7.2 Από τον Μανιχαϊσμό στο Filioque Μέρος Β΄
Πρισκιλλιανός, η διδασκαλία του
Τα τελευταία χρόνια γίνεται συζήτηση για το αν καταδικάστηκε ο Πρισκιλλιανός στη Σύνοδο της Σαραγόσσα. Από την μια ο Σουλπίκιος Σεβήρος αναφέρει με βεβαιότητα την καταδίκη του Πρισκιλλιανού, όπως και των επισκόπων Ινστάντιου και Σαλβιανού, καθώς και του λαϊκού Ελπίδιου[1], από την άλλη ο ίδιος ο Πρισκιλλιανός αρνείται την καταδίκη του στον πάπα Δάμασο. Σύγχρονοι μελετητές τείνουν να πιστέψουν τον τελευταίο[2], κυρίως επειδή δεν υπάρχει ονομαστική καταδίκη στο κείμενο των πρακτικών της συνόδου. Ας δούμε, λοιπόν, τα πρακτικά της συνόδου.
7.2.1 Η Σύνοδος της Σαραγόσσα 380 μ.Χ.
Αυτό που εμείς σήμερα ονομάζουμε Πρακτικά της Συνόδου είναι ένα κείμενο του οποίου η χειρόγραφη παράδοση είναι μη ανιχνεύσιμη[3]. Αυτό σημαίνει, δηλαδή, ότι δεν γνωρίζουμε πώς έφθασαν μέχρι σήμερα τα σωζόμενα χειρόγραφα, ούτε και με ποια σειρά μπορούν να χρονολογηθούν. Στην πραγματικότητα πρόκειται για απόσπασμα των πρακτικών. Αυτό μπορεί να το καταλάβει κάποιος από την απουσία των υπογραφών των επισκόπων που συμμετείχαν. Αν δεν υπήρχε ο περιληπτικός πρόλογος δεν θα γνωρίζαμε ούτε καν ποιοι ήταν οι συμμετέχοντες επίσκοποι. Ο πρόλογος έχει ως εξής:
«Caesaragusta in secretario residentibus episcopis Fitadio, Delfino, Eutycio, Ampelio, Augentio, Lucio, Itacio, Splendonio, Valerio, Symposio, Carterio et Idacio,ab universis dictum est: Recitetur sententia. Lucius episcopis legit.»
Μπορεί να παρατηρήσει κάποιος ότι εδώ δίνεται ο τόπος της συγκέντρωσης, δηλαδή το συνοδικό του επισκοπείου της Καισαραυγούστας, και οι συμμετέχοντες στη σύνοδο επίσκοποι ονομαστικά. Σε κανέναν δεν αναφέρεται η έδρα του, σε ποια επισκοπή ήταν τοποθετημένος, όπως κανονικά θα έπρεπε. Από ιστορικές πηγές, όπως για παράδειγμα ο Σουλπίκιος Σεβήρος, γνωρίζουμε τις επισκοπικές τους έδρες.
Πρόκειται για πολύ προχειρογραμμένο κείμενο και δεν μπορεί να θεωρηθεί επίσημο κείμενο πρακτικών. Απουσιάζουν επίσης οι συζητήσεις που έγιναν κατά την διάρκεια της συνόδου. Αμέσως μετά τον πρόλογο ακολουθούν οι κανόνες, οκτώ στο σύνολο.
7.2.2 Κανόνας α'.
«Ότι οι πιστές γυναίκες δεν πρέπει να αναμιγνύονται στις συνάξεις με άνδρες με τους οποίους δεν είναι παντρεμένες.
Ότι όλες οι πιστές και βαπτισμένες γυναίκες της καθολικής Εκκλησίας πρέπει να είναι ξεχωριστά από τους ξένους άνδρες στα κηρύγματα και τις συνάξεις, ούτε να συγκεντρώνονται μεταξύ τους οι ίδιες, ούτε για να διδάξουν, ούτε για να μάθουν, όπως διατάσσει ο απόστολος. Όλοι οι επίσκοποι είπαν: Ανάθεμα, όποιος δεν υπακούει στις αποφάσεις αυτής της συνόδου[4].»
Όλοι οι σχολιαστές συμφωνούν ότι ο κανόνας αυτός αναφέρεται στις ανήθικες πρακτικές των οπαδών του Πρισκιλλιανού[5]. Άλλοι, βέβαια, θεωρούν ότι οι κατηγορίες είναι αληθινές και άλλοι κατασκευασμένες. Για την φράση «vivorum alienorum» κάποιοι θεωρούν ότι αναφέρεται σε άνδρες ξένους προς την εκκλησία[6], ενώ άλλοι σε άνδρες ξένους προς τις γυναίκες[7], δηλαδή όχι του στενού οικογενειακού κύκλου. Η δεύτερη ερμηνεία είναι η πιο πιθανή καθώς συνάδει με το πνεύμα του κανόνα και τις πρακτικές που απαγορεύει.
Το δεύτερο μέρος του κανόνα που απαγορεύει στις γυναίκες να συναθροίζονται μόνες τους είτε για διδασκαλία, είτε για κατήχηση, συνάδει με το αποστολικό:
«Γυνὴ ἐν ἡσυχίᾳ μανθανέτω ἐν πάσῃ ὑποταγῇ· γυναικὶ δὲ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ αὐθεντεῖν ἀνδρός, ἀλλ᾿ εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ.» (Α' Τιμ. 2,11-12).
Ο πυρήνας της αλήθειας των απαγορεύσεων του κανόνα για τις ανήθικες πρακτικές των πρισκιλλιανιστών επιβεβαιώνεται από δύο στοιχεία. Το πρώτο είναι η ομολογία του ίδιου του Πρισκιλλιανού ενώπιον του αυτοκράτορα Μάξιμου στους Τρεβήρους. Εκεί ο Πρισκιλλιανός ομολόγησε «νυκτερινές συνάξεις με άχρειες γυναίκες» (nocturnos etiam turpium feminarum egisse conventus), όπως είδαμε στο πρώτο μέρος.
Το δεύτερο στοιχείο βρίσκεται στην επιστολή του αγίου Αυγουστίνου στον Κονσέντιο, ‘Ad Consentium, contra mendacium’. To 419 μ.Χ. κάποιος Κονσέντιος, μάλλον λαϊκός και φίλος του αγίου Αυγουστίνου, έστειλε μία επιστολή (νο 11) στον άγιο, όπου του εξιστορούσε, αφενός μεν την τρομακτικών διαστάσεων εξάπλωση της αίρεσης στην Ισπανία, και αφετέρου τις δικές του ενέργειες για την αποκάλυψη των αιρετικών. Επειδή οι δικές του ενέργειες προϋπόθεταν απάτη και ψεύδος, ο Αυγουστίνος έγραψε μια επιστολή, μέσα από την οποία του εξηγούσε ότι ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Διαβάζουμε σε αυτήν την επιστολή για το θέμα του κανόνα:
«Αλλά αν η δικαιοσύνη δίκαια τιμωρεί έναν κλέφτη, αν και αυτός θα ισχυρίζονταν και θα αποδείκνυε ότι αφαίρεσε περισσεύματα από έναν πλούσιο ώστε να μπορέσει να ικανοποιήσει τις ανάγκες ενός φτωχού· αν αξίως τιμωρεί έναν παραχαράκτη, αν και αυτός θα μπορούσε να αποδείξει ότι γι' αυτό το σκοπό αλλοίωσε την διαθήκη άλλου, ώστε να γίνει κληρονόμος κάποιος που εξ αυτής θα έκανε μεγάλες ελεημοσύνες, όχι κάποιος που δεν θα έκανε καμία· αν αξίως τιμωρεί έναν μοιχό, ακόμα και αν αυτός μπορούσε να αποδείξει ότι από έλεος διέπραξε μοιχεία, ώστε δι’ αυτής με την οποία την διέπραξε να σώσει κάποιον από τον θάνατο· τελικά, για να έρθω πιο κοντά στο θέμα της συζήτησης, αν αξίως τιμωρεί αυτόν, ο οποίος με πρόθεση συνευρέθηκε σε αγκαλιά μοιχείας με κάποια γυναίκα, ενήμερος για την ανήθικη συμπεριφορά των Πρισκιλλιανιστών, ώστε να μπορέσει να περάσει την απόκρυψή τους· σε ικετεύω, όταν ο Απόστολος λέει, μηδὲ παριστάνετε τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα ἀδικίας τῇ ἁμαρτίᾳ, (Προς Ρωμαίους 6,13) και ως εκ τούτου ούτε χέρια, ούτε μέλη του φύλου, ούτε άλλα μέλη είναι σωστό να υποκύπτουν σε επαίσχυντες πράξεις με σκοπό να μπορέσουν να ξεσκεπάσουν τους Πρισκιλλιανιστές[8].»
Από τις δύο αυτές πηγές επιβεβαιώνεται, ότι ο κανόνας της συνόδου αντιμετωπίζει πραγματικά περιστατικά.
7.2.3 Κανών β'.
«Ότι κανένας δεν πρέπει να νηστεύει την ημέρα του Κυρίου ή να λείπει από την εκκλησία κατά την διάρκεια της Σαρακοστής.
Επίσης είπε: κανείς να μην νηστεύει την ημέρα του Κυρίου, είτε χάριν της ημέρας, είτε εξαιτίας διδασκαλίας άλλου, είτε λόγω προκατάληψης, και τις ημέρες της Σαρακοστής να μην απέχει από την εκκλησία, ούτε να κρύβονται στα ενδότερα των θαλάμων τους ή στα βουνά, όσοι εμμένουν σ' αυτές τις πεποιθήσεις, αλλά να ακολουθούν το παράδειγμα και την διδασκαλία των προϊσταμένων, και να μην συγκεντρώνονται σε άγνωστες αγροικίες. Όλοι οι επίσκοποι είπαν: Ανάθεμα ας είναι όποιος συμμετέχει σ' αυτά[9].»
Το ότι ο Πρισκιλλιανός και οι οπαδοί του νήστευαν την Κυριακή το γνωρίζουμε από την επιστολή 36 του Αγίου Αυγουστίνου Ad Casulam:
«Μην πείθεσαι από αυτό που οι Πρισκιλλιανιστές (μια σέκτα παρόμοια με τους Μανιχαίους) συνηθίζουν να παραθέτουν από τις Πράξεις των αποστόλων, αναφορικά με τα όσα έγιναν στην Τρωάδα από τον Απόστολο Παύλο. Το εδάφιο έχει ως εξής: ᾿Εν δὲ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων συνηγμένων τῶν μαθητῶν κλάσαι ἄρτον, ὁ Παῦλος διελέγετο αὐτοῖς, μέλλων ἐξιέναι τῇ ἐπαύριον, παρέτεινέ τε τὸν λόγον μέχρι μεσονυκτίου[10].
Μετά, όταν κατέβηκε από το υπερώο, όπου είχαν συγκεντρωθεί όλοι, για να αναστήσει τον νεανία, που νικημένος από την νύστα είχε πέσει από το παράθυρο και ανασύρθηκε νεκρός, η Γραφή δηλώνει παρακάτω σχετικά με τον Απόστολο: ἀναβὰς δὲ καὶ κλάσας ἄρτον καὶ γευσάμενος, ἐφ᾿ ἱκανόν τε ὁμιλήσας ἄχρις αὐγῆς, οὕτως ἐξῆλθεν[11].
Άπαγε του να το δεχθούμε ως επιβεβαίωση ότι οι Απόστολοι νήστευαν τακτικά την ημέρα του Κυρίου. Διότι η ημέρα που είναι γνωστή ως Κυριακή τότε ονομάζονταν πρώτη ημέρα της εβδομάδος, όπως φαίνεται καθαρά στα ευαγγέλια· διότι η ημέρα της ανάστασης του Κυρίου καλείται από τον Ματθαίο μία σαββάτων, και από τους άλλους τρείς ευαγγελιστές ἡ μία (τῶν) σαββάτων, και είναι βέβαιο ότι είναι η ίδια ημέρα που σήμερα λέγεται Κυριακή.
Είτε, λοιπόν, ήταν μετά το τέλος της έβδομης ημέρας όταν συγκεντρώθηκαν – δηλαδή στην αρχή της ακόλουθης νύχτας η οποία ανήκει στην Κυριακή, ή την πρώτη ημέρα της εβδομάδος – και σ' αυτήν την περίπτωση ο απόστολος, πριν προχωρήσει στην κλάση του άρτου μαζί τους, όπως γίνεται στο μυστήριο του σώματος του Χριστού, συνέχισε την ομιλία μέχρι τα μεσάνυχτα, και έτσι, μετά την τέλεση του μυστηρίου, συνέχισε ξανά να ομιλεί σε όσους ήταν παρόντες, πιεσμένος από την ώρα, ώστε να μπορέσει να αναχωρήσει κατά την διάρκεια της ημέρας του Κυρίου· είτε ήταν την πρώτη ημέρα της εβδομάδος, κάποια ώρα πριν το ηλιοβασίλεμα της Κυριακής, όταν είχαν συγκεντρωθεί, τα λόγια του κειμένου ὁ Παῦλος διελέγετο αὐτοῖς, μέλλων ἐξιέναι τῇ ἐπαύριον, από μόνα τους δηλώνουν τον λόγο της μακρηγορίας της ομιλίας – δηλαδή ότι θα τους άφηνε και ήθελε να τους δώσει επαρκείς οδηγίες.
Το εδάφιο, λοιπόν, δεν αποδεικνύει ότι νήστευαν τακτικά κατά την ημέρα του Κυρίου, αλλά ότι δεν φαίνονταν πρέπον στον απόστολο να διακόψει για χάρη του φαγητού μια σημαντική ομιλία, η οποία ακουγόταν με την ένταση του πιο ζωηρού ενδιαφέροντος από άτομα που επρόκειτο να αποχωριστεί, και τα οποία άτομα, λόγω των πολλών ταξιδιών του, επισκέπτονταν σπάνια και ίσως σε καμιά άλλη περίπτωση από αυτήν, και ειδικότερα επειδή, όπως αποδεικνύουν τα επακόλουθα γεγονότα, τους αποχωρίζονταν χωρίς να περιμένει να τους ξαναδεί ποτέ ξανά στην ζωή του.
Όχι, από αυτό το περιστατικό δεν αποδεικνύεται ότι τέτοια νηστεία συνηθίζονταν την ημέρα του Κυρίου, επειδή ο συγγραφέας της ιστορίας φρόντισε να δηλώσει τον λόγο της μακρηγορίας της ομιλίας, με σκοπό να αποτρέψει να βγει τέτοιο συμπέρασμα, ώστε να γνωρίζουμε ότι ένα επείγον δείπνο δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο σε ένα σημαντικό έργο. Αλλά, πράγματι, το παράδειγμα αυτών των πρόθυμων ακροατών πάει παραπέρα· διότι από αυτούς όλες οι υλικές τροφές, όχι μόνο το γεύμα αλλά και το δείπνο επίσης, παραβλέφτηκαν όταν διψασμένοι σφόδρα, όχι για νερό, αλλά για λόγο αληθείας, και σκεπτόμενοι ότι η πηγή επρόκειτο να αποχωριστεί από αυτούς, ήπιαν με αμείωτη επιθυμία ό,τι πήγαζε από τα χείλη του αποστόλου[12].»
Το ότι την πρακτική της νηστείας της Κυριακής την παρέλαβε ο Πρισκιλλιανός από τους Μανιχαίους το επιβεβαιώνει ο ίδιος άγιος στο επόμενο κεφάλαιο της επιστολής του[13]. Η πρακτική αυτή θεωρείται μία από τις πολλές μανιχαϊκές επιρροές του πρισκιλλιανισμού.
7.2.4 Κανών γ'.
«Ότι αυτός που δέχεται την Ευχαριστία στην εκκλησία και δεν την καταναλώνει ο ίδιος, έστω Ανάθεμα.
Επίσης είπε: Εάν αποδειχθεί ότι αυτός που δέχεται την χάρη της Ευχαριστίας στην εκκλησία δεν την καταναλώσει, ας είναι Ανάθεμα αιώνιο. Όλοι οι επίσκοποι είπαν: Σύμφωνοι![14].»
Γι' αυτόν τον κανόνα δεν μπορούμε να βρούμε κάποια αντιστοιχία στις υπάρχουσες πηγές. Είναι η μόνη αναφορά που μας επιτρέπει να γνωρίζουμε ότι οι πρισκιλλιανιστές είχαν ένα θέμα με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Για ποιο ακριβώς ήταν αυτό το θέμα, δυστυχώς, μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν[15].
Μια υπόθεση στηρίζεται στην μανιχαϊκή προέλευση του πρισκιλλιανισμού. Είναι γνωστό ότι οι Μανιχαίοι απείχαν από το μυστήριο[16], αλλά αυτοί ήταν έτσι κι αλλιώς εκτός Εκκλησίας. Οι πρισκιλλιανιστές αντίθετα κρύβονταν μέσα στην Εκκλησία και προσπαθούσαν να την αλλώσουν εκ των έσω, λειτουργώντας ως πέμπτη φάλαγγα. Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό θα γίνει επίκληση στην επιστολή του Κονσέντιου στον άγιο Αυγουστίνο. Γράφει, λοιπόν, ο Κονσέντιος:
«Διότι υπάρχει, ή έτσι φαίνεται σε μένα τον αργόστροφο, μια μεγάλη διαφορά μεταξύ της Ισπανίας, η οποία επιτρέπει την σεξουαλική ακαθαρσία, αρκεί να γίνεται στα κρυφά, και την Αφρική, η οποία πορνεύει ολοφάνερα· επίσης υπάρχει διαφορετική νοοτροπία μεταξύ των Ισπανών, οι οποίοι τρέμουν αν συλληφθούν να ανοσιουργούν και των Αφρικανών, οι οποίοι πεισματικά απολαμβάνουν το σχίσμα[17].»
Σ' αυτό το απόσπασμα ο Κονσέντιος, παρομοιάζοντας την αίρεση με πορνεία, δείχνει την διαφορά μεταξύ των Ισπανών και Αφρικανών αιρετικών. Οι δεύτεροι ομολογούσαν ανοικτά τις πεποιθήσεις τους, ενώ οι δεύτεροι κρύβονταν. Θέλοντας να εμφανίζονται οι πρισκιλλιανιστές ως μέλη της Εκκλησίας, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, έπρεπε να συμμετέχουν στα Μυστήρια. Οι Μανιχαίοι, οι αντίστοιχοι αιρετικοί στην Αφρική, δεν είχαν αυτό το πρόβλημα. Γι' αυτό και ο Κονσέντιος λέει ότι στην Αφρική πόρνευαν στα φανερά.
Προσερχόμενοι οι πρισκιλλιανιστές με ανειλικρινή διάθεση στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, είτε το ελάμβαναν αλλά δεν το κατανάλωναν, με την δικαιολογία ότι θα το κάνουν αργότερα στην οικεία τους, είτε δεν μεταλάμβαναν καθόλου. Αυτή την δικαιολογία τους την στέρησε ο παραπάνω κανόνας, διατάσσοντας η Θεία Μετάληψη να λαμβάνεται στην εκκλησία.
Η δεύτερη υπόθεση αφορά τον ίδιο τον Πρισκιλλιανό και τα όσα γράφει στον Κανόνα των Επιστολών του Παύλου:
«Ότι αν κάποιος αναξίως λαμβάνει το σώμα και το αίμα του Χριστού, το οποίο είναι το μεγαλύτερο μυστήριο της ευσέβιας, δικαιομένος εν πνεύματι, θα είναι ένοχος αυτού του σώματος και αίματος[18].»
Εδώ ο Πρισκιλλιανός προϋποθέτει απαιτούμενη καθαρότητα του ιερέα για την τέλεση του Μυστηρίου. Αυτήν την πουριτανική στάση των δυαρχικών αιρέσεων θα την συναντήσουμε πολλές φορές στις μεταγενέστερες σέκτες. Με κίνητρο αυτόν τον πουριτανισμό έχει υποτεθεί ότι οι αιρετικοί απέφευγαν την κοινωνία με τους καθολικούς, διότι τους θεωρούσαν ακάθαρτους. Η παραπάνω υπόθεση, όμως, δεν συμφωνεί με την επιθυμία των πρώτων να παραμείνουν αφανείς, διότι μια τέτοια στάση θα τους πρόδιδε.
Γι' αυτόν το λόγο και θέλοντας να καθορίσουν την διαφορά που θα ειδοποιούσε για αντιδραστική συμπεριφορά, οι επίσκοποι επανέλαβαν το περιεχόμενο του κανόνα στην σύνοδο του Τολέδο, το 400 μ.Χ. Άρα πρόκειται για βεβαιωμένη συμπεριφορά. Οι σχετικοί κανόνες της Συνόδου του Τολέδο είναι οι 13ος και 14ος[19].
«13. Περί αυτών οι οποίοι εισέρχονται στην εκκλησία και δεν κοινωνούν, ότι αφορίζονται. Περί αυτών οι οποίοι προσέρχονται στην εκκλησία και αποκαλύπτονται ότι δεν κοινωνούν ποτέ, ας γνωρίζουν ότι αν δεν κοινωνήσουν θα δεχθούν ποινή· αν κοινωνήσουν δεν απέχουν πάντα· εάν δεν υπακούσουν, να απέχουν.»
«14. Περί αυτού που δέχεται την ευχαριστία και δεν την καταναλώνει, ότι ως ιερόσυλος αποβάλλεται. Αν κάποιος δεν καταναλώνει την κοινωνία που δέχεται από τον επίσκοπο, ας αποβάλλεται ως ιερόσυλος.»
(πηγή: Jose Vives, Tomas Marin Martinez, Gonzalo Martinez Diez (επιμέλεια), Concilios visigoticos e hispano-romanos , Espana Cristiana Textos 1, Barcelona-Madrid 1963, pp.19-33)
7.2.5 Κανών δ'.
«Ότι τις τρεις εβδομάδες που προηγούνται των Θεοφανείων κανείς να μην απουσιάζει από την εκκλησία.
Επίσης είπε: Τις είκοσι και μια ημέρες που μεσολαβούν από την 16η των καλένδων Ιανουαρίου μέχρι την ημέρα των Θεοφανείων που είναι την 18η των καλένδων Ιανουαρίου κανένας να μην είναι απών από την εκκλησία καθόλη τη διάρκεια της ημέρας, ούτε να κρύβετε στην οικία, ούτε να φεύγει σε αγροικία, ούτε να πηγαίνει στα βουνά, ούτε να περπατά γυμνόπους, αλλά να παραμένει στην εκκλησία. Όποιος δεν συμμορφώνεται στις αποφάσεις να είναι ανάθεμα αιώνιο. Από όλους τους επισκόπους ακούστηκε: Έστω Ανάθεμα[20].»
Ο τέταρτος κανόνας επαναλαμβάνει τα όσα διατάχθηκαν στον δεύτερο για την περίοδο της Σαρακοστής, με την διαφορά ότι απαγορεύει την απουσία από την εκκλησία κατά την περίοδο των τριών εβδομάδων νηστείας πριν τα Επιφάνεια, τα Χριστούγεννα δηλαδή, κατά το εορτολόγιο εκείνης της εποχής.
Επαναλαμβάνει τις απαγορεύσεις των πρακτικών των Πρισκιλλιανών στην εν λόγω περίοδο. Οι πρακτικές αυτές είναι να κρύβονται στις οικίες τους (latere in domibus), να μένουν σε αγροικίες (sedere ad villas), να φεύγουν στα βουνά (montes petere). Σε αυτές ο παραπάνω κανόνας προσθέτει και το περπάτημα με γυμνά πόδια (nudis pedimus incederes).
Επειδή στο παραπάνω προφίλ ταίριαζε ένας περιπλανώμενος μοναχός από την Γαλικία, ο Bachiarius, ο οποίος έζησε την ίδια εποχή περίπου (πιθανολογείται ότι πέθανε το 425 μ.Χ.), αυτός έγραψε μία απολογία προς τον πάπα, με σκοπό ν' αποσείσει την κατηγορία της αίρεσης του Πρισκιλλιανισμού. Σ' αυτού το έργο βρίσκεται και η πληροφορία για την νηστεία των τριών εβδομάδων του Κανόνα[21].
Το νέο στοιχείο ο Henry Chadwick το συνδυάζει με την κατηγορία της μαγείας. Σύμφωνα με αυτόν[22], πολλές αρχαίες παγανιστικές τελετουργίας, όπως η τελετουργία για την ευφορία των αγρών, απαιτούσαν από αυτούς που ήταν παρόντες να έχουν γυμνά τα πόδια. Για μια παρόμοια τελετή καθαγιασμού των καρπών είχε κατηγορηθεί ο Πρισκιλλιανός, από τον Ιθάκιο[23].
Ο παραπάνω Κανόνας είναι η πρώτη επίσημη καταγραφή της νηστείας των Χριστουγέννων σε δυτική πηγή. Η εκκλησία της Ισπανίας δεν είχε μεταφέρει ακόμη την ημέρα εορτασμού της Γέννησης του Χριστού. Γιόρταζε, δηλαδή, τα Χριστούγεννα στις 6 Ιανουαρίου και όχι στις 25 Δεκεμβρίου. Σύμφωνα με τον Κανόνα, λοιπόν, η νηστεία ξεκινούσε στις 17 Δεκεμβρίου (16η των καλένδων Ιανουαρίου) και τελείωνε στις 6 Ιανουαρίου (18η των καλένδων Ιανουαρίου), ημέρα της εορτής.
Να επισημανθεί ότι ο Κανόνας σε σχέση με την νηστεία είχε μόνο τοπική ισχύ, όχι καθολική. Η επόμενη ιστορική καταγραφή για την εν λόγω νηστεία – η οποία σημειωτέον ονομάστηκε στη Δύση “Advent” από το λατινικό “Adventus”, “ο Ερχόμενος” - βρίσκεται στην Ιστορία των Φράγκων, του Γρηγόριου της Τουρώνης.
7.2.6 Κανών ε'.
«Ότι όσοι είναι σε ακοινωνησία από τους επισκόπους τους να μην γίνονται δεκτοί από άλλους.
Επίσης ειπώθηκε: Ότι αυτοί που λόγω πειθαρχικής ποινής ή λόγω καταδίκης έχουν αποκοπεί από την εκκλησία, δεν πρέπει να γίνονται δεκτοί από άλλους επισκόπους· όσοι επίσκοποι τους δέχονται εν επιγνώσει, να είναι αφορισμένοι. Από όλους τους επισκόπους ακούστηκε: όποιος από τους επισκόπους συνεργεί να είναι αφορισμένος[24].»
Ο Κανόνας αυτός αποτελεί την εσωτερική του κειμένου απόδειξη, ότι πραγματικά κάποιοι καταδικάστηκαν από αυτή την σύνοδο, ακόμα και αν η καταδίκη τους δεν υπάρχει καταγεγραμμένη στα σωζόμενα πρακτικά. Επιβεβαιώνεται, ωστόσο, από την αφήγηση του Σουλπίκιου Σεβήρου:
«Έτσι, μετά από πολλές αντιπαραθέσεις μεταξύ τους (σ.τ.μ. εννοεί μεταξύ του Υδάτιου και του Πρισκιλλιανού), τις οποίες δεν αξίζει να αναφέρουμε, συγκλήθηκε μια σύνοδος στη Σαραγόσσα, στην οποία εμφανίστηκαν ακόμα και επίσκοποι από την Ακουιτανία. Αλλά οι αιρετικοί δεν ταξίδεψαν για να θέσουν εαυτούς στην κρίση της συνόδου· ωστόσο, εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση εναντίον τους ερήμην, και οι επίσκοποι Ινστάντιος και Σαλβιανός καταδικάστηκαν μαζί με τον Ελπίδιο και τον Πρισκιλλιανό, που ήταν λαϊκοί[25].»
Ταυτόχρονα, ο Κανόνας προσπαθεί να προλάβει την διαφαινόμενη αναταραχή στην Εκκλησία, καθότι οι αιρετικοί είχαν ήδη δείξει σημάδια αποστασιοποίσης. Ο Ramos y Loscertales προτείνει ότι ο Υδάτιος είχε ήδη αφορίσει τους Ινστάντιο, Σαλβιανό, Πρισκιλλιανό και Ελπίδιο, πριν την σύγκληση της συνόδου[26]. Αν ήταν όντως έτσι, τότε ο αφορισμός δεν είχε γίνει δεκτός από όλους τους επισκόπους και κάποιοι διατήρησαν κοινωνία με τους αιρετικούς. Σε αυτούς απευθύνεται το δεύτερο μέρος του Κανόνα, με σκοπό να επιβάλλει εκκλησιαστική πειθαρχία.
Βάσει αυτού του Κανόνα καταδικάστηκε ο επίσκοπος Υγίνος. Αυτός αφού αρχικά είχε έρθει σε αντιπαράθεση με τον Πρισκιλλιανό, στην συνέχεια συντάχθηκε μαζί του και δεν συμμετείχε στην σύνοδο, όπως μπορεί να δει κανείς από τα ονόματα των παρισταμένων. Όταν ο Πρισκιλλιανός χειροτονήθηκε επίσκοπος διατήρησε κοινωνία μαζί του[27].
Από τους παρισταμένους επισκόπους, των οποίων τα ονόματα αναφέρονται στην εισαγωγή των πρακτικών, ο Συμπόσιος αργότερα συμφώνησε με τον Υγίνο και αποκατέστησε την κοινωνία με τον Πρισκιλλιανό. Γι' αυτόν στα πρακτικά της Συνόδου του Τολέδο το 400 μ.Χ. έχει γραφεί ότι εγκατέλειψε τις εργασίες της συνόδου της Σαραγόσσα μετά την πρώτη ημέρα[28].
7.2.7 Κανών στ'.
«Ότι όποιος κληρικός εξαιτίας περισσότερης ελευθερίας θέλει να γίνει μοναχός, να αφορίζεται.
Επίσης είπε: Όποιος από τους κληρικούς για την απόλαυση περισσότερης ματαιοδοξίας εγκαταλείπει εθελοντικά το οφίκιο του, και για να φαίνεται περισσότερο υπάκουος στο νόμο προτιμά να είναι μοναχός αντί κληρικός, αυτός πρέπει να αφορίζεται από την εκκλησία και να μην γίνεται δεκτός παρά μόνο μετά από πολύ καιρό και πολλές ικεσίες. Από όλους τους επισκόπους ακούστηκε: Γένοιτο![29].»
7.2.8 Κανών ζ'.
«Ότι κανένας να μην χρησιμοποιεί το όνομα του διδασκάλου, όταν δεν του έχει αναγνωρισθεί.
Επίσης ειπώθηκε: Κανένας να μη χρησιμοποιεί το όνομα του διδασκάλου, εκτός από εκείνα τα πρόσωπα στα οποία είναι αναγνωρισμένο, σύμφωνα με το γεγραμμένο (σ.τ.μ. Εννοεί τον αναγνωρισμένο τίτλο). Από όλους τους επισκόπους ειπώθηκε: Γένοιτο[30]!»
Αυτός ο κανόνας αντιμετωπίζει τους αυτόκλητους διδασκάλους. Προφανώς, τέτοιου είδους διδάσκαλος ήταν και ο Πρισκιλλιανός, όντας λαϊκός την εποχή εκείνη. Ο ίδιος γράφει στον Κανόνα των Επιστολών του Παύλου:
«Ότι το έργο του διδασκάλου είναι η ανάγνωση και το κήρυγμα του Ευαγγελίου, στο οποίο ο απόστολος αφιέρωσε τον εαυτό του ημέρα και νύχτα[31].»
Ο Κανόνας αυτός συνδέεται με τον α' Κανόνα όπου απαγορεύονται οι αυθαίρετες ιδιωτικές συγκεντρώσεις των οπαδών του με σκοπό την κατήχηση. Δεν αμφισβητείται το έργο του διδασκάλου, ούτε η ανάγκη για ορθή κατήχηση. Το έργο, όμως, αναθέτει η εκκλησία σε άτομα διαπιστευμένα για την ορθότητα της πίστης τους κλπ.
7.2.9 Κανών η'.
«Ότι πριν από σαράντα χρόνια οι αφιερωμένες παρθένες δεν κείρονται.
Επίσης ειπώθηκε: Δεν κείρονται παρθένες, οι οποίες έχουν αφιερωθεί στο Θεό, μέχρι να δοκιμαστούν επί σαράντα έτη και να συμμαρτυρήσει ο επίσκοπος. Από όλους τους επισκόπους ειπώθηκε: Γένοιτο[32].»
(πηγή: Jose Vives, Tomas Marin Martinez, Gonzalo Martinez Diez (επιμέλεια), Concilios visigoticos e hispano-romanos , Espana Cristiana Textos 1, Barcelona-Madrid 1963, pp.16-18)
Οι παραπάνω Κανόνες παρέχουν κάποιες πρώτες πληροφορίες για τις απόψεις του Πρισκιλλιανού, οι οποίες καταδικάστηκαν στην Σύνοδο της Σαραγόσα. Για το αν καταδικάστηκε ο Πρισκιλλιανός στην εν λόγω Σύνοδο, κάποιοι θεωρούν ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη, επειδή δεν υπάρχει ονομαστική καταδίκη στο κείμενο που σώζεται. Σε αυτούς δίδεται η εξής απάντηση:
♦ Πρώτον, με αυτή την λογική συζητήσεις δεν πραγματοποιήθηκαν, επειδή δεν υπάρχουν τα πρακτικά αυτών.
♦ Δεύτερον, οι συμμετέχοντες δεν ήταν επίσκοποι, επειδή στην εισαγωγή δεν αναφέρονται οι έδρες τους.
♦ Τρίτον, η Σύνοδος είναι άκυρη, επειδή απουσιάζουν οι υπογραφές των επισκόπων.
7.2.10 Καταδικάστηκε ο Πρισκιλλιανός στη Σαραγόσσα;
Καταλαβαίνουμε ότι αυτή η λογική δεν οδηγεί σε σοβαρά συμπεράσματα, παρά μόνο σε γελοίες προσπάθειες αποδόμησης, από αυτές που υπάρχουν διάσπαρτες στην σύγχρονη βιβλιογραφία προβολής ενός Μανιχαίου, ο οποίος επηρέασε βαθύτατα την φράγκικη θεολογική σκέψη, όπως θα φανεί ξεκάθαρα στο επόμενο μέρος της μελέτης.
Το παραπάνω κείμενο δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα προχειρογραμμένο απόσπασμα, το οποίο, όμως, μπορεί και πρέπει να συμπληρωθεί από τις υπόλοιπες σύγχρονές του πηγές, για να μπορεί να βγει μια ολοκληρωμένη εικόνα. Μπορεί να μην υπάρχει ονομαστική καταδίκη του Πρισκιλλιανού σε αυτό, υπάρχουν, όμως, καταδίκες και αναθέματα των αιρετικών δογμάτων του και όσων τα ασπάζονται.
Εκτός από τον Σουλπίκιο Σεβήρο, συμπληρωματική πηγή και μάλιστα επίσημη είναι η Σύνοδος του Τολέδο το 400 μ.Χ. Εκεί επιβεβαιώνεται η καταδίκη του Πρισκιλλιανού. Ο ίδιος μπορεί να μην παραστάθηκε στην Σύνοδο της Σαραγόσσα, αλλά όπως πληροφορούμαστε προσκομίστηκαν βιβλία του, βάσει των οποίων εξετάστηκαν οι αιρετικές πεποιθήσεις του:
«Ο Vegetinus έγινε επίσκοπος κάποια στιγμή πριν από την Σύνοδο της Καισαραυγούστας, κατά παρόμοιο τρόπο καταδίκασε τα βιβλία του Πρισκιλλιανού μαζί με τον συγγραφέα· και τα υπόλοιπα πρακτικά μαρτυρούν, αυτά για τα οποία αφού συμβουλευτούν οι επίσκοποι θα αποφασίσουν[33].»
Το “acta” δείχνει ότι στην Σύνοδο του Τολέδο προσκομίστηκαν τα πρακτικά από τη Σαραγόσα, τα οποία και θα μελετούσαν οι επίσκοποι για ν' αποφασίσουν. Το ότι σ' αυτά υπήρχε η καταδίκη φαίνεται από αυτό που είναι γραμμένο λίγο παραπάνω στα πρακτικά της Συνόδου του Τολέδο αναφορικά με την “Caesaraugustanum concilium”, στην οποία υπάρχει καταδίκη για όλα όσα είχαν συζητηθεί «… in quo sententia in certos quosque dicta fuerat[34].»
Ας επισημανθεί και κάτι ακόμα. Για την Σύνοδο του Τολέδο σώζονται δύο αρχεία. Το ένα περιλαμβάνει τις αποφάσεις και βρίσκεται στην ίδια συλλογή με το παραπάνω κείμενο της Συνόδου της Σαραγόσσα. Από εκεί παραθέσαμε τους δύο Κανόνες 13 & 14. Για το άλλο αρχείο χρησιμοποιείται το όνομα “Exemplar professionum habitarum in concilio Toletano contra sectam Priscilliani”, δηλαδή, «Υπόδειγμα των δηλώσεων που υποστηρίχθηκαν στη σύνοδο του Τολέδο κατά του Πρισκιλλιανού». Σ' αυτό υπάρχουν πρακτικά κάποιων συζητήσεων που αφορούν τις δηλώσεις επισκόπων που κατηγορήθηκαν για Πρισκιλλιανισμό, όπως οι άνωθεν αναφερθέντες, Vegetinus και Συμπόσιος. Από εκεί λήφθηκαν τα προηγούμενα αποσπάσματα.
Αν είχε διασωθεί μόνο το πρώτο αρχείο τότε τα σωζόμενα πρακτικά της Συνόδου του Τολέδο θα είχαν την ίδια μορφή με τα σωζόμενα πρακτικά της Συνόδου της Σαραγόσσα, και πολύ πιθανόν οι αποδομητές να έλεγαν πάλι, ότι ούτε εκεί καταδικάστηκε ο Πρισκιλλιανός. Ωστόσο, θα πρέπει να προσέξουν ότι στο Τολέδο γίνεται αναφορά στη Σύνοδο της Σαραγόσσα και όχι σε εκείνη στους Τρεβήρους, όπου αναμφισβήτητα είχαμε καταδίκη του Πρισκιλλιανού.
7.2.11 Οι γνωστικές επιρροές του Πρισκιλλιανού.
Για την γνωστική παιδεία του Πρισκιλλιανού μιλήσαμε εκτεταμένα σε προηγούμενο κεφάλαιο. Μένει να δούμε το πως οι γνωστικές μελέτες επηρέασαν την διδασκαλία του. Για το τριαδικό του δόγμα θα μιλήσουμε στο τέλος, όπου θα ανακαλύψουμε την εισαγωγή του filioque. Εδώ θα εξετάσουμε την ανθρωπολογία του.
Ο γνωστικισμός του μαρτυρείται από όλες τις αρχαίες πηγές, μαζί με τον μανιχαϊσμό του. Αυτή η διπλή αναφορά, αρχικά, δημιουργεί ερωτηματικά, αλλά δικαιολογείται από το γεγονός κάποιων επιρροών γνωστικής προέλευσης, που δεν είχαν υιοθετηθεί από τους Μανιχαίους. Εξάλλου κάθε γνωστικός διδάσκαλος είχε την ελευθερία εισαγωγής νέων δοξασιών στα γνωστικά πλαίσια, ανάλογα με την δική του εφαρμογή της αλληγορικής ερμηνείας των απόκρυφων κειμένων.
Ενώ, δηλαδή, ο Πρισκιλλιανισμός θεωρήθηκε από τους αντιαιρετικούς συγγραφείς ως συνέχεια του Σαβελλιανισμού, μέσα από τα δικά του κείμενα ο Πρισκιλλιανός δείχνει όχι μόνο ότι δεν ακολουθεί τις αιρετικές πεποιθήσεις του Σαβέλλιου, αλλά ότι είναι δυαρχικός (Μανιχαίος). Το γιατί θα το εξηγήσουμε, όταν εξετάσουμε το τριαδικό του δόγμα.
Πρώτος ο Σουλπίκιος Σεβήρος αναφέρει τον Πρισκιλλιανό ως Γνωστικό:
«Ακολουθούν οι χρόνοι των δικών μας ημερών, ταυτόχρονα δύσκολοι και επικίνδυνοι. Σε αυτούς [τους χρόνους] οι εκκλησίες έχουν μιανθεί όχι με συνηθισμένο κακό, και όλα έχουν περιέλθει σε σύγχυση. Διότι τότε, για πρώτη φορά, η περιβόητη αίρεση των Γνωστικών ανιχνεύθηκε στην Ισπανία – μια θανάσιμη προκατάληψη, η οποία απέκρυψε τον εαυτό της κάτω από μυστικές τελετές[35].»
Ως Γνωστικό και Μανιχαίο τον αναφέρει ο Φιλάστριος:
«Υπάρχουν στις Γαλλίες και τις Ισπανίες και την Ακουιτανία τέτοιου είδους σχισματικοί, οι οποίοι ακολουθούν την καταστροφική μερίδα των Γνωστικών και των Μανιχαίων εξίσου[36].»
Επαναλαμβάνει ο Πρόσπερος της Ακουιτανίας:
«Κατ' αυτούς τους καιρούς ο Πρισκιλλιανός ίδρυσε αίρεση στον διικό του όνομα με δόγματα των Γνωστικών και των Μανιχαίων[37].»
Ο άγιος Ιερώνυμος στο De Viris Illustribus έγραψε:
«Έχει επίσης κατηγορηθεί από πολλούς, ότι είχε μολυνθεί από τον γνωστικισμό, δηλαδή την αίρεση του Βασιλίδη και του Μάρκου, για τους οποίους έγραψε ο Ειρηναίος[38].»
Και στην παραινετική επιστολή του προς την χήρα του Λουκίνου Θεοδώρα παρομοιάζει τον πρισκιλλιανισμό με την αίρεση του Βασιλίδη:
«Και τώρα, αφού έχω αναφέρει την λέξη αίρεση, που να βρω μια σάλπιγγα αρκετά δυνατή, για να διακηρύξω την σωφροσύνη του αγαπητού μας Λουκίνου, ο οποίος, όταν η μιαρή αίρεση του Βασιλίδη εξαπλώθηκε στην Ισπανία και σαν επιδημία της επαρχίες μεταξύ των Πυρηναίων και του ωκεανού, διατήρησε την καθαρότητα της πίστης της εκκλησίας και αρνήθηκε πάραυτα να αγκαλιάσει τον Αρμαγίλο, την Βαρβυλώ, τον Άβραξα, τον Βαλσαμώμα και την γελοία Λευσιβόρα[39].»
Και στην επιστολή 133 προς τον Κτησιφώντα αναφέρει:
«Αυτοί οι αιρετικοί είναι της μερίδας του Γνωστικισμού, της του Βασιλίδη ασεβούς διδασκαλίας[40].»
Και ο Μέγας Λέων Α', πάπας Ρώμης επίσης στην επιστολή του στον επίσκοπο της Astorga:
«..., το οποίο βεβαίως πράττουν κατά τον ίδιο τρόπο [οι Πρισκιλλιανιστές]..., ακολουθώντας το δόγμα του Μαρκίωνα και του Κέρδωνα[41].»
Όλοι οι παραπάνω κατατάσσουν τον Πρισκιλλιανό στους Γνωστικούς και τον παρομοιάζουν κατά την ρητορική συνήθεια της εποχής με κάποιον αρχαίο αιρετικό, όπως ο Βασιλίδης, ο Μάρκος, ο Κέρδωνας ή ο Μαρκίων. Αξιοπαρατήρητο το γεγονός, ότι δεν συμφωνούν όλοι σε έναν, αλλά αναφέρονται αρκετά ονόματα. Η παρατήρηση αυτή θα χρειαστεί παρακάτω, όταν θα εξηγήσουμε γιατί τον θεωρούν οπαδό του Σαβέλλιου, ενώ είναι δυαρχικός.
7.2.12 Η ανθρωπολογία του Πρισκιλλιανού
Ο Παύλος Ορόσιος διασώζει ένα απόσπασμα κειμένου του Πρισκιλλιανού στην αναφορά του προς τον άγιο Αυγουστίνο. Εκεί γράφονται τα εξής:
«Αυτή η πρώτη σοφία απαρτίζεται από την κατανόηση όλων των ειδών των ψυχών, τις φύσεις των θείων δυνάμεων και την προδιάθεση του σώματος. Σε αυτό ο ουρανός και η γη είναι αλληλένδετα, και όλες οι αρχές του κόσμου φαίνονται να συντάσσονται για να υπερκεράσουν τις τάξεις των αγίων. Οι πατριάρχες έχουν αναλάβει κανονικό πόλεμο εναντίον τους, διότι κατέχουν τον πρώτο κύκλο του Θεού και το θείο χειρόγραφο, το οποίο έγινε με την συναίνεση των αγγέλων και του Θεού και όλων των ψυχών, σχετικά με τις ενσαρκωμένες ψυχές, και τα λοιπά[42].»
Ο συγγραφέας του παραπάνω αποσπάσματος βλέπει τον άνθρωπο ως το πεδίο μιας κοσμικής μάχης μεταξύ του ουρανού και του κόσμου. Οι Πατριάρχες έχουν ως σκοπό να κάνουν πόλεμο εναντίον των δυνάμεων του κακού, γι' αυτό και τα ονόματά τους είναι γραμμένα σε τμήματα της ψυχής, ενώ τα ονόματα των ζωδίων έχουν αντίστοιχα δοθεί σε τμήματα του σώματος. Εδώ καθρεφτίζεται ο πλατωνικός δυισμός «καλή ψυχή - κακό σώμα:
«Δίδασκε ότι τα ονόματα των πατριαρχών είναι μέλη της ψυχής, επειδή ο Ρουβήν ήταν το κεφάλι, ο Ιούδας το στήθος, ο Λεβί η καρδιά, ο Βενιαμίν στους μηρούς και λοιπά. Από την άλλη στα μέλη του σώματος έχουν οριστεί τα σημεία του ουρανού, δηλαδή, ο Κριός στο κεφάλι, ο Ταύρος στο λαιμό, οι Δίδυμοι στα χέρια, ο Καρκίνος στο στήθος και τα λοιπά. Θέλουν να εννοηθούν (τα ζώδια) ως αιώνιο σκοτάδι, από το οποίο ξεπήδησε ο πρίγκιπας του κόσμου. Και βεβαιώνει αυτά από ένα βιβλίο με τίτλο Μνήμη των Αποστόλων[43].»
Τα άστρα, λοιπόν, ως αρχή του κόσμου κυβερνούν το σώμα, εξ ου και το ενδιαφέρον των Πρισκιλλιανιστών για την αστρολογία. Ο άγιος Αυγουστίνος επιβεβαιώνει αυτή την πληροφορία το έργο του De Haeresibus:
«Επίσης ισχυρίζονται ότι οι άνθρωποι είναι δεμένοι από τα άστρα, τα οποία κυβερνούν την μοίρα τους και ότι το σώμα μας είναι συντεθειμένο σύμφωνα με τα δώδεκα ζώδια του ουρανού, καθώς αυτοί που κοινώς ονομάζονται μαθηματικοί τοποθετούν τον Κριό στο κεφάλι, τον Ταύρο στον λαιμό, τους Διδύμους στα χέρια, τον Καρκίνο στο στήθος και κατεβαίνουν με τα υπόλοιπα ζώδια, ώσπου έρχονται στα πόδια, στα οποία τοποθετούν τους Ιχθύς που είναι το τελευταίο ζώδιο κατά τους αστρολόγους[44].»
Οι πατριάρχες καθοδηγούν τους αγίους στην μάχη εναντίον τους. Άρα, η ανθρώπινη ύπαρξη είναι το πεδίο μάχης μεταξύ του καλού και του κακού. Πρόκειται για το κλασσικό δυαρχικό σχήμα όλων των τέτοιου είδους φιλοσοφικών και θρησκευτικών συστημάτων. Την Μανιχαϊκή προέλευση του μύθου των Πρισκιλλιανιστών, μπορεί κάποιος να την επιβεβαιώσει από τις Εξομολογήσεις του αγίου Αυγουστίνου:
«Αλλά δεν ήταν αρκετά για μένα, ω Κύριε, να μπορώ να αντιπαρατίθεμαι σε αυτούς τους πεπλανημένους πλάνους και αυτούς τους μωρούς ομιλητές – μωρούς διότι ο λόγος σου δεν εισακούεται από αυτούς – να αντιπαρατίθεμαι με την απάντηση την οποία, τις παλαιές ημέρες στην Καρχηδόνα συνήθιζε να αναπτύσσει ο Νεβρίδιος, ταράσσοντας όλους εμάς που την ακούγαμε: “Τι θα μπορούσαν να έχουν κάνει σε Σένα αυτοί οι φανταστικοί άνθρωποι του σκότους, τους οποίους οι Μανιχαίοι συνήθως θέτουν ως στρατό που Σε πολεμά, αν είχες αρνηθεί την μάχη;”
Αν απαντούσαν ότι θα μπορούσε να Σε είχε βλάψει, τότε θα Σε είχαν κάνει υποκείμενο στην βία και την φθορά. Εάν, από την άλλη, το σκοτάδι δεν θα μπορούσε να Σου κάνει καμία ζημιά, τότε δεν υπήρχε λόγος για καμία μάχη· υπήρχε μια μικρότερη αιτία για διαμάχη, κατά την οποία ένα μέρος από Σένα, ένα από τα μέλη Σου, παιδί της δικής Σου ουσίας, είχε αναμιχθεί με αντίθετες δυνάμεις, όχι της δικής Σου δημιουργίας· και είχε διαφθαρεί και αλλοιωθεί και αλλάξει από αυτές από την ευτυχία στην δυστυχία, ώστε να μην μπορεί να ελευθερωθεί και να καθαριστεί χωρίς την βοήθειά Σου.
Αυτό το τέκνο της ουσίας σου υποτίθεται ότι είναι η ανθρώπινη ψυχή, στην οποία ο Λόγος Σου – ελεύθερος, καθάριος και όλος – μπορούσε να προσφέρει βοήθεια, όταν είχε σκλαβωθεί, μολυνθεί και διαφθαρεί. Αλλά κατά την υπόθεσή τους ο Λόγος ήταν υποκείμενος στην φθορά ο ίδιος επειδή ήταν της ίδιας ουσίας με την ψυχή.
Και συνεπώς, αν παραδέχθηκαν ότι η φύση Σου – όποια και αν είναι – είναι αδιάφθορη, τότε όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί είναι λάθος και θα έπρεπε να απορριφθούν με φρίκη. Αλλά αν η ουσία σου είναι υποκείμενη στην φθορά, τότε αυτό είναι αυταπόδεικτα λάθος και θα έπρεπε να απορριφθεί ασυζητητί.
Αυτή η υπερασπιστική γραμμή, τότε, ήταν αρκετή εναντίον αυτών των πλάνων που θα έπρεπε να έχουν εξεμέσει από ένα πεπλησμένο στομάχι – διότι δεν θα μπορούσαν να βρουν τρόπο να ξεφύγουν από αυτό το δίλημμα χωρίς τρομερή ιεροσυλία του μυαλού και της γλώσσας, όταν σκέφτονται και λένε τέτοια πράγματα για Σένα[45].»
Από αυτό το νοούμενο ως αιώνιο σκοτάδι προέρχεται ο πρίγκιπας του κακού. Αυτός είναι ο σπορέας της ομώνυμης παραβολής, κατά τη ερμηνεία των Πρισκιλλιανιστών, ερμηνεία που βρίσκεται στο βιβλίο, το οποίο επικαλούνται, το επονομαζόμενο "Μνήμη των Αποστόλων":
«Σ' αυτό βλέπουμε τον Σωτήρα να δέχεται ερώτηση από του αποστόλους μυστικά και να τους δείχνει ότι στην ευαγγελική παραβολή, η οποία ξεκινά ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ, ο σπορέας δεν ήταν καλός. Ισχυρίζεται ότι, αν ήταν καλός δεν θα ήταν απρόσεκτος και ο σπόρος δεν θα είχε πέσει ούτε στο πλάι του δρόμου ούτε σε βραχώδες έδαφος ή σε ακαλλιέργητη γη. Θέλει να καταλάβουμε ότι αυτός ο σπορέας είναι ο ίδιος που διασκορπίζει τις ψυχές σε διάφορα σώματα, κατά βούληση[46].»
Στην απόκρισή του ο άγιος Αυγουστίνος γράφει ότι, ενώ αρχικά δεν σκέφτονταν να απαντήσει στην αναφορά του Ορόσιου, καθώς ο ίδιος διαχειρίζεται το θέμα σε σωστή βάση, ανακαλύπτει κατά την ανάγνωση ότι το υπό συζήτηση θέμα έχει απαντηθεί σε προηγούμενα έργα του κατά των Μανιχαίων. Επαναλαμβάνει και εδώ το ακαταμάχητο επιχείρημα που πρόβαλε στις Εξομολογήσεις του[47]:
«Αν και είσαι εσύ που ρωτάς, αγαπητέ μου υιέ Ορόσιε, δεν χρειάζεται να απαντήσω σε όλα όσα προβάλλεις στο μνημόνιό[48] σου. Από την άλλη, δεν χρειάζεται ν' απαντήσω καθόλου, Εξάλλου, είμαι πολύ ευχαριστημένος με τον ζήλο σου, και δεν θέλω να φανεί ότι δεν τον εκτιμώ, και γι' αυτό τον λόγο να σε προσβάλω με τρόπο που δεν αξίζεις.
Είτε έχεις διαβάσει, είτε μπορείς να διαβάσεις κάποια από τα μικρότερα έργα μου, στα οποία έχω πει πολλά για την αίρεση των Πρισκιλλιανιστών. Αν και δεν έχω ασχοληθεί να τους αντικρούσω, τώρα που ακούω από εσένα τι πιστεύουν, βλέπω ότι ήδη το έχω κάνει κάπου αλλού. Εξάλλου έχω επιχειρηματολογήσει πολλές φορές ενάντια στους Μανιχαίους, ότι, αν και η ψυχή είναι αθάνατη με τον δικό της τρόπο, αποδεικνύεται ότι είναι τρεπτή προς το χειρότερο με την αποτυχία της και προς το καλύτερο με την πρόοδό της.
Αυτό το επιχείρημα δείχνει με ενάργεια, ότι η ψυχή δεν είναι από την ουσία του Θεού, και ταυτόχρονα ξεριζώνει την διδασκαλία των Πρισκιλλιανιστών. Μόλις αυτό γίνει κατανοητό, ούτε οι Μανιχαίοι ούτε οι Πρισκιλλιανιστές μπορούν να βρουν υλικό για να συνθέσουν τους μύθους τους[49].»
Η πεποίηθηση των Μανιχαίων και των Πρισκιλλιανιστών περί της θείας ουσίας της ψυχής, προέρχεται από την αδυναμία τους να κατανοήσουν την εκ του μηδενός δημιουργία με το θέλημα του Θεού. Περί αυτού αναπτύσσει την θεολογία του παρακάτω ο άγιος Αυγουστίνος:
«Έχει ήδη αποδειχθεί ότι η ψυχή δεν είναι τμήμα ή απορροή από τον Θεό. Συνεπώς, δεν αφορά πλέον την διάψευση της βλάσφημης ανοησίας του Πρισκιλλιανού το να ασχολείται κανείς με την ψυχή, δηλαδή, αν θα πούμε ότι ο Θεός δημιούργησε την ψυχή εκ του μηδενός, στη βάση του ότι φαίνεται σκληρό και ασεβές να πούμε ότι το θέλημα του Θεού είναι αυτό το τίποτα, και από την θέλησή του δημιουργήθηκε η ψυχή.
Είτε η ψυχή δημιουργήθηκε εκ του μηδενός, είτε δεν το πούμε, δημιουργήθηκε από το θέλημα του Θεού, του οποίου το θέλημα σίγουρα δεν είναι μηδέν, ωστόσο η αίρεση αντικρούεται ξεκάθαρα, διότι η ψυχή δημιουργήθηκε και δεν προέρχεται από την ουσία του Θεού. Αυτή η αίρεση υποστηρίζει ότι η ψυχή ήταν αρχικά ουσία του Θεού, και το υποστηρίζει αυτό ως θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζει οποιαδήποτε άλλη πλάνη προσθέτει[50].»
Αυτή η τελευταία διαπίστωση είναι πολύ σημαντική, καθώς βρίσκεται σε όλες τις δυαρχικές-μανιχαϊκές αιρέσεις. Διατείνονται, δηλαδή, ότι η ψυχή δημιουργήθηκε, όχι εκ του μηδενός, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αλλά με ακούσια απορροή θείας ουσίας. Έτσι ο Θεός παύει να είναι δημιουργός. Στην συνέχεια θέτουν ως δημιουργό την δεύτερη αρχή, την αρχή του κακού, λόγω του ότι δημιουργεί τον υλικό κόσμο και τα σώματα, με σκοπό να εγκλωβίσει τις ψυχές.
7.2.13 Η αναμαρτησία και ανηθικότητα.
Αποτέλεσμα της πλανεμένης θέσης ότι η ψυχή δημιουργήθηκε από απορροή της θείας ουσίας είναι η αναμαρτησία, την οποία υιοθετούν για τα μέλη τους οι αιρέσεις. Πάνω σ' αυτό γράφει ο άγιο Ιερώνυμος:
«Δεν λένε κάτι νέο, όταν μέσα στην αυτοδικαιωμένη αποστασία τους ξεγελούν τους απλούς και απαίδευτους. Δεν μπορούν, ωστόσο, να ξεγελάσουν τους εκκλησιαστικούς άνδρες, οι οποίοι εξετάζουν το νόμο του Θεού μέρα και νύχτα. Ας ερυθριούν τότε αυτοί για τους αρχηγούς και συντρόφους τους που λένε ότι ο άνθρωπος μπορεί να είναι χωρίς αμαρτία, αν το θέλει, ή, όπως το θέτουν οι Έλληνες, ‘αναμάρτητος’.
Καθώς μια τέτοια δήλωση ακούγεται απαράδεκτη στις ανατολικές εκκλησίες, τολμούν να πουν μόνο ότι ο άνθρωπος είναι χωρίς αμαρτία, αλλά δεν τολμούν να υποστηρίξουν ότι είναι ‘αναμάρτητος’. Λες και όντως το ‘χωρίς αμαρτία’ και ‘αναμάρτητος’ έχουν διαφορετική σημασία.
Η μόνη διαφορά μεταξύ τους είναι το ότι στα λατινικά απαιτούνται δύο λέξεις για να εκφράσουν αυτό που στα ελληνικά χρειάζεται μία. Αν αποδεχτείς το ‘χωρίς αμαρτία’ και απορρίψεις το ‘αναμάρτητος’, τότε καταδικάζεις τους δασκάλους της αναμαρτησίας. Αλλά αυτό δεν μπορείς να το κάνεις.
Γνωρίζεις πολύ καλά τι είναι αυτό που διδάσκεις τους μαθητές σου στα κρυφά· και ότι ενόσω λες κάτι με τα χείλη σου κρύβεις κάτι άλλο στην καρδιά σου. Σε μας τους ξένους και αμύητους μιλάς με παραβολές· στους δικούς σου ομολογείς το μυστικό νόημα[51].»
Συνεπακόλουθο της πλάνης της αναμαρτησίας είναι η ανηθικότητα. Συνεχίζει ο άγιος Ιερώνυμος:
«Αλλά εν συντομία θα πω τα ονόματα των αρχηγών και συντρόφων σου για να σου δείξω ποιοι είναι αυτοί για των οποίων την φιλία καυχιέσαι. Ο Μανιχαίος λέει για τους εκλεκτούς του, τους οποίους τοποθετεί στην αψίδα του Πλάτωνα στους ουρανούς, ότι είναι ελεύθεροι από κάθε αμαρτία, και ότι δεν θα μπορούσαν να αμαρτήσουν ακόμη και αν το επιθυμούσαν.
Διότι έχουν φθάσει σε τέτοια ύψη αρετής, ώστε γελούν με τα έργα της σάρκας. Έπειτα ο Πρισκιλλιανός στην Ισπανία, του οποίου η ανηθικότητα τον κατατάσσει στη μερίδα του Μανιχαίου και οι ακόλουθοι που σε έχουν σε εκτίμηση και απερίσκεπτα θεωρούν ότι έφθασαν την τελειότητα και τη σοφία, κλειδώνονται μόνοι τους με γυναικάρια και δικαιώνουν τους αμαρτωλούς εναγκαλισμούς παραθέτοντας τα κάτωθι,
Τότες ο παντοδύναμος Αιθέρας, ο πατέρας
Στον κόρφο της χαιράμενης συμβίας του κατεβαίνει
Με τες βροχές τες καρπερές και θρέφει κάθι βλάστα,
Ο μέγας που ανταμώνεται με το κορμί το μέγα.» (το απόσπασμα είναι από τα Γεωργικά του Βιργίλιου, βιβλίο ΙΙ. Η μετάφραση του Κ. Θεοτόκη στον Νουμά, τομ. 6 τευχ. 287 1908. σ.3)
Η ανηθικότητα των Πρισκιλλιανιστών έγινε περιβόητη. Πολλά χρόνια μετά ο Πάπας Λεων ο Α' επέπληξε την ακολασία τους:
«Βλέπουν, λοιπόν, όσοι νοιάζονται για την τιμιότητα, όλους τους παντρεμένους να λύουν τον δεσμό, και ταυτόχρονα να απαρνούνται τον θείο και τον ανθρώπινο νόμο[52].»
7.2.14 Η άρνηση του γάμου και της τεκνογονίας.
Παρακάτω, ο Πάπας Λεων ο Α' αναφέρει:
«Στο έβδομο κεφάλαιο ακολουθεί η καταδίκη των γάμων και η απέχθειά τους για την τεκνογονία, στα οποία, όπως και σε όλα, συμφωνούν με την ασέβεια των Μανιχαίων. Αλλά γι' αυτόν τον λόγο, όπως μαρτυρούν οι πρακτικές τους, απεχθάνονται το δεσμό του γάμου, επειδή δεν υπάρχει ελευθερία στην αισχρότητα, όπου η σωφροσύνη της μητρότητας και της τεκνοποιίας προστατεύεται[53].»
Τις απεχθείς πρακτικές τους στιγματίζει και τρίτη φορά στην επιστολή του ο πάπας Λέων ο Μέγας:
«Αλλά στα απεχθή τους μυστήρια, τα οποία όσο περισσότερο ακάθαρτα είναι, τόσο με περισσότερη προσοχή κρύβονται, το έγκλημά τους είναι ένα· η ακαθαρσία του μυαλού τους, όπως και η κατά παρόμοιο τρόπο απαίσια διαγωγή τους. Και ενώ εμείς ερυθριούμε να μιλήσουμε ανοικτά, παρόλα αυτά τα έχουμε ανακαλύψει με επώδυνες έρευνες, και τα αποκαλύψαμε με τις ομολογίες των Μανιχαίων που συνελήφθησαν κι έτσι δημοσιοποιήθηκαν.
Αν και φαίνονται απίστευτα, έχουν ειπωθεί από τους ίδιους που διέπραξαν το έγκλημα, ενώπιον δικαστηρίου, το οποίο παρακολουθούσαν πολλοί ιερείς, αλλά και άνθρωποι με φήμη και αξιοπρέπεια, και κάποιοι συγκλητικοί και ο λαός, και έχουν γίνει όπως ακριβώς τα περιγράψαμε στην επιστολή που σου απευθύναμε, αγαπητέ. Και έχουν βρεθεί και γίνει γνωστά τα σχετικά με την ανηθικότητα των πρακτικών των Πρισκιλλιανών, όπως ακριβώς έχει αποκαλυφθεί και η αισχρή κακία των Μανιχαίων[54].»
Αυτές οι αναφορές είναι πολύ σημαντικές. Πέρα από το ανήθικο κομμάτι, η αντίθεση των Μανιχαίων και του ισπανικού κλάδου τους, των Πρισκιλλιανιστών έναντι του θεσμού του γάμου και της τεκνογονίας είναι ιδεολογική. Γι' αυτούς με την τεκνογονία φυλακίζονταν ψυχές στα ανθρώπινα σώματα. Εναντιώνονταν, λοιπόν, στο γάμο και την τεκνοποιία, όχι μόνο για να επιδίδονται ασύστολα και χωρίς φραγμούς στις σαρκικές απολαύσεις, αλλά και για να «απελευθερώσουν» την θεία ουσία που βρισκόταν εγκλωβισμένη στον υλικό κόσμο.
Σημερινές έννοιες, όπως έλεγχος των γεννήσεων, υπερπληθυσμός, αλλά και διαζύγιο και εκτρώσεις βρίσκουν την θεωρητική-αιρετική τους αρχή. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, πολεμούν την οικογένεια, το κύτταρο της κοινωνίας, την κοινωνία και την ανθρωπότητα την ίδια.
Οι απόψεις τους καταδικάστηκαν στην πρώτη σύνοδο της Braga, το 561 μ.Χ. Οι κανόνες 13 & 15 λένε τα εξής:
«11. Αν κάποιος καταδικάζει τον ανθρώπινο γάμο και απεχθάνεται την τεκνοποιία, όπως λένε οι Μανιχαίοι και οι Πρισκιλλιανοί, να είναι ανάθεμα[55].»
«15. Αν κάποιοι από τους κληρικούς, εκτός της μάνας ή της αδελφής ή κάποιας άλλης στενούς συγγενής, διατηρούν μερικές άλλες ξένες γυναίκες ως συνείσακτες[56] και κατοικούν μαζί τους, όπως λένε οι της σέκτας του Πρισκιλλιανού, να είναι ανάθεμα[57].»
7.2.15 Πρισκιλλιανισμός και Σαβελλιανισμός
Πρώτος ο άγιος Αυγουστίνος απέδωσε την πλάνη του Πρισκιλλιανού στο τριαδικό δόγμα σε επιρροές του από τον Σαβέλλιο. Στην απάντησή του στον Ορόσιο έγραφε:
«Σε αντίθεση με αυτήν την αλήθεια, ο Πρισκιλλιανός αναβίωσε το αρχαίο δόγμα του Σαβέλλιου, που ισχυρίστηκε ότι ο Πατέρας είναι το ίδιο, όπως ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Ήταν χειρότερος από τον Σαβέλλιο επειδή νόμιζε επίσης, ότι η ψυχή δεν έχει ιδίαν φύση, αλλά τόλμησε να πει με τους Μανιχαίους, ότι ένα μέρος του Θεού απέρρευσε προς τα κάτω και παραμορφώθηκε από το κακό και άλλαξε προς το χειρότερο[58].»
Ο Σαβέλλιος ήταν ένας αιρετικός του τρίτου μ.Χ. αι., ο οποίος θεωρούσε ότι τα “Πατήρ”, “Υιός” και “Άγιο Πνεύμα” ήταν εκφάνσεις του ενός Θεού και όχι τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Αυτό λέγεται μοναρχιανισμός. Πιο συγκεκριμένα, το “Πατήρ” ήταν η παρουσίαση του Θεού κατά την δημιουργία, το “Υιός” η φανέρωση του Θεού κατά την επί γης παρουσία του και το “Άγιο Πνεύμα” η ενέργεια του Θεού κατά την σωτηρία. Αυτό ονομάζεται τροπικός μοναρχιανισμός, σε σχέση με τους τρόπους φανέρωσης του Θεού. Πρόκειται για νεολογισμό, καθώς ο όρος αυτός δεν χρησιμοποιήθηκε από τους αντιαιρετικούς συγγραφείς εκείνης της εποχής.
Αν ο Σαβέλλιος είχε μείνει μόνο σ' αυτά, τότε ο Πρισκιλλιανός σίγουρα δεν ήταν οπαδός του Σαβέλλιου. Εξ ορισμού, μοναρχία και δυαρχία είναι έννοιες ασύμβατες. Η εξέταση των θέσεων του Πρισκιλλιανού περί ψυχής και δημιουργίας έδειξε ότι ακολουθούσε καθ' όλα τους Μανιχαίους, ήταν, λοιπόν, δυαρχικός. Πώς θα μπορούσε να είναι και μοναρχιανιστής;
Την απάντηση μπορεί να την βρει κανείς στο έργο του Τερυλλιανού Contra Praxean:
«Αλλά γιατί να χρονοτριβώ σε θέματα που είναι αυταπόδεικτα, όταν θα έπρεπε να επιτίθεμαι σε σημεία στα οποία αυτοί προσπαθούν να θολώσουν και την πιο φανερή απόδειξη; Διότι, αφού έχουν αντικρουστεί σε όλες τις πλευρές για την διάκριση μεταξύ Πατέρα και Υιού, στην οποία εμείς εμμένουμε χωρίς να διαταράσσουμε την αχώριστη ενότητα – όπως [στο παράδειγμα] του ήλιου και της ακτίνας, και της πηγής και του ποταμιού – ωστόσο με την βοήθεια ενός αδιαίρετου αριθμού των δυο και των τριών, επιχειρούν να ερμηνεύσουν αυτή την διάκριση με τρόπο που να συμφωνεί με την δική τους άποψη· έτσι ώστε, από ένα πρόσωπο διαχωρίζουν δύο, τον Πατέρα και τον Υιό, κατανοώντας τον Υιό ως την σάρκα, δηλαδή τον άνθρωπο, δηλαδή τον Ιησού· και τον Πατέρα ως το πνεύμα, δηλαδή τον Θεό, δηλαδή τον Χριστό.
Έτσι, αυτοί, ενώ θεωρούν ότι ο Πατέρας και ο Υιός είναι ένα και το αυτό, στην πραγματικότητα τους χωρίζουν, παρά τους ενώνουν. Διότι, αν ο Ιησούς είναι ένας, και ο Χριστός άλλος, ο Υιός θα είναι διαφορετικός από τον Πατέρα, διότι [κατ' αυτούς] ο Υιός είναι ο Ιησούς, και ο Πατέρας ο Χριστός. Τέτοιου είδους μοναρχία, όπως αυτή, νομίζω την έμαθαν από την σχολή του Βαλεντίνου, ο οποίος έκανε δύο τον Ιησού και τον Χριστό[59].»
Με αφετηρία αυτή την σχέση Πατρός και Υιού ξεκινά ο Πρισκιλλιανός την τριαδολογία του. Όχι για να δείξει ότι είναι ίδια πρόσωπα, ή μάλλον εκφάνσεις του ενός προσώπου, αλλά για να εισάγει την δυαρχία στην Αγία Τριάδα. Για να εισαχθεί δυαρχία στην Αγία Τριάδα, δύο προϋποθέσεις πρέπει να πληρωθούν. Πρώτη προϋπόθεση είναι η κατάργηση των υποστατικών ιδιωμάτων Πατρός και Υιού. Δεύτερη προϋπόθεση είναι να γίνει και ο Υιός αρχή της θεότητας, όπως και ο Πατήρ. Αυτό σημαίνει το Άγιο Πνεύμα να εκπορεύεται και εκ του Υιού, δηλαδή filioque. Και τις δύο αυτές προϋποθέσεις θα τις εντοπίσουμε αμέσως παρακάτω στο έργο του Πρισκιλλιανού. Προς το παρόν θα εμμείνουμε λίγο στο γιατί θεωρήσανε οι σύγχρονοι του αντιαιρετικοί συγγραφείς ότι ακολουθούσε τον Σαβέλλιο στο τριαδικό του δόγμα.
Η απάντηση ξεκινά από αυτό που γράφει ο άγιος Αυγουστίνος για τους Πρισκιλλιανιστές:
«Οι Πρισκιλλιανιστές, ωστόσο, δέχονται όλα τα κανονικά και απόκρυφα κείμενα μαζί. Αλλά διαστρέφουν ότι αντιτίθεται σε αυτούς σύμφωνα με την πλάνη τους, μερικές φορές με έξυπνη και εύστοχη ερμηνεία και μερικές φορές με γελοία και ανόητη.
Και δεν το κάνουν αυτό επειδή πιστεύουν ότι είναι αληθινά αυτά που ερμηνεύουν σε πρόσωπα ξένα προς την σέκτα τους. Ειδάλλως θα ήταν Καθολικοί ή άτομα όχι μακριά από την αλήθεια, που βρίσκουν καθολική ερμηνεία στα απόκρυφα κείμενα ή που θέλουν να βρουν.
Αλλά, αν και πιστεύουν διαφορετικές ιδέες με τους δικούς τους ανθρώπους και τις διδάσκουν και τις μαθαίνουν μεταξύ τους, δεν τολμούν να τις αποκαλύψουν, διότι είναι πραγματικά διεφθαρμένοι και αποκρουστικοί.
Ωστόσο διδάσκουν την καθολική πίστη – την οποία δεν πιστεύουν αλλά πίσω από την οποία κρύβονται – σε αυτούς που φοβούνται. Διότι θα μπορούσαν να βρεθούν ίσως κάποιοι αιρετικοί, οι οποίοι είναι ακάθαρτοι, αλλά κανείς δεν συγκρίνεται με αυτούς στην εξαπάτηση.
Άλλοι, φυσικά, ψεύδονται από συνήθεια ή αδυναμία, διότι αυτές οι κακίες είναι ανθρώπινες, αλλά αυτοί οι άνθρωποι, έχει αναφερθεί, ότι έχουν ως εντολή στο διεστραμμένο δόγμα της αίρεσής τους το να ψεύδονται ακόμα και με ψεύτικο όρκο για χάρη της εσωτερικής διδασκαλίας τους.
Όσοι είχαν εμπειρία μαζί τους και ανήκαν σε αυτούς και ξέφυγαν απ' αυτούς με την χάρη του Θεού, παραθέτουν ακριβώς τα λόγια αυτής της εντολής: ‘Να ορκίζεστε, να ψευδομαρτυρείτε, αλλά να μην αποκαλύπτεται το μυστικό[60].»
Ο άγιος Αυγουστίνος έγραψε αυτή την επιστολή προς τον επίσκοπο Κρεσέντιο μετά τις αναφορές του Ορόσιου. Σε αυτή αποκαλύπτει στον συνάδελφο επίσκοπο της Ισπανίας, όσα ήδη είχε μάθει γι' αυτούς, αλλά κυρίως την προτίμηση των Πρισκιλλιανιστών στην μελέτη των απόκρυφων κειμένων. Στην τρίτη παράγραφο, η οποία παρατέθηκε ολόκληρη, εξηγεί το ότι αυτοί δεν αναφέρουν ανοικτά τα όσα πιστεύουν σε αυτούς που δεν ανήκουν στην σέκτα τους.
Είναι ικανοί ακόμη και για ψευδορκία, προκειμένου να μην αποκαλύψουν το μυστικό δόγμα τους. Οι αντιαιρετικοί συγγραφείς σταχυολογούσαν τα αιρετικά δόγματα των Πρισκιλλιανιστών από αυτά που οι ίδιοι δεν ομολογούσαν και από όσα τους αποκάλυπταν εκείνοι που μετανοούσαν και επέστρεφαν στην εκκλησία. Συγκεκριμένα, ο άγιος Αυγουστίνος έμαθε για τους Πρισκιλλιανστές από τις αναφορές του Ορόσιου και του Κονσέντου.
Από την άλλη, δυαρχία στο τριαδικό δόγμα δεν είχαν αντιμετωπίσει ποτέ. Ναι μεν, ο άγιος Αυγουστίνος γνώριζε από πρώτο χέρι τα μυστικά των Μανιχαίων, αλλά αυτοί σχηματοποιούσαν απλά την δυαρχία τους, αρχή του καλού και αρχή του κακού. Εισαγωγή της δυαρχίας μέσα στην Αγία Τριάδα ήταν κάτι πρωτόγνωρο και για τους λογικά σκεπτόμενους, κάτι αδιανόητο. Αυτό, όμως είναι που έκανε ο Πρισκιλλιανός. Εισήγαγε την δυαρχία μέσα στην Αγία Τριάδα.
7.2.15 Ήταν ο Πρισκιλλιανός πατροπασχίτης;
Θ’ ασχοληθούμε, τώρα, λίγο ακόμα με το ερώτημα που έθεσε ο Tarmo Toom, “Was Priscillian a Modalist Monarchian?”, και το εξέτασε στο Harvard Theological Review vol. 107 issue 4 (2014) pp.470-484. Συμπέρασμα του ήταν ότι ο Πρισκιλλιανός δεν ήταν τροπικός μοναρχιανός-πατροπασχίτης, αλλά παρεξηγημένος καθολικός. Στο συμπέρασμα αυτό έφθασε εξετάζοντας τα κείμενα του ίδιου του Πρισκιλλιανού, τα οποία θα παρατεθούν και εδώ παράλληλα, για να βγει η απάντηση συγκριτικά.
Ο Tarmo Toom αναμασά εισαγωγικά την τετριμμένη άποψη, ότι όλοι οι πολέμιοι του Πρισκιλλιανού υιοθέτησαν την προκατειλημμένη αναφορά του Ιθάκιου[61]. Κατ' αρχάς το έργο του Ιθάκιου ήταν τόσο ‘σημαντικό’, ώστε δεν έχει διασωθεί. Αν πάρουμε για παράδειγμα τον άγιο Αυγουστίνο, γνωρίζουμε ότι αυτός έμαθε για την αίρεση από τις αναφορές του Ορόσιου και του Κονσέντιου . Για το Σουλπήκιο Σεβήρο δεν χρειάζεται να πει πολλά κάποιος, διότι αυτός ήταν σύγχρονος των γεγονότων. Ομοίως και για τον άγιο Ιερώνυμο. Ταυτόχρονα, ο Πρισκιλλιανισμός ως αίρεση υπήρξε πρόβλημα που ταλάνισε την εκκλησία της Ισπανίας και αντιμετωπίστηκε με συνοδικές αποφάσεις. Στις δε συνόδους προείχε η εξέταση μαρτύρων από την ανάγνωση του βιβλίου του Ιθάκιου, που έτσι κι αλλιώς δεν αναφέρθηκε σε καμία από αυτές. Ως υπαρκτό πρόβλημα έδινε τις απαραίτητες πληροφορίες σε αυτούς που το έζησαν, χωρίς να χρειάζεται ο Ιθάκιος για να τους το υπενθυμίσει. Με λίγα λόγια αυτοί έζησαν το πρόβλημα και το αντιμετώπισαν. Δεν το διάβασαν, όπως κάνουμε εμείς σήμερα.
Στην συνέχεια αναφέρει την άποψη του Henry Chadwick, ότι δεν καταδικάστηκε ονομαστικά ο Πρισκιλλιανός στην σύνοδο της Σαραγόσσα το 380 μ.Χ. ούτε αναφέρθηκε αυτή η σύνοδος σε κάποια δογματική απόκλισή του[62]. Στο πρώτο, ότι δηλαδή δεν υπάρχει ονομαστική καταδίκη του στη σύνοδο της Σαραγόσσα απαντήσαμε εκτενώς παραπάνω. Το δεύτερο, ότι δεν υπάρχει καταδίκη σε δογματικά θέματα στην ίδια σύνοδο, αυτό είναι αναμφισβήτητο γεγονός. Υπάρχει, όμως, τέτοια καταδίκη δογματικών αιρετικών απόψεων στην σύνοδο του Τολέδο, λίγα χρόνια μετά. Και αν κάποιος θέλει να πει ότι σ' αυτήν τη σύνοδο δεν ζούσε πλέον ο Πρισκιλλιανός, η απάντηση είναι ότι καταδικάστηκαν αυτοί που τον τιμούσαν ως μάρτυρα.
Στην απολογία του στον πάπα Δάμασο ο Πρισκιλλιανός παραθέτει και το Σύμβολο, το οποίο ομολογεί. Είναι το εξής:
« Πιστεύω εις έναν Θεό, Πατέρα, Παντοκράτορα,
και εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν,
γεννηθέντα εκ της Παρθένου Μαρίας και εκ Πνεύματος Αγίου,
πάσχοντα υπό Ποντίου Πιλάτου και σταυρωθέντα,
ταφέντα και την τρίτη ημέρα αναστάντα,
ανελθόντα εις τους ουρανούς,
καθεζόμενον εκ δεξιών του Θεού Πατρός Παντοδυνάμου,
και πάλιν ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς.
Εις αγίαν Εκκλησίαν,
Πνεύμα Άγιον,
Βάπτισμα σωτηρίας,
Εις άφεσιν αμαρτιών
Εις ανάστασιν νεκρών[63].»
Αυτό το σύμβολο πίστεως ο Tarmo Toom το βρίσκει καθ' όλα ορθόδοξο και μάλιστα παραθέτει βιβλικά χωρία για ν' αποδείξει την ορθοδοξία του. Δεν υπάρχει κάποια ένσταση σε αυτά που ομολογούνται. Η ένσταση βρίσκεται σε αυτά που δεν ομολογούνται.
Δεν ομολογείται ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού ο Μονογενής, εκ του Πατρός γεννηθείς προ πάντων των αιώνων. Δεν ομολογείται ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι φως εκ φωτός, Θεός αληθινός, γεννηθείς και ου ποιηθείς, ομοούσιος τω Πατρί, δι’ ου τα πάντα εγένετο. Αυτή είναι η μεγάλη ένσταση στο σύμβολο πίστεως του Πρισκιλλιανού, ότι δεν ομολογεί τον Κύριο Ιησού Χριστό, ως μονογενή (unicum ή unigenitum).
Ας προσεχθεί το εξής· ενώ ο Πρισκιλλιανός “προκαλεί” τον πάπα Δάμασο να συγκρίνει το δικό του σύμβολο «… με αυτό, το οποίο σας άφησαν οι απόστολοι[64] …», η απλή σύγκριση τον εκθέτει. Για το ποιο σύμβολο εννοεί ο Πρισκιλλιανός, οι πιθανότητες γέρνουν προς αυτό που ήταν σε χρήση εκείνη την εποχή στη Ρώμη και περιλαμβάνεται στο έργο του Ρουφίνου Ακυιλείας, “Expositio symboli apostolorum”:
«Credo in Deum Patrem Omnipotentem… et in Christum Iesum Filium eius unicum Dominum nostrum[65]»
Με μια πρώτη ματιά φαίνεται ότι από την ομολογία του Πρισκιλλιανού απουσιάζει τόσο το Υιός (Filius), όσο και το μονογενής (Unicum). Δεν θα σταθούμε στην απουσία του Υιός, διότι σε πολλά σημεία των έργων “ονοματίζει” το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας τριάδος, ως Υιό. Μας ενδιαφέρει το “μονογενής”.
Δεν είναι δυνατόν να εκλειφθεί το “unum” στο σύμβολο του Πρισκιλλιανού, ως αντικατάσταση του “unicum”. To σκεπτικό ότι απουσιάζει το “unum” από την λατινική εκδοχή, όπως βλέπουμε παραπάνω (Credo in Deum Patrem) δεν ισχύει. Στο σύμβολο της Νίκαιας υπάρχει (Πιστεύω εις έναν Θεό), όπως και σε όλα τα σύμβολα της Ανατολής.
Έχει αποδειχθεί από την Maria Veroneze[66], ότι ο Πρισκιλλιανός γνώριζε το Σύμβολο της Νίκαιας, μέσω της λατινικής μετάφρασης του άγιου Ιλάριου Πικταβίου[67]. Ο άγιος Ιλάριος του Πικταβίου κάνει σαφή διάκριση μεταξύ αγεννησίας και γέννησης και αποδίδει την αγεννησία (inascebilitas) μόνο στον Πατέρα. Αντίθετα, ο Πρισκιλλιανός αποδίδει αγεννησία και στον Υιό, όταν γράφει στην Tractate 6,9, ότι ο αγέννητος γεννάται (innascibilis nascitur).
Το αντεπιχείρημα του Henry Chadwick ότι στην παλαιο-λατινική εκδοχή του χωρίου Α' Πέτρου 1.20 γράφει «sine initio manens in Patre[68]», δεν ισχύει διότι το “άνευ αρχής” σημαίνει χρονική αρχή και όχι αιτία ύπαρξης. Γι' αυτό και στην Σύνοδο του Τολέδο το 400 μ.Χ., οι Πρισκιλλιανιστές καταδικάστηκαν επειδή θεωρούσαν το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ως αγέννητο:
«Ο επίσκοπος Συμπόσιος είπε: Σύμφωνα με τα όσα ειπώθηκαν πριν λίγο από την άγνωστη αυτή μεμβράνη, και στην οποία λέγεται ότι ο Υιός είναι αγέννητος, εγώ αυτό το δόγμα, είτε ότι είναι δύο αρχές, είτε ο Υιός αγέννητος, καταδικάζω μαζί με τον συγγραφέα και τα λεγόμενα...
Επίσης είπε:... Όλα τα αιρετικά βιβλία και ειδικά το δόγμα του Πρισκιλλιανού, σύμφωνα με το οποίο σήμερα ειπώθηκε, ότι έχει γράψει τον Υιό αγέννητο, μαζί με τον συγγραφέα καταδικάζω.
.... Και ο Κομάσιος ο πρεσβύτερος διάβασε από χάρτου: Με το καθολικό σύμβολο της Νίκαιας συμφωνούμε όλοι, και με την γραφή την οποία διάβασε ο πρεσβύτερος Δονάτος, και κατά την οποία ο Πρισκιλλιανός αναφέρει τον Υιό ως αγέννητο, κάτι αντίθετο στην πίστη της Νίκαιας λέγεται· κατά συνέπεια, αυτόν τον Πρισκιλλιανό που λέει αυτά από δική του διαστροφή και περιέχονται στα βλάσφημα βιβλία του, καταδικάζουμε μαζί με τον συγγραφέα[69].»
Την εποχή του πάπα Λέοντα Α' οι Πρισκιλλιανιστές επιχειρηματολογούσαν κατά του όρου “μονογενής”, ισχυριζόμενοι ότι αναφέρεται στην γέννησή του εκ της Παρθένου Μαρίας. Γράφει στην 15η επιστολή του ο πάπας:
«Επίσης το τρίτο κεφάλαιο ασχολείται με τον ασεβή ισχυρισμό των ίδιων ανθρώπων (σ.τ.μ. εννοεί τους Πρισκιλλιανιστές), ότι ο Υιός του Θεού καλείται μονογενής, γι' αυτόν τον λόγο, ότι μόνο αυτός γεννήθηκε από παρθένο. Δεν θα είχαν τολμήσει να το πουν αυτό, αν δεν είχαν πιει από το δηλητήριο του Παύλου Σαμοσατέα και του Φωτίνου, ο οποίος είπε ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός δεν υπήρχε πριν γεννηθεί από την Παρθένο Μαρία.
Αλλά αν επιθυμούν κάτι άλλο να γίνει κατανοητό από την πεποίθησή τους και να μην μετράται η αρχή του Χριστού από την μήτρα της μητέρας του, πρέπει αναγκαστικά να δεχθούν ότι δεν υπάρχει μόνο ένας Υιός του Θεού, αλλά και ότι άλλοι γεννήθηκαν επίσης από τον Ύψιστο Πατέρα, εκ των οποίων αυτός ο ένας γεννήθηκε και από γυναίκα, και συνεπώς καλείται μονογενής, διότι κανείς άλλος εκ των υιών του Θεού δεν υπέστη το να γεννηθεί.
Συνεπώς όπου και να πάνε πέφτουν στην άβυσσο της μέγιστης ασέβειας, αν επιμείνουν ότι ο Χριστός ο Κύριος έλκει την αρχή του από την μητέρα Του, ή αν δεν πιστεύουν ότι είναι ο μονογενής του Θεού Πατρός, εφόσον Αυτός που ήταν Θεός γεννήθηκε από μητέρα και κανείς δεν γεννήθηκε από τον Πατέρα, εκτός του Λόγου[70].»
Στο σημείο αυτό χρειάζεται μια διευκρίνηση. Στην ορθόδοξη θεολογία οι τρεις υποστάσεις του ενός Θεού δεν είναι απλά ονόματα. Ενώ όλα στην θεότητα είναι κοινά και στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, υπάρχουν στο καθένα από αυτά τα λεγόμενα υποστατικά ιδιώματα, τα οποία καθορίζουν τις τρεις υποστάσεις. Στον μεν Πατέρα το υποστατικό ιδίωμα είναι η αγεννησία, το ότι είναι ο ίδιος η αρχή της θεότητας. Στον δε Υιό υποστατικό ιδίωμα είναι η εκ του Πατρός γέννηση, ότι έχει αρχή της ύπαρξης του τον Πατέρα, με τρόπο μυστήριο, που όμως τον λέμε “γέννηση” διότι έτσι μας αποκαλύφθηκε. Ομοίως, μας αποκαλύφθηκε ότι το Πνεύμα το Άγιο έχει επίσης ως αρχή τον Πατέρα, και υπάρχει εξ αυτού με τρόπο ύπαρξης διαφορετικό από του Υιού. Ο τρόπος αυτός είναι η εκπόρευση. Αυτά είναι τα υποστατικά ιδιώματα.
Με βάση τα παραπάνω ο Πρισκιλλιανός αρνείται τον τρόπο ύπαρξης του Υιού, δηλαδή την γέννηση. Έτσι καταργεί το υποστατικό ιδίωμα του Υιού. Δεν σταματά, όμως, εδώ. Θέτει τον Υιό ως αρχή της θεότητας, όπως και ο Πατήρ. Γράφει στην έκτη πραγματεία του στην Έξοδο:
«Ο Χριστός είναι πράγματι η αρχή των όλων και, όντας όλος εν εαυτώ, δεν παίρνει τίποτα από ό,τι είναι από άλλον, χωρίς αρχή, χωρίς τέλος, και αν εξετάσεις τα πάντα, θα βρεις από ένα στο καθένα (σ.τ.μ. Εννοεί από μια αρχή και ένα τέλος για καθετί εκτός από τον Χριστό – στο σημείο αυτό η μετάφραση του Conti δεν βγάζει νόημα, γι' αυτό και δεν την ακολούθησα), αλλά γι' αυτόν ο λόγος θα αποτύχει πιο εύκολα από ότι η φύση (σ.τ.μ. Εννοεί να βρει διά του λόγου-λογικής αρχή και τέλος στον Χριστό), διότι [είναι] αυτό που πάντα είναι και δεν υπάρχει τέλος στον Θεό, ούτε ξεκίνησε για να θέσει μια αρχή, αλλά όλα θα λάμβαναν σάρκα για μας και πάσχουν για μας[71].»
O Tarmo Toom πάνω σε αυτό επιχειρηματολογεί λέγοντας ότι, το “principium” που χρησιμοποιεί εδώ ο Πρισκιλλιανός, δεν αναφέρεται σε λόγο ύπαρξης-αρχή αλλά χρονική αρχή. Συμφωνούμε, διότι και να ήθελε κάποιος να πει το αντίθετο, είναι το νόημα του λόγου “sine principio, sine fine” που ξεκαθαρίζει ότι το “αρχή” και “τέλος” δηλώνουν χρονικές στιγμές.
Λέει, όμως ο Πρισκιλλιανός “Cristus autem origo omnium” και είναι το “origo” που δηλώνει την αρχή ύπαρξης, όχι το “principio”. Ως όρος είναι απόλυτα δόκιμος και σε χρήση την εποχή εκείνη, διότι τον χρησιμοποιεί ο άγιος Ιλάριος Πικταβίου στο De Trinitate, όταν λέει ότι ο Πατέρας είναι η αρχή των πάντων, “origo omnium[72]”. Όταν, όμως, θέλει να μιλήσει για χρονική αρχή, ότι ο Χριστός είναι άναρχος, χρησιμοποιεί και αυτός το “principium”, “Iam sine principio est apud Deum, quod erat ante principium[73]”.
Αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημα του Tarmo Toom: “Were they saying that Jesus Christ was the casual principal within the Godhead?”. Και η απάντηση είναι, ναι το έλεγαν. Απλά ο Tarmo Toom και μαζί μ' αυτόν όλοι όσοι θέλουν να αγιοποιήσουν τον Πρισκιλλιανό, κοιτάνε από την άλλη πλευρά, όχι προς την κατεύθυνση των απαντήσεων.
Για να φανεί ακόμα περισότερο η διαφορά στην ομολογία παραθέτουμε αμέσως την ομολογία πίστεως του μοναχού Bachiarius, ο οποίος την εποχή εκείνη είχε κατηγορηθεί για Πρισκιλλιανισμό:
«Ο Πατήρ είναι η αρχή του ονόματος της θεότητος αφ' εαυτού, όπως πιστεύουμε και όπως ομολογούμε Πατέρας Θεός, ο Υιός Θεός εκ του Πατρός, όχι αφ' εαυτού, αλλά εκ Πατρός. Πατέρας Θεός και Υιός Θεός, αλλά όχι ο ίδιος Πατήρ, που είναι Υιός. Και Πνεύμα Άγιο, όχι Πατήρ αγέννητος, αλλά Πνεύμα αγέννητου Πατρός. Ο Υιός γεννητός, όχι Πνεύμα Υιός, αλλά μόνο Υιός. Υπέρ αυτών από του Πατρός αποστέλλεται το Πνεύμα. ... Ο Υιός του Πατρός προ των αιώνων γεννητός από τον Πατέρα, δεν είναι δυνατόν κάποιον άλλο γεννητό να έχει συγκληρονόμο· γι' αυτό πιστεύουμε [ότι είναι] μονογενής, και δύο γεννητούς δεν ομολογούμε. Ο Πατήρ μόνος αγέννητος, ο Υιός είναι μόνο γεννητός, το Πνεύμα Άγιο από τον Πατέρα εκπορεύεται, μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό είναι προαιώνιο[74].»
Στην ομολογία ενός απλοϊκού μοναχού βλέπουμε τέτοια καθαρότητα του τριαδικού δόγματος, που παρόμοιά της δεν βρίσκουμε στις περίτεχνες ρητορείες του Πρισκιλλιανού. Και μέσα στην απλότητα της παραπάνω ομολογίας βρίσκονται ακριβείς δογματικοί όροι, όπως “αγέννητος-ingenitus”, “μονογενής-unigenitus”, “από τον Πατέρα εκπορεύεται- a Patre procedens”.
Τελειώνοντας με την ομολογία του Πρισκιλλιανού, ο Tarmo Toom προβάλει το επιχείρημα, ότι αν η ομολογία ήταν δικής του επινόησης, οι αντίπαλοί του θα την είχαν απορρίψει ως τέτοια[75]. Πάνω σε αυτό η απάντηση είναι η εξής. Η ομολογία του δεν ήταν μια έξυπνη δική του επινόηση. Ήταν μια έξυπνη δική του συγκάλυψη. Αυτά που λέει βρίσκονται όλα στο σύμβολο της Νίκαιας. Είναι αυτά που δεν λέει, όσα κρύβουν τις δικές του αιρετικές πεποιθήσεις.
Επειδή, λοιπόν, ο αποδέκτης της παραπάνω ομολογίας πάπας Δάμασος έκρινε ότι δεν είναι αρκετή, ικανή να τον απαλλάξει από την κατηγορία της αίρεσης, γι' αυτό και δεν τον δέχτηκε κατά το ταξίδι του στην Ρώμη· γι' αυτό και καταδικάστηκε στο Μπορντώ, γι' αυτό και καταδικάστηκε στο Τολέδο. Το επιχείρημα του Tarmo Toom είναι ανεπαρκής σοφιστεία.
Επανερχόμενοι στην ομολογία του Πρισκιλλιανού κάνουμε και μια άλλη διαπίστωση. Αποκαλεί τον Πατέρα “παντοκράτορα-omnipotens”. Στην έκτη πραγματεία του αποδίδει αυτόν τον προσδιορισμό και στον Υιό:
«Ο Χριστός είναι ένας· ...και μπορούμε να τον πιστεύουμε μόνο ως ένα Θεό, ο οποίος είναι παντοκράτορας αφ' εαυτού, επειδή είναι κι επειδή μας αποκάλυψε ότι είναι[76].»
Οι πατροπασχίτες δεν απέδιδαν τον όρο “παντοκράτορας” στον Υιό, όπως μας πληροφορεί ο Τερτυλλιανός:
«Εύκολα δέχονται ότι ο Πατέρας ενήργησε στο όνομα του Υιού, παρά ο Υιός στο όνομα του Πατρός· αν και ο Κύριος λέει ἐγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου (Ιωαν. 5,43) και προς τον Πατέρα δηλώνει, ᾿Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις (Ιωαν. 17,6), ενώ η Γραφή ομοίως λέει, Ευλογημένος ο Ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, το οποίο σημαίνει ο Υιός εις το όνομα του Πατρός.
Όσο για τα ονόματα του Πατρός, Θεός Παντοκράτωρ, Ύψιστος, Κύριος των Δυνάμεων, Βασιλεύς του Ισραήλ, ο Ων, λέμε, όπως μας διδάσκουν οι Γραφές, ότι ανήκουν και στον Υιό επίσης, και ότι ο Υιός χαρακτηρίστηκε με αυτούς τους προσδιορισμούς, και πάντα ενήργησε μ' αυτούς και έτσι αποκάλυψε τον εαυτό του στους ανθρώπους. πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι· (Ιωαν. 16,15) λέει. Γιατί όχι και τα ονόματα;
... Ας είναι η άμεση απάντησή μου από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, στο επιχείρημα το οποίο αυτοί φέρουν: ᾿Εγώ εἰμι τὸ Α καὶ τὸ Ω, λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὁ παντοκράτωρ. (Αποκ. 1,8) και από όλα τα άλλα χωρία τα οποία κατά την γνώμη τους κάνουν τον προσδιορισμό Παντοκράτωρ ακατάλληλο για τον Υιό[77].»
Αυτό είναι ένα στοιχείο που δείχνει ότι ο Πρισκιλλιανός δεν ήταν πατροπασχίτης
7.2.16 Η θεολογία του ονόματος του Πρισκιλλιανού.
Το ερώτημα που προκύπτει αμέσως είναι, πως είναι δυνατόν καταργώντας ο Πρισκιλλιανός το υποστατικά ιδιώματα, να μην πίπτει σε μοναρχιανισμό; Αυτό, βέβαια, είναι ένα ερώτημα που προκύπτει σε όσους έχουν ορθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις. Εφόσον είναι τα υποστατικά ιδιώματα αυτά που διαχωρίζουν τις υποστάσεις των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, η κατάργησή τους αναγκαστικά εξαλείφει τις υποστάσεις και αφήνει πλέον τρεις ονομασίες του ίδιου Θεού.
Ας κρατήσουμε στο μυαλό μας ότι ο Πρισκιλλιανός δεν έχει ορθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις. Επίσης δεν καταργεί το υποστατικό ιδίωμα του τρίτου προσώπου δηλαδή του Αγίου Πνεύματος. Δεν καταργεί, δηλαδή, την εκπόρευση, ούτε και τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Την εντάσσει στην ευρύτερη σχέση του τρίτου προσώπου με τα άλλα δύο και η εκπόρευση βγαίνει ως απόρροια της σχέσης αυτής.
Θα απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα μελετώντας το De Trinitate Fidei Catholicae, έργο το οποίο θεωρείται από τα αμφισβητούμενα του Πρισκιλλιανού και κατά πάσα πιθανότητα γράφτηκε από κάποιον μαθητή του στο τέλος του Δ' και ίσως αρχές του Ε' αι. Οι περισσότεροι μελετητές του έργου του Πρισκιλλιανού και κυρίως όσοι προσπαθούν να τον αγιοποιήσουν, τείνουν να παραβλέπουν το κείμενο αυτό, επειδή το κατατάσσουν στα αμφιλεγόμενα.
Εμείς θα το χρησιμοποιήσουμε επειδή ξεδιπλώνει εκτενώς την τριαδολογία των Πρισκιλλιανιστών, και ο συγγραφέας του, ακόμα και αν δεν είναι ο ίδιος ο αιρεσιάρχης, είναι σίγουρα κάποιος από τους στενότερους και επιμελέστερους μαθητές του.
Είναι άκρως αποκαλυπτικό για το θέμα που αναφέρει και σίγουρα αποτελεί ερμηνευτικό κλειδί για κάποια δυσνόητα σημεία των γνήσιων πραγματειών του. Είναι το εκτενέστερο από τα κείμενα που μεταφράζει ο Conti και, ακόμα και αν δεν είχαν διασωθεί τα υπόλοιπα, από μόνο του αρκούσε για να μελετηθεί η αιρετική διδασκαλία του Πρισκιλλιανισμού.
Δύο πράγματα πρέπει να γνωρίζει κάποιος για να μπορέσει να ασχοληθεί με το De Trinitate. Το πρώτο είναι το ότι έχει γραφεί σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο το κείμενο απευθύνεται σε όσους ορθόδοξους θα το διάβαζαν, μεταξύ των οποίων ίσως και επίσκοποι, οπότε θα έπρεπε να το θεωρήσουν ορθόδοξο. Γι' αυτό κάνει χρήση συχνά βιβλικών παραπομπών, και ακολουθεί την ορθόδοξη ορολογία της εποχής, χωρίς όμως να έχει κατά νου και τις αντίστοιχες ορθόδοξες ερμηνείες.
Το δεύτερο επίπεδο γραφής απευθύνεται στους μυημένους στα μυστικά της αίρεσης. Σε αυτό το επίπεδο η θεολογία του είναι ακατανόητη από τους ορθόδοξους, εκτός και αν έχουν καταλάβει το μυστικό νόημα. Υπάρχει, δηλαδή, στο κείμενο μια εσωτερική διδασκαλία, ένας εσωτερισμός. Βάσει αυτής ο πρισκιλλιανισμός θα φανεί ότι δεν είναι τροπικός μοναρχιανισμός/πατροπασχιτισμός, αλλά δυαρχία με παράγωγο το filioque.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι ο συντάκτης του κειμένου, είτε πρόκειται για τον Πρισκιλλιανό, είτε για μαθητή του δεν ακολουθεί τη θεολογία του προσώπου. Ακολουθεί την μεθοδολογία της θεολογίας του ονόματος. Βασική αρχή της ονοματοκρατίας (νομιναλισμού) είναι ότι το όνομα ενός πράγματος αποκαλύπτει την ουσία και τις ιδιότητές του· ταυτοποιεί το πράγμα. Η ονοματοκρατία θα επικρατήσει αργότερα στην δυτική θεολογία με τους παπικούς θεολόγους μέχρι να την ξυρίσει ο Okkam, και ίσως την παρέλαβαν οι παπικοί ως μέθοδο θεολόγησης από τον Πρισκιλλιανό, μαζί με το filioque.
Την θεολογία του ονόματος την παρέλαβε ο Πρισκιλλιανός από τον άγιο Ιλάριο Πικταβίου. Όπως έχει ειπωθεί παραπάνω ήταν γνώστης του έργου του αγίου Ιλαρίου. Στο De Trinitate του ο άγιος γράφει τα εξής, σχετικά με το Όνομα:
«Κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλει ότι έχουμε αναλάβει το έργο της αληθινής ευσέβειας και του ακριβούς δόγματος όταν, μετά που αποδείξαμε από τον Νόμο και τους προφήτες πρώτα, ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, και στην συνέχεια ότι είναι αληθινός Θεός, και αυτό χωρίς να διαιρούμε το μυστήριο της ενότητος, προχωρήσαμε να στηρίξουμε τον Νόμο και τους Προφήτες με τις αποδείξεις των Ευαγγελίων, και να αποδείξουμε από αυτά επίσης ότι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού και ο ίδιος Θεός.
Ήταν το πιο εύκολο έργο, αφού παρουσιάσουμε το δικαίωμά του στο Όνομα του Υιού, να δείξουμε ότι το Όνομα πραγματικά περιγράφει την σχέση Του με τον Πατέρα· αν και πραγματικά η χρήση των προτύπων αντιμετωπίζει την απόδοση του ονόματος του υιού, ως πειστική απόδειξη της υιοθεσίας. Αλλά για να μην αφήσουμε κανένα κενό για απάτη και πλάνη σε αυτούς τους κακολόγους της αληθινής γέννησης του Υιού του Μονογενούς, χρησιμοποιήσαμε την αληθινή του θεότητα ως απόδειξη της αληθινούς υιοθεσίας Του· για να δείξουμε ότι Αυτός, ο οποίος, όπως ομολογείται από όλους, φέρει το Όνομα του Υιού του Θεού είναι πράγματι Θεός, έχουμε παραθέσει το Όνομά Του, την γέννησή Του, την φύση Του, την δύναμή Του, τα λεγόμενά Του.
Έχουμε αποδείξει ότι το Όνομά Του είναι ακριβής περιγραφή του ιδίου, ότι ο τίτλος του Υιού είναι απόδειξη γέννησης, ότι στην γέννησή Του διατήρησε την θεία φύση Του και μαζί με την φύση και την δύναμή Του, και ότι αυτή η δύναμη φανερώθηκε σε συνειδητή και σκόπιμη αποκάλυψη. Έχω καταγράψει τις ευαγγελικές αποδείξεις από κάθε σημείο, δείχνοντας πως η αποκάλυψη φανερώνει την δύναμή Του, πως η δύναμη φανερώνει την φύση Του, πως η φύση είναι δική του κληρονομικώ δικαιώματι, και από την γέννησή του προέρχεται ο τίτλος του ονόματος του Υιού.
Έτσι κάθε ψίθυρος βλασφημίας σιωπά, διότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός με την μαρτυρία του δικού Του στόματος μας δίδαξε ότι είναι, όπως το Όνομα, η γέννηση, η φύση και η δύναμή Του διακηρύσσουν, κατά την πραγματική έννοια της θεότητος, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού[78].»
Ο άγιος Ιλάριος Πικταβίου, βέβαια, αναπτύσσει με ορθό τρόπο την θεολογία του ονόματος, διότι δέχεται και πρόσωπα, αλλά και ως ονόματα εξετάζει τα Πατήρ-Υιός-Άγιο Πνεύμα. Αντίθετα, ο Πρισκιλλιανός απορρίπτει τα πρόσωπα και τα αντικαθιστά με τα ονόματα, τα οποία αντιστοιχεί σε έννοιες, όχι σε πρόσωπα. Ταυτόχρονα, ως ονόματα δεν εκλαμβάνει τα Πατήρ-Υιός-Άγιο Πνεύμα, αλλά τα Νους-Λόγος-Πνεύμα, όπου το Πνεύμα το αντιστοιχεί στην έννοια της σοφίας.
Ξεκινά από το Ματθ. 28,19, «… πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος», για να αντικαταστήσει τα πρόσωπα-υποστάσεις στην τριαδολογία του με τα ονόματα-έννοιες. Αυτό ήδη το έχει κάνει ο ίδιος και όχι ο υποτιθέμενος μαθητής του, στην δεύτερη πραγματεία του όπου γράφει:
«Φυλάσσοντες αυτό το σύμβολο [της πίστεως] καταδικάζουμε με το καθολικό στόμα μας όλες τις αιρέσεις, τα δόγματα, τους θεσμούς, τα οποία δημιούργησαν διαπληκτισμούς και όχι εξυπνάδα ή αφοσίωση, ενώ βαπτίζουμε, όπως έχει γραφεί, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· δεν λέει 'στα ονόματα', δηλαδή σε πολλά, αλλά σε ένα, διότι ένας Θεός λατρεύεται με την τριπλή του δύναμη τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός (Κολ. 3,11), όπως έχει γραφτεί: “τῷ δὲ ᾿Αβραὰμ ἐρρέθησαν αἱ ἐπαγγελίαι καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ· οὐ λέγει, καὶ τοῖς σπέρμασιν, ὡς ἐπὶ πολλῶν, ἀλλ' ὡς ἐφ' ἑνός, καὶ τῷ σπέρματί σου, ὅς ἐστι Χριστός” (Γαλ. 3,16). Και ο Προφήτης λέει σχετικά: “οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν. ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδὸν ἐπιστήμης καὶ ἔδωκεν αὐτὴν ᾿Ιακὼβ τῷ παιδὶ αὐτοῦ καὶ ᾿Ισραὴλ τῷ ἠγαπημένῳ ὑπ᾿ αὐτοῦ· μετὰ τοῦτο ἐπὶ γῆς ὤφθη καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη.” (Βαρούχ 3,36-8)[79]»
Για να απορρίψει την θεολογία του προσώπου χρησιμοποιεί την εις άτοπον απαγωγή, ως μέθοδο. Επειδή όμως γράφει σε δύο επίπεδα, προβάλει την αμφισβήτηση χωρίς να ολοκληρώνει με το συμπέρασμα. Το ίδιο πράττει και όταν αμφισβητεί τα ονόματα Πατήρ-Υιός, ως ουσιαστικές έννοιες στην Αγία Τριάδα και τα αντικαθιστά με τα Νους-Λόγος. Σχετικά με το πρώτο γράφει τα εξής:
«Ο απόστολος αναγνωρίζει στον Υιό την ζωή από τον Πατέρα: συνεπώς η ζωή του Πατρός είναι ο Υιός, ο οποίος ήταν με τον Πατέρα. Πραγματικά έχει γραφεί: “ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι' ἐμοῦ. εἰ ἐγνώκειτέ με, καὶ τὸν πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν. καὶ ἀπ' ἄρτι γινώσκετε αὐτὸν καὶ ἑωράκατε αὐτόν” (Ιωαν. 14,6-7). Έτσι ο Πατέρας και ο Υιός είναι ένας Θεός, αν Θεός δεν είναι εκτός αν έχει αιώνια ζωή, και η αιώνια ζωή δεν είναι τίποτα άλλο παρά Θεός. Ποιο, λοιπόν, επιχείρημα υποστηρίζουμε; Μπορεί να είναι αυτή η λογική της ίδιας μας της πίστης; Σίγουρα, αυτός που εκπλήρωσε το θέλημα του Πατρός είναι υποταγμένος στον Πατέρα· και μόνο τότε δεν θα ήταν υποταγμένος, αν όλα τα πράγματα, τα οποία ο Πατέρας υπέταξε σ' αυτόν, δεν είχαν υποταγεί σ' αυτόν. “ὅταν δὲ ὑποταγῇ αὐτῷ τὰ πάντα, τότε καὶ αὐτὸς ὁ υἱὸς ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τὰ πάντα, ἵνα ᾖ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν” (Α' Κορ. 15,28). Με ποια λόγια θα μπορούσε να δηλωθεί πιο ξεκάθαρα η δύναμη του Υψίστου στον Υιό; Σίγουρα αυτός που δεν αρνείται τίποτα, που δεν απορρίπτει τίποτα, είναι υποταγμένος: κατά συνέπεια, τίποτα δεν είναι αδύνατο για τον Υιό, ο οποίος εκπληρώνει το θέλημα του Πατρός. Κατά συνέπεια, η δύναμη και η σοφία του Θεού, όταν υπέταξε τα πάντα στον εαυτό του, μαρτυρεί ότι είναι υποταγμένος σ' αυτόν, του οποίου την εντολή δεν έπαψε· και όταν υπέταξε τα πάντα στον εαυτό του και εκπλήρωσε όλο το έργο, τότε έλαβε την μαρτυρία, ώστε να είναι υποταγμένος στον Θεό, δηλαδή στο θέλημα του Πατρός· και αφού πλήρωσε την δόξα του, κυβερνά για να νικήσει, και όταν έχει νικήσει, υποτάσσεται στον Πατέρα...
Αυτός που με απέστειλε, λέει, είναι με μένα, και δεν θα με εγκαταλείψει. Μπορούμε να σκεφτούμε ότι υπάρχουν δύο Θεοί, φιλοξενούμενοι σε ένα σώμα; Αλλά ούτε η αρχή που διέπει τους ανθρώπους δεν μας επιτρέπει να το πιστέψουμε αυτό, και ο απόστολος λέει ὅτι “Θεὸς ἦν ἐν Χριστῷ κόσμον καταλλάσσων ἑαυτῷ” (Β' Κορ. 5,19). Ποια είναι η αρχή λοιπόν; Θα μπορούσε ο Πατέρας να υποταχθεί; Καθόλου: Αναγκαστικά αυτός πρέπει να είναι και πρέπει να λέγεται ότι είναι απαθής – ειδάλλως πώς θα μπορούσε “ὁ πέμψας με μετ' ἐμοῦ ἐστιν;” (Ιωαν. 8,29); ...
... Πραγματικά, λέει “ἐγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, καὶ οὐ λαμβάνετέ με· ἐὰν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε” (Ιωαν 5,43). Αυτός που ήρθε στο όνομα του Πατέρα είναι ένας Θεός, εν Πατρί· αυτός που έρχεται στο δικό του όνομα, αφού δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία σχετικά με τον Κύριο Πατέρα, συστήνει τον εαυτό του ως άλλο θεό, [διαφορετικό] από αυτόν που έρχεται στο όνομα του Πατρός ως ένας Θεός. Κατά συνέπεια, το συμπέρασμα αυτού που διδάσκει έναν Θεό είναι το “γνῶτε καὶ πιστεύσητε ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ πατὴρ κἀγὼ ἐν αὐτῷ” (Ιωαν. 10,38)...
... Και πώς θέλει να γίνει αυτό κατανοητό; Είναι πολύ δύσκολο να διαχωρίσει κανείς την αίσθηση της ακοής από την φόρμα της κοινής πρακτικής και από τα οράματα και τις κρίσεις των ματιών, αν και η όραση του νου, που ανατείνει σε υψηλά πράγματα, τα φέρει. Πώς γίνεται λοιπόν, το ο Πατέρας σε μένα κι εγώ στον Πατέρα; Μήπως, όπως γίνεται με τα βάζα, να περιέχει το ένα το άλλο; Αλλά αυτό είναι γελοίο και με τέτοια λογική που λέει, ότι με το να περιλαμβάνει το ένα το άλλο εναλλάξ, αυτό που έχει συμπεριληφθεί θα συμπεριλάβει το άλλο[80].»
Συνοψίζοντας την παραπάνω επιχειρηματολογία του Πρισκιλλιανού σε λίγες γραμμές, παρατηρεί κανείς ότι γι' αυτόν η ύπαρξη προσώπων στην Αγία Τριάδα, σημαίνει ύπαρξη δύο και τριών θεών μέσα στην θεότητα. Όπως τα βάζα δεν μπορούν να υπάρξουν το ένα μέσα στο άλλο, έτσι δεν μπορούν να υπάρξουν δύο και τρεις θεοί ο ένας μέσα στον άλλο. Η παραδοχή ύπαρξης προσώπων στην μια θεότητα οδηγεί σε άτοπο, άρα, υπονοεί χωρίς να το εκφράζει καθαρά, το Πατήρ-Υιός-Πνεύμα είναι ονόματα στην θεότητα και όχι πρόσωπα υποστάσεις.
Με αυτό ως αφετηρία η τριαδολογία του αναπτύσσεται μέσα από την εξέταση των ονομάτων του Θεού. Ποιων ονομάτων, όμως; Η παραδοχή του Πατρός και του Υιού ως ονομάτων οδηγεί σε άτοπο. Ιδού πως το διατυπώνει:
«Ο απόστολος λέει ότι ο Θεός και Σωτήρας μας ήξερε μαζί με τον Θεό ότι “εἶναι αὐτόν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς” (Ρωμ. 8,29) και όπως ο προφήτης, δείχνοντας στον εαυτό του το πρόσωπο του Κυρίου, τους αποκάλεσε επίσης αδελφούς και υιούς του Πατρός και του ίδιου του Υιού, διότι έχει γραφτεί “διηγήσομαι τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου” (Ψαλμ. 21,23). Ομοίως είπε “ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία, ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός” (Ησ. 8,18). Ποια είναι τα αδέλφια αυτού που δεν είναι υιός; Και όλοι οι υιοί του Θεού είναι σίγουρα ενός Πατρός. Πως μπορεί λοιπόν να είναι Υιός αν δεν είναι Πατέρας; Δεν είναι βέβαιο ότι μόνο ένας Υιός και Πατέρας μπορεί να έχει τους ίδιους υιούς που είναι αδέλφια [του]; Συνεπώς σωστά λέει “Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, και ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρός τόν Θεόν. Πάντα δι' αὐτοῦ ἐγέντο καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονεν” (Ιωαν.1,1-3). Αφού έγινε κατανοητό αυτό – όπως γράφει στο ίδιο χωρίο – ότι δηλαδή ο Λόγος είναι Θεός και ο Θεός είναι σίγουρα ένας μέσω του οποίου έγιναν όλα ας συζητήσουμε το όνομα του Λόγου και τι πρέπει να εννοηθεί ως η αδιαίρετη ενότητα του Πατρός και του Υιού[81].»
Ξεκινώντας την έκθεση της πίστης ο Πρισκιλλιανός ξεκαθαρίζει ότι δεν είναι δυνατόν να δεχθεί κάποιος ως ονόματα της θεότητας τα Πατήρ-Υιός διότι τότε ο Θεός θα ήταν Πατέρας και Υιός του εαυτού του. Άρα το σωστό όνομα είναι αυτό που αναφέρει ο ευαγγελιστής, δηλαδή Λόγος, οπότε με εφαλτήριο αυτό το όνομα θα διερευνήσει το μυστήριο της ενότητας της θεότητας. Γιατί όμως, ενώ δεν δέχεται τα Πατήρ-Υιός ως ονόματα δηλωτικά της ταυτότητας (κατά τον νομιναλισμό) συνεχίζει να τα χρησιμοποιεί; Πρώτον, διότι έτσι αναφέρονται και στις Γραφές κα δεύτερον διότι, όπως είπαμε γράφει σε δύο επίπεδα. Μπορεί στους εσωτερικούς κύκλους της δικής του σέκτας να χρησιμοποιούσε μόνο τα Νους-Λόγος-Σοφία, στα οποία εισάγει τον αναγνώστη του παρακάτω. Έτσι το θεολογικό ζητούμενο του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος ανάγεται στο φιλοσοφικό ζητούμενο της γνώσης:
«Κατά συνέπεια το όνομα του ίδιου του λόγου δείχνει αφ' εαυτού αυτόν τον δημιουργό που προβάλλεται, του οποίου και είναι κληρονόμος, του οποίου την εικόνα φέρει, του οποίου το θέλημα εκπληρώνει. Και ὁ Λόγος, λέει, ἧν πρός τόν Θεόν. Άρα, όπως ήταν, έμεινε με τον Θεό στην λογική: η ίδια η λογική δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ο Λόγος. Και Θεός ἧν ο Λόγος. Πρέπει να κατανοήσουμε τον Θεό ως λογική, είτε γιατί ο Λόγος έμεινε με τον Θεό, του οποίου η κατοικία είναι η λογική, είτε γιατί τίποτα άλλο δεν μπορούμε να ονομάσουμε Θεό παρά μόνο την λογική. Θεός είναι ο πατέρας της λογικής, ο δημιουργός της φρόνησης, της ευφυίας και της θέλησης. Συνεπώς ο Λόγος είναι λογική· αν και φαίνονται να είναι μακριά από αυτόν τον όρο, δεν είναι δυνατόν να διαιρεθούν μεταξύ τους. Πράγματι, ο ίδιος που σκέφτεται, μιλά, διότι μόνο αυτός μιλά, όποιος σκέφτεται. ... Οπότε ο Πατέρας είναι η λογική και ο Υιός είναι ο Λόγος[82].»
7.2.17 Η καταγωγή του filioque.
Εδώ πλέον λέει ανοικτά τι θεωρεί Πατέρα και τι Υιό. Ως Πατέρα δέχεται τον νου, την λογική, η οποία εκφέρει τον Λόγο, δηλαδή τον Υιό. Επίσης για πρώτη φορά υπονοεί μια σχέση ισότητας μεταξύ των δύο, την οποία στην συνέχεια θα αναπτύξει ακόμα περισσότερο, για να διακηρύξει ανοικτά:
«Τι σημαίνει “ἐν ἐμοί ὁ Πατήρ κἀγώ ἐν αὐτῷ;” Η πρόθεσή του πιστεύω ήταν να μιλήσει ανοικτά· εγώ είμαι ίσος με τον Πατέρα, ασχέτως αν [η γραφή] λέει: “ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστί”[83].»
Έχοντας καταργήσει το υποστατικό ιδίωμα του Υιού και εξισώνοντάς τον με τον Πατέρα, έρχεται να διερευνήσει την θέση του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Αγία Τριάδα. Εισαγωγικά κάνει μια πολύ πονηρή παράθεση. Χρησιμοποιεί τα Δευτερονόμιο 19,15 – Β' Κορινθίους 13,1 “ἐπί στόματος δύο μαρτύρων καί τριῶν αταθήσεται πᾶν ῥῆμα”. Βεβαιώνει αφενός τις δικές του αιρετικές ιδέες με την μαρτυρία των δύο, όπου ως δύο υπολογίζει Πατέρα και Υιό. Συλλογιζόμενος στη συνέχεια την σύζευξη “και” αντί της διάζευξης “ή” συμπεραίνει ότι ο τρίτος μάρτυρας είναι το Άγιο Πνεύμα:
«Πραγματικά, στο μυστήριο της θεότητος γίνεται φανερό στους ευσεβείς, ότι είναι θεμελιωμένοι στην στερεή και παγιωμένη λατρεία του ενός Θεού, με το σύμβολο του Πατρός και του Υιού, ως των δύο μαρτύρων της καθολικής πίστης, στων οποίων τη μαρτυρία υπάρχει η ξεκάθαρη απόδειξη του ενός Θεού, [και] η τρίτη μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος προστίθεται[84]».
Εφόσον ο Πατήρ είναι ο Νους και ο Υιός η λογική, αναγκαστικά Άγιο Πνεύμα είναι η Σοφία και μέσω αυτού του ονόματος διερευνά τη σχέση του με τα άλλα δύο ονόματα:
«Σοφία, πράγματι, είναι το έργο της θέλησης και η μορφή του λόγου του Αγίου Πνεύματος, όταν αγάλλεται μετά την δημιουργία του κόσμου, δείχνοντας μέσω ορατών πραγμάτων σε αυτούς που είναι ορατοί την αναγνώριση του αόρατου Θεού, [και] διακηρύσσει τον Δημιουργό του μέσα από τα πράγματα της δημιουργίας. ... Αυτό είναι το Πνεύμα του Θεού που ζει μέσα μας, αυτό είναι το Πνεύμα του Χριστού, “εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστιν αὐτοῦ”, (Ρωμ. 8,9)[85].»
Στην συνέχεια επικαλείται το Ιωαν. 13,15 “πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν” για ν' αποδείξει ότι η αρχή της ύπαρξης του Αγίου Πνεύματος είναι και ο Υιός, δηλαδή το filioque:
«Όλα τα πράγματα τα οποία έχει ο Πατέρας μου είναι δικά μου· γι' αυτό είπα ότι από τα δικά μου θα πάρει και θα αναγγείλει σε σας. Κοίτα, αυτός που είπε ότι είναι υπηρέτης του θελήματος του Πατρός, ότι δεν λέει τίποτα δικό του, ότι δεν πράττει τίποτα δικό του, λέει: πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι (Ιωαν. 16,15). Αλήθεια, αφού το Πνεύμα υπάρχει εκ του Πατρός και εκ του Υιού, και αμφότεροι σε ένα Πνεύμα, ο Θεός είναι ένας[86].»
Αυτό είναι και το πιο σημαντικό σημείο του κειμένου, όσον αφορά την έρευνα για το filioque. Το ότι δεν αναφέρει εκπόρευση αλλά μόνο ύπαρξη, είναι διότι όπως προείπαμε έχει καταργήσει τα υποστατικά ιδιώματα, τα οποία έτσι κι αλλιώς ξεχωρίζουν υποστάσεις και όχι ονόματα. Η σκέψη του είναι απλή: εφόσον η Σοφία υπάρχει εκ του Νου και του Λόγου, άρα το Άγιο Πνεύμα υπάρχει εκ του Πατρός και του Υιού.
Αυτή είναι η δεύτερη φορά στο κείμενο του De trinitate, που το επισημαίνει. Η πρώτη ήταν όταν εισήγαγε στην θεολογία του ονόματος του Αγίου Πνεύματος και το επικαλούνταν ως τον τρίτο μάρτυρα. Το χωρίο το δώσαμε παραπάνω και εδώ θα το συμπληρώσουμε:
«...[και] η τρίτη μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος προστίθεται, το οποίο υπάρχει εκ του Πατρός και εκ του Υιού[87].»
Εδώ το “est” είναι δηλωτικό ύπαρξης και ως τέτοιο μεταφράζεται.
7.2.18 Η γνωστική σωτηριολογία του Πρισκιλλιανού
Το filioque είναι αναγκαία συνθήκη στην θεολογία του ονόματος του Πρισκιλλιανού, την οποία ολοκληρώνει έτσι, πριν περάσει στην γνωστικού χαρακτήρα σωτηριολογία του:
«Συνεπώς, ο Πατέρας στον Υιό, και στο Άγιο Πνεύμα ο Υιός, είναι ένα όνομα του παντοδύναμου Θεού[88].»
Το κεφάλαιο της σωτηρίας το ξεκινά ο Πρισκιλλιανός με μία παράθεση, η οποία δεν κατέστη δυνατό να ταυτοποιηθεί μέχρι στιγμής:
«Διότι ο απόστολος λέει: “Ο Υιός είναι το όνομα του Πατρός, και κατά τον ίδιο τρόπο ο Πατέρας είναι αυτό του Υιού”[89].»
Αυτό το χωρίο δεν έχει εντοπιστεί μέχρι στιγμής σε κάποιο κείμενο, είτε κανονικό είτε απόκρυφο. Ο Morin[90] βρίσκει ένα αντίστοιχο στην τρίτη πραγματεία, η οποία είναι βεβαιωμένο έργο του Πρισκιλλιανού και όχι αμφισβητήσιμο. Αν μη τι άλλο η ύπαρξη παράλληλης χρήσης του συγκεκριμένου αποφθέγματος και στα δύο έργα δείχνει την σύμπνοια των κειμένων και συνηγορεί υπέρ της ασφαλούς χρήσης του De Trinitate. Στην τρίτη πραγματεία, λοιπόν, λέει:
«Αυτός που παρέδωσε στους αποστόλους του το σύμβολο που ήταν, είναι, και θα είναι, μαρτύρησε τον Υιό φανερώνοντας το όνομα του Πατρός στον εαυτό του και το σύμβολο, και ο Πατέρας φανερώνοντας το όνομα του Υιού[91]…»
Οι M. Zahn και E. von Dobschütz πρότειναν ότι η παράθεση ανήκει σε κάποια από τις απόκρυφες πράξεις των Αποστόλων. Θεώρησαν ότι το πιο κοντινό βρίσκεται στο Acta Iohannis 109:
«Ποιο εγκώμιο, ή ποια προσφορά ή ευχαριστία, θα έπρεπε να σου προσφέρουμε Κύριε Ιησού, με αυτή την κλάση του άρτου; Δοξάζουμε το όνομά του Πατέρα, που ειπώθηκε από σένα· δοξάζουμε το όνομα του Υιού, που ειπώθηκε από σένα.»
Μια άλλη πιθανότητα είναι η παράθεση να ανήκει σε κάποιο απωλεσθέν τμήμα αποκρύφου. Τι θέλει όμως με αυτό να πει ο Πρισκιλλιανός; Μήπως, όπως κατάργησε τα πρόσωπα, τώρα προσπαθεί να καταργήσει και τα ονόματα; Η απάντηση είναι αρνητική. Ο Πρισκιλλιανός τώρα μπαίνει στο σωτηριολογικό θέμα.
Εφόσον τα ονόματα του Θεού είναι Νους-Λόγος-Σοφία και αυτά τα ονόματα είναι ένα, τότε ποια είναι η ουσία του Θεού, της οποίας την ταυτότητα δηλώνει αυτό το ένα όνομα κατά την ονοματοκρατία; Γνώση. Αυτή είναι η ουσία του Θεού, της οποίας η απορροή υπάρχει στις ανθρώπινες ψυχές, κατά την διδασκαλία τους. Κατά αυτό τον τρόπο, το θεολογικό ζητούμενο της σωτηρίας, μετατρέπεται στο φιλοσοφικό ζητούμενο της γνωσιολογίας και μάλιστα στην πλατωνική του εκδοχή. Η γνώση προϋπάρχει στην ψυχή του άνθρωπου και διερευνάται με τον νου, όχι με την εμπειρία:
«Όποιος ακούει και μαθαίνει από τον Πατέρα μου έρχεται σε μένα. Αλλιώς, ποιο το νόημα του Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε· “ὁ μονογενής υἱός ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ πατρός ἐκεῖνος ἐξηγήσατο” (Ιωαν. 1.18); Και επίσης βεβαιώνει αυτό λέγοντας: “οὐχ ὅτι τόν πατέρα τις ἑώρακεν, εἴ μή ὁ ὤν παρά τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἑώρακε τόν πατέρα” (Ιωαν. 6.46). Έτσι δείχνει ότι ο αόρατος και ακατανόητος διδάσκαλος ενεργεί πρώτα στο πνεύμα και την πίστη μας, και προορίζει όσους καθοδηγούνται από την ευσεβή λογική και διάθεση καλής θελήσεως να αρπάξουν τον λόγο του, στον οποίο έχει τοποθετηθεί όλη η χάρις του Υιού, έτσι ώστε έχοντας βρει τους κρυμμένους θησαυρούς, οι οποίοι βρίσκονται στην αναγνώριση του ενός Θεού, να μπορέσουμε να πετύχουμε μέσω της γνώσης την κατανόηση μέσω πίστεως και νου. Και όλα αυτά που ελήφθησαν στην αρχή της πίστης μέσω του Πατρός, και τελειοποιήθηκαν στην πράξη της αναγνώρισης μέσω του Υιού, αποκαλύπτονται στην ολότητα του ενός Θεού, ο οποίος είναι ο δημιουργός και από τον οποίο προήλθαν. Έτσι, από τον Πατέρα αποστέλλονται στον Υιό επίσης, και από τον Υιό επανέρχονται στον Πατέρα, ώστε με την πλήρη πρόγνωση της πίστης, υπό της οποίας την παρακίνηση έρχονται, να μπορέσουν να καταλάβουν ότι ο Πατέρας στον Υιό και ο Υιός στον Πατέρα είναι ένας Θεός, που δεν μπορεί να γνωσθεί αν δεν πιστευθεί, και αφού γνωσθεί να μπορέσει να πιστευθεί[92].»
Με λίγα λόγια το παραπάνω λέει ότι όλη η χάρις του Υιού βρίσκεται στην γνώση του λόγου του, η οποία γνώση οδηγεί μέσω της πίστεως και του νου στην γνώση του Θεού. Ποια γνώση είναι αυτή; Αμέσως παρακάτω:
«Εγώ είμαι αυτός που “Ἐφανέρωσά σου τό ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὕς δέδωκάς μοι” (Ιωαν.17.6)... Ώστε όλο το μυστήριο του ονόματος του Θεού αποκαλύπτεται μέσω του Υιού, ο οποίος, όταν αποκαλύφθηκε πλήρως, έδειξε επίσης τον Πατέρα. Διότι λέει στον προφήτη, “Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ, και ο Θεός του Ισαάκ, και ο Θεός του Ιακώβ, και δεν φανέρωσα το όνομά μου σ' αυτούς” (Εξ. 6.2-3, Πραξ. 7.32).Τι παράξενο μπορεί να δει κανείς εδώ, παρά το ότι αυτοί οι πατέρες της ιερής φυλής, δεν ήξεραν το όνομα του Θεού[93];»
Η γνώση αυτού του ονόματος οδηγεί στην σωτηρία, την οποία, όμως, δεν έλαβαν οι πατέρες της ιερής φυλής, στους οποίους δεν αποκαλύφθηκε το όνομα:
«Ποια υπόσχεση δόθηκε στις επόμενες γενεές στο όνομα των πατέρων, ώστε ο καθένας να μπορεί να την κερδίσει ή να την χάσει; - αν και βλέπουμε ότι η ίδια η επαγγελία της γης που ρέει μέλι και γάλα στον Αβραάμ, τον Ισαάκ ή τον Ιακώβ, αλλά και στα παιδιά τους. Διότι έχει γραφεί: “καί οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδέ βῆμα ποδός” (Πραξ. 7.5). Άρα, ποιο είναι το είδος της κληρονομιάς, το οποίο αυτοί που ήταν ορισμένοι από την αρχή της διαθήκης δεν το έχουν, και μόνο οι διάδοχοι αυτών που δεν έλαβαν τίποτα κατέχουν; Σίγουρα είναι αυτό το όνομα, το οποίο έχει διαφυλαχθεί στον σπόρο, [και] με την τέλεια γνώση αποκτά την ολοκλήρωση της πίστης[94].»
Αυτό το «τέλεια γνώση» (“scientia perfecta”) φανερώνει από μόνο του, χωρίς να χρειάζονται όλα τα υπόλοιπα, τον γνωστικό χαρακτήρα της σωτηριολογίας και όλης της διδασκαλίας του Πρισκιλλιανού.
Επίλογος
Η θεολογία του Πρισκιλλιανού διατηρήθηκε για πολλούς αιώνες στην Δύση, με εφαλτήριο την Ισπανία, όπου ειδικά το filioque υιοθετήθηκε ως επιχειρηματολογία, έναντι του αρειανισμού που εισέβαλε μαζί με τους βάρβαρους λίγα χρόνια μετά και εκφράστηκε συνοδικά στην τρίτη σύνοδο του Τολέδο το 589 μ.Χ. Στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι ήταν η τρίτη σύνοδος του Τολέδο και όχι η πρώτη το 400 μ.Χ., την οποία είδαμε παραπάνω. Κάποιοι μπερδεύονται πάνω σ' αυτό. Τα κείμενά του επίσης ενσωματώθηκαν στην δυτική γραμματεία με την ψευδαίσθηση της ορθοδοξίας. Οι εισαγωγές του στα Ευαγγέλια αποτέλεσαν βιβλικά ερμηνευτικά κλειδιά και αυτό γίνεται κατανοητό από την ενσωμάτωσή τους στα ευαγγελικά μεσαιωνικά χειρόγραφα.
Αυτό το γεγονός είναι ενδεικτικό της εξάπλωσης των ιδεών του Πρισκιλλιανού στους δυτικούς θεολόγους. Τον Η' αιώνα η κατάκτηση εδαφών της Ιβηρικής από τους Φράγκους, έφερε τους τελευταίους σε επαφή με το filioque. To υιοθέτησαν αμέσως, θεωρώντας το ως δυνατό θεολογικό επιχείρημα στις χριστολογικές έριδες εκείνης της εποχής, ανώτερο της θεολογίας της ορθόδοξης Ρώμης. Την διαδικασία αυτή θα εξετάσουμε σε επόμενο μέρος της εργασίας μας.
[1] Sulpicius Severus, Historia Sacra II.48 : “1. Igitur post multa inter eos nec digna memoratu certamina apud Caesaraugustam synodus congregatur, cui tum etiam Aquitani episcopi interfuere. 2. verum haeretici committere se iudicio non ausi; in absentes tamen lata sententia damnatique Instantius et Salvianus episcopi, Helpidius et Priscillanus laici.”
[2] Virginia Burrus, The Making..., pp 25-26.
[3] Rodríguez, F. (1981). Concilio I de Zaragoza: Texto crítico. In I Concilio Caesaraugustano (MDC aniversario). Zaragoza: CSIC, 9-25, p.12.
[4] “Ut feminae fideles a virorum alienorum coetibus separentur.
Ut mulieres omnes ecclesiae catholicae et fideles a virorum alienorum lectione et coetibus separentur, vel ad ipsas legentes aliae studio vel docendi vel discendi conveniant, quoniam hoc Apostolus iubet. Ab universis episcopis dictum est: Anathema futuros qui hanc concilii sententiam non observaverint”.
[5] Virginia Burrus, The Making …, p.33.
[6] Roger Gryson, The Ministry of Women in the Early Church, trans. J.Laporte & M.L.Hall, Colegeville Minnesota Liturgical Press 1976, p.101.
[7] Ramos y Loscertales, Priscilliano, pp. 49-50, Henry Chadwick, Priscillian of Avila, p. 14, Diaz y Diaz, A proposito del Concilio de Zaragoza de 380 y su canon VI, στο Primero Concilio Caesaraugustano: MDC aniversario (Zaragoza 1981), p.226 n3 & p.227.
[8] Augustinus Hipponensis, Ad Consentium contra mendacium18: “At si iustitia merito punit furem, etiam qui dixerit et ostenderit ideo se subtraxisse superflua diuiti, ut praeberet necessaria pauperi, si merito punit falsarium, etiam qui se ideo testamentum alienum corrupisse docuerit, ut ille heres esset, qui facturus inde fuerat elemosynas largas, non ille, qui nullas; si merito punit adulterum, etiam qui demonstrauerit misericordia se fecisse adulterium, ut per illam, cum qua fecit, de morte hominem liberaret; postremo, ut ad rem, de qua quaestio est, propius accedamus, si merito punit eum, qui feminae alicui Priscillianistarum turpitudinis consciae propterea se adulterino concubitu miscuit, ut ad eorum latebras perueniret: obsecro te, cum dicat apostolus: nec exhibeatis membra uestra arma iniquitatis peccato et ideo nec manus nec corporis genitalia nec alia membra flagitiis exhibere debeamus, ut Priscillianistas inuenire possimus”.
[9] “Ut diebus dominicis nullus ieiunet nec diebus quadragesimis ab ecclesia absentet.
Item legit: Ne quis ieiunet die dominica causa temporis aut persuasionis aut superstitionis, aut quadragesimarum die ab ecclesiis non desint, nec habitent latibula cubiculorum ac montium qui in his suspicionibus perseverant, sed exemplum et praeceptum custodiant et ad alienas villas agendorum conventum causa non conveniant. Ab universis episcopis dictum est: Anathema sit qui hoc conmiserit”.
[10] Πράξ. 20,7.
[11] Πράξ. 20,11.
[12] Augustinus Hipponensis, Epistula XXXVI 12.28: “Nec illud moveat quod Priscillianistae, Manichaeorum simillimi, ad ieiunandum die dominico solent testimonium de Apostolorum Actibus adhibere, cum esset apostolus Paulus in Troade. Sic enim scriptum est: In una autem sabbati congregatis nobis frangere panem, Paulus disputabat illis, exiturus alia die produxitque sermonem usque ad medium noctis. Deinde cum descendisset de coenaculo, ubi congregati erant, ad resuscitandum adolescentem, qui gravatus somno de fenestra ceciderat et mortuus ferebatur, de ipso Apostolo Scriptura sic loquitur: Ascendens autem, inquit, cum fregisset panem atque gustasset, satisque esset allocutus usque ad diluculum, sic profectus est. Absit ut hoc sic accipiatur, tanquam solerent Apostoli dominico die solemniter ieiunare. Una enim sabbati tunc appellabatur dies, qui nunc dominicus appellatur, quod in Evangeliis apertius invenitur. Nam dies resurrectionis Domini, prima sabbati a Matthaeo, a caeteris autem tribus una sabbati dicitur; quem constat eum esse, qui dominicus postea appellatus est. Aut ergo post peractum diem sabbati, noctis initio fuerant congregati, quae utique nox iam ad diem dominicum, hoc est ad unam sabbati pertinebat; et ita eadem nocte fracturus panem, sicut frangitur in sacramento corporis Christi, produxit sermonem usque ad medium noctis, ut post sacramenta celebrata, rursus usque ad diluculum alloquens congregatos, quoniam multum festinabat, ut lucescente proficisceretur dominico die: aut certe si in una sabbati non per noctem, sed per diem hora dominici fuerant congregati; eo ipso quod dictum est: Paulus disputabat illis, exiturus alia die, expressa est causa producendi sermonis, quia fuerat exiturus, et eos sufficienter instruere cupiebat. Non ergo solemniter die dominico ieiunabant, sed necessarius sermo, qui studii ferventissimi audiebatur ardore, reficiendi corporis causa interrumpendus esse non visus est profecturo Apostolo, qui eos, propter alios suos usquequaque discursus, vel alias nunquam, vel rarissime visitabat; praesertim quia tunc ex illis terris sicut consequentia docent, ita discessurus erat, ut iam non esset eos in carne visurus. Ac per hoc magis ostenditur dominicis diebus solita illis non fuisse ieiunia, quia ne hoc crederetur, curavit scriptor libri causam producendo sermonis exponere; ut sciremus si aliqua necessitas oriatur, urgentiori actioni non esse prandium praeferendum: quamvis ab istis avidissime audientibus, et ipsum fontem cogitantibus profecturum, atque ideo magna siti non aquae, sed verbi sine satietate quidquid influebat haurientibus, non tantum carnale prandium, verum etiam coena contempta est”.
[13] Augustinus Hipponensis, Epistula XXXVI 12.29: “Sed tunc quamvis dominico die solita illis ieiunia non fuissent, non erat tamen Ecclesiae tam insignis offensio, si aliqua tali necessitate, qualem apostolus Paulus habuit, die toto dominico usque ad medium noctis, vel etiam usque ad diluculum reficere corpora non curarent. Nunc vero posteaquam haeretici, maxime impiissimi Manichaei, ieiunia diei dominici non aliqua necessitate occorrente peragere, sed quasi sacra solemnitate statuta dogmatizare coeperunt et innotuerunt populis christianis; profecto nec tali necessitate, qualem Apostolus habuit, existimo faciendum esse quod fecit, ne maius malum incurratur in scandalo, quam bonum percipiatur ex verbo. Quidquid tamen causae vel necessitatis exstiterit, cur homo christianus die dominico ieiunare cogatur, sicut etiam illud in Actibus Apostolorum invenimus, in naufragii periculo, ubi et ipse Apostolus navigabat, quatuordecim diebus, ac per hoc duobus dominicis ieiunatum; nullo modo dubitare debemus, dominicum diem, quando non plures dies sine ulla refectione continuandi voventur, inter ieiuniorum dies non esse ponendum”.
[14] “Ut qui eucaristiam in ecclesia accipit et ibi eam non sumit anathematizetur.
Item legit: Eucaristiae gratiam si quis probatur acceptam in ecclesiam non sumsisse, anathema sit in perpetuum. Ab universis episcopis dictum est: Placet”.
[15] Όλες οι προτεινόμενες ερμηνείες αναφέρονται στο Manuel Sotomayor, El canon 3 del Concilio de Zaragoza del 380, στον συλλογικό τόμο Primero Concilio Caesaraugustano: MDC aniversario, Zaragoza 1981, pp.177-187.
[16] P.E. Puech, Maniqueismo, El Fundador. La dotrina, Madrid 1957, p.75.
[17] Robert B. Eno (trans), St Augustine Letters 1-29, στη σειρά The Fathers Of the Church: A New Translation vol. 81 (2010), The Catholic University of America Press INC. p.97.
Consentius, Epistulae 11 Ad Augustinum 26,2: “multum etenim interest, sicut socordiae videtur meae, inter Hispaniam quae occultum admittit incestum et Africam quae publice fornicatur; ita etiam inter Hispanos qui deprehensi in sacrilegio trepidant et Afros qui etiam pertinaciter in schismate gloriantur magna diversitas est”. CSEL 88(1981) p.69.
[18] Can,ep. Pauli 42: “Quia corpus ac sanguinem Christi, quod est magnumm pietatis sacramentum, manifestatum in carne, justificatum in spiritu, si quis indigne sumpesit, corporis ipsius sanguinisque sit reus”, Marco Conti, Priscillian of Avila, The Complete Works, Oxford University Press 2010, pp.186-7.
[19] Acta Concilii Toletani I. PL 84 (1850).
“ ΧΙΙΙ. De his qui in ecclesiam intrant et non communicant ut excommunicentur.
De his, qui intrant in ecclesiam et deprehenduntur numquam conmunicare, admoneantur ut si non conmunicant ad poenitentiam accedant; si comunicant non semper abstineant; si non fecerint, abstineant.
XIV. De eo qui acceperit eucharistiam et non sumpserit ut sacrilegus repellatur.
Si quis autem acceptam a sacerdote eucharistiam non sumpserit velut sacrilegus habeatur”
[20] “Ut tribus hebdomadis quae sunt ante Epifaniam ab ecclesia nemo recedat.
Item legit: Viginti et uno die quo a XVImo kalendas ianuarias usque in diem Epifaniae qui est VIII idus kalendas ianuarias continuis diebus nulli liceat de ecclesia absentare, nec latere in domibus, nec sedere in villam, nec montes petere, nec nudis pedibus incedere, sed concurrere ad ecclesiam. Quod qui non observaverit de susceptis, anathema sit in perpetuum. Ab universis episcopis dictum est: Anathema sit”.
[21] Bachiarius monachus, Liber de Fide, PL 20,1019-1036.
[22] Henry Chadwick, Priscillian of Avila, p. 17.
[23] Priscillianus, Liber Apologeticus.
[24] “Ut qui a suis episcopis privantur ab aliis non recipiantur.
Item lectum est: Ut hii qui per disciplinam aut sententiam episcopi ab ecclesia fuerint separati ab aliis episcopis non sunt recipiendi; quod si scientes episcopi fecerint, non habeant conmunionem. Ab universis episcopis dictum est: Qui hoc conmiserit episcoporum non habeat conmunionem”.
[25] Sulpicius Severus, Historia Sacra II.47.
[26] Ramos y Loscertales, Priscilliano, pp.31-36,59-61.
[27] Sulpicius Severus, Historia Sacra II.47.
[28] Exemplar professionum habitarum in concilio Toletano contra sectam Priscilliani aera ccccxxxviii: “sola tamen una die praesente Symphosio, qui postmodum declinando sententiam praesens audire contempserat , ...”, στο Henry Chadwick, Priscilian of Avila,... p. 239.
[29] “Ut clericus qui propter licentiam monacus vul esse excomunicetur.
Item legit: Si quis de clericis propter luxum vanitatemque praesumptam de officio suo sponte discesserit, ac se velut observatiorem legis in monaco videre voluerit esse quam clericum, ita de ecclesia repellendum erit nisi rogando atque observando plurimis temporibus satisfecerit, non recipiatur. Ab universis episcopis dictum est: Ita fiat”.
[30] “Ut doctoris sibi nomen non inponat cui concessum non est.
Item lectum est: Ne quis doctoris sibi nomen inponat praeter has personas quibus concessum est, secundum quod scribtum est. Ab universis episcopis dictum est: Placet”.
[31] Priscillianus, Can. EP. Pauli 39: “Quia opus doctoris lectio sit atque evangelii praedicatio, in quuibus nocte ac die operabatur apostolus”.
[32] “Ut ante quadraginta annos sanctimoniales virgines non velentur.
Item lectum est: Non velandas esse virgines, quae se Deo voverint, nisi quadraginta annorum probata aetate, quam sacerdos conprobaverit. Ab universis episcopis dictum est: Placet”.
[33] Exemplar professionum habitarum in concilio Toletano contra sectam Priscilliani aera ccccxxxviii: “Vegetinus vero olim ante Caesaraugustanum concilium episcopus factus, similiter libros Priscilliani cum auctore damnaverat; ut de caeteris acta testantur, de quibus qui consuluntur episcopi iudicabunt” ,στο Henry Chadwick, Priscilian of Avila,... p. 238.
[34] ο.π.
[35] Sulpicius Severus, Historia Sacra II.46,1: “Sequuntur tempora aetatis nostrae gravia et periculosa, quibus non usitato malo pollutae ecclesiae et perturbata omnia. namque tum primum infamis illa Gnosticorum haeresis intra Hispanias deprehensa, superstitio exitiabilis arcanis occultata secretis”.
[36] Filastrius Brixiensis, De haeresibus, PL 12, c. 1196: „Sunt in Galliis et Hispaniis et Aquitania veluti abstinentes, qui et Gnosticorum et Manichaeorum particulam perniciosissimam aeque sequuntur”.
[37] Prosper Aquitanus, Chronicum, PL 51, c. 584: “Ea tempesetate Priscillianus Episcopus de Gallaetia, ex Manichaeorum et Gnosticorum dogmate haeresim nominis sui condidit”.
[38] Hieronymus, De viris illustribus, 121, PL 23, c. 711–712: „Hic usque hodie a nonnullis Gnosticae, id est Basilidis et Marci, de quibus Ireneus scripsit, haereseos accusatur”.
[39] Hieronymus, Epistula CXXV 3: “Et quia haereseos semel fecimus mentionem, qua Lucinius noster dignae eloquentiae tuba praedicari potest? qui, spurcissima per Hispanias Basilidis haeresi saeviente, et instar pestis et morbi, totas intra Pyrenaeum et Oceanum vastante provincias, fidei Ecclesiasticae tenuit puritatem, nequaquam suscipiens, Armagil, Barbelon, Abraxas, Balsamum, et ridiculum Leusiboram”. Τα ονόματα είναι δαίμονες των Γνωστικών.
[40] Hieronymus, Epistula 133 3: “Qui quidem partem habent Gnosticae haereseos, de Basilidis impietate venientem”.
[41] Leo I Papa, Epistola ad Turibium, 4, PL 84, c. 682: „quod utique ideo faciunt (priscillianistae) …, sequentes dogma Cerdonis et Marcionis”.
[42] Paulus Orosius, Commonitorium de erorre Priscillianistarum et Origenistarum 2,1 : “Haec prima sapientia est in animarum typis diuinarum uirtutum intellegere naturas et corporis dispositionem. In qua obligatum caelum uidetur et terra omnesque principatus saeculi uidentur adstricti sanctorum dispositiones superare. Nam primum dei circulum et mittendarum in carne animarum diuinum chirographum, angelorum et dei et omnium animarum consensibus fabricatum patriarchae tenent, qui contra formalis militiae opus possident, et reliqua” στο Pedro Martínez Cavero, Domingo Beltrán Corbalán, Rafael González Fernández, El Commoniturium del Orosio, Traduccion y comentario, in Faventia 21/1 1999, p.78.
[43] Paulus Orosius, Commonitorium de erorre Priscillianistarum et Origenistarum 2,3-4 : “Tradidit autem nomina patriarcharum membra esse animae, eo quod esset Ruben in capite, Iuda in pectore, Leui in corde, Beniamin in femoribus, et similia. Contra autem in membris corporis caeli signa esse disposita, id est arietem in capite, taurum in ceruice, geminos in brachiis, cancrum in pectore et cetera, volens subintellegi tenebras aeternas et ex his principem mundi processisse, et hoc ipsum confirmans ex libro quodam, qui inscribitur «memoria apostolorum»”.
[44] Augustinus Hipponensis, De Haeresibus LXX.1: “ Astruunt etiam fatalibus stellis homines colligatos ipsumque corpus nostrum secundum duodecim signa caeli esse compositum, sicut hi qui Mathematici vulgo appellantur, constituentes in capite Arietem, Taurum in cervice, Geminos in humeris, Cancrum in pectore, et cetera nominatim signa percurrentes ad plantas usque perveniunt, quas Piscibus tribuunt, quod ultimum signum ab astrologis nuncupatur”.
[45] Augustinus Hipponensis, Confessionum Libri Tredecim7.2.3: “sat erat mihi, domine, adversus illos deceptos deceptores et loquaces mutos, quoniam non ex eis sonabat verbum tuum -- sat erat ergo illud quod iam diu ab usque Carthagine a Nebridio proponi solebat et omnes qui audieramus concussi sumus: quid erat tibi factura nescio qua gens tenebrarum, quam ex adversa mole solent opponere, si tu cum ea pugnare noluisses? si enim responderetur aliquid fuisse nocituram, violabilis tu et corruptibilis fores. si autem nihil ea nocere potuisse diceretur, nulla afferretur causa pugnandi, et ita pugnandi ut quaedam portio tua et membrum tuum vel proles de ipsa substantia tua misceretur adversis potestatibus et non a te creatis naturis, atque in tantum ab eis corrumperetur et commutaretur in deterius ut a beatitudine in miseriam verteretur et indigeret auxilio quo erui purgarique posset, et hanc esse animam cui tuus sermo servienti liber et contaminatae purus et corruptae integer subveniret, sed et ipse corruptibilis, quia ex una eademque substantia. itaque si te, quidquid es, id est substantiam tuam qua es, incorruptibilem dicerent, falsa esse illa omnia et exsecrabilia; si autem corruptibilem, idipsum iam falsum et prima voce abominandum. sat erat ergo istuc adversus eos omni modo evomendos a pressura pectoris, quia non habebant qua exirent sine horribili sacrilegio cordis et linguae sentiendo de te ista et loquendo.
[46] Paulus Orosius, Commonitorium de erorre Priscillianistarum et Origenistarum 2,4: “ubi saluator interrogari a discipulis uidetur secreto et ostendere de parabola euangelica quae habet: Exiit seminans seminare70, quia non fuerit eminator bonus, asserens quia, si bonus fuisset, non fuisset neglegens, non uel secus uiam uel in petrosis uel in incultis iaceret semen, uolens intellegi hunc esse seminantem, qui animas captas spargeret in corpora diuersa quae uellet”.
[47] Εκτός από τις εξομολογήσεις, για το ότι η ψυχή δεν είναι κατασκευασμένη από θεία ουσία μιλά και στο De Civitate Dei XI.22.
[48] Η επιστολή του Ορόσιου επιγράφεται “commonitorium” για το οποίο οι μεταφραστές προτιμούν το “memorandum”.
[49] Augustinus Hipponensis, Ad Orosium Contra Priscillianistas et Origenistas 1,1: “Respondere tibi quaerenti, dilectissime fili Orosi, nec ad omnia debeo, quae in tuo commonitorio posuisti, nec omnino non debeo, ne studium tuum, quod mihi gratissimum est, contempsisse videar et ob hoc intemperanter offendam. Nam in quibusdam opusculis nostris, quae vel legisti vel legere poteris, multa dicta sunt, quae valeant adversus haeresim Priscillianistarum, quamvis non mihi eos proposuerim refellendos; sed cum aliud agerem, etiam hoc me egisse nunc intellego, quando ex te audio quid illi sentiant. Quod enim est adversus Manichaeos multis a me locis de anima disputatum, quae licet secundum quemdam modum suum sit immortalis, tamen in deterius deficiendo et in melius proficiendo mutabilis esse convincitur et per hoc non esse Dei substantia dilucidissime ostenditur, simul et priscilliani dogma subvertit. Hoc enim uno firmissime constituto, quod et verissimum est et in se ipso unusquisque admonitus facillime agnoscit, neque illi neque isti inveniunt unde suas fabulas texant”.
[50] Augustinus Hipponensis, Ad Orosium Contra Priscillianistas et Origenistas 2.2: “Sed de anima quaestionem adhuc usque versari, utrum eam Deus, quoniam particulam vel defluxionem eius non esse iam constat, ex nihilo creasse dicendus sit, eo quod durum et impium videatur voluntatem Dei dicere nihil esse, quo volente creata est, hoc quidem iam non pertinet ad redarguendam Priscilliani sacrilegam vanitatem. Sive enim ex nihilo facta sit anima sive hoc propterea dicendum non sit, quia Dei voluntate facta est, quae voluntas utique non est nihil, tamen, quia facta est atque et Dei natura non est, profecto haeresis illa refellitur, quae animam primitus naturam Dei esse contendit, ut habeat unde connectat, quidquid aliud falsitatis adiungit”.
[51] Hieronymus, Epistula CXXXIII Ad Ctesiphontem adversus Pelagium 3: “Nihil novi asserunt, qui in hujuscemodi applaudente sibi perfidia, simplices quidem et indoctos decipiunt: sed Ecclesiasticos viros, qui in lege Dei, die ac nocte meditantur, decipere non valent. Pudeat ergo eos principium et sociorum suorum, qui aiunt, posse hominem sine peccato esse si velit, quod Graeci dicunt ἀναμάρτητον. Et quia hoc Ecclesiarum per Orientem aures ferre non possunt, simulant se, sine peccato, quidem dicere, sed ἀναμάρτητον dicere non audere; quasi aliud sit sine peccato, aliud ἀναμάρτητον, et non Graecum sermonem, qui apud illos compositus est, duobus verbis sermo Latinus expresserit. Si absque peccato dicis, et ἀναμάρτητον dicere te, diffiteris, damna eos ergo qui ἀναμάρτητον praedicant. Sed non facis. Nosti enim quid intrinsecus discipulos tuos doceas, aliud ore commemorans, et aliud caelans conscientia: nobisque alienis et indoctis loqueris per parabolas, tuis autem mysteria confiteris”.
[52] Leonis Magni, Epistula XV Ad Turribium De Priscillianistarum erroribus, PL 54 679-80: “Videbant enim omnem curam honestatis auferri, omnem conjugiorum copulam solvi, simulque divinum jus humanumque subverti”.
[53] ο.π. PL 54,684-4: “Septimo loco sequitur, quod nuptias damnant, et procreationem nascentium perhorrescunt, in quo, sicut pene in omnbus, cum Manichaeorum profanitate concordant: ideo, sicut ipsorum mores probant, conjugalem copulam detestantur; quia non est illic libertas turpitudinis, ubi pudor et matrimonii servatur et sobolis”.
[54] PL 54 689: “In exsecrabilibus autem mysteriis corum, quae quanto immundiora sunt, tanto diligentius occuluntur, unum prosus nefas est, una est obscenitas et similis turpitudo. Quam etsi eloqui erubescimus, sollicitissimis tamen inquisitionibus indagatam, et Manichaeorum, qui comprehensi fuerant, confessione detectam, ad publicam fecimus pervenire notitiam: ne ullo modo posset dubium videri quod in judicio nostro, cui non solum frequentissima praesentia sacerdotum, sed etiam illustrium virorum dignitas, et pars quaedam senatus ac plebis interfuit ipsorum qui omne facinus perpetarant ore reseratum est; sicut ea quae ad dilectionem tuam nunc dierximus gesta demonstrant. Quod autem de Manichaeorum foedissimo scelere, hoc etiam de Priscillianistarum incestissima consuetudine olim competum multumque vulgatum est”.
[55] ΧΙ. Si qui coniugia humana dampnat, et procreationem nascentium perhorrescit, sicut Manicheus et Priscillianus dixerunt, anathema sit.
[56] Εδώ το κείμενο γράφει “adoptivas”, το μεταφράζω ως “συνείσακτες”, διότι είναι γνωστό και πολυσυζητημένο το θέμα τους.
[57] XV. Si quis clericorum praeter matrem aut germanam, vel etiam qui proximi consanguinitate iunguntur alias aliquas quasi adoptivas feminas secum retinent et cum ipsis habitant, sicut Priscilliani secta dicunt, anathema sit.
[58] Augustinus Hipponensis, Ad Orosium Contra Priscillianistas et Origenistas 4,4: “contra quam veritatem priscillianus sabellianum antiquum dogma restituit, ubi ipse Pater qui Filius, qui et Spiritus Sanctus perhibetur, hoc iste peior, quod etiam de anima ita sentit, ut non eam propriam velit habere naturam, sed de ipso Deo tamquam particulam defluere et tam deformiter inquinari atque in deterius commutari cum Manichaeis audeat affirmare”.
[59] Tertullian, Adversus Praxean, xxvii 1-2: “[1]Et quid ego in tam manifestis morabor, cum ea aggredi debeam de quibus manifesta obumbrare quaerunt? undique enim obducti distinctione patris et filii, quam manente coniunctione disponimus ut solis et radii et fontis et fluvii, per individuum tamen numerum duorum et trium, aliter eam ad suam nihilominus sententiam interpretari conantur, ut aeque in una persona utrumque distinguant, patrem et filium, dicentes filium carnem esse, id est hominem id est Iesum, patrem autem spiritum, id est deum id est Christum.[2]et qui unum eundemque contendunt patrem et filium iam incipiunt dividere illos potius quam unare. Si enim alius est Iesus alius Christus, alius erit filius alius pater, quia filius Iesus et pater Christus. talem monarchiam apud Valentinum fortasse didicerunt, duos facere Iesum et Christum”.
[60] Augustinus Hipponensis, Epistola 237 3: “Priscillianistae vero accipiunt omnia, et canonica et apocrypha simul. Sed quaecumque quae contra eos sunt, in suae perversitatis sensus aliquando callida et astuta, aliquando ridicula et hebeti expositione pervertunt. Nec saltem ita ut ea ipsa, quae exponunt ab suae sectae hominibus alienis, vera esse credant; alioquin aut catholici essent, aut non multum a veritate alieni, qui et in ipsis scripturis apocryphis sensus catholicos invenirent, aut invenire velle viderentur: sed cum ipsi alia cum suis sentiant, atque inter suos doceant, sive discant, quae non audent prodere, quoniam re vera nefaria sunt et detestanda; tamen fidem catholicam eis quos timent, praedicant, non quam teneant, sed sub qua lateant. Possunt enim aliqui haeretici reperiri fortasse immundiores, sed nullus istis fallacia comparatur. Alii quippe, ut sunt hominum vitia, de huius vitae consuetudine vel infirmitate mentiuntur: isti autem in ipsa nefaria doctrina haeresis suae praeceptum habere perhibentur, ut occultandorum dogmatum suorum causa, etiam cum falsa iuratione mentiantur. Hi qui eos experti sunt, et ipsorum fuerant, atque ab eis Dei misericordia liberati sunt, etiam verba ipsa praecepti huius ista commemorant: Iura, periura, secretum prodere noli”.
[61] Παραπέμπει στα εξής έργα: Ernest-Charles Babut, Priscillien et le Priscillianisme (Paris: H. Champion, 1909) 33–56, Virginia Burrus, The Making of a Heretic: Gender, Authority, and the Priscillianist Controversy (The Transformation of the Classical Heritage 24; Berkeley: University of CaliforniaPress, 1995) 126–59.
[62] Henry Chadwick, Priscillian of Avila: The Occult and the Charismatic in the Early Church (Oxford: Clarendon, 1976) 23.
[63] Priscillian, Tractate 2,47-67 στο Marco Conti , Priscillian of Avila..., pp.70-72.
“[Credentes] unum Deum Patrem omnipotentem
et unum Dominum Iesum Cristum
natum ex Maria Virgine ex Spiritu Sancto
passum sub Pontio pilato crucifixum
sepultum, tertia die resurrexisse
ascendisse in caelos
sedere ad dexteram Dei Patris omnipotentis
inde venturum et iudicaturum de vivis et mortuis
in sanctam ecclesiam
sanctum Spiritum
baptismum salutare
remissionem peccatorum
in resurrectionem carnis”.
[64] Priscillian, Tractate 2,176-8.
[65] Liuwe H. Westra, Apostole s' Creed :Origin, History and Some Early Commentaries, Instrumenta patristica et mediaevalia 43 (2002), pp.226-7.
[66] Maria Veroneze, Le citazioni del 'De Trinitate' di Ilario nella raccolta atributa a Priscilliano, Vetera Cristianorum 40 (2003), pp.133-57.
[67] Hilarii Pictaviensis, De Trinitate, CSEL 18,168.
[68] Henry Chadwick, Priscillian of Avila,...p. 88-9.
[69] Exemplar professionum habitarum in concilio Toletano contra sectam Priscilliani aera ccccxxxviii: “Symphosius episcopus dixit: Iuxta quod paulo ante lectum est in membrana nescio qua, in qua dicebatur filius innascibilis, hanc ego doctrinam, quae aut duo principia dicit aut filium innascibilem, cum ipso auctore damno qui scripsit...
Item dixit: ...Omnes libros haereticos et maxime Priscilliani doctrinam, iuxta quod hodie lectum est, ubi innascibilem filium scripsisse dicitur, cum ipso auctore damno.
...Et Comasius praesbyter ex chartula legit: Cum catholicam et Nicaenam fidem sequamur omnes, et scriptura recitata sit quam Donatus praesbyter, ut legitur, ingessit, ubi Priscillianus innascibilem esse filium dixit, constat hoc contra Nicaenam fidem esse dictum; atque ideo Priscillianum dicti huius auctorem cum ipsius dicti perversitate et quos male condidit libros cum ipso auctore condemno.
[70] Leonis Magni, Epistula XV Ad Turribium De Priscillianistarum erroribus, PL 54 681-82: “Tertio vero capituli sermo designat, quod iidem impii asserant, ideo unigenitum dici Fillium Dei, quia solus sit natus ex virgine. Quod utique non auderent dicere, nisi Pauli Samosateui et Photini virus hausissent, qui dixerunt Dominum nostrum Jesum Christum, antequam nasceretur ex virgine Maria, non fuisse. Si autem isti aliud de suo sensu intelligi volunt, neque principium de matre dant Christo, asserant necesse est non unum esse Filium Dei, sed alios quoque ex summo Patre genitos, quorum hic unus sit natus ex femina, et ob hoc appelletur Unigenitus: quia hanc nascendi contitionem alius filiorum Dei nemo susceperit. Quoquoversum igitur se contulerint, in magne tendunt impietatis abruptum, si Christum Dominum vel ex matre volunt habere principium, vel Patris Dei unigenitum diffitentur cum et de matre is natus sit qui erat Deus Verbum, et de Patre nemo sit genitus praeter Verbum”
[71] Priscilliani, Tractatus Exodi 43-48, Marco Conti, Priscillian..., pp. 118-19: “Christus autem origo omnium totus in sese nec quod est aliunde praesumens sine principio, sine fine, quem si per universa consideres, unum invenies in totis et facilius de eo sermo deficiet quam natura, quoniam quod semper est nec desistentis terminum in deo nec inchoare coepit exhordium, sed omne hoc pro nobis venturus in carnem vel passus in carne est”.
[72] De Trinitate Libri Duodecim 2,1 & 2,6.
[73] De Trinitate Libri Duodecim 2,14.
[74] Bachiarius, Prifessio Fidei, PL 20,1026-7: “Pater enim principale nomen divinitatis per se, quod creditur, et quod dicitur Pater Deus, Fillius Deus ex Patre, non ex se, sed Patris. Pater Deus, et Fillius Deus: sed non idem Pater, qui Fillius. Et Spiritus sanctus, non Pater ingenitus, sed Spiritus ingenititi Patris. Fillius genitus, non Spiritus Fillius, sed ipse Fillius, super quem a Patre missus est Spiritus. … Fillius Patris ante saecula genitus, non potest alium genitum habere consortem; ut credatur unigenitus, et duo geniti non dicantur. Pater enim unus ingenitus, Fillius unus est genitus, Spiritus sanctus a Patre procedens, Patri et Filio coaeternus”.
[75] Tarmo Toom, Was Priscillian..., p.475.
[76] Priscilliani, Tractatus Exodi 114, Marco Conti, Priscillian..., pp. 122-3: “Unus est Christus,...nisi ut unum eum deum crederet, quem omnipotentem in se quod est et quod dicitur inveniret”.
[77] Tertullian, Adversus Praxean, xvii.1-4: “Facilius existimaverunt patrem in filii nomine egisse quam filium in patris, dicente ipso domino, Ego veni in patris mei nomine; item ad ipsum patrem, Nomen tuum manifestavi hominibus; condicente etiam scriptura, Benedictus qui venit in nomine domini - utique filius in patris nomine.et nomen patris Deus omnipotens, Altissimus, Dominus virtutum, Rex Israelis, Qui est. quatenus ita scripturae docent, haec dicimus et in filium compatisse, et in his filium venisse et in his semper egisse et sic ea in se hominibus manifestasse. Omnia, inquit, patris mea sunt : cur non et nomina? ... interim hic mihi promptum sit responsum adversus id quod et de Apocalypsi Ioannis proferunt, Ego dominus qui est et qui fuit et venit, omnipotens, et sicubi alibi dei omnipotentis appellationem non putant etiam filio convenire”.
[78] Hilarii Pictaviensis, De Trinitate Libri Duodecim 1,17: “Nemini autem dubium est, congruum id maxime pietati doctrinae fuisse, ut quia ex lege et profetis primum Dei fillium, post etiam Deum verum cum sacramento unitatis praedicassemus; rursum legem ac prophetas per Evangelia firmantes, primum ex his Dei Filium, post etiam Deum verum doceremus. Competentissimum itaque fuit, post nomen filii, veritatem ejus ostendere: quamquam, secundum communem sensum, veritatis absolutionem nuncupatio filii obtineret. Sed ne quid, adversantibus unigeniti Dei veritati, occassionis ad fallendum et illudendum relinqueretur; ipsam illam (aeu, qua proprius Dei Fillius creditur) proprietatis per divinitatis veritatem adstruximus: Deum esse eum, qui Dei filius non negaretur, his modis docentes, nomine, nativitate, natura, potestate, professione; ne (ut non) aliud esset quam nuncuparetur, neque nuncupatio non nativitatis esset, neque nativitas naturam amisisset, neque natura non retinuisset potestatem, neque potestas non etiam conscia sibi veritatis professione notesceret. Causas ergo omnes singulorum generum ita ex Evangeliis excerptas subjecimus, ut nec professio tacuerit potestatem, nec potestas non exserverit naturam, nec natura non suae nativitatis sit, nec nativitas non sui nominis: ut per id non relinqueretur impietatis calumnia, cum Dei veri ex Deo vero divinitatem et naturam et potestatem, ipsa quoque Dominus Jesus Christus nativae veritatis suae protestatione docuisset” PL 10,46-7.
[79] Tractate II 68-77, Marco Conti, Priscillian..., pp. 72-3: “Cuius symboli iter custodientes omnes hereses doctrinas instituta vel dogmata, quae sibi altercationem non ingenia, sed studia fecerunt, catholico ore damnamus, baptizantes, sicut scribtum est, in nomine patris et fili et spiritus sancti non dicit autem 'in nominibus' tamquam in multis, sed in uno, quia unus deus trina potestate venerabilis omnia et in omnibus Christus est, sicut scribtum est: Abrahae dictae sunt repromissiones et semini eius; non dicit 'et seminibus' tamquam in multis, sed quasi in uno 'et semini tuo' quod est Christus, de qua re loquens profeta ait: hic est deus noster nec reputabitur alius absque eo qui accepit legem et dedit eam Iacob puero suo et Istrahel dilecto suo; posthaec in terris visus est et cum hominibus conversatus est”.
[80] Priscilliani, De Trinitate 113-165, Marco Conti, Priscillian..., pp218-223: “Vitam igitur a patre venientem apostolus agnoscit in filio: ergo vitam patris est filius, qui apud patrem erat. Nam scriptum est: Ego sum via, et veritas, et vita. Si me cognoscitis, et patrem meum cognoscitis; et ex hoc nostis illum, et vedistis eum. Itaque pater et filius unus est deus, si neque deus est nisi vitam habeat aeternam, et non est aliud aeterna vita quam deus est. Quid ergo argumentis adserimus: an rationem quoque fidei nostrae? Certe eni subditus, si omnia ei, quae illi subiecerat pater, non essent subiecta. Cum igitur subdita ei fuerint omnia, tunc ipse subiectus erit ei, qui sibi omnia subdidit. Quo magis dicto declarari potuit virtus altissimi in filio? Subditus certe est, qui nihil rennuit, nihil recusat: ideo nihil inpossibile est filio voluntatem patris implenti. Virtus igitur est sapienta dei cum universa ibi subdidit, subiectum se ei esse testatur, cuius non destitit imperium: quae cum sibi universa subiecit, plenum opus operata, tunc recipit testimonium, ut subiecta sit deo, id est omni voluntati patris;...
...Qui me misit, inquit, mecum est, et non me derelinquet solum. Duosne arbitrare possumus deos, hospites corporis unius habitaculi? At hoc credere nec de hominibus quidem ratio permittit; sed et apostolus ait: Deus erat in Christo mundum reconcilians sibi. Quid ergo rationis est? Numquid subiciendus est pater? Minime; nam inpassibilem et esse et dici necesse est – quemadmodum erg Qui me misit mecum et?...
...Itam enim ait: Ego veni inquit, in nomine patris, et non me recepistis: alius veniet in nomine suo, et hunc recipietis. Qui in nomine patris venit, in patre unus est deu; qui in nomine suo venturus est quia de dominopatre ambigi non potest, constituit se in alterum deum, et ab eo qui unus deus ex patre descendit.Sequuitur deinde docentis unum deum illa conclusio: Scitote quoniam in me pater, et ego in Patris. …
… Et quemadmodum tamen hoc voluit intelligi? Difficile est enim mortalis praeserum audientiae sensum a forma consuetudinis segregare, et ab aspectu oculorumque iudicii quamuis in alta tendentem aciem mentis abducere.Quomodo in me pater, et ego in patre? Numquid ut fieri videmus in vasculis, alterum esse alterius receptaculum? Quod ridiculum magis, et quanto maius est, ut et diversa vice recipientes, rursum in semetipsum recipiat qui receptus sit.
[81] ο.π. 11-25 Marco Conti pp.212-5: “Adhuc etiam et videntis argumentum est opus manifestum in filioQ quod cum deo deum salvatorem nosse primogenitum in multis fratribus apostolo dicit, ipse in propheta ostendens in se domini personam patris et filii eiusdem et fratres appellat et filios, quia scriptum est: Narrabo nomen tuum fratribus meis, in medio ecclesiae cantabo tibi, Itemque dicit: Ecce ergo et filii, quos mihi dedit deus. Qui fratres eius sunt, qui non ipse filius? Et omnes scilicet filii dei patris unius: quemadmodum filius potest esse, nisi pater sit? Nonne perspicuum est, eosdem filioshabere quos fratres, nisi filium patremque non posse? Pulchre igitur ait: In principio erat verbum, et verbum erat apud deum, et deus erat verbum. Hoc erat in principio apud deum. Omnia per ipsum facta sunt, et sine ipso factum est nihil. Constituto eodem, sicut ibidem scriptum est, verbum deum esse, unum utique deum, per quem facta sunt omnia, de nomine tamen verbi, et de eo quod recte intelligitur patris et filii indissociabili unitate tractemus”.
[82] ο.π. 28-45, Marco Conti pp. 214-5: “Denique nomen verbim ipsius quem sibi significat auctorem qui emittitur, cuius est nuntius, cuius imaginem praeferit, cuius exsequitur voluntatem, Et verbum, inquit, erat apud deum. In sensu igitur, id est, apud deum manebat; immo aliud non erat sensus ipse, quam verbum.Deum autem sensum scire debemus; vel quod apud deum verbum manebat, cuius habitaculum sensus est, vel quod aliud non possumus magis deum vocare quam sensum: deum ilum sapientiae parentem, illum consilii, ingenii, voluntatis auctorem. Igitur sensus est verbum; quamquam vocabulo distare videantur, divelli tamen a se ac dividi nequeunt. … Recte igitur pater sensus, verbum filius est”.
[83] ο.π. 167-9, Marco Conti pp. 222-3:”Quid illud est In me pater, et ego in patre?Aperte. credo, loquendi fuit significatio: cum patre aequalis sum; quaquam dixerit: Maior me est”.
[84] ο.π. 280-4, Marco Conti pp. 228-9: “Verum in sacramento divinitatis ostenditur religiosorum hominum mentibus unius dei stabili et fixa veneratione posse sibi constare, cum symbolo patri et filio duobus testibus catholicae veritatis, in quorum testimonio unius dei inviolata professio est, tertium sancti spiritus testimonium ita iungitur”.
[85] ο.π. 54-60, Marco Conti 216-7: “Sapienta enim opus voluntatis et verbi spiritus sancti forma, cum perfecto orbe laetaretur, agnitionem invisibilis dei per visibilia visibilibus ostendens, factorem per facta declarat. ...Hic est spiritus dei, qui habitat in nobis: hic est spiritus Chriti, quem qui non habet, hic non est eius”.
[86] ο.π. 345-9, Marco Conti 232-3: “Omnia quae habet pater mea sunt; ideo dixi, quia de meo accipiet, et adnuntiabit vobis. Ecce ille qui se ministrum paternae tantum dixerat voluntatis, nihil suum loqui, nihil suum agere sed patris: Omnia, inquit, quae habet pater,mea sunt. Vere quia et spiritus eius pater et filii, et uterque in uno spiritu, unus est deus”.
[87] ο.π. 288-9, Marco Conti pp.228-9: “ut in patre et filio uno deo nihilimus additur spiritus sanctus, qui est patris et filii”.
[88] ο.π. 357-8, Marco Conti 232-3: “Pater ergo in filio, et in spiritu sancto filius, unum nomen omnipotentis est dei”.
[89] ο.π. 359-60, Marco Conti, pp.232-5: “Ait enim apostolus: Nomen patris est filius, itemque filii pater”.
[90] Morin, Traite Priscillianiste, pp.167-8, Henry Chadwick, Priscillian, 87.
[91] Tractate III 101-3, Marco Conti 88-9: “...., qui apostolis suis symbolum tradens, quod fuit est et futurum erat, in se et in symbolo suo monstrans nomen patris filium itemque fili patrem,...”
[92] ο.π. 423-436, Marco Conti pp. 236-9: “Qui audit a patre meo et discit, venim ad me. Alioquin ubi illud est: Deum nemo vidit umquam, nisi unicus filius Dei? Quod hic quoque confirmat, dicens: Non quia patrem videat quisquam, nissi qui erit a deo: hic videt deum. Invisibilem igitur [et] incomprehensibilemque doctorem in spiritu nostro prmitus ac in fide ostendit operari, et in sensu pio atque proposito bonae voluntatis edoctos ad percipiendum verbum suum – in quo sita est omnis filii gratia – destinare, ut thensaurosabconsos inventates in agnitione unius dei locatos ita, ut fide ac mente concipimus, etiam scientia consequamur. Quae omnia in exordio credendi accepta per patrem, in opere agnitionis consummata per filium, ad plenitudinem unius dei, quo auctore sunt orta, proferentur. Ita et a patre mittuntur ad filium, et a filio reducuntur ad patrem, ut plena praescentia fidei, qua inpellente venerunt, intelligant quia pater infilio, et in patre filius unus deus est; qui sciri nisi creditus non potest, et praestat cognitus ut credantur”.
[93] ο.π. 475-480, Marco Conti pp. 240-1: “ego sum qui manifestvi nomen tutu hominibus, pater, quos dedisti mihi. ...Per filium igitur arcanum nominis dei omne reseratur, qui cum se totum patefacerit, ostendit e patrem. Ipse enim ad profetam ait: Ego sum deus Abraham, et deus Isaac, et deus Iacob: et nomen meum proprium non demonstravi eis. Quid tam mirum videri potest, quam illos sanctae originis patres propium dei nescisse nomen?”
[94] ο.π. 496-502, Marco Conti pp.240-3: “Quid ergo in patrum nomen promittitur posteritati, ut unusquisque aut consequi potuit aut perdere? Quamquam ipsam fluentis lac et mel terrae hereditatem, nisi Abraham aut Isaac aut Iacob, sed filiis eorum datam esse videamus. Scriptum est enim: Et non dedit illis nec gressum pedis. Quod igitur hereditatis est genus, quod neque hi habent, qui in testamenti capite constituti sunt, et eorum, qui nihil ipi fuerint consecuti, succesio sola possideat? Hoc [ni]mirum illud est nomen, quod semini reservatur, quod in complemento fidei scientia perfecta consequitur.”
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου