Οι ελβετικές αρχές παραβιάζοντας ξεκάθαρα το διεθνές και εθνικό δίκαιο χώρισαν ένα κορίτσι από τους γονείς του όταν οι γονείς δεν δέχτηκαν να μεταμορφωθεί σε «αγόρι»
Από τον Bart-Jan Spruyt, για το CNE.news
Μια ελβετική οικογένεια ζει εδώ και καιρό έναν εφιάλτη. Η 16χρονη κόρη τους παρουσίασε ψυχολογικά προβλήματα στην περίοδο του COVID. Αργότερα εκδήλωσε «σύγχυση φύλου» και δήλωσε πως ήθελε να μεταμορφωθεί σε αγόρι. Η υπόθεση τελικά εξελίχθηκε σε επίθεση προς τους γονείς ενώ το κορίτσι απομακρύνθηκε από το σπίτι του.
Οι γονείς του παιδιού έφεραν αντιρρήσεις στα σχέδια της «μετάβασης» και παρέπεμψαν το κορίτσι τους σε ιδιωτικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Αντιστάθηκαν στην προσπάθεια να της χορηγηθούν «αναστολείς εφηβείας» και απέρριψαν την προσπάθεια του σχολείου της για «κοινωνική» μετάβαση που περιλάμβανε και την προσφώνησή της με νέο όνομα και αντωνυμίες.
Μετά από αυτό, η κόρη έφυγε από το σπίτι των γονιών της και μετακόμισε σε ένα ειδικό «καταφύγιο» που υποστηρίζει η οργάνωση «Le Refuge». Πρόκειται για έναν επαγγελματικό φορέα υπεράσπισης των τρανς ατόμων, που χρηματοδοτείται από το κράτος. Ο πατέρας και η μητέρα βρίσκονται τώρα σε νομική αντιπαράθεση με το κράτος διότι παραβιάζονται τα θεμελιώδη δικαιώματά τους ως γονείς να φροντίζουν εκείνοι το παιδί τους.
Τώρα το παιδί ενθαρρύνεται να προχωρήσει σε ιατρικές παρεμβάσεις με στόχο τη «μετάβαση», ενώ το επισκεπτήριο και η πρόσβαση των γονέων στο παιδί τους καθορίζεται από την κυβέρνηση. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ζούμε σε μια κοινωνία που μπορεί να σου απομακρύνουν το παιδί σου επειδή προσπάθησες να το προστατέψεις», σχολιάζει ο πατέρας σε ένα βίντεο που κυκλοφόρησε ο χριστιανικός νομικός οργανισμός «ADF International». Ο οργανισμός αυτός βοηθά τους γονείς.Οι γονείς μιλούν ανώνυμα σε αυτό το βίντεο, για λόγους ασφαλείας και για να προστατεύσουν τα παιδιά τους.
Το παράδειγμα της Ελβετίας, δεν είναι μοναδικό. Η παρέμβαση των κρατικών αρχών αλλά και άλλων ιδρυμάτων στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των γονέων έχει γίνει παγκόσμιο φαινόμενο. Στην Ολλανδία, ένας νέος νόμος απαγορεύει ξεκάθαρα τη «θεραπεία μεταστροφής» και κάθε προσπάθεια «καταστολής» της επιθυμίας ενός παιδιού να αλλάξει την ταυτότητά του.
Ιστορικά, τέτοιου είδους εξελίξεις που όλο επεκτείνονται, είναι χωρίς προηγούμενο στον δυτικό κόσμο. Οι γονείς που θεωρούν την ανατροφή και την εκπαίδευση των παιδιών τους δικαίωμα, αλλά και καθήκον τους, έρχονται τώρα αντιμέτωποι με σχολεία, νοσοκομεία και κυβερνήσεις, οι οποίοι παρεμβαίνουν σε αυτή τη σχέση και προσπαθούν να «προστατέψουν» τα παιδιά από τους γονείς τους.
Ωστόσο, αυτή η στάση των γονέων είναι κάτι περισσότερο από μια «παραδοσιακή» άποψη. Βασίζεται στο Διεθνές δίκαιο. Αν και οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί αμφισβητούν και αρνούνται ολοένα και περισσότερο τα γονεϊκά δικαιώματα, οι γονείς έχουν φυσικά δικαιώματα (και επίσης καθήκοντα) να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Αυτά τα δικαιώματα είναι ανεξάρτητα από την πολιτική, και προϋπάρχουν από όλες αυτές τις κυβερνήσεις, τα κράτη και τους διεθνείς οργανισμούς.
Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ( Universal Declaration of Human Rights, UDHR) αναγνωρίζει ότι και οι δύο γονείς έχουν κοινές ευθύνες για την ανατροφή και την ανάπτυξη του παιδιού. «Οι γονείς έχουν την πρωταρχική ευθύνη για την ανατροφή και την ανάπτυξη του παιδιού. Το συμφέρον του παιδιού οφείλει να είναι το βασικό τους μέλημα» (άρθρο 18). Αυτή η Διακήρυξη επιβεβαιώνει επίσης «εκ προοιμίου το δικαίωμα των γονέων να επιλέξουν το είδος της εκπαίδευσης που θα δοθεί στα παιδιά» (άρθρο 26 παράγραφος 3). Η οικογένεια χαρακτηρίζεται ως «η φυσική και θεμελιώδης ομαδική μονάδα της κοινωνίας και δικαιούται προστασίας από την κοινωνία και το κράτος» (άρθρο 23 παράγραφος 1).
Αυτό προφανώς σημαίνει ότι οι «πάροχοι» των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των γονέων δεν είναι οι κρατικοί οργανισμοί. Τα γονεϊκά δικαιώματα πηγάζουν από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης μας, όπως η φυσική ικανότητα να γίνουμε γονείς. Τα παιδιά, φυσικά, έχουν επίσης δικαιώματα και τα γονεϊκά δικαιώματα μπορεί, σε εξαιρετικά εξαιρετικές περιπτώσεις, να περιορισθούν (για παράδειγμα, παιδιά που απομακρύνονται από τους γονείς τους λόγω παραμέλησης ή κακοποίησης). Ωστόσο, το διεθνές δίκαιο και σε αυτές τις περιπτώσεις προωθεί τη γρήγορη αποκατάσταση της σχέσης γονέα-παιδιού.
Το πρόβλημα, ωστόσο τώρα προκύπτει διότι πιο πρόσφατες, αλλά «μή δεσμευτικές» συμβάσεις, όπως η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (The Convention of the Rights of the Child), περιέχουν απόψεις που χρησιμοποιούνται για να υπονομεύσουν αυτά τα γονεϊκά δικαιώματα. Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού προβλέπει ότι όταν πρόκειται για την άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας ή άλλων πεποιθήσεων από το παιδί, οι γονείς πρέπει «να παρέχουν καθοδήγηση στο παιδί κατά την άσκηση του δικαιώματός του με τρόπο που να συνάδει με τις εξελισσόμενες ικανότητες του παιδιού». (Άρθρο 14 παράγραφος 2).
Η Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού, (Committee on the Rights of the Child), (που παρακολουθεί τη λειτουργία της Σύμβασης) ερμήνευσε τις «εξελισσόμενες ικανότητες του παιδιού», ως παροχή αυτονομίας στο παιδί όσον αφορά την επιλογή της θρησκείας, ακόμη και αν βρίσκεται σε αντίθεση με τις θρησκευτικές επιλογές των γονέων.
Το ίδιο ισχύει και για την ερμηνεία της φράσης «το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού». Οι γονείς δεν απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης, ότι ενεργούν δηλ. πάντα προς το καλύτερο συμφέρον του παιδιού, καθώς η επιτροπή χρησιμοποιεί αυτή τη φράση για να ανυψώσει την αυτονομία των παιδιών πάνω από τα γονεϊκά δικαιώματα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε κρατικό έλεγχο για να διαπιστωθεί εάν οι γονείς υπερασπίζονται τα σωστά συμφέροντα του παιδιού.
Σύμφωνα με αυτόν τον νέο τρόπο σκέψης, τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής των παιδιών, τα οποία θεωρούνταν ως τώρα ζήτημα που το αναλαμβάνουν οι ενήλικες, μπορεί τώρα να έρχονται σε αντίθεση με την άποψη των ενηλίκων. Αυτή η ιδιωτικότητα που επιθυμούν και απαιτούν τα παιδιά καθώς ωριμάζουν, συνεπάγεται και δικαίωμα στη «σεξουαλική έκφραση και τη σωματική αυτονομία». Οι έφηβοι πρέπει να μπορούν να εξερευνούν με ασφάλεια και ιδιωτικά τη σεξουαλικότητά τους καθώς ωριμάζουν», και αυτό δυνητικά παραβιάζεται από «κυβερνήσεις, την υγειονομική περίθαλψη, άλλους επαγγελματίες, γονείς και συνομηλίκους».
Συμπερασματικά : «Η γονεϊκή συναίνεση μπορεί να μην είναι πάντα προς το συμφέρον του παιδιού, ούτε να ευθυγραμμίζεται με τις απόψεις του παιδιού». Αυτό το συμπέρασμα καθιστά πολύ σαφή τον τρόπο σκέψης πίσω από την απόφαση της ελβετικής κυβέρνησης να απομακρύνει την κόρη από τους γονείς της (όπως αναφέρεται στην αρχή αυτού του άρθρου).
Η υπόθεση των Ελβετών γονέων υποστηρίζεται τώρα από τον νομικό οργανισμό ADF International στη Βιέννη. Ο Felix Boellmann της ADF, διευθυντής ευρωπαϊκής υπεράσπισης της ADF, δήλωσε: «Τα παιδιά που νιώθουν δυσφορία με το βιολογικό τους φύλο αξίζουν να αντιμετωπίζονται με αξιοπρέπεια. Χρειάζονται αγάπη, μέριμνα και φροντίδα ψυχικής υγείας, για τα οποία αυτοί οι γονείς έχουν ήδη κάνει πολλές θυσίες για να τα εξασφαλίσουν. Οι ελβετικές αρχές παραβιάζουν ξεκάθαρα το διεθνές και εθνικό δίκαιο χωρίζοντας αυτό το κορίτσι από τους γονείς του. Αυτοί οι γονείς όχι μόνο δεν έχουν κάνει κάποιο λάθος, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να επιστρέψει το παιδί τους στο σπίτι και δεν έχουν καμία υποχρέωση να συναινέσουν στην απαίτηση της αρχής να επιτρέψουν επικίνδυνες ιατρικές παρεμβάσεις. Η Ελβετία πρέπει να ενεργήσει τώρα και να επαναφέρει το παιδί στους γονείς της. Επιπλέον να αντιμετωπίσει την κατάφωρη υπέρβαση αρμοδιοτήτων εκ μέρους του σχολείου και της υπηρεσίας παιδικής μέριμνας, που επέτρεψαν να εξελιχθεί αυτό το εφιαλτικό σενάριο».
Πηγή: cne.news, Μαμά, Μπαμπάς και Παιδιά