Ποια η φιλολογική μορφή των ευαγγελίων
Στοιχεία για τη γνησιότητά τους - Αντίλογος σε απλοϊκές εικασίες περί του Ιστορικού Ιησού
Σχόλιο Ο.Ο.Δ.Ε.: Το άρθρο αυτό που θα ολοκληρωθεί σε τρεις συνέχειες, θα ασχοληθεί με ένα παράγωγο του λαϊκισμού που χαρακτηρίζει τις διαδικτυακές κυρίως εκφάνσεις του αθεο-νεοπαγανισμού[1]. Πρόκειται για ένα προχειροφτιαγμένο ερωτηματολόγιο, που σκοπό έχει να ειρωνευτεί τις μετά την Ανάσταση ευαγγελικές διηγήσεις. Για να δημιουργηθεί, παρακάμφτηκαν τα επιστημονικά πορίσματα που αφορούν τα ευαγγέλια και τη φιλολογική τους μορφή, ενώ στις ερωτήσεις υπάρχουν ανακρίβειες και ανακαλύπτονται προβλήματα «αντιφάσεων» ακόμα και εκεί που είναι αδύνατον να υπάρξουν.
Στο παρόν, Α΄ Μέρος του άρθρου, θα κάνουμε μια εκτενή εισαγωγή επάνω σε ζητήματα που αφορούν άμεσα το «κουίζ» ώστε να αναδείξουμε τα σαθρά του θεμέλια. Στο Β΄ και Γ΄ Μέρος, θα απαντήσουμε μία προς μία στις 17 υποτιθέμενες «αντιφάσεις»)
Περιεχόμενα
1. Το σπουδαιότερο ερώτημα, που το «Quiz» δεν έλαβε υπόψη του: Τι είναι τα ευαγγέλια;
2. Ήταν δυνατόν να εδραιωθούν 4 ευαγγέλια γεμάτα «σκανδαλώδεις αντιφάσεις», τη στιγμή που απορρίφθηκαν χωρίς δισταγμό εκατοντάδες απόκρυφα κείμενα;
3. Λίγα για τον ιστορικό Ιησού
1. Το σπουδαιότερο ερώτημα που το «Quiz» δεν έλαβε υπόψη του: Τι είναι τα ευαγγέλια;
Η πρώτη μας αποκάλυψη για τις μεθόδους των παραχαρακτών, έχει να κάνει με τον φιλολογικό χαρακτήρα των κειμένων της Καινής Διαθήκης. Έχουμε συνειδητοποιήσει άραγε με ποια μέθοδο ανακαλύπτουν «αντιφάσεις» στα ευαγγέλια; Η απάντηση είναι απλή: εντελώς αυθαίρετα δηλώνουν ότι σκοπός των ευαγγελιστών ήταν να κάνουν λεπτομερή ιστοριογραφία, και επάνω σε αυτό το ανύπαρκτο δεδομένο, χτίζουν όσες «αντιφάσεις» θέλουν. Όμως, σε ποια επιστημονικά πορίσματα κοινώς αποδεκτά, το είδαν αυτό; Για να το πληροφορηθούμε κι εμείς δηλαδή…
Δυστυχώς, χωρίς να δίνουν σημασία στην αναγνωρισμένες φιλολογικές τεχνικές των ευαγγελίων, τους ασκούν κριτική με μεθοδολογία που εφαρμόζεται σε άλλα λογοτεχνικά είδη. Θα ήταν όμως ποτέ δυνατόν, η μέθοδος της ιστοριογραφίας του Θουκυδίδη, να βρει εφαρμογή στις φόρμες που ακολουθούν τα Ομηρικά Έπη; Θα ήταν ποτέ δυνατόν τα κριτήρια που εφαρμόζονται στη Ρητορική, να εφαρμοσθούν και σε μια κριτική για τη Λυρική ποίηση; Αυτά είναι παράλογα πράγματα. Εξίσου παράλογο είναι να κρίνεις τα ευαγγέλια με κριτήρια που δεν έχουν ισχύ. Και βεβαίως, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σκέψη: εφόσον αρνείσαι ν’ αποδεχτείς τα επιστημονικά πορίσματα που αφορούν ένα κείμενο, και είσαι ιδεολογικά αντίθετος προς αυτό, άρα, σε τι άλλο αποτέλεσμα θα μπορούσες να καταλήξεις εκτός από αρνητικό;!
Αξίζει στο σημείο αυτό να διαβάσουμε τις παρακάτω γραμμές από τον καθηγητή Ιω. Καραβιδόπουλο που αφορούν την φιλολογική μορφή των ευαγγελίων (αποδίδουμε στη δημοτική για ευκολότερη ανάγνωση):
«Έχοντας ως προϋπόθεση τις αρχές της Σχολής που προαναφέραμε [ενν. της Μορφοϊστορικής Σχολής] αλλά συγχρόνως και υπερβαίνοντας αυτές, επιβλήθηκε στη διεθνή επιστημονική έρευνα κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες η ονομαζόμενη μέθοδος της ‘’ιστορίας της αναθεωρήσεως’’ των ευαγγελίων (Redaktionsgeschichte)… Με τη μέθοδο αυτή, το κέντρο βάρους πέφτει όχι στην πιθανή ύπαρξη επί μέρους ενοτήτων πριν από την τελική καταγραφή των διηγήσεων, αλλά στο συντακτικό και συγγραφικό έργο των ιερών ευαγγελιστών, οι οποίοι αναδεικνύονται με τον τρόπο αυτό, ως συγγραφείς που έχουν ο καθένας ιδιαίτερη θεολογική τάση, με ιδιαίτερο σκοπό, με διαφορετικά για τον καθένα επικρατούντα στοιχεία. Έτσι καταδείχθηκε ότι το ίδιο ακριβώς επεισόδιο είναι δυνατόν να παρατίθεται απ’ όλους τους ευαγγελιστές, αλλά με διαφορετική έξαρση των κοινών στοιχείων ή με έξαρση διαφορετικών στοιχείων του ίδιου όμως επεισοδίου. Χωρίς λοιπόν να το ομολογούν ή ίσως και να το υποψιάζονται οι οπαδοί της Redaktionsgeschichte επιστρέφουν στην ίδια θεώρηση των ευαγγελιστών ως συγγραφέων, με αυτή που έκαναν οι Πατέρες της Εκκλησίας, με τη διαφορά ότι, ενώ οι ερμηνευτές Πατέρες ενδιαφέρονται για τα κοινά στοιχεία που συναντάμε σε όλους τους ευαγγελιστές ως συγγραφείς, τα οποία αποδίδουν στην έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, ενώ οι οπαδοί της νεώτερης αυτής ερευνητικής κατεύθυνσης, αναζητούν το ιδιαίτερο σε κάθε ευαγγελιστή στοιχείο ως συγγραφέα, κινούμενοι όχι στο επίπεδο του θείου παράγοντα, αλλά στον καθαρά ανθρώπινο, κατά τη σύνταξη των ευαγγελίων[2].»
Κρατώντας τα παραπάνω, ας διαβάσουμε και έναν περιεκτικό ορισμό του R.V.G. Tasker για τις φιλολογικές ιδιαιτερότητες των ευαγγελίων, τον οποίο παραθέτει ο Σάββας Αγουρίδης:
«Είναι (τα ευαγγέλια) λεπτομερείς κι αναλυτικές βιογραφίες του I. Χριστού; Είναι έργα ιστορικά, όπως αυτά του Θουκυδίδη ή του Ιώσηπου ή άλλων ιστορικών; Τα Ευαγγέλια δεν είναι ακριβώς ιστορία, αν και περιέχουν ιστορία, εφόσον αφηγούνται πραγματικά γεγονότα, τα οποία όχι μόνον συνέβησαν στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά και την επηρέασαν δυναμικά. Δεν είναι βιογραφίες, αν και εμπεριέχουν βιογραφικές λεπτομέρειες […] Είναι προ παντός και κυρίως διηγήσεις ωρισμένων έργων και λόγων […] εκείνου, τον οποίον μία ομάς ανθρώπων εδέχθη ως Κύριο και Σωτήρα[3].»
Όπως γράφει και ο ευαγγελιστής Ιωάννης:
«Αυτό που είδαμε κι ακούσαμε, το αναγγέλλουμε σ’ εσάς, για να συμμετάσχετε κι εσείς μ’ εμάς στην ίδια κοινωνία, που είναι η κοινωνία με τον Πατέρα και με τον Υιό του τον Ιησού Χριστό» (Α΄ Ιωάν. 1,3)
Τα ευαγγέλια λοιπόν δεν είναι ιστοριογραφία. Οι ευαγγελιστές δεν είχαν καν την πρόθεση να κάνουν ιστοριογραφία. Δεν μας λένε ότι «αυτό που είδαμε κι ακούσαμε, το αναγγέλλουμε σ’ εσάς» απλά για να μάθετε τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του Ιησού. Αυτό που έκαναν οι συγγραφείς της Κ.Δ. ήταν να συνθέσουν μια σειρά από επιλεγμένα ιστορικά γεγονότα, είτε από προσωπικά τους βιώματα, είτε από βιώματα της πρώτης Εκκλησίας, τοποθετημένα όχι πάντα κατά απόλυτη χρονολογική σειρά[4], με σκοπό να τα ερμηνεύσουν θεολογικά ως προς τη σημασία τους για τη Σωτηρία του ανθρώπου.
Οι διηγήσεις λοιπόν,
«αναδεικνύουν τους ευαγγελιστάς ουχί απλώς συλλέκτας της παραδόσεως της Εκκλησίας και μεταδότας αυτής … αλλά θεολόγους … με κοινά εις άπαντας χαρακτηριστικά αλλά και με ιδιαιτέρας εις έκαστον εξ αυτών τάσεις … Αι … διηγήσεις … αποτελούν … μάλλον θεολογικήν αποτίμησιν και ερμηνείαν … Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι αδιαφορούν οι ι. ευαγγελισταί διά την ιστορικήν ακρίβειαν αλλ’ ότι υποτάσσουν αύτην εις την θεολογίαν. Ούτως εξηγείται το ότι διάφορος είναι ενίοτε η διαδοχή των επί μέρους γεγονότων από του ενός ευαγγελιστού εις τον άλλον, διάφορος η διατύπωσις των αυτών λόγων του Ιησού ή των λόγων ετέρων προσώπων προς τον Ιησούν[5]».
Υπάρχει λοιπόν ένα επιστημονικό πλαίσιο το οποίο καλύπτει τα εκάστοτε ζητήματα της φιλολογικής παραγωγής. Οι αθεο-νεοπαγανιστές αυτό το καταπατούν με το «έτσι θέλω», και μετά εντελώς αυθαίρετα βρίσκουν τα ευαγγέλια να έχουν «αντιφάσεις». Μα για να μιλάμε περί «αντιφάσεων», θα πρέπει να έχουμε εγγυήσεις εσωτερικές (μέσα από τα κείμενα δηλαδή) και εξωτερικές (από τα επιστημονικά πορίσματα) οι οποίες πέρα από κάθε αμφιβολία να αποδεικνύουν ότι υπήρξε πρόθεση από την πλευρά των ιερών συγγραφέων να δημιουργήσουν αναλυτική και λεπτομερή ιστοριογραφία. Όμως από πουθενά δεν προκύπτει μια τέτοια πρόθεση. Κατά συνέπεια, οι διαφορές στις διηγήσεις από την Ανάσταση και μετά, δεν ερμηνεύονται έτσι. Δεν πρόκειται για σφάλματα, δεν είναι λάθη, δεν είναι άγνοια που τάχα οφείλεται σε μια «πλαστή» ιστορία: υπάρχουν μια σειρά από κοινές περιγραφές γεγονότων που αποδεικνύουν ότι η Εκκλησία σαφέστατα και είχε ενιαία Παράδοση, στην οποία ιεραρχούσε διαφορετικά τα κύρια γεγονότα και διαφορετικά τις ήσσονος αξίας λεπτομέρειες που δεν είχαν καμία επίπτωση στον Σωτηριολογικό σκοπό της.
Άρα, η διάψευσή των ψευδολόγων βρίσκεται στα κοινά σημεία των τεσσάρων ευαγγελίων, τα οποία οι ιεροί συγγραφείς τα διατήρησαν ως τον βασικό κορμό της εκκλησιαστικής πίστης:
1. Ο Ιησούς πέθανε πραγματικά (Μαρκ. 15,37· Ματθ. 27,50· Λουκ. 23,46· Ιωαν. 19,33).
2. Όλοι γνωρίζουν την θέση του τάφου και τον τόπο ταφής Του (Μαρκ. 15,46-47· Ματθ. 27,60-61· Λουκ. 23,53· Ιωαν. 19,41-42).
3. Όλοι γνωρίζουν για τον Κενό Τάφο (Μαρκ. 16,7· Ματθ. 28,6· Λουκ. 24,3· Ιωαν. 20,2.6). Μάλιστα, ο Ματθαίος δεν διστάζει να φέρει ως μάρτυρες για τον Κενό Τάφο ακόμη και τους εχθρούς του Ιησού (Ματθ. 28,11-15).
4. Όλοι γνωρίζουν ότι ο Ιησούς Αναστήθηκε (Μαρκ. 16,6· Ματθ. 28,7· Λουκ. 24,6· Ιωαν. 20,9).
Επίσης, όλοι γνωρίζουν ότι:
5. Η Ανάσταση έγινε την τρίτη από το Πάθος ημέρα,
6. Η Ανάσταση έγινε σε πολύ πρωινή ώρα της μίας των Σαββάτων,
7. Υπήρξε παρουσία των μυροφόρων και σίγουρα της Μαγδαληνής,
8. Υπήρξε αγγελοφάνεια,
9. Γνωρίζουν όλοι μέχρι και πώς ήταν ενδεδυμένοι οι άγγελοι,
10. Γνωρίζουν όλοι ότι άγγελοι στάθηκαν στο εσωτερικό του τάφου,
11. Οι γυναίκες ανακοίνωσαν την Ανάσταση στους μαθητές οι οποίοι δυσπιστούσαν,
12. Οι Ιησούς εμφανίζεται μπροστά τους,
13. Το φρόνημα των μαθητών μεταβάλλεται, κ.λπ., κ.λπ.
Αν λοιπόν οι διαφορές, δήθεν δηλώνουν ότι ήταν μια «πλαστή ιστορία», δέχονται εξίσου οι ψευδολόγοι ότι τα κοινά σημεία δηλώνουν μια πραγματική ιστορία; Ή μήπως παίζουν το απατηλό παιχνίδι, «δύο μέτρα και δύο σταθμά»;
2. Ήταν δυνατόν να εδραιωθούν 4 ευαγγέλια γεμάτα «σκανδαλώδεις αντιφάσεις», τη στιγμή που απορρίφθηκαν χωρίς δισταγμό εκατοντάδες απόκρυφα κείμενα;
Θα πρέπει να θυμίσουμε και κάτι ακόμα που έχει σημασία: την ανυποχώρητη στάση που έδειξαν οι χριστιανικές κοινότητες απέναντι στα λεγόμενα απόκρυφα κείμενα. Μιλάμε για τους πρώτους αιώνες που ο χριστιανισμός βρισκόταν υπό διωγμό. Αυτό που ονομάζουμε Εκκλησία, δεν είχε ενιαία γεωγραφική παρουσία, ούτε δυνατότητα κοινών αποφάσεων, ούτε υπαγόταν σε κάποια «κεντρική Αρχή» όπως ήταν π.χ. τον 4ο αιώνα η Κων/πολη[6]. Η ανάγκη για οικουμενικά αποδεκτές αποφάσεις, ικανοποιήθηκε μόνο μετά το τέρμα των διωγμών, ξεκινώντας με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325 μ.Χ. Μέχρι τότε λοιπόν, η Εκκλησία απέρριψε τις εκατοντάδες αιρετικές, μυθολογικές, ψευδείς και ευφάνταστες διηγήσεις που εμφανίστηκαν, χωρίς καμία κοινή απόφαση, ενώ στη συνείδηση του γεωγραφικά διασκορπισμένου Σώματος της Εκκλησίας, αναγνωρίστηκαν από πολύ νωρίς, ως αυθεντικοί φορείς της Παράδοσης μόνο αυτά τα 4 ευαγγέλια, μέσα από μια «θάλασσα» απόκρυφων κειμένων.
Από το σύνολο των αποκρύφων, τον τελικό Κανόνα της Κ.Δ. (4ος αιώνας) κατάφεραν να πλησιάσουν μόνο πέντε κείμενα (Βλ. σχετικό πίνακα στο Ορθόδοξο Wiki) και τα πέντε αυτά μάλιστα, περιείχαν σοβαρή εκκλησιαστική μαρτυρία: ο «Ποιμένας του Ερμά», η «επιστολή Βαρνάβα», η «Διδαχή των 12 Αποστόλων», η «Αποκάλυψη Πέτρου», και η «επιστολή Κλήμεντος Α΄». Και βεβαίως, τελικά απορρίφθηκαν και αυτά, και το έργο της πρώτης Εκκλησίας να διατηρήσει ανόθευτη την Παράδοσή της, επιτεύχθηκε χωρίς ουδέποτε να έχει οριστεί από κάποια «διοίκηση» ένα συγκεκριμένο σώμα κειμένων! Οριστικό κλείσιμο του Κανόνα της Κ.Δ. έχουμε μόλις στο 367 μ.Χ., «διά της 39ης Επιστολής του Μεγάλου Αθανασίου»[7]! Κι όμως, χωρίς να υπάρχει αποκρυσταλλωμένος Κανόνας ιερών κειμένων, «το κριτήριον της Εκκλησίας εις την έγκρισιν ή απόρριψιν υπήρξε πράγματι αλάνθαστον», και ουδέποτε αναγνωρίστηκαν κείμενα που «περιείχαν είτε αιρέσεις είτε ανακρίβειας»[8]. Κατά συνέπεια, η Εκκλησία ήταν ένα ζωντανό σώμα που ασκούσε αυστηρό έλεγχο στην αυθεντικότητα της Παραδόσεως και μάλιστα, χωρίς να έχει ουδεμία πυραμιδοειδή ιεραρχία.
Έτσι γίνεται φανερό ότι τα ευαγγέλια ήταν απολύτως δεκτά με τη μορφή που τα ξέρουμε. Τα μέλη της Εκκλησίας γνώριζαν την αυθεντική Παράδοση, την βρήκαν μέσα στα κείμενα αυτά ανόθευτη, και από εκεί και πέρα, αυτά που κάποιοι ονομάζουν «αντιφάσεις», κατανοούνταν ως δευτερευούσης σημασίας λεπτομέρειες που δεν έθιγαν σε τίποτα την Παράδοση και οφείλονταν είτε στο προσωπικό ύφος του κάθε συγγραφέα, είτε στα πλαίσια της θεολογικής ερμηνείας τους. Αυτός είναι και ο λόγος που τέτοια «κουίζ» είναι εντελώς αντιεπιστημονικά και προορίζονται αποκλειστικά για ιδεολογική κατανάλωση από τους οπαδούς της σχετικής υποκουλτούρας.
3. Λίγα για τον ιστορικό Ιησού
Είναι λοιπόν φανερό ότι θα ήταν αδύνατο να ξεφύγουν από τον έλεγχο της Εκκλησίας τέσσερα κείμενα που θα είχαν άγνοια της γνήσιας Παράδοσης και θα περιείχαν τόσο «εξόφθαλμες ανακρίβειες». Έτσι, οι παραχαράκτες στηρίζονται αποκλειστικά σε μια επιτηδευμένη αδιαφορία που δείχνουν προς τα επιστημονικά πορίσματα που αφορούν την πρωτότυπη φιλολογική μορφή των ευαγγελίων. Ένας από τους σκοπούς που υπηρετούν τέτοια «κουίζ» είναι και η δημιουργία εντυπώσεων, με επαναφορά στα ξεπερασμένα πλέον από την επιστήμη επιχειρήματα, για την ιστορικότητα των διηγήσεων ή την ιστορικότητα του Ιησού! Πόσο αστείο όμως είναι να μιλούν κάποιοι μετά από τόσους αιώνες για την ιστορικότητα του Ιησού, όταν είναι δεδομένη η…
«…απουσία κάθε ιστορικής αρνήσεως της υπάρξεως του Ιησού κατά την αρχαιότητα, ακόμα κι από τους εχθρούς του χριστιανισμού κι από τους αιρετικούς που ήθελαν ν’ απαλλαγούν από την ανθρώπινη φύση του Χριστού[9]!»
Βλέπουμε ενδεικτικά, τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στον ιστορικό Ιησού, οι αρχαιότεροι και μεγαλύτεροι εχθροί του χριστιανισμού:
(α) Οι χριστιανοί, ως «νομοθέτη και αρχηγό … ακόμη … λατρεύουν τον άνθρωπο που σταυρώθηκε στην Παλαιστίνη» (Λουκιανός, Περί της Περεγρίνου Τελευτής, 11).
(β) «Ο δάσκαλος τους καρφώθηκε στον σταυρό και ήταν μαραγκός στο επάγγελμα» (Κέλσος, Αληθής Λόγος 6,34).
(γ) Ο Χριστός, «ανεχόταν να τον χτυπούν μ' ένα καλάμι, να τον φτύνουν και να του φορέσουν ακάνθινο στεφάνι» (Πορφύριος, Κατά Χριστιανών, διασωθέν απόσπασμα στο: Μακαρίου Μάγνητος, «Αποκριτικός» 3,1).
Έρχονται λοιπόν μετά από 18, 19, 20 αιώνες να μιλήσουν για την ιστορικότητα του Ιησού, όταν δεν τόλμησαν να την αμφισβητήσουν ούτε οι μεγαλύτεροι εχθροί Του; Τρανταχτό παράδειγμα ο Λουκιανός και ο Κέλσος, που έγραψαν και οι δύο μόλις στα 170-180 μ.Χ.! Δυστυχώς, τέτοια ασόβαρα εφευρήματα ταιριάζουν απόλυτα σε ανθρώπους που λαϊκίζουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να μιλάνε και για… ανύπαρκτη Ναζαρέτ, βασισμένοι είτε σε ξεχασμένες θεωρίες του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, είτε σε ανυπόληπτα δημιουργήματα της παραφιλολογίας. Και μάλιστα, τη στιγμή που για τους αρχαιολόγους είναι ένα ζήτημα οριστικά λυμένο. Η Ναζαρέτ, ήταν:
«... ένα μάλλον άσημο χωριουδάκι στους λόφους της Κάτω Γαλιλαίας … φαίνεται να ήταν ένα αγροτικό χωριό που περιβαλλόταν από σειρά οπωρώνων και αμπελώνων, ενώ ασκούνταν επίσης και κτηνοτροφία. Λιγοστές ταφικές σπηλιές της περιόδου, πατητήρια κρασιού και βιοτεχνία παραγωγής λίθινων αγγείων είναι γνωστά στα πέριξ του χωριού. Σε καμία περίπτωση, όμως, η Ναζαρέτ δεν ήταν απομονωμένη και απομακρυσμένη. Βρισκόταν κοντά σε μία μεγάλη και ευημερούσα πόλη, τη Σεπφώριδα … Κρίνοντας από τις σχετικές διαστάσεις των αγροτικών χωριών της Παλαιστίνης εκείνης της περιόδου, η Ναζαρέτ μάλλον ήταν αρκετά μικρή, ίσως με μόλις διακόσιους κατοίκους[10].»
Η διαπίστωση αυτή είναι αρκετή, για να συμπεράνουμε ότι η ασημαντότητά της είναι η αιτία που δεν αναφέρεται η Ναζαρέτ στην Παλαιά Διαθήκη ή στον Ιώσηπο, πράγμα που συχνά επικαλούνται οι αθεο-νεοπαγανιστές. Όμως, «το επιχείρημα δεν ευσταθεί και διά τον λόγον ότι ούτε η Π. Διαθήκη, ούτε ο Ιώσηπος αναφέρουν όλας τας μέχρις ημών γνωστάς πόλεις της Παλαιστίνης[11]».
Πέρα από αυτά:
«... σε μια πλάκα του 3ου ή 4ου αι. π.Χ., η οποία ανακαλύφθηκε κατά την ανασκαφή της Καισαρείας τον Αύγουστο του 1962, ήταν καταγεγραμμένο το δεδομένο ότι η 18η ιερατική πατριά είχε εγκατασταθεί στη Ναζαρέτ. Μεταξύ 1955 και 1960 έγιναν επίσης ανασκαφές στην περιοχή και ανακαλύφθηκαν τάφοι από το 2000-1500 π.Χ., κεραμικά από την περίοδο 900-539 π.Χ. και κατασκευές από την ελληνιστική περίοδο. Η Ναζαρέτ βρίσκεται στο νότιο άκρο της πυκνοκατοικημένης Κάτω Γαλιλαίας, 3-4 μίλια μακριά από την πρωτεύουσα της Γαλιλαίας Σεπφώριδα, η οποία αναδείχθηκε μετά το θάνατο του Ηρώδη το 4 π.Χ. σε επαναστατικό κέντρο του Ιούδα του Τιού Εζεκία. Μάλλον το 2ο αι. π.Χ. ανακατασκευάστηκε η πολίχνη και οι κάτοικοι της ζούσαν από τη γεωργία[12].»
Φτάνουν ακόμα και στο σημείο να πουν ότι ο Χριστός δεν ήταν ιστορικό πρόσωπο, αλλά αντίγραφο των μυθικών, παγανιστικών θεοτήτων! Όμως, πόσο αφελής μπορεί να είσαι για να πεις κάτι τέτοιο; Οι Ιουδαίοι μισούσαν τον παγανισμό. Πώς θα καταδέχονταν να δημιουργήσουν ένα λαμπρό πρόσωπο, έστω και μυθικό, με πνευματικά «υλικά» που απεχθάνονταν; Αυτά τα σενάρια:
«... προσκρούουν στα ιουδαϊκά στοιχεία και ειδικότερα στα παλαιστινιακά, που αφθονούν στα Συνοπτικά Εύαγγέλια και αποκλείουν έτσι την κατοπινή δημιουργία μιας Εκκλησίας πλατύτατα εξελληνισμένης[13].»
Κι αν πάλι ήταν οι μυθοπλαστικές δυνάμεις του ελληνισμού που έφτιαξαν αυτόν τον «μύθο» με πρότυπο τους παγανιστικούς «θεούς», πώς θα ήταν δυνατόν να φτιάξουν έναν Ιησού που να απεχθάνεται τους «θεούς» αυτούς; Πως είναι δυνατόν δηλ. να βάλω τα δυνατά μου για να φτιάξω έναν «μύθο», που όμως θα… απεχθάνεται τις αξίες μου και τους θεούς μου; Πόσο παράλογο επιχείρημα θα ήταν αυτό; Οι παγανιστές άλλωστε, προσπάθησαν όντως να φτιάξουν έναν παγανιστικό «θαυματοποιό». Τον Απολλώνιο τον Τυαννέα. Αυτός, πράγματι, ήταν ένα τέτοιο δημιούργημα, αφού προσεύχεται στον Δία και τιμά το Δωδεκάθεο. Τουλάχιστον ως προς τους «θεούς» λοιπόν, αυτό θα έπρεπε να κάνει και ο Ιησούς Χριστός αν τον είχαν «φτιάξει» ελληνιστικές μυθοπλαστικές δυνάμεις με πρότυπο τις παγανιστικές θεότητες, και όχι να διδάσκει ότι οι «θεοί» αυτοί είναι ψεύτικοι και δαιμονικοί! Κι αν πάλι τον είχαν «φτιάξει» οι μυθοπλαστικές δυνάμεις του ιουδαϊσμού (οι ποιες;), θα τον τοποθετούσαν ασφαλώς εξαρχής στην Ιερουσαλήμ ως έναν ένδοξο εθνικιστή ηγέτη, και όχι ως έναν φτωχό, ξυπόλητο και μάλιστα σταυρωμένο ανθρωπιστή, που ενδιαφερόταν για τη Σωτηρία όλων των ανθρώπων, όλων των εθνών[14]. Αλλά κι αν τον είχαν «φτιάξει» οι μυθοπλαστικές δυνάμεις του ελληνισμού, αντί να τοποθετήσουν τον Ιησού σε ένα μεγάλο κέντρο των ελληνικών γραμμάτων, θα τον έβαζαν να μεγαλώσει σε μια άγνωστη άκρη της ιουδαϊκής Κάτω Γαλιλαίας; Θα ήταν άραγε δυνατόν, κατ’ αντιστοιχία σημερινή, να φτιάξουν οι Έλληνες ένα υπέροχο «μυθικό πρόσωπο» με στοιχεία ελληνικά και να το έβαζαν π.χ. να κατάγεται από τα Σκόπια;
Και ενώ ο σκοπός των συγγραφέων της Κ.Δ. ήταν υποτίθεται να φτιάξουν έναν μύθο στα πρότυπα τα ελληνιστικά, δηλαδή γεμάτο εγκώμια για την καταγωγή και την ένδοξη ιστορία του, αυτοί θα τον τοποθετούσαν σ’ ένα ασήμαντο και κακόφημο (Ιω. 1,47) ιουδαϊκό χωριό, και θα έγραφαν μάλιστα ότι ο «μυθικός θεός» τους σταυρώθηκε ως… εγκληματίας; Όλα αυτά τα στοιχεία, στην εποχή που γράφτηκαν τα ευαγγέλια, αποτελούσαν τη μέθοδο της απόλυτης αποτυχίας και όχι της δημιουργίας ενός ένδοξου «μύθου»! Όπως λοιπόν σημειώνει ο καθ. Πέτρος Βασιλειάδης:
«Για μεγάλο χρονικό διάστημα η αρνητική κριτική κατά της χριστιανικής θρησκείας στηριζόταν στη μυθική ερμηνεία του χριστιανισμού. Παρά το γεγονός, ότι η άποψη για ιστορική ανυπαρξία του Ιησού του από Ναζαρέτ, μόνο για ελάχιστο χρόνο υποστηρίχτηκε στα σοβαρά στην επιστημονική έρευνα […] Σήμερα υπάρχει μεγάλη ποικιλία εντύπων, που έχουν κυριολεκτικά κατακλύσει το εμπόριο, πολλά από τα οποία στηρίζονται στην ξεχασμένη πια και αποτυχημένη αυτή απόπειρα ερμηνείας των καινοδιαθηκικών δεδομένων[15].»
Ευτυχώς όμως, ο Θεός στο σχέδιό Του δεν έπραξε όπως θα κάναμε εμείς. Ο Ιησούς Χριστός αποφάσισε να γεννηθεί στο μοναδικό μέρος που κανείς δεν θα αποδεχόταν να θεοποιήσει έναν άνθρωπο. Κατά συνέπεια, αυτό μας βεβαιώνει ότι οι ακραία μονοθεϊστές ιουδαίοι (ευαγγελιστές, απόστολοι, η πρώτη Εκκλησία), που ποτέ δεν θα έφταναν στο σημείο να ομολογήσουν ισοθεΐα για άνθρωπο, ούτε καν για τον μεγαλύτερο προφήτη, θα πρέπει να ήρθαν αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή και συγκλονιστική δύναμη την οποία εξέπεμπε ο Χριστός. Πόσο μάλλον, όταν δέχονταν πως ο Ιησούς ζούσε ως ευλαβής πιστός, κι όμως μιλούσε με ένα κύρος που άγγιζε την ισοθεΐα! Υπάρχει έτσι ένα ακόμα σοβαρό πρόβλημα για τους ψευδολόγους. Αν δεν το βίωναν ως αλήθεια, πώς θα δέχονταν από έναν άνθρωπο που τον θεωρούσαν ευσεβή, να μιλά σαν αναμάρτητος και να λέει «τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας» (Ιω. 8,46), όταν ξέρουμε ότι, «εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν» (Α' Ιωάν. 1,8); Αντίθετα, το λογικό για έναν ευσεβή άνθρωπο θα ήταν να πει, όπως ο Παύλος, ότι από τους «αμαρτωλούς … πρώτος ειμί εγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15). Πώς θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός ως ευσεβής ο Χριστός και να λέει τόσο «επιπόλαια» και απερίσκεπτα «τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» (Μαρκ. 2,5), φράση που σύμφωνα με τους νομομαθείς της εποχής αποτελούσε ξεκάθαρη βλασφημία («τι ούτος ούτω λαλεί βλασφημίας; Τις δύναται αφιέναι αμαρτίας ει μη εις, ο Θεός», Μαρκ. 2,7); Πώς θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές για έναν πεπερασμένο άνθρωπο, εκφράσεις όπως, κανείς δεν γνωρίζει τον Παντοδύναμο, Παντογνώστη, τον Αιώνιο και Άπειρο Θεό, «εκτός από ΕΜΕΝΑ» (όπως στο Ματθ. 11,27);! Πώς θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές για έναν απλό ευσεβή άνθρωπο, εκφράσεις όπως «ΕΓΩ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14,6) ή «ο εωρακώς ΕΜΕ εώρακε τον Πατέρα» (Ιω. 14,9), αν δεν βιώνονταν ως αληθινές;
Σήμερα λοιπόν ξέρουμε με σιγουριά ότι κανείς που θα σκόπευε να «φτιάξει μια θρησκεία» δεν θα χρησιμοποιούσε ούτε ένα από τα στοιχεία αυτά για να πείσει για το μεγαλείο του «θεού» του. Όμως, ο Χριστός πέτυχε στο έργο Του, χρησιμοποιώντας όλα τα συστατικά της αποτυχίας! Έπραξε όλα τα αντίθετα από αυτά που η κοινή λογική θα επέβαλλε για να αποκτήσει πιστούς, κι όμως σαν να ήταν ένα πνευματικό big bang, η διδασκαλία του εξαπλώθηκε στα πέρατα του κόσμου. Και έχουμε μια σειρά μαρτυριών που δηλώνουν το ασύλληπτο ότι, όχι απλά κάποιος προφήτης μίλησε για τον Θεό, αλλά ότι ο ίδιος ο Θεός ήρθε στη γη μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, δίδαξε ως ιστορικό πρόσωπο, έκανε θαύματα ως ιστορικό πρόσωπο, πέθανε πραγματικά ως ιστορικό πρόσωπο, και Αναστήθηκε ως ιστορικό πρόσωπο! Και για ένα σύνολο πραγμάτων που αγγίζουν και ξεπερνούν το αδιανόητο, οι πρώτοι χριστιανοί όχι μόνο προκαλούν την ιστορία, αλλά μπροστά στα μάτια εχθρών και φίλων του Ιησού, επικαλούνται ως μάρτυρες τους αντιπάλους Του:
«Ακούστε αυτά που θα σας πω: Ποιος ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος σάς το απέδειξε ο Θεός με τα θαύματα και τα καταπληκτικά έργα που έκανε μέσω αυτού ανάμεσά σας. Αυτά τα ξέρετε εσείς οι ίδιοι πολύ καλά. 23 Κι όμως εσείς τον Ιησού τον θανατώσατε, βάζοντας ανθρώπους που δεν έχουν το νόμο του Θεού να τον καρφώσουν στο σταυρό.» (Πράξ. 2,22-23)
Μετά από αυτή την απίστευτη δήλωση (και άλλες αντίστοιχες), οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η Κ.Δ. εννοεί έναν Ιησού τόσο πραγματικό, τόσο ιστορικό και τόσο χειροπιαστό, όσο θεωρούμε π.χ. τον Πλάτωνα ή τον Μ. Αλέξανδρο! Και δυστυχώς, συχνά αναλωνόμαστε σε μια διαρκή πολεμική και δεν διαβάζουμε κάποια σημεία των διηγήσεων πραγματικά συγκλονιστικά. Τα ίδια τα ευαγγέλια, που μιλούν για την Ανάσταση, δεν θεωρούν καθόλου δεδομένα και αυτονόητα αυτά που συνέβησαν!
Οι μαθητές, έχουν δει μεν την Ανάσταση του Λαζάρου, όμως εδώ τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: για τον Λάζαρο τους είπαν άλλοι ότι ήταν νεκρός. Δεν βίωσαν τον θάνατό του. Βλέπουν τον Λάζαρο να βγαίνει από τον Τάφο, όμως είχαν δίπλα τους έναν μεγάλο διδάσκαλο. Είχαν καταλάβει ότι ο Θεός τον είχε υπό την προστασία του. Αυτός ο Θεός στον οποίο πάντα πίστευαν έκανε το θαύμα Του, απλά το έκανε μέσω του προσευχόμενου διδασκάλου τους. Τέλος πάντων, ένας άνθρωπος του Θεού μπορούσε να κάνει ακόμα κι αυτό, με τη δύναμη του Θεού φυσικά. Για τον Ιησού όμως ξέρουν καλά ότι βασανίστηκε σκληρά και πέθανε στον Σταυρό. Πήραν το νεκρό σώμα του, το έβαλαν στον Τάφο. Ήξεραν καλά ότι ήταν νεκρός, βίωσαν πικρά το θάνατό του. Δεν πίστευαν ούτε στο ελάχιστο οτιδήποτε άλλο, εκτός από το ότι είχε πεθάνει και θα παρέμενε νεκρός. Απόδειξη είναι όχι μόνο η δυσπιστία τους προς την Ανάστασή Του, αλλά και το γεγονός ότι οι γυναίκες ξεκίνησαν να τον μυρώσουν επειδή ήξεραν καλά ότι θα βρουν εκεί το νεκρό σώμα του. Θα ήταν ίσως πιο εύκολο να τα δεχτούν όλ’ αυτά, αν τον είχε αναστήσει κάποιος προσευχόμενος προφήτης με τη δύναμη του Θεού.
Και ο Ιησούς ήταν νεκρός, θαμμένος, και χωρίς την δυνατότητα ο ίδιος να προσευχηθεί για ένα θαύμα. Κι όμως, συμβαίνει κάτι που δεν χωράει στο μυαλό τους: το πρόσωπο αυτό, ο δάσκαλός τους, ενώ κείται νεκρός, ξαφνικά και εξ ιδίας δυνάμεως, ξυπνά, ζει ξανά, αποκτά τον πλήρη έλεγχο της αυτοσυνειδησίας του και σηκώνεται μόνος του από τον Τάφο! Αν θέλαμε να δώσουμε ένα μέτρο για το δέος που ένιωσε η πρώτη Εκκλησία από τα γεγονότα αυτά, αρκεί να πούμε ότι σε κανέναν από τους ευαγγελιστές δεν θα βρούμε περιγραφές, ούτε καν εικασίες, για την ώρα της Ανάστασης του Χριστού! Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η σχέση που είχε με τον ζωοδότη Θεό ο Δάσκαλός τους ήταν πρωτόγνωρη. Και φυσικά, από τη στιγμή που πραγματοποιούνται οι εμφανίσεις του Ιησού, ουδεμία άλλη ανάσταση μοιάζει με τη δική του: το σώμα του είναι άφθαρτο και με ιδιότητες πρωτόγνωρες. Ξέρουν λοιπόν καλά οι απόστολοι πως όταν διηγηθούν αυτό που είδαν και έζησαν, όσοι το ακούσουν θα τους κοιτάξουν περίεργα. Μήπως και αυτοί οι ίδιοι, έτσι δεν ένιωσαν; Δεν έχουν κανένα πρόβλημα να το ομολογήσουν:
«Επέστρεψαν λοιπόν απ’ το μνήμα και τα ανάγγειλαν όλα αυτά» (Λουκ. 24,9). «Όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς ζει ... δεν ... πίστεψαν» (Μαρκ. 16,11). «Τα λόγια αυτά τους φάνηκαν φλυαρίες.» (Λουκ. 24,11)
Αν δεν είχαν ζήσει αυτό που διηγούνται, θα έπρεπε με τον θάνατό του Ιησού να σημάνει η οριστική διάλυση της ομάδας τους. Κι όμως, εκείνοι αφήνουν τα πάντα για να «κερδίσουν» μόνο κακουχίες και έναν μαρτυρικό θάνατο! Κανείς δεν μπορεί να θυσιαστεί, αν δεν γνωρίζει ότι θυσιάζεται γι’ αυτό που ξέρει και βιώνει ως αλήθεια. Πως λοιπόν θα ήταν δυνατόν, αντί να ξεκινήσουν εκστρατεία δυσφήμισης εναντίον Του, αντιθέτως, να θυσιάσουν τη ζωή τους για χάρη ενός «απατεώνα» τον οποίο θα έπρεπε να μισούν για τις «υποσχέσεις» και τα «ψέματά» Του; Αυτά όλα, συντελούν στο να κατανοήσουμε ότι κάθε προσπάθεια ερμηνείας του Χριστιανισμού και του ιστορικού Ιησού με τις γνωστές μεθόδους, τελικά αφήνει κενά που κανείς δεν μπόρεσε να τα συμπληρώσει πειστικά:
«Κάθε ιστορικός, που μελετά απροκατάληπτα τα κείμενα της Κ.Δ., μπορεί να διαπιστώσει δυο ιστορικές πραγματικότητες. Η πρώτη είναι ότι στον κύκλο των μαθητών του Ιησού συντελέσθηκε μια απροσδόκητη μεταβολή μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Η σύλληψη και ο σταυρικός θάνατος του Ιησού Χριστού βύθισαν τους μαθητές του στη θλίψη, στην απογοήτευση και στην απελπισία. "Και αφέντες αυτόν έφυγον πάντες" (Μαρκ. 14, 50). Έπειτα από λίγο οι ίδιοι μαθητές εμφανίσθηκαν δημόσια στην Ιερουσαλήμ και κήρυτταν, ότι ο Ιησούς Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς και ήσαν έτοιμοι να πεθάνουν για την πίστη τους. Πώς πρέπει να εξηγηθεί η ριζική αυτή μεταβολή των μαθητών; Ο ιστορικός πρέπει να αναγνωρίσει πως πρέπει στο μεταξύ να συνέβη "κάτι", το οποίο κάνει κατανοητή τη μεταβολή αυτή. Χωρίς το "κάτι" αυτό η γένεση της πρώτης Εκκλησίας μένει ιστορικά ανεξήγητη. Τι είναι αυτό το "κάτι" που προκάλεσε τη ριζική μεταβολή των μαθητών; Ο Πέτρος και οι άλλοι μαθητές υποστήριζαν σύμφωνα με τη σαφή και ενιαία μαρτυρία της Κ.Δ. ότι ο σταυρωμένος Ιησούς «ηγέρθη εκ νεκρών» … τα συμβάντα εκείνα, που οδήγησαν τους μαθητές στην πεποίθηση ότι ο Ιησούς αναστήθηκε … είναι ο κενός τάφος του Ιησού και οι εμφανίσεις του στους μαθητές[16].»
Κατά συνέπεια:
«Ένας αντικειμενικός ερμηνευτής μπορεί να δεχτεί ακόμη και την εγελιανή και μετεγελιανή αρχή της φιλοσοφίας της ιστορίας και να αποδώσει την επικράτηση των μεγάλων κινημάτων της ιστορίας όχι στην ακτινοβολία των σημαντικών προσωπικοτήτων, αλλά στη δράση των μαζών. Μπορεί ακόμη να δεχτεί πως η επιβολή τους μπορεί να οφείλεται σε ένα είδος υποκειμενικού ιδεαλισμού των μαζών. Για την ερμηνεία όμως της διάδοσης και επικράτησης του χριστιανισμού μια τέτοια αρχή και τέτοιου είδους διαδικασία πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να εφαρμοστούν. Κι ο λόγος απλούστατα είναι πως δύσκολα θα μπορούσε κανείς να παρακάμψει το γεγονός του σταυρικού θανάτου του Ιησού […] Και μόνο η ιδέα ενός μεσσία, που θανατώθηκε με τον πιο ατιμωτικό τρόπο, ήταν δυνατό στα πρώτα βήματα της χριστιανικής κοινότητας να διαθέσει αρνητικά τόσο τους Ιουδαίους, όσο και τους εθνικούς[17].»
Ελπίζουμε λοιπόν ότι τα παραπάνω, θα βοηθήσουν ακόμα περισσότερο να κατανοήσουμε πόσο άτοπο και αφελές είναι αυτό το «Quiz», από το οποίο, το μόνο που μένει, είναι ένας χαρακτήρας φτηνού λαϊκισμού.
[Τέλος Α΄ Μέρους. Η συνέχεια στο Β΄ Μέρος]
Σημειώσεις
[1] Όπως έχουμε ξαναπεί, τους εντάσσουμε σε μία ομάδα ως «αθεο-νέο-παγανιστές», λόγω της αντιχριστιανικής συμμαχίας τους, καθώς αρκεί ένα κείμενο να είναι αντιχριστιανικό και το προσυπογράφουν όλοι παρά τις χαώδεις ιδεολογικές διαφορές που υποτίθεται πως έχουν.
[2] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Προβλήματα των περί του Πάθους του Χριστού διηγήσεων των Συνοπτικών Ευαγγελίων», ΕΕΘΣΘ, τόμ. 19, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 176.
[3] Αγουρίδης Σάββας, «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», 3η έκδ., Γρηγόρης, Αθήνα 1991, σελ. 84.
[4] Όπως σημειώνει αλλού ο καθ. Καραβιδόπουλος: «Δεν πρέπει να αναζητεί κανείς αυστηρή ακρίβεια στους χρονικούς προσδιορισμούς της Κ.Δ. αλλά την κατά προσέγγιση τοποθέτηση των γεγονότων. Άλλωστε και οι ευαγγελιστές συνοδεύουν τη μνεία της ώρας με προσδιορισμούς που δηλώνουν το περίπου (π.χ. ωσεί, περί, ως κλπ.) … Οι ευαγγελιστές είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο θεολόγοι [...] και κατά δεύτερο λόγο ενδιαφέρονται για την αυστηρή και λεπτομερή χρονική τοποθέτηση των γεγονότων που αφηγούνται» (Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 493).
[5] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Προβλήματα των περί του Πάθους…», ό.π., σελ. 190.
[6] «Διά των αποφάσεων της Β΄ Οικουμενικής συνόδου [381] ανεγνωρίσθησαν τα πρεσβεία τιμής του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως και η πρωτοκαθεδρία αυτού εν τη Ανατολή (γ΄κανών)» (Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών», τόμ. Α΄. Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του θεσμού (απ’ αρχής μέχρι το 451), Αθήναι 1977, σελ. 190).
[7] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη», 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998, σελ. 113.
[8] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Προβλήματα των περί του Πάθους…», ό.π., σελ. 190.
[9] Trocme Etienne, «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ όπως τον είδαν όσοι τον γνώρισαν», Άρτος Ζωής, Αθήνα 1983, σελ. 23.
[10] Gibson Shimon, «Οι τελευταίες ημέρες του Ιησού, με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα», εκδ. Ουρανός, Αθήνα 2010, σελ. 39.
[11] Γ. Γρατσέας, «Ναζαρέτ», ΘΗΕ, τόμ 9 (1966), στ. 291.
[12] Δεσπότης Σ. Σωτήριος, «Ο Ιησούς ως Χριστός και η πολιτική εξουσία στους Συνοπτικούς Ευαγγελιστές», Άθως, Αθήνα 2005, σελ. 161, σημ. #299.
[13] Trocme Etienne, «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ…», ό.π., σελ. 23.
[14] Το γεγονός ότι ο Χριστός και η διδασκαλία Του αφορούν όλο τον κόσμο, όλα τα έθνη, είναι αναμφισβήτητο:
«Και κηρυχθήσεται τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τή οικουμένη εις μαρτύριον πάσιν τοίς έθνεσι» (Ματθ. 24,14). «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Ματθ. 28,18-19). «Και εις πάντα τα έθνη δεί πρώτον κηρυχθήναι το ευαγγέλιον» (Μάρκ. 13,10). «Αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εις όλον τον κόσμον» (Μάρκ. 14,9). «Πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τή κτίσει» (Μάρκ. 16,15). «Και κηρυχθήναι επί τώ ονόματι αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη» (Λουκ. 24,47). «Τό φώς τό αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον, ερχόμενον εις τόν κόσμον» (Ιωάν. 1,9). «Απέστειλεν ο θεός τόν υιόν εις τόν κόσμον ... ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού» (Ιωάν. 3,17). «Καγώ απέστειλα αυτούς εις τόν κόσμον» (Ιωάν. 17,18). «Ιδού στρεφόμεθα εις τα έθνη. ούτω γάρ εντέταλται ημίν ο Κύριος» (Πράξ. 13,46-47). «Αλήθειαν λέγω εν Χριστώ, ου ψεύδομαι, διδάσκαλος εθνών εν πίστει και αληθεία» (Α' Τιμ. 2,7). «Πρώτον μέν ευχαριστώ τώ Θεώ μου διά Ιησού Χριστού υπέρ πάντων υμών, ότι η πίστις υμών καταγγέλλεται εν όλω τώ κόσμω» (Ρωμ. 1,8). «Μη ουκ ήκουσαν; μενούνγε εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος αυτών, και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών» (Ρωμ. 10,18). «Εν δυνάμει σημείων και τεράτων, εν δυνάμει Πνεύματος Θεού, ώστε με από Ιερουσαλήμ και κύκλω μέχρι τού Ιλλυρικού πεπληρωκέναι το ευαγγέλιον τού Χριστού» (Ρωμ. 15,19). «Της αληθείας τού ευαγγελίου 6 τού παρόντος εις υμάς, καθώς και εν παντί τώ κόσμω» (Κολ. 1,5-6). «Τού ευαγγελίου ού ηκούσατε, τού κηρυχθέντος εν πάση τή κτίσει» (Κολ. 1,23). «Έχοντα ευαγγέλιον αιώνιον ευαγγελίσαι επί τους καθημένους επί της γής και επί πάν έθνος και φυλήν και γλώσσαν και λαόν» (Αποκ. 14,6).
[15] Βασιλειάδης Πέτρος, «Παύλος. Τομές στη Θεολογία του», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 65.
[16] Ανδριόπουλος Παναγιώτης, «Η Ερμηνεία…», ό.π., σελ. 161.
[17] Βασιλειάδης Πέτρος, «Παύλος…», ό.π., σελ. 65-66.68.
(Πηγή: «Quiz για τις μέρες του Πάσχα - Απαντήσεις σε ένα αφελές ερωτηματολόγιο Μέρος Α΄: Ποια η φιλολογική μορφή των ευαγγελίων - Στοιχεία για τη γνησιότητά τους - Αντίλογος σε απλοϊκές εικασίες περί του Ιστορικού Ιησού», του Papyrus 52 για την Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας)
Οι πρώτες 8 ερωτήσεις
Περιεχόμενα
1. Το σκεπτικό των απαντήσεών μας
2. Απάντηση στο Κουίζ, 1η από 17: «Ποιός προσήλθε πρώτος στο μνήμα την Κυριακή το πρωί;»
3. Απάντηση στο Κουίζ, 2η από 17: «Πότε πήγε (πήγαν) στο μνήμα η γυναίκα(ες);»
4. Απάντηση στο Κουίζ, 3η από 17: «Οι γυναίκες πήγαν στο μνήμα, προκειμένου να…»
5. Απάντηση στο Κουίζ, 4η από 17: «Οι γυναίκες απόκτησαν κι ετοίμασαν τα αρώματα…»
6. Απάντηση στο Κουίζ, 5η από 17: «Ο πρώτος επισκέπτης (ες) στο μνήμα συνάντησε (-αν)…»
7. Απάντηση στο Κουίζ, 6η από 17: «Που βρισκόταν αυτός (οι), που συνάντησαν στο μνήμα;»
8. Απάντηση στο Κουίζ, 7η από 17: «Αφού βρήκε (αν) τον τάφο άδειο η γυναίκα (ες)…»
9. Απάντηση στο Κουίζ, 8η από 17: «Ο αναστηθείς Ιησούς εμφανίστηκε πρώτα…»
10. Επίλογος
1. Το σκεπτικό των απαντήσεών μας
Πριν ξεκινήσουμε τις απαντήσεις μας στο «Κουίζ» των μυθολόγων, για να ξεκαθαρίσουμε το σκεπτικό του άρθρου αυτού, θα προσθέσουμε τα εξής:
Όσοι ασχολούνται με τα βιβλικά θέματα, ξέρουν ότι η εναρμόνιση των διηγήσεων των ευαγγελίων ουδέποτε υπήρξε πρωτεύον θέμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτό συνέβη επειδή όπως προείπαμε, η αυθεντικότητα της Παράδοσης αναγνωρίστηκε ως δεδομένη στα Ευαγγέλια. Ζήτημα ουσιαστικό για τους Πατέρες, θα υπήρχε μόνο αν συναντούσαν ασυμφωνίες σε ζητήματα ουσιώδη, π.χ. αν ο Ιησούς πέθανε πραγματικά ή φαινομενικά, ή αν ο Τάφος βρέθηκε ή όχι κενός. Πληροφορίες σχετικές με το αν «αγοράστηκε» ή αν «ετοιμάστηκε» το μύρο, δεν μπορούσαν να πλήξουν την αυθεντική πίστη της Εκκλησίας ούτε τότε, ούτε και σήμερα ασφαλώς, και γι’ αυτό αντιμετωπίστηκαν πάντα ως ζητήματα ήσσονος σημασίας, οφειλόμενα στο προσωπικό ύφος του κάθε συγγραφέα και στο ιδιαίτερο ύφος της θεολογικής ερμηνείας τους.
Στις περιστασιακές αναφορές που έχουμε από εκκλησιαστικούς συγγραφείς σχετικά με λεπτομερείς εναρμονίσεις των διηγήσεων μετά την Ανάσταση, συναντάμε ερμηνείες που για να απαντήσουν στα διάφορα ζητήματα, αναφέρονται σε πολλαπλές επισκέψεις στον Τάφο του Ιησού από διαφορετικές ομάδες ανθρώπων. Μια τέτοια ερμηνεία μπορούμε να διαβάσουμε στο διαδίκτυο σε μετάφραση, από τον Αντώνιο Κραποβίτσκυ (1863-1936), Μητροπολίτη Κιέβου. Υπάρχει μάλιστα και ένας συνοπτικός πίνακας των σχετικών διηγήσεων. Σκοπός όμως των δικών μας απαντήσεων στο παρόν άρθρο, είναι να δούμε κάτι άλλο: αν θεωρήσουμε ότι οι τέσσερις ευαγγελιστές διηγούνται μία και μοναδική ιστορία, πόσο έξω από την λογική είναι να εναρμονιστούν οι τέσσερις διηγήσεις; Η πιθανότητα να αφηγούνται οι ευαγγελιστές μία και μόνο ιστορία, είναι άραγε τόσο «ακραία» για τη λογική του σημερινού ανθρώπου, όσο θα ήθελαν οι γνωστοί συκοφάντες;
2. Απάντηση στο Κουίζ, 1η από 17:
«Ποιός προσήλθε πρώτος στο μνήμα την Κυριακή το πρωί;»
α. Μία γυναίκα
β. Δύο γυναίκες
γ. Τρεις γυναίκες
δ. Περισσότερες από τρεις γυναίκες
Όπως είπαμε ήδη από την εισαγωγή μας, όλα τα ζητήματα του «κουίζ» εκμεταλλεύονται την φιλολογική μορφή των ευαγγελίων, και τον τρόπο γραφής που επέλεξαν οι ευαγγελιστές. Όμως, ούτε ένα από τα ζητήματα αυτά δεν αγγίζει την αναστάσιμη αλήθεια της πρωτοχριστιανικής κοινότητας: ο βασικός άξονας της Παράδοσης, επάνω στον οποίο στηρίζεται όλη η μαρτυρία της Εκκλησίας παραμένει ακλόνητος και ενιαίος για όλους. Και πάλι, όμως, παρά τις διαφορές που εκ πρώτης όψεως μπορεί κάποιος να επισημάνει στις ευαγγελικές διηγήσεις, τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα για τους ψευδολόγους. Θα πρέπει καταρχάς, ν’ αναγνωρίσουμε μια ισχυρή ιστορική βάση σχετικά με τη μαρτυρία των γυναικών. Οι διηγήσεις όπου, σημαντικές μαρτυρίες για την ουσία του αναστάσιμου μηνύματος αποδίδονται σε γυναίκες, θα πρέπει να θεωρούνται ιστορικά αξιόπιστες[1]. Εάν επρόκειτο για κατασκευασμένες, επινοημένες αφηγήσεις, με κανέναν τρόπο δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι θα απέδιδαν τις μαρτυρίες αυτές σε γυναίκες, οι οποίες, «θεωρούνταν την εποχή εκείνη ως ανίκανες προς μαρτυρίαν»[2]. Αυτό ισχύει και για τις πρώτες εμφανίσεις του Ιησού και για την μαρτυρία του Κενού Τάφου φυσικά.
Αυτό λοιπόν, είναι ένα ισχυρό ιστορικό επιχείρημα που δύσκολα μπορεί να υποτιμηθεί. Ως προς τον αριθμό τώρα των γυναικών αυτών, αξίζει να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι ευαγγελιστές ξεπερνούν ζητήματα όπως ο αριθμός των προσώπων που συμμετέχουν σε μια διήγηση. Ας ξεκινήσουμε μ’ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στο ευαγγέλιο του Λούκα, εξετάζοντάς κατά γράμμα τον στίχο 24,12 που μας λέει ότι «ο Πέτρος σηκώθηκε κι έτρεξε στο μνήμα», θα θεωρούσαμε βέβαιο ότι μόνο ο Πέτρος ήταν αυτός που πήγε στον Τάφο του Ιησού. Κι όμως δεν είναι έτσι. Ο ίδιος συγγραφέας, ο Λουκάς, δώδεκα στίχους μετά (24,24) διαψεύδει τις υποθέσεις μας και λέει ότι, «απήλθόν τινες των συν ημίν επί το μνημείον»! Κατά συνέπεια, ενώ αναφέρει μόνο τον Πέτρο στο 24,12, με τον πληθυντικό του στίχου 24,24 καταλαβαίνουμε ότι ο Πέτρος τελικά, δεν ήταν μόνος του! Κάτι αντίστοιχο κάνει και ο Ιωάννης: ενώ στο Ιω. 20,1 αναφέρεται η Μαγδαληνή σαν να ήταν μόνη της κατά την επίσκεψη στον τάφο, ακριβώς στον επόμενο στίχο, ο ευαγγελιστής γράφει: «δεν ΞΕΡΟΥΜΕ πού τον έβαλαν» (Ιω. 20,2)! Άρα, όπως σημειώνει ο Παν. Τρεμπέλας, με τον πληθυντικό αυτό:
«... ο Ιωάννης προϋποθέτει, ότι η Μαγδαληνή κατά την πρώτην επίσκεψιν του τάφου συνωδεύετο και υπό άλλων γυναικών[3].»
Αυτομάτως λοιπόν, η διατύπωση της 1ης ερώτησης του «κουίζ» έχει πρόβλημα. Νομίζουν ότι ο Ιωάννης μιλάει για μία γυναίκα (βλ. υποερώτημα ‘ α ’), τη Μαγδαληνή, επειδή λαμβάνουν υπόψη τους μόνο τον στίχο 20,1. Τελικά όμως, από το Ιω. 20,2 συμπεραίνουμε ότι θα μπορούσαν οι γυναίκες να είναι και δύο, και τρεις, ή και περισσότερες. Κατά συνέπεια, η πρώτη σκέψη που κάνουμε, είναι πως όταν βλέπουμε καταλόγους ονομάτων, δεν μπορούμε πάντα να αποκλείσουμε την παρουσία περισσοτέρων προσώπων από τα επονομαζόμενα, εκτός εάν ο συγγραφέας το αποκλείει ρητώς. Κάνει κάτι τέτοιο ο Ματθαίος; Όχι. Μήπως κάνει κάτι τέτοιο ο Μάρκος; Και πάλι όχι. Μάλιστα, δεν πρέπει να ξεχνάμε και κάτι βασικό: η επιστημονική έρευνα μας έχει πει ότι ο Ματθαίος, όταν γράφει, γνωρίζει το ευαγγέλιο του Μάρκου. Κατά συνέπεια βλέπουμε μια προσωπική, συνειδητή επιλογή του Ματθαίου, που μειώνει τα τρία επονομαζόμενα πρόσωπα (Μαρκ. 16,1) σε δύο, μην αναφέροντας τη Σαλώμη (Ματθ. 28,1). Και αυτό είναι ενδεικτικό για το τι σημαίνει προσωπικό ύφος και αυτονομία ενός συγγραφέα, το οποίο ουδόλως αποτελεί «αντίφαση». Υπάρχει λοιπόν μια εύλογη ερμηνεία που λαμβάνει υπόψη όλ’ αυτά τα δεδομένα:
«... αι μυροφόροι ήσαν πολλοί, αλλ’ οι Ευαγγελισταί, "των επισήμων μόνον ποιησάμενοι μνείαν τας άλλας παρείδον"[4].»
Αυτό, έχει μια εξαιρετικά λογική βάση. Και σήμερα ακόμα, εάν κάποιος είχε μια πληροφορία που του μεταφέρθηκε από ένα σύνολο προσώπων, όταν θα αποφάσιζε να την αναμεταδώσει, για να γίνει πειστικός, θα επέλεγε να αναφέρει ως πληροφοριοδότες εκείνους που κατά την άποψή του θα παρείχαν τον υψηλότερο βαθμό αξιοπιστίας στο μήνυμά του. Έτσι λοιπόν, από τις διηγήσεις των ευαγγελιστών είναι προφανές ότι υψηλότερη θέση στην ιεραρχία της αξιοπιστίας, λαμβάνει η Μαρία η Μαγδαληνή. Ακολούθως, επιλέγονται και τα λοιπά πρόσωπα σύμφωνα με την αναγνώριση που είχαν λάβει από την κοινότητα ή και κατά την κρίση των ευαγγελιστών. Το Λουκ. 8,1-3 δείχνει καθαρά ότι κάποια πρόσωπα ξεχωρίζουν. Κατά συνέπεια, ο Λουκάς και ο Ιωάννης είναι πιθανόν να συμφωνούν σε έναν μεγάλο αριθμό γυναικών, ενώ την ίδια στιγμή, ούτε ο Μάρκος αποκλείει άλλα πρόσωπα, αλλά ούτε και ο Ματθαίος, για τον οποίο μάλιστα γνωρίζουμε ότι επέλεξε να μην αναφέρει τη Σαλώμη ενώ σίγουρα γνώριζε το όνομα. Η εξήγηση λοιπόν της κατ’ επιλογή αναφοράς προσώπων ανάλογα με τη βαρύτητα της μαρτυρίας τους, είναι μια ιδιαίτερα λογική και πειστική ερμηνεία που συμβαδίζει με το όλο ύφος των ευαγγελιστών.
3. Απάντηση στο Κουίζ, 2η από 17:
«Πότε πήγε (πήγαν) στο μνήμα η γυναίκα(ες);»
α. Όταν ήταν ακόμα σκοτάδι
β. Αφού είχε ανατείλλει (sic) ο Ήλιος
Βλέπουμε πως και οι ίδιοι οι μυθολόγοι, εντοπίζουν δύο διαφορετικές ώρες στις τέσσερις διηγήσεις. Η ώρα που ονομάζουν «αντίφαση», είναι αυτή που συναντάμε στο Κατά Μάρκον, όμως δεν είναι τόσο απλό να χαρακτηριστεί έτσι. Ο Μάρκος γράφει:
«Και λίαν πρωί της μιας σαββάτων έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου» (δηλ., «ήρθαν στο μνήμα πολύ πρωί την επομένη του Σαββάτου, μόλις ανέτειλε ο ήλιος»[5], Μαρκ. 16,2).
Αυτοί όμως οι δύο χρονικοί προσδιορισμοί, αν ερμηνευτούν κατά κυριολεξία, δεν μπορούν να συσχετιστούν διότι τότε θα είχαμε το ακραίο και παράδοξο, να διαφωνεί ο Μάρκος με τον… εαυτό του. Είναι αδύνατον να δεχτούμε κατά γράμμα τα «λίαν πρωί» και «ανατείλαντος του ηλίου» μέσα σε μία και μόνο πρόταση, διότι την εποχή εκείνη προσδιόριζαν διαφορετικούς χρόνους της ημέρας! Γράφει για παράδειγμα ο εκκλησιαστικός συγγραφέας και ερμηνευτής Ευθύμιος Ζιγαβηνός (11ος αι.):
«Και εάν ήν ‘ λίαν πρωί ’, πώς είπεν, ότι ‘ ανατείλαντος του ηλίου ’ [6];»
Όπως εξηγεί ο Νικόλαος Δαμαλάς:
«... ‘ ανατείλαντος του ηλίου ’ τούτο εν τη κυρία σημασία πάντη ασύμφωνον και ασυμβίβαστον τω ‘ λίαν πρωί ’, όπερ νοείται πάντοτε περί του λυκόφωτος[7].»
Παρόμοια, ο καθηγητής Λουκάς Φίλης, γράφει:
«… δημιουργείται η εντύπωση της αντιθέσεως και αντιφάσεως του ιδίου [του Μάρκου] προς τον ίδιο τον εαυτό του, γιατί μνημονεύει ταυτόχρονα και τα δύο χρονικά σημεία, ήτοι ‘ λίαν πρωί ’ και ‘ ανατείλαντος του ηλίου ’ [8].»
Αυτά, μας οδηγούν να σκεφτούμε ότι το «ανατείλαντος του ηλίου» θα έπρεπε να μην εκληφθεί κατά γράμμα, αλλά να το «τραβήξει» χρονικά κοντά του ο προσδιορισμός «λίαν πρωί» και έτσι να μην εννοεί πλήρη ανατολή του ηλίου. Δηλαδή, σύμφωνα και με την ερμηνεία του Ζιγαβηνού την οποία μας εξηγεί ο καθ. Παν. Τρεμπέλας:
«... είναι πιθανόν, ότι ο Μάρκος ενταύθα εννοεί ουχί πλήρη ανατολήν του ηλίου, αλλά το λυκαυγές το μαρτυρούν την εμφάνισίν του[9].»
Αν λοιπόν θεωρήσουμε ότι με το «ανατείλαντος του ηλίου» δεν εννοεί ο Μάρκος παρά το λυκαυγές, βλέπουμε πόσο ταιριάζουν οι τέσσερις μαρτυρίες, ακόμη κι αν τις τοποθετήσουμε όλες μαζί σε μια δική μας σύνθεση:
«Ήρθαν την επομένη ημέρα απ' το Σάββατο. Ήταν "βαθιά χαράματα" [Λουκ. 24,1], τα "ξημερώματα της επόμενης ημέρας" [Ματθ. 28,1]. Έφτασαν "μόλις ανέτειλε ο ήλιος". Ήταν πάντως "πολύ πρωί" ακόμα [Μαρκ. 16,2], και "ήταν ακόμη σκοτεινά" [Ιωάν. 20,1].»
Όσο άχαρη κι αν είναι η ένωση τεσσάρων εδαφίων που λένε το ίδιο πράγμα, εντούτοις γίνεται φανερό ότι ακόμα και με μια ερασιτεχνική προσπάθεια μπορούν να ταιριάξουν. Έτσι, η φράση "μόλις ανέτειλε ο ήλιος" αυτομάτως παίρνει την χροιά του λυκαυγούς και όχι την έννοια της κατά κυριολεξία ανατολής όπου τα πάντα πλέον έχουν φωτιστεί. Άρα λοιπόν, η δήθεν «ασυμφωνία» του Quiz, που θέλει τον Μάρκο να διαφωνεί με τον εαυτό του, (και κατά προέκταση, και με τους άλλους τρεις), δεν έχει πραγματική βάση[10].
4. Απάντηση στο Κουίζ, 3η από 17:
«Οι γυναίκες πήγαν στο μνήμα, προκειμένου να…»
α. Αλείψουν το σώμα του Ιησού με αρώματα
β. Δούν μόνο το μνήμα
Νομίζουμε ότι αυτή η ερώτηση του «Κουίζ» είναι από τις πιο απαράδεκτες που συναντήσαμε... Το γεγονός ότι ο Ματθαίος αναφέρει πως «η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία ήρθαν να δουν τον τάφο του Ιησού» (Ματθ. 28,1) είναι αναμφισβήτητο. Όμως, το κείμενο του Ματθαίου δεν αποτελείται από έναν μόνο στίχο! Αν έκαναν τον κόπο να διαβάσουν και το υπόλοιπο κείμενο, θα έβλεπαν πως ο ίδιος ο Ματθαίος, τέσσερις μόλις στίχους παρακάτω γράφει: «Ο άγγελος είπε στις γυναίκες ... Ξέρω ποιον γυρεύετε, τον Ιησού» (Ματθ. 28,5)! Ο στίχος αυτός, διαψεύδει όσους υποστηρίζουν ότι σύμφωνα με τον Ματθαίο, οι γυναίκες πήγαν απλά… βόλτα για να «δουν μόνο το μνήμα». Είναι σαφές ότι πήγαν για να βρουν τον νεκρό Ιησού, όπως μας λένε όλες οι διηγήσεις. Και το γεγονός ότι ο Ματθαίος ήξερε την πρόθεση των γυναικών να μυρώσουν τον Κύριο (παρά το γεγονός ότι το θεωρεί δευτερεύον και δεν το αναφέρει) είναι δεδομένο, αν μη τι άλλο, αφού το ευαγγέλιο του Μάρκου, το αρχαιότερο όλων, αποτέλεσε βασική πηγή για το Κατά Ματθαίον[11].
5. Απάντηση στο Κουίζ, 4η από 17:
«Οι γυναίκες απόκτησαν κι ετοίμασαν τα αρώματα…»
α. Την Παρασκευή, προτού νυκτώσει
β. Αφού νύκτωσε το Σάββατο και μετά
Στην 4η αυτή ερώτηση, ας επισημάνουμε πρώτα την απαράδεκτα μεθοδευμένη διατύπωσή της: οι δύο ευαγγελιστές πουθενά δεν λένε από κοινού, ότι οι γυναίκες «απόκτησαν κι ετοίμασαν τα αρώματα» και κατόπιν, ο ένας λέει ότι αυτό έγινε πριν το Σάββατο και ο άλλος λέει μετά το Σάββατο! Βεβαίως, ακόμα και στην περίπτωση αυτή, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε απλά, ότι η Παράδοση δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στον χρόνο αγοράς και ετοιμασίας του μύρου. Ακόμα και ένας αυτόπτης δικαιολογείται, όταν γράφει μια διήγηση που συνέβη πριν από 30-40 χρόνια. Εντούτοις, οι δημιουργοί του κουίζ ψεύδονται καθώς δεν υπάρχει καν η διαφωνία που μας παρουσιάζουν. Στα κείμενα, ο μεν Μάρκος μιλάει μόνο για «αγορά», ο δε Λουκάς μιλάει μόνο για «ετοιμασία», και αυτό είναι σημαντικό. Ας ξεκινήσουμε όμως από το αν υπάρχει λόγος να μιλήσει κάποιος για «αντίφαση». Για να ισχύει κάτι τέτοιο, θα έπρεπε οι ευαγγελιστές να αυτοσχεδιάζουν χωρίς κοινά σημεία. Όμως, στην πραγματικότητα το γεγονός δεν είναι καθόλου άγνωστο στους ιερούς συγγραφείς. Κανείς τους δεν «μπερδεύεται», διότι στα Μαρκ. 16,1-2 και Λουκ. 24,1 οι ευαγγελιστές δείχνουν πως γνωρίζουν καλά ότι:
α) Οι γυναίκες έχουν σκοπό να αλείψουν με μύρο τον Ιησού.
β) Για την αποστολή αυτή πήγαν ξημερώματα της Κυριακής.
γ) Το Σάββατο δεν πραγματοποίησαν καμία σχετική ενέργεια (Μαρκ. 16,1 και Λουκ. 23,56).
Αυτά αποδεικνύουν ότι τα γεγονότα είναι γνωστά και συγκεκριμένα, άρα στο κεντρικό θέμα της διήγησης υπάρχει απόλυτη συμφωνία. Το θέμα του «πότε αποκτήθηκαν τα μύρα» και «πότε ετοιμάστηκαν» τα μίγματα, φαίνεται σαφώς ότι το θεωρούν δευτερεύον. Ο Μάρκος μας λέει μόνο ότι «αγόρασαν αρώματα». Όμως δεν μπορεί να μην τα προετοίμασαν, καθώς γνωρίζουμε ότι υπήρχε μια διαδικασία για να γίνει το τελικό μίγμα[12] που έβαζαν στον νεκρό. Από την άλλη, ο Λουκάς δεν αναφέρει καθόλου την αγορά των αρωμάτων. Θα πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι, αν κρίνουμε από την περιγραφή του Ιωάννη, που μας λέει πως ο Νικόδημος είχε φέρει μαζί του για την Ταφή του Ιησού «εκατό περίπου λίτρες» μίγμα «σμύρνης και αλόης» (Ιω. 19,39), μοιάζει αδύνατον να μπορεί να βρεθεί διαθέσιμη στα σπίτια μια παρόμοια ποσότητα, όταν μάλιστα ξέρουμε ότι τα αρώματα κόστιζαν ακριβά[13].
Στην πραγματικότητα, τα υλικά θα πρέπει και να αγοράστηκαν και να ετοιμάστηκαν. Ιδιαίτερα η εκδοχή του Λουκά ο οποίος δεν αναφέρει πουθενά αν αγοράστηκε το μύρο, είναι στην πραγματικότητα μάλλον αδύνατη, και με το «ητοίμασαν», χωρίς άλλες λεπτομέρειες, δείχνει να ξεπερνά το όλο θέμα ως δευτερεύον. Διότι φαίνεται πολύ πιο πιθανό να χρειάστηκε να αγοράσουν μύρο όπως λέει ο Μάρκος, διότι η αναγκαία ποσότητα ήταν και μεγάλη αλλά και ακριβή, για να υπάρχει πρόχειρη. Είναι υπερβολή όμως να μιλήσουμε για «αντίφαση». Θα μπορούσαν κάλλιστα οι διηγήσεις να είναι συμπληρωματικές. Οι μυροφόρες να ξεκίνησαν την προετοιμασία την Παρασκευή, συγκεντρώνοντας όσα υλικά μπόρεσαν να βρουν, και μόλις πέρασε η αργία του Σαββάτου να αγόρασαν την υπόλοιπη ποσότητα που χρειάζονταν[14], καθώς μοιάζει βέβαιο ότι μια ποσότητα θα έπρεπε να την αγοράσουν. Περισσότερο λοιπόν ο Λουκάς θεωρεί το ζήτημα δευτερεύον και δεν έχει σκοπό να παραθέσει λεπτομέρειες για το μύρο. Μην ξεχνάμε ότι ο Ματθαίος δεν θεωρεί αναγκαίο ούτε καν να το αναφέρει, παρ’ όλο ότι το γνωρίζει (τουλάχιστον από το ευαγγέλιο του Μάρκου).
6. Απάντηση στο Κουίζ, 5η από 17:
«Ο πρώτος επισκέπτης (ες) στο μνήμα συνάντησε (-αν)…»
α. Έναν άγγελο
β. Ένα νέο
γ. Δύο άνδρες
δ. Κανέναν
Καταρχάς, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι μία από τις παραπάνω διατυπώσεις είναι παραπλανητική και απαράδεκτη. Στο υποερώτημα «γ» που μιλάει για τους «δύο άνδρες» που αναφέρονται στο Λουκ. 24,4 δεν είδαν οι ψευδολόγοι ότι ο Λουκάς στο 24,23 μας λέει ξεκάθαρα ότι οι γυναίκες κατάλαβαν κανονικότατα ότι ήταν άγγελοι; «Μας έλεγαν ότι είδαν οπτασία αγγέλων» (Λουκ. 24,23)! Και ασφαλώς, πέρα από αυτό, η Καινή Διαθήκη μαζί με την Παλαιά Διαθήκη μας προσφέρουν ένα ολόκληρο θρησκευτικό πλαίσιο, ώστε με ευκολία να ξεπεράσουμε τις προκαταρκτικές δυσκολίες. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, και μόνο η ενδυμασία που αναφέρεται στις περιγραφές των ευαγγελίων, μαζί με την ατμόσφαιρα των διηγήσεων, δεν αφήνουν το παραμικρό περιθώριο να σκεφτεί κάποιος ότι «οι άνδρες» ή «ο νέος» δεν ήταν άγγελοι. Τα λευκά και απαστράπτοντα ρούχα, μας μεταφέρουν πάντα σε ένα σκηνικό θείας δόξας (π.χ. Δαν. 7,9. Μάρκ. 9,3. Πράξ. 1,10. Αποκ. 6,11). Όσο για το αν ο «νέος» μπορεί να ονομαστεί και «άνδρας», τι να πει κανείς. Σίγουρα πάντως, δεν θα ονομαστεί… γυναίκα!
Το ζήτημα λοιπόν που προκύπτει από την ερώτηση, είναι αν επρόκειτο για έναν ή δύο αγγέλους, ή και για «κανέναν». Όπως προείπαμε, για να μιλήσει κάποιος για «αντίφαση» θα πρέπει να βρίσκει στις διηγήσεις μόνο αυτοσχεδιασμούς χωρίς κοινά σημεία. Όμως τα κοινά σημεία υπάρχουν. Είπαμε ήδη για την ενδυμασία των αγγέλων:
«Ρούχα ολόλευκα σαν το χιόνι» (Ματθ. 28,3)
«Λευκή στολή» (Μαρκ. 16,5)
«Αστραφτερές στολές» (Λουκ. 24,4)
«Ντυμένοι στα λευκά» (Ιω. 20,12)
Επίσης, οι τέσσερις ευαγγελιστές συμφωνούν ότι υπήρξε παρουσία αγγέλου στις γυναίκες. Επιπλέον, η παρουσία αυτή έγινε μέσα στον Τάφο του Ιησού:
«Μόλις μπήκαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό με λευκή στολή» (Μαρκ. 16,5)
«Όταν μπήκαν … φάνηκαν μπροστά τους δύο άντρες με αστραφτερές στολές» (Λουκ. 24,3-4)
«Σκύβει να δει μέσα στο μνήμα, και βλέπει δυο αγγέλους» (Ιω. 20,11-12)
«Ο άγγελος είπε … Δεν είναι εδώ … [και τις προσκαλεί μέσα:] Ελάτε να δείτε το μέρος όπου βρισκόταν» (Ματθ. 28,5-6)
Και βεβαίως, όλοι συμφωνούν για τον Κενό Τάφο (Μαρκ. 16,7· Ματθ. 28,6· Λουκ. 24,3· Ιωαν. 20,2.6), και το μήνυμα ότι ο Ιησούς Αναστήθηκε (Μαρκ. 16,6· Ματθ. 28,7· Λουκ. 24,6· Ιωαν. 20,9).
Τελικά, πόσο λογικό και πιθανό είναι, οι τέσσερις ευαγγελιστές:
α) να γνωρίζουν ότι υπήρξε αγγελοφάνεια,
β) να γνωρίζουν ότι υπήρξε αγγελοφάνεια μέσα στον Τάφο,
γ) να γνωρίζουν πώς ήταν ενδεδυμένοι οι άγγελοι,
δ) να γνωρίζουν ότι οι άγγελοι μίλησαν, κι όμως, να μην ξέρουν πόσοι ήταν;
Αν υποθέσουμε ότι ήξεραν πόσοι ήταν οι άγγελοι, υπάρχει λόγος να αναφερθούν σε έναν άγγελο, τη στιγμή που ήταν δύο; Θεωρούμε ότι υπάρχει, και πολύ λογικός μάλιστα. Έχουμε και λέμε:
α) ένας άγγελος που μιλά: «Ο άγγελος είπε στις γυναίκες» (Ματθ. 28,5).
β) ένας άγγελος που μιλά: «Αυτός όμως τους είπε» (Μαρκ. 16,6).
γ) δύο άγγελοι που μιλούν: «τις ρώτησαν» (Λουκ. 24,5).
δ) δύο άγγελοι που μιλούν: «Της λένε τότε εκείνοι» (Ιω. 20,13).
Αυτοί λοιπόν που κόπτονται τάχα για την ακρίβεια και τις λεπτομέρειες, γιατί δεν παρατήρησαν το παράδοξο οι δύο άγγελοι να μιλούν ταυτόχρονα όπως κατά γράμμα αναφέρουν τα Λουκ. 24,5 και Ιω. 20,13;
Για το λόγο αυτό, είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως όταν λένε ο Λουκάς και ο Ιωάννης «τις ρώτησαν», ή «της λένε», κάθε φυσιολογικός άνθρωπος σκέφτεται και καταλαβαίνει ότι ο ΕΝΑΣ άγγελος μίλησε! Αλλιώς θα πρέπει να φανταστούμε τους αγγέλους σα να λένε… ποίημα στο σχολείο, μιλώντας λέξη προς λέξη και οι δύο μαζί, μετατρέποντας την όλη σκηνή σε θέατρο του παραλόγου. Δεδομένης της απόλυτα λογικής σκέψης ότι δεν μπορεί παρά ο ΕΝΑΣ από τους δύο αγγέλους να μίλησε κάθε φορά, για ποιο λόγο είναι παράλογο οι δύο ευαγγελιστές να εξελίσσουν την σκηνή τους με βάση τον ΕΝΑ άγγελο που μίλησε και άρα πρωταγωνιστούσε στο συμβάν; Και μάλιστα τη στιγμή που είναι ολοφάνερο πως ουδεμία άγνοια των λεπτομερειών της σκηνής υπήρξε: οι ευαγγελιστές γνώριζαν την αγγελοφάνεια, γνώριζαν το σημείο που στάθηκαν οι άγγελοι, γνώριζαν τα ρούχα που φορούσαν, γνώριζαν ότι οι άγγελοι μίλησαν.
Ως προς το «δ» ερώτημα τώρα, με το οποίο αναφέρονται στη διήγηση του Ιωάννη, πουθενά δεν λέει ο ευαγγελιστής ότι οι πρώτοι επισκέπτες δεν είδαν «κανέναν»! Οι δύο άγγελοι της διήγησης, προφανώς θα εμφανίζονταν μέσα στο μνήμα, όμως ο Ιωάννης προσθέτει ότι η Μαρία Μαγδαληνή είδε τους δύο αγγέλους μόνο στη δεύτερη επίσκεψή της. Αν διαβάσουμε προσεκτικά τη διήγηση του Ιωάννη θα καταλάβουμε αμέσως το γιατί. Καθώς οι μυροφόρες πήγαιναν στον Τάφο του Ιησού, είδαν τον λίθο να έχει μετακινηθεί, όμως η Μαγδαληνή μόλις «βλέπει την πέτρα μετατοπισμένη», δεν μπήκε καν στο μνήμα με τις άλλες, άρα δεν θα δει τους αγγέλους, και φεύγει τρέχοντας για να το πει στους μαθητές. Από τη φράση «δεν ΞΕΡΟΥΜΕ πού τον έβαλαν» (Ιω. 20,2), καταλαβαίνουμε ότι δεν ήταν μόνη της αλλά μαζί με άλλες μυροφόρες, και από τη φράση, «τρέχει, λοιπόν, και πηγαίνει στο Σίμωνα Πέτρο» (Ιω. 20,1) καταλαβαίνουμε ότι έφυγε η Μαγδαληνή, και όσες παρέμειναν, πηγαίνοντας μέσα στον Τάφο είδαν τους αγγέλους που αναφέρει ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ματθαίος. Οι άγγελοι έκαναν αισθητή την παρουσία τους και πάλι, ώστε να τους δει η Μαγδαληνή, όταν εκείνη κλαίγοντας κοίταξε μέσα στο μνήμα (Ιω. 20,11).
Για το γεγονός ότι η αγγελοφάνεια δεν ήταν αναγκαία να πραγματοποιηθεί στην περίπτωση των μαθητών, έχουμε ως απόδειξη τα επαινετικά σχόλια του Ιωάννη για τους μαθητές: «τα είδε αυτά και πίστεψε» (Ιω. 20,8) και «ως τότε δεν είχαν καταλάβει» (Ιω. 20,9). Με αυτά, τονίζει την αυξημένη πίστη των Αποστόλων οι οποίοι θυμούνται όσα τους είχε πει ο Δάσκαλός τους, ενώ η Μαγδαληνή, αν και βλέπει το μνημείο ανοιχτό, δεν της περνάει καν από το μυαλό αυτό που τελικά συνέβη (Ιω. 20,2).
7. Απάντηση στο Κουίζ, 6η από 17:
«Που βρισκόταν αυτός (οι), που συνάντησαν στο μνήμα;»
α. Καθισμένος σε μία πέτρα έξω από το μνήμα
β. Καθισμένος μέσα στο μνήμα
γ. Όρθιοι μέσα στο μνήμα
Καταρχάς να ρωτήσουμε: που είδαν ο Λουκάς να λέει ότι οι άγγελοι ήταν μέσα στο μνήμα «όρθιοι»; Η διήγηση γράφει, «φάνηκαν μπροστά τους δύο άντρες» (Λουκ. 24,4). Ούτε μας λέει αν ήταν καθιστοί, ούτε αν ήταν όρθιοι…
Αντιστρόφως, να ρωτήσουμε, που είδαν ότι το ρήμα «κάθημαι», σημαίνει μόνο «κάθομαι κάτω»; Υπό μεταφορική έννοια σημαίνει και αυτόν που βρίσκεται κάπου, που παραμένει σε μία θέση ή κατάσταση (Ματθ. 4,16. Λουκ. 1,79. 21,35. Αποκ. 14,6. Β΄ Θεσ. 2,4). Δεν μπορούμε λοιπόν να είμαστε απόλυτα σίγουροι ούτε αν οι άγγελοι μέσα στο μνήμα ήταν καθιστοί, ούτε αν ήταν όρθιοι. Ακολούθως, χαιρόμαστε που παρατηρούν ότι ο Μάρκος συμφωνεί με τον Λουκά ότι υπήρξε παρουσία αγγέλου μέσα στο μνήμα:
«Μόλις μπήκαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό με λευκή στολή» (Μαρκ. 16,5)
Εξετάζοντας τώρα τους τρεις ευαγγελιστές, εκτός από τον Ματθαίο, βρίσκουμε μια ενδιαφέρουσα ομοφωνία:
«Παρατήρησαν ότι η πέτρα είχε κυλήσει από τον τόπο της» (Μαρκ. 16,4)
«Βρήκαν τότε την πέτρα κυλισμένη από το μνήμα» (Λουκ. 24,2)
«Βλέπει την πέτρα μετατοπισμένη από την είσοδο του μνήματος» (Ιω. 20,1)
Αυτή η ομοφωνία, μαζί με το γεγονός ότι οι τρεις συνοπτικοί συνήθως συμφωνούν μεταξύ τους στις περισσότερες διηγήσεις, μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι η διήγηση του Ματθ. 28,2-4 δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια επεξηγηματική προσθήκη που ερμηνεύει την κατάσταση που επικρατούσε λίγο πριν βρεθεί ο λίθος μετατοπισμένος σύμφωνα με τα τρία παραπάνω εδάφια. Άρα, ταιριάζει απόλυτα η ερμηνεία ότι:
«... ως προς την περιγραφήν της αποκυλίσεως του λίθου υπό του αγγέλου, αύτη έλαβε χώραν προ της αφίξεως των μυροφόρων εις το μνημείον[15].»
Και
«... ο σεισμός και η Ανάσταση συνέβησαν, σχεδόν, ταυτόχρονα, ακολούθησε δε μετά από λίγο η άφιξη των γυναικών στο μνήμα[16].»
Έτσι λοιπόν, ο Ματθαίος γνωρίζει για τον μετατοπισμένο λίθο, επεξηγεί όμως τον λόγο της μετατόπισης με την εξής εμβόλιμη διήγηση:
«Ξαφνικά έγινε μεγάλος σεισμός, γιατί ένας άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανό, ήρθε, κύλησε την πέτρα από την είσοδο και καθόταν πάνω της. Η όψη του ήταν σαν αστραπή και τα ρούχα του ολόλευκα σαν το χιόνι. Τόσο τον φοβήθηκαν οι φρουροί, που άρχισαν να τρέμουν κι έγιναν σαν νεκροί.» (Ματθ. 28,2-4)
Αν όμως αφαιρέσουμε αυτό το συμβάν από την περιγραφή του Ματθαίου, έχουμε μια παράλληλη με τους άλλους ευαγγελιστές διήγηση που έχει ως εξής:
«Μετά το Σάββατο, τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας, η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία ήρθαν να δουν τον τάφο του Ιησού [...] Ο άγγελος είπε στις γυναίκες: "Εσείς μη φοβάστε! Ξέρω ποιον γυρεύετε: τον Ιησού, τον σταυρωμένο"» (Ματθ. 28,1.5)
Έτσι λοιπόν, η μόνη συνάντηση που είχαν με άγγελο, ήταν κατά τη στιγμή που πήγαν «να δουν τον τάφο», οπότε ο άγγελος τους δίνει θάρρος και τις καλεί μέσα: «Ελάτε να δείτε το μέρος όπου βρισκόταν» (Ματθ. 28,6).
Το έχουμε ξαναπεί: αν μη τι άλλο, ο Ματθαίος γνωρίζει το Κατά Μάρκον. Κατά συνέπεια είναι απόλυτα λογικό να αναφέρει την ίδια ακριβώς αγγελοφάνεια. Το κάλεσμα από το εσωτερικό του τάφου, «ελάτε να δείτε το μέρος όπου βρισκόταν» που λέει ο άγγελος (Ματθ. 28,6), ταιριάζει με την αγγελοφάνεια του Μάρκου: «Μόλις μπήκαν … είδαν ένα νεαρό … [που τους λέει] Να και το μέρος όπου τον είχαν βάλει» (Μαρκ. 16,5-6). Άρα λοιπόν, όλες οι αγγελοφάνειες στις μυροφόρες έγιναν μέσα στο μνήμα, χωρίς να έχουμε επαρκείς πληροφορίες αν οι άγγελοι ήταν… «όρθιοι» ή «καθιστοί».
8. Απάντηση στο Κουίζ, 7η από 17:
«Αφού βρήκε (αν) τον τάφο άδειο η γυναίκα (ες)…»
α. Έσπευσαν να το πουν στους μαθητές
β. Έφυγαν από το μνήμα, γιατί τρόμαξαν και δεν είπαν σε κανέναν τίποτε
Μια διόρθωση οφείλουμε να κάνουμε ευθύς εξαρχής: ο Μάρκος γράφει ότι τις μυροφόρες κατέλαβε «τρόμος και έκστασις» (16,8) άρα δεν μιλά μόνο για «τρόμο» αλλά και για θαυμασμό, κατάπληξη ή δέος. Η 7η αυτή ερώτηση των «μεγάλων ερευνητών» αγνοεί προκλητικά τα δεδομένα της περικοπής. Ας δούμε τη διήγηση:
«Πηγαίνετε τώρα και πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο: "πηγαίνει πριν από σας στην Γαλιλαία και σας περιμένει· εκεί θα τον δείτε, όπως σας το είπε". Οι γυναίκες βγήκαν κι έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και δέος· δεν είπαν όμως τίποτα σε κανέναν, γιατί ήταν φοβισμένες […] ο Ιησούς, το πρωί της Κυριακής, εμφανίστηκε πρώτα στη Μαρία τη Μαγδαληνή … Εκείνη πήγε και το είπε στους μαθητές … Αυτοί όμως, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς ζει και τον είδε η Μαρία, δεν την πίστεψαν.» (Μάρκ. 16,7-11)
Αν δεν υπήρχε η προστακτική, «πηγαίνετε … και πείτε», πράγματι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το, «τρόμαξαν και δεν είπαν σε κανέναν τίποτε» έχει κάποια βάση. Θα ήταν όμως ποτέ δυνατόν, πιστοί ιουδαίοι, να μην υπάκουσαν σε ρητή εντολή του αγγέλου; Όταν ξέρουμε το δέος που ένιωθαν για τον Θεό; Θα κάθονταν χωρίς να μιλήσουν ΠΟΤΕ για το ζήτημα, παρά την εντολή «πηγαίνετε τώρα και πείτε»; Και τέλος πάντων, ο «τρόμος και η έκστασις» δεν κρατούν για πάντα. Είναι απόλυτα λογικό ότι κάποια στιγμή συνήλθαν, και τότε θα υπερίσχυσε η αίσθηση του καθήκοντος που είχαν απέναντι στην εντολή που έλαβαν. Άρα, τα συμπεράσματα οφείλουν να προκύπτουν από τον συνολικό έλεγχο του κειμένου και όχι απ’ όπου βολεύει. Και βεβαίως, η εμμονή των δημιουργών του «κουίζ» για τις «κατά γράμμα» ερμηνείες μας οδηγεί στο να τους ρωτήσουμε με τη σειρά μας:
«Αν θεωρείτε πως κάθε τι που εξιστορείται στον Μάρκο θα πρέπει να λαμβάνεται κατά γράμμα, τότε βλέπετε λογικό ότι η Μαγδαληνή, ενώ είπε στους μαθητές ότι είδε τον Ιησού ζωντανό (Λουκ. 16,11), δεν έκανε τον κόπο ή… ξέχασε να τους πει ότι είδε τον τάφο ανοιχτό, ώστε να γίνει περισσότερο πειστική;»
Βλέπουμε λοιπόν ότι μεγαλύτεροι παραλογισμοί προκύπτουν από τις απαιτήσεις των αθεο-νεοπαγανιστών, παρά από τις «αντιφάσεις» που βρίσκουν. Είναι εύλογο λοιπόν ότι ο Μάρκος αναφέρει το «τρόμος και έκστασις» για τονίσει τα αισθήματά τους κατά τη στιγμή εκείνη. Η εντολή του αγγέλου όμως δεν επιτρέπει να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για μόνιμη σιωπή. Οπότε, είτε εννοεί ότι φεύγοντας οι γυναίκες δεν είπαν τίποτα σε κανένα πέρα του στενού κύκλου τους, είτε δεν είπαν τίποτα σε κανένα για μικρό χρονικό διάστημα ή δεν είπαν τίποτα σε κανένα κατά τη διαδρομή της επιστροφής. Δεν μπορεί όμως να μην το είπαν ποτέ, παρακούοντας την διαταγή του αγγέλου. Μάλιστα, ο Λουκάς, ο οποίος γνωρίζει το Κατά Μάρκον ευαγγέλιο, αφού το χρησιμοποιεί ως πηγή, μας λέει για τις μυροφόρες αυτές: «Επέστρεψαν λοιπόν απ’ το μνήμα και τα ανάγγειλαν όλα αυτά» (Λουκ. 24,9).
9. Απάντηση στο Κουίζ, 8η από 17:
«Ο αναστηθείς Ιησούς εμφανίστηκε πρώτα…»
α. Στη Μαρία τη Μαγδαληνή
β. Στον Κλεόπα και σε έναν άλλο μαθητή
γ. Στη Μαρία τη Μαγδαληνή και την άλλη Μαρία
δ. Μόνο στον Κηφά
Ως προς την τελευταία ερώτηση με την οποία θα ασχοληθούμε στο παρόν άρθρο, δεν καταλαβαίνουμε τη διατύπωση «εμφανίστηκε πρώτα». Γιατί ρωτούν κάτι τέτοιο, αφού το μόνο κείμενο που αναφέρει ρητά ποια ήταν η πρώτη εμφάνιση του Ιησού, είναι του Μάρκου; «Ο Ιησούς, το πρωί της Κυριακής, εμφανίστηκε πρώτα στη Μαρία τη Μαγδαληνή» (16,9). Από τη στιγμή που τέτοιος προσδιορισμός δεν υπάρχει ούτε στον Λουκά, ούτε στον Ματθαίο, ούτε στον Παύλο, μπορούμε να δεχτούμε ότι η ορθή απάντηση μας δίδεται από τον Μάρκο. Άρα, η πρώτη εμφάνιση έγινε στη Μαρία Μαγδαληνή (Μαρκ. 16, 9) και δεν προκύπτει από κάπου ότι ο Ιωάννης δεν συμφωνεί με αυτό (Ιω. 20,14). Η Μαγδαληνή έχει φύγει (Ιω. 20,2), είπε στους μαθητές ότι ο λίθος έχει μετακινηθεί, και ξαναγυρίζει στον τάφο την ώρα που οι άλλες μυροφόρες έχουν φύγει από το μνήμα. Τότε γίνεται στη Μαγδαληνή η πρώτη εμφάνιση του Ιησού.
Οι μυροφόρες που παρέμειναν στον τάφο μετά τη φυγή της Μαγδαληνής (Ιω. 20,1), βλέπουν την αγγελοφάνεια και καθώς γυρίζουν να την αναγγείλουν, συναντούν τον Ιησού. Αυτή είναι η δεύτερη εμφάνιση (Ματθ. 28,9) και συμβαίνει μετά από την εμφάνιση στην Μαγδαληνή. Ως προς το υποερώτημα «γ» του κουίζ, υπενθυμίζουμε ότι λόγω του περιστατικού στο Ιω. 20,1 η Μαγδαληνή δεν βρίσκεται με τις γυναίκες του Ματθ. 28,8. Υπενθυμίζουμε επίσης ότι η απάντησή μας στην 1η ερώτηση του «κουίζ», δείχνει ότι το πιθανότερο είναι οι γυναίκες να είναι πολλές και όχι μόνο οι δύο που επιλέγει να αναφέρει ο Ματθαίος στο 28,1.
Θα επαναλάβουμε εδώ την επιστημονική αξιολόγηση των μαρτυριών: το γεγονός ότι οι γυναίκες, «θεωρούνταν την εποχή εκείνη ως ανίκανες προς μαρτυρίαν»[17] μας βεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό ότι η αναφορά του Μάρκου για την πρώτη εμφάνιση του Ιησού στην Μαγδαληνή έχει ιστορική βάση, διότι αν επρόκειτο για κατασκευασμένη διήγηση, το λογικό θα ήταν να αποδοθεί σε άνδρα για να γίνει περισσότερο πειστική[18].
Η τρίτη εμφάνιση και, σύμφωνα με τον Οικουμένιο Τρίκκης (10ος αιώνας), πρώτη για τους άνδρες[19], έγινε στον Πέτρο (Λουκ. 24,34), την ώρα που οι δύο μαθητές πήγαιναν στους Εμμαούς (Λουκ. 24,13-15). Ο Παύλος (βλ. υποερώτημα «δ») δεν αναφέρει ρητά στο Α΄Κορ. 15,5 ως πρώτη την εμφάνιση στον Πέτρο. Αυτό σημαίνει ότι ο Παύλος, από τις διάφορες εμφανίσεις του Ιησού που γνωρίζει, επιλέγει συνειδητά να αναφέρει μόνο αυτές στον Πέτρο και τους Δώδεκα, καθώς στην επιστολή του σκοπεύει να δώσει την επίσημη μαρτυρία της πρώτης Εκκλησίας για την Ανάσταση, με αναφορά στα ηγετικά της πρόσωπα[20]. Ενδεικτικό της σκέψης αυτής είναι το γεγονός ότι αναφέρεται στους «Δώδεκα» το οποίο «αποτελεί επίσημον όνομα δηλούν τον κύκλον των αποστόλων, διότι άλλως κατά την πρώτην εμφάνισιν εις τους αποστόλους μόνον δέκα ήσαν παρόντες»[21].
Η τέταρτη εμφάνιση πραγματοποιήθηκε στους δύο μαθητές (Λουκ. 24,13-15), ένας από τους οποίους ήταν ο Κλεόπας (Λουκ. 24,18). Στη διήγηση αυτή, βλέπουμε ότι οι δύο μαθητές, ενώ διηγούνται διάφορα στον Ιησού (δεν έχουν καταλάβει ακόμα ποιος είναι), δεν αναφέρουν το γεγονός ότι ο Ιησούς εμφανίστηκε στη Μαγδαληνή και στις άλλες μυροφόρες. Ο λόγος είναι, ότι οι μαρτυρίες των γυναικών θεωρήθηκαν κενές περιεχομένου:
α) η «μαρτυρία» της Μαγδαληνής έχει ήδη απορριφθεί ως μη πραγματική (Μαρκ. 16,11) οπότε δεν έχει ιδιαίτερη αξία ν’ αναμεταδοθεί, και
β) η μαρτυρία των άλλων μυροφόρων θεωρείται επίσης ανάξια λόγου: στο Λουκ. 24,23 με τα «λέγουσαι» και «λέγουσιν» χαρακτηρίζονται οι διηγήσεις των γυναικών ως αερολογίες/φαντασιοπληξίες[22]. Σε αυτά που θεωρούν αερολογίες, συγκαταλέγεται και η αναφορά των γυναικών στον άγγελο που τους είπε ότι ο Ιησούς αναστήθηκε (Λουκ. 24,6). Αυτό σημαίνει ότι κανέναν λόγο δεν είχαν να αναφέρουν οι δύο μαθητές την εμφάνιση του Ιησού στις μυροφόρες (Ματθ. 28,9), αφού απέκλειαν κάθε ενδεχόμενο ο Ιησούς να ζει (Λουκ. 24,23. Βλ. και Λουκ. 24,21: «είναι η τρίτη μέρα σήμερα … και δεν έχει συμβεί τίποτα»).
[Σημείωση: στον στίχο Λουκ. 24,10 ο ευαγγελιστής αναφέρει όλες μαζί τις γυναίκες. Άρα, βάζει γυναίκες που ξέρει ότι είδαν διαφορετικά πράγματα, να λένε ότι είδαν τα ίδια. Πώς ξέρει ότι είδαν διαφορετικά πράγματα; Μα φυσικά από το γεγονός, ότι γνωρίζουμε σήμερα πως χρησιμοποίησε ως πηγή για το ευαγγέλιό του και το Κατά Μάρκον. Άρα, είναι αδύνατον ο Λουκάς να μην γνωρίζει την εμφάνιση του Ιησού στη Μαγδαληνή (Μαρκ. 16,9) (ακόμα και αν υποθέσουμε ότι δεν γνώριζε την εμφάνιση στις μυροφόρες που αναφέρει ο Ματθαίος στο 28,9). Όταν λοιπόν βλέπουμε στο Λουκ. 24,9 όλες οι γυναίκες, μαζί και η Μαγδαληνή, να μιλούν μόνο για μετατοπισμένο λίθο και για αγγελοφάνεια, καταλαβαίνουμε ότι ο Λουκάς συμπυκνώνει τη διήγηση, και επιλέγει να δώσει βάση στην εμφάνιση του Ιησού που έγινε στους μαθητές στο δρόμο για τους Εμμαούς.]
10. Επίλογος
Αυτό ήταν το πρώτο μέρος των απαντήσεών μας. Σίγουρα οι πληροφορίες είναι πολλές και η ανάγνωση καλό θα ήταν να γίνει με την Κ.Δ. κοντά μας για να βλέπουμε τις διηγήσεις. Μια εναρμόνιση σαν αυτή που καταγράφουμε στο παρόν άρθρο, έχει βασικό σκοπό να δώσει απαντήσεις ώστε να κινητοποιήσει τη λογική όσων με επιπολαιότητα αναδημοσιεύουν ένα ανόητο κουΐζ στο οποίο κυριαρχεί η νοοτροπία καφενείου, η ίδια ακριβώς που επικρατεί και σε δήθεν «ψαγμένες» ενασχολήσεις με την ιστορία που δημοσιεύονται με την ίδια επιπολαιότητα (και που στην πραγματικότητα μπορούν να πείσουν μόνο αμαθείς, ημιμαθείς ή φανατικά προκατειλημμένους αναγνώστες). Αφού λοιπόν τίθενται ερωτήσεις, χαρά μας να τις απαντήσουμε. Είναι επίσης χαρά μας, όταν κάποιοι μας προτείνουν να διαβάσουμε το «κουίζ» ή μας το παραθέτουν ως «σεντόνι» σε διαδικτυακές συζητήσεις, να έχουμε πρόχειρη μια επαρκή απάντηση ώστε να αφιερώνουμε το χρόνο των συζητήσεών μας σε θέματα πιο ουσιαστικά από τις ρηχές και κακόπιστες ερμηνείες των ευαγγελίων από διαστρεβλωτές, συνειδητούς και μη.
Επισημαίνουμε ότι μια τέτοια εναρμόνιση των διηγήσεων δεν την χρειάζεται ο Ορθόδοξος. Το παράδειγμα του Χρυσοστόμου, είναι ισχυρό για εμάς. Όπως αναφέρει ο Ευθύμιος Ζηγαβηνός, επί του σημαντικού ζητήματος των αφίξεων των μυροφόρων: «ο μεν Χρυσόστομος ουδέν τι περί της τοιαύτης διαφοράς επολυπραγμόνησεν»[23]. Ο Χρυσόστομος στα υπομνήματά του αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος στα σωτηριώδη διδάγματα που προκύπτουν από τις ευαγγελικές διηγήσεις.
Στο ζήτημα των διηγήσεων, η προσωπική μας θέση συμβαδίζει φυσικά με την δύναμη της Παράδοσης: ο κατάλληλος χρόνος για να εκληφθούν οι διαφορές των διηγήσεων ως «αντιφάσεις» από τους γνώστες των γεγονότων, ήταν στους πρώτους αιώνες (όπως και έγινε) και όχι μετά από 1.800 χρόνια. Η Εκκλησία αποδείχτηκε απόρθητο κάστρο ως προς την Παράδοση αυτή. Κάθε κείμενο με νοθευμένη Παράδοση απορρίφθηκε ως «απόκρυφο». Από τη στιγμή που σε μια Εκκλησία χωρίς «κεντρική διοίκηση» βλέπουμε να κατορθώνουν να περάσουν τις δύσκολες «εξετάσεις» της αποδοχής μόνο αυτά τα τέσσερα ευαγγέλια, αυτό σημαίνει για εμάς πως το ζήτημα είναι οριστικά τελειωμένο. Επιπλέον, νομίζουμε ότι με τις πληροφορίες και ερμηνείες που δώσαμε στο Α΄ Μέρος του τριμερούς αυτού άρθρου, φάνηκε πόσο στενόμυαλες προσεγγίσεις είναι αυτές με τα «κουίζ» και πόση παραφιλολογία και λαϊκισμό κρύβουν μέσα τους.
Ένα τρίτο μέρος με τις υπόλοιπες 9 απαντήσεις θα ακολουθήσει αργότερα, όταν ο χρόνος μας το επιτρέψει. Μέχρι τότε, ας ευχηθούμε ότι το αναστάσιμο φως του Χριστού θα μας φωτίσει όλους ώστε να αλλάξουμε μυαλά…
[Τέλος Β΄ Μέρους. Η συνέχεια στο Γ΄ Μέρος και τελευταίο]
Σημειώσεις
[1] Ανδριόπουλος Παναγιώτης, «Η Ερμηνεία των μαρτυριών της Κ. Δ. για την ανάσταση του Ιησού Χριστού στη σύγχρονη εποχή», ΟΕΔΒ, Αθήνα 1986, σελ. 135.
[2] Ανδριόπουλος Παναγιώτης, «Η Ερμηνεία…», ό.π., σελ. 136.
[3] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Απολογητικαί Μελέται», τόμ. Ε΄, 6η έκδ., «Ο Σωτήρ», Αθήνα 1994, σελ. 79-80.
[4] «Μυροφόροι», ΘΗΕ, τόμ. 9 (1966), στ. 215.
[5] Οι μεταφράσεις των εδαφίων από το: «Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) - Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα», Βιβλική Εταιρεία, Αθήνα 1997.
[6] PG 129,748 B.
[7] Δαμαλάς Νικόλαος, «Ερμηνεία εις την Καινήν Διαθήκην», τόμ. Γ΄, εν Αθήναις 1892, σελ. 744.
[8] Λουκάς Φίλης, «Το εννοιολογικό περιεχόμενο των παράλληλων χωρίων Μαρκ 16,2. Ματθ 28,1. Λουκ 24,1. Ιωαν 20,1», στο συλλογικό έργο: «Η Μετάφραση της Αγίας Γραφής στην Ορθόδοξη Εκκλησία», Εισηγήσεις Δ΄ Συνάξεως Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων (Θεσ-νίκη, 25-28 ΟΚΤ 1986), Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 175.
[9] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον», 4η έκδ., «Ο Σωτήρ», Αθήνα 1993, σελ. 313β.
[10] Λουκάς Φίλης, «Το εννοιολογικό περιεχόμενο…», ό.π., σελ. 180.
[11] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη», 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998, σελ. 186-187.
[12] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον», 4η έκδ., «Ο Σωτήρ», Αθήνα 1990, σελ. 685β-686α.
[13] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον», ό.π., σελ. 686α.
[14] Βλ. Δαμαλάς Νικόλαος, «Ερμηνεία εις την Καινήν Διαθήκην», τόμ. Γ΄, εν Αθήναις 1892, σελ. 724-725.
[15] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Απολογητικαί Μελέται», τόμ. Ε΄, ό.π., σελ. 565.
[16] Λουκάς Φίλης, «Το εννοιολογικό περιεχόμενο…», ό.π., σελ. 177.
[17] Ανδριόπουλος Παναγιώτης, «Η Ερμηνεία…», ό.π., σελ. 136.
[18] Ανδριόπουλος Παναγιώτης, «Η Ερμηνεία…», ό.π., σελ. 135.
[19] Βλ. Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις τας Επιστολάς της Κ. Διαθήκης», τόμ. Α', 4η έκδ., «Ο Σωτήρ», Αθήνα 1989, σελ. 397.
[20] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις τας Επιστολάς…», τόμ. Α', ό.π., σελ. 397α.
[21] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις τας Επιστολάς…», τόμ. Α', ό.π., σελ. 397β.
[22] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις τας Επιστολάς…», τόμ. Α', ό.π., σελ. 397α.
[23] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον», 3η έκδ., «Ο Σωτήρ», Αθήνα 1983, σελ. 664α.
(Πηγή: «Quiz για τις μέρες του Πάσχα - Απαντήσεις σε ένα αφελές ερωτηματολόγιο Μέρος Β΄: Οι πρώτες 8 ερωτήσεις», του Papyrus 52 για την Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας)
Οι υπόλοιπες 9 ερωτήσεις
Περιεχόμενα
1. Απάντηση στο Κουίζ, 9η από 17: «Ο Ιησούς παρουσιάστηκε για πρώτη φορά…»
2. Απάντηση στο Κουίζ, 10η από 17: «Οι μαθητές πρωτοείδαν τον Ιησού…»
3. Απάντηση στο Κουίζ, 11η από 17: «Ο αναστηθείς Ιησούς…»
4. Απάντηση στο Κουίζ, 12η από 17: «Ο αναστηθείς Ιησούς…»
5. Απάντηση στο Κουίζ, 13η από 17: «Οι μαθητές είδαν τον αναστημένο Ιησού…»
6. Απάντηση στο Κουίζ, 14η από 17: «Όταν ο Ιησούς παρουσιάστηκε στους μαθητές του ήταν…»
7. Απάντηση στο Κουίζ, 15η από 17: «Ο αναστηθείς Ιησούς …»
8. Απάντηση στο Κουίζ, 16η από 17: «Ο Ιησούς αναλήφθηκε στον ουρανό…»
9. Απάντηση στο Κουίζ, 17η από 17: «Οι μαθητές έλαβαν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος…»
10. Επίλογος
1. Απάντηση στο Κουίζ, 9η από 17:
«Ο Ιησούς παρουσιάστηκε για πρώτη φορά…»
α. Κάπου μεταξύ του μνήματος και της Ιερουσαλήμ
β. Ακριβώς έξω από το μνήμα
γ. Στη Γαλιλαία
δ. Στο δρόμο για το χωριό Εμμαούς, που απείχε εξήντα στάδια από την Ιερουσαλήμ [α. Ματθ. 28,8-9, β. Ιωάν. 20,11-14, γ. Στη Γαλιλαία Μαρκ. 16,6-7, δ. Λουκ. 24,13-15.]
Εάν κάποιος διάβασε στο Β΄ Μέρος του άρθρου την 8η τοποθέτησή μας, θα γνωρίζει ήδη την απάντηση. Επαναλαμβάνουμε λοιπόν ότι:
Η πρώτη εμφάνιση ήταν στην Μαγδαληνή έξω από το μνήμα (Μαρκ. 16,9. Ιω. 20,14), η δεύτερη εμφάνιση ήταν στις Μυροφόρες κατά την επιστροφή τους από τον Τάφο (Ματθ. 28,9-10), η τρίτη εμφάνιση ήταν στον Απόστολο Πέτρο (Λουκ. 24,34. Α΄ Κορ. 15,5) και η τέταρτη εμφάνιση ήταν στους δύο μαθητές εκτός του στενού κύκλου των δώδεκα, στο δρόμο για τους Εμμαούς (Λουκ. 24,13-35).
[Bεβαίως από εκεί και πέρα αριθμούνται και άλλες: πέμπτη εμφάνιση στους δέκα μαθητές χωρίς τον Θωμά (Λουκ. 24,36-43. Ιω. 20,19-24), έκτη εμφάνιση στους έντεκα μαθητές μαζί με το Θωμά (Ιω. 20,26-29), έβδομη εμφάνιση στους επτά μαθητές στην Τιβεριάδα (Ιω. 21,1-23) κ.λπ.]
Ας εξετάσουμε τώρα το υποερώτημα «γ». Όπως είδαμε στο Β΄ μέρος του άρθρου από την ανάλυση των κειμένων, ο άγγελος παραγγέλλει μεν στις μυροφόρες, «πείτε στους μαθητές … [ο Ιησούς] "πηγαίνει πριν από σας στην Γαλιλαία και σας περιμένει εκεί θα τον δείτε…"» (Μαρκ. 16,7), όμως η μαρτυρία των μυροφόρων δεν έγινε πιστευτή· για παράδειγμα, ο Μάρκος μας λέει ότι οι μαθητές δεν πίστεψαν ούτε καν την Μαγδαληνή που τους είπε ότι είδε τον Ιησού (Μαρκ. 16,11), άρα ποιος ο λόγος να πιστέψουν τις μυροφόρες; Επιπλέον, υπάρχει και η αντίστοιχη μαρτυρία του Λουκά (βλ. και 8η ερώτηση του κουίζ): οι δύο μαθητές που πηγαίνουν στους Εμμαούς, δείχνουν μέσω της συνομιλίας τους με τον Ιησού (που δεν έχουν καταλάβει ακόμα ποιος είναι), ότι οι μαρτυρίες των γυναικών θεωρήθηκαν κενές περιεχομένου και γι’ αυτό δεν τις αναφέρουν καν. Απέκλειαν κάθε ενδεχόμενο ο Ιησούς να ζει, και αυτό φαίνεται καθαρά από τη φράση τους: «είναι η τρίτη μέρα σήμερα … και δεν έχει συμβεί τίποτα» (Λουκ. 24,21).
Άρα, οι μαθητές δεν έφυγαν για τη Γαλιλαία και παρέμειναν στα Ιεροσόλυμα μην ξέροντας τι να κάνουν (Ιω. 20,19) για τουλάχιστον οκτώ ημέρες ακόμα (Ιω. 20,26). Έπρεπε ο Ιησούς να φανερωθεί πρώτα στους μαθητές ώστε να αρχίσουν να πιστεύουν στην πραγματικότητα της Ανάστασής Του. Έτσι κι έγινε. Ο Ιησούς εμφανίζεται πρώτα μπροστά στους μαθητές χωρίς να είναι παρόν ο Θωμάς (Λουκ. 24,36-43. Ιω. 20,19-24), κατόπιν ξαναείδαν τον Χριστό όλοι μαζί, όπου κάμπτεται η δυσπιστία του Θωμά (Ιω. 20,26-29) και μετά ξεκινούν το ταξίδι τους για τη Γαλιλαία όπου θα πραγματοποιηθεί η τρίτη εμφάνιση του Ιησού στον στενό κύκλο των μαθητών (Ιω. 21,14).
2. Απάντηση στο Κουίζ, 10η από 17:
«Οι μαθητές πρωτοείδαν τον Ιησού…»
α. Στη Γαλιλαία,
β. Στην Ιερουσαλήμ [α. Ματθ. 28, 7, Μάρκ. 16,7-10, β. Λουκ. 24, 33-36, Ιωάν. 20,19, Πράξεις 1,4.]
Τώρα ασφαλώς αναμασάμε τα ίδια και τα ίδια… Όπως είπαμε στην προηγούμενη απάντηση, οι μαθητές πρωτοείδαν τον Ιησού στην Ιερουσαλήμ και κατόπιν, αφού πείστηκαν για την Ανάσταση, ταξίδεψαν για τη Γαλιλαία. Ως προς την ερώτηση αυτή του «κουίζ» αξίζει να μείνουμε λίγο περισσότερο στο γνωστό «κόλπο» που επικαλούνται όσοι μιλούν για «αντιφάσεις», και αφορά μια ρήση του Ιησού που σημειώνει ο Λουκάς και στο Ευαγγέλιό του και στο βιβλίο των Πράξεων: «Εσείς καθίστε στην Ιερουσαλήμ ωσότου ο Θεός σάς οπλίσει με τη δύναμή του» (Λουκ. 24,49). Kαι «Μην απομακρυνθείτε από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένετε από τον Πατέρα την εκπλήρωση της υποσχέσεως για την οποία σας μίλησα» (Πραξ. 1,4). Αυτά τα εδάφια, οι παραχαράκτες τα ετεροχρονίζουν ώστε να μας παραπλανήσουν και να πουν ότι αφού ο Ιησούς τους είπε να μείνουν στην Ιερουσαλήμ άρα δεν μπορεί να έφυγαν για τη Γαλιλαία ποτέ, ούτε μετά τις 8 ημέρες και την εμφάνιση στον Θωμά.
Όμως, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να καταλάβουμε ότι η ρήση αυτή του Ιησού είναι πολύ μεταγενέστερη από το ταξίδι στη Γαλιλαία! Προφανώς, ξεχνάνε ότι και το Κατά Λουκάν αλλά και οι Πράξεις των Αποστόλων έχουν γραφτεί από τον Λουκά. Άρα, το μεγάλο εμπόδιο στην παραχάραξη που επιδιώκουν, είναι ότι φέρνουν αντιμέτωπο τον Λουκά με τον… εαυτό του, πράγμα εντελώς παράλογο. Στις Πράξεις λοιπόν, ο Λουκάς μας λέει ότι η εντολή του Ιησού για μή απομάκρυνση από την Ιερουσαλήμ, δόθηκε μετά από 40 ημέρες παραμονής και παρουσίας Του στους μαθητές. Μετά το θάνατό του παρουσιάστηκε σ’ αυτούς ζωντανός με πολλές αποδείξεις· για σαράντα μέρες τούς εμφανιζόταν και τους μιλούσε σχετικά με τη βασιλεία του Θεού. Ενόσω ήταν μαζί τους κι έτρωγε, τους παρήγγειλλε: «Μην απομακρυνθείτε από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένετε από τον Πατέρα την εκπλήρωση της υποσχέσεως για την οποία σας μίλησα» (Πραξ. 1,3-4).
Άρα το «μην απομακρυνθείτε από τα Ιεροσόλυμα», ειπώθηκε αφού πρώτα έγιναν οι εμφανίσεις που προείπαμε στην Ιερουσαλήμ και στη Γαλιλαία. Και μπορεί ο Λουκάς στο (Λουκ. 24,42-45) να μην αναφέρει τις 40 ημέρες, όμως για κακή τύχη των ψευδολόγων, αναφέρει το παράλληλο εδάφιο, «εσείς καθίστε στην Ιερουσαλήμ …» (Λουκ. 24,49). Από αυτό καταλαβαίνουμε ότι το διάστημα των 40 ημερών ο Λουκάς δεν έχει σκοπό να το αναφέρει, ίσως επειδή έχει την πρόθεση να το γράψει στις Πράξεις των Αποστόλων. Όπως και να’ χει, τα τελευταία εδάφια του Λουκά επιβεβαιώνουν τους ειδικούς μελετητές που μας λένε ότι τα ευαγγέλια δεν είναι παρά στιγμιότυπα από τον βίο της πρώτης Εκκλησίας, και μάλιστα συνδεδεμένα μεταξύ τους χωρίς αυστηρή χρονολογική σύνδεση. Συχνά, το ένα στιγμιότυπο ακολουθεί το άλλο με πολύ χαλαρές χρονολογικές συνδέσεις, και βεβαίως δεν μπορούμε αυθαίρετα να εκλαμβάνουμε όλα τα στιγμιότυπα σαν να ήταν συνεχής αφήγηση.
Έτσι, σύμφωνα με τους μελετητές, η σκηνή της εμφάνισης του Ιησού στους 10 μαθητές τελειώνει στο (Λουκ. 24,36-43). Στο εδάφιο 44 («ύστερα τους είπε…») αρχίζει η αποχαιρετιστήρια σκηνή που οδηγεί στην Ανάληψη, η οποία ο Λουκάς μας λέει ότι λαμβάνει χώρα 40 ημέρες μετά την Ανάσταση (Πραξ. 1,3). Που τοποθετούνται λοιπόν οι 40 ημέρες στο Κατά Λουκάν; Προφανώς ανάμεσα στο 24,43 και 24,44 και αυτό μας το αποδεικνύει το, «εσείς καθίστε στην Ιερουσαλήμ…» (Λουκ. 24,49) που είναι παράλληλο με το «μην απομακρυνθείτε από τα Ιεροσόλυμα…» (Πραξ. 1,4), και μάλιστα παράλληλο από τον ίδιο ακριβώς συγγραφέα που γνωρίζει αναμφίβολα για το διάστημα των 40 ημερών.
3. Απάντηση στο Κουίζ, 11η από 17:
«Ο αναστηθείς Ιησούς…»
α. Αναγνωρίσθηκε από αυτούς που τον είδαν
β. Δεν ήταν αναγνωρίσιμος [α. Ματθ., 28,9, Μάρκ. 16,9-10, Λουκ. 24,31, β. Μάρκ. 16,12, Λουκ. 24,15-16, 36-37, Ιωάν. 20,14-15.]
Νομίζουμε ότι έχουμε μπροστά μας άλλη μια εντελώς γελοία ερώτηση, η οποία παρέα με την επόμενη (αρ. 11) που διερωτάται αν ο Ιησούς ήταν… «φυσικός» ή όχι, παίρνουν επάξια το πρώτο βραβείο ανοησίας όλου του προχειροφτιαγμένου «κουίζ». Και το λέμε αυτό, γιατί έχουμε μια υποψία… Επειδή τα εδάφια που προτείνουν μοιάζουν εντελώς ατυχή και κακοεπιλεγμένα, σκεφτόμαστε μήπως στην ερώτηση 11, αυτό που θεωρούν ως «αντίφαση» είναι το γεγονός πως ο Ιησούς -κατά την άποψή τους- θα έπρεπε να είναι υποχρεωμένος(!), να εμφανίζεται ΠΑΝΤΑ, είτε ως αναγνωρίσιμος, είτε ως μη αναγνωρίσιμος! Αν τυχόν θεωρούν ΑΥΤΟ ως «αντίφαση», εμείς ρωτάμε: Μήπως θέλουν να μας τρελάνουν; Αν θέλουν να βασίζονται στα κείμενα των ευαγγελίων, ας μας πουν, από πού είναι δυνατόν να προκύψει μια τέτοια δέσμευση ή υποχρέωση για τον… δημιουργό του κόσμου (Ιω. 1,3); Πως μπορεί να υποθέτουν ότι ο παντοδύναμος Χριστός θα έπρεπε να είναι «υποχρεωμένος» να εμφανίζεται ΠΑΝΤΑ σε μια συγκεκριμένη κατάσταση; Έχουν διαβάσει άραγε τι γράφουν τα ευαγγέλια επί του θέματος αυτού;
«Εφανέρωσεν εαυτόν πάλιν ο Ιησούς» (Ιω. 21,1)
«Άφαντος εγένετο απ’ αυτών» (Λουκ. 24,31)
«Εφανερώθη εν ετέρα μορφή» (Μαρκ. 16,12), κ.λπ., κ.λπ.
Από τα εδάφια αυτά και άλλα πολλά ακόμη, προκύπτει σαφέστατα ότι το «πού», το «πότε» και το «πώς» των εμφανίσεων του Ιησού, ήταν στην απόλυτη εξουσία Του. Αυτή είναι ρητή δήλωση των ιερών κειμένων και άρα το να εμφανίζεται ο Ιησούς κατ’ επιλογήν, είτε ως αναγνωρίσιμος, είτε «εν ετέρα μορφή» δεν αποτελεί καμία «αντίφαση»! Ασφαλώς όμως δεν θα μείνουμε εκεί, αλλά θα εξετάσουμε και τα εδάφια που προσκομίζουν. Καταρχάς, και ένα παιδάκι του δημοτικού αν ρωτούσαμε, τι είναι αυτό που θα χαρακτήριζες «αντίφαση» σε δύο διηγήσεις περί εμφανίσεων του Ιησού, θα μας έλεγε: Να μιλάνε δύο ευαγγελιστές για το ίδιο ακριβώς γεγονός, και να λέει ο ένας ευαγγελιστής ότι ο Ιησούς ήταν μή αναγνωρίσιμος και την ίδια στιγμή ο άλλος ευαγγελιστής να το αποκλείει ρητά και χωρίς να υπάρχει τρόπος να εξηγηθεί η διαφωνία αυτή. Υπάρχει άλλος τρόπος για να ονομαστούν δύο διηγήσεις περί εμφανίσεων «αντιφατικές» και δεν το ξέρουμε; Ε, δείτε λοιπόν ποια εδάφια επέλεξαν για να μιλήσουν περί «αντιφάσεων»:
α) Ματθ., 28,9: Ο Ιησούς εμφανίζεται στις μυροφόρες. Όμως… Αν εμφανίστηκε ως αναγνωρίσιμος ή όχι, με ποια παράλληλη διήγηση θα το συγκρίνουν για να μιλήσουν για «αντίφαση», αφού μόνο ο Ματθαίος αναφέρει την εμφάνιση αυτή;! Όντως, είναι ν’ απορεί κανείς… Από εκεί και πέρα, το αν ήταν άμεσα αναγνωρίσιμος από τις μυροφόρες στο Ματθ., 28,9 ή αν έγινε κάτι άλλο, ο Ματθαίος το αποσιωπά (μπορεί π.χ. να τον αναγνώρισαν οι μυροφόρες μόλις είπε το «Χαίρετε!», όπως περίπου έγινε με την Μαγδαληνή). «Αντίφαση» όμως δεν μπορεί να ανιχνευτεί στην εμφάνιση αυτή, αφού δεν υπάρχει παράλληλη διήγηση ώστε να τις συγκρίνουν. Πάμε παρακάτω.
β) Μαρκ. 16,9-10 & Ιω. 20,14-15: Πρόκειται για την εμφάνιση στη Μαγδαληνή. Στο Ιω. 20,18 γράφει: «η Μαρία η Μαγδαληνή … αναγγέλλει: "Είδα τον Κύριο!"». Στο Μαρκ. 16,9 γράφει: «ο Ιησούς … εμφανίστηκε … στη Μαρία τη Μαγδαληνή». Στο Ιω. 20,16 η Μαγδαληνή αναγνωρίζει τον Ιησού, και το ίδιο μας λέει και το Μαρκ. 16,9. Άρα, συμφωνούν απόλυτα. Πού ακριβώς βρίσκουν την «αντίφαση»; Μήπως μάς δίνει λεπτομέρειες ο Μάρκος για το πόση ώρα πέρασε πριν αναγνωρίσει η Μαγδαληνή τον Ιησού; Ασφαλώς όχι. Ο Μάρκος δίνει περιληπτικά το ίδιο γεγονός που ο Ιωάννης το αναφέρει με λεπτομέρειες. Άρα, πού «αντιφάσκει» ο Μάρκος με τον Ιωάννη; Και προχωρούμε.
γ) Λουκ. 24,15-16 & Λουκ. 24,31 & Μαρκ. 16,12: Πρόκειται για την εμφάνιση στους δύο μαθητές που πηγαίνουν προς τους Εμμαούς. Στο Λουκ. 24,15-16 βλέπουμε ότι οι μαθητές στην αρχή δεν αναγνωρίζουν τον Ιησού, όπως συμβαίνει αντίστοιχα και με την Μαγδαληνή (Ιω. 20,14). Η διήγηση συμφωνεί και με το Μαρκ. 16,12 όπου ο Ιησούς αρχικά «εμφανίστηκε με διαφορετική μορφή» στους δύο μαθητές. Στο Λουκ. 24,31 τελικά αναγνωρίζουν τον Ιησού, (έτσι συνέβη και με την Μαγδαληνή στο Ιω. 20,16). Επειδή πουθενά δεν υπάρχει αντίφαση στα εδάφια, μήπως θέλουν να μας πουν οι παραχαράκτες ότι στο Μαρκ. 16,12-13, οι δύο μαθητές δεν αναγνώρισαν τον Ιησού; Όμως, δεν είδαν άραγε ότι ο Μάρκος γράφει:
«[Η Μαγδαληνή] είπε στους μαθητές … ότι ο Ιησούς ζει και … δεν την πίστεψαν … [οι δύο μαθητές] πήγαν και τα διηγήθηκαν … αλλά ΟΥΤΕ ΚΙ ΑΥΤΟΥΣ τους πίστεψαν … Ο Ιησούς … τους επέπληξε γιατί … επέμεναν να μην πιστεύουν ΑΥΤΟΥΣ που Τον είδαν αναστημένο.» (Μαρκ. 16,10-14)
1ον Η φράση: «ΟΥΤΕ ΚΙ ΑΥΤΟΥΣ τους πίστεψαν» δείχνει ότι η Μαγδαληνή και οι μαθητές ανακοίνωσαν γεγονότα με το ΙΔΙΟ περιεχόμενο, δηλ. την εμφάνιση του Ιησού.
2ον: Αν μόνο η Μαγδαληνή αναγνώρισε τον Ιησού, γιατί ο Μάρκος μιλάει στον πληθυντικό για «ΑΥΤΟΥΣ που Τον είδαν»;
Μα ας είμαστε σοβαροί επιτέλους! Και πάμε στο τελευταίο εδάφιο.
δ) Λουκ. 24,36-37: Πρόκειται για την εμφάνιση στους μαθητές χωρίς τον Θωμά. Εδώ οι μαθητές αναγνωρίζουν τον Ιησού αλλά φοβούνται γιατί εμφανίστηκε ξαφνικά περνώντας μέσα από τους τοίχους και τις κλειστές πόρτες, οπότε τον θεωρούν «φάντασμα». Ο Ιησούς τους δείχνει τις πληγές του στα χέρια, τα πόδια και τα πλευρά του (Λουκ. 24,39-40. Ιω. 20,20) για να πειστούν ότι είναι ο ίδιος και είναι πραγματικός. Αντίφαση όμως δεν μπορεί να προκύψει από εδώ.
4. Απάντηση στο Κουίζ, 12η από 17:
«Ο αναστηθείς Ιησούς…»
α. Ήταν «φυσικός»
β. Δεν ήταν «φυσικός»
[α. Ματθ. 28,9, Λουκ. 24,41-43, Ιωάν. 20,27, β. Δεν ήταν «φυσικός» (Μάρκ. 16,9, 12, 14, Λουκ. 24,15-16, 31, 36-37, Α΄ Κορ. 15,8-9.]
Για την 12η ερώτηση ήδη είπαμε ότι είναι εντελώς ανούσια όπως και η προηγούμενη. Η θεματολογία τους είναι ίδια ακριβώς. Στηρίζονται στην παράλογη επιθυμία, να βάλουν σε συγκεκριμένα καλούπια τον Χριστό λες και συζητάμε για τον… γείτονά μας! Δεν βλέπουν για Ποιον μιλάμε; «Πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν» (Ιωάν. 1,3)! Εδώ συζητάμε για το ότι Αναστήθηκε, ότι Αναλήφθηκε, ότι εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν, ότι θα καθίσει στα Δεξιά του Πατρός… Τι πάει να πει λοιπόν «ήταν φυσικός», «δεν ήταν φυσικός»; Τι αστείες εκφράσεις είναι αυτές; Είδαμε και πριν πόσο αφελείς είναι τέτοιες ερωτήσεις:
«Εφανέρωσεν εαυτόν πάλιν ο Ιησούς» (Ιω. 21,1)
«Άφαντος εγένετο απ’ αυτών» (Λουκ. 24,31)
«Εφανερώθη εν ετέρα μορφή» (Μαρκ. 16,12)
«Ενώ μιλούσαν … στάθηκε ανάμεσά τους» (Λουκ. 24,36-37)
«Με κλειστές τις πόρτες … ήρθε ο Ιησούς» (Ιω. 20,19)
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο Ιησούς υπάρχει σε μια εντελώς διαφορετική σωματική κατάσταση από πριν. Σαφώς είναι πραγματικός, όμως δεν υπόκειται στους περιορισμούς της ύλης και διατηρεί υπό τον έλεγχό Του όλες τις ιδιότητες του αναστημένου σώματος. Από εκεί και πέρα τι σημαίνει «ήταν φυσικός»; Όσο «φυσικός» είναι κάποιος που ελέγχει την ίδια του την ύλη, δεν τον εμποδίζουν κλειστές πόρτες και τοίχοι, εμφανίζεται και εξαφανίζεται κατά βούληση χωρίς να τον περιορίζουν καταστάσεις, διαστάσεις και αποστάσεις… Με βεβαιότητα λοιπόν, μπορούμε να προσθέσουμε και τα εξής, τα οποία βεβαίως είπαν πριν από εμάς οι Πατέρες της Εκκλησίας:
«Άξιον δε διαπορήσαι πως σώμα άφθαρτον τύπους εδείκνυτο των ήλων, και απτόν ην θνητή χειρί. Αλλά μη θορυβηθής· συγκαταβάσεως γαρ ην το γινόμενον. Το γαρ ούτω λεπτόν και κούφον, ως κεκλεισμένων εισελθείν των θυρών, παχύτητος πάσης απήλλακτο· αλλ’ ώστε πιστευθήναι την ανάστασιν, τούτο δείκνυται, και ώστε μαθείν, ότι αυτός ην ο σταυρωθείς, και ουκ άλλος αντ΄ αυτού ανέστη. Δια τούτο ανέστη έχων τα σημεία του σταυρού, και τρώγει δια τούτο[1].»
Εφόσον λοιπόν το σώμα Του ήταν άφθαρτο, ο Ιησούς διατηρούσε θαυματουργικά τα αποτυπώματα των πληγών στο σώμα Του, για χάρη των μαθητών του.
Οι άνθρωποι μπορούσαν να τον αγγίξουν επειδή το ήθελε ο Ίδιος. Επίσης, τρώει μαζί τους μόνο για χάρη των μαθητών του, και μια απόδειξη γι’ αυτό είναι η ρήση του Λουκά: «Του έδωσαν … ψητό ψάρι και … κηρύθρα με μέλι … τα έφαγε μπροστά τους» (Λουκ. 24,42-43). Τα έφαγε δηλαδή για να τον δουν, να πιστέψουν ότι είναι αυτός ο ίδιος και είναι πραγματικός. Οι ιδιότητες του σώματος του Χριστού σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπουν να πούμε ότι θα μπορούσε ο Αναστημένος Ιησούς να υπόκειται σε οποιοδήποτε περιορισμό του φθαρτού μας σώματος (πείνα, κούραση, πόνο κ.λπ.). Κατά τη γνώμη μας, το ερώτημα «ήταν φυσικός» ή «δεν ήταν φυσικός», όταν διαβάζουμε όλ’ αυτά για τον Αναστημένο Ιησού, μετατρέπεται σε μνημείο αφέλειας…
5. Απάντηση στο Κουίζ, 13η από 17:
«Οι μαθητές είδαν τον αναστημένο Ιησού…»
α. Μια φορά μόνο
β. Τρεις φορές
γ. Πολλές φορές
[α. Ματθ. 28,16-17, β. Ιωάν. 20,19,26, 21,1,14, γ. Πράξεις 1,3.]
Ασφαλώς, οι εμφανίσεις του Ιησού στους μαθητές ήταν πολλές, όπως μας λέει ο Λουκάς στο Πραξ. 1,3 και την ίδια στιγμή ούτε ο Ματθαίος, ούτε ο Ιωάννης το αποκλείουν. Ο Ιωάννης μάλιστα, όχι μόνο δεν το αποκλείει, αλλά γράφει: «Υπάρχουν κι άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, που, αν γραφτούν … ούτε ο κόσμος ολόκληρος δε θα χωρούσε … τα βιβλία» (Ιω. 21,25). Η διαπίστωση των ερευνητών όπως έχουμε ξαναπεί, είναι ότι οι ευαγγελιστές επιλέγουν όσα στιγμιότυπα από τον ιστορικό βίο της πρώτης Εκκλησίας θεωρούν ότι υπηρετούν το σκοπό του ευαγγελίου τους. Για να γίνει όμως λόγος για «αντίφαση», γνωρίζουν καλά οι παραχαράκτες ότι θα πρέπει η διήγηση ενός ευαγγελιστή να αποκλείει ρητά και αναμφισβήτητα την μαρτυρία ενός άλλου ευαγγελιστή. Αυτό δεν συμβαίνει εδώ σε καμία περίπτωση.
6. Απάντηση στο Κουίζ, 14η από 17:
«Όταν ο Ιησούς παρουσιάστηκε στους μαθητές του ήταν…»
α. Ένδεκα μαθητές παρόντες
β. Δώδεκα μαθητές παρόντες
[α. Ματθ. 28,16-17, Λουκ. 24,33-36, β. Α΄ Κορ. 15,5.]
Άντε πάλι… Την ερώτηση αυτή την απαντήσαμε ήδη, στα πλαίσια της 8ης ερώτησης, στο Β΄ μέρος του «κουίζ». Είχαμε γράψει ότι ο Παύλος, από τις διάφορες εμφανίσεις του Ιησού που γνωρίζει, επιλέγει συνειδητά να αναφέρει στο Α΄ Κορ. 15,5 αυτές στον Πέτρο και στον βασικό κύκλο των μαθητών, καθώς στην επιστολή του σκοπεύει να δώσει την επίσημη μαρτυρία της πρώτης Εκκλησίας για την Ανάσταση, με αναφορά στα ηγετικά της πρόσωπα[2]. Ενδεικτικό της σκέψης αυτής είναι το γεγονός ότι αναφέρεται στους «Δώδεκα» το οποίο «αποτελεί επίσημον όνομα δηλούν τον κύκλον των αποστόλων, διότι άλλως κατά την πρώτην εμφάνισιν εις τους αποστόλους μόνον δέκα ήσαν παρόντες»[3] (πλην του Ιούδα και του Θωμά). Άρα, η αναφορά στους «Δώδεκα» δεν είναι καταμέτρηση αλλά τίτλος. Εκτός από τον Παύλο, τα ευαγγέλια μας προσφέρουν άλλη μια απόδειξη ότι το «Δώδεκα» δεν έχει έννοια στατιστική, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επίσημο όνομα για τον στενό κύκλο των μαθητών ακόμα και όταν είναι έντεκα. Ο Ιωάννης, ακόμα και μετά τον θάνατο του Ιούδα χρησιμοποιεί τον όρο «Δώδεκα»: «Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα μαθητές … δεν ήταν μαζί τους» (Ιω. 20,24). Πέφτει λοιπόν στο κενό και η ερώτηση αυτή.
7. Απάντηση στο Κουίζ, 15η από 17:
«Ο αναστηθείς Ιησούς…»
α. Επιθυμούσε να τον αγγίξουν
β. Δεν επιθυμούσε να τον αγγίξουν
γ. Δεν έδινε σημασία στο άν θα τον άγγιζαν ή όχι
[α. Ιωάν. 20,27, β. Ιωάν. 20,17, γ. Ματθ. 28,10.]
Πολύ γελάσαμε με τις παραπάνω διατυπώσεις… Ας ξεκινήσουμε από τα πιο ανούσια: Η περίπτωση του Θωμά στο Ιω. 20,27 δεν έχει σχέση με κάποια «επιθυμία» του Ιησού! Ο Ιησούς απλά έδειξε την αγάπη του προς τον μαθητή και του έδωσε την ευκαιρία να τον αγγίξει για να πιστέψει. Το κείμενο ίσως υπονοεί ότι τελικά ο Θωμάς δεν Τον άγγιξε καθώς λέει ο Ιησούς: "Πείστηκες επειδή με είδες με τα μάτια σου". Επίσης, η προσκύνηση των μυροφόρων στο Ματθ. 28,10 ούτε αυτή είναι θέμα κάποιας «επιθυμίας» του Ιησού! Όπως βλέπουμε και σε άλλα εδάφια, όπως το Ματθ. 8,2 ή στο Ματθ. 14,33, η προσκύνηση είναι έκφραση σεβασμού και αναγνώρισης της αγιότητάς Του, όχι μόνο από τους μαθητές προς τον δάσκαλό τους, αλλά και από πρόσωπα που δεν τον γνώριζαν, ζούσαν όμως την ακτινοβολία της προσωπικότητας του Ιησού. Ας δούμε τώρα την περίπτωση του περίφημου «μη μου άπτου» (Ιω. 20,17) για το οποίο έχουν γραφτεί πολλά, κυρίως βέβαια για την αιτιολογία της απαγόρευσης: «λέγει αυτή Ιησούς· μή μου άπτου, ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον πατέρα».
[Σημείωση: Ο θεολόγος Νικόλαος Σωτηρόπουλος, γράφει:
«Η μεγάλη δυσκολία δια την ερμηνείαν του χωρίου παραμερίζεται αμέσως, αν τον σύνδεσμον «γαρ» μεταφράσωμεν «βεβαίως», διότι ο σύνδεσμος έχει και βεβαιωτικήν σημασίαν (Ιδέ Δ. Δημητράκου, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης). Ούτω το χωρίον αποδίδεται ως εξής: "Μη με εγγίζης, δεν έχω βεβαίως αναβή ακόμη εις τον πατέρα μου, ύπαγε όμως προς τους αδελφούς μου και ειπέ εις αυτούς, αναβαίνω προς τον πατέρα μου".
Πράγματι, με την ερμηνεία αυτή το νόημα γίνεται ομαλότερο και μάλιστα, αν το «γαρ» αποδοθεί ως βεβαιωτικό, τότε μπορεί και να παραληφθεί: «Μη μ’ αγγίζεις της λέει ο Ιησούς […] δεν ανέβηκα ακόμα προς τον Πατέρα μου· πήγαινε όμως στους αδερφούς μου και πες τους: «ανεβαίνω…». Έχει μάλιστα σημασία το γεγονός ότι, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύει το εδάφιο (βλ. PG 59,469) χωρίς να ασχολείται με την κατά γράμμα ερμηνεία του «γαρ»[4].]
Καταρχάς, ας κλείσουμε το ζήτημα της 15ης ερώτησης του «κουίζ». Οι μαρτυρίες είναι πολλές για να δικαιούται το αφελές κουίζ να γράφει ότι ο Ιησούς δεν ήθελε να τον αγγίζουν. Ο Ιησούς καλεί ο ίδιος τον Θωμά να βάλει το δάκτυλο του στον τύπο των ήλων (Ιω. 20,27) και βεβαίως, οι διηγήσεις της Καινής Διαθήκης υπογραμμίζουν σαφώς την υλική και σωματική διάσταση του Χριστού. Στο ευαγγέλιο του Ιωάννη ο αναστάς Κύριος μοιράζει στους μαθητές με τα χέρια Του άρτο και ψάρια, στο κατά Ματθαίον οι μυροφόρες «εκράτησαν αυτού τους πόδας» (Ματθ. 28,9), στο κατά Λουκάν ο Ιησούς πιάνει το ψωμί, το ευλογεί, το κόβει και το μοιράζει στους δύο μαθητές καθ’ οδόν προς τους Εμμαούς (Λουκ. 24,30), σε άλλη σκηνή τρώει ένα κομμάτι από ψητό ψάρι (Λουκ. 24,43) και βεβαίως, η έκφραση «συναλιζόμενος», που αναφέρεται συνολικά στην τεσσαρακονθήμερη επικοινωνία του Χριστού με τους μαθητές του (Πραξ. 1,4) δηλώνει σαφώς ότι ο Ιησούς μετά την ανάσταση και μέχρι την ανάληψη συνέτρωγε με τους μαθητές και γενικά είχε πολύ στενή και συχνή επαφή μαζί τους. Άρα, δεν μπορεί να μπει καν θέμα ότι ο Ιησούς δεν επιθυμούσε να τον αγγίξουν.
Ας δούμε λοιπόν τα κυριότερα σημεία που θα μας βοηθήσουν να εξηγήσουμε την φράση «μη μου άπτου»[5]:
α) Όπως επισημαίνεται από τους ερμηνευτές, η απόσταση που δημιουργεί ο Ιησούς από την Μαγδαληνή με τη φράση αυτή, θυμίζει ανάλογα περιστατικά της επίγειας ζωής Του, κατά τα οποία δημιούργησε με λόγους ή ενέργειές του απόσταση από αγαπητά του πρόσωπα. Για παράδειγμα, με την χαρακτηριστική φράση που απευθύνει στην Παναγία, «τι εμοί και σοι γύναι;» (Ιω. 2,4) θέλει να γίνει κατανοητό πως ο Θεός δεν μπορεί να καθοδηγηθεί από ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες, αλλά έχει τον πλήρη έλεγχο των καταστάσεων και ενεργεί όταν και όπως ο ίδιος θέλει.
β) Ποιος όμως είναι ο λόγος που θέλει να κρατήσει απόσταση από την Μαγδαληνή, μια απόσταση που δεν θέλησε να κρατήσει π.χ. από τον Θωμά; Η εξήγηση βρίσκεται στο γεγονός ότι η Μαγδαληνή δεν είχε συνειδητοποιήσει περί τίνος επρόκειτο. Αντί να χαίρεται με την απουσία του σώματος του Κυρίου ενθυμούμενη τα λόγια Του, εκείνη δεν κατανοεί τη σημασία των γεγονότων και κλαίει διαρκώς έξω από τον Τάφο στενοχωρημένη. Όταν ο Ιησούς εμφανίζεται και τον νομίζει για κηπουρό, ακόμα πιστεύει ότι κάποιος έχει πάρει το σώμα του Ιησού και θέλει να μάθει που το έχουν βάλει. Έτσι, ακολουθεί η σκηνή του Ιω. 20,16-17 που είναι χαρακτηριστική: ο Ιησούς της λέει, «Μαρία!» εκείνη γυρίζει ξαφνιασμένη, τον αναγνωρίζει, τον φωνάζει «Διδάσκαλε» και προφανώς είναι έτοιμη να εκφραστεί με την οικειότητα που είχαν συνηθίσει οι μαθητές όλον αυτόν τον καιρό που Τον ακολουθούσαν.
Όμως, ο καιρός αυτός έχει παρέλθει οριστικά. Ο Ιησούς δεν είναι πλέον ο επίγειος διδάσκαλός τους. Ο Θωμάς αυτό το κατάλαβε, και στην προτροπή του Ιησού «μην αμφιβάλλεις και πίστεψε» ομολογεί την πίστη του με τα λόγια, «είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Το ίδιο και οι μυροφόρες, που αμέσως «έπεσαν στα πόδια του και τον προσκύνησαν» και μάλιστα με ιδιαίτερο δέος, καθώς ο Ιησούς τους λέει: «Μη φοβάστε!» (Ματθ. 28,9-10). Η Μαγδαληνή όμως δεν έχει καταλάβει ακόμα. Γι’ αυτό σταματά τις εκδηλώσεις της ο Ιησούς λέγοντάς «μη μου άπτου» και συνεχίζει: «ανεβαίνω σ’ εκείνον που είναι δικός μου και δικός σας Πατέρας, δικός μου και δικός σας Θεός». Της θυμίζει έτσι, τα λόγια του Ιω. 16,5-13:
«... σας συμφέρει να φύγω εγώ. Γιατί, αν εγώ δεν φύγω, δε θα έρθει σ’ εσάς ο Παράκλητος … θα ελέγξει τους ανθρώπους ως προς την αμαρτία, ως προς τη δικαιοσύνη και ως προς την κρίση του Θεού … εγώ πηγαίνω δικαιωμένος στον Πατέρα, και δε θα με βλέπετε πια … θα έρθει εκείνος, το Πνεύμα της Αλήθειας, θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια.»
Άρα, με αυτά που έπραξε ο Ιησούς έφερε σε συναίσθηση την Μαγδαληνή. Δεν μοιάζει η ανάστασή Του με του Λαζάρου, δεν ζει πλέον την προηγούμενη ζωή της ταπεινώσεως, αλλά είναι ο ίδιος ο Κύριος και Θεός που ανυψώνεται δοξασμένος προς τον Πατέρα Του και Θεό όλων. Τώρα οφείλουν όλοι να Τον αναγνωρίζουν όχι απλώς ως τον αγαπημένο διδάσκαλο, αλλά ως τον σαρκωθέντα Λόγο του Θεού.
8. Απάντηση στο Κουίζ, 16η από 17:
«Ο Ιησούς αναλήφθηκε στον ουρανό…»
α. Την ίδια ημέρα της ανάστασης
β. Σαράντα ημέρες μετά την ανάσταση
γ. Δεν γίνεται λόγος για ανάληψη του Ιησού
[α. Μάρκ. 16, 9, 19, Λουκ. 24,13, 28-51, 50-51, β. Πράξεις, 1,3-9, γ. Ματθ. 28,19-20, Ιωάν. 21,23-τέλος.]
Ασφαλώς, το κουίζ είναι για άλλη μια φορά παραπλανητικό. Να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής ότι για το επιχείρημα «γ», «δεν γίνεται λόγος για ανάληψη του Ιησού», δεν μπορούν να επικαλεστούν το ευαγγέλιο του Ιωάννη. Η φράση «τι θα γίνει αν δείτε τον Υιό του Ανθρώπου ν’ ανεβαίνει εκεί που ήταν πρωτύτερα;» (Ιω. 6,62) δεν αφήνει το περιθώριο να πούμε ότι ο Ιωάννης δεν κάνει λόγο για την Ανάληψη. Επίσης και ο Ματθαίος, αν και δεν αναφέρεται ευθέως στην Ανάληψη, εντούτοις χρησιμοποιεί παράλληλες εκφράσεις με το ίδιο περιεχόμενο. Λέει για παράδειγμα ο Μάρκος στη σκηνή της Ανάληψης: «Ο Κύριος, αναλήφθηκε στον ουρανό και κάθισε στα δεξιά του Θεού» (Μαρκ. 16,19). Και ο Ματθαίος γράφει σ’ ένα σαφέστατο παράλληλο: «Σας λέω πως σύντομα θα δείτε τον Υιό του Ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του Θεού» (Ματθ. 26,64). Άλλωστε πώς αλλιώς οι άνθρωποι θα «δουν τον Υιό του Ανθρώπου να έρχεται πάνω στα σύννεφα» (Ματθ. 24,30), αν δεν ανέβει πρώτα στους ουρανούς; Οπότε είναι μάλλον υπερβολικό να πούμε ότι οι ακροατές του Ματθαίου θα περίμεναν ότι ο Ιησούς θα έμενε για πάντα εδώ στη γη.
Ας δούμε τώρα, πότε έγινε η Ανάληψη, την ημέρα της Ανάστασης, ή 40 ημέρες μετά; Θεωρούμε ότι τα Μαρκ. 16,9 και 19 πολύ κακώς τα επικαλούνται για το ζήτημα αυτό. Το Μαρκ. 16,9 μας λέει μόνο, ότι μετά την ανάστασή του ο Ιησούς, το πρωί της Κυριακής, εμφανίστηκε στη Μαρία τη Μαγδαληνή. Από πού κι ως που όμως αυτό μας υποχρεώνει να συμπεράνουμε ότι ο Ιησούς αναλήφθηκε την ίδια ημέρα; Όπως σημειώνεται στο «Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας» (μτφρ. Σάββας Αγουρίδης):
«Στο χωρίο 16,19 του κατά Μαρκον ευαγγελίου, που εξαρτάται κατά ένα μεγάλο μέρος από το Λουκά, η Ανάληψη εξιστορείται ύστερα από διαδοχικές εμφανίσεις, οι οποίες δεν καταλαβαίνουμε αν έγιναν μέσα σε μια ή σε περισσότερες μέρες[6].»
Αυτό συμβαίνει διότι σύμφωνα με τον κριτικό έλεγχο του κειμένου, προκύπτει ότι οι στίχοι 16,9-20 δεν υπήρχαν σε όλα τα αρχαία χειρόγραφα και «πατερικές μαρτυρίες δείχνουν ότι το ερώτημα περί του τέλους του ευαγγελίου είχε αντιμετωπισθεί ήδη κατά τους πρώτους αιώνες»[7]. Κατά συνέπεια, πρόκειται ίσως για μεταγενέστερη προσθήκη στο ευαγγέλιο, αναμφισβήτητης πάντως Κανονικότητας[8], και «οι στίχοι αυτοί [δηλ. 16,9-20] αποτελούν σύνθεση και περίληψη όλων των ευαγγελικών διηγήσεων για τις εμφανίσεις του Αναστημένου Χριστού[9]».
Τα εδάφια του Μάρκου λοιπόν που αναφέρονται στην Ανάληψη, βρίσκονται στα πλαίσια μιας αφήγησης η οποία δεν μπορεί να χρονολογηθεί επακριβώς ώστε να αποδειχθεί ότι τα συμβάντα στους στίχους Μαρκ. 16,9-20 έγιναν όλα την ίδια ημέρα. Άρα, και αυτό το δεύτερο επιχείρημα των ψευδολόγων πέφτει στο κενό. Τώρα, ως προς τις διηγήσεις του Λουκά για την Ανάληψη τις οποίες διαβάζουμε στις Πράξεις και στο Ευαγγέλιό του, μιλήσαμε ήδη στην ερώτηση 10 του «κουίζ». Ξαναλέμε λοιπόν: Ο Λουκάς γράφει και το Κατά Λουκάν αλλά και τις Πράξεις των Αποστόλων. Στις Πράξεις λοιπόν, σαφέστατα ο Λουκάς δηλώνει ότι η Ανάληψη του Ιησού έγινε μετά από 40 ημέρες παραμονής και παρουσίας Του στους μαθητές:
«3 Μετά το θάνατό του παρουσιάστηκε σ’ αυτούς ζωντανός με πολλές αποδείξεις· για σαράντα μέρες τούς εμφανιζόταν και τους μιλούσε σχετικά με τη βασιλεία του Θεού […] 9 ανυψώθηκε προς τον ουρανό, και μια νεφέλη τον έκρυψε από τα μάτια τους.» (Πραξ. 1,3.9)
Βεβαίως, το διάστημα των 40 ημερών ο Λουκάς το γράφει μόνο στις Πράξεις αλλά το παραλείπει στο ευαγγέλιό του, ίσως έχοντας σκοπό να αναφέρει περισσότερα στο βιβλίο των Πράξεων. Θα ήταν όμως παράλογο να πούμε ότι δεν γνωρίζει για τις 40 ημέρες, όταν το έχει ήδη γράψει στις Πράξεις. Αφού λοιπόν είναι παράλογο να υποθέσουμε ότι ο Λουκάς αντιφάσκει με τον εαυτό του, ως επιπλέον απόδειξη για το θέμα των 40 ημερών θα χρησιμοποιήσουμε την εντολή παραμονής στα Ιεροσόλυμα: «... για σαράντα μέρες τούς εμφανιζόταν … τους παρήγγειλλε: "Μην απομακρυνθείτε από τα Ιεροσόλυμα"» (Πραξ. 1,3-4). Η εντολή αυτή επαναλαμβάνεται στο Λουκ. 24,49: «Εσείς καθίστε στην Ιερουσαλήμ ωσότου ο Θεός σάς οπλίσει με τη δύναμή του». Έχοντας λοιπόν ως δεδομένο ότι τα ευαγγέλια δεν είναι παρά στιγμιότυπα από τον βίο της πρώτης Εκκλησίας συνδεδεμένα μεταξύ τους χωρίς αυστηρή χρονολογική σύνδεση, συμπεραίνουμε ότι η σκηνή της εμφάνισης του Ιησού στους 10 μαθητές τελειώνει στο Λουκ. 24,36-43. Στο εδάφιο 44 (ύστερα τους είπε…) αρχίζει η αποχαιρετιστήρια σκηνή που οδηγεί στην Ανάληψη, η οποία ο Λουκάς μας λέει ότι λαμβάνει χώρα 40 ημέρες μετά την Ανάσταση (Πραξ. 1,3).
Που τοποθετούνται λοιπόν οι 40 ημέρες στο Κατά Λουκάν; Προφανώς ανάμεσα στο 24,43 και 24,44 και αυτό μας το αποδεικνύει το, «εσείς καθίστε στην Ιερουσαλήμ…» (Λουκ. 24,49) που είναι παράλληλο με το «μην απομακρυνθείτε από τα Ιεροσόλυμα…» (Πραξ. 1,4). Συνεπώς:
α) Για κανένα από τα ευαγγέλια δεν μπορούμε να πούμε πως «δεν γίνεται λόγος για ανάληψη του Ιησού». Μπορεί ο Ιωάννης και κυρίως ο Ματθαίος να μην την αναφέρουν ευθέως, όμως υπάρχουν εδάφια στα οποία γίνεται έμμεσα λόγος για Ανάληψη του Ιησού.
β) Από πουθενά δεν προκύπτει ότι η Ανάληψη δεν έγινε 40 ημέρες μετά από την Ανάσταση.
9. Απάντηση στο Κουίζ, 17η από 17:
«Οι μαθητές έλαβαν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος…»
α. Το βράδυ της ίδιας ημέρας της ανάστασης
β. Πενήντα ημέρες μετά την ανάσταση
[α. Ιωάν. 20,19-22, β. Πράξεις, 2,1-13.]
Και η τελευταία ερώτηση δεν νομίζουμε ότι έχει κάποια ιδιαίτερη δυσκολία να απαντηθεί. Οι αθεο-παγανιστές αναφέρονται στη φράση του Ιησού: «φύσηξε στα πρόσωπά τους και τους λέει: "Λάβετε Πνεύμα Άγιο"» (Ιω. 20,22) και θέλουν να μας πουν ότι αυτό το εδάφιο αναφέρεται στην… Πεντηκοστή. Όμως, για να μιλήσουν για «αντίφαση» οι ψευδολόγοι, συγκρίνουν αυθαίρετα το Ιω. 20,22 με το εδάφιο Πραξ. 2,1-13. Είναι όμως δυνατόν τα δύο αυτά εδάφια να υπονοούν το γεγονός της Πεντηκοστής ώστε να μιλάμε για «αντίφαση»; Ασφαλώς όχι. Διότι τότε, θα πρέπει να βρουν πειστικά στοιχεία που να μας λένε ότι ο Ιωάννης διαφωνεί με τον εαυτό του! Ας δούμε γιατί.
Η σκηνή που περιγράφει το Πραξ. 2,1-13 είναι η Πεντηκοστή, δηλ. η έλευση του Αγίου Πνεύματος ΜΕΤΑ την αποχώρηση του Ιησού, δηλαδή μετά την Ανάληψή Του. Όμως, και ο Ιωάννης ξέρει καλά ότι το γεγονός της Πεντηκοστής θα συμβεί ΜΕΤΑ την αποχώρηση του Ιησού:
«Σας συμφέρει να φύγω εγώ. Γιατί, αν εγώ δεν φύγω, δε θα έρθει σ’ εσάς ο Παράκλητος … θα έρθει εκείνος, το Πνεύμα της Αλήθειας, θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια.» (Ιω. 16,5-13)
Ο Ιωάννης λοιπόν ξεκαθαρίζει ότι αν δεν φύγει ο Ιησούς, δεν θα έλθει το Πνεύμα το Άγιο. Ακριβώς το ίδιο δηλαδή που μας διηγείται ο Λουκάς στις Πράξεις. Άρα, πιάνουμε εμείς τους ψευδολόγους να αντιφάσκουν. Γιατί «απορούν» αν το εδάφιο Ιω. 20,22 αναφέρεται στην Πεντηκοστή, αφού είναι τόσο «ικανοί» μελετητές; Δεν είδαν τα εδάφια Ιω. 16,5-13 που δείχνουν καθαρά πως ο Ιωάννης ξέρει ότι για να γίνει η Πεντηκοστή, ο Ιησούς πρέπει πρώτα να φύγει;
Επειδή λοιπόν μόνο τυφλός δεν θα έβλεπε ότι ο Ιωάννης όταν λέει «Λάβετε Πνεύμα Άγιο» δεν εννοεί την Πεντηκοστή, το ζήτημα που θέτει η 17η ερώτηση του «κουίζ» είναι εντελώς άστοχο και ανούσιο και οι αθεο-παγανιστές το επικαλούνται μόνο για λόγους εντυπώσεων…
Πριν κλείσουμε το άρθρο μας, ας δούμε την ορθόδοξη ερμηνεία του εδαφίου, «φύσηξε στα πρόσωπά τους και τους λέει: "Λάβετε Πνεύμα Άγιο"» (Ιω. 20,22). Όπως ερμηνεύει ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς:
«Μερικήν του πνεύματος ενέργειαν διά του εμφυσήματος έδωκεν[10].»
Δεν πρόκειται λοιπόν για τον «ερχομό» του Αγίου Πνεύματος με τα «σημεία» της Πεντηκοστής, αλλά για την χορήγηση του Αγιοπνευματικού χαρίσματος της άφεσης των αμαρτιών: «Λάβετε Πνεύμα Άγιο, σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες, σε όποιους τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα κρατηθούν έτσι».
10. Επίλογος
Αυτό ήταν λοιπόν το «κουίζ» των 17 ερωτήσεων που έσπευσαν να αντιγράψουν οι καλοθελητές σε blog αντιχριστιανικής παραπληροφόρησης. Πιστεύουμε ότι έγινε φανερό πως μόνο ένας επιπόλαιος αναγνώστης της Κ.Δ. θα μπορούσε να φτιάξει ή να δώσει βάση σε ένα τέτοιο κατασκεύασμα. Υπάρχει μια πανίσχυρη Παράδοση 2.000 χρόνων που συνοδεύει τα κείμενα της Κ.Δ. και οι πολέμιοι του χριστιανισμού δεν μπορεί να ελπίζουν ότι με τέτοιες αλχημείες θα καταφέρουν οτιδήποτε. Ας μας φωτίσει ο Χριστός όλους, και ας μας φέρει σε συναίσθηση να καταλάβουμε τον Λόγο Του.
[Τέλος Γ΄ Μέρους, και τέλος του άρθρου]
Σημειώσεις
[1] Ιωάννης Χρυσόστομος, «Στο Κατά Ιωάννην», PG 59.474.
[2] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις τας Επιστολάς…», τόμ. Α', ό.π., σελ. 397α.
[3] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις τας Επιστολάς…», τόμ. Α', ό.π., σελ. 397β.
[4] Βλ. Σωτηρόπουλος Νικόλαος, «Ερμηνεία δύσκολων χωρίων της Γραφής», τόμ. Α΄, Αθήνα 1985, σελ. 123.
[5] Για την ερμηνεία της περικοπής, βλ. κυρίως τα εξής:
α) Καρακόλης Κ. Χρήστος, «Ερμηνευτικές Προσεγγίσεις», Αποστολική Διακονία, 2η έκδ., Αθήνα 2005, σελ. 85-95.
β) Σωτηρόπουλος Νικόλαος, «Ερμηνεία δύσκολων χωρίων της Γραφής», τόμ. Α΄, Αθήνα 1985, σελ. 121-124.
γ) Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον», 4η έκδ., «Ο Σωτήρ», Αθήνα 1990, σελ. 698-701.
[6] «Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας» (μτφρ. από τα Γαλλικά με εποπτεία Σάββα Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν), Άρτος Ζωής, Αθήνα 1980, στ. 78.
[7] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 511.
[8] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Το κατά Μάρκον…», ό.π., σελ. 513.
[9] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Το κατά Μάρκον…», ό.π., σελ. 514.
[10] Λόγος Αποδεικτικός Β΄, 6. Η παράθεση από το: Γιαγκάζογλου Σταύρος, «Κοινωνία θεώσεως. Η σύνθεση Χριστολογίας και Πνευματολογίας στο έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά», Δόμος, Αθήνα 2001, σελ. 354.
(Πηγή: «Quiz για τις μέρες του Πάσχα - Απαντήσεις σε ένα αφελές ερωτηματολόγιο Μέρος Γ΄: Οι υπόλοιπες 9 ερωτήσεις», του Papyrus 52 για την Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας, Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας http://www.oodegr.com/neopaganismos/ag.grafi/quiz_3.htm )
Πηγή: Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας, Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας,
Σχόλιο ΟΟΔΕ: Το άρθρο αυτό που θα ολοκληρωθεί σε τρεις συνέχειες, θα ασχοληθεί με ένα παράγωγο του λαϊκισμού που χαρακτηρίζει τις διαδικτυακές κυρίως εκφάνσεις του αθεο-νεοπαγανισμού[1]. Πρόκειται για ένα προχειροφτιαγμένο ερωτηματολόγιο, που σκοπό έχει να ειρωνευτεί τις μετά την Ανάσταση ευαγγελικές διηγήσεις. Για να δημιουργηθεί, παρακάμφτηκαν τα επιστημονικά πορίσματα που αφορούν τα ευαγγέλια και τη φιλολογική τους μορφή, ενώ στις ερωτήσεις υπάρχουν ανακρίβειες και ανακαλύπτονται προβλήματα «αντιφάσεων» ακόμα και εκεί που είναι αδύνατον να υπάρξουν.
Στο παρόν, Α΄ Μέρος του άρθρου, θα κάνουμε μια εκτενή εισαγωγή επάνω σε ζητήματα που αφορούν άμεσα το «κουίζ» ώστε να αναδείξουμε τα σαθρά του θεμέλια. Στο Β΄ και Γ΄ Μέρος, θα απαντήσουμε μία προς μία στις 17 υποτιθέμενες «αντιφάσεις»)
Περιεχόμενα
1. Το σπουδαιότερο ερώτημα, που το «Quiz» δεν έλαβε υπόψη του: Τι είναι τα ευαγγέλια;
2. Ήταν δυνατόν να εδραιωθούν 4 ευαγγέλια γεμάτα «σκανδαλώδεις αντιφάσεις», τη στιγμή που απορρίφθηκαν χωρίς δισταγμό εκατοντάδες απόκρυφα κείμενα;
3. Λίγα για τον ιστορικό Ιησού
1. Το σπουδαιότερο ερώτημα που το «Quiz» δεν έλαβε υπόψη του: Τι είναι τα ευαγγέλια;
Η πρώτη μας αποκάλυψη για τις μεθόδους των παραχαρακτών, έχει να κάνει με τον φιλολογικό χαρακτήρα των κειμένων της Καινής Διαθήκης. Έχουμε συνειδητοποιήσει άραγε με ποια μέθοδο ανακαλύπτουν «αντιφάσεις» στα ευαγγέλια; Η απάντηση είναι απλή: εντελώς αυθαίρετα δηλώνουν ότι σκοπός των ευαγγελιστών ήταν να κάνουν λεπτομερή ιστοριογραφία, και επάνω σε αυτό το ανύπαρκτο δεδομένο, χτίζουν όσες «αντιφάσεις» θέλουν.
Όμως, σε ποια επιστημονικά πορίσματα κοινώς αποδεκτά, το είδαν αυτό; Για να το πληροφορηθούμε κι εμείς δηλαδή…
Δυστυχώς, χωρίς να δίνουν σημασία στην αναγνωρισμένες φιλολογικές τεχνικές των ευαγγελίων, τους ασκούν κριτική με μεθοδολογία που εφαρμόζεται σε άλλα λογοτεχνικά είδη. Θα ήταν όμως ποτέ δυνατόν, η μέθοδος της ιστοριογραφίας του Θουκυδίδη, να βρει εφαρμογή στις φόρμες που ακολουθούν τα Ομηρικά Έπη; Θα ήταν ποτέ δυνατόν τα κριτήρια που εφαρμόζονται στη Ρητορική, να εφαρμοσθούν και σε μια κριτική για τη Λυρική ποίηση; Αυτά είναι παράλογα πράγματα. Εξίσου παράλογο είναι να κρίνεις τα ευαγγέλια με κριτήρια που δεν έχουν ισχύ.
Και βεβαίως, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σκέψη: εφόσον αρνείσαι ν’ αποδεχτείς τα επιστημονικά πορίσματα που αφορούν ένα κείμενο, και είσαι ιδεολογικά αντίθετος προς αυτό, άρα, σε τι άλλο αποτέλεσμα θα μπορούσες να καταλήξεις εκτός από αρνητικό;!
Αξίζει στο σημείο αυτό να διαβάσουμε τις παρακάτω γραμμές από τον καθηγητή Ιω. Καραβιδόπουλο που αφορούν την φιλολογική μορφή των ευαγγελίων (αποδίδουμε στη δημοτική για ευκολότερη ανάγνωση):
«Έχοντας ως προϋπόθεση τις αρχές της Σχολής που προαναφέραμε [ενν. της Μορφοϊστορικής Σχολής] αλλά συγχρόνως και υπερβαίνοντας αυτές, επιβλήθηκε στη διεθνή επιστημονική έρευνα κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες η ονομαζόμενη μέθοδος της ‘’ιστορίας της αναθεωρήσεως’’ των ευαγγελίων (Redaktionsgeschichte) … Με τη μέθοδο αυτή, το κέντρο βάρους πέφτει όχι στην πιθανή ύπαρξη επί μέρους ενοτήτων πριν από την τελική καταγραφή των διηγήσεων, αλλά στο συντακτικό και συγγραφικό έργο των ιερών ευαγγελιστών, οι οποίοι αναδεικνύονται με τον τρόπο αυτό, ως συγγραφείς που έχουν ο καθένας ιδιαίτερη θεολογική τάση, με ιδιαίτερο σκοπό, με διαφορετικά για τον καθένα επικρατούντα στοιχεία. Έτσι καταδείχθηκε ότι το ίδιο ακριβώς επεισόδιο είναι δυνατόν να παρατίθεται απ’ όλους τους ευαγγελιστές, αλλά με διαφορετική έξαρση των κοινών στοιχείων ή με έξαρση διαφορετικών στοιχείων του ίδιου όμως επεισοδίου. Χωρίς λοιπόν να το ομολογούν ή ίσως και να το υποψιάζονται οι οπαδοί της Redaktionsgeschichte επιστρέφουν στην ίδια θεώρηση των ευαγγελιστών ως συγγραφέων, με αυτή που έκαναν οι Πατέρες της Εκκλησίας, με τη διαφορά ότι, ενώ οι ερμηνευτές Πατέρες ενδιαφέρονται για τα κοινά στοιχεία που συναντάμε σε όλους τους ευαγγελιστές ως συγγραφείς, τα οποία αποδίδουν στην έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, ενώ οι οπαδοί της νεώτερης αυτής ερευνητικής κατεύθυνσης, αναζητούν το ιδιαίτερο σε κάθε ευαγγελιστή στοιχείο ως συγγραφέα, κινούμενοι όχι στο επίπεδο του θείου παράγοντα, αλλά στον καθαρά ανθρώπινο, κατά τη σύνταξη των ευαγγελίων»[2].
Κρατώντας τα παραπάνω, ας διαβάσουμε και έναν περιεκτικό ορισμό του R.V.G. Tasker για τις φιλολογικές ιδιαιτερότητες των ευαγγελίων, τον οποίο παραθέτει ο Σάββας Αγουρίδης:
«Είναι (τα ευαγγέλια) λεπτομερείς κι αναλυτικές βιογραφίες του I. Χριστού; Είναι έργα ιστορικά, όπως αυτά του Θουκυδίδη ή του Ιώσηπου ή άλλων ιστορικών; Τα Ευαγγέλια δεν είναι ακριβώς ιστορία, αν και περιέχουν ιστορία, εφόσον αφηγούνται πραγματικά γεγονότα, τα οποία όχι μόνον συνέβησαν στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά και την επηρέασαν δυναμικά. Δεν είναι βιογραφίες, αν και εμπεριέχουν βιογραφικές λεπτομέρειες […] Είναι προ παντός και κυρίως διηγήσεις ωρισμένων έργων και λόγων […] εκείνου, τον οποίον μία ομάς ανθρώπων εδέχθη ως Κύριο και Σωτήρα»[3].
Όπως γράφει και ο ευαγγελιστής Ιωάννης:
«Αυτό που είδαμε κι ακούσαμε, το αναγγέλλουμε σ’ εσάς, για να συμμετάσχετε κι εσείς μ’ εμάς στην ίδια κοινωνία, που είναι η κοινωνία με τον Πατέρα και με τον Υιό του τον Ιησού Χριστό» (Α΄ Ιωάν. 1,3)
Τα ευαγγέλια λοιπόν δεν είναι ιστοριογραφία. Οι ευαγγελιστές δεν είχαν καν την πρόθεση να κάνουν ιστοριογραφία. Δεν μας λένε ότι «αυτό που είδαμε κι ακούσαμε, το αναγγέλλουμε σ’ εσάς» απλά για να μάθετε τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του Ιησού. Αυτό που έκαναν οι συγγραφείς της Κ.Δ. ήταν να συνθέσουν μια σειρά από επιλεγμένα ιστορικά γεγονότα, είτε από προσωπικά τους βιώματα, είτε από βιώματα της πρώτης Εκκλησίας, τοποθετημένα όχι πάντα κατά απόλυτη χρονολογική σειρά[4], με σκοπό να τα ερμηνεύσουν θεολογικά ως προς τη σημασία τους για τη Σωτηρία του ανθρώπου.
Οι διηγήσεις λοιπόν, «αναδεικνύουν τους ευαγγελιστάς ουχί απλώς συλλέκτας της παραδόσεως της Εκκλησίας και μεταδότας αυτής … αλλά θεολόγους … με κοινά εις άπαντας χαρακτηριστικά αλλά και με ιδιαιτέρας εις έκαστον εξ αυτών τάσεις … Αι … διηγήσεις … αποτελούν … μάλλον θεολογικήν αποτίμησιν και ερμηνείαν … Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι αδιαφορούν οι ι. ευαγγελισταί διά την ιστορικήν ακρίβειαν αλλ’ ότι υποτάσσουν αύτην εις την θεολογίαν. Ούτως εξηγείται το ότι διάφορος είναι ενίοτε η διαδοχή των επί μέρους γεγονότων από του ενός ευαγγελιστού εις τον άλλον, διάφορος η διατύπωσις των αυτών λόγων του Ιησού ή των λόγων ετέρων προσώπων προς τον Ιησούν»[5].
Υπάρχει λοιπόν ένα επιστημονικό πλαίσιο το οποίο καλύπτει τα εκάστοτε ζητήματα της φιλολογικής παραγωγής. Οι αθεο-νεοπαγανιστές αυτό το καταπατούν με το «έτσι θέλω», και μετά εντελώς αυθαίρετα βρίσκουν τα ευαγγέλια να έχουν «αντιφάσεις».
Μα για να μιλάμε περί «αντιφάσεων», θα πρέπει να έχουμε εγγυήσεις εσωτερικές (μέσα από τα κείμενα δηλαδή) και εξωτερικές (από τα επιστημονικά πορίσματα) οι οποίες πέρα από κάθε αμφιβολία να αποδεικνύουν ότι υπήρξε πρόθεση από την πλευρά των ιερών συγγραφέων να δημιουργήσουν αναλυτική και λεπτομερή ιστοριογραφία. Όμως από πουθενά δεν προκύπτει μια τέτοια πρόθεση.
Κατά συνέπεια, οι διαφορές στις διηγήσεις από την Ανάσταση και μετά, δεν ερμηνεύονται έτσι. Δεν πρόκειται για σφάλματα, δεν είναι λάθη, δεν είναι άγνοια που τάχα οφείλεται σε μια «πλαστή» ιστορία: υπάρχουν μια σειρά από κοινές περιγραφές γεγονότων που αποδεικνύουν ότι η Εκκλησία σαφέστατα και είχε ενιαία Παράδοση, στην οποία ιεραρχούσε διαφορετικά τα κύρια γεγονότα και διαφορετικά τις ήσσονος αξίας λεπτομέρειες που δεν είχαν καμία επίπτωση στον Σωτηριολογικό σκοπό της.
Άρα, η διάψευσή των ψευδολόγων βρίσκεται στα κοινά σημεία των τεσσάρων ευαγγελίων, τα οποία οι ιεροί συγγραφείς τα διατήρησαν ως τον βασικό κορμό της εκκλησιαστικής πίστης:
1. Ο Ιησούς πέθανε πραγματικά (Μαρκ. 15,37· Ματθ. 27,50· Λουκ. 23,46· Ιωαν. 19,33).
2. Όλοι γνωρίζουν την θέση του τάφου και τον τόπο ταφής Του (Μαρκ. 15,46-47· Ματθ. 27,60-61· Λουκ. 23,53· Ιωαν. 19,41-42).
3. Όλοι γνωρίζουν για τον Κενό Τάφο (Μαρκ. 16,7· Ματθ. 28,6· Λουκ. 24,3· Ιωαν. 20,2.6). Μάλιστα, ο Ματθαίος δεν διστάζει να φέρει ως μάρτυρες για τον Κενό Τάφο ακόμη και τους εχθρούς του Ιησού (Ματθ. 28,11-15).
4. Όλοι γνωρίζουν ότι ο Ιησούς Αναστήθηκε (Μαρκ. 16,6· Ματθ. 28,7· Λουκ. 24,6· Ιωαν. 20,9).
Επίσης, όλοι γνωρίζουν ότι:
5. Η Ανάσταση έγινε την τρίτη από το Πάθος ημέρα,
6. Η Ανάσταση έγινε σε πολύ πρωινή ώρα της μίας των Σαββάτων,
7. Υπήρξε παρουσία των μυροφόρων και σίγουρα της Μαγδαληνής,
8. Υπήρξε αγγελοφάνεια,
9. Γνωρίζουν όλοι μέχρι και πώς ήταν ενδεδυμένοι οι άγγελοι,
10. Γνωρίζουν όλοι ότι άγγελοι στάθηκαν στο εσωτερικό του τάφου,
11. Οι γυναίκες ανακοίνωσαν την Ανάσταση στους μαθητές οι οποίοι δυσπιστούσαν,
12. Οι Ιησούς εμφανίζεται μπροστά τους,
13. Το φρόνημα των μαθητών μεταβάλλεται, κ.λπ., κ.λπ.
Αν λοιπόν οι διαφορές, δήθεν δηλώνουν ότι ήταν μια «πλαστή ιστορία», δέχονται εξίσου οι ψευδολόγοι ότι τα κοινά σημεία δηλώνουν μια πραγματική ιστορία; Ή μήπως παίζουν το απατηλό παιχνίδι, «δύο μέτρα και δύο σταθμά»;
2. Ήταν δυνατόν να εδραιωθούν 4 ευαγγέλια γεμάτα «σκανδαλώδεις αντιφάσεις», τη στιγμή που απορρίφθηκαν χωρίς δισταγμό εκατοντάδες απόκρυφα κείμενα;
Θα πρέπει να θυμίσουμε και κάτι ακόμα που έχει σημασία: την ανυποχώρητη στάση που έδειξαν οι χριστιανικές κοινότητες απέναντι στα λεγόμενα απόκρυφα κείμενα.
Μιλάμε για τους πρώτους αιώνες που ο χριστιανισμός βρισκόταν υπό διωγμό. Αυτό που ονομάζουμε Εκκλησία, δεν είχε ενιαία γεωγραφική παρουσία, ούτε δυνατότητα κοινών αποφάσεων, ούτε υπαγόταν σε κάποια «κεντρική Αρχή» όπως ήταν π.χ. τον 4ο αιώνα η Κων/πολη[6]. Η ανάγκη για οικουμενικά αποδεκτές αποφάσεις, ικανοποιήθηκε μόνο μετά το τέρμα των διωγμών, ξεκινώντας με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325 μ.Χ.
Μέχρι τότε λοιπόν, η Εκκλησία απέρριψε τις εκατοντάδες αιρετικές, μυθολογικές, ψευδείς και ευφάνταστες διηγήσεις που εμφανίστηκαν, χωρίς καμία κοινή απόφαση, ενώ στη συνείδηση του γεωγραφικά διασκορπισμένου Σώματος της Εκκλησίας, αναγνωρίστηκαν από πολύ νωρίς, ως αυθεντικοί φορείς της Παράδοσης μόνο αυτά τα 4 ευαγγέλια, μέσα από μια «θάλασσα» απόκρυφων κειμένων.
Από το σύνολο των αποκρύφων, τον τελικό Κανόνα της Κ.Δ. (4ος αιώνας) κατάφεραν να πλησιάσουν μόνο πέντε κείμενα (Βλ. σχετικό πίνακα στο Ορθόδοξο Wiki) και τα πέντε αυτά μάλιστα, περιείχαν σοβαρή εκκλησιαστική μαρτυρία: ο «Ποιμένας του Ερμά», η «επιστολή Βαρνάβα», η «Διδαχή των 12 Αποστόλων», η «Αποκάλυψη Πέτρου», και η «επιστολή Κλήμεντος Α΄». Και βεβαίως, τελικά απορρίφθηκαν και αυτά, και το έργο της πρώτης Εκκλησίας να διατηρήσει ανόθευτη την Παράδοσή της, επιτεύχθηκε χωρίς ουδέποτε να έχει οριστεί από κάποια «διοίκηση» ένα συγκεκριμένο σώμα κειμένων!
Οριστικό κλείσιμο του Κανόνα της Κ.Δ. έχουμε μόλις στο 367 μ.Χ., «διά της 39ης Επιστολής του Μεγάλου Αθανασίου»[7]! Κι όμως, χωρίς να υπάρχει αποκρυσταλλωμένος Κανόνας ιερών κειμένων, «το κριτήριον της Εκκλησίας εις την έγκρισιν ή απόρριψιν υπήρξε πράγματι αλάνθαστον», και ουδέποτε αναγνωρίστηκαν κείμενα που «περιείχαν είτε αιρέσεις είτε ανακρίβειας»[8].
Κατά συνέπεια, η Εκκλησία ήταν ένα ζωντανό σώμα που ασκούσε αυστηρό έλεγχο στην αυθεντικότητα της Παραδόσεως και μάλιστα, χωρίς να έχει ουδεμία πυραμιδοειδή ιεραρχία.
Έτσι γίνεται φανερό ότι τα ευαγγέλια ήταν απολύτως δεκτά με τη μορφή που τα ξέρουμε. Τα μέλη της Εκκλησίας γνώριζαν την αυθεντική Παράδοση, την βρήκαν μέσα στα κείμενα αυτά ανόθευτη, και από εκεί και πέρα, αυτά που κάποιοι ονομάζουν «αντιφάσεις», κατανοούνταν ως δευτερευούσης σημασίας λεπτομέρειες που δεν έθιγαν σε τίποτα την Παράδοση και οφείλονταν είτε στο προσωπικό ύφος του κάθε συγγραφέα, είτε στα πλαίσια της θεολογικής ερμηνείας τους.
Αυτός είναι και ο λόγος που τέτοια «κουίζ» είναι εντελώς αντιεπιστημονικά και προορίζονται αποκλειστικά για ιδεολογική κατανάλωση από τους οπαδούς της σχετικής υποκουλτούρας.
3. Λίγα για τον ιστορικό Ιησού
Είναι λοιπόν φανερό ότι θα ήταν αδύνατο να ξεφύγουν από τον έλεγχο της Εκκλησίας τέσσερα κείμενα που θα είχαν άγνοια της γνήσιας Παράδοσης και θα περιείχαν τόσο «εξόφθαλμες ανακρίβειες». Έτσι, οι παραχαράκτες στηρίζονται αποκλειστικά σε μια επιτηδευμένη αδιαφορία που δείχνουν προς τα επιστημονικά πορίσματα που αφορούν την πρωτότυπη φιλολογική μορφή των ευαγγελίων.
Ένας από τους σκοπούς που υπηρετούν τέτοια «κουίζ» είναι και η δημιουργία εντυπώσεων, με επαναφορά στα ξεπερασμένα πλέον από την επιστήμη επιχειρήματα, για την ιστορικότητα των διηγήσεων ή την ιστορικότητα του Ιησού!
Πόσο αστείο όμως είναι να μιλούν κάποιοι μετά από τόσους αιώνες για την ιστορικότητα του Ιησού, όταν είναι δεδομένη η…
«…απουσία κάθε ιστορικής αρνήσεως της υπάρξεως του Ιησού κατά την αρχαιότητα, ακόμα κι από τους εχθρούς του χριστιανισμού κι από τους αιρετικούς που ήθελαν ν’ απαλλαγούν από την ανθρώπινη φύση του Χριστού»[9]!
Βλέπουμε ενδεικτικά, τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στον ιστορικό Ιησού, οι αρχαιότεροι και μεγαλύτεροι εχθροί του χριστιανισμού:
- Οι χριστιανοί, ως «νομοθέτη και αρχηγό … ακόμη … λατρεύουν τον άνθρωπο που σταυρώθηκε στην Παλαιστίνη» (Λουκιανός, Περί της Περεγρίνου Τελευτής, 11).
- «Ο δάσκαλος τους καρφώθηκε στον σταυρό και ήταν μαραγκός στο επάγγελμα» (Κέλσος, Αληθής Λόγος 6,34).
- Ο Χριστός, «ανεχόταν να τον χτυπούν μ' ένα καλάμι, να τον φτύνουν και να του φορέσουν ακάνθινο στεφάνι» (Πορφύριος, Κατά Χριστιανών, διασωθέν απόσπασμα στο: Μακαρίου Μάγνητος, «Αποκριτικός» 3,1).
Έρχονται λοιπόν μετά από 18, 19, 20 αιώνες να μιλήσουν για την ιστορικότητα του Ιησού, όταν δεν τόλμησαν να την αμφισβητήσουν ούτε οι μεγαλύτεροι εχθροί Του; Τρανταχτό παράδειγμα ο Λουκιανός και ο Κέλσος, που έγραψαν και οι δύο μόλις στα 170-180 μ.Χ.!
Δυστυχώς, τέτοια ασόβαρα εφευρήματα ταιριάζουν απόλυτα σε ανθρώπους που λαϊκίζουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να μιλάνε και για… ανύπαρκτη Ναζαρέτ, βασισμένοι είτε σε ξεχασμένες θεωρίες του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, είτε σε ανυπόληπτα δημιουργήματα της παραφιλολογίας. Και μάλιστα, τη στιγμή που για τους αρχαιολόγους είναι ένα ζήτημα οριστικά λυμένο:
Η Ναζαρέτ, ήταν «ένα μάλλον άσημο χωριουδάκι στους λόφους της Κάτω Γαλιλαίας … φαίνεται να ήταν ένα αγροτικό χωριό που περιβαλλόταν από σειρά οπωρώνων και αμπελώνων, ενώ ασκούνταν επίσης και κτηνοτροφία. Λιγοστές ταφικές σπηλιές της περιόδου, πατητήρια κρασιού και βιοτεχνία παραγωγής λίθινων αγγείων είναι γνωστά στα πέριξ του χωριού. Σε καμία περίπτωση, όμως, η Ναζαρέτ δεν ήταν απομονωμένη και απομακρυσμένη. Βρισκόταν κοντά σε μία μεγάλη και ευημερούσα πόλη, τη Σεπφώριδα … Κρίνοντας από τις σχετικές διαστάσεις των αγροτικών χωριών της Παλαιστίνης εκείνης της περιόδου, η Ναζαρέτ μάλλον ήταν αρκετά μικρή, ίσως με μόλις διακόσιους κατοίκους»[10].
Η διαπίστωση αυτή είναι αρκετή, για να συμπεράνουμε ότι η ασημαντότητά της είναι η αιτία που δεν αναφέρεται η Ναζαρέτ στην Παλαιά Διαθήκη ή στον Ιώσηπο, πράγμα που συχνά επικαλούνται οι αθεο-νεοπαγανιστές. Όμως, «το επιχείρημα δεν ευσταθεί και διά τον λόγον ότι ούτε η Π. Διαθήκη, ούτε ο Ιώσηπος αναφέρουν όλας τας μέχρις ημών γνωστάς πόλεις της Παλαιστίνης»[11].
Πέρα από αυτά, «σε μια πλάκα του 3ου ή 4ου αι. π.Χ., η οποία ανακαλύφθηκε κατά την ανασκαφή της Καισαρείας τον Αύγουστο του 1962, ήταν καταγεγραμμένο το δεδομένο ότι η 18η ιερατική πατριά είχε εγκατασταθεί στη Ναζαρέτ. Μεταξύ 1955 και 1960 έγιναν επίσης ανασκαφές στην περιοχή και ανακαλύφθηκαν τάφοι από το 2000-1500 π.Χ., κεραμικά από την περίοδο 900-539 π.Χ. και κατασκευές από την ελληνιστική περίοδο. Η Ναζαρέτ βρίσκεται στο νότιο άκρο της πυκνοκατοικημένης Κάτω Γαλιλαίας, 3-4 μίλια μακριά από την πρωτεύουσα της Γαλιλαίας Σεπφώριδα, η οποία αναδείχθηκε μετά το θάνατο του Ηρώδη το 4 π.Χ. σε επαναστατικό κέντρο του Ιούδα του Τιού Εζεκία. Μάλλον το 2ο αι. π.Χ. ανακατασκευάστηκε η πολίχνη και οι κάτοικοι της ζούσαν από τη γεωργία»[12].
Φτάνουν ακόμα και στο σημείο να πουν ότι ο Χριστός δεν ήταν ιστορικό πρόσωπο, αλλά αντίγραφο των μυθικών, παγανιστικών θεοτήτων! Όμως, πόσο αφελής μπορεί να είσαι για να πεις κάτι τέτοιο;
Οι Ιουδαίοι μισούσαν τον παγανισμό. Πώς θα καταδέχονταν να δημιουργήσουν ένα λαμπρό πρόσωπο, έστω και μυθικό, με πνευματικά «υλικά» που απεχθάνονταν; Αυτά τα σενάρια, «προσκρούουν στα ιουδαϊκά στοιχεία και ειδικότερα στα παλαιστινιακά, που αφθονούν στα Συνοπτικά Εύαγγέλια και αποκλείουν έτσι την κατοπινή δημιουργία μιας Εκκλησίας πλατύτατα εξελληνισμένης»[13].
Κι αν πάλι ήταν οι μυθοπλαστικές δυνάμεις του ελληνισμού που έφτιαξαν αυτόν τον «μύθο» με πρότυπο τους παγανιστικούς «θεούς», πώς θα ήταν δυνατόν να φτιάξουν έναν Ιησού που να απεχθάνεται τους «θεούς» αυτούς;! Πως είναι δυνατόν δηλ. να βάλω τα δυνατά μου για να φτιάξω έναν «μύθο», που όμως θα… απεχθάνεται τις αξίες μου και τους θεούς μου;! Πόσο παράλογο επιχείρημα θα ήταν αυτό;
Οι παγανιστές άλλωστε, προσπάθησαν όντως να φτιάξουν έναν παγανιστικό «θαυματοποιό». Τον Απολλώνιο τον Τυαννέα. Αυτός, πράγματι, ήταν ένα τέτοιο δημιούργημα, αφού προσεύχεται στον Δία και τιμά το Δωδεκάθεο. Τουλάχιστον ως προς τους «θεούς» λοιπόν, αυτό θα έπρεπε να κάνει και ο Ιησούς Χριστός αν τον είχαν «φτιάξει» ελληνιστικές μυθοπλαστικές δυνάμεις με πρότυπο τις παγανιστικές θεότητες, και όχι να διδάσκει ότι οι «θεοί» αυτοί είναι ψεύτικοι και δαιμονικοί!
Κι αν πάλι τον είχαν «φτιάξει» οι μυθοπλαστικές δυνάμεις του ιουδαϊσμού (οι ποιες;), θα τον τοποθετούσαν ασφαλώς εξαρχής στην Ιερουσαλήμ ως έναν ένδοξο εθνικιστή ηγέτη, και όχι ως έναν φτωχό, ξυπόλητο και μάλιστα σταυρωμένο ανθρωπιστή, που ενδιαφερόταν για τη Σωτηρία όλων των ανθρώπων, όλων των εθνών[14].
Αλλά κι αν τον είχαν «φτιάξει» οι μυθοπλαστικές δυνάμεις του ελληνισμού, αντί να τοποθετήσουν τον Ιησού σε ένα μεγάλο κέντρο των ελληνικών γραμμάτων, θα τον έβαζαν να μεγαλώσει σε μια άγνωστη άκρη της ιουδαϊκής Κάτω Γαλιλαίας; Θα ήταν άραγε δυνατόν, κατ’ αντιστοιχία σημερινή, να φτιάξουν οι Έλληνες ένα υπέροχο «μυθικό πρόσωπο» με στοιχεία ελληνικά και να το έβαζαν π.χ. να κατάγεται από τα Σκόπια;
Και ενώ ο σκοπός των συγγραφέων της Κ.Δ. ήταν υποτίθεται να φτιάξουν έναν μύθο στα πρότυπα τα ελληνιστικά, δηλαδή γεμάτο εγκώμια για την καταγωγή και την ένδοξη ιστορία του, αυτοί θα τον τοποθετούσαν σ’ ένα ασήμαντο και κακόφημο (Ιω. 1,47) ιουδαϊκό χωριό, και θα έγραφαν μάλιστα ότι ο «μυθικός θεός» τους σταυρώθηκε ως… εγκληματίας;
Όλα αυτά τα στοιχεία, στην εποχή που γράφτηκαν τα ευαγγέλια, αποτελούσαν τη μέθοδο της απόλυτης αποτυχίας και όχι της δημιουργίας ενός ένδοξου «μύθου»!
Όπως λοιπόν σημειώνει ο καθ. Πέτρος Βασιλειάδης:
«Για μεγάλο χρονικό διάστημα η αρνητική κριτική κατά της χριστιανικής θρησκείας στηριζόταν στη μυθική ερμηνεία του χριστιανισμού. Παρά το γεγονός, ότι η άποψη για ιστορική ανυπαρξία του Ιησού του από Ναζαρέτ, μόνο για ελάχιστο χρόνο υποστηρίχτηκε στα σοβαρά στην επιστημονική έρευνα […] Σήμερα υπάρχει μεγάλη ποικιλία εντύπων, που έχουν κυριολεκτικά κατακλύσει το εμπόριο, πολλά από τα οποία στηρίζονται στην ξεχασμένη πια και αποτυχημένη αυτή απόπειρα ερμηνείας των καινοδιαθηκικών δεδομένων»[15].
Ευτυχώς όμως, ο Θεός στο σχέδιό Του δεν έπραξε όπως θα κάναμε εμείς. Ο Ιησούς Χριστός αποφάσισε να γεννηθεί στο μοναδικό μέρος που κανείς δεν θα αποδεχόταν να θεοποιήσει έναν άνθρωπο. Κατά συνέπεια, αυτό μας βεβαιώνει ότι οι ακραία μονοθεϊστές ιουδαίοι (ευαγγελιστές, απόστολοι, η πρώτη Εκκλησία), που ποτέ δεν θα έφταναν στο σημείο να ομολογήσουν ισοθεΐα για άνθρωπο, ούτε καν για τον μεγαλύτερο προφήτη, θα πρέπει να ήρθαν αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή και συγκλονιστική δύναμη την οποία εξέπεμπε ο Χριστός.
Πόσο μάλλον, όταν δέχονταν πως ο Ιησούς ζούσε ως ευλαβής πιστός, κι όμως μιλούσε με ένα κύρος που άγγιζε την ισοθεΐα! Υπάρχει έτσι ένα ακόμα σοβαρό πρόβλημα για τους ψευδολόγους: αν δεν το βίωναν ως αλήθεια, πώς θα δέχονταν από έναν άνθρωπο που τον θεωρούσαν ευσεβή, να μιλά σαν αναμάρτητος και να λέει «τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας» (Ιω. 8,46), όταν ξέρουμε ότι, «εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν» (Α' Ιωάν. 1,8); Αντίθετα, το λογικό για έναν ευσεβή άνθρωπο θα ήταν να πει, όπως ο Παύλος, ότι από τους «αμαρτωλούς … πρώτος ειμί εγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15). Πώς θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός ως ευσεβής ο Χριστός και να λέει τόσο «επιπόλαια» και απερίσκεπτα «τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» (Μαρκ. 2,5), φράση που σύμφωνα με τους νομομαθείς της εποχής αποτελούσε ξεκάθαρη βλασφημία («τι ούτος ούτω λαλεί βλασφημίας; Τις δύναται αφιέναι αμαρτίας ει μη εις, ο Θεός», Μαρκ. 2,7); Πώς θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές για έναν πεπερασμένο άνθρωπο, εκφράσεις όπως, κανείς δεν γνωρίζει τον Παντοδύναμο, Παντογνώστη, τον Αιώνιο και Άπειρο Θεό, «εκτός από ΕΜΕΝΑ» (όπως στο Ματθ. 11,27);! Πώς θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές για έναν απλό ευσεβή άνθρωπο, εκφράσεις όπως «ΕΓΩ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14,6) ή «ο εωρακώς ΕΜΕ εώρακε τον Πατέρα» (Ιω. 14,9), αν δεν βιώνονταν ως αληθινές;
Σήμερα λοιπόν ξέρουμε με σιγουριά ότι κανείς που θα σκόπευε να «φτιάξει μια θρησκεία» δεν θα χρησιμοποιούσε ούτε ένα από τα στοιχεία αυτά για να πείσει για το μεγαλείο του «θεού» του. Όμως, ο Χριστός πέτυχε στο έργο Του, χρησιμοποιώντας όλα τα συστατικά της αποτυχίας! Έπραξε όλα τα αντίθετα από αυτά που η κοινή λογική θα επέβαλλε για να αποκτήσει πιστούς, κι όμως σαν να ήταν ένα πνευματικό big bang, η διδασκαλία του εξαπλώθηκε στα πέρατα του κόσμου. Και έχουμε μια σειρά μαρτυριών που δηλώνουν το ασύλληπτο ότι, όχι απλά κάποιος προφήτης μίλησε για τον Θεό, αλλά ότι ο ίδιος ο Θεός ήρθε στη γη μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, δίδαξε ως ιστορικό πρόσωπο, έκανε θαύματα ως ιστορικό πρόσωπο, πέθανε πραγματικά ως ιστορικό πρόσωπο, και Αναστήθηκε ως ιστορικό πρόσωπο!
Και για ένα σύνολο πραγμάτων που αγγίζουν και ξεπερνούν το αδιανόητο, οι πρώτοι χριστιανοί όχι μόνο προκαλούν την ιστορία, αλλά μπροστά στα μάτια εχθρών και φίλων του Ιησού, επικαλούνται ως μάρτυρες τους αντιπάλους Του:
«Ακούστε αυτά που θα σας πω: Ποιος ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος σάς το απέδειξε ο Θεός με τα θαύματα και τα καταπληκτικά έργα που έκανε μέσω αυτού ανάμεσά σας. Αυτά τα ξέρετε εσείς οι ίδιοι πολύ καλά. 23 Κι όμως εσείς τον Ιησού τον θανατώσατε, βάζοντας ανθρώπους που δεν έχουν το νόμο του Θεού να τον καρφώσουν στο σταυρό» (Πράξ. 2,22-23)!
Μετά από αυτή την απίστευτη δήλωση (και άλλες αντίστοιχες), οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η Κ.Δ. εννοεί έναν Ιησού τόσο πραγματικό, τόσο ιστορικό και τόσο χειροπιαστό, όσο θεωρούμε π.χ. τον Πλάτωνα ή τον Μ. Αλέξανδρο!
Και δυστυχώς, συχνά αναλωνόμαστε σε μια διαρκή πολεμική και δεν διαβάζουμε κάποια σημεία των διηγήσεων πραγματικά συγκλονιστικά. Τα ίδια τα ευαγγέλια, που μιλούν για την Ανάσταση, δεν θεωρούν καθόλου δεδομένα και αυτονόητα αυτά που συνέβησαν!
Οι μαθητές, έχουν δει μεν την Ανάσταση του Λαζάρου, όμως εδώ τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: για τον Λάζαρο τους είπαν άλλοι ότι ήταν νεκρός. Δεν βίωσαν τον θάνατό του. Βλέπουν τον Λάζαρο να βγαίνει από τον Τάφο, όμως είχαν δίπλα τους έναν μεγάλο διδάσκαλο. Είχαν καταλάβει ότι ο Θεός τον είχε υπό την προστασία του. Αυτός ο Θεός στον οποίο πάντα πίστευαν έκανε το θαύμα Του, απλά το έκανε μέσω του προσευχόμενου διδασκάλου τους. Τέλος πάντων, ένας άνθρωπος του Θεού μπορούσε να κάνει ακόμα κι αυτό, με τη δύναμη του Θεού φυσικά.
Για τον Ιησού όμως ξέρουν καλά ότι βασανίστηκε σκληρά και πέθανε στον Σταυρό. Πήραν το νεκρό σώμα του, το έβαλαν στον Τάφο. Ήξεραν καλά ότι ήταν νεκρός, βίωσαν πικρά το θάνατό του. Δεν πίστευαν ούτε στο ελάχιστο οτιδήποτε άλλο, εκτός από το ότι είχε πεθάνει και θα παρέμενε νεκρός. Απόδειξη είναι όχι μόνο η δυσπιστία τους προς την Ανάστασή Του, αλλά και το γεγονός ότι οι γυναίκες ξεκίνησαν να τον μυρώσουν επειδή ήξεραν καλά ότι θα βρουν εκεί το νεκρό σώμα του. Θα ήταν ίσως πιο εύκολο να τα δεχτούν όλ’ αυτά, αν τον είχε αναστήσει κάποιος προσευχόμενος προφήτης με τη δύναμη του Θεού. Και ο Ιησούς ήταν νεκρός, θαμμένος, και χωρίς την δυνατότητα ο ίδιος να προσευχηθεί για ένα θαύμα.
Κι όμως, συμβαίνει κάτι που δεν χωράει στο μυαλό τους: το πρόσωπο αυτό, ο δάσκαλός τους, ενώ κείται νεκρός, ξαφνικά και εξ ιδίας δυνάμεως, ξυπνά, ζει ξανά, αποκτά τον πλήρη έλεγχο της αυτοσυνειδησίας του και σηκώνεται μόνος του από τον Τάφο! Αν θέλαμε να δώσουμε ένα μέτρο για το δέος που ένιωσε η πρώτη Εκκλησία από τα γεγονότα αυτά, αρκεί να πούμε ότι σε κανέναν από τους ευαγγελιστές δεν θα βρούμε περιγραφές, ούτε καν εικασίες, για την ώρα της Ανάστασης του Χριστού! Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η σχέση που είχε με τον ζωοδότη Θεό ο Δάσκαλός τους ήταν πρωτόγνωρη.
Και φυσικά, από τη στιγμή που πραγματοποιούνται οι εμφανίσεις του Ιησού, ουδεμία άλλη ανάσταση μοιάζει με τη δική του: το σώμα του είναι άφθαρτο και με ιδιότητες πρωτόγνωρες.
Ξέρουν λοιπόν καλά οι απόστολοι πως όταν διηγηθούν αυτό που είδαν και έζησαν, όσοι το ακούσουν θα τους κοιτάξουν περίεργα. Μήπως και αυτοί οι ίδιοι, έτσι δεν ένιωσαν; Δεν έχουν κανένα πρόβλημα να το ομολογήσουν:
«Επέστρεψαν λοιπόν απ’ το μνήμα και τα ανάγγειλαν όλα αυτά» (Λουκ. 24,9). «Όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς ζει ... δεν ... πίστεψαν» (Μαρκ. 16,11). «Τα λόγια αυτά τους φάνηκαν φλυαρίες» (Λουκ. 24,11)!
Αν δεν είχαν ζήσει αυτό που διηγούνται, θα έπρεπε με τον θάνατό του Ιησού να σημάνει η οριστική διάλυση της ομάδας τους. Κι όμως, εκείνοι αφήνουν τα πάντα για να «κερδίσουν» μόνο κακουχίες και έναν μαρτυρικό θάνατο! Κανείς δεν μπορεί να θυσιαστεί, αν δεν γνωρίζει ότι θυσιάζεται γι’ αυτό που ξέρει και βιώνει ως αλήθεια. Πως λοιπόν θα ήταν δυνατόν, αντί να ξεκινήσουν εκστρατεία δυσφήμισης εναντίον Του, αντιθέτως, να θυσιάσουν τη ζωή τους για χάρη ενός «απατεώνα» τον οποίο θα έπρεπε να μισούν για τις «υποσχέσεις» και τα «ψέματά» Του;
Αυτά όλα, συντελούν στο να κατανοήσουμε ότι κάθε προσπάθεια ερμηνείας του Χριστιανισμού και του ιστορικού Ιησού με τις γνωστές μεθόδους, τελικά αφήνει κενά που κανείς δεν μπόρεσε να τα συμπληρώσει πειστικά:
«Κάθε ιστορικός, που μελετά απροκατάληπτα τα κείμενα της Κ.Δ., μπορεί να διαπιστώσει δυο ιστορικές πραγματικότητες. Η πρώτη είναι ότι στον κύκλο των μαθητών του Ιησού συντελέσθηκε μια απροσδόκητη μεταβολή μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Η σύλληψη και ο σταυρικός θάνατος του Ιησού Χριστού βύθισαν τους μαθητές του στη θλίψη, στην απογοήτευση και στην απελπισία. ‘’Και αφέντες αυτόν έφυγον πάντες’’ (Μαρκ. 14, 50). Έπειτα από λίγο οι ίδιοι μαθητές εμφανίσθηκαν δημόσια στην Ιερουσαλήμ και κήρυτταν, ότι ο Ιησούς Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς και ήσαν έτοιμοι να πεθάνουν για την πίστη τους. Πώς πρέπει να εξηγηθεί η ριζική αυτή μεταβολή των μαθητών; Ο ιστορικός πρέπει να αναγνωρίσει πως πρέπει στο μεταξύ να συνέβη ‘’κάτι’’, το οποίο κάνει κατανοητή τη μεταβολή αυτή. Χωρίς το ‘’κάτι’’ αυτό η γένεση της πρώτης Εκκλησίας μένει ιστορικά ανεξήγητη. Τι είναι αυτό το ‘’κάτι’’ που προκάλεσε τη ριζική μεταβολή των μαθητών; Ο Πέτρος και οι άλλοι μαθητές υποστήριζαν σύμφωνα με τη σαφή και ενιαία μαρτυρία της Κ.Δ. ότι ο σταυρωμένος Ιησούς «ηγέρθη εκ νεκρών» … τα συμβάντα εκείνα, που οδήγησαν τους μαθητές στην πεποίθηση ότι ο Ιησούς αναστήθηκε … είναι ο κενός τάφος του Ιησού και οι εμφανίσεις του στους μαθητές»[16].
Κατά συνέπεια:
«Ένας αντικειμενικός ερμηνευτής μπορεί να δεχτεί ακόμη και την εγελιανή και μετεγελιανή αρχή της φιλοσοφίας της ιστορίας και να αποδώσει την επικράτηση των μεγάλων κινημάτων της ιστορίας όχι στην ακτινοβολία των σημαντικών προσωπικοτήτων, αλλά στη δράση των μαζών. Μπορεί ακόμη να δεχτεί πως η επιβολή τους μπορεί να οφείλεται σε ένα είδος υποκειμενικού ιδεαλισμού των μαζών. Για την ερμηνεία όμως της διάδοσης και επικράτησης του χριστιανισμού μια τέτοια αρχή και τέτοιου είδους διαδικασία πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να εφαρμοστούν. Κι ο λόγος απλούστατα είναι πως δύσκολα θα μπορούσε κανείς να παρακάμψει το γεγονός του σταυρικού θανάτου του Ιησού […] Και μόνο η ιδέα ενός μεσσία, που θανατώθηκε με τον πιο ατιμωτικό τρόπο, ήταν δυνατό στα πρώτα βήματα της χριστιανικής κοινότητας να διαθέσει αρνητικά τόσο τους Ιουδαίους, όσο και τους εθνικούς»[17].
Ελπίζουμε λοιπόν ότι τα παραπάνω, θα βοηθήσουν ακόμα περισσότερο να κατανοήσουμε πόσο άτοπο και αφελές είναι αυτό το «Quiz», από το οποίο, το μόνο που μένει, είναι ένας χαρακτήρας φτηνού λαϊκισμού.
[Τέλος Α΄ Μέρους. Η συνέχεια στο Β΄ Μέρος]
Σημειώσεις
[1] Όπως έχουμε ξαναπεί, τους εντάσσουμε σε μία ομάδα ως «αθεο-νέο-παγανιστές», λόγω της αντιχριστιανικής συμμαχίας τους, καθώς αρκεί ένα κείμενο να είναι αντιχριστιανικό και το προσυπογράφουν όλοι παρά τις χαώδεις ιδεολογικές διαφορές που υποτίθεται πως έχουν.
[2] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Προβλήματα των περί του Πάθους του Χριστού διηγήσεων των Συνοπτικών Ευαγγελίων», ΕΕΘΣΘ, τόμ. 19, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 176.
[3] Αγουρίδης Σάββας, «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», 3η έκδ., Γρηγόρης, Αθήνα 1991, σελ. 84.
[4] Όπως σημειώνει αλλού ο καθ. Καραβιδόπουλος: «Δεν πρέπει να αναζητεί κανείς αυστηρή ακρίβεια στους χρονικούς προσδιορισμούς της Κ.Δ. αλλά την κατά προσέγγιση τοποθέτηση των γεγονότων. Άλλωστε και οι ευαγγελιστές συνοδεύουν τη μνεία της ώρας με προσδιορισμούς που δηλώνουν το περίπου (π.χ. ωσεί, περί, ως κλπ.) … Οι ευαγγελιστές είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο θεολόγοι [...] και κατά δεύτερο λόγο ενδιαφέρονται για την αυστηρή και λεπτομερή χρονική τοποθέτηση των γεγονότων που αφηγούνται» (Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 493).
[5] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Προβλήματα των περί του Πάθους…», ό.π., σελ. 190.
[6] «Διά των αποφάσεων της Β΄ Οικουμενικής συνόδου [381] ανεγνωρίσθησαν τα πρεσβεία τιμής του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως και η πρωτοκαθεδρία αυτού εν τη Ανατολή (γ΄κανών)» (Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών», τόμ. Α΄. Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του θεσμού (απ’ αρχής μέχρι το 451), Αθήναι 1977, σελ. 190).
[7] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη», 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998, σελ. 113.
[8] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Προβλήματα των περί του Πάθους…», ό.π., σελ. 190.
[9] Trocme Etienne, «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ όπως τον είδαν όσοι τον γνώρισαν», Άρτος Ζωής, Αθήνα 1983, σελ. 23.
[10] Gibson Shimon, «Οι τελευταίες ημέρες του Ιησού, με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα», εκδ. Ουρανός, Αθήνα 2010, σελ. 39.
[11] Γ. Γρατσέας, «Ναζαρέτ», ΘΗΕ, τόμ 9 (1966), στ. 291.
[12] Δεσπότης Σ. Σωτήριος, «Ο Ιησούς ως Χριστός και η πολιτική εξουσία στους Συνοπτικούς Ευαγγελιστές», Άθως, Αθήνα 2005, σελ. 161, σημ. #299.
[13] Trocme Etienne, «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ…», ό.π., σελ. 23.
[14] Το γεγονός ότι ο Χριστός και η διδασκαλία Του αφορούν όλο τον κόσμο, όλα τα έθνη, είναι αναμφισβήτητο: «Και κηρυχθήσεται τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τή οικουμένη εις μαρτύριον πάσιν τοίς έθνεσι» (Ματθ. 24,14). «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Ματθ. 28,18-19). «Και εις πάντα τα έθνη δεί πρώτον κηρυχθήναι το ευαγγέλιον» (Μάρκ. 13,10). «Αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εις όλον τον κόσμον» (Μάρκ. 14,9). «Πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τή κτίσει» (Μάρκ. 16,15). «Και κηρυχθήναι επί τώ ονόματι αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη» (Λουκ. 24,47). «Τό φώς τό αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον, ερχόμενον εις τόν κόσμον» (Ιωάν. 1,9). «Απέστειλεν ο θεός τόν υιόν εις τόν κόσμον ... ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού» (Ιωάν. 3,17). «Καγώ απέστειλα αυτούς εις τόν κόσμον» (Ιωάν. 17,18). «Ιδού στρεφόμεθα εις τα έθνη. ούτω γάρ εντέταλται ημίν ο Κύριος» (Πράξ. 13,46-47). «Αλήθειαν λέγω εν Χριστώ, ου ψεύδομαι, διδάσκαλος εθνών εν πίστει και αληθεία» (Α' Τιμ. 2,7). «Πρώτον μέν ευχαριστώ τώ Θεώ μου διά Ιησού Χριστού υπέρ πάντων υμών, ότι η πίστις υμών καταγγέλλεται εν όλω τώ κόσμω» (Ρωμ. 1,8). «Μη ουκ ήκουσαν; μενούνγε εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος αυτών, και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών» (Ρωμ. 10,18). «Εν δυνάμει σημείων και τεράτων, εν δυνάμει Πνεύματος Θεού, ώστε με από Ιερουσαλήμ και κύκλω μέχρι τού Ιλλυρικού πεπληρωκέναι το ευαγγέλιον τού Χριστού» (Ρωμ. 15,19). «Της αληθείας τού ευαγγελίου 6 τού παρόντος εις υμάς, καθώς και εν παντί τώ κόσμω» (Κολ. 1,5-6). «Τού ευαγγελίου ού ηκούσατε, τού κηρυχθέντος εν πάση τή κτίσει» (Κολ. 1,23). «Έχοντα ευαγγέλιον αιώνιον ευαγγελίσαι επί τους καθημένους επί της γής και επί πάν έθνος και φυλήν και γλώσσαν και λαόν» (Αποκ. 14,6).
[15] Βασιλειάδης Πέτρος, «Παύλος. Τομές στη Θεολογία του», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 65.
[16] Ανδριόπουλος Παναγιώτης, «Η Ερμηνεία…», ό.π., σελ. 161.
[17] Βασιλειάδης Πέτρος, «Παύλος…», ό.π., σελ. 65-66.68.
(Πηγή: «Quiz για τις μέρες του Πάσχα - Απαντήσεις σε ένα αφελές ερωτηματολόγιο Μέρος Α΄: Ποια η φιλολογική μορφή των ευαγγελίων - Στοιχεία για τη γνησιότητά τους - Αντίλογος σε απλοϊκές εικασίες περί του Ιστορικού Ιησού», του Papyrus 52 για την Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας, Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας http://www.oodegr.com/neopaganismos/ag.grafi/quiz_1.htm )
Οι πρώτες 8 ερωτήσεις
Περιεχόμενα
1. Το σκεπτικό των απαντήσεών μας
2. Απάντηση στο Κουίζ, 1η από 17: «Ποιός προσήλθε πρώτος στο μνήμα την Κυριακή το πρωί;»
3. Απάντηση στο Κουίζ, 2η από 17: «Πότε πήγε (πήγαν) στο μνήμα η γυναίκα(ες);»
4. Απάντηση στο Κουίζ, 3η από 17: «Οι γυναίκες πήγαν στο μνήμα, προκειμένου να…»
5. Απάντηση στο Κουίζ, 4η από 17: «Οι γυναίκες απόκτησαν κι ετοίμασαν τα αρώματα…»
6. Απάντηση στο Κουίζ, 5η από 17: «Ο πρώτος επισκέπτης (ες) στο μνήμα συνάντησε (-αν)…»
7. Απάντηση στο Κουίζ, 6η από 17: «Που βρισκόταν αυτός (οι), που συνάντησαν στο μνήμα;»
8. Απάντηση στο Κουίζ, 7η από 17: «Αφού βρήκε (αν) τον τάφο άδειο η γυναίκα (ες)…»
9. Απάντηση στο Κουίζ, 8η από 17: «Ο αναστηθείς Ιησούς εμφανίστηκε πρώτα…»
10. Επίλογος
1. Το σκεπτικό των απαντήσεών μας
Πριν ξεκινήσουμε τις απαντήσεις μας στο «Κουίζ» των μυθολόγων, για να ξεκαθαρίσουμε το σκεπτικό του άρθρου αυτού, θα προσθέσουμε τα εξής:
Όσοι ασχολούνται με τα βιβλικά θέματα, ξέρουν ότι η εναρμόνιση των διηγήσεων των ευαγγελίων ουδέποτε υπήρξε πρωτεύον θέμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτό συνέβη επειδή όπως προείπαμε, η αυθεντικότητα της Παράδοσης αναγνωρίστηκε ως δεδομένη στα Ευαγγέλια. Ζήτημα ουσιαστικό για τους Πατέρες, θα υπήρχε μόνο αν συναντούσαν ασυμφωνίες σε ζητήματα ουσιώδη, π.χ. αν ο Ιησούς πέθανε πραγματικά ή φαινομενικά, ή αν ο Τάφος βρέθηκε ή όχι κενός. Πληροφορίες σχετικές με το αν «αγοράστηκε» ή αν «ετοιμάστηκε» το μύρο, δεν μπορούσαν να πλήξουν την αυθεντική πίστη της Εκκλησίας ούτε τότε, ούτε και σήμερα ασφαλώς, και γι’ αυτό αντιμετωπίστηκαν πάντα ως ζητήματα ήσσονος σημασίας, οφειλόμενα στο προσωπικό ύφος του κάθε συγγραφέα και στο ιδιαίτερο ύφος της θεολογικής ερμηνείας τους.
Στις περιστασιακές αναφορές που έχουμε από εκκλησιαστικούς συγγραφείς σχετικά με λεπτομερείς εναρμονίσεις των διηγήσεων μετά την Ανάσταση, συναντάμε ερμηνείες που για να απαντήσουν στα διάφορα ζητήματα, αναφέρονται σε πολλαπλές επισκέψεις στον Τάφο του Ιησού από διαφορετικές ομάδες ανθρώπων. Μια τέτοια ερμηνεία μπορούμε να διαβάσουμε στο διαδίκτυο σε μετάφραση, από τον Αντώνιο Κραποβίτσκυ (1863-1936), Μητροπολίτη Κιέβου. Υπάρχει μάλιστα και ένας συνοπτικός πίνακας των σχετικών διηγήσεων.
Σκοπός όμως των δικών μας απαντήσεων στο παρόν άρθρο, είναι να δούμε κάτι άλλο: αν θεωρήσουμε ότι οι τέσσερις ευαγγελιστές διηγούνται μία και μοναδική ιστορία, πόσο έξω από την λογική είναι να εναρμονιστούν οι τέσσερις διηγήσεις; Η πιθανότητα να αφηγούνται οι ευαγγελιστές μία και μόνο ιστορία, είναι άραγε τόσο «ακραία» για τη λογική του σημερινού ανθρώπου, όσο θα ήθελαν οι γνωστοί συκοφάντες;
2. Απάντηση στο Κουίζ, 1η από 17:
«Ποιός προσήλθε πρώτος στο μνήμα την Κυριακή το πρωί;»
α. Μία γυναίκα, β. Δύο γυναίκες, γ. Τρεις γυναίκες, δ. Περισσότερες από τρεις γυναίκες.
Όπως είπαμε ήδη από την εισαγωγή μας, όλα τα ζητήματα του «κουίζ» εκμεταλλεύονται την φιλολογική μορφή των ευαγγελίων, και τον τρόπο γραφής που επέλεξαν οι ευαγγελιστές. Όμως, ούτε ένα από τα ζητήματα αυτά δεν αγγίζει την αναστάσιμη αλήθεια της πρωτοχριστιανικής κοινότητας: ο βασικός άξονας της Παράδοσης, επάνω στον οποίο στηρίζεται όλη η μαρτυρία της Εκκλησίας παραμένει ακλόνητος και ενιαίος για όλους.
Και πάλι, όμως, παρά τις διαφορές που εκ πρώτης όψεως μπορεί κάποιος να επισημάνει στις ευαγγελικές διηγήσεις, τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα για τους ψευδολόγους.
Θα πρέπει καταρχάς, ν’ αναγνωρίσουμε μια ισχυρή ιστορική βάση σχετικά με τη μαρτυρία των γυναικών:
Οι διηγήσεις όπου, σημαντικές μαρτυρίες για την ουσία του αναστάσιμου μηνύματος αποδίδονται σε γυναίκες, θα πρέπει να θεωρούνται ιστορικά αξιόπιστες[1]. Εάν επρόκειτο για κατασκευασμένες, επινοημένες αφηγήσεις, με κανέναν τρόπο δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι θα απέδιδαν τις μαρτυρίες αυτές σε γυναίκες, οι οποίες, «θεωρούνταν την εποχή εκείνη ως ανίκανες προς μαρτυρίαν»[2]. Αυτό ισχύει και για τις πρώτες εμφανίσεις του Ιησού και για την μαρτυρία του Κενού Τάφου φυσικά.
Αυτό λοιπόν, είναι ένα ισχυρό ιστορικό επιχείρημα που δύσκολα μπορεί να υποτιμηθεί.
Ως προς τον αριθμό τώρα των γυναικών αυτών, αξίζει να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι ευαγγελιστές ξεπερνούν ζητήματα όπως ο αριθμός των προσώπων που συμμετέχουν σε μια διήγηση. Ας ξεκινήσουμε μ’ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Στο ευαγγέλιο του Λούκα, εξετάζοντάς κατά γράμμα τον στίχο 24,12 που μας λέει ότι «ο Πέτρος σηκώθηκε κι έτρεξε στο μνήμα», θα θεωρούσαμε βέβαιο ότι μόνο ο Πέτρος ήταν αυτός που πήγε στον Τάφο του Ιησού. Κι όμως δεν είναι έτσι. Ο ίδιος συγγραφέας, ο Λουκάς, δώδεκα στίχους μετά (24,24) διαψεύδει τις υποθέσεις μας και λέει ότι, «απήλθόν τινες των συν ημίν επί το μνημείον»! Κατά συνέπεια, ενώ αναφέρει μόνο τον Πέτρο στο 24,12, με τον πληθυντικό του στίχου 24,24 καταλαβαίνουμε ότι ο Πέτρος τελικά, δεν ήταν μόνος του!
Κάτι αντίστοιχο κάνει και ο Ιωάννης: ενώ στο Ιω. 20,1 αναφέρεται η Μαγδαληνή σαν να ήταν μόνη της κατά την επίσκεψη στον τάφο, ακριβώς στον επόμενο στίχο, ο ευαγγελιστής γράφει: «δεν ΞΕΡΟΥΜΕ πού τον έβαλαν» (Ιω. 20,2)! Άρα, όπως σημειώνει ο Παν. Τρεμπέλας, με τον πληθυντικό αυτό, «ο Ιωάννης προϋποθέτει, ότι η Μαγδαληνή κατά την πρώτην επίσκεψιν του τάφου συνωδεύετο και υπό άλλων γυναικών»[3].
Αυτομάτως λοιπόν, η διατύπωση της 1ης ερώτησης του «κουίζ» έχει πρόβλημα. Νομίζουν ότι ο Ιωάννης μιλάει για μία γυναίκα (βλ. υποερώτημα ‘α’), τη Μαγδαληνή, επειδή λαμβάνουν υπόψη τους μόνο τον στίχο 20,1. Τελικά όμως, από το Ιω. 20,2 συμπεραίνουμε ότι θα μπορούσαν οι γυναίκες να είναι και δύο, και τρεις, ή και περισσότερες.
Κατά συνέπεια, η πρώτη σκέψη που κάνουμε, είναι πως όταν βλέπουμε καταλόγους ονομάτων, δεν μπορούμε πάντα να αποκλείσουμε την παρουσία περισσοτέρων προσώπων από τα επονομαζόμενα, εκτός εάν ο συγγραφέας το αποκλείει ρητώς. Κάνει κάτι τέτοιο ο Ματθαίος; Όχι. Μήπως κάνει κάτι τέτοιο ο Μάρκος; Και πάλι όχι. Μάλιστα, δεν πρέπει να ξεχνάμε και κάτι βασικό: η επιστημονική έρευνα μας έχει πει ότι ο Ματθαίος, όταν γράφει, γνωρίζει το ευαγγέλιο του Μάρκου. Κατά συνέπεια βλέπουμε μια προσωπική, συνειδητή επιλογή του Ματθαίου, που μειώνει τα τρία επονομαζόμενα πρόσωπα (Μαρκ. 16,1) σε δύο, μην αναφέροντας τη Σαλώμη (Ματθ. 28,1). Και αυτό είναι ενδεικτικό για το τι σημαίνει προσωπικό ύφος και αυτονομία ενός συγγραφέα, το οποίο ουδόλως αποτελεί «αντίφαση».
Υπάρχει λοιπόν μια εύλογη ερμηνεία που λαμβάνει υπόψη όλ’ αυτά τα δεδομένα:
«αι μυροφόροι ήσαν πολλοί, αλλ’ οι Ευαγγελισταί, ‘’των επισήμων μόνον ποιησάμενοι μνείαν τας άλλας παρείδον’’»[4].
Αυτό, έχει μια εξαιρετικά λογική βάση:
Και σήμερα ακόμα, εάν κάποιος είχε μια πληροφορία που του μεταφέρθηκε από ένα σύνολο προσώπων, όταν θα αποφάσιζε να την αναμεταδώσει, για να γίνει πειστικός, θα επέλεγε να αναφέρει ως πληροφοριοδότες εκείνους που κατά την άποψή του θα παρείχαν τον υψηλότερο βαθμό αξιοπιστίας στο μήνυμά του.
Έτσι λοιπόν, από τις διηγήσεις των ευαγγελιστών είναι προφανές ότι υψηλότερη θέση στην ιεραρχία της αξιοπιστίας, λαμβάνει η Μαρία η Μαγδαληνή. Ακολούθως, επιλέγονται και τα λοιπά πρόσωπα σύμφωνα με την αναγνώριση που είχαν λάβει από την κοινότητα ή και κατά την κρίση των ευαγγελιστών. Το Λουκ. 8,1-3 δείχνει καθαρά ότι κάποια πρόσωπα ξεχωρίζουν.
Κατά συνέπεια, ο Λουκάς και ο Ιωάννης είναι πιθανόν να συμφωνούν σε έναν μεγάλο αριθμό γυναικών, ενώ την ίδια στιγμή, ούτε ο Μάρκος αποκλείει άλλα πρόσωπα, αλλά ούτε και ο Ματθαίος, για τον οποίο μάλιστα γνωρίζουμε ότι επέλεξε να μην αναφέρει τη Σαλώμη ενώ σίγουρα γνώριζε το όνομα. Η εξήγηση λοιπόν της κατ’ επιλογή αναφοράς προσώπων ανάλογα με τη βαρύτητα της μαρτυρίας τους, είναι μια ιδιαίτερα λογική και πειστική ερμηνεία που συμβαδίζει με το όλο ύφος των ευαγγελιστών.
3. Απάντηση στο Κουίζ, 2η από 17:
«Πότε πήγε (πήγαν) στο μνήμα η γυναίκα(ες);»
α. Όταν ήταν ακόμα σκοτάδι, β. Αφού είχε ανατείλλει (sic) ο Ήλιος
Όπως ίσως γνωρίζουν οι αναγνώστες, στο ζήτημα αυτό έχουμε δώσει πλήρη και λεπτομερή απάντηση στο άρθρο μας με τίτλο: «Πότε έφτασαν οι μυροφόρες στο μνήμα του Κυρίου;». Παραθέτουμε λοιπόν εδώ, τα βασικότερα σημεία της επιχειρηματολογίας μας:
Βλέπουμε πως και οι ίδιοι οι μυθολόγοι, εντοπίζουν δύο διαφορετικές ώρες στις τέσσερις διηγήσεις. Η ώρα που ονομάζουν «αντίφαση», είναι αυτή που συναντάμε στο Κατά Μάρκον, όμως δεν είναι τόσο απλό να χαρακτηριστεί έτσι.
Ο Μάρκος γράφει:
«Και λίαν πρωί της μιας σαββάτων έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου» Μαρκ. 16,2 (δηλ., «ήρθαν στο μνήμα πολύ πρωί την επομένη του Σαββάτου, μόλις ανέτειλε ο ήλιος»[5].)
Αυτοί όμως οι δύο χρονικοί προσδιορισμοί, αν ερμηνευτούν κατά κυριολεξία, δεν μπορούν να συσχετιστούν διότι τότε θα είχαμε το ακραίο και παράδοξο, να διαφωνεί ο Μάρκος με τον… εαυτό του. Είναι αδύνατον να δεχτούμε κατά γράμμα τα «λίαν πρωί» και «ανατείλαντος του ηλίου» μέσα σε μία και μόνο πρόταση, διότι την εποχή εκείνη προσδιόριζαν διαφορετικούς χρόνους της ημέρας!
Γράφει για παράδειγμα ο εκκλησιαστικός συγγραφέας και ερμηνευτής Ευθύμιος Ζιγαβηνός (11ος αι.):
«Και εάν ήν ‘λίαν πρωί’, πώς είπεν, ότι ‘ανατείλαντος του ηλίου’;»[6].
Όπως εξηγεί ο Νικόλαος Δαμαλάς:
«‘ανατείλαντος του ηλίου’ τούτο εν τη κυρία σημασία πάντη ασύμφωνον και ασυμβίβαστον τω ‘λίαν πρωί’, όπερ νοείται πάντοτε περί του λυκόφωτος»[7].
Παρόμοια, ο καθηγητής Λουκάς Φίλης, γράφει:
«…δημιουργείται η εντύπωση της αντιθέσεως και αντιφάσεως του ιδίου [του Μάρκου] προς τον ίδιο τον εαυτό του, γιατί μνημονεύει ταυτόχρονα και τα δύο χρονικά σημεία, ήτοι ‘λίαν πρωί’ και ‘ανατείλαντος του ηλίου’»[8].
Αυτά, μας οδηγούν να σκεφτούμε ότι το «ανατείλαντος του ηλίου» θα έπρεπε να μην εκληφθεί κατά γράμμα, αλλά να το «τραβήξει» χρονικά κοντά του ο προσδιορισμός «λίαν πρωί» και έτσι να μην εννοεί πλήρη ανατολή του ηλίου. Δηλαδή, σύμφωνα και με την ερμηνεία του Ζιγαβηνού την οποία μας εξηγεί ο καθ. Παν. Τρεμπέλας:
«είναι πιθανόν, ότι ο Μάρκος ενταύθα εννοεί ουχί πλήρη ανατολήν του ηλίου, αλλά το λυκαυγές το μαρτυρούν την εμφάνισίν του»[9].
Αν λοιπόν θεωρήσουμε ότι με το «ανατείλαντος του ηλίου» δεν εννοεί ο Μάρκος παρά το λυκαυγές, βλέπουμε πόσο ταιριάζουν οι τέσσερις μαρτυρίες, ακόμη κι αν τις τοποθετήσουμε όλες μαζί σε μια δική μας σύνθεση:
«Ήρθαν την επομένη ημέρα απ' το Σάββατο. Ήταν ‘’βαθιά χαράματα’’ [Λουκ. 24,1], τα ‘’ξημερώματα της επόμενης ημέρας’’ [Ματθ. 28,1]. Έφτασαν ‘’μόλις ανέτειλε ο ήλιος’’. Ήταν πάντως ‘’πολύ πρωί’’ ακόμα [Μαρκ. 16,2], και ‘’ήταν ακόμη σκοτεινά’’ [Ιωάν. 20,1]».
Όσο άχαρη κι αν είναι η ένωση τεσσάρων εδαφίων που λένε το ίδιο πράγμα, εντούτοις γίνεται φανερό ότι ακόμα και με μια ερασιτεχνική προσπάθεια μπορούν να ταιριάξουν. Έτσι, η φράση ‘’μόλις ανέτειλε ο ήλιος’’ αυτομάτως παίρνει την χροιά του λυκαυγούς και όχι την έννοια της κατά κυριολεξία ανατολής όπου τα πάντα πλέον έχουν φωτιστεί.
Άρα λοιπόν, η δήθεν «ασυμφωνία» του Quiz, που θέλει τον Μάρκο να διαφωνεί με τον εαυτό του, (και κατά προέκταση, και με τους άλλους τρεις), δεν έχει πραγματική βάση[10].
4. Απάντηση στο Κουίζ, 3η από 17:
«Οι γυναίκες πήγαν στο μνήμα, προκειμένου να…»
α. Αλείψουν το σώμα του Ιησού με αρώματα, β. Δούν μόνο το μνήμα.
Νομίζουμε ότι αυτή η ερώτηση του «Κουίζ» είναι από τις πιο απαράδεκτες που συναντήσαμε...
Το γεγονός ότι ο Ματθαίος αναφέρει πως «η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία ήρθαν να δουν τον τάφο του Ιησού» (Ματθ. 28,1) είναι αναμφισβήτητο.
Όμως, το κείμενο του Ματθαίου δεν αποτελείται από έναν μόνο στίχο!
Αν έκαναν τον κόπο να διαβάσουν και το υπόλοιπο κείμενο, θα έβλεπαν πως ο ίδιος ο Ματθαίος, τέσσερις μόλις στίχους παρακάτω γράφει:
«Ο άγγελος είπε στις γυναίκες ... Ξέρω ποιον γυρεύετε, τον Ιησού» (Ματθ. 28,5)!
Ο στίχος αυτός, διαψεύδει όσους υποστηρίζουν ότι σύμφωνα με τον Ματθαίο, οι γυναίκες πήγαν απλά… βόλτα για να «δουν μόνο το μνήμα». Είναι σαφές ότι πήγαν για να βρουν τον νεκρό Ιησού, όπως μας λένε όλες οι διηγήσεις. Και το γεγονός ότι ο Ματθαίος ήξερε την πρόθεση των γυναικών να μυρώσουν τον Κύριο (παρά το γεγονός ότι το θεωρεί δευτερεύον και δεν το αναφέρει) είναι δεδομένο, αν μη τι άλλο, αφού το ευαγγέλιο του Μάρκου, το αρχαιότερο όλων, αποτέλεσε βασική πηγή για το Κατά Ματθαίον[11].
5. Απάντηση στο Κουίζ, 4η από 17:
«Οι γυναίκες απόκτησαν κι ετοίμασαν τα αρώματα…»
α. Την Παρασκευή, προτού νυκτώσει, β. Αφού νύκτωσε το Σάββατο και μετά.
Στην 4η αυτή ερώτηση, ας επισημάνουμε πρώτα την απαράδεκτα μεθοδευμένη διατύπωσή της: οι δύο ευαγγελιστές πουθενά δεν λένε από κοινού, ότι οι γυναίκες «απόκτησαν κι ετοίμασαν τα αρώματα» και κατόπιν, ο ένας λέει ότι αυτό έγινε πριν το Σάββατο και ο άλλος λέει μετά το Σάββατο! Βεβαίως, ακόμα και στην περίπτωση αυτή, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε απλά, ότι η Παράδοση δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στον χρόνο αγοράς και ετοιμασίας του μύρου. Ακόμα και ένας αυτόπτης δικαιολογείται, όταν γράφει μια διήγηση που συνέβη πριν από 30-40 χρόνια.
Εντούτοις, οι δημιουργοί του κουίζ ψεύδονται καθώς δεν υπάρχει καν η διαφωνία που μας παρουσιάζουν: στα κείμενα, ο μεν Μάρκος μιλάει μόνο για «αγορά», ο δε Λουκάς μιλάει μόνο για «ετοιμασία», και αυτό είναι σημαντικό.
Ας ξεκινήσουμε όμως από το αν υπάρχει λόγος να μιλήσει κάποιος για «αντίφαση». Για να ισχύει κάτι τέτοιο, θα έπρεπε οι ευαγγελιστές να αυτοσχεδιάζουν χωρίς κοινά σημεία. Όμως, στην πραγματικότητα το γεγονός δεν είναι καθόλου άγνωστο στους ιερούς συγγραφείς. Κανείς τους δεν «μπερδεύεται», διότι στα Μαρκ. 16,1-2 και Λουκ. 24,1 οι ευαγγελιστές δείχνουν πως γνωρίζουν καλά ότι:
α) Οι γυναίκες έχουν σκοπό να αλείψουν με μύρο τον Ιησού,
β) για την αποστολή αυτή πήγαν ξημερώματα της Κυριακής,
γ) το Σάββατο δεν πραγματοποίησαν καμία σχετική ενέργεια (Μαρκ. 16,1 και Λουκ. 23,56).
Αυτά αποδεικνύουν ότι τα γεγονότα είναι γνωστά και συγκεκριμένα, άρα στο κεντρικό θέμα της διήγησης υπάρχει απόλυτη συμφωνία.
Το θέμα του «πότε αποκτήθηκαν τα μύρα» και «πότε ετοιμάστηκαν» τα μίγματα, φαίνεται σαφώς ότι το θεωρούν δευτερεύον. Ο Μάρκος μας λέει μόνο ότι «αγόρασαν αρώματα». Όμως δεν μπορεί να μην τα προετοίμασαν, καθώς γνωρίζουμε ότι υπήρχε μια διαδικασία για να γίνει το τελικό μίγμα[12] που έβαζαν στον νεκρό. Από την άλλη, ο Λουκάς δεν αναφέρει καθόλου την αγορά των αρωμάτων. Θα πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι, αν κρίνουμε από την περιγραφή του Ιωάννη, που μας λέει πως ο Νικόδημος είχε φέρει μαζί του για την Ταφή του Ιησού «εκατό περίπου λίτρες» μίγμα «σμύρνης και αλόης» (Ιω. 19,39), μοιάζει αδύνατον να μπορεί να βρεθεί διαθέσιμη στα σπίτια μια παρόμοια ποσότητα, όταν μάλιστα ξέρουμε ότι τα αρώματα κόστιζαν ακριβά[13].
Στην πραγματικότητα, τα υλικά θα πρέπει και να αγοράστηκαν και να ετοιμάστηκαν. Ιδιαίτερα η εκδοχή του Λουκά ο οποίος δεν αναφέρει πουθενά αν αγοράστηκε το μύρο, είναι στην πραγματικότητα μάλλον αδύνατη, και με το «ητοίμασαν», χωρίς άλλες λεπτομέρειες, δείχνει να ξεπερνά το όλο θέμα ως δευτερεύον. Διότι φαίνεται πολύ πιο πιθανό να χρειάστηκε να αγοράσουν μύρο όπως λέει ο Μάρκος, διότι η αναγκαία ποσότητα ήταν και μεγάλη αλλά και ακριβή, για να υπάρχει πρόχειρη.
Είναι υπερβολή όμως να μιλήσουμε για «αντίφαση». Θα μπορούσαν κάλλιστα οι διηγήσεις να είναι συμπληρωματικές: οι μυροφόρες να ξεκίνησαν την προετοιμασία την Παρασκευή, συγκεντρώνοντας όσα υλικά μπόρεσαν να βρουν, και μόλις πέρασε η αργία του Σαββάτου να αγόρασαν την υπόλοιπη ποσότητα που χρειάζονταν[14], καθώς μοιάζει βέβαιο ότι μια ποσότητα θα έπρεπε να την αγοράσουν.
Περισσότερο λοιπόν ο Λουκάς θεωρεί το ζήτημα δευτερεύον και δεν έχει σκοπό να παραθέσει λεπτομέρειες για το μύρο. Μην ξεχνάμε ότι ο Ματθαίος δεν θεωρεί αναγκαίο ούτε καν να το αναφέρει, παρ’ όλο ότι το γνωρίζει (τουλάχιστον από το ευαγγέλιο του Μάρκου).
6. Απάντηση στο Κουίζ, 5η από 17:
«Ο πρώτος επισκέπτης (ες) στο μνήμα συνάντησε (-αν)…»
α. Έναν άγγελο, β. Ένα νέο, γ. Δύο άνδρες, δ. Κανέναν.
Καταρχάς, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι μία από τις παραπάνω διατυπώσεις είναι παραπλανητική και απαράδεκτη:
Στο υποερώτημα «γ» που μιλάει για τους «δύο άνδρες» που αναφέρονται στο Λουκ. 24,4 δεν είδαν οι ψευδολόγοι ότι ο Λουκάς στο 24,23 μας λέει ξεκάθαρα ότι οι γυναίκες κατάλαβαν κανονικότατα ότι ήταν άγγελοι; «Μας έλεγαν ότι είδαν οπτασία αγγέλων» (Λουκ. 24,23)!
Και ασφαλώς, πέρα από αυτό, η Καινή Διαθήκη μαζί με την Παλαιά Διαθήκη μας προσφέρουν ένα ολόκληρο θρησκευτικό πλαίσιο, ώστε με ευκολία να ξεπεράσουμε τις προκαταρκτικές δυσκολίες. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, και μόνο η ενδυμασία που αναφέρεται στις περιγραφές των ευαγγελίων, μαζί με την ατμόσφαιρα των διηγήσεων, δεν αφήνουν το παραμικρό περιθώριο να σκεφτεί κάποιος ότι «οι άνδρες» ή «ο νέος» δεν ήταν άγγελοι: τα λευκά και απαστράπτοντα ρούχα, μας μεταφέρουν πάντα σε ένα σκηνικό θείας δόξας (π.χ. Δαν. 7,9. Μάρκ. 9,3. Πράξ. 1,10. Αποκ. 6,11). Όσο για το αν ο «νέος» μπορεί να ονομαστεί και «άνδρας», τι να πει κανείς. Σίγουρα πάντως, δεν θα ονομαστεί… γυναίκα!
Το ζήτημα λοιπόν που προκύπτει από την ερώτηση, είναι αν επρόκειτο για έναν ή δύο αγγέλους, ή και για «κανέναν».
Όπως προείπαμε, για να μιλήσει κάποιος για «αντίφαση» θα πρέπει να βρίσκει στις διηγήσεις μόνο αυτοσχεδιασμούς χωρίς κοινά σημεία. Όμως τα κοινά σημεία υπάρχουν. Είπαμε ήδη για την ενδυμασία των αγγέλων:
«Ρούχα ολόλευκα σαν το χιόνι» (Ματθ. 28,3),
«Λευκή στολή» (Μαρκ. 16,5).
«Αστραφτερές στολές» (Λουκ. 24,4).
«Ντυμένοι στα λευκά» (Ιω. 20,12).
Επίσης, οι τέσσερις ευαγγελιστές συμφωνούν ότι υπήρξε παρουσία αγγέλου στις γυναίκες. Επιπλέον, η παρουσία αυτή έγινε μέσα στον Τάφο του Ιησού:
«Μόλις μπήκαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό με λευκή στολή» (Μαρκ. 16,5).
«Όταν μπήκαν … φάνηκαν μπροστά τους δύο άντρες με αστραφτερές στολές» (Λουκ. 24,3-4).
«Σκύβει να δει μέσα στο μνήμα, και βλέπει δυο αγγέλους» (Ιω. 20,11-12).
«Ο άγγελος είπε … Δεν είναι εδώ … [και τις προσκαλεί μέσα:] Ελάτε να δείτε το μέρος όπου βρισκόταν» (Ματθ. 28,5-6).
Και βεβαίως, όλοι συμφωνούν για τον Κενό Τάφο (Μαρκ. 16,7· Ματθ. 28,6· Λουκ. 24,3· Ιωαν. 20,2.6), και το μήνυμα ότι ο Ιησούς Αναστήθηκε (Μαρκ. 16,6· Ματθ. 28,7· Λουκ. 24,6· Ιωαν. 20,9).
Τελικά, πόσο λογικό και πιθανό είναι, οι τέσσερις ευαγγελιστές:
α) να γνωρίζουν ότι υπήρξε αγγελοφάνεια,
β) να γνωρίζουν ότι υπήρξε αγγελοφάνεια μέσα στον Τάφο,
γ) να γνωρίζουν πώς ήταν ενδεδυμένοι οι άγγελοι,
δ) να γνωρίζουν ότι οι άγγελοι μίλησαν, κι όμως, να μην ξέρουν πόσοι ήταν;
Αν υποθέσουμε ότι ήξεραν πόσοι ήταν οι άγγελοι, υπάρχει λόγος να αναφερθούν σε έναν άγγελο, τη στιγμή που ήταν δύο; Θεωρούμε ότι υπάρχει, και πολύ λογικός μάλιστα.
Έχουμε και λέμε:
- ένας άγγελος που μιλά: «Ο άγγελος είπε στις γυναίκες» (Ματθ. 28,5).
- ένας άγγελος που μιλά: «Αυτός όμως τους είπε» (Μαρκ. 16,6).
- δύο άγγελοι που μιλούν: «τις ρώτησαν» (Λουκ. 24,5).
- δύο άγγελοι που μιλούν: «Της λένε τότε εκείνοι» (Ιω. 20,13).
Αυτοί λοιπόν που κόπτονται τάχα για την ακρίβεια και τις λεπτομέρειες, γιατί δεν παρατήρησαν το παράδοξο οι δύο άγγελοι να μιλούν ταυτόχρονα όπως κατά γράμμα αναφέρουν τα Λουκ. 24,5 και Ιω. 20,13;
Για το λόγο αυτό, είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως όταν λένε ο Λουκάς και ο Ιωάννης «τις ρώτησαν», ή «της λένε», κάθε φυσιολογικός άνθρωπος σκέφτεται και καταλαβαίνει ότι ο ΕΝΑΣ άγγελος μίλησε! Αλλιώς θα πρέπει να φανταστούμε τους αγγέλους σα να λένε… ποίημα στο σχολείο, μιλώντας λέξη προς λέξη και οι δύο μαζί, μετατρέποντας την όλη σκηνή σε θέατρο του παραλόγου.
Δεδομένης της απόλυτα λογικής σκέψης ότι δεν μπορεί παρά ο ΕΝΑΣ από τους δύο αγγέλους να μίλησε κάθε φορά, για ποιο λόγο είναι παράλογο οι δύο ευαγγελιστές να εξελίσσουν την σκηνή τους με βάση τον ΕΝΑ άγγελο που μίλησε και άρα πρωταγωνιστούσε στο συμβάν; Και μάλιστα τη στιγμή που είναι ολοφάνερο πως ουδεμία άγνοια των λεπτομερειών της σκηνής υπήρξε: οι ευαγγελιστές γνώριζαν την αγγελοφάνεια, γνώριζαν το σημείο που στάθηκαν οι άγγελοι, γνώριζαν τα ρούχα που φορούσαν, γνώριζαν ότι οι άγγελοι μίλησαν.
Ως προς το «δ» ερώτημα τώρα, με το οποίο αναφέρονται στη διήγηση του Ιωάννη, πουθενά δεν λέει ο ευαγγελιστής ότι οι πρώτοι επισκέπτες δεν είδαν «κανέναν»! Οι δύο άγγελοι της διήγησης, προφανώς θα εμφανίζονταν μέσα στο μνήμα, όμως ο Ιωάννης προσθέτει ότι η Μαρία Μαγδαληνή είδε τους δύο αγγέλους μόνο στη δεύτερη επίσκεψή της.
Αν διαβάσουμε προσεκτικά τη διήγηση του Ιωάννη θα καταλάβουμε αμέσως το γιατί:
καθώς λοιπόν οι μυροφόρες πήγαιναν στον Τάφο του Ιησού, είδαν τον λίθο να έχει μετακινηθεί, όμως η Μαγδαληνή μόλις «βλέπει την πέτρα μετατοπισμένη», δεν μπήκε καν στο μνήμα με τις άλλες, άρα δεν θα δει τους αγγέλους, και φεύγει τρέχοντας για να το πει στους μαθητές. Από τη φράση «δεν ΞΕΡΟΥΜΕ πού τον έβαλαν» (Ιω. 20,2), καταλαβαίνουμε ότι δεν ήταν μόνη της αλλά μαζί με άλλες μυροφόρες, και από τη φράση, «τρέχει, λοιπόν, και πηγαίνει στο Σίμωνα Πέτρο» (Ιω. 20,1) καταλαβαίνουμε ότι έφυγε η Μαγδαληνή, και όσες παρέμειναν, πηγαίνοντας μέσα στον Τάφο είδαν τους αγγέλους που αναφέρει ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ματθαίος. Οι άγγελοι έκαναν αισθητή την παρουσία τους και πάλι, ώστε να τους δει η Μαγδαληνή, όταν εκείνη κλαίγοντας κοίταξε μέσα στο μνήμα (Ιω. 20,11).
Για το γεγονός ότι η αγγελοφάνεια δεν ήταν αναγκαία να πραγματοποιηθεί στην περίπτωση των μαθητών, έχουμε ως απόδειξη τα επαινετικά σχόλια του Ιωάννη για τους μαθητές: «τα είδε αυτά και πίστεψε» (Ιω. 20,8) και «ως τότε δεν είχαν καταλάβει» (Ιω. 20,9). Με αυτά, τονίζει την αυξημένη πίστη των Αποστόλων οι οποίοι θυμούνται όσα τους είχε πει ο Δάσκαλός τους, ενώ η Μαγδαληνή, αν και βλέπει το μνημείο ανοιχτό, δεν της περνάει καν από το μυαλό αυτό που τελικά συνέβη (Ιω. 20,2).
7. Απάντηση στο Κουίζ, 6η από 17:
«Που βρισκόταν αυτός (οι), που συνάντησαν στο μνήμα;»
α. Καθισμένος σε μία πέτρα έξω από το μνήμα,
β. Καθισμένος μέσα στο μνήμα,
γ. Όρθιοι μέσα στο μνήμα.
Καταρχάς να ρωτήσουμε: που είδαν ο Λουκάς να λέει ότι οι άγγελοι ήταν μέσα στο μνήμα «όρθιοι»; Η διήγηση γράφει, «φάνηκαν μπροστά τους δύο άντρες» (Λουκ. 24,4). Ούτε μας λέει αν ήταν καθιστοί, ούτε αν ήταν όρθιοι…
Αντιστρόφως, να ρωτήσουμε, που είδαν ότι το ρήμα «κάθημαι», σημαίνει μόνο «κάθομαι κάτω»; Υπό μεταφορική έννοια σημαίνει και αυτόν που βρίσκεται κάπου, που παραμένει σε μία θέση ή κατάσταση (Ματθ. 4,16. Λουκ. 1,79. 21,35. Αποκ. 14,6. Β΄ Θεσ. 2,4). Δεν μπορούμε λοιπόν να είμαστε απόλυτα σίγουροι ούτε αν οι άγγελοι μέσα στο μνήμα ήταν καθιστοί, ούτε αν ήταν όρθιοι.
Ακολούθως, χαιρόμαστε που παρατηρούν ότι ο Μάρκος συμφωνεί με τον Λουκά ότι υπήρξε παρουσία αγγέλου μέσα στο μνήμα:
«Μόλις μπήκαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό με λευκή στολή» (Μαρκ. 16,5).
Εξετάζοντας τώρα τους τρεις ευαγγελιστές, εκτός από τον Ματθαίο, βρίσκουμε μια ενδιαφέρουσα ομοφωνία:
«Παρατήρησαν ότι η πέτρα είχε κυλήσει από τον τόπο της» (Μαρκ. 16,4)
«Βρήκαν τότε την πέτρα κυλισμένη από το μνήμα» (Λουκ. 24,2)
«Βλέπει την πέτρα μετατοπισμένη από την είσοδο του μνήματος» (Ιω. 20,1)
Αυτή η ομοφωνία, μαζί με το γεγονός ότι οι τρεις συνοπτικοί συνήθως συμφωνούν μεταξύ τους στις περισσότερες διηγήσεις, μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι η διήγηση του Ματθ. 28,2-4 δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια επεξηγηματική προσθήκη που ερμηνεύει την κατάσταση που επικρατούσε λίγο πριν βρεθεί ο λίθος μετατοπισμένος σύμφωνα με τα τρία παραπάνω εδάφια.
Άρα, ταιριάζει απόλυτα η ερμηνεία ότι «ως προς την περιγραφήν της αποκυλίσεως του λίθου υπό του αγγέλου, αύτη έλαβε χώραν προ της αφίξεως των μυροφόρων εις το μνημείον»[15]. Και «ο σεισμός και η Ανάσταση συνέβησαν, σχεδόν, ταυτόχρονα, ακολούθησε δε μετά από λίγο η άφιξη των γυναικών στο μνήμα»[16].
Έτσι λοιπόν, ο Ματθαίος γνωρίζει για τον μετατοπισμένο λίθο, επεξηγεί όμως τον λόγο της μετατόπισης με την εξής εμβόλιμη διήγηση:
«Ξαφνικά έγινε μεγάλος σεισμός, γιατί ένας άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανό, ήρθε, κύλησε την πέτρα από την είσοδο και καθόταν πάνω της. Η όψη του ήταν σαν αστραπή και τα ρούχα του ολόλευκα σαν το χιόνι. Τόσο τον φοβήθηκαν οι φρουροί, που άρχισαν να τρέμουν κι έγιναν σαν νεκροί» (Ματθ. 28,2-4).
Αν όμως αφαιρέσουμε αυτό το συμβάν από την περιγραφή του Ματθαίου, έχουμε μια παράλληλη με τους άλλους ευαγγελιστές διήγηση που έχει ως εξής:
«Μετά το Σάββατο, τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας, η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία ήρθαν να δουν τον τάφο του Ιησού [...] Ο άγγελος είπε στις γυναίκες: «Εσείς μη φοβάστε! Ξέρω ποιον γυρεύετε: τον Ιησού, τον σταυρωμένο» (Ματθ. 28,1.5).
Έτσι λοιπόν, η μόνη συνάντηση που είχαν με άγγελο, ήταν κατά τη στιγμή που πήγαν «να δουν τον τάφο», οπότε ο άγγελος τους δίνει θάρρος και τις καλεί μέσα: «Ελάτε να δείτε το μέρος όπου βρισκόταν» (Ματθ. 28,6).
Το έχουμε ξαναπεί: αν μη τι άλλο, ο Ματθαίος γνωρίζει το Κατά Μάρκον. Κατά συνέπεια είναι απόλυτα λογικό να αναφέρει την ίδια ακριβώς αγγελοφάνεια. Το κάλεσμα από το εσωτερικό του τάφου, «ελάτε να δείτε το μέρος όπου βρισκόταν» που λέει ο άγγελος (Ματθ. 28,6), ταιριάζει με την αγγελοφάνεια του Μάρκου: «Μόλις μπήκαν … είδαν ένα νεαρό … [που τους λέει] Να και το μέρος όπου τον είχαν βάλει» (Μαρκ. 16,5-6).
Άρα λοιπόν, όλες οι αγγελοφάνειες στις μυροφόρες έγιναν μέσα στο μνήμα, χωρίς να έχουμε επαρκείς πληροφορίες αν οι άγγελοι ήταν… «όρθιοι» ή «καθιστοί».
8. Απάντηση στο Κουίζ, 7η από 17:
«Αφού βρήκε (αν) τον τάφο άδειο η γυναίκα (ες)…»
α. Έσπευσαν να το πουν στους μαθητές, β. Έφυγαν από το μνήμα, γιατί τρόμαξαν και δεν είπαν σε κανέναν τίποτε.
Μια διόρθωση οφείλουμε να κάνουμε ευθύς εξαρχής: ο Μάρκος γράφει ότι τις μυροφόρες κατέλαβε «τρόμος και έκστασις» (16,8) άρα δεν μιλά μόνο για «τρόμο» αλλά και για θαυμασμό, κατάπληξη ή δέος.
Η 7η αυτή ερώτηση των «μεγάλων ερευνητών» αγνοεί προκλητικά τα δεδομένα της περικοπής. Ας δούμε τη διήγηση:
«Πηγαίνετε τώρα και πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο: ‘’πηγαίνει πριν από σας στην Γαλιλαία και σας περιμένει· εκεί θα τον δείτε, όπως σας το είπε’’. Οι γυναίκες βγήκαν κι έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και δέος· δεν είπαν όμως τίποτα σε κανέναν, γιατί ήταν φοβισμένες […] ο Ιησούς, το πρωί της Κυριακής, εμφανίστηκε πρώτα στη Μαρία τη Μαγδαληνή … Εκείνη πήγε και το είπε στους μαθητές … Αυτοί όμως, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς ζει και τον είδε η Μαρία, δεν την πίστεψαν» (Μάρκ. 16,7-11).
Αν δεν υπήρχε η προστακτική, «πηγαίνετε … και πείτε», πράγματι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το, «τρόμαξαν και δεν είπαν σε κανέναν τίποτε» έχει κάποια βάση. Θα ήταν όμως ποτέ δυνατόν, πιστοί ιουδαίοι, να μην υπάκουσαν σε ρητή εντολή του αγγέλου; Όταν ξέρουμε το δέος που ένιωθαν για τον Θεό; Θα κάθονταν χωρίς να μιλήσουν ΠΟΤΕ για το ζήτημα, παρά την εντολή «πηγαίνετε τώρα και πείτε»; Και τέλος πάντων, ο «τρόμος και η έκστασις» δεν κρατούν για πάντα. Είναι απόλυτα λογικό ότι κάποια στιγμή συνήλθαν, και τότε θα υπερίσχυσε η αίσθηση του καθήκοντος που είχαν απέναντι στην εντολή που έλαβαν.
Άρα, τα συμπεράσματα οφείλουν να προκύπτουν από τον συνολικό έλεγχο του κειμένου και όχι απ’ όπου βολεύει.
Και βεβαίως, η εμμονή των δημιουργών του «κουίζ» για τις «κατά γράμμα» ερμηνείες μας οδηγεί στο να τους ρωτήσουμε με τη σειρά μας:
Αν θεωρείτε πως κάθε τι που εξιστορείται στον Μάρκο θα πρέπει να λαμβάνεται κατά γράμμα, τότε βλέπετε λογικό ότι η Μαγδαληνή, ενώ είπε στους μαθητές ότι είδε τον Ιησού ζωντανό (Λουκ. 16,11), δεν έκανε τον κόπο ή… ξέχασε να τους πει ότι είδε τον τάφο ανοιχτό, ώστε να γίνει περισσότερο πειστική;!
Βλέπουμε λοιπόν ότι μεγαλύτεροι παραλογισμοί προκύπτουν από τις απαιτήσεις των αθεο-νεοπαγανιστών, παρά από τις «αντιφάσεις» που βρίσκουν.
Είναι εύλογο λοιπόν ότι ο Μάρκος αναφέρει το «τρόμος και έκστασις» για τονίσει τα αισθήματά τους κατά τη στιγμή εκείνη. Η εντολή του αγγέλου όμως δεν επιτρέπει να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για μόνιμη σιωπή. Οπότε, είτε εννοεί ότι φεύγοντας οι γυναίκες δεν είπαν τίποτα σε κανένα πέρα του στενού κύκλου τους, είτε δεν είπαν τίποτα σε κανένα για μικρό χρονικό διάστημα ή δεν είπαν τίποτα σε κανένα κατά τη διαδρομή της επιστροφής. Δεν μπορεί όμως να μην το είπαν ποτέ, παρακούοντας την διαταγή του αγγέλου. Μάλιστα, ο Λουκάς, ο οποίος γνωρίζει το Κατά Μάρκον ευαγγέλιο, αφού το χρησιμοποιεί ως πηγή, μας λέει για τις μυροφόρες αυτές: «Επέστρεψαν λοιπόν απ’ το μνήμα και τα ανάγγειλαν όλα αυτά» (Λουκ. 24,9).
9. Απάντηση στο Κουίζ, 8η από 17:
«Ο αναστηθείς Ιησούς εμφανίστηκε πρώτα…»
α. Στη Μαρία τη Μαγδαληνή, β. Στον Κλεόπα και σε έναν άλλο μαθητή, γ. Στη Μαρία τη Μαγδαληνή και την άλλη Μαρία, δ. Μόνο στον Κηφά.
Ως προς την τελευταία ερώτηση με την οποία θα ασχοληθούμε στο παρόν άρθρο, δεν καταλαβαίνουμε τη διατύπωση «εμφανίστηκε πρώτα». Γιατί ρωτούν κάτι τέτοιο, αφού το μόνο κείμενο που αναφέρει ρητά ποια ήταν η πρώτη εμφάνιση του Ιησού, είναι του Μάρκου; «Ο Ιησούς, το πρωί της Κυριακής, εμφανίστηκε πρώτα στη Μαρία τη Μαγδαληνή» (16,9).
Από τη στιγμή που τέτοιος προσδιορισμός δεν υπάρχει ούτε στον Λουκά, ούτε στον Ματθαίο, ούτε στον Παύλο, μπορούμε να δεχτούμε ότι η ορθή απάντηση μας δίδεται από τον Μάρκο.
Άρα, η πρώτη εμφάνιση έγινε στη Μαρία Μαγδαληνή (Μαρκ. 16, 9) και δεν προκύπτει από κάπου ότι ο Ιωάννης δεν συμφωνεί με αυτό (Ιω. 20,14). Η Μαγδαληνή έχει φύγει (Ιω. 20,2), είπε στους μαθητές ότι ο λίθος έχει μετακινηθεί, και ξαναγυρίζει στον τάφο την ώρα που οι άλλες μυροφόρες έχουν φύγει από το μνήμα. Τότε γίνεται στη Μαγδαληνή η πρώτη εμφάνιση του Ιησού.
Οι μυροφόρες που παρέμειναν στον τάφο μετά τη φυγή της Μαγδαληνής (Ιω. 20,1), βλέπουν την αγγελοφάνεια και καθώς γυρίζουν να την αναγγείλουν, συναντούν τον Ιησού. Αυτή είναι η δεύτερη εμφάνιση (Ματθ. 28,9) και συμβαίνει μετά από την εμφάνιση στην Μαγδαληνή. Ως προς το υποερώτημα «γ» του κουίζ, υπενθυμίζουμε ότι λόγω του περιστατικού στο Ιω. 20,1 η Μαγδαληνή δεν βρίσκεται με τις γυναίκες του Ματθ. 28,8. Υπενθυμίζουμε επίσης ότι η απάντησή μας στην 1η ερώτηση του «κουίζ», δείχνει ότι το πιθανότερο είναι οι γυναίκες να είναι πολλές και όχι μόνο οι δύο που επιλέγει να αναφέρει ο Ματθαίος στο 28,1.
Θα επαναλάβουμε εδώ την επιστημονική αξιολόγηση των μαρτυριών: το γεγονός ότι οι γυναίκες, «θεωρούνταν την εποχή εκείνη ως ανίκανες προς μαρτυρίαν»[17] μας βεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό ότι η αναφορά του Μάρκου για την πρώτη εμφάνιση του Ιησού στην Μαγδαληνή έχει ιστορική βάση, διότι αν επρόκειτο για κατασκευασμένη διήγηση, το λογικό θα ήταν να αποδοθεί σε άνδρα για να γίνει περισσότερο πειστική[18].
Η τρίτη εμφάνιση και, σύμφωνα με τον Οικουμένιο Τρίκκης (10ος αιώνας), πρώτη για τους άνδρες[19], έγινε στον Πέτρο (Λουκ. 24,34), την ώρα που οι δύο μαθητές πήγαιναν στους Εμμαούς (Λουκ. 24,13-15).
Ο Παύλος (βλ. υποερώτημα «δ») δεν αναφέρει ρητά στο Α΄Κορ. 15,5 ως πρώτη την εμφάνιση στον Πέτρο. Αυτό σημαίνει ότι ο Παύλος, από τις διάφορες εμφανίσεις του Ιησού που γνωρίζει, επιλέγει συνειδητά να αναφέρει μόνο αυτές στον Πέτρο και τους Δώδεκα, καθώς στην επιστολή του σκοπεύει να δώσει την επίσημη μαρτυρία της πρώτης Εκκλησίας για την Ανάσταση, με αναφορά στα ηγετικά της πρόσωπα[20]. Ενδεικτικό της σκέψης αυτής είναι το γεγονός ότι αναφέρεται στους «Δώδεκα» το οποίο «αποτελεί επίσημον όνομα δηλούν τον κύκλον των αποστόλων, διότι άλλως κατά την πρώτην εμφάνισιν εις τους αποστόλους μόνον δέκα ήσαν παρόντες»[21].
Η τέταρτη εμφάνιση πραγματοποιήθηκε στους δύο μαθητές (Λουκ. 24,13-15), ένας από τους οποίους ήταν ο Κλεόπας(Λουκ. 24,18).
Στη διήγηση αυτή, βλέπουμε ότι οι δύο μαθητές, ενώ διηγούνται διάφορα στον Ιησού (δεν έχουν καταλάβει ακόμα ποιος είναι), δεν αναφέρουν το γεγονός ότι ο Ιησούς εμφανίστηκε στη Μαγδαληνή και στις άλλες μυροφόρες. Ο λόγος είναι, ότι οι μαρτυρίες των γυναικών θεωρήθηκαν κενές περιεχομένου:
α) η «μαρτυρία» της Μαγδαληνής έχει ήδη απορριφθεί ως μη πραγματική (Μαρκ. 16,11) οπότε δεν έχει ιδιαίτερη αξία ν’ αναμεταδοθεί, και
β) η μαρτυρία των άλλων μυροφόρων θεωρείται επίσης ανάξια λόγου: στο Λουκ. 24,23 με τα «λέγουσαι» και «λέγουσιν» χαρακτηρίζονται οι διηγήσεις των γυναικών ως αερολογίες/φαντασιοπληξίες[22]. Σε αυτά που θεωρούν αερολογίες, συγκαταλέγεται και η αναφορά των γυναικών στον άγγελο που τους είπε ότι ο Ιησούς αναστήθηκε (Λουκ. 24,6). Αυτό σημαίνει ότι κανέναν λόγο δεν είχαν να αναφέρουν οι δύο μαθητές την εμφάνιση του Ιησού στις μυροφόρες (Ματθ. 28,9), αφού απέκλειαν κάθε ενδεχόμενο ο Ιησούς να ζει (Λουκ. 24,23. Βλ. και Λουκ. 24,21: «είναι η τρίτη μέρα σήμερα … και δεν έχει συμβεί τίποτα»).
[Σημείωση: στον στίχο Λουκ. 24,10 ο ευαγγελιστής αναφέρει όλες μαζί τις γυναίκες. Άρα, βάζει γυναίκες που ξέρει ότι είδαν διαφορετικά πράγματα, να λένε ότι είδαν τα ίδια. Πώς ξέρει ότι είδαν διαφορετικά πράγματα; Μα φυσικά από το γεγονός, ότι γνωρίζουμε σήμερα πως χρησιμοποίησε ως πηγή για το ευαγγέλιό του και το Κατά Μάρκον. Άρα, είναι αδύνατον ο Λουκάς να μην γνωρίζει την εμφάνιση του Ιησού στη Μαγδαληνή (Μαρκ. 16,9) (ακόμα και αν υποθέσουμε ότι δεν γνώριζε την εμφάνιση στις μυροφόρες που αναφέρει ο Ματθαίος στο 28,9). Όταν λοιπόν βλέπουμε στο Λουκ. 24,9 όλες οι γυναίκες, μαζί και η Μαγδαληνή, να μιλούν μόνο για μετατοπισμένο λίθο και για αγγελοφάνεια, καταλαβαίνουμε ότι ο Λουκάς συμπυκνώνει τη διήγηση, και επιλέγει να δώσει βάση στην εμφάνιση του Ιησού που έγινε στους μαθητές στο δρόμο για τους Εμμαούς.]
10. Επίλογος
Αυτό ήταν το πρώτο μέρος των απαντήσεών μας. Σίγουρα οι πληροφορίες είναι πολλές και η ανάγνωση καλό θα ήταν να γίνει με την Κ.Δ. κοντά μας για να βλέπουμε τις διηγήσεις.
Μια εναρμόνιση σαν αυτή που καταγράφουμε στο παρόν άρθρο, έχει βασικό σκοπό να δώσει απαντήσεις ώστε να κινητοποιήσει τη λογική όσων με επιπολαιότητα αναδημοσιεύουν ένα ανόητο κουΐζ στο οποίο κυριαρχεί η νοοτροπία καφενείου, η ίδια ακριβώς που επικρατεί και σε δήθεν «ψαγμένες» ενασχολήσεις με την ιστορία που δημοσιεύονται με την ίδια επιπολαιότητα (και που στην πραγματικότητα μπορούν να πείσουν μόνο αμαθείς, ημιμαθείς ή φανατικά προκατειλημμένους αναγνώστες).
Αφού λοιπόν τίθενται ερωτήσεις, χαρά μας να τις απαντήσουμε. Είναι επίσης χαρά μας, όταν κάποιοι μας προτείνουν να διαβάσουμε το «κουίζ» ή μας το παραθέτουν ως «σεντόνι» σε διαδικτυακές συζητήσεις, να έχουμε πρόχειρη μια επαρκή απάντηση ώστε να αφιερώνουμε το χρόνο των συζητήσεών μας σε θέματα πιο ουσιαστικά από τις ρηχές και κακόπιστες ερμηνείες των ευαγγελίων από διαστρεβλωτές, συνειδητούς και μη.
Επισημαίνουμε ότι μια τέτοια εναρμόνιση των διηγήσεων δεν την χρειάζεται ο Ορθόδοξος. Το παράδειγμα του Χρυσοστόμου, είναι ισχυρό για εμάς. Όπως αναφέρει ο Ευθύμιος Ζηγαβηνός, επί του σημαντικού ζητήματος των αφίξεων των μυροφόρων, «ο μεν Χρυσόστομος ουδέν τι περί της τοιαύτης διαφοράς επολυπραγμόνησεν»[23]. Ο Χρυσόστομος στα υπομνήματά του αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος στα σωτηριώδη διδάγματα που προκύπτουν από τις ευαγγελικές διηγήσεις.
Στο ζήτημα των διηγήσεων, η προσωπική μας θέση συμβαδίζει φυσικά με την δύναμη της Παράδοσης: ο κατάλληλος χρόνος για να εκληφθούν οι διαφορές των διηγήσεων ως «αντιφάσεις» από τους γνώστες των γεγονότων, ήταν στους πρώτους αιώνες (όπως και έγινε) και όχι μετά από 1.800 χρόνια. Η Εκκλησία αποδείχτηκε απόρθητο κάστρο ως προς την Παράδοση αυτή. Κάθε κείμενο με νοθευμένη Παράδοση απορρίφθηκε ως «απόκρυφο». Από τη στιγμή που σε μια Εκκλησία χωρίς «κεντρική διοίκηση» βλέπουμε να κατορθώνουν να περάσουν τις δύσκολες «εξετάσεις» της αποδοχής μόνο αυτά τα τέσσερα ευαγγέλια, αυτό σημαίνει για εμάς πως το ζήτημα είναι οριστικά τελειωμένο.
Επιπλέον, νομίζουμε ότι με τις πληροφορίες και ερμηνείες που δώσαμε στο Α΄ Μέρος του τριμερούς αυτού άρθρου, φάνηκε πόσο στενόμυαλες προσεγγίσεις είναι αυτές με τα «κουίζ» και πόση παραφιλολογία και λαϊκισμό κρύβουν μέσα τους.
Ένα τρίτο μέρος με τις υπόλοιπες 9 απαντήσεις θα ακολουθήσει αργότερα, όταν ο χρόνος μας το επιτρέψει. Μέχρι τότε, ας ευχηθούμε ότι το αναστάσιμο φως του Χριστού θα μας φωτίσει όλους ώστε να αλλάξουμε μυαλά…
[Τέλος Β΄ Μέρους. Η συνέχεια στο Γ΄ Μέρος και τελευταίο]
Σημειώσεις
[1] Ανδριόπουλος Παναγιώτης, «Η Ερμηνεία των μαρτυριών της Κ. Δ. για την ανάσταση του Ιησού Χριστού στη σύγχρονη εποχή», ΟΕΔΒ, Αθήνα 1986, σελ. 135.
[2] Ανδριόπουλος Παναγιώτης, «Η Ερμηνεία…», ό.π., σελ. 136.
[3] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Απολογητικαί Μελέται», τόμ. Ε΄, 6η έκδ., «Ο Σωτήρ», Αθήνα 1994, σελ. 79-80.
[4] «Μυροφόροι», ΘΗΕ, τόμ. 9 (1966), στ. 215.
[5] Οι μεταφράσεις των εδαφίων από το: «Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) - Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα», Βιβλική Εταιρεία, Αθήνα 1997.
[6] PG 129,748 B.
[7] Δαμαλάς Νικόλαος, «Ερμηνεία εις την Καινήν Διαθήκην», τόμ. Γ΄, εν Αθήναις 1892, σελ. 744.
[8] Λουκάς Φίλης, «Το εννοιολογικό περιεχόμενο των παράλληλων χωρίων Μαρκ 16,2. Ματθ 28,1. Λουκ 24,1. Ιωαν 20,1», στο συλλογικό έργο: «Η Μετάφραση της Αγίας Γραφής στην Ορθόδοξη Εκκλησία», Εισηγήσεις Δ΄ Συνάξεως Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων (Θεσ-νίκη, 25-28 ΟΚΤ 1986), Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 175.
[9] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον», 4η έκδ., «Ο Σωτήρ», Αθήνα 1993, σελ. 313β.
[10] Λουκάς Φίλης, «Το εννοιολογικό περιεχόμενο…», ό.π., σελ. 180.
[11] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη», 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998, σελ. 186-187.
[12] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον», 4η έκδ., «Ο Σωτήρ», Αθήνα 1990, σελ. 685β-686α.
[13] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον», ό.π., σελ. 686α.
[14] Βλ. Δαμαλάς Νικόλαος, «Ερμηνεία εις την Καινήν Διαθήκην», τόμ. Γ΄, εν Αθήναις 1892, σελ. 724-725.
[15] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Απολογητικαί Μελέται», τόμ. Ε΄, ό.π., σελ. 565.
[16] Λουκάς Φίλης, «Το εννοιολογικό περιεχόμενο…», ό.π., σελ. 177.
[17] Ανδριόπουλος Παναγιώτης, «Η Ερμηνεία…», ό.π., σελ. 136.
[18] Ανδριόπουλος Παναγιώτης, «Η Ερμηνεία…», ό.π., σελ. 135.
[19] Βλ. Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις τας Επιστολάς της Κ. Διαθήκης», τόμ. Α', 4η έκδ., «Ο Σωτήρ», Αθήνα 1989, σελ. 397.
[20] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις τας Επιστολάς…», τόμ. Α', ό.π., σελ. 397α.
[21] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις τας Επιστολάς…», τόμ. Α', ό.π., σελ. 397β.
[22] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις τας Επιστολάς…», τόμ. Α', ό.π., σελ. 397α.
[23] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον», 3η έκδ., «Ο Σωτήρ», Αθήνα 1983, σελ. 664α.
(Πηγή: «Quiz για τις μέρες του Πάσχα - Απαντήσεις σε ένα αφελές ερωτηματολόγιο Μέρος Β΄: Οι πρώτες 8 ερωτήσεις», του Papyrus 52 για την Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας, Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας http://www.oodegr.com/neopaganismos/ag.grafi/quiz_2.htm )
Οι υπόλοιπες 9 ερωτήσεις
Περιεχόμενα
1. Απάντηση στο Κουίζ, 9η από 17: «Ο Ιησούς παρουσιάστηκε για πρώτη φορά…»
2. Απάντηση στο Κουίζ, 10η από 17: «Οι μαθητές πρωτοείδαν τον Ιησού…»
3. Απάντηση στο Κουίζ, 11η από 17: «Ο αναστηθείς Ιησούς…»
4. Απάντηση στο Κουίζ, 12η από 17: «Ο αναστηθείς Ιησούς…»
5. Απάντηση στο Κουίζ, 13η από 17: «Οι μαθητές είδαν τον αναστημένο Ιησού…»
6. Απάντηση στο Κουίζ, 14η από 17: «Όταν ο Ιησούς παρουσιάστηκε στους μαθητές του ήταν…»
7. Απάντηση στο Κουίζ, 15η από 17: «Ο αναστηθείς Ιησούς …»
8. Απάντηση στο Κουίζ, 16η από 17: «Ο Ιησούς αναλήφθηκε στον ουρανό…»
9. Απάντηση στο Κουίζ, 17η από 17: «Οι μαθητές έλαβαν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος…»
10. Επίλογος
1. Απάντηση στο Κουίζ, 9η από 17:
«Ο Ιησούς παρουσιάστηκε για πρώτη φορά…»
α. Κάπου μεταξύ του μνήματος και της Ιερουσαλήμ, β. Ακριβώς έξω από το μνήμα, γ. Στη Γαλιλαία, δ. Στο δρόμο για το χωριό Εμμαούς, που απείχε εξήντα στάδια από την Ιερουσαλήμ
[α. Ματθ. 28,8-9, β. Ιωάν. 20,11-14, γ. Στη Γαλιλαία Μαρκ. 16,6-7, δ. Λουκ. 24,13-15.].
Εάν κάποιος διάβασε στο Β΄ Μέρος του άρθρου την 8η τοποθέτησή μας, θα γνωρίζει ήδη την απάντηση.
Επαναλαμβάνουμε λοιπόν ότι:
Η πρώτη εμφάνιση ήταν στην Μαγδαληνή έξω από το μνήμα (Μαρκ. 16,9. Ιω. 20,14), η δεύτερη εμφάνιση ήταν στις Μυροφόρες κατά την επιστροφή τους από τον Τάφο (Ματθ. 28,9-10), η τρίτη εμφάνιση ήταν στον Απόστολο Πέτρο (Λουκ. 24,34. Α΄ Κορ. 15,5) και η τέταρτη εμφάνιση ήταν στους δύο μαθητές εκτός του στενού κύκλου των δώδεκα, στο δρόμο για τους Εμμαούς (Λουκ. 24,13-35).
[βεβαίως από εκεί και πέρα αριθμούνται και άλλες: πέμπτη εμφάνιση στους δέκα μαθητές χωρίς τον Θωμά (Λουκ. 24,36-43. Ιω. 20,19-24), έκτη εμφάνιση στους έντεκα μαθητές μαζί με το Θωμά (Ιω. 20,26-29), έβδομη εμφάνιση στους επτά μαθητές στην Τιβεριάδα (Ιω. 21,1-23) κ.λπ.]
Ας εξετάσουμε τώρα το υποερώτημα «γ».
Όπως είδαμε στο Β΄ μέρος του άρθρου από την ανάλυση των κειμένων, ο άγγελος παραγγέλλει μεν στις μυροφόρες, «πείτε στους μαθητές … [ο Ιησούς] ‘’πηγαίνει πριν από σας στην Γαλιλαία και σας περιμένει εκεί θα τον δείτε…’’» (Μαρκ. 16,7), όμως η μαρτυρία των μυροφόρων δεν έγινε πιστευτή· για παράδειγμα, ο Μάρκος μας λέει ότι οι μαθητές δεν πίστεψαν ούτε καν την Μαγδαληνή που τους είπε ότι είδε τον Ιησού (Μαρκ. 16,11), άρα ποιος ο λόγος να πιστέψουν τις μυροφόρες;
Επιπλέον, υπάρχει και η αντίστοιχη μαρτυρία του Λουκά (βλ. και 8η ερώτηση του κουίζ) : οι δύο μαθητές που πηγαίνουν στους Εμμαούς, δείχνουν μέσω της συνομιλίας τους με τον Ιησού (που δεν έχουν καταλάβει ακόμα ποιος είναι), ότι οι μαρτυρίες των γυναικών θεωρήθηκαν κενές περιεχομένου και γι’ αυτό δεν τις αναφέρουν καν. Απέκλειαν κάθε ενδεχόμενο ο Ιησούς να ζει, και αυτό φαίνεται καθαρά από τη φράση τους: «είναι η τρίτη μέρα σήμερα … και δεν έχει συμβεί τίποτα» (Λουκ. 24,21).
Άρα, οι μαθητές δεν έφυγαν για τη Γαλιλαία και παρέμειναν στα Ιεροσόλυμα μην ξέροντας τι να κάνουν (Ιω. 20,19) για τουλάχιστον οκτώ ημέρες ακόμα (Ιω. 20,26). Έπρεπε ο Ιησούς να φανερωθεί πρώτα στους μαθητές ώστε να αρχίσουν να πιστεύουν στην πραγματικότητα της Ανάστασής Του.
Έτσι κι έγινε. Ο Ιησούς εμφανίζεται πρώτα μπροστά στους μαθητές χωρίς να είναι παρόν ο Θωμάς (Λουκ. 24,36-43. Ιω. 20,19-24), κατόπιν ξαναείδαν τον Χριστό όλοι μαζί, όπου κάμπτεται η δυσπιστία του Θωμά (Ιω. 20,26-29) και μετά ξεκινούν το ταξίδι τους για τη Γαλιλαία όπου θα πραγματοποιηθεί η τρίτη εμφάνιση του Ιησού στον στενό κύκλο των μαθητών (Ιω. 21,14).
2. Απάντηση στο Κουίζ, 10η από 17:
«Οι μαθητές πρωτοείδαν τον Ιησού…»
α. Στη Γαλιλαία,
β. Στην Ιερουσαλήμ
[α. Ματθ. 28, 7, Μάρκ. 16,7-10, β. Λουκ. 24, 33-36, Ιωάν. 20,19, Πράξεις 1,4.].
Τώρα ασφαλώς αναμασάμε τα ίδια και τα ίδια…
Όπως είπαμε στην προηγούμενη απάντηση, οι μαθητές πρωτοείδαν τον Ιησού στην Ιερουσαλήμ και κατόπιν, αφού πείστηκαν για την Ανάσταση, ταξίδεψαν για τη Γαλιλαία.
Ως προς την ερώτηση αυτή του «κουίζ» αξίζει να μείνουμε λίγο περισσότερο στο γνωστό «κόλπο» που επικαλούνται όσοι μιλούν για «αντιφάσεις», και αφορά μια ρήση του Ιησού που σημειώνει ο Λουκάς και στο Ευαγγέλιό του και στο βιβλίο των Πράξεων:
«Εσείς καθίστε στην Ιερουσαλήμ ωσότου ο Θεός σάς οπλίσει με τη δύναμή του» (Λουκ. 24,49).
και
«Μην απομακρυνθείτε από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένετε από τον Πατέρα την εκπλήρωση της υποσχέσεως για την οποία σας μίλησα» (Πραξ. 1,4).
Αυτά τα εδάφια, οι παραχαράκτες τα ετεροχρονίζουν ώστε να μας παραπλανήσουν και να πουν ότι αφού ο Ιησούς τους είπε να μείνουν στην Ιερουσαλήμ άρα δεν μπορεί να έφυγαν για τη Γαλιλαία ποτέ, ούτε μετά τις 8 ημέρες και την εμφάνιση στον Θωμά.
Όμως, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να καταλάβουμε ότι η ρήση αυτή του Ιησού είναι πολύ μεταγενέστερη από το ταξίδι στη Γαλιλαία!
Προφανώς, ξεχνάνε ότι και το Κατά Λουκάν αλλά και οι Πράξεις των Αποστόλων έχουν γραφτεί από τον Λουκά. Άρα, το μεγάλο εμπόδιο στην παραχάραξη που επιδιώκουν, είναι ότι φέρνουν αντιμέτωπο τον Λουκά με τον… εαυτό του, πράγμα εντελώς παράλογο.
Στις Πράξεις λοιπόν, ο Λουκάς μας λέει ότι η εντολή του Ιησού για μή απομάκρυνση από την Ιερουσαλήμ, δόθηκε μετά από 40 ημέρες παραμονής και παρουσίας Του στους μαθητές. Μετά το θάνατό του παρουσιάστηκε σ’ αυτούς ζωντανός με πολλές αποδείξεις· για σαράντα μέρες τούς εμφανιζόταν και τους μιλούσε σχετικά με τη βασιλεία του Θεού.
Ενόσω ήταν μαζί τους κι έτρωγε, τους παρήγγειλλε: «Μην απομακρυνθείτε από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένετε από τον Πατέρα την εκπλήρωση της υποσχέσεως για την οποία σας μίλησα» (Πραξ. 1,3-4).
Άρα το «μην απομακρυνθείτε από τα Ιεροσόλυμα», ειπώθηκε αφού πρώτα έγιναν οι εμφανίσεις που προείπαμε στην Ιερουσαλήμ και στη Γαλιλαία.
Και μπορεί ο Λουκάς στο (Λουκ. 24,42-45) να μην αναφέρει τις 40 ημέρες, όμως για κακή τύχη των ψευδολόγων, αναφέρει το παράλληλο εδάφιο, «εσείς καθίστε στην Ιερουσαλήμ …» (Λουκ. 24,49).
Από αυτό καταλαβαίνουμε ότι το διάστημα των 40 ημερών ο Λουκάς δεν έχει σκοπό να το αναφέρει, ίσως επειδή έχει την πρόθεση να το γράψει στις Πράξεις των Αποστόλων.
Όπως και να’ χει, τα τελευταία εδάφια του Λουκά επιβεβαιώνουν τους ειδικούς μελετητές που μας λένε ότι τα ευαγγέλια δεν είναι παρά στιγμιότυπα από τον βίο της πρώτης Εκκλησίας, και μάλιστα συνδεδεμένα μεταξύ τους χωρίς αυστηρή χρονολογική σύνδεση. Συχνά, το ένα στιγμιότυπο ακολουθεί το άλλο με πολύ χαλαρές χρονολογικές συνδέσεις, και βεβαίως δεν μπορούμε αυθαίρετα να εκλαμβάνουμε όλα τα στιγμιότυπα σαν να ήταν συνεχής αφήγηση.
Έτσι, σύμφωνα με τους μελετητές, η σκηνή της εμφάνισης του Ιησού στους 10 μαθητές τελειώνει στο (Λουκ. 24,36-43). Στο εδάφιο 44 («ύστερα τους είπε…») αρχίζει η αποχαιρετιστήρια σκηνή που οδηγεί στην Ανάληψη, η οποία ο Λουκάς μας λέει ότι λαμβάνει χώρα 40 ημέρες μετά την Ανάσταση (Πραξ. 1,3).
Που τοποθετούνται λοιπόν οι 40 ημέρες στο Κατά Λουκάν; Προφανώς ανάμεσα στο 24,43 και 24,44 και αυτό μας το αποδεικνύει το, «εσείς καθίστε στην Ιερουσαλήμ…» (Λουκ. 24,49) που είναι παράλληλο με το «μην απομακρυνθείτε από τα Ιεροσόλυμα…» (Πραξ. 1,4), και μάλιστα παράλληλο από τον ίδιο ακριβώς συγγραφέα που γνωρίζει αναμφίβολα για το διάστημα των 40 ημερών.
3. Απάντηση στο Κουίζ, 11η από 17:
«Ο αναστηθείς Ιησούς…»
α. Αναγνωρίσθηκε από αυτούς που τον είδαν, β. Δεν ήταν αναγνωρίσιμος
[α. Ματθ., 28,9, Μάρκ. 16,9-10, Λουκ. 24,31, β. Μάρκ. 16,12, Λουκ. 24,15-16, 36-37, Ιωάν. 20,14-15.]
Νομίζουμε ότι έχουμε μπροστά μας άλλη μια εντελώς γελοία ερώτηση, η οποία παρέα με την επόμενη (αρ. 11) που διερωτάται αν ο Ιησούς ήταν… «φυσικός» ή όχι, παίρνουν επάξια το πρώτο βραβείο ανοησίας όλου του προχειροφτιαγμένου «κουίζ».
Και το λέμε αυτό, γιατί έχουμε μια υποψία…
Επειδή τα εδάφια που προτείνουν μοιάζουν εντελώς ατυχή και κακοεπιλεγμένα, σκεφτόμαστε μήπως στην ερώτηση 11, αυτό που θεωρούν ως «αντίφαση» είναι το γεγονός πως ο Ιησούς -κατά την άποψή τους- θα έπρεπε να είναι υποχρεωμένος(!), να εμφανίζεται ΠΑΝΤΑ, είτε ως αναγνωρίσιμος, είτε ως μη αναγνωρίσιμος!
Αν τυχόν θεωρούν ΑΥΤΟ ως «αντίφαση», εμείς ρωτάμε:
Μήπως θέλουν να μας τρελάνουν;!
Αν θέλουν να βασίζονται στα κείμενα των ευαγγελίων, ας μας πουν, από πού είναι δυνατόν να προκύψει μια τέτοια δέσμευση ή υποχρέωση για τον… δημιουργό του κόσμου (Ιω. 1,3);! Πως μπορεί να υποθέτουν ότι ο παντοδύναμος Χριστός θα έπρεπε να είναι «υποχρεωμένος» να εμφανίζεται ΠΑΝΤΑ σε μια συγκεκριμένη κατάσταση; Έχουν διαβάσει άραγε τι γράφουν τα ευαγγέλια επί του θέματος αυτού;
- «Εφανέρωσεν εαυτόν πάλιν ο Ιησούς» (Ιω. 21,1).
- «Άφαντος εγένετο απ’ αυτών» (Λουκ. 24,31).
- «Εφανερώθη εν ετέρα μορφή» (Μαρκ. 16,12), κ.λπ., κ.λπ.
Από τα εδάφια αυτά και άλλα πολλά ακόμη, προκύπτει σαφέστατα ότι το «πού», το «πότε» και το «πώς» των εμφανίσεων του Ιησού, ήταν στην απόλυτη εξουσία Του. Αυτή είναι ρητή δήλωση των ιερών κειμένων και άρα το να εμφανίζεται ο Ιησούς κατ’ επιλογήν, είτε ως αναγνωρίσιμος, είτε «εν ετέρα μορφή» δεν αποτελεί καμία «αντίφαση»!
Ασφαλώς όμως δεν θα μείνουμε εκεί, αλλά θα εξετάσουμε και τα εδάφια που προσκομίζουν.
Καταρχάς, και ένα παιδάκι του δημοτικού αν ρωτούσαμε, τι είναι αυτό που θα χαρακτήριζες «αντίφαση» σε δύο διηγήσεις περί εμφανίσεων του Ιησού, θα μας έλεγε:
Να μιλάνε δύο ευαγγελιστές για το ίδιο ακριβώς γεγονός, και να λέει ο ένας ευαγγελιστής ότι ο Ιησούς ήταν μή αναγνωρίσιμος και την ίδια στιγμή ο άλλος ευαγγελιστής να το αποκλείει ρητά και χωρίς να υπάρχει τρόπος να εξηγηθεί η διαφωνία αυτή.
Υπάρχει άλλος τρόπος για να ονομαστούν δύο διηγήσεις περί εμφανίσεων «αντιφατικές» και δεν το ξέρουμε;
Ε, δείτε λοιπόν ποια εδάφια επέλεξαν για να μιλήσουν περί «αντιφάσεων»:
α) Ματθ., 28,9: Ο Ιησούς εμφανίζεται στις μυροφόρες. Όμως… Αν εμφανίστηκε ως αναγνωρίσιμος ή όχι, με ποια παράλληλη διήγηση θα το συγκρίνουν για να μιλήσουν για «αντίφαση», αφού μόνο ο Ματθαίος αναφέρει την εμφάνιση αυτή;! Όντως, είναι ν’ απορεί κανείς…
Από εκεί και πέρα, το αν ήταν άμεσα αναγνωρίσιμος από τις μυροφόρες στο Ματθ., 28,9 ή αν έγινε κάτι άλλο, ο Ματθαίος το αποσιωπά (μπορεί π.χ. να τον αναγνώρισαν οι μυροφόρες μόλις είπε το «Χαίρετε!», όπως περίπου έγινε με την Μαγδαληνή). «Αντίφαση» όμως δεν μπορεί να ανιχνευτεί στην εμφάνιση αυτή, αφού δεν υπάρχει παράλληλη διήγηση ώστε να τις συγκρίνουν.
Πάμε παρακάτω.
β) Μαρκ. 16,9-10 & Ιω. 20,14-15: Πρόκειται για την εμφάνιση στη Μαγδαληνή. Στο Ιω. 20,18 γράφει: «η Μαρία η Μαγδαληνή … αναγγέλλει: ‘’Είδα τον Κύριο!’’». Στο Μαρκ. 16,9 γράφει: «ο Ιησούς … εμφανίστηκε … στη Μαρία τη Μαγδαληνή». Στο Ιω. 20,16 η Μαγδαληνή αναγνωρίζει τον Ιησού, και το ίδιο μας λέει και το Μαρκ. 16,9. Άρα, συμφωνούν απόλυτα. Πού ακριβώς βρίσκουν την «αντίφαση»; Μήπως μάς δίνει λεπτομέρειες ο Μάρκος για το πόση ώρα πέρασε πριν αναγνωρίσει η Μαγδαληνή τον Ιησού; Ασφαλώς όχι. Ο Μάρκος δίνει περιληπτικά το ίδιο γεγονός που ο Ιωάννης το αναφέρει με λεπτομέρειες. Άρα, πού «αντιφάσκει» ο Μάρκος με τον Ιωάννη;
Και προχωρούμε.
γ) Λουκ. 24,15-16 & Λουκ. 24,31 & Μαρκ. 16,12: Πρόκειται για την εμφάνιση στους δύο μαθητές που πηγαίνουν προς τους Εμμαούς. Στο Λουκ. 24,15-16 βλέπουμε ότι οι μαθητές στην αρχή δεν αναγνωρίζουν τον Ιησού, όπως συμβαίνει αντίστοιχα και με την Μαγδαληνή (Ιω. 20,14). Η διήγηση συμφωνεί και με το Μαρκ. 16,12 όπου ο Ιησούς αρχικά «εμφανίστηκε με διαφορετική μορφή» στους δύο μαθητές. Στο Λουκ. 24,31 τελικά αναγνωρίζουν τον Ιησού, (έτσι συνέβη και με την Μαγδαληνή στο Ιω. 20,16).
Επειδή πουθενά δεν υπάρχει αντίφαση στα εδάφια, μήπως θέλουν να μας πουν οι παραχαράκτες ότι στο Μαρκ. 16,12-13, οι δύο μαθητές δεν αναγνώρισαν τον Ιησού; Όμως, δεν είδαν άραγε ότι ο Μάρκος γράφει:
«[Η Μαγδαληνή] είπε στους μαθητές … ότι ο Ιησούς ζει και … δεν την πίστεψαν … [οι δύο μαθητές] πήγαν και τα διηγήθηκαν … αλλά ΟΥΤΕ ΚΙ ΑΥΤΟΥΣ τους πίστεψαν … Ο Ιησούς … τους επέπληξε γιατί … επέμεναν να μην πιστεύουν ΑΥΤΟΥΣ που Τον είδαν αναστημένο» (Μαρκ. 16,10-14).
1ον Η φράση «ΟΥΤΕ ΚΙ ΑΥΤΟΥΣ τους πίστεψαν» δείχνει ότι η Μαγδαληνή και οι μαθητές ανακοίνωσαν γεγονότα με το ΙΔΙΟ περιεχόμενο, δηλ. την εμφάνιση του Ιησού.
2ον Αν μόνο η Μαγδαληνή αναγνώρισε τον Ιησού, γιατί ο Μάρκος μιλάει στον πληθυντικό για «ΑΥΤΟΥΣ που Τον είδαν»;
Μα ας είμαστε σοβαροί επιτέλους!
Και πάμε στο τελευταίο εδάφιο.
δ) Λουκ. 24,36-37: Πρόκειται για την εμφάνιση στους μαθητές χωρίς τον Θωμά. Εδώ οι μαθητές αναγνωρίζουν τον Ιησού αλλά φοβούνται γιατί εμφανίστηκε ξαφνικά περνώντας μέσα από τους τοίχους και τις κλειστές πόρτες, οπότε τον θεωρούν «φάντασμα». Ο Ιησούς τους δείχνει τις πληγές του στα χέρια, τα πόδια και τα πλευρά του (Λουκ. 24,39-40. Ιω. 20,20) για να πειστούν ότι είναι ο ίδιος και είναι πραγματικός.
Αντίφαση όμως δεν μπορεί να προκύψει από εδώ.
4. Απάντηση στο Κουίζ, 12η από 17:
«Ο αναστηθείς Ιησούς…»
α. Ήταν «φυσικός», β. Δεν ήταν «φυσικός».
[α. Ματθ. 28,9, Λουκ. 24,41-43, Ιωάν. 20,27, β. Δεν ήταν «φυσικός» (Μάρκ. 16,9, 12, 14, Λουκ. 24,15-16, 31, 36-37, Α΄ Κορ. 15,8-9.]
Για την 12η ερώτηση ήδη είπαμε ότι είναι εντελώς ανούσια όπως και η προηγούμενη. Η θεματολογία τους είναι ίδια ακριβώς. Στηρίζονται στην παράλογη επιθυμία, να βάλουν σε συγκεκριμένα καλούπια τον Χριστό λες και συζητάμε για τον… γείτονά μας! Δεν βλέπουν για Ποιον μιλάμε;
«Πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν» (Ιωάν. 1,3)!
Εδώ συζητάμε για το ότι Αναστήθηκε, ότι Αναλήφθηκε, ότι εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν, ότι θα καθίσει στα Δεξιά του Πατρός… Τι πάει να πει λοιπόν «ήταν φυσικός», «δεν ήταν φυσικός»; Τι αστείες εκφράσεις είναι αυτές;
Είδαμε και πριν πόσο αφελείς είναι τέτοιες ερωτήσεις:
«Εφανέρωσεν εαυτόν πάλιν ο Ιησούς» (Ιω. 21,1).
«Άφαντος εγένετο απ’ αυτών» (Λουκ. 24,31).
«Εφανερώθη εν ετέρα μορφή» (Μαρκ. 16,12).
«Ενώ μιλούσαν … στάθηκε ανάμεσά τους» (Λουκ. 24,36-37).
«Με κλειστές τις πόρτες … ήρθε ο Ιησούς» (Ιω. 20,19).
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο Ιησούς υπάρχει σε μια εντελώς διαφορετική σωματική κατάσταση από πριν. Σαφώς είναι πραγματικός, όμως δεν υπόκειται στους περιορισμούς της ύλης και διατηρεί υπό τον έλεγχό Του όλες τις ιδιότητες του αναστημένου σώματος.
Από εκεί και πέρα τι σημαίνει «ήταν φυσικός»; Όσο «φυσικός» είναι κάποιος που ελέγχει την ίδια του την ύλη, δεν τον εμποδίζουν κλειστές πόρτες και τοίχοι, εμφανίζεται και εξαφανίζεται κατά βούληση χωρίς να τον περιορίζουν καταστάσεις, διαστάσεις και αποστάσεις…
Με βεβαιότητα λοιπόν, μπορούμε να προσθέσουμε και τα εξής, τα οποία βεβαίως είπαν πριν από εμάς οι Πατέρες της Εκκλησίας:
«Άξιον δε διαπορήσαι πως σώμα άφθαρτον τύπους εδείκνυτο των ήλων, και απτόν ην θνητή χειρί. Αλλά μη θορυβηθής· συγκαταβάσεως γαρ ην το γινόμενον. Το γαρ ούτω λεπτόν και κούφον, ως κεκλεισμένων εισελθείν των θυρών, παχύτητος πάσης απήλλακτο· αλλ’ ώστε πιστευθήναι την ανάστασιν, τούτο δείκνυται, και ώστε μαθείν, ότι αυτός ην ο σταυρωθείς, και ουκ άλλος αντ΄ αυτού ανέστη. Δια τούτο ανέστη έχων τα σημεία του σταυρού, και τρώγει δια τούτο»[1].
Εφόσον λοιπόν το σώμα Του ήταν άφθαρτο, ο Ιησούς διατηρούσε θαυματουργικά τα αποτυπώματα των πληγών στο σώμα Του, για χάρη των μαθητών του.
Οι άνθρωποι μπορούσαν να τον αγγίξουν επειδή το ήθελε ο Ίδιος.
Επίσης, τρώει μαζί τους μόνο για χάρη των μαθητών του, και μια απόδειξη γι’ αυτό είναι η ρήση του Λουκά:
«Του έδωσαν … ψητό ψάρι και … κηρύθρα με μέλι … τα έφαγε μπροστά τους» (Λουκ. 24,42-43).
Τα έφαγε δηλαδή για να τον δουν, να πιστέψουν ότι είναι αυτός ο ίδιος και είναι πραγματικός. Οι ιδιότητες του σώματος του Χριστού σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπουν να πούμε ότι θα μπορούσε ο Αναστημένος Ιησούς να υπόκειται σε οποιοδήποτε περιορισμό του φθαρτού μας σώματος (πείνα, κούραση, πόνο κ.λπ.).
Κατά τη γνώμη μας, το ερώτημα «ήταν φυσικός» ή «δεν ήταν φυσικός», όταν διαβάζουμε όλ’ αυτά για τον Αναστημένο Ιησού, μετατρέπεται σε μνημείο αφέλειας…
5. Απάντηση στο Κουίζ, 13η από 17:
«Οι μαθητές είδαν τον αναστημένο Ιησού…»
α. Μια φορά μόνο, β. Τρεις φορές, γ. Πολλές φορές.
[α. Ματθ. 28,16-17, β. Ιωάν. 20,19,26, 21,1,14, γ. Πράξεις 1,3.]
Ασφαλώς, οι εμφανίσεις του Ιησού στους μαθητές ήταν πολλές, όπως μας λέει ο Λουκάς στο Πραξ. 1,3 και την ίδια στιγμή ούτε ο Ματθαίος, ούτε ο Ιωάννης το αποκλείουν. Ο Ιωάννης μάλιστα, όχι μόνο δεν το αποκλείει, αλλά γράφει:
«Υπάρχουν κι άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, που, αν γραφτούν … ούτε ο κόσμος ολόκληρος δε θα χωρούσε … τα βιβλία» (Ιω. 21,25).
Η διαπίστωση των ερευνητών όπως έχουμε ξαναπεί, είναι ότι οι ευαγγελιστές επιλέγουν όσα στιγμιότυπα από τον ιστορικό βίο της πρώτης Εκκλησίας θεωρούν ότι υπηρετούν το σκοπό του ευαγγελίου τους. Για να γίνει όμως λόγος για «αντίφαση», γνωρίζουν καλά οι παραχαράκτες ότι θα πρέπει η διήγηση ενός ευαγγελιστή να αποκλείει ρητά και αναμφισβήτητα την μαρτυρία ενός άλλου ευαγγελιστή.
Αυτό δεν συμβαίνει εδώ σε καμία περίπτωση.
6. Απάντηση στο Κουίζ, 14η από 17:
«Όταν ο Ιησούς παρουσιάστηκε στους μαθητές του ήταν…»
α. Ένδεκα μαθητές παρόντες, β. Δώδεκα μαθητές παρόντες.
[α. Ματθ. 28,16-17, Λουκ. 24,33-36, β. Α΄ Κορ. 15,5.]
Άντε πάλι…
Την ερώτηση αυτή την απαντήσαμε ήδη, στα πλαίσια της 8ης ερώτησης, στο Β΄ μέρος του «κουίζ».
Είχαμε γράψει ότι ο Παύλος, από τις διάφορες εμφανίσεις του Ιησού που γνωρίζει, επιλέγει συνειδητά να αναφέρει στο Α΄ Κορ. 15,5 αυτές στον Πέτρο και στον βασικό κύκλο των μαθητών, καθώς στην επιστολή του σκοπεύει να δώσει την επίσημη μαρτυρία της πρώτης Εκκλησίας για την Ανάσταση, με αναφορά στα ηγετικά της πρόσωπα[2]. Ενδεικτικό της σκέψης αυτής είναι το γεγονός ότι αναφέρεται στους «Δώδεκα» το οποίο «αποτελεί επίσημον όνομα δηλούν τον κύκλον των αποστόλων, διότι άλλως κατά την πρώτην εμφάνισιν εις τους αποστόλους μόνον δέκα ήσαν παρόντες»[3] (πλην του Ιούδα και του Θωμά).
Άρα, η αναφορά στους «Δώδεκα» δεν είναι καταμέτρηση αλλά τίτλος.
Εκτός από τον Παύλο, τα ευαγγέλια μας προσφέρουν άλλη μια απόδειξη ότι το «Δώδεκα» δεν έχει έννοια στατιστική, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επίσημο όνομα για τον στενό κύκλο των μαθητών ακόμα και όταν είναι έντεκα. Ο Ιωάννης, ακόμα και μετά τον θάνατο του Ιούδα χρησιμοποιεί τον όρο «Δώδεκα»:
«Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα μαθητές … δεν ήταν μαζί τους» (Ιω. 20,24).
Πέφτει λοιπόν στο κενό και η ερώτηση αυτή.
7. Απάντηση στο Κουίζ, 15η από 17:
«Ο αναστηθείς Ιησούς…»
α. Επιθυμούσε να τον αγγίξουν, β. Δεν επιθυμούσε να τον αγγίξουν, γ. Δεν έδινε σημασία στο άν θα τον άγγιζαν ή όχι.
[α. Ιωάν. 20,27, β. Ιωάν. 20,17, γ. Ματθ. 28,10.]
Πολύ γελάσαμε με τις παραπάνω διατυπώσεις… Ας ξεκινήσουμε από τα πιο ανούσια:
Η περίπτωση του Θωμά στο Ιω. 20,27 δεν έχει σχέση με κάποια «επιθυμία» του Ιησού! Ο Ιησούς απλά έδειξε την αγάπη του προς τον μαθητή και του έδωσε την ευκαιρία να τον αγγίξει για να πιστέψει. Το κείμενο ίσως υπονοεί ότι τελικά ο Θωμάς δεν Τον άγγιξε καθώς λέει ο Ιησούς: ‘’Πείστηκες επειδή με είδες με τα μάτια σου’’.
Επίσης, η προσκύνηση των μυροφόρων στο Ματθ. 28,10 ούτε αυτή είναι θέμα κάποιας «επιθυμίας» του Ιησού! Όπως βλέπουμε και σε άλλα εδάφια, όπως το Ματθ. 8,2 ή στο Ματθ. 14,33, η προσκύνηση είναι έκφραση σεβασμού και αναγνώρισης της αγιότητάς Του, όχι μόνο από τους μαθητές προς τον δάσκαλό τους, αλλά και από πρόσωπα που δεν τον γνώριζαν, ζούσαν όμως την ακτινοβολία της προσωπικότητας του Ιησού.
Ας δούμε τώρα την περίπτωση του περίφημου «μη μου άπτου» (Ιω. 20,17) για το οποίο έχουν γραφτεί πολλά, κυρίως βέβαια για την αιτιολογία της απαγόρευσης: «λέγει αυτή Ιησούς· μή μου άπτου, ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον πατέρα».
[Σημείωση: Ο θεολόγος Νικόλαος Σωτηρόπουλος, γράφει: «Η μεγάλη δυσκολία δια την ερμηνείαν του χωρίου παραμερίζεται αμέσως, αν τον σύνδεσμον ‘’γαρ’’ μεταφράσωμεν ‘’βεβαίως’’, διότι ο σύνδεσμος έχει και βεβαιωτικήν σημασίαν (Ιδέ Δ. Δημητράκου, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης). Ούτω το χωρίον αποδίδεται ως εξής: ‘’Μη με εγγίζης, δεν έχω βεβαίως αναβή ακόμη εις τον πατέρα μου, ύπαγε όμως προς τους αδελφούς μου και ειπέ εις αυτούς, αναβαίνω προς τον πατέρα μου’’ κλπ.».
Πράγματι, με την ερμηνεία αυτή το νόημα γίνεται ομαλότερο και μάλιστα, αν το «γαρ» αποδοθεί ως βεβαιωτικό, τότε μπορεί και να παραληφθεί: «Μη μ’ αγγίζεις της λέει ο Ιησούς […] δεν ανέβηκα ακόμα προς τον Πατέρα μου· πήγαινε όμως στους αδερφούς μου και πες τους: “ανεβαίνω…». Έχει μάλιστα σημασία το γεγονός ότι, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύει το εδάφιο (βλ. PG 59,469) χωρίς να ασχολείται με την κατά γράμμα ερμηνεία του «γαρ»[4].]
Καταρχάς, ας κλείσουμε το ζήτημα της 15ης ερώτησης του «κουίζ»: Οι μαρτυρίες είναι πολλές για να δικαιούται το αφελές κουίζ να γράφει ότι ο Ιησούς δεν ήθελε να τον αγγίζουν:
Ο Ιησούς καλεί ο ίδιος τον Θωμά να βάλει το δάκτυλο του στον τύπο των ήλων (Ιω. 20,27) και βεβαίως, οι διηγήσεις της Καινής Διαθήκης υπογραμμίζουν σαφώς την υλική και σωματική διάσταση του Χριστού. Στο ευαγγέλιο του Ιωάννη ο αναστάς Κύριος μοιράζει στους μαθητές με τα χέρια Του άρτο και ψάρια, στο κατά Ματθαίον οι μυροφόρες «εκράτησαν αυτού τους πόδας» (Ματθ. 28,9), στο κατά Λουκάν ο Ιησούς πιάνει το ψωμί, το ευλογεί, το κόβει και το μοιράζει στους δύο μαθητές καθ’ οδόν προς τους Εμμαούς (Λουκ. 24,30), σε άλλη σκηνή τρώει ένα κομμάτι από ψητό ψάρι (Λουκ. 24,43) και βεβαίως, η έκφραση «συναλιζόμενος», που αναφέρεται συνολικά στην τεσσαρακονθήμερη επικοινωνία του Χριστού με τους μαθητές του (Πραξ. 1,4) δηλώνει σαφώς ότι ο Ιησούς μετά την ανάσταση και μέχρι την ανάληψη συνέτρωγε με τους μαθητές και γενικά είχε πολύ στενή και συχνή επαφή μαζί τους.
Άρα, δεν μπορεί να μπει καν θέμα ότι ο Ιησούς δεν επιθυμούσε να τον αγγίξουν.
Ας δούμε λοιπόν τα κυριότερα σημεία που θα μας βοηθήσουν να εξηγήσουμε την φράση «μη μου άπτου»[5]:
α) Όπως επισημαίνεται από τους ερμηνευτές, η απόσταση που δημιουργεί ο Ιησούς από την Μαγδαληνή με τη φράση αυτή, θυμίζει ανάλογα περιστατικά της επίγειας ζωής Του, κατά τα οποία δημιούργησε με λόγους ή ενέργειές του απόσταση από αγαπητά του πρόσωπα. Για παράδειγμα, με την χαρακτηριστική φράση που απευθύνει στην Παναγία, «τι εμοί και σοι γύναι;» (Ιω. 2,4) θέλει να γίνει κατανοητό πως ο Θεός δεν μπορεί να καθοδηγηθεί από ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες, αλλά έχει τον πλήρη έλεγχο των καταστάσεων και ενεργεί όταν και όπως ο ίδιος θέλει.
β) Ποιος όμως είναι ο λόγος που θέλει να κρατήσει απόσταση από την Μαγδαληνή, μια απόσταση που δεν θέλησε να κρατήσει π.χ. από τον Θωμά;
Η εξήγηση βρίσκεται στο γεγονός ότι η Μαγδαληνή δεν είχε συνειδητοποιήσει περί τίνος επρόκειτο. Αντί να χαίρεται με την απουσία του σώματος του Κυρίου ενθυμούμενη τα λόγια Του, εκείνη δεν κατανοεί τη σημασία των γεγονότων και κλαίει διαρκώς έξω από τον Τάφο στενοχωρημένη. Όταν ο Ιησούς εμφανίζεται και τον νομίζει για κηπουρό, ακόμα πιστεύει ότι κάποιος έχει πάρει το σώμα του Ιησού και θέλει να μάθει που το έχουν βάλει. Έτσι, ακολουθεί η σκηνή του Ιω. 20,16-17 που είναι χαρακτηριστική: ο Ιησούς της λέει, «Μαρία!» εκείνη γυρίζει ξαφνιασμένη, τον αναγνωρίζει, τον φωνάζει «Διδάσκαλε» και προφανώς είναι έτοιμη να εκφραστεί με την οικειότητα που είχαν συνηθίσει οι μαθητές όλον αυτόν τον καιρό που Τον ακολουθούσαν.
Όμως, ο καιρός αυτός έχει παρέλθει οριστικά. Ο Ιησούς δεν είναι πλέον ο επίγειος διδάσκαλός τους. Ο Θωμάς αυτό το κατάλαβε, και στην προτροπή του Ιησού «μην αμφιβάλλεις και πίστεψε» ομολογεί την πίστη του με τα λόγια, «είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Το ίδιο και οι μυροφόρες, που αμέσως «έπεσαν στα πόδια του και τον προσκύνησαν» και μάλιστα με ιδιαίτερο δέος, καθώς ο Ιησούς τους λέει: «Μη φοβάστε!» (Ματθ. 28,9-10).
Η Μαγδαληνή όμως δεν έχει καταλάβει ακόμα. Γι’ αυτό σταματά τις εκδηλώσεις της ο Ιησούς λέγοντάς «μη μου άπτου» και συνεχίζει: «ανεβαίνω σ’ εκείνον που είναι δικός μου και δικός σας Πατέρας, δικός μου και δικός σας Θεός». Της θυμίζει έτσι, τα λόγια του Ιω. 16,5-13: «σας συμφέρει να φύγω εγώ. Γιατί, αν εγώ δεν φύγω, δε θα έρθει σ’ εσάς ο Παράκλητος … θα ελέγξει τους ανθρώπους ως προς την αμαρτία, ως προς τη δικαιοσύνη και ως προς την κρίση του Θεού … εγώ πηγαίνω δικαιωμένος στον Πατέρα, και δε θα με βλέπετε πια … θα έρθει εκείνος, το Πνεύμα της Αλήθειας, θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια».
Άρα, με αυτά που έπραξε ο Ιησούς έφερε σε συναίσθηση την Μαγδαληνή. Δεν μοιάζει η ανάστασή Του με του Λαζάρου, δεν ζει πλέον την προηγούμενη ζωή της ταπεινώσεως, αλλά είναι ο ίδιος ο Κύριος και Θεός που ανυψώνεται δοξασμένος προς τον Πατέρα Του και Θεό όλων. Τώρα οφείλουν όλοι να Τον αναγνωρίζουν όχι απλώς ως τον αγαπημένο διδάσκαλο, αλλά ως τον σαρκωθέντα Λόγο του Θεού.
8. Απάντηση στο Κουίζ, 16η από 17:
«Ο Ιησούς αναλήφθηκε στον ουρανό…»
α. Την ίδια ημέρα της ανάστασης, β. Σαράντα ημέρες μετά την ανάσταση, γ. Δεν γίνεται λόγος για ανάληψη του Ιησού.
[α. Μάρκ. 16, 9, 19, Λουκ. 24,13, 28-51, 50-51, β. Πράξεις, 1,3-9, γ. Ματθ. 28,19-20, Ιωάν. 21,23-τέλος.]
Ασφαλώς, το κουίζ είναι για άλλη μια φορά παραπλανητικό.
Να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής ότι για το επιχείρημα «γ», «δεν γίνεται λόγος για ανάληψη του Ιησού», δεν μπορούν να επικαλεστούν το ευαγγέλιο του Ιωάννη. Η φράση «τι θα γίνει αν δείτε τον Υιό του Ανθρώπου ν’ ανεβαίνει εκεί που ήταν πρωτύτερα;» (Ιω. 6,62) δεν αφήνει το περιθώριο να πούμε ότι ο Ιωάννης δεν κάνει λόγο για την Ανάληψη.
Επίσης και ο Ματθαίος, αν και δεν αναφέρεται ευθέως στην Ανάληψη, εντούτοις χρησιμοποιεί παράλληλες εκφράσεις με το ίδιο περιεχόμενο. Λέει για παράδειγμα ο Μάρκος στη σκηνή της Ανάληψης:
«Ο Κύριος, αναλήφθηκε στον ουρανό και κάθισε στα δεξιά του Θεού» (Μαρκ. 16,19).
Και ο Ματθαίος γράφει σ’ ένα σαφέστατο παράλληλο:
«Σας λέω πως σύντομα θα δείτε τον Υιό του Ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του Θεού» (Ματθ. 26,64). Άλλωστε πώς αλλιώς οι άνθρωποι θα «δουν τον Υιό του Ανθρώπου να έρχεται πάνω στα σύννεφα» (Ματθ. 24,30), αν δεν ανέβει πρώτα στους ουρανούς;
Οπότε είναι μάλλον υπερβολικό να πούμε ότι οι ακροατές του Ματθαίου θα περίμεναν ότι ο Ιησούς θα έμενε για πάντα εδώ στη γη.
Ας δούμε τώρα, πότε έγινε η Ανάληψη, την ημέρα της Ανάστασης, ή 40 ημέρες μετά;
Θεωρούμε ότι τα Μαρκ. 16,9 και 19 πολύ κακώς τα επικαλούνται για το ζήτημα αυτό. Το Μαρκ. 16,9 μας λέει μόνο, ότι μετά την ανάστασή του ο Ιησούς, το πρωί της Κυριακής, εμφανίστηκε στη Μαρία τη Μαγδαληνή. Από πού κι ως που όμως αυτό μας υποχρεώνει να συμπεράνουμε ότι ο Ιησούς αναλήφθηκε την ίδια ημέρα; Όπως σημειώνεται στο «Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας» (μτφρ. Σάββας Αγουρίδης):
«Στο χωρίο 16,19 του κατά Μαρκον ευαγγελίου, που εξαρτάται κατά ένα μεγάλο μέρος από το Λουκά, η Ανάληψη εξιστορείται ύστερα από διαδοχικές εμφανίσεις, οι οποίες δεν καταλαβαίνουμε αν έγιναν μέσα σε μια ή σε περισσότερες μέρες»[6].
Αυτό συμβαίνει διότι σύμφωνα με τον κριτικό έλεγχο του κειμένου, προκύπτει ότι οι στίχοι 16,9-20 δεν υπήρχαν σε όλα τα αρχαία χειρόγραφα και «πατερικές μαρτυρίες δείχνουν ότι το ερώτημα περί του τέλους του ευαγγελίου είχε αντιμετωπισθεί ήδη κατά τους πρώτους αιώνες»[7]. Κατά συνέπεια, πρόκειται ίσως για μεταγενέστερη προσθήκη στο ευαγγέλιο, αναμφισβήτητης πάντως Κανονικότητας[8], και «οι στίχοι αυτοί [δηλ. 16,9-20] αποτελούν σύνθεση και περίληψη όλων των ευαγγελικών διηγήσεων για τις εμφανίσεις του Αναστημένου Χριστού»[9].
Τα εδάφια του Μάρκου λοιπόν που αναφέρονται στην Ανάληψη, βρίσκονται στα πλαίσια μιας αφήγησης η οποία δεν μπορεί να χρονολογηθεί επακριβώς ώστε να αποδειχθεί ότι τα συμβάντα στους στίχους Μαρκ. 16,9-20 έγιναν όλα την ίδια ημέρα.
Άρα, και αυτό το δεύτερο επιχείρημα των ψευδολόγων πέφτει στο κενό.
Τώρα, ως προς τις διηγήσεις του Λουκά για την Ανάληψη τις οποίες διαβάζουμε στις Πράξεις και στο Ευαγγέλιό του, μιλήσαμε ήδη στην ερώτηση 10 του «κουίζ».
Ξαναλέμε λοιπόν:
Ο Λουκάς γράφει και το Κατά Λουκάν αλλά και τις Πράξεις των Αποστόλων. Στις Πράξεις λοιπόν, σαφέστατα ο Λουκάς δηλώνει ότι η Ανάληψη του Ιησού έγινε μετά από 40 ημέρες παραμονής και παρουσίας Του στους μαθητές:
«3 Μετά το θάνατό του παρουσιάστηκε σ’ αυτούς ζωντανός με πολλές αποδείξεις· για σαράντα μέρες τούς εμφανιζόταν και τους μιλούσε σχετικά με τη βασιλεία του Θεού […] 9 ανυψώθηκε προς τον ουρανό, και μια νεφέλη τον έκρυψε από τα μάτια τους.» (Πραξ. 1,3.9).
Βεβαίως, το διάστημα των 40 ημερών ο Λουκάς το γράφει μόνο στις Πράξεις αλλά το παραλείπει στο ευαγγέλιό του, ίσως έχοντας σκοπό να αναφέρει περισσότερα στο βιβλίο των Πράξεων. Θα ήταν όμως παράλογο να πούμε ότι δεν γνωρίζει για τις 40 ημέρες, όταν το έχει ήδη γράψει στις Πράξεις.
Αφού λοιπόν είναι παράλογο να υποθέσουμε ότι ο Λουκάς αντιφάσκει με τον εαυτό του, ως επιπλέον απόδειξη για το θέμα των 40 ημερών θα χρησιμοποιήσουμε την εντολή παραμονής στα Ιεροσόλυμα:
«για σαράντα μέρες τούς εμφανιζόταν … τους παρήγγειλλε: ‘’Μην απομακρυνθείτε από τα Ιεροσόλυμα’’» (Πραξ. 1,3-4)
Η εντολή αυτή επαναλαμβάνεται στο Λουκ. 24,49:
«Εσείς καθίστε στην Ιερουσαλήμ ωσότου ο Θεός σάς οπλίσει με τη δύναμή του».
Έχοντας λοιπόν ως δεδομένο ότι τα ευαγγέλια δεν είναι παρά στιγμιότυπα από τον βίο της πρώτης Εκκλησίας συνδεδεμένα μεταξύ τους χωρίς αυστηρή χρονολογική σύνδεση, συμπεραίνουμε ότι:
Η σκηνή της εμφάνισης του Ιησού στους 10 μαθητές τελειώνει στο Λουκ. 24,36-43. Στο εδάφιο 44 (ύστερα τους είπε…) αρχίζει η αποχαιρετιστήρια σκηνή που οδηγεί στην Ανάληψη, η οποία ο Λουκάς μας λέει ότι λαμβάνει χώρα 40 ημέρες μετά την Ανάσταση (Πραξ. 1,3).
Που τοποθετούνται λοιπόν οι 40 ημέρες στο Κατά Λουκάν; Προφανώς ανάμεσα στο 24,43 και 24,44 και αυτό μας το αποδεικνύει το, «εσείς καθίστε στην Ιερουσαλήμ…» (Λουκ. 24,49) που είναι παράλληλο με το «μην απομακρυνθείτε από τα Ιεροσόλυμα…» (Πραξ. 1,4).
Συνεπώς:
α) Για κανένα από τα ευαγγέλια δεν μπορούμε να πούμε πως «δεν γίνεται λόγος για ανάληψη του Ιησού». Μπορεί ο Ιωάννης και κυρίως ο Ματθαίος να μην την αναφέρουν ευθέως, όμως υπάρχουν εδάφια στα οποία γίνεται έμμεσα λόγος για Ανάληψη του Ιησού.
β) Από πουθενά δεν προκύπτει ότι η Ανάληψη δεν έγινε 40 ημέρες μετά από την Ανάσταση.
9. Απάντηση στο Κουίζ, 17η από 17:
«Οι μαθητές έλαβαν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος…»
α. Το βράδυ της ίδιας ημέρας της ανάστασης, β. Πενήντα ημέρες μετά την ανάσταση.
[α. Ιωάν. 20,19-22, β. Πράξεις, 2,1-13.]
Και η τελευταία ερώτηση δεν νομίζουμε ότι έχει κάποια ιδιαίτερη δυσκολία να απαντηθεί.
Οι αθεο-παγανιστές αναφέρονται στη φράση του Ιησού: «φύσηξε στα πρόσωπά τους και τους λέει: ‘’Λάβετε Πνεύμα Άγιο’’» (Ιω. 20,22) και θέλουν να μας πουν ότι αυτό το εδάφιο αναφέρεται στην… Πεντηκοστή.
Όμως, για να μιλήσουν για «αντίφαση» οι ψευδολόγοι, συγκρίνουν αυθαίρετα το Ιω. 20,22 με το εδάφιο Πραξ. 2,1-13. Είναι όμως δυνατόν τα δύο αυτά εδάφια να υπονοούν το γεγονός της Πεντηκοστής ώστε να μιλάμε για «αντίφαση»; Ασφαλώς όχι. Διότι τότε, θα πρέπει να βρουν πειστικά στοιχεία που να μας λένε ότι ο Ιωάννης διαφωνεί με τον εαυτό του!
Ας δούμε γιατί:
Η σκηνή που περιγράφει το Πραξ. 2,1-13 είναι η Πεντηκοστή, δηλ. η έλευση του Αγίου Πνεύματος ΜΕΤΑ την αποχώρηση του Ιησού, δηλαδή μετά την Ανάληψή Του. Όμως, και ο Ιωάννης ξέρει καλά ότι το γεγονός της Πεντηκοστής θα συμβεί ΜΕΤΑ την αποχώρηση του Ιησού:
«Σας συμφέρει να φύγω εγώ. Γιατί, αν εγώ δεν φύγω, δε θα έρθει σ’ εσάς ο Παράκλητος … θα έρθει εκείνος, το Πνεύμα της Αλήθειας, θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια» (Ιω. 16,5-13).
Ο Ιωάννης λοιπόν ξεκαθαρίζει ότι αν δεν φύγει ο Ιησούς, δεν θα έλθει το Πνεύμα το Άγιο. Ακριβώς το ίδιο δηλαδή που μας διηγείται ο Λουκάς στις Πράξεις. Άρα, πιάνουμε εμείς τους ψευδολόγους να αντιφάσκουν:
Γιατί «απορούν» αν το εδάφιο Ιω. 20,22 αναφέρεται στην Πεντηκοστή, αφού είναι τόσο «ικανοί» μελετητές; Δεν είδαν τα εδάφια Ιω. 16,5-13 που δείχνουν καθαρά πως ο Ιωάννης ξέρει ότι για να γίνει η Πεντηκοστή, ο Ιησούς πρέπει πρώτα να φύγει;
Επειδή λοιπόν μόνο τυφλός δεν θα έβλεπε ότι ο Ιωάννης όταν λέει «Λάβετε Πνεύμα Άγιο» δεν εννοεί την Πεντηκοστή, το ζήτημα που θέτει η 17η ερώτηση του «κουίζ» είναι εντελώς άστοχο και ανούσιο και οι αθεο-παγανιστές το επικαλούνται μόνο για λόγους εντυπώσεων…
Πριν κλείσουμε το άρθρο μας, ας δούμε την ορθόδοξη ερμηνεία του εδαφίου, «φύσηξε στα πρόσωπά τους και τους λέει: ‘’Λάβετε Πνεύμα Άγιο’’» (Ιω. 20,22).
Όπως ερμηνεύει ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς:
«Μερικήν του πνεύματος ενέργειαν διά του εμφυσήματος έδωκεν»[10].
Δεν πρόκειται λοιπόν για τον «ερχομό» του Αγίου Πνεύματος με τα «σημεία» της Πεντηκοστής, αλλά για την χορήγηση του Αγιοπνευματικού χαρίσματος της άφεσης των αμαρτιών:
«Λάβετε Πνεύμα Άγιο, σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες, σε όποιους τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα κρατηθούν έτσι».
10. Επίλογος
Αυτό ήταν λοιπόν το «κουίζ» των 17 ερωτήσεων που έσπευσαν να αντιγράψουν οι καλοθελητές σε blog αντιχριστιανικής παραπληροφόρησης. Πιστεύουμε ότι έγινε φανερό πως μόνο ένας επιπόλαιος αναγνώστης της Κ.Δ. θα μπορούσε να φτιάξει ή να δώσει βάση σε ένα τέτοιο κατασκεύασμα.
Υπάρχει μια πανίσχυρη Παράδοση 2.000 χρόνων που συνοδεύει τα κείμενα της Κ.Δ. και οι πολέμιοι του χριστιανισμού δεν μπορεί να ελπίζουν ότι με τέτοιες αλχημείες θα καταφέρουν οτιδήποτε.
Ας μας φωτίσει ο Χριστός όλους, και ας μας φέρει σε συναίσθηση να καταλάβουμε τον Λόγο Του.
[Τέλος Γ΄ Μέρους, και τέλος του άρθρου]
Σημειώσεις
[1] Ιωάννης Χρυσόστομος, «Στο Κατά Ιωάννην», PG 59.474.
[2] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις τας Επιστολάς…», τόμ. Α', ό.π., σελ. 397α.
[3] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις τας Επιστολάς…», τόμ. Α', ό.π., σελ. 397β.
[4] Βλ. Σωτηρόπουλος Νικόλαος, «Ερμηνεία δύσκολων χωρίων της Γραφής», τόμ. Α΄, Αθήνα 1985, σελ. 123.
[5] Για την ερμηνεία της περικοπής, βλ. κυρίως τα εξής:
α) Καρακόλης Κ. Χρήστος, «Ερμηνευτικές Προσεγγίσεις», Αποστολική Διακονία, 2η έκδ., Αθήνα 2005, σελ. 85-95.
β) Σωτηρόπουλος Νικόλαος, «Ερμηνεία δύσκολων χωρίων της Γραφής», τόμ. Α΄, Αθήνα 1985, σελ. 121-124.
γ) Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον», 4η έκδ., «Ο Σωτήρ», Αθήνα 1990, σελ. 698-701.
[6] «Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας» (μτφρ. από τα Γαλλικά με εποπτεία Σάββα Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν), Άρτος Ζωής, Αθήνα 1980, στ. 78.
[7] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 511.
[8] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Το κατά Μάρκον…», ό.π., σελ. 513.
[9] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Το κατά Μάρκον…», ό.π., σελ. 514.
[10] Λόγος Αποδεικτικός Β΄, 6. Η παράθεση από το: Γιαγκάζογλου Σταύρος, «Κοινωνία θεώσεως. Η σύνθεση Χριστολογίας και Πνευματολογίας στο έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά», Δόμος, Αθήνα 2001, σελ. 354.
(Πηγή: «Quiz για τις μέρες του Πάσχα - Απαντήσεις σε ένα αφελές ερωτηματολόγιο Μέρος Γ΄: Οι υπόλοιπες 9 ερωτήσεις», του Papyrus 52 για την Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας, Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας http://www.oodegr.com/neopaganismos/ag.grafi/quiz_3.htm )
Πηγή: , ,