σ.σ. Με πολύ συνετό και κατανοητό τρόπο ο κ. Δαπέργολας απαντά στα διαδιδόμενα «επιχειρήματα» των μεταπαριστών τα οποία αποσκοπούν στη φίμωση και στη συσκότιση της κρίσεως των Ορθοδόξων μπροστά στην επιδημία της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Κάντε τον κόπο αδελφοί και διαβάστε το, και μην φοβάστε να υπερασπίζεστε την Πίστη σας.
***
Με αφορμή τις πρόσφατες διακοπές μνημοσύνου από μία σειρά κληρικών μας, που – μαζί και με άλλες παρενέργειες της ψευδοσυνόδου της Κρήτης – αναζωπύρωσαν μοιραία όλη τη συζήτηση περί της λαίλαπας του Οικουμενισμού, βρήκαν φυσικά την ευκαιρία και οι γνωστοί θεολόγοι (και θεολογούντες) της «μεταπατερικότητας» για να επιτεθούν στον…θρησκευτικό φανατισμό, ενίοτε με ιδιαίτερη οξύτητα και απώλεια ψυχραιμίας, άλλες δε φορές με τη συνήθη τους ταπεινόσχημη μειλιχιότητα και φαρισαϊκή νηφαλιότητα.
Διευκρινίζουμε ότι με τον άκρως βλάσφημο όρο «μεταπατερικότητα» εννοείται μία ολοένα και αυξανόμενη τάση που πρεσβεύει τον εκκλησιαστικό «εκσυγχρονισμό» σε βάρος των Ιερών Κανόνων και των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι (παρότι φυσικά κάτι τέτοιο δεν ομολογείται ρητά) αντιμετωπίζονται ουσιαστικά ως ξεπερασμένοι, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας νέας αναθεωρητικής «θεολογίας», δήθεν προσαρμοσμένης στις σύγχρονες ανάγκες και τα προβλήματα της σημερινής εποχής. Με άντρα το Φανάρι, την αυτοφερόμενη ως «Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών» του Βόλου, την αδελφότητα «Καιρός», αρκετές ελλαδικές μητροπόλεις και πλείστα άλλα όργανα (έντυπα, ιστολόγια κλπ), η ομάδα αυτή ταυτίζεται πλήρως με τους οικουμενιστές (καθώς βέβαια είτε για μεταπατερικότητα μιλήσει κανείς, είτε για θεολογία των κλάδων, είτε για Οικουμενισμό, όλα αυτά αποτελούν όψεις ακριβώς της ίδιας βαρύτατης πλάνης και παναίρεσης). Και επειδή τυγχάνει η «επιχειρηματολογία» των εκπροσώπων αυτής της πλάνης να αποτελεί πλέον πολύ γνωστό τόπο (και άκρως προβλέψιμο), αξίζει ίσως τον κόπο να σκιαγραφήσουμε κάποια από τα βασικά σημεία της. Τι λένε λοιπόν οι άνθρωποι αυτοί και πώς μπορεί κανείς να αντικρούσει κάποια από τα λεγόμενά τους;
1. Η «γοητεία» της «εκσυγχρονιστικής» πλάνης. Γνωστή η στάση αρκετών απέναντι στους διαλόγους και στα αγαπολογικά ανοίγματα προς ετεροδόξους, αλλά και αλλοπίστους. Κάποιοι τα βρίσκουν φυσιολογικά, κάποιοι ομιλούν και για προοδευτικές και φρέσκιες απόψεις (αφού ο… κόσμος εξελίσσεται), ενώ οι ορθόδοξες θέσεις επικρίνονται συχνά ως σκοταδιστικές, μουχλιασμένες και ξεπερασμένες. Ο νεωτερισμός φυσικά τα περιλαμβάνει όλα, ξεκινώντας από τα τύποις πιο αθώα (αλλαγές στην ένδυση των κληρικών, νόθευση εκκλησιαστικής μουσικής) και φτάνοντας μιθριδατικά μέχρι τα «μείζονα», όπως ο νεο-νικολαϊτισμός, η σταδιακή άμβλυνση έναντι της ομοφυλοφιλίας, η καύση των νεκρών, κλπ. Κεντρική θέση μέσα σε όλα αυτά κατέχουν η αγαπολογία, ο σεβασμός της διαφορετικότητας και η ανάγκη εξάλειψης των θρησκευτικών φανατισμών, υπό το άλλοθι και το προσωπείο των οποίων περάσαμε στη θεωρία των κλάδων, στην ισοτιμία των θρησκειών και στην έναρξη επομένως της παρασκευής της παγκόσμιας πανθρησκείας. Ως προς όλα αυτά (και τη «γοητεία» τους) δεν μπορούμε παρά να θυμίσουμε πως ανέκαθεν «η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν» ήταν πλατιά και ευχάριστη, πως πάντα η πλάνη φαινόταν νεωτερικά δροσερή και γοητευτική και πως οι μεγαλύτεροι αιρεσιάρχες (από τον Άρειο και εξής) ήταν άνθρωποι μορφωμένοι, γοητευτικοί και «χαρισματικοί». Είναι αλήθεια άλλωστε ότι ο «άρχων της πλάνης» στολίζει και αυτός τους ακολούθους του με κάποια…«χαρίσματα». Απέναντι βέβαια σε όσους τελούν υπό το κράτος αυτής της «γοητείας» και βρίσκουν από τη μια υγιείς και φρέσκιες τις νεοεποχίτικες κακοδοξίες (και κακοπραξίες) και από την άλλη αρρωστημένα, μουχλιασμένα και φανατικά τα απολύτως αυτονόητα και κατά γράμμα συμμορφούμενα σε όλη μας την πατερική θεολογία περί Παπισμού και άλλων αιρέσεων, εμείς ας έχουμε πάντοτε στον νου μας και ας απαντούμε με τη φράση του Κυρίου μας ότι «ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται. ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν…» (Ματθ. 5,17-19). Από εκεί και πέρα, είναι γνωστό ποιο πράγμα ο Απόστολος Παύλος μάς εδίδαξε ρητά να κάνουμε «μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν».
2. Η επιλεκτική αμφισβήτηση των αγίων. Βασικότατο γνώρισμα όλων των μεταπατερικών και οικουμενιστών αποτελεί η απόρριψη μέρους ή και ολόκληρης της διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας μας, αλλά και αγίων γενικότερα, βάσει του καινοφανούς «δόγματος» ότι και οι άγιοι ήταν άνθρωποι που έκαναν λάθη, άρα δεν μπορούμε να τους εμπιστευόμαστε σε όλα όσα δίδασκαν ή έπρατταν («δόγματος» που συμπληρώνει και «δικαιώνει» την αναθεωρητική ψευδοθεολογία της μεταπατερικότητας, εφόσον από τη διδασκαλία των αγίων μας μπορούμε πλέον να…επιλέγουμε όσα θέλουμε και όσα συνάδουν με τον χαλασμένο λογισμό μας). Το αποτέλεσμα είναι η διαστρέβλωση των εκκλησιαστικών Πατέρων σε όσα έγραψαν εναντίον του Παπισμού και των άλλων αιρέσεων, αλλά και άλλων θρησκειών, καθώς και ως προς τη μη κοινωνία με ετεροδόξους και αλλοθρήσκους. Χαρακτηριστική π.χ. η διαστρέβλωση του Αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, του οποίου η γνώση γύρω από το Ισλάμ και η προσπάθειά του να πείσει τους μουσουλμάνους της εποχής του για την πλάνη τους και να τους μεταστρέψει στην αλήθεια, χαρακτηρίζεται σήμερα από κάποιους μεταπατερικούς ως…άνοιγμα και διαθρησκειακός διάλογος σύγχρονου τύπου (δηλαδή ως συγκρητιστική προσέγγιση). Χαρακτηριστικό επίσης το ψέμα ότι υπάρχουν πάμπολλοι άγιοι που δέχθηκαν τον Παπισμό ως Εκκλησία (ενώ φυσικά αν ζητήσει κανείς από τους ψευδόμενους να κατονομάσουν έστω και έναν, αδυνατούν να δώσουν απάντηση). Η αδυναμία ακριβούς απάντησης σε οτιδήποτε είναι κάτι που γενικά χαρακτηρίζει τους «μεταπατερικούς», ενώ η διαλεκτική τακτική τους βρίθει από ψεύδη, επιλεκτικά αλλοιωμένες αλήθειες και σοφιστείες, με τις οποίες προσπαθούν (και φυσικά συχνά πετυχαίνουν) να παρασύρουν και πείσουν άτομα ελλιπούς θεολογικής κατάρτισης.
3. Η διαστρέβλωση ειδικά κάποιων σύγχρονων αγίων – και ιδίως του Αγίου Πορφυρίου. Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο, πολύ χειρότερης μεταχείρισης τυγχάνουν άγιοι που δεν άφησαν συγγραφικό έργο πίσω τους και συνεπώς τα λεγόμενά τους στάθηκε πολύ πιο εύκολο να παραχαραχθούν από τους επιτήδειους. Ο λόγος ασφαλώς για τον Άγιο Παΐσιο, κυρίως δε τον Άγιο Πορφύριο, του οποίου ο περίφημος πόθος για την ένωση του χριστιανικού κόσμου παρερμηνεύθηκε βάναυσα. Εκείνο που φυσικά αποσιωπάται είναι ότι ο πόθος αυτός (που στην πραγματικότητα βέβαια διακρίνει όλους τους αγίους μας) αφορούσε στην επιστροφή των αιρετικών στην Ορθοδοξία και όχι φυσικά στην ψευδοένωση με αναγνώριση και δικαίωση της πλάνης. Παρά τις απίστευτες ανοησίες με τις οποίες βεβηλώνεται η σεπτή μνήμη των δύο νεοφανών αγίων μας, υπάρχουν σποραδικές φράσεις και διδασκαλίες τους (αλλά και πολλά περιστατικά) που δείχνουν ξεκάθαρα πόσο και οι δύο θεωρούσαν αίρεση και πλάνη τον Παπισμό, ποια στάση είχαν απέναντι στους αιρετικούς (στάση αγάπης, αλλά όχι δικαίωσης της πλάνης τους – στάση δηλαδή που είχε ως στόχο την επιστροφή και όχι την εμμονή τους στην αίρεση) και ποια στάση είχαν επίσης απέναντι στις άλλες θρησκείες (τις οποίες θεωρούσαν δαιμονικά αποκυήματα), καθώς και στο επί θύραις παγκόσμιο πανθρησκειακό νεοεποχίτικο τερατούργημα. Και αν δεν μίλησαν ακόμη περισσότερο για τον Οικουμενισμό, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη ότι την εποχή που ζούσαν αμφότεροι, όλα όσα συνέβαιναν στο οικουμενιστικό-νεοεποχίτικο πεδίο ήταν ελάχιστα σε σχέση με τις σημερινές εξελίξεις. Π.χ. σε μια εποχή που οι συμπροσευχές αποτελούσαν την εξαίρεση, γνωρίζουμε τη θέση του Αγίου Πορφυρίου γι’ αυτές και για το πώς αρνήθηκε να συμπροσευχηθεί. Τι θα έλεγαν δηλαδή οι δύο μας άγιοι σήμερα, που οι συμπροσευχές τείνουν να μεταβληθούν σε κανόνα και έχουν προχωρήσει σε τόσο πλάτος και βάθος τα πράγματα ως προς την δήθεν «πάντων ένωσιν»; Ακόμη και στις εποχές που ζούσαν όμως, αμφότεροι μάς άφησαν παρακαταθήκη αρκετά πράγματα, έστω και σποραδικά, απολύτως καταδικαστικά για την παναίρεση.
4. Η κατηγορία περί αντικανονικής αντίδρασης απέναντι στους επισκόπους, στους οποίους οφείλουμε υπακοή. Μείζον και σύνηθες «επιχείρημα» των οικουμενιστών (αρκεί βεβαίως να εννοούμε την υπακοή σε οικουμενιστές επισκόπους, αλλιώς το πράγμα αλλάζει). Ας μην πάμε φυσικά σε εμφατικά ακραίες (και αμφιφανώς απαράδεκτες) θέσεις ότι το να μην υπακούεις τον επίσκοπό σου είναι…παναίρεση (όπως ακούσαμε πρόσφατα από τα χείλη δύο νοτιοελλαδιτών μητροπολιτών). Θυμίζουμε απλά ότι το εκκλησιαστικό μας διοικητικό σύστημα είναι επισκοπικό, αλλά όχι…χουντομοναρχικό (όσο και αν αρκετοί μητροπολίτες το εκλαμβάνουν και το εφαρμόζουν ως τέτοιο). Ένας επίσκοπος είναι σαφέστατο ότι δεν δικαιούται να κάνει τα πάντα και ο έλεγχός του από οποιονδήποτε κληρικό (από την απλή διαμαρτυρία έως την διακοπή μνημόνευσης) ειδικά για πολύ συγκεκριμένες πράξεις όπου τεκμηριώνεται κακοδοξία και πλάνη, όχι μόνο δεν είναι αντικανονική, αλλά αποτελεί και ηθική υποχρέωση βάσει των Ιερών Κανόνων, αλλά και πράξη απολύτως κατοχυρωμένη βάσει του εκκλησιαστικού δικαίου. Εντελώς έωλοι συνεπώς οι ισχυρισμοί περί της εν πάση περιπτώσει οφειλόμενης υπακοής (όπως έχει εξάλλου τεκμηριωθεί πληρέστατα και στις ανακοινώσεις του π.Θεοδώρου Ζήση και των λοιπών άξιων κληρικών μας που αντέδρασαν στους κακόδοξους επισκόπους τους). Οφείλουμε μάλιστα να πούμε ότι ο έλεγχος των τελευταίων αποτελεί δικαίωμα αλλά και υποχρέωση όχι μόνο των κληρικών, αλλά και ημών των λαϊκών (υπό τη μορφή της απομάκρυνσης και αποστασιοποίησής μας από αυτούς – για τους λαϊκούς άλλωστε δεν τίθεται νομοκανονικά θέμα «διακοπής μνημοσύνου» από τη στιγμή που δεν ιερουργούν). Κατοχυρωμένη υποχρέωση πολλαπλώς, από τον ίδιο τον Παύλο (που ορίζει ρητά στην «Προς Γαλάτας» προς το απλό ποίμνιο ότι αν έρθει κάποιος στο μέλλον, ακόμη και άγγελος εξ ουρανού, και τους πει καινά πράγματα, αυτός «ἀνάθεμα ἔστω») έως τον Μέγα Αθανάσιο και άλλους μεγάλους Πατέρες. Πώς είναι δυνατόν άλλωστε να υπακούει κανείς αδιαμαρτύρητα πασιδήλως πλανεμένους ιεράρχες, που αντί να ορθοτομούν λόγον αληθείας, σκανδαλίζουν τον λαό εκφέροντας λόγον κακοδοξίας και ψεύδους;
5. Οι κατηγορίες περί πρόκλησης σχίσματος. Το ακούσαμε κατά κόρον με αφορμή τις πρόσφατες αποτειχίσεις. Εδώ θα υπενθυμίσουμε ότι η διακοπή μνημοσύνου δεν συνιστά τη θεσμική εμπέδωση μίας μόνιμης κατάστασης, αλλά παροδικής, για όσο χρονικό διάστημα υπάρχει το καταγγελλόμενο πρόβλημα. Εξάλλου και οι ίδιοι οι πρόσφατα αποτειχισθέντες κληρικοί μας ξεκαθαρίζουν ρητά ότι δεν προχωρούν σε σχίσμα, ούτε συμμετέχουν σε σχισματική ομάδα, αλλά διακόπτουν τη μνημόνευση του οικείου μητροπολίτη για όσο διάστημα αυτός θα εμμένει στην πλάνη του. Πέραν όμως πλέον όλων αυτών, ποιος τολμάει στ’ αλήθεια να ισχυριστεί σοβαρά ότι το σχίσμα (ακόμη κι αν επρόκειτο εντέλει για τέτοιο) το προκαλούν όσοι εμμένουν αυστηρά στην ορθόδοξη παράδοση και τους Ιερούς Κανόνες κι όχι αυτοί που συναγελάζονται, «διαλέγονται» και συχνά συμπροσεύχονται με καρδινάλιους, προτεστάντες, ιμάμηδες, γκουρού και λοιπoύς σατανολάτρες, αποθεώνοντας ουσιαστικά την βλάσφημη ψευτοθεολογία των κλάδων και τις λοιπές νεοεποχίτικες βλασφημίες; Και δεν έχει φυσικά καμμία σημασία ακόμη κι αν αυτοί αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των επισκόπων! Ποιος είπε δηλαδή ότι η αλήθεια και η Θεία Χάρη βρίσκεται οπωσδήποτε στην πλειονότητα; Δεν είναι γνωστές δηλαδή οι περιπτώσεις ψευτοσυνόδων, όπως εκείνη της Φεράρας-Φλωρεντίας (και όχι μόνο), καθώς και το τι φρονούσαν τότε οι πλειονότητες; Ή μήπως δεν είναι γνωστό ότι ζούμε σε καιρούς εσχάτους για τους οποίους εγράφη ότι και οι εκλεκτοί θα πλανηθούν; Και για να το πούμε και με πολύ απλά λόγια: σε μία οικογένεια ή σε μια φιλική ομάδα που οι περισσότεροι αποδεικνύονται ψεύτες και απατεώνες, ενώ ο ένας παραμένει τίμιος, θα φταίει αυτός, αν μετά την αποτυχία κάθε νουθεσίας του, αποστασιοποιηθεί από τους υπόλοιπους; Αυτός είναι δηλαδή που διαλύει την οικογένεια; Είναι φανερό ότι τα δείγματα μιας τέτοιας τόσο παράλογης «λογικής» δεν μπορούν να αντέξουν σε καμία κριτική.
6. Επίκληση της στάσης του Αγίου Όρους. Κάποιοι μας λένε ότι οι αποτειχίσεις και οι λοιπές έντονες αντιδράσεις προς τον Οικουμενισμό αποτελούν φανατισμό και επικαλούνται τη μετριοπάθεια που επέδειξε το Άγιον Όρος μετά το πέρας της συνόδου της Κρήτης. Το ερώτημα όμως είναι για ποιο Άγιο Όρος μιλάμε. Μετά από δεκαετίες που το δηλητήριο της οικουμενιστικής παναίρεσης «δουλεύει» ύπουλα μέσα στο σώμα της Εκκλησίας, είναι παγκοίνως γνωστό ότι η πλάνη έχει διεισδύσει παντού. Να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν ότι δεν υπάρχει ενιαία στάση του Όρους επί του ζητήματος, αντιθέτως υπάρχει ξεκάθαρος διχασμός ως προς τη στάση που πρέπει να ακολουθηθεί έναντι του Φαναρίου (κακώς, αλλά έτσι είναι). Να θυμίσουμε επίσης τις αντιδράσεις μεγάλης ομάδας αγιορειτών πατέρων (και αυτοί…Άγιον Όρος είναι) ήδη από την επαύριο της ψευδοσυνόδου, καθώς και τις απαράδεκτες διώξεις που έκτοτε υφίστανται με υποκινητή τον εκδικητικό ταγό του Φαναρίου (που εξαντλεί όλη του την…παροιμιώδη πλέον αγάπη στους καρδινάλιους, τους ιμάμηδες και τους ραβίνους, αλλά δεν ανέχεται ούτε ίχνος κριτικής από τους πραγματικούς ορθοδόξους για τις νεοεποχίτικες εκτροπές του). Και να θυμίσουμε και το πόσο έωλες και ατεκμηρίωτες είναι όλες οι δήθεν μετριοπαθείς γνωματεύσεις και αποφάσεις που έλαβαν κάποια συλλογικά αγιορετικά όργανα, όπως π.χ. το πόρισμα της Ιεροκοινοτικής Επιτροπής επί των τελικών κειμένων της συνόδου της Κρήτης (που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2016 και που επίσης οι οικουμενιστές επικαλούνται). Το κείμενο αφ’ ενός μεν εκφράζει μόνο κάποιους και όχι όλες τις μονές του Όρους, αφ’ ετέρου δε, ακόμη και έτσι, αποτελεί απέλπιδα απόπειρα δικαιολόγησης των αδικαιολόγητων από ανθρώπους που αναγνωρίζουν διαρρήδην μεν όλα τα αιρετικά σημεία που «δογμάτισε» η δήθεν Αγία Σύνοδος, αλλά παρά ταύτα…διστάζουν να δράσουν (ζητώντας κάπως-κάπου-κάποτε να…διορθωθούν και ουσιαστικά πετώντας με υπεκφυγές τα αναμμένα κάρβουνα από τα χέρια τους στις…ελληνικές καλένδες). Συνεπώς, ακόμη και όσοι κρατούν τόσο «μετριοπαθή» (εμείς την αποκαλούμε αλλιώς) στάση έναντι της ψευδοσυνόδου του Κολυμπαρίου και γενικότερα του Οικουμενισμού, είναι σε πασιφανή αδυναμία να τεκμηριώσουν τις θέσεις τους.
7. Η κατηγορία ότι δεν πρέπει να κρίνουμε δημόσια τους ιεράρχες μας, επειδή αυτό δείχνει έλλειψη σεβασμού και επειδή σκανδαλίζεται και πολύς κόσμος. Κατ’αρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι εδώ δεν μιλούμε για κρίση και κατάκριση, αλλά για έλεγχο περί πλάνης και αιρέσεως. Επ’ αυτού έχουμε κάθε δικαίωμα. Από εκεί και πέρα η άποψη ότι σκανδαλισμό επιφέρει ο έλεγχος και όχι ο σκανδαλοποιός, δεν αντέχει στην παραμικρή κριτική. Αντίθετα η δημοσιοποίηση των αιρετικών τερατουργημάτων που ολοένα και περισσότερο εκπορεύονται από χειλέων υψηλόβαθμων ρασοφόρων, καθώς και η δημόσια ανασκευή τους, αποτελούν υποχρέωση και καθήκον όσων κατέχουν κάποιες θεολογικές γνώσεις έναντι των πλέον αδαών, με στόχο να οικοδομούνται οι τελευταίοι στην αλήθεια και να μην παρασύρονται. Όσον αφορά δε τα περί ελλείψεως σεβασμού, η αλήθεια είναι ότι σεβόμαστε το σχήμα τους – και μάλιστα προφανώς πολύ περισσότερο απ’ όσο οι ίδιοι. Από εκεί και πέρα όμως πόσο μπορείς να σιωπάς απέναντι σε κληρικούς που παλινδρομούν επί δεκαετίες ανάμεσα στη δυσσεβή νεωτερικότητα (απαλλαγή από τα ράσα, μεταφράσεις στη λατρεία κλπ) και την πλέον βέβηλη βλασφημία (συμπροσευχές και…συλλείτουργα με ετεροδόξους), προκαλώντας με συνεχείς νεοεποχίτικες δηλώσεις και πράξεις; Οφείλουμε να προσευχόμαστε ο Θεός να τους φωτίζει και να τους χαρίζει επιστροφή και μετάνοια, αλλά όσο αυτό δεν συμβαίνει και ο σκαναδαλισμός που προκαλούν κλιμακώνεται, είναι προφανές πως οφείλουμε και να αντιδρούμε ακόμη και με έντονο τρόπο. Άλλωστε «οι μη οργιζόμενοι εφ’ οις δει ηλίθιοι δοκούντες είναι».
8. Η κατηγορία ότι γινόμαστε κριτές και τιμητές των πάντων. Την ακούμε και αυτήν πολλές φορές, όταν καυτηριάζουμε τους λόγους και τις πράξεις συγκεκριμένων οικουμενιστών ιεραρχών, ακόμη και τα acta ψευδοσυνόδων όπως αυτή της Κρήτης. Φυσικά και αυτή η κατηγορία αρύεται εκ του πονηρού και είναι απολύτως υποκριτική. Κατ’ αρχάς, η ιδιότητα του τιμητή εκ των πραγμάτων περικλείει οίηση και έπαρση. Η οίηση όμως χαρακτηρίζει εκείνους τους αγαπολόγους παραληρο-θεολογούντες (της «μεταπατερικότητας» και του νεωτερικού αναθεωρητισμού), εκείνους δηλαδή που δογματίζουν καινά σημεία (και…τέρατα), θεωρώντας – όπως προαναφέρθηκε – εαυτούς ουσιαστικά ανώτερους των αγίων Πατέρων, των Ιερών Κανόνων και της Ιεράς Παραδόσεως. Εμείς αντιθέτως εμμένουμε σε αυτούς (αρνούμενοι να αλλάξουμε έστω και ένα «ιώτα»), στάση εξ ορισμού απολύτως ταπεινή. Μπορεί να έχουμε (και έχουμε) χίλια δυο ελαττώματα ως άνθρωποι, αλλά αυτό το συγκεκριμένο είναι ταπεινό. Πέραν αυτού δε, καθόλου δεν «κρίνουμε τους πάντες», απλά εκθέτουμε τη θέση μας πάνω σε εξόφθαλμα γεγονότα βέβηλης διαστρέβλωσης της πίστης μας από συγκεκριμένα πρόσωπα που τη διαστρεβλώνουν. Αν για κάποιους δεν είναι εξόφθαλμα, το πρόβλημα τυγχάνει αποκλειστικά των οφθαλμών τους.
9. «Ας μην αντιδρούμε, γιατί όσο φωνάζουμε, διαφημίζουμε το θέμα, ο Θεός θα δώσει λύση και θα δείξει την αλήθεια». Ναι, τα έχουμε ακούσει μέχρι και αυτά. Μόνο που ο Θεός μας έδωσε και νουν του συνιέναι και οφθαλμούς του οράν και στόμα του λαλείν. Αν δεν μιλήσουμε και δεν αντιδράσουμε την ώρα που διώκεται η πίστη μας, θα είμαστε αναπολόγητοι απέναντί Του. Τέτοιες παθητικές και αποστασιοποιημένες λοιπόν στάσεις δεν μπορούν να αφορούν σε κανένα πραγματικό ορθόδοξο χριστιανό, ειδικά στους σημερινούς κρίσιμους χρόνους. Όσον αφορά τέλος τη ρήση ότι αν δεν μιλάς για κάτι, δεν το διαφημίζεις κι έτσι…ασημαντοποιείται, πρόκειται πολύ απλά για προκάλυμμα δειλίας. Με την «λογική» αυτή δεν θα μιλούσαμε ποτέ και για τίποτε (είτε για την πολιτική κατάντια του τόπου, είτε για τον αποχριστιανισμό της πατρίδας μας, είτε για τον αφελληνισμό της εκπαίδευσης, είτε για οτιδήποτε άλλο). Αντίθετα, για όλα οφείλουμε να αντιδρούμε – και πολύ περισσότερο βέβαια για το μείζον θέμα της πίστης μας και τη λυσσαλέα απόπειρα νόθευσής της από τα χαλκεία της παναίρεσης του Οικουμενισμού. Ή μήπως δεν τη θεωρούν παναίρεση (ή ούτε καν αίρεση) όλοι αυτοί οι «μετριοπαθείς»; Ας αντιστρέψουμε την κατάσταση, ας πάψουμε να κρατάμε αμυντική στάση απέναντι στο θράσος τους και ας τους απευθύνουμε την παραπάνω ερώτηση ευθέως. Είναι καιρός που όλοι θα κληθούμε και θα πάρουμε θέση, τέλος με τα μισόλογα στις σκιές. Εδώ υπάρχει ένα τεράστιο απόστημα, που απλώνεται και τρώει τις σάρκες μας. Απέναντι σε αυτό, κανείς δεν έχει πια το δικαίωμα να σιωπά.
Ολοκληρώνοντας, οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι επιχειρήσαμε να αποδώσουμε εδώ, με όσο το δυνατόν πιο απλό και εύληπτο τρόπο, κάποια μόνο από τα βασικά «επιχειρήματα» των θιασωτών της λεγόμενης «μεταπατερικότητας», σε σχέση κυρίως με το μείζον πρόβλημα της εσκεμμένης δογματικής σύγχυσης και του διαθρησκειακού συγκρητισμού που επιτάσσουν η αδηφάγος οικουμενιστική παναίρεση της εποχής μας. Ασφαλώς υπάρχουν πολλά ακόμη. Και φυσικά εννοείται ότι το παρόν κείμενο δεν φιλοδοξεί ούτε να κομίσει «γλαύκα ες Αθήνας», ούτε να υποκαταστήσει στο παραμικρό τις εμπεριστατωμένες πραγματείες των παλαιότερων και σύγχρονων κορυφαίων θεολόγων μας. Στόχος του είναι απλώς να αποτελέσει μία μικρή και ταπεινή επιπλέον συμβολή στην αποκάλυψη του τρόπου με τον οποίο σκέφτονται και διαλέγονται πάμπολλοι «θεολόγοι» και «θεολογούντες» των ζοφερών καιρών μας, τουτέστιν μία ολοένα και αυξανόμενη ομάδα ανθρώπων, που ενώ μιλούν για Χριστό και Ορθοδοξία, για μια ακόμη φορά μας φέρνουν στον νου την προειδοποίηση του Αποστόλου Παύλου «ὅτι εἰσελεύσονται…λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν». Η αντίδραση απέναντι στις κακοδοξίες τους επαναλαμβάνουμε ότι αποτελεί για όλους μας επιτακτικό καθήκον…
Πηγή: Κατάνυξις