Η Κοίμησις της Θεοτόκου αποτελεί το Πάσχα του Καλοκαιριού. Από την ίδρυσή της, η Εκκλησία την αναγνωρίζει και τιμά, ως Θεοτόκο, διότι αυτήν επέλεξε ο Τριαδικός Θεός, από τις γυναίκες όλων των αιώνων και των γενεών για να γίνει η Μητέρα του Θεανθρώπου.
Εκείνη, κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά «μετέθεσε το ανθρώπινο γένος από τη γη στον ουρανό και έκανε όλους τους ανθρώπους ουράνιους. Αυτό το Μυστήριο πραγματοποιήθηκε από την Παναγία, που έκανε τον Υιό του Θεού Υιό του ανθρώπου με τον άφραστο τόκο και έγινε Βασίλισσα κάθε εγκοσμίου και υπερκοσμίου κτίσματος».
Στο πρόσωπό της έγινε το μοναδικό θαύμα στην ιστορία της ανθρωπότητας, δηλαδή, η Αγία Σύλληψη και ο Άγιος Τοκετός μιας γυναίκας, η οποία, με την μυστηριακή ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και ήταν Παρθένος και παρέμεινε για πάντα Παρθένος. Όπως τονίζει ο Άγιος Γρηγόριος, η αγνή Παναγία, «όπως φάνηκε ανώτερη, από κάθε εμπαθή ηδονή κατά τη σύλληψη, έτσι και τώρα, φάνηκε ανώτερη των φυσικών πόνων κατά τη γέννηση.
Δεν είναι μόνο η θεότητα ανεξιχνίαστη, αλλά και ο τρόπος που ενώθηκε με τη σάρκα ο Χριστός είναι αδύνατο να κατανοηθεί λογικά. Η συγκατάβαση αυτή του Θεού είναι απερίγραπτη και υπερέχει κάθε νου και λόγο».
Ως Μητέρα του Μονογενούς και Λόγου του Θεού, η Παναγία τιμάται και θα τιμάται, ως Θεοτόκος και ως Παρθένος και Αειπάρθενος, από όλους τους πιστούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας έως της συντέλειας του αιώνος.
Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος των Αγίων Πατέρων και διδασκάλων, επικυρώνουσα την ήδη εξ αρχής επικρατήσασα στην Εκκλησία παράδοση, αποφάσισε να καλείται Θεοτόκος, η Αγία Μητέρα του Ιησού Χριστού.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει στο «Πηδάλιο της Εκκλησίας» ότι «πρώτος ο Ωριγένης Θεοτόκον την Παρθένον εκάλεσε… Ο δε Αλεξανδρείας Κύριλλος, γράφων προς Νεστόριον λέγει, ότι και ο Μέγας Αθανάσιος Θεοτόκον αυτήν και ωνόμασε και ωμολόγει».
Στο σημείο αυτό, να περάσουμε στο Κοράνιο το οποίο αναφέρει (34) φορές το όνομα της Μαριάμ και που τη δέχεται ως Μητέρα του Ιησού, όχι όμως ως Μητέρα του Θεού ή Θεοτόκο.
Το Κοράνιο δέχεται επίσης ότι η Μαρία είναι «Δέσποινα και άσπιλος Παρθένος» και ότι η σύλληψη του Ιησού είναι θαυματουργή διά του Θεού (εννοεί τον Αλλάχ και όχι τον Τριαδικό Θεό), μέσω του Αγγέλου, εφόσον η Μαρία δεν είχε έλθει σε επαφή με άνδρα.
Αυτός που γέννησε η Μαρία, πάντως, κατά το Κοράνιο, ήταν «Απόστολος και Προφήτης του Αλλάχ», προικισμένος με το Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν ήταν Θεάνθρωπος. Σε (13) εδάφιά του, το Κοράνιο ομιλεί με μεγάλη ευλάβεια για το πρόσωπο της Παναγίας, ως Μητέρας του Υιού της Ιησού Χριστού, αλλά όχι ως Μητέρας του θεού, ούτε ως Θεοτόκου, αφού το Κοράνι δεν δέχεται το Χριστό ως θεό ή Υιό του θεού (Αλλάχ), αλλά ως ένα απλό κτίσμα του. Μάλιστα θεωρεί ότι «βλασφημούν όποιοι λένε ότι "Ο Θεός είναι ο Χριστός ο γιός της Μαριάμ"».
Αντίθετα, η Ορθόδοξη Εκκλησία, στον Εσπερινό της εορτής της Συνάξεως της Θεοτόκου ψάλλει: «Ο τεχθείς εκ Παρθένου Θεός, ελέησον ημάς». Στον ίδιο Εσπερινό, στιχηρά Ιδιόμελα επίσης: «Παράδοξον Μυστήριον, οικονομείται σήμερον. Καινοτομούνται φύσεις, και Θεός άνθρωπος γίνεται».
Όπως αναφέρουν τα Τροπάρια της Εορτής, κατά την πάνσεμνον Κοίμησή της, «θεαρχίω νεύματι... νεφέλαι τους Αποστόλους διήρπαζον και κοσμικώς διεσπαρμένους, ομοχώρους παρέστησαν. Οί και κηδεύσαντες σεπτώς, μελωδούντες ανεβόων. Χαίρε κεχαριτωμένη Παρθένε, μήτηρ ανύμφευτε, ο Κύριος μετά Σού». Η σεπτή κοίμησή της ονομάζεται επίσης «αθάνατος». Γι’ αυτό το Κοντάκιον της Εορτής διατρανώνει την αθανασία της: «Την εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν. Ως γαρ ζωής Μητέρα, προς την ζωήν μετέστησεν ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον».
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θεωρεί το Θεοδόχο Σώμα της Παναγιας «σωτήριο φάρμακο του γένους μας και σεμνολόγημα όλης της Κτίσεως… Το Πνεύμα της μαζί με το σώμα της ανεβαίνει σε χώρο αείζωο και ουράνιο. Μόνον αυτή, τώρα, βρίσκεται ανάμεσα στον Θεό και σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος».
Το Ισλάμ, συνεπώς, αναγνωρίζει και τιμά την Μαρία, ως μητέρα του Ιησού, Προφήτη του Αλλάχ και ως μια αγνή και Παρθένα γυναίκα. Αποτελεί μέγα λάθος ορισμένων Χριστιανών να πιστεύουν ότι και οι Μουσουλμάνοι τιμούν με τον ίδιο τρόπο την Παναγία, όπως αυτοί, διότι το ιερό τους Βιβλίο δέχεται μεν την Παναγία που δέχονται οι Χριστιανοί, αλλά στα θρησκευτικά μέτρα της δικής τους πίστεως. Μια Παναγία, δηλαδή, που δεν είναι Θεοτόκος και που η θεοτοκία της συνδέεται με την Αγία Παρθενία και Αειπαρθενία της.
Δυστυχώς, υπάρχουν στην Ελλάδα «ορθόδοξοι» Θεολόγοι, των οποίων οι θέσεις για την Παναγία, ως Θεοτόκο, σε συνδυασμό με την Παρθενία και την Αειπαρθενία, γειτνιάζουν με τις θέσεις του Κορανίου. Η Ορθόδοξη Θεολογία, όμως, συνδέεται με την αλήθεια και τη ζωή του Ιησού Χριστού, ως Σωτήρα και Λυτρωτή, αφού και όχι με θεολογικά φληναφήματα.
Μια λανθασμένη ή παραποιημένη Θεολογία, αλλάζει επίσης και τον σωτηριακό τρόπο ζωής του Χριστού. Ορισμένοι, δυστυχώς, διακατεχόμενοι ίσως από υπεροπτικές τάσεις, θέλουν να εμφανίζονται αρεστοί στους ανθρώπους ως σύγχρονοι, προοδευτικοί και διακεκριμένοι Θεολόγοι, ορέγονται να διαφοροποιούνται από την αγιοπνευματική παράδοση της Εκκλησίας.
Ωστόσο, δεν ωφελεί κανέναν και προπαντός τους ίδιους, όταν διαδίδουν ως Ορθόδοξη Θεολογία, γραπτώς η προφορικώς, κενά και καινά δαιμόνια, οδηγώντας τον εαυτό τους αλλά και τους συνανθρώπους τους στη πλάνη και στην απώλεια της σωτηρίας.
Διαβάζουμε σε κάποιο τέτοιο «θεολογικό» σύγγραμμα ότι «το μέγα μυστήριο δεν είναι η παρθενία της Παναγίας, αλλά η θεομητρότητα». Τέτοιοι θεολογικοί στοχασμοί, διαχωρίζουν οντολογικά την Αγία Ύπαρξη της Θεοτόκου, ισχυριζόμενοι ότι η Παναγία μπορεί να κατατμηθεί σε κομμάτια.
Έτσι διαδίδουν ψευδώς ότι ένα μόνον κομμάτι της, η θεομητρότητα, μπορεί να συνδεθεί με το Μέγα Μυστήριο την ενσαρκώσεως του Θεανθρώπου, ενώ η Παρθενία και η Αειπαρθενία δεν σχετίζεται με το Μυστήριο, αποθεολογικοποιώντας και παραμορφώνοντας επικίνδυνα τον σκοπό της Εκκλησίας.
Ωστόσο, όποιος θεωρεί ότι η Παρθενία και η Αειπαρθενία δεν είναι Μυστήριο απορρίπτει τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, που σκήνωσε στο Άγιο σώμα της και αμφισβητεί το Μυτήριον της Θείας Ενσαρκώσεως, ως «Μυστήριον Ξένον και παράδοξον».
Εάν αμφισβητεί κάποιος εκείνο που καταξιώθηκε να είναι η Παναγία, δηλαδή Θεοτόκος, Παρθένος και αειπαρθένος, αμφισβητεί τη χάρη του Πνεύματος που έλαβε η Παρθένος Μαρία, σύμφωνα με τον χαιρετισμό του Αγγέλου: «Πνεύμα Άγιο θα έλθει σε σένα και δύναμη Υψίστου θα σε επισκιάσει».
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει: «Αυτό που ομολογείται από τον Αρχάγγελο προς την Παρθένο περιέχει το μεγαλύτερο Μυστήριο… Αν η σύλληψη του Χριστού ήταν από ανθρώπινη επέμβαση, ο Χριστός δεν θα ήταν ο νέος άνθρωπος. Τώρα, ήρθε, και από το Άγιον Πνεύμα, γίνεται άνθρωπος και σαρκώθηκε στη μήτρα της Παρθένου, μένοντας αναλλοίωτος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Εκείνη ήταν πράγματι Παρθένος και στο σώμα και στην ψυχή. Ο Άγγελος της λέει: ‘Χαίρε Κεχαριτωμένη. Ο Κύριος είναι μαζί σου. Είσαι ευλογημένη ανάμεσα στις γυναίκες’.
Μετά από αυτό το γεγονός, η Παναγία είναι το μοναδικό μεθόριο μεταξύ κτιστής και άκτιστης φύσεως, είναι η χώρα του αχωρήτου, η προστάτρια των αιωνίων αγαθών… η δόξα της γης και η τερπνότητα των ουρανίων… το στολίδι όλης της κτίσεως».
Αυτά ψάλλει θεολογώντας η Εκκλησία ολόκληρο το λειτουργικό της έτος. Κανείς Θεολόγος, επομένως, δεν μπορεί, αν είναι Ορθόδοξος, να μην δέχεται την διά της οικήσεως του Θεανθρώπου στην μήτρα της παρθένου, αλλά και διά της δικής Της αγνότητας, φύλαξη της Παρθενίας της. Εκείνος που απαξιώνει τη σύνδεση της Παρθενίας και της αειπαρθενίας από την θεομητρότητα, δείχνει ότι βρίσκεται μακράν των δογματικών ορίων της Ορθόδοξης εκκλησιαστικής παραδόσεως.