Ἕνα σύντομο σχόλιο γιὰ τὸ «κοινὸν ποτήριον» καὶ τὰ βήματα πρὸς τὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν ἑτεροδοξία..
Στήν καλὴ ἀνησυχία, ποὺ καλλιεργεῖται ἀπὸ ὁρισμένους Ὀρθοδόξους, σχετικὰ μὲ τὴν «παναίρεση» τοῦ οἰκουμενισμοῦ (τὴν ἐκκλησιολογικὴ-θεολογικὴ ἄρνηση τῆς ὑπάρξεως μίας Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία), ἀκούει κανεὶς συχνὰ μία κοφτὴ ἀπάντηση: ὅτι «αὐτὸ δὲν θὰ συμβεῖ ποτέ», «δὲν ὑπάρχει καμμία περίπτωση νὰ ἔλθουμε ἐμεῖς σὲ κοινωνία μὲ τὴ Ρώμη», κ.ο.κ. Αὐτὸς ὁ καθησυχαστικὸς τρόπος ἀποσκοπεῖ νὰ μᾶς βάλει σὲ ἐφησυχασμὸ καὶ νὰ ἐπικεντρώσει τὶς ἀγωνίες μας μόνον στὸ ζήτημα τοῦ «κοινοῦ ποτηρίου».
Μολαταύτα, οὔτε τώρα οὔτε κατὰ τὰ προηγούμενα, 30 καὶ παραπάνω, χρόνια ἦταν αὐτὸ τὸ διακύβευμα· στὴν πραγματικότητα ἄλλο εἶναι τὸ τρέχον ἐπίμαχο ζήτημα. Ἀκόμη κι ἂν δὲν ἔλθουμε ποτὲ σὲ κοινωνία μὲ ὁποιονδήποτε ἑτερόδοξο, ἡ πιθανότητα νὰ υἱοθετηθεῖ μία αἱρετικὴ ἐκκλησιολογία εἶναι ὑπαρκτή. Ἰδού, ἕνας τρόπος νὰ κατανοήσουμε αὐτὸ ποὺ συμβαίνει καὶ πῶς ὁ ἐχθρός μᾶς προετοιμάζει γιὰ νὰ ἀποδεχθοῦμε μία αἱρετικὴ ἐκκλησιολογία καὶ συνακόλουθα μία ψευδοένωση.
Ἔτσι ἐξηγῶ τὴν κατάσταση σὲ ὁρισμένους ἀπὸ τοὺς ἐνορίτες μου: αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἡ οἰκουμενιστικὴ νοοτροπία θέλει νὰ μᾶς κάνει νὰ πιστέψουμε ὅτι εἴμαστε μνηστευμένοι...
μὲ τὸν Παπικὸ Προτεσταντικό, δηλ. τὸν Καθολικισμό. Ἔτσι, τοὺς ἀκοῦτε συχνὰ νὰ λένε ὅτι ἔχουμε τὴν ἴδια πίστη ἀλλά, δυστυχῶς, δὲν μποροῦμε νὰ μεταλαμβάνουμε μαζί. Τὸ ἑπόμενο βῆμα εἶναι νὰ ἀναγνωρίσουμε, ἐν συνόδω, ὅτι εἴμαστε «ἐκκλησία» ἀμφότεροι, παρότι ἡ μία πλευρὰ εἶναι περισσότερο ἀπὸ τὴν ἄλλη (ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία). Αὐτὸ ἰσοδυναμεῖ μὲ γάμο, δηλ. μὲ ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτήρα (ecclesiality). Αὐτὸ λοιπὸν ἐπιτυγχάνει οὐσιαστικά, παρότι διστακτικὰ καὶ μὲ διγλωσσία, τὸ κείμενο «σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν χριστιανικὸ κόσμο». Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τελεστεῖ ὁ γάμος, εἶναι ζήτημα χρόνου μέχρι τὸ ζευγάρι τῶν νεονύμφων νὰ ἀποσυρθεῖ στὰ ἐνδότερα καὶ νὰ ὁλοκληρώσει τὴ σχέση του. Αὐτὸ εἶναι τὸ κοινὸν ποτήριον. Εἴτε αὐτὸ ἔλθει λίγο ἀργότερα ἢ πιὸ σύντομα ἢ καὶ καθόλου, δὲν ἔχει μεγάλη σημασία, διότι ὁ γάμος εἶναι τὸ κλειδὶ ποὺ δίνει τέλος στὸν χωρισμό. Μὴν προσηλώνεστε στὸ ζήτημα τῆς ὁλοκλήρωσης…. Ἡ ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων καὶ τοῦ «ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτήρα» εἶναι τὸ πᾶν ἐδῶ.
π. Πέτρος Χὶρς
Ὁ καθηγητὴς κ. Τσελεγγίδης, ὁ μητροπολίτης Λεμεσοῦ Κύπρου Ἀθανάσιος, ὁ μητροπολίτης Ἰερόθεος Ναυπάκτου, ὁ πατὴρ Θεόδωρος Ζήσης – ἅπαντες πολὺ σεβαστοὶ καὶ ἔμπειροι περὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ (καὶ συνδεόμενοι μὲ σύγχρονους ἁγίους) – βλέπουν νὰ συντελεῖται ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ «ἀναθεώρηση» τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἐπισημαίνουν ρητῶς στὰ κείμενά τους.
Τὸ σημεῖο ποὺ ὑπογραμμίζουν εἶναι τὸ ἑξῆς: Τὸ προσυνοδικὸ κείμενο ὁμιλεῖ γιὰ Ἐκκλησίες καὶ οὐδεμία ἀναφορὰ κάνει σὲ αἱρετικοὺς ἢ σχισματικούς. Ἐντούτοις, ἡ διαχρονικὴ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες Ὀρθόδοξη κατηγοριοποίηση, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τουλάχιστον τοῦ Πρώτου Κανόνα τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου εἶναι: 1) ἡ Ἐκκλησία, 2) τὸ Σχίσμα, 3) ἡ Αἵρεση καὶ 4) οἱ Παρασυναγωγές. Δὲν ὑπάρχουν ἄλλες «ἐκκλησίες» ἐκτός τῆς Μίας Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, τὸ προσυνοδικὸ κείμενο, μπορεῖ ὀρθῶς νὰ ἑρμηνευθεῖ ὡς ἡ ἔκφραση μίας ἄλλης ἐκκλησιολογίας. Δὲν εἶναι ἴσως ἡ χονδροειδὴς ἀγγλικανικὴ Θεωρία τῶν Κλάδων, ἀλλὰ ἂν ἀφήνει περιθώριο γιὰ «ἑτερόδοξες ἐκκλησίες» σὲ ὁποιαδήποτε μορφὴ ἢ «βαθμό», ἀσφαλῶς αὐτὸ δὲν εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία.
π. Πέτρος Χὶρς
Τίθενται ἐδῶ δύο διαφορετικὰ ζητήματα σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἀποδοχὴ τῶν μεταστραφέντων. Ἐν πρώτοις, εἶναι τὸ θέμα τοῦ πῶς κατανοοῦμε τὴν ἐκκλησία, τὰ ὅριά Της καὶ τοὺς ἐκτὸς τῶν ὁρίων Αὐτῆς εὐρισκομένους σὲ αἵρεση ἢ σχίσμα· κοντολογίς, πῶς κατανοοῦμε τὴν ἐκκλησιολογία. Κατὰ δεύτερον, εἶναι τὸ θέμα τοῦ πῶς γίνονται δεκτοὶ οἱ μεταστραφέντες, δηλαδὴ εἶναι ζήτημα ποιμαντικό, σὲ περίπτωση ποὺ αὐτοὶ «οἰκονομοῦνται». Σύγχυση ἀνακύπτει σὲ δύο σημεῖα συνήθως: 1) σὲ ποιὰ βάση μπορεῖ νὰ ἐφαρμοσθεὶ «οἰκονομία», δηλαδὴ σὲ ποιὰ βάση μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀποκλίνει ἀπὸ τὴν κανονικότητα τοῦ βαπτίσματος; 2) τί σημαίνει αὐτὴ ἡ ἀπόκλιση, ἂν σημαίνει κάτι, σὲ σχέση μὲ τὴν κατανόησή μας τῆς ἐκκλησιολογίας καὶ τὴν κατανόησή μας τοῦ τί συνιστοῦν οἱ ἑτερόδοξες ὁμολογίες;
Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς, εἶναι ἀνάγκη νὰ διευκρινιστοῦν κάποια βασικὰ θέματα:
1) Οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας δὲν αἰτιολογοῦνται, μὲ ἄλλα λόγια οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ἀνέπτυξαν ποτὲ μία «θεολογία τοῦ σχίσματος», ὅπως ἀντιθέτως αὐτὸ ἐπιχειρήθηκε στοὺς κύκλους ἀγγλικανῶν καὶ ρωμαιοκαθολικῶν τὰ τελευταία 100 χρόνια.
2) Ἡ Ἐκκλησιολογία δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ θεμελιωθεῖ ἢ νὰ βασιστεῖ στὴν «οἰκονομία». Ἢ, γιὰ νὰ τὸ θέσουμε διαφορετικά, ἡ ἐξαίρεση δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ γίνει ὁ κανόνας ἢ ἡ βάση γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ κανόνα.
3) Ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι σὲ τελικὴ ἀνάλυση ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς (Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος), στὸ πρόσωπο τοῦ ἐπισκόπου, εἶναι πάντοτε ἐλεύθερη καὶ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ περιοριστεῖ ἀπὸ τοὺς δικούς της νόμους. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ νομοθέτης εἶναι ἀνώτερος τοῦ νόμου καὶ πάντοτε ἐλεύθερος νὰ ἀποκλίνει ἀπὸ αὐτὸν – προκειμένου νὰ τὸν ἐκπληρώσει δι’ ἄλλης ὁδοῦ (παράδειγμα: ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶπε ἐὰν μὴ τις γεννηθῆ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ[1], εἶπε στὸν ληστὴ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, σήμερον μετ ' ἐμοῦ ἔση ἐν τῷ Παραδείσω [2]).
4) Ὡστόσο, αὐτὸ δὲν ὑπονοεῖ ἀναρχία ἢ αὐθαιρεσία. Ἐὰν πράγματι εἶναι «οἰκονομία» εἶναι ἀσφαλῶς σωτηριώδης! Ἔτσι ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ἐλεύθερος, ἀλλὰ ἐλεύθερος ἐντὸς τῶν ὁρίων στὰ ὁποῖα οἱ ἀποκλίσεις του ἀπὸ τὸν κανόνα ἐπιφέρουν τὴ σωτηρία, ἤτοι στὰ ὅρια τῆς ἀκρίβειας.
5) Ἔτσι ἡ Οἰκονομία, ἂν εἶναι ἀληθινὰ σωτηριώδης οἰκονομία, ἔχει προϋποθέσεις σὲ κάθε περίπτωση. Στὴν περίπτωση τῆς εἰσδοχῆς τῶν μεταστραφέντων, ὅπως φαίνεται στὴν πρακτική τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν ἑρμηνεία τῆς πρακτικῆς αὐτῆς ἀπὸ τοὺς Πατέρες, ἡ μόνη συνεπὴς πρὸς τὴν οἰκονομία προϋπόθεση, ὥστε νὰ ἔχει εὐλογία (πέραν τῶν ἐξαιρετικῶν περιπτώσεων), ἦταν ὄχι ἡ θεολογικὴ ἐγγύτητα μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ τὸ ἐὰν τηρήθηκε ὁ τύπος τοῦ μυστηρίου. Ἔτσι, λόγου χάριν, στὸν Ἕβδομο Κανόνα τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ στὸν 95ο κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς, ὑπάρχει ξεχωριστὴ μνεία τῶν Εὐνομιανῶν, ὡς χρηζόντων ἀποδοχῆς διὰ τοῦ Βαπτίσματος, διότι δὲν τηρήθηκε στὴν περίπτωσή τους ἡ τριπλῆ κατάδυση.
Σύγχυση προκαλεῖται ὅταν διαφορετικὲς προϋποθέσεις τίθενται γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς «οἰκονομίας» ἤ, πολὺ χειρότερα, ὅταν ἡ οἰκονομία χρησιμεύει ὡς βάση γιὰ ἐκκλησιολογία. Ὡστόσο, στὴν πράξη, ὑπάρχει μία νόμιμη ποικιλομορφία, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς συνθῆκες καὶ πρακτικὲς τῶν Ὀρθοδόξων, χωρὶς αὐτὸ νὰ ὑπονοεῖ μία μεταβολὴ στὴν ἐκκλησιολογία. Πράγματι, ἡ ἐκκλησιολογία, ὡς ἐπέκταση τῆς Χριστολογίας μας, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἀλλάξει, διότι εἶναι μία Θεανθρώπινη πραγματικότητα, ἕνα οὐράνιο δεδομένο.
π. Πέτρος Χὶρς
[1] Ἰωαν. γ' 5.
[2] Λουκ. κγ' 42-43.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό