Ἄλλοτε δειλά καί ἄλλοτε πιό θαρρετά ἀπό συγκεκριμένους ἐκκλησιαστικούς παράγοντες ἐπανέρχεται “ἄνωθεν” τό θέμα “τῶν διακονισσῶν” στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Κυριότερος προπαγανδιστής τῆς παραπάνω πρότασης εἶναι ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Εὐάγγελος Θεοδώρου, ὁ ὁποῖος ἐπί τριάντα περίπου χρόνια μέ τίς σχετικές μελέτες του προσπαθεῖ νά πείσει τούς Σεβασμιωτάτους Ἱεράρχες τῆς ἀνά τήν οἰκουμένη Ὀρθοδοξίας νά προβοῦν χωρίς ἀναστολές σέ χειροτονίες διακονισσῶν.
Ἡ τελευταία μελέτη τοῦ κ. Εὐαγγέλου Θεοδώρου “Οἱ διακόνισσες στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας” ἀνακοινώθηκε στήν “Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν” τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, στό χειμερινό πρόγραμμα 2002-2003 καί ἐκδόθηκε τό 2004 στόν τόμο “ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ – Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ” τῆς ὡς ἄνω Ἀκαδημίας. Ἡ μελέτη αὐτή ἀποτελεῖ τήν πάγια θέση τοῦ κ. καθηγητοῦ, παραλλαγές τῆς ὁποίας ἔχει ἐκφωνήσει καί δημοσιεύσει ἐπανειλημμένα σέ διάφορες συσκέψεις καί διορθόδοξα συνέδρια.
Συγκεκριμένα, στά διορθόδοξα θεολογικά Συνέδρια τοῦ 1975 στό Etchmiadzin-Erevan τῆς (τότε Σοβιετικῆς) Ἀρμενίας, τοῦ 1976 στήν ἱερά Μονή Agapia τῆς Ρουμανίας, τοῦ 1980 στό St. Vladimir’ s Orthodox Seminary τῆς Ν. Ὑόρκης, τοῦ 1988 στή Ρόδο, τοῦ 1990 στήν Κρήτη, τοῦ 1994 στή Λειβαδιά, τοῦ 1996 στήν Addis Abeba τῆς Αἰθιοπίας, τοῦ 1996 στή Δαμασκό τῆς Συρίας καί τοῦ 1997 στήν Κωνσταντινούπολη οἱ ἀπόψεις τοῦ κ. Θεοδώρου προκαλοῦσαν ἐνδιαφέρον γιά τό θέμα. Παρά ταῦτα καί μολονότι ὁ κ. καθηγητής ἰσχυρίζεται τήν consensus (=συμφωνία ) τῶν ἱστορικοθεολογικά μορφωμένων, ὅμως πρακτικά κανείς ἐκ τῶν Ἱεραρχῶν δέν ἔχει τολμήσει νά χειροτονήσει διακόνισσες, παρά τίς ἐνθουσιώδεις προτροπές τοῦ κ. Θεοδώρου.
Στήν παραπάνω μελέτη του ὁ κ. Καθηγητής ἀναφέρει κείμενα Ἀποστολικά καί Μεταποστολικά μέχρι καί κάποια “Νεαρά” τοῦ Αὐτοκράτορος Ἡρακλείου (610-614μ.Χ.) πού κάνει λόγο γιά τίς διακόνισσες. Ἐπίσης στά Ἱεροσολυμιτικά Δίπτυχα τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου, πού ἀνάγονται στό 12ο αἰῶνα, μνημονεύονται δύο φορές διακόνισσες μεταξύ διακόνων καί ὑποδιακόνων.
Ὅσον ἀφορᾷ στήν τελευταία πληροφορία τῶν Ἱεροσολυμιτικῶν Διπτύχων τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου ταπεινῶς φρονοῦμε, ὅτι θά ὑπῆρχε ἡ ἀναφορά στίς διακόνισσες, μολονότι ὁ θεσμός τους εἶχε παύσει νά λειτουργεῖ πρό πολλοῦ χρόνου, πρᾶγμα τό ὁποῖο συμβαίνει στά λειτουργικά μας κείμενα, γιά νά ἐκφράζουν τή διαχρονικότητα καί τήν καθολικότητα τῆς θείας Λειτουργίας. Ὁ “λειτουργικός χρόνος” ἑνώνει χαρισματικά τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον, τή στρατευομένη μέ τή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, διαφυλάσσοντας ἐνίοτε ἱστορικά στοιχεῖα τοῦ παρελθόντος, τά ὁποῖα μεταγενέστερα δέν ἰσχύουν. Παραμένουν ὅμως ὡς μή εὔχρηστοι λειτουργικοί τύποι γιά νά ἐκφράσουν τή λειτουργική καθολικότητα.
Οἱ ἁρμοδιότητες τῶν διακονισσῶν ποτέ δέν ἦταν λειτουργικές. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στό Ἱερό Πηδάλιο, (Σχόλια τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου στόν ΙΘ` ἱερό κανόνα τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου) πού εἶναι βιβλίο ἀμυθήτου ἁγιοπνευματικῆς καί ἐπιστημονικῆς ἀξίας, τεκμηριώνει ἱστορικά τίς ἁρμοδιότητες τῶν διακονισσῶν. Διακονοῦσαν ὅπως ἀκριβῶς σήμερα στά γυναικεῖα μοναστήρια οἱ ἐκκλησάρισσες καί ἰδιαίτερα βοηθοῦσαν τίς κατηχούμενες πού προσέρχονταν στό Βάπτισμα γιά νά ἀποδυθοῦν ἤ νά ἐνδυθοῦν καί ἐνδιάμεσα νά ἀλειφθοῦν μέ τό ἅγιο λάδι σ’ ὅλο τους τό σῶμα, πρᾶγμα πού ἦταν ἀνάρμοστο νά τελοῦν οἱ βαπτιστές κληρικοί.
Ἐπίσης σύμφωνα μέ τήν τάξη τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων οἱ διακόνισσες ὡς νεωκόροι τοποθετοῦσαν τούς προσερχομένους στή θεία Λατρεία στό ἀντίστοιχο τμῆμα τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, στόν κυρίως ἱερό ναό ἤ στό νάρθηκα ἀνάλογα μέ τήν πνευματική τους ἐκκλησιαστική κατάσταση.
Ἡ κυριότερη ὅμως ἁρμοδιότητα τῶν διακονισσῶν ἦταν ἡ φροντίδα τῶν πτωχῶν, τῶν χηρῶν καί τῶν ὀρφανῶν καί τῶν ἄλλων πού εἶχαν πραγματικές ἀνάγκες.
Οἱ πνευματοφόροι διάκονοι καί οἱ διακόνισσες μακριά ἀπό λειτουργικές ὑποχρεώσεις βρίσκονταν στήν πρώτη γραμμή μάχιμης καταξιωμένης φιλανθρωπίας.
Γεγονός πάντως εἶναι ὅτι σύσσωμη ἡ λειτουργική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας πρώιμα συνέστειλε τό θεσμό τῶν διακονισσῶν. Αὐτή ἡ μακρά ἱερά σιωπή τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν κρατάει καί τούς ὑπευθύνους Ἱεράρχες μας ἀνά τήν Οἰκουμένη σέ σεβασμό μπροστά στήν ἱερή παύση τοῦ θεσμοῦ.
Ἥδη μέχρι τόν ἕβδομο ἤ καί δωδέκατο αἰῶνα ἡ Ἐκκλησία μας κατέχοντας τό πλήρωμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί πίστεως, μεστή τῆς ἀποστολικῆς, τῆς μαρτυρικῆς, τῆς ὁσιακῆς καί ἐπισκοπικῆς ἐμπειρίας, χειρίζεται τούς θεσμούς της καί τίς ποιμαντικές πρακτικές της σύμφωνα μέ τό σωτήριο συμφέρον τῶν μελῶν της καί ὁλοκλήρου τοῦ πληρώματός της.
Σιγήθηκε, λοιπόν, ὁ θεσμός τῶν διακονισσῶν διακριτικότατα γιά πολλούς καί διαφόρους λόγους. Ἴσως κάποιους ἀπό αὐτούς μποροῦμε νά ἀποκρυπτογραφήσουμε.
1. Μετά τόν ἕβδομο αἰῶνα ὡρίμασε καί ἀποκρυσταλλώθηκε ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ ὁλοκληρώθηκαν οἱ μακρές δογματικές συζητήσεις στίς ἑπτά Οἰκουμενικές Συνόδους. Μαζί ὡρίμασαν καί οἱ ἐκκλησιαστικοί θεσμοί μέ ἀποτέλεσμα τή διακριτική συστολή τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν καί τήν ὁριστική παύση.
2. Ἐν τῷ μεταξύ τό θεομητορικό δόγμα πῆρε τήν ὀρθή θέση του μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ “Μήτηρ καί Παρθένος” ἔγινε τό πιό ἰσχυρό ἀρχέτυπο γιά τίς πιστές γυναῖκες, ὥστε νά προτιμοῦν τό ἔμφυτο μητρικό χάρισμα ἤ τόν ἐν Χριστῷ ἀφιερωμένο παρθενικό βίο ἀπό τίς ὑπεύθυνες ὑποχρεώσεις τῆς διακόνισσας, πού μποροῦν νά ἐπωμισθοῦν ἀνετότερα οἱ ἄνδρες διάκονοι. Οἱ ἄνδρες δέν ἔχουν τήν ἀποκλειστική εὐθύνη τῆς τεκνογονίας, τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν ἤ τῆς συνεποῦς διεκπεραιώσεως τῶν πολλῶν διακονημάτων μέσα στίς ἐν Χριστῷ μοναστικές Ἀδελφότητες. Ἡ Μήτηρ καί Παρθένος ἀπετέλεσε τό συμβατότερτο μέ τή γυναικεία ψυχολογία ἀρχέτυπο πού πῆρε τή θέση τῆς ἱερῆς μητρότητας καί τῶν συνεπειῶν της, ἀντίστοιχης πρός τή θεομητορική. Τύποι Ἀνθούσας κατέχουν ἐπίλεκτη θέση στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὡς καταξιωμένες μητέρες καί πιστές σύζυγοι, πού προκαλοῦσαν ἀκόμη καί τό θαυμασμό τῶν εἰδωλολατρῶν ἀνδρῶν.
Ἄν ἄμεσα ἡ βουλή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν ἀρχή ἐκδηλωνόταν ἀπερίφραστα ἔτσι ὥστε νά μήν εἶχε ἐπιτρέψει καθόλου τή λειτουργία αὐτοῦ τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν, τότε ἴσως νά ἦταν πιό εὐσταθές τό ἐπιχείρημα τῶν φεμινιστριῶν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία κάνει διακρίσεις ἀνάμεσα στά φῦλα, εὐνοώντας τούς ἄρρενες.
Καί πάλι ὅμως θά ὑπῆρχε καί πάντοτε ὑπάρχει τό οὐσιῶδες ἐπιχείρημα. Ὁ ἴδιος ὁ θεάνθρωπος Κύριος δέν ἔδωσε τό χάρισμα τῆς διακόνισσας οὔτε στήν Ἁγία Μητέρα Του, τήν Παναγία. Θά τῆς ἄξιζε ἀσφαλῶς καί ἡ ἀπονομή τοῦ ὑψίστου χαρίσματος τῆς Ἀρχιερωσύνης καί τῆς Ἱερωσύνης. Ὅμως ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔμεινε ἀποφατικά ἐκτός τοιούτων διεκδικήσεων. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τιμᾷ καί γεραίρει τήν Παναγία ὡς Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν καί ὡς τήν πρώτη καί μόνη Πνευματοκαταξιωμένη Μητέρα καί Παρθένο ἐκτός πάντως οἱασδήποτε βαθμίδος Ἱερωσύνης.
Καί τοῦτο φυσικά δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο. Ἡ Κυρία Θεοτόκος ὡς νέα Εὔα, εὐαγγελισθεῖσα καί θεωθεῖσα μέ τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καταξιώνεται τοῦ μοναδικοῦ θεομητορικοῦ χαρίσματος χριστοακεραιουμένου ὁμοῦ καί τοῦ Παρθενικοῦ χαρίσματος. Ἔτσι ἀποκαθιστᾷ τήν παράβαση τῆς προμήτορός μας Εὔας, ἡ ὁποία ἔχασε τόν Παράδεισο καί μαζί παρέσυρε καί τό σύζυγό της στήν παρανομία, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς αὐτόνομης ἀπαίτησής της γιά θέωση μέ τήν πλανερή συμβουλή τοῦ ὄφεως.
Ἡ Παναγία μας πάνω καί ἔξω ἀπό αὐτόνομη βούληση καί ἀπαίτηση, μέσα καί μετά ἀπό χαρισματική χρήση τῆς καλοπροαίρετης βούλησής της, συλλαμβάνει ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, κυοφορεῖ, γεννᾷ, σαραντίζει, ἀνατρέφει τό Χριστό, τόν παρακολουθεῖ μέχρι θανάτου, πρώτη τόν βλέπει Ἀναστάντα καί μετέχει αἰωνίως μεταστᾶσα εἰς τούς Οὐρανούς, γενομένη τό χριστοκαθολικότερο πανάγιο πρόσωπο, πού ἀγκαλιάζει ὅλους τούς ἀνθρώπους μέ τίς ἀσίγαστες πρεσβεῖες Της, ἐξαιρέτως μάλιστα τούς εὐσεβεῖς καί ὀρθοδόξους πιστούς.
Ἄν ἡ Κυρία Θεοτόκος καί οἱ μετ’ Αὐτήν Ἅγιες γυναῖκες εἶχαν ὡς πρώτη καί μόνη διεκδίκηση τήν ἐν Χριστῷ θέωση, οἱ δέ βαθμῖδες τῆς ἱερωσύνης ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν τῆς διακονίας ἀποτελοῦν δοτές χαρισματικές διακονίες μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν ἴδιο τό Σωτήρα Χριστό, γιατί νά ὑπάρχει διεκδίκηση ἱερατικοῦ διακονήματος ἀπό τίς πιστές γυναῖκες τῆς ἐκκλησίας; Γιατί ἐπίσης ἀκόμα καί ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας νά αἰσθάνονται ὅτι ὑποτιμῶνται οἱ γυναῖκες, ἐπειδή δέ μετέχουν τῆς διακονικῆς ἱερωσύνης;
3. Δυστυχῶς ὁ Δυτικός οὑμανισμός στένεψε τά θεανθρώπινα μέτρα τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τή χώρισε καί τήν κατέστησε μέ τήν Παπική καί τήν Προτεσταντική πλάνη ἐγκόσμιο ὀργανισμό. Μαζί στένεψαν καί τά ἀνθρωπολογικά ὅρια, ἀφοῦ ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔγινε ἄγνωστη, μετετράπη σέ κτιστή Χάρη μέ ἀλλοτριωτικές συνέπειες στή ζωή τῶν ἀνθρώπων τῆς Δύσεως. Ἡ μητρότητα ἄρχισε σταδιακά νά ὑποτιμᾶται τόσο ἀπό τό κοινωνικό περιβάλλον, ὅσο καί μέσα στήν ψυχή τῆς ἴδιας τῆς γυναίκας. Ἡ γυναικεία προσωπικότητα μετετράπη σέ ἀντικείμενο σαρκολατρείας καί λοιπῆς ἐκμετάλλευσης.
Ἑπομένως στή συνολική συνείδηση τῶν ἀνθρώπων μειώθηκε καί ἡ αὐτοεκτίμησή της ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ μέ ἀποτέλεσμα οὔτε κἄν νά φαντάζεται τόν ἑαυτό της στό ἱερατικό ἀξίωμα τῆς διακόνισσας, ἀλλά οὔτε καί ἡ κοινωνία νά ἀνέχεται πλέον τήν ἀνάρρησή της σέ ἱερατικό ἀξίωμα.
Στό βαθμό λοιπόν πού καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπηρεαζόμενη ἀπό τήν κοσμική οὑμανιστική νοοτροπία χάνει τήν ἐκτίμησή της πρός τή γυναίκα, δέν μπορεῖ να φαντασθεῖ τή γυναίκα σέ ἱερατικό ἀξίωμα. Συνοπτικές ἐσωτερικές πνευματικές διαδικασίες κρατοῦν τήν ἐκτίμηση τῶν ἀνθρώπων πρός τή γυναίκα στό καθαρά κοσμικό ἐπίπεδο, μήν ἐπιτρέποντας κανένα περιθώριο συμμετοχῆς τῆς γυναίκας στήν ἱερωσύνη, ἔστω καί στήν κατώτερη βαθμίδα της, τῆς διακονίσσης.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ποτέ δέ θά ἐρχόταν στό προσκήνιο τό θέμα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν, ἄν ἐξακολουθοῦσε νά ὑπάρχει ἡ ἐλευθερία πού ὐπῆρχε λίγα χρόνια πρίν στήν πατρίδα μας, στήν Ἐκκλησία μας καί στόν κόσμο γενικότερα.
Ἡ νέα τάξη πραγμάτων ὁρίζει τά τοῦ κόσμου, καθοδηγεῖ τούς πάντες στήν πανθρησκεία. Ὅσοι λοιπόν κατευθύνουν τά πράγματα τοῦ κόσμου προωθοῦν καί μέσῳ τοῦ νεοεποχίτικου οἰκουμενισμοῦ πρακτικές ἐξομοιώσεως τῶν “Ἐκκλησιῶν” τῶν θρησκειῶν. Ἡ χειροτονία τῶν γυναικῶν ἐξομοιώνει τούς ὀρθοδόξους μέ τούς Προτεστάντες, πού ἤδη ἔχουν δεχθεῖ καί στίς τρεῖς βαθμίδες τῆς Ἱερωσύνης διά χειροτονίας γυναῖκες. Ἄν καί μεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δεχθοῦμε στόν πρῶτο βαθμό τῆς Ἱερωσύνης, στό τοῦ διακόνου, καί γυναῖκες διά χειροτονίας, ἀνοίγει εὔκολα ὁ δρόμος γιά γενίκευση τῆς ἱερωσύνης καί στούς λοιπούς βαθμούς μέ ἀνάλογα Ὀρθολογικά – Ἐξωεκκλησιαστικά ἐπιχειρήματα, σάν αὐτά πού καθιερώνουν τίς διακόνισσες στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἐν τῷ μεταξύ μεγάλη κινητικότητα παρατηρεῖται στούς κόλπους τῆς Παπικῆς “Ἐκκλησίας” γιά τήν καθιέρωση γυναικῶν διά χειροτονίας στούς βαθμούς τῆς Ἱερωσύνης. Λειψανδρία μαστίζει τίς τάξεις τοῦ Παπικοῦ κλήρου λόγῳ τῆς κακόδοξα θεσπισθείσης ὑποχρεωτικῆς ἀγαμίας καί ὄχι μόνο. Γι’ αὐτό γυναικεῖες παπικές μοναστικές ἀδελφότητες ἐπηρεασμένες ἀπό τίς “νέες” ποιμαντικές προτεσταντικές πρακτικές διεκδικοῦν μᾶλλον σοβαρά μετοχές στήν παπική ἱερωσύνη. Ἄν δέν ἀξιολογήσουμε ἐκκλησιολογικά τούς παραπάνω ἀπό δέκα αἰῶνες ἱερῆς παύσεως τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν, τότε ἀσφαλῶς θά παραπαίουμε μέσα στά ἀσφυκτικά ὅρια τῆς ἐνδοκοσμικῆς, μή ὀρθόδοξης λογικῆς.
Δυστυχῶς ἡ ἐκκοσμικευτική οἰκουμενιστική ἤ παγκοσμιοποιητική νοοτροπία πιέζει ὅλους μας νά ντοπαρισθοῦμε μέ τά φάρμακα τῆς Νέας Ἐποχῆς. Ἀπό ἐπαῖτες τῆς θείας Χάριτος καί τοῦ θείου ἐλέους διδασκόμαστε ἀπό τά media νά γινόμαστε διεκδικητές μέ κίνδυνο νά χάσουμε ὅ,τι πιό ἀπαραίτητο καί ὅ,τι πιό πολύτιμο, πού εἶναι ἡ σωτηρία μας.
Δυστυχῶς τά σύγχρονα φεμινιστικά κινήματα ἀποπροσανατολίζουν καί τίς γυναῖκες, ἀλλά καί τούς ἄνδρες. Θά ἔπρεπε, ἄν πραγματικά ἐνδιαφέρονται γιά τό ἀληθινό πρόσωπο καί τήν ἀξία τῆς γυναίκας ἄνδρες καί γυναῖκες φεμινιστές καί φεμινίστριες νά μήν ἐπιτρέπουν μέ τή δύμαμη καί τήν πειθώ τοῦ λόγου τουλάχιστον, νά ἐξευτελίζεται τό γυναικεῖο πρόσωπο μέσα στό παρατεινόμενο καί ὁσημέραι αὐξανόμενο σεξομάρκετιγκ. Θά ἔπρεπε μέ ζῆλο καί μέ θεοσθένεια νά στιγματίζεται ὁ ποταπός καί βάναυσος παντοειδής χειρισμός τῆς γυναίκας ἀπό τούς ἀσύδοτους περιφερόμενους ἀνενόχλητα χειριστές τῶν γυναικείων ὑποθέσεων.
Οἱ φεμινιστές ποιμένες καί οἱ χριστιανές φεμινίστριες θά πρέπει νά βοηθήσουν πάσει δυνάμει νά μήν εἶναι οἱ ἐργαζόμενες γυναῖκες εὔκολο σεξοαντικείμενο στά χέρια τῶν προϊσταμένων τοῦ δημοσίου ἤ τῶν ἐργοδοτῶν τοῦ ἰδιωτικοῦ τομέα. Τά ὄντως προβλήματα τῶν γυναικῶν σήμερα δέν εἶναι ἡ “φεμινιστικῇ ἀπαιτήσει” ἐπαναλειτουργία τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν. Ἄν ἀγαπᾶμε καί ἐνδιαφερόμαστε γιά τή γυναίκα, θά πρέπει νά τῆς ἐμπνεύσουμε χριστοπαιδαγωγικά νά ὑπερβεῖ τό ἄπιαστο ὅραμα τῆς καριέρας ἤ μαζί μέ αὐτό νἀ προσγειωθεῖ στόν εὐγενῆ ρόλο τῆς συζύγου μέσα στον τίμιο καί εὐλογημένο γάμο καί στόν ὕψιστο καί ὑπερευλογημένο, κατά τό θεομητορικό πρότυπο, ρόλο τῆς μητέρας. Πανευτυχεῖς καί παμμακάριες σεμνές χριστιανές μητέρες ποτέ δέν διανοοῦνται διεκδικήσεις γιά ἐκκλησιαστικά “ἀξιώματα”, ἀφοῦ εἶναι πληρωμένες ἀπό τόν θυσιασθέντα γιά χάρη μας Χριστό νά τά ἀντιπροσφέρουν στά παιδιά τους καί στούς συζύγους τους.
Ἄν ἀληθινά σεβόμαστε καί ἀγαπᾶμε τή γυναίκα μποροῦμε νά τή βοηθήσουμε νά βρεῖ ἔστω μιά μικρή part time ἀπασχόληση γιά νά ἀνταπεξέρχεται μαζί μέ τό σύζυγό της στά δύσκολα σημερινά οἰκονομικά δεδομένα.
Ἄν ἀληθινά ἀγαπᾶμε καί σεβόμαστε τή γυναίκα, δέ χρειάζεται νά τήν ξεμυαλίζουμε μέ ἕωλες προοπτικές τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν ἀλλά μποροῦμε μέ ὅση δύναμη λόγου καί διάκριση διαθέτουμε ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά παρακαλοῦμε τούς κυβερνῆτες μας νά τηροῦν τούς νόμους πού προστατεύουν τή γυναίκα στήν ὅλη δραστηριότητά της μέσα στήν κοινωνία καί νά μή γίνεται ἀντικείμενο (res) ἐκμεταλεύσεως.
Ἄν ἀληθινά ἀγαπᾶμε καί σεβόμαστε τή γυναίκα, θά πρέπει νά τῆς προβάλλουμε τήν ταπείνωση τῆς Παναγίας προσωπικότητας τῆς Κυρίας Θεοτόκου, μέ τήν ὁποία γαλούχησε καί ἀνέθρεψε τόν Κύριό μας, τόν συνόδευσε ἁπλᾶ, ταπεινά καί ἀθόρυβα μέχρι τήν ταφή Του καί τήν Ἀνάστασή Του. Ἔτσι θά βγάλει παιδιά Ἁγίους, ὅπως οἱ Ἅγιες Μητέρες τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν, πού φυσικά δέ διανοήθηκαν νά χειροτονηθοῦν διακόνισσες. Ἡ μητέρα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου χρόνια καί χρόνια ἐν ἁγίᾳ χηρείᾳ δέ θά μποροῦσε νά διεκδικήσει χειροτονία διακόνισσας;
Εἰδικότερα οἱ ἅγιες ἡγουμένες καί οἱ Ἅγιες μοναχές πού γνωρίζουν τήν τόσων αἰώνων ἱερή παύση τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν, μέ τί παρρησία καί μέ ποιά νοοτροπία μποροῦν νά ζητήσουν χειροτονία διακόνισσας; Ἀφοῦ γνωρίζουν ὅτι ἀφετηρία ὅλων αὐτῶν τῶν διεκδικήσεων εἶναι ὁ κρυπτόμενος ἐκκοσμικευτικός οἰκουμενισμός, πῶς μποροῦν νά πέσουν θύματα αὐτοῦ τοῦ ἐκκοσμικευτικοῦ φρονήματος;
Οἱ ἅγιες ἠγούμενες καί οἱ ἅγιες μοναχές ἔχουν ὡς πανάγιο ἀρχέτυπο μοναχικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τήν Κυρία Θεοτόκο. Πῶς λοιπόν, μέ τί καρδιά, μέ ποιά παρρησία θά ζητήσουν χειροτονία διακόνισσας, ἔργο πού οὔτε ζήτησε, ἀλλά καί πού οὔτε τῆς δόθηκε ἀπό τό Χριστό;
Ὁ καθηγητής κ. Θεοδώρου, ὅπως καί ἄλλοι παρακινημένοι ἀπ’ αὐτόν παρουσιάζουν μέ ἐνθουσιασμό τό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου πού χειροτόνησε ὅπως ἰσχυρίζονται, δύο διακόνισσες. Ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι ἡ ἐξαίρεση ἐπιβεβαιώνει τόν κανόνα. Μολονότι ὁ Ἅγιος προέβη σέ μιά μή συνηθισμένη γιά τήν ἐποχή του ποιμαντική πράξη, δέν κατάφερε νά ἐνεργοποιήσει περαιτέρω τό θεσμό τῶν διακονισσῶν γιατί δέν ἦταν αὐτός ὁ σκοπός του. Ἄν σήμερα ἦταν καί σωματικῶς παρών ὁ Ἅγιος δέν θά ἤθελε οἱ μοναχές του νά ὑπέκυπταν πρῶτες στήν οἰκουμενιστική, παγκοσμιοποιητική καί φεμινιστική νοοτροπία τῆς καθιερώσεως τῶν διακονισσῶν, πρᾶγμα τό ὁποῖο τεκμαίρεται ἀπό ὅλη τήν πολλή πλούσια ἐκκλησιολογική του κατάρτιση καί τήν πολλή διακριτική του ποιμαντική εὐαισθησία. Ὅμως στήν τελευταία Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ὀκτώβριο 2004, ὁ Σεβασμιώτατος Ἅγιος Ὕδρας μετά ἀπό ἔρευνα ἐβεβαίωσε τούς Ἱεράρχες ὅτι ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καθιέρωσε δύο μοναχές ὡς ὑποδιακόνισσες χωρίς καμία νέα τελετουργική διακονία, παρά μόνο μέ τήν “εὐλογία” νά κοινωνοῦν τίς ἄλλες μοναχές, ὅταν χρειαζόταν. Κατά τά λοιπά ἐκτελοῦσαν χρέη νεωκόρισσας, πού διακονοῦσαν ἐντός τοῦ ἱεροῦ βήματος, ὅπως σ’ ὅλα τά σημερινά γυναικεῖα μοναστήρια. Μετά τόν Ἅγιο Νεκτάριο, λέγει ὁ κ. Θεοδώρου, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος καθιέρωσε μόνο στήν Αἴγινα διακόνισσες καί ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος, ὅταν ἦταν Μητροπολίτης Δημητριάδος καθιέρωσε ὡς διακόνισσα στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Σπυρίδωνος Προμυρίου τήν ἡγουμένη τῆς ἱερᾶς Μονῆς Εὐθυμία.
Ἀπό ὅλα τά παραπάνω καταδεικνύεται ὅτι τό σῶμα τῆς ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, τόσο ἀπό τῆς πλευρᾶς τῶν Ἐπισκόπων, ὅσο καί ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦ λαοῦ φαίνεται πολύ ἀπρόθυμο νά ἀποδεχθεῖ ἕνα ἀπό αἰώνων παυμένο ἱερό θεσμό, τό θεσμό τῶν διακονισσῶν.
Ὁ κ. Θεοδώρου στό τέλος τῆς μελέτης καί ὁμιλίας του προτρέπει ἔντονα τό Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δημητριάδος καί κατ’ ἐπέκταση ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς νά προβοῦν σέ χειροτονίες διακονισσῶν ἐπειδή ἐξακολουθεῖ, ὅπως λέγει, νά ὑφίσταται “δυνάμει ἡ χειροτονία τῶν διακονισσῶν”. Ἡ περισσότερο τῶν δέκα αἰώνων πρακτική τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τίς χιλιάδες τῶν Ἐπισκόπων, ἱερέων, διακόνων, μοναχῶν καί λαϊκῶν ἦταν σέ πνευματική καί λειτουργική ἀφασία, πού δέν ἔβαλαν σέ λειτουργία τό θεσμό; Οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἐπί αἰῶνες δέ σκεπτόταν λειτουργικά, παρά μόνο μιά, δύο, τρεῖς περιπτώσεις πού προαναφέραμε;
Ὅσον ἀφορᾶ στή χειροτονία τῶν ἡγουμενισσῶν σέ διακόνισσες ἔχουμε νά παρατηρήσουμε ὅτι τό ἡγουμενικό ἀξίωμα-διακόνημα στήν Ἐκκλησία εἶναι τό πρῶτο μέσα στήν ἱερά Μονή καί ὑπέρκειται τοῦ τῆς διακονίσσης. Δέν εἶναι δυνατόν ἡ ἡγουμένη μέ τόσες πολλές θεσμικές ὑποχρεώσεις ἔναντι τοῦ Χριστοῦ καί κάθε μιᾶς ἀδελφῆς χωριστά νά ἔχει καί τίς εὐθῦνες τοῦ διακονικοῦ ἀξιώματος. Ὅσον ἀφορᾶ στίς μοναχές, αἰῶνες τώρα, ἐναλλάσσονται στή διακονία τοῦ ἱεροῦ βήματος οἱ καταλληλότερες, χωρίς καμία ἀπ’ αὐτές νά ἔχει πάγιες ἀπαιτήσεις, πού θά δημιουργηθοῦν μέ τήν ἄδηλη καί κρύφια ἀνταγωνιστική διεκδίκηση χειροτονίας.
Γνωρίζουμε ἀπό τό λεπτό καί εὐαίσθητο ἔργο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως τῶν γυναικείων μοναστηριῶν, ὅτι ἡ θέση τῆς Ἁγίας Ἡγουμένης εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολη. Χρειάζεται πολύ ἁγιοπνευματικό φωτισμό καί διάκριση γιά νά κρατάει πνευματικές ἰσορροπίες ἀνάμεσα στίς γυναῖκες μοναχές πού τίς ἔχει συνέχεια δίπλα της ἐπί ὁλόκληρο τό εἰκοσιτετράωρο. Ἄν χειροτονηθοῦν κάποιες διακόνισσες, θά ἐγείρονται ἀκατάπαυστα προβλήματα ἀνταγωνισμοῦ ἀκόμα μεγαλύτερα ἀπό τά ἤδη ὑπάρχοντα καί γι’ αὐτό ἴσως ἡ πάνσοφη φιλόστοργος μητέρα Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας κατέχουσα μακρά μοναστική ἐμπειρία, κατήργησε στήν πράξη, τό θεσμό καί τή χειροτονία τῶν μοναζουσῶν σέ διακόνισσες γιά πολύ αὐτονόητους μέσα στό γυναικεῖο μοναχισμό λόγους. Ἐπί τοῦ θέματος δέν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε περισσότερα σεβόμενοι τούς σκληρούς πνευματικούς ἀγῶνες πού ὄντως διεξάγουν οἱ μοναχές γιά τήν κατά Χριστόν τελείωσή τους. Ἐπί τοῦ θέματος “ἴσασιν οἱ μεμυημένοι”.
Τἀ παραπάνω ἴσως φαίνονται ὐπερβολικά καί μεροληπτικά πρός κατοχύρωση τῶν θέσεών μας σέ κάποιους. Ἵσασιν ὅμως οἱ μεμυημένοι… Ξέρει πάντως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τί προάγει καί τί καταργεῖ. Ἵσως ὀ κ. Θεοδώρου δέν ἔχει τή συγκεκριμένη ποιμαντική ἐμπειρία ἀπό τό συγκεκριμένο ἱερό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως τῶν γυναικείων μοναστηριῶν καί δέν μπορεῖ ἴσως να ἀντιληφθεῖ τό μπουρλότο πού θά μπεῖ στίς γυναικεῖες μοναστικές ἀδελφότητες με τήν ἐπαναφορά τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν.
Ἕνα παρόμοιο μπουρλότο θά μπεῖ καί στούς ἐν τῷ κόσμῳ ἱερούς ναούς, ἄν ἡ μεταπτωτική γυναικεία κενοδοξία (φιλήδονα ἡμῶν τῶν ἀνδρῶν ποιμένων συρομένων) κορυφουμένη καταφέρει νά στήσει τά ὑπερφίαλα δαιμονικά λάβαρά της ἐν μέσῳ τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου ἱερωσύνης καί Ἀρχιερωσύνης.
Πηγή: Εστία Πατερικών Μελετών, Η άλλη όψη