ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΛΟΥΚΑ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΟΥ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΙ ΤΗΣ «ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ»
(Ἐπιστολή πρός Ὀρθόδοξο ἀμερικανό ἱερέα)
Τό ἔτος 2009 συμπληρώθηκαν 200 χρόνια ἀπό τήν γέννησι τοῦ Καρόλου Δαρβίνου καί 150 χρόνια ἀπό τήν δημοσίευσι τοῦ ἔργου του «Ἡ καταγωγή τῶν εἰδῶν». Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή γίνονται ἐκδηλώσεις, ἐκδόσεις καί ἐνέργειες γιά νά τιμηθῆ ὁ πατέρας τῆς «Θεωρίας τῆς Ἐξελίξεως». Μεταξύ ἄλλων ἐπλήθυνε καί ἡ δημοσιογραφική παραγωγή (ἔντυπη, ἠλεκτρονική καί τηλεοπτική), ἡ ὁποία προβάλλει τήν «Θεωρία τῆς Ἐξελίξεως», καί συχνά εἰς βάρος τῆς «Δημιουργίας». Ὁ προβληματισμός πού δημιουργεῖται δέν ἔχει βεβαίως τήν ἔκτασι οὔτε τήν ἔντασι τοῦ ἀντίστοιχου (μέ πολιτικές προεκτάσεις) προβληματισμοῦ στήν Ἀμερική, οὔτε τήν ὀξύτητα πού παρατηρεῖται σέ ἄλλες χῶρες ἤ κοινωνίες. Ἐν τούτοις τό θέμα ἔχει ἐπιστημονικό, θεολογικό καί παιδαγωγικό ἐνδιαφέρον, καί βεβαίως σωτηριολογική διάστασι. Μέ τήν εὐλογία τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας, τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου, δημοσιεύουμε τήν ἐπιστολή πού ἀκολουθεῖ. Σέ αὐτήν ἀντιμετωπίζεται τό ζήτημα τῆς «Θεωρίας τῆς Ἐξελίξεως» ἀπό μία ἄποψι πού συνήθως τήν ξεχνᾶμε. Ἡ ἐπιστολή ἐγράφη καί ἀπεστάλη σέ ἕνα εὐλαβῆ Ὀρθόδοξο ἱερέα στήν Ἀμερική, ὁ ὁποῖος ὡς ἐκπαιδευτικός καί ὡς ποιμένας ψυχῶν ἐρώτησε μέ αἴσθημα εὐθύνης γιά τό πολύκροτο θέμα.
* * *
Ἀγαπητέ μου πάτερ Π.,
Μέ ἐρωτᾶτε περί τῆς «θεωρίας τῆς ἐξελίξεως» ὡς ἑξῆς: «Εἶναι ἄραγε ἡ Ἐξέλιξις μία φιλοσοφία ἤ μήπως εἶναι ἐπιστημονικῶς ἀποδεδειγμένο γεγονός ἤ θεμελιωμένη θεωρία; Πῶς θά σταθοῦμε μπροστά στό κῦμα τῆς συμφωνίας τῶν ἐπιστημόνων; Εἶναι πράγματι μία συμφωνία παγκοσμίως ἤ μόνο συμφωνία τῶν φιλελευθέρων ἀμερικανῶν; Τί ἔχετε ἀποκομίσει ἀπό τίς μελέτες σας καί τούς προβληματισμούς σας γύρω ἀπό τό θέμα Ἐξέλιξις; Εἶναι τεράστια ἡ σύγχυσις σχετικά μέ τό τί θά διδάξουμε τούς νέους ἀπό Ὀρθοδόξου ἐπόψεως, ὥστε νά ἀντιμετωπίσουν τόν κόσμο πού εἶναι πολύ πειστικός, ἄν ἐμεῖς δέν εἴμαστε σαφεῖς».
Ἔχοντας λάβει ὑπ’ ὄψιν μου ὁλόκληρη τήν ἐπιστολή σας, τήν ὁποία χαρακτηρίζει καί ἐπιστημονικό ἐνδιαφέρον καί ποιμαντική εὐαισθησία, καθώς ἀναφέρεται καί στίς ἐπικρατέστερες ἀπόψεις γιά τήν «θεωρία τῆς ἐξελίξεως» καί ἀναπτύσσει σοβαρό ποιμαντικό προβληματισμό, καταθέτω μέ ἀγάπη τίς ἑξῆς σκέψεις μου.
1. Ἡ «Ἐξέλιξις» καί οἱ ἐπιστήμονες.
Κατά τόν 19ο καί τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 20οῦ αἰῶνα, ἐποχή κατά τήν ὁποία μεσουρανοῦσε ὁ ἐπιστημονισμός[1], ὡρισμένοι ἐπιστήμονες (Λαμάρκ, Δαρβῖνος, ντέ Βρίς, Μονό) ἀνέπτυξαν θεωρίες γιά νά ἐξηγήσουν τήν «προέλευσι τῶν εἰδῶν». Οἱ ἀπόψεις τους χρησιμοποιήθηκαν μέ θρησκευτικό πάθος γιά νά ἀποδείξουν ὅτι ὅλος αὐτός ὁ κόσμος ἔγινε χωρίς Δημιουργό Θεό μέσῳ μιᾶς βραδύτατης τυφλῆς (τυχαίας) ἐξελικτικῆς διαδικασίας (τήν «Ἐξέλιξι»), κατά τήν ὁποία ἀπό τήν ἀνόργανη ὕλη ξεπρόβαλε ἡ ὀργανική καί ἀπό ἐκείνην προῆλθαν οἱ ἁπλούστεροι ἔμβιοι ὀργανισμοί πού ἐξελίχθηκαν σέ πολυπλοκότερους. Ὁ ἄνθρωπος θεωρήθηκε ἀποτέλεσμα ἐξελίξεως καί ὁ Δημιουργός τοποθετήθηκε στήν σφαῖρα τῆς θρησκοληψίας. Σοβαροί ἐπιστήμονες ὅμως, παρότι δέχονται καί βεβαιώνουν τίς μεταβολές τῶν ὀργανισμῶν μέσα στό εἶδος τους, ἀμφισβήτησαν τεκμηριωμένα τήν ὑπόθεσι ὅτι ἔγινε ἐξέλιξις ἑνός εἴδους σέ ἄλλο. Ἡ προσαρμογή, ἡ φυσική ἐπιλογή καί οἱ μεταλλάξεις ἐπιφέρουν μεταβολές στούς ὀργανισμούς ἀλλά πάντοτε ἐντός τοῦ αὐτοῦ εἴδους. Ἐξέλιξις ἑνός εἴδους σέ ἄλλο οὔτε ἔχει πιστοποιηθῇ ἀπό τήν Παλαιοντολογία οὔτε τεκμαίρεται ἀπό τήν Γενετική. Οἱ νεώτερες ἐξελικτικές θεωρίες, βασισμένες στήν μοριακή Βιολογία καί τήν ἐξελικτική ἀναπτυξιακή Βιολογία, δέν ἔχουν προσφέρει πειστικά ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα. Ὅσοι ἔχουν τήν δυνατότητα νά κρίνουν τίς ἑκατέρωθεν θέσεις, παραδέχονται ὅτι μετά ἀπό ἕνα καί πλέον αἰῶνα ἀντιπαραθέσεων ἡ «Ἐξέλιξις» δέν μπορεῖ νά βεβαιωθῇ[2]. Σύμφωνα μέ τό συμπέρασμα πού συνάγεται ἀπό πλούσια καί ἀξιόλογη βιβλιογραφία, ἡ ἐξέλιξις τῶν εἰδῶν εἶναι μία ἀναπόδεικτη καί μή ἀποδείξιμη ὑπόθεσις καί δέν ἀποτελεῖ ἐπιστημονικά βεβαιωμένο γεγονός. Αὐτό τό παραδέχονται κορυφαῖοι ἐξελικτικοί ἐπιστήμονες (C. Patterson, P.P. Grassè, R. Danson, R. Lewontin, S. Stanley). Ἑπομένως, ὅ,τι συνήθως στά σχολικά βιβλία ἤ στήν γενικώτερη βιβλιογραφία ἤ ἀρθρογραφία ὀνομάζεται «Ἐξέλιξις», δέν πρέπει νά θεωρῆται ἕνα ἐπιστημονικά ἀναμφισβήτητο γεγονός -ὅπως ὅτι ἡ γῆ περιστρέφεται γύρω ἀπό τόν ἥλιο-, ἀλλά μία ὑπόθεσις ἐργασίας.
2. Τό πρόβλημα.
Ἡ «Ἐξέλιξις» δέν εἶναι ζήτημα μόνο ἐπιστημονικό. Στήν περίπτωσί της ἡ ἐπιστημονική σκέψις ἀγγίζει τήν «ἀρχή τοῦ ὄντος». Ἐπιστήμονες καί μή, σέ ἀντιπαραθέσεις γύρω ἀπό τήν «Ἐξέλιξι» συχνά κάνουν παρεκβάσεις ἀπό τό πεδίο τῆς ἐπιστήμης σέ μεταφυσικές συζητήσεις. Χαρακτηριστικά ἡ «Ἐξέλιξις» ὑποστηρίζεται σέ ἀντιδιαστολή καί ἐνίοτε μέ ἐχθρότητα πρός τήν «Δημιουργία»[3], ὄχι τόσο γιατί ἡ «Δημιουργία» δέν ἔχει ἐπιστημονική (μέ τήν τρέχουσα ἔννοια) τεκμηρίωσι, ὅσο γιατί προϋποθέτει Δημιουργό Θεό, οὔτε πάλι ἐπειδή βασίζεται σέ ἀναμφισβήτητα ἐπιστημονικά δεδομένα, ὅπως δείχνουν οἱ ἀτέλειωτες τροποποιήσεις καί μεταλλάξεις τῆς «ἐξελικτικῆς θεωρίας» καί ὅπως παραδέχονται οἱ ἴδιοι οἱ «ἐξελικτικοί», ἀλλά ἐπειδή οἱ ὑποστηρικταί της συνειδητά ἤ μή θέλουν νά ἀρνοῦνται ἕνα Δημιουργό Θεό καί ὅ,τι συνεπάγεται τό νά πιστεύουν σέ Αὐτόν[4]. Ἐάν δέν ἰσχύῃ ἡ «Ἐξέλιξις», λένε, εἶναι ὑποχρεωμένοι νά δεχθοῦν τήν δημιουργία μή ἐξελίξιμων εἰδῶν καί κυρίως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Ἀλλά ἡ ὕπαρξις τοῦ Θεοῦ εἶναι λιγότερο πιθανή ἀπό τό νά ἔγινε ἡ «Ἐξέλιξις», συμπληρώνουν. Καί καταλήγουν σέ ἀφορισμούς: «Ὄχι στό δόγμα τῆς Δημιουργίας: ‘‘Μακρυά ἀπό τά σχολεῖα, εἶναι ἐπικίνδυνο’’, ἀποφάσισε τό Συμβούλιο τῆς Εὐρώπης»[5].
Ἐδῶ λοιπόν δέν ὑφίσταται πρωτογενῶς πρόβλημα ἐπιστημονικό ἀλλά πρόβλημα πίστεως σέ παντοδύναμο Δημιουργό Θεὀ. Ὅσοι ἀμφισβητοῦν τήν ὕπαρξί Του, ἀναζητοῦν ἐναλλακτικούς τρόπους προελεύσεως τοῦ κόσμου χωρίς Δημιουργό. Ὅσοι ὀλιγοπιστοῦν γιά τήν παντοδυναμία Του, ἀναζητοῦν τρόπους νά συμβιβάσουν καί νά συγκεράσουν τήν «Ἐξέλιξι» μέ τήν «Δημιουργία». Ὅσοι πιστεύουμε σέ Δημιουργό Θεό, ἀμφισβητοῦμε ἀφ’ ἑνός τήν «Ἐξέλιξι», ἐπειδή τήν ἀπορρίπτουν σειρά ἐπιστημόνων τόσο γιά τίς ‘‘ἐπιστημονικές’’ ἀπάτες τοῦ παρελθόντος (ὁ Archaeopteryx, τά φωτογραφικά κλισέ τοῦ Χαῖκελ, ὁ πιθηκάνθρωπος τοῦ Dubois, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Πιλντάουν κ.ἄ.) καί τήν μέχρι σήμερα ἀμφίβολη ἑρμηνευτική ἰσχύ τῆς «θεωρίας τῆς Ἐξελίξεως» ὅσο καί γιά τίς προβληματικές κοινωνικοπολιτικές της προεκτάσεις (εὐγονική ἤ ἡ περίπτωσις Λυσένκο)[6], πιστεύουμε ὅμως στήν «Δημιουργία» ἐπειδή σέ αὐτήν βλέπουμε μία θεοφάνεια (τρόπος πού ὁ Θεός φανερώνεται στόν ἄνθρωπο) καί στήν βιβλική ἀφήγησι περί τῆς Δημιουργίας μία μαρτυρία θεογνωσίας (ὁ Μωυσῆς εἶχε προσωπική γνῶσι τοῦ Θεοῦ).
3. Ἡ Δημιουργία, ὡς θεοφάνεια καί ὡς «σημεῖον» θεογνωσίας.
Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουμε στόν παντοδύναμο καί ἀγαθό Θεό, ὁ ὁποῖος δημιούργησε τόν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενός («ἐκ μή ὄντων»): «Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τούς αἰῶνας ρήματι Θεοῦ, εἰς τό μή ἐκ φαινομένων τά βλεπόμενα γεγονέναι» (Ἑβρ. 11, 3). Ὑπό τήν προϋπόθεσι αὐτή -ἀδιαπραγμάτευτη πραγματικά, ὄχι ὡς ἀναπόδεικτο αὐθαίρετο ἀξίωμα ἀλλά ὡς προϊόν γνώσεως τοῦ Θεοῦ- ἡ ἀφήγησις τῆς Δημιουργίας ἀπό τόν προφήτη Μωυσῆ στήν Γένεσι (κεφ. 1) δέν εἶναι ἐπιστημονική (μέ τήν δυτική ἔννοια) πραγματεία ἀλλά μαρτυρία θεογνωσίας. Χωρίς νά στερῆται καί ἐπιστημονικῶν στοιχείων, ἄλλων μέν ἁπλοϊκῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί ἄλλων διαχρονικῶς παραδεκτῶν, ἡ ἀφήγησις τοῦ Μωυσέως εἶναι κατεξοχήν μαρτυρία ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν σύμπαντα κόσμο. Ὁ θεόπτης Μωυσῆς, δηλαδή, μᾶς διεβεβαίωσε ὅτι ὁ Δημιουργός Λόγος δημιούργησε τά πάντα, ὅτι ὅλα ὅσα ἦλθαν στήν ὕπαρξι ἔχουν ὡς αἰτία τῆς ὑπάρξεώς τους τό δημιουργικό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν θεοποιήσει τά κτίσματα, ὁ Μωυσῆς μέ τήν Χάρι καί τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔδινε τήν μαρτυρία ὅτι τά πάντα πλήν τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστά καί ὅτι ἡ αἰτία τους, τό νόημά τους καί ὁ σκοπός τους βρίσκονται στόν Θεό. Εἶπε αὐτό πού μέ μεγαλύτερη σαφήνεια ἔγραψε ἀργότερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «τὰ πάντα δι᾽ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται, καὶ αὐτός ἐστιν πρὸ πάντων καὶ τὰ πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκεν» (Κολ. 1, 16-17). Παρατηρεῖτε λοιπόν ὅτι, γιά ἐμᾶς πού ξέρουμε νά διαβάζουμε σωστά τήν Γένεσι, ἡ Μωσαϊκή «Δημιουργία» δέν εἶναι τόσο σύνολο ἐπιστημονικῶν γνώσεων ὅσο εἶναι τρόπος θεοφάνειας καί «σημεῖον» θεογνωσίας. Τήν ἴδια στιγμή πού οἱ ἐπιστήμονες συζητοῦν ἀπεριόριστα γιά τό ἄν ὑπῆρξε «Ἐξέλιξις» καί οἱ θρησκεῖες καί ἡ φιλοσοφία ἀσχολοῦνται ἤδη αἰῶνες τώρα μέ τό ἐρώτημα ἄν ὑπάρχῃ Δημιουργός, ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει τόν Δημιουργό.
Ὅσοι λοιπόν μέ τήν παραδοχή τῆς «Ἐξελίξεως» ἀρνοῦνται τόν Δημιουργό Θεό, προφανῶς δέν τόν γνωρίζουν. Ὅσοι ὅμως μέ τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μέ τήν πνευματική ζωή διατηροῦμε καθαρούς τούς νοερούς ὀφθαλμούς μας, μποροῦμε στήν ἀφήγησι τῆς Ἁγίας Γραφῆς νά βλέπουμε ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο καί διαρκῶς ἐνεργεῖ μέσα σέ αὐτόν, ὅτι ὁ Δημιουργός Θεός Λόγος δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο, καί ἐπιπλέον νά διεισδύουμε στό γιατί (τόν λόγο)[7] τῆς δημιουργίας του. Μποροῦμε νά ἐπαναλαμβάνουμε τούς λόγους τοῦ θεοφάντορος Μεγάλου Βασιλείου: «πλάσας γὰρ τὸν ἄνθρωπον, χοῦν λαβών ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ εἰκόνι τῇ σῇ, ὁ Θεός, τιμήσας, τέθεικας αὐτὸν ἐν τῷ Παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἀθανασίαν ζωῆς, καὶ ἀπόλαυσιν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἐν τῇ τηρήσει τῶν ἐντολῶν σου, ἐπαγγειλάμενος αὐτῷ» (εὐχή Θείας Λειτουργίας).
4. Οἱ «λόγοι τῶν ὄντων» ἑρμηνεύουν τήν Δημιουργία.
Προσεγγίζοντας τήν Δημιουργία ὡς τρόπο φανερώσεως τοῦ Θεοῦ καί κατανοώντας τήν ἀφήγησι περί τῆς Δημιουργίας ὡς σημεῖον θεογνωσίας, ἔχουμε τήν δυνατότητα νά ἀνιχνεύουμε σέ αὐτήν τούς λόγους τῶν ὄντων, ὅπως χαρακτηριστικά ὀνομάζονται στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ τά ἀγαθά θελήματα τοῦ Θεοῦ (PG 90, 296). Καί εἶναι πολύ σημαντικό, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, νά γνωρίζῃ ὁ ἄνθρωπος τούς λόγους τῶν ὄντων καί νά ἀνάγεται δι’ αὐτῶν στόν Θεό (βλ. PG 90, 276, πρβλ. Ρωμ. 1, 20). Ἐάν δέν βλέπουμε τήν Δημιουργία (ἄν δηλαδή δέν κατανοοῦμε τά πάντα ὡς ἀποτελέσματα τῆς δημιουργικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ), σημαίνει ὅτι ἀποτυγχάνουμε δραματικά νά γνωρίσουμε τούς λόγους τῶν ὄντων. Δέν σημαίνει ὅτι χάνουμε ἕνα ἰδεολογικό ὅπλο κατά τῶν δῆθεν ἀντιπάλων μας «ἐξελικτικῶν», ὄχι. Χάνουμε μία ἀπό τίς ὀμορφότερες σελίδες, μέσα στίς ὁποῖες ὁ Πατέρας μας ἀποτυπώνει τά ἴχνη τῆς πατρικῆς Του ἀγάπης. Οἱ λόγοι τῶν ὄντων εἶναι αὐτά ἀκριβῶς τά ἴχνη. Γι’ αὐτό μέ τόν Ψαλμωδό ἀναφωνοῦμε καθημερινά: «Εὐλόγει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον ... πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103).
Ἐδῶ θά ἀναφέρω ἕνα μόνο στοιχεῖο γύρω ἀπό τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά φανῇ πόσο σημαντικό εἶναι νά γνωρίζουμε τόν λόγο τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου «ἀπό τά ἴδια τά χέρια τοῦ Θεοῦ». Ὁ Δημιουργός Θεός ἔπλασε τόν Ἀδάμ κατά τόν μοναδικά ἰδιαίτερο τρόπο «κατ’ εἰκόνα» Του, ὥστε ἡ ἀνθρωπίνη φύσις νά μπορῇ στούς ἐσχάτους χρόνους νά προσληφθῇ ἀπό τόν Λόγο καί νά θεωθῇ. Ὁ Χριστός προσέλαβε ἀνθρώπινο σῶμα καί ἀνθρώπινη νοερή καί λογική ψυχή. Τά ἐθέωσε, ὅταν τά ἕνωσε ὑποστατικῶς μέ τήν θεότητά Του. Καί σέ ἐμᾶς, τά μέλη τοῦ Σώματός Του, προσφέρει τήν θέωσι χαριτώνοντας τό σῶμα καί τήν ψυχή μας. Αὐτή ἡ θέωσις εἶναι γεγονός ἀναντίρρητο γιά τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι μετέχουμε κάπως στήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μας, στήν ζωή καί τά βιώματα τῆς Ἐκκλησίας[8]. Ἐπειδή βλέπουμε λοιπόν αὐτόν τόν λόγο τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τήν δυνατότητα νά μετάσχωμε στήν ζωή τῆς Ἁγίας Τριάδος διά τῆς Οἰκονομίας τοῦ Μονογενοῦς Λόγου τοῦ Θεοῦ, καί ἐπειδή ἔχουμε ἐπιπλέον πρό ὀφθαλμῶν μας ἀνθρώπους πού ἔφθασαν στήν θέωσι, διακρίνουμε καί κατανοοῦμε ὅτι δέν εἶναι κάποια «ἐξελικτική» μεταβολή στήν φύσι (τό DNA;) ἑνός δῆθεν προγόνου μας, μετρήσιμη καί ὑπολογίσιμη πειραματικά, πού ἔδωσε μέν σέ ἐμᾶς τήν δυνατότητα μετοχῆς στήν ἄκτιστη Χάρι τοῦ Θεοῦ, τήν Χάριτι ἀθανασία καί τήν θέωσι, ἄφησε δέ τίς παράλληλες γενεαλογικές διακλαδώσεις του ζωώδεις μόνο καί θνητές καί ἀμέτοχες θεώσεως. Ἡ «ἐξελικτική» μεταβολή, ἄν ὑποτεθῇ ὅτι ὑπῆρξε, θά ἦταν φυσική διαδικασία. Ἡ φύσις ὅμως δέν γεννᾶ ἄκτιστα ἀποτελέσματα. Τό ἄκτιστο εἶναι δωρεά τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ. Ἡ ἀθανασία καί ἡ θέωσις δέν εἶναι φυσικό προσόν (ἰδιότης) τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά ἄκτιστη δωρεά τοῦ Θεοῦ σέ αὐτόν.
Ἔχοντας πνευματική αἴσθησι τοῦ εἴδους καί τοῦ μεγέθους τῆς ἀκτίστου δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ οἱ Ὀρθόδοξοι διαβάζουμε μέ ἔκπληξι, θαυμασμό, προσοχή καί εὐλάβεια τό κείμενο τῆς Γενέσεως: «ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γεν. 2, 7). Ἐπειδή γνωρίζουμε τόν Θεό, κατανοοῦμε τήν «Δημιουργία». Βλέπουμε δηλαδή ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε μέ ἰδιαίτερη φροντίδα τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ μία πνευματέμφορη ψυχοβιολογική ὕπαρξις, ὑλικό σῶμα καί ἀσώματη ψυχή προικισμένα μέ τήν θεία Χάρι Του. Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Τί ἐστι [ψυχήν] ζῶσαν; Ἀείζωον, ἀθάνατον, ταὐτόν δ’ εἰπεῖν λογικήν∙ ἡ γάρ ἀθάνατος λογική –καί οὐκ αὐτό μόνον ἀλλά καί κεχαριτωμένην θείως. Τοιαύτη γάρ ὄντως ζῶσα ψυχή. Αὐτό δέ τῷ κατ’ εἰκόνα ταὐτόν, εἰ δέ βούλει καί καθ’ ὁμοίωσιν»[9].
5. Ἡ ἐπιστήμη, ἀφορμή δοξολογίας.
Αὐτή ἡ θεώρησις τῆς Δημιουργίας δέν ἀποκλείει τό ἐπιστημονικό ἐνδιαφέρον. Ἐάν μέ τήν ἀνθρώπινη σοφία πού μᾶς ἔχει προικίσει ὁ Θεός μάθουμε καί τό πῶς τῆς δημιουργίας, χαιρόμαστε δοξολογικά καί εὐχαριστιακά τό δῶρο τῆς Δημιουργίας χωρίς νά ἐκπίπτουμε στήν (ἀρχαιοελληνική) ὕβριν, δηλαδή τήν ἀλαζονεία. Ὁ Μέγας Βασίλειος στήν Ἑρμηνεία στήν Ἐξαήμερο ἀναλύει ἐπιστημονικά (μέ τίς δυνατότητες τῆς ἐποχῆς του) τήν δημιουργία τοῦ κόσμου. Βλέπει κανείς ὅτι μέ τήν ἐπιστήμη του δέν προσβάλλει τήν πίστι στόν Δημιουργό Θεό, ἀλλά μᾶλλον τήν ἐνισχύει. Θεοφόρος καί θεόπτης ὁ ἴδιος (εἶναι γνωστό τό περιστατικό πού ἀναφέρει ὁ ἀδελφός του ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὅτι τόν εἶδε προσευχόμενο μέσα στήν δόξα τοῦ ἀκτίστου Φωτός), ἀνταποκρινόμενος στήν ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων προσφέρει τήν ἐπιστημονική ἀνάλυσι τῆς Ἑξαημέρου ὡς δοξολογία στόν ἀριστοτέχνη Δημιουργό Λόγο καί ὡς σωτήρια διδασκαλία στούς ἀνθρώπους. Μόνο ἕνας θεοφόρος ἄνθρωπος σάν τόν Μ. Βασίλειο μπορεῖ νά γράψῃ γιά τόν Δημιουργό Θεό τά ἀκόλουθα: «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός. Ἡ μακαρία φύσις, ἡ ἄφθονος ἀγαθότης, τὸ ἀγαπητὸν πᾶσι τοῖς λόγου μετειληφόσι, τὸ πολυπόθητον κάλλος, ἡ ἀρχὴ τῶν ὄντων, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸ νοερὸν φῶς, ἡ ἀπρόσιτος σοφία, οὗτος ἐποίησεν ἐν ἀρχῇ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»[10]. Καί αὐτά ἀπό προσωπική ἐμπειρία Θεοῦ!
Ἡ ἐπιστήμη λοιπόν, ὅταν σέβεται τόν ἑαυτό της, δέν ἐμποδίζει τήν πίστι στόν Δημιουργό Θεό. Ὅταν π.χ. ἐγώ ὁ ἄνθρωπος νόμιζα ὅτι ὁ ἥλιος γυρίζει γύρω ἀπό τήν γῆ, πίστευα ὅτι ἔτσι εἶχε τάξει ὁ Δημιουργός Θεός νά λειτουργοῦν τά οὐράνια σώματα. Τώρα πού μέ τήν ἐπιστήμη ἔμαθα ὅτι συμβαίνει τό ἀντίθετο, πιστεύω ὅτι ὁ Θεός εἶχε τάξει σωστά τήν λειτουργία τους ἀλλά ἐγώ τήν ἀγνοοῦσα. Τώρα πού ἔμαθα τό σωστό, χάρηκα περισσότερο καί Τόν δοξάζω γιά τήν καινούργια καί πιό σωστή γνῶσι μου. Τό ἐπιστημονικό λάθος μου (ἔστω καί ἄν ἦταν ἑνός Πτολεμαίου) δέν μέ ἐμπόδιζε νά πιστεύω στόν Δημιουργό. Ἡ διόρθωσίς του (ἀπό τόν Κοπέρνικο καί τόν Γαλιλαῖο) δέν μέ ἐξωθεῖ νά Τόν ἀρνηθῶ. Ἀντίθετα, ψηλαφῶ τώρα πιό πολύ καί πιό καλά τά ἴχνη Του πάνω στήν Δημιουργία Του: «τά γάρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπό κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καί θειότης» (Ρωμ. 1, 20). Ἡ ἐπιστήμη, ὅταν δέν ξεφεύγει ἀπό τά ὅριά της, δέν μέ ἐμποδίζει νά πιστεύω στόν Δημιουργό. Ἀντίθετα, μέ βοηθεῖ νά ἀνιχνεύσω τήν παρουσία Του μέσα στά ἔργα Του.
6. Πίστις καί θεογνωσία.
Δέν συμβαίνει ὅμως τό ἴδιο, ἄν δέν πιστεύω σέ Δημιουργό Θεό. Ἄν προσέξῃ κανείς, θά παρατηρήσει ὅτι τό νά βλέπω τήν παρουσία τοῦ Δημιουργοῦ στήν κτίσι καί στήν λειτουργία της σημαίνει ὅτι Τόν γνωρίζω, καί βέβαια ἐπειδή Αὐτός ὑπάρχει. Τό νά πιστεύω ἤ νά μή πιστεύω στόν Θεό, σημαίνει ὅτι ἔχω γνῶσι τοῦ Θεοῦ ἤ πάσχω ἀπό ἀγνωσία Του. Αὐτό πρέπει νά τό προσέξουμε ἰδιαίτερα. Ἡ πίστις ἤ ἡ ἀπιστία μου δέν εἶναι ἁπλῶς μία προτίμησις ἤ ἰδεολογική τοποθέτησις, ἕνα εἶδος ψυχολογικῆς ἀνάγκης ἤ πολιτιστικῆς ταυτότητος, ὅπως θά τό ἔβλεπαν πολλοί, ἀλλά στήν πραγματικότητα εἶναι βαθμός μετοχῆς ἤ μή μετοχῆς μου στήν ζωή τοῦ Θεοῦ καί ἐπομένως ἕνα πρῶτο στάδιο ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη γνωσιολογία, ἡ πίστις εἶναι ἄκτιστος θεία Χάρις πού προσφέρεται στόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος, ἄν τήν ἀποδεχθῇ καί τήν καλλιεργήσῃ, εἰσάγεται στήν πορεία τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ[11]. Οἱ Ὀρθόδοξοι τονίζουμε ἰδιαίτερα αὐτό τό θέμα, ἐπειδή συχνά μία «πίστις σέ Θεό» ἐνδέχεται νά μή συνιστᾶ μετοχή στήν ζωή τοῦ Θεοῦ, ὅταν δηλαδή εἶναι μία διανοητική πίστις σέ ἄγνωστο, ἀπρόσωπο καί ἀπρόσιτο Θεό ἤ ὅταν συνιστᾶ ἰδεολογία καί δέν εἰσάγει τόν ἄνθρωπο στόν χῶρο τῆς θείας ζωῆς. Ἡ «πίστις» σέ ἄγνωστο καί ἀπρόσωπο νοήμονα Νοῦ, δέν εἶναι ἀπαραιτήτως καί θεογνωσία. Ἡ θεογνωσία εἶναι ἀσυγκρίτως πιό οὐσιαστική ἀπό τήν πίστι σέ ἄγνωστο ἀνώτερο Ὄν, τό ὁποῖο ἔφερε στήν ὕπαρξι τόν κόσμο, ἔθεσε τούς νόμους τῆς λειτουργίας του καί σχεδίασε τήν διαδικασία τῆς ἐξελίξεώς του, ἀλλά συνεχίζει νά μᾶς εἶναι ἄγνωστο καί ἀπρόσιτο. Ἡ πίστις στόν Δημιουργό Θεό, Αὐτόν πού ἀναδημιούργησε τόν ἄνθρωπο μέ τήν Οἰκονομία Του καί τοῦ προσφέρει τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του γιά νά τόν ὁδηγήσῃ στήν θέωσι, αὐτή ἡ πίστις εἰσάγει στήν ὁδό τῆς θεογνωσίας, ἐπειδή εἶναι πρᾶξις προσωπικῆς μετοχῆς στήν ζωή ἑνός γνωστοῦ σέ ἐμᾶς τρισυποστάτου προσωπικοῦ Θεοῦ.
Πληροφοροῦμαι γιά τήν δυσκολία πού ἔχουν οἱ ἐπώνυμοι ἀρνηταί τοῦ Θεοῦ νά δεχθοῦν τήν ὕπαρξι ἑνός προσωπικοῦ Θεοῦ, παρότι δέν δυσκολεύονται νά θρησκεύουν σέ πάσης φύσεως ἐγκόσμιους θεούς[12]. Εἶναι μία τραγική πραγματικότης! Ἐνῶ ὑπάρχει ὁ προσωπικός Θεός, ἀδυνατοῦμε νά Τόν ἰδοῦμε, νά Τόν αἰσθανθοῦμε, νά Τόν γευθοῦμε. Τόν ἀγνοοῦμε!
Τό τί σημαίνει νά ἔχουμε γνῶσι Θεοῦ καί τί σημαίνει νά πάσχουμε ἀπό ἀγνωσία Θεοῦ τό γνωρίζουμε ἐκ πείρας οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Ἔχουμε τήν εὐλογία νά ζοῦμε κοντά σέ συγχρόνους Ἁγίους, ἐφάμιλλους τῶν παλαιῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Συγκρίνοντας τήν ἀγνωσία πού ἔχει ὁ κόσμος μέ τήν γνῶσι πού ἔχουν αὐτοί οἱ Ἅγιοι, καταλαβαίνουμε τήν διαφορά. Τήν γνῶσι αὐτή τήν περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «Ὃ ἦν ἀπ᾽ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς —καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν— ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν ἀπαγγέλλομεν καὶ ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ᾽ ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Ἰω. 1, 1-3).
Μποροῦμε ἀπό τά λόγια τοῦ Εὐαγγελιστοῦ νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι οἱ μάρτυρες τῆς παρουσίας τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ στόν κόσμο μας, οἱ Ἅγιοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μέχρι σήμερα ἀδιαλείπτως παρόντες ἀνάμεσά μας, ἔχουν βιωματική γνῶσι τῆς αἰωνίας ζωῆς τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία γίνεται καί δική τους αἰωνία ζωή χάρις στήν κοινωνία τους μαζί Του. Ἡ ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ ἀντιθέτως, τήν ὁποία δυστυχῶς πολλοί πάσχουμε σέ βαθμούς διαφόρους, σημαίνει καί ἀκοινωνησία μαζί Του σέ βαθμούς ἀναλόγους.
7. Ἡ μέθοδος τῆς θεογνωσίας.
Γιά νά ἔχουμε τήν ἐμπειρία τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό (τόν Πατέρα καί τόν Υἱό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα), πρέπει νά ἔχουμε καθαρό τό ὀπτικό ὄργανο τῆς ψυχῆς: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5, 8). Ὅταν ὁ νοῦς (τό ὀπτικό ὄργανο) δέν εἶναι καθαρός, δέν μπορεῖ νά βλέπῃ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ μέσα στήν κτίσι καί ἑπομένως δέν μπορεῖ νά βλέπῃ τόν Θεό, οὔτε ὡς δημιουργό, οὔτε ὡς προνοητή τῶν κτισμάτων, οὔτε ὡς θεοῦντα τά λογικά κτίσματα διά τῆς θείας Χάριτος. Δέν εἶναι αὐτονόητη ἡ καθαρότης τοῦ νοῦ. Ὑπάρχει μία σειρά καί μία μέθοδος γιά τήν κάθαρσι τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς. Πρῶτα καθαίρεται τό ἐπιθυμητικόν, ἔπειτα τό θυμοειδές καί τέλος τό λογιστικόν (ὁ νοῦς): «οὐκ ἄν ποθ’ ὑγιές ὀφθείη, οὔτε τό τῆς ψυχῆς θυμούμενον, μή τῆς ἐπιθυμίας ἰαθείσης˙ οὔτε τό λογιζόμενον, μή ἄμφω τούτων προτεθεραπευμένων»[13]. Ἡ τελεία γνῶσις τοῦ Θεοῦ προϋποθέτει καί τελεία κάθαρσι τῆς ψυχῆς. Πιστεύω ὅτι ὑπάρχει ὁ Δημιουργός Θεός, ἀλλά αὐτό εἶναι ἀτελής θεογνωσία. Καθαίρω τόν ἑαυτό μου καί μπορῶ νά βλέπω τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ στήν καθημερινότητά μου, καί αὐτό εἶναι τελειότερη θεογνωσία. Ἡ ἐμπειρική γνῶσις τοῦ Θεοῦ «πρόσωπον πρός πρόσωπον» εἶναι ἡ τελεία θεογνωσία. Ἕνας θεοφόρος ἄνδρας εἶπε: «Ἐθαυμαστώθη ἡ γνῶσις σου ἐξ ἐμοῦ, ἐκραταιώθη, οὐ μή δύνωμαι πρός αὐτήν» (Ψαλμ. 138). Εἶναι τόσο ἰσχυρή ἡ θεία ἐμπειρία πού ἔχουν οἱ θεοφόροι ἄνδρες, ὥστε ἐκπλήττονται καί γονατίζουν ἀπό τό μέγεθος, ἀπό τόν πλοῦτο, τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ: «φοβερῶς ἐθαυμαστώθην... καί ἡ ψυχή μου γινώσκει σφόδρα» (Ψαλμ. 138). Ἀλλά καί ἐμεῖς οἱ ὑπόλοιποι στεκόμαστε μέ τόση σιγουριά κοντά τους, ὥστε βιβλιοθῆκες ὁλόκληρες μέ ἀντίθεες ἀπόψεις δέν μποροῦν νά ἀντισταθμίσουν τό βάρος τῆς ἐμπιστοσύνης μας στήν γνῶσι τους. Εἶναι τό δικό μας μερίδιο στήν γνῶσι τοῦ Θεοῦ, ἡ δική μας μετοχή σέ αὐτήν. Ἔτσι καί ἐμεῖς οἱ νήπιοι «ἐκ μέρους γινώσκομεν καί ἐκ μέρους προφητεύομεν» (Α΄ Κορ. 13, 9).
Αὐτή ἡ γνῶσις εἶναι ἕνα δεδομένο, ἕνα ἀναντίρρητο δεδομένο, ὄχι γιατί εἶναι μετρημένο ἤ ζυγισμένο ἐπιστημονικά, ἀλλά γιατί εἶναι χιλιομαρτυρημένο. Ὁ κάθε Ἅγιος, ὁ κάθε θεωμένος ἄνθρωπος, ὅπως αὐτοί πού γνωρίσαμε στίς μέρες μας καί αὐτοί πού διαβάζουμε στά συναξάρια, εἶναι μία ξεχωριστή μαρτυρία θεώσεως καί μία διαχρονική ἐπιβεβαίωσις ὅτι εἶναι δυνατή ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ.
8. Ἡ ποιμαντική τῆς θεογνωσίας.
Ἡ ἐκκοσμικευμένη παιδεία, μέ τήν ὁποία ἔχουν γαλουγηθῆ πολλές γενιές μέχρι τίς ἡμέρες μας, συνετέλεσε ὥστε πολλοί νά νομίζουν ὅτι ἡ «Δημιουργία» εἶναι ἀπορριπτέα, ἐπειδή δῆθεν εἶναι ἀντιεπιστημονική. Αὐτή εἶναι μία ψευδαίσθησις. Στήν πραγματικότητα τήν θεωροῦν ἀπορριπτέα, ἐπειδή δέν ἔχουν μάθει τήν ὁδό τῆς θεογνωσίας. Ἐμεῖς πιστεύουμε στήν Μωσαϊκή «Δημιουργία», ἐπειδή σέ αὐτήν ἀναγνωρίζουμε πρωτίστως μία θεοφάνεια, τήν κατανοοῦμε ὡς μαρτυρία θεογνωσίας, ὡς φανέρωσι τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Τά παιδιά μας ἐμποδίζονται σήμερα μέ χίλιους δυό τρόπους ἀπό τό νά βαδίσουν τήν πορεία τῆς θεώσεως καί τῆς θεογνωσίας. Ἔχουν νά ἀντιμετωπίσουν τίς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖες σκοτίζουν τό σύνολο τῶν ψυχικῶν δυνάμεων καί ὄχι μόνο τό «ὀπτικόν» (τόν νοῦ). Θεωρῶ ὅτι ὁ κύριος ποιμαντικός καί ἐκπαιδευτικός στόχος μας πρέπει νά εἶναι νά βοηθήσουμε τά παιδιά μας νά βαδίσουν τόν δρόμο τῆς ἀληθοῦς θεογνωσίας, νά ἀγωνισθοῦν δηλαδή στήν ζωή τους νά διατηρήσουν καθαρό τό τριμερές τῆς ψυχῆς (ἐπιθυμητικόν, θυμοειδές καί λογιστικόν), ὅπως τό παρέλαβαν στό Ἅγιον Βάπτισμα. Χρειάζονται καλλιέργεια σέ ἐπίπεδο Ὀρθοδόξου θεολογίας, Ὀρθοδόξου ἀσκήσεως καί Ὀρθοδόξου πνευματικῆς ζωῆς μέ στόχο τήν θεογνωσία. Ἔτσι θά ἀποκτήσουν τά ἀπαραίτητα βιώματα, χάρις στά ὁποῖα θά αἰσθάνονται ἀσφαλῆ μπροστά στίς προκλήσεις πού ἀντιμετωπίζουν στό σχολεῖο καί στόν κόσμο. Θά ἀποκτήσουν σύν τῷ χρόνῳ τήν ἀπαραίτητη διάκρισι, ὥστε καί τίς ἀληθινά ἐπιστημονικές γνώσεις νά προσλαμβάνουν καί στήν ἐπίγνωσι τοῦ Θεοῦ νά προοδεύουν. Μέχρι τότε ὅμως θά ἔχουν τήν συμπαράστασι τῶν καλῶν πνευματικῶν τους πατέρων, ἡ πεῖρα τῶν ὁποίων θά τούς εἶναι πολύτιμη καί θά τά προφυλάξῃ ἀπό τίς ποικίλες συνέπειες τῆς ἐκκοσμικεύσεως, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ ἀμφισβήτησις τῆς «Δημιουργίας». Ἕνας νέος, μοναχός τώρα στό Ἅγιον Ὄρος, στήν ἡλικία τῶν 20 ἐτῶν κατά τήν δεκαετία τοῦ ’80 ξεπέρασε ὁριστικά τόν θορυβώδη προβληματισμό γύρω ἀπό τό θέμα Ἐπιστήμη–Θρησκεία, ὄχι ὅταν ἐξοπλίσθηκε μέ ‘‘ἀδιάσειστα’’ ἐπιχειρήματα κατά τῶν ἀθεϊστικῶν προκλήσεων ἀλλά ὅταν διάβασε τόν Βίο καί τίς συγγραφές τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, γραμμένα ἀπό τόν μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ, καί ἐντρύφησε στούς λόγους τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου. Τήν ἀδιέξοδη νοησιαρχική παράθεσι ἀντεπιχειρημάτων στά ἀθεϊστικά ἐπιχειρήματα ὑπερκέρασε ἡ βιωματική βεβαιότητα πού σκόρπιζαν γύρω τους ἁγιασμένα πρόσωπα, ὅπως ὁ ἅγιος Σιλουανός καί ὁ ἅγιος Συμεών. Ἀργότερα βρῆκε πολύ πειστική τήν πρότασι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τήν ὁποία ἐπαναλαμβάνει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Λόγῳ παλαίει πᾶς λόγος, βίῳ δέ τίς;» (PG 37, 929). Πραγματικά, φαίνονται τόσο φτωχές οἱ ‘‘λογικές’’ ἀντιπαραθέσεις, ὅταν σταθοῦν μπροστά στό πρόσωπο, στήν ζωή, στήν ἄσκησι, στό μαρτύριο, στόν θάνατο, στήν Χάρι, στά θαύματα ἑνός Ἁγίου!
26 Ἰουλίου 2009
[1] Ἐπιστημονισμός: θεωρία κατά τήν ὁποία ἡ ἐπιστήμη ὁδηγεῖ στήν πλήρη ἀλήθεια καί ἐπαρκεῖ σ’ ὅλες τίς ἀνάγκες τῆς ἀνθρώπινης νοήσεως (Τεγόπουλος-Φυτράκης, Μεῖζον Ἑλληνικό Λεξικό, βλ. λῆμμα).
[2] Βλ. πλούσια ἐπιχειρηματολογία καί βιβλιογραφία στά βιβλία (ἐπιλεκτικά): Ἀποστόλου Χρ. Φράγκου, Ἡ συνωμοσία τῆς σιωπῆς, 1993. Ἀποστόλου Παπαδημητρίου, Ἐπιστήμη, ὑλισμός καί πίστη, Θεσ/νίκη, τόμ. Α’ 1984 καί τόμ. Β’ 1990. Ἰωάννου Κωστώφ, Συμβολή στήν τελετή λήξεως τῆς θεωρίας τῆς ἐξελίξεως, Ἀθήνα 1996. Ἀθαν. Ἀβραμίδη, Ἡ προέλευση τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς καί οἱ θεωρίες τῆς ἐξελίξεως, 2006. Τοῦ ἰδίου, Ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως τοῦ Δαρβίνου 150 χρόνια μετά τήν δημοσίευσίν της (ἄρθρο στήν ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος, 13/3/2009).
[3] Καθεστωτικός θρησκευτικός ἀνορθολογισμός, περιοδ. Νέμεσις, τεῦχ. 82 (Δεκέμβριος 2007)
[4] Κωστώφ Ἰωάννου, Ἀθεϊσμός (τίνος εἶναι ἡ αὐταπάτη;), Ἀθήνα 2007, σελ. 230-237.
[5] Ἐφημ. Καθημερινή, 13/10/2007 (ἄρθρο τῆς Μαρίας Δεληθανάση). Ἐπίσης ἐφημ. Καθημερινή, 23/11/2007 (ἄρθρο ἀναδημοσιευόμενο ἀπό τήν International Herald Tribune).
[6] Ἀθανασίου Β. Ἀβραμίδη, Ἡ προέλευση..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 30-34 καί 40-42.
[7] Ἕνας σύγχρονος ἀθεϊστής, ὁ Richard Dawkins, χαρακτηρίζει «κουραστικό κλισέ» τόν ἰσχυρισμό ὅτι ἡ θεολογία ἀπαντᾶ στό γιατί ἐνῶ ἡ ἐπιστήμη στό πῶς (βλ. Ἰωάννου Κωστώφ, Ἀθεϊσμός..., ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 207-209). Εἶναι φανερό ὅμως ὅτι δέν ἀντιλαμβάνεται τό γιατί ὡς ἀναψηλάφησι τῶν λόγων τῶν ὄντων, τούς ὁποίους ὁ Θεός ἔχει ἐναποθέσει στήν ἴδια τήν φύσι τῶν κτισμάτων καί οἱ ὁποῖοι ἀνακεφαλαιώνονται στόν Θεό Λόγο (Κολ. 1, 16-18). Μᾶλλον ἀντιλαμβάνεται τό γιατί ὡς ἀναζήτησι ἀνθρωπίνων ἑρμηνειῶν τῶν φυσικῶν φαινομένων (τῶν κβαντικῶν π.χ.), γεγονός πού φανερώνει ἀφ’ ἑνός ἄγνοια τῆς Ὀρθοδόξου αἰσθήσεως γιά τόν κόσμο καί παραπέμπει ἀφ’ ἑτέρου στήν γνωστή σύγκρουσι τῆς ‘θεολογίας’ μέ τήν ‘ἀθεΐα’ στούς κόλπους τῆς δυτικῆς Χριστιανοσύνης. Ἡ ἀντιπαράθεσις δυτικῆς ‘θεολογίας’ καί ‘ἀθεΐας’ γίνεται πράγματι «κουραστική», ἐπειδή στήν ‘θεολογία’ ἐκείνη δέν ὑπάρχει ἡ παρήγορη «λεπτή αὖρα» τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος, πού πηγάζει ἀπό τά πρόσωπα τῶν θεοφόρων θεολόγων Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά κυριαρχεῖ μία γυμνή, κουραστική καί ἀπαράκλητη νοησιαρχία ἤ τό πολύ μία συναισθηματική ἤ ψυχολογικοῦ ἐπιπέδου πνευματική ζωή (βλ. περισσότερα στό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ὀρθοδοξία καί Οὐμανισμός - Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, 4η ἔκδ., Ἅγιον Ὄρος 1998, σελ. 19-24).
[8] Ἀγνοοῦν τά Ὀρθόδοξα βιώματα ἀθεϊστές, ὅπως ὁ Richard Dawkins, γιά τόν ὁποῖον ἡ θεολογία ἐξαντλεῖται στά θεολογικά συστήματα τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτου, τοῦ Ντούνς Σκότους, τοῦ Ράνερ καί τοῦ Μόλτμαν (βλ. Κωστώφ Ἰωάννου, Ἀθεϊσμός..., ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 42). Θά ἦταν διαφορετική ἡ θέσις τους, ἄν ἐγνώριζαν τήν ἐμπειρική, ὑπό Ὀρθόδοξη ἔννοια, θεολογία.
[9] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔκδ. Παν. Χρήστου, Θεσσαλονίκη, 1, 85.
[10] Μεγ. Βασιλείου, Ὁμιλία α΄ Εἰς τήν Ἑξαήμερον, 1, 2.
[11] π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἡ γνωσιολογία τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Θεσσαλονίκη 1980.
[12] Κωστώφ Ἰωάννου, Ἀθεϊσμός..., ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 112-115.
[13] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἐπιστολή πρός τήν σεμνοτάτην ἐν μοναζούσαις Ξένην.