Ἐν Πειραιεῖ τῇ 23ῃ Ἰανουαρίου 2013,
Εισαγωγή
Μετ’ αφάτου θλίψεως και πόνου και συνοχή καρδίας, πληροφορηθήκαμε από τα έντυπα και ηλεκτρονικά Μ.Μ.Ε.[1] ότι «ένας «Οίκος Προσευχής και Μαθητείας» για Χριστιανούς, Μουσουλμάνους και Εβραίους πρόκειται να κατασκευαστεί στην πλατεία Petriplatz (πλατεία του Αγίου Πέτρου) του Βερολίνου. Ο οίκος προσευχής και μαθητείας θα φιλοξενεί υπό την ίδια στέγη εκκλησία, συναγωγή και τζαμί. Ο ναός δεν θα έχει θρησκευτικά σύμβολα στο εσωτερικό του, ενώ σε μία από τις αίθουσες θα μπορούν να προσεύχονται μαζί πιστοί από διαφορετικές θρησκείες. Ο ναός αυτός είναι μοναδικός όχι μόνο γιατί καλεί Χριστιανούς, Μουσουλμάνους και Εβραίους να προσευχηθούν μαζί, αλλά και επειδή θα έχει ανοικτές τις πόρτες του σε οποιονδήποτε θέλει να προσευχηθεί, είτε ανήκει είτε δεν ανήκει σε κάποια θρησκεία. Και ο λόγος είναι ότι το Βερολίνο είναι μία μητρόπολη που δεν πιστεύει, η πρωτεύουσα των αθέων και των αγνωστικιστών.
Για την έναρξη του έργου, η Εβραϊκή Κοινότητα του Βερολίνου, το εκκλησιαστικό κολέγιο Αβραάμ Γκάιγκερ του Πότσδαμ, το Φόρουμ Διαπολιτισμικού Διαλόγου και η Οργάνωση St. Petri-St. Marien της Ευαγγελικής Εκκλησίας ίδρυσαν την οργάνωση «Ο Οίκος Προσευχής και Μαθητείας της Petriplatz του Βερολίνου».
Το νέο κτίριο θα ανεγερθεί στο σημείο όπου βρισκόταν κάποτε η εκκλησία του Αγίου Πέτρου. Έχουν σχεδιαστεί τρεις διαφορετικοί χώροι προσευχής - ένας για χριστιανούς, ένας για μουσουλμάνους και ένας για εβραίους, οι οποίοι θα ενώνονται με διάδρομο, όπου θα μπορούν να διοργανώνονται κοινές τελετές και εκδηλώσεις.
Η κριτική επιτροπή απένειμε το πρώτο βραβείο στο αρχιτεκτονικό γραφείο του Βερολίνου «Kuehn Malvezzi», το σχέδιο του οποίου είναι εμπνευσμένο από την παλιά εκκλησία του Αγίου Πέτρου και, με τον πύργο ύψους 44 μέτρων, ο οίκος προσευχής θα θυμίζει φρούριο. Στο εσωτερικό θα υπάρχει θολωτός διάδρομος δύο επιπέδων, ο οποίος θα χρησιμεύει ως χώρος μαθητείας.
«Ο τέταρτος χώρος αποτελεί δημόσιο χώρο μεταξύ των τριών θρησκειών. Είναι ένας χώρος για κατανόηση και συζήτηση. Ο διάλογος έχει να κάνει εν μέρει και με ένα είδους περιορισμού. Το έργο στοχεύει επίσης στην ανάδειξη και των διαφορών», εξηγεί ένας από τους αρχιτέκτονες, ο Γουίλφριντ Κιούν.
O Γκρέγκορ Χόμπεργκ, πάστορας της προτεσταντικής κοινότητος και πρόεδρος της οργάνωσης της Petriplatz δηλώνει ικανοποιημένος με το σχέδιο. Τονίζει ότι το ζητούμενο δεν είναι να δημιουργηθεί ένα «αμάλγαμα» θρησκειών, αλλά «να μάθουμε πώς να προσεγγίζουμε ο ένας τον άλλον με αξιοπρέπεια και σεβασμό». «Εμείς προσβλέπουμε στη μείξη των πιστών, ελπίζουμε να προσεύχονται όλοι μαζί».
«Στο πολιτικό ερώτημα: Τι μπορεί να κάνει η αρχιτεκτονική; η απάντηση είναι ότι τώρα η αρχιτεκτονική μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες για ειρηνικό διάλογο, ο οποίος όμως παραμένει διάλογος», δηλώνει ο Κιούν.
Οι πρωτεργάτες του οίκου προσευχής και μαθητείας ελπίζουν ότι ο χώρος, ως σημείο συνάντησης διαφορετικών θρησκειών, θα γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ τους, βοηθώντας τους πιστούς να ανακαλύψουν τις ομοιότητές τους».
Με τα παραπάνω φυσικό είναι ο νους κάθε εχέφρονος ανθρώπους να πάει – πού αλλού; – στην παναίρεση του Οικουμενισμού και ιδιαίτερα στον διαθρησκειακό συγκρητισμό.
Είναι κοινά αποδεκτό πλέον στην εποχή μας ότι ο μέγιστος κίνδυνος, που απειλεί τήν Μία, Αγία, Καθολική καί Αποστολική, Ορθόδοξη Εκκλησία μας και υποσκάπτει τα θεμέλια και την ταυτότητά της είναι η παναίρεση της κινήσεως του Οικουμενισμού.
Ο σύγχρονος άγιος γέροντας της Σερβικής Εκκλησίας όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς σημειώνει περί του Οικουμενισμού ότι αυτός είναι όχι απλά αίρεση, αλλά παναίρεση. Ο άγιος πατήρ έχει εκφρασθεί γι’αυτόν ως εξής˙ «Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του ευρίσκεται η καρδία όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών μέ επικεφαλής τόν Παπισμό. Όλοι δέ αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι αι ψευδοεκκλησίαι δέν είναι τίποτε άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις τήν άλλην αίρεσιν. Τό κοινόν ευαγγελικόν όνομά τους είναι η παναίρεσις»[2]. Στό ίδιο μήκος κύματος ο μακαριστός γέροντας αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος μας δίνει τήν πραγματική εικόνα του Οικουμενισμού:
«Ο Οικουμενισμός είναι ένα Κίνημα παγκόσμιον του Διεθνούς Σιωνισμού καί έχει ως μοναδικόν σκοπόν τήν πολιτικήν καί θρησκευτικήν κατάκτησιν της Οικουμένης! Ο Οικουμενισμός είναι μιά φοβερά λαίλαψ, πού προετοιμάζεται νά ξεθεμελιώση, όπως φαντάζεται, τήν ‘Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν καί Αποστολικήν Εκκλησίαν’ του Χριστού. Είναι άγριος τυφών των δυνάμεων του σκότους, πού συγκεντρώνει τήν καταστροφική του μανία εναντίον κυρίως της Ορθοδοξίας, μέ τόν σκοτεινό πόθο νά τήν εκμηδενίση καί νά τήν αφανίση[3].»
Τέλος, ο μακαριστός γέροντας αρχιμανδρίτης Αθανάσιος Μυτιληναίος ονομάζει τόν Οικουμενισμό τελευταίο πρόδρομο του Αντιχρίστου[4].
Όπως η παγκοσμιοποίηση σέ πολιτικό επίπεδο θέλει νά ενώσει τόν κόσμο καί νά κάνει ένα παγκόσμιο κράτος, μία παγκόσμια ηλεκτρονική διακυβέρνηση, ένα παγκόσμιο νόμισμα, μία παγκόσμια οικονομία, έτσι καί ο Οικουμενισμός σέ θρησκευτικό επίπεδο θέλει νά ενώσει όλες τίς θρησκείες (διαθρησκειακός οικουμενισμός) καί όλες τίς αιρέσεις (διαχριστιανικός οικουμενισμός) σέ μία παγκόσμια θρησκεία, αψηφώντας καί περιθωριοποιώντας τίς τεράστιες, γιγαντιαίες καί χαώδεις δογματικές διαφορές καί ξεθεμελιώνοντας εκ βάθρων τά δόγματα καί τήν πίστη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο Οικουμενισμός είναι η μεγαλύτερη εκκλησιολογική αίρεση όλων των εποχών, επειδή εξισώνει όλες τίς θρησκείες καί τίς πίστεις.
Ο Οικουμενισμός κινείται σέ δύο επίπεδα˙ τό πρώτο σέ διαχριστιανικό καί τό δεύτερο σέ διαθρησκειακό. Έτσι, έχουμε τόν διαχριστιανικό οικουμενισμό καί τόν διαθρησκειακό οικουμενισμό, οι οποίοι αποτελούν δύο από τίς βασικές κατευθύνσεις του Οικουμενισμού. Ο μέν διαχριστιανικός οικουμενισμός προωθεί τήν ένωση των διαφόρων χριστιανικών «ομολογιών» (Παπικών, Προτεσταντών, Αγγλικανών, Πεντηκοστιανών, Μονοφυσιτών) με την Ορθόδοξη Εκκλησία μέ τό κριτήριο του δογματικού μινιμαλισμού. Σύμφωνα μέ τήν οικουμενιστική αρχή του «διαχριστιανικού δογματικού συγκρητισμού» οι δογματικές διαφορές μεταξύ ετεροδόξων είναι απλώς τυπικές παραδόσεις κάθε «εκκλησίας» καί πρέπει νά παρακάμπτονται γιά τό καλό της ενότητας της Εκκλησίας, η οποία μπορεί νά εκφράζεται μέ τήν ποικιλία διαφόρων μορφών καί εκφράσεων. Ο δέ διαθρησκειακός οικουμενισμός, θεωρώντας ότι σέ όλες τίς θρησκείες υπάρχουν θετικά στοιχεία, προωθεί τήν ένωση μεταξύ αυτών καί κυρίως μεταξύ των δήθεν τριών μονοθεϊστικών θρησκειών του κόσμου, του Χριστιανισμού, του Μουσουλμανισμού καί του Ιουδαϊσμού. Μέ λίγα λόγια προωθεί τήν λεγομένη «πανθρησκεία». Σύμφωνα μέ τήν οικουμενιστική αρχή του «διαθρησκειακού συγκρητισμού» πρέπει νά βλέπουμε τά «κοινά θεολογικά σημεία», πού υπάρχουν σέ όλες τίς «μονοθεϊστικές θρησκείες», ώστε νά οικοδομήσουμε τήν θρησκευτική ενότητα της οικουμένης[5].
Είναι δυστύχημα νά διαπιστώνει κανείς ότι τίς τελευταίες δεκαετίες βρισκόμασθε σ’ένα πρωτοφανή καλπασμό του διαθρησκειακού συγκρητισμού. Τό αντίχριστο πνεύμα του έχει επηρεάσει πολλούς κληρικούς και λαϊκούς της Ορθόδοξου Εκκλησίας. Γιά νά γίνει, αυτό πού λέμε, αντιληπτό καί γιά νά διαπιστωθεί, δυστυχώς, τό μέγεθος της πτώσεως από τήν αλήθεια του Ευαγγελίου καί τήν παράδοση των Αγίων Πατέρων, επισημαίνουμε ότι η επικείμενη ανέγερση του πανθρησκειακού ναού είναι ένας κρίκος της αλυσίδας, που οδηγεί στην διαμυστηριακή κοινωνία (intercommunio) πασών των αιρέσεων και των θρησκειών, στην επιβολή της πανθρησκείας. Το πρώτο σκαλοπάτι του σχεδίου ενώσεως είναι η ένωση όλων των χριστιανικών ομολογιών, δηλ. ο διαχριστιανικός οικουμενισμός, το δεύτερο η ένωση όλων των θρησκειών, δηλ. ο διαθρησκειακός οικουμενισμός και το τρίτο η ένωση όλων των ομολογιών και των θρησκειών, δηλ. η επιβολή της πανθρησκείας, με αρχηγό τον αιρεσιάρχη Πάπα της Ρώμης. Γι’αυτό και δεν μας ξαφνιάζει η ιδέα του πανθρησκειακού ναού. Προηγήθηκαν κι άλλοι κρίκοι, κι άλλες ενέργειες, όπως:
α) η συμμετοχή μετά συμπροσευχών των ορθοδόξων οικουμενιστών Πατριαρχών, Αρχιεπισκόπων και Επισκόπων σε διάφορες διαθρησκειακές συναντήσεις,
β) η αποκατάσταση του Ιούδα και του Εβραϊκού λαού από το στυγερό έγκλημα της Σταυρώσεως του Ιησού Χριστού, την οποία προσυπογράφουν και ορθόδοξοι οικουμενιστές[6],
γ) η αφαίρεση από την Ορθόδοξη λειτουργική και υμνολογία, από τα εγκώμια του Επιταφίου, κάθε αντιεβραϊκής αναφοράς,
δ) η δωρεά του Κορανίου σε Μουσουλμάνους, η κλήση του ως «αγίου» και «ιερού»[7].
Φθάσαμε μάλιστα στο σημείο να εκδίδουμε γραμματόσημα, πάνω στα οποία παρίστανται καθήμενοι, κατά τον τύπο της Αγίας Τριάδος στη φιλοξενία του Αβραάμ, ένας Χριστιανός κληρικός, ένας Εβραίος ραβίνος, και ένας Μουσουλμάνος χότζας, η νέα αυτή βλάσφημη πανθρησκειακή τριάδα, όπως επίσης και στο να προσφέρουμε ως δώρο σε κοινή καλαίσθητα εκτυπωμένη κασετίνα τα τρία "ιερά" βιβλία, την εβραϊκή Βίβλο, το Ευαγγέλιο και το Κοράνιο, τα οποία προβάλλει ισοτίμως επάνω στο τραπέζι ο εμπνευστής της βλάσφημης Τριάδος του γραμματοσήμου. Αυτό αποτελεί μείξιν άμικτον, και κοινωνίαν του φωτός προς το σκότος˙ γιατί όχι μόνον ως προς το Κοράνιο, αλλά και ως προς την εβραϊκή Βίβλο, αν αυτή ιδωθεί και ερμηνευθεί χωρίς Χριστό, υπό το φως όχι του Ευαγγελίου, αλλά της παραδόσεως των Γραμματέων και Φαρισαίων, που εσταύρωσαν τον Χριστό, ανήκει και αυτή στο σκότος˙ εφαρμόζονται και σ' αυτήν τα αυστηρά «ουαί», που είπε ο Χριστός προς τους Εβραίους νομοδιδασκάλους, οι οποίοι, ενώ προς αυτούς πρώτα ήλθε το φως, εν τούτοις παρέμειναν στο σκοτάδι˙ «εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον... και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβε»[8]. Η ανέγερση του πανθρησκειακού ναού έρχεται ως συνέχεια των ανωτέρω ενεργειών.
Ερμηνεία του Ματθ 4, 15-16.
Στη σκέψη μας έρχεται αβίαστα αυτή η σύντομη, αλλά φοβερή περικοπή από το κατά Ματθαίον άγιον Ευαγγέλιον, που διαβάζουμε την Κυριακή μετά τα Φώτα, η οποία λέει:
«Γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλείμ, οδόν θαλάσσης, πέραν του Ιορδάνου, Γαλιλαία των εθνών, ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς[9].»
Ο Χριστός, μετά τους τρείς πειρασμούς στην έρημο, όταν άκουσε ότι ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και Βαπτιστής παραδόθηκε και πήγε στη φυλακή, έφυγε κάτω από την Ιουδαία, από τον Ιορδάνη, εγκατέλειψε τη Ναζαρέτ και πήγε κάτω στη Καπερναούμ, στη Γαλιλαία, στα όρια των φυλών Ζαβουλών και Νεφθαλείμ, για να εκπληρωθεί η προφητεία του προφήτου Ησαΐου. Πού πήγε ο Χριστός; Στη «Γαλιλαία των εθνών». Τι είναι αυτή η «Γαλιλαία των εθνών»; Η Γαλιλαία είναι η βόρεια από τις τέσσερεις επαρχίες της Παλαιστίνης. Οι άλλες τρεις είναι η Σαμάρεια, η Ιουδαία και η Περαία. Οι πρώτοι κάτοικοι της Γαλιλαίας από τις φυλές Ισάχαρ, Ζαβουλών, Νεφθαλείμ και Ασήρ αναμίχθηκαν με αλλοφύλους, εξ ου και το περιφρονητικό όνομα «Γαλιλαία των εθνών». Ο ιερός Χρυσόστομος την αποκαλεί ειδωλολατρική Γαλιλαία[10]. Η Γαλιλαία ήταν ένας χώρος, όπως θα λέγαμε σήμερα, όπου υπήρχε το σήμερα πολυδιαφημιζόμενο πολυπολιτισμικό μοντέλο. Μας έχουν ζαλίσει οι κουλτουριάρηδες και οι προοδευτικοί μ’αυτό το πολυπολιτισμικό μοντέλο. Πολλοί πολιτισμοί, όλοι οι πολιτισμοί, όλα τα έθνη, όλες οι θρησκείες μαζί. «Γαλιλαία των εθνών». Υπήρχαν εκεί όλα τα έθνη. Ιουδαίοι, Πέρσες, Ασσύριοι, Έλληνες κ.ά. Και τι ήταν αυτό το πολυπολιτισμικό μοντέλο; Ας το ακούσουν αυτό όσοι κληρικοί και θεολόγοι είναι υπέρ των διαθρησκειακών συναντήσεων. Το πολυπολιτισμικό μοντέλο ήταν «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει». Σκότος υπήρχε εκεί. Οι υπέρμαχοι των διαθρησκεικών διαλόγων και συναντήσεων ισχυρίζονται ότι όλες οι θρησκείες έχουν στοιχεία αληθείας, όλες έχουν κάτι θετικό. Με τη λογική τους αυτή επομένως κι εκεί στη «Γαλιλαία των εθνών» υπήρχε φως, λίγο φως. Το Ευαγγέλιο, όμως, λέει ότι η «Γαλιλαία των εθνών» είναι «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει». Και αυτός «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς». Να, το Φως. Ο Χριστός! Πουθενά αλλού δεν υπάρχει φως. Μόνο στον Χριστό. Και σήμερα όπου υπάρχουν τέτοιου είδους πολυπολιτισμικά μοντέλα και διαθρησκειακές συναντήσεις και σύγχυση, όπως στο Βερολίνο της Γερμανίας με την ανέγερση του πανθρησκειακού ναού, υπάρχει σκότος.
Ερμηνεία του Β΄ Κορ. 6, 14-18
Ο νους μας, επίσης, πηγαίνει και στην άλλη εξίσου φοβερή αποστολική περικοπή του Μεγάλου και Πρωτοκορυφαίου Αποστόλου των Εθνών Παύλου από την Β΄ προς Κορινθίους επιστολή, ο οποίος τονίζει εμφαντικά:
«Μή γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις˙ τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνη καί ανομία; τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; Τίς δέ συμφώνησις Χριστώ πρός Βελίαρ; ή τίς μερίς πιστώ μετά απίστου; Τίς δέ συγκατάθεσις ναώ Θεού μετά ειδώλων; υμείς γάρ ναός Θεού εστέ ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς καί εμπεριπατήσω καί έσομαι αυτών Θεός, καί αυτοί έσονταί μοι λαός. Διό εξέλθετε εκ μέσου αυτών καί αφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ακαθάρτου μή άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς, καί έσομαι υμίν εις πατέρα, καί υμείς έσεσθαί μοι εις υιούς καί θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ[11].»
Η Κόρινθος την εποχή εκείνη, κατά την οποία ο Απ. Παύλος κήρυττε το Ευαγγέλιο του Χριστού στον εθνικό κόσμο, ήταν ένα κοσμοπολίτικο κέντρο. Μια πόλη, θα λέγαμε σήμερα με σύγχρονη ορολογία, παγκοσμιοποιημένη, πολυπολιτισμική. Μια πόλη στην οποία συνωθούνταν λαοί, φυλές, γλώσσες και θρησκείες. Όλα ανακατωμένα και αναμεμιγμένα. Μέσα σ’αυτή την κοσμοπολίτικη πόλη, την πόλη της τρυφής, της χλιδής και της πολυτελείας, μόνο στο ιερό της Αφροδίτης υπηρετούσαν χίλιες ιερόδουλες. Έχει παραμείνει η παροιμιακή έκφραση «ου παντός πλήν εις Κόρινθον». Δεν μπορεί ο καθένας να πλεύσει, να πάει στην Κόρινθο, γιατί ήταν πόλη πολυέξοδος και πλουσία, μεγάλο και κοσμικό κέντρο. Σ’ αυτή, λοιπόν, την πόλη ο Απ. Παύλος έμεινε και κήρυξε επί δεκαοκτώ ολόκληρους μήνες, ενάμιση χρόνο. Στη δεύτερη αποστολική περιοδεία, αφού πέρασε από την Τρωάδα, την Σαμοθράκη, τους Φιλίππους, την Θεσ/κη, την Βέροια, την Μεθώνη και την Αθήνα, έφθασε και στην Κόρινθο.
Ήταν πολύ φυσικό, αφού η Κόρινθος ήταν μια κοσμοπολίτικη πόλη, ένα παγκοσμιοποιημένο κέντρο, να συναντούν οι Χριστιανοί διάφορα προβλήματα. Και ιδιαιτέρως το πρόβλημα της σχέσεώς τους με τους άλλους, τους Εβραίους και τους ειδωλολάτρες. Πώς έπρεπε να συμπεριφέρονται μ’αυτούς; Τι σχέση έπρεπε να έχουν απέναντι των απίστων; Αυτό είναι ένα θέμα, το οποίο σήμερα μάς απασχολεί εντόνως. Διάφορες λύσεις και απαντήσεις προτείνονται, οι οποίες, όμως, πολλές φορές βρίσκονται έξω από το πνεύμα του Ευαγγελίου. Και μάλιστα αυτές οι απαντήσεις δίδονται μερικές φορές και από επίσημα εκκλησιαστικά χείλη, από χείλη πατριαρχών, αρχιεπισκόπων και επισκόπων. Θεωρούν πως η Ορθόδοξος Εκκλησία θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή την πολυπολιτισμική κοινωνία, τις πολλές φυλές και γλώσσες, ουσιαστικώς αποδεχόμενη αυτή την πολυπολιτισμικότητα – βεβαίως κατ’ανάγκην την αποδεχόμαστε – και επιτρέποντας τους μικτούς γάμους όχι μόνον μεταξύ Ορθοδόξων και αιρετικών, αλλά και μεταξύ Ορθοδόξων και αλλοθρήσκων, τις συμπροσευχές, την ανέγερση πανθρησκειακών ναών κ.ά.
Κάναμε αυτή την σύγχρονη αναφορά στην επικαιρότητα, για να φανεί πόσο έξω βρισκόμαστε μερικές φορές από το πνεύμα του Ευαγγελίου, το οποίο προδίδουμε, και δεν ακολουθούμε την οδό των αγίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρων.
Τι λέει, λοιπόν, ο Απ. Παύλος στους Κορινθίους, οι οποίοι ζούσαν σε μια παρόμοια πολυπολιτισμική εποχή;
«Μή γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις.»
Ερμηνεύοντας ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, λέει:
«Ω χριστιανοί, λέει ο Απόστολος Παύλος στούς Κορινθίους, ζητώντας το κέρδος τους καί τήν αγάπη τους, μ’ αυτόν τον τρόπο δείχνετε ότι μέ αγαπάτε, δηλ. μέ τό νά μή σμίγετε μέ τούς απίστους καί νά μή κλίνετε στό μέρος τους, να μην έχετε σχέση μαζί τους. Δέν είπε μή σμίγετε, αλλά μή γίνεσθε ετεροζυγούντες, δηλαδή μήν αδικείτε τό δίκαιο, μήτε κλίνετε καί προσπαθείτε μέ τούς απίστους σ’ εκείνα τά πράγματα, πού δέν είναι νόμιμα καί εύλογα. Γιατί, τό ετεροζυγείν λέγεται γιά τήν άδικη ζυγαριά, όταν τό ένα μέρος της ζυγαριάς κλίνει καί δέν στέκει στήν ισότητα καί δικαιοσύνη. Να μην έχετε το βάρος της ζωής σας στους απίστους. Να μην έχετε σχέση με τους απίστους.»
Ο ιερός Φώτιος λέει ότι τό εταιροζυγούντες, πού γράφεται μέ «αι» σημαίνει, μαζί μέ τήν ανωτέρω έννοια, όπως τό ερμήνευσε ο ιερός Θεοφύλακτος, ότι δέν πρέπει νά σμίγετε μέ τούς απίστους, σάν μέ οικείους καί εταίρους, καθώς καί ο παλαιός νόμος του προφήτου Μωϋσέως προστάζει˙ «τά κτήνη σου ου κατοχεύσεις ετεροζύγω»[12], μέ τά οποία λόγια προστάζει ότι δέν πρέπει νά σμίγουμε τά κτήνη μας μέ ετέρου γένους ζώα, ούτε στό νά γεννήσουν, ούτε στό νά κάνουν άλλη οποιαδήποτε εργασία. Η εικόνα αυτή είναι παρμένη από τα ζώα, που ζεύγουν οι αγρότες στα χωράφια. Σύμφωνα με την παραπάνω σύσταση από την Παλαιά Διαθήκη, δεν πρέπει να ζεύγουμε στον ίδιο ζυγό ένα μοσχάρι μ’ένα γαϊδούρι. Γιατί, αλλού θα πηγαίνει το μοσχάρι και αλλού το γαϊδούρι. Αλλού θα στρέφεται το ένα και αλλού το άλλο. Δεν θα πηγαίνουν και τα δύο σύμφωνα στον ίδιο ζυγό. Διά μέσου δέ των αλόγων ζώων νομοθετεί ότι εμείς οι λογικοί άνθρωποι καί ορθόδοξοι χριστιανοί, πρέπει μέ κάθε τρόπο νά αποφεύγουμε τήν ένωση καί κοινωνία των αλλοπίστων καί αλλογενών. Καί ούτε νά συγγενεύουμε μ’αυτούς διά γάμου, ούτε νά τούς παίρνουμε βοηθούς μας σέ πνευματική εργασία, επειδή περισσότερο θά διαφθείρουν τούς κόπους μας παρά θά τούς αυξήσουν. Έπειτα καί ποιά ανάγκη υπάρχει νά ανακατώνεις εσύ ο ορθόδοξος χριστιανός τήν ευγένεια της πίστεώς σου μέ τά νόθα καί μπαστάρδικα βλαστάρια της κακοδοξίας; ρωτά ο ιερός Φώτιος. Ο δέ Θεοδώρητος ερμηνεύει: «Μή μιμήσησθε τούς ετέρως εννεύοντας βόας καί τόν ζυγόν κλίνοντας, τήν των απίστων απάτην της ημετέρας προτιμώντες διδασκαλίας».
«Τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνη καί ανομία;»
Συνεχίζοντας ο Απόστολος, συγκρίνει τήν αρετή καί ευγένεια των Κορινθίων μέ τήν κακία των απίστων. Καί καθώς ένας πατέρας βλέποντας τόν υιόν του νά συναναστρέφεται μέ κακούς καί διεφθαρμένους ανθρώπους λέει σ’αυτόν˙ Παιδί μου, τί κοινωνία καί ένωση έχει η δική σου ευγένεια μέ τήν αχρειότητα των ανθρώπων εκείνων; έτσι καί ο Απόστολος λέει στούς Κορινθίους˙ Εσείς, ω τέκνα μου πνευματικά, είσθε αυτόχρημα καί όλως διόλου δικαιοσύνη καί αρετή, εκείνοι δέ οι άπιστοι είναι όλως διόλου κακία καί ανομία˙ λοιπόν, τί κοινωνία καί συναναστροφή έχετε νά κάνετε εσείς μέ εκείνους;
«Τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; Τίς δέ συμφώνησις Χριστώ πρός Βελίαρ;»
Σύμφωνα με τον άγιο Νικόδημο, μέ κάθε τρόπο θέλοντας νά χωρίσει ο Απόστολος τούς Χριστιανούς από τούς απίστους, δέν είπε ποία κοινωνία καί ένωση έχουν οι υιοί του φωτός μέ τούς υιούς του σκότους, αλλά αυτά τά άψυχα πράγματα, δηλαδή τό φως καί τό σκότος, έβαλε αντί γιά πρόσωπα, τό οποίο είναι μεγαλύτερο καί ενεργητικότερο στό νά καταπείσει τόν ακροατή. Έβαλε δέ καί τόν Χριστό καί τόν Βελίαρ, τό οποίο στά εβραϊκά σημαίνει αποστάτης, όπως είναι ο διάβολος, καί μέ αυτά έκανε τόν λόγο φοβερότερο καί δυσωπητικότερο. Ποιά σχέση έχει ο Χριστιανικός κόσμος της ειρήνης, της αγάπης, του φωτός με τον κόσμο του σκότους, της απιστίας και της αμαρτίας;
«Ή τίς μερίς πιστώ μετά απίστου;»
Παρακάτω βάζει φανερώς καί διορισμένως ο Απ. Παύλος τά πρόσωπα του πιστού καί του απίστου, γιά νά μήν φανεί ότι κατηγορεί απλώς καί αορίστως τήν κακία καί επαινεί τήν αρετή.
«Τίς δέ συγκατάθεσις ναώ Θεού μετά ειδώλων; υμείς γάρ ναός Θεού εστέ ζώντος.»
Καί λέει ότι οι μέν άπιστοι είναι ναοί ειδώλων ή καί αυτόχρημα είδωλα. Εσείς δέ οι πιστοί χριστιανοί είσθε ναός Θεού. Όχι τέτοιου Θεού καθώς μυθολογούν οι Έλληνες (ειδωλολάτρες), οι οποίοι λατρεύουν θεούς νεκρούς καί άψυχα είδωλα, αλλά ζωντανού Θεού. Ποιά, λοιπόν, συγκατάθεση, δηλαδή ομοιότητα καί ένωση είναι ανάμεσα σ’εσάς, τούς ναούς του ζώντος Θεού, στους οποίους κατοικεί το πνεύμα του Θεού, καί ανάμεσα στά νεκρά καί αναίσθητα είδωλα, που δεν είναι ναοί του Θεού; Βέβαια καμμία.
«Καθώς είπεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς καί εμπεριπατήσω καί έσομαι αυτών Θεός, καί αυτοί έσονταί μοι λαός.»
Γιά νά μή φανεί ότι κολακεύει τούς Κορινθίους ο θείος Απόστολος, γι’αυτό παρακάτω φέρνει μαρτυρία από τήν Αγία Γραφή ότι οι χριστιανοί είναι ναός Θεού. Τό νά κατοικήσει, λοιπόν, μέσα σ’εμάς τούς Χριστιανούς ο Θεός, αυτό τό προξενεί η καθαρότητα της προτέρας ζωής μας. Τό δέ νά περπατήσει μέσα μας ο ίδιος ο Θεός, αυτό τό προξενεί η μετά τήν ενοίκηση του Θεού ενάρετη πολιτεία μας. Γιατί, όταν καθαρισθεί ο άνθρωπος από τά πάθη, τότε κατοικεί σ’αυτόν ο Θεός. Όταν πάλι μετά από αυτά κινείται ο άνθρωπος καί προκόπτει σέ θεάρεστα έργα, τότε λέγεται ότι ο Θεός περπατεί μέσα στήν καρδιά του, δείχνοντας γνωστώς σ’αυτόν ενεργή τήν Χάριν του καί εμφανίζοντας μέ πνευματικές κινήσεις καί θείες εμπνεύσεις τό άγιο θέλημά Του. Γιατί τότε ο κοινός όλων των ανθρώπων καί των κτισμάτων Θεός γίνεται μέ εξαίρετο καί ξεχωριστό τρόπο προσωπικός Θεός του ανθρώπου εκείνου. Γι’αυτό καί ο άνθρωπος εκείνος ανεβαίνει στήν τάξη καί τό μέτρο των παλαιών πατριαρχών, του Αβραάμ, του Ισαάκ καί του Ιακώβ, των οποίων ο Θεός των πάντων λεγόταν μέ ιδιαίτερο τρόπο Θεός˙ «Εγώ ειμί ο Θεός Αβραάμ καί ο Θεός Ισαάκ καί ο Θεός Ιακώβ»[13].
«Διό εξέλθετε εκ μέσου αυτών καί αφορίσθητε, λέγει Κύριος.»
Αφού, λοιπόν, εσείς οι Χριστιανοί είστε ναοί του Θεού και ο Θεός κατοικεί μέσα σας, τι σχέση πρέπει να έχετε εσείς με όλους τους άλλους; Να βγείτε ανάμεσα απ’αυτούς και να ξεχωρίσετε. Σήμερα εμείς κάνουμε το αντίθετο. Λένε συνεχώς οι σοφοί οικουμενιστές, οι θρησκειολόγοι και οι φιλόσοφοι: «Τι διαφέρουμε εμείς οι Χριστιανοί από τους άλλους; Το ίδιο είμαστε. Είμαστε άραγε εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί καλύτεροι από τους άλλους; Είμαστε εμείς καλύτεροι από τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους»; Πρέπει να πιστεύουμε εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ότι έχουμε το Πνεύμα του Θεού, ότι είμαστε ναός του Θεού και ότι το Πνεύμα του Θεού κατοικεί μέσα μας. Πρέπει να εξέλθουμε και να ξεχωρίσουμε από τους απίστους. Πρέπει οι Χριστιανοί να είμαστε κάτι διαφορετικό, κάτι ξεχωριστό από τους άλλους.
«Καί ακαθάρτου μή άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς.»
Πολύ σκληρός αυτός ο λόγος! Ο Απ. Παύλος θεωρεί ότι ο άπιστος, ο ειδωλολάτρης, ο Μουσουλμάνος, ο Εβραίος, ο αιρετικός είναι ακάθαρτος. Να μην αγγίζετε, λέει, προς τους ακαθάρτους. Σημειώνει ο Όσιος Νικόδημος ότι ο Απόστολος Παύλος δέν είπε μήν κάνετε άτοπα καί ακάθαρτα έργα, αλλά είπε τό μεγαλύτερο, δηλαδή ούτε νά αγγίζετε σ’αυτά. Δύο ειδών είναι η ακαθαρσία˙ μία του σώματος καί άλλη της ψυχής. Της ψυχής ακαθαρσία είναι οι αισχροί καί σαρκικοί λογισμοί, οι μνησικακίες, οι δολιότητες, οι συνδυασμοί, οι συγκαταθέσεις της αμαρτίας, τό νά βλέπει κάποιος μέ επιθυμία τά όμορφα πρόσωπα, τό νά γλυκαίνεται στά αισχρά λόγια καί τό νά μολύνει τίς άλλες αισθήσεις μέ τίς βλαβερές καί εμπαθείς ηδονές. Του σώματος ακαθαρσίες είναι η πορνεία, η μοιχεία, η ομοφυλοφιλία καί κάθε άλλη ασέλγεια, πού γίνεται μέ τά έργα. Γι’αυτό θέλει ο Θεός καί ο θείος Απόστολός Του νά είμασθε εμείς οι χριστιανοί καθαροί απ’όλ’αυτά καί κατά τήν ψυχή καί κατά τό σώμα. Βγείτε, λοιπόν, εσείς οι χριστιανοί έξω από τήν συναναστροφή των απίστων ανθρώπων καί τήν κοινωνία των πονηρών έργων καί αφορισθείτε, δηλαδή σταθείτε κατ’ιδίαν χωριστά από αυτούς καί καθαρισθείτε καί τότε θά σας δεχθώ. Διότι, όταν εσύ ο χριστιανός χωρισθείς από τούς πονηρούς ανθρώπους καί τά κακά έργα, τότε θά ενωθείς μέ τόν Θεό.
«Καί έσομαι υμίν εις πατέρα, καί υμείς έσεσθαί μοι εις υιούς καί θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ.»
Καταλήγει ο Απόστολος Παύλος μέ τόν προφήτη Ιερεμία, ο οποίος προφήτευσε άνωθεν τήν αναγέννηση του αγίου Βαπτίσματος καί τήν υιοθεσία, πού λάβαμε οι χριστιανοί[14].
Από το φως της Βηθλεέμ και του Ιορδάνη στο σκότος του Βερολίνου
Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, αιδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση[15], μετά την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού ο κόσμος φωτίσθηκε με την αληθινή θεογνωσία του Τριαδικού Θεού, με το φως της Αγίας Τριάδος. Η Γέννηση του Χριστού «ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως». Εγκαταλείπονται όλες οι άλλες ψεύτικες θρησκείες˙ στα πρόσωπα των τριών μάγων, που προσκύνησαν τον Χριστό, εκπροσωπείται όλη η προ Χριστού θρησκεύουσα ανθρωπότης, η οποία διδάσκεται πλέον να προσκυνεί τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, την εξ ύψους Ανατολή, το Φως εκ Φωτός, που έλαμψε στον κόσμο. Στον Ιορδάνη ποταμό, κατά την βάπτιση του Χριστού, «η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις».
Δεν υπάρχουν πλέον άλλα φώτα, άλλες πίστες, άλλοι δρόμοι σωτηρίας. O Χριστός είναι η μοναδική οδός σωτηρίας. Ο ίδιος διακηρύσσει ότι «εγώ ειμί το φως του κόσμου»[16]. Όποιος δεν βαδίζει μέσα στο δικό Του φως, βρίσκεται στο σκοτάδι και δεν ξέρει πού πηγαίνει. Υιοί φωτός είναι μόνον όσοι ακολουθούν τον Χριστό και την διδασκαλία του. Κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, ο Χριστός είναι «το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον»[17]. Από της εποχής του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού και Προδρόμου, του προ των Αποστόλων Αποστόλου, η Εκκλησία δια των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Πατέρων και των διαδόχων τους έχει μία και μοναδική αποστολή, να μαρτυρεί περί του Φωτός, να αποκαλύπτει και να φανερώνει αυτό το Φως στους «εν σκότει και σκιά θανάτου» καθημένους και να τους οδηγεί στο δρόμο της σωτηρίας. Στο αποστολικό και αγιοπατερικό αυτό έργο ουδέποτε υπήρξαν επιφυλάξεις και συμψηφισμοί, κοσμικές ευγένειες και εξισώσεις, συγκρητισμοί και αναμείξεις, υποχωρήσεις σε άρχοντες για λατρεία άλλων θεών ή αναγνώριση των άλλων θεών και των άλλων θρησκειών. Είτε επρόκειτο για Ιουδαίους άρχοντες, είτε για ειδωλολάτρες, είτε για Μουσουλμάνους, που ζητούσαν αναγνώριση των δικών τους θεών και σεβασμάτων, η στάση των Χριστιανών δεν ήταν συμβιβαστική και εξισωτική, όπως συμβαίνει σήμερα με πολλούς θεολόγους και κληρικούς των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων, αλλά απόλυτη και σαφής· πουθενά αλλού, σε κανένα άλλο θεό ή σέβασμα, δεν υπάρχει δυνατότης σωτηρίας. Ενώπιον των Εβραίων αρχόντων οδηγηθέντες οι Απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης - αυτές είναι οι αληθινές διαθρησκειακές συναντήσεις, οι γνήσιοι διαθρησκειακοί διάλογοι - δεν τους είπαν ότι έχουμε την ίδια πίστη με σας, πιστεύουμε στον ίδιο θεό, αλλά με παρρησία τους επέκριναν για την άρνηση και την σταύρωση του Χριστού, ο οποίος αποτελεί την μοναδική οδό και ελπίδα σωτηρίας: «Και ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία. ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς»[18].
Κατά τη διάρκεια των δύο χιλιάδων ετών επιφανείας και επιλάμψεως του θεϊκού Φωτός, έθνη, λαοί και άτομα φωτίσθηκαν και εσώθηκαν, ενσωματωθέντα στο Σώμα του Χριστού, στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Συναντώνται εκατομμύρια πιστών στην ευχαριστιακή συνάντηση και κοινωνία, διαρκώς και αδιαλείπτως, κάθε ημέρα σχεδόν, και όχι μόνον εύχονται «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου», εις τρόπον ώστε να καθιστούν περιττή κάθε ανέγερση πανθρησκειακού ναού, αλλά και διακηρύσσουν ότι «είδομεν το Φως το αληθινόν, ελάβομεν πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες», πράγμα που δεν μπορεί να κάνει ένας πανθρησκειακός ναός, γιατί εκεί υπάρχουν πολλά έθνη και λαοί, πιστεύοντα εις άλλους θεούς και μη ευρόντα την αληθή πίστη.
Από της πλευράς αυτής η ανέγερση ενός πανθρησκειακού ναού είναι οπισθοδρόμηση, μας πηγαίνει στην προ Χριστού εποχή, είναι η Γαλιλαία των εθνών, η γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλείμ, όπου κατά το Ευαγγέλιο υπήρχαν και συναντιόνταν πολλές θρησκείες και πολλοί πολιτισμοί, ένα πανθρησκειακό και πολυπολιτισμικό μοντέλο, σαν αυτό που οικοδομούν σήμερα οι ηγέτες της Νέας Εποχής με κινητήριο μοχλό το Βατικανό στο χώρο της θρησκείας, και με θρησκευτικό πλανητάρχη τον πάπα. Ενώ, όμως, σε εκείνη την Γαλιλαία των εθνών η εμφάνιση και η διδασκαλία του Χριστού συνετέλεσε ώστε «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς»[19], στην νέα Γαλιλαία των εθνών, στο Βερολίνο της Γερμανίας, το σκότος εξακολουθεί να παραμένει, τα έθνη και οι λαοί που εκπροσωπούνται, προσεύχονται στους δικούς τους θεούς, δεν ακούγεται το κήρυγμα του Προδρόμου και του Χριστού· «Μετανοείτε˙ ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών»[20].
Η αγάπη προς τους αιρετικούς και τους απίστους
Ας δούμε όμως και το επιχείρημα των Οικουμενιστών και συγκρητιστών για την αγάπη, που πρέπει να έχουμε προς τους άλλους. Είναι ένα χιλιοειπωμένο επιχείρημα από όσους δεν διακρίνουν τα πράγματα και συγχέουν τα ασύγχυτα, και ομόφωνη η απάντηση της Αγίας Γραφής και η στάση των Πατέρων. Ασφαλώς ο Θεός είναι αγάπη, που τη δείχνει προς όλους, δικαίους και αμαρτωλούς, και ασφαλώς και εμείς πρέπει να χαρακτηριζόμαστε από αυτήν την καθολική, την συνολική αγάπη, γιατί αυτή είναι το κατ' εξοχήν γνώρισμα των Χριστιανών. Η αγάπη, όμως, αυτή δεν πρέπει να αναιρεί την αλήθεια και την ευσέβεια, πρέπει να είναι συνδεδεμένη με την αλήθεια, γιατί διαφορετικά είναι ψεύτικη και υποκριτική. Πρέπει να αγκαλιάζει τον πλησίον όχι μόνο ως σωματική, βιολογική παρουσία, αλλά ως πνευματική ύπαρξη, με αιώνια προοπτική, και να ενδιαφέρεται προ παντός όχι για τα κοσμικά και τα πρόσκαιρα, αλλά για τα αιώνια, για την σωτηρία του. Η σωτηρία του πλησίον δεν μπορεί να επιτευχθεί, όταν βρίσκεται στην πλάνη και στην αίρεση, στην οποία μάλιστα εγωιστικά επιμένει. Χάνεται και ο ίδιος και παρασύρει και άλλους στην απώλεια. Από αγάπη, λοιπόν, και όχι από μίσος κινούμενη η Εκκλησία και ακολουθώντας το παράδειγμα του Χριστού και των Αποστόλων απαγορεύει την μετά των αιρετικών και απίστων κοινωνία και συναναστροφή, ώστε και τους ιδίους παιδαγωγικώς να οδηγήσει σε συναίσθηση της πλάνης, αλλά και τους άλλους να προφυλάξει. Από αγάπη προς τα πρόσωπα των αιρετικών και απίστων, αποστρεφόμαστε την πλάνη και την αίρεση. Την αποστροφή αυτή την δείχνουμε με πόνο ψυχής προς τους ιδίους, γιατί η αίρεση και η πλάνη είναι απρόσωπες. Μόνο μ’αυτόν τον τρόπο μπορούμε «να μάθουμε πώς να προσεγγίζουμε ο ένας τον άλλον με αξιοπρέπεια και σεβασμό».
Χριστοκεντρικά, Αποστολικά, Ιεροκανονικά και Αγιοπατερικά παραδείγματα αποφυγής κοινωνίας με αιρετικούς και απίστους
Ο γλυκύς και πράος Ιησούς, ο συγχωρών τους μεταποιουμένους τελώνες και πόρνες, ο άρχων της ειρήνης και της αγάπης, πήρε το φραγγέλιο και εξεδίωξε από το ναό αυτούς, που τον είχαν μεταβάλει σε κερδοσκοπική επιχείρηση, όπως διέστρεψε ο πάπας τον πνευματικό χαρακτήρα της Εκκλησίας σε κοσμική και οικονομική δύναμη με τράπεζες και παγκόσμια κυριαρχία. Εξεφώνησε τα φοβερά «ουαί» εναντίον των Φαρισαίων και Γραμματέων, οι οποίοι με την αλαζονική και υποκριτική συμπεριφορά τους, ούτε οι ίδιοι εσώζοντο, αλλά δεν άφηναν και τους άλλους να σωθούν. Τους απεκάλεσε όφεις και γεννήματα εχιδνών[21]. Συνιστά ο Χριστός να ελέγχουμε τους αδελφούς μας διακριτικά κατ' αρχήν˙ όταν όμως η αμαρτία και η πλάνη φαίνεται να ριζώνουν, τότε δημοσιοποιούμε τον έλεγχο και κόβουμε κάθε δεσμό μαζί τους˙ «εάν δε και της Εκκλησίας παρακούση έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης»[22].
Την ίδια αυστηρή στάση εκράτησε προς το θεολογικό και πολιτικό κατεστημένο ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο «μείζων εν γεννητοίς γυναικών», το απαράμιλλο αυτό υπόδειγμα ασκητικής βιοτής και παρρησίας, με συνέπεια να πληρώσει με την ζωή του το θάρρος, την παρρησία και την αντίστασή του προς τους ισχυρούς. Αποκάλεσε και αυτός τους Φαρισαίους και Σαδδουκαίους γεννήματα εχιδνών και τους προειδοποίησε ότι η «αξίνη προς την ρίζαν του δένδρου κείται», για να κόψει όσα δένδρα δεν κάνουν καρπό[23].
Στην ίδια γραμμή επορεύθησαν οι Απόστολοι και οι Άγιοι, με τη ζωή και τη διδασκαλία τους, αλλά και με τους κανόνες που εθέσπισαν, οι οποίοι απαγορεύουν την συναναστροφή με αιρετικούς και πλανεμένους. Πώς θα ξεπεράσει κανείς την σύσταση του Αποστόλου Παύλου προς τον Τίτο «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος»[24]; Ο Απόστολος Πέτρος στηλιτεύει τους ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους, που εισάγουσι «αιρέσεις απωλείας»[25] και συνιστά στους πιστούς να τους αποφεύγουν και να διέρχονται τη ζωή τους «εν αγίαις αναστροφαίς και ευσεβείαις»[26]. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο Απόστολος και κήρυξ της αγάπης, αυτός που είχε ζυμωθεί και είχε πλασθεί με την αγάπη, λέγει για τους αιρετικούς και τους πλάνους, που διαστρέφουν το κήρυγμα του Ευαγγελίου, ότι δεν πρέπει να τους δεχόμαστε στα σπίτια μας, αλλά ούτε να τους χαιρετούμε. διαφορετικά γινόμαστε και εμείς σαν κι αυτούς:
«Ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν και χαίρειν αυτώ μη λέγετε˙ ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς[27].»
Αυτός, λοιπόν, ο Ευαγγελιστής της αγάπης, καταδίωκε και αποστρεφόταν τόσο πολύ τους αιρετικούς, ώστε, όταν κάποτε πήγε σε δημόσιο λουτρό και πληροφορήθηκε ότι ήταν εκεί ο αιρετικός Κήρινθος, είπε στους μαθητάς του να φύγουν αμέσως από εκεί, για να μη πέσει η στέγη του λουτρού λόγω της παρουσίας του αιρετικού Κηρίνθου[28]. Ήταν λοιπόν διδάσκαλος του μίσους, εστερείτο αγάπης, κατά τους διαστρέψαντας την αγάπη σε «αγαπισμό» και οικουμενισμό; Σίγουρα θα τον κατέτασσαν σήμερα ανάμεσα στους φανατικούς και στους φονταμενταλιστές, ιδιαίτερα με το αυστηρό κείμενο της Αποκαλύψεως, την οποίαν δεν διστάζουν να αμφισβητούν και να διαστρέφουν πάνυ ασταθείς θεολογούντες.
Από τα πολλά παραδείγματα αυστηρής στάσεως του Αποστόλου Παύλου έναντι των αιρετικών και των ετεροθρήσκων μνημονεύουμε το επεισόδιο, που συνέβη στην Πάφο με τον Ιουδαίο ψευδοπροφήτη και μάγο Ελύμα, ο οποίος, όταν διεπίστωσε ότι ο ανθύπατος Σέργιος άκουγε με ενδιαφέρον όσα έλεγε ο Απ. Παύλος, αντέδρασε και θέλησε να παρεμποδίσει την προσέλευση του Ρωμαίου αξιωματούχου στον Χριστιανισμό. Αν αυτό συνέβαινε στις ημέρες μας, με την παγκοσμιοποίηση, τον οικουμενισμό, τους διαθρησκειακούς και διαχριστιανικούς διαλόγους, στα πλαίσια της υποκριτικής και ψεύτικης αγάπης προς όλους, ακόμη και προς τους αιρετικούς και πλανεμένους, έπρεπε ο Απόστολος Παύλος να δεχθεί ευγενικά την παρέμβαση του Ελύμα, να μην οργισθεί εναντίον του, ούτε να αντιδράσει, αλλά να αφήσει τον ανθύπατο να αποφασίσει δημοκρατικά˙ η πλάνη και το ψεύδος στην ίδια μοίρα με την αλήθεια. Η πνευματική απώλεια δεν είναι κακή, αν προέρχεται από δημοκρατικές διαδικασίες. Ο Απ. Παύλος όμως «πλησθείς Πνεύματος Αγίου» είπε με αυστηρότητα προς τον Ιουδαίο ψευδοπροφήτη λόγια και προέβη σε πράξεις, οι οποίες σήμερα θα χαρακτηρίζονταν ως φανατικές και φονταμενταλιστικές, αντίθετες προς την χριστιανική αγάπη.
«Ω πλήρης παντός δόλου και πάσης ραδιουργίας, υιέ διαβόλου, εχθρέ πάσης δικαιοσύνης, ου παύση διαστρέφουν τας οδούς Κυρίου τας ευθείας; Και νυν ιδού χειρ Κυρίου επί σε, και έση τυφλός μη βλέπων τον ήλιον άχρι καιρού. Παραχρήμα δε έπεσεν επ' αυτόν αχλύς και σκότος, και περιάγων εζήτει χειραγωγούς[29].»
Επιπροσθέτως και οι Ιεροί Κανόνες απαγορεύουν ρητώς την συμπροσευχή Ορθοδόξων με αιρετικούς και απίστους. Πώς μπορεί να λέγετε ότι «ο ναός αυτός είναι μοναδικός όχι μόνο γιατί καλεί Χριστιανούς, Μουσουλμάνους και Εβραίους να προσευχηθούν μαζί, αλλά και επειδή θα έχει ανοικτές τις πόρτες του σε οποιονδήποτε θέλει να προσευχηθεί, είτε ανήκει είτε δεν ανήκει σε κάποια θρησκεία» και ότι «θα φιλοξενεί υπό την ίδια στέγη εκκλησία, συναγωγή και τζαμί»; Σύμφωνα με την είδηση «έχουν σχεδιαστεί τρεις διαφορετικοί χώροι προσευχής - ένας για χριστιανούς, ένας για μουσουλμάνους και ένας για εβραίους, οι οποίοι θα ενώνονται με διάδρομο, όπου θα μπορούν να διοργανώνονται κοινές τελετές και εκδηλώσεις».
Σύμφωνα μέ τόν με΄ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων όποιος Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος μόνο συμπροσευχηθεί, αλλά όχι καί νά συλλειτουργήσει μέ αιρετικούς, ας αφορίζεται. Επειδή όποιος μέ τούς αφορισμένους συμπροσεύχεται (καθώς τέτοιοι είναι οι αιρετικοί), πρέπει νά συναφορίζεται καί αυτός, κατά τόν ι΄ των Αποστόλων. Αν ακόμη συγχώρησε στούς αιρετικούς αυτούς νά ενεργήσουν κανένα λειτούργημα, σάν Κληρικοί, ας καθαιρείται, επειδή όποιος Κληρικός συλλειτουργήσει μέ καθηρημένους (καθώς τέτοιοι είναι οι αιρετικοί, κατά τόν β΄ καί δ΄ της Γ΄) συγκαθαιρείται καί αυτός, κατά τόν ια΄ των Αποστόλων. Γιατί πρέπει τούς αιρετικούς νά μισούμε καί νά αποστρεφόμασθε, αλλά όχι ποτέ καί νά συμπροσευχόμασθε μέ αυτούς ή νά συγχωρούμε σέ αυτούς νά ενεργήσουν κάποιο Εκκλησιαστικό λειτούργημα, ή ως Κληρικοί, ή ως ιερείς[30].
Ο ξε΄ Κανόνας των Αγίων Αποστόλων μέγα αμάρτημα λογαριάζει τό νά μπει κάποιος Χριστιανός μέσα σέ συναγωγή Ιουδαίων, ή αιρετικών, γιά νά προσευχηθεί. «Τίς γάρ μερίς πιστώ μετά απίστου»[31] κατά τόν θείο Απόστολο; Διότι, αν οι ίδιοι Ιουδαίοι, μπαίνοντας στίς συναγωγές τους καί κάνοντας θυσίες, παρανομούν, μέ τό νά είναι εμποδισμένο νά προσφέρουν θυσίες έξω από τήν Ιερουσαλήμ, κατά τόν νόμο, πόσο μάλλον παρανομεί ο Χριστιανός εκείνος, πού προσεύχεται μέ τούς σταυρωτές του Χριστού; Αλλά καί η Εκκλησία καί σύναξη των αιρετικών, επειδή φρονεί ενάντια στούς Ορθοδόξους, δέν πρέπει νά τιμάται, αλλά μάλλον νά αποβάλλεται. Γι’αυτό καί ο παρών Κανόνας διορίζει ότι όποιος Κληρικός ή Λαϊκός μπει στήν συναγωγή των Ιουδαίων καί αιρετικών χάριν προσευχής, ο μέν Κληρικός, επειδή αμάρτησε μεγάλως, ας καθαιρείται αμέσως τήν ίδια στιγμή καί ας αφορίζεται, ο δέ λαϊκός, ας αφορίζεται μόνο. Γιατί ο λαϊκός, επειδή είναι λαϊκός, λιγότερο αμάρτησε από τόν Κληρικό, κάνοντας αυτό, καί επειδή δέν μπορεί νά καθαιρεθεί, αφού είναι λαϊκός. Ή, ορθότερα, καθώς άλλοι ερμηνεύουν, ο μέν Κληρικός, πού μπήκε στήν συναγωγή των Ιουδαίων ή αιρετικών γιά νά προσευχηθεί, ας καθαιρείται, ο δέ λαϊκός, ας αφορίζεται[32].
Ο λγ΄ Κανόνας της εν Λαοδικεία Συνόδου διορίζει νά μή συμπροσευχόμασθε ούτε μέ τούς αιρετικούς, δηλαδή, αυτούς πού σφάλλουν περί τήν πίστη, ούτε μέ τούς σχισματικούς, δηλαδή, αυτούς πού είναι ορθόδοξοι κατά τήν πίστη, αλλά είναι χωρισμένοι από τήν Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία γιά κάποιες παραδόσεις καί έθιμα ιάσιμα, σύμφωνα μέ τόν α΄ του Μ. Βασιλείου[33].
Τέλος, ο Αλεξανδρείας Τιμόθεος, όταν ρωτήθηκε, αν πρέπει ο Ιερεύς νά προσφέρει την αναίμακτη ιερουργία, όταν είναι παρόντες Αρειανοί καί απλώς αιρετικοί, αποκρίνεται ότι κατά τόν καιρό της ιερουργίας ο Διάκονος φωνάζει νά βγουν έξω από τόν ναό όσοι είναι Κατηχούμενοι, λέγοντας˙ «Όσοι Κατηχούμενοι προέλθετε» (αυτό σημαίνει οι ακοινώνητοι περιπατήσατε). Ανίσως, λοιπόν, όσοι είναι Κατηχούμενοι δέν συγχωρούνται νά σταθούν στόν καιρό, όταν γίνεται η Θεία Λειτουργία, πόσο μάλλον οι α]ιρετικοί; Εκτός μόνο, αν υπόσχονται νά μετανοήσουν καί νά φύγουν από τήν αίρεση. Καί τότε, όμως, δέν πρέπει νά αφήνονται μέσα στόν ναό, αλλά νά στέκονται έξω μέ τούς Κατηχουμένους. Αν δέν υπόσχονται έτσι, ούτε μέ τούς Κατηχουμένους συγχωρούνται νά στέκονται, αλλά νά αποδιώκονται κατά τόν Βαλσαμώνα[34].
Υπάρχουν, επίσης, πάμπολλες διηγήσεις μέσα στα Γεροντικά, από τις οποίες προκύπτει ότι όσιοι Γέροντες ούτε να συνομιλήσουν ήθελαν με αιρετικούς, ούτε να συναντήσουν αιρετικούς˙ αν δε συνέβαινε να έλθουν αιρετικοί στα κελλιά τους, από φιλάνθρωπη στάση τούς έδιναν σιωπώντες να φάγουν και μετά τους έδιωχναν. Ο αββάς Θεόδωρος της Φέρμης συνιστά να συναναστρεφόμαστε με αμαρτωλούς και να τους βοηθούμε˙ αν όμως κάποιος πέσει σε αίρεση και δεν τον πείσουμε να την αποβάλει, πρέπει γρήγορα να κόψουμε κάθε σχέση μαζί του, γιατί κινδυνεύουμε να βυθισθούμε μαζί του στο βόθρο:
«Εάν δε εις αίρεσιν εμπέση και μη πεισθή σοι αποστραφήναι, ταχέως κόψον αυτόν από σου· μήποτε βραδύνων, συγκατασπασθής αυτώ εις τον βόθρον.»
Ο αββάς Ποιμήν, όταν διεπίστωσε ότι κάποιοι επισκέπτες του κελλιού του ήσαν αιρετικοί, ούτε συζήτησε μαζί τους, αλλά είπε στον μοναχό, που είχε το διακόνημα της φιλοξενίας, να τους δώσει να φάνε για την εντολή της αγάπης, και ύστερα να τους στείλει στο καλό:
«παράθες την τράπεζαν και ποίησον αυτούς φαγείν και πέμψον αυτούς μετ' ειρήνης.»
Πολλοί επισκέπτονταν τον αββά Σισώη στο όρος του Αγίου Αντωνίου˙ κάποια περίοδο, που εγκαταστάθηκαν στο όρος αιρετικοί Μελιτιανοί, δεν πήγαιναν στον αββά Σισώη, μόνο και μόνο για να μη συναντήσουν τους αιρετικούς:
«... και ένεκεν του μη συναντήσαι τοις αιρετικοίς ουκ απήλθον ιδείν τον γέροντα.»
Την ίδια στάση κρατά μέχρι σήμερα το Άγιον Όρος, το οποίο βάζει τους ετεροδόξους επισκέπτες να φάνε σε ξεχωριστή τράπεζα, για να αποφευχθεί η συμπροσευχή με αιρετικούς, που απαγορεύεται από τους ιερούς κανόνες. Αν αυτό δεν τηρείται σε μερικά μοναστήρια, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει αυτή η παράδοση σημαίνει ότι και εκεί κρούει την θύρα ή εισήλθε η εκκοσμίκευση, η κοσμική νοοτροπία.
Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος, η μεγάλη αυτή ασκητική φυσιογνωμία της αρχαίας Εκκλησίας, τα έργα του οποίου αποτελούσαν και αποτελούν προσφιλές ανάγνωσμα των μοναχών στις ακολουθίες και στην τράπεζα, στο έργο του «Κατά Πεύσιν και Απόκρισιν» δίνει την εξής απάντηση στο ερώτημα πώς συμβιβάζεται το μίσος εναντίον των αιρετικών προς την εντολή, «ου μισήσεις πάντα άνθρωπον». Λέγει:
«Τους αιρεσιώτας, ως βλασφήμους και του Θεού εχθρούς, η Γραφή ουκ ωνόμασεν ανθρώπους, αλλά κύνας και λύκους και χοίρους και αντιχρίστους, καθώς φησιν ο Κύριος. μη δώτε το άγιον τοις κυσί. Και Ιωάννης λέγει, ότι αντίχριστοι πολλοί γεγόνασι. Τούτους ουν ου χρη αγαπάν, ουδέ συνδυάζειν, ουδέ συνεύχεσθαι, ουδέ συνεσθίειν, ουδέ λαμβάνειν εις οίκον, ουδέ χαίρειν αυτοίς λέγειν. ίνα μη των πονηρών αυτών έργων κοινωνήσωμεν[35].»
Και οι σύγχρονοι Αγιορείτες Γέροντες Πορφύριος και Παΐσιος παίρνουν πολλή αυστηρή στάση έναντι των αιρετικών, ιδιαίτερα έναντι του πάπα. Έχει γραφή ότι όταν ο πάπας πληροφορήθηκε την ύπαρξη των αγίων αυτών Γερόντων και την επιρροή που ασκούν στο ορθόδοξο πλήρωμα, θέλησε να τους γνωρίσει. Τους βολιδοσκόπησε με πρόσωπα, που έστειλε, αν ήθελαν να τον επισκεφθούν, Και η απάντηση αμφοτέρων, χωρίς συνεννόηση, γιατί ήταν πνευματοκίνητη, θεοκίνητη, ήταν ότι, εφ' όσον ο πάπας εξακολουθεί να εκφράζει τον εγωισμό, την έπαρση και τις πλάνες του Παπισμού, και δεν μετανοεί, αυτό είναι αδύνατο[36].
Ας παύσουμε, λοιπόν, να καλύπτουμε άλλες σκοπιμότητες, επικαλούμενοι την αγάπη εκεί που δεν ταιριάζει. Υπάρχει ευρύ πεδίο για να ασκήσουμε την αγάπη μας. Να χορτάσουμε πεινασμένους, να ντύσουμε γυμνούς, να φιλοξενήσουμε ξένους, να επισκεφθούμε φυλακισμένους και ασθενείς[37]. Δεν θα αλλάξουμε το Ευαγγέλιο και τους ιερούς κανόνες, που διδάσκουν να μη συναναστρεφόμαστε τους αιρετικούς και τους απίστους. Θα διδάξουμε εμείς την αγάπη στο Χριστό και στους Αγίους; Εκείνοι γνώριζαν να διακρίνουν τα πράγματα˙ εμείς τα συγχέουμε. Και μείζων πασών των αρετών η διάκρισις. Βάσει, λοιπόν, αυτής της αρετής η Εκκλησία μας διδάσκει ότι υπάρχει καλός πόλεμος, όταν οφείλεται στον αγώνα μας εναντίον των ασεβών, των αιρετικών και βλασφήμων, και κακή ειρήνη και ομόνοια, όταν προέρχεται από αθέτηση και περιφρόνηση της πίστεως και της ευσεβείας. Αυτόν τον καλό πόλεμο για την αρετή και την ευσέβεια δίδαξε ο ίδιος ο Χριστός, όταν διεκήρυξε ότι το Ευαγγέλιο θα διχάσει και θα διαιρέσει τους ανθρώπους˙ όσοι τον ακολουθήσουν θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν εχθρότητες και μέσα στο στενό οικογενειακό τους περιβάλλον. Δεν πρέπει να αθετήσουν τον Χριστό, την αλήθεια, την θεοσέβεια μόνο και μόνο για να μη φυγαδευθεί η ειρήνη, η οποία στην περίπτωση αυτή είναι επίπλαστη και ψεύτικη, αφού δεν περιλαμβάνει την συμφωνία στα υψηλά, στα πνευματικά. Πώς αλλιώς θα ερμηνευθούν αυτά που λέγει ο Χριστός; «Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην˙ ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν. Ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού»[38]. Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος λέγει ότι η ειρήνη και η ομόνοια δεν είναι πάντοτε κάτι καλό, όταν αυτά στρέφονται εναντίον του Θεού και προβάλλουν το κακό και την αμαρτία. Για να επικρατήσει αληθινή ειρήνη, πρέπει να αποκοπεί το άρρωστο κομμάτι, να χωρισθεί αυτό που στασιάζει.
Ο Θεός θέλει να ομονοούν όλοι με βάση την ευσέβεια˙ όταν οι άνθρωποι ασεβούν, προκαλούν πόλεμο˙ «Ου γαρ πανταχού ομόνοια καλόν. Και επί του πύργου εκείνου (Βαβέλ) την κακήν ειρήνην η καλή διαφωνία έλυσε και εποίησεν ειρήνην»[39]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος επαινεί τον αγώνα ακόμη και εναντίον των κληρικών, όταν πρόκειται για θέματα πίστεως. Συγκαταλέγει και τον εαυτό του μεταξύ των αγωνιστών και καταλήγει με την γνωστή αποφθεγματική φράση του για τον καλό πόλεμο και την κακή ειρήνη˙ «και τούτων εις είην των υπέρ αληθείας αγωνιζομένων και των απεχθανομένων˙ μάλλον δε και είναι καυχήσομαι. Κρείττων γαρ επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού»[40]. Όλη η προβληματική της Εκκλησίας στην διά των αιώνων αντιμετώπιση των αιρετικών κατέληξε στο αξίωμα˙ «καλόν το ειρηνεύειν προς πάντας, αλλ' ομονοούντας προς την αλήθειαν». Η αγάπη χωρίς την ευσέβεια και την αλήθεια, είναι κίβδηλη και ψεύτικη αγάπη.
Χριστιανική ευθύνη
Στη σύγχρονη εποχή, αντί να εφαρμόζεται το «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»[41] και να διακηρύσσεται ότι μόνη οδός σωτηρίας, το μόνο Φως, είναι ο Χριστός, εδώ και μερικές δεκαετίες προωθείται ο διαθρησκειακός συγκρητισμός. Εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί ό,τι επετεύχθει με τον διαχριστιανικό συγκρητισμό, με τον Οικουμενισμό, να αμβλυνθούν δηλαδή οι μεταξύ των θρησκειών διαφορές και να προβληθούν οι δήθεν ομοιότητες, τα κοινά στοιχεία, εις τρόπον ώστε - και αυτό είναι τέχνασμα του Διαβόλου - να μη μείνουν περιθώρια στο Ευαγγέλιο να διεκδικεί την μοναδικότητα και την αποκλειστικότητα της σωτηρίας, να μη μπορέσουν οι άνθρωποι να στραφούν προς το Ευαγγέλιο και να σωθούν. Η νέα απάτη του Διαβόλου με την πανθρησκεία και τις διαθρησκειακές συναντήσεις χρησιμοποιεί το ίδιο ψεύδος, που χρησιμοποίησε ο Διάβολος στους πρωτοπλάστους˙ διέψευσε τότε όσα τους είπε ο Θεός και τους έδειξε το δικό του δρόμο, που δεν είναι πάντως δρόμος σωτηρίας, αλλά πτώσεως και καταστροφής. Τώρα τους λέγει : Μην ακούτε τί λέγει το Ευαγγέλιο ότι μόνον ο Χριστός σώζει. Και άλλες θρησκείες σώζουν, γιατί και άλλες θρησκείες πιστεύουν στον ίδιο Θεό και άλλες θρησκείες διδάσκουν ηθικές αρχές και αξίες.
Μεγάλες και ανυπολόγιστες είναι οι ευθύνες ενώπιον Θεού και ανθρώπων του ποιμαίνοντος την Ορθόδοξη Εκκλησία της Γερμανίας, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γερμανίας κ. Αυγουστίνου, ο οποίος δυστυχώς χορεύει σε οικουμενιστικούς ρυθμούς. Τον Σεπτέμβριο του 2011 υποδέχθηκε τον αιρεσιάρχη Πάπα ως κανονικό αρχιεπίσκοπο της Εκκλησίας. Σε χαιρετισμό του τον χαρακτήρισε Παναγιώτατο, Αγιώτατο, Άγιο Πατέρα. Το «ευλογημένος ο ερχόμενος...», το οποίο ακούσαμε κατά την επίσκεψη του Πάπα στό Φανάρι το 2006, ακούσθηκε και από τον Σεβ. Γερμανίας, ο οποίος προσέθεσε: «Ο Κύριος να ευλογεί την υπηρεσία σας»[42]. Διοργάνωσε εορτασμούς για την ημέρα του Οικουμενισμού[43], κατά τη διάρκεια των οποίων δέχθηκε να τον μυρώσει ο εκπρόσωπος του Παπισμού με πλήρη «αρχιερατική» αμφίεση και περίμενε στη σειρά να ευλογηθεί από ιέρεια[44]. Προετοιμάζει τον κοινό εορτασμό του Πάσχα μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών[45] και δηλώνει ότι υποχρεωτικά πρέπει σήμερα κανείς να είναι οικουμενιστής, για να είναι χριστιανός[46]. Είναι πράγματι κρίμα να δηλώνεται επίσημα ότι «το Βερολίνο είναι μία μητρόπολη που δεν πιστεύει, η πρωτεύουσα των αθέων και των αγνωστικιστών».
Η έννοια της θρησκείας
Ας μας επιτραπεί, όμως, στο σημείο αυτό νά ξεκαθαρίσουμε, νά ξεδιαλύνουμε και να οριοθετήσουμε τήν έννοια της θρησκείας.
Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Γεώργιο Μαντζαρίδη θρησκεία είναι τό φαινόμενο της κινήσεως του ανθρώπου πρός τόν Θεό. Ο άνθρωπος αναζητά τόν Θεό. «Η Εκκλησία, όμως, δέν προτάσσει τήν κίνηση του ανθρώπου πρός τόν Θεό, αλλά τήν κίνηση του Θεού πρός τόν άνθρωπο. Δέν οικοδομείται μέ τή θρησκευτική αναζήτηση του ανθρώπου, αλλά μέ τήν αποκάλυψη του Θεού, πού προσκαλεί τόν άνθρωπο σέ ανάλογη τοποθέτηση απέναντί του. Από τήν άποψη αυτή ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός είναι αποκάλυψη καί όχι θρησκεία. Αλλά, ήδη, μέ τήν τοποθέτηση του ανθρώπου απέναντι στήν αποκάλυψη του Θεού παρουσιάζεται καί τό φαινόμενο της θρησκείας. Τό χαρακτηριστικό, όμως, στήν περίπτωση αυτή είναι ότι η θρησκεία προβάλλει ως δευτερογενές φαινόμενο. Δέν είναι, πλέον, η κίνηση γιά τήν εύρεση του Θεού, αλλά η προσπάθεια γιά τήν βίωση της αποκαλύψεώς του»[47]. Άρα, η Ορθοδοξία κατά πρώτο λόγο, κατ’ ακρίβειαν είναι αποκάλυψη. Αποκαλύπτεται ο Άγιος Τριαδικός Θεός μέσω της ενανθρωπήσεως του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Υιού καί Λόγου του Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Δέν είναι θρησκεία. Κατά δεύτερο λόγο, κατ’ οικονομίαν είναι θρησκεία.
Η λέξη «θρησκεία» δέν συναντάται πουθενά μέσα στήν Αγία Γραφή, παρά μόνο στήν Καθολική επιστολή του αδελφοθέου αγίου Ιακώβου, όπου εκεί έχει εντελώς διαφορετικό νόημα καί περιεχόμενο. Ο άγιος ένδοξος Απόστολος Ιάκωβος ο αδελφόθεος στό 1ο κεφ. της Καθολικής του επιστολής στους στίχους 26-27 αναφέρει: «Ει τίς δοκεί θρήσκος είναι εν υμίν μή χαλιναγωγών γλώσσαν αυτού, αλλ’ απατών καρδίαν αυτού, τούτου μάταιος η θρησκεία. Θρησκεία καθαρά καί αμίαντος παρά τω Θεώ καί πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς καί χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν τηρείν από του κόσμου». Δηλ. «εάν κάποιος από σας νομίζει ότι είναι ευσεβής καί πιστός στά καθήκοντα πού επιβάλλει η θρησκεία, δέν χαλιναγωγεί όμως τήν γλώσσα του, αλλά εξαπατά τήν καρδιά του μέ τήν πλανεμένη αυτή αντίληψή του, μάθετε ότι του ανθρώπου αυτού είναι ανωφελής καί μάταιη η θρησκεία. Θρησκεία καθαρή καί αμόλυντη ενώπιον του Θεού καί Πατρός είναι αυτή, νά επισκέπτεται κανείς μέ αγάπη καί καλοσύνη τά ορφανά καί τίς χήρες, γιά νά τούς προσφέρει τήν προστασία καί τήν παρηγοριά στή θλίψη τους καί συγχρόνως νά τηρεί τόν εαυτό του καθαρό καί αμόλυντο από τήν αμαρτία, πού κυριαρχεί στόν κόσμο».
Ερμηνεύοντας ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τό παραπάνω χωρίο, μας δίνει τήν σημασία των λέξεων «θρήσκος» καί «θρησκεία». Λέει ότι «θρήσκος» στούς Ιουδαίους ονομαζόταν εκείνος, πού είχε μέν κάποια νομιζόμενη πίστη, όμως δέν ήταν φανερή στούς πολλούς μέ τά έργα. Η λέξη «θρησκεία» φαίνεται ότι δηλώνει κάτι περισσότερο από τήν πίστη. Γιατί, τό όνομα αυτό φανερώνει ότι η θρησκεία είναι μία γνώση κάποιων κρυφίων πραγμάτων καί μιά βεβαιότητα όσων θεωρούνται στήν πίστη. Γι’αυτό καί ο μακάριος Ιάκωβος μεταχειρίσθηκε εδώ αυτή τή λέξη καί από αυτή, κατά παρωνυμία, είπε παραπάνω τό «θρήσκος» σά νά λέει: «Πώς εσύ νομίζεις ότι είσαι γνώστης καί ακριβής φύλακας του νόμου, όταν δέν ξέρεις νά χαλιναγωγείς τήν γλώσσα σου, αλλά καταλαλείς τόν αδελφόν σου; Πώς εσύ, ζώντας υπερήφανα, δέν ελεείς τούς ορφανούς καί πτωχούς τήν στιγμή πού ο νόμος δέν δέχεται τόν κατάλαλο καί προστάζει νά ελεούμε τούς εχθρούς; Αν, λοιπόν, θέλεις νά είσαι θρήσκος, μήν δείχνεις τό θρήσκον σου μόνο στήν ανάγνωση καί ακρόαση του νόμου, αλλά στήν πράξη των εντολών του νόμου. Η πράξη δέ αυτή είναι τό νά ελεείς καί νά οικτείρεις αυτούς πού έχουν ανάγκη, επειδή το έλεος καί ο οικτιρμός, πού κάνει κάποιος στόν πλησίον, αυτό είναι ομοιότητης του Θεού καί Πατρός».
Ξεκαθαρίζοντας περαιτέρω ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τήν έννοια του όρου «θρησκεία» σημειώνει ότι τό όνομα της θρησκείας έλαβε τήν αρχή του από τούς Θράκες, οι οποίοι, επειδή είχαν βαθύτερο σέβας καί περισσότερη δεισιδαιμονία στούς δαίμονες καί τά είδωλά τους, έδωσαν αφορμή καί στούς άλλους Έλληνες νά ονομάζουν θρησκεία τό σέβας πρός τά είδωλα, καθώς μαρτυρεί ο Θεολόγος Γρηγόριος στόν λόγο του στά Φώτα, λέγοντας˙ «ου Θρακών όργια ταύτα, παρ’ων καί τό θρησκεύειν ως λόγος». Στούς παχυμερείς όρους του ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ορίζει τήν θρησκεία ως εξής˙ «θρησκείαν οίδα καί τό δαιμόνων σέβας, η δ’ευσέβεια προσκύνησις Τριάδος». Έτσι ορίζει τήν θρησκεία καί τήν ευσέβεια καί ο Βαρίνος, δανειζόμενος από τόν άγιο Γρηγόριο θεολόγο. Από αυτά τά λόγια, συνεχίζει ο άγιος Νικόδημος, συμπεραίνουμε ότι δέν κυριολεκτούν μερικοί διδάσκαλοι, πού μεταχειρίζονται τό όνομα της θρησκείας γιά τήν αγιώτατη ευσέβεια καί πίστη μας, επειδή αυτό δόθηκε από τούς Έλληνες κατά κάποιο κυριώτερο τρόπο στούς μιαρούς δαίμονες καί δέν πρέπει νά εισάγεται στήν Εκκλησία του Χριστού. Συνιστά, τέλος, ο Όσιος αντί του ονόματος της θρησκείας, να είναι σέ χρήση τό όνομα της πίστεως ή της ευσεβείας ή της Ορθοδοξίας ή της θεοσεβείας[48].
Στό σημείο αυτό ωφείλουμε νά επισημάνουμε ότι η Ορθοδοξία δέν είναι οργάνωση ούτε σωματείο ούτε πολιτικό κόμμα ούτε φιλοσοφία, αλλά είναι Σώμα Χριστού, θεανθρώπινος οργανισμός. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ο λυτρωτής Χριστός, η Μητέρα του λυτρωτού Χριστού καί οι φίλοι του λυτρωτού Χριστού. Σέ τελική ανάλυση η Ορθοδοξία είναι Βασιλεία, γεγονός τό οποίο ομολογούμε όλοι οι Ορθόδοξοι μέ τήν εναρκτήρια φράση της Θείας Λειτουργίας, δηλ. μέ τό «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός καί του Υιού καί του Αγίου Πνεύματος»[49].
Με βάση, λοιπόν, τα ανωτέρω θα ήταν καλύτερο να μην υποβιβάζουμε την Ορθοδοξία σε θρησκεία, διότι τότε την μπλέκουμε στο ατελείωτο κουβάρι των διαθρησκειακών. Εφόσον, η Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία, δεν θα πρέπει να έχει καμμία θέση ανάμεσα στο συνονθύλευμα του διαθρησκειακού συμφυρμού.
Είναι μονοθεϊστικές θρησκείες ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ; Έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό και κοινές ηθικές αξίες;
Ας δούμε τώρα μία από τις θεμελιακές θέσεις, που προβάλλουν όσοι οργανώνουν, συμμετέχουν, και υποστηρίζουν τις διαθρησκειακές συναντήσεις και τους διαθρησκειακούς διαλόγους. Σύμφωνα με αυτή, σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν θετικά στοιχεία˙ οι τρεις μάλιστα μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Χριστιανισμός, ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πιστεύουν στον ίδιο Θεό. Αυτό διακηρύσσεται urbi et orbi. Άρχισε να καλλιεργείται και να διδάσκεται από τη Β' Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965)[50], να προωθείται δε και να εφαρμόζεται από τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β', ο οποίος τόλμησε στην Α' εν Ασίζη πανθρησκειακή σύνοδο (1986), να συγκαλέσει την πρώτη πανθρησκειακή συνάντηση, όπου συμπροσευχήθηκαν στον ίδιο ψεύτικο Θεό όλοι οι εκεί συμπαραστάντες ετερόθρησκοι και ετερόδοξοι. Το Βατικανό και τον πάπα ακολούθησαν στη συνέχεια το Παγκόσμιο Συμβούλιο «Εκκλησιών»[51] και δικοί μας εκκλησιαστικοί ηγέτες.
Δεν έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό˙ ή μάλλον όλες οι θρησκείες έχουν ψεύτικους θεούς, αφού δεν πιστεύουν στον μόνο αληθινό Θεό, στον αποκαλυφθέντα Τριαδικό Θεό, στην Αγία Τριάδα, στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιον Πνεύμα.
Ψεύτικος ο Θεός των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων
Δεν είναι μόνον οι ειδωλολάτρες ασεβείς, αγνοούντες και μη σεβόμενοι τον αληθή Θεό. Το ίδιο ισχύει και για τους Ιουδαίους και Μουσουλμάνους, που δεν πιστεύουν αμφότεροι στην Αγία Τριάδα. Εφ' όσον κατά την αποκαλυφθείσα από τον ίδιο το Θεό διά του Χριστού αλήθεια ο Θεός είναι ένα και τρία συγχρόνως, Μονάς εν Τριάδι και Τριάς εν Μονάδι, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, οι μη δεχόμενοι την Αγία Τριάδα, που είναι ο μόνος υπάρχων Θεός, πιστεύουν σε ανύπαρκτο Θεό, σε ψεύτικο Θεό, σε είδωλο ουσιαστικώς, αφού δεν υπάρχει μονοπρόσωπος Θεός, αλλά τρία πρόσωπα ο Τρισυπόστατος εις αληθινός Θεός. Δεν υπήρξε εποχή κατά την οποία ο Πατήρ ήταν μόνος, χωρίς τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα˙ δεν είναι κτίσματα ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, όπως όλα τα κτιστά όντα, κατά την πίστη του Αρείου και του Μακεδονίου, των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων. Είναι άκτιστα όντα, άναρχα, συναΐδια, συναιώνια, ομοούσια με τον Πατέρα. Αφ' ότου υπάρχει ο Πατήρ, υπάρχει και ο Υιός, υπάρχει και το Άγιον Πνεύμα. Άμα Πατήρ, άμα Υιός, άμα Άγιον Πνεύμα, σύγχρονα και συνδιαιωνίζοντα.
Είναι ίδιος ο Θεός της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Απλώς εκεί, λόγω του κινδύνου της κυριαρχούσης πολυθεΐας των ειδωλολατρών, δεν κηρύσσεται εμφανώς, για να μη παρασυρθούν οι επιρρεπείς στην πολυθεΐα Εβραίοι και καταλήξουν σε ειδωλολατρεία· έπρεπε να διαφυλαχθεί έναντι της πολυθεΐας η μονοθεΐα, και να μη θεωρηθεί ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικοί θεοί. Γι' αυτό και τονίζεται πολύ συχνά η πίστις στον ένα Θεό˙ «Εγώ ειμι Κύριος ο Θεός σου... Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού»[52]. Και πάλι: «Άκουε Ισραήλ. Κύριος ο Θεός σου, Κύριος εις εστι»[53]. Στο μασοριτικό κείμενο διαλαμβάνει ο θεόπτης συγγραφεύς πληθυντικό αριθμό γιά το «Κύριος ο Θεός σας» και τον όρο γιαχίδ, που σημαίνει σύνθετη μονάδα, αντί του όρου εχάδ για τον όρο «εις εστι». Ο προφήτης Ησαΐας επίσης κηρύσσει εκ προσώπου του Θεού : «Εγώ γαρ Θεός πρώτος και εγώ μετά ταύτα και πλην εμού ουκ έστι Θεός. Έμπροσθέν μου ουκ εγένετο άλλος Θεός και μετ' εμέ ουκ έσται και πλην εμού ουκ έστι»[54].
Εξ αιτίας λοιπόν της ροπής των Ιουδαίων προς την ειδωλολατρεία και της ανωριμότητός τους δεν αποκαλύφθηκε πλήρως το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, μολονότι υπάρχουν σαφείς υπαινιγμοί περί αυτού. Μερικοί Ιουδαίοι δεν κατάλαβαν την πρόοδο και εξέλιξη της αποκαλύψεως του Θεού, την ολοκλήρωση της Παλαιάς από την Καινή Διαθήκη και εξακολουθούν να αγνοούν την Αγία Τριάδα, να μη δέχονται τη θεότητα του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, να μένουν στα παλαιά και ατελή, και έτσι ουσιαστικώς να μη πιστεύουν στον αληθινό Θεό, τον οποίο, λόγω των ιστορικών συνθηκών και της νηπιακής τους καταστάσεως, απέφυγε να εμφανίσει η Παλαιά Διαθήκη ως Τριαδικό. Επανειλημμένως ο Χριστός με τη διδασκαλία Του προσπάθησε να τους διδάξει αυτήν την αλήθεια και υπήρξαν πολλοί Ιουδαίοι, που την αποδέχθηκαν, αφού εξ Ιουδαίων αποτελέσθηκε η πρώτη χριστιανική κοινότητα, Ιουδαίοι ήσαν οι Απόστολοι. Σκανδάλισε πολλούς Ιουδαίους ο Χριστός, όταν παρουσίαζε τον εαυτό του ως ίσο με τον Πατέρα και ως Θεό : «Εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν». Έβλεπαν ένα άνθρωπο και αρνούνταν να τον πιστεύσουν ως Θεάνθρωπο˙ γι' αυτό και προσπάθησαν πολλές φορές να τον λιθοβολήσουν, διότι, όπως του είπαν, «συ άνθρωπος ων, ποιείς σεαυτόν Θεόν»[55]. Και προς τους μαθητές Του ακόμη σταδιακά εμφάνισε τη Θεότητά του˙ επήνεσε και προέβαλε την ομολογία του Πέτρου, όταν στο ερώτημά του «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου», εκείνος απήντησε : «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος»[56]. Την ίδια καταφατική θέση διετύπωσε ο Χριστός και προς τον Καϊάφα στην απαίτησή του να τους πει αν είναι ο Υιός του Θεού : «Εξορκίζω σε κατά του Θεού του ζώντος, ίνα ημίν είπης ει συ ο Χριστός ο υιός του Θεού»[57]. Όλη η Καινή Διαθήκη, από το κήρυγμα του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, που μαρτύρησε περί της θεότητος του Χριστού και άκουσε ο ίδιος τον Πατέρα να μαρτυρεί περί του Υιού και είδε το Άγιον Πνεύμα να κατέρχεται ως περιστερά, είναι μία συνεχής διδασκαλία και φανέρωση του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος.
Δεν πιστεύει, λοιπόν, στον αληθινό Θεό όποιος αρνείται τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα. Οι άρχοντες των Ιουδαίων, ο χωρίς Χριστό Ιουδαϊσμός, εκουσίως παρέμειναν τυφλοί και εξακολουθούν και σήμερα να είναι τυφλοί μπροστά στην αλήθεια και στο Φως της Τριαδικής Θεότητος. Μόνο με την πίστη στον Χριστό έχει κανείς αληθή θεογνωσία και θεοπτία˙ «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα... εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί εστι»[58]. Δεν μπορεί κανείς να γνωρίσει τον Πατέρα, παρά μόνο διά του Υιού˙ «Ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν ει μη ο Πατήρ, ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο Υιός και ω αν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι»[59]. Ο εκ γενετής τυφλός, ομολογήσας την θεότητα του Χριστού, βρήκε συγχρόνως το σωματικό και το πνευματικό φως, ενώ οι σκληροκάρδιοι Φαρισαίοι, σωματικά βλέποντες, πνευματικά ζουν στο σκοτάδι της αγνωσίας του Θεού˙ το ίδιο και ο σύγχρονος Ιουδαϊσμός˙ όπως διεπίστωσε και προφήτευσε ο Χριστός˙ «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται»[60].
Είναι, λοιπόν, ποτέ δυνατόν να υπάρξει αληθινός Χριστιανός, που να πιστεύει και να γράφει ότι ο Ιουδαϊσμός, όπως και ο Μουσουλμανισμός, που απορρίπτει επίσης την Αγία Τριάδα, την θεότητα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, πιστεύουν στον ίδιο με τους Χριστιανούς Θεό; Οι ίδιοι οι Απόστολοι, Ιουδαίοι όντες, αγαπώντες και συμπαθούντες τους ομοφύλους των, πολύ περισσότερο από μερικούς σημερινούς Χριστιανούς, που υποκριτικά τους παραπλανούν, γράφουν και διδάσκουν ότι με την άρνηση και τη σταύρωση του Χριστού, έγιναν θεομάχοι και θεοκτόνοι, από άγνοια ίσως, την οποία πρέπει να απορρίψουν, να μετανοήσουν και να σωθούν. Έτσι εξαπλώθηκε και κηρύχθηκε το Ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο «και προσετίθεντο, πιστεύοντες τω Κυρίω πλήθη ανδρών και γυναικών»[61] και όχι με πανθρησκειακούς ναούς τύπου Βερολίνου και Αστανά, όπου αποσιωπάται, κρύβεται και δεν κηρύσσεται ο Χριστός, και αθετείται το Ευαγγέλιο. Αυστηρός και τολμηρός ο λόγος του πρωτομάρτυρος Στεφάνου στηρίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία προκατήγγειλε την έλευση του Χριστού, και ελέγχει δριμύτατα τους τότε και τους σημερινούς Ιουδαίους ως προδότες και φονείς : «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία και τοις ωσίν, υμείς αεί τω Πνεύματι τω Αγίω αντιπίπτετε, ως οι πατέρες υμών και υμείς. Τίνα των προφητών ουκ εδίωξαν οι πατέρες υμών; Και απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περί της ελεύσεως του δικαίου, ου νυν υμείς προδόται και φονείς γεγένησθε»[62]. Δεν είναι αυτά παρά ακριβής επανάληψη των όσων ο ίδιος ο Χριστός είπε εναντίον των Γραμματέων και Φαρισαίων. Τα ίδια επαναλαμβάνουν και οι Άγιοι Πατέρες εις τα «Κατά Ιουδαίων» συγγράμματά τους, τα οποία επικρίνουν οι της πανθρησκείας, οι του διαθρησκειακού Οικουμενισμού της Νέας Εποχής, ως φονταμενταλιστικά και φανατικά, προτείνοντες ακόμη να εξαλειφθούν και από την υμνογραφία της Εκκλησίας οι αντιϊουδαϊκές αναφορές. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί προσβάλλουν και αθετούν το Ευαγγέλιο και την ζωή των Αγίων Μαρτύρων, γιατί με την νοοτροπία αυτή πρέπει να δεχθούμε ότι ο Χριστός, οι Απόστολοι και οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν φονταμενταλιστές και ακραίοι. Τους χαρίζουμε τους πανθρησκειακούς ναούς και τον προοδευτισμό τους και καυχώμεθα για το Ευαγγέλιο και τους Μάρτυρες.
Αφαιρέθηκε από τον Ιουδαϊσμό η Χάρις και η ευλογία του Θεού
Ο Απόστολος Παύλος να εύχεται ο ίδιος να απολεσθεί, να αναθεματισθεί, προκειμένου να οδηγήσει κάποιον Ιουδαίο στην αλήθεια του Ευαγγελίου˙ «ηυχόμην γαρ αυτός εγώ ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα, οίτινές εισιν Ισραηλίται»[63]. Κηρύττοντας το Ευαγγέλιο του Χριστού στους Ιουδαίους με παρρησία και σαφήνεια ο Απόστολος Παύλος υπέστη απερίγραπτους διωγμούς, κακώσεις και ταλαιπωρίες. Αυτή είναι η αληθινή, η εν Χριστώ αγάπη, και όχι η άλλη, η ψευτοαγάπη του Σατανά, σύμφωνα με την οποία αποκρύπτεις την αλήθεια, ώστε να μη δυσαρεστείς και να καλοπερνάς. Αυτό είναι το νέο εφεύρημα του Σατανά, ο νέος πειρασμός, ο διαθρησκειακός και διαχριστιανικός Οικουμενισμός, όπου το μόνο πράγμα που δεν ενδιαφέρει κανέναν είναι το κήρυγμα της αλήθειας του Χριστού. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η κατ' άνθρωπον και κατά κόσμον ευγένεια, το να μη θίξουμε δήθεν τον άλλον, ο κοσμοπολιτισμός και η ψευτοευγένεια των σαλονιών, όχι το ανδρείο φρόνημα και η παλληκαριά του Προδρόμου, των Αποστόλων και των Αγίων.
Την εξ αγάπης αντιϊουδαϊκή και παιδαγωγική στάση του Χριστού και των Αποστόλων συνέχισαν οι Άγιοι Πατέρες εις τα «Κατά Ιουδαίων» συγγράμματά τους, εισήγαγε δε και η Εκκλησία στην υμνογραφία της, ιδιαίτερα της Μ. Εβδομάδος, όπου υπάρχουν βαρύτατοι χαρακτηρισμοί εις βάρος των Ιουδαίων. Τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο επαινεί η Εκκλησία, γιατί ήλεγξε την μανία των Ιουδαίων˙ εξ αιτίας μάλιστα αυτού του ελέγχου αξιώθηκε να γίνει θεόπτης˙ «συ γαρ την Ιουδαίων απελέγξας μανίαν είδες σου τον Σωτήρα του Πατρός δεξιόθεν». Τα μαρτύρια και τα αθλήματα, που υπέμεινε, έγιναν «βασίλειον διάδημα», που έστεψαν το κεφάλι του. Ερανιζόμενοι από μερικούς μόνον ύμνους της Μ. Εβδομάδος, βλέπουμε να χαρακτηρίζονται οι Ιουδαίοι ως «αλαζών και μιαιφόνος λαός», ως «φθονερός αλάστωρ, φόνου πλήρης λαός», «αραβιανόν, σκολιώτατον γένος Εβραίων», «ολέθριος σπείρα θεοστυγών, πονηρευομένων, «θεοκτόνων συναγωγή», «των δικαίων φονευταί», «θεομάχοι», «θεοκτόνοι», «παράνομοι», «πονηρόν συνέδριον», «άνομοι και άπιστοι», «γενεά άπιστος και μοιχαλίς», «κατάκριτος συναγωγή». Επί αιώνες τα διδάσκει και τα ψάλλει η Εκκλησία, η οποία μάλιστα έχει την συνείδηση ότι αποτελεί τον νέο εκλεκτό λαό του Θεού, το νέο έθνος, στο οποίο έχει επιδαψιλεύσει πλέον ο Θεός την ευλογία του, αφού την αφήρεσε από τους Ιουδαίους, οι οποίοι, απορρίψαντες και σταυρώσαντες τον Χριστό, αποδείχθηκαν ανάξιοι αυτής της ευλογίας, όπως άλλωστε είχε προειδοποιήσει ο ίδιος ο Χριστός ελέγχοντας την σκληροκαρδία και απιστία τους. Ενθυμούμεθα την βαριά αγανάκτησή του, όταν είπε τους σκληρούς λόγους, «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! έως πότε έσομαι μεθ' υμών; Έως πότε ανέξομαι υμών»;[64], όπως επίσης και την επαληθευθείσα σχεδόν αμέσως προφητεία, την οποία είπε μετά την παραβολή του αμπελώνος για την θανάτωση υπό των γεωργών του υιού του οικοδεσπότου : «Διά τούτο λέγω υμίν ότι αρθήσεται αφ' υμών η βασιλεία του Θεού και δοθήσεται έθνει ποιούντι τους καρπούς αυτής»[65]. Η ξηρανθείσα από το Χριστό συκή, την οποία επίσης μνημονεύει η Εκκλησία στον όρθρο της Μ. Δευτέρας, συμβολίζει την άκαρπη ιουδαϊκή Συναγωγή : «Την Συναγωγήν συκήν Χριστός, Εβραίων, καρπών άμοιρον πνευματικών εικάζων, άρα ξηραίνει, ης φύγωμεν το πάθος». Ποιος από τους Ορθοδόξους πιστούς δεν έχει διά των αιώνων στα αυτιά του ζωντανούς τους λόγους του Κυρίου προς τους Ιουδαίους, όπως τους διατυπώνει το θαυμάσιο αντίφωνο της ακολουθίας των Αγίων Παθών, που αναφέρεται στην αγνωμοσύνη των Ιουδαίων και στην αφαίρεση της Χάριτος και της ευλογίας του Θεού; «Τάδε λέγει Κύριος τοις Ιουδαίοις. Λαός μου τί εποίησα σοι, ή τί σοι παρηνώχλησα; Τους τυφλούς σου εφώτισα, τους λεπρούς σου εκαθάρισα, άνδρα όντα επί κλίνης ηνωρθωσάμην. Λαός μου, τί εποίησά σοι, και τί μοι ανταπέδωκας; Αντί του μάννα χολήν. αντί του ύδατος όξος. αντί του αγαπάν με, σταυρώ με προσηλώσατε. Ουκέτι στέγω λοιπόν. καλέσω μου τα έθνη, κακείνα με δοξάσουσι, συν τω Πατρί και τω Πνεύματι. καγώ αυτοίς δωρήσομαι ζωήν την αιώνιον». Σε άλλο ύμνο, των αίνων της ίδιας ακολουθίας, που αρχίζει με τις λέξεις «Σταυρωθέντος σου Χριστέ» υπάρχει η εκτίμηση ότι με την σταύρωση του Χριστού οι Ιουδαίοι έχασαν την σωτηρία τους : «Σου γαρ υψωθέντος σήμερον, γένος Εβραίων απώλετο».
Ποια σχέση έχουν όλα αυτά, τα του Ευαγγελίου και των Αγίων Πατέρων, που σταθερά, απαρασάλευτα και με θαυμαστή ενότητα πιστεύει και διδάσκει η Εκκλησία διά των αιώνων, από την εποχή των Αποστόλων (semper, ubique, ab omnibus credita) προς όσα καινοφανή, αντιευαγγελικά και αντιπατερικά προβάλλουν οι διαστροφείς του Ευαγγελίου και της διδασκαλίας των Αγίων οπαδοί του διαθρησκειακού Οικουμενισμού; Δεν είναι, λοιπόν, ο αρνούμενος τον Χριστό Ιουδαϊσμός «σκολιά και διεστραμμένη οδός»; Εξακολουθούν οι Ιουδαίοι και μετά την σταύρωση του Χριστού και την μη αποκήρυξη εν μετανοία των σταυρωτών να είναι ευλογημένος λαός; Δεν έχει αρθεί από αυτούς η ευλογία του Θεού; Δεν είναι άκαρπος και εξηραμμένη συκή; Μα τότε, πρέπει να καταργήσουμε το Ευαγγέλιο και τους Αγίους Πατέρες, τους ύμνους της Εκκλησίας, οι οποίοι δεν λέγουν τίποτε περισσότερο από όσα λέγει το Ευαγγέλιο. Ας το μάθουν και ας το προσέξουν αυτό καλά όσοι στα πλαίσια της προσεγγίσεως των θρησκειών, των συναντήσεων και των διαλόγων, έχουν ήδη προτείνει να απαλειφθούν από τα λειτουργικά κείμενα, από τα πολιτιστικά μνημεία όπως λέγουν, και από τα σχολικά εγχειρίδια όσες φράσεις και διατυπώσεις ενοχλούν τους οπαδούς των άλλων θρησκειών. Αυτό σημαίνει να καταργήσουμε τον Χριστό και το Ευαγγέλιο, να σβήσουμε το φως και να αφήσουμε το σκοτάδι. Δεν θέλουν οι της νέας «Γαλιλαίας των εθνών», της συγκρητιστικής και πανθρησκειακής Νέας Εποχής, να περάσει στον απαιδαγώγητο λαό κάποια ακτίνα φωτός, θέλουν να του αποκρύπτεται η αλήθεια, γιατί, αν τη μάθει, θα ξυπνήσει και θα τους εγκαταλείψει. Γι' αυτό σχεδιάζουν «κάθαρση των λειτουργικών κειμένων» ή και σύνταξη νέων κειμένων, για να μη προσβάλλονται δήθεν οι ετερόθρησκοι και οι αιρετικοί. Μα μπορεί να γίνει «κάθαρση» του Ευαγγελίου, το οποίο απλώς επαναλαμβάνουν οι ύμνοι; Και τί ευαγγέλιο είναι αυτό που αποκρύπτει το φως και τη σωτηρία από τους ευρισκομένους στο σκότος της πλάνης;
Κρυπτοϊουδαϊσμός το Ισλάμ
Όσα για τον χωρίς Χριστό Ιουδαϊσμό γράψαμε ισχύουν πολύ περισσότερο για το Ισλάμ. Στο κάτω-κάτω ο Ιουδαϊσμός προϋπήρχε του Χριστιανισμού και από εγωισμό και πείσμα έμεινε στην παλαιά του πίστη, δεν διέκρινε το φως, γιατί είχε συνηθίσει στο σκοτάδι. Το να επιλέγεις όμως το σκοτάδι, ενώ υπάρχει το φως, αυτό είναι πολύ χειρότερο, διότι σημαίνει ότι δεν βλέπεις καθόλου, δεν διακρίνεις την διαφορά μεταξύ φωτός και σκότους. Το αντιλαμβάνεται κανείς αυτό καλύτερα, όταν σκεφθεί πώς ενήργησαν οι Ρώσοι, όταν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την ειδωλολατρεία και να οδηγηθούν προς τον αληθινό Θεό. Έψαξαν και ερεύνησαν και ερώτησαν και προς τον Ιουδαϊσμό και προς το Ισλάμ, αλλά τελικώς διαπιστώσαντες τις ίδιες περίπου αδυναμίες και στις δύο θρησκείες, προσήλθαν στο φως του Ευαγγελίου, έγιναν μέλη του νέου λαού της Χάριτος, της Εκκλησίας του Χριστού. Το Ισλάμ ουσιαστικώς είναι η εκδίκηση του Ιουδαϊσμού εναντίον του Χριστιανισμού, είναι κρυπτοϊουδαϊκή αίρεση, που συγκαλύπτει απλώς την πραγματικότητα με μερικά στοιχεία, όχι βασικά, που έχει πάρει από τον Χριστιανισμό. Με το Ισλάμ επανερχόμαστε εις τα παλαιά, καταργείται η «καινή κτίσις», δεν γονιμοποιείται η ανθρωπότης από τα χαρίσματα και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, παραμένει όχι απλώς στείρα και άκαρπος, αλλά κακότεχνος και κακόκαρπος, και ας ψάχνουν οι της πανθρησκείας να βρουν καρπούς και θετικά στοιχεία σε όλες τις θρησκείες. Όταν αστοχεί κανείς στην πίστη, στη θεογνωσία, τότε μωραίνεται και οδηγείται εις πάθη ατιμίας, όπως θεόπνευστα και αλάθητα διδάσκει ο Απόστολος Παύλος στο πρώτο κεφάλαιο της Προς Ρωμαίους επιστολής, αστοχεί και στο ήθος, γιατί υπάρχει αλληλεξάρτηση της πίστεως και των έργων, του δόγματος και του ήθους. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να αρκεσθούμε σε όσα είπαμε για τους Ιουδαίους ως ισχύοντα και για τους Μουσουλμάνους. Για να μη θεωρηθεί όμως αυτό ως αυθαίρετος ισχυρισμός, ας διαβάσουν οι οικουμενιστές και οι υπέρμαχοι των διαθρησκειακών ενδεικτικώς τί διδάσκουν για το Ισλάμ μερικοί από τους Αγίους Πατέρες, με αγιότητα βίου και φωτισμένοι υπό του Αγίου Πνεύματος, διότι σε εμάς τους αμαρτωλούς και αφωτίστους μπορεί να υπεισέλθει και κάποιος εμπαθής λογισμός. Η αναφορά στους Αγίους Πατέρες κρίνεται αναγκαία και για ένα πρόσθετο λόγο. ισχυρίζονται πολλοί Οικουμενιστές πως δήθεν οι διαθρησκειακές συναντήσεις και οι διαθρησκειακοί διάλογοι δεν είναι κάτι καινούργιο στην ζωή της Εκκλησίας, διότι υπάρχουν παραδείγματα Αγίων που συζήτησαν με εκπροσώπους του Ισλάμ, και αυτούς ακολουθούν οι νέοι πατέρες της πανθρησκείας και της συγκρητιστικής ισοπέδωσης. Είναι πάντως πολύ καλύτερο το ψέμμα από την μισή αλήθεια. γιατί το ψέμμα γίνεται εύκολα αντιληπτό, ενώ η παραποιημένη, η κουτσουρεμένη αλήθεια παρασύρει και εξαπατά. Όντως μερικοί από τους Αγίους συναντήθηκαν και συζήτησαν με Μουσουλμάνους. Οι συναντήσεις όμως αυτές και οι διάλογοι δεν έχουν καμμία σχέση, ούτε μακρινή, προς όσα γίνονται σήμερα. Γίνονται υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες και προοπτικές, γίνονται συνήθως κατ' ανάγκην, κατ' απαίτησιν των Μουσουλμάνων κατακτητών, υπό συνθήκες είτε εξορίας, είτε αιχμαλωσίας, και παρά ταύτα έχουν ως στόχο όχι την κοσμική προσέγγιση και ειρήνη, αλλά την μαρτυρία του Ευαγγελίου, γι' αυτό και οδηγούν πολλές φορές στο μαρτύριο, παράγουν νεομάρτυρες και κήρυκες Χριστού, και όχι περιφερόμενους από συνεδρίου σε συνέδριο επαγγελματίες του Οικουμενισμού και συντάκτες συγκρητιστικών κειμένων.
Θα χρειαζόταν να γραφτεί ένας ή και περισσότεροι ολόκληροι τόμοι, για να παρουσιασθεί η αντιμετώπιση του Ισλάμ από τους Αγίους Πατέρες. Από την χορεία των Αγίων Πατέρων, που έχουν γράψει για το Ισλάμ (Άγιος Μάξιμος Ομολογητής, Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, Θεόδωρος Αβουκάρας, Βαρθολομαίος ο Εδεσσηνός, Νικήτας ο Βυζάντιος, Άγιος Κύριλλος Θεσσαλονικεύς, Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός, Άγιος Γρηγόριος Δεκαπολίτης, Σαμωνάς, Λέων ο ΣΤ΄, Αρέθας Καισαρείας, Ευθύμιος Ζυγαβηνός, Άγιος Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Νικήτας Χωνιάτης, Μακάριος Κύπρου, Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Ιωάννης Καντακουζηνός, Μανουήλ Β΄ ο Παλαιολόγος, Ιωσήφ Βρυέννιος, Γεννάδιος Σχολάριος, Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, νεομάρτυς Κων/νος ο Υδραίος, οσιομάρτυς Νικόδημος ο Αγιαννανίτης, Αγία Νεομάρτυς Ακυλίνα[66]), θα αρκεσθούμε μόνο στη μαρτυρία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Ο εικονόφιλος πατήρ μάς δίνει τήν γνώμη του γιά τό Ισλάμ. Θεωρεί ότι είναι θρησκεία, αλλά λαοπλάνος καί πρόδρομος του Αντιχρίστου. «Έστι δέ καί η μέχρι του νυν κρατούσα λαοπλάνος θρησκεία των Ισμαηλιτών, πρόδρομος ούσα του Αντιχρίστου»[67]. Εν συνεχεία, ο ιερός πατήρ μάς δίνει πολύ συστηματικά καί συνοπτικά τό πιστεύω, τήν διδασκαλία του Ισλάμ[68] και μάς παρουσιάζει θαυμάσια τά βασικά σημεία της πίστεώς του. Ο Μουσουλμανισμός «λέγει έναν Θεόν είναι ποιητήν των όλων, μήτε γεννηθέντα, μήτε γεγεννηκότα˙ λέγει τόν Χριστόν Λόγον είναι του Θεου, καί πνεύμα αυτού, κτιστόν δέ καί δούλον, καί ότι εκ Μαρίας της αδελφής Μωϋσέως καί Ααρών άνευ σποράς ετέχθη. Ο γάρ Λόγος, φησί, του Θεού, καί τό Πνεύμα εισήλθεν εις τήν Μαρίαν, καί εγέννησε τόν Ιησούν προφήτην όντα, καί δούλον του Θεού. Καί ότι οι Ιουδαίοι παρανομήσαντες εθέλησαν αυτόν σταυρώσαι, καί κρατήσαντες εσταύρωσαν τήν σκιάν αυτού. Αυτός δέ ο Χριστός ουκ εσταυρώθη, φησίν, ούτε απέθανεν. Ο γάρ Θεός έλαβεν αυτόν πρός εαυτόν εις τόν ουρανόν διά τό φιλείν αυτόν. Καί τούτο λέγει, ότι, του Χριστού ανελθόντος εις τούς ουρανούς, επηρώτησεν αυτόν ο Θεός λέγων˙ Ω Ιησού, σύ είπας ότι Υιός ειμί του Θεού, καί Θεός; Καί απεκρίθη, φησίν, ο Ιησούς˙ ‘ Ίλεώς μοι, Κύριε˙ σύ οίδας ότι ουκ είπον, ουδέ υπερηφανώ είναι δούλος σου˙ αλλ’ άνθρωποι οι παραβάται έγραψαν, ότι είπον τόν λόγον τούτον, καί εψεύσαντο κατ’ εμού, καί εισί πεπλανημένοι’. Καί απεκρίθη, καί φησίν αυτώ ο Θεός˙ ‘Οίδα ότι σύ ουκ έλεγες τόν λόγον τούτον’[69]».
Όπως είναι φανερό «τό Ισλάμ αντλεί τήν διδασκαλία περί του Ιησού Χριστού από τήν αντιχριστιανική ιουδαϊκή καί τήν αιρετική χριστιανική (αρειανική-νεστοριανή) γραμματεία. Τόν δέχεται ως μέγα προφήτη, ως τήν σφραγίδα της αγιότητος, ως τόν μέλλοντα να κρίνει τόν κόσμο κατά τήν Δευτέρα Παρουσία. Τόν θεωρεί, επίσης, Λόγο καί Πνεύμα του Θεού, γεννηθέντα ασπόρως από τήν παρθένο Μαρία (όχι τήν Κυρία Θεοτόκο, αλλά τήν αδελφή του προφήτου Μωϋσέως), διδάσκαλο του μονοθεϊσμού, καί, τέλος, αναληφθέντα στούς ουρανούς μέχρι της δευτέρας αποστολής του γιά τήν κρίσι. Αρνείται τήν θεότητα του Χριστού, τόν Σταυρικό του θάνατο καί τήν Ανάσταση, διότι τά θεωρεί ανοίκεια καί βλάσφημα γιά ένα προφήτη του Θεού. Γι’αυτό καί βδελύσσεται τόν Τίμιο Σταυρό. Γιά νά στηρίξη όλη αυτή τήν διδασκαλία περί Ιησού Χριστού, τό Ισλάμ υποστηρίζει ότι οι Χριστιανοί διαστρέβλωσαν μέ προσθαφαιρέσεις καί παραποιήσεις τό αρχικό Ευαγγέλιο πού κήρυξε ο Ιησούς[70]». Υπάρχουν, τέλος, λέει ο Άγιος κι άλλα τερατολογήματα στή διδασκαλία του Ισλάμ «γέλωτος άξια», γιά τά οποία, όμως, ο Μωάμεθ καυχιέται ότι τά παρέλαβε εκ Θεού.
Επίλογος
Με θλίψη και πόνο ψυχής διαπιστώνουμε ότι στήν σύγχρονη εποχή, η οποία, κάλλιστα, μπορεί νά χαρακτηρισθεί εποχή του διαθρησκειακού συγκρητισμού, οι πάγιες καί θεόπνευστες θέσεις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, των Αγίων Αποστόλων, των Ιερών Κανόνων και των αγίων Πατέρων της Αγίας Ορθοδοξίας περί των θρησκειών καί συγκεκριμένα περί του Ιουδαϊσμού και του Ισλαμισμού περιθωριοποιούνται καί προδίδονται υπό αρκετών ηγετικών στελεχών της Ορθοδόξου Εκκλησίας και Ορθόδοξων θεολόγων, οι οποίοι φθάνουν στό έσχατο σημείο νά λένε και να πράττουν επισήμως αντίθετα από αυτά πού είπαν ο Χριστός και οι Άγιοι Πατέρες, πράγμα πού αποτελεί εσχάτη κατάπτωση και de facto εφαρμογή της μεταπατερικής αιρέσεως. Όλοι αυτοί πορεύονται την ιδιωτική οδό του επαράτου διαθρησκειακού Οικουμενισμού και της αντιχρίστου Πανθρησκείας, Νέας Εποχής και Νέας Τάξεως Πραγμάτων, ερχόμενη σε πλήρη αντίθεση και σφοδρή σύγκρουση με την αγιοπατερική και αγιοπνευματική οδό. Μπορούμε ποτέ να φαντασθούμε τον Χριστό, τους Αγίους Αποστόλους, τους Αγίους Μάρτυρες, τους Αγίους Πατέρες και τους Αγίους ενδόξους Νεομάρτυρες, να συναγελάζονται, να κτίζουν πανθρησκειακούς ναούς, να συμπροσεύχονται, να υπογράφουν κοινά κείμενα, να επαινούν και να εκθειάζουν τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ; Ο Απόστολος Παύλος νουθετεί:«Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις.Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαλ; Ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου; Τις δε συγκατάθεσις ναώ Θεού μετά ειδώλων»[71];
Ανακεφαλαιώνοντας, ας μας επιτραπεί νά καταθέσουμε και τά εξής:
1. Οι διαθρησκειακές εξυπηρετούν τήν παναίρεση του Οικουμενισμού, η οποία επιδιώκει, μέσω του συγκρητισμού, τήν δημιουργία μίας νέας θρησκείας μέ στοιχεία, τά οποία θά έχουν αφαιρεθεί απ’όλες τίς θρησκείες, αλλά καί τήν χριστιανική διδασκαλία. Η χριστιανική διδασκαλία κηρύσσει τήν αγάπη καί δέν καλλιεργεί τό μίσος, όπως άλλες θρησκείες, καί οποιαδήποτε αφαίρεση στοιχείων από τήν θεόπνευστη Αγία Γραφή καί τά Ιερά Κείμενα των Αγίων Πατέρων είναι απαράδεκτος καί συνιστά αίρεση.
2. Δέν διδάσκουν όλες οι θρησκείες τήν δικαιοσύνη καί τήν ειρήνη. Τό Ισλάμ διδάσκει τήν βία γιά τήν επικράτησή του καί η Ιουδαϊκή θρησκεία έχει ως δόγμα τό «οφθαλμόν αντί οφθαλμού καί οδόντα αντί οδόντος». Μόνο η Ορθόδοξος Χριστιανική Εκκλησία διδάσκει τήν αγάπη, τήν συμφιλίωση, τήν συγχώρηση, τήν δικαιοσύνη, τήν ειρήνη, την ταπείνωση. Αυτά τήν κάνουν νά ξεχωρίζει όχι μόνο από τίς δύο προηγούμενες θρησκείες, αλλά καί από τήν αίρεση του Παπισμού. Ο τελευταίος συνεκρότησε Ιερές Εξετάσεις, έκαψε βιβλία, συμμετείχε σέ βασανιστήρια, ταλαιπώρησε πληθυσμούς, πρωταγωνίστησε σέ πολέμους καί προέβη σέ γενοκτονίες στήν Κροατία. Μόνο η Ορθόδοξος Χριστιανική Εκκλησία δέν χρησιμοποίησε τέτοιες μεθοδεύσεις. Η συμμετοχή στίς διαθρησκειακές προκαλούν τόν πιστό Ορθόδοξο λαό, γιατί τόν παρουσιάζουν ως ένοχο καί τήν χριστιανική διδασκαλία ως συνένοχο στίς εγκληματικές πράξεις, οι οποίες γίνονται είτε στό όνομα του Ισλάμ είτε κατόπιν εντολής κέντρων, τά οποία έχουν καταστήσει καί τόν λαό του Ισραήλ θύμα τους. Γιατί νά διαλέγεται η Ορθοδοξία μαζί τους καί νά εκδίδει κοινές ανακοινώσεις περί ειρήνης ή νά συμμετέχει σέ εκδηλώσεις γιά τίς προοπτικές του Ισλάμ, όταν αυτό πρωταγωνιστεί σέ εκνόμους ενέργειες καί μεθοδεύει τήν άλωση των χριστιανικών κρατών μέσω της λαθρομεταναστεύσεως των Μουσουλμάνων; Η Ορθοδοξία δέν χρειάζεται νά συμμετέχει σέ διαθρησκειακές.
3. Η άποψη, πού κυριαρχεί, περί ειρηνικής συνυπάρξεως των θρησκειών είναι εσφαλμένη. Ειρηνική συνύπαρξη των θρησκειών σημαίνει παύση του κηρύγματος του Ευαγγελίου καί κατάργηση του Χριστιανισμού ως της μόνης αληθινής Εκκλησίας. Ειρηνική συνύπαρξη των θρησκειών σημαίνει συνεργασία της Ορθοδόξου Χριστιανικής Εκκλησίας πρός αποφυγή της διασαλπίσεως του μόνου αληθούς σωτηριώδους μηνύματος. Ειρηνική συνύπαρξη των θρησκειών σημαίνει αρμονική συνύπαρξη της αληθείας μέ τήν πλάνη, τήν απάτη καί τό ψεύδος˙ του φωτός μέ τό σκότος, τόν ζόφο μέ τό έρεβος˙ του Χριστού, που είναι τό Φως τό αληθινό, μέ τόν Διάβολο, που είναι του σκότους ο προστάτης. Τέτοια, όμως, συνύπαρξη δέν είναι νοητή, αλλά εωσφορική εισήγηση.
Ο Χριστός έδωσε εντολή νά κηρυχθεί στόν κόσμο η Εκκλησία Του ως η μόνη αληθινή καί τέλεια Εκκλησία. Επίσης, είπε καί τό εξής: «Μή νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί τήν γήν˙ ουκ ήλθον βαλειν ειρήνην, αλλά μάχαιραν»[72]. Μ’αυτόν τόν λόγο ο Χριστός δέν τάσσεται, βέβαια, εναντίον της ειρήνης καί υπέρ του πολέμου, αλλά εννοεί ότι η Εκκλησία Του θά διχάσει τούς ανθρώπους, αφού άλλοι θά πιστεύσουν καί άλλοι δέν θά πιστεύσουν καί οι άπιστοι θά πολεμούν τούς πιστούς. Τό κήρυγμα του Ευαγγελίου αναγκαίως επιφέρει σύγκρουση μεταξύ των θρησκειών, της αληθινής από τή μιά καί των ψευδών από τήν άλλη. Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Ει δυνατόν τό εξ υμών μετά πάντων ανθρώπων ειρηνεύοντες»[73]. Γιατί λέει «ει δυνατόν»; Γιατί υπάρχουν περιπτώσεις κατά τίς οποίες είναι αδύνατο τό ειρηνεύειν. Τέτοια είναι η περίπτωση της κηρύξεως του Ευαγγελίου καί της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Σέ τέτοιες περιπτώσεις ισχύει αυτό, που είπε ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ότι είναι προτιμότερος από την ειρήνη ο πόλεμος. Γιατί μιά τέτοια ειρήνη χωρίζει από τόν Θεό.
4. Η άποψη ότι όλες οι θρησκείες είναι ίδιες, είναι όχι μόνο εσφαλμένη, αλλά επικίνδυνη, τρομακτική, προδοτική, παγίδα θανάτου. Δέν είναι όλες οι θρησκείες ίδιες. Ναί μέν ότι υπάρχουν ομοιότητες στήν όλη δομή των θρησκειών, αλλά όχι ότι όλες οι θρησκείες είναι ίδιες. Οι κάποιες γενικές θρησκειολογικές αρχές δέν εξουδετερώνουν τίς τεράστιες θεολογικές καί δογματικές διαφορές. Ποιά άλλη πίστη – εκτός της Ορθοδοξίας – κατέχει τή θεολογία του Συμβόλου της Πίστεως; Ποιά πίστη διδάσκει Τριαδολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία, Εκκλησιολογία, Ιερά Μυστήρια, Ανάσταση νεκρών και Ανάληψη; Ποιά πίστη έχει Ιδρυτή καί Θεμελιωτή τόν αναμάρτητο Θεάνθρωπο Λυτρωτή καί Σωτήρα του κόσμου, Σταυρωθέντα καί Αναστάντα καί πάλιν ερχόμενον κρίναι ζώντας καί νεκρούς; Ποιά πίστη έχει τήν ασύγκριτη, τή μοναδική καί ανεπανάληπτη ηθική διδασκαλία του Ορθοδόξου Χριστιανισμού;
5. Στούς διαθρησκειακούς διαλόγους δέν μπορύμε να έχουμε κοινή βάση. Αγάπη, η οποία δέν προκύπτει από τό μυστηριακό Σώμα της Εκκλησίας καί δέν τροφοδοτείται απ’αυτό – γιατί μόνο στό ίδιο Σώμα μπορούμε νά έχουμε αυτή τήν αγάπη – δέν είναι αγάπη. Όταν λέμε σ’ένα Μουσουλμάνο ή σ’ένα Ιουδαίο ότι πιστεύουμε στόν ίδιο Θεό, δέν τόν αγαπάμε. Γιατί, αφού λέμε ψέμματα, δέν μπορούμε νά τόν αγαπάμε. Η αγάπη πρέπει ν’αληθεύει. Νά μιλάμε μαζί τους εν αγάπη, ναί. Νά τούς πούμε, όμως, ότι δέν γνωρίζουν. Όχι νά τούς λέμε εκ των προτέρων «ξέρετε, στόν ίδιο Θεό πιστεύουμε». Αφού είναι εχθροί του Θεού. Αυτό ισχύει καί γιά τούς Μουσουλμάνους, που λένε ότι ο Χριστός είναι ένας προφήτης, δηλαδή κτίσμα. Τό ίδιο που έλεγε καί ο Άρειος.
6. Η άποψη ότι τό Ισλάμ, ο Ιουδαϊσμός καί ο Χριστιανισμός είναι μονοθεϊστικές καί αποκαλυφθείσες θρησκείες είναι κι αυτή εσφαλμένη. Δηλαδή, ο Θεός μάς κοροϊδεύει. Σ’άλλους λέει ποιός είναι καί σ’άλλους δέν λέει, απλώς, κάτι διαφορετικό, αλλά λέει ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή, αποκαλύπτεται ο Θεός στήν Π.Δ. καί μάς λένε οι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι βιώνουν αυτή τήν παρουσία, ότι είναι ο άκτιστος, άσαρκος Λόγος. Ο ίδιος ο Χριστός είπε ότι αν διαβάσετε τόν προφήτη Μωϋσή καί δέχεσθε αυτά, που λέει ο Μωϋσής, πρέπει νά Μέ δεχθείτε. «Περί γάρ εμού εκείνος έγραψε». Οι Ιουδαίοι, όμως, δέν Τόν δέχονται. Δέχονται το Ταλμούδ και την εωσφορική Καμπαλά, όπως καί οι Μουσουλμάνοι. Όχι, δέν είναι εξ αποκαλύψεως θρησκείες τό Ισλάμ καί ο Ιουδαϊσμός. Διότι, ο Θεός δέν μπορεί νά ψεύδεται, ούτε νά μας κοροϊδεύει. Όταν αποκαλύπτεται, έχουμε εμπειρία αυτού του γεγονότος.
7. Ο Οικουμενισμός επιδιώκει τήν διαθρησκειακή ενότητα, μέ τήν προβολή της όντως δαιμονικής θέσεως ότι ο Χριστός δέν είναι η μόνη οδός σωτηρίας, η ζωή, τό φώς καί η αλήθεια˙ κι άλλες θρησκείες είναι οδοί σωτηρίας, ώστε στό τέλος νά επιβληθεί η πανθρησκεία του Αντιχρίστου στά πλαίσια της Παγκοσμιοποιήσεως καί της Νέας Τάξεως Πραγμάτων. Οι πυκνούμενες και ενισχυόμενες από Χριστιανούς ηγέτες καί μερικούς οικουμενιστές Ορθοδόξους, διαθρησκειακές συναντήσεις καί οι διαθρησκειακοί διάλογοι έχουν οδηγήσει σέ ανεπίτρεπτο συγκρητισμό, αποτελούν άρνηση του Ευαγγελίου καί προσβολή των Αγίων Μαρτύρων, Νεομαρτύρων καί Ομολογητών της πίστεως, των οποίων τό μαρτύριο καί η ομολογία υπέρ της μοναδικής αληθείας χάνουν πλέον κάθε νόημα, μεταβάλλονται δέ καί αυτοί σέ ανοήτους «φουνταμενταλιστάς»[74].
8. Μέ κάθε ειλικρίνεια, ανιδιοτέλεια καί μετριοπάθεια υποστηρίζουμε ότι δέν είμασθε κατά των διαλόγων μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας καί αιρετικών, ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων, αρκεί οι διάλογοι αυτοί νά στηρίζονται σέ σωστές εκκλησιολογικές, θεολογικές, ποιμαντικές αρχές καί δόγματα, δηλαδή στίς ορθόδοξες νηπτικές, ησυχαστικές, φιλοκαλικές, παραδοσιακές, χριστοκεντρικές, αποστολικές καί πατερικές αρχές καί δόγματα.
Λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι η θεολογία μπορεί νά ασκείται ορθοδόξως, πατερικώς καί αποστολικώς, πρώτον, από αυτούς που έχουν φθάσει στή νηπτική θεωρία-θεοπτία του ακτίστου Θείου Φωτός, δεύτερον, από τούς έχοντας τόν φωτισμό του Αγίου Πνεύματος καί, τρίτον, από αυτούς που βρίσκονται στό στάδιο της καθάρσεως της καρδίας τό μετριώτατον. Ο θεολόγος πρέπει νά ακολουθεί τά στάδια της καθάρσεως, του φωτισμού, της ελλάμψεως-θεωρίας-θεοπτίας. Διαφορετικά η θεολογία γίνεται δαιμονική, σύμφωνα μέ τόν άγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο.
Ταπεινώς φρονούμε ότι στόν Ορθοδοξο-ισλαμικό-ιουδαϊκό διάλογο θά πρέπει νά στέλνονται θεολόγοι (κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί), οι οποίοι νά εκφράζουν τήν ευσέβεια της λατρευούσης Εκκλησίας, τήν ευαγγελική καί πατερική αλήθεια. Νά εκλείψει μεταξύ των Ορθοδόξων η τείνουσα νά επικρατήσει αρχή της περιεκτικότητος, δηλ. η συνύπαρξη στήν ίδια Εκκλησία μελών της πού πιστεύουν διαφορετικά ή καί αντίθετα δόγματα. Νά εξοβελισθεί τό ουμανιστικό πνεύμα, πού επικρατεί καί θυμίζει τόν δυτικό Βαρλαάμ. Οφείλει ο διάλογος νά οδηγεί τους Ιουδαίους και τους Μουσουλμάνους στή μετάνοια καί τήν αποκήρυξη της πλάνης τους κι έπειτα στήν «ενότητα της πίστεως καί τήν κοινωνία του Αγίου Πνεύματος», δηλ. τήν «εν Χριστώ» ανακαίνισή τους. Τέλος, οφείλουμε νά διαλεγόμασθε οι Ορθόδοξοι μέ ειλικρίνεια ως αυθεντικά Ορθόδοξοι, επειδή αυτό απαιτεί η ευθύνη μας απέναντι στόν Θεό, τήν Εκκλησία καί τόν κόσμο.
9. Ταπεινώς φρονούμε ότι στην εποχή μας δεν χρειαζόμαστε πανθρησκειακούς ναούς, αλλά Ορθοδόξους Χριστιανικούς ναούς, οι οποίοι έχουν τόσο πλούσια θεολογική νοηματοδότηση. Δεν είναι αναγκαίο το άνοιγμα προς την πανθρησκεία, αλλά η παγκόσμια μετάνοια προς την αγία Ορθοδοξία.
10. Όλα τα παραπάνω τά γράφουμε μέ πόνο καρδίας καί όχι από κάποια προσωπική εμπάθεια καί μίσος πρός οποιοδήποτε πρόσωπο. Τό κίνητρό μας είναι ανιδιοτελές. Ενδιαφερόμασθε μόνον γιά τήν Αγία Ορθοδοξία μας, μόνο μέσα στήν οποία έχει ο άνθρωπος σωτηρία, καί δέν αντέχουμε κι άλλο νά τήν βλέπουμε προδομένη και διασυρμένη ακόμη καί από Ορθοδόξους εκκλησιαστικούς ηγέτες και θεολόγους. Οποιοσδήποτε μπορεί να έχει την άποψη και τή γνώμη του και να την κρατά για τον εαυτό του. Όχι, όμως, αντίχριστες καί αντορθόδοξες θέσεις νά προβάλλονται επισήμως ως θέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Προσευχόμασθε νά φωτίσει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός τούς μέν Ορθοδόξους, που είναι μπλεγμένοι στά δίχτυα του Οικουμενισμού καί του διαθρησκειακού συγκρητισμού, νά μετανοήσουν καί νά εγκαταλείψουν αυτήν τήν παγίδα του Διαβόλου, τούς δέ πεπλανημένους αιρετικούς, ετεροδόξους και ετεροθρήσκους να επισυναγάγει δια της μετανοίας και αποκηρύξεως της πλάνης εις την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική, Ορθόδοξο Εκκλησία. Για να πετύχει ο μέχρι τώρα αποτυχών θεολογικός διάλογος μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ιουδαϊσμού και Ισλάμ πρέπει και αλλάξουν εκ θεμελίων οι θεολογικές προϋποθέσεις και τά κριτήρια του διαλόγου αυτού και να τεθούν νέα κριτήρια, τά οποία να βασίζονται στην πλούσια δογματική, λειτουργική, ασκητική, ησυχαστική, νηπτική, πατερική και ιεροκανονική θεολογία και παράδοση και Εκκλησίας. Σημασία έχει να ακολουθούμε όλοι ταπεινώς τους αγίους θεόπτες Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της Μιάς και μόνης αληθινής Εκκλησίας, οι οποίοι Πατέρες είναι οι μόνοι απλανείς και διαχρονικοί διδάσκαλοι της οικουμένης και οι παγκόσμιοι πνευματικοί άνθρωποι.
Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Εφημερίδες ΤΑ ΝΕΑ (28-12-2012) 36, ΤΟ ΒΗΜΑ (22-10-2012), http://aktines.blogspot.gr/2012/10/blog-post_1143.html, http://aktines.blogspot.gr/2012/12/blog-post_4276.html, http://aktines.blogspot.gr/2011/10/blog-post_5254.html.
[2] ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ορθόδοξος Εκκλησία καί Οικουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224.
[3] ΑΡΧΙΜ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ο Οικουμενισμός χωρίς μάσκα, εκδ. Ορθόδοξος Τύπος, Αθήνα 1988, σσ. 23, 25.
[4] ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, 5η ομιλία στόν προφήτη Δανιήλ της 15-11-1981. Σχ. βλ. Χριστιανική Σπίθα (Μάιος 2011) 1.
[5] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «Ποιμαντορική Εγκύκλιος περί Οικουμενισμού επί τη Κυριακή της Ορθοδοξίας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ιανουάριος-Μάρτιος 2012) 128-130.
[6] http://thriskeftika.blogspot.com/2012/04/blog-post_6527.html, Γεγονότα και σχόλια, «Εις τα «αχνάρια» του Βατικανού!», Ορθόδοξος Τύπος (13-4-2012) 2, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΕΡΒΟΣ, «Προς τον Αρχιεπ. Κύπρου κ. Χρυσόστομον», Ορθόδοξος Τύπος (27-4-2012) 1,6.
[7]www.patriarchate.org/multimedia/video καί www.augoustinos-kantiotis.gr, entoytwnika.blogspotcom/2010/08/blog-post_9969.html, aktines.blogspot.com/2012/04/blog-post_28html, www.amen.gr/index.php?mod=news, www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=9217, aktines.blogspotcom/2012/03/tuzlu-senad-masovic.html.
[8] Ιω. 1, 5, 11. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Διαθρησκειακές συναντήσεις˙ άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των αγίων Μαρτύρων, εκδ. Βρυέννιος, Θεσ/κη 2003, σσ. 35-36.
[9] Μτθ. 4, 15-16.
[10] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον Α΄, ΕΠΕ 9, εκδ. Γρηγόριος Παλαμάς, σσ. 440-441.
[11] Β΄ Κορ. 6, 14-18.
[12] Λευϊτ. 19, 19.
[13] Εξ. 3, 6 καί Ματθ. 22, 32.
[14] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ερμηνεία εις τάς ΙΔ΄επιστολάς του Αποστόλου Παύλου, τ. Β΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη 1990, σσ. 110-114.
[15] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Διαθρησκειακές συναντήσεις˙ άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των αγίων Μαρτύρων, εκδ. Βρυέννιος, Θεσ/κη 2003, σσ. 11-51.
[16] Ιω. 8, 12.
[17] Ιω. 1, 9.
[18] Πράξ. 4, 12.
[19] Μτθ. 4, 12-17.
[20] Μτθ. 3, 2 και 4, 17.
[21] Μτθ. 23, 13ε.
[22] Μτθ. 18, 17.
[23] Μτθ. 3, 7-11.
[24] Τίτ. 3, 10.
[25] Β΄ Πέτρ. 2, 1.
[26] Β΄ Πέτρ. 3, 11.
[27] Β΄ Ιω. 10-11.
[28] ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ, Κατά αιρέσεων 3, 3, 4.
[29] Πράξ. 13, 8-11.
[30] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 50-51.
[31] Β΄ Κορ. 6, 15.
[32] Ό. π., σσ. 84-85.
[33] Ό. π., σ. 433.
[34] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σ. 670. Σχ. βλ. ΠΡΕΣΒ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Η συμπροσευχή με αιρετικούς˙ προσεγγίζοντας την κανονική πράξη της Εκκλησίας, εκδ. Θεοδρομία, Θεσ/κη 2009 και ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Γνωμάτευση του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς απαγορευτική των συμπροσευχών», Θεοδρομία ΙΔ3 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2012) 325-336.
[35] ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ, Έργα, τ. ΣΤ΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσ/κη 1995, σσ. 234-235.
[36] Μ. ΜΙΧΑΗΛ, Το μεγάλο μυστικό του Γέροντα Παϊσίου, Κύπρος 1997, σ. 115.
[37] Μτθ. 25, 34-36.
[38] Μτθ. 10, 34-36.
[39] Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Αθήναι 1989, σ. 204.
[40] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Απολογητικός της εις Πόντον φυγής 82, ΕΠΕ 1, 176.
[41] Μτθ. 28, 19.
[42] Ορθόδοξος Τύπος (14-10-2011) 7.
[43] http://aktines.blogspot.gr/2012/08/2012_20.html, http://aktines.blogspot.gr/2012/09/2012_13.html#more.
[44] http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_5513.html, http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1361.html, html, http://thriskeftika.blogspot.com/ 2012/05/blog-post_5421.html, http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1984.html, «Θλιβερός κατήφορος οικουμενιστού αρχιερέως», Ορθόδοξος Τύπος (25-5-2012) 1, 7.
[45] Ορθόδοξος Τύπος (26-10-2012) 1, 7.
[46] http://aktines.blogspot.gr/2012/11/blog-post_20.html.
[47] Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσ/κη 1999, σ. 165.
[48] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ερμηνεία εις τάς επτά Καθολκάς Επιστολάς των αγίων Αποστόλων Ιακώβου, Πέτρου, Ιωάννου και Ιούδα, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1986, σσ. 72-75.
[49] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Διάταξις της θείας Λειτουργίας, PG. 63, 907.
[50] Διακήρυξη Nostra Aetate, Διατάγματα Β΄ Συνόδου Βατικανού, τ. 7, εκδ. Γραφείο Καλού Τύπου, Αθήνα, σσ. 43-44.
[51] Γ. ΛΑΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και διαθρησκειακός διάλογος. Ενημερωτικό σημείωμα με ιδιαίτερη αναφορά στις σχέσεις με το Ισλάμ», ΚΑΘ’ΟΔΟΝ 3 (Σεπτέμβριος-Δεκλεμβριος 1992) 43-57.
[52] Έξ. 20, 2-3.
[53] Δευτ. 6, 4.
[54] Ησ. 43, 10.
[55] Ιω. 10, 30-33.
[56] Μτθ. 16, 16.
[57] Μτθ. 26, 63.
[58] Ιω. 14, 9-10.
[59] Μτθ. 11, 27.
[60] Ιω. 9, 39.
[61] Πράξ. 5, 15.
[62] Πράξ. 7, 51-52.
[63] Ρωμ. 9, 3.
[64] Μτθ. 17, 17.
[65] Μτθ. 21, 43.
[66] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Διαθρησκειακές συναντήσεις˙ άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των αγίων Μαρτύρων, εκδ. Βρυέννιος, Θεσ/κη 2003, σσ. 64 – 68, 91 – 103 καί ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΔΡΑΚΑΣ, Η κατά του Ισλάμ πολεμική των βυζαντινών θεολόγων Θεσσαλονίκη 1961, σσ. 44 – 58, 64 – 66.
[67] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Περί αιρέσεων ρα΄ 1 – 2, PG 94.
[68] Ό.π., ρα΄ 18 – 37.
[69] Περί αιρέσεων ρα΄, PG 94, 765 ΑΒ και ΗΛ. ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗΣ, «Τό Ισλάμ κατά τόν Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό», ΕΕΘΣΘ τμήματος Ποιμαντικής καί Κοινωνικής Θεολογίας 1 (1990) 267-268.
[70] Απόψεις περί του ακαδημαϊκού διαλόγου Ορθοδοξίας και Ισλάμ (ανάτυπο από το περιοδικό Κοινωνία, έτος Μ΄ (1997) τεύχη 1, 2, σσ. 1-11 και 145-146) εκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Αθήνα 1997, σ. 17.
[71] Β΄ Κορ. 6, 16.
[72] Ματθ. 10, 34.
[73] Ρωμ. 12, 18.
[74] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Διαθρησκειακές…
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος