7.3 Από τον Μανιχαϊσμό στο Filioque Μέρος Γ΄
Πρισκιλλιανός, η κληρονομιά
7.3.1 Οι εισαγωγές των Ευαγγελίων στα μεσαιωνικά χειρόγραφα των Φράγκων
Το 1885 μ.Χ. ο Georg Schepss ανακάλυψε τις 11 πραγματείες του Πρισκιλλιανού στα χειρόγραφα του Πανεπιστημίου του Würzburg[1]. Λίγα χρόνια μετά, το 1889, τα εξέδωσε στο Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum[2]. Έχοντας στα χέρια του αυτές τις πραγματείες ως πολύτιμο εργαλείο, ο John Chapman διαπίστωσε ότι οι εισαγωγές των ευαγγελίων που ήταν ευρύτατα διαδεδομένες τον μεσαίωνα στη Δύση, είχαν γραφεί από τον Πρισκιλλιανό . Ο John Chapman εκείνο τον καιρό μελετούσε τα μεσαιωνικά χειρόγραφα των Ευαγγελίων της Δύσης. Μέσα από την τυπολογική και γραμματική σύγκριση των εισαγωγών, οι οποίες μέχρι τότε ήταν ανώνυμες, με τα κείμενα που είχε εκδόσει ο Schepps λίγα χρόνια πριν, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η πατρότητά τους ανήκε στον Πρισκιλλιανό. Το συμπέρασμα αυτό, μαζί με όλη την υπόλοιπη εργασία του, δημοσίευσε το 1908 μ.Χ. στο βιβλίο του Notes on the Early History of the Vulgate Gospels, Oxford 1908[3].
Δύο πολύ σημαντικές διαπιστώσεις, οι οποίες εκφράζουν ταυτόχρονα και την έκπληξη του ιδίου για το εύρημά του, θα μεταφέρουμε εδώ. Η πρώτη διαπίστωση και ταυτόχρονα έκπληξη, αλλά και θαυμασμός, αφορά την τέχνη και την μαεστρία, με την οποία ο συγγραφέας των εισαγωγών αποκρύπτει τις αιρετικές του απόψεις για να τις μεταδώσει χωρίς να κινήσει υποψίες . Ας έχει ο αναγνώστης κατά νου, ότι οι εν λόγω εισαγωγές ήταν τα ερμηνευτικά κλειδιά των Ευαγγελίων που ακολουθούσαν. Κρύβοντας σε αυτές ο Πρισκιλλιανός τις αιρετικές του ιδέες, αλλοίωνε τον τρόπο με τον οποίο ο αναγνώστης του Ευαγγελίου θα το κατανοούσε.
Επειδή οι εισαγωγές υιοθετήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από την φράγκικη θεολογική σχολή της αυλής του Καρλομάγνου, Αλκουίνο και τους λοιπούς, γίνεται κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο η φράγκικη θεολογία επηρρεάστηκε, συνειδητά ή ασυνείδητα, από τον Πρισκιλλιανισμό .
Θα δώσουμε ένα παράδειγμα:
Η αιρετική στάση του παπισμού στο θέμα της αγαμίας του κλήρου προέρχεται από τον μανιχαϊκό εκλεκτικισμό περί της αναγκαίας καθαρότητας του ιερέα για την τέλεση των μυστηρίων, η οποία αντιμετωπίστηκε αρχικά στην σύνοδο της Σαραγόσσα, στον τρίτο κανόνα αυτής, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο (7.2.4) (όπου και παραπέμπουμε για την σχετική θέση του Πρισκιλλιανού). Υιοθετήθηκε από τους Φράγκους θεολόγους και πέρασε στον παπισμό, βάσει της εισαγωγής του Πρισκιλλιανού στο Κατά Ιωάννην, όπου εκεί ο απόστολος προβάλλεται ως παράδειγμα ιερατικής καθαρότητος, λόγω της παρθενίας του. Έχοντας μελετήσει εις βάθος τα κείμενα των εισαγωγών, αν και δεν είχε στην διάθεσή του τα απαραίτητα ερμηνευτικά βοηθήματα για να τα κατανοήσει επακριβώς, ο John Chapman αντιλαμβάνεται την προσπάθεια συγκάληψης των αιρετικών απόψεων του συγγραφέα με τα παρακάτω λόγια:
«... Αλλά στην μέση ηλικία κάποιος γίνεται περισσότερο συντηρητικός, παρ' όλα αυτά τολμώ να προσπαθήσω να μεταφράσω και να εξηγήσω τώρα αυτά τα αριστουργήματα της τέχνης της απόκρυψης του νοήματος κάποιου, και του να μην αποκαλύπτεται βασικά σε αυτόν που θα τα χλευάσει – fastidientibus prodidisse, όπως ο ίδιος ο συγγρφέας το θέτει...
... Είναι ξεκάθαρο ότι η ιδέα των Πρόλογων είναι να βρεθεί στην αρχή του κἀθε Ευαγγελίου το κλειδί στο νόημά του και μια περιγραφή του χαρακτήρα του κάθε Ευαγγελιστή. Είναι επίσης φανερό ότι ο συγγραφέας έχει κάποιες συγκεκριμένες περίεργες θεολογικές απόψεις τις οποίες θέλει να υποστηρίξει˙ αλλά εκτός και αν είναι εκ των προτέρων γνωστές, είναι δύσκολο να ανακαλυφθούν, ώστε από τον πέμπτο έως τον δέκατο ένατο αιώνα οι Πρόλογοι να θεωρούνται ως απόλυτα ορθόδοξοι. Μέχρι που ανακάλυψα ότι ο Πρισκιλλιανός είναι το κλειδί, το θεωρούσα μάταιο να εισχωρήσω στο νόημά τους. Προϋποθέτω, λοιπόν, ένα πρισκιλλιανστικό νόημα απ' άκρη σ' άκρη, και, αν και δεν είναι φαεινότερο του ηλίου, τουλάχιστον δεν είναι αι αδιαπέραστη ομίχλη[4].» (η έμφαση δικιά μας)
Πρέπει να τονιστούν τρεις αξιιομνημόνευτες παρατηρήσεις του Chapman:
Πρώτον , ο αριστουργηματικός τρόπος με τον οποίο συγκαλύπτεται η αίρεση στις εισαγωγές.
Δεύτερον , ότι παρόλο που ο Πρισκιλλιανισμός είναι ο τρόπος ερμηνείας τους, οι εισαγωγές δεν αποκαλύπτουν πλήρως το νόημά τους.
Τρίτον , και ως συνέπεια των δύο παραπάνω, οι Εισαγωγές θεωρούνταν ορθόδοξες από τον πέμπτο ως τον δέκατο ένατο αιώνα.
Στην πρώτη παρατήρηση θα θέλαμε να συμπληρώσουμε ότι την μαεστρία του Πρισκιλλιανού στην τέχνη της συγκάλυψης την διαπιστώσαμε ιδίοις όμμασι και την μεταδώσαμε στον αναγνώστη στο προηγούμενο κεφάλαιο, μέσα από την μελέτη των πραγματιών του . Στην δεύτερη παρατήρηση πρέπει να εξηγήσουμε ότι η αδυναμία της πλήρους ερμηνείας των Εισαγωγών από τον Chapman δεν οφείλεται σε αναπάρκεια των ικανοτήτων του, αλλά στον λάθος τρόπο θεώρησης του Πρισκιλλιανού από την δυτική ακαδημαϊκή σκέψη. Μέχρι και τον πλέον σύγχρονο μεταφραστή του, τον Marco Conti, του οποίου την πολύ καλή μετάφραση χρησιμοποιήσαμε παντού, ο Πρισκιλλιανός θεωρείται από τους ακαδημαϊκούς ως πατροπασχίτης. Στο προηγούμενο, όμως, κεφάλαιο αποδείξαμε ότι ο Πρισκιλλιανός δεν είναι πατροπασχίτης, αλλά μανιχαίος , θέση η οποία βρίσκεται σε συμφωνία τόσο με τις ιστορικές πηγές, όσο και με τους συγχρόνους αυτού αλλά και μεταγενέστερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Είναι αυτή η μανιχαϊκή διάσταση, η οποία διαφεύγει του Chapman, και όμως δίνει νέα πληρέστερη ερμηνευτική στο κείμενο των εισαγωγών.
Η τρίτη παρατήρηση είναι και η πλέον σημαντική. Οι Εισαγωγές θεωρούνταν από τους δυτικούς, Φράγκους, παπικούς και λοιπούς ως ορθόδοξες. Ως τέτοιες επηρέασαν την θεολογική τους σκέψη, και μέσα από την πρισκιλλιανιστική ευαγγελική ερμηνευτική αναδύθηκε η φράγκικη θεολογία της αυλής του Καρλομάγνου με αποτέλεσμα τον παπισμό και αποκορύφωμα την υιοθέτηση του Filioque από αυτούς. Το τελευταίο θα εξεταστεί στο επόμενο κεφάλαιο, όπου θα εξεταστεί η ιστορική πορεία του filioque από τον Πρισκιλλιανό στους Φράγκους. Εδώ θα δούμε την μετάφραση των ίδιων των Εισαγωγών καθώς και την ερμηνεία τους έχοντας πάντα κατά νου τον κρυμμένο μανιχαϊσμό του συγγραφέα τους. Η τρίτη παρατήρηση οδηγεί την πορεία του κειμένου στην έκπληξη της διαπίστωσης της πατρότητας των εισαγωγών. Όταν ο Chapman κατάλαβε ποιος ήταν ο συγγραφέας των κειμένων που για δεκατέσσερις αιώνες θεωρούνταν από τους παπικούς ως ορθόδοξα, αποσβολωμένος έγραψε τα παρακάτω:
«Συπεραίνω από όλα αυτά ότι οι Πρόλογοι είχαν γραφτεί από τον Πρισκιλλιανό, και μάλιστα με όχι μεγάλη χρονική διαφορά από τις Πραγματείες, διότι η σύνδεση είναι πολύ κοντινή. Το γιατί κείμενα τόσο αιρετικά και τόσο ασαφή θα έπρεπε να έχουν αντιγραφεί με τέτοια συχνότητα είναι ένα πραγματικά άλυτο πρόβλημα, το οποίο παρουσιάζουν στην σύγχρονη κριτική.» (η έμφαση επίσης δική μας)
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, το οποίο θέτει ο Chapman, αποτελεί την εξήγηση στο γιατί τα υιοθέτησαν οι Φράγκοι θεολόγοι, για να καταλήξουν στην αίρεση του παπισμού. Εδώ να ειπωθεί το εξής. Όταν οι Φράγκοι θεολόγοι πρόβαλαν πλέον τα κείμενα αυτά ως εισαγωγές των Ευαγγελίων το όγδοο αιώνα, έγινε άμεσα αντιληπτή η αίρεση που έκρυβαν και μάλιστα έγινε επεξεργασία και καθαρισμός τους από ορθόδοξης πλευράς με την συνδρομή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιου. Αυτό το περιστατικό θα το δούμε παρακάτω. Ακολουθούν οι μεταφράσεις των κειμένων.
7.3.2 Η Εισαγωγή στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο
«ΑΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ. Καθώς ο Ματθαίος από την Ιουδαία τίθεται πρώτος τη τάξει [των Ευαγγελιστών], έτσι ήταν και ο πρώτος που έγραψε Ευαγγέλιο στην Ιουδαία. Και η κλήση του στον Θεό ήρθε μετά που δούλευε ως τελωνης. Ενώ στην γεναλογία του Χριστού ανέλαβε τις αρχές των δύο, της μίας της οποίας η περιτομή [ήταν] στην σάρκα, και της δεύτερης της οποίας η εκλογή ήταν στην καρδιά, και εξ αμφοτέρων ο Χριστός ήταν στους πατέρες του, και έτσι έθεσε το νούμερο δεκατέσσερα σε τριπλή μορφή, ενώ εκτείνοντας την αρχή της αφοσίωσης στην πίστη στον καιρό της εκλογής και κατευθύνοντας την σπό την εκλογή στην ημέρα της μετοικεσίας, και οριοθετώντας [την] από την μετοικεσία ως τον Χριστό, έδειξε με το πέρασμα των γενεών την έλευση του Κυρίου, και ικανοποιώντας τον αριθμό και τον καιρό και δείχνοντας αυτό που ήταν, και αποκαλύπτοντας στον εαυτό του το έργο του Θεού και επίσης σε αυτά των οποίων την αρχή έθεσε, δεν θα μπορούσε να αρνηθεί εξαρχής την μαρτυρία του ενεργούντος Χριστού. Και ο καιρός, η τάξη, ο αριθμός, η διάταξη και η διακυβέρνηση όλων αυτών, και αυτό είναι ανάγκη να το πιστέψουμε, είναι ο Θεός Χριστός. Και αυτός που έγινε από γυναίκα, έγινε υποκείμενο του Νόμου, γεννήθηκε από Παρθένο και υπέφερε στη σάρκα, καρφώνοντας τα πάντα στον σταυρό, έτσι ώστε θριαμβεύοντας πάνω σε αυτά, όταν αναστήθηκε στο σώμα να μπορέσει να αποκαταστήσει το όνομα του Πατρός στους πατέρες διά του Υιού, και του Υιού στους υιούς διά του Πατρός, χωρίς αρχή, χωρίς τέλος, δείχνοντας ότι είναι ένα με τον Πατέρα, διότι υπάρχει ένας [Θεός]. Και σε αυτό το ευαγγέλιο είναι χρήσιμο σ' αυτούς που επιθυμούν τον Θεό να γνωρίζουν τα πρώτα, τα μεσαία και τα τέλεια, ώστε να κατανοήσουν με την ανάγνωση όλων αυτών, την κλήση των αποστόλων, το έργο του ευαγγελίου και την αγάπη του Θεού που γεννήθηκε με σάρκα και να μπορούν να το αναγνωρίσουν σε αυτό από το οποίο καταλήφθησαν και το οποίο ζητούν να καταλάβουν. Διότι αυτή ήταν η πρόθεσή μας στην εξέταση του θέματος [του ευαγγελίου], δηλαδή να διδάξουμε την πίστη του έργου και να μην παραλείψουμε γι' αυτούς που το απαιτούν το ότι τα έργα του Θεού πρέπει να γίνουν επιμελώς κατανοητά. ΕΔΩ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ[5].»
Αρχικά ο συγγραφέας της εισαγωγής θέτει σύντομα βιογραφικά στοιχεία για τον ευαγγελιστή κατά τα αγιογραφικά πρότυπα. Με λίγη δόση ρητορείας τον θέτει πρώτο στην τάξη των ευαγγελιστών επειδή ήταν και ο πρώτος που έγραψε ευαγγέλιο.
Στην συνέχεια τονίζει το τρόπο διάταξης της γενεαλογίας του Χριστού από τον ευαγγελιστή. Παρουσιάζει τον τριπλό διαχωρισμό ανά δεκατέσσερις γενεές. Από τον Αβραάμ και τον Δαβίδ προτείνει δύο αρχές (duorum principia) χωρίς να μπορεί να αποφύγει ως Μανιχαίος την δυαρχία. Ο Αβραάμ είναι η πρώτη αρχή με την περιτομή στην σάρκα και ο Δαβίδ η δεύτερη με την εκλογή στην καρδιά. Η τρίτη γενεαλογία δεν έχει ως αρχή κάποιο πρόσωπο, αλλά ένα γεγονός, την μετοικεσία στην Βαβυλώνα, εκ της οποίας οδηγούμαστε με την «ικανοποίηση του αριθμού και του καιρού» στην γέννηση του Χριστού. Για τον συγγραφέα ο Χριστός δεν είναι απλώς το τέλος των τρεις φορές δεκατεσσάρων γενεών, αλλά και η αρχή. Αυτό το τονίζει σε δύο σημεία. Πρώτον, στο ότι ο Χριστός «ήταν στους πατέρες του» (in patribus Christus) και δεύτερον στο «σε αυτά των οποίων την αρχή έθεσε» (quorum genus posuit).
Ο Henry Chadwick συνδυάζει το παραπάνω εδάφιο με το Tractate I537-59:
«... γνωρίσαμε από την διάταξη των τεσσάρων ευαγγελίων την αδιαίρετη πίστη που ποτίστηκε από την τριμερή πηγή, πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός, αλλά ο Χριστός Θεός, ο Υιός του Θεού, που σταυρώθηκε για μας και έδειξε το βάπτισμα της μετανοίας εις το όνομά του, προορίζοντας στην προφητεία, από την αρχή του κόσμου, τους εκλεκτούς του, από τους οποίους ο Χριστός κατά σάρκα, οι οποίοι είναι καταγεγραμμένοι στο ευαγγέλιο και μέσω των οποίων η γενεά του Χριστού διακηρύχθηκε και περιγράφηκε, και μέσω των οποίων ο Κύριος προφητεύθηκε και παρουσίασε τον σκοπό της έλευσής του ...[6]».
Για να καταλήξει ότι στο σημείο αυτό της εισαγωγής ο Πρισκιλλιανός υπονοεί τον απόλυτο προορισμό των εκλεκτών απ' αρχής του κόσμου[7]. O Marco Conti στον δικό του σχολιασμό θεωρεί ότι αυτή η θέση δεν είναι ξεκάθαρη στην παρούσα εισαγωγή[8].
Η αλήθεια είναι ότι στα γραπτά του Πρισκιλλιανού τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο, εφόσον αυτός απευθύνεται σε αναγνώστες της Εκκλησίας και όχι σε αναγνώστες της σέκτας του. Τα πάντα είναι συγκεκαλυμένα στα γραπτά του. Η σάρκωση του Χριστού είναι ένα σκάνδαλο, όχι μόνο για τους οπαδούς του πρισκιλλιανισμού, αλλά και για τους μανιχαίους και όλους τους γνωστικούς, διότι η σάρκα είναι προϊόν της κακής ύλης. Το ότι ο ίδιος ο Θεός αποφασίζει να έρθει εν σαρκί σ' αυτόν τον υλικό κόσμο είναι ένα πρόσκομμα στην γνωστική θεοσοφία. Γι' αυτό και οι γνωστικοί κατέληξαν στον δοκητισμό . Ο Πρισκιλλιανός, όντας μανιχαίος με την ιδιαιτερότητα της εκκλησιαστικής του ιδιότητας, προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα και ενώ φαίνεται να αποδέχεται την ορθόδοξη θέση, μέσα από αυτήν προσπαθεί να καθοδηγήσει τον αναγνώστη στην δική του αίρεση. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιεί τον όρο factus, ο οποίος έχει αρειανίζουσα χροιά, αλλά όχι για τον Υιό.
Χρησιμοποιεί τον όρο για τον Χριστό, δίνοντας την εντύπωση ότι στον θεάνθρωπο δεν υπάρχουν δύο αρμονικά ενωμένες φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη, αλλά ότι το υλικό σώμα κατασκευάζεται (factus est) για να χρησιμοποιηθεί από τον Θεό μέσα στην υλική πραγματικότητα, μέσα στην υλική διάσταση. Αρνείται ουσιαστικά το ότι ο Χριστός είναι θεάνθρωπος, αλλά ένα ανθρώπινο σώμα, ένα σκεύος που ουδέποτε ενώθηκε με την θεία φύση, αντίθετα την περιείχε. Αυτή είναι κλασσική πεποίθηση της μανιχαϊκής ανθρωπολογίας, εφόσον όλοι οι άνθρωποι είναι δοχεία θείας ουσίας. Γι' αυτόν τον λόγο το «καρφώνοντας τα πάντα στο σταυρό» (omnia in cruce fixit) είναι μια ανακούφιση για τους γνωστικούς, διότι «θριαμβεύοντας πάνω σε αυτά» (triumphans ea) διά της αναστάσεως του σώματος, αποκαθιστά το όνομα του Πατρός διά του Υιού, και του Υιού δια του Πατρός. Τι σημαίνει αυτό; Ότι επανέρχονται όλα στην φυσική τους κατά τον μανιχαϊσμό διάταξη, ότι ο Υιός αν και έμπλεξε με την ύλη, νίκησε και επανήλθε στον Πατέρα λόγω του ότι «είναι ένα με τον Πατέρα, διότι είναι ένας» (unum se cum patre esse, quia unus est).
Ποια η σχέση όλων αυτών με την γενεαλογία του Ματθαίου; Πιο εξειδικευμένα, ποια η σχέση του «το όνομα του Πατρός στους πατέρες διά του Υιού, και του Υιού στους υιούς διά του Πατρός» (et patris nomen in patribus filio et filii nomen patri restituverat in filiis) με την γενεαλογία του Ματθαίου; Τι σημαίνουν τα παρένθετα «στους πατέρες» (in patribus), «στους υιούς» (in filiis) στη σχέση Πατρός και Υιού; Η απάντηση βρίσκεται στο ίδιο το κείμενο του Ματθαίου «ΒΙΒΛΟΣ γενέσεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυῒδ, υἱοῦ ᾿Αβραάμ» (Ματθ. 1,1) όπου βλέπουμε τις δύο αρχές που αναφέρθηκαν παραπάνω:
«Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν ᾿Ισαάκ, ᾿Ισαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιακώβ, ᾿Ιακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ...»
Από εδώ και μέχρι το τέλος της γενεαλογίας βλέπουμε ότι κάθε όνομα αναφέρεται και ως υιός «᾿Ισαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιακώβ» και ως πατέρας «Ιακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιούδαν». Πάνω σε αυτό βρίσκεται η εξήγηση του γιατί ο Πρισκιλλιανός χρησιμοποιεί τα “in patribus” και “in filiis”, διότι σε όλη την γενεαλογία το ίδιο πρόσωπο είναι και πατέρας και υιός. Αυτό το γεγονός αποτελεί ένδειξη μοναρχιανισμού-πατροπασχιτισμού γι' αυτούς τους κριτικούς του κειμένου, οι οποίοι πιστεύουν ότι ο Πρισκιλλιανός ήταν μοναρχιανός-πατροπασχίτης. Υπάρχει, όμως, μια διαφορά στην γενεαλογία πάνω στην οποία στηρίζεται όλη η εισαγωγη στο Κατά Ματθαίον του Πρισκιλλιανού. Και η διαφορά είναι το εξής γεγονός. Ο Αβραάμ αναφέρεται ως πατέρας, όχι, όμως, ως υιός κάποιου στην αρχή της γενεαλογίας. Στο τέλος, ο Χριστός αναφέρεται και είναι υιός, χωρίς, όμως, να είναι πατέρας. Έχουμε, λοιπόν, στην γενεαλογία Πατέρα, Υιό και όλους τους ενδιάμεσους πατέρες-υιούς.
Αν ο Πρισκιλλιανός ήταν μοναρχιανός-πατροπασχίτης, τότε δεν θα αναφέρονταν μόνο ο Υιός ως Πατήρ, κάτι που δεν συμβαίνει ξεκάθαρα, αλλά και ο Πατήρ, ως Υιός, κάτι που δεν συμβαίνει καθόλου, ποτέ και σε κανένα κείμενο του Πρισκιλλιανού. Αντίθετα, η προσπάθεια να φανεί και ο Υιός ως αρχή της γενεαλογίας οφείλεται στην διαπιστωμένη δυαρχία του Πρισκιλλιανου, στην εξίσωση Πατρός και Υιού και όχι στην ταύτισή τους. Και για να ολοκληρώσουμε το δύκολο αυτό σημείο του κειμένου, επειδή η ψυχή του κάθε ανθρώπου είναι κομμάτι της θείας ουσίας, κατά την μανιχαϊκή αντίληψη, η αποκατάσταση του ονόματος του Πατρός διά του Υιού αποκαθιστά και όλους τους ενδιάμεσους πατέρες. Από την άλλη, η αποκατάσταση του ονόματος του Υιού διά της αναστάσεως αποκαθιστά και όλους τους ενδιάμεσους υιούς. Αποκατάσταση, βέβαια, γα τους μανιχαίους είναι η επαναφορά της ενυπάρχουσας στα υλικά όντα θείας ουσίας πίσω στον Θεό.
Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο η σωτηριολογία του Πρισκιλλιανού είναι γνωστικής φύσεως. Για τον λόγο αυτό οι αναγνώστες αυτού του ευαγγελίου πρέπει να γνωρίσουν τα πρώτα, τα μεσαία και τα τέλεια για να κατανοήσουν την ευαγγελική αφήγηση.
Τα πρώτα, τα μεσαία και τα τέλεια συμβολίζονται μεν στις τρεις γενεές από τον Αβραάμ ως τον Χριστό, αλλά αναφέρονται σε τρία διαφορετικά επίπεδα γνώσης μέσα στη σέκτα του. Αντιπαραβάλουμε για να γίνει κατανοητό, ένα απόσπασμα από την δεύτερη πραγματεία του Πρισκιλλιανού, όπου γράφει:
«... και δεν πρέπει να απομακρύνουμε την ελπίδα της συγχώρεσης από εκείνους που δεν έφτασαν στα πρώτα, αλλά έμειναν στα δεύτερα και τα τρίτα, επειδή πολλοί τόποι κατοικίας ετοιμάστηκαν από τον Θεό, εάν η πίστη του συμβόλου κρατηθεί ακέραιη[9].»
Και επίσης στην δέκατη πραγματεία του γράφει:
«Και συνεπώς αυτός ο οποίος, αφού μεταστραφεί στην πίστη του Χριστού, έχει γνωρίσει όλα τα πρώτα, τα μέσα και τα έσχατα πράγματα, τα οποία έγιναν από τον Κύριο και όλα εκείνα τα οποία θα γίνουν, διαχωρίζοντας αναγκαστικά τα πρόσκαιρα από τα αιιώνια, τα ψεύτικα από τα αληθινά, τα φθαρτά από τα σίγουρα, όταν έχει γνωρίσει ότι είναι θείου γένους, πιστεύοντας ακράδαντα ότι ο Θεός είναι ένας και αμετάβλητος, χαίρεται με αυτά τα πράγματα τα οποία δεν είναι υποκείμενα ούτε σε αρχή, ούτε σε τέλος[10].»
Τι εννοεί εδώ;
Εννοεί ότι η ίδια η ευαγγελική ιστορία είναι αλληγορική και για να γίνει κατανοητή χρειάζονται κάποιες γνωστικές προϋποθέσεις. Τις προϋποθέσεις αυτές δίνει η δική του διδασκαλία και αυτή είναι η πρόθεση του για την συγγραφή της εισαγωγής του ευαγγελίου, να δώσει το ερμηνευτικό κλειδί που θα βοηθήσει αυτούς που το απαιτούν, να γνωρίσουν την πίστη και να κατανοήσουν τα έργα του Θεού.
Τι μάθαιναν, λοιπόν, οι Φράγκοι θεολόγοι κατά την ανάγνωση αυτής της εισαγωγής;
Πρώτον, ότι είναι το ερμηνευτικό κλειδί του ευαγγελίου που ακολουθούσε. Δεύτερον, την υποφαινόμενη δυαρχία Πατρός-Υιού, συνεπώς το filioque δεν ήταν κάτι ξένο προς αυτή την ευαγγελική ερμηνευτική. Τρίτον, ότι με την σταύρωση και την ανάσταση του Χριστού, δηλαδή με την θυσία του Υιού αποκαθίσται το όνομα του Πατρός. Αυτό το τελευταίο οδήγησε εν καιρώ στην ανάπτυξη του σχολαστικισμού.
7.3.3 Η Εισαγωγή στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο
«ΑΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ. Αυτός είναι ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ένας από τους ακόλουθους του Θεού, ο οποίος επιλέχθηκε από τον Θεό να είναι παρθένος, και τον οποίο, όταν ήθελε να νυμφευθεί, ο Θεός τον κάλεσε από τον γάμο. Και μια διπλή μαρτυρία της παρθενίας δίνεται γι' αυτόν μέσα στο ευαγγέλιο, επειδή λέγεται ότι αγαπήθηκε από τον Θεό περισσότερο από τον καθένα΄ και ο Θεός, ενώ πήγαινε προς τον σταυρό, του εμπιστεύθηκε την μητέρα του, ώστε ένας παρθένος να διαφυλάξει μία Παρθένο. Ως εκ τούτου, δείχνοντας μέσα στο ευαγγέλιο αυτό που ήταν, [και] αρχίζοντας το έργο του άφθορου Λόγου, αυτός μόνος μαρτύρησε ότι ο Λόγος έγινε σάρκα και το φως δεν καταλήφθηκε από το σκότος, θέτοντας ως πρώτο θαύμα ό,τι ο Θεός εποίησε στον γάμο, έτσι ώστε δείχνοντας αυτό να μπορέσει να αποδείξει στους αναγνώστες αυτό που ήταν, δηλαδή, ότι όταν ο Κύριος προσκαλέστηκε, το γαμήλιο κρασί θα έπρεπε να είναι ανεπαρκές, καθώς και όλα τα νέα πράγματα, τα οποία τέθηκαν από τον Χριστό, θα έπρεπε να ξεπροβάλλουν από το παλαιό, μετά που θα είχαν αλλαχθεί. Και σχετικά με αυτό, ο τρόπος του ευαγγελίου δείχνει σε αυτούς που το ζητούν κάθε απλή πράξη ή λόγο σύμφωνα με το μυστήριο. Έγραψε το ευαγγέλιό του στην Ασία, μετά που είχε γράψει την Αποκάλυψη στο νησί της Πάτμου, έτσι ώστε στην αρχή του κανόνα μια αδιάφθορη αρχή να μπορεί να δοθεί σε αυτόν και ένα αδιάφθορο τέλος μέσω του παρθένου στην Αποκάλυψη, καθώς ο Χριστός λέγει Εγώ είμαι το Α και το Ω. Και αυτός είναι ο Ιωάννης, ο οποίος γνωρίζοντας ότι έχει έρθει η ημέρα της εξόδου του, αφού κάλεσε τους μαθητές του στην Έφεσο, κηρύσσοντας τον Χριστό μέσω πολλών θαυμαστών αποδείξεων, κατεβαίνοντας στο βαθύ τόπο της ταφής του, αναπαύθηκε ανάμεσα στους πατέρες του, και βρέθηκε να είναι τόσο ξένος στον πόνο του θανάτου, όσο ξένος ήταν και στην φθορά της σάρκας. Και ενώ λέγεται να έχει γράψει το ευαγγέλιό του μετά από όλους [τους άλλους ευαγγελιστές], παρόλα αυτά τίθεται μετά τον Ματθαίο στην σειρά του επίσημου κανόνα, διότι στον Κύριο τα ύστερα δεν συναριθμήθηκαν με τα έσχατα και τα απορριπτέα, αλλά τελειώθηκαν με την πληρότητα και αυτό οφείλεται στον παρθένο. Ωστόσο η χρονολογική σειρά αυτών των κειμένων ή η διάταξη των βιβλίων δεν εκτίθεται με απλότητα από εμάς, ώστε αφού θέσουμε την επιθυμία της γνώσης, το δόγμα των ανώτερων να φυλαχθεί γι' αυτούς που αναζητούν τους καρπούς της εργασίας και του Θεού. ΕΔΩ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ[11].»
Η εισαγωγή στο ευαγγέλιο του Ιωάννη είναι περισσότερο ένας βίος του ευαγγελιστή, παρά μια ξεκάθαρα ερμηνευτική προσπάθεια του ίδιου του ευαγγελικού κειμένου. Κύριο βάρος δίνεται στην παρθενία του Ιωάννου και παραπέμπει στην γνωστή επιφανειακή ασκητική των οπαδών του Πρισκιλλιανού. Η θέση του συγγραφέα ότι ο Ιωάννης ήταν ο γαμπρός στον γάμου της Κανά, εκεί όπου ο Κύριος έκανε το πρώτο θαύμα, είναι πεποίθηση που προέρχεται από το απόκρυφο Πράξεις Ιωάννου. Η αγάπη του Πρισκιλλιανού για την ανάγνωση και την χρήση των αποκρύφων ήταν γνωστή και είχε κατακριθεί πολλές φορές γι' αυτόν το λόγο[12].
Η χρήση του απόκρυφου φαίνεται και από ένα άλλο σημείο. Λέει στην εισαγωγή ότι ο Κύριος εναπέθεσε την φροντίδα της μητέρας του καθ' οδόν προς τον σταυρό (iens ad crucem) και όχι επάνω στον σταυρό, όπως είναι η πραγματικότητα. Αυτό οφείλεται στο ότι στο απόκρυφο ο Ιωάννης δεν παραβρισκόταν στον Γολγοθά, κοντά στον Σταυρό του Κυρίου, αλλά στο όρος των Ελαιών, όπου και θρηνούσε για το πάθος του Κυρίου[13]. Εκεί είδε και τον Χριστό σε όραμα[14].
Η φράση «δείχνοντας μέσα στο ευαγγέλιο αυτό που ήταν, [και] αρχίζοντας το έργο του άφθορου Λόγου, αυτός μόνος μαρτύρησε ότι ο Λόγος έγινε σάρκα και το φως δεν καταλήφθηκε από το σκότος» είναι σαφής αναφορά στο πρώτο κεφάλαιο του ευαγγελίου του Ιωάννη. Το “άφθορος Λόγος” (incorruptibilis verbi) προέρχεται από μία λάθος μεταγραφή του λατινικού κειμένου της Α' Πέτρου 1,23 “renati non ex semine corruptibilli, sed incorruptibili [,] verbo Dei vivi”, το οποίο στη Βουλγάτα διορθώθηκε σε “per verbum Dei vivi”[15].
Αμέσως μετά ο Πρισκιλλιανός πηγαίνει στο δεύτερο κεφάλαιο του ευαγγελίου του Ιωάννη και στον γάμο στην Κανά. Όλη η έκφραση η σχετική με τον γάμο, ότι το κρασί θα έπερεπε να είναι ανεπαρκές “deficere nutpiarum vinum debeat”, και ότι τα καινά πρέπει να ξεπροβάλλουν από το παλαιό αλλάγμένα “ac veteribus immutatis nova omnia,quae a Christo instituuntur appareant”, δείχνει συγκεκαλυμένα την απαρέσκεια της αίρεσης έναντι του μυστηρίου του γάμου, όπως είδαμε στο προηγούμενο 7.2.14 . Και αμέσως μετά θέτει μια παρακίνηση προς τον αναγνώστη, λέγοντας ότι ο τρόπος του ευαγγελίου, η μέθοδος του ευαγγελίου “ratio evengelii”, εξηγεί κάθε πράξη και κάθε λόγο σύμφωνα με το μυστήριο. Δηλαδή, ότι τα δύο θέματα που εξετάστηκαν μέχρι τώρα στην εισαγωγή, δηλαδή η παρθενία και η άρνηση του γάμου για χάρη του Κυρίου είναι το κλειδί για την ερμηνεία του ευαγγελίου του Ιωάννη.
Στην συνέχεια δίνει μερικά ιστορικά στοιχεία με σκοπό να δείξει ότι η συγγραφή της Αποκάλυψης ήταν συνέπεια της παρθενίας του Ιωάννη . Σχετικά με τον κανόνα, δεν αναφέρεται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης, αλλά της Αγίας Γραφής. Οπότε η αρχή του κανόνα είναι η Γένεσις. Αυτό προκύπτει από το τρόπο που ξεκινά ο Ιωάννης το ευαγγέλιό του «ΕΝ ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος» που παραπέμπει στην Γένεση. Τελειώνει ο κανόνας με την Αποκάλυψη και προτείνει ο συγγραφέας της εισαγωγής τα λόγια του Κυρίου, «Ἐγώ εἰμι τὸ Α καὶ τὸ Ω» (Αποκ. 1.8). Επίσης, ο Ιωάννης έλαβε και μία ακόμα ανταμοιβή, λόγω της παρθενίας του. Αυτή έχει να κάνει με το «βρέθηκε να είναι τόσο ξένος στον πόνο του θανάτου, όσο ξένος ήταν και στην φθορά της σάρκας». Για άλλη μια φορά ο Πρισκιλλιανός κάνει χρήση του απόκρυφου Πράξεις Ιωάννου, όπου αναφέρονται και τα σχετικά με την τελευτή του ευαγγελιστή[16].
Το επόμενο απόσπασμα το σχετικό με την θέση του ευαγγελίου του Ιωάννη στον κανόνα των τεσσάρων ευαγγελίων, διασώζεται μόνο στην ιρλανδέζικη παράδοση χειρογράφων των εισαγωγών. Ο Πρισκιλλιανός λέει ότι ο Ιωάννης έγραψε μεν τελευταίος, τίθεται όμως το ευαγγέλιό του δεύτερο στην σειρά των τεσσάρων λόγω της παρθενίας του. Η σειρά αυτή των ευαγγελίων υπήρχε στον λατινικό κανόνα πριν την Βουλγάτα και τον Άγιο Ιερώνυμο. Άρα ο συγγραφέας είχε στην διάθεσή του κάποιον παλαιό λατινικό κώδικα (vetus latina). Εκεί η σειρά ήταν Ματθαίος, Ιωάννης, Λουκάς, Μάρκος. Στην συνέχεια ο παλαιός κανόνας αντικαταστάθηκε από τον άγιο Ιερώνυμο με την Βουλγάτα. Η σειρά είναι η γνωστή σήμερα, όπου ο Ιωάννης τίθεται τελευταίος. Επειδή οι εισαγωγές χρησιμοποιήθηκαν σε χειρόγραφα του κανόνα της Βουλγάτα, ενδεχομένως οι αντιγραφείς παρέλειψαν το σημείο αυτό του κειμένου, εφόσον δεν αντιστοιχούσε πλέον στον νέο κανόνα. Γι' αυτό το κείμενο από το «Και ενώ λέγεται να έχει γράψει το ευαγγέλιό του μετά από όλους» μέχρι «τους καρπούς της εργασίας και του Θεού» δεν περιλαμβάνεται στην χειρόγραφη παράδοση, παρά μόνο στην οικογένεια των ιρλανδέζικων χειρογράφων.
7.3.4 Η Εισαγωγή στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο
«ΑΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ. Ο Λουκάς, ένας Σύρος από την Αντιοχεία, γιατρός στο επάγγελμα και μαθητής των αποστόλων, αργότερα ακολούθησε τον Παύλο μέχρι την ομολογία του, υπηρετώντας τον Θεό αλάθητα. Αυτός, χωρίς να έχει παιδιά ή σύζυγο, πέθανε σε ηλικία 74 ετών στην Βιθυνία, πλήρης Πνεύματος Αγίου. Και αφού είχαν γραφεί ήδη ευαγγέλια από τον Ματθαίο στην Ιουδαία και από τον Μάρκο στην Ιταλία, με την παρακίνηση του Αγίου Πνεύματος έγραψε αυτό το ευαγγέλιο στα μέρη της Αχαΐας, αποκαλύπτοντας εξ αρχής ότι άλλα ευαγγέλια είχαν γραφτεί πρωτύτερα. Και πέρα από αυτά που η ευαγγελική τάξη απαιτούσε, η πρώτη αναγκαιότητα στο έργο του ήταν να αποκαλύψει ειδικά με κάθε τελειότητα στους Έλληνες πιστούς την έλευση του Θεού που ήρθε εν σαρκί, ώστε να μπορέσει να επιχειρήσει να τους αποτρέψει από το να πιαστούν από την επιθυμία του Νόμου μόνο με το να διορθώσει την προσοχή τους σε ιουδαϊκούς μύθους, ή στο να πλανηθούν μακρυά από την αλήθεια, έχοντας παραπλανηθεί από τους μύθους των αιρετικών και τις ανόητες προκλήσεις τους και μετά, αφού έθεσε στην αρχή του ευαγγελίου την γέννηση του Ιωάννη, να μπορέσει να καταδείξει για ποιον έγραφε το ευαγγέλιό του, και με ποιον έγραφε ως εκλεκτός, μαρτυρώντας ότι αυτό που ξεκίνησε από άλλους τελειώθηκε σε αυτόν. Συνεπώς, μετά την βάπτιση του Υιού του Θεού, με την τελείωση της γενεάς που εκπληρώθηκε στον Χριστό, του παραχωρήθηκε η δύναμη να επαναλάβει την ανθρώπινή του γέννηση από την αρχή, ώστε να μπορέσει να δείξει σε αυτούς που αναζητούν, αυτό που ο ίδιος είχε κατανοήσει, εφόσον μέσω του υιού του Νάθαν έγινε επιτρεπτό από τον αδιαίρετο Θεό να ξεκινήσει η γενεά που θα επανέρχονταν πάλι στον Θεό, ενώ ανακοίνωσε στους ανθρώπους ότι ο Χριστός του έκανε το έργο του τέλειου ανθρώπου να επιστρέψει πάλι στον ίδιο μέσω του Υιού, ο οποίος μέσω του πατρός Δαβίδ παρείχε την οδό στον Χριστό γι' αυτούς που ήρθαν. Έτσι, δεν δόθηκε άνευ λόγου και αιτίας η δυνατότητα στον Λουκά να συγγράψει τις πράξεις των Αποστόλων στην πορεία της υπηρεσίας του, ώστε, αφού ο Θεός πληρώθηκε από τον Θεό και ο υιός της προδοσίας είχε χαθεί, ο αριθμός να μπορέσει να συμπληρωθεί με την προσευχή των αποστόλων με το πεπρωμένο της εκλογής του Κυρίου, και έτσι ο Παύλος να μπορέσει να φέρει τις αποστολικές πράξεις σε τελείωση, τον οποίο ο Κύριος είχε επιλέξει αφού αυτός είχε λακτίσει πρός κέντρα για αρκετό καιρό. Και, αν και θα ήταν χρήσιμο στους αναγνώστες και σε αυτούς που ζητούν τον Θεό, εάν [αυτό το ευαγγέλιο] είχε εξηγηθεί από εμάς στα απλά του μέρη, ωστόσο γνωρίζοντας ότι ο αγρότης που κοπιάζει πρέπει να τρώει από τους καρπούς του, αποφύγαμε την περιέργεια του κοινού, μην τυχόν και φανούμε να έχουμε αποκαλύψει τον Θεό, όχι τόσο σε αυτούς που τον θέλουν, αλλά σε αυτούς που τον περιφρονούν. ΕΔΩ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ[17].»
Η εισαγωγή στον ευαγγέλιο του Λουκά ξεκινά, όπως και οι υπόλοιπες εισαγωγές, δίνοντας κάποια βιογραφικά στοιχεία για τον ίδιο τον ευαγγελιστή. Τα στοιχεία αυτά είναι ακριβώς τα ίδια με αυτά που δίνει ο άγιος Ιερώνυμος στην δική του εισαγωγή:
«tertius Lucas medicus, natione Syrus Antiochensis, cuius laus in euangelio, qui et ipse discipulus apostoli Pauli, in Achaiae Boeotiaeque partibus uolumen condidit»
Ο Πρισκιλλιανός αναφέρει ότι ο ευαγγελιστής πέθανε στην Βιθυνία, σε αντίθεση με τον άγιο Ιερώνυμο που αναφέρει ότι πέθανε στην Βοιωτία, ίσως στην Θήβα ή στην Πάτρα, κατά την ελληνική παράδοση. Το “Βιθυνία” του Πρισκιλλιανού θα μπορούσε να είναι λάθος αντιγραφή του Βοιωτία, του Ιερώνυμου. Ωστόσο, η αναφορά αυτή επέδρασε στην δυτική παράδοση και χρησιμοποιήθηκε λάθος από δυτικούς συγγραφείς, όπως ο Ισίδωρος της Σεβίλλης[18]. Βλέπουμε, δηλαδή, πως διαδίδεται μία λάθος πληροφορία και εισέρχεται στην δυτική παράδοση. Βέβαια, η διάδοση αυτή δεν έγινε από την Ρώμη, διότι, οι Ρωμαίοι πάπες ουδέποτε θα προέκριναν τον Ισίδωρο της Σεβίλλης έναντι του αγίου Ιερώνυμου. Ωστόσο, βλέπουμε ότι υπάρχει μία ισπανική παράδοση, η οποία με κάποιον τρόπο βρίσκει τον δρόμο της για της βιβιλιοθήκες των Φράγκων θεολόγων. Το πώς θα το δούμε μετά την ανάλυση των κειμένων.
Το “αλάθητα” (sine crimine) δείχνει και σε αυτή την εισαγωγή, όπως και παραπάνω στην εισαγωγή στο κατά Ιωάννην, την διάθεση του συγγραφέα για την καταδίκη του γάμου. Ως γνωστόν ο Λουκάς ήταν ανύπαντρος και χωρίς παιδιά. Ο Πρισκιλλιανός είχε επίσης καταδικάσει τον γάμο και την τεκνογονία, όπως ειπώθηκε στο προηγούμενο μέρος.
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως άγιος Μεθόδιος ο Ομολογητής (842-846) στάλθηκε στην Ρώμη το 815 μ.Χ. από τον τότε πατριάρχη άγιο Νικηφόρο Α' και έμεινε μέχρι το 821 μ.Χ. Εκεί ήρθε σε επαφή με τις εισαγωγές αυτές του Πρισκιλλιανού, τουλάχιστον με την εισαγωγή στο κατά Λουκάν. Ανέλαβε να μεταφράσει και να διορθώσει το κείμενο. Η διορθωμένη ορθόδοξη εκδοχή της εισαγωγής του Πρισκιλλιανού στο κατά Λουκάν εξ ιδιοχείρων του πατριάρχου Κωνσταντινοπόλεως Μεθοδίου σώζεται σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Αθηνών. Είναι άγνωστο αν ο άγιος Μεθόδιος γνώριζε την εποχή εκείνη ποιος ή τι ήταν ο συγγραφέας της εισαγωγής. Σίγουρα, γνώριζε ότι την χρησιμοποιούσαν οι Φράγκοι, διότι την βρήκε ως εισαγωγή στα ευαγγελικά χειρόγραφα, τα οποία ήταν τότε σε χρήση, από αυτούς. Δεν μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά αν τα ίδια χειρόγραφα ήταν σε χρήση και από την Ρώμη. Προφανώς επρόκειτο για κάποιο δώρο Φράγκου ηγεμόνα προς τον Ρωμαίο πάπα. Οι διορθώσεις μας προτρέπουν να υποθέσουμε ότι ο πάπας έδωσε το κείμενο στον Μεθόδιο, ο οποίος ήταν τότε ήδη περισπούδαστος, για έλεγχο, ως προς την ακρίβεια των λεγομένων. Σίγουρα ο πάπας είχε υποψιαστεί ότι στο κείμενο υπονοούνταν περισσότερα απ' όσα λέγονταν ξεκάθαρα. Η διαφορά των δύο κεμένων θα βοηθήσει τον αναγνώστη να εντοπίσει τα προβληματικά σημεία της εισαγωγής:
«Ἀνάπαυσις τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Λουκᾶ τοῦ εὐαγγελιστοῦ εἰκάδι τοῦ Σεπτεμβρίου μηνός. Ἔστιν ὁ Λουκᾶς Ἀντιοχύς Σύρος, ἰατρός τῇ τέχνῃ. Μαθητής ἀποστόλων γενόμενος, καί ὔστερον Παύλῳ παρακολουθήσας μέχρις τοῦ μαρτυρίου αὐτοῦ, δουλεύσας τῷ Κυρίῳ ἀπερισπάστως, ἀγύναιος, ἄτεκνος, ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάτων ἐκοιμήθη ἐν τῇ Βοιωτίᾳ. Πλήρης Πνεύματος ἁγίου. Οὖτος προϋπαρχόντων ἤδη εὐαγγελών, τοῦ μέν κατά Ματθαῖον ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀναγραφέντος, τοῦ δέ κατά Μᾶρκον ἐν τῇ Ἰταλίᾳ, οὖτος προτραπείς ὑπό Πνεύματος ἁγίου ἐν τοῖς περί τήν Ἀχαίαν τό πᾶν τοῦτο συνεγράψατο εὐαγγέλιον, δηλῶν διά τοῦ προοινόου τοῦτο αὐτό ὅτι πρό αὐτοῦ ἄλλα ἐστί γεγραμμένα καί ὅτι ἀναγκαῖον ἧν τοῖς ἐξ ἐθνῶν πιστοῖς τήν ἀκριβῆ τῆς οικονομίας ἐκθέσθαι διήγησιν ὑπέρ τοῦ μή ταῖς ἰουδικαῖς μυθολογίαις πρισπᾶσθαι αὐτούς, μήτε ταῖς αἱρετικαῖς καί κεναῖς φαντασίαις ἀπατωμένους ἀστοχῆσαι τῆς ἀληθείας. “ὡς ἀναγκαιοτάτην οὖν οὖσαν εὐθύς ἐν ἀρχῇ παρειλήφαμεν τήν τοῦ Ἰωάννου γέννησιν, ὅς ἐστιν ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου, πρόδρομος τοῦ Κυρίου γενόμενος καί κοινωνός ἔν τε τῷ καταρτισμῷ τοῦ εὐαγγελίου, καί τῇ τοῦ βαπτίσματος διαγωγῇ καί τῇ τοῦ Πνεύματος κοινωνίᾳ. Ταύτης τῆς οἰκονομίας μέμνηται προφήτης ἐν τοῖς δώδεκα. Καί δή μετέπειτα ἔγραψεν ὁ αὐτός Λουκᾶς πράξεις ἀποστόλων. Ὕστερον δέ Ἰωάννης ὁ ἀπόστολος ἐκ τῶν δώδεκα ἔγραψεν τήν ἀποκάλυψιν ἐν τῇ νήσῳ Πάτμῳ καί μετά ταῦτα τό εὐαγγέλιον[19].»
Με μια πρώτη ματιά βλέπουμε ότι ο Μεθόδιος κρατά μόνο τα ιστορικά στοιχεία της εισαγωγής απαλείφοντας όλες τις ερμηνευτκές προσπάθειες του Πρισκιλλιανού, προφανώς διότι τις θεωρεί αυθαίρετες ή/και αιρετικές . Αυτό μας βοηθά να συμπεράνουμε ότι καμία από αυτές τις αναλύσεις-ερμηνείες δεν υπάρχουν στην ανατολική πατερική παράδοση, άσχετα αν επικράτησαν στην Δύση. Ας δούμε ποια είναι αυτά τα σημεία. Πρώτο αφαιρείται από την μετάφραση του αγίου Μεθοδίου το χωρίο:
«Συνεπώς, μετά την βάπτιση του Υιού του Θεού, με την τελείωση της γενεάς που εκπληρώθηκε στον Χριστό, του παραχωρήθηκε η δύναμη να επαναλάβει την ανθρώπινή του γέννηση από την αρχή, ώστε να μπορέσει να δείξει σε αυτούς που αναζητούν, αυτό που ο ίδιος είχε κατανοήσει, εφόσον μέσω του υιού του Νάθαν έγινε επιτρεπτό από τον αδιαίρετο Θεό να ξεκινήσει η γενεά που θα επανέρχονταν πάλι στον Θεό, ενώ ανακοίνωσε στους ανθρώπους ότι ο Χριστός του έκανε το έργο του τέλειου ανθρώπου να επιστρέψει πάλι στον ίδιο μέσω του Υιού, ο οποίος μέσω του πατρός Δαβίδ παρείχε την οδό στον Χριστό γι' αυτούς που ήρθαν.»
Σε αυτό το απόσπασμα οι λίγοι αναλυτές του κειμένου ξεκινούν από την φράση “αδιαίρετο Θεό” (indispartibilis dei) για να επιμείνουν στον μοναρχιανικό χαρακτήρα της εισαγωγής, θεωρώντας ότι οι δύο γενεαλογίες που δίνουν οι ευαγγελιστές – η μία από τον Ματθαίο, που ξεκινά από τον Αβραάμ/Πατέρα για να καταλήξει στον Χριστό και η δεύτερη από τον Λουκά, που ξεκινά από τον Χριστό για να καταλήξει στον Θεό/Πατέρα – έχουν ίδια αρχή και ίδιο τέλος τον αδιαίρετο Θεό, συνεπώς μοναρχιανισμό. Ωστόσο, η ερμηνεία αυτή είναι εξαναγκασμένη, διότι η φράση “αδιαίρετο Θεό” δεν δείχνει τίποτα παραπάνω από την ενότητα Πατρός-Υιού. Αντίθετα, για τον Πρισκιλλιανό οι δύο γενεαλογίες δείχνουν περίτρανα τις δύο αρχές, Πατέρα και Υιό, σύμφωνα με την δική του μανιχαϊκή οπτική. Διότι, στη μεν γενεαλογία του Ματθαίου αρχή είναι ο Αβραάμ/Πατέρας. Στην δε γενεαλογία του Λουκά αρχή είναι ο Χριστός, Υιός του Θεού.
Εξάλλου η αναφορά στον Χριστό ως υιό του Νάθαν και η μετέπειτα αντιπαραβολή του πατρός Δαβίδ δείχνουν ξεκάθαρα ότι ο Πρισκιλλιανός θεωρεί Πατέρα και Υιό ως ξεχωριστά πρόσωπα, όπως τον Δαβίδ και τον Νάθαν. Πάντως, η αναφορά στον Νάθαν έχει την δική της σημασία. Ο Ματθαίος γενεαλογεί τον Κύριο από τον Σολομώντα, ενώ ο Λουκάς από τον Νάθαν. Αυτή την διαφορά θέλει να την τονίσει ο Πρισκιλλιανός, γι' αυτό και την αναφέρει.
Τι σηματοτοδοτεί για τον Πρισκιλλιανό η διαφορά των δύο γενεαλογιών; Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για δύο διαφορετικής κατεύθυνσης γενεαλογίες. Η μια από επάνω προς τα κάτω και η άλλη από κάτω προς τα επάνω. Η διαφορά τους έχει να κάνει με την σωτηριολογική μέθοδο του πρσκιλλιανισμού, την οποία θα δούμε αμέσως. Μέσα από αυτό το απόσπασμα φαίνεται η μέθοδος της σωτηριολογίας του Πρισκιλλιανού, μέσω της προόδου και της επαναφοράς. Η πρώτη γενεαλογία, αυτή που ξεκινά από τον Αβραάμ/Πατέρα δείχνει την πρόοδο με το «να επαναλάβει την ανθρώπινη γέννηση από την αρχή», ώστε «να ξεκινήσει η γενεά που θα επανέρχονταν πάλι στον Θεό». Η δε τρόπος της επαναφοράς φαίνεται στο «ο Χριστός του έκανε το έργο του τέλειου ανθρώπου να επιστρέψει πάλι στον ίδιο μέσω του Υιού». Περισσότερα γι' αυτό το μανιχαϊκό σχήμα σωτηριολογίας στον προηγούμενο κεφάλαιο 7.2.18 .
Η διαφορά, λοιπόν, των γενεαλογιών τονίζεται από τον Πρισκιλλιανό για να δείξει ότι η πρόοδος και η επαναφορά είναι δύο διαφορετικές οδοί. Επίσης, αυτή η διαφορά δεν είναι μόνο διαφορά κατέυθυνσης, από επάνω προς τα κάτω, από κάτω προς τα επάνω. Εϊναι και διαφορά τρόπου, καθώς η μία οδός, η κάθοδος, έρχεται μέσω του Σολομώντα και η άλλη, η άνοδος, μέσω του Νάθαν. Και αυτό διότι ο Σολομών ήταν “ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου”, εκ της ανάμιξης, δηλαδή, με την ύλη, ενώ ο Νάθαν ήταν ο προφήτης, ο οποίος έφερε τον Δαβίδ σε συναίσθηση και μετάνοια.
Δεύτερο χωρίο, το οποίο παραλείπεται στην μετάφραση του αγίου Μεθοδίου είναι το εξής :
«... αφού ο Θεός πληρώθηκε από τον Θεό και ο υιός της προδοσίας είχε χαθεί, ο αριθμός να μπορέσει να συμπληρωθεί με την προσευχή των αποστόλων με το πεπρωμένο της εκλογής του Κυρίου, και έτσι ο Παύλος να μπορέσει να φέρει τις αποστολικές πράξεις σε τελείωση, τον οποίο ο Κύριος είχε επιλέξει αφού αυτός είχε λακτίσει πρός κέντρα για αρκετό καιρό.»
Στο παραπάνω υπάρχουν δύο προβληματικά σημεία. Το ένα είναι το «αφού ο Θεός πληρώθηκε από τον Θεό» (deo in deum pleno). Αυτό αναφέρεται στην “επιστροφή” του Υιού στον Πατέρα μετά την Ανάληψη του Κυρίου. Το “πληρώθηκε” έχει εδώ την έννοια του συμπληρώθηκε, θεωρώντας ο Πρισκιλλιανός ότι κατά την ενσάρκωση του Υιού ένα κομμάτι της θείας ουσίας αφαιρέθηκε από το θείο. Αυτό, βέβαια, είναι απόλυτα σύμφωνο με την μανιχαική κοσμογονία καθώς είναι η απορροή της θείας ουσίας η οποία δημιουργεί το σύμπαν και ο εκφυλισμός της την ύλη στην οποία εγκλωβίζεται . Η επιστροφή της θείας ουσίας, η οποία έχει εγκλωβιστεί στην ύλη, πίσω στο θείο είναι το ζητούμενο της σωτηρίας και αυτό ακριβώς βλέπει ο Πρισκιλλιανός στην Ανάληψη του Κυρίου και στο “deo in deum pleno”.
Όλα τα παραπάνω βοηθούν στην κατανόηση της δυαρχίας του Πρισκιλλιανού. Όντας μέσα στην εκκλησία και θέλοντας να μεταδώσει τις αιρέσεις του σε Χριστιανούς, ο Πρισκιλλιανός δεν ανέπτυξε την κλασσική μανιχαϊκή δυαρχία. Στον Μανιχαϊσμό η δυαρχία αφορά τις δύο αρχές του καλού και του κακού και την μεταξύ τους αντιπαράθεση για την κυριαρχία στον κόσμο. Η σχέση ανάμεσα στις δύο αρχές, ο μεταξύ τους πόλεμος είναι δημιουργία για τους μανιχαίους. Ο Πρισκιλλιανός δεν αναπτύσσει αυτό το σύστημα. Βέβαια, είναι δυαρχικός, υποστηρίζει δύο αρχές, ξετυλίγει την μεταξύ τους σχέση, αλλά οι δύο αρχές δεν είναι οι κλασσικές, η αρχή του καλού και η αρχή του κακού. Εϊναι ο Πατέρας και ο Υιός και η μεταξύ τους σχέση. Ποιου πράγματος είναι αρχές; Διότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι στο σύστημα του Πρισκιλλιανού ο ένας είναι αρχή του καλού κι ο άλλος αρχή του κακού, εφόσον η μεταξύ τους σχέση είναι συγγενική. Εδώ η σύλληψη της αιρετικής ιδέας είναι ευρηματική: ο Πατέρας είναι η αρχή της οδού που καταλήγει στην ενανθρώπιση του Υιού, είναι η αρχή της πρώτης γενεαλογίας. Αυτό σημαίνει ότι είναι η αρχή της δημιουργικής ενέργειας του κόσμου που καταλήγει στην δημιουργία του ανθρώπου. Από την άλλη ο Υιός είναι η αρχή της δεύτερης οδού, της δεύτερης γενεαλογίας που καταλήγει στον Πατέρα. Είναι, δηλαδή, η αρχή της επαναφοράς του ανθρώπου στον Πατέρα, είναι η αρχή της σωτηρίας.
Η μεταξύ τους σχέση είναι σχέση ισοτιμίας και αυτό μπερδεύει τους λίγους ακαδημαϊκούς ερμηνευτές των έργων του Πρισκιλλιανού, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν ότι το σύστημά του είναι δυαρχικό, διότι δεν αφορούσε την κλασσική δυαρχία καλού-κακού, με αποτέλεσμα να θεωρούν ότι στην θεωρία του Πατέρας και Υιός ταυτίζονται, άρα είναι μοναρχιανιστής. Οι δύο γενεαλογίες, οι οποίες αναφέρονται στα Ευαγγέλια ταίριαξαν άριστα στο σύστημά του, του πρόσφεραν το καλύτερο εργαλείο για να αναπτύξει τις αιρετικές του ιδέες. Το εργαλείο ήταν μία από τις πηγές της πίστεως του Χριστιανισμού. Το δυστύχημα είναι ότι οι εισαγωγές του αναγιγνώσκονταν από τους Φράγκους, ως εξαιρετικό ερμηνευτικό κλειδί των Ευαγγελίων . Αυτό που ελάμβαναν μέσα από τις υπό εξέταση εισαγωγές, είναι ότι Πατέρας και Υιός είναι δύο αρχές, με αποτέλσμα το filioque να μην τους ξενίζει, αλλά να το θεωρούν φυσική συνέπεια της δυαρχίας εντός της Αγίας Τριάδος. Εφόσον, ο Υιός ήταν γι' αυτούς η αρχή της σωτηρίας, όχι η χρονική αρχή, αλλά η πηγή της σωτηρίας, ήταν επόμενο το εκ του Υιού αποστελλόμενο στην Εκκλησία Άγιο Πνεύμα, να εκπορεύεται, να υπάρχει και εκ του Υιού.
7.3.5 Η Εισαγωγή στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο
«ΑΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ. Ο Μάρκος, ευαγγελιστής του Θεού και υιός του Πέτρου στο βάπτισμα και την μαθητεία του θείου δόγματος, άσκησε την ιεροσύνη του στο Ισραήλ , όντας Λεβίτης κατά σάρκα μεταστράφηκε στην πίστη του Χριστού [και] έγραψε το ευαγγέλιό του στην Ιταλία, δείχνοντας μ' αυτό τι χρωστούσε στην καταγωγή του και τι στον Χριστό. Στην πραγματικότητα θέτοντας το αρχικό σημείο στην προφητική ρήση, έδειξε την τάξη της λεβιτικής εκλογής, ώστε κηρύσσοντας τον προορισμένο Ιωάννη, υιό του Ζαχαρία, ως φωνή του βοώντος αγγέλου, όχι μόνο μπόρεσε να δείξει στην αρχή της ευαγγελικής διδασκαλίας ότι ο απεσταλλμένος λόγος έγινε σάρκα, αλλά επίσης ότι το σώμα του Κυρίου είχε εμψυχωθεί σε όλα τα πράγματα μέσω του Λόγου της θείας φωνής, με σκοπό αυτός που διαβάζει αυτά να γνωρίζει σε ποιον θα έπρεπε να αποδώσει την αρχή της σάρκας του Κυρίου, και την σάρκα ως τόπο κατοικίας του ερχόμενου Θεού και θα μπορούσε να βρει στον ίδιο τον Λόγο της φωνής, ό,τι είχε χάσει στα σύμφωνα. Έτσι, αναλύοντας το έργο του τέλειου ευαγγελίου και αρχίζοντας την αφήγηση από το βάπτισμα του Κυρίου, δεν μπήκε στον κόπο να αναφέρει την κατά σάρκα γέννηση, την οποία είχε δει στα προηγούμενα [ευαγγέλια], αλλά εξαρχής αφιέρωσε τον εαυτό του για να αφηγηθεί την φυγή στην έρημο, την νηστεία του αριθμού, τον πειρασμό του διαβόλου, την συνάθροιση των θηρίων και την υπηρεσία των αγγέλων, έτσι ώστε καθοδηγώντας μας στο να κατανοήσουμε κάθε επισόδιο με το να μας το σκιαγραφήσει σύντομα, να καταφέρει να μην απαξιώσει τη σημασία του κατορθώματος, ούτε να αρνηθεί τον ρόλο του στην εκπλήρωση του έργου. Λέγεται μάλιστα ότι ακρωτηρίασε ο ίδιος τον αντίχειρά του μετά την μεταστροφή του, ώστε να θεωρηθεί ανάξιος της ιεροσύνης, αλλά η προορισμένη και ευνοϊκή εκλογή της πίστης ήταν τόσο δυνατή, ώστε δεν έχασε στην εργασία του λόγου ό,τι του άξιζε εκ των προτέρων, σύμφωνα με την γέννησή του΄ πραγματικά ήταν επίσκοπος της Αλεξάνδρειας. Και είχε την δυνατότητα να γνωρίζει το έργο στα απλά του μέρη, και να εφαρμόζει στον εαυτό του τα λεγόμενα του ευαγγελίου, και να αναγνωρίζει στον εαυτό του την μαθητεία του νόμου και να κατανοεί την θεία φύση στην σάρκα. Κι εμείς επιθυμούμε αυτά τα πράγματα να ζητούνται πρώτα, και ύστερα, αφού ερευνηθούν, να γίνουν γνωστά, καθώς εμείς έχουμε την ανταμοιβή της προτροπής, επειδή αυτός που σπέρνει και αυτός που ποτίζει είναι ένας, αλλά αυτός που παρέχει την ανάπτυξη είναι ο Θεός. ΕΔΩ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ[20].»
Για την εισαγωγή αυτή ο John Chapman γράφει:
«Το επιχείρημα στο κατά Μάρκον είναι το πιο περίεργο από όλα, διότι η αίρεσή του είναι πιο προφανής, η θολούρα του είναι η πιο σκοτεινή, και ο αντίχειρας του Μάρκου θέτει ένα προφανώς άλυτο πρόβλημα[21].»
Η προφανής αίρεση στην εισαγωγή του κατά Μάρκον ευαγγελίου θα βοηθήσει καλύτερα στην κατανόηση των αιρέσεων που πρεσβεύει ο παπισμός. Τα πρώτα ιστορικά στοιχεία που δίνει ο συγγγραφέας της εισαγωγής είναι απλά και γνωστά. Ο Μάρκος αναφέρεται από τον Πέτρο ως “υιός” του στην πρώτη του επιστολή[22], και το ότι έγραψε το ευαγγέλιό του στην Ιταλία προκύπτει από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου Καισαρείας[23], γεγονός που δείχνει ότι ο συγγραφέας της εισαγωγής, είτε γνώριζε το έργο του Ευσέβιου, είτε είχαν κοινή πηγή-παράδοση. Το θέμα του αντίχειρα θα το δούμε στην σειρά της θέσης του στην εισαγωγή. Από την λεβιτική καταγωγή του Μάρκου μεταβαίνει με λογοτεχνικό τρόπο στην λεβιτική καταγωγή του Ιωάννη του βαπτιστή, το οποίο εξετάζει ως αρχή του ευαγγελίου του Μάρκου. Σκοπός του είναι να καταλήξει πάλι με λογοτεχνικό τρόπο και μέσω του χιαστού σχήματος στην μετάβαση από την φωνή του βοώντος αγγέλου στην φωνή του Λόγου, η οποία εμψυχώνει “κατά πάντα” το σώμα του Χριστού. Ως φωνή του Λόγου εννοεί την θεία ουσία και εδώ είναι η προφανής αίρεση, η άποψη δηλαδή του Πρισκιλλιανού, ότι ο Χριστός είχε ανθρώπινο σώμα, αλλά την θέση της ψυχής κατείχε θεία ουσία προερχόμενη από τον Λόγο . Την αίρεση αυτή την εξέφρασε και στην εισαγωγή του κατά Ματθαίον ευαγγελίου και είναι συνακόλουθη των όσων γράφει στην έβδομη πραγματεία του:
«... ο Θεός μας έλαβε σάρκα, αναλαμβάνονας στον εαυτό του την μορφή Θεού και ανθρώπου, δηλαδή από θεία ψυχή και υλική σάρκα[24].»
Eδώ η κλασσική μανιχαϊκή άποψη της μετοχής της θείας ουσίας σε όλα τα πράγματα από ακούσια γίνεται εκούσια στην θεία ενσάρκωση, εφόσον με συγκατάβαση του ίδιου του Λόγου η θεία ουσία εισέρχεται στον υλικό σώμα. Η ίδια θέση υποστηρίχθηκε από τον Απολλινάριο Λαοδικείας, ότι δηλαδή ο Λόγος δεν ενώθηκε με ολόκληρη την ανθρώπινη φύση (σώμα και ψυχή) αλλά έλαβε την θέση λογικής ψυχής σε ανθρώπινο σώμα.
Υπάρχει, όμως, ένα σημείο που απαιτεί περισσότερη προσοχή. Ο συγγραφέας λέει ότι το σώμα του Κυρίου εμψυχώθηκε “σε όλα” (in omia) από τον λόγο της θείας φωνής (per verbum divinae vocis) και αυτό το “σε όλα” υποδηλώνει μια θεια επέμβαση ακόμη και στην υλική κατασκευή του σώματος, κάτι το οποίο ολοκληρώνεται αμέσως παρακάτω, όταν προσκαλεί τον αναγνώστη «να γνωρίζει σε ποιον θα έπρεπε να αποδώσει την αρχή της σάρκας του Κυρίου, και την σάρκα ως τόπο κατοικίας του ερχόμενου Θεού». Αυτό σημαίνει ότι ο Λόγος του Θεού δεν ανέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση κατά την ενσάρκωσή του, γεγονός με σωτηριολογικές προεκτάσεις . Αν ο Κύριος δεν ήταν καθ' όλα άνθρωπος, τότε δεν αγιάστηκε η ανθρώπινη φύση. Ως ιδέα είναι σύμφωνη με την μανιχαϊκή οπτική εφόσον εκεί σωτηρία δεν είναι ο αγιασμός-θέωση, αλλά η επιστροφή της θείας ουσίας στον Θεό.
Για την Εκκλησία, όμως, η αποδοχή αυτής της άποψης, συνειδητά ή ασυνείδητα, δημιουργεί σωτηριολογικά θέματα. Όταν δηλαδή οι παπικοί διάβαζαν στις εισαγωγές των ευαγγελίων τους τα παραπάνω έχαναν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τον αγιασμό-θέωση του ανθρώπου. Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς πώς ενέταξαν την σωτηρία σε στεγνά νομικιστικά πλαίσια (σχολαστικισμός), καθώς και πώς δεν μπόρεσαν να διακρίνουν ουσία και ενέργεια στον Θεό. Η εισαγωγή στο κατά Μάρκον τους αποκλείει την οπτική της ενέργειας στον Θεό .
Η φράση «αυτός που διαβάζει αυτά... θα μπορούσε να βρει στον ίδιο τον Λόγο της φωνής, ό,τι είχε χάσει στα σύμφωνα» κλείνει μία σκοτεινή και δυσνόητη ενότητα. Ταυτόχρονα δίνει και τον λόγο όλης αυτής της καβαφικής ματαιοπονίας. Κατ' αρχάς θα πρέπει να ειπωθεί ότι στα λατινικά το σύμφωνο είναι “consonant”. Το φωνήεν είναι “vocalis” και όπως στα ελληνικά η λέξη έχει την ίδια ρίζα με το “voce”, φωνή. Εδώ ο συγγραφέας κάνει ένα λογοπαίγνιο, όλο νόημα. Ως φωνήεντα εκλαμβάνει την “φωνή του βοώντος αγγέλου” (voce angeli adnuntiantis), και τον “λόγο της θείας φωνής” (verbum divinae vocis). Τα φωνήεντα τα αντιπαραβάλει με τα σύμφωνα. Στην πρώτη περίπτωση σύμφωνα είναι οι Εβραίοι που στην αραμαϊκή γραφή δεν χρησιμοποιούσαν φωνήεντα, οι λέξεις είναι γραμμένες μόνο με σύμφωνα. Στις λέξεις τους που είναι γραμμένες στα αραμαϊκά τα φωνήεντα “χάνονται” μέσα στα σύμφωνα. Στην δεύτερη περίπτωση ως σύμφωνα εκλαμβάνει το υλικό σώμα, την σάρκα ως τόπο κατοικίας του Θεού (dei habitaculum caro) όπου μέσα “χάνεται” ως ψυχή το φωνήεν του λόγου της θείας φωνής (verbum divinae vocis), διότι “ο Λόγος σαρξ εγένετο” (verbum caro factum). Αυτά λέγονται, λοιπόν, για να γνωρίζει αυτός που διαβάζει ότι και ο ίδιος είναι ένα φωνήεν που χάθηκε στα σύμφωνα, δηλαδή, κομμάτι της θείας ουσίας που κλείστηκε σε υλικό σώμα . Τα παραπάνω λεχθέντα είναι σύμφωνα με την μανιχαϊκή διδασκαλία και είναι όλο το νόημα της συγκεκριμένης ενότητας.
Στην συνέχεια η αρίθμηση των γεγονότων μετά την βάπτιση, δηλαδή η φυγή στην έρημο, η νηστεία, ο πειρασμός του διαβόλου κλπ, δίνονται να έχουν κάποιο σκοπό στην ολοκλήρωση του έργου. Σίγουρα για την σέκτα υπήρχε κάποια μυστικιστική διδασκαλία γύρω από αυτά, αλλά εδώ δεν δίνεται κάποιο στοιχείο για το τι ακριβώς θα μπορούσαν να σημαίνουν.
Ακολουθεί η πληροφορία για τον αυτο-ακρωτηριασμό του αντίχειρα του Μάρκου. Πρόκειται για μοναδική πληροφορία που δεν ελέγχεται από κάποια άλλη πηγή. Ό,τι κοντινότερο υπάρχει είναι η αναφορά του αγίου Ιππολύτου Ρώμης, ότι ο Μάρκος ήταν “κολοβοδάκτυλος”:
«Ἐπειδάν οὖν Μαρκίων ἤ τῶν ἐκείνου κυνῶν τις ὑλακτῆ κατά τοῦ δημιουργοῦ, τούς ἐκ τῆς ἀντιπαραθέσεως ἀγαθοῦ καί κακοῦ προφέρων λόγους, δεῖ αὐτοῖς λέγειν, ὅτι τούτους οὔτε Παῦλος ὁ ἀπόστολος οὔτε Μάρκος ὁ κολοβοδάκτυλος ἀνήγγειλαν...[25]»
Από εκεί αντλήθηκε και μεταφέρθηκε στον λεγόμενο αντι-μαρκιονίτικο πρόλογο του κατά Μάρκον:
«Marcus adseruit, qui colobodactylus est nominatus, ideo quod ad ceteram corporis proceritatem dígitos minores habuisset[26].»
Εδώ διευκρινίζεται, όμως, ότι ο Μάρκος λεγόταν κολοβοδάκτυλος επειδή τα δάκτυλά του ήταν μικρότερα σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα. Η λέξη “κολοβός”, όμως, στα αρχαία ελληνικά σημαίνει κομμένος, ακρωτηριασμένος. Ερμηνευτικά, η προσέγγιση του Πρισκιλλιανού είναι ορθότερη του αντι-μαρκιονίτικου διαλόγου. Από που προέκυψε αυτή η παράδοση δεν είναι γνωστό. Στην συνέχεια ο Πρισκιλλιανός προσπαθεί να συνδυάσει αυτή την πληροφορία με το γεγονός, ότι ο Μάρκος ήταν πρώτος επίσκοπος Αλεξανδρείας. Το ότι αυτό ισχύει είναι γνωστό από πολλές πηγές, όπως για παράδειγμα από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου:
«Τοῦτον δὲ Μάρκον πρῶτόν φασιν ἐπὶ τῆς Αἰγύπτου στειλάμενον, τὸ εὐαγγέλιον, ὃ δὴ καὶ συνεγράψατο, κηρῦξαι, ἐκκλησίας τε πρῶτον ἐπ᾿ αὐτῆς Ἀλεξανδρείας συστήσασθαι[27].»
Αν ήταν ακρωτηριασμένος και ειδικά στον αντίχειρα θα ήταν αδύνατον να γίνει έστω ιερέας, πολύ δε περισσότερο επίσκοπος, γι' αυτό και ο Πρισκιλλιανός προσπαθεί να το δικαιολογήσει, λέγοντας ότι «η προορισμένη και ευνοϊκή εκλογή της πίστης ήταν τόσο δυνατή, ώστε δεν έχασε στην εργασία του λόγου ό,τι του άξιζε εκ των προτέρων, σύμφωνα με την γέννησή του». Έτσι κι αλλιώς ο συγγραφέας μια προτίμηση στον προορισμό και την μοιρολατρία την έχει και αυτό είναι εμφανές. Αν όντως ο αντι-μαρκιονίτικος πρόλογος γράφτηκε μετά τον μοναρχιανό, τότε ο συγγραφέας προσπαθεί να συνδυάσει τις δύο πληροφορίες πιο ρεαλιστικά, υποθέτωντας ότι κολοβός σημαίνει ότι είχε πιο μικρά δάκτυλα.
7.3.6 Εισαγωγή στις Πράξεις των Αποστόλων
Η αλήθεια είναι ότι ο ίδιος ο Πρισκιλλιανός δεν έγραψε εισαγωγή στις Πράξεις των Αποστόλων. Ο τίτλος, βέβαια, του παρόντος αφορά την κληρονομιά που άφησε. Έτσι, πρέπει να ειπωθεί ότι, αν και ο Πρισκιλλιανός δεν έγραψε εισαγωγή στις Πράξεις, κάποιος μεταγενέστερος συμπιλητής συνέθεσε εισαγωγή αποτελούμενη από δύο αποσπάσματα. Το πρώτο απόσπασμα ήταν η εισαγωγή του Πρισκιλλιανού στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο. Το δεύτερο είναι στην ουσία δύο προτάσεις, οι εξής:
«cuius laus in euangelio canitur», στην αρχή της εισαγωγής στις Πράξεις, και,
«quern itα diuina subsecuta est gratia ut non solum corporum sed etiam animarum eius proficeret medicina» , στο τέλος της εισαγωγής.
Και οι δύο αυτές προτάσεις έχουν παραληφθεί από την Επιστολή 53 του αγίου Ιερωνύμου προς τον Παυλίνο, της οποίας επιστολή απόσπασμα υπάρχει σε πολλά χειρόγραφα, ως εισαγωγή στις Πράξεις[28]. Το παλαιότερο χειρόγραφο με αυτήν την εισαγωγή είναι ο codex Fuldensis, ο οποίος χρονολογείται μεταξύ του 542-546 μ.Χ. Είναι, μάλιστα, παλαιότερος από τον πρώτο κώδικα που περιέχει την εισαγωγή του Πρισκιλλιανού στο κατά Λουκάν. Οι ειδικοί που ασχολούνται με αυτούς τους κώδικες μάλιστα εξαρχής υπολόγισαν ότι το κείμενο γράφτηκε περίπου έναν αιώνα πριν. Επίσης φάνηκε ότι το κείμενο της εισαγωγής του κατά Λουκάν διατηρήθηκε αναλλοἰωτο από τις αντιγραφές στους επόμενους κώδικες.
Μία διαφορά που υφίσταται στον κώδικα αυτό σε σχέση με την εισαγωγή του ευαγγελίου βοηθά στην καλύτερη μετάφραση και κατανόηση της. Κάποια στιγμή ο Πρισκιλλιανός γράφει στην εισαγωγή του ευαγγελίου ότι:
«Έτσι, δεν δόθηκε άνευ λόγου και αιτίας η δυνατότητα στον Λουκά να συγγράψει τις πράξεις των Αποστόλων στην πορεία της υπηρεσίας του, ώστε,... ο αριθμός να μπορέσει να συμπληρωθεί με την προσευχή των αποστόλων με το πεπρωμένο της εκλογής του Κυρίου, και έτσι ο Παύλος να μπορέσει να φέρει τις αποστολικές πράξεις σε τελείωση.»
Στο λατινικό κείμενο της εισαγωγής του ευαγγελίου το “Paulus” βρίσκεται σε ονομαστική, οπότε η μετάφραση είναι η παραπάνω. Στο λατινικό, όμως, κείμενο της εισαγωγής στις πράξεις, γράφεται “Paulum”, σε δοτική το οποίο αλλάζει την μετάφραση και το νόημα. Η λατινική πρόταση είναι “sicque Paulum consummationem apostolicis actibus daret....”, οπότε η πρόταση αναφέρεται στον Λουκά, ώστε ο Λουκάς να μπορέσει να φέρει εις πέρας το έργο, δηλαδή το βιβλίο του, μέσω του Παύλου, δηλαδή μέσω του έργου του αποστόλου αυτού. Επομένως, παύει να είναι υποκείμενο ο Παύλος και γίνεται ο Λουκάς, εφόσον το “Paulum” δίνεται σε δοτική. Έτσι το κείμενο βγάζει περισσότερο νόημα, δεδομένου ότι πρόκειται για αναφορά στις Πράξεις, μέσα σε εισαγωγή ευαγγελίου του ίδιου συγγραφέα.
Μια δεύτερη διαφορά, η οποία υπάρχει στο κείμενο της εισαγωγής στις πράξεις είναι ότι η ηλικία στην οποία κοιμήθηκε ο ευαγγελιστής ήταν τα ογδόντα τέσσερα χρόνια, και όχι τα εβδομήντα τέσσερα, όπως αναφέρεται στο ίδιο κείμνο της εισαγωγής στο ευαγγέλιο. Αυτή η γραφή (LXXXIIII) γίνεται περισσότερο αποδεκτή, απ΄ ότι η του ευαγγελίου (LXXIIII), παρότι το εβδομήντα τέσσερα βρίσκεται σε όλα τα χειρόγραφα, διότι ο κώδικας της εισαγωγής είναι ο παλαιότερος. Θεωρείται ότι η γραφή του ως προγενέστερη είναι και αυθεντικότερη.
7.3.7 Η εισαγωγή στην Αποκάλυψη
Κατά παρόμοιο τρόπο ο ίδιος συμπιλητής έφτιαξε και εισαγωγή στην Αποκάλυψη, χρησιμοποιώντας την εισαγωγή του Πρισκιλλιανού στο κατά Ιωάννην και μια φράση πάλι από την επιστολή 53 του άγιου Ιερώνυμου προς τον Παυλίνο:
«Η Αποκάλυψη του Ιωάννη έχει τόσα μυστήρια όσες λέξεις. Λέγοντας αυτό, λέω λιγότερα από όσα αξίζει το βιβλίο[29].»
Η παραπάνω προσθήκη δεν βρίσκεται σε όλα τα χειρόγραφα και μάλλον ο αρχικός συμπιλητής δεν την βρήκε κατάλληλη. Η προσθήκη έγινε σε μεταγενέστερο χρόνο. Δύο ακόμα προσθήκες, οι οποίες έγιναν εξ αρχής είναι το ότι στην αρχή προσθέτει “Ioannes, apostolus et evangelista,...” προσθέτει το “evangelista” και στην συνέχεια μία ακόμα φράση “ut in coena super pectus eius recumberet”, η οποία προέρχεται από τον άγιο Ιερώνυμο επίσης[30].
7.3.8 Εισαγωγή στις καθολικές επιστολές και το κόμμα Ιωάννου
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει κάποιο κείμενο, το οποίο να αποδίδεται τελεσίδικα στον Πρισκιλλιανό ως εισαγωγή στις καθολικές επιστολές. Εκτιμάται ότι θα πρέπει να έχει γράψει ένα τέτοιο κείμενο, όπως έχει γράψει και Κανόνα τις επιστολές του απ. Παύλου[31]. Τον κανόνα αυτό διέσωσε και διέδωσε ένας Ισπανός μοναχός του πρώτου μισού του πέμπτου αιώνα, ο Περεγκρίνος. Ο Περεγκρίνος εικάζεται ότι ήταν κάποιος κρυφός θαυμαστής του Πρισκιλλιανού, ωστόσο δεν προσχώρησε ποτέ στην αίρεσή του και έκανε μια θαυμαστή δουλειά, όπως ο ίδιος ομολογεί: «... correctis his quae prauo sensu posita fuerant», διόρθωσε δηλαδή το κείμενο του κανόνα και το απάλλαξε από όλες τις κακοδοξίες του Πρισκιλλιανού. Δεδομένου ότι ο Πρισκιλλιανός έγραφε με καβάφικο τρόπο, ο Περεγκρίνος ήξερε ακριβώς πού να ψάξει στο κείμενο για κακοδοξίες, όπως ήξερε ακριβώς τι εννοούσε ο συγγραφέας, όταν έγραφε διφορούμενα. Σήμερα το διασωθέν κείμενο δεν περιέχει τις αιρετικές δοξασίες του Πρισκιλλιανού.
Πέρα από τον Κανόνα, η επιστήμη αναζητά στα χειρόγραφα κάποια ένδειξη για κάποιο κείμενο που θα μπορούσε να είναι του Πρισκιλλιανού, να είναι εισαγωγή στις καθολικές επιστολές και απλά να μην το έχουν εντοπίσει ακόμα. Αν σκεφτεί κανείς το πάθημα των δυτικών με τα προηγούμενα έργα του εν λόγω αιρετικού, δεν είναι περίεργη αυτή η αναζήτηση. Θέτει μάλιστα η επιστήμη και τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρεί ένα τέτοιο κείμενο. Επειδή, το στυλ του Πρισκιλλιανού είναι πλέον γνωστό και τα θέματα τα οποία διαχειρίζονταν στις εισαγωγές του επίσης, μπορούν να προϋποθέσουν το πώς θα έπρεπε να ειναι μία αντίστοιχη εισαγωγή.
Το γεγονός της μη αναφοράς του Πρισκιλλιανού στις επιστολές του Ιωάννου μέσα στην εισαγωγή του ευαγγελίου, παρότι ο αιρεσιάρχης “δανείζεται” από αυτές στοιχεία για να αναπτύξει την δική του αίρεση, όπως το “Iesum Christum in carnem venisse” (Α' Ιωάννου 2.23) και το περίφημο κόμμα Ιωάννου, αφήνει την υπόνοια ότι ανάλυσε τις επιστολες του σε ξεχωριστό κείμενο.
Επίσης, το γεγονός ότι ο Πρισκιλλιανός δίνει τόση σημασία στην σειρά των βιβλίων του κανόνα και τον σκοπό της συγγραφής τους, δεν αφήνει πολλά περιθώρια, παρά να υποθέσει κάποιος ότι και για τις καθολικές επιστολές θα είχε πολλά να πει τόσο για την θέση τους στον κανόνα της Καινής Διαθήκης, όσο και για τον σκοπό της συγγραφής τους. Και, όπως τα υπόλοιπα κείμενά του έφθασαν σε μας συγκεκαλυμμένα, σε πολλά χειρόγραφα και με την πρόφαση της ορθοδοξίας, μια αντίστοιχη εισαγωγή θα είχε επιζήσει κατά παρόμοιο συγκεκαλυμμένο τρόπο, περιμένοντας την επιστήμη να διαπιστώσει τον αληθινό συγγραφέα της. Υπάρχει όντως μια τέτοια εισαγωγή που πληρεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Είναι η παρακάτω:
«Η τάξη των επτά επιστολών, οι οποίες καλούνται καθολικές, δεν είναι η ίδια ανάμεσα στους Έλληνες που ακολουθούν την ορθή πίστη και αυτήν που βρίσκεται στους λατινικούς κώδικες, όπου ο Πέτρος, επειδή ήταν ο πρώτος των αποστόλων, επίσης έχει τις δύο επιστολές του πρώτες. Αλλά, όπως διορθώσαμε τους ευαγγελιστές στην σωστή τους σειρά, παρόμοια κάναμε και εδώ με την βοήθεα του Θεού. Η πρώτη είναι αυτή του Ιακώβου, μετά οι δύο του Πέτρου, οι τρεις του Ιωάννου και μία του Ιούδα. Καθώς αυτά γίνονται ορθώς κατανοητά έτσι μεταφράστηκαν με πίστη από μεταφραστές στα λατινικά, χωρίς να αφήνουν ασάφεια στους αναγνώστες, και χωρίς να επιτρέπουν στην διαφορά των γενεών για διαμάχη, ειδικά σε αυτό το κείμενο όπου η ενότητα της τριάδος έχει τοποθετηθεί στην πρώτη επιστολή του Ιωάννου, για το οποίο μέγα σφάλμα έχει συμβεί από άπιστους μεταφραστές σε αντίθεση με την αλήθεια της πίστης, οι οποίοι κράτησαν μόνο τις τρεις λέξεις νερό, αίμα και πνεύμα σε αυτήν την έκδοση, παραλείποντας να αναφέρουν τον Πατέρα, τον Λόγο και το Πνεύμα, στο οποίο ειδικά η καθολική πίστη δυναμώνεται και η ενότητα της ουσίας Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος επιβεβαιώνεται. Για τις άλλες επιστολές σε ποιο βαθμό η έκδοσή μας διαφέρει από τις άλλες το αφήνω στην πρόνοια του αναγνώστη. Αλλά εσύ, παρθένα του Χριστού, Ευστοχία, όταν με ρώτησες επίμονα σχετικά με την αλήθεια της Γραφής, εξέθεσες την ηλικία μου στο να ροκανιστεί από τα δόντια των ζηλόφθονων, οι οποίοι με κατηγορούν ως πλαστογράφο και διαφθορέα των Γραφών. Αλλά, σ' αυτήν την εργασία ούτε φοβάμαι τον φθόνο των κριτικών μου, ούτε αρνούμαι την αλήθεια της Γραφής σε αυτούς που την αναζητούν[32].»
Πολλά και ενδιαφέροντα σημεία υπάρχουν σε αυτό το κείμενο. Κατ' αρχάς στον κώδικα η εισαγωγή αναφέρεται ότι είναι γραμμένη από τον άγιο Ιερώνυμο. Η πληροφορία αυτή αμφισβητείται σήμερα από τους ακαδημαϊκούς, οπότε ο συγγραφέας αναφέρεται ως ψευδο-Ιερώνυμος. Ωστόσο, η διαμάχη για την πατρότητα εντάσσεται στο πλαίσιο της συζήτησης για το κόμμα Ιωάννου.
(Σχόλιο Τ.Ι.: Ιωάννειο κόμμα ή Κόμμα Ιωάννου - Λατ. comma Johanneum, ονομάζεται η προσθήκη της φράσης «ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ Πατὴρ, ὁ Λόγος καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, καὶ οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσι. καὶ τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῇ γῇ» στα εδάφια 7 και 8 του πέμπτου κεφαλαίου της Πρώτης Επιστολής του αποστόλου Ιωάννη στην Καινή Διαθήκη.)
Όσοι υποστηρίζουν ότι το κόμμα είναι αυθεντικό θέλουν η εισαγωγή αυτή να είναι του αγίου Ιερώνυμου, ώστε να υπάρχει μια αρχαία αυθεντική αναφορά σε αυτό. Από την άλλη, όσοι θεωρούν ότι το κόμμα είναι εμβόλιμο, αναζητούν άλλο συγγραφέα γι' αυτή την εισαγωγή. Η δική μας παρατήρηση είναι ότι μέσα στο κείμενο υπάρχει εσωτερική ένδειξη. Πράγματι, όταν γράφει ότι “με κατηγορούν ως πλαστογράφο και διαφθορέα των Γραφών”, βλέπουμε ότι ήδη από την εποχή εκείνη υπήρχε αμφισβητηση και συζήτηση για το εν λόγω κόμμα. Ακόμα και αν η εισαγωγή ήταν του αγίου Ιερώνυμου, τότε δεν θα είχαμε απόδειξη για την αυθεντικότητα του κόμματος, αλλά η συζήτηση για την αυθεντικότητά του θα ανάγονταν σε προηγούμενη εποχή. Από την άλλη, ο Πρισκιλλιανός είχε χρησιμοποιήσει το κόμμα σε αυθεντικό του κείμενο. Στην πρώτη του πραγματεία, «Liber Apologeticus» γράφει:
«... και όπως λέει ο Ιωάννης: τρεις είναι που μαρτυρούν στην γη, το νερό, η σάρκα και το αίμα και αυτοί οι τρεις είναι ένα, και τρεις μαρτυρούν στον ουρανό, ο Πατέρας, ο Λόγος και το Πνεύμα και αυτοί οι τρεις είναι ένα στον Χριστό Ιησού[33].»
Αυτή η παράθεση του αμφισβητούμενου κόμματος δημιούργησε την υποψία ότι ο Πρισκιλλιανός μπορεί να είναι και ο εισηγητής του κόμματος. Ο Kuenstle υποστηρίζει ότι η διάδοση του κόμματος έγινε από τα ισπανικά χειρόγραφα, τα οποία πρώτα περιέχουν αυτή την προσθήκη, ίσως μέσω του Περεγκρίνου, ο οποίος αναφέρθηκε παραπάνω. Ωστόσο, η διαφορά στο ύφος είναι εμφανής. Σε καμμιά από τις εισαγωγές του ο Πρισκιλλιανός δεν έκανε κάτι τόσο τολμηρό, σε καμιά δεν αποτύπωσε τις ιδέες του τόσο ξεκάθαρα, διότι, όχι μόνο γνώριζε τις αντιδράσεις που θα προέκυπταν, αλλά τις είχε βιώσει κιόλας. Αξιοσημείωτο είναι το εξής και πρέπει να επισημανθεί. Στο κείμενο ο Πρισκιλλιανός γράφει «και αυτοί οι τρεις είναι ένα» (et haec tria unum sunt), όχι ένας (unus), όπως θα έπρεπε, αν ήταν ο ίδιος εισηγητής του κόμματος. Με το “ένα”, απλά ερμηνεύει βάσει του Ιωαν. 10.30 «ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν». Κατά παρόμοιο τρόπο ερμηνευσαν και οι Τερτυλλιανός[34] και άγιος Κυπριανός[35]. Και οι δύο, Τερτυλλιανός και άγιος Κυπριανός, χρησιμοποίησαν το Α' Ιωαν. 5.7 για να ερμηνεύσουν το Ιωαν. 16.14-15, ενώ ο Πρισκιλλιανός για να τονίσει το Ιωάν. 14,11 . Λίγο πριν την παράθεση του κόμματος γράφει:
«... και με το να αναστηθεί [ο Χριστός] την τρίτη ημέρα, καθώς έγινε τύπος του μέλλοντος, έδειξε την ελπίδα της αναστάσεώς μας και με το να αναληφθεί στους ουρανούς, άνοιξε την οδό γι' αυτούς που ήρθαν σε αυτόν, ενώ ήταν ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί (Ιωαν. 14.11) [36].»
Από αυτό μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι ο Πρισκιλλιανός είχε μπροστά του την παλαιά λατινική έκδοση της Αγίας Γραφής με την παρουσία του κόμματος, όπως και οι Τερτυλιανός και Κυπριανός.
Επίσης, ας μην ξεχνάμε σε ποιον απευθύνονταν το «Liber Apologeticus». Απευθύνονταν στον πάπα Δάμασο και οποιαδήποτε παρεμβολή τέτοιου είδους θα γινόταν αμέσως αντιληπτή και θα είχε δυσμενές αποτέλεσμα. Θα ήταν για το λόγο αυτό απερισκεψία από μεριάς του Πρισκιλλιανού, να παραθέσει ως βιβλικό ένα χωρίο το οποίο δεν ήταν. Η παλαιολατινική Αγία Γραφή του Πρισκιλλιανού θα πρέπει να ήταν η ίδια με αυτήν του πάπα και μάλιστα αυτή που ήταν σε ευρεία χρήση την εποχή εκείνη πριν την Βουλγάτα.
Εκτός από το «Liber Apologeticus» ο Πρισκιλλιανός έγραψε άλλες δέκα πραγματείες, μία έκθεση της τριαδολογίας του, τέσσερις εισαγωγές και έναν κανόνα στις επιστολές του αποστόλου Παύλου. Μπορούμε να πούμε ότι ήταν πολυγραφότατος. Το Α' Ιωάν. 5.7 βρίσκεται μόνο μία φορά μέσα σε όλο αυτό το έργο και μάλιστα το αναφέρει, όχι για να το αναλύσει και να εξάγει κάποια αίρεση από αυτό, αλλά για να ενισχύσει ένα άλλο χωρίο. Σε αυτούς, λοιπόν, που θεωρούν ότι είναι δική του εφεύρεση και παρεμβολή στα χειρόγραφα της Αγίας Γραφής έχουμε να πούμε το εξής. Αν ο Πρισκιλλιανός ήταν μοναρχιανιστής, όπως υποστηρίζονταν, τότε ίσως αυτό να άξιζε να το μελετήσει κάποιος. Δείξαμε, όμως, στα προηγούμενα, ότι δεν ήταν μοναρχιανιστής αλλά δυαρχικός. Το κόμμα Ιωάννου δεν είχε τίποτα να προσφέρει στην αποδεικτική διαδικασία της δικής του αίρεσης: του ήταν αδιάφορο. Γι' αυτό και στο «De Trinitate Fidei Catholica», το κατ΄ εξοχήν τριαδολογικό του έργο, δεν το αναφέρει καθόλου. Η πατρότητα του κόμματος, λοιπόν, δεν ανήκει στον Πρισκιλλιανό, δεν είναι κληρονομιά του.
Αν τώρα θέλαμε να βρούμε κάποια ένδειξη της δικής του δυαρχικής αίρεσης στο παραπάνω χωρίο από τον Απολογητικό του είναι το “εν Χριστώ Ιησού”, όπου για άλλη μια φορά τονίζει το δεύτερο πρόσωπο εκ των τριών, ως αρχή. Αλλά το “in Christo Iesu” δεν υπάρχει σε κανένα χερόγραφο από όσα περιέχουν το κόμμα, ούτε καν στα ισπανικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο βιβλικό χωρίο οι μάρτυρες στον ουρανό έρχονται πρώτοι στην σειρά και ακολουθούν οι μάρτυρες στη γή. Ο Πρισκιλλιανός έχει την σειρά των μαρτύρων ανάποδα, ίσως γιατί έγραφε από μνήμης.
Συμπληρωματικά πρέπει να λεχθεί και το εξής. Στο πρισκιλλιανιστικό σύμβολο «Nos Patrem et Filium»[37], υπάρχει η παρακάτω φράση:
«Πατέρας Θεός, Υιός Θεός, και Πνεύμα άγιο Θεός˙ αυτοί οι τρεις είναι ένα στον Χριστό Ιησού[38].»
Λίγο παρακάτω γράφει:
«Αυτός που δεν έχει αυτή την αληθινή πίστη, δεν μπορεί να λέγεται καθολικός˙ αυτός που δεν κρατά την καθολική πίστη, ξένος είναι, βλάσφημος είναι, επαναστάτης κατά της αληθείας είναι[39].»
Αυτή η φράση βρίσκεται στο έργο του αγίου Κυπριανού «Περί της ενότητας της καθολικής Εκκλησίας 6»:
«Όποιος χωρίζεται από την Εκκλησία και ενώνεται με μοιχαλίδα, χωρίζεται από τις υποσχέσεις της Εκκλησίας˙ ούτε μπορεί αυτός που εγκαταλείπει την Εκκλησία του Χριστού να λάβει τις ανταμοιβές του Χριστού. Είναι ξένος˙ είναι βλάσφημος˙ είναι εχθρός[40].»
Από αυτό προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο Πρισκιλλιανός είχε μπροστά του και το έργο του αγίου Κυπριανού, στο οποίο αναφέρονταν το κόμμα. Εκτός αυτού αναφέρονταν στο κόμμα με το ίδιο ακριβώς ορθόδοξο τρόπο, όπως και ο άγιος Κυπριανός, με την ίδια ερμηνευτική.
Με βάση τα παραπάνω και για να επανέλθουμε στο θέμα μας, το οποίο δεν είναι σε καμιά περίπτωση το κόμμα Ιωάννου, αλλά η αναφερθείσα εισαγωγή, η πατρότητα της δεν προσθέτει ούτε αφαιρεί κάτι, δεν προσφέρει κάποιο επιχείρημα, υπέρ της εισαγωγής του κόμματος από τον Πρισκιλλιανό. Αντίθετα, με βάσει αυτό που ειπώθηκε προηγουμένως, μάλλον συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης του κόμματος στα παλαιολατινικά χειρόγραφα με την μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα. Επίσης, έχοντας υπόψιν το γνωστό ύφος του Πρισκιλλιανού, όταν αυτός αναφέρεται στον ανώνυμο αναγνώστη, του δίνει να καταλάβει ότι υπάρχει και ένα βαθύτερο νόημα, το οποίο δεν εκφράζεται, αλλά τον προκαλεί-προσκαλεί να το ανακαλύψει ο ίδιος, προφανώς απυθυνόμενος στον κύκλο που κατέχει την εσωτερική διδασκαλία.
Εδώ ο συγγραφέας εκφράζεται ελεύθερα, ονοματίζει τον αναγνώστη και αναφέρεται στις προκληθείσες αντιδράσεις, για τις οποίες, όμως, αδιαφορεί χάριν της αληθείας. Βέβαια, και ο Πρισκιλλιανός, παρά τον συνωμοτικό τρόπο γραφής του εξέγειρε από νωρίς αντιδράσεις και στο τέλος πλήρωσε το τίμημα. Εδώ να επισημάνουμε ότι το παράπονο υπάρχει και στον άγιο Ιερώνυμο, ο οποίος αναφέρεται συχνά στις επιθέσεις που δέχτηκε σε μεγάλη ηλικία για την μετάφραση της Βουλγάτα. Έπειτα, η εισαγωγική πρόταση «Non idem ordo est» μιμείται την αντίστοιχη του αγίου στον πρόλογό του στους ελάσσονες προφήτες: «Non idem ordo est duodecim prophetarum apud Hebraeos qui est apud nos[41]», όπως και στον πρόλογο στα σχόλια στον Ιωήλ: «non idem ordo est duodecim Prophetarum apud Septuangista interpretes,...[42]».
Εκτός αυτών η εισαγωγή στις καθολικές επιστολές δεν μπορεί να είναι του Πρισκιλλιανού και για έναν άλλο λόγο. Στην εισαγωγή στο κατά Ιωάννην υπερασπίζεται την σειρά στον κανόνα των ευαγγελίων, όπως υπήρχε στην vetus latina. Εκεί, έβρισκε ένα μυστικιστικό νόημα στην εν λόγω σειρά, κατά την οποία το ευαγγέλιο του Ιωάννη ήταν δεύτερο, μετά του Ματθαίου. Στην εισαγωγή στις καθολικές επιστολές βρίσκει λάθος στην κανονική αυτή σειρά. Υπερασπίζεται την τάξη, την οποία κρατούν οι Έλληνες κατά την ορθή πίστη και διορθώνει την παλαιολατινική σε αυτήν την οποία έχει η Βουλγάτα. Αυτό δεν μπορεί να είναι έργο του Πρισκιλλιανού.
7.3.9 Η διάδοση των προλόγων
Ο John Chapman έχοντας μελετήσει τα διαθέσιμα χειρόγραφα που περιέχουν τους προλόγους του Πρισκιλλιανού, φτιάχνει μια υποθετική ιστορία για την πιθανή διαδοσή τους. Αρχικά, αναρωτιέται για άλλη μια φορά:
«Πώς είναι δυνατόν οι Πρόλογοι του Πρισκιλλιανού να κατάφεραν να τοποθετηθούν σε σχεδόν όλα τα παλαιότερα χειρόγραφα της Βουλγάτας; Γράφτηκαν για την Ιτάλα˙ ο συγγραφέας τους ήταν ένας γνωστός αιρετικός˙ είναι γεμάτοι, πραγματικά, αιρέσεις˙ κι όμως αναπαράχθηκαν στις Βίβλους της Βουλγάτα των ορθοδόξων[43].»
Ο Πρισκιλλιανός έδρασε στην Ισπανία, οπότε είναι επόμενο να υποτεθεί ότι οι Πρόλογοι γράφτηκαν εκεί, ως προσθήκη στην δική του Βίβλο. Ο Πρισκιλλιανός είχε Αγία Γραφή στην παλαιολατινική της εκδοχή. Ωστόσο, οι Πρόλογοί του δεν βρίσκονται παρά μόνο σε δύο αντίγραφα αυτής της έκδοσης. Η συντριπτική πλειοψηφία των χειρογράφων που περιέχουν τους δικούς του Προλόγους αφορούν την Βουλγάτα . Τα δύο αυτά χειρόγραφα είναι ο Codex Colbertinus (c, 11ος-12ος αι. Ν. Γαλλία) και ο Codex Rhedigeranus (l, 7ος-8ος αι.). Επειδή ο πρισκιλλιανισμός επεκτάθηκε και στην Γαλατία, οι Πρόλογοι μεταφέρθηκαν εκεί, όπου ξεκίνησε η διάδοσή τους σε κάποιο από τα μοναστικά αντιγραφικά κέντρα της.
Πράγματι, την εποχή εκείνη δύο μεγάλα τέτοια κέντρα εδράζονταν στην Γαλατία, το ένα στην Lerins και το δεύτερο στην Τουρ. Η Τουρ είναι αρκετά βόρεια, οπότε μπορεί να αποκλειστεί με ασφάλεια. Άρα το πιθανέτερο αντιγραφικό κέντρο, από όπου ξεκίνησε η αντιγραφή των Προλόγων είναι η Lerins. Στην Lerins οι Πρόλογοι μπήκαν στην Βουλγάτα, όπου έγιναν μερικές διορθώσεις για να ταιριάζουν στην νέα τάξη των βιβλίων. Από εδώ επαναπατρίστηκαν πάλι στην Ισπανία, όπου και βρίσκονται τα χειρόγραφα με τις νέες διορθώσεις. Αυτό έγινε περίπου το 435 μ.Χ. Την ίδια εποχή έγινε η σύνθεση των Προλόγων στις Πράξεις και την Αποκάλυψη.
Οι πρόλογοι έφθασαν στην Ιρλανδία με τον άγιο Πατρίκιο. Από το δικό του αντίγραφο προέρχεται ο Codex Ardmachanus (99ος αι.). Τα χειρόγραφα αυτής της οικογένειας δεν έχουν διορθωμένη την σειρά των βιβλίων σύμφωνα με την Βουλγάτα. Επίσης, δεν περιέχουν την εισαγωγή στις Πράξεις, οπότε μπορεί να υποτεθεί με ασφάλεια ότι η μεταφορά τους εκεί έγινε πριν το 435 μ.Χ. Το ίδιο παρατηρείται και στον Νορθουμβριανό Codex Amiatinus (περίπου 700 μ.Χ.), όπως και στον Codex Oxoniensis (7ος αι.) του Καντέρμπουρυ. Από την ιρλανδέζικη οικογένεια προέρχεται η οικογένεια χειρογράφων του Αλκουΐνου, καθώς και ο ίδιος καταγόταν από την Νορθουμβρία. Αυτός ο ξακουστός θεολόγος των Φράγκων είχε στην κατοχή του και ερμήνευε τα ευαγγέλια με βάση τους πρόλογους του Πρισκιλλιανού . Ο άλλος ξακουστός θελόγος των Φράγκων, ο Θεοδούλφος, είχε επίσης στην κατοχή του και διάβαζε τους ίδιους προλόγους, από χειρόγραφο που προερχόταν, όμως, από διαφορετική οικογένεια. O Codex Theodulfianus (9ος αι.) προερχόταν από την ισπανική οικογένεια χειρογράφων.
Από το αββαείο του Lerins προέρχεται και η ιταλική οικογένεια χειρογράφων. Από εκεί απέκτησε το δικό του αντίγραφο ο Ευγύππιος, ο ιδρυτής του μοναστηριού στο Castellum Lucullanum. Ο Ευγύππιος ήταν φίλος με τον ηγούμενο Μαρίνο του Lerins, καθώς με δική του προτροπή συνέθεσε την συλλογή αποσπασμάτων του αγίου Αυγουστίνου[44]. Άρα είναι σίγουρο ότι το χειρόγραφό του προέρχονταν από το Lerins, περίπου το 510 μ.Χ. Από τον Ευγίππιο οι Πρόλογοι πέρασαν στον Κασσιόδωρο και τον Βίκτωρα της Καπύης. Ο τελευταίος επέβλεψε και την συγγραφή του Codex Fuldensis. Στην ιταλική οικογένεια οι Πρόλογοι εξαφανίζονται, καθώς δεν υπάρχουν στους άλλους ιταλικούς κώδικες[45]. Προφανώς εκεί κατάλαβαν ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί τους και δεν συνέχισαν να τους αντιγράφουν. Για παράδειγμα δεν υπάρχει στον Codex Oxoniensis (Gospels of St Augustine) που γράφτηκε στην Ρώμη τον ίδιο αιώνα.
Κατάλογος των χειρογράφων, τα οποία περιέχουν τους πρόλογους του Πρισκιλλιανού, δίνεται από τον Samuel Berger, στο Les préfaces jointes aux livres de la Bible dans les manuscrits de la Vulgate, εν Mémoires présentés par divers savants étrangers à l’Académie, Année 1904, 11-2, pp. 1-78. Για τον πρόλογο στο κατά Ματθαίον σελ. 55, κατά Μάρκον σελ. 57, κατά Λουκάν σελ. 58, κατά Ιωάννην σελ. 59, Πράξεις σελ. 60, Αποκάλυψη σελ. 69.
Ο Marco Conti αναφέρει ότι οι πρόλογοι υπάρχουν σε πάνω από 100 χειρόγραφα της Βουλγάτα[46]. Από αυτά το αρχαιότερο είναι ο Codex Harleianus[47], ο οποίος χρονολογείται τον έκτο αιώνα. Η πρώτη σύγχρονη έκδοση του κειμένου έγινε από τους J. Wordsworth και H. J. White το 1889[48]. Ακολούθησε η έκδοση του P. Crossen που στηρίχθηκε σε περισσότερα χειρόγραφα το 1896[49]. Το 1902 έχουμε την έκδοση του Hans Lietzmann[50] και το 1920 την οριστική έκδοση του D. De Bruyne[51], ο οποίος χρησιμοποίησε, εκτός από τα 24 χειρόγραφα που είχαν χρησιμοποιήσει οι προηγούμενοι, 5 περισσότερα για το κατά Ματθαίον, 6 για το κατά Μάρκον, 4 για το κατά Λουκάν και 6 για το κατά Ιωάννην.
[1] Würzburg, Universitätsbibliothek, Codex Mp. Th. q.3.
[2] G. Schepss (ed), Priscilliani quae superunt maximam partem nuper detexit adiectisque commenariis criticis et indicibus primus editit Georgius Schepss. Accedit Orosii Comonitorium de errore Priscillianistarum et Origenistarum, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 18, Vienna 1889.
[3] Η συγκριτική μελέτη των κειμένων στις σσ.240-250. Κείμενο και μετάφραση στις σσ. 217-233.
[4] John Chapman, Notes..., p. 223.
[5] “INCIPIT ARGUMENTUM EVANGELII SECUNDUM MATTHEUM. Mattheus ex Iudaeis 1 sicut in ordine primus ponitur, ita euangelium in Iudaea primus scripsit, cuius uocatio ad domtnum ex publicanis actibus fuit, duorum in generatione Christi principia praesumens, unius cuius prima circumcisio in carne, alterius cuius secundum cor electio fuit ; et ex utrisque in patribus Christus. Sicque quaterno denario numero triformiter posito, principium a credendi fide in electionis tempus porrigens, et ex electione in transmigrationis diem dirigens, atque a transmigratione usque ad Christum definiens, decursam aduentus domini ostendit generationem, ut et numero satisfaciens et tempori n et se quod esset ostenderet, et dei in se opus monstrans, etiam in his, quorum genus posuit, Christi operands a principio testimonium non negaret. Quarum omnium rerum tempus, ordo, numerus, dispositio uel ratio, quod fidei necessarium est, deus Christus est ; qui factus est ex muliere, factus sub lege, natus ex uirgine, passus in carne, omnia in cruce fixit, triumphans ea in semetipso,resurgens in corpore, ut patris nomen in patribus filio, et filii nomen patri restitueret in filiis, sine principio, sine fine, ostendens unum se cum patre esse, quia unus est. In quo euangelio utile (est) desiderantibus deum sic prima uel media uel perfecta cognoscere, ut et uocationem apostoli et opus euangelii et dilectionem dei in carne nascentis, per uniuersa legentes, intellegant, atque id in eo in quo adprehensi sunt et adprehendere expetunt recogrtoscant. Nobis enim hoc in studio argumenti fuit, et fidem factae rei tradere, et operands dei intellegendam diligenter esse dispositionem quaerentibus non tacere. EXPLICIT ARGUMENTUM EVANGELII SECUNDUM MATTHEUM”.
[6] Tractate I 533-540: “Nos autem venerabilis eclesiae dei per symbolum corpus ingressi indissolubilem fidem uno fonte tripertito rigatam in quattor evangeliorum dispositione cognovimus, nullum alium deum esse credentes nisi Christum deum dei fillium, qui pro nobis crucifixus in nomine suo baptismum remissionis ostendit, praedestinans a principio saeculi in profetia electos suos, ex quibus Christus secundum carrnem sicut et generatio domini in evangelio per eos disposita et edicta retinentur, per quos profetans se dominus adventus sui iter praestit, ...”. Marco Conti, Priscillian..., p. 64.
[7] Henry Chadwick, Priscillian of Avila: The Occult and the Charismatic in the Early Church, Oxford 1976, p. 104.
[8] Marco Conti, Priscillian of Avila, The Complete Works, Oxford 2010, p. 315.
[9] Priscillian, Tractatus II.40-42: “nec spem veniae tollere his, qui, si ea quae prima sunt no quaeunt, vel in mediis tertiisque consistunt, quoniam multis mansionibus apud deum patrem positis, si fides symboli incorrupta teneatur,...” Marco Conti, Priscillian of Avila,p.71. Επίσης παράλληλα χωρία στα Tractatus V.110-115, Marco Conti, Priscillian of Avila,p.113 Tractatus VI.178-80, Marco Conti, Priscillian of Avila, p. 127.
[10] Priscillian, Tractatus X.25-30: “ Et ideo qui conversus ad fidem Chrristi prima media postrema omnia quae per dominum facta et quae post sunt futura cognoverit, necessario temporaria de perpetuis, falsa de veris et segregans caduca de certis, ubi se divinum genus viderit, unum et indifferentem sibi deum retinens in ea quae neque in exordio neque fini obnoxiantur exultat”, Marco Conti, Priscillian of Avila, p. 147.
[11] INCIPIT ARGUMENTUM EVANGELII SECUNDUM IOHANNEM.Hic est Iohannes euangelista, unus ex discipulis dei, qui uirgo electus a deo est, quern de nuptiis uolentem nubere uocauit deus. Cui uirginitatis in hoc duplex testimonium in euangelio datur, quod et prae ceteris dilectus a deo dicitur, et huic matrem suam iens ad crucem commendauit deus, ut uirginem uirgo seruaret. Denique manifestans in euangelio quod erat ipse, incorruptibilis uerbi opus inchoans, solus uerbum caro factum esse, nee lucem a tenebris comprehensam fuisse, testatur, primum signum ponens quod in nuptiis fecit deus, ut ostendens quod erat ipse, legentibus demonstraret, quod ubi dominus inuitatur, deficere nuptiarum uinum debeat, ut ueteribus immutatis, noua omnia quae a Christo instituuntur appareant; de quo singula quaeque in ministerio acta uel dicta euangelii ratio quaerentibus monstrat. Hoc autem euangelium scripsit in Asia, posteaquam in Pathmos insula apocalypsin scripserat, ut cui in principio canonis incorruptibile principium in Genesi et incorruptibilis finis per uirginem in apocalypsi redderetur, dicente Christo 'Ego sum A et Ω'. Et hic est Iohannes, qui sciens superuenisse diem recessus sui, conuocatis discipulis suis in Epheso, per multa signorum experimenta conprobans Christum, descendens in defossum sepulturae suae locum, facta oratione, positus est ad patres suos, tarn extraneus a dolore mortis quam a corruptione carnis inuenitur alienus. Qui etsi post omnes euangelium scripsisse dicitur, tamen dispositione canonis ordinati post Mattheum ponitur; quoniam in domino, quae nouissima sunt, non uelut extrema et abiecta numero sed plenitudinis opere perfecta sunt ; et hoc uirgini debebatur. Quorum tamen uel scriptorum tempore dispositio uel librorum ordinatio ideo per singula a nobis non exponitur, ut, sciendi desiderio conlocato, et quaerentibus fructus laboris, et deo magisterii doctrina, seruetur. EXPLICIT ARGUMENTUM EVANGELII SECUNDUM IOHANNEM.
[12] Βλ. σχετ. A.A. Jacobs, The Disorder of Books: Priscillians Canonical Defence of Apocrypha, Harvard Theological Review 93.2 (April 2000), pp. 135-159.
[13] Πράξεις Ιωάννου 97-100, Th.Zahn, Acta Joanis, Erlangen 1880, pp.222-3.
[14] Πράξεις Ιωάννου 97-100: “ ἐγώ μέν ἰδών αὐτόν πάσχοντα οὐδέ προσέμεινα αὐτοῦ τό πάθος, ἀλλ΄ ἔφυγον ἐπί τό ὄρος τῶν ἐλαιῶν, κλαίωνἐπί τῷ συμβεβηκότι. Καί ὅτε τό 'ἆρον' ἐβοᾶτο, ἀπεκρεμάσθη ὥρας ἕκτης ἡμερινῆς, καί σκότος ἐφ' ὅλης τῆς γῆς ἐγεγόνει. Καί στάς ὁ κύριός μου ἐν μέσω τοῦ σπηλαίου καί φωτίσας με εἶπεν· 'Ἰωάννη, τῷ κάτω ὄχλῳ ἐν Ἰεροσολύμοις σταυροῦμαι καί λόγχαις νύσσομαι, καί καλάμοις ὄξος τε καί χολήν ποτίζομαι· σοί δέ λαλῶ καί ὅ λαλῶ ἄκουσον. Ἐγώ σοι ὑπέβαλον ἀνελθεῖν εἰς τοῦτο τό ὄρος, ὅπως άκούσῃς ἅ δεῖ μαθητήν παρά διδασκάλου μανθάνειν καί ἄνθρωπον παρά θεοῦ'. Καί εἰπῶν ταῦτα ἔδειξέ μοι σταυρόν φωτός πεπηγμένον καί περί τόν σταυρόν ὄχλον πολύν, μίαν μορφήν μή ἔχοντα· καί ἐν αὐτῷ ἤν μορφή μία καί ἰδέα ὁμοία. Αὐτόν δέ τόν κύριον ἐπάνω τοῦ σταυροῦ ἑώρων σχῆμα μή ἔχοντα, ἀλλά τονά φωνήν μόνον, φωνήν δέ οὐ ταύτην τήν ἡμῖν συνήθη, ἀλλά τινα ἡδεῖαν καί χρηστήν καί ἀληθῶς θεοῦ, λέγουσαν πρός με· 'Ἰωάννη, ἕνα δεῖ παρ΄ ἐμοῦ ταῦτα ἀκοῦσαι· ἑνός γάρ χρῄζω τοῦ μέλλοντος ἀκούειν· ὁ σταυρός ὁ τοῦ φωτός ποτέ μέν λόγος καλεῖται ὑπ' ἐμοῦ δι' ὑμᾶς, ποτέ δέ νοῦς, ποτέ δέ Χριστός, ποτέ δέ θύρα, ποτέ δέ ὁδός, ποτέ ἄρτος, ποτέ σπόρος, ποτέ ἀνάστασις, ποτέ Ἰησοῦς, ποτέ πατήρ, ποτέ πνεῦμα, ποτέ ζωή, ποτέ ἀλήθεια, ποτέ πίστις, ποτέ χάρις”.
[15] Chapman, Notes …, p.227.
[16] Th. Zahn, Acta Joanis, Erlangen 1880, pp.162-4.
[17] “INCIPIT ARGUMENTUM EVANGELII SECUNDUM LUCAM. LucasSyrus, natione Antiochensis, arte medicus, discipulus apostolorum, postea Paulum secutus usque ad confessionem eius, seruiens deo sine crimine. Nam neque uxorem umquam habens neque filios , .LXXIIII annorum obiit in Bithynia, plenus Spiritu Sancto. Qui cum iam descripta 8 essent euangelia, per Mattheum quidem in Iudaea, per Marcum autem in Italia, Sancto instigante Spiritu in Achaiae partibus hoc scripsit euangelium, significans etiam ipse in principio ante alia esse descripta. Cui extra ea quae ordo euangelicae dispositionis exposcit, ea maxime necessitas fuit laboris ut primum Graecis fidelibus, omni perfectione uenturi in carnem dei manifestata, ne iudaicis fabulis intenti in solo legis desiderio tenerentur, uel ne hereticis fabulis et stultis sollicitationibus seducti excederent a ueritate, elaboraret; dehinc ut in principio euangelii, Iohannis natiuitate praesumpta, cui euangelium scriberet, et in quo electus scriberet, indicaret, contestificans in se completa esse quae essent ab aliis inchoata. Cui ideo, post baptismum filii dei, a perfectione generationis in Christo impletae et repetendae a principio natiuitatis humanae potestas permissa est, ut requirentibus demonstraret in quo adprehendens erat , per Nathan filium introitu recurrentis in deum generationis admisso, indispartibilis deus ut praedicans in hominibus Christum suum, perfecti opus hominis redire in se per filium faceret, qui per Dauid patrem uenientibus iter praebebat in Christo. Cui Lucae non inmerito etiam scribendorum apostolicorum Actuum potestas in ministerio datur, ut deo in deum pleno, ac filio perditionis extincto, oratione ab apostolis facta, sorte domini electionis numerus compleretur,sicque Paulus1 consummationem apostolicis Actibus daret,quern diu contra stimulos recalcitrantem dominus elegisset.Quod legentibus ac requirentibus deum etsi per singula expediri a nobis utile fuerat, scientes tamen quod operantem agricolam oporteat de fructibus suis edere, uitamus publicam curiositatem, ne non tarn demonstrare uolentibus deum uideremur quam fastidientibus prodidisse. EXPLICIT ARGUMENTUM EVANGELII SECUNDUM LUCAM.
[18] De ortu et orbitu patrum cap.82. “Lucas Antiochenus, evangelista, et apostolicae conscriptor historiaw, natione Syrus, arte medicus, Graeco eloquio eruditus, quem plerique tradunt proselytum fuisse, et Hebraeas litteras ignocasse. Hic tamen fuit Pauli discipulus et individuus comes peregrinationis ejus. Quique ab ineunte pueritia castissimus fuit, et evangelicae praedicationis opus exercuit. Obiit septuagesimo quarto vitae suae anno. Septulus in Bithynia, cujus quidem ossa regnante Constantino Constantinopolim fuerunt translata”, PL 83.154.
[19]. Chapman, Notes …, p.237. Επίσης στο Engelbert Gutwenger, The Anti-Marcionite Prologues, στο Theological Studies, vol.7 issue 3 (1946), pp.393-4. Το κείμενο βρίσκεται σε δύο χειρόγραφα, στο Εθν. Βιβλιοθ. 91 (Αθήνα), που χρονολογείται στον 12ο αι. (ο Scrivener στον 10ο αι.) και στο Bodl. Misc. Gr 141 (11ος αι.). Στο σημείο συτό ακολουθώ τον Engelbert Gutwenger, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο λεγόμενος αντι-μαρκιονιτικός πρόλογος στο κατά Μάρκον στηρίζεται στον λεγόμενο μοναρχιανό (ο.π pp. 403-405), δηλαδή στον πρόλογο του Πρισκιλλιανού, και μάλιστα υποστηρίζει ότι “It is easier to strip the Monarchian prologue of its obscurities than to turn a simple prologue into one which, though complicated, is not disjointed” και αυτό είναι το έργο του αγίου Μεθοδίου.
[20] INCIPIT ARGUMENTUM EVANGELII SECUNDUM Marci. Marcus, euangelista dei, et Petri in baptismate filius atque in diuino sermone discipulus, sacerdotium in Israhel agens, secundum carnem leuita, conuersus ad fidem Christi, euangelium in Italia scripsit, ostendens in eo quid et generi suo deberet et Christo. Nam initium principii in uoce propheticae exclamationis instituens, ordinem leuiticae electionis ostendit, ut praedicans praedestinatum Iohannem filium Zachariae in uoce angeli adnuntiantis emissum, non solum uerbum caro factum sed et corpus domini in omnia per uerbum diuinae uocis animatum initium euangelicae praedicationis ostenderet, ut quis haec legens sciret cui initium carnis in domino et dei aduenientis habitaculum caro deberet agnoscere, atque in se per uerbum uocis, quod in consonantibus perdiderat, inueniret. Denique perfecti euangelii opus intrans, et a baptismo domini praedicare deum inchoans, non laborauit natiuitatem carnis quam in prioribus uicerat dicere, sed totus in primis expulsionem deserti, ieiunium numeri,temtationem diaboli, congregationem bestiarum et ministerium protulit angelorum, ut instituens nos ad intellegendum, singula in breui conpingens, nee auctoritatem factae rei adimeret, et perficiendo operi plenitudinem non negaret. Denique amputasse sibi post fidem pollicem dicitur, ut sacerdotio reprobus haberetur, sed tantum consentiens fidei praedestinata potuit electio, ut nee sic in opere uerbi perderet quod prius meruerat in genere, nam Alexandriae episcopus fuit. Cuius per singula opus scire, et euangelii in se dicta disponere et disciplinam in se legis agnoscere, et diuinam domini in carne intellegere naturam, quae et nos primumrequiri, dehinc inquisita uolumus agnosci, habentes mercedem exhortationis, quoniam qui plantat et qui inrigat unum sunt, qui autem incrementum praestat deus est. EXPLICIT ARGUMENTUM EVANGELII SECUNDUM MARCI”.
[21] Chapman, Notes …, p.233.
[22] “᾿Ασπάζεται ὑμᾶς ἡ ἐν Βαβυλῶνι συνεκλεκτὴ καὶ Μᾶρκος ὁ υἱός μου” Α' Πέτρου 5.13.
[23] “αὐτίκα ὁ δηλωθεὶς γόης ὥσπερ ὑπὸ θείας καὶ παραδόξου μαρμαρυγῆς τὰ τῆς διανοίας πληγεὶς ὄμματα ὅτε πρότερον ἐπὶ τῆς Ἰουδαίας ἐφ᾿ οἷς ἐπονηρεύσατο πρὸς τοῦ ἀποστόλου Πέτρου κατεφωράθη, μεγίστην καὶ ὑπερπόντιον ἀπάρας πορείαν τὴν ἀπ᾿ ἀνατολῶν ἐπὶ δυσμὰς ᾤχετο φεύγων, μόνως ταύτῃ βιωτὸν αὐτῷ κατὰ γνώμην εἶναι οἰόμενος. ἐπιβὰς δὲ τῆς Ῥωμαίων πόλεως, συναιρομένης αὐτῷ τὰ μεγάλα τῆς ἐφεδρευούσης ἐνταῦθα δυνάμεως, ἐν ὀλίγῳ τοσοῦτον τὰ τῆς ἐπιχειρήσεως ἤνυστο, ὡς καὶ ἀνδριάντος ἀναθέσει πρὸς τῶν τῇδε οἷα θεὸν τιμηθῆναι. οὐ μὴν εἰς μακρὸν αὐτῷ ταῦτα προυχώρει. παρὰ πόδας γοῦν ἐπὶ τῆς αὐτῆς Κλαυδίου βασιλείας ἡ πανάγαθος καὶ φιλανθρωποτάτη τῶν ὅλων πρόνοια τὸν καρτερὸν καὶ μέγαν τῶν ἀποστόλων, τὸν ἀρετῆς ἕνεκα τῶν λοιπῶν ἁπάντων προήγορον, Πέτρον, ἐπὶ τὴν Ῥώμην ὡς ἐπὶ τηλικοῦτον λυμεῶνα βίου χειραγωγεῖ· ὃς οἷά τις γενναῖος θεοῦ στρατηγὸς τοῖς θείοις ὅπλοις φραξάμενος, τὴν πολυτίμητον ἐμπορίαν τοῦ νοητοῦ φωτὸς ἐξ ἀνατολῶν τοῖς κατὰ δύσιν ἐκόμιζεν, φῶς αὐτὸ καὶ λόγον ψυχῶν σωτήριον, τὸ κήρυγμα τῆς τῶν οὐρανῶν βασιλείας, εὐαγγελιζόμενος. οὕτω δὴ οὖν ἐπιδημήσαντος αὐτοῖς τοῦ θείου λόγου, ἡ μὲν τοῦ Σίμωνος ἀπέσβη καὶ παραχρῆμα σὺν καὶ τῷ ἀνδρὶ καταλέλυτο δύναμις· τοσοῦτον δ᾿ ἐπέλαμψεν ταῖς τῶν ἀκροατῶν τοῦ Πέτρου διανοίαις εὐσεβείας φέγγος, ὡς μὴ τῇ εἰς ἅπαξ ἱκανῶς ἔχειν ἀρκεῖσθαι ἀκοῇ μηδὲ τῇ ἀγράφῳ τοῦ θείου κηρύγματος διδασκαλίᾳ· παρακλήσεσιν δὲ παντοίαις Μάρκον, οὗ τὸ εὐαγγέλιον φέρεται ἀκόλουθον ὄντα Πέτρου, λιπαρῆσαι, ὡς ἂν καὶ διὰ γραφῆς ὑπόμνημα τῆς διὰ λόγου παραδοθείσης αὐτοῖς καταλείψοι διδασκαλίας, μὴ πρότερόν τε ἀνεῖναι ἢ κατεργάσασθαι τὸν ἄνδρα, καὶ ταύτῃ αἰτίους γενέσθαι τῆς τοῦ λεγομένου κατὰ Μάρκον εὐαγγελίου γραφῆς. ...” Ευσέβιου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία β.15.
[24] Priscillian, Tractatus VI.90-1 “Denique deus noster adsumens carnem, formam in se dei et hominis idest divinae animae ed terrenae carnis adsignans” , Marco Conti, Priscillian of Avila, p.123.
[25] Ιππόλυτος Ρώμης, Κατά Πασῶν Αἱρέσεων Ἔλεγχος VIII.30, (CSEG, Hippolytus Werke, III [Leipzig, 1916], p. 215.
[26] Engelbert Gutwenger, The Anti-Marcionite Prologues,p. 393.
[27] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙ, 14, 6.
[28] Το εν λόγω απόσπασμα είναι το εξής: “Actus apostolorum nudam quidem sonare uidentur historiam et nascentis ecclesiae infantiam texere ; sed si nouerimus scriptorem eorum Lucam esse medicum cuius laus est in euangelio, animaduertemus pariter omnia uerba illius animae languentis esse medicinam”. Epistola LIII ad Paulinum, PL 22.540. “ Οι πράξεις των αποστόλων φαίνεται να απηχούν και να εξυφαίνουν την αλουστράριστη ιστορία της παιδικής ηλικίας της νεοτεχθείσας Εκκλησίας· αλλά αν σκεφτεί κανείς ότι είναι έργο του ίδιου Λουκά του ιατρού, του οποίου η δόξα είναι το ευαγγέλιο, καταλαβαίνει ότι τα λόγια του είναι φάρμακα της άρρωστης ψυχής”.
[29] “Apocalypsis Ioannis tot habet sacramenta quot uerba. Parum dixi, pro merito uoluminis, laus omnis inferior est.' PL 22,540.
[30] Commentaria in Evangelium S. Matthaei PL 26.15-219: “Iohannes apostolus et evanglista, quem Iesus amavit plurimum, qui super pectus domini recumbens purissima doctrinarum fluenta potavit, et qui solus de cruce mervit audire Ecce mater tua”.
[31] Marco Conti, Priscillian..., pp. 165-210.
[32] “Non idem ordo est apud Graecos, qui integre sapiunt et fidem rectam sectantur, epistolarum septem quae canonicae nuncupantur, qui inLatinis codicibus inuenitur; ut, quia Petrus primus est in numero apostolorum, primae sint etiam eius epistolae in ordine ceterarum. Sed, sicut euangelistas dudum ad ueritatis lineam correximus, ita has proprio ordini , Deo nos iuuante, reddidimus. Est enim prima earum una Iacobi, Petri duae, Ioannis tres, et Iudae una. Quae si, ut ab eis digestae sunt, ita quoque ab interpretibus fideliter in Latinum uerterentur eloquium, nee ambiguitatem legentibus facerent, nee sermonum sese varietas impugnaret; illo praecipue loco ubi de unitate Trinitatis in prima Ioannis epistola positum legimus. In qua etiam ab infidelibus translatoribus multum erratum esse a fidei ueritate comperimus: trium tantum vocabula, hoc est, aquae, sanguinis et spiritus, in sua editione ponentes; et Patris, Verbique ac Spiritus testimonium omittentes; in quo maxime et fides catholica roboratur, et Patris et Filii ac Spiritus sancti una divinitatis substantia conprobatur. In caeteris uero epistolis, quantum a nostra aliorum distet editio, lectoris prudentiae derelinquo. Sed tu, virgo Christi Eustochium, dum a me impensius Scripturae veritatem inquiris, meam quodam modo senectutem inuidorum dentibus corrodendam exponis, qui me falsarium corruptoremque sanctarum pronuntiant scripturarum. Sed ego in tali opere nee aemulorum meorum inuidiam pertimesco, nee sanctae scripturae veritatem poscentibus denegabo”. Το κείμενο από τον Codex Fuldensis, ο οποίος αναφέρθηκε παραπάνω.
[33] Liber Apologeticus 45-48: “sicut Iohannes ait: tria sunt quae testimonium dicunt in terra: aqua, caro, et sanguis et haec tria in unum sunt, et tria sunt quae testimonium dicunt in caelo: pater, verbum et spiritus et haec tres unum sunt in Christo Iesu” Marco Conti, Priscillian..., pp. 34-35.
[34] Adversus Praxean 25.1: “Ita connexus Patris in Filio, et Filii in Paracleto, tres efficit cohaerentes, alterum ex altero, qui tres unum sunt” PL 2.188.
[35] De ecclesiae catholicae unitate 6: “Dicit Dominus: Ego et Pater unum sumus. Et iterum de Patre et Filio et Spiritu sancto scriptum est: Et tres unum sunt” CSEL 3, 1, p. 215.
[36] Liber Apologeticus 42-45: “ac tertia die resurgens factus futuri forma spem nostac resurrectionis ostendit et ascendens in caelos venientibus ad se iter construit totus in patre et pater in ipso”, Marco Conti, Priscillian..., pp. 34-35.
[37] Aυτό το σύμβολο, το οποίο είναι γνωστό ως Fides S. Ambrosii, περιλαμβάνεται στο Codex Canonum Ecclesiasticorum et Constitutorum Sanctae Sedis Apostolicae. Πρώτα το εξέδωσε ο Migne στο Patrologia Latina 58.582 Α-Β, ως παράρτημα στα έργα του Λέοντα του Μέγα. Ο K. Kuenstle το απέδωσε στον Πρισκιλλιανό και το συμπεριέλαβε στην συλλογή Antipriscilliana, Freiburg 1905, ss.59-60, τελική έκδοση στο E.S. Buchanan, The Codex Muratorianus, JTS 1907, pp. 537-545 (542). Επίσης στον ίδιο τον Πρισκιλλιανό το αποδίδει και οAdhémar D' Alès, Priscillien et l'Espagne crétienne à la fin du lve siècle, Paris 1936, p.121-2, αντίθετη άποψη στο B. Fischer, Vetus Laina. Die Reste der Altlateinischen Bibel, nach Petrus Sabatier neu gesammelt und herausgegeben von der Erzabtei Beuron, I. Lieferung: Verzeichnis der Sigel für Handschiften und Kirchenschriftsteller, Freiburg 1949, s. 48. Ο Marco Conti δεν το συμπεριλαμβάνει στα έργα του Πρισκιλλιανού.
[38] “Pater deus, filius deus et spiritus sanctus deus. Haec unum sunt in Christo Iesu” . Karl Kuenstle, Antipriscilliana, Dogmengeschichtliche Untersuchungen und Texte aus dem Streite gegen Priscillians Irrlehre, Freiburg 1905, s. 59.
[39] “Si quis vero hanc fidem non habet, catholicus dici non potest. Qui catholicam non tenet fidem, alienus est, profanus est, adversus veritatem rebellis est”, K. Kuenstle, Antipriscillina, s. 59-60.
[40] Cyprianus, De Catholicae Ecclesiae Unitate 6: “Quisque ab ecclesia segregatus adulterae iungitur a promisis ecclesiae separatur, nec perveniet ad Christi praemia qui reliquit ecclesiam Christi. Alienus est, profanus est, hostis est”. CSEL 3.1 p. 214.
[41] Biblia Sacra Vulgatae Editionis Sixti V. Pontiificis Maximi Jussu Recognita, et Clementis VIII, (1829), p. 13.
[42] S. Hieronymi, Commentarium in Joelem Prophetam Liber Unus, PL 25.947.
[43] John Chapman, Notes..., p. 277.
[44] John Chapman, Notes..., p. 96.
[45] Ο.π. p. 283.
[46] Marco Conti, Priscillian..., p. 29.
[47] London, British Library , Harl. 1775.
[48] J. Wordsworh-H.J.White, Novum Testamentum Domini Nostri Iesu Christi Latine secundum editionem Sancti Hieronymi, vol. 1 Oxford 1889-98, pp. 15-17 (Ματθαίος), pp. 171-3 (Μάρκος), pp. 269-71 (Λουκάς), pp. 485-7 (Ιωάννης).
[49] P. Crossen, Monarchianische Prologe zu den vier Evangelien: Ein Beitrag zur Geschichte des Kanons, Texte und Untersuchungen zzur Geschichte der altchristlichen Litteratur, 15 (Leipzig 1896), ss. 5-10.
[50] H. Lietzmann, Das Muratorische Fragment und die monarchianischen Prologe zu den Evangelien, εν Kleine Texte 1 (Bonn 1902), ss. 12-16.
[51] D. De Bruyne, Préfaces de la Bible latine, Namur 1920, pp. 224-34.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου