Τὸν ἕκτο αἰώνα πρὸ Χριστοῦ οἱ Ἰουδαῖοι βρέθηκαν αἰχμάλωτοι γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους στὴν Βαβυλώνα ἐπὶ ἑβδομήντα ἔτη. Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν τοὺς εἴχε ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ ἁπλὰ μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν δοκιμασία τοὺς διαπαιδαγωγοῦσε. Μάλιστα στὴν διάρκεια τῶν ἑβδομήκοντα ἐτῶν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους βρέθηκαν σὲ ἰδιαίτερα εὐμενεῖς θέσεις καὶ ὑπηρετοῦσαν στὴν αὐλὴ τοῦ Βασιλέως. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπήρξε καὶ ὁ Μαρδοχαῖος: «Μαρδοχαῖος ὁ τοῦ Ἰαΐρου, τοῦ Σεμεΐου, τοῦ Κισσαίου, ἐκ φυλῆς Βενιαμίν, ἄνθρωπος Ἰουδαῖος οἰκῶν ἐν Σούσοις τῇ πόλει, ἄνθρωπος μέγας, θεραπεύων ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ βασιλέως. ἦν δὲ ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας, ἧς ᾐχμαλώτευσε Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐξ Ἱερουσαλὴμ», Εσθ. Α,1-3.
Ὁ Μαρδοχαῖος ὑπηρετοῦσε μὲν στὴν αὐλὴ τοῦ Βασιλέως, ἀλλὰ ὅμως ἕνα συγκεκριμένο γεγονὸς τὸν ἔκανε νὰ ἀποκτήσει ἰδιαίτερη εὔνοια ἀπὸ τὸν Βασιλέα: ἡ ἀνακάλυψη καὶ καταγγελία τῆς συνωμοσίας δύο εὐνούχων αὐλικῶν τοῦ Βασιλέα εἰς βάρος του γιὰ τὴν δολοφονία του, ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν παραδειγματικὴ καταδίκη αὐτῶν καὶ τὴν σωτηρία τοῦ Βασιλέα ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ αὐτὴ:
«προσέταξεν ὁ βασιλεὺς καταχωρίσαι εἰς μνημόσυνον ἐν τῇ βασιλικῇ βιβλιοθήκῃ ὑπὲρ τῆς εὐνοίας Μαρδοχαίου ἐν ἐγκωμίῳ.», Ἐσθ. 2,23. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὠφελήθηκε ἕνας αὐλικός, ὁ Ἀμάν: «Μετὰ δὲ ταῦτα ἐδόξασεν ὁ βασιλεὺς Ἀρταξέρξης Ἀμὰν Ἀμαδάθου Βουγαῖον καὶ ὕψωσεν αὐτόν, καὶ ἐπρωτοβάθρει πάντων τῶν φίλων αὐτοῦ.», Ἐσθ. 3,1. Καὶ ἐδῶ εἶναι τὸ φοβερό. Ὁ Ἀμὰν ἀπαιτοῦσε μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὸν Μαρδοχαῖο καὶ νὰ τὸν προσκυνεῖ ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι μετὰ ἀπὸ σχετικὸ πρόσταγμα τοῦ Βασιλέως, καὶ ἐπειδὴ ὁ Μαρδοχαῖος δὲν τὸ ἔκανε αὐτό, ἀφοῦ δὲν τοῦ τὸ ἐπέτρεπε ἡ πίστη του στὸν ἀληθινὸ Θεὸ ὡς πιστὸς Ἰουδαῖος ποὺ ἦταν, ὁ Ἀμὰν θέλησε νὰ ἐξολοθρεύσει αὐτὸν καὶ μαζὶ καὶ ὅλον τὸν λαό του, τὸν ἰουδαϊκὸ λαὸ («καὶ ἐπιγνοὺς Ἀμὰν ὅτι οὐ προσκυνεῖ αὐτῷ Μαρδοχαῖος, ἐθυμώθη σφόδρα καὶ ἐβουλεύσατο ἀφανίσαι πάντας τοὺς ὑπὸ τὴν Ἀρταξέρξου βασιλείαν Ἰουδαίους. » Ἐσθ. 3,5-6). Καὶ γιὰ νὰ τὸ πετύχει αὐτὸ εἶπε στὸ Βασιλιὰ: «οἱ νόμοι αὐτῶν εἶναι διαφορετικοὶ ἀπὸ τοὺς νόμους ὅλων τῶν ἄλλων ἐθνῶν. Αὐτοὶ, λοιπὸν, δὲν ὑπακούουν στοὺς νόμους τοῦ βασιλέως καὶ εἶναι προφανὲς ὅτι δὲν εἶναι συμφέρον στὸν βασιλέα νὰ ἀφήσει αὐτοὺς νὰ ζοῦν. Ἐάν λοιπὸν φαίνεται καλὸν στὸν βασιλέα, ἅς ἐκδώσει ἕνα διάταγμα καταστροφής τους, ἐγῶ δὲ ἐγγράφως θὰ ἀναλάβω τὴν ὑποχρέωση νὰ καταθέσω στὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ βασιλέως δέκα χιλιάδες τάλαντα ἀργυρίου”. («οἱ δὲ νόμοι αὐτῶν ἔξαλλοι παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, τῶν δὲ νόμων τοῦ βασιλέως παρακούουσι, καὶ οὐ συμφέρει τῷ βασιλεῖ ἐᾶσαι αὐτούς· εἰ δοκεῖ τῷ βασιλεῖ, δογματισάτω ἀπολέσαι αὐτούς, κἀγὼ διαγράψω εἰς τὸ γαζοφυλάκιον τοῦ βασιλέως ἀργυρίου τάλαντα μύρια.», Ἐσθ. 3,8-9). Καὶ βλέπουμε στὰ λόγια του αὐτὰ, ὅτι ἐπειδὴ ὁ Βασιλιὰς θὰ ζημιωνόταν οἰκονομικὰ ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τόσων ἀνθρώπων, ἀφοῦ δὲν θὰ τοῦ πληρώναν πλέον τους φόρους τους, ἀναλάμβανε ὁ Ἀμὰν ἀκόμα καὶ νὰ ἀποζημειώσει ὁ ἴδιος τοὺς φόρους τους. Ἀρκεῖ νὰ ἐξαφανίσει τὸν Μαρδοχαῖο ποὺ προσκυνεῖ τὸν Θεὸ ἀντὶ γι’ αὐτὸν, μαζὶ μὲ ὅλον τὸν λαό του, ποὺ πιστεύουν στὸν ἴδιο Θεό!
Ἔτσι ὁ Βασιλιὰς πείστηκε, ἐξέδωσε τὸ σχετικὸ βασιλικὸ διάταγμα καὶ τὸ ἀπέστειλε σὲ ὅλες τὶς χῶρες τῆς Βασιλείας του. Τότε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ εἰσήλθε στὴ μεγαλύτερη δοκιμασία ὅλων τῶν ἐτῶν τῆς Βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας του καὶ σὲ μιὰ τρομερὴ ἀνησυχία περιμένοντας τὴν ὁρισμένη ἡμέρα τῆς ἐξολόθρευσής του ἀπὸ ὅσους τὴν ἐπιθυμοῦν, χωρὶς νὰ ἔχει κανεῖς τὸ δικαίωμα νὰ τοὺς ὑπερασπισθεῖ: «αὶ ἐν πάσῃ χώρᾳ, οὗ ἐξετίθετο τὰ γράμματα, κραυγὴ καὶ κοπετὸς καὶ πένθος μέγα τοῖς Ἰουδαίοις, σάκκον καὶ σποδὸν ἔστρωσαν ἑαυτοῖς.», Ἐσθ. 4,3. Ὅμως ὁ Θεὸς ἦταν μαζὶ μὲ τὸ λαό του ὅσο καὶ ἄν ἐπέτρεπε νὰ δοκιμάζεται ἔτσι, καὶ ὁ Ἀμὰν εἶχε κάνει ἕνα μεγάλο λάθος: τυφλωμένος ἀπὸ τὴν μεγάλη του ὑπερηφάνεια καὶ φιλοδοξία ποὺ γέμιζαν αὐτὸν μίσος γιὰ ὅποιον τοῦ στεκόταν ἐμπόδιο, δὲν εἶχε ἐλέγξει καλὰ μὲ ποιοὺς πάει νὰ τὰ βάλει. Ἐκτὸς τοῦ ὅτι ὁ Μαρδοχαῖος εἶχε κερδίσει τὴν εὔνοια τοῦ Βασιλιὰ καὶ τὸ ξεσκέπασμα τῶν συνωμοτών ἀπὸ αὐτὸν εἶχε καταχωρηθεί στὸ Βιβλίο τῶν Χρονικῶν τοῦ Βασιλείου ὡς μέγα γεγονὸς, τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ἡ νέα βασίλισσα ποὺ κατ’ οἰκονομία Θεοῦ ἀντικατέστησε τὴν προηγούμενη, ἐπειδὴ ἐκείνη ἔδειξε ἀνυπακοή («…Ἀστὶν τῇ βασιλίσσῃ, ὅτι οὐκ ἐποίησε τὰ ὑπὸ τοῦ βασιλέως προσταχθέντα διὰ τῶν εὐνούχων.», Ἐσθ. 1,15), καὶ ἦταν ἡ Ἐσθήρ, ἦταν ξάδελφή του καὶ αὐτὸς τὴν εἶχε ἀναθρέψει ὅταν ἔμεινε ὀρφανή, καταφέρνοντας χωρὶς ὁ Βασιλιὰς νὰ γνωρίζει τὴν καταγωγή της, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Μαρδοχαίου, νὰ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐπέλεξε ὁ Βασιλιὰς γιὰ νέα σύζυγό του. Καὶ ἡ Ἐσθὴρ ὅταν στὴν δύσκολη ὥρα τῆς ζήτησε ὁ ξάδελφός της νὰ ἐπέμβει γιὰ νὰ σώσει τὸ λαὸ, τὸν ἄκουσε. Ἔτσι παρουσιάστηκε στὸ Βασιλιὰ ἀπρόσκλητη, παρόλο ποὺ αὐτὸ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο σήμαινε καταδίκη σὲ θάνατο («εἰσελεύσομαι πρὸς τὸν βασιλέα παρὰ τὸν νόμον, ἐὰν καὶ ἀπολέσθαι με δέῃ.», Ἐσθ. 4,16). Τὸ ἔκανε ὅμως, ἀφοῦ πρώτα προετοιμάστηκε νηστεύοντας καὶ αὐτὴ καὶ ὅλος ὁ λαὸς στὴν πόλη γιὰ τρία ἡμερόνυχτα: « βαδίσας ἐκκλησίασον τοὺς Ἰουδαίους τοὺς ἐν Σούσοις καὶ νηστεύσατε ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ μὴ φάγητε μηδὲ πίητε ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς νύκτα καὶ ἡμέραν, κἀγὼ δὲ καὶ αἱ ἅβραι μου ἀσιτήσομεν», Ἐσθ. 4,16.
Ὅμως ὅταν μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἡ Ἐσθὴρ ὁλοκληρώνοντας τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχὴ της («Καὶ ἐγενήθη ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ὡς ἐπαύσατο προσευχομένη, ἐξεδύσατο τὰ ἱμάτια τῆς θεραπείας καὶ περιεβάλετο τὴν δόξαν αὐτῆς.», Ἐσθ. 5,1) παρουσιάστηκε στὸν Βασιλέα, ἐκεῖνος τὴν δέχθηκε ὡς Βασίλισσα ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τοὺς νόμους καὶ αὐτὴ μαζί του τοὺς ὁρίζει: «τί ἐστιν Ἐσθήρ; ἐγὼ ὁ ἀδελφός σου, θάρσει, οὐ μὴ ἀποθάνῃς ὅτι κοινὸν τὸ πρόσταγμα ἡμῶν ἐστι· πρόσελθε.», Ἐσθ. 5,1ζ. Τότε πέτυχε τὴν πρόσκληση του σὲ γεῦμα ποὺ θὰ παρέθετε ἡ ἴδια, ζητώντας νὰ εἶναι παρὸν καὶ ὁ Ἀμάν. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους τοῦ Ἀμάν. Αὐτὴ ὅμως ὁριστικοποιήθηκε μὲ τὴν κατ’ οἰκονομία Θεοῦ ἀνάγνωση τοῦ Βιβλίου τῶν Χρονικῶν ἐνώπιων τοῦ Βασιλέα τὴν νύχτα λόγω τῆς ἀϋπνίας ποὺ εἶχε, ὁπότε ἀναζητώντας κάτι γιὰ νὰ τοῦ διαβάσουν, τοῦ διάβασαν γιὰ τὴν σωτηρία του ἀπὸ τὴν συνωμοσία εἰς βάρος του χάρη στὸν Μαρδοχαῖο. Τὴν ἐπόμενη ἡμέρα ὅλα ἔγιναν ἀστραπιαία. Ὁ Ἀμὰν ποὺ νόμιζε ὅτι νέες τιμές τὸν περίμεναν, βρέθηκε νὰ τιμὰ κατόπιν διαταγῆς τοῦ Βασιλέως τὸν ἄνθρωπο ποὺ μισοῦσε, τὸν Μαρδοχαῖο, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχε μόλις ἑτοιμάσει ἕνα ἰκρίωμα πενήντα πήχεις ψηλό γιὰ νὰ τὸν κρεμάσει, ἐνῶ στὸ γεῦμα ποὺ ἀκολούθησε, ὅπως τοῦ εἶπαν οἱ φίλοι του καὶ ἡ γυναῖκα του λίγο πρὶν ἀπὸ αὐτὸ ὅτι «ὁριστικῶς καὶ βεβαίως θὰ πέσεις καὶ θὰ ταπεινωθεῖς ἐνώπιον τοῦ Μαρδοχαίου, διότι μαζὶ του εἶναι ὁ ἀληθινός, αἰώνιος Θεός» («πεσὼν πεσῇ καὶ οὐ μὴ δύνῃ αὐτὸν ἀμύνασθαι, ὅτι Θεὸς ζῶν μετ᾿ αὐτοῦ», Εσθ. 6,13), ἡ Ἐσθὴρ φανέρωσε σὲ αὐτὸ ἐνώπιων τοῦ Βασιλιὰ τὴν ἰουδαϊκή κατάγωγή της, ποὺ ἀπὸ αὐτὴ γινόταν πλέον ἀναμφίβολα ἀντιληπτὸ ὅτι τὸ μίσος τοῦ Ἀμὰν στρέφεται καὶ ἐναντίον της, ὁπότε ἡ κατάληξη αὐτοῦ ἤταν πιὰ ἐντελῶς δεδομένη καὶ ἀναπόφευκτη. Καὶ ἡ θανατική ποινὴ του ἐκτελέστηκε μὲ τὴν σταύρωσή του στὸ ἰκρίωμα ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος γιὰ νὰ ξεφορτωθεῖ τὸν Μαρδοχαῖο. Τὴν ἴδια κατάληξη εἶχε καὶ ὅλη οἰκογένειά του, γιατὶ ὁ Βασιλιὰς ἄν καὶ δὲν μποροῦσε νὰ καταργήσει τὸ βασιλικὸ διάταγμα τῆς ἐπίθεσης κατὰ τῶν Ἰουδαῖων, ἐξέδωσε δεύτερο ποὺ ἐπέτρεπε τὴν ὑπεράσπιση τῶν Ἰουδαῖων, καὶ ἔτσι στὴν ὁρισμένη ἡμέρα, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πανίσχυρου πλέον Μαρδοχαίου ποὺ πήρε τὴν θέση τοῦ Ἀμὰν ὡς δεύτερος μετὰ τὸν Βασιλιά («ἔλαβε δὲ ὁ βασιλεὺς τὸν δακτύλιον, ὃν ἀφείλετο Ἀμάν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν Μαρδοχαίῳ», Ἐσθ. 8,2), ἀντὶ νὰ θανατωθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, θανατώθηκαν οἱ ἐχθροί τους, μὲ πρώτους τὴν οἰκογένεια τοῦ Ἀμάν.
Ὅλα αὐτὰ ποὺ συνέβησαν ὁ Μαρδοχαῖος τὰ εἶχε δεῖ σὲ ὄνειρο λίγο πρὶν συμβοῦν, τὸ ὁποῖο στὴν βιβλικὴ ἱστορία τῆς Ἐσθὴρ περιγράφεται ὡς ἐξῆς: «… ἡγέρθηκαν, συνασπίσθηκαν καὶ ἑτοιμάσθηκαν ὅλα τὰ ἔθνη νὰ πολεμήσουν ἐναντίον ἑνὸς ἔθνους δικαίων ἀνθρώπων. Αἴφνης κατά τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἔγινε γνόφος καὶ σκότος. Θλίψις καὶ στενοχωρία ἀπλώθηκε στὴν γῆ. Δεινὰ καὶ ταραχὴ μεγάλη. Ὅλο τὸ ἔθνος τῶν δικαίων, ἐπειδὴ φοβήθηκε, μήπως οἱ συμφορὲς ἐκσπάσουν ἐναντίον αὐτῶν καὶ καταστραφοῦν, παρεκάλεσαν τὸν Θεόν μὲ μεγάλη φωνή. Ἀπό τὴν βοὴν τοῦ δικαίου αὐτοῦ ἔθνους ἐρράγει καὶ φανερώθηκε κάποια μικρά πηγή, ἀπό τὴν ὁποία ὅμως ἐπήγασεν ἕνας μεγάλος ποταμός, νερὸ ἄφθονον. Ἐφάνει τὸ φῶς τῆς πρωΐας, ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος καὶ οἱ ταπεινωμένοι δίκαιοι ὑψώθηκαν, ἐνισχύθηκαν καὶ κατέφαγον τοὺς ἰσχυροὺς ἐχθρούς τους» («ἡτοιμάσθη πᾶν ἔθνος εἰς πόλεμον, ὥστε πολεμῆσαι δικαίων ἔθνος. καὶ ἰδοὺ ἡμέρα σκότος καὶ γνόφου, θλῖψις καὶ στενοχωρία, κάκωσις καὶ τάραχος μέγας ἐπὶ τῆς γῆς·καὶ ἐταράχθη πᾶν ἔθνος δίκαιον φοβούμενοι τὰ ἑαυτῶν κακὰ καὶ ἡτοιμάσθησαν ἀπολέσθαι καὶ ἐβόησαν πρὸς τὸν Θεόν. ἀπὸ δὲ τῆς βοῆς αὐτῶν ἐγένετο ὡσανεὶ ἀπὸ μικρᾶς πηγῆς ποταμὸς μέγας, ὕδωρ πολύ· καὶ φῶς καὶ ἥλιος ἀνέτειλε, καὶ οἱ ταπεινοὶ ὑψώθησαν καὶ κατέφαγον τοὺς ἐνδόξους.», Ἐσθ. Α, 6- 10). Δηλαδὴ, ἐπιγραμματικά, ὅλα τὰ ἔθνη στράφηκαν ἐναντίον τοῦ ἔθνους τῶν δικαίων ἀνθρώπων, ἤ ἀλλιῶς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τελικὰ μετὰ ἀπὸ μεγάλη ταραχὴ καὶ φόβο, ἀφοῦ παρεκάλεσαν οἱ πιστοὶ τὸ Θεό, ἐκπήγασε καὶ ἔτρεξε τὸ νερὸ, ἐφάνει τὸ φῶς, ἀνέτειλε ὁ ἥλιος, καὶ τελικὰ οἱ δίκαιοι ἐπέζησαν καὶ βασίλευσαν, ἐνῶ ὅσοι τοὺς πολέμαγαν νικήθηκαν καὶ ταπεινώθηκαν.
Καὶ τὶ ἄλλο δὲν συμβαίνει σήμερα παρὰ ὁ πόλεμος ὅλων κατὰ τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας καὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησία καὶ μάλιστα ἐδῶ ποὺ δοξάστηκε περισσότερο ἀπὸ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, στὴν πατρίδα Ἑλλάδα, ἀπαιτῶντας ἀπὸ ὅλες τῆς κατευθύνσεις, ἀπὸ ἐκτὸς καὶ ἀπὸ ἐντὸς, τὸ ξεπούλημά της, τὴν λεηλασία τῶν πνευματικῶν θησαυρῶν της, τὸν πνευματικὸ θάνατο τῶν τέκνων της, νὰ ξεχάσουν τὴν ἱστορία καὶ τὴν πίστη τους, τὴν γλώσσα καὶ τὴν ταυτότητά τους. Τὴν ἔχουν κατασυκοφαντήσει («οἱ δὲ νόμοι αὐτῶν ἔξαλλοι παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, τῶν δὲ νόμων τοῦ βασιλέως παρακούουσι, καὶ οὐ συμφέρει τῷ βασιλεῖ ἐᾶσαι αὐτούς·») καὶ ζητοῦν τὴν ἀπώλειά της («εἰ δοκεῖ τῷ βασιλεῖ, δογματισάτω ἀπολέσαι αὐτούς»). Πληρώνουν ὅσο καὶ ὅσο γι’ αὐτὸ, μνημόνια τρισεκατομμυρίων («διαγράψω εἰς τὸ γαζοφυλάκιον τοῦ βασιλέως ἀργυρίου τάλαντα μύρια»), ἀρκεῖ νὰ πετύχουν τὴν διαφθορὰ τῶν ἀξιῶν μας, τὴν πνευματικὴ μας ἀλλοτρίωση, νὰ ἀπεμπολήσουμε τὴν πλούσια ανεκτίμητη κληρονομιά μας, τὸ μοναδικὸ ἱστορικό παρελθόν μας. Στὴν πραγματικότητα βέβαια, αὐτὰ ποὺ μᾶς πληρώνουν, τὰ μύρια τάλαντα ἀργυρίου, μπροστὰ σὲ αὐτὰ ποὺ θέλουν νὰ μᾶς ἀφαιρέσουν καὶ νὰ μᾶς στερήσουν, δὲν εἶναι παρὰ τὰ ἄχρηστα κύμβαλα τῆς ἀδικίας. Ὅμως δὲν ὑπολογίζουν κάτι: τοὺς Μαρδοχαίους, ποὺ δὲν τοὺς προσκυνοῦν ὅσο καὶ ἄν λυσσάνε, ὅσο ψηλὰ ἰκριώματα καὶ ἄν ἑτοιμάζουν, τῶν ὁποίων τὰ ὁνόματα εἶναι γραμμένα στὸ Βιβλίο τοῦ Βασιλιά καὶ διαβάζονται μπροστά Του τουλάχιστον κάθε Κυριακὴ στὴ Θεία Λειτουργία, καὶ τὶς Ἐσθὴρ ποὺ ἔχουν παρρησία μπροστὰ στὸ Βασιλέα καὶ Αὐτὸς τὶς ἀγαπάει καὶ εἶναι διατεθειμένος νὰ τὶς χαρίσει ὡς καὶ τὸ μισὸ βασίλειό Του («καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· τί θέλεις, Ἐσθήρ; καὶ τί σού ἐστι τὸ ἀξίωμα; ἕως τοῦ ἡμίσους τῆς βασιλείας μου, καὶ ἔσται σοι.», Ἐσθ. 5,3). Ὁ Βασιλιὰς ἐπιτρέπει νὰ βάζουν σὲ δοκιμασία τὸν λαό του αὐτοὶ ποὺ δὲν Τὸν γνωρίζουν, ὅταν ὅμως ἔρθει ἡ ὥρα Αὐτὸς ἔχει τὴν τελευταία κουβέντα. Καὶ ἀποδοκιμάζει τὸν κάθε ἀσεβὴ καὶ προκλητικὸ Ἀμὰν, ἐνῶ εὐδοκεῖ στὸ κάθε εὐσεβὴ πιστό του Μαρδοχαῖο καὶ στὴ κάθε Ἐσθήρ.
Πηγή: Ακτίνες