέρ ημών αγωνιζομένη γλώττα.
2. Μελέτιος Πηγάς
Τώρα η μόνη δυνατή προσωπικότητα, που θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίση αποτελεσματικά τις κρίσιμες εσωτερικές και εξωτερικές περιστάσεις της Ορθοδοξίας, να δώση πνοή και ν’ αναζωογονήση την πνευματική της ζωή, είναι ο μεγάλος για την ταπεινοσύνη, για την μόρφωση και για το κύρος του Μελέτιος ο Πηγάς (1549 - 1601) από τον Χάνδακα ή Μεγάλο Κάστρο της Κρήτης. Ο Μελέτιος, ύστερ’ από τις πρώτες σπουδές στην πατρίδα του, πηγαίνει στην Πάδοβα, όπου σπουδάζει κλασσική φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Μετά την επιστροφή του στην πατρίδα του κείρεται μοναχός στην περίφημη μονή της Αγκαράθου, όπου ηγουμένευε ο Σίλβεστρος, μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας.
Ο νεαρός μοναχός γρήγορα διακρίθηκε για το σεμνό του ήθος, για την αφοσίωσή του στις θεολογικές μελέτες και προ πάντων για το καρποφόρο κήρυγμά του εναντίον της Καθολικής προπαγάνδας. Εκτιμώντας οι συμπατριώτες του την μεγάλη μόρφωση και τους αγώνες του, του ανέθεσαν την διεύθυνση της ελληνικής σχολής του Χάνδακα. Δεν γνωρίζουμε πόσο έμεινε εκεί. Πιθανόν στα 1578 έφυγε για την Αίγυπτο και απ’ εκεί για το ερημητήριο της Αγίας Αικατερίνης στο «θεοβάδιστον» όρος Σινά. Εκεί έμεινε μόνον ένα ή ενάμιση χρόνο, γιατί ο γέρος Πατριάρχης Αλεξανδρείας και άλλοτε πνευματικός του πατέρας Σίλβεστρος, έχοντας ανάγκη βοηθού για την άσκηση των διοικητικών του καθηκόντων τον κάλεσε κοντά του, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο, κατόπιν τον προβίβασε σε πρωτοσύγκελλο (πιθανότατα τέλη του 1579) και λίγο αργότερα σε επίσημο ιεροκήρυκα του Πατριαρχείου. Όπως και στην Κρήτη, έτσι και εδώ το κήρυγμά του στην ελληνική και αραβική του χάρισε μεγάλη φήμη. Επίσης προσπάθησε να επαναφέρη τους Κόπτες στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ν’ ανορθώση τον μοναχικό βίο στην Αίγυπτο. Στην Αλεξάνδρεια ο Πηγάς ίδρυσε την πρώτη ελληνική σχολή, όπου και δίδαξε. Για τους μαθητές του έγραψε το εγχειρίδιο «Στοιχειώσεις», που διαιρείται σε 3 μέρη· 1) γραμματική, 2) διαλεκτική και 3) ρητορική. Άλλην επίσης σχολήν ίδρυσε στο κοινόβιο της Αλεξανδρείας και διόρισε δάσκαλο τον Μάξιμο Πελοποννήσιο, τον γνωστό για τον «στηλιτευτικόν» του εναντίον του Μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου.
Στην Αλεξάνδρεια είχε την ευκαιρία να γνωριστεί με επιφανείς Προτεστάντες, με τον Salomon Schweigger (Σιωπικός) στα 1581 και τον επόμενο χρόνο με τον Φραγκίσκο Billerbek και τον Ροβέρτο Dorndof, στους οποίους έκαναν μεγάλη εντύπωση οι ευγενείς τρόποι και η σπάνια για Έλληνες της εποχής εκείνης μόρφωση και γλωσσομάθειά του. Με την μεσολάβηση αυτών αλληλογραφεί με επιφανείς Διαμαρτυρομένους, αλλά κρατεί απέναντί τους επιφυλακτική στάση και δεν αφίσταται από το πνεύμα της Ορθοδοξίας. Είναι ευγενής και ήπιος στις εκφράσεις του απέναντι των Διαμαρτυρομένων, ενώ δεν τηρεί την ίδια στάση απέναντι των Καθολικών, κι’ αυτό ασφαλώς, γιατί από την περίοδο αυτή εντείνεται η Καθολική προπαγάνδα στην Ανατολή, όπως είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε διεξοδικά στα προηγούμενα οικεία κεφάλαια. Από την εποχή αυτή χρονολογούνται, μεταξύ άλλων, η «Ορθόδοξος διδασκαλία» (1582), έργο δογματικό με πολεμικό χαρακτήρα, αφιερωμένο στην Μαργαρίτα της Ναβάρρας, γυναίκα του Ερρίκου Δ’ της Γαλλίας, και ο «Πρώτος Στρωματεύς», αφιερωμένο στον υπέρμαχο της Ορθοδοξίας τσάρο Θεόδωρο Α’ (1584 - 1598). Ο σκοπός ιδίως το πρώτου έργου, το οποίο τυπώθηκε δυο φορές (στα 1596 στην Βίλνα της Ρουθηνίας και 1769 στο Ιάσιο) είναι πολύ καθαρός: βλέπει ότι η Εκκλησία έχει περιέλθει σε δεινή θέση «και αυτό το της Ορθοδοξίας σύνθημα, το της πίστεως, φημί, σύμβολον εν συγχύσει πολυσχιδεί» και θέλει να βοηθήση, ώστε να επιστρέψουν στους κόλπους της εκείνοι που είχαν παρασυρθή από την Καθολική προπαγάνδα. Το έργο αυτό αποτελεί να είδος κατήχησης στην Ορθοδοξία. Είναι η εποχή των νέων κλυδωνισμών της Εκκλησίας από την απήχηση του Γρηγοριανού ημερολογίου, από την σύγκληση της συνόδου του 1583 στην Κωνσταντινούπολη για την αντιμετώπιση το ζητήματος αυτού, από την έκδοση του Τόμου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και του «ετέρου τόμου Αλεξανδρινού», που συντάσσει ο Μελέτιος Πηγάς και αποστέλλει στην Νοτιοδυτική Ρωσία, για να διαφωτίση τους κατοίκους σχετικά με την μεταρρύθμιση του ημερολογίου· από την εξορία του Ιερεμία Β’ στην Ρόδο, από την άνοδο του φαύλου Παχωμίου Πατέστα του Λεσβίου στον πατριαρχικό θρόνο· από τις απαιτήσεις του πρώην Αντιοχείας Μιχαήλ (που είχε παραιτηθή) να επανέλθη στον πατριαρχικό θρόνο που κατείχε τότε ο Ιωακείμ Β’. Δεν είχε καθησυχάσει ακόμη ο σάλος της Εκκλησίας, όταν ο Μελέτιος, προσκαλεσμένος από τον τσάρο της Ρωσίας Ιβάν Δ’ τον Τρομερό (1533 - 1584), ταξιδεύει στην Ρωσία με σκοπό να προσφέρη τις υπηρεσίες του στην ομόδοξη Εκκλησία της. Όταν όμως φθάνη στην Κωνσταντινούπολη, αναγκάζεται να διακόψη το ταξίδι του, γιατί διαπιστώνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία κινδυνεύει από τον σάλο των εσωτερικών ανωμαλιών. Επί δυο χρόνια (1586 - 1587) ο Μελέτιος αγωνίζεται με σύνεση για ν’ αποκαταστήση την γαλήνη στην έδρα της Ορθοδοξίας, ενώ με το γραπτό και προφορικό του κήρυγμα ανανεώνει την δραστηριότητα, που είχε επιδείξει στην Κρήτη. Με κέντρο την Κωνσταντινούπολη επισκέπτεται τους κατοίκους διαφόρων μερών της Θράκης και της Μ. Ασίας αποστέλλει σε άλλους επιστολές και τονώνει το θρησκευτικό τους αίσθημα. Το έργο του θυμίζει την δράση των αποστόλων των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
Στις αρχές του 1588 ο Μελέτιος καλείται ν’ αναλάβη την διοίκηση του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας με τον τίτλο του πατριαρχικού εξάρχου και μετά τον θάνατο του Σιλβέστρου εκλέγεται «πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας» (5 Αυγούστου 1590).
Ο Μελέτιος ξαναγυρίζει δυο φορές ακόμη στην Κωνσταντινούπολη, την πρώτη για να λάβη μέρος στην σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως της 12 Φεβρουαρίου 1593 (η οποία μεταξύ άλλων σκοπό είχε να κυρώση σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας την ανακήρυξη του Πατριαρχείου της Μόσχας) και την δεύτερη το 1594, για να ενισχύση με την παρουσία του ηθικά τον Πατριάρχη Ιερεμία Β’ και να συντελέση πάλι στην αποκατάσταση της γαλήνης μέσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γίνονται τώρα περισσότερο αισθητοί μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας οι κλονισμοί από την δράση των Ιησουιτών. Κατά τα ταξίδια του προς την Κωνσταντινούπολη είχε την ευκαιρία να διαπιστώση τον ζήλο και τις επιτυχίες τους. Και τρομαγμένος σημειώνει: «Παρασύρονται των ακεραιοτέρων αι ακοαί. Εις συνήθειαν ήλθον της διεστραμμένης διδασκαλίας... βαπτίσματα παρ’ εκείνων, προπομπαί των εξοδευόντων (αποθνησκόντων), επισκέψεις των ασθενούντων, παρακλήσεις των λυπουμένων, βοήθειαι των καταπονουμένων, αντιλήψεις παντοδαπαί, μυστηρίων κοινωνίαι, α πάντα δι’ εκείνων (των Ιησουϊτών) επιτελούμενα σύνδεσμος γίνεται τοις πολλοίς της προς αυτούς ομονοίας, ώστε μικρού χρόνου παρελθόντος μηδέ (ει γένοιτό τις άδεια) ελπίδα λοιπόν είναι τους υπό χρονίας απάτης κατασχεθέντας πάλιν προς την επίγνωσιν της αληθείας ανακληθήναι». Στην Χίο οι Ιησουίτες, όπως είδαμε, είχαν σημειώσει τόσες επιτυχίες, ώστε ν’ αναγκαστή να στείλη εκεί, κατά τα τέλη του 1589, τον ανεψιό και πρωτοσύγκελλό του Κύριλλο Λούκαρι και τον Ιερομόναχο Σωφρόνιο Παπαδόπουλο, για ν’ αναστείλουν τις προόδους των. Η παραμονή τους εκεί ήταν εφήμερη και είναι βέβαιο ότι δεν άφησε ουσιαστικές επιδράσεις, αλλά μάλλον σπέρματα αναταραχής και δυσάρεστες συνέπειες για τον Σωφρόνιο. Φαίνεται ότι Χιώτες λατινόφρονες με την υποκίνηση ασφαλώς των Ιησουϊτών, που αμύνονταν, αντεπιτέθηκαν και κατόρθωσαν να διαβάλουν στο Πατριαρχείο τον νεωτερίζοντα ίσως Σωφρόνιο για Λουθηροκαλβινισή με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την καθαίρεσή του. Τον Λούκαρι τον στέλνει επίσης ο Μελέτιος το 1593 στην Πολωνία, για ν’ ανταπεξέλθη στην προπαγάνδα των Ιησουιτών, που κλόνιζαν εκεί τα θεμέλια της Ορθοδοξίας.
Κατά την επιστροφή του στην έδρα του διαπιστώνει ο Μελέτιος με μεγάλη λύπη τις ταλαιπωρίες των Ελλήνων και την αναξιότητα των αρχιερέων· «πολύς εσμός εκχείται παρά των ημετέρων τουτωνί, των αρχιερατευόντων, τη οικουμένη των κακιών». Και για να παρηγορήση τον Ιερεμία του γράφει· «Ου Θράκη μόνον πλουτεί των κακών, αλλά Θράκην Αίγυπτος υπερακοντίζει».
Στην Αίγυπτο τον αναμένουν νέοι αγώνες. Με επιμονή τώρα συνεχίζει τις προσπάθειες (που είχε αρχίσει άλλοτε ως πρωτοσύγκελλος) και κατορθώνει να φέρη στους κόλπους της Ορθοδοξίας πολλούς μονοφυσίτες Κόπτες. Δεν στέφθηκε όμως με την ίδια επιτυχία και το διάβημά του προς τον βασιλιά των Αβησσυνών Sagad Α’ (1563 - 1597), προς τον οποίο είχε γράψει (1595) προσκαλώντας τον να μιμηθή το παραπάνω παράδειγμα. Κατόρθωσε όμως ν’ αντιταχθή μ’ επιτυχία στην προπαγάνδα των Ιησουϊτών ανάμεσα στους Κόπτες και να την ανακόψη. Το κύρος του Μελετίου την εποχή αυτή έχει επιβληθή όχι μόνο στην Αίγυπτο, αλλά και σε όλο τον ελληνικό χώρο.
Μετά τον θάνατο του Ιερεμία Β’, υπείκοντας στις αλλεπάλληλες εκκλήσεις και πρεσβείες των κύκλων του Πατριαρχείου, κληρικών και κοσμικών, έρχεται στην Κωνσταντινούπολη και αναλαμβάνει στις 26 Μαρτίου 1597 την διακυβέρνηση του Οικουμενικού θρόνου ως «επιτηρητής» (τοποτηρητής), ωσότου εκλεγή ο νέος Πατριάρχης. Τότε τον γνωρίζει ο περιηγητής Dousa, που μας δίνει το πορτραίτο του: «ήταν πια ηλικιωμένος, το πρόσωπό του αξιοπρεπές και τα ψυχικά του χαρίσματα τόσο μεγάλα, ώστε να μη θεωρήται ότι ανάξια κατείχε την ανώτατη θέση της Ανατολικής εκκλησίας· γενικά με την εμφάνισή του κατακτούσε τις ψυχές των ανθρώπων».
Κατά το εικοσάμηνο περίπου διάστημα της τοποτηρητείας του ο Μελέτιος κατόρθωσε να οργανώση άριστα το πατριαρχικό δικαστήριο, που εκδίκαζε τελεσίδικα τις υποθέσεις των Χριστιανών ραγιάδων, να εξαγοράση το μοναστήρι του Μεγάλου Δημητρίου στην Ξυλόπορτα, όπου με δωρεές του ηγεμόνα της Μολδαβίας Ιερεμία (1595-1606) κτίστηκε το νέο πατριαρχικό οίκημα, και με τους εράνους και συνδρομές των Χριστιανών να εξοφλήση το μεγαλύτερο, φαίνεται, μέρος του πατριαρχικού χρέους προς Εβραίους τοκογλύφους, που το ονόμαζε «θηρίον της Εκκλησίας». Οι αντιδράσεις όμως που προκαλούσε η ανεξαρτησία της γνώμης του και η αυστηρότητα των μέτρων του εναντίον των παρεκτρεπομένων, καθώς και η αδυναμία του τελικά να επιβληθή στους ιδιοτελείς και ταπεινούς συνεργάτες του, του δημιούργησαν μια ανυπόφορη ατμόσφαιρα, γεμάτη από στεναχώριες και ψυχικές αναστατώσεις. Αυτοί ακριβώς κινήθηκαν εναντίον του και κάλεσαν ξαφνικά στον θρόνο, τον Απρίλιο του 1598, τον απαίδευτο επίσκοπο Ιωαννίνων Ματθαίο, τον οποίο με την σύμπραξη των Τούρκων τον έκαναν Πατριάρχη. Απογοητευμένος ο Μελέτιος εγκατέλειψε οριστικά την Κωνσταντινούπολη και ξαναγύρισε στην έδρα του, κατά το τέλος του 1598 αρχές του 1599. Επικρατούν οι εγωπαθείς και διεφθαρμένοι του πατριαρχικού περιβάλλοντος και συνεχίζονται οι μηχανορραφίες και οι αλλαξοπατριαρχείες. Οι νέοι αυτοί γραικύλοι εμπρός στην ικανοποίηση των συμφερόντων τους κάνουν ό,τι μπορούν, για να επιβαρύνουν τα οικονομικά του Πατριαρχείου και να σπιλώνουν την υπόληψη της Εκκλησίας του Χριστού. Ο φατριασμός και οι διχόνοιες είναι καθημερινή απασχόλησή τους. Η ελεεινή όμως αυτή κατάσταση αποκαρδίωνε και έσπρωχνε πολλούς Χριστιανούς κάθε χρόνο στον Ισλαμισμό.
Ο Μελέτιος πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1601 στις αγκάλες του πνευματικού του τέκνου Κυρίλλου Λούκαρι (1572 - 1638), που μόλις είχε φτάσει από την δεύτερη αποστολή του στην Πολωνία, όπου μάταια είχε προσπαθήσει ν’ αναστείλη την πρόοδο του Καθολικισμού.
Τα έργα του Μελετίου είναι δογματικά, απολογητικά της Ορθοδοξίας, και ιδίως πολεμικά, όπως ήταν φυσικό για την εποχή εκείνη. Κεντρικό σημείο του έργου του αποτελεί η υπεράσπιση των θέσεων της Ορθοδοξίας απέναντι των αποφάσεων της Φλωρεντινής συνόδου. Από τα έργα του η «Ορθόδοξος διδασκαλία», είχε, φαίνεται, την μεγαλύτερη απήχηση στον λαό, γι’ αυτό και μεταφέρθηκε σε απλή γλώσσα. Ενδιαφέρουσες είναι και οι πάμπολλες επιστολές του, εκδεδομένες και ανέκδοτες, που είναι ανάγκη να συγκροτηθούν σε σώμα και να εκδοθούν, γιατί απευθύνονται όχι μόνο σε επίσημα πρόσωπα, βασιλείς, ανώτερους κληρικούς, λογίους, αλλά και σε κατώτερους κληρικούς και απλούς ανθρώπους του λαού, και περιέχουν πλήθος ειδήσεων χρήσιμων για την γνώση της κοινωνικοπολιτικής, θρησκευτικής και πνευματικής ιστορίας του τόπου.
Πολύ μεγαλύτερη σπουδαιότητα όμως παρουσιάζουν τα κηρύγματά του, οι σωζόμενες ομιλίες με τον τίτλο «Ευαγγελικής διδασκαλίας περίοδος», γιατί άσκησαν μεγάλη επίδραση στον ελληνικό λαό. Το μυστικό της γοητείας του Μελετίου ήταν, κατά τον αυτόπτη μάρτυρα Dousa, ότι «μιλούσε με ευγλωττία και χρησιμοποιούσε διαλεχτές λέξεις, απαλλαγμένες από κάθε τάση για επίδειξη». Ο Πηγάς δηλαδή συνεπαρμένος από την επιθυμία του να πλησιάση τον λαό απομακρύνεται από την συνηθισμένη παλαιότερη παράδοση του κηρύγματος, την επηρεασμένη από την δυτική σχολή, που πρόσεχε πολύ την τεχνική επεξεργασία του κειμένου, δηλαδή την εσωτερική δομή του λόγου, την καλλιέπεια και το ύφος, και — παραμελώντας τους καθιερωμένους κανόνες του είδους αυτού της γραμματείας — αποβλέπει στην πηγαία απόδοση των συναισθημάτων του, στην ζωντανή εξεικόνισή τους με όργανο την δημοτική γλώσσα. Έτσι με τον αυθορμητισμό του ανανεώνει το κήρυγμα, του δίνει μορφή δική του, ελληνική, και ανοίγει ένα δρόμο πολύ δύσκολο και επικίνδυνο για θεολόγους που δεν είχαν ούτε την δική του θερμή πίστη ούτε και μην βαθιά φιλολογική και φιλοσοφική του κατάρτιση.
Οι ομιλίες του Πηγά αποτελούν ένα ζωντανό εθνικοθρησκευτικό κήρυγμα για εγκαρδίωση και ανάνηψη· καταδικάζει την πολυτέλεια, την τροφή, την μέθη, που οδηγούν τους νέους στο παραστράτημα και στην παραλυσία· στιγματίζει τις σωματικές ηδονές και εξαίρει τις πνευματικές, αποδοκιμάζει τις γυναίκες που τρέχουν στους μάγους, στις γητεύτρες, στις γύφτισσες κ. λ., η εκείνες που πιστεύουν σε διάφορες δεισιδαιμονίες, κ. λ. Καταδικάζει τις αδικίες: «Ω άνθρωπε άσπλαχνε..., τι ελπίζεις να πάθης εσύ, οπού αρπάζεις τα αλλότρια, κλέπτεις τα ξένα, ιεροσυλείς τα θεία; Και πάντα διατί; Άλλος δια να μεθύση, άλλος δια να σπαταλήση, άλλος δια να λαμπροφορέση, άλλος δια να κερδίση, λέγει, θρόνους — ξεύρω για τι θρόνους — να δοξασθή και να κλονήται η Εκκλησία του Θεού, δια να ξοδιάζωνται τα στάμενα εις τους ασεβείς, εις τους εχθρούς του Χριστού, να ξεκουμπίση τον αδελφόν, να χαλάση την Εκκλησίαν, δια να στήση το θέλημά του». Με αυστηρότητα καυτηριάζει τους ανάξιους κληρικούς: «Άνθρωπος κράζεται εκείνος του Θεού, Χριστιανός το όνομα, και τάχα και φορεί και σχήμα, δεν ηξεύρω πως να τον ειπώ τον ανίερον. Έπειτα τρέχει οπίσω σαρκός τέρας και δεν φοβάται Θεόν, μήτε το πυρ εκείνο ενθυμείται και τες φλόγες εκείνες [τες] σοδομιτικές, ω ουρανέ και ήλιε!.. Τις σε αναγκάζει να πωλήσης ή να αγοράσης ανάξιος Ιερωσύνην ή Αρχιερωσύνην και να θησαυρίσης κόλασιν; Ή δεν γνωρίζεις πως είναι πολλών κολάσεων άξιον το επιχείρημα; . . ». Υπάρχει έπειτα και η στιγμή της κρίσεως: «Πώς να απολογηθούμεν εκεί, όταν έλθη ο κριτής, όταν καθίση το κριτήριον το φοβερόν, όταν τεθώσι θρόνοι, όταν ανοιχθώσι τάφοι, οι βίβλοι των συνειδήσεών μας;»
Δεν ξεχνά την καταγωγή του και είναι περήφανος γι’ αυτήν. Το γένος του εξακολουθεί να είναι το φως του κόσμου: «Εσείς είσθε το γένος εκείνο το περιφρονημένον των Ρωμαίων, το οποίον ποτέ εκυρίευσεν όλην την Οικουμένην με την δύναμιν των αρμάτων. Η πρώτη μοναρχία των Περσών μετετέθη εις Αιγυπτίους, από τους Αιγυπτίους εις Μακεδόνας, οι οποίοι ήσαν Έλληνες, το γνήσιον γένος σας. Από εκείνους δε ες τους Ρωμαίους, από τούς οποίους εσείς και κρατάτε και λέγεσθε.
Εσείς είσθε εκείνοι, των οποίων οι πατέρες εφώτισαν την οικουμένην, την Ορθοδοξίαν της Χριστού πίστεως. Τα λείψανα είστε εσείς της βασιλείας των Ρωμαίων, εσείς τα λείψανα της Ορθοδοξίας. Από εσάς όλα τα έθνη, όσα ομολογούσι τον Χριστόν, αναμένουσι να πάρουσι το στερέωμα των δογμάτων της πίστεως και τους θεσμούς των εκκλησιαστικών πράξεων, τα ήθη και την πολιτείαν της θεαρέστου ζωής. Όλος ο κόσμος εις εσάς αναδρανίζει, εσάς ως φως του κόσμου».
Όπως βλέπουμε, ο ιερωμένος αυτός γνωρίζει καλά τις πηγές της πνευματικής και της εθνικής του υπόστασης, την αρχαία Ελλάδα μαζί με την Μακεδονία και το χριστιανικό Βυζάντιο. Κλαίει όμως τώρα για την κατάπτωση του γένους που έγινε περίπαιγμα των λαών της Δυτικής Ευρώπης και των «απίστων»: «Κλαίω και εγώ την συμφοράν του γένους μας και θέλω την κλαύσει, δια να μη θαρρούσιν οι αιρετικοί και οι ασεβείς, οπού μας περιπαίζουσι και μας ονειδίζουσι ή πως δεν βλέπομεν την παντερημίαν μας ή πως την στέργομεν».
Αλλά δεν πρέπει ν’ απελπίζωνται οι Έλληνες, αρκεί να μετανοήσουν για όσα έγιναν. Η μετάνοια είναι η σωτηρία. Ο Πηγάς αντιπαραθέτει την αξία της μετάνοιας προς την απαξία της αμαρτίας: «Η αμαρτία εξορίζει, η μετάνοια προσοικειοί. Η αμαρτία πτωχαίνει, πλουτίζει η μετάνοια. Η αμαρτία σκορπίζει, η μετάνοια περιμαζώνει. Ασχημίζει η αμαρτία, καλλωπίζει [η μετάνοια]. Εκείνη κατασταίνει βοσκούς χοίρους, ετούτη μας κατασταίνει πάλιν υιούς». Ας μην είναι λοιπόν οι Έλληνες απαισιόδοξοι. Μόνο στην μετάνοια και στα καλά έργα βρίσκεται η σωτηρία τους: «. . . ας κλαύσωμεν από το ένα μέρος δια τας αμαρτίας μας, επιστρέφοντες εις μετάνοιαν, και από το άλλο μέρος, μη απελπίζου, μη απελπίζου ο λαός του Θεού, το έθνος το άγιον, βλέποντες πως σε κακουχούσιν και σκληραγωγούσιν οι ασεβείς. Αναθυμήσου, πως και το σπέρμα του Αβραάμ, το σπέρμα της επαγγελίας, παρέδωκεν ο Θεός ο δίκαιος εις δουλείαν τόσους χρόνους. Έπειτα ο αυτός Θεός έκρινε (καθώς είπα του Αβραάμ) το έθνος εκείνο των ασεβών... Πλην, παρακαλώ, να σπουδάσωμεν ημείς, να προφθάσωμεν με τα καλά έργα τες ασέβειες αυτών, δια να παρακινηθή ογληγορήτερα ο Θεός, δια την εργασίαν των καλών μας έργων, δια την ασέβειαν των εχθρών, να χαλάση και τόσην τυραννίαν και τόσον κακόν, ως επιθυμείτε, και να μας αξιώση των αγαθών εκείνων της βασιλείας των ουρανών. . . ».
Απέραντη η πίστη του στην Ορθοδοξία. Αυτή θα σώση τους Έλληνες: «Μόνον μη αμελησωμεν αδελφοί τοις ίχνεσιν επιβαίνειν των προγόνων ημων ειδότες ότι ου προσφατοις πόμεθα δόγμασιν αλλ’ αρχαίοις και πατροπαραδότοις τον Σωτηρα Χριστόν έχουσι νομοδότην και νομοθέτην τούς Αποστόλους δε και τούς Αγίους Πατέρας εκφαντορας...». Παρακαλεί τον Χριστό να μην παύση να βασιλεύη και να μην επιτρέψη να βασιλεύη άλλος στην θέση του —· φράση που υπαινίσσεται τον φόβο για την ενδεχόμενη επικράτηση του Μουσουλμανισμού.
Ύστερ’ από όσα αναφέραμε παραπάνω, ήταν επόμενο, οι τρεις κορυφαίοι κληρικοί, ο Μελέτιος Πηγάς, ο Γαβριήλ Σεβήρος και ο Μάξιμος Μαργούνιος να θεωρηθούν πρόμαχοι της Ορθοδοξίας από τις μάζες των Ορθοδόξων και η φήμη τους να σκορπιστή και στις Ορθόδοξες χώρες της Βαλκανικής, κυρίως στην Ρουμανία. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Ματθαίος Μυρέων συνέθεσε «Ακολουθίαν εις τους νεοφανείς αστέρας και θεολόγους και διδασκάλους της Εκκλησίας Μελέτιον Πατριάρχην Αλεξανδρείας, τον από Κρήτης και Γαβριήλ Φιλαδελφείας, τον από Μονεμβασίας, και Μάξιμον Κυθήρων τον Μαργούνιον, τον και αυτόν από Κρήτης, τους εν ενί καιρό επί στήριγμα των της Εκκλησίας δογμάτων και πατρικών παραδόσεων διαλάμψαντας».
3. Ο Κύριλλος Λούκαρις και οι αγώνες του
1. Τον Μελέτιο Πηγά διαδέχεται στον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξανδρείας ο ανεψιός του Κύριλλος Λούκαρις σε ηλικία 29 χρόνων. Ο Λούκαρις, μαθητής και αυτός του μοναχού Μελέτιου Βλαστού, είναι η πιο σημαντική εκκλησιαστική προσωπικότητα του 17 αι. Τις σπουδές του στα ελληνικά, καθώς και τα λατινικά, τις συμπληρώνει στην Βενετία με οδηγό και δάσκαλο τον καλοκάγαθο συμπατριώτη του Μάξιμο Μαργούνιο και αργότερα, στα 17 του χρόνια, το πανεπιστήμιο της Πάδοβας, όπου σπούδασε 6 ολόκληρα χρόνια μέσα σ’ ένα φιλελεύθερο περιβάλλον, που το δεσπόζουν οι φυσιογνωμίες των καθηγητών Piccolomini και Cremonini. Ακολουθούν οι δύο αλλεπάλληλες αποστολές του στην Πολωνία, κατά την διάρκεια των οποίων γνώρισε καλά τις μεθόδους και επιτυχίες των Ιησουϊτών εκεί. Ήταν η πρώτη φάση της πάλης του Λούκαρι, που έληξε με την επιβολή των Καθολικών.
Τώρα με την εκλογή του ως Πατριάρχη αρχίζει η δεύτερη φάση, πιο σκληρή και μέσα στο ίδιο το πάτριο έδαφος. Αμέσως μεταφέρει την έδρα του στο Κάιρο (ποιος είναι ο λόγος δεν έχει ακόμη εξακριβωθή) και από τότε αρχίζει να μελετά συστηματικά όχι μόνον τους Ορθοδόξους, αλλά και τους δυτικούς εκκλησιαστικούς πατέρες και αυτούς ακόμη τους αντιπροσωπευτικούς δογματικούς των εκκλησιών του Λουθήρου και του Καλβίνου, όπως το αποδεικνύουν μερικά από τα ανέκδοτα κηρύγματά του των ετών 1589 - 1626, που μελέτησε ο G. Hofman. Η συστηματική μελέτη τους, κοντά στην βοήθεια που μας προσφέρουν οι επιστολές του, θα μας διευκολύνη ασφαλώς να εντοπίσουμε την έκταση και το βάθος των επιδράσεων των δυτικοευρωπαϊκών εκκλησιών, και να σχηματίσουμε μια ευκρινέστερη εικόνα για το πρόσωπο του Λούκαρι και για τους κλυδωνισμούς της ψυχής του μέσα στην ταραγμένη εκείνη εποχή.
Οι μελέτες και οι σκέψεις του τον έφεραν αντιμέτωπο με τους Καθολικούς και ιδίως με τους Ιησουίτες, οι οποίοι, μέσα στην ίδια την έδρα της Ορθοδοξίας με τον θερμό τους ζήλο, τον συνδυασμένο με την πλατιά θεολογική και κοσμική παιδεία, με την προσήνεια, με την συστηματική άσκηση του διδασκαλικού τους έργου, με την γνώση της ελληνικής και με τα κηρύγματά τους στις εκκλησίες του Πέραν προκαλούσαν συνήθως ευμενή σχόλια στον λαό και δημιουργούσαν ρεύμα συμπαθείας, που γονιμοποιούσε το έδαφος για την προσέγγιση και την ένωση των εκκλησιών.
Η ευνοϊκή αυτή ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να επεκτείνεται και σ’ αυτούς ακόμη τους κύκλους του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Σ’ αυτό συνετέλεσαν και οι ίδιοι οι λατινόφρονες Έλληνες, ιδίως ο ζήλος ορισμένων αποφοίτων του ελληνικού κολλεγίου του Αγ. Αθανασίου της Ρώμης. Συγκεκριμένα ο Φραγκίσκος Κόκκος είχε τόσο επηρεάσει τον Πατριάρχη Ραφαήλ Β’ (1603 - 1608), ώστε να δεχθή να τον διορίση καθηγητή της πατριαρχικής σχολής και τελικά να δεχθή το πρωτείο του πάπα, ενώ ο Νικηφόρος Μελισσηνός με την προπαγάνδα και των Ιησουιτών είχε επιβληθή τόσο στο πνεύμα του Νεοφύτου Β’ (1608- 1612), ώστε ν’ αποστείλη στις 6 Αυγούστου 1608 στον Πάπα Παύλο Ε’ (1605- 1621) και ομολογία πίστεως, με την οποία αναγνώριζε όχι μόνο το πρωτείο του πάπα, αλλά και την διδασκαλία της Δυτικής εκκλησίας.
Η φανερή όμως αυτή απόκλιση του Πατριάρχη Νεοφύτου Β’ προς τον Καθολικισμό, και η συμπάθειά του προς τους Ιησουίτες καθώς και άλλα αίτια, προκάλεσαν την εξέγερση του κλήρου και του λαού, ο οποίος επέτυχε να τον απομακρύνη τον Νοέμβριο του 1612. Την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη ο Λούκαρις για ζητήματα που αφορούσαν τον ταραχοποιό και παράνομο Αρχιεπίσκοπο Σιναίου Λαυρέντιο, καθώς και για άλλα που σχετίζονταν με τους Ορθοδόξους της Ρωσίας. Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν ότι στην ανατροπή του Νεοφύτου Β’ επρωτοστάτησε ο Λούκαρις, αν λάβουμε υπ’ όψη την εχθρότητά του προς τους Ιησουίτες και γενικά προς τους Καθολικούς, την εκτίμηση που του είχε το ορθόδοξο πλήρωμα, καθώς και τις σαφείς καταγγελίες των Καθολικών. Ίσως έτσι εξηγείται και η εκλογή του αμέσως κατόπιν ως «επιτηρητού», δηλαδή τοποτηρητή, του πατριαρχικού θρόνου ως την εκλογή του νέου Πατριάρχη.
Ακολουθεί όμως η αντεπίθεση. Τότε, όπως ειρωνεύεται ο ίδιος ο Λούκαρις, οι «άξιοι» ανώτατοι κληρικοί, ο Παλαιών Πατρών Τιμόθεος, ο Παϊσος Θεσσαλονίκης, ο Τιμόθεος Λαρίσης και ο πρώην Μονεμβασίας Γερμανός επέβαλαν τον λατινόφρονα Τιμόθεο Β’ ως Πατριάρχη ανεβάζοντας το πεσκέσι προς τον σουλτάνο σε 8.000 χρυσά νομίσματα και αυξάνοντας το χαράτσι από 3.000 σε 4.000.
Ο Λούκαρις αποσύρεται στο Αγ. Όρος και απ’ εκεί στην Βλαχία, απ’ όπου εξαπολύει σφοδρότατες επιθέσεις εναντίον της προπαγάνδας των Καθολικών, οι οποίοι έχουν πια κυριαρχήσει μέσα στα πατριαρχεία. Πραγματικά ο νέος Πατριάρχης στις 13 Μαΐου 1615 πληροφορεί τον πάπα Παύλο Ε’ ότι τον αναγνωρίζει ως κεφαλή της Εκκλησίας και τον παρακαλεί να ιδρύση στην Κωνσταντινούπολη ένα θεολογικό σεμινάριο για την θρησκευτική μόρφωση των νέων και ν’ ανατεθή η λειτουργία του σε Ιησουίτες.
Ήταν επόμενο να εκδηλωθή σφοδρή η αντίδραση του Λούκαρι. Ανάμεσα στις εξαίρετες σελίδες του ανήκουν οι εξής: «Ημπορούσι, γράφει σε μια από τις πραγματείες του που στρέφεται εναντίον του παπικού πρωτείου, να ειπούν οι Λατίνοι· χειρότεροι είσθε σεις οι ανατολικοί παρά ημάς, διατί βασιλείαν δεν έχετε, δια την υπερηφάνειάν σας την επήρεν ο Θεός, δεύτερον Ιερωσύνην δεν έχετε, διατί την αγοράζετε από τους Τούρκους, τρίτον μάθημα και σοφίαν δεν έχετε, αμή είσθε δούλοι και έχετε τους Τούρκους επάνω εις τα κεφάλια σας, τα οποία όλα σας τα έδωκεν ο Θεός δια το να μη υποτάσσησθε της Εκκλησίας της παλαιάς Ρώμης, και με όλον τούτο δεν παύετε να γειρεύετε την ταλαιπωρίαν σας, αμή ακόμα εμάς τόσον καταφρονάτε και διασύρετε. Ταύτα ημπορούσι να μας ειπούν καθώς τα λέγουν οι Λατίνοι, πλην με ταύτα δεν μας φοβίζουν. . . Πως η ανατολική Εκκλησία να είναι κακά καταστεμένη δεν το αρνούμεθα. Αλήθεια βασιλείαν δεν έχομεν, ότι έτζη ηθέλησε να μας παιδεύση ο Θεός, δια τας αμαρτίας οπού κάμνομεν, όχι διατί δεν υποτασσόμεθα τω Πάπα. Είναι πολλαί βασιλείαι την σήμερον όπου τον Πάπαν όχι μόνον δεν υποτάσσονται, αμή εις τα έθνη τον κηρύττουσι δια Αντίχριστον και εις τα συγγράματά τους και εις τα βιβλία τους οπού γράφουν εναντίον του Πάπα δεν είναι άξιοι όλοι οι διδάσκαλοι να τους αποκριθούσιν και όταν αποκριθούσι έτζη διαλέγονται προς εκείνους όσον τινάς οπού να γροικά συγκρίνοντας να ευρίσκη τους διδασκάλους του Πάπα φλυαρούντας και τους εναντίους και φιλοσόφους και θεολόγους. Και όποιος θέλει από τους Λατίνους ημείς τους το δείχνομεν εις τα ομμάτια μέσα. Όμως οι τοιούτοι με όλον ότι κηρύττουσι τον Πάπαν αντίχριστον και την Εκκλησίαν της Ρώμης Βαβυλώνα και καθέδραν του Αντιχρίστου, με τούτο όλον ευτυχούσι και αυτοί και αι βασλείαις τους και ημείς λέγουσιν οι Λατίνοι πως εχάσαμεν την βασιλείαν μας διατί δεν υποτασσόμεθα τω Πάπα. Μάλιστα δια να συμφωνήσωσι με τον Πάπαν εις την ψεματικήν σύνοδον της Φλωρεντίας οι άγνωστοι εκείνοι οπού ήσαν εκεί, δια τούτο ο Θεός επαραχώρησε και εχάθη η βασιλεία, ότι δεν ήλπισαν εις τον Θεόν, αμή έκαμαν συμφωνίαν με τον Πάπαν, δια να τους δώση βοήθειαν και ο Θεός άλλως επαραχώρησε και ήλθε μέγας αφανισμός. Λοιπόν εις τούτο το μέρος δεν έχουν δίκαιον να μας λέγουν ότι εχάσαμεν την βασιλείαν δια λόγου τους. Όσον πως δεν έχομεν σοφίαν και μαθήματα αλήθεια είναι, αμή ας μετρήσουν δύο πράγματα οι λατίνοι, πρώτον ότι τον καιρόν τον παλαιόν όσον η σοφία πολιτεύετον εις την Ελλάδα τους λατίνους οι Έλληνες είχαν δια βαρβάρους· και τώρα αν βαρβαρώθημεν ημείς και εκείνοι εσοφίσθησαν παράξενον δεν είναι· η πτωχεία και η αφαίρεσης της βασιλείας μας το έκαμαν και ας έχωμεν υπομονήν. Δεύτερον, ας λογιάσουν ότι αν δεν έχωμεν σοφίαν εξωτέραν, έχομεν χάριτι Χριστού σοφίαν εσωτέραν και πνευματικήν, η οποία στολίζει την ορθόδοξόν μας πίστιν και εις τούτο πάντοτε είμεσθεν ανώτεροι από τους λατίνους, εις τους κόπους, εις τας σκληραγωγίας· και να σηκώνωμεν τον σταυρόν μας και να χύνωμεν το αίμα μας δια την πίστιν και αγάπην την προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Αν είχε βασιλεύσει ο Τούρκος εις την Φραγκίαν δέκα χρόνους, Χριστιανούς εκεί δεν εύρισκες· και εις την Ελλάδα τώρα τριακοσίους χρόνους ευρίσκεται και κακοπαθούσιν οι άνθρωποι και βασανίζονται δια να στέκουν εις την πίστιν τους και λάμπει η πίστις του Χριστού και το μυστήριον της ευσεβείας και εσείς μου λέγετε ότι δεν έχομεν σοφίαν; Την σοφίαν σου δεν εθέλω ομπρός εις τον σταυρόν του Χριστού, κάλλιον ήτο να έχη τινάς και τα δύο, δεν το αρνούμαι, πλην από τα δύο τον σταυρόν του Χριστού προτιμώ» .
2. Κύριος στόχος των επιθέσεων του Λούκαρι είναι ο Ιησουίτες, ο οποίοι μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα είχαν σημειώσει αξιοθαύμαστη πρόοδο στο προπαγανδιστικό τους έργο. Αυτών ακριβώς τις ενέργειες καυτηριάζει ο Λούκαρις με οξύτητα στον διάλογό του «Ζηλωτής και Φιλαλήθης»: «Όταν μας ομιλώσι με γλυκά λόγια, και εκεί κρύπτουσι το φαρμάκι· όταν μας τιμώσι, τότε μας γελώσι εις τον εαυτόν τως· όταν μας διδάσκουσι, τότε μας πραγματεύονται, όταν μας χαρίζουν ή χαρτάκια κομποσχοίνια, τότε μας παγιδεύουσι· όταν κάμνουν κωμωδίες ή άλλα θέατρα και μας προσκαλούν να πηγαίνωμεν, τότε μας μυκτηρίζουσιν ως αγνώστους και λωλούς και ουτιδανούς. Με τούτο όλον θεωρώ, άνδρες Έλληνες, πως πολλοί κρατούσι μαζί τως, δεν γνωρίζοντας ταύτα. Ετούτο είναι εκείνο όπού καίει την καρδίαν, πως έπεσεν εις ημάς τόση αγνωσία και δεν είμασθεν άξιοι να κρίνωμεν το κακόν οπού μας κυνηγά. . . Δια τούτο όταν σας λέγουσι «η εκκλησία της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως είναι μία, και δεν είναι ανά μέσον μας διαφορά», με κακήν διάθεσιν σας το λέγουν· διατί αυτοί όλοι, και Γεζουίται και οι λοιποί Φράροι, εις τα βιβλία οπού γράφουν και εις τες διδαχές οπού κάμνουν ημάς τους Έλληνας μας κράζουν σχισματικούς και αιρετικούς, αποστάτας, ψεύστας και κάθε άλλο κακόν όνομα, και πως Εκκλησίαν δεν έχομεν, μόνον συναγωγήν, σαν τους Εβραίους.»
Ο φανατισμός των Ορθοδόξων, προ πάντων των μοναχών, εναντίον των δυτικών φτάνει ως το σημείο, ώστε και σ’ αυτές ακόμη τις κωμοπόλεις και πόλεις των επαρχιών, όπως π.χ. της Μυτιλήνης, ν’ ακούη κανείς ότι, αν κάποτε στο μέλλον πρόκηται να κυριαρχήσουν στην Κωνσταντινούπολη οι Λατίνοι, πολύ καλύτερα είναι να μείνουν οι Τούρκοι.
Η αμοιβαία αποστροφή και η κατηγορία των μεν εναντίον των δε ως σχισματικών είναι κάτι το συνηθισμένο. Ο Καπουκίνος πατήρ Arcangelo γράφει: «Δεν υπάρχει έθνος που μας είναι τόσο βαθιά μισητό όσο οι Έλληνες, γιατί είναι γένος αμαθές, διαφθαρμένο και αλαζονικό· εμείς δεν μπορούμε να τους πλησιάσουμε».
Πραγματικά ο κατώτερος κλήρος εξακολουθεί να είναι αμόρφωτος, όπως και μετά την Άλωση, και ουσιαστικά δεν προσφέρει σπουδαία πνευματική τροφή στο ποίμνιό του, πράγμα που προκαλεί τα ειρωνικά σχόλια των Καθολικών ιερωμένων ή των ξένων που περιηγούνται τις ελληνικές χώρες, αλλά — πράγμα πολύ σπουδαίο — στέκεται πολύ κοντά του, παίρνει μέρος στους αγώνες του, συνυποφέρει και ασκεί άμεση επίδραση επάνω του. Έτσι με την δραστηριότητα της Δυτικής εκκλησίας και με την αντίδραση της Ανατολικής αναζωογονούνται και πάλιν οι έριδες με αποτέλεσμα να ιδούν το φως νέες εκδόσεις θεολογικών βιβλίων, οι οποίες πλουτίζουν την θρησκευτική φιλολογία.
Στον αγώνα αυτόν της Ορθοδοξίας ζητεί ο Λούκαρις και έχει την συμπαράσταση των Προτεσταντών, με τους οποίους αλληλογραφεί και συζητεί διάφορα θέματα. Ακριβώς η ιδεολογική αυτή επικοινωνία και οι υποχωρήσεις του σε ορισμένες απόψεις των Διαμαρτυρομένων υπήρξαν οι αιτίες να κατηγορηθή πολύ νωρίς ως οπαδός του Λουθήρου ή του Καλβίνου. Η επιθυμία του μάλιστα να κάνη στενώτερους τους δεσμούς του με τους Διαμαρτυρομένους και να γνωρίση καλύτερα την εκκλησία τους τον έκανε να στείλη στα 1617 (ανταποκρινόμενος σε παράκληση του αρχιεπισκόπου του Canterbury George Abbot) στην Αγγλία τον ευφυή και φιλομαθή πρεσβύτερο Μητροφάνη Κριτόπουλο (1589 - 1639) από την Βέροια, που τον είχε γνωρίσει ως μοναχό στο Άγιον Όρος.
Η ώρα όμως του Λούκαρι για τους μεγάλους και σκληρούς αγώνες του εσήμανε, όταν στις 4 Νοεμβρίου 1620 η σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου τιμώντας την αρετή και την σοφία του τον εξέλεξε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Αμέσως, φαίνεται, ύστερ’ από την εκλογή φεύγει από την έδρα του ο φιλοκαθολικός Μητροπολίτης Ίμβρου Αθανάσιος, ο οποίος επί χρόνια τριγυρίζει, μηχανορραφεί εναντίον του και ζητεί την επέμβαση του Γερμανού αυτοκράτορα. Έντονη είναι η αντίδραση εναντίον του Λούκαρι, εφόσον μάλιστα οι Ιησουίτες, η Αγία Έδρα και πίσω απ’ αυτούς οι ενδιαφερόμενες καθολικές δυνάμεις Αυστρία και Γαλλία τον υποπτεύονταν ως Καλβινιστή. Αποκαλυπτικά είναι όσα γράφει ο «αποστολικός επισκέπτης» Ρ. Demarchis τον Οκτώβριο - Νοέμβριο του 1622 σχετικά με τα τότε σχέδια των Καθολικών: «Για να ξανακερδίσουμε την ελληνική Εκκλησία, πρέπει πρώτα πρώτα να φύγη αυτός ο Πατριάρχης, ο Κύριλλος,. . . σαν ο μεγαλύτερος εχθρός της Καθολικής Εκκλησίας, επειδή, μολυσμένος από την Λουθηρανική και Καλβινική αίρεση, απομακρύνει και αποξενώνει, όσο μπορεί, τους Έλληνες από τους Καθολικούς και προσπαθεί να εκμηδενίση το κύρος του (Λατίνου) Πατριάρχη και του τοποτηρητή του».
Πραγματικά τον Απρίλιο κιόλας το 1623 απομακρύνεται ο Λούκαρις από τον θρόνο με την επέμβαση του πρεσβευτή της Γαλλίας Fhillippe de Cesy, ύστερ’ από διαβήματα του αποστολικού νουντσίου στο Παρίσι Ορσινι στον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΓ’. Στην θέση του εκλέγεται στις 28 Μαΐου ο Αμασείας Γρηγόριος, «λατινόφρων», ο επονομαζόμενος «Στραβοαμασείας» και ύστερ’ από ένα μήνα, 25 Ιουνίου, ο Μητροπολίτης Άνθιμος, αλλά στις 2 Οκτωβρίου ανεβαίνει και πάλι στον θρόνο ο Λούκαρις χάρη στην υποστήριξη των πρεσβευτών Ολλανδίας Haga και της Αγγλίας Sir Thomas Rowe.
Η πρόσφατη δημοσίευση αποσπασμάτων από τις επιστολές του Πατριάρχη προς τον Sir Thomas Rowe (γραμμένες μεταξύ Ιουνίου 1625 - Μαρτίου 1628) αποδεικνύει ότι ο Λούκαρις είχε συνδεθή πια στενά μαζί του, ότι του ζητούσε την αρωγή στις δύσκολες στιγμές και ότι τον κατατόπιζε στις ενέργειες των Καθολικών μέσα στην Κωνσταντινούπολη, τους οποίους παραπλανούσε ως προς τα πραγματικά του αισθήματα απέναντί τους. Έτσι π. χ. τον ενημερώνει στις συζητήσεις του με τον Έλληνα Καθολικό Κανάκη Ρώση, ο οποίος επιφορτισμένος με ειδικές οδηγίες από την Προπαγάνδα Πίστεως και από τον πρόεδρό της καρδινάλιο Bandini είχε φθάσει στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1625 και επιδίωκε να του αποσπάση — έναντι ανταλλαγμάτων — την αποκήρυξη των Καλβινικών του ιδεών και ομολογία πίστεως στον πάπα: «. . . Επιζητεί να διαφθείρη το ποίμνιόν μας και εμέ τον ίδιον με θαυμαστά τεχνάσματα και με πολλάς κολακείας επιχειρεί να κατακτήση. Επί τέλους μου έδειξε τας οδηγίας που έχει δι’ εμέ. . .». Από απόσπασμα της επόμενης επιστολής του πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο Λούκαρις δεν ψυχραίνει τον ζήλο των συνομιλητών του, αλλά ότι τους βαυκαλίζει με ελπιδοφόρες υποσχέσεις και έτσι παρελκύει το θέμα με εσκεμμένη εφεκτικότητα και αδράνεια: «Εν τω μεταξύ θα δεικνύω περίσκεψιν κατά τας μετά των ανθρώπων αυτών διαπραγματεύσεις· και αν προτείνουν άλλο τι μετά ταύτα, θα το αναφέρω εις την υμετέραν εξοχότητα· άνευ της συμβουλής σας ουδέν θα πράξω... Εν ευθέτω θα συναντηθώμεν και θα συνεννοηθώμεν προφορικώς περί των λοιπών.. .» (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1625). Το ζήτημα έληξε με την συμβουλή που του έδωσε ο Sir Thomas Rowe: να μη δώση ρητή απάντηση στις προτάσεις των αντιπροσώπων της Προπαγάνδας Πίστεως, εφόσον δεν του τις υποβάλλουν γραπτά.
Ο Rowe θεωρεί τον Λούκαρι Καλβινιστή: «Όσο για τον ίδιο τον Πατριάρχη δεν αμφιβάλλω, πως στην θρησκευτική του συνείδηση δεν είναι παρά, όπως τον χαρακτηρίζουμε, ένας καθαρός Καλβινιστής και σαν τέτοιον οι Ιησουίτες τον στιγματίζουν». Ο πρεσβευτής φαίνεται υπεραισιόδοξος. Στην πραγματικότητα όμως ο Κύριλλος έμενε σταθερός στην Ορθοδοξία και δεν είχε ακόμη κατασταλάξει σε άλλες πεποιθήσεις ή τουλάχιστον δεν είχε ακόμη το θάρρος να τις διακηρύξη. Απόδειξη το ναυάγιο των προσπαθειών του εφημερίου της Ολλανδικής πρεσβείας Piscator, που απέβλεπαν στην ένωση των εκκλησιών των Διαμαρτυρομένων και των Ορθοδόξων: ο ίδιος απογοητευμένος έλεγε στον διάδοχό του Ant. Leger, τον Ιούλιο του 1628 στην Βενετία, ότι είχε χάσει σχεδόν κάθε ελπίδα.
Ο βάιλος, ο οποίος επίσης έχει αποκτήσει την εμπιστοσύνη του Λούκαρι, με άκρο ενδιαφέρον παρακολουθεί όλες αυτές τις κινήσεις κι ενημερώνει τον δόγη, αποφεύγοντας ν’ αναμειχθή στις μηχανορραφίες. «Εγώ, γράφει στις 4 Σεπτεμβρίου 1627, δεν είμαι εδώ εκκλησιαστικός ιεροδικαστής και δεν ανεμείχθην ποτέ ούτε θα αναμειχθώ υπέρ του ενός ή του άλλου εις τας διαπραγματεύσεις μεταξύ πατριάρχου, ελληνικού έθνους και των πρέσβεων του πάπα εις την χώραν ταύτην· ούτε επαινώ, ούτε κατηγορώ, αλλά μόνον ίσταμαι υψηλότερα και παρατηρώ τα συμβαίνοντα και τούτο μέχρις ότου η υμετέρα σύνεσις κρίνη σκόπιμον να μου αναθέση καμμίαν εντολήν. . .».
Η διαμάχη λοιπόν των Καθολικών και των Διαμαρτυρομένων εντείνεται. Οι βλέψεις τους είναι πώς να ματαιώσουν την επικράτηση των αντιπάλων τους και να επιτύχουν την διάδοση του οικείου δόγματος. Ας μη ξεχνούμε ότι οι θρησκευτικοί πόλεμοι εξακολουθούσαν ακόμη ν’ αναστατώνουν τα ευρωπαϊκά κράτη και επομένως η προσέλκυση της Ανατολικής Εκκλησίας προς τον Καθολικισμό ή προς τον Προτεσταντισμό θα είχε τεράστιο αντίκτυπο όχι μόνο στην κίνηση των θρησκευτικών ιδεών, αλλά και στην επιβολή της πολιτικής επιρροής τους. Γι’ αυτό και το ζωηρό ενδιαφέρον των ηγεμόνων και κυβερνήσεων να στηρίξουν τις κινήσεις των κληρικών τους και να επηρεάσουν τους Ορθοδόξους, ιδίως το περιβάλλον του Πατριάρχη και τον ίδιο τον Πατριάρχη.
3. Την εποχή ακριβώς αυτή ο Λούκαρις αισθάνεται έντονη την ανάγκη να φωτιστή το έθνος με έντυπα, την ανάγκη δηλαδή ενός τυπογραφείου, και ενεργεί με τον Μητροφάνη Κριτόπουλο να μεταφερθή κατά τα μέσα του 1627 στην Κωνσταντινούπολη το τυπογραφείο του Κεφαλλωνίτη λόγιου μοναχού Νικοδήμου Μεταξά. Το τυπογραφείο στεγάζεται στο σπίτι του μοναχού και αρχίζει σε λίγο να βάλλη εναντίον των απόψεων των Καθολικών εντύπων, που κυκλοφορούσαν στην Ανατολή. Σχετικά μας πληροφορεί ο Βενετός βάιλος στις 13 Νοεμβρίου 1627· «Φαίνεται ότι τώρα εκτυπώνονται μερικά κηρύγματα ενός Μαργουνίου, τον οποίον εκτιμούν πάρα πολύ. Οι Ιησουίται διαδίδουν ότι διασπείρουν τας αιρέσεις του αρχιεπισκόπου του Spalato και επειδή ομιλούν ασυστόλως, εξερεθίζουν έτι μάλλον τον Πατριάρχην και όλον το έθνος. Διότι αυτοί δεν ασχολούνται τώρα με δογματικά συγγράμματα ούτε επιδιώκουν να εισαγάγουν καινοτομίας, αλλ’ επιδιώκουν δια του τυπογραφείου να αποσκορακίσουν την τόσην αμάθειαν που βασιλεύει μεταξύ των και να αφυπνίσουν τον λαόν κατά των Ιησουϊτών, υπό των οποίων συνεχώς ενοχλούνται. Ο Πατριάρχης κηρύττει κάθε Κυριακήν εις την Εκκλησίαν του εναντίον των και ελπίζω από το μέρος τούτο να αναφυή καμμία καλή ευκαιρία δια το ζήτημα αυτό των Ιησουϊτών, το οποίον βλέπω ότι θεωρείται επείγον και πολύ δικαίως από την Εξοχωτάτην Γερουσίαν..».
Με την λειτουργία του τυπογραφείου συνδέεται μια από τις πιο σπουδαίες φάσεις του λυσσαλέου ανταγωνισμού Καθολικών από το ένα μέρος και Ορθοδόξων - Διαμαρτυρομένων από το άλλο. Η δραστηριότητα του τυπογραφείου ταράζει τους Καθολικούς ηγήτορες και προκαλεί τις αντιδράσεις τους. Και τελικά, τον Ιανουάριο του 1628, μηχανορραφίες και καταγγελίες των μεν εναντίον των δε προς τους Τούρκους είχαν ως αποτέλεσμα να διακοπούν οι εργασίες του, αλλά και ν’ απελαθούν οι Ιησουίτες από την Κωνσταντινούπολη, προσωρινά βέβαια, χάρη στην επέμβαση του Γάλλου πρεσβευτή de Cesy. Σχολιάζοντας την υπόθεση αυτή γράφει ο Λούκαρις προς τον Sir Thomas Rowe: «...Ο Θεός είναι δίκαιος: εις άλλους έσκαπτον τον λάκκον, αλλά έπεσαν οι ίδιοι. Εξοχώτατε, είναι ανάγκη όπως ο εκλαμπρότατος βάιλος προβή εις έντονον διάβημα δια να απελαθούν σώοι, χωρίς να πειραχθούν. Διότι θα μας δυσαρεστήση αν υποφέρουν ακόμη, μολονότι το αξίζουν. Είναι βέβαιον ότι αυτοί δεν θα εδείκνυον οίκτον υπέρ ημών, εάν ευρισκώμεθα εις την εξουσίαν των. . .».
Ποια είναι η στάση του βάιλου ύστερ’ απ’ αυτή την κρίση, το βλέπουμε στην έκθεσή του της 15 Απριλίου 1628: «.. . ελπίζω ότι θα πεισθή (ένν. ο Πατριάρχης) να μη κάμη πλέον χρήσιν του τυπογραφείου, διότι αντελήφθη ότι τοιαύτη είναι και η θέλησις της Υμετέρας Γαληνότητος. Όμως ελπίζω ότι θα παύσουν και αι εκ Ρώμης ενέργειαι και είναι ευχής έργον να τεθή τέρμα εις ταύτας, επ’ ωφελεία της ημετέρας Αγίας Θρησκείας. Θα έχω όμως πάντοτε υπ’ όψει μου να μη θιγούν τα συμφέροντα του Μεταξά, αρκετά ήδη ζημιωθέντος, ούτε και αι σχέσεις που πρέπει να διατηρώ με τον νυν Πατριάρχην ως και με το ελληνικόν έθνος. . .». Και πραγματικά τα καταφέρνει πολύ καλά ο βάιλος στον ρόλο του.
Λίγους μήνες αργότερα, η αναχώρηση του Rowe από την Κωνσταντινούπολη στέρησε τον Πατριάρχη από έναν ισχυρό προστάτη. Με την ευκαιρία αυτή ο Λούκαρις του παραδίδει ως δώρο προς τον βασιλιά Κάρολο Α’ τον περίφημο «Αλεξανδρινό κώδικα», κτήμα τώρα του Βρεττανικού Μουσείου.
4. Από την εποχή αυτή περισσότερο αισθητή γίνεται η επιρροή του περιβάλλοντος της Ολλανδικής πρεσβείας: τον Οκτώβριο του 1628 φθάνει ο νέος εφημέριος της Ολλανδικής πρεσβείας Antoine Leger, ο οποίος εφοδιασμένος με πολλά εκκλησιαστικά βιβλία, κατάλληλα για την αποστολή του, έρχεται να συνεχίση το έργο του προκατόχου του και να σημειώση αρκετές επιτυχίες εκεί όπου εκείνος είχε τελείως αποτύχει.
Οι πρώτες του επαφές με τον Πατριάρχη τον απογοητεύουν. Γι’ αυτό ίσως και δεν τον συμπαθεί. Τον κατηγορεί για την «υπερβολικά σχολαστική του περίσκεψη», την χλιαρότητα και την βραδύτητα των ενεργειών του. Με τον υπερβολικό του ζήλο να παρουσιάση επιτυχίες κατακρίνει κάθε πράξη του Πατριάρχη, που αποθαρρύνει ή επιβραδύνει τις ενέργειές του. Προβαίνει επίσης σε ορισμένες διαπιστώσεις: «Η άγνοια του λαού και της πλειοψηφίας του κλήρου, γράφει στην Σύνοδο των Ποιμένων και των καθοδηγητών της Εκκλησίας στην Γενεύη, είναι κάτι το απίστευτο... Και το χειρότερο είναι, πως μέσα στον λαό μπορεί να βρη πολύ μικρή επιθυμία, αν όχι τέλεια απροθυμία, να διδαχθή τα πνευματικά πράγματα». Βελτίωση της κατάστασης αυτής θα γινόταν με την έκδοση της Αγ. Γραφής σε γλώσσα που να την καταλαβαίνη ο λαός, με «μια μικρή κατήχηση κι’ άλλα στοιχειώδη βοηθήματα για τα παιδιά και με την ίδρυση ενός σεμιναρίου μάλλον θεολογικού χαρακτήρος». Οι συστάσεις του Leger φαίνεται ότι εισακούστηκαν, γιατί τον Μάρτιο κιόλας του 1629, ο μοναχός Μάξιμος Καλλιουπολίτης, με την επίβλεψη του Λούκαρι, έχει αναλάβει να μεταφράση την Καινή Διαθήκη στα νεοελληνικά· επίσης ο Πατριάρχης είχε ετοιμάσει και παραδώσει στα χέρια του Leger την περίφημη «Ομολογία» του, που είναι περισσότερο Καλβινική παρά Ορθόδοξη. Η Καινή Διαθήκη τυπώθηκε το 1638 στην Γενεύη με πρόλογο του ίδιου του Πατριάρχη, ενώ η «Ομολογία» του στον ίδιο τόπο τον Μάρτιο του 1629 σε λατινική μετάφραση, αφιερωμένη στον Ολλανδό πρεσβευτή Κορνήλιο Haga και το 1631 στην ελληνική και λατινική. Ενώ ο Κύριλλος συντάσσει και παραδίδει στα χέρια του Leger την περιβόητη «Ομολογία», από το άλλο μέρος ενισχύει την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως με την πρόσκληση του συμπατριώτη του Μελετίου Συρίγου, καταδικασμένου σε θάνατο από τους Βενετούς της Κρήτης για την σφοδρότητα, με την οποία υποστήριζε τις θέσεις της Ορθοδοξίας εκεί, και του εμπιστεύεται την εκκλησία της Χρυσοπηγής. Ο άμβωνάς της είναι το ελεύθερο βήμα, απ’ όπου τώρα πια απερίσπαστος ο Συρίγος εξαπολύει τους μύδρους του εναντίον των πολεμίων της Ορθοδοξίας.
Η δημοσίευση της «Ομολογίας» προκαλεί κατάπληξη στους κύκλους των Ορθοδόξων και την αντίδραση των Καθολικών, κυρίως του πρεσβευτή της Γαλλίας de Marcheville, ο οποίος ανήσυχος ζητεί να βεβαιωθή, αν πραγματικά ο Κύριλλος εμμένει στις ιδέες που αναπτύσσει στο βιβλίο του. Και ο Πατριάρχης δεν διστάζει καθόλου ν’ απαντήση με αξιοπρέπεια και να κλείση την συζήτηση με τα εξής αξιομνημόνευτα: «. . . στο ζήτημα των πεποιθήσεων μου και της αιώνιας σωτηρίας μου δεν θα υπακούσω ούτε τον βασιλιά της Γαλλίας, ούτε σε κανέναν άλλο στον κόσμο, αλλά θα ακολουθήσω αυστηρά τις υπαγορεύσεις της συνείδησής μου».
Ειδική κατήχηση, βασισμένη στην «Ομολογία» του και γραμμένη στα νεοελληνικά, δεν γράφτηκε. Επίσης δεν ιδρύθηκε και το σεμινάριο, το «φροντιστήριον», που προσδοκούσε ο Leger. Ίσως ο Λούκαρις υπολόγιζε στην άφιξη του Κριτοπούλου, που — ύστερ’ από πενταετή περιοδεία στις λουθηρανικές και καλβινικές χώρες, Αγγλία, Γερμανία και Ελβετία — βρισκόταν πια στον τελευταίο σταθμό του προς την Ελλάδα, στην Βενετία. Γεγονός όμως είναι ότι ο Κριτόπουλος χρονοτριβεί στην Βενετία, χωρίς να βιάζεται να επιστρέψη στην Κωνσταντινούπολη. Ούτε όμως και ο Πατριάρχης τον καλεί. Τι συμβαίνει άραγε; Τι έχει μεσολαβήσει μεταξύ τους; Ο Καρμίρης υποθέτει βάσιμα ότι «ο Κριτόπουλος εζήτησε και επέτυχε την νέαν αναβολήν, δια να ευρίσκεται μακράν της Κωνσταντινουπόλεως κατά τον εγερθέντα εκεί συνεπεία της κατά το αυτό έτος 1629 εκδόσεως της Καλβινικής Λουκαρείου Ομολογίας δεινόν σάλον και αποφύγη πάσαν και κατ’ αυτού, ως προστατευομένου του Πατριάρχου και παρά τοις Διαμαρτυρομένοις σπουδάσαντος, υπόνοιαν επί Προτεσταντισμώ, λόγον δια τον οποίον ηναγκάσθη πιθανώς να διακόψη τελείως και την μετά των εν Γερμανία Διαμαρτυρομένων φίλων του αλληλογραφίαν από της εποχής ακριβώς ταύτης».
Τελικά ο Λούκαρις καλεί τον Θεόφιλο Κορυδαλλέα ύστερ’ από εισηγήσεις, φαίνεται, του Legerκαι του Haga. Έτσι αδέσμευτος ο Κριτόπουλος επιστρέφει κατά το τέλος του 1630 στην Αίγυπτο, όπου τον δέχεται με μεγάλη χαρά ο γέρος πια Πατριάρχης Γεράσιμος Σπαρταλιώτης και το 1631 ή 1632 τον ονομάζει μέγαν αρχιμανδρίτη Αλεξανδρείας και τον Νοέμβριο του 1633 τον χειροτονεί Μητροπολίτη «Μέμφεως και Αιγύπτου». Από τότε ο Κριτόπουλος διευθύνει επιτροπικά το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, επειδή ο Πατριάρχης ανήμπορος πια, έχει αποσυρθή στην μονή του Αγ. Σάββα. Τέλος τον Αύγουστο ή Σεπτέμβριο του 1636 ο Κριτόπουλος εκλέγεται Πατριάρχης Αλεξανδρείας.
Στο μεταξύ, στην Κωνσταντινούπολη, ο ερεθισμός των πνευμάτων εντείνεται συνεχώς. Το 1629 έχει φθάσει εκεί ως πρεσβευτής της Αυστρίας ο Rudolf Schmid, ο οποίος συνεχίζει τον αγώνα που είχε αρχίσει Cesy. Θα ήταν πολύ ανιαρό και αηδιαστικό να εξιστορήση κανείς διεξοδικά τις μηχανορραφίες των αντιπροσώπων των μεγάλων δυνάμεων και της Δυτικής εκκλησίας, τις συσκέψεις με τα όργανά τους, ασυνείδητους ανώτερους ορθόδοξους κληρικούς, τον φανατισμό και την αγριότητα σε βάρος των αντιπάλων τους, τις εξαγορές συνειδήσεων, τις συνεχείς δωροδοκίες των ισχυρών Τούρκων και του σουλτάνου με αποτέλεσμα το ανεβοκατέβασμα των Πατριαρχών, τις αλλεπάλληλες εξώσεις του Λούκαρι για δεύτερη, τρίτη και τέταρτη φορά μέσα σε λίγα χρόνια και την τρομακτική αύξηση του πατριαρχικού χρέους.
Οι Τούρκοι επίσημοι τρίβουν τα χέρια τους: «Οι εδώ υπουργοί, γράφει ο βάιλος στις 2 Μαΐου 1634, ανεκάλυψαν και εκμεταλλεύονται συνεχώς το μεταλλείον τούτο της αλλαγής των Πατριαρχών, το οποίον τοις προσπορίζει μεγάλα χρηματικά ποσά».
5. Την κατάσταση την επιδεινώνει και ένα άλλο σπουδαίο ζήτημα, που μπαίνει τώρα σε οξεία φάση: οι διενέξεις Ορθοδόξων και Καθολικών για την κατοχή των Ιερών Ιδρυμάτων στους Αγίους Τόπους. Οι έριδες αυτές, που είχαν αρχίσει κυρίως μετά την κατάκτηση της Συρίας και της Παλαιστίνης από τον Σελίμ Α’ (1517), παρουσίασαν πολλές φάσεις με την πρόσκαιρη επιβολή άλλοτε των μεν και άλλοτε των δε, την οποία εξασφάλιζαν με παρασκηνιακές ενέργειες κοντά στον σουλτάνο στους ισχυρούς του διβανίου και με την καταβολή μεγάλων ποσών χρυσού προς αυτούς. Στα 1633 η έριδα για την κατοχή των Αγίων Τόπων οξύνεται επικίνδυνα.
Στην υπεράσπιση των προσκυνημάτων των Ορθοδόξων και των απόψεών τους μεγάλη πρωτοβουλία και δραστηριότητα ανέπτυξαν οι Πατριάρχες των Ιεροσολύμων, η Αγιοταφική Αδελφότης και οι Αγιοταφίτες μοναχοί, που περιέτρεχαν συνεχώς τις ελληνικές χώρες και με τα φλογερά τους κηρύγματα συγκινούσαν τον ελληνικό λαό. Έτσι πολλοί πήγαιναν να προσκυνήσουν τον Πανάγιο Τάφο και γίνονταν «χατζήδες», ενώ παντού ίδρυαν «αδελφάτα» γι’ αυτόν, έκαναν δωρεές σε κτήματα ή χρήματα και με κοινές εισφορές ανοικοδομούσαν τα ιερά ιδρύματα.
Και στο ζήτημα αυτό ο Λούκαρις έδειξε την γνωστή του ευλυγισία, διπλωματικότητα και επιμονή. Η επιτυχής όμως αντίδρασή του στα σχέδια των δυτικών, κληρικών και διπλωματών επρόκειτο να ξεσηκώση άγρια διαμάχη, στην οποία παίρνουν μέρος και οι λατινόφρονες υποψήφιοι μνηστήρες του πατριαρχικού θρόνου και εχθροί του Κυρίλλου Λούκαρι, ο φιλοχρήματος και ασυνείδητος Αθανάσιος Πατελλάρος και ο θρασύς και σκληρός Κύριλλος Κονταρής. Ο Λούκαρις βρίσκεται στο επίκεντρο των συγκρούσεων. Για να κρατηθή στην θέση του, είναι αναγκασμένος συχνά όχι μόνον να προβαίνη σε ορισμένες παραχωρήσεις στους Διαμαρτυρομένους, όσες το επιτρέπει η συνείδησή του, αλλά και να πολιτεύεται απέναντι και αυτών ακόμη των Καθολικών. Η στάση του αυτή βέβαια προκαλεί την ανησυχία και την οργή των Καθολικών, αλλά και την δυσφορία κάποτε των Διαμαρτυρομένων, που βιάζονται να ιδούν επιτέλους την πραγματοποίηση του ονείρου τους, δηλαδή την ένωση της Εκκλησίας τους με την Ορθόδοξη. Επόμενο λοιπόν ήταν οι πρώτοι να τον κατηγορούν για διπροσωπία και απάτη, ενώ οι δεύτεροι για αδράνεια.
Χαρακτηριστική για την κατάπτωση και εξαγρίωση των ηθών κληρικών, διπλωματών και πολιτικών είναι η τελευταία φάση της διαμάχης (Απρίλιος 1636 - 31 Ιουλίου 1638). Επειδή οι Λατίνοι μοναχοί του τάγματος του Αγ. Φραγκίσκου καταβάλλοντας 20.000 ρεάλια στον σουλτάνο και 5.000 στους υπουργούς του είχαν κατορθώσει να γίνουν κύριοι των προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων, οι Ορθόδοξοι με την ίδια πρακτική, αλλά επιζήμια μέθοδο και με πρωτοβουλία των Πατριαρχών Ιεροσολύμων και Κωνσταντινουπόλεως κατορθώνουν να τ’ ανακτήσουν. Η επιτυχία των Ελλήνων είχε ως αποτέλεσμα να ενταθούν οι ενέργειες της παπικής αυλής σε βάρος των Ελλήνων, κυρίως των εμπόρων, τους οποίους θα καταδιώκουν και θα ληστεύουν τα καθολικά κράτη με τα καράβια τους.
Αξίζει να παρατεθή το πρώτο άρθρο του σχετικού υπομνήματος της παπικής αυλής προς τους Καθολικούς πρέσβεις (1637):
«Α’. Να γίνη γνωστόν, δια των πρεσβευτών των Χριστιανών πριγκίπων εν Κωνσταντινουπόλει, προς τους δύο Πατριάρχας, Αθανάσιον Πατελλάρον και Κύριλλον Βεροίας και δια τούτων εις άλλους Μητροπολίτας τους κυριωτέρους ότι, αν θέλουν να βοηθή η Δυτική Εκκλησία την Ανατολικήν, δεν πρέπει να εξερεθίζουν τους Λατίνους εις τόσον σπουδαίον ζήτημα και αν οι Ιεροί Τόποι δεν αποδοθούν, η Ελλάς θα υποστή μεγίστην ζημίαν και ιδία οι Αρχιερείς ελληνορθόδοξοι, οι οποίοι θα εκδιώκωνται από την χριστιανωσύνην και θα χάσουν πάσαν βοήθειαν, ούτε θα γίνωνται δεκτοί οι Έλληνες εις το Κολλέγιον της Ρώμης, αλλά μόνον οι Ρουθήνοι και οι Έλληνες της Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, ότι ο Καθολικός βασιλεύς θα απαγορεύση εντελώς την συλλογήν εράνου που οι Έλληνες ενεργούν εις την επικράτειάν του και ότι οι πρίγκηπες που έχουν πολεμικά πλοία θα καταδιώκουν ακόμη περισσότερον τους Έλληνας. Δι’ όλα τα ανωτέρω πρέπει οι δύο Πατριάρχαι με τους μητροπολίτας φίλους των να φροντίσουν, ώστε να επανέλθουν τα πράγματα εις την προτέραν των κατάστασιν».
Κατά τα τέλη του 1637 έρχεται στην Κωνσταντινούπολη ο Μητροφάνης Κριτόπουλος ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας, βρίσκει τον παλαιό του προστάτη Λούκαρι αγωνιζόμενο εναντίον της Καθολικής προπαγάνδας και παρακολουθεί τρομαγμένος την πτώση του. Πραγματικά οι Καθολικοί στρέφονται τώρα με μανία εναντίον του και κατορθώνουν με σουλτανική διαταγή να τον καθαιρέσουν συκοφαντώντας τον ότι δήθεν είχε ειδοποιήσει τις χριστιανικές δυνάμεις για την αναχώρηση του σουλτάνου από την Κωνσταντινούπολη, ότι συνεννοούνταν με τους «Μοσκόβους και Κοζάκους» κ. λ.. Οι συκοφαντίες τους εναντίον του Λούκαρι ήταν τέτοιες, ώστε δεν ήταν δυνατόν ν’ αποφύγη την θανάτωση. Κύριο όργανο των Καθολικών και πρωταγωνιστής στην τραγωδία αυτή ήταν ο διάδοχός του Κύριλλος Κονταρής από την Βέροια, γνωστός για τις σχέσεις του με την ρωμαϊκή αυλή. Χαρακτηριστικά για την ευθύνη και τους χαρακτήρες του Schmid και του Κονταρή είναι όσα αφηγείται ο πρώτος: «Καθώς είχαμε βρεθή πάλι μαζί, ο Πατριάρχης (Κονταρής) μου είπε στο αυτί: «Ο πράκτοράς μου (ο παπάς Λαμέρνος κοντά στον μεγάλο βεζίρη Μπαϊράμ πασά στην Μ. Ασία) μου γράφει από την Ασία ότι ο Λούκαρις δύσκολα θα ξεφύγη τον θάνατο· τι σκέπτεσθε γι’ αυτό;» Του απάντησα πως κατά την γνώμη μου ο Πατριάρχης δεν έπρεπε να εργαστή ούτε κατά ούτε υπέρ, αλλά ν’ αφήση τα γεγονότα ν’ ακολουθήσουν τον δρόμο τους. Ο Πατριάρχης άρχισε τότε να χαμογελάη και δεν μου ξαναμίλησε πια γι’ αυτό το ζήτημα». Έτσι σιωπηλά υπέγραψαν την καταδίκη του Λούκαρι. Τον Κονταρή θεώρησε υπεύθυνο από την πρώτη στιγμή ο ελληνικός λαός, όπως αναφέρει στον δόγη ο Βενετός πρεσβευτής: «Εις τους Έλληνας δεν ήρεσεν αυτό το τέλος, το οποίον αποδίδουν εις τον νέον Πατριάρχην, εις τρόπον ώστε ούτος εφεξής θα διάγη με πολύν τρόμον». Ο βάιλος αποκαλύπτει και άλλα φοβερά πράγματα για τον χαρακτήρα του Κονταρή, που έρχονται σε άκρα αντίθεση με το εγκωμιαστικό πορτραίτο του που του είχε κάνει άλλοτε, στα 1618, στα 25 του χρόνια, ο Ιησουίτης ηγούμενος και δάσκαλός του Dionys Guiller . Γράφει λοιπόν ο βάιλος: «Ο νέος Πατριάρχης εφρόντισεν αμέσως να συνομιλήση με τον αντιπρόσωπον του Πάπα, ο οποίος ήλθεν αμέσως και με κατέστησεν ενήμερον της συνομιλίας που διεξήχθη. Ο νέος Πατριάρχης εζήτησε να του δοθή χρηματική βοήθεια εκ Ρώμης, ως πολλάκις του την είχον υποσχεθή, αν εξεδίωκε τον Κύριλλον. Ο αντιπρόσωπος του πάπα του απήντησεν ότι δεν είχε καμμίαν σχετικήν διαταγήν εκ Ρώμης και εγώ τον συνεβούλευσα ν’ αποφύγη την ανάμειξιν εις παρόμοια ζητήματα, διότι σήμερον με την γενικήν σύγχυσιν και διαίρεσιν των Ελλήνων, δεν ημπορεί κανείς να υπηρετήση έναν, χωρίς να δυσαρεστήση εκατόν..». Τα 4.000 τάλληρα που είχαν υποσχεθή στον Κονταρή τα έδωσαν αργότερα σε εμπορεύματα μέσω εμπόρων της Ραγούζας.
Σ’ ενέργειες του νέου Πατριάρχη αποδίδει τον στραγγαλισμό του Λούκαρι (Ιούνιος 1638) και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Αθανάσιος Πατελλάρος, ο οποίος δείχνει θερμά φιλοκαθολικά αισθήματα και επιδιώκει μάλιστα να γίνουν γνωστά στον πάπα, γιατί ερωτοτροπεί με τον πατριαρχικό θρόνο. Την φιλοκαθολική του διάθεση και προπαγάνδα την παρακολουθεί στην Θεσσαλονίκη και την κάνει γνωστή με αλλεπάλληλα γράμματα στον καρδινάλιο Ingoli ο γνωστός μας Ουνίτης μοναχός Νικόλαος Ρώσης, ο οποίος ύστερ’ από ολιγόχρονη διδασκαλία στο Αγ. Όρος, όπως είδαμε, είχε αποσυρθή στην Θεσσαλονίκη. Στην επιστολή του μάλιστα της 16 Απριλίου 1641 γράφει επί λέξει: «. . . δεν βρίσκεται σε όλη την Ανατολή ιεράρχης άξιος και πιο αφοσιωμένος απ’ αυτόν στην αγία ρωμαϊκή εκκλησία και ο οποίος μπορεί να κάνη αξιοσημείωτα έργα, όταν διαταχθή από την αγία εκκλησία».
Ποια είναι τώρα η αλήθεια του αινίγματος που παρουσιάζει η προσωπικότητα του Λούκαρι; Νομίζω ότι ο μάρτυρας Πατριάρχης, παρά την φανερή συμπάθειά του προς τον Προτεσταντισμό, δεν προχωρεί πέρα από τις προαναφερμένες υποχωρήσεις και γενικά δεν αφίσταται από την θέση της Ορθοδοξίας, την οποίαν διακηρύσσει στα 1628 στον βάιλο ότι «ο ίδιος δεν είχεν ούτε έχει άλλην πίστιν ή δόγμα, εκτός από εκείνο που είχον οι άγιοι Έλληνες πατέρες της Εκκλησίας και ότι η κρηπίς της Ανατολικής Εκκλησίας είναι αυτή και μόνη η δοξασία, η αληθής και Ορθόδοξος», και χρόνια αργότερα, στα 1633, στους δύο Ρουθηνούς ηγουμένους Ησαΐα Trophimus και Λεόντιο Ssyzikowskij‚ όταν αυτοί του εκφράζουν τις ζωηρές τους ανησυχίες για τον φημολογούμενα Καλβινισμό του: «Sember declarabo in vocatione mea arthodoxum: stabilem et intrepidum, qui unus per dei gratiam supra ceteros in Oriente fidem orthodoxam profiteor».
Ο Αρχιεπίσκοπος Σμύρνης, κατά τα τέλη το ίδιου αιώνα, σχολιάζοντας τον θάνατο του Λούκαρι τον χαρακτηρίζει σαν έναν ηγέτη μορφωμένο, τολμηρό, σταθερό, ικανό για μεγάλα έργα, αλλ’ ακατάλληλο να διοικήση μια τόσο ταλαιπωρημένη Εκκλησία. Τον αδική όμως πολύ όταν λέγη ότι ήταν φιλόδοξος και δεν σκεπτόταν παρά μόνο τον πατριαρχικό του θρόνο και το μεγαλείο του. Ως προς την περίφημη «Ομολογία του» ο Αρχιεπίσκοπος την απέρριπτε και την θεωρούσε νέα και σφαλερή και ήταν πεπεισμένος ότι ούτε και ο ίδιος ο Λούκαρις δεν την επίστευε. Ισχυριζόταν ότι ο Πατριάρχης έκανε πολιτική, για να έχη την εύνοια των πρεσβευτών Ολλανδίας και Αγγλίας και με την βοήθειά τους ν’ αντιμετωπίση τους Καθολικούς και προ πάντων τους Ιησουίτες τους οποίους περιφρονούσε, αλλά δεν τους γνώριζε καλά. Και ο Σμύρνης τερμάτιζε τις κρίσεις του με τα εξής επιγραμματικά: «. . . είναι επικίνδυνο να προκαλής το μίσος και την οργή του φοβερού αυτού τάγματος, που με την παραμικρή του κίνηση μπορεί να κλονίση και τους πιο γεροθεμελιωμένους θρόνους». Ο ελληνικός λαός λοιπόν και οι κληρικοί έκριναν τον Λούκαρι με συμπάθεια. Χαρακτηριστικό είναι ότι και ο Ευγένιος Γιαννούλης, που αναγνώριζε ότι ο δάσκαλός του, ο Θ. Κορυδαλλεύς, «ουκ ην ορθοποδών όλως προς την αλήθειαν», ετόλμησε να γράψη «ακολουθίαν» για τον μάρτυρα Πατριάρχην εγκωμιάζοντάς τον ως άγιο. Η πράξη του όμως αυτή αποδοκιμάστηκε από τον Ιεροσολύμων Δοσίθεο και ο ίδιος ο Γιαννούλης χαρακτηρίστηκε ως «καλβινίζων».
Μετά τον τραγικό θάνατο του Λούκαρι ο Κονταρής συγκαλεί στις 24 Σεπτεμβρίου /4 Οκτωβρίου 1638 σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία καταδικάζει τον Καλβινισμό του Λούκαρι και αναθεματίζει τον ίδιο. Οδυνηρή ήταν ο θέση του Κριτοπούλου, που βρέθηκε στην ανάγκη να υπογράψη την καταδίκη του άλλοτε προστάτη του. Ίσως τα συνταρακτικά εκείνα γεγονότα και οι αλλεπάλληλες δυνατές συγκινήσεις και τύψεις τον έφεραν στον τάφο ύστερ’ από λίγους μήνες στην Βλαχία.
Ο Κονταρής ως Πατριάρχης υπογράφει στις 25 Δεκεμβρίου 1639 εμπρός στον πρεσβευτή της Αυστρίας Schmid και στον τοποτηρητή του Λατίνου Πατριάρχη Sonnino την Καθολική ομολογία πίστεως, σύμφωνα με υπόδειγμα του Ουρανού Η’, η οποία σώζεται ακόμη στα αρχεία το Βατικανού. Τον Ιούνιο όμως του 1638 απομακρύνεται από τον θρόνο και εξορίζεται στην Αλγερία, όπου και απαγχονίζεται ύστερ’ από ένα χρόνο ακριβώς. Ο θάνατός του ακούστηκε στις ελληνικές χώρες σαν δίκαιη τιμωρία για όσα είχε κάνει. (Σημείωση ΟΟΔΕ: Εδώ προφανώς υπάρχει τυπογραφικό λάθος στις ημερομηνίες. Μάλλον η πρώτη πρέπει να διαβαστεί 1638 και η δεύτερη 1639, αντί για το αντίστροφο που εδώ δημιουργεί αντίφαση).
Στην θέση του Κονταρή ανεβαίνει ο Παρθένιος Α’, ο οποίος εκδηλώνεται σαφώς κατά του Καλβινισμού και επιβεβαιώνει την απόφαση της συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (1638) με την σύνοδο του Ιασίου του 1642 (όπου πρωτοστατεί ο Μητροπολίτης Κιέβου Πέτρος Μογίλας), αλλά δεν προσχωρεί, όπως ο προκάτοχός του, στην υπογραφή ομολογίας πίστεως προς τον Καθολικισμό και προς την ένωση των Εκκλησιών. Την στάση των δύο τελευταίων Πατριαρχών την θεωρεί ο Hofmann σαν την «οριστική νίκη» της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά του Προτεσταντισμού.
Το έντονο αυτό αντικαλβινικό πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας εκφράζουν και τα πρακτικά της συνόδου της Λευκωσίας στα 1668, στην οποία έγινε συζήτηση για τα μυστήρια γενικά, για την αρχιερωσύνη κ. λ.. Τα πρακτικά της τα συνέταξε ο γνωστός ιερομόναχος και αργότερα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Ιλαρίων Κιγάλας. Την καταδίκη του Καλβινισμού του Λούκαρι την επιβεβαίωσαν και οι σύνοδοι Ιεροσολύμων και Κωνσταντινουπόλεως στα 1672.
4. Μητροφάνης Κριτόπουλος
Με το πρόσωπο του Κυρίλλου Λούκαρι συνδέεται, όπως είπαμε, και ο Μητροφάνης Κριτόπουλος, ο οποίος ύστερ’ από πενταετείς ευδόκιμες σπουδές στην Οξφόρδη είχε αρχίσει — με την εντολή ασφαλώς του Λούκαρι — μια περιοδεία άλλων πέντε ετών (1623 - 1627) στις σπουδαιότερες χώρες του μεταρρυθμιστικού κινήματος, στην Αγγλία, Γερμανία και Ελβετία, από την οποία αποκόμισε ιδιαίτερο λεύκωμα με ενδιαφέροντα αυτόγραφα των διαπρεπέστερων φίλων του, λογίων της εποχής, την ονομαστή «φιλοθήκη» του. Σκοπός του ήταν να μελετήση από κοντά τις διάφορες Προτεσταντικές εκκλησίες, τον Αγγλικανισμό, Λουθηρανισμό και τον Καλβινισμό, να γνωρίση τις θεολογικές σχολές, να συγκεντρώση τα σχετικά με τις απόψεις και τις ιδέες τους βιβλία και να προπαρασκευάση το έδαφος για διαπραγματεύσεις, που θα είχαν αντικείμενο την προσέγγιση και την ένωση Ορθοδόξων και Διαμαρτυρομένων. Πραγματικά ο Κριτόπουλος είχε την ευκαιρία να εξετάση επί τόπου την κατάσταση των Εκκλησιών αυτών, να κάνη γνωστό στους εκπροσώπους των το πνευματικό περιεχόμενο και την οργάνωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, να την υπερασπίση εναντίον των σπερμολογιών των δυτικών, να συζητήση με τους Διαμαρτυρομένους διάφορα θεολογικά θέματα και να δεχθή ή ν’ αποκρούση ορισμένες απόψεις τους.
Οι συμπάθειές του προς τους «εκλαμπροτάτους και μεγαλοπρεπεστάτους Γερμανούς», τους «ανέκαθεν» φίλους του ελληνικού γένους και της Ορθοδοξίας, και η απόκλισή του προς τις μεταρρυθμιστικές τους ιδέες τον κάνουν να νομίζη ότι οι διαφορές Ορθοδόξων και Διαμαρτυρομένων είναι λίγες και «ιάσιμοι» και να πιστεύη ότι η ένωσή τους δεν θ’ αργήση να πραγματοποιηθή. Έτσι του «προμηνύει το πνεύμα το άγιον».
Πραγματικά πρέπει να θεωρηθή βέβαιο ότι οι επαφές και οι συζητήσεις του Κριτόπουλου με διαπρεπείς Γερμανούς θεολόγους τον είχαν πείσει ότι η ένωση είναι δυνατή. Στις συζητήσεις αυτές ο Κριτόπουλος — παρά την σταθερή έμμονή του στα δόγματα της Ορθοδοξίας — φαίνεται ότι, επηρεασμένος από το περιβάλλον και κουρασμένος ίσως από την συνεχή προβολή των ιδεών των Διαμαρτυρομένων, δείχθηκε διαλλακτικός και υποχωρητικός εμπρός σε μερικές απόψεις τους. Με το πνεύμα αυτό έχει γραφή και η «Ομολογία» του. Χαρακτηριστικό είναι ότι και ο Ελβετός ιερέας Ant. Leger την θεωρεί συγκεχυμένη από τις διάφορες αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις και τον ίδιο ακόμη ταλαντευόμενο.
Γενικά όμως μεγάλες υποχωρήσεις δεν έγιναν ούτε από το ένα ούτε και από το άλλο μέρος και έτσι οι συζητήσεις δεν κατέληξαν σε κανένα αποτέλεσμα, όπως και οι παλαιότερες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Πατριάρχη Ιερεμία Β’ και στους θεολόγους της Βυρτεμβέργης. Εκκρεμείς επίσης έμειναν και οι συζητήσεις του Κριτόπουλου με τους εκπροσώπους της Καλβινικής Εκκλησίας, στην Βασιλεία, Βέρνη, Γενεύη και Ζυρίχη.
Όπως άλλοτε ο Θεοδόσιος Ζυγομαλάς, έτσι και ο Μητροφάνης Κριτόπουλος θαυμάζει την ακμή της αρχαίας ελληνικής παιδείας στην Γερμανία και την οικείωση των κατοίκων με το ελληνικό πνεύμα που τους φέρνει ως τον ταυτισμό τους με τους αρχαίους Έλληνες. Ο Κριτόπουλος συγκινείται και ενθουσιάζεται από την άνθηση αυτή των κλασσικών σπουδών στην ξένη χώρα και περιμένει να γίνουν και στην Ελλάδα πολλά, ή μάλλον τα πάντα, από την αναβίωσή τους. Δεν έχει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό· είναι απόλυτα αισιόδοξος. Η λατρεία του αυτή για τους αρχαίους Έλληνες εκφράζεται με έναν ύμνο (οι Έλληνες πρώτοι απ’ όλους πλησίασαν πάρα πολύ την αλήθεια και πρώτοι δέχθηκαν τον ευαγγελικό λόγο, αλλά το άστατο και αβέβαιο της τύχης έφεραν την κατάπτωσή τους) στον πρόλογο της γραμματικής της δημοτικής, της αφιερωμένης στον καθηγητή το Στρασβούργου Bernegger, από την οποία βλέπουμε ότι οι σύγχρονοί του Έλληνες μιλούσαν, ακριβώς όπως κι’ εμείς.
Αν τώρα ο Κριτόπουλος τους συμπατριώτες του τους ονομάζει συνεχώς «ιδιώτας και αγραμμάτους», το κάνει από αγανάκτηση για την κατάντια τους, από πόνο, από πρόθεση να τους πληγώση, να τους λυπήση και έτσι να προκαλέση την αντίδρασή τους, την αφύπνισή τους και να τους αναγκάση ν’ αρχίσουν να διορθώνουν «την παρακεκομμένην και άσημον ταύτην διάλεκτον (δηλαδή την δημοτική) επί το πρεπωδέστερον και γλαφυρώτερον συνελαύνοντας σφας αυτούς επί την πάτριον και έμφυτον ευφράδειαν».
Η αρχαιολατρεία του, όπως βλέπουμε, τον κάνει να βλέπη την γεμάτη από ξένες λέξεις δημοτική της εποχής του σαν ασήμαντη (αντίθετα προς τον Νικ. Σοφιανό (16 αι.), που δεν την θεωρεί κατώτερη από την αρχαία ελληνική του Πλάτωνος, του Δημοσθένη και του Ξενοφώντος) και να νομίζη ότι είναι ανάγκη να την διορθώσουμε βαθμιαία με σκοπό να την φέρουμε κοντά προς την αρχαία— σκέψεις που επρόκειτο να επικρατήσουν κατά τα τέλη του 18 αι. με το κύρος του Κοραή και να οδηγήσουν στην κάθαρση της δημοτικής και στην δημιουργία της καθαρεύουσας.
Αν έφτασε στην κατάσταση αυτή η ελληνική γλώσσα αιτία είναι η σκλαβιά: «Ο δε εποίησαν οι δυσμενείς τούτο έστιν ότι ημάς της πατρίου φωνής μικρού απεξένωσαν τω τε κωλύειν τα ελληνικά μαθήματα ελληνιστί παραδίδοσθαι και τω τας βίβλους ημών αφανίσαι τε και κατακρύψαι... Αύτη εστίν αιτία του τους νυν Έλληνας απολέσαι μεν την πάτριον διάλεκτον, την πασών των επί γης διαλέκτων ωραιοτέραν προς πάσας τε τας ελευθερίους τέχνας και επιστήμας επιτηδειοτέραν, αντί δε αύτης χρήσθαι τη νυν αλλοκότω και ασήμω, η πολλά μεν οθνεία και βάρβαρα προσίεται λεξείδια, α δε κατέχει εκ της ελληνικής ούτω κολοβά και διεφθαρμένα προφέρει, ως μηδέ γιγνώσκεσθαι το παράπαν ότι ελληνικά έστι».
5. Ιωάννης Καρυοφύλλης
Ανάμεσα στους Έλληνες κληρικούς και λογίους που καταγγέλλονται για Καλβινισμό πρέπει να μνημονευθή και ο Ιωάννης Καρυοφύλλης, που ακολουθούσε προφανώς τον δάσκαλό του Θεόφ. Κορυδαλλέα. Συγκεκριμένα ο Καρυοφύλλης δεν δέχεται τον λατινικό όρο transubstantio (μετουσίωσις), δηλαδή το μυστήριο του μετασχηματισμού του άρτου και οίνου σε γνήσιο σώμα και αίμα του Χριστού, ζήτημα που είχε προκαλέσει στην Γαλλία νέες έριδες μεταξύ των Καθολικών, προ πάντων του Porte-Royale που υποστηρίζουν την μετουσίωση, και των Προτεσταντών Glaude, Aymon, καθώς και των Αγγλικανών που την αρνούνται. Τις απόψεις των αρνητών της μετουσιώσεως υποστηρίζει και ο ιερέας της βρεττανικής πρεσβείας, μεταξύ 1670 - 1677, στην Κωνσταντινούπολη John Covel, ο οποίος είχε γνωρίσει πολλούς εξέχοντες Έλληνες λαϊκούς και κληρικούς, ίσως και τον Ιωάννη Καρυοφύλλη, και είχε ανανεώσει από το 1670 τις προσπάθειες για την προσέγγιση της Αγγλικανικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως άλλωστε πριν από 100 χρόνια είχε μεσολαβήσει ο St. Gerlach για την έναρξη των συζητήσεων των θεολόγων της Τυβίγγης με τους κύκλους του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο Καρυοφύλλης, ο οποίος είχε πλουτίσει και εξελιχθή σε σπουδαία προσωπικότητα (είχε καταλάβει το ένα ύστερ’ από το άλλο πολλά αξιώματα και τελευταία του μεγάλου λογοθέτου), καταδικάζεται στα 1691 ως αιρετικός από σύνοδο που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη και κατακρημνίζεται απότομα από την υψηλή του θέση, όταν δημοσιεύη στο Βουκουρέστι ένα μικρό βιβλίο για την Θεία Πρόνοια, που κρίθηκε επηρεασμένο από τον Καλβινισμό. Στην κίνηση αυτή πρωτοστατούν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος και ο άλλοτε μαθητής του Καρυοφύλλη Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο εξ απορρήτων, ο οποίος επιδίωκε να του πάρη το αξίωμα του μεγάλου λογοθέτου. Αυτός μάλιστα, την επαύριο, Κυριακή της Ορθοδοξίας, μολονότι ο δάσκαλός του είχε αποκηρύξει τα γραφόμενά του και είχε υπογράψει μάλιστα τον όρο της συνόδου, τον έδιωξε από την πατριαρχική εκκλησία χτυπώντας τον με τις γροθιές. Και κάποιος, φαίνεται από τους εκκλησιαζομένους, καταπικραμένος από την κατάπτωση της Εκκλησίας, ονόμασε την ημέρα εκείνη "Κυριακή της γρονθοδοξίας". Τρομοκρατημένος ο Καρυοφύλλης κατέφυγε στην Βλαχία, στον ευσεβή και καλοκάγαθο ηγεμόνα της Κωνσταντίνο Basarab, Ορθόδοξο, ο οποίος εκτιμώντας την σοφία του δεν τον θεώρησε αιρετικό, αλλά θύμα μηχανορραφιών. Το επεισόδιο Καρυοφύλλη είναι η μόνη ασθενής ηχώ φιλοκαινικών τάσεων στους λόγιους Ορθοδόξους ύστερ’ από τον θάνατο του Κυρίλλου Λούκαρι.
Χαρακτηριστικό της ταραχής που δημιούργησαν στα πνεύματα των Ορθοδόξων τα προβλήματα και τα ζητήματα που έθεσε η Μεταρρύθμιση και η Αντιμεταρρύθμιση, του σφοδρού ανταγωνισμού των οπαδών των διαφόρων δογμάτων στην Ανατολή, της σύγχυσης και ρευστότητας των συνειδήσεων πολλών Ορθοδόξων είναι η εμφάνιση κατά τον 17 αι. ποικίλων, μικρών ή μεγάλων, ομολογιών πίστεως Ορθοδόξων, επηρεασμένων από την απόκλιση των συντακτών τους ή προς τον Καθολικισμό ή προς τον Προτεσταντισμό. Πίσω από τις γραμμές τους διακρίνει κανείς την ανάγκη των ομολογητών να εδραιώσουν οι ίδιοι πρώτα τις δικές τους πεποιθήσεις που κλονίζονται με την πνοή των δύο μεγάλων θρησκευτικών ρευμάτων. Οι ομολογίες όμως αυτές αποτελούν την έκφραση προσωπικών γνωμών, εφόσον δεν περιβάλλονται με το κύρος μιας οικουμενικής συνόδου. Είναι ανάγκη να γίνη ειδική μελέτη που να διερευνήση τις συνθήκες, μέσα από τις οποίες πρόβαλαν οι ομολογίες αυτές.
Η κατάσταση αυτή κατά τα μέσα του 17 αι. ευνοεί την άνοδο ευπροσάρμοστων και καιροσκόπων κληρικών, οι οποίοι βρίσκουν την ευκαιρία να κινηθούν άλλοτε προς την μία κατεύθυνση και άλλοτε προς την άλλη μη λαμβάνοντας υπ’ όψη τους ούτε όσια ούτε και ιερά παρά μόνο τις προσωπικές τους φιλοδοξίες και τα συνυφασμένα με αυτές υλικά συμφέροντα. Από τα πιο γνωστά μάλιστα πρόσωπα, που μολονότι είχαν προσέλθει στον Καθολικισμό παρουσιάζονταν στις ελληνικές χώρες και γενικότερα στην Ανατολή ως Ορθόδοξοι, ήταν οι δύο όμοιοι ως προς τις υψηλές πνευματικές τους ικανότητες, αλλά και συγγενείς ως προς τον ελεεινό τους χαρακτήρα λόγιοι, ο μαθητής του ιησουϊτικού σχολείου του Πέραν Κύπριος μοναχός Αθανάσιος ο Ρήτωρ (1571 - 1663), ο λεηλάτης των βιβλιοθηκών των ελληνικών μονών, και ο τρόφιμος επίσης του αντίστοιχου σχολείου της Χίου φιλοχρήματος Παϊσιος Λιγαρίδης (1610 - 1678), ο οποίος κατορθώνει τον Σεπτέμβριο του 1652 να χειροτονηθή Μητροπολίτης Γάζης και αργότερα, μεταξύ 1662 - 1678, να παρουσιαστή στην Ρωσία ως σύμβουλος του τσάρου Αλεξίου Μιχαήλοβιτς και υπέρμαχος της Ορθοδοξίας, ενώ σύγχρονα διατηρεί την αλληλογραφία του με τους Καθολικούς! Η αναίδεια των δύο αυτών προσώπων έφτασε ως το σημείο να καταγγείλη ο ένας τον άλλον για διπροσωπία.
Ενώ συχνά θαυμάζει κανείς την έξαρση ανθρώπων του λαού ως την αυτοθυσία, όταν έχουν να εκλέξουν ανάμεσα στην εξωμοσία και στην σωτηρία, από το άλλο μέρος θλίβεται παρακολουθώντας την κατάπτωση ορισμένων ηγετών της Ορθοδοξίας: πόσο ασταθείς είναι στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, πώς παρασύρονται από την πνοή του μεταρρυθμιστικό ή αντιμεταρρυθμιστικού ανέμου, πόσο οι φιλοδοξίες ν’ ανεβούν ή να παραμείνουν στον πατριαρχικό ή στον μητροπολιτικό θρόνο ή άλλα πιο ταπεινά ακόμη ελατήρια, ν’ αποκτήσουν δηλαδή προσοδοφόρες εκκλησιαστικές επαρχίες ή και χρήματα, τους κάνουν να προσφεύγουν προς τους διπλωματικούς αντιπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων με αποτέλεσμα να μπλέκωνται στα δίχτυα αυτών και των εκκλησιών τους.
Πηγή: (Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ’ τομ., Θεσσαλονίκη 1968), Εγκόλπιον, Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας