Η ομολογία Αγιορειτών στον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο
Αυτοί (οι Λατίνοι), άγιε δέσποτα, κανένα από τα κυριώτερα στοιχεία της πίστεως δεν άφησαν ατραυμάτιστο και απαραχάρακτο. Γι' αυτό, όχι και αποκόπτονται από το πανταχού και καλό και ωραίο Σώμα του Χριστού, αλλά παραδίδονται και στο Σατανά. Και ο Απόστολος, επισφραγίζοντας ολόκληρη την ευαγγελική και αποστολική διδασκαλία, λέγει, όχι μόνο προς τους Γαλάτες, που εισήγαγαν διαφορετική διδασκαλία σε ένα θέμα, αλλά πολύ περισσότερο προς τους Ιταλούς, που τον τελευταίο καιρό έχουν εισαγάγει μύριες όσες διαφορετικές διδασκαλίες και ανατρέπουν σχεδόν ολόκληρη την ευαγγελική, αποστολική, κανονική και πατερική παράδοση ˙ «εί τις ευαγγελίζεται υμάς παρ' ό παρελάβετε, κάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού, ανάθεμα έστω» (πρβλ. Γαλ. Α΄8). Πώς είναι λοιπόν επιτρεπτό και θεάρεστο να ενωθούμε εμείς με εκείνους, από τους οποίους δίκαια και κανονικά αποκοπήκαμε, ενώ αυτοί παραμένουν αμετάβλητοι στις αιρέσεις τους; Αν δεχθούμε κάτι τέτοιο, ανατρέπουμε μονομιάς τα πάντα και καταργούμε την Ορθοδοξία και μάλιστα σ' εκείνα τα σημεία που την ανατρέπουν αυτοί που αναξίως τώρα γίνονται δεκτοί. Διότι οι ιεροί κανόνες λέγουν: «Όποιος συμπροσευχηθεί με ακοινώνητο ακόμα και μέσα σε σπίτι, να αφορίζεται» (ι' Αποστολ. κανών). Και αλλού: «Όποιος κοινωνεί με ακοινώνητο, να είναι ακοινώνητος, διότι επιφέρει σύγχυση στην κανονική τάξη της Εκκλησίας». Και πάλι: «Όποιος δέχεται τον αιρετικό, υπόκειται στις ίδιες τιμωρίες μ' εκείνον» (ερμην. Με΄Αποστολ. κανόν.). Για όλα λοιπόν αυτοί κατηγορούνται και είναι υπεύθυνοι, για όλα αυτά θα γίνουμε και εμείς υπόδικοι έναντι των ιερών κανόνων, οι οποίοι αποφαίνονται εν αγίω Πνεύματι. Όμως όχι, κάτι τέτοιο αποκλείεται εντελώς!
Αλλά ούτε και που θα τους μνημονεύσουμε! Διότι κι αυτό είναι ένα τέχνασμα του πονηρού, ο οποίος, ενώ είναι σκοτάδι, υποκρίνεται το φώς, ώστε προβάλλοντας προς το παρόν την (επί ίσοις όροις) ένωση με αυτούς, να επιφέρει δολίως την απώλεια ολόκληρου του σώματος της Εκκλησίας. Και επειδή με φανερά επιχειρήματα δεν μπορεί να πείσει προς αυτή την κατεύθυνση, επιχειρεί εκ του αφανούς, να βρεί ένα παράθυρο, να περάσει μέσα το κακό στα κρυφά.
Αν λοιπόν θέλουν πράγματι να ενωθούν μαζί μας, τότε ας αλλάξουν πρώτα και μετά να ενωθούν. Αν όμως θέλουν να το κάνουν αυτό διατηρώντας συγχρόνως και τα σφάλματά τους, δεν θα τα καταφέρουν. Αλλά καταλήγουν να ζητούν έστω και την απλή μνημόνευση των ονομάτων τους. Δεν υπάρχει όμως κάποια σχέση μεταξύ μυστηριακής κοινωνίας και μνημονεύσεως ονόματος; Και βεβαιότατα υπάρχει, όπως θα αποδείξουμε.
Ώ, πόσο δυστυχώς είναι το κέρδος που θα πετύχουν τώρα! Διότι τώρα θα είναι αδύνατη και η διόρθωσή τους, εφ' όσον θα έχουν πάρει εκείνο που θέλουν! Αφού γι' αυτούς οι αντιπαραθέσεις και οι διάλογοι, δεν φαίνεται να έχουν σαν σκοπό την ευσέβεια. Γιατί, αν ήθελαν την ευσέβεια, ποιό είναι το εμπόδιο, την στιγμή που αυτή είναι κοινή για όλους και δωρεάν και άκοπη και το ίδιο τιμητική για δούλους και δεσπότες, φτωχούς και πλούσιους, ευγενείς και άσημους, χρεώστες και μη χρεώστες; Όπως είναι το φύσημα του αέρα και η διάχυση του φωτός και η εναλλαγή των εποχών και η θέα της κτίσεως, αυτού του μεγάλου και κοινού για όλους μας εντρυφήματος, έτσι είναι και η ίση ευθύνη έναντι της πίστεως κατά τον μέγα στην θεολογία Γρηγόριο. Κι αν εκείνοι και αυτόν τον περιφρονούν, μαζί με τους λοιπούς μεγάλους πατέρες μας Βασίλειο και Ιωάννη τον Χρυσόστομο, των οποίων η φήμη της διδασκαλίας και η δύναμη του πνεύματος διαδόθηκε σ' όλη την γη, όμως άκουσε, άγιε δέσποτα, την εξής υπόσχεση από τους λόγους του παναγίου Πνεύματος, από τους οποίους ούτε μια κεραία δεν μπορεί να πέσει έξω ˙ ο μέγας απόστολος του Κυρίου και ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει: «είτις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει μεθ' εαυτού, χαίρειν αυτώ μη λέγετε και εις οικίαν μη λαμβάνετε ˙ ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς» (πρβλ. β΄Ιωαν. 10-11).
Και αν τα παραπάνω λόγια μας εμποδίζουν και να τον χαιρετίσουμε απλά στον δρόμο, κι αν δεν μας επιτρέπεται να τον βάλουμε μέσα σ' ένα συνηθισμένο σπίτι, πώς θα τον εισαγάγουμε όχι σε σπίτι, αλλά στο ναό του Θεού, σ' αυτά τα ίδια τα άδυτά του, όπου πάνω στη μυστική και φρικτή τράπεζα σφαγιάζεται αναίμακτα ο Υιός του Θεού; Κι αν ο απλός μας κάνει κοινωνούς των πονηρών έργων του χαιρετιζομένου, πόσο μάλλον η μνημόνευσή του εκφώνως και μάλιστα την στιγμή που αντικρίζουμε με φρίκη τα θεία μυστήρια; Αν δε Αυτός ο Ίδιος που κείται μπροστά μας είναι η Αυτοαλήθεια, πώς είναι δυνατόν Αυτός να ανεχθεί τούτο το μεγάλο ψέμα, το να συγκατατάσσεται δηλαδή εκείνος (ο Πάπας) μεταξύ των λοιπών Ορθοδόξων Πατριαρχών; Θα παίξουμε θέατρο κατά τον καιρό των φρικτών μυστηρίων; Και πώς να τα ανεχθεί αυτά η ψυχή του Ορθοδόξου και να μην απομακρυνθεί αμέσως από την κοινωνία εκείνων που μνημόνευσαν και να μην τους θεωρεί ιεροκάπηλους; Διότι ανέκαθεν η Ορθόδοξος Εκκλησία του Θεού την αναφορά του ονόματος του αρχιερέως μπροστά στα άγια μυστήρια την δεχόταν σαν τέλεια συγκοινωνία. Και έχει γραφεί στην ερμηνεία της θείας λειτουργίας ότι ο λειτουργός αναφέρει το όνομα του αρχιερέως, για να δείξει ότι υποτάσσεται στον ανώτερό του και ότι είναι κοινωνός της πίστεώς του και ότι έχει δεχθεί μέσω αυτού την χάρη της ιερουργίας των θείων μυστηρίων.
Και ο Θεός έχει κατά το παρελθόν στηλιτεύσει κάτι ανάλογο με τους εξής λόγους: «ιερείς ηθέτουν νόμον μου και εβεβήλουν τα άγιά μου» (πρβλ. Ιεζεκ. Κβ΄26). Με ποιό τρόπο το έκαναν αυτό; Με το να μη κάνουν διάκριση μεταξύ βεβήλων και οσίων ανθρώπων, αλλά να έχουν τα πάντα κοινά με όλους. Και ποιό άλλο εναργέστερο και αληθινώτερο παράδειγμα από αυτό χρειαζόμαστε;
Ή μήπως να το κάνουμε αυτό (δηλ. την ψευδένωση) σαν ένα είδος οικονομίας; Και πώς να γίνει αποδεκτή μια οικονομία που βεβηλώνει τα θεία μυστήρια κατά τον προαναφερθέντα λόγο του Θεού και απωθεί από αυτά το Πνεύμα του Θεού, και στερεί από τους πιστούς την άφεση των αμαρτιών και την χάρη της υιοθεσίας που πηγάζει από αυτά τα μυστήρια; Και τι πιο επιβλαβές από μια τέτοια οικονομία;
Αλλά και το να δοθεί στον αιρετικό το πρωτείο ολόκληρης της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, είναι αυτό σωστό; Αυτό είναι πλήρης παραδοχή και όχι οικονομία. Εκείνος (ο Πάπας) τώρα ούτε για την τελευταία θέση δεν είναι άξιος. Λέγει σχετικά ο μέγας πατήρ ημών Γρηγόριος ο Θεολόγος, κινώντας τον λόγο του Θεού για τους μετανοούντες: «Αν βέβαια δεν μετενόησαν, ούτε εγώ τους δέχομαι, παρά μόνο αν σκύψουν, αν προσέλθουν αξίως, αν διορθώσουν το κακό που έκαναν. Και όταν τους δεχθώ, τότε τους απονέμω την θέση που τους ταιριάζει». Πού είναι όμως σ' εκείνον (τον Πάπα) και τους δικούς του η διόρθωση; Πού η διόρθωση του κακού; Άρα λοιπόν ούτε για έσχατη θέση δεν είναι άξιοι, πόσο μάλλον για την πρώτη!
Αλλά και ο μέγας Παύλος κινούμενος από τον ίδιο Κύριο που ομιλεί μέσα του τα ίδια μας βεβαιώνει: «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος»(Τίτ. Γ΄10). Και πάλιν: «στέλλεσθε από παντός ατάκτως περιπατούντος και μη κτά την παράδοσιν ην παρελάβατε παρ' ημών» (πρβλ. Β΄Θεσ. Γ΄6). Και αλλού μας παραγγέλλει με κάτι τέτοιους ούτε να συντρώγουμε (πρβλ. Α΄Κορ. Ε΄11).
Τα όμοια μας επιτάσσει και ο θεοφόρος και μέγας πατήρ ημών Ιγνάτιος, προφυλάσσοντάς μας από τα ανθρωπόμορφα θηρία, τους αιρετικούς, τους οποίους όχι μόνο δεν πρέπει να δεχόμαστε, αλλ' ει δυνατόν, ούτε να τους συναντούμε.
Εκείνους λοιπόν με τους οποίους καλούμεθα να μη συντρώγουμε ούτε να τους χαιρετούμε- για να μην υπάρχει κανενός είδους συναναστροφή μαζί τους- και των οποίων το συναπάντημα μας ζητείται, ει δυνατόν, να το αποφύγουμε, πως είναι δυνατόν να τους δώσουμε το δικαίωμα να είναι πρώτοι και κριταί των Ορθοδόξων Εκκλησιών και να διασαλπίσουμε το μνημόσυνό τους ως ορθόδοξο κατά τον καιρό της κοινής λατρείας μέσα στην Εκκλησία και ενώπιον αυτής της ίδιας της μυστικής και αγίας Τραπέζης, ώστε ούτε και αυτήν να την αφήσουμε αβεβήλωτη, για να μας αγιάζει;
Από την επιστολή- ομολογία των Αγιορειτών προς τον Βασιλέα Μιχαήλ Παλαιολόγο κατά την επιβληθείσα τότε ψευδένωση με τους Λατίνους στη Φερράρα- Φλωρεντία.