(Η φωτογραφία είναι της Κριστίν Νικόλ η οποία ανένηψε από εγκεφαλικό θάνατο.)
TIDEON: Πόσοι άραγε από τους δωρητές οργάνων γνωρίζουν ότι ο λεγόμενος "Εγκεφαλικός Θάνατος" δεν είναι πραγματικός θάνατος αλλά ότι ο δότης βρίσκεται μεν σε κατάσταση κώματος και άπνοιας, αλλά όλα τα άλλα όργανά μου δουλεύουν και ότι θα τον κομματιάζουν ενώ θα είναι ζεστός, και η καρδιά μου ακόμα θα χτυπά κανονικά και το αίμα μου θα κυκλοφορεί, και που θα του αφαιρείται η τυχόν ευκαιρία να ανανήψει; Δύο περιστατικά, που ευγενώς μας παρεχώρησε το εξαίρετο περιοδικό «Παρακαταθήκη», παραθέτουμε, προκειμένου να αντιληφθεί κανείς τον φρικτό κίνδυνο που θα τον απειλεί αν τυχόν βρεθεί πχ στην θέση του θύματος ενός τροχαίου δυστυχήματος, ή ενός αιφνιδίου εγκεφαλικού επεισοδίου ή κάποιου εμφράγματος;
'Αγαπητό περιοδικό,
Είμαι νοσηλεύτρια στο στρατιωτικό νοσοκομείο της 'Αεροπορίας και κάθε φορά πού διαβάζω τα άρθρα περί «δωρεάς και μεταμοσχεύσεως οργάνων» πού κατά καιρούς δημοσιεύονται στο περιοδικό σας, βρίσκομαι στον πειρασμό νά επιθυμώ νά καταθέσω τη δική μου μαρτυρία ως προσωπική εμπειρία πού τη βίωσα λόγω επαγγέλματος.
'Επιτρέψτε μου νά σας αφηγηθώ δύο πραγματικά περιστατικά πού βίωσα και πού σε μένα συνετέλεσαν στο νά εδραιωθεί μέσα μου ή άποψη πού από συνειδήσεως πάντοτε έφερα και πίστευα περί τού θέματος.
Κατά τα μέσα της δεκαετίας τού '90 δούλευα στήν Μονάδα 'Εντατικής Θεραπείας (Μ.Ε.Θ.) τού εν λόγω νοσοκομείου, όταν μας έφεραν έναν σμηνίτη (φαντάρος πού υπηρετούσε τη θητεία του στήν Πολεμική 'Αεροπορία) 19 μόλις ετών, πολυτραυματία, με κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις κατόπιν τροχαίου ατυχήματος. "Ο κλινικός κι εργαστηριακός έλεγχος έδειξαν ότι το παλικάρι είχε υποστεί σοβαρή και μη αναστρέψιμη βλάβη στον μυελεγκέφαλο, όπου ή πρόσβαση ακόμη και χειρουργικός καθίστατο άκρως δυσχερής και δυνητικά θανατηφόρα. "Ο ασθενής είχε υποβληθεί σε όλα τα απαραίτητα τεστ, τα οποία αποτελούσαν την εποχή εκείνη τα «κριτήρια διάγνωσης εγκεφαλικού θανάτου» και ιατρικώς θεωρούνταν «κλινικά νεκρός»!
"Ένα πρωινό, κατά την ιατρική επίσκεψη, οι γιατροί της κλινικής (φαινόταν ότι το είχαν ήδη συζητήσει και αποφασίσει), συζητούσαν για το ποιος θα αναλάβει την πρωτοβουλία νά θίξει στήν οικογένεια τού ασθενούς το θέμα της δωρεάς οργάνων, αφού ήταν ήδη ένα «χαμένο» περιστατικό. 'Εγώ συνόδευα την ιατρική ομάδα και κατέγραφα τις οδηγίες τους, όταν ξαφνικά, ο διευθυντής της κλινικής, αποσπάστηκε από την υπόλοιπη ιατρική ομάδα, σταύρωσε τα χέρια πίσω στη μέση και πήγε δίπλα στον ασθενή. Τον ατένιζε αρκετή ώρα. "Όταν επέστρεψε στους συναδέλφους, τούς είπε κουνώντας το κεφάλι του: «'Αφήστε το για κάνα-δυό μέρες ακόμα, μην βιαστούμε, ας το παλέψουμε φίφτυ-φίφτυ (50%-50% δηλαδή), επειδή είναι πολύ νέος και επανερχόμαστε».
'Εκείνη τη στιγμή, ή δική μου καρδιά σκίρτησε, αναρρίγησε. Δεν θυμάμαι τί συναίσθημα ακριβώς ένοιωσα, διαισθάνθηκα όμως ότι ή απόφαση αυτή τού διευθυντή ήτανε σαν φώτιση Θεού και χάρηκα μέσα μου για την αναβολή της απόφασής τους.
"Έτσι, αφού δώσανε τις απαραίτητες ιατρικές οδηγίες, φύγανε.
'Εκείνη την ημέρα εκτελούσα και νυχτερινή βάρδια. Το βράδυ λοιπόν πού επέστρεψα στήν Μ.Ε.Θ., βρήκα τον συγκεκριμένο ασθενή στήν ίδια, αλλά σταθερή κατάσταση πού τον άφησα το μεσημέρι. Συνήθιζα πάντοτε ακόμα και στους διασωληνωμένους ασθενείς και σε όλους όσους δεν επικοινωνούν γενικά με το περιβάλλον, νά τούς μιλάω, νά τούς χαιρετάω και νά τούς εξηγώ ποιά ακριβώς νοσηλευτική παρέμβαση θα τούς κάνω. Πάντοτε έβαζα στη θέση τους τον εαυτό μου και σκεπτόμουν πώς θα ήθελα νά με αντιμετωπίζουν οι άλλοι, έτσι κι εγώ τούς αντιμετώπιζα με δέος και σεβασμό, δεν τούς έβλεπα σαν άψυχα κορμιά, αλλά τούς περιποιόμουν με προσοχή, για νά μην πονέσουν και μού άρεσε νά τούς μιλάω, χωρίς νά γνωρίζω εάν με άκουγαν ή όχι. "Ήξερα δε ότι ή τελευταία αίσθηση πού εγκαταλείπει τούς ασθενείς, σύμφωνα με επιστημονική τεκμηρίωση, είναι ή ακοή!
Την ίδια λοιπόν στάση κράτησα κι εκείνο το βράδυ στον Λάμπρο (το όνομα τού παιδιού). Θυμάμαι μάλιστα ότι ήμουν ιδιαίτερα ευδιάθετη εκείνη τη νύχτα και όση ώρα περιποιόμουν τον ασθενή, σιγοτραγουδούσα έναν απαλό σκοπό. Κι ενώ μετακινιόμουν από την μία πλευρά τού κρεβατιού στήν άλλη για νά ελέγξω τις «γραμμές» (τα σωληνάκια), πού έφερε ο ασθενής, νά δε τούς ορούς και νά μετρήσω την αρτηριακή πίεση, πρόσεξα μία κίνηση τού προσώπου τού ασθενούς προς την πλευρά πού εγώ κινιόμουν, σαν νά ακολουθούσε τη φωνή μου! Ρίγος με διαπέρασε! "Ένοιωσα ότι με άκουγε κι όλο το βράδυ έκανα προσπάθειες νά επιβεβαιώσω την άποψή μου. "Έκανα «τεστ» στον άρρωστο. Τού μιλούσα γύρω-γύρω από το κρεβάτι και παρακολουθούσα τις αντιδράσεις του. Κινητικότητα άκρων δεν είχε, όμως αυτή ή ανεπαίσθητη κίνηση στο πρόσωπο του μού άφησε την αίσθηση ότι με άκουγε, άρα υπήρχε ελπίδα ανάνηψης και θυμήθηκα αμέσως τη διστακτική στάση τού διευθυντή απέναντι στο θέμα της δωρεάς των οργάνων.
Το πρωί παρέδωσα τούς ασθενείς μου στήν πρωινή βάρδια και τούς εκμυστηρεύτηκα αυτό πού βίωσα και πίστευα, τούς παρακάλεσα δε νά έχουν το νου τους και νά το αναφέρουν στους γιατρούς, όμως γέλασαν μαζί μου, μού είπαν κάποια λόγια περιπαικτικά, όπως: «Δεν μας παρατάς, ρε Χριστίνα, με τούς συναισθηματισμούς σου; Καλά, καλά, πήγαινε εσύ και θα το πούμε εμείς».
'Επέστρεψα στη δουλειά μου μετά από δύο ήμερες -καθότι είχα ρεπό- και σε απογευματινή βάρδια. "Η πρώτη κίνηση πού έκανα μπαίνοντας στήν Μονάδα, ήταν νά στρέψω το κεφάλι μου προς το κρεβάτι τού Λάμπρου, νά δε εάν είναι εκεί. "Ένοιωσα σφίξιμο, όταν είδα τον ασθενή νά λείπει και την ώρα ακριβώς εκείνη, δύο άλλες συνάδελφοι νά στρώνουν με καθαρά κλινοσκεπάσματα το άδειο κρεβάτι. Αυθόρμητα μού ξέφυγε ένα: «ΠΕΘΑΝΕ;;;» για νά λάβω την ανέλπιστη απάντηση: «Τί πέθανε, Χριστίνα; ποιος πέθανε; ο Λάμπρος; ζει και βασιλεύει, ΑΝΑΣΤΗΘΗΚΕ! Μόλις τον διακομίσαμε στήν κλινική!».
Χρειάστηκαν κάποια δευτερόλεπτα για νά συνέλθω από την έκπληξη, και αμέσως ρώτησα νά μάθω λεπτομέρειες. «Σίγουρα ζει; δεν με κοροϊδεύετε;» τούς ρώτησα.
«"Όχι απλά ζει, αλλά ανέλαβε ξαφνικά τόσο γρήγορα και «ξύπνησε» (εννοούσαν ότι αποδεσμεύτηκε από την μηχανική υποστήριξη), πού όπως βλέπεις δεν χρειάστηκε καν νά τον κρατήσουμε άλλο στήν Μονάδα».
Συγκινήθηκα, έκλαψα κρυφά και δόξασα το Θεό για το θαύμα Του. Αναρωτήθηκα τί έγκλημα θα κάναμε και πόσο υπόλογοι θα ήμασταν απέναντι στον Θεό, εάν προχωρούσαμε στη διαδικασία της αφαίρεσης των οργάνων και παίρναμε εμείς οι άνθρωποι την απόφαση νά αφαιρέσουμε τη ζωή από αυτό το παιδί, διότι «επιστημονικώς» θεωρούσαμε ότι ήτανε κλινικά νεκρός!
Το δεύτερο περιστατικό έλαβε χώρα λίγα χρόνια αργότερα, όταν δούλευα στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών τού ιδίου νοσοκομείου.
Είχα απογευματινή βάρδια, ήτανε ένα ήσυχο απόγευμα, δεν είχαμε πολλή κίνηση από διακίνηση έκτακτων περιστατικών. Καθόμασταν με τη συνάδελφο νοσηλεύτρια στο γραφείο της προϊσταμένης, όπου διέκρινα κάποια στενοχώρια στο πρόσωπο της συναδέλφου. Πήρα το θάρρος και τη ρώτησα: «Τί έχεις, Μαρία μου; δεν φαίνεσαι πολύ καλά σήμερα! είσαι στενοχωρημένη; μήπως κουρασμένη»; και πριν ολοκληρώσω, ή κοπέλα αναλύθηκε σε λυγμούς. Τρόμαξα, την πλησίασα και μού αποκάλυψε αυτό πού την απασχολούσε:
«Θυμάσαι», μού λέει, «τον ανιψιό μου πού νοσηλευόταν πριν λίγο καιρό στήν 'Εντατική»; (από τροχαίο ατύχημα, περίπου δύο μήνες πριν, εάν θυμάμαι καλά, νοσηλεύονταν ο γιός της αδελφής της σε κωματώδη κατάσταση).
«Ναι» της λέω, «τί συνέβη»;
«"Άσε τί έπαθα! Λόγω συγγενείας, πέσανε πάνω μου όλοι οι γιατροί και με πείσανε νά μεσολαβήσω στήν αδελφή μου και τον άντρα της νά τούς πείσω με τη σειρά μου νά δεχθούν νά δώσουν τα όργανα του παιδιού. "Ε, τί νά έκανα κι εγώ, σκεπτόμουν ότι ήτανε ήδη πεθαμένο το παιδί και με την πράξη αυτή θα βοηθούσα νά σωθούνε άλλα παιδιά πού είχανε ανάγκη, κι έτσι τούς έπεισα και τα δώσανε»!
«'Από εκείνη τη στιγμή όμως, δεν μπορώ νά κλείσω μάτι. Βλέπω κάθε βράδυ τον ανηψιό μου νά έρχεται στον ύπνο μου -δεν είναι ύπνος αυτός, σαν σε ξύπνιο βρίσκομαι- μέσα σε ημίφως, νά με πλησιάζει και νά μού λέει με τα μεγάλα καταγάλανα εκφραστικά του μάτια γεμάτα παράπονο: «Γιατί μού το έκανες αυτό;» "Έρχεται και φεύγει. Με πλησιάζει χωρίς νά με φτάνει και ξαναπομακρύνεται και πάλι από την αρχή. Αυτό γίνεται κάθε βράδυ εδώ και καιρό και δεν μπορώ νά βρω ησυχία»!
Δεν θυμάμαι ακριβώς τί «παρηγορητικά» λόγια της είπα, αυτό πού θυμάμαι όμως είναι ότι την συμβούλευσα νά πάει σε έναν πνευματικό νά εξομολογηθεί. Δεν ξέρω τί έκανε, ούτε γνωρίζω την έκβαση της κατάστασης.
Τα παραπάνω συγκλονιστικά περιστατικά με έκαναν νά είμαι αυστηρώς κατηγορηματική όσον αφορά στη δική μου τοποθέτηση επάνω στο θέμα της δωρεάς των οργάνων. Πίστευα πώς ίσως θα μπορούσαμε, εάν ήταν άκρως απαραίτητο, νά δώσουμε ένα από τα διπλά όργανα τού οργανισμού μας (π.χ. νεφροί ή οφθαλμοί), όχι όμως τα μονήρη πού αποτελούν ζωτικής φύσεως όργανα (καρδιά, ήπαρ) και καθορίζουν τη συνέχεια της ανθρώπινης ζωής. 'Ανέκαθεν επίσης πίστευα ότι σαν άνθρωποι δεν είμαστε εμείς οι αρμόδιοι νά αποφασίσουμε πότε θα δώσουμε τέλος στη ζωή ενός ανθρώπου. Βλέποντας και βιώνοντας την ταλαιπωρία πού υφίσταντο οι ασθενείς στο κρεβάτι τού πόνου, ακόμα κι εάν ανθρωπίνως δεν υπάρχει ελπίδα αποκατάστασης, πίστευα ότι μέσα από αυτήν τη δοκιμασία ο πάνσοφος Δημιουργός και Θεός μας κατεργάζεται τη σωτηρία της ψυχής τόσο τού ιδίου τού ασθενούς πού με τη δοκιμασία αυτή «εξαγνίζεται» και «σβήνει» αμαρτίες, όσο και των ανθρώπων πού τον διακονούν, των συγγενών του, πού με την υπομονή, την αγάπη και τον πόνο της ψυχής τους, χωρίς νά το καταλάβουν θεραπεύουν και τα δικά τους «τραύματα». "Άρα δεν θα έπρεπε εμείς οι αδύναμοι, γεμάτοι λάθη και πάθη άνθρωποι, νά αναλαμβάνουμε τέτοια επικίνδυνη «πρωτοβουλία» και νά παρεμβαίνουμε στο θέλημα τού δικαιοκρίτη Θεού, διότι υπάρχει κίνδυνος νά εμποδίσουμε τη σωτηρία της ψυχής αυτού τού ανθρώπου.
Ευχαριστώ για την υπομονή σας.
Με εκτίμηση Χριστίνα Δελη-Τζόλα, 'Αθήνα
Περιοδικό «ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ»