(Παράρτημα στὸ τέλος γιὰ τὰ «ἕτερα εὐαγγέλια», γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, γιὰ τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν)
Ὅταν τὴν νύκτα τοῦ πάθους ὁ Χριστὸς ὁδηγήθηκε στὸν Πόντιο Πιλάτο («Καὶ ἀναστὰν ἅπαν τὸ πλῆθος αὐτῶν ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸν Πιλᾶτον.», Λκ. 23,1-βλ. Μετάφραση Νεοελλ. στο τέλος, 1), ἐκεῖνος δὲν ἄργησε νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν ἀθωότητά του («οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ.», Λκ. 23,4 – Μτφ 2).
Ὡστόσο δὲν ἀπέδωσε δικαιοσύνη, ἀλλὰ ἀντὶ αὐτοῦ μόλις ἄκουσε ἀπὸ τοὺς κατήγορους του ὅτι εἴναι Γαλιλαίος, τὸν ἔστειλε στὸν Ἡρώδη νὰ ἀναλάβει ἐκεῖνος τὴν δίκη τοῦ Χριστοῦ («Πιλᾶτος δὲ ἀκούσας Γαλιλαίαν,…. ἀνέπεμψεν αὐτὸν πρὸς Ἡρῴδην, ὄντα καὶ αὐτὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις.», Λκ. 23,6-7 – Μτφ 3.). Ὁ Ἡρώδης ὅμως ἀπὸ τὴν πλευρὰ του, παρόλες τὶς κατηγορίες τῶν γραμματέων καὶ ἀρχιερέων, δὲν προχώρησε στὴν καταδίκη τοῦ Χριστοῦ, ὅμως οὔτε καὶ τὸν ἐλευθέρωσε, ὅπως καὶ ὁ Πιλάτος, ἀλλὰ ἀφοῦ τὸν περιέπεξε γιὰ νὰ τὸν ἐξευτελήσει, τὸν ἔστειλε πίσω στὸν Πιλάτο γιὰ νὰ τὸν ἀναλάβει ἐκεῖνος ὁριστικά («εἱστήκεισαν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ. ἐξουθενήσας δὲ αὐτὸν ὁ Ἡρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ καὶ ἐμπαίξας, περιβαλὼν αὐτὸν ἐσθῆτα λαμπρὰν ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ.», Λκ. 23,10-11 – Μτφ 4).
Ὅταν ὁ Πιλάτος βρέθηκε ξανὰ ἀντιμέτωπος μὲ τὸ ἀνυποχώρητο πλήθος τῶν Ἰουδαίων κατήγορων ἀπὸ τὴν μιὰ, καὶ μὲ τὸν ἀθῶο Χριστὸ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἀναγκάστηκε νὰ πεῖ στοὺς Ἰουδαίους αὐτὸ ποὺ συμπέραινε ἀβιάστως: «προσηνέγκατέ μοι τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὡς ἀποστρέφοντα τὸν λαόν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐνώπιον ὑμῶν ἀνακρίνας οὐδὲν εὗρον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ αἴτιον ὧν κατηγορεῖτε κατ᾿ αὐτοῦ, ἀλλ᾿ οὐδὲ Ἡρῴδης· ἀνέπεμψα γὰρ ὑμᾶς πρὸς αὐτόν· καὶ ἰδοὺ οὐδὲν ἄξιον θανάτου ἐστὶ πεπραγμένον αὐτῷ.», Λκ. 23,14-15 – Μτφ 5. Καὶ ἔκφρασε τὶ ἤθελε ὁ ἴδιος νὰ πράξει, «παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω.», Λκ. 23,14-15 – Μτφ 6, , χωρὶς ὅμως νὰ ἀποφασίσει ὁριστικῶς χωρὶς νὰ ἀκούσει τοὺς Ἰουδαίους, παρόλο ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποφασίσει ἀντικειμενικὰ σύμφωνα μὲ τὸ Ρωμαϊκὸ Δίκαιο, καὶ ἐνῶ ἡ γυναίκα του τὸν εἴχε προειδοποιήσει καὶ αὐτὴ τὴν ὥρα τῆς δίκης κατὰ θεῖα παραχώρηση: «Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· μηδέν σοι καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ᾿ ὄναρ δι᾿ αὐτόν.», Μτ. 27,19 – Mτφ 7. Βέβαια τὸ «παιδεύσας» δὲν ἤταν οὔτε καὶ αὐτὸ δίκαιο, ἐφόσον ὁ Χριστὸς ἤταν ἀθῶος, ὅπως ἀντιλήφθηκε καὶ ὁ Πιλάτος, ἀλλὰ πάντως δὲν ἤταν καταδίκη.
Τὸ πλήθος ὅμως ἐπέμαινε ἀνυπωχώρητο («ἀνέκραξαν δὲ παμπληθεὶ λέγοντες· αἶρε τοῦτον», Λκ. 23,18 – Μτφ 8), καὶ ἐπειδὴ εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ ζητήσουν τὴν ἀπελευθέρωση ἑνὸς κρατουμένου λόγω ἐθίμου κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ζήτησαν νὰ ἀπελευθερωθεῖ ὁ Βαραββάς, ποὺ βαρυνόταν μὲ τὴν κατηγορία στάσης καὶ φόνου («ἀπόλυσον δὲ ἡμῖν Βαραββᾶν. ὅστις ἦν διὰ στάσιν τινὰ γενομένην ἐν τῇ πόλει καὶ φόνον βεβλημένος εἰς τὴν φυλακήν.», Λκ. 23,18-19 – Μτφ 8). Ὁ Πιλάτος ἐπανέλαβε ξανά καὶ ξανὰ αὐτὸ ποὺ ἤθελε, δηλαδὴ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀθώου ποῦ εἴχε μπροστὰ του, ὁμολογῶντας γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν ἀθωότητα τοῦ κατηγορούμενου, ποὺ ἀντιλαμβανόταν ξεκάθαρα «τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν οὗτος; οὐδὲν ἄξιον θανάτου εὗρον ἐν αὐτῷ· παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω.» (Λκ. 23,22 – Μτφ 9), ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ὑποχωροῦσαν, ἀλλὰ περισσότερο δυνατὰ φώναζαν, «οἱ δὲ ἐπέκειντο φωναῖς μεγάλαις αἰτούμενοι αὐτὸν σταυρωθῆναι, καὶ κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν καὶ τῶν ἀρχιερέων.» (Λκ. 23,23 – Μτφ 10). Τελικὰ ὁ Πιλάτος ἀποφάσισε νὰ γίνει ὅτι ζήταγαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἡ καταδίκη μὲ σταυρικὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ, ἄν καὶ γνώριζε καλὰ τὸ λόγο ποὺ τὸ ἤθελαν καὶ ζήταγαν αὐτὸ, «ᾔδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν.», (Μτ. 27,18. – Μτφ 11).
Ὁ Πιλάτος ζητούσε τὴν ἀλήθεια («λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· τί ἐστιν ἀλήθεια;», Ιω. 18,38 – Μτφ 12) καὶ στὸ θέμα τῆς δίκης τοῦ ἀθωότερου ὅλου τοῦ κόσμου τὴν γνώριζε, μετὰ τὶς εξηγήσεις ποὺ ἔλαβε καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο («ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή, οἱ ὑπηρέται ἂν οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο, ἵνα μὴ παραδοθῶ τοῖς Ἰουδαίοις· νῦν δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν. », Ιω. 18,36 –Μτφ 13). Ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἤταν κοσμική, ἀλλὰ πνευματικὴ, καὶ γι’ αὐτὸ ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου ἤταν ἀθῶος, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι τὸν εὕρισκαν ἔνοχο, γιατὶ ζήταγαν ἕναν πολιτικὸ ἡγέτη ποὺ θὰ τοὺς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὸν Ρωμαϊκὸ ζυγό. Ἔτσι βρήκαν τὸν ἐπαναστάτη Βαραββὰ ποὺ ἤταν στασιαστὴς καὶ γνώριζε νὰ χρησιμοποιεῖ ὅπλα, χρησιμότερο νὰ ζήσει καὶ νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὸν ταπεινὸ Χριστὸ: «ἐξῆλθεν οὖν ὁ Ἰησοῦς ἔξω φορῶν τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ τὸ πορφυροῦν ἱμάτιον, καὶ λέγει αὐτοῖς· ἴδε ὁ ἄνθρωπος. ὅτε οὖν εἶδον αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται, ἐκραύγασαν λέγοντες· σταύρωσον» (Ιω. 19,5-6 – Μτφ 14).
Ἡ πολιτικὴ ἀντιμετώπιση τῆς δίκης τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν Ἰουδαίων ἀποκορυφώνεται ὅμως σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο. Ἐνῶ τὸν παρέδωσαν στὸν Πιλάτο μὲ τὴν κατηγορία «ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν», (Ιω. 19,7 – Μτφ 15), διαπιστώνοντας ὁπότε ὁ ἴδιος ὁ Πιλάτος ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια τῶν Ἰουδαίων ὅτι ὁ κατηγορούμενος ὄχι μόνο εἶναι ἀθῶος, ἀλλὰ παρουσιάζεται νὰ ἔχει κάποια μεγάλη πνευματικὴ ἐξουσία, πράγμα ποὺ ἐπιβεβαιώθηκε καὶ ἀπὸ τὸν διάλογό του μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ ἀκολούθησε, καὶ αὐτὸ τὸν ἔκανε τότε νὰ φοβάται πιὸ πολὺ, ἐπιδιώκοντας ἀκόμα περισσότερο νὰ ὑποχωρήσουν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ νὰ τὸν ἐλευθερώσει («Ὅτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτος τοῦτον τὸν λόγον, μᾶλλον ἐφοβήθη», Ιω. 19,8 – Μτφ 16), οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ νὰ πετύχουν τὸν σκοπὸ τους χρησιμοποίησαν τὴν ἀναφορὰ στὸ ὄνομα τοῦ τότε κοσμοκράτορα Καίσαρα («ἐὰν τοῦτον ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος. πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι.», Ιω. 19,12 – Μτφ 17). Μάλιστα ὅταν ὁ Πιλάτος ἔκανε τὴν ὕστατη προσπάθεια νὰ ἐλευθερώσει τὸν Χριστὸ, ἔφτασαν ἔως τὸ σημεῖο νὰ παραδεχθοὺν βασιλιά τους τὸν κατακτητή τους Καίσαρα, κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸ τοῦ ὁποίου ἔπασχαν στὸ πρόσωπο τῆς σκληρότητας τοῦ Πιλάτου καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖον ζητοῦσαν νὰ ἀπελευθερωθοῦν («λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τὸν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω; ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς· οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα.», Ιω. 19,15 – Μτφ 18), ποὺ ἤταν μιὰ ὑποκριτικὴ καὶ παράλογη ὁμολογία. Βλέποντας ὁ Πιλάτος ὅτι τελικὰ πιὰ οἱ Ἰουδαῖοι «οἱ δὲ ἐπέκειντο φωναῖς μεγάλαις αἰτούμενοι αὐτὸν σταυρωθῆναι, καὶ κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν καὶ τῶν ἀρχιερέων.» (Λκ. 23,23 – Μτφ 10), πήρε την τελικὴ ἀπόφαση του γιὰ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ ὅπως ζητούσαν («τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς ἵνα σταυρωθῇ.», Ιω. 19,16 – Μτφ 19). Ὀ Πιλάτος ὑποχώρησε τελικά καὶ συγκατατέθηκε στὸ ἔγκλημα ποὺ ἤθελαν νὰ κάνουν οἱ Ἰουδαῖοι πάση θυσία («καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς εἶπε· τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν.», Μτ. 27,25 – Μτφ 20), παρόλο ποὺ ὁ ἴδιος καὶ γνώριζε τὴν ἀθωότητα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἤθελε νὰ τὸν ἐλευθερώσει, γι’ αὐτὸ καὶ προσπαθώντας πρὶν τὸ ἔγκλημα τῶν ἐγκλημάτων νὰ ἀποποιηθεῖ τὴν εὐθύνη: «λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῶός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε.» (Μτ. 27,24 – Μτφ 21).
Ἔτσι ἐνῶ δὲν τὸ ἐπιδίωκε ἔκρινε ἄδικα ἐν γνώση του καὶ βέβαια ἡ εὐθύνη δὲν παύει νὰ τὸν βαραίνει ἐπειδὴ ἔπλυνε τὰ χέρια καὶ ἔριξε μὲ τὰ λόγια τὴν εὐθύνη στοὺς Ἰουδαίους, ἔστω καὶ ἄν αὐτοὶ τὸ ἀποδέχθηκαν. Αὐτοὶ εἴχαν τὴν δική τους εὐθύνη καὶ ἐκεῖνος μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς τὴν δική του, ἀφοῦ, ἐνῶ ἤταν στὸ χέρι του νὰ μὴν γίνει ἡ καταδίκη τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἔκανε πράξη παραβλέποντας τὴ δίκαιοσύνη, τὴν προειδοποίηση τῆς γυναικός του, τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν Χριστὸ ποὺ ἔμαθε μέσα ἀπὸ τοὺς λόγους τῶν ἴδιων τῶν κατήγορών του («ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν», Ιω. 19,7 – Μτφ 15) καὶ ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ ἴδιου («σὺ λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγώ. ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ. πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς.», Ιω. 18,37. – Μτφ 21). Μποροῦσε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἴδιου νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι δὲν ἴσχυε τὸ «ἐποίησεν» τῶν κατηγορῶν του, ἀλλὰ ὄντως «Θεοῦ υἱὸς» ἤταν ὁ δίκαιος μπροστά του. Ἔκανε ὅμως τὸ θέλημα τῶν Ἰουδαίων ἐπειδὴ ἤθελε νὰ τοὺς εὐχαριστήσει ἤ ἐπειδὴ δὲν μπορούσε νὰ κάνει ἀλλιῶς; Ὁ Πιλάτος ἤταν ἀπὸ τοὺς σκληρότερους καὶ στυγνότερους ἡγεμόνες τῶν Ἰουδαίων, ἄρα δὲν τὸ ἔκανε γιὰ δικιὰ τους ἱκανοποίηση, ἀλλὰ ἀντίθετα τὸ νὰ δυσαρεστήσει αὐτοὺς ἤταν ἕνας ἐπιπλέον λόγος ποὺ ἤθελε νὰ ἐλευθερώσει τὸν Χριστὸ. Ἄλλωστε πάνω στὸ σταυρὸ ἔγραψε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν Χριστὸ, ἡ ὁποῖα λίγο πρὶν τὸν εἶχε ἀπασχολήσει ἔντονα μέχρι δυνατοῦ φόβου, καὶ χωρίς νὰ γνωρίζουμε ἄν τὸν εὐχαριστοῦσε αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ αὐτὸ τὸ γεγονός ποὺ ἤταν ἀλήθεια, ὅπωσδήποτε ὅμως ἡ δυσαρέστηση τῶν ἐνόχων Ἰουδαίων μὲ τὴν ἀληθινὴ ἐπιγραφὴ τοῦ προκαλοῦσε εὐχαρίστηση («ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾶτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ· ἦν δὲ γεγραμμένον· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων… ἔλεγον οὖν τῷ Πιλάτῳ οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων· μὴ γράφε, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ᾿ ὅτι ἐκεῖνος εἶπε, βασιλεύς εἰμι τῶν Ἰουδαίων. ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· ὃ γέγραφα, γέγραφα.», Ιω. 19,19-22, Μτφ 22).
Τὸ ἔκανε λοιπὸν ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε, ὄχι λόγω τοῦ Ρωμαικοῦ δίκαιου ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ νὰ ἐφαρμόσει καὶ μὲ τὴν ἄδικη καταδίκη τοῦ Χριστοῦ τὸ παραβίαζε, ἀλλὰ λόγω τοῦ φορτισμένου κλίματος ποὺ εἴχε καλλιεργήσει στὶς σχέσεις του μὲ τὸν ὑποτελὴ Ἰουδαϊκὸ λαὸ. Τὰ περιθώρια ἐξαντλοῦνταν καὶ σὲ συνδυασμὸ μὲ κάποια ἄλλα πολιτικὰ παρασκήνια, ὁ λόγος τῶν Ἰουδαίων «ἐὰν τοῦτον ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος. πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι.» (Ιω. 19,12 – Μτφ 17) θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὁδηγήσει ὑπόδικο στὸ θρόνο τῆς Ρώμης, ὅπως καὶ δὲν κατάφερε νὰ τὸ ἀποφύγει τελικὰ ἀργότερα. Ὁ Πιλάτος ὑπέκυψε καὶ αὐτὸς στὰ πολιτικὰ κριτήρια καὶ παραμερίζοντας τὸ φόβο του στὸ θεῖο καὶ τὸν σεβασμὸ στὴν δικαιοσύνη ἔκρινε βάση πολιτικῶν σκοπιμοτήτων. Θὰ λέγαμε ὅμως ὅτι ἴσως, ἄν ὅταν ἔγραψε αὐτὴν τὴν ἐπιγραφὴ πάνω στὸ σταυρό, τὴν ἔγραψε αὐτὴν ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἐνοχλήσει τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάποια εἰλικρίνη πρόθεση ἐκεῖνη τὴν μοιραία γιὰ τοὺς σταυρωτὲς Παρασκευὴ, ἴσως αὐτὴ ἡ τραγικὴ φιγούρα, ποὺ βρέθηκε μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν σταυρωτῶν Του, γινόμενος συμμέτοχος στὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα τῆς ἱστορίας, νὰ μπόρεσε νὰ βρῆκε, μετὰ καὶ τὰ δίκαια παθήματά του στὴ Ρώμη, κάποιο ἔλεος ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ, ποὺ τὸ ἔλεός Του μπορεῖ νὰ συγχωρέσει τὴν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία σὲ ὅποιον Τοῦ τὸ ζητήσει.
Τώρα ἄς ἔρθουμε στὴν ἐποχὴ μας, τὴν ἐποχὴ τῆς παγκοσμιοποίησης, τοῦ θρησκευτικοῦ συγκριτισμοῦ καὶ τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης» Συνόδου ποὺ ἔγινε πρόσφατα στὴν Κρήτη. Συγκεκριμένα θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδας, ποὺ τελικὰ ἀσχολήθηκε πιὰ μὲ τὸ θέμα τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ὁ Οἰκουμενισμὸς παίρνει ἀπειλητικὲς διαστάσεις, θέλοντας νὰ διεισδύσει στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ποὺ περισώζει τὴν πλήρη καὶ καθαρὴ ἀλήθεια καὶ διακηρύσσει τὴν μοναδικότητα της, ὥστε νὰ τὴν διαφθείρει καὶ ἀλλοιώσει μὲ ξένα στοιχεῖα, καὶ ἔτσι νὰ ὁδηγήσει στὴν κατάρρευση καὶ ἀκύρωσή της, τελικὰ πραγματοποιήθηκε ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης μετὰ ἀπὸ προετοιμασία πολλῶν δεκαετιῶν, ποὺ λόγω τῶν προβλημάτων τοῦ κανονισμοῦ της, τῆς διεξαγωγῆς της, τῶν ἀποφάσεων στὰ κείμενά της, ποὺ τὰ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ εἴχαν ἐπισημανθεῖ ἤδη προτοῦ διεξαχθεῖ, ἡ ἀλήθεια, ποὺ σημαῖνει ὁ Χριστὸς, ἔχοντας κριθεῖ ἔνοχος ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες καὶ πρεσβύτερους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, συνελήφθηκε καὶ μετὰ τὴν πρώτη κρίση στὸ συνέδριο τῆς Κρήτης ποὺ ὁδηγήθηκε ὅπου κρίθηκε ἄξιος τιμωρίας (γιατὶ θέλει τήρηση καὶ διαφύλαξη τῆς ἱερᾶς ἀποστολικῆς καὶ ἁγιοπατερικῆς παράδοσης, ἐπιβάλλει συνοδικότητα, ὁμολογεῖ μοναδικότητα, κηρύσσει εὐαγγελισμὸ τῆς οἰκουμένης), κατέληξε στὸ τοπικὸ δικαστήριο, τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας μας, γιὰ μιὰ ὁριστικὴ ἀπόφαση, εἴτε σύμφωνη μὲ αὐτὰ ποὺ ἀποφάσισε τὸ προηγηθέν αὐτὸ συνέδριο, ἥ γιὰ ἀπόρριψη τῶν ἀποφάσεών του. Θὰ περίμενε κανεῖς μιὰ ξεκάθαρη ἀπάντηση, καὶ ὄχι μιὰ στάση σὰν τοῦ Πιλάτου ποὺ προσπαθούσε νὰ μὴν ἐπιβαρυνθεῖ μὲ τὴν καταδίκη τοῦ ἀθώου Χριστοῦ, καὶ πρώτα μεν τὸν ἔστειλε νὰ τὸν ἀναλάβει ὁ Ἡρώδης, ἀλλὰ οὔτε αὐτὸς τὸν ἀνέλαβε, παρὰ μόνο τὸν διαπόμπευσε καὶ τὸν ἔστειλε πίσω, καὶ στὴ συνέχεια δε ἐρωτοῦσε καὶ ξαναρωτοῦσε τοὺς κατήγορούς του γιὰ νὰ τὸν ἐλευθερώσει, περιμένοντας νὰ τοὺς μεταπείσει, ἐνῶ ἡ πρόθεσή τους ἤταν ξεκάθαρη ὅτι ζητούσαν χωρίς συμβιβασμὸ τὴν καταδίκη του, ἔχοντας σύντομα δηλώσει ὅτι τὸ «παιδεύσας» δὲν τοὺς ἀρκεῖ, μέχρι τελικὰ ποὺ αὐτὸς τοὺς ἄκουσε, ἀφοῦ πρῶτα προσπάθησε νὰ ἀποποιηθεῖ τὴν εὐθύνη του νίπτοντας τὰς χείρας του.
Μάλλον ὅμως ἡ μόνη ἀπόφαση ποὺ ἔλαβε ἡ Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας μας ἤταν νὰ παραπέμψει τὸ ζήτημα τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης σὲ ἁρμόδιες καὶ εἰδικὲς ἐπιτροπὲς («Παραπομπή, αποφάσει της Δ.Ι.Σ., στις αρμόδιες Συνοδικές Επιτροπές των αφορωσών σε αυτές σχετικών Αποφάσεων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου προς νηφάλιον μελέτην, αγιοπατερικήν εμβάθυνσιν και ερμηνείαν, ανάλυσιν και αξιοποίησιν», «Τέλος, η Αγιωτάτη Εκκλησία μας θα ηδύνατο, μερίμνη και προνοία της Δ.Ι.Σ., να αναθέσει σε αρμοδίαν ή και σε ειδικήν Συνοδικήν Επιτροπήν την σε βάθος μελέτην και θεολογικήν αποτίμησιν των εκκλησιολογικώς και θεολογικώς τεκμηριωμένων κειμένων που έχουν ήδη γραφεί και εμπεριέχουν είτε θετικές ή και επιφυλακτικές θέσεις για τις Αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.», ἀπὸ τὴν Εισήγησή του Σεβ. Μητροπολίτη Σερρῶν καὶ Νιγρίτης κ. Θεολόγου), καὶ νὰ ζητηθεῖ ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη του καὶ μὲ τὴν ἐγρηγοροῦσαν καὶ ἔνθεον συνείδησή του νὰ τοποθετηθεῖ ἀπέναντι στὴ Σύνοδο μέσα στὴν ἱστορία ποὺ εἶναι ἐνεργοῦσα καὶ ἀδέκαστη («Τελικώς, πολυσέβαστοι Πατέρες, η όποια αξιολογική, με εκκλησιολογικούς, αγιοπνευματικούς και ποιμαντικούς πάντοτε όρους, προσέγγισις της εν Κολυμπαρίω Κρήτης συνελθούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, επαφίεται στην νηφαλίως και αδεκάστως ενεργούσαν ιστορίαν και κυρίως στην εγρηγορούσαν και ένθεον συνείδησιν του εκκλησιαστικού Σώματος», ἀπὸ τὴν Εισήγησή του Σεβ. Μητροπολίτη Σερρῶν καὶ Νιγρίτης κ. Θεολόγου.). Φυσικὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ ὑπεύθυνα σὲ ἕνα τέτοιο ζήτημα, ὅμως ἀπὸ τὴ μιὰ αὐτὸ τοῦ φορτώθηκε στὶς πλάτες χωρὶς νὰ γνωρίζει τὶ ἑτοιμάζεται κατὰ τὸ καιρὸ τῆς προετοιμασίας, καὶ μόνο λίγους μήνες πρὶν ἐνημερώθηκε, καθῶς ἐπίσης ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶναι ἡλίου φαεινότερα τὰ πολλὰ προβλήματα τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης βάση τῆς ἁγιοπατερικῆς ἱερᾶς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἀξιόλογα γνήσια ὀρθόδοξα θεολογικὰ κείμενα γι’ αὐτὰ τὰ προβλήματα ἔχουν δημοσιευθεῖ πολλὰ πρὶν καὶ μετὰ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης. Γιατὶ τώρα θὰ πρέπει νὰ μιλήσουμε γιὰ μελέτη, αὐτὸ δὲν θὰ περίμενε κάποιος ὅτι ἔγινε ἤδη τόσο καιρό πρῶτα πρῶτα ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς, ὥστε νὰ ἔχουν ἤδη ἀκριβὴ γνώση τοῦ ζητήματος καὶ ξεκάθαρη θέση, καὶ νὰ μὴν γίνεται ξαφνικὰ τώρα τέτοιο αἴτημα, ἔχοντας ἀφεθεῖ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα μέχρι λίγους μήνες πρὶν τὴν διεξαγωγὴ τῆς Συνόδου στὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιας;
Καὶ ἐκτὸς ὅλων αὐτῶν, ὅλη αὐτὴ ἡ προβολὴ ποὺ προτάθηκε στὴν παραπάνω ἀναφερόμενη εἰσήγηση νὰ γίνει γιὰ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης ἐνημέρωση καὶ πληροφόρηση τοῦ πιστοῦ λαοῦ καὶ κλήρου μέσω ἐγκυκλίους, κατηχητικὰ καὶ συνάξεις, ραδιόφωνο καὶ διαδίκτυο, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ τὸν προκαταλαμβάνει θετικὰ γι’ αὐτὴ, ἀντὶ νὰ τὸν βοηθάει νὰ τὴν προσεγγίσει κρίνοντας καθαρὰ καὶ ὀρθὰ μὲ ὀρθόδοξους ἐκκλησιολογικούς, ἁγιοπνευματικούς καὶ ποιμαντικοῦς ὅρους τὰ ὅσα ἀφοροῦν τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης. Ὅμως μιὰ τέτοια προσπάθεια δὲν θυμίζει, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεῖς, τὸ εὐαγγελικὸ χωρίο «οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν τὸν ὄχλον ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν ἀπολύσῃ αὐτοῖς.» (Μκ. 15,11 – Μτφ 23). Βέβαια στὰ κείμενα τῆς ἵδια τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, δὲν τίθεται κανένα θέμα ἀξιολόγικῆς προσέγγισης, ἀλλὰ οἱ ἀποφάσεις της θεωροῦνται ἀναμφισβήτητες καὶ ὑποχρεωτικὲς στὴν ἐφαρμογή τους, πράγμα ποῦ ὑποστήριξαν καὶ κάποιοι ἱεράρχες στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας μας, μὲ τὸ αἴτημα μάλιστα νὰ μὴν γίνει καμιὰ συζήτηση. Ἔτσι σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο κάποιος θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ ὅτι αὐτὸ τοῦ φέρνει κατὰ νοῦ τὸ «ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ιω. 19,15 – Μτφ 24), μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι τότε ὁ λαὸς, ἔστω καὶ χειραγωγημένος ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς, ρωτήθηκε ἀπὸ τὸν Πιλάτο, χωρὶς νὰ ἀπαιτήσουν οἱ ἀρχιερεῖς ὁ Πιλάτος νὰ ρωτήσει μόνο αὐτούς.
Μετὰ ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω, τὸ μόνο ποὺ μένει γιὰ ἐμᾶς εἶναι, ἐνῶ καὶ πάλι ὲπὶ τῶν ἡμερῶν μας ὁ Χριστὸς ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸ Ἡρώδη καὶ στὸν Πιλάτο, χωρὶς ὅμως αὐτὸς νὰ παῖρνει μιὰ οὐσιαστικὴ τελικὴ ἀπόφαση, ὅπως καὶ τότε τὴν πρώτη φορὰ ἔγινε, ἐμεῖς βρισκόμενοι στὸν ὅχλο ἀπέναντι ἀπὸ τὸ βήμα ὅπου κάθεται αὐτὸς ἐπὶ τοῦ Λιθόστρωτου, νὰ μὴν ἀκοῦμε ὅποιους ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς μὰς παρακινοῦν νὰ φωνάξουμε «ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν», ἀλλὰ νὰ συντασσόμαστε μὲ αὐτοὺς τοὺς ἀρχιερεῖς ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀποτρέψουν τὴν νέα σταύρωση τοῦ Κυρίου στὶς ἡμέρες μας καὶ νὰ διαφυλάξουν ἀκέραια τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν θεολογία στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Ἄν ὁ Θεὸς ὅμως ἐπιτρέψει στοὺς σταυρωτές του, ποὺ τώρα ἀντὶ γιὰ Ἰουδαῖοι καὶ Ρωμαῖοι ὀνομάζονται φιλενωτικοὶ οἰκουμενιστὲς καὶ νεοταξίτες παγκοσμιοποιητὲς, μὲ τὰ τελικὰ κριτήρια τους ὡστόσο νὰ παραμένουν τὰ ἵδια ὅπως τότε, πολιτικὰ καὶ ἐκκοσμικευμένα, νὰ τὸν ξαναοδηγήσουν στὸ Γολγοθὰ καὶ νὰ τὸν ξαναυψώσουν στὸ Σταυρό, ἐμεῖς τουλάχιστον νὰ μὴν διασκορπιστοῦμε καὶ τρέξουμε σὰν τοὺς φοβισμένους μαθητὲς του νὰ κρυφτοῦμε, ἀλλὰ μὲ τὴν Παναγία καὶ τὸν ἀγαπημένο Του μαθητὴ, νὰ τοῦ ἀποδείξουμε κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ὅτι παραμένουμε πιστοὶ δίπλα Του στὶς δύσκολες ὧρες ποὺ θυσιάζεται γιὰ ἐμᾶς, ὥστε Ἐκεῖνος εὐαρεστημένος νὰ ψιθυρίζει τὴν ἀπάντηση στὸ παλαιότερο ἐρώτημά Του ποὺ εἶχε θέσει ὁ Ἵδιος, «πλὴν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;» (Λκ. 18,8 – Μτφ 25.), ὅτι ναὶ ὑπάρχουν ἀκόμα πιστοὶ σὲ Αὺτὸν, αὐτοὶ ποῦ διαφυλάττουν τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησία Του, ποὺ ὅντως παραμένουν ἀκόμα κοντὰ Του.
Παράρτημα.
Α. Ἕτερες ἐκκλησίες καὶ ἕτερα εὐαγγέλια.
Ἡ ἀποδοχὴ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης τῆς ἱστορικῆς ὀνομασίας τῶν ἄλλων ἑτερόδοξων Ἐκκλησιῶν («Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴ ὀνομασία ἄλλων ἑτερόδοξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν», στὴν παράγραφο 6 τοῦ κειμένου "Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν Κόσμον") ἄν θεωρήσει κανεῖς ὅτι μπορεῖ νὰ διαφοροποιηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ ὕπαρξης ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως ἰσχυρίζονται ὅσοι τάσσονται ὑπέρ αὐτῆς τῆς ἀποδοχῆς, τότε ἡ χρήση τοῦ ὅρου Ἐκκλησία γίνεται ὡς ψευδώνυμο, ἀφοῦ τὸ κατονομαζόμενο δὲν ἀνταποκρίνεται στὸ ὄνομα ποὺ φέρει, μὴ ἔχοντας τὴν ἰδιότητά του, καὶ τὸ ὄνομα μένει χωρὶς περιεχόμενο καὶ νόημα στὸ ὑποκείμενο ποὺ ἀποδίδεται, δηλαδὴ στοὺς ὅποιους ἑτεροδόξους, ἀφοῦ εἶναι ἀνύπαρκτη ἡ Ἐκκλησία ἑτεροδόξων. Ἐπίσης ἡ πίστη τῆς ὅντως Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὡς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, εἴναι ἡ μόνη ἀληθινὴ, ἀφοῦ μόνο Αὐτὴ τὴν ἔχει διαφυλάξει ἀκέραια καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ εἶναι αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία, κατέχοντας τὴν πλήρη καὶ καθαρὴ ἀλήθεια. Αὐτὸ μᾶς τὸ κάνει σαφέστατο τὸ Ευαγγέλιο, τὸ ὁποῖο μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ἀληθινὴ πίστη, ἐξηγῶντας μας ἀκριβῶς τὶ σημαῖνει καὶ ποιὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, δηλαδὴ σῶμα Ἐκείνου ποὺ μέσα ἀπὸ τὸ θεανδρικὸ πρόσωπό Του γνωρίζουμε τὸ Θεὸ, τὴν ἀλήθεια. Μὰ τότε ὡς Ἕνας Αὐτὸς, μία εἶναι καὶ ἡ Ἐκκλησία, τὸ σῶμα Του. Ἐπομένως πῶς μπορεῖ νὰ ἀναφερόμαστε ψευδωνύμως σὲ ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες, δηλαδὴ σὲ ἑτεροδόξους μὲ ἕτερη πίστη, ξένη τῆς ἀληθινῆς καὶ κατὰ συνέπεια μὴ δυνάμενης νὰ φωτίσει καὶ νὰ σώσει, ἡ ὁποῖα μὲ ἁγιογραφικὰ καὶ ἁγιοπατερικὰ λόγια καλεῖται αἱρετική, χρησιμοποιῶντας γι’ αὐτοὺς μιὰ τέτοια ὀνομασία, Ἐκκλησία δηλαδὴ, ποὺ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν μία καὶ μόνη ἀλήθεια τοῦ Ευαγγελίου;
Σὲ πολλὰ σημεῖα μέσα στὸ Εὐαγγέλιο συναντοῦμε καὶ τὸ ἴδιο τὸ ὄνομά του. Καὶ ἀφοῦ τὸ ἀντικείμενό του Εὐαγγελίου εἶναι ἡ πίστη στὸ Χριστὸ, στὴν ἀλήθεια, ποὺ εἶναι μία, εἶναι ἕνα καὶ αὐτὸ. Παρόλα αὐτὰ ὁ Ἀπόστολος Παύλος δύο φορὲς ἀναφέρεται σὲ «ἕτερα εὐαγγέλια» («εἰ μὲν γὰρ ὁ ἐρχόμενος ἄλλον Ἰησοῦν κηρύσσει ὃν οὐκ ἐκηρύξαμεν, ἢ πνεῦμα ἕτερον λαμβάνετε ὃ οὐκ ἐλάβετε, ἢ εὐαγγέλιον ἕτερον ὃ οὐκ ἐδέξασθε, καλῶς ἀνείχεσθε. λογίζομαι γὰρ μηδὲν ὑστερηκέναι τῶν ὑπερλίαν ἀποστόλων.», Β Κορ. 11,4 – 5 – Μτφ 26 καὶ «Θαυμάζω ὅτι οὕτω ταχέως μετατίθεσθε ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον, ὃ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ μὴ τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καὶ θέλοντες μεταστρέψαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ.», Γαλ. 1,6-7 – Μτφ 27). Ὡστόσο αὐτὰ τὰ «ἕτερα εὐαγγέλια» στὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ τὰ δήθεν «εὐαγγέλια» ποὺ κηρύσσουν οἱ ψευδοδιδασκάλοι ἑνός «ἄλλου Ἰησοῦ». Ὁ Ἀπόστολος σὲ αὐτὰ τὰ λόγια του ποὺ τὰ ἐξηγεῖ ἐπακριβῶς, σαφέστατα οὔτε ἀποδέχεται τὴν ὕπαρξη ἄλλων εὐαγγελίων, ἀλλὰ οὔτε καὶ διδάσκει τὴν γενικὴ χρήση αὐτῆς τῆς ὀνομασίας, τὴν ὁποῖα χρησιμοποιεῖ ἐδῶ μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐξηγήσει ἀκριβῶς μὲ αὐτὸ τὸ σχῆμα λόγου ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἄλλα εὐαγγέλια καὶ ἄλλη ἀλήθεια ἀπὸ αὐτὴ ποὺ γνωρίζουμε στὸ Εὐαγγέλιο καὶ κηρύττει καὶ ὁ ἴδιος. Εἴναι σὲ καμιὰ περίπτωση τὸ ἴδιο αὐτὸ μὲ τὴν ἀποδοχὴ, στὴν περίπτωση τῆς ὀνομασίας «Ἐκκλησία», αὐτῆς τῆς ὀνομασίας ὡς «ἱστορικὴ ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτερόδοξων Ἐκκλησιῶν», ὅταν μάλιστα ὅπως εἴπαμε παραπάνω εἰδικὰ γιὰ τὴν ὀνομασία «Ἐκκλησία» δὲν ὑπάρχει πουθενὰ στὸ Εὐαγγέλιο ἡ φράση «ἕτερες ἐκκλησίες» (μιὰ φορὰ μόνο ὁ Ἀπόστολος ἀναφέρεται, ὄχι σὲ κάτι τέτοιο, ὅχι δηλαδὴ σὲ ἐκκλησίες ἐτεροδόξων, σὲ ἐκκλησίες αἱρετικῶν, ἀλλὰ στὴν ἐκκλησία ὡς συνέλευση τοῦ δήμου, χρησιμοποιῶντας την δηλαδὴ μὲ τὴν μὴ θρησκευτικὴ ἀρχαία ἔννοια της); Πῶς λοιπὸν θεωρήθηκε ἀπὸ κάποιον ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σὲ «ἕτερα εὐαγγέλια» σὰν ἀντεπιχείρημα κατὰ τῶν ὅσων ὑποστήριξε ὁ σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ.Ἱερόθεος πολὺ σωστὰ μὴ ἀποδεχόμενος τὴν «ἱστορικὴ ὀνομασία ἄλλων ἑτερόδοξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος; Ὅποιος θέλει νὰ χρησιμοποιήσει τὴν φράση αὐτὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, νὰ τὸ κάνει ὅπως ἐκεῖνος τὸ ἔκανε, γιὰ νὰ δηλώσει δηλαδή ὅτι ἀπὸ αὐτὰ τὰ «ἕτερα εὐαγγέλια», ἥ καὶ «ἕτερες ἥ ἑτερόδοξες Χριστιανικές Ἐκκλησίες» πρέπει νὰ φυλαγόμαστε γιὰ νὰ μὴν μᾶς ἀλλοιώσουν τὴν ἀλήθεια καὶ χάσουμε πίστη μας, καὶ ὄχι ἀντιθέτως νὰ κάνουμε λόγο γιὰ μιὰ παραπλανητικὴ ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς ὀνομασίας.
Μὲ αὐτὸ τὸ τρόπο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου χρησιμοποιοῦν καὶ πολλοὶ Πατέρες καὶ θεολόγοι αὐτὴ τὴν ὀνομασία στὴν περίπτωση διάφορων αἰρετικῶν, ἐνῶ εἶναι γνωστὸς ὁ καλὸς ἀντιαιρετικός τους ἀγώνας πρὸς διαφύλαξη τῆς πίστεως. Ἔτσι τὴν χρησιμοποίησε καὶ ὁ γνωστὸς γιὰ τὸν ἀντιουμενιστικό του ἀγώνα κ. Δ. Τσελεγγίδης, τοῦ ὁποῖου κείμενα ποὺ περιέχουν αὐτὴν τὴν ὀνομασία χρησιμοποιήθηκαν στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας μας κακῶς γιὰ ἐπιχειρηματολογία ὑπέρ τῆς φράσης «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴ ὀνομασία ἄλλων ἑτερόδοξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν» ποὺ ἐνεκρίθει συνοδικὰ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης, παρόλο ποὺ καμιὰ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν χρησιμοποίησε στὸ παρελθόν, οὔτε κάν μὲ τὸν τρόπο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὴν ὀνομασία «ἕτερες Ἐκκλησίες» καὶ «ἑτερόδοξες Χριστιανικές Ἐκκλησίες»
Β. Παύση Ἐκκλησιαστικῆς Κοινωνίας στὴν περίπτωση αἱρετικῶν ἀποκλίσεων Ποιμεναρχῶν διδασκόντων αὐτὲς «γυμνῆ τῆ κεφαλῆ».
Ὁ ιε’ κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (Κωνσταντινούπολη, 861), σὲ συμφωνία μὲ τὸν λα΄ ἀποστολικό κανόνα (βλέπε τοὺς κανόνες παρακάτω), ὁρίζουν σαφέστατα ὅτι σὲ περίπτωση ποὺ κάποιος ἐπίσκοπος ἀποκλίνει ἀπὸ τὴν «εὐσέβεια» καὶ κηρύττει δημόσια, «γυμνῆ τῆ κεφαλῆ», αἰρετικὴ διδασκαλία στὴν Ἐκκλησία, τότε σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση ὁποιοσδήποτε πιστὸς μπορεῖ νὰ διακόψει τὴν κοινωνία μαζί του. Ἐφόσον αὐτὴ ἡ αἱρετική διδασκαλία του δὲν ἔχει ἀκόμα καταδικαστεῖ συνοδικά, δέν ὑποχρεοῦται νὰ τὸ κάνει, ἀλλὰ ἄν τὸ κάνει θὰ ἀξιωθεῖ «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις» (δηλαδὴ σὲ καμιὰ περίπτωση ἄν γίνει λόγω αἱρετικῆς ἀπόκλισης τοῦ ἐπισκόπου δὲν ἐπιφέρει τιμωρία ἀφορισμοῦ ἥ καθαίρεσης). Συνάγεται δὲ ἀβίαστα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀντιμετώπιση στοὺς ἱεροὺς κανόνες τῶν αἱρετιζόντων ἐπισκόπων, ποὺ δὲν ἔχουν καταδικαστεῖ ἀκόμα ἀπὸ κάποια Σύνοδο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ὅτι τὰ μυστήρια ποὺ τελοῦν πρὶν τὴν συνοδικὴ καταδίκη τῆς διδασκαλίας τους ἐξακολουθοῦν νὰ παραμένουν ἔγκυρα. Ἐπομένως οἱ πιστοὶ μποροῦν νὰ ἀποφασίσουν κατὰ συνείδηση πῶς θὰ ἀντιμετωπίσουν μιὰ τέτοια κατάσταση (αὐτὴ τὴν θέση εἴχε πάρει καὶ ἡ Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὴ ἔκτατη Διπλὴ Ἱερὰ Σύναξη στὶς 13 Νοεμβρίου 1971 γιὰ τὸ μνημόσυνο τοῦ οἰκουμενιστῆ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα: «Ἐπαφίεται εἰς τὴν συνείδησιν ἑκάστης Μονῆς, ἡ διαμνημόνευσις τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου»), ἀλλὰ θὰ λέγαμε, ὅπως ὑποστήριξε καὶ ὁ κ.Δ.Τσελεγγίδης, ἄν δὲν ἔχουν τὸ θάρρος καὶ δὲν τοὺς φωτίσει ὁ Θεὸς νὰ τὸ κάνουν, καλύτερα νὰ μὴν ἐπιδιώξουν τὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου, ποὺ πιθανόν μιὰ τέτοια κίνηση νὰ τὴν συνοδεύσουν καὶ πολλοὶ πειρασμοί καὶ δοκιμασίες. Ὡστόσο ἔχουμε χρέος ὅλοι νὰ μὴν παύουμε νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν σύγκληση πραγματικῆς Πανορθόδοξης Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ συνοδικὰ καὶ ἀγιοπνευματικὰ θεολογῶντας στὰ χνάρια τῶν ἁγιοπατερικῶν ὀρθόδοξων παρακαταθηκῶν θὰ καταδικάσει τὰ κακὰ στὴν πίστη κείμενα ποὺ προωθοῦν κάποιοι ἐκ τῶν ἔσω τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ στὴν Κρήτη πραγματοποίησαν καὶ τὴν “ἐν Συνόδω“ ὑπογραφή τους.
Κανὼν ιε´ τῆς ΑΒ´ Συνόδου - Περὶ σχίσματος μητροπολιτῶν ἀπὸ τῶν ἰδίων Πατριαρχῶν:
Τὰ ὁρισθέντα ἐπὶ πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον καὶ ἐπὶ πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον πατριάρχην κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ὥρισται καὶ ἐσφράγισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καὶ σχίσμα ποιούντων καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι᾿ αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οἱ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι.
Κανὼν ΛΑ´ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων:
Εἴ τις πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, χωρὶς συναγάγῃ, καὶ θυσιαστήριον ἕτερον πήξῃ, μηδὲν κατεγνωκώς τοῦ ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω, ὡς φίλαρχος· τύραννος γάρ ἐστιν. Ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοί, καὶ ὅσοι ἂν αὐτῷ προσθῶνται· οἱ δὲ λαϊκοὶ ἀφοριζέσθωσαν. Ταῦτα δὲ μετὰ μίαν, καὶ δευτέραν καὶ τρίτην παράκλησιν τοῦ ἐπισκόπου γινέσθω.
Γ. Περὶ τῆς ἀντικατάστασης τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἀπὸ μάθημα διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ.
Ἐφόσον ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δεν πήρε καμιὰ σαφὴ ἀπορριπτικὴ ἀπόφαση γιὰ τὴν ἀντικανονικὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης ἤ τὰ προβληματικὰ κείμενά της, οὔτε καὶ ἡ τύχη τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, ποὺ οὐσιαστικὰ τὴν κατάργηση του μὲ ἀντικατάστασή αὐτοῦ ἀπὸ μάθημα διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ προώθησε ἡ παροῦσα κυβέρνηση, δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξει, ἀκόμα καὶ νὰ προσπαθεῖ ἡ Ἱεραρχία μας νὰ τὸ περισώσει, καθῶς ἡ ρίζα καὶ ἡ κινητήριος δύναμη καὶ τῶν δύο εἶναι ὁ οἰκουμενισμὸς καὶ γιὰ νὰ ὑπήρχε ἀποτέλεσμα χρειαζόταν κατ’ ἀνάγκη νὰ ὑπήρχε ἀποφασιστικὴ ἀντίσταση καὶ στὰ δύο. Ἅν ἡ πίστη διατηρηθεῖ ὀρθὴ καὶ καθαρὴ, δὲν πρόκειται κανεῖς πιστὸς νὰ παρασυρθεῖ, καὶ θὰ διαφυλάξει καὶ τὰ παιδιὰ του νὰ μὴν ἔρθουν σὲ σύγχυση, ἀπὸ ἕνα μάθημα διαθρησκειακοῦ συγκριτισμοῦ. Ἅν ὅμως ἡ πίστη δὲν εἶναι γνήσια, ἀλλὰ νοθευμένη καὶ ἐκκοσμικευμένη, κατὰ τὶς ἀξιώσεις τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τότε τὶ περισσότερο μπορεῖ νὰ χάσεις ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἀλλοπρόσαλλο καὶ παράλογο μάθημα;
Μεταφράσεις εὐαγγελικῶν χωρίων.
1. «Και αφού σηκώθηκε όλο το πλήθος των συνέδρων, έφεραν τον Ιησούν στον Πιλάτο.», Λκ. 23,1.
2. «δεν ευρίσκω καμίαν ενοχή στον άνθρωπον αυτόν.», Λκ. 23,4.
3. «Ο δε Πιλάτος, όταν ήκουσε την λέξιν Γαλιλαία,… παρέπεμψε στον Ηρώδη, ο οποίος κατά τας ημέρας αυτές του Πάσχα ευρισκόταν και αυτός εις τα Ιεροσόλυμα.», Λκ. 23,6-7.
4. «Εκεί δε κοντά έστεκαν οι γραμματείς και οι αρχιερείς και τον κατηγορούσαν με ζωηρό τόνο και επιμονή. Ο Ηρώδης όμως, αφού τον εξευτέλισε μαζί με τα στρατεύματά του και τον ενέπαιξε, του εφόρεσε μίαν λαμπρά στολή, και τον παρέπεμψε πάλιν στον Πιλάτο.», Λκ. 23,10-11.
5. «“μου εφέρατε τον άνθρωπο αυτόν να τον δικάσω, διότι τάχα εξεγείρει τον λαόν εναντίον του Καίσαρος και των νόμων του κράτους. Και ιδού εγώ τον ανέκρινα ενώπιον σας και δεν βρήκα στον άνθρωπον αυτό καμιάν παράβαση και ενοχή, εις όσα τον κατηγορείτε. Αλλά ούτε και ο Ηρώδης δεν τον βρήκε ένοχο· διότι εγώ έστειλα και σας μαζί με τον άνθρωπον αυτόν προς τον Ηρώδη και ιδού, ότι τίποτε το άξιον θανάτου δεν έχει διαπραχθεί από αυτόν.”», Λκ. 23, 14-15.
6. «“Λοιπόν, αφού τον φραγγελώσω θα τον απολύσω”», Λκ. 23, 16.
7. «Ενώ δε αυτός καθόταν στην δικαστική έδρα, έστειλε προς αυτόν η γυναίκα του και του είπε· “πρόσεχε να μην αναμιχθείς εις την υπόθεση του δικαίου εκείνου, διότι πολλά έπαθα σήμερα ένεκα αυτού στο όνειρό μου”», Μτ. 27,19.
8. «Εφώναξαν δε δυνατά όλον το πλήθος μαζί, άρχοντες και λαός, λέγοντες· “φόνευσε αυτόν, να μας αφήσεις ελεύθερο τον Βαραββά”. Ο οποίος Βαραββάς είχε ριφθεί στην φυλακήν για κάποιαν στάσιν, που έγινε εις την πόλη και για φόνον.», Λκ. 23,18-19.
9. «“γιατί να τον σταυρώσω; Ποίον κακόν, άξιον σταυρικού θανάτου, έπραξε αυτός; Τίποτε το άξιον θανάτου δεν εύρηκα εις αυτόν. Θα τον μαστιγώσω λοιπόν και θα τον απολύσω.”», Λκ. 23,22.
10. «Αυτοί δε επέμεναν με μεγάλες φωνές και ζητούσαν να σταυρωθεί. Και αι φωνές αυτών και των αρχιερέων υπερίσχυαν και σκέπαζαν τη φωνή του Πιλάτου», Λκ. 23,23.
11. «Διότι είχε εννοήσει πολύ καλά, ότι ένεκα φθόνου τον παρέδωσαν.», Μτ. 27,18.
12. «Λέγει εις αυτόν ο Πιλάτος. “Τι είναι αλήθεια; ”», Ιω. 18,38.
13. «Απάντησε ο Ιησούς· “η βασιλεία μου δεν προέρχεται από τον κόσμον αυτόν. Εάν ήταν από τον κόσμον τούτον η βασιλεία μου, οι στρατιώτες μου θα ανελάμβαναν αγώνα, δια να μη παραδοθώ στους Ιουδαίους. Αλλά η δική μου βασιλική εξουσία δεν προέρχεται από τούτον εδώ τον κόσμο, δὲν στηρίζεται εις την δύναμιν των όπλων”.», Ιω. 18,36.
14 «Εβγήκε, λοιπόν, ο Ιησούς έξω, φορών τον ακάνθινον στέφανο και τον κόκκινο μανδύα. Και λέγει εις αυτούς ο Πιλάτος· “ιδού, ο άνθρωπος. Δέστε σε ποιά τραγική κατάσταση τον έφερα για σας”. Όταν όμως τον είδαν οι αρχιερείς και οι υπηρέτες του συνεδρίου, ασυγκίνητοι από το θέαμα του πάσχοντος αθώου, εφώναξαν δυνατά λέγοντες· “σταύρωσέ τον”.», Ιω. 19,5-6.
15. «έκαμε τον εαυτόν του Υιόν Θεού», Ιω. 19,7.
16. «Ο Πιλάτος, όταν ήκουσε τα λόγια αυτά των Εβραίων, φοβήθηκε ακόμη», Ιω. 19,8.
17. «“εάν απολύσεις αυτόν, δεν είσαι φίλος του Καίσαρος. Κάθε ένας που κάνει τον εαυτόν του βασιλέα αντιτίθεται κατά του Καίσαρος”.», Ιω. 19,12.
18. «Λέγει σε αυτούς ο Πιλάτος· “τον βασιλέα σας να σταυρώσω;” Απήντησαν οι αρχιερείς καταπατούντες την θρησκευτική τους πίστη και την εθνική τους αξιοπρέπεια· δεν έχομε άλλο βασιλέα, παρά μόνον τον Καίσαρα”.», Ιω. 19,15.
19. «Τότε ο Πιλάτος υπεχώρησε στο τυφλόν μίσος εκείνων και παρέδωκεν εις αυτούς τον Ιησού, δια να σταυρωθεί.», Ιω. 19,16.
20. «Και απεκρίθηκε όλος ο λαός και είπε· “το αίμα αυτού ας πέσει επάνω μας και πάνω στα παιδιά μας”.», Μτ. 27,25.
21. «αφού επήρε νερό ξέπλυνε καλά τα χέρια του εμπρός στον όχλον λέγων· “είμαι αθώος από το αίμα του δικαίου τούτου· σε σας θα πέσει η ευθύνη», Μτ. 27,24.
22. «Έγραψε δε ο Πιλάτος και επιγραφή και την έβαλε στο επάνω μέρος του σταυρού. Ήταν δε γραμμένο εις αυτή· “Ιησούς ο Ναζωραίος, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”…Οι αρχιερείς, επειδή θεώρησαν βαριά προσβολή τους να διακηρύσσεται με την επιγραφή αυτήν βασιλεύς τους ο σταυρωμένος, είπαν στον Πιλάτο· “μη γράφεις ο βασιλεύς των Ιουδαίων, αλλ' ότι εκείνος είπε, βασιλεύς είμαι των Ιουδαίων”. Ο Πιλάτος απεκρίθηκε με περιφρόνηση· “ότι έγραψα, έγραψα”.», Ιω. 19,19-22.
23. «Οι δε αρχιερείς ξεσήκωσαν και έπεισαν τον όχλον να ζητήσει όπως απολύσει γι’ αὐτοὺς τον Βαραββάν.», Μκ. 15,11.
24. «“πάρε τον από εδώ! Πάρε τον από τα μάτια μας, να μην τον βλέπουμε, σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον”.», Ιω. 19,15.
25. «“Αλλά, όταν ο υιός του ανθρώπου έλθει δια να αποδώσει δικαιοσύνην, άραγε θα εύρη στους ανθρώπους την ζωντανή πίστη;”», Λκ. 18,8.
26. «Φοβούμαι μήπως παρασυρθείτε από ψευτοδιδασκάλους, διότι εάν ο πρώτος τυχόν, που έρχεται ως διδάσκαλος, κηρύσσει σε σας άλλον Ιησούν, τον οποίον ημείς δεν κηρύξαμε ή, εάν παίρνετε από αυτόν άλλο Άγιον Πνεύμα, το οποίον δεν έχετε λάβει ή άλλο Ευαγγέλιο, το οποίον δεν ακούσατε και δεν λάβατε, θα δείχνατε ανοχή και υπομονή να ακούσετε τον νέο διδάσκαλο. Γιατί δίδετε προσοχή σε αγνώστους και αδοκίμους διδασκάλους, λέγω ότι φρονώ ότι δεν έχω υπολειφθεί καθόλου εις την διδασκαλίαν και στο έργον του Ευαγγελίου καὶ από τους πιο μεγάλους μεταξύ των Αποστόλων.», Β Κορ. 11,4-5.
27. «Κατέχομαι από βαθεία έκπληξη εκ του γεγονότος, ότι τόσον εύκολα και γρήγορα φεύγετε από τον Θεόν, που σας αποκάλεσε δια της χάριτος του Ιησού Χριστού, προς άλλην διδασκαλίαν ψευτοδιδασκάλων που την παρουσιάζουν ως τάχα ευαγγέλιον του Χριστού. Αυτό δε το ψευτοευαγγέλιον δεν είναι τίποτε άλλο, παρά τὸ ότι υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι σας αναταράσσουν και θέλουν να μεταβάλουν και νοθεύσουν το Ευαγγέλιο του Χριστού.», Γαλ. 1,6-7.