Σὰν μέλος καὶ ἱερεὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στὴν ὁποία βαπτίσθηκα καὶ ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινὴ Ἐκκλησία. Καὶ τὸ πιστεύω γιὰ πολλοὺς λόγους: ἕνεκα προσωπικῆς πεποιθήσεως καὶ ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Πνεύματος, ποὺ πνέει στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατὸ νὰ γνωρίζω ἀπὸ τὴ Γραφὴ καὶ ἀπὸ τὴν καθολικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νὰ θεωρῶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες χριστιανικὲς ἐκκλησίες ὡς ἐλαττωματικές, καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις μπορῶ νὰ προσδιορίσω αὐτὲς τὶς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωση τῶν Χριστιανῶν, γιὰ μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τὴν παγκόσμια ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία. Δὲν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακὴ πεποίθηση, ἡ πεποίθησή μου ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὴν Una Sancta («Μία Ἅγία...» ).
Ξέρω καλὰ ὅτι ἡ ἀξίωσή μου θὰ ἀγνοηθεῖ ἀπὸ πολλοὺς χριστιανούς, Θὰ θεωρηθεῖ ὅτι εἶναι μιὰ ἐγωιστικὴ καὶ μάταιη ἀπαίτηση. Ξέρω, ἐπίσης, καλὰ ὅτι πολλὰ πράγματα, ποὺ τὰ πιστεύω ἀπόλυτα δὲν εἶναι πιστευτὰ ἀπὸ ἄλλους. Ὅμως, δὲν βλέπω κανένα λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο πρέπει ἐγὼ ν’ ἀμφιβάλλω γι’ αὐτὰ ἤ νὰ μὴν πιστεύω ἐγὼ ὁ ἴδιος. Τὸ μόνο ὅμως ποὺ λογικά μοῦ ἐπιβάλλεται νὰ κάνω εἶναι νὰ διακηρύξω τὴν πίστη μου καὶ νὰ τὴν ἐκφράσω μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε οἱ φτωχές μου λέξεις νὰ μὴν ἀμαυρώσουν τὴν ἀλήθεια. Γιατί εἶμαι σίγουρος, ὅτι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ φέρνει βεβαιότητα. Τοῦτο, βέβαια, δὲν σημαίνει ὅτι τὸ κάθε τί μέσα στὶς πολλὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες κατὰ τὸ παρελθὸν ἤ τὸ παρὸν πρέπει νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Πολλὰ πράγματα προφανῶς ὑπόκεινται σὲ ἀλλαγές. Καί, φυσικά, πολλὰ πράγματα ἔχουν ἀνάγκη βελτιώσεως. Ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἀκόμη ἡ τέλεια Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἀναπτυχθεῖ καὶ νὰ οἰκοδομηθεῖ μέσα στὴν ἱστορία. Κι ὅμως ἡ ὅλη καὶ ἡ πλήρης ἀλήθεια ἔχει ἤδη δοθεῖ καὶ ἀνατεθεῖ στὴν Ἐκκλησία. Ἡ ἀναθεώρηση καὶ νέα διατύπωση εἶναι πάντοτε δυνατή, καὶ ὁρισμένες φορές, μάλιστα, ἐπιβεβλημένη. Ὅλη ἡ ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τοῦ παρελθόντος τὸ ἀποδεικνύει. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μ’ αὐτὸν τὸ σκοπὸ συγκεντρώνονταν. Βέβαια, στὸ σύνολο, τὸ ταμεῖο τῆς Πίστεως φυλάχθηκε πιστά, καὶ ἡ μαρτυρία τῆς πίστεως κέρδισε σὲ ἀκρίβεια καὶ εὐστοχία διατυπώσεως. Πάνω ἀπ’ ὅλα, ἡ μυστηριακὴ δομὴ τοῦ Σώματος ἔχει διατηρηθεῖ σώα καὶ ἄθικτος. Καὶ στὸ σημεῖο τοῦτο πάλι γνωρίζω ὅτι ἡ προσωπική μου αὐτὴ πεποίθηση εἶναι δυνατὸ νὰ ἀπορριφθεῖ σὰν αὐταπάτη. Ἀλλὰ γιὰ μένα ἀποτελεῖ ἀκράδαντη πεποίθηση. Ἂν αὐτὸ ἤθελε θεωρηθεῖ πεισμονή, εἶναι ἡ πεισμονὴ τῆς ἀλήθειας καὶ τῶν τεκμηρίων.
Μπορῶ μόνο νὰ δῶ αὐτό, ποὺ πράγματι βλέπω. Δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ κάνω τίποτ’ ἄλλο. Ἀλλὰ μὲ κανένα τρόπο δὲν εἶμαι διατεθειμένος νὰ θέσω κανέναν «ἐκτὸς Ἐκκλησίας». Ἡ «κρίσις» ἔχει δοθεῖ στὸν Υἱό. Κανεὶς δὲν διορίσθηκε γιὰ νὰ προλαμβάνει τὴν κρίση Του. Ἡ Ἐκκλησία, βέβαια, ἔχει τὴ δική της ἐξουσία μέσα στὴν ἱστορία. Εἶναι, πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, ἡ ἐξουσία νὰ κηρύττει καὶ νὰ διαφυλάττει τὸ λόγο τῆς ἀληθείας. Ὑπάρχει κάποιος κανόνας πίστεως καὶ τάξεως, ποὺ πρέπει νὰ θεωρεῖται σὰν κανόνας. Ὁτιδήποτε βρίσκεται πέραν τούτου εἶναι «ἀνωμαλία». Ἀλλὰ ἡ «ἀνωμαλία» πρέπει νὰ θεραπεύεται καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ καταδικάζεται. Αὐτὴ εἶναι ἡ δικαίωση γιὰ τὴ συμμετοχὴ ἑνὸς Ὀρθοδόξου στὸν οἰκουμενικὸ διάλογο μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι μὲ τὴ μαρτυρία του ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι δυνατὸ νὰ κερδίσει ἀνθρώπινες ὑπάρξεις.
Πηγή: (Περιοδικὸ Ὀρθόδοξη Μαρτυρία, τεῦχος 22, 1987), Αγία Ζώνη