Ἡ δικτατορία τῆς δεκτικότητας καὶ ἡ κατάργηση τοῦ δικαιώματος τῆς ἄρνησης ὡς χαρακτηριστικὸ κάθε αἱρέσεως καὶ ἰδίως τῆς παναιρέσεως τοῦ Οικουμενισμού
Ἡ σημερινὴ μεταμοντέρνα κοινωνία, τὴν ὁποία βιώνουμε, θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς ἡ κοινωνία τῆς ὁλοκλήρωσης καὶ ἐπικράτησης τοῦ μηδενισμοῦ, ἔτσι ὅπως τὸν ἀνέδειξε καὶ ἀνάλυσε ὁ μακαριστὸς π. Σεραφεὶμ Ρόουζ στὸ ὁμώνυμο βιβλίο του («ὁ Μηδενισμός», ἐκδόσεις Μυριόβιβλος). Ἡ ἐπικράτηση αὐτὴ μπορεῖ νὰ διαπιστωθεῖ κυρίως ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἰσοπέδωση ποὺ κυριαρχεῖ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς de facto κατάργησης ἢ τοῦ ἐπαναπροσδιορισμοῦ παραδοσιακῶν ἀρχῶν καὶ θεσμῶν, ὅπως ἡ οἰκογένεια, τὸ φῦλο, τὸ κράτος, τὸ ἔθνος κλπ., ἀπὸ τὴν αὐθαίρετη καὶ μονόπλευρη δημιουργία καὶ καθιέρωση ὅρων καὶ ἐννοιῶν μὲ στόχο τὴν προώθηση καὶ καθιέρωση συγκεκριμένων σκοπῶν.
Τέτοιοι ὅροι εἶναι π.χ. οἱ ὅροι «ὁμοφοβία» –χωρὶς τὴν παράλληλη ὕπαρξη τοῦ ὅρου «ἑτεροφοβία», «ἰσλαμοφοβία» –χωρὶς τὴν παράλληλη ὕπαρξη τοῦ ὅρου «χριστιανοφοβία» κλπ. Τέλος ἡ ἐπικράτησης τοῦ μηδενισμοῦ μπορεῖ νὰ διαπιστωθεῖ ἀπὸ τὴν ἐπιβολὴ τῆς δεκτικότητας καὶ τὴν παράλληλη καταδίκη καὶ κατάργηση τοῦ δικαιώματος τῆς ἄρνησης, ἑνὸς δικαιώματος ποὺ ἀποτελεῖ βασικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἐλευθερίας τῆς φύσεώς του.
Αὐτὴ ἡ μηδενιστικὴ ὁλοκλήρωση καὶ ἐπικράτηση ἰδίως μετὰ τὸν Β΄ Π.Π. προετοίμασε καὶ ὑποστήριξε τὴν ὁλοκλήρωση καὶ ἐπικράτηση τῆς Παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος φέρει τὰ ἴδια προαναφερθέντα χαρακτηριστικὰ τώρα ὅμως σὲ θρησκευτικὸ ἐπίπεδο. Κατάργηση ἢ ἐπαναπροσδιορισμὸς Κανόνων καὶ ὁρίων ποὺ ἔθεσε ἡ Ἐκκλησία ἐδῶ καὶ δύο χιλιετίες γιὰ νὰ προστατεύσει τὸ ποίμνιό Της, αὐθαίρετη, νέα ὁρολογία καὶ ἐπαναπροσδιορισμὸς βασικῶν ἀρχῶν καὶ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τέλος, ὅπως καὶ ἐπὶ πολιτικοῦ-κουνωνικοῦ ἐπιπέδου, καταδίκη καὶ κατάργηση τοῦ δικαιώματος τῆς ἄρνησης.
Ὁ Θεὸς ὅμως μᾶς ἔπλασε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἐλεύθερους ἐπιτρέποντάς μας τὸ δικαίωμα τῆς ἄρνησης, ἔστω κι ἂν τὸ χρησιμοποιούσαμε γιὰ τὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐντολῶν Του, κυρίως ὡς μέσο πρὸς τὴν σωτηρία μέσω τῆς ἄρνησης καὶ ἀπόρριψης τοῦ Σατανᾶ καὶ τῶν μισανθρώπων ἔργων του. Ἤδη ἀπὸ τὴν βάπτισή μας ἐκφράζουμε αὐτὴν τὴν ἄρνηση: «Ἀποτάσσομαι τῷ Σατανᾷ καὶ πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ, καὶ πάσῃ τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ…». Αὐτὴ ἡ ἄρνηση τοῦ Σατανᾶ καὶ τῶν ἔργων του, δηλ. τῆς αἵρεσης, εἶναι παράλληλα ὁμολογία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐντολῶν Του, διότι τήρηση τῶν ἐντολῶν Του σημαίνει παράλληλα ἄρνηση σὲ ὅ,τι ἀντιτίθεται σὲ αὐτές καὶ ἡ προσπάθεια ἀπόκτησης τῶν ἀρετῶν σημαίνει ἄρνηση σὲ ὅ,τι μᾶς ἐμποδίζει νὰ τὶς ἀποκτήσουμε:
Ταπείνωση σημαίνει ἄρνηση τῆς κοσμικῆς δόξας.
Ἀκτημοσύνη σημαίνει ἄρνηση τῆς περιουσίας καὶ τοῦ χρήματος.
Ὑπακοὴ σημαίνει ἄρνηση τοῦ ἰδίου θελήματος.
Διάκριση σημαίνει ἐπιλογὴ τοῦ καλοῦ καὶ ἄρνηση τοῦ κακοῦ.
Πίστη σημαίνει ἐμπιστοσύνη καὶ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἄρνηση κάθε κακοδοξίας, ψευδοδιδασκαλίας καὶ αἵρεσης, ποὺ ἀποτελοῦν περιφρόνηση καὶ βλασφημία τοῦ Ἀγαπῶντος καὶ ἀγαπωμένου Θεοῦ.
Καὶ ἐδῶ ἐμφανίζεται τὸ μέγα παράδοξο –καὶ ὡς ἐκ τοῦτου ἡ μηδενιστική, αἱρετική, ἑωσφορικὴ πρακτικὴ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καθώς,
– αὐτοὶ ποὺ ἀρνοῦνται –ὑπερασπίζοντας τὴν αἵρεση– τὴν πραγματικὴ καὶ μοναδικὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν διδασκαλία της, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἀπαγορεύουν (καὶ καταδικάζουν παράλληλα) στοὺς ἄλλους τὸ δικαίωμα ἄρνησης τῆς αἵρεσης καὶ διατήρησης τῆς Πίστεως, ὅπως αὐτὴ μᾶς παραδόθηκε,
– αὐτοὶ ποὺ μιλοῦν γιὰ ἑτερότητα, ἀπαγορεύουν τὴν ἄρνηση γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν ὁμογένεια στὴν ἀποστασία,
– αὐτοὶ ποὺ μιλοῦν γιὰ ἀγάπη καὶ ἐλευθερία καὶ σεβασμὸ στὰ πιστεύω τοῦ ἄλλου ἀπαγορεύουν τὴν ἐλεύθερη βούληση μέσῳ τοῦ δικαιώματος τῆς ἄρνησης καὶ ὑβρίζουν, λοιδωροῦν, διώκουν καὶ καταδικάζουν τὸν μὴ βουλόμενο αὐτοῖς συνιέναι, γιατὶ αὐτὴ ἡ ἄρνηση καταδεικνύει τὸ ψεῦδος τῶν λόγων τους.
Εἶναι ὅμως φυσιολογικὸ τὸ γεγονός, νὰ πολεμοῦν αὐτοὶ ποὺ ἀρνοῦνται τὴν Ἀλήθεια αὐτοὺς ποὺ ἀρνοῦνται τὸ ψέμα.
Ἡ Μία Ἐκκλησία ποὺ εἶναι «ὁ στῦλος καὶ τὸ στήριγμα/ἑδραίωμα τῆς ἀλήθειας» (Α΄ Τιμ. 3,15), ἀμέσως ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή, ἀγωνίστηκε σκληρά νὰ κρατήσει ἀκέραιη, ἀπαράλλαχτη καὶ ἀνόθευτη τὴν Μία Ἀλήθεια, ποὺ μᾶς παρέδωσε ὁ Χριστός. Οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ διάδοχοί τους προφύλαξαν τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ τὶς πλανεμένες διδασκαλίες τῶν «ψευδοδιδασκάλων» καὶ τῶν «ψευδοπροφητῶν (Ματθ. 7,15· Β΄ Πετρ. 2,1· Α΄ Ιω. 4,1) ἀρνούμενοι ἀκόμη καὶ τὴν ἀλλαγὴ ἑνὸς γιῶτα ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες, μέλη καὶ αὐτοὶ τῆς πολυπολιτισμικῆς κοινωνίας τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἀρνήθηκαν κάθε ἀνάμειξη σὲ συγκριτιστικὲς πρακτικές, σὲ κοινὲς θυσίες καὶ λατρεῖες, σὲ κάθε τι ποὺ ἀντιτασσόταν στὴν ἐκκλησιαστικὴ διδαχή. Οἱ Ἅγιοι Ὁμολογητὲς καὶ Πατέρες ἀρνήθηκαν αὐτοκρατορικές, συνοδικές, πατριαρχικές, ἐπισκοπικὲς διαταγές, ποὺ ἀλλοίωναν ἢ ἀναιροῦσαν τὶς Παρακαταθῆκες. Ὅλοι τους ἀρνήθηκαν ὁποιαδήποτε συγκατάβαση σὲ θέματα Πίστεως, ἀρνήθηκαν ὁποιαδήποτε ὑποταγὴ ποὺ θὰ ἀναιροῦσε τὴν Πίστη τους, ἀρνήθηκαν καὶ τὴν ἴδια τους τὴν ζωὴ γιὰ τὴν Πίστη τους.
Ὁ ὅρος «ὁμολογία» δὲν νοεῖται χωρὶς τὴν ἄρνηση, τοῦ κάθε τι, ποὺ ἀντιτίθεται στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ οἰκουμενιστὲς δὲν θὰ σταματήσουν νὰ πολεμοῦν τὴν ἄρνηση τῆς αἱρέσεώς τους. Ἐμεῖς ὅμως δὲν θὰ σταματήσουμε νὰ τοὺς ἀντιμαχόμαστε.
Ἀρνοῦμαι τὴν αἵρεση, παραμένω πιστὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας.