
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Μὲ μεγάλη τιμὴ σᾶς προσκαλοῦμε στὴ Θεία Λειτουργία ποὺ θὰ τελεσθεῖ στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Ἀσωμάτων - Ἁγίου Γεωργίου (Ροτόντα), τὴν παλαιὰ Μητρόπολη τῆς Θεσσαλονίκης, τὸν πρῶτο χριστιανικὸ αὐτοκρατορικὸ Ναὸ μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν.
Ἃς βρεθοῦμε γιὰ λίγο μέσα στὸ μεγαλοπρεπὲς οἰκοδόμημα, μὲ τὸν θαυμάσιο χριστιανικὸ διάκοσμο, ὅπως τὰ ψηφιδωτά τῆς ζώνης τῶν μαρτύρων, ποὺ προβάλλουν μπροστά μας, μέσα σὲ μιὰ ὑπερκόσμια λιτανεία.
Ἐλᾶτε νὰ ζήσουμε μέσα στὸν ὑπέροχο αὐτὸν Ναὸ τὴ δόξα τοῦ Βυζαντίου, τὴν ἱστορία καὶ τὰ θαύματα τῆς Θεσσαλονίκης.
Δευτέρα, 23 Ἀπριλίου 2018
Ἡ παρουσία μας στίς Ἱερές Ἀκολουθίες συμβάλλει καί διακηρύσσει τήν Ἱερότητα τοῦ Πρωτοχριστιανικοῦ, Αὐτοκρατορικοῦ, Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῆς Θεσσαλονίκης
Μέ τιμή
Ὁ Τομέας Ἐπιστημόνων
Μεγάλου Βασιλείου
8.7 JOHN WYCLIF – Ο ΕΩΣΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ
Α’ ΜΕΡΟΣ – Η ΖΩΗ ΤΟΥ
8.7.1 Εισαγωγή – Το περιβάλλον ως παράγοντας εμφανίσεως της αίρεσης
Η περίπτωση του John Wyclif δίνει ένα έξοχο ιστορικό μάθημα για την εμπλοκή της πολιτικής υπέρ της αίρεσης, ενάντια στο ήδη υπάρχον θρησκευτικό καθεστώς. Η εναντίωση της Πολιτείας στο παπικό εκκλησιαστικό καθεστώς, βρήκε στην Αγγλία έκφραση πολύ πριν την βασιλεία του Ερρίκου του Η’ και χρησιμοποίησε έναν πρόθυμο καθηγητή της Οξφόρδης, τον John Wyclif, για να στήσει το θεωρητικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο θα στηρίζονταν η υπόλοιπη αντιπαπική πολιτική των Άγγλων. Παράλληλα, επετράπη η εισβολή της αίρεσης σε μια χώρα η οποία μέχρι τότε, ήταν υπερήφανη για την έλλειψη αιρέσεων στο έδαφός της, και η δημιουργία μιας θρησκευτικής σέκτας με σαφείς πολιτικές αντιεκκλησιαστικές κατευθύνσεις και προϋποθέσεις επιτυχίας πολύ καλύτερες από τις αντίστοιχες στην ηπειρωτική Ευρώπη. Αυτό που θα φανεί από την παρούσα ενότητα είναι η πολιτική διάσταση της αίρεσης και ο ρόλος της στην διαπλοκή που αργότερα οδήγησε στην υποταγή της αγγλικής εκκλησίας στο Κράτος και έδωσε παράδειγμα προς μίμηση στους Γερμανούς μεταρρυθμιστές.
Την εποχή που εμφανίζεται ο John Wyclif στο ιστορικό προσκήνιο, τα τρέχοντα γεγονότα προετοιμάζουν τις αγγλικές αρχές για την επίσημη υιοθέτηση αντιπαπικής στάσης. Από θρησκευτικής απόψεως μια τέτοια στάση δεν είχε επικρατήσει μέχρι τότε, διότι κάθε προσπάθεια εισβολής της αίρεσης στην Γηραιά Αλβιόνα είχε αντιμετωπιστεί επιτυχώς (Βλ. κεφ. 7.2.4) και οι αρχές φρόντιζαν να φιλτράρουν εξονυχιστικά την ποιότητα των φορέων κάθε νέας ιδέας που επιθυμούσε να εισέλθει στην νήσο. Όταν το 1224 έφθασαν οι Φραγκισκανοί, κρατήθηκαν στο κάστρο του Dover μέχρι ν’ αποδείξουν ότι ήταν κανονικοί κατά τα παπικά πρότυπα[1]. Με αυτό τον τρόπο οι πολιτιστικές επιρροές από την ήπειρο παρέμεναν ελεγχόμενες.
Οι σχέσεις του αγγλικού στέμματος με την Ρώμη παρέμεναν σε ικανοποιητικά επίπεδα, με την εκλογή των Άγγλων επισκοπών να παραμένει εσωτερική υπόθεση. Η διαμάχη της περιβολής που συντάραξε τις σχέσεις του πάπα με τον Γερμανό αυτοκράτορα ήταν σύντομη στην Αγγλία κι έληξε με την επιλογή των προσώπων των ανώτερων εκκλησιαστικών θέσεων στη δικαιοδοσία του στέμματος. Οι θέσεις αυτές καλύπτονταν χωρίς να προκύπτουν τα συνταρακτικά σκάνδαλα που παρατηρήθηκαν στην Ευρώπη και έδωσαν τροφή στην ανάπτυξη των αιρέσεων. Ακόμη και η έκπτωση των Φραγκισκανών που οδήγησε στη γέννηση των fraticelli, δεν συμπαρέσυρε το αγγλικό τμήμα. Ο εκκλησιαστικός προσανατολισμός, λοιπόν, παρέμενε σταθερός μέχρι τα μέσα του ΙΔ’ αι. Έκτοτε η ειδυλλιακή αυτή κατάσταση άρχισε ν’ αλλάζει. Ποιοι παράγοντες συνέβαλλαν σ’ αυτό;
Το 1337 ξεκίνησε η σειρά πολέμων μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας που έμεινε γνωστή ως Εκατονταετής πόλεμος. Η πρώτη φάση του πολέμου τελείωσε το 1360 με μια εύθραυστη ειρήνη (Συνθήκη του Brétigny), η οποία όπως φαίνονταν δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια σύντομη ανακωχή για την αναδιοργάνωση των εμπλεκομένων μερών και των συμμάχων τους. Μέχρι την έναρξη της δεύτερης φάσης (1369-1389) η Αγγλία έπρεπε να εξοικονομήσει πόρους και μέσα για την συνέχιση της διεξαγωγής του πολέμου. Στην παρούσα φάση η εκκλησιαστική περιουσία ήταν ο πρώτος στόχος των στρατοκρατών κι έπρεπε να βρεθεί η φόρμουλα για την κατάσχεσή της, όπως και η ηθική και θεολογική αιτιολόγηση της πράξης. Χρειαζόταν δηλαδή μια αντιεκκλησιαστική φόρμουλα και τέτοια παρείχε έτοιμη η αίρεση .
Μια τέτοια πράξη θα είχε βέβαια και το ανάλογο αντίκτυπο στο διεθνές περιβάλλον και θα μπορούσε να στρέψει πολλούς συμμάχους των Άγγλων εναντίον τους, εφόσον ο πάπας θα προσπαθούσε να προστατέψει τα συμφέροντά του. Ωστόσο, ήταν ο ίδιος ο παπισμός της Avignon που έδωσε την αφορμή για την στροφή του αγγλικού στέμματος εναντίον του και βοήθησε να φανεί η στροφή της εκκλησιαστικής πολιτικής των Άγγλων ως προσπάθεια αυτοπροστασίας. Ο φράγκικος παπισμός της Avignon ήταν αδύνατο να παραμείνει αμέτοχος στην πολυετή σύρραξη και λόγω των φυλετικών καταβολών του επιχείρησε να ευνοήσει την πλευρά των Γάλλων. Έτσι το 1365 ο πάπας Ουρβανός V (1362-1370) απαίτησε την πληρωμή του φόρου υποτέλειας από τους Άγγλους, μια πληρωμή που είχε πάψει να γίνεται για πάνω από 3 δεκαετίες, από την εποχή του βασιλιά Ιωάννη (John Lackland, 1199-1216). Μια τέτοια απαίτηση ειδικά σε μια εποχή οικονομικής ένδειας, όπως η συγκεκριμένη, ήταν κάτι παραπάνω από πρόκληση. Ήταν αιτία διαζυγίου.
Η πολιτική επιδίωξη των στρατοκρατών πέτυχε εν τέλει την αντικατάσταση όλων των ιερωμένων αξιωματούχων της αυλής το 1371. Οι ιερείς που κατείχαν θέσεις στην αυλή, όπως αυτές των συμβούλων, του θησαυροφύλακα, του σφραγιδοφύλακα, του θαλαμηπόλου κλπ, αντικαταστάθηκαν από λαϊκούς. Είναι σίγουρο ότι η κυβερνητική πολιτική διακατέχονταν από ένα αντικληρικαλιστικό πνεύμα, ωστόσο δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη Προτεσταντών ιστορικών ότι το πνεύμα της εποχής είχε ως βάση του τη λαϊκή βούληση.
Αυτό γίνεται κατανοητό από την εξέγερση των ιπποτών το 1376 και των χωρικών το 1381, οπότε και έχουμε αντίδραση του λαού και της κατώτερης αριστοκρατίας στην νέα κυβέρνηση. Δεν υπάρχει κίνδυνος υπερεκτίμησης των δύο αυτών εξεγέρσεων. Ναι μεν τις εξεγέρσεις προκαλούν συγκεκριμένα κυβερνητικά μέτρα, αλλά όταν αυτές συμβαίνουν, κατευθύνονται εναντίον των προσώπων που εκφράζουν τα ανεπιθύμητα κυβερνητικά μέτρα, των οποίων την απομάκρυνση από την εξουσία ζητούν. Επομένως η ορθή εκτίμηση απαιτεί την απόδοση των πράξεων στα πρόσωπα. Καταλήγουμε, λοιπόν, ότι η απομάκρυνση των εκκλησιαστικών ανδρών από τα διοικητικά κέντρα ήταν απόφαση που επιβλήθηκε από πάνω, από συγκεκριμένα μέλη της ανώτερης αριστοκρατίας και δεν είχε λαϊκό έρεισμα, δεν ανταποκρίνονταν σε κοινωνικές απαιτήσεις.
Είναι λογικότερο, λοιπόν, να δεχθούμε ότι η πολιτική σκοπιμότητα πίσω από την αντικατάσταση των ιερωμένων απέβλεπε στην κατάληψη της διοίκησης από ανθρώπους που θα μπορούσαν ν’ ανταποκριθούν καλύτερα στις απαιτήσεις των πολεμικών επιχειρήσεων και για να γίνει αυτό θα έπρεπε να μην δεσμεύονται από υποχρεώσεις έναντι του πάπα. Άρα ο συγκεκριμένος αντικληρικαλισμός φαίνεται ότι ήταν άνευ θεολογικού περιεχομένου[2]. Πάντως προετοίμασε το έδαφος και επέτρεψε την δράση του Wyclif, διότι άφησε την αγγλική εκκλησία χωρίς εκπροσώπηση στο παλάτι.
Οι Άγγλοι επίσκοποι, στερημένοι των εξουσιών που θα τους έδιναν την δυνατότητα ν’ αντιδράσουν και ν’ αντιμετωπίσουν την επίθεση ενάντια στην εκκλησία τους, βρέθηκαν εντελώς απροετοίμαστοι όταν αυτή ξεκίνησε. Μέσα στην ρευστή κατάσταση που προκάλεσαν οι πρόσφατες αλλαγές, χωρίς να έχουν παγιωθεί οι νέες ισορροπίες, η αντίδρασή τους ήταν ανεπιτυχής διότι η επίθεση υποστηρίζονταν από αριστοκράτες με επιρροή και θέσεις στην κυβέρνηση και αυτό την καθιστούσε εξωτερική απειλή, ακόμη και αν ο Wyclif ήταν μέλος της αγγλικής εκκλησίας. Έπειτα η διεθνής συγκυρία δεν επέτρεπε την προσφυγή στον πάπα για υποστήριξη. Κάτι τέτοιο θα έδινε αφορμή να δεχθούν ακόμη μεγαλύτερη επίθεση, ενώ τ’ αποτελέσματα θα ήταν μηδαμινά, εφόσον ο Γάλλος ποντίφικας είχε στερηθεί της δυνατότητας να επεμβαίνει στις υποθέσεις της Αγγλίας.
Ωστόσο, το αγγλικό παπικό κατεστημένο είχε ακόμη στέρεες λαϊκές βάσεις, όπως θα φανεί από κάποια περιστατικά και η νέα πολιτική είχε κύριο θιασώτη και υποστηρικτή έναν αντιβασιλέα, όχι τον ίδιο το βασιλιά. Νόμιμος διάδοχος του Εδουάρδου Γ’ του οίκου των Πλανταγενέτων ήταν ο γιος του Εδουάρδος της Ουαλίας (δούκας της Κορνουάλης, πρίγκιπας της Ακουιτανίας). Αυτός για τις έξοχες πολεμικές του ικανότητες έλαβε το προσωνύμιο «Μαύρος Πρίγκιπας», του έμελε όμως να πεθάνει από καρκίνο το 1376 και όχι σε κάποια ένδοξη μάχη, έναν χρόνο πριν από τον πατέρα του (ο Εδουάρδος ο Γ’ πέθανε το 1377). Έτσι ο Ριχάρδος Β’ (1376-1400) διαδέχθηκε τον παππού του και όχι τον πατέρα του. Επειδή ήταν ανήλικος την αντιβασιλεία ανέλαβε μία σκοτεινή προσωπικότητα, ο θείος του Ιωάννης της Γάνδης (John of Gaunt), πρώτος δούκας του Lancaster (πρόγονος του γνωστού Ερρίκου Η’, ο οποίος ολοκλήρωσε την προσπάθεια που ξεκίνησε ο Ιωάννης για τον χωρισμό της εκκλησίας της Αγγλίας από την Ρώμη), ο πρωτεργάτης της διαπλοκής που θα οδηγούσε στην ένταση των σχέσεων μεταξύ πολιτείας και εκκλησίας και τη ανάδειξη της αίρεσης του Wyclif, μέσω της απροκάλυπτης και αμέριστης εύνοιας, συμπαράστασης και κάλυψης των ενεργειών του δευτέρου.
Στο πρώτο μέρος, λοιπόν, θα εξετάσουμε την ζωή του Wyclif – ή αν θέλουμε να είμαστε περισσότερο ακριβείς, τα ελάχιστα περιστατικά από την ζωή του που μας είναι γνωστά – και τη σχέση των δύο πρωτεργατών της εκκλησιαστικής αναστάτωσης της Αγγλίας, του θεωρητικού John Wyclif του πολιτικού John of Gaunt, η οποία θ’ αποδειχθεί σχέση διαπλοκής.
8.7.2. Τα δύο μυστήρια της υπόθεσης Wyclif
Μοναδική και αναντικατάστατη πηγή πληροφοριών για την ζωή του John Wyclif είναι ένα σύγχρονο αγγλικό χρονικό το «Fasciculi Zizianiorum»[3] (Δεμάτι Ζιζανίων), το οποίο αποδίδεται στον Thomas Netter τον Walden ή Waldensis. Αυτός ήταν περιφερειάρχης του τάγματος των Καρμελιτών και εξομολόγος του Ερρίκου V. Το όνομα Waldensis το έλαβε λόγω της καταγωγής του από το Saffron Walden στο Έσσεξ˙ δεν σχετίζεται με τους Βάλδιους αιρετικούς. Γεννήθηκε περί το 1380 και σπούδασε στην Οξφόρδη, όπως και ο Wyclif. Σύμφωνα με την παράδοση, του αποδίδεται η συγγραφή του Fasciculi Zizianorum και αυτό δεν έχει αμφισβητηθεί ποτέ και από κανέναν, ακόμη και αν στα χειρόγραφα του χρονικού δεν αναφέρεται ως συγγραφέας.
Τα στοιχεία που δίνει το έργο αυτό είναι πολύ συγκεκριμένα και για την ακρίβεια, γεγονότα στα οποία συμμετείχε ο Wyclif παρουσιάζοντας τον αιρετικό προσανατολισμό του. Δεν αποτελεί πλήρη βιογραφία του. Προσπαθώντας κάποιος να στηριχθεί σ’ αυτά τα γεγονότα μόνο, όσα έχει στη διάθεσή του, για να σκαρώσει την βιογραφία του, κινδυνεύει να γράψει για έναν άλλο Wyclif και όχι για τον πραγματικό. Με αυτή την πολύ ωραία φράση ο K. B. McFarlane προειδοποιεί για τον κίνδυνο που διατρέχει ο ιστορικός όταν επιχειρεί να πει περισσότερα από όσα του επιτρέπουν οι πηγές[4]. O Joseph Dahmus συμπληρώνει ότι σήμερα, μετά την αναίρεση των παλαιότερων θεωριών, ο Wyclif παραμένει περισσότερο μυστηριώδης από ό,τι πριν κάποια χρόνια[5].
Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι οι σύντομες ματιές που επιτρέπονται από τις πηγές στον βίο του, δεν είναι αρκετές για να ικανοποιήσουν την επιθυμία να γίνει καλύτερα γνωστός ένας άνθρωπος που επηρέασε με μοναδικό τρόπο την εκκλησιαστική ζωή της Αγγλίας. Και πού είναι το μυστήριο; Στο ότι η προσωπικότητα αυτού του ανθρώπου, όπως μπορεί να γίνει κατανοητή από τις σύντομες αυτές ματιές, δεν εξηγεί την επιρροή του στην ιστορία της εποχής του. Ο βαρετός ακαδημαϊκός τύπος, με την έλλειψη πρωτοτυπίας στη σκέψη, τις δανεικές ιδέες, την αδυναμία ν’ αντιπαρατεθεί σωστά απέναντι στους συναδέλφους του ακαδημαϊκούς ή τους κατηγόρους του, ο άνθρωπος με το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο, που έχανε την αυτοκυριαρχία του όταν οι άλλοι δεν πείθονταν από την ασθενή υπεράσπιση των ιδεών του, απέχει πολύ από την χαρισματική προσωπικότητα, η οποία απαιτείται για την δημιουργία της αιρετικής σέκτας των Λολλάρδων.
Κι όμως η δημιουργία της αίρεσης των Λολλάρδων, οι οποίοι θα πρωτοστατήσουν τα επόμενα χρόνια στην αντιεκκλησιαστική πολιτική της Αγγλίας και θα υποστούν με τον σκληρότερο τρόπο τις συνέπειες των επιλογών τους, δείχνει ότι ο John Wyclif κατάφερε αυτό που δεν έπραξε κανένας άλλος ακαδημαϊκός, όσο και αν διαφωνούσε με τον παπισμό. Αυτό περιγράφεται με πολύ κατανοητό τρόπο από τον Malcolm Lambert[6], ως εξής. Γίνεται δεκτό ότι λόγω της ακαδημαϊκής μόρφωσής του ο John Wyclif δέχτηκε επιρροές από δύο γνωστά ονόματα φιλοσόφων του ύστερου Μεσαίωνα, τον Marsiglio της Πάδοβα και τον Γουίλλιαμ του Όκκαμ. Και οι δύο αυτοί στοχαστές του ΙΔ’ αιώνα ανέπτυξαν θεωρίες, των οποίων τα ίχνη εντοπίζονται εύκολα στην σκέψη του Wyclif, θεωρίες αποστασιοποιημένες από την επίσημη παπική γραμμή, κανείς όμως από αυτούς δεν ίδρυσε δικιά του σέκτα. Ο Γουίλλιαμ του Όκκαμ εντάχθηκε στο σχίσμα του Μιχαήλ της Cesena και ανέπτυξε της εκκλησιολογικές του απόψεις από την ασφάλεια της βαυαρικής αυλής του Λουδοβίκου IV στο Μόναχο. Το ίδιο και ο Marsiglio, ο οποίος θα μπορούσε να εκληφθεί ως αυτό που σήμερα ονομάζουμε πολιτικός επιστήμων παρά θεολόγος.
Από την άλλη μεριά, σε όλες τις περιπτώσεις δημιουργίας σέκτας κυριαρχεί μια ηγετική φυσιογνωμία με αξιοσημείωτες επιδόσεις στην δημαγωγία και όχι στο συλλογισμό, με προσωπικό μαγνητισμό, στερημένη κατά κανόνα και στοιχειώδους μορφώσεως. Οι σέκτες σχηματίζονται με προσωποπαγή χαρακτήρα και μόνο μετά τον θάνατο του «χαρισματικού» αρχηγού βρίσκουν την δυνατότητα να αναπτύξουν την στοιχειώδη οργανωτική δομή που θα τους επιτρέψει να συνεχίσουν την πορεία τους, απαγκιστρωμένες από την προσκόλληση στον «εκλεκτό» και με την προϋπόθεση ότι δεν διαλύονται.
Η προσωπικότητα του Wyclif ωστόσο, απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί «χαρισματική» φυσιογνωμία. Η παρουσία του ούτε κατά διάνοια δεν μπορεί ν’ αποτελέσει έμπνευση, ώστε να βρει πιστούς ακόλουθους των ιδεών του. Τις ιδέες του δεν μπορούσε να τις υπερασπίσει ούτε καν ενώπιον των συναδέλφων του, ανθρώπων με μόρφωση παρόμοια με την δική του, πολύ περισσότερο σε ένα απλοϊκό ακροατήριο. Ειδικά όταν αυτές οι ιδέες χειρίζονται απόμακρες για την εποχή φιλοσοφικές ή πολιτικές έννοιες με σκοπό να καταλήξουν σε ασταθή εκκλησιολογικά συμπεράσματα. Αν και ήταν κληρικός, ελάχιστα ασχολήθηκε με το δικό του ποίμνιο πριν την απομάκρυνσή του από τον δημόσιο βίο, απορροφημένος καθώς ήταν από την ακαδημαϊκή του καριέρα, και οι πρώτοι και μόνοι πειθήνιοι ακροατές του ήταν οι μαθητές του. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κήρυκας, πολύ περισσότερο δημοφιλής κήρυκας. Πώς λοιπόν, προέκυψε η σέκτα από την διδασκαλία του; Αυτό είναι το ένα μυστήριο.
Δίπλα σ’ αυτό υπάρχει και ένα δεύτερο. Πώς ενεπλάκη ο Wyclif με την αίρεση; Ή για να το θέσουμε πιο πλατεία, πώς προέκυψε η αίρεση στην Αγγλία; Αν οι αιρετικές πεποιθήσεις του Wyclif παρέμεναν σε επίπεδο στοχασμού, όπως συνέβη με την περίπτωση του Όκκαμ και του Μιχαήλ της Cesena, τότε μια απλή εξήγηση για την χρήση των ίδιων φιλοσοφικών προϋποθέσεων θα ήταν αρκετή. Δεν συνέβη όμως αυτό. Οι αιρετικές πεποιθήσεις του Wyclif ξεπέρασαν το διαλεκτικό επίπεδο και δημιούργησαν σέκτα. Όχι απλώς σέκτα, αλλά μια σέκτα παρόμοια σε εκπληκτικό βαθμό με αυτή των Βάλδιων. Όταν οι Λολλάρδοι πήγαιναν να κατηχήσουν τους χωρικούς κρατούσαν τη Βίβλο μεταφρασμένη και όχι το ξυράφι του Όκκαμ.
Αυτό συνέβη σε ένα περιβάλλον, το οποίο έδειχνε στεγανοποιημένο. Πώς λοιπόν να καταλήξουμε σε παρθενογένεση όταν η αίρεση των Λολλάρδων γεννιέται σε ένα διεθνές περιβάλλον που την ευνοεί; Πώς να αρνηθούμε την επίδραση του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος, μόνο και μόνο επειδή δεν αναφέρεται στις πηγές; Είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε την επίδραση του εξωτερικού περιβάλλοντος ακόμα και αν δεν μπορούμε να την καθορίσουμε με ακρίβεια. Η αδυναμία των πηγών να μας παρέχουν ακριβείς πληροφορίες μπορεί, κατά μία άποψη, να μην παρέχει τα στοιχεία για την ανασύνθεση της ακριβούς πορείας για την γέννηση της αίρεσης στην Αγγλία, αφήνει όμως, σύμφωνα με άλλη προσέγγιση, ελεύθερο το πεδίο για την διατύπωση πιθανών υποθέσεων, οι οποίες δεν μπορούν ν’ απορριφθούν, όπως δεν μπορούν και ν’ αποδειχθούν. Είναι πάραυτα ευλογοφανείς, όταν εξετάζονται σε συνδυασμό με τα σχετικά γεγονότα.
Φαίνεται ότι η αίρεση βρήκε τον δρόμο για την νησιωτική χώρα μέσω των επαφών που προκάλεσαν οι πολεμικές εκστρατείες με την ήπειρο. Αν θέλουμε ένα ιστορικό αντίστοιχο, μπορούμε να επικαλεστούμε τις θεωρίες για την μεταφορά αιρετικών πεποιθήσεων από την Ανατολή στη Δύση κατά την διάρκεια των Σταυροφοριών. Στην πρώτη φάση του Εκατονταετούς πολέμου πολλοί Άγγλοι στρατιώτες και ευγενείς ταξίδευσαν στην Ευρώπη, ήρθαν σ’ επαφή με τα εκεί τεκταινόμενα, γνώρισαν περιοχές που είχαν ήδη υποκύψει στην αίρεση, συμμάχησαν με δυνάμεις που αντιτίθονταν στον πάπα και το πνευματικοπαίδι του τον Φράγκο βασιλιά, και μέσα από αυτή την διαδικασία, ενδέχεται να υιοθέτησαν αιρετικές απόψεις, που βρίσκονταν σε πλεονασμό σ’ αυτές τις περιοχές και να τις μετέφεραν στην Αγγλία. Αυτό, ωστόσο, παραμένει υπόθεση και θα παραμένει εκτός και αν έρθουν στο φως περισσότερα στοιχεία, από καινούργιες πηγές, όπως εξίσου υπόθεση παραμένει και κάθε άλλη προσπάθεια καθορισμού της ακριβούς μετάδοσης της αίρεσης.
Στο πλαίσιο της ερμηνευτικής μας, που βλέπει την γέννηση της αίρεσης στην Αγγλία ως επίδραση του ευρωπαϊκού περίγυρου, άνθρωπος κλειδί για την λύση των δύο μυστηρίων είναι ο Ιωάννης της Γάνδης, πρώτος δούκας του Lancaster και πρόγονος του Ερρίκου του Η’. Ο Ιωάννης, όπως μαρτυρεί και το όνομά του, γεννήθηκε στο Gaunt ή Ghent της ανατολικής Φλάνδρας, στο σημερινό Βέλγιο. Η Φλάνδρα ήταν χώρος δράσης πολλών αιρετικών ομάδων ήδη από τον πρώιμο Μεσαίωνα. Μέχρι τον ΙΓ’ αιώνα ήταν η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή πόλη μετά το Παρίσι. Κύρια απασχόληση η κατεργασία του μαλλιού, δημιούργησε στον Ύστερο Μεσαίωνα, δηλαδή στην υπό εξέταση εποχή, βιομηχανία στον κλάδο και η πόλη μετετράπη σε βιομηχανική ζώνη. Λόγω της συγκεκριμένης παραγωγής η πόλη απέκτησε εμπορικούς δεσμούς με την Αγγλία και την Σκωτία, ανοίγοντας τους συνήθεις δρόμους για την μετάδοση της αίρεσης στο νησί[7].
Από αυτή την πόλη καταγόταν ο John of Gaunt και ενώ θεωρείται γενικά ότι ήταν τρίτος γιος του Εδουάρδου, όταν αργοτερα έπεσε η δημοτικότητά του, κυκλοφορούσε η φήμη ότι ήταν ο γιος ενός χασάπη από το Ghent, νόθο και όχι γνήσιο τέκνο του Εδουάρδου[8]. Αυτό, βέβαια, δεν τον καθιστά αυτόματα αιρετικό. Δείχνει ότι το υπόβαθρό του μπορούσε να επιτρέψει εκείνες τις αιρετικές επιρροές που θα εξηγήσουν τις μετέπειτα πράξεις του. Παρότι, γίνεται δεκτό ότι ο Ιωάννης δεν ήταν αιρετικός, τα αντιεκκλησιαστικά και αντικληρικαλιστικά αισθήματά του έφθαναν το επίπεδο του μίσους. Οι ενέργειές του ενάντια στην παπική εκκλησία δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο εχθρικές, δεδομένης της θέσης και των προσχημάτων που έπρεπε να τηρήσει ως δημόσιο πρόσωπο, ακόμη και αν είχε δηλωθεί επίσημα ως αιρετικός.
Επανερχόμενοι στην περίπτωση του Wyclif βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το ερώτημα πότε ολίσθησε στην αίρεση, αν ολίσθησε ή ήταν ήδη αιρετικός πριν καν ξεκινήσει την δημόσια εμφάνισή του. Η άποψη που τον θέλει να ξεκινά ως ακαδημαϊκός στοχαστής και στην συνέχεια να πέφτει σε αίρεση καθώς αναπτύσσει τις θεωρίες του, εκτός του ότι είναι αυθαίρετη, δεν μπορεί να στηριχθεί στα έργα του, όπως προσπαθεί. Ο λόγος είναι απλός. Τα έργα του Wyclif είναι αδύνατο να χρονολογηθούν οριστικά, ώστε να μπουν σε μια σειρά μελέτης, μέσα από την οποία θα μπορούσε να διαπιστωθεί μια εξέλιξη ιδεών. Ακόμη και στις λίγες περιπτώσεις όπου αναφέρεται μέσα σ’ αυτά ένα γεγονός (όπως για παράδειγμα η σύνοδος που τον καταδίκασε το 1382 ή η εξέγερση των χωρικών το 1381), η αναφορά δεν βοηθά διότι τα έργα αυτά έχουν υποστεί πέραν της μίας επεξεργασίας και οι αναφορές θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί σε κάποια άλλη φάση πέραν της πρώτης, οπότε η χρονολόγηση καθίσταται επισφαλής.
Εκτός αυτού δεν μπορεί να ειπωθεί για κανένα από τα χειρόγραφα με σιγουριά αν είναι γραμμένο από το χέρι του ίδιου του Wyclif. Δεν είναι γνωστό, λοιπόν, ποια έργα είναι γραμμένα από τον ίδιο και ποια είναι αντίγραφα. Αυτό καθιστά άχρηστες τις εσωτερικές εκείνες αναφορές ενός έργου σε ένα άλλο, οι οποίες θα βοηθούσαν να διαχωρίσουμε έργα προγενέστερα και έργα μεταγενέστερα. Εφόσον το έργο στο οποίο υπάρχει μια τέτοια αναφορά μπορεί να είναι αντίγραφο και όχι αυθεντικό, η ίδια η αναφορά μπορεί να είναι μετέπειτα προσθήκη αντιγραφέα. Αυτή η πιθανότητα συμφωνεί με την διατύπωση των αναφορών σε τρίτο πρόσωπο (ut dicitur= λέγεται ή ut patet est= είναι φανερό). Άρα τα ίδια τα έργα δεν μπορούν να μας βοηθήσουν στο να επιμείνουμε στην άποψη περί εξέλιξης των αιρετικών ιδεών στο μυαλό του Wyclif. Οδηγούν σε αδιέξοδη συζήτηση.
Αντίθετα, σ’ αυτά κυριαρχεί μια εικόνα στατικότητας ολοκληρωμένων ιδεών, όχι εξέλιξης. Αυτό επιβεβαιώνει το γεγονός ότι έργα που φαίνεται ότι γράφτηκαν σε μια πρώιμη περίοδο, όπως το «De Logica», υπέστησαν συνεχείς επεξεργασίες, αναθεωρήσεις και βελτιώσεις, μέχρι το τέλος της ζωής του, οπότε περιέχουν και ιδέες που σύμφωνα με την θεωρία της εξέλιξης θα έπρεπε να είναι μεταγενέστερες, όπως αυτές για την Θ. Ευχαριστία[9]. Έτσι έχουμε την εικόνα κατασταλαγμένου αιρετικού στα κείμενα.
Αυτή η εικόνα συμφωνεί με μια αναφορά σε έργο του ίδιου του Wyclif, το «Determinatio quedam magistri Johannis Wycliff de dominio»[10]. Εκεί χαρακτηρίζει τον εαυτό του “peculiaris Regis Clericus” . Οι ιστορικοί μένοντας στο “regis clericus” προσπαθούν να καθορίσουν το πότε μπήκε ο Wyclif στην υπηρεσία του Στέμμματος και χρονολογούν το έργο στις αρχές της δεκαετίας του 1370. Εμάς όμως μας ενδιαφέρει ο αυτοχαρακτηρισμός “peculiaris”. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Ότι ήταν ήδη αιρετικός; ότι είχε ήδη ιδιάζουσες απόψεις; Ότι δεν είχε από τότε σχέσεις με τους παπικούς; Σε κάθε περίπτωση φαίνεται ότι στο ξεκίνημα της καριέρας του είχε την επίγνωση της διαφορετικότητάς του και αυτό μας βοηθάει να κατανοήσουμε την σύνδεσή του με τον John of Gaunt, την απαρχή της οποίας θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε παρακάτω.
8.7.3 Τα ακαδημαϊκά χρόνια του John Wyclif
Το Fsciculi Zizianorum δεν αναφέρει ούτε τόπο ούτε χρονολογία γέννησης του John Wyclif. Προτείνεται και γίνεται αποδεκτό από πολλούς ιστορικούς ότι καταγόταν από είτε από το Hipswell είτε από το Wycliff-on-Tees του Γιορκσάιρ. Η οικογένειά του ήταν μέλος της κατώτερης αριστοκρατίας της περιοχής και οι γονείς του παντρεύτηκαν το 1319. Επομένως εκτιμάται ότι ο χρόνος γέννησής του πρέπει να τοποθετηθεί κάπου μεταξύ του 1320 και 1328[11]. Η οικογένειά του ανήκε στην κατώτερη αριστοκρατία της περιοχής και το αρχειακό υλικό μας δίνει το 1319 ως χρονιά τέλεσης των γάμων των γονέων Wyclif. O John ήταν ο νεώτερος γιος της φαμίλιας και σύμφωνα με το φεουδαρχικό καθεστώς της εποχής έμελε ν’ ακολουθήσει καριέρα κληρικού. Ως πρώτος του διδάσκαλος αναφέρεται κάποιος Ιωάννης του Κλαιρβώ, ιερατικός προϊστάμενος του ναού στο Wycliffe μέχρι τον θάνατό του το 1362. Το ίδιο αρχειακό υλικό αναφέρει ότι ο πατέρας Wyclif έγινε λόρδος του τιμαρίου το 1360, οπότε και ορίστηκε υπεύθυνος για την αντικατάσταση του προϊστάμενου του ναού, όταν αυτός θα πέθαινε[12]. Τον Ιωάννη του Κλαιρβώ αντικατέστησε ο William Wyclif, εξάδελφος του John και συμμαθητής του στην Οξφόρδη. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία να ειπωθεί είναι το ότι επικυρίαρχος της ακριτικής αυτής περιοχής των συνόρων με την Σκωτία και συνεπώς επικυρίαρχος και του λόρδου Wyclif ήταν ο δούκας του Lancaster. Ο Wyclif, λοιπόν, ήταν υποτελής του Ιωάννη της Γάνδης, συνεπώς γνωρίζονταν πολύ πριν την έναρξη της συνεργασίας τους. Είναι σίγουρο ότι ο δούκας παρακολουθούσε την πορεία του νεαρού John Wyclif, τον οποίο αργότερα θα χρησιμοποιούσε στις ιδιωτικές και κρατικές υποθέσεις και θα εκδήλωνε την πατρωνία του, όσες φορές θα χρειαζόταν.
Ο John Wyclif ξεκίνησε τις ακαδημαϊκές σπουδές του στο Βασιλικό Κολέγιο της Οξφόρδης στα τέλη περίπου της δεκαετίας του 1340 και είναι πιθανό, η πρώτη επιλογή του να ήταν η νομική. Ως έτος αποφοίτησής του καθορίζεται το 1356, οπότε και έγινε μέλος του Metron College. Την εποχή των σπουδών του επιφανείς καθηγητές της λογικής ήταν οι Richard Brinkley, Richard Kilvington και William Heytesbury, ενώ οι παλαιότεροι συνάδελφοί τους Walter Burley και Richard Fitzralph είχαν αποσυρθεί από την διδασκαλία στην Οξφόρδη, όταν ξεκίνησε τις σπουδές του.
Στις 12 Μαρτίου του 1351 ο John Wyclif χειροτονήθηκε υποδιάκονος στον ναό St. Mary του Yorkshire. Στις 18 Απριλίου της ίδιας χρονιάς χειροτονήθηκε διάκονος και στις 24 Σεπτεμβρίου πρεσβύτερος από τον Αρχιεπίσκοπο της Υόρκης, William de la Zouche. Αυτός πέθανε λίγο αργότερα (19 Ιουλίου 1352) και αντικαταστάθηκε από τον John of Thoresby. Ο Thoresby ήλκε την καταγωγή του από την Υόρκη και είχε χρηματίσει αρχικά επίσκοπος St. Davids και στην συνέχεια επίσκοπος Worcester, μέχρι την άνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ταυτόχρονα κατείχε και υψηλόβαθμη θέση την αυλή ως λόρδος καγκελάριος, υπό τον Εδουάρδο ΙΙΙ. Η σημασία της εκλογής του Thoresby στην μελέτη της ιστορία του Wyclif, έγκειται στο ότι ο πρώτος συνέγραψε μία Κατήχηση στα λατινικά, την οποία μετέφρασε αργότερα στα αγγλικά ο John Gaytrick (of Tavistock), ένας Βενεδικτίνος που υπηρέτησε στον ίδιο ναό με τον Wyclif. Η Κατήχηση αυτή περιελάμβανε τα στοιχεία της πίστης, όσα θεωρούνταν απαραίτητα για την σωτηρία των πιστών. Σκοπός της ήταν η χρήση από τους λαϊκούς και σύντομα έγινε ευρέως γνωστή με το όνομα Thoresby ’s Lay-Folk ’s Catechism. Στην συνέχεια αντιγράφηκε από τους Λολλάρδους χωρίς ωστόσο ν’ αναφέρεται το όνομα του Thoresby ή σχέση του με τον Wyclif[13].
Το φθινόπωρο του 1363 ο Wyclif ξεκίνησε τις σπουδές του στην θεολογία. Μετά τα τέσσερα χρόνια παρακολούθησης διαλέξεων, όφειλε να ολοκληρώσει μια εργασία πάνω στις Προτάσεις του Πέτρου Λομβαρδού, ώστε να λάβει ντοκτορά. Το πτυχίο θεολογίας το έλαβε το Μάρτιο του 1369 και το διδακτορικό τέλη του 1372. Ταυτόχρονα, υπηρετούσε και ως εφημέριος στο Fillingham μέχρι τον Νοέμβριο του 1368 και στη συνέχεια στο Ludgershall, του Buckinghamshire.
Ο αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι Simon Islip ίδρυσε το Canterbury College στην Οξφόρδη το 1361. Σε αυτό φοιτούσαν μοναχοί και λαϊκοί, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο αντίστοιχες φατρίες. Οι διενέξεις και οι διαπληκτισμοί, μεταξύ των δύο αυτών ομάδων, οδήγησαν τον πρώτο πρύτανη του κολλεγίου Woodhull σε παραίτηση. Ο Islip θυμήθηκε τότε τον Wyclif, τον οποίο είχε γνωρίσει μέσω του Thoresby, και του ανέθεσε την πρυτανεία. Οι μοναχοί του κολλεγίου δεν έδειξαν ιδιαίτερο σεβασμό εξαιτίας του ότι ήταν ενοριακός ιερέας. Ο Islip στήριξε την επιλογή του για έναν χρόνο, μέχρι τον θάνατό του. Ο διάδοχός του John Langham ήταν ηγούμενος των Βενεδικτίνων πριν γίνει αρχιεπίσκοπος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καθαιρέσει τον Wyclif από τη θέση του πρύτανη. Ο τελευταίος δεν αποδέχθηκε την απόφαση του προϊσταμένου του και κατέφυγε στον πάπα Ουρβανό τον Ε’ στην Αβινιόν. Ο Ουρβανός ήταν δυσαρεστημένος με τον Langham διότι δεν είχε στηρίξει τις απαιτήσεις του για την πληρωμή φόρου από το αγγλικό στέμμα. Συνηθισμένη παπική τακτική ήταν να διατηρεί άλυτες τις διαφορές που προσέφευγαν στην Αγία Έδρα, μέχρι την στιγμή που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως διαπραγματευτικό χαρτί και την εκπλήρωση παπικών αξιώσεων . Έτσι πέρασε μια πενταετία μέχρι την έκδοση απόφασης, η οποία τελικά ήταν κατά του Wyclif.
8.7.4. Η αποστολή στην Μπρυζ (1374)
Η μελέτη της συγγραφικής δραστηριότητας του Wyclif, κατά το διάστημα της ακαδημαϊκής καριέρας του μέχρι το 1372, είναι οπωσδήποτε απαραίτητη για την κατανόηση των γεγονότων που ακολουθούν και φυσικά για την κατανόηση των λόγων επιλογής του για υπηρεσία στην αυλή από τον αντιβασιλέα John Gaunt. Επειδή, όμως, μια τέτοια παρουσίαση, ταιριάζει και θα γίνει στο Β’ μέρος, το οποίο αφορά την διδασκαλία του John Wyclif, εδώ θα δίδονται μόνο οι απαραίτητες εξηγήσεις.
Τον Νοέμβριο του 1372 ο Wyclif εισήλθε στην υπηρεσία του δούκα Ιωάννη, του πιο ισχυρού και συνάμα πιο μισητού ανθρώπου στο αγγλικό βασίλειο[14]. Ο δούκας βρισκόταν σε δικαστικές διενέξεις με πολλούς επισκόπους για θέματα πολιτικής αρμοδιότητας αλλά και διεκδικήσεις σε εκκλησιαστικές γαίες που θα ενίσχυαν το ήδη πλούσιο δουκάτο του και το αδύναμο οικονομικά βασίλειο. Ως αντιβασιλέας είχε μεν την ευθύνη της διοίκησης, όχι όμως και την πλήρη κυριαρχία που θα του επέτρεπε να επιβάλλει τυραννικές αποφάσεις. Χρειαζόταν, λοιπόν, ακαδημαϊκούς, αφοσιωμένους σ’ αυτόν, με πλήρη γνώση των εκκλησιαστικών ζητημάτων και της πολιτικής. Ο Wyclif ήταν κατώτερος ιερωμένος, μέλος της υποτελούς του Ιωάννη αριστοκρατίας και είχε δείξει εργατικότητα κατά την διάρκεια των σπουδών, σφοδρή αγάπη για τις αντιπαραθέσεις, ακόμη και αν δεν διέθετε το κοφτερό μυαλό και την ρητορεία που θα προκαλούσαν τον θαυμασμό. Την έλλειψη αυτή αντιστάθμιζε με την τόλμη να έρχεται σε διαφωνία, ακόμη και σύγκρουση με το εκκλησιαστικό κατεστημένο και τους ανωτέρους του, όπως είχε δείξει η διαφωνία του με τον Langham.
Όταν εισήλθε στην υπηρεσία του John Gaunt, του ανατέθηκε νέα ενορία αυτή του Lutterworth στο Lincolnshire. Τον Ιούλιο του 1374 του ανατέθηκε η πρώτη του αποστολή στην υπηρεσία του βασιλιά. Κλήθηκε να λάβει μέρος σε μια αντιπροσωπεία που στάλθηκε στην Μπρυζ και συζήτησε με αντιπροσώπους του πάπα για θέματα φορολόγησης της εκκλησίας της Αγγλίας από την Αγία Έδρα. Σύμφωνα με το Polychronicon Ranulphi Higden ο Wyclif δεν κατονομάζεται στην αντιπροσωπεία˙ αποκαλείται “cum uno magistro in theologia”[15] και εξ αυτού συμπεραίνεται με σιγουριά για ποιον πρόκειται. Δεν έχουν σωθεί πρακτικά της συνάντησης και δεν γνωρίζουμε ακριβώς τι συζητήθηκε. Είναι, λοιπόν, δύσκολο να καθοριστεί ο ρόλος και η συμμετοχή του Wyclif σ’ αυτήν. Έπειτα η παρουσία νομικών έθετε στο περιθώριο της συμμετοχή ενός θεολόγου, γι’ αυτό και ο Wyclif επέστρεψε στην Αγγλία τον Σεπτέμβριο[16]. Ωστόσο η παρακολούθηση της συζήτησης υπήρξε καθοριστική του θέματος που θα τον απασχολούσε στο εξής και αυτό ήταν η σχέση της Δημιουργίας και της κυριαρχίας (lordship), με επέκταση στην εκκλησιαστική περιουσία, την ατομική ιδιοκτησία και το αστικό δίκαιο.
Ήδη από το 1373 είχε ξεκινήσει το «De Domionio Divino», μια διατριβή σε τρία βιβλία, όπου εξέταζε την φύση της κυριαρχίας του Θεού επί της δημιουργίας. Οι σύγχρονοι μελετητές του έργου του Wyclif βλέπουν την επίδραση του ρεαλισμού στο έργο αυτό και συμπεραίνουν ότι ερμήνευε ως πρωταρχική αιτία της ανθρώπινης κυριαρχίας την θεία κυριαρχία, κατά τον τρόπο που οι ρεαλιστές έβλεπαν τον άνθρωπο ως ατελή αντανάκλαση του δημιουργού του, τον οποίο θεωρούν μεν ως άυλη και καθαρή μορφή και ότι περιέχει δε την εμπραγμάτωση, κατά την σχέση των καθολικών αρχετύπων (universalia) με τα επιμέρους αντίτυπα[17] (particulars).
Αποτέλεσμα αυτής της διατύπωσης του θέματος από τον Wyclif ήταν η άμεση αμφισβήτηση της κυριαρχίας του πάπα, ως απόρροιας της παπικής αίρεσης περί της εκπροσώπησης του Θεού από αυτόν (βλ. σχ. κεφ. 6.2.3). Ο Wyclif θεμελίωσε την δυνατότητα της πολιτικής αρχής να είναι η ίδια κυρίαρχος, και όχι υποτελής του πάπα . Αυτό ήταν πολύ σημαντικό, εφόσον όλη η συζήτηση για την καταβολή φόρου στον ποντίφικα αφορούσε φόρο υποτέλειας του στέμματος στην Αγία Έδρα. Ο βασιλιάς απαλλάσσονταν από την παπική επικυριαρχία και την υποχρέωση να πληρώνει φόρο. Με αυτό την προοπτική ο Wyclif παρακολούθησε την συζήτηση στην Μπρυζ κι επέστρεψε στην Αγγλία για να επιδοθεί στην πρακτική εφαρμογή της θεωρίας του[18].
Μετά την επεξεργασία της πολιτικής του θεωρίας ως προϊόν της μεταφυσικής του με προεκτάσεις στη θεολογία, ο Wyclif επικεντρώθηκε στην συγγραφή της «Summa Theologiαe». Πρόκειται για συλλογή θεολογικών δοκίμιων, όπου ως βάση κάθε ανθρώπινου νόμου εκλαμβάνεται ο θείος νόμος. Στα δοκίμια αυτά ο Wyclif ανέπτυξε τις ιδέες του για το τι αυτό συνεπάγεται για την πολιτική, την εκκλησιολογία, την ερμηνευτική και το κανονικό δίκαιο. Τα πρώτα δοκίμια της Summa ήταν αιτία διαμάχης του Wyclif με την παπική ιεραρχία. Στο «De Mandatis Divinis» (1375) διατύπωσε ότι θεμέλιο του ανθρώπινου νόμου πρέπει να είναι οι Δέκα Εντολές. Στο «De Statu Innocencie» (1376), στο οποίο περιέγραφε την δική του ιδεατή κατάσταση των πρωτοπλάστων στην Εδέμ, διατύπωσε ότι η ατομική ιδιοκτησία είναι αποτέλεσμα της προπατορικής αμαρτίας. Τέλος, στο «De Civili Dominio» (1376-7) ασχολήθηκε εκτενέστερα με το θέμα της κοσμικής κυριαρχίας και κατέληξε ότι η εκκλησία δεν πρέπει να έχει ιδιοκτησία. Κάλεσε μάλιστα τον βασιλιά να κατάσχει την εκκλησιαστική περιουσία. Σε αυτή του την πραγματεία έκανε χρήση των επιχειρημάτων των ακραίων ομάδων των Φραγκσικανών και όλων των άλλων αιρέσεων που απαιτούσαν επιστροφή στην κακώς νοούμενη αποστολική επαιτεία. Αυτές οι αιρέσεις γνωστικού τύπου, όπως εξηγήσαμε στα οικεία κεφάλαια, έβλεπαν την ατομική ιδιοκτησία ως διαβολική. Ο Wyclif, εκτός από τα επιχειρήματά τους για την εκκλησιαστική περιουσία, υιοθέτησε και τα ανάλογα για τα θέματα της υποταγής των ιερέων στις κοσμικές αρχές (εξ ου και η υπαγωγή του κλήρου στο δημόσιο σήμερα) και της υπαγωγής τους στο κοσμικό και όχι στο εκκλησιαστικό δίκαιο, για την άποψη ότι οι καταδικασμένοι παύουν να είναι μέλη της εκκλησίας και τέλος για το ότι τα μυστήρια των ανάξιων ιερέων είναι άκυρα.
Είναι άξιο παρατήρησης το ότι ενώ η μεθοδολογία του «De Dominio» οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ατομική ιδιοκτησία είναι δικαίωμα του ανθρώπου που απορρέει από την σχέση αρχετύπου-αντιτύπου, ο Wyclif καταλήγει στο ακριβώς αντίθετο, επιτρέποντας την ιδιοκτησία μόνο στην αριστοκρατία, ούτε καν στην εκκλησία. Αυτό το πετυχαίνει εφαρμόζοντας δύο μέτρα και δύο σταθμά και με μπόλικη σοφιστεία. Θα το αναλύσουμε εκτενέστερα στο Β’ Μέρος. Οι απόψεις αυτές ήταν ευνοϊκές για την αριστοκρατία και χτυπήματα κάτω από την ζώνη για τον παπισμό. Τα γεγονότα που ακολούθησαν σχετίζονταν με την προσπάθεια επιβολής των απόψεων αυτών στην εκκλησιαστική ζωή της Αγγλίας, είτε με απευθείας σύγκρουση του Wyclif, πίσω από τον οποίο κρύβονταν ο Ιωάννης της Γάνδης και η λοιπή αριστοκρατία, είτε με την άλωση της λαϊκής βάσης του παπισμού, μέσω της αίρεσης των Λολλάρδων.
8.7.5. Η έγκληση του 1377
Η ιδέες του Wyclif που διατυπώθηκαν παραπάνω δεν ήταν οι μόνες αιρετικές. Η σημαντικότερη διαφωνία του με τον παπισμό σε δογματικό επίπεδο ήταν η άρνηση της παπικής κακοδοξίας της μετουσίωσης . Με τέτοιες απόψεις ήταν θέμα χρόνου να κληθεί από τις παπικές εκκλησιαστικές αρχές για ανάκριση. Αυτό συνέβη τον Φεβρουάριο του 1377. Στις 19 του μήνα ο Wyclif βρέθηκε ενώπιον εκκλησιαστικού δικαστηρίου για να λογοδοτήσει. Η σύνοδος που θα τον εξέταζε αποτελούνταν από τον αρχιεπίσκοπο Καντέρμπουρι Simon Sudbury, τον επίσκοπο του Λονδίνου William Courtenay και άλλους εκκλησιαστικούς του καθεδρικού του Αγ. Παύλου στο Λονδίνο.
Κάποια σημεία αυτής της συνάντησης θεωρούνται σημαντικά για τον καθορισμό του ρόλου του Wyclif στην ιστορία, ως συνεργάτη του Ιωάννη της Γάνδης με σκοπό την επιβολή της αίρεσης. Στη σύνοδο ο Wyclif δεν εμφανίστηκε μόνος. Συνοδεύονταν από τον προστάτη του Ιωάννη, τον σερίφη του Λονδίνου Henry Percy και αρκετούς αριστοκράτες της ακολουθίας του δούκα. Μαζί τους στέκονταν και τέσσερις μοναχοί των επαιτικών ταγμάτων. Όλοι αυτοί βρίσκονταν εκεί για έναν μόνο λόγο. Να εξασφαλίσουν ότι ο Wyclif δεν θα καταδικαστεί. Και πράγματι, όχι μόνο δεν καταδικάστηκε, ούτε καν εξετάστηκε. Με την εμφάνιση της ομάδας, ο σερίφης Henry Percy ξεκίνησε να κατηγορεί τον Courtenay. Ακολούθησαν ύβρεις και απειλές. Στην συνέχεια επενέβη ο δούκας και απείλησε με την σειρά του τον επίσκοπο του Λονδίνου, ότι θα τον αρπάξει από τα μαλλιά και θα τον πετάξει έξω.
Εδώ έρχεται η κορύφωση του δράματος. Η ακρόαση γινόταν δημόσια και παρακολουθούνταν από πλήθος Λονδρέζων. Το πλήθος, όταν άκουσε τον δούκα ν’ απειλεί τον επίσκοπό τους εξεγέρθηκε εναντίον των αριστοκρατών και η ακρόαση τελείωσε πριν καν αρχίσει, καθώς επικράτησε κομφούζιο. Ο δούκας είχε προνοήσει και είχε φέρει μαζί του πλήθος στρατιωτών, οι οποίοι εξασφάλισαν σ’ αυτόν και τους δικούς του ασφαλή έξοδο και στην συνέχεια κατέστειλαν την εξέγερση . Οι Λονδρέζοι μάταια αναζητούσαν όλη την υπόλοιπη μέρα να βρουν τον δούκα, αναστατώνοντας την πόλη.
Τα γεγονότα αυτά προέκυψαν από πολύ έξυπνες και καλά παιγμένες στρατηγικές κινήσεις. Αρχικά σημειώνουμε ότι ο Sudbury έχει καταχωρηθεί στην ιστορία ως φίλος του δούκα Ιωάννη και μέλος της παράταξής του: “eo quod ipse esse partium ducis videbatur[19]”. Ο Courtenay, όμως, βρισκόταν στην ακριβώς αντίθετη παράταξη, αυτήν που εκπροσωπούσε ο William Wykeham, επίσκοπος Winchester, και με την εύνοια του Εδουάρδου Γ’ καγκελάριος της Αγγλίας από το 1367 ως το 1371, οπότε και παραιτήθηκε, όταν ξεκίνησε η αντιπαράθεσή του με τον δούκα Ιωάννη. Η συμμετοχή του Courtenay στην διαμάχη των δύο ήταν αποφασιστικής σημασίας. Ο δούκας επιχείρησε να πλήξει την δημοτικότητα του Courtenay και του Wykeham στο Λονδίνο, βάζοντας τον παρατρεχάμενό του Wyclif, να περιφέρεται από ναό σε ναό και να εκτοξεύει πύρινους λόγους εναντίον τους. Δικαίως ο McFarlane χαρακτηρίζει τον Wyclif μισθωτό του δούκα κληρικό[20], ακολουθώντας τον χρονογράφο Thomas Walsingham.
Ο τόπος διεξαγωγής της ανάκρισης έχει επίσης σημασία. Το Λονδίνο, ως εχθρικά διακείμενο προς τον δούκα, καθησύχαζε τους επισκόπους, ότι θα μπορέσουν να διεξάγουν ανενόχλητοι τις εργασίες τους. Ωστόσο, ο δούκας επέδειξε αξιοσημείωτη πονηριά εκμεταλλευόμενος αυτό που οι αντίπαλοί του θεωρούσαν ως ατού τους. Την δυσαρέσκεια των Λονδρέζων. Το ότι αυτά έχουν έτσι, μπορεί ο αναγνώστης να το καταλάβει, αν αναλογιστεί το εξής απλό. Κανονικά ο Wyclif θα έπρεπε να έχει κληθεί για εξέταση είτε στην Οξφόρδη, όπου δραστηριοποιούνταν, είτε στο Lincoln, όπου διέμενε. Κλήθηκε όμως στο Λονδίνο για τους λόγους που ειπώθηκαν. Η επιβεβαίωση έρχεται από το Chronicon Anonimalle[21]. Σύμφωνα με την εκεί καταγραφή πριν την δίκη κυκλοφόρησε η φήμη στο Λονδίνο ότι ο δούκας έρχεται για ν’ αναστείλει τις αστικές ελευθερίες. Επομένως, όταν οι Λονδρέζοι κατέφθασαν για να παρακολουθήσουν την δίκη, έπνεαν ήδη τα μένεα κατά της παράταξης του Ιωάννη και ίσως τα θέματα τα αφορούντα τον Wyclif να ήταν δευτερευούσης σημασίας. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια σπίθα για να ξεκινήσει η εξέγερση. Η σπίθα ήταν η αυθάδεια των αριστοκρατών απέναντι στον επίσκοπο. Εν τέλει ο Courtenay απαγόρευσε στον εξεγερμένο όχλο να καταστρέψει το παλάτι του, το Savoy.
Το γεγονός φανερώνει δύο πράγματα. Πρώτον, την αντιπάθεια του Ιωάννη της Γάνδης απέναντι στην παπική εκκλησία, αντιπάθεια που έγινε δημόσια γνωστή ως φανερή αντιπαράθεση. Δεύτερον την σύμπραξη, την άνομη συμμαχία των δύο, δούκα και Wyclif, στην προσπάθεια να τεθεί η παπική εκκλησία της Αγγλίας υπό τον έλεγχο της κοσμικής εξουσίας. Από την άλλη ο πραγματικός στόχος των επισκόπων ήταν ο Ιωάννης της Γάνδης και όχι ο Wyclif.
8.7.6 Η δίκη στην Labeth το 1377
Η προσωπική ανάμειξη του δούκα στην υπόθεση Wyclif έστειλε στον πάπα Γρηγόριο ΧΙ το μήνυμα, ότι οι Άγγλοι επίσκοποι δεν θα μπορούσαν να χειριστούν την υπόθεση. Ήταν πέραν της δικής τους εμβέλειας, οπότε χρειαζόταν η επέμβαση ανώτερης αρχής και αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τον ίδιο τον πάπα. Έτσι στις 22 Μαΐου του 1377 ο Γρηγόριος εξέδωσε μια σειρά από πέντε βούλες. Με τρεις από αυτές εξουσιοδοτούσε τους αρχιεπίσκοπο Καντέρμπουρι Sudbury και τον επίσκοπο Λονδίνου Courtenay, ν’ ανακρίνουν τον Wyclif, να του αποσπάσουν ομολογία, να την στείλουν στη Ρώμη και να περιμένουν την απόφαση της Αγίας Έδρας. Οι υπόλοιπες δύο απευθύνονταν, η μία στον βασιλιά και η άλλη στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Η έδρα του παπισμού είχε μόλις μεταφερθεί από την Avignon στη Ρώμη και επρόκειτο να ξεκινήσει η περιπέτεια που έμεινε στην ιστορία γνωστή ως Μεγάλο Σχίσμα. Την εποχή εκείνη ο πάπας προσπαθούσε, ειλικρινά ή όχι, να συμφιλιώσει την Γαλλία και την Αγγλία, ωστόσο οι προσπάθειές του ήταν ανεπιτυχείς και ο πόλεμος θα διάνυε πολλά έτη ακόμη πριν συμπληρώσει την εκατονταετή πορεία του. Το παρακάτω απόσπασμα δείχνει την σοβαρότητα, με την οποία αντιμετώπιζε την υπόθεση Wyclif ο πάπας, ίσως θέλοντας να την χρησιμοποιήσει σε συνδυασμό με τις δικές του επιδιώξεις και αξιώσεις από τους Άγγλους:
«Πρόσφατα, με μεγάλη πίκρα στην καρδιά, μάθαμε από την αναφορά πολλών αξιόπιστων προσώπων, ότι ο Ιωάννης του Wycliffe, ιερατικός προϊστάμενος της εκκλησίας του Lutterworth, στην επαρχία Lincoln, καθηγητής των Γραφών – θα ήταν αν δεν ήταν καθηγητής πλανών – πρόβαλλε ξαφνικά τόσο βδελυρή και αποτρόπαια απερισκεψία, ώστε δεν φοβάται να εμμένει δογματικά στο αναφερθέν βασίλειο και να διδάσκει δημόσια, ή καλύτερα να ξερνά από το δηλητηριώδες περιεχόμενο του στήθους του, μερικές προτάσεις και συμπεράσματα…, τα οποία απειλούν ν’ ανατρέψουν και ν’ αποδυναμώσουν την κατάσταση ολόκληρης της εκκλησίας[22].»
Ο Γρηγόριος κατηγορούσε τον Wyclif για μια σειρά 19 πλανών, ώστε να τονιστεί η σοβαρότητα της κατάστασης στον βασιλιά Εδουάρδο. Για άγνωστους λόγους οι επιστολές έφθασαν στην Αγγλία τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, όταν πια ο βασιλιάς ήταν νεκρός. Ατυχώς για τον πάπα, η επιστολή που απευθύνονταν στον Εδουάρδο δόθηκε στον Ιωάννη, ο οποίος ήταν πλέον αντιβασιλέας. Ακολούθησε ένα δυσκολοερμήνευτο γεγονός που σηματοδοτούσε μια στροφή της κυβερνητικής πολιτικής στην υπόθεση Wyclif. Το προηγούμενο έτος ένας παπικός απεσταλμένος, ο Arnald Garnier, επιφορτισμένος να συλλέξει τους φόρους της Αγγλίας προς τον πάπα, απαίτησε από το Στέμμα την πληρωμή ενός σημαντικού ποσού. Αρχικά, το συμβούλιο, που είχε την επιτροπεία του ανήλικου Ριχάρδου, απευθύνθηκε στον Wyclif να γνωμοδοτήσει για την εγκυρότητα της απαίτησης. Ο Wyclif κατέθεσε την Responsio στο συμβούλιο το 1377, ακολουθώντας το σκεπτικό που είχε αναπτύξει στο De Civili Dominio. Το συμβούλιο διαφώνησε με τις προτάσεις του Wyclif, απαίτησε από αυτόν να σταματήσει τις επιθέσεις του ενάντια στην εκκλησία και προσφέρθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα του Garnier.
Τα Χριστούγεννα κοινοποιήθηκαν επισήμως οι βούλες του πάπα. Ο Wyclif βρισκόταν κατ’ ιδίαν στο σπίτι του στην Οξφόρδη. Ο διευθυντής του ιδρύματος διέταξε να συλληφθεί και να κρατηθεί στο Black Hall, μια οικία με κήπο που είχε εκχωρηθεί για χρήση του πανεπιστημίου.
Ο αρχιεπίσκοπος Sudbury και ο επίσκοπος Courtenay δεν έχασαν τον χρόνο τους. Διέταξαν την προσαγωγή του Wyclif στο παλάτι Lambeth στις 27 Μαρτίου του 1378. Αυτή τη φορά ο Ιωάννης της Γάνδης δεν διακινδύνευσε μια απευθείας αντιπαράθεση με τον πάπα. Μπορεί να ήταν ο ισχυρός άνδρας της αυλής, φαίνεται όμως ότι δεν ήθελε να δώσει δικαίωμα σε επίδοξους και φιλόδοξους αντικαταστάτες. Το συμβούλιο είχε δείξει ότι δεν ήταν έτοιμο να συμμεριστεί τις απόψεις και τις προτάσεις του για εκκλησιαστική μεταρρύθμιση. Το ίδιο και ο λαός. Θα απαιτούνταν ο «ευαγγελισμός» της μεταρρύθμισης πριν αυτή καταφέρει να επιβληθεί και τον ρόλο αυτό ανέλαβαν οι Λολλάρδοι. Το βασίλειο δεν θα ήταν έτοιμο πριν τους Τυδόρ.
Πριν την δίκη κυκλοφόρησε η φήμη ότι η σύνοδος των ιεραρχών ήταν έτοιμη και αποφασισμένη να διαπομπεύσει τον Wyclif και να τον υποβάλει σε ένα κοπιαστικό ταξίδι στην Ρώμη, όπου τον περίμενε ειρκτή και θάνατος. Αυτή την φορά επενέβη για χάρη του η ίδια η βασιλομήτωρ Ιωάννα. Παρουσιάστηκε εκ μέρους της στην συνάθροιση ο Sir Lewis Clifford, ένας ιππότης της βασιλικής ακολουθίας, και ανήγγειλε στους επισκόπους ότι η βασιλομήτωρ και χήρα του Μαύρου Πρίγκιπα, Ιωάννα, ζητούσε να μην καταδικαστεί ο Wyclif. Η σύνοδος πάγωσε για μερικά λεπτά. Κανείς δεν ήξερε πώς έπρεπε να προχωρήσει μια διαδικασία που δεν έμελλε να καταλήξει πουθενά. Ο Wyclif εμφανώς ανακουφισμένος ξεκίνησε να επιχειρηματολογεί υπέρ των θέσεών του. Η σύνοδος του ζήτησε να σιωπήσει. Το ίδιο ζήτησε και από τον John de Acley, τον Βενεδικτίνο που είχε αναλάβει ν’ αντικρούσει τον Wyclif. Η σύνοδος έληξε άδοξα με μια γενικόλογη αναφορά στην ειρήνη και την ηρεμία, ως δικαιολογία για την μη έκδοση απόφασης και την απαγόρευση στον Wyclif να μιλά δημόσια.
Τι μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτά τα γεγονότα; Η συμπεριφορά της βασιλομήτορος παραμένει ακόμη και σήμερα ανεξήγητη, τουλάχιστον από τα διαθέσιμα στοιχεία, και αυτό οδήγησε μερικούς ιστορικούς να υποθέσουν ότι ο Sir Lewis Clifford μπορεί να μην ενήργησε εκ μέρους της. Αν ξεκινήσουμε από την επιλογή του Lambeth Palace, της επίσημης έδρας του αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι στην νότια όχθη του Τάμεση, καταλαβαίνουμε την επιθυμία των επισκόπων να δώσουν ένα οριστικό τέλος στην υπόθεση Wyclif. Εκεί δεν υπήρχε κίνδυνος να διακοπεί ξανά η συνάντηση εξαιτίας του πλήθους. Και πραγματικά, αν δεν είχε εμφανιστεί ο βασιλικός απεσταλμένος αυτό θα είχε γίνει.
Υπάρχει περίπτωση ο Sir Lewis Clifford να εκπροσωπούσε κάποιον άλλον εκτός από την Ιωάννα; Έχει προταθεί από τον Dahmus[23], ότι εκπροσωπούσε τον Ιωάννη της Γάνδης στην πραγματικότητα. Αυτό θα μπορούσε να είναι σωστό, αλλά δεν υπάρχει καμιά απόδειξη. Επίσης, έχει προταθεί ότι o Clifford ήταν κρυφός οπαδός του Wyclif και ενήργησε από μόνος του. Το ότι ήταν όντως οπαδός του Wyclif, τουλάχιστον το 1396, οπότε κι έγινε Λολλάρδος είναι αλήθεια[24]. Η εξήγηση όμως αυτή δεν μπορεί να σταθεί, εφόσον η αυτόβουλη ενέργεια θ’ αποκαλύπτονταν και η απάτη θα ήταν κολάσιμη. Κανείς δεν τον κατηγόρησε για κάτι τέτοιο. Το πιο πιθανό είναι ότι η έκφραση της βούλησης της βασιλομήτορος ήταν πραγματική και ίσως ο Ιωάννης της Γάνδης να ήταν ο άνθρωπος που κίνησε τα νήματα υπέρ του προστατευόμενου του. Για το πώς θα μπορούσε να έχει πείσει την Ιωάννα να παρέμβει μόνο υποθέσεις μπορεί να γίνουν.
8.7.7. Η περίπτωση της καταπάτησης του ασύλου
Ο Wyclif κλήθηκε να υποστηρίξει τον πάτρωνά του σε μια περίπτωση καταπάτησης ασύλου αργότερα τον ίδιο χρόνο. Κατά την διάρκεια της πρώτης φάσης του Εκατονταετούς πολέμου έντεκα χρόνια πριν, δύο Άγγλοι στρατιώτες, ο Robert Hawley και ο John Shakell, είχαν συλλάβει έναν Ισπανό αριστοκράτη, σε μια επιχείρηση του Μαύρου Πρίγκιπα. Σύμφωνα με το δίκαιο του πολέμου της εποχής, είχαν το δικαίωμα να τον κρατήσουν και να ζητήσουν λύτρα για την απελευθέρωσή του, ασχέτως αν είχαν λήξει οι εχθροπραξίες. Η επικαρπία ανήκε δικαιωματικά σ’ αυτούς. Ωστόσο, το 1377 το Στέμμα αποφάσισε ότι μπορούσε να επωφεληθεί και ζήτησε από τους στρατιώτες να παραδώσουν τον όμηρό τους. Αυτοί αρνήθηκαν και κλείστηκαν φυλακή. Το ερχόμενο καλοκαίρι κατάφεραν ν’ αποδράσουν και ζήτησαν άσυλο στο αββαείο του Westminster.
Στις 11 Αυγούστου οι στρατιώτες του δούκα εισέβαλαν στον ναό κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Ο Thomas Walsingham, σύγχρονος χρονογράφος, περιγράφει τις εξής σκηνές:
«Έχοντας εισβάλει στο άσυλο του Αγ. Πέτρου (σσ. ο δούκας έστειλε 50 στρατιώτες νύκτα για να μην γίνουν αντιληπτοί από το λαό), με πονηριά περικύκλωσαν τον John Shakell στερώντας του την ελευθερία της εκκλησίας και από κει τον οδήγησαν πίσω στον Πύργο[25]. Όταν ήρθαν στον δεύτερο άντρα, τον Robert Hawley, αυτός παρακολουθούσε τη Θεία Λειτουργία, επειδή ήταν η μέρα μετά την εορτή του Αγίου Λαυρεντίου. Τον κάλεσαν να ξεπληρώσει το χρέος του στον βασιλιά λόγω της προσβολής που του είχε κάνει, λέγοντας ότι όταν ήταν στην υπηρεσία του, όχι μόνο αντιδρούσε στις εντολές τους βασιλιά αλλά και στις απαιτήσεις του, και εκούσια στράφηκε εναντίον του. Αυτός από την πλευρά του τους κατηγόρησε διαμαρτυρόμενος, όχι τον ίδιο τον βασιλιά αλλά τους συμβούλους του, για αδικία, απληστία και ψευδομαρτυρία. Όταν προσπάθησαν να τον συλλάβουν και να τον σύρουν με τη βία έξω από την εκκλησία κι ένας από τους στρατιώτες τράβηξε το κοντόσπαθό του, αυτός αν και άοπλος τους ανάγκασε να οπισθοχωρήσουν. Προσπαθώντας να ξεφύγει έτρεξε προς τον χορό των μοναχών, ψάχνοντας καταφύγιο.
Τελικά τον περικύκλωσαν εκεί στο αναλόγιο. Τι να πούμε παραπάνω; Αποκλείσθηκε από όλες τις πλευρές από άνδρες με σπαθιά στα χέρια που με τρομακτικές φωνές του ζητούσαν να παραδοθεί. Γέμισαν με φόβο το πανίερο εντευκτήριο των μοναχών και των ιερέων που παράστεκαν στο αλτάριο και είχαν μόλις αναγνώσει το Ιερό Ευαγγέλιο και αυτοί εξοργίστηκαν ακόμη περισσότερο˙ τόσο πολύ ώστε, δεν αδιαφόρησαν μόνο για τον οίκο του Θεού, αλλά και για τους λειτουργούς του Χριστού, οι οποίοι βρίσκονταν τώρα πίσω από τον κύριό τους στον χορό. Διότι, θέτοντας στην υπηρεσία τους τα όργανα του κακού, έστρεψαν τα σπαθιά στους σε κάθε έναν από τους μοναχούς, απαιτώντας με την απειλή επώδυνου θανάτου, να μην βοηθήσουν αυτόν που επείγονταν να καταστρέψουν. Οι άνδρες περικύκλωσαν τον Robert Hawley που επικαλούνταν το άσυλο της εκκλησίας και ζητούσε το λόγο της κακουργίας˙ και καθώς σταυροκοπιόταν έλεγε τα εξής παρακλητικά λόγια στο Θεό και την εκκλησία:
› Παραδίδω τον εαυτό μου στον Θεό, τον εκδικητή αδικιών όπως αυτή, και στην ελευθερία της αγίας μητέρας εκκλησίας.
Τότε ένας από τους άνδρες τον χτύπησε στο κεφάλι με το σπαθί του καθώς μιλούσε και του έχυσε τα μυαλά εκεί που στέκονταν στον χορό κοντά στο θυσιαστήριο. Κάποιος άλλος την ίδια στιγμή, τρύπησε το σώμα του με ένα στιλέτο από πίσω. Ένας από τους λειτουργούς της εκκλησίας, ο οποίος προσπάθησε να τους αποτρέψει από τέτοιο παράφορο έγκλημα, παρακαλώντας τους και εξορκίζοντας να μην μολύνουν τον ιερό ναό που ήταν αφιερωμένος στον πρωτοκορυφαίο απόστολο και μέχρι τότε αμόλυντος, αμέσως μαχαιρώθηκε στην πλευρά από κάποιον απ’ αυτούς, ακριβώς εκεί που στέκονταν και πέθανε, πιστεύουμε, ως μάρτυρας. Αυτοί οι εγκληματίες και προάγγελοι του αντιχρίστου, ανικανοποίητοι από τις θρασύδειλες πράξεις τους, άρπαξαν το άψυχο σώμα του Robert Hawley από τα πόδια, και σέρνοντάς το αποτρόπαια πάνω στο ιερό πάτωμα του χορού και μέσα από τον ναό, μόλυναν με το αίμα και τα μυαλά του τα πάντα, μέχρι που το έφεραν έξω στο δρόμο και το πέταξαν εκεί[26].»
Η αντίδραση του αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι ήταν συγκρατημένη. Περίμενε να περάσουν τρεις μέρες πριν αφορίσει τους στρατιώτες. Τον Οκτώβριο, όταν συνεδρίασε το κοινοβούλιο στο Glouncester, ζήτησε να λογοδοτήσουν οι ηθικοί αυτουργοί της παραβίασης του ασύλου, εννοώντας τον Ιωάννη της Γάνδης. Ο δούκας ζήτησε από τον Wyclif να τον εκπροσωπήσει. Η απλούστερη υπερασπιστική γραμμή που θα έπρεπε ν’ ακολουθήσει ο Wyclif ήταν ν’ αρνηθεί την εμπλοκή του δούκα στην υπόθεση. Εφόσον υπήρχαν δύο πτώματα, του Hawley και του ιερέα και δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί την παραβίαση του ασύλου, έπρεπε να στηριχθεί στο ότι η εμπλοκή του Ιωάννη της Γάνδης δεν στηρίζονταν πουθενά, πέρα από τη φημολογία. Έπρεπε απλά να πει ότι ο δούκας δεν είχε δώσει εντολή για παραβίαση του ασύλου και ότι οι στρατιώτες έδρασαν αυτοβούλως επηρεασμένοι από την ένταση της στιγμής Εξάλλου, η εκκλησία είχε από μόνη της απαλλάξει την βασιλική οικογένεια από κάθε ευθύνη.
Ο Wyclif δεν έπραξε αυτό που έπρεπε να πράξει. Συνηθισμένος στις ακαδημαϊκές λογομαχίες κι εφόσον δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί την βέβηλη πράξη, προχώρησε σε συζήτηση επί της αρχής, δηλαδή σε αμφισβήτηση του ασύλου . Κατ’ ουσίαν ενοχοποίησε ο ίδιος τον εργοδότη του, μη αρνούμενος τη ανάμειξή του και δείχνοντας ότι το άσυλο ήταν θέμα προτεραιότητας της πολιτικής του δούκα. Αν απλά ισχυρίζονταν ότι οι στρατιώτες έδρασαν αυτόβουλα και απέδιδε τις πράξεις τους στην ένταση της στιγμής θα είχε πετύχει και θα είχε διασκεδάσει τις υποψίες εναντίον του δούκα. Αντ’ αυτού τις επιβεβαίωσε. Η δημοτικότητα του Ιωάννη της Γάνδης δεν θα μπορούσε να καταρρακωθεί περισσότερο, εφόσον εμφανίζονταν ως προβοκάτορας. Η αποτυχία του Wyclif είχε ως αποτέλεσμα να άρει ο δούκας την εκτίμηση στο πρόσωπό του[27].
Ύστερα από αυτό το γεγονός ο Shakell έτυχε ευνοϊκής αντιμετώπισης. Κράτησε τον αιχμάλωτό του μέχρι το 1383 και το κοινοβούλιο καταλόγισε υπέρ του 20.000 φράγκα ως αποζημίωση. Η αδελφή του Hawley έκανε μήνυση, η οποία έμπλεξε στην περίφημη χρονοκαθυστέρηση του αγγλικού δικαστικού συστήματος και δεν εκδικάστηκε πριν το 1409. Μέχρι τότε ο Shakell είχε πεθάνει από γηρατειά.
8.7.8. Η καταδίκη του Wyclif στην Οξφόρδη (1381)
Ο πάπας Γρηγόριος ΧΙ πέθανε τον Μάρτιο του 1378. Τον διαδέχθηκε ο Bartolomeo Pignano, ως πάπας Ουρβανός VI. Αυτός είχε τη φήμη ανθρώπου που υποστήριζε την λεγόμενη «αποστολική» πτωχεία των επαιτικών ταγμάτων. Με την εκλογή του οι ελπίδες του Wyclif για έναν ουσιαστικό διάλογο με την παποσύνη αναπτερώθηκαν, αλλά αυτή η ευφορία δεν έμελε να κρατήσει. Ο Ουρβανός προκάλεσε το κολλέγιο των καρδιναλίων με την στάση του, ενεπλάκη πάλι η πολιτική της περιόδου που απαιτούσε γαλλόφιλο πάπα και αντικαταστάθηκε μέσα σε λίγους μήνες από τον Ροβέρτο της Γενεύης, ως πάπα Κλήμεντα VII. Έτσι ξεκίνησε το δυτικό Μεγάλο Σχίσμα του παπισμού, αφαιρώντας από τον μεν Wyclif τη δυνατότητα ν’ αναφερθεί στη Ρώμη υπέρ των απόψεών του και από τη Ρώμη το χρόνο ν’ ασχοληθεί μαζί του.
Απαλλαγμένος από τις υποχρεώσεις του έναντι της κυβερνήσεως, ο Wyclif επιδόθηκε στη συγγραφή πολλών έργων. Σ’ αυτή την περίοδο χρονολογούνται τα «De Veritate Sacrae Scripturae» (1377-8), «De Ecclesia» (1378-9), «De Officio Regis» (1379), «De Officio Pastoralis» (1379), «De Potestate Pape» (1379). Ταυτόχρονα αφοσιώθηκε σε δύο μεγάλα έργα. Πρώτον, την «Cura Animalis», την θεραπεία των ψυχών του ποιμνίου του (δεν ξεχνάμε ότι ήταν ενοριακός ιερέας) με πλήθος ομιλιών, οι οποίες είχαν στόχο να πείσουν τον κόσμο για την ανάγκη μεταρρύθμισης του παπισμού. Δεύτερον, την μετάφραση της Βίβλου από τη λατινική Βουλγάτα. Στο σχέδιο αυτό βοήθησαν πολλοί από τους μαθητές του στην Οξφόρδη. Προηγούμενες μεταφράσεις υπήρχαν ήδη, όπως του βασιλιά Αλφρέδου του Μεγάλου, του Βέδα και του Aelfric. Κυκλοφορούσαν επίσης γαλλικές μεταφράσεις, ωστόσο η ανάγκη για μια σύγχρονη ήταν επιτακτική. Περισσότερα θα πούμε στο Β’ Μέρος.
Η άρση της ιδιότητας του Wyclif ως σύμβουλου της κυβερνήσεως έδωσε την ευκαιρία στους συναδέλφους του στην Οξφόρδη ν’ ασχοληθούν με το πρόβλημα που συνιστούσε η παρουσία του εκεί. Ο William Berton, νέος σχολάρχης στο Metron College και σύμβουλος στην Οξφόρδη κατάλαβε ότι ο άστατος άνεμος της πολιτικής δεν έπνεε πλέον ευνοϊκά για τον Wyclif. Κάλεσε λοιπόν, ένα συμβούλιο 12 καθηγητών, τους οποίους επέλεξε προσωπικά ο ίδιος και ζήτησε να εξετάσουν την «ορθοδοξία» του. Από αυτούς οι 8 ήταν κληρικοί και οι 4 λαϊκοί. Οι τέσσερις αποφάνθηκαν ότι ήταν «ορθόδοξος». Υπήρξε μία αποχή και οι υπόλοιποι τον καταδίκασαν ως αιρετικό ζητώντας την απομάκρυνσή του από το πανεπιστήμιο.
Ο Wyclif άσκησε έφεση. Κανονικά έπρεπε το θέμα ν’ αναφερθεί στον πάπα, εφόσον επρόκειτο για δογματικό ζήτημα – εξετάζονταν οι απόψεις του για την Θ. Ευχαριστία. Ο Wyclif δεν αποτάθηκε στον πάπα, αλλά στον βασιλιά, περιμένοντας την υποστήριξη αυτού που αποκαλούσε “domini mei, ducis mei[28]”. Πράγματι, ο Ιωάννης της Γάνδης παρουσιάστηκε στην Οξφόρδη και ζήτησε από το συμβούλιο να μην αποπέμψει τον Wyclif. Παράλληλα, του απαγόρευσε να διαδίδει δημόσια τις απόψεις του και ειδικά στις παραδόσεις των μαθημάτων. Ο Wyclif δεν μπόρεσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό και απάντησε δημόσια με την «Confessio» του, στις 10 Μαΐου του 1381. Στην «Confessio» ανταπάντησαν ο Φραγκισκανός Thomas Tissington, ο Thomas Winterton του τάγματος του Αυγουστίνου και μερικοί Βενεδικτίνοι. Τελικά, αναγκάστηκε να σταματήσει να διδάσκει και να μετακινηθεί στην ενορία του στο Lutterwarth, μέχρι τον θάνατό του το 1384.
8.7.9. Η επανάσταση των χωρικών το 1381
Το παρακάτω γεγονός μας θυμίζει έντονα την επανάσταση των χωρικών την εποχή του Λούθηρου. Το καλοκαίρι του 1381 ήταν αρκετά ταραγμένη περίοδος για το αγγλικό βασίλειο. Στις αρχές του Ιούνη ξέσπασε επανάσταση στο Έσσεξ με αφορμή την υψηλή φορολόγηση. Η εξέγερση μεταδόθηκε μέσα σ’ ένα δεκαπενθήμερο στις κομητείες του Kent, Middlesex, Hertfordshire, Cambridgeshire, Norfolk, Suffolk μέχρι το Λονδίνο. Αρχηγοί της ήταν κάποιος ιερέας, ο John Ball και ένας λαϊκός, ο Wat Tyler. Με πύρινα κηρύγματα ενάντια στις αδικίες του κοσμικού και εκκλησιαστικού δικαίου, κατάφεραν να ξεσηκώσουν τον όχλο ενάντια στην Αρχιεπισκοπή και το Στέμμα. Στο Λονδίνο σημειώθηκαν επιδρομές και πυρπολήσεις κτηρίων. Θύμα του εξαγριωμένου πλήθους έπεσε ο αρχιεπίσκοπος Simon Sudbury. Ακολούθησε καταστροφή του Savoy, του παλατιού του Ιωάννη της Γάνδης. Ο ίδιος έλειπε στη Σκωτία και παρέμεινε εκεί μέχρι το τέλος των ταραχών.
Το διάστημα 15-17 Ιουνίου οι ταραχές εξαπλώθηκαν σε όλη την νότια πλευρά του νησιού. Η αντιμετώπισή τους ανέδειξε τον νεαρό βασιλιά Ριχάρδο Β’ σε ικανό ηγέτη. Αξιοποιώντας την ορμητικότητα της νεότητάς του κατάφερε να καταπνίξει την εξέγερση στο Λονδίνο. Συνέλαβε τους ηγέτες Tyler και Ball και τους εκτέλεσε. Στην συνέχεια επέβαλε την τάξη στις εξεγερμένες περιοχές. Η εξέγερση είχε έντονα αντιεκκλησιαστικό χαρακτήρα. Τα αποτελέσματά της ήταν πενιχρά, ωστόσο κατάφερε να σπείρει τον τρόμο στις αρχές λόγω της έκτασης των γεγονότων. Ο απόηχός της κράτησε για τον επόμενο μισό αιώνα. Ειπώθηκε, και όχι άδικα, ότι αιτία του ξεσηκωμού του πλήθους ήταν τα αντιδραστικά κηρύγματα του Wyclif[29]. Πράγματι, το προηγούμενο διάστημα οι «ευαγγελιστές» των ιδεών του όργωναν τις περιοχές που ξεσηκώθηκαν, γεμίζοντας τα μυαλά τους με τις ιδέες τις μεταρρύθμισης και τις καρδιές τους μίσος για την καθεστώσα παπική εκκλησία. Το λυντσάρισμα του αρχιεπισκόπου δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις. Ούτε και το σχόλιο του Wyclif, ο οποίος είπε ότι οι εξεγερμένοι έδρασαν «λίγο έξω από τον νόμο[30]».
Ερωτηματικά γεννά η στάση του Ιωάννη της Γάνδης. Η απουσία του, αν και δικαιολογημένη, μπορεί να σημαίνει ότι ήταν γνώστης των όσων επρόκειτο να επακολουθήσουν. Δεν πρόκειται για ευφάνταστη υπόθεση. Κανονικά, αυτό που όφειλε ήταν να επιστρέψει αμέσως στην έδρα της κυβερνήσεως. Δεν το έπραξε και μπορούμε να δούμε την σκοπιμότητα πίσω από αυτή τη στάση του. Πιθανόν να πίστευε ότι θα μπορούσε να ελέγχει καλύτερα έναν νεαρό τρομοκρατημένο βασιλιά, αλλά ο Ριχάρδος απέδειξε ότι απείχε πολύ από το να είναι τέτοιος. Κρίνοντας εκ των υστέρων και έχοντας υπόψη τα γεγονότα που ακολούθησαν και ειδικά την ανάληψη της εξουσίας το 1387 από συμβούλιο αριστοκρατών γνωστό ως το Εφετείο των Λόρδων (Lords Apellant), μπορούμε να πούμε ότι ο σφετερισμός της εξουσίας του νεαρού Ριχάρδου απασχολούσε τη σκέψη του Ιωάννη.
Η διδασκαλία του Wyclif είχε έντονα μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα και γι’ αυτό είχε ευρεία απήχηση στο ήδη δυσαρεστημένο πλήθος. Μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες κρίσης και ο Ιωάννης της Γάνδης, μαζί με όσους επιθυμούσαν να επωφεληθούν από αλλαγές του πολιτικοθρησκευτικού κατεστημένου, έβλεπε ευμενώς τη δράση του. Είναι απλό να το καταλάβει κανείς και να κατανοήσει την συμπαιγνία. Ο Wyclif και οι Λολλάρδοι, μπορούσαν να διδάσκουν την μεταρρύθμιση, μπορούσαν να υποδαυλίσουν το πλήθος για να την απαιτήσει, αλλά δεν μπορούσαν να την καθορίσουν. Εκ των πραγμάτων, στις θέσεις που μπορούσαν ν’ αποφασίσουν για το τι αλλαγές και τι μεταρρυθμίσεις θα γίνουν κάθονταν οι αριστοκράτες. Μέσω της μεταρρύθμισης θα έβγαιναν αυτοί ωφελημένοι, διότι θα στερούσαν από το Στέμμα και την παπική εκκλησία την εξουσία . Συνεπώς, η μεταρρύθμιση ξεκίνησε μεν ως εκκλησιαστικό θέμα, βασισμένο στην κακοδοξία και την κακοπραγία του παπισμού, εξαιτίας της αίρεσης και του παποκαισαρισμού, κατέληξε όμως να είναι ζήτημα πολιτικό, γι’ αυτό και ήταν οι πολιτικές εξελίξεις αυτές που θα την ευνοούσαν αργότερα να επικρατήσει.
Η εξέγερση των χωρικών όπως συνέβη εδώ και όπως θα συμβεί αργότερα, την εποχή του Λούθηρου, αποδείχθηκε υποκινούμενη. Η χρησιμότητά της εστιάζεται σε δύο σημεία˙ πρώτον, σκόπευε ν’ αποτελέσει μοχλό πίεσης προς τις αρχές και ίσως τα κατάφερνε, αν ο Ριχάρδος δεν την κατέστειλε με επιτυχία˙ δεύτερον, μέσω της τρομοκρατίας – ο αναγνώστης καλείται να θυμηθεί ότι η τρομοκρατία ακολουθεί τις περισσότερες μεγάλες επαναστάσεις της παγκόσμιας ιστορίας – σκόπευε να πείσει το υπόλοιπο της κοινωνίας ν’ αποδεχθεί την μεταρρυθμιστική ιδεολογία και τις αλλαγές. Το 1381 δεν ήταν ο κατάλληλος χρόνος για να πετύχει κάτι τέτοιο.
8.7.10. Η Σύνοδος του σεισμού το 1382
Τον Sudbury αντικατέστησε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ο William Courtenay, ο επίσκοπος Λονδίνου. Εκλέχθηκε τον Ιανουάριο του 1382, έπρεπε όμως να περιμένει μέχρι τον Μάιο να του στείλει το pallium ο πάπας, για ν’ αναλάβει τα καθήκοντά του. Αυτός ήταν αποφασισμένος να καταδικάσει τον Wyclif και τις ιδέες του και να ξεριζώσει την αίρεση από την Οξφόρδη. Συγκάλεσε γι’ αυτόν τον σκοπό μια σύνοδο, στο μοναστήρι των Δομινικανών (γνωστών και ως μαύρων μοναχών λόγω του ότι συνέχιζαν την παράδοση και φορούσαν μαύρα ράσα) στο Λονδίνο. Στη σύνοδο συμμετείχαν επτά ακόμη επίσκοποι, είκοσι δύο καθηγητές θεολόγοι και δεκατέσσερις καθηγητές του αστικού και κανονικού δικαίου.
Οι εργασίες της συνόδου ξεκίνησαν στις 17 Μαΐου, οπότε και ο Courtenay διένειμε στους συνέδρους 24 θέσεις του Wyclif που έπρεπε να εξεταστούν. Η επόμενη συνεδρίαση έγινε στις 21 Μαΐου, όταν πια οι σύνεδροι έπρεπε να γνωμοδοτήσουν για τις θέσεις που διάβασαν. Την ημέρα εκείνη το Λονδίνο ταρακουνήθηκε από ισχυρό σεισμό, οπότε οι σύνεδροι ταράχθηκαν. Ο Courtenay ανέλαβε να διασκεδάσει τις ανησυχίες:
«Διότι, όπως είναι εγκλωβισμένα στα κοιλώματα της γης ο αέρας και το πνεύμα της μόλυνσης, τα οποία απελευθερώνονται μέσω κάποιου σεισμού, μέσω του οποίου η γη καθαρίζεται, όχι χωρίς μεγάλη βία, έτσι και πριν ήταν κρυμμένες στις καρδιές των αδόκιμων πολλές αιρέσεις, από τις οποίες το βασίλειο καθαρίστηκε μετά την καταδίκη τους, όχι όμως χωρίς κόπο και μεγάλη προσπάθεια[31].»
Στην συνέχεια καταδικάστηκαν οι απόψεις του Wyclif που αφορούσαν την άρνηση της αποτελεσματικότητας της Θείας Ευχαριστίας στη σωτηρία του ανθρώπου, την άρνηση του αιρετικού παπικού δόγματος της μετουσίωσης, την άρνηση της εξουσίας του πάπα και την άρνηση της εγκυρότητας των μυστηρίων όταν τελούνταν από αμαρτωλό ιερέα. Η τελευταία αυτή δονατιστική άποψη φανερώνει το πόσο απείχε η θεολογία του Wyclif από αυτή του Αυγουστίνου . Τονίζεται το σημείο αυτό, διότι πολλοί ακόμη και σήμερα θεωρούν ότι ο Wyclif ακολουθούσε τον άγιο Αυγουστίνο, στηριζόμενοι στις φιλοσοφικές προϋποθέσεις και των δύο. Ο Wyclif αποκήρυξε τις αποφάσεις της συνόδου. Ωστόσο αυτές επικυρώθηκαν από το Στέμμα, οπότε ο αρχιεπίσκοπος είχε στα χέρια του την νομιμότητα να διώξει τον Wyclif και τους οπαδούς του. Την αιρετική παράδοση συνέχιζε στην Οξφόρδη ο Philip Repingdon, ο οποίος στρατολογούσε εκεί νέους «ευαγγελιστές» για τους Λολλάρδους. Ο πρύτανης της Οξφόρδης δεν δέχθηκε την παρέμβαση του αρχιεπισκόπου. Για την στάση του αυτή κλήθηκε να λογοδοτήσει σε μια δεύτερη σύνοδο, στις 12 Ιουνίου του 1382, και αναγκάστηκε να ενδώσει. Στην ίδια σύνοδο κλήθηκαν για απολογία ο Repingdon και ο βοηθός του John Aston. Τους ζητήθηκε να μετανοήσουν, αρνήθηκαν και αφορίστηκαν. Η άρνηση της μετάνοιας για κακοδοξίες του Wyclif συνεπάγονταν αφορισμό και αυτό ήταν όνειδος για κάθε ακαδημαϊκό της εποχής. Έτσι, όσοι ασπάζονταν τις απόψεις του έπρεπε είτε να μετανοήσουν, είτε να εγκαταλείψουν την Οξφόρδη. Το πανεπιστήμιο απαλλάχθηκε από την επιρροή του.
8.7.11. Τα τελευταία χρόνια
Μετά την απομάκρυνσή του από την Οξφόρδη, ο Wyclif επιδόθηκε στην συγγραφή νέων έργων και στην αναθεώρηση των παλαιών. Σε αυτή την περίοδο δεν ανέλαβε μακροσκελή συγγράμματα, διότι το τέλος ήταν κοντά. Προτιμούσε σύντομα πολεμικά έργα, που αφορούσαν τα προβλήματα του παπισμού. Αρκετά είχαν στόχο τον ίδιο τον πάπα και τους μοναχούς. Άλλα αφορούσαν τα τρέχοντα εκκλησιαστικά γεγονότα, όπως το Δυτικό Μεγάλο Σχίσμα.
Στα πλαίσια της αντίθεσης των Άγγλων επισκόπων προς τον γαλλόφιλο πάπα, ο επίσκοπος Norwich Henry Despenser ανέλαβε μια εκστρατεία στη Γαλλία, για να πολεμήσει τους υποστηρικτές του Κλήμεντος VII. Ο Despenser ηγούνταν στρατού μισθοφόρων και άλλων καθαρμάτων, οι οποίοι επιδόθηκαν σε λεηλασίες, φόνους και πυρπολήσεις στην περιοχή της Φλάνδρας το καλοκαίρι του 1383. Όταν έφτασε στην περιοχή ο γαλλικός στρατός, οι μισθοφόροι οπισθοχώρησαν και ο επίσκοπος επέστρεψε ντροπιασμένος στην Αγγλία. Ο Wyclif δεν έχασε την ευκαιρία να επιτεθεί στον πολεμοχαρή επίσκοπο με το έργο του «Κατά του πολέμου των κληρικών».
Από τα τελευταία του έργα είναι το «Trialogus»[32]. Πρόκειται για μια σύνοψη όλων των φιλοσοφικών και θεολογικών απόψεών του από τα πρώτα ακαδημαϊκά του χρόνια μέχρι την εποχή που γράφτηκε. Έχει τη μορφή διαλόγου μεταξύ τριών προσώπων˙ της Αλήθειας, της Φρόνησης και του Ψεύτη. Τελευταίο έργο του είναι το «Opus Evangelicum», μια ερμηνεία στα Κατά Ματθαίον 5-7, 23-25 και Κατά Ιωάννην 13-17. Σκοπός του έργου δεν ήταν η ερμηνεία αυτή καθ’ εαυτή, αλλά η αντιμοναχική και αντιπαπική πολεμική. Οι τελευταίοι δύο τόμοι ονομάζονται «Περί του Αντιχρίστου». Σ’ αυτό ο πάπας αντιστοιχίζεται στον Αντίχριστο, ωστόσο παραδέχεται ότι:
«Οποιοδήποτε πρόσωπο, είτε άτομο είτε ομάδα, το οποίο είναι εναντίον του Χριστού κατ’ επίγνωση, είναι Αντίχριστος, σύμφωνα με την Γραφή[33].»
Τον Ιούνιο του 1382 υπέστη το πρώτο εγκεφαλικό. Παρότι, οι κινητικές του δεξιότητες περιορίστηκαν και είχε στην υπηρεσία του έναν βοηθό, τον John Horn, συνέχισε να συγγράφει μέχρι τέλους. Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1384 υπέστη και δεύτερο. Κατά την διάρκεια της Θ. Ευχαριστίας και τη στιγμή που ο ιερέας ύψωσε την όστια, ο Wyclif σωριάστηκε παράλυτος και ανίκανος να μιλήσει. Πέθανε τρείς μέρες αργότερα, στις 31 Δεκεμβρίου.
Η διδασκαλία του και τα γραπτά του καταδικάστηκαν από την Σύνοδο της Κωνσταντίας του 1415. Στην ίδια Σύνοδο καταδικάστηκε και ένας άλλος ακαδημαϊκός, ο οποίος επηρεάστηκε βαθύτατα από το έργο του, ο Ιωάννης Ούσιος (Jan Hus). Η Σύνοδος τον αναθεμάτισε ως αιρεσιάρχη και διέταξε την εκταφή και το κάψιμο των οστών του. Η απόφαση πάρθηκε στις 4 Μαΐου του 1415, αλλά δεν εκτελέστηκε παρά την άνοιξη του 1428, επειδή ο αρμόδιος επίσκοπος του Lincoln, Philip Repingdon, δεν ήθελε να το κάνει.
Δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε ότι η διδασκαλία του Wyclif επηρέασε σημαντικά την ιστορία της Αγγλίας μέσω της αίρεσης των Λολλάρδων. Επίσης, βρήκε τον δρόμο της μέσα από ακαδημαϊκούς διαύλους για την ηπειρωτική Ευρώπη, όπου επέδρασε σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη αντίστοιχης διδασκαλίας από τους Ιωάννη Ούσιο και Ιερώνυμο της Πράγας. Σ’ αυτό συνέβαλε σε πολιτικό επίπεδο ο γάμος του Ριχάρδου Β’ με την Άννα της Βοημίας. Αυτό που φάνηκε καθαρά από όσα ειπώθηκαν μέχρι στιγμής είναι το ότι οι πολιτικές σκοπιμότητες επέλεξαν να προσεταιρισθούν την αίρεση στην παρούσα φάση. Αυτό δεν έγινε χωρίς λόγο, αντίθετα ήταν ο παποκαισαρισμός του Ρώμης και οι πολιτικές επιδιώξεις του ιδίου και των εκπροσώπων του ο παράγοντας, που υποδαύλισε έμμεσα μια τέτοια εξέλιξη .
* * * * * *
[1] Chronica de Lanercost, ed. J. Stevenson, Edinbourgh 1839, p.30.
[2] Με αυτή την θεώρηση J. E. Healey, John of Gaunt and John Wyclif, Canadian Catholic Historical Association, Report 29 (1962), 41-42.
[3] Fasciculi Zizianorum magistri Johannis Wyclif cum tritico, ed. W. W. Shirley, στη σειρά Rerum Britannicarum Medii Aevi Scriptores 5, London 1858.
[4] Kenneth B. McFarlane, John Wyclife and the Beginnings of English Non-conformity, London 1952, 9.
[5] Joseph H. Dahmus, John Wyclif and the English Government, in Speculum 35 (1960), 68.
[6] Malcolm Lambert, Medieval Heresy, p.249.
[7] http://en.wikipedia.org/wiki/Ghent
[8] Jonathan Sumption, The Hundred Years War: III Divided Houses, London 2009, p. 274.
[9] Stephen Lahey, John Wyclif, Oxford 2009, p. 8.
[10] H. B. Workman, John Wyclif, a Study of the English Medieval Church, Oxford 1926, vol. 1 p. 254.
[11] Εκτιμήσεις και βιβλιογραφία στο Stephen Lahey, John Wyclif, Oxford 2009, p. 4 & p. 246 n.2. Ενδεικτική βιβλιογραφία βιογραφιών του Wyclif˙ H. B. Workman, John Wyclif: A Study of the English Medieval Church, Oxford 1926, 2 vols. Joseph Dahmus, The Persecution of John Wyclif, New Haven 1952 (ύστερα χρόνια). J. A. Robson, Wyclif and the Oxford Schools, Cambridge 1966 (τα χρόνια στην Οξφόρδη).
[12] Stephen Lahey, John Wyclif, p. 4.
[13] Και οι δύο Κατηχήσεις, του Thoresby και των Λολλάρδων, υπάρχουν στο The Lay Folk ’s Catechism, ed. T. F. Simon- H. E. Nolloth, EETS 118 (London 1901).
[14] Stephen Lahey, John Wyclif,… p.15.
[15] Polycronicon Ranulphi Higden monachi cestrensis with an English translation of John Trevisa and of an unknown writer of the 15th c., ed. Joseph Rawson Lumby, (9 volumes) vol.8 (London 1882) p. 380: “Circa principium mensis Augusti missi fuerunt ad villam de Bruges episcopus Bangorensis et Willelmus Burton, de quibus supra fit mentio, cum uno magistro in theologia et uno legume doctore et duobus juris regni peritis, ad tractandum super diversis pendentibus in discordia inter regem Angliae et papam” .
[16] Stephen Lahey, John Wyclif,… p.16.
[17] Για την πολιτική θεωρία του Wyclif ως απόρροια της μεταφυσικής του βλ. Stephen Lahey, John Wyclif,…, ch. 4 pp.102-134 και του ιδίου, Philosophy and Politics in the Thought of John Wyclif, Cambridge 2003. Παλαιότεροι μελετητές προσπερνούσαν το θέμα διότι πίστευαν ότι το μοναδικό αντίγραφο του De Dominium δεν είχε σωθεί ολοκληρωμένο. Εμείς θα επεκταθούμε στο θέμα στο Β’ Μέρος.
[18] De Dominio I.1 & I.6. Κατά τον W. Thompson το De Dominio ξεκίνησε το 1373 και ολοκληρώθηκε αργότερα. Πάντως μπορεί να γίνει δεκτό ότι ολοκληρώθηκε το 1373, αλλά ξαναδουλεύτηκε κατά την προσφιλή τακτική του Wyclif.
[19] Chronicon Anglie XI, η παραπομπή από το Joseph Dahmus, The Prosecution of John Wyclif, …p. 18.
[20] Kenneth B. McFarlane, John Wyclife…, p. 70.
[21] Anonimalle Chronicon CIII: “mesme celle temps de parlement comensat une graunte debate parentre le duk de Loncastre et citisayans de Loundres par cause qe une meastre de divynite meastre Johan Wycliff nome, avoit preche en Londres et aliours come home arage diverses poyntes encontre le clergie”.
[22] Stephen Lahey, John Wyclif,… p.18.
[23] J. H. Dahmus, John Wyclif and the English Government, in Speculum XXXV (1960), 55.
[24] Ο Sir Lewis Clifford ήταν ένας από τους επτά ιππότες σε υψηλόβαθμες θέσεις που κατηγορήθηκαν ως Λολλάρδοι τις πρώτες μέρες της σέκτας. S. Lahey, John Wyclif, …, p. 20.
[25] Ο Πύργος του Λονδίνου ήταν η κρατική φυλακή.
[26] The St Alban’s Chronicle, Volume I 1376-1394, The Chronica Maiora of Thomas Walsingham, eds Taylor-Childs-Watkiss, στη σειρά Oxford Medieval Texts, Oxford University Press 2003, pp. 241-3.
[27] Η επιχειρηματολογία του Wyclif παρουσιάζεται στο έβδομο κεφάλαιο του De Ecclesia. Γίνεται φανερό ότι αντιμετωπίζει το θέμα ως θεολόγος, ενώ θα έπρεπε να το χειριστεί ως νομικός.
[28] De Ecclesia XII.266.
[29] Η σχέση των ηγετών της επανάστασης, ειδικά του John Ball, με τον Wyclif, μαρτυρείται από τους σύγχρονους χρονογράφους, όπως ο Thomas Walsingham, βλ. The St Alban’s Chronicle, p. . Υπέρ της άποψης με προϋποθέσεις τάσσεται η Anne Hudson, Premature Reformation: Wycliffite Texts and Lollard History, Oxford 1988, p.69. Το θέμα εξετάζεται στα Michael Wilks, Reformatio Regni: Wyclif and Hus as Leaders of Religious Protest Movements, in Studies in Church History 9 (1972), 109-130˙ του ιδίου, Wyclif and the Great Persecution, in Studies in Church History Subsidia 10 (1994), 39-63.
[30] De Blasphemia XIII, 190.
[31] Fasciculi Zizaniorum 272-3, μετάφραση Joseph Dahmus, The Persecution…, 93.
[32] Johannis Wiclif Trialogus cum Supplemento Trialogi, ed. Gotthard Lechler, Oxford 1869.
[33] Opus Evangelicum III 107.19-22.
(Πηγή: «John Wyclif – Ο Εωσφόρος της Μεταρρύθμισης», Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου )
8.8 JOHN WYCLIF B’ – Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Η ακαδημαϊκή ιδιότητα του John Wyclif είχε δύο πλευρές, του φιλοσόφου και του θεολόγου. Στο παρόν θ’ αποφύγουμε να υπεισέλθουμε στα θέματα της διδασκαλίας του που αφορούν την φιλοσοφία (κυρίως θέματα λογικής και μεταφυσικής), διότι η αναγκαία παρουσίασή τους μέσα στο πλαίσιο της μεσαιωνικής τους εξέλιξης θα ξέφευγε από τους σκοπούς αυτής της εργασίας. Θα παρουσιάσουμε την διδασκαλία του Wyclif στα τρία εκείνα θέματα που έπεισαν τον John Bale[1] ότι ήταν αυτός ο Εωσφόρος της Μεταρρύθμισης . Τα υπό εξέταση θέματα είναι η διδασκαλία του περί του Dominium (πολιτική θεωρία με βάσεις στη θεολογία), περί του απόλυτου προορισμού και περί της Αγίας Γραφής .
8.8.1 Dominium – Κυριότητα και Κυριαρχία
Το 1373 ο Wyclif αποφάσισε να στρέψει την ακαδημαϊκή του σκέψη από την φιλοσοφία στην θεολογία. Βέβαια, μέχρι τότε και στο βαθμό που οι δύο τομείς αλληλεπιδρούσαν στο νου του μεσαιωνικού στοχαστή, ο καθορισμός της διδασκαλίας του σε θέματα μεταφυσικά ήταν μια άλλη έκφραση της θεολογικής του σκέψης. Ο στοχασμός, όμως, παρέμενε σε καθαρά θεωρητικά θέματα. Η απόφαση δηλαδή του 1373 προανήγγειλε την ενασχόληση του με θέματα περισσότερο πρακτικά[2]. Η βάση της θεολογικής σκέψης του Wyclif παρέμενε ο μεσαιωνικός ρεαλισμός (πραγματισμός). Παραπαίοντας μεταξύ των δύο ακραίων τάσεων της εποχής, εκφραστές των οποίων είναι οι Grosseteste και Ockham, ο Wyclif έθεσε το dominium που καθορίζει την σχέση του Θεού με την δημιουργία, ως αρχέτυπο του ανθρώπινου dominium, είτε αυτό παρουσιαζόταν ως κυριαρχία του βασιλιά, του φεουδάρχη ή του ιερέα. Παρόμοιες θεωρίες προϋπήρχαν του Wyclif, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω. Η διαφορά είναι ότι οι πρόδρομοι στοχαστές δεν έβλεπαν το Dominium με μεταφυσικούς όρους. Σε αντίθεση μ’ αυτούς ο Wyclif έβλεπε το dominium μέσα στα πλαίσια της ρεαλιστικής οντολογίας, ως καθολικό αρχέτυπο.
Τι είναι όμως το dominium; Ο Wyclif για να το καθορίσει χρησιμοποίησε έννοιες του ρωμαϊκού δίκαιου, όπως οι propietas (ιδιοκτησία), iurisdictio (δικαιοδοσία), ius (δικαίωμα). Και πάλι είναι δύσκολο για τον άνθρωπο που δεν είναι συνηθισμένος στους θεσμούς της φεουδαρχικής Ευρώπης να το κατανοήσει πλήρως. Η «κυριαρχία» ως έννοια υπεροχής ενός ατόμου επί ενός άλλου και περιέχοντας επίσης τις έννοιες της ιδιοκτησίας και της εξουσίας, ως απορρέοντος δικαιώματος, δίνουν μόνο μία διάσταση του όρου. Στο δίκαιο της φεουδαρχίας, ο φεουδάρχης ήταν ο ιδιοκτήτης της γης. Ταυτόχρονα, από την ιδιοκτησία της γης απέρρεαν και δικαιώματα επί όσων βρίσκονταν επάνω σε αυτή και βέβαια η κυριαρχία επί των ανθρώπων που ζούσαν σ’ αυτή. Κυριαρχία και κυριότητα ήταν συνδεδεμένες με την ιδιοκτησία.
8.8.2 Οι θεωρίες για το Dominium πριν τον Wyclif
Η σύνδεση της προηγούμενης πρότασης συνιστούσε ουσιαστικά τυραννία. Το φεουδαρχικό σύστημα, εκ γενετής, ήταν ένα τυραννικό σύστημα, που προέκυψε μετά την κατάκτηση της ρωμαϊκής Δύσης από τους βάρβαρους. Αργότερα, οι θεωρητικοί της πολιτικής προσπάθησαν να το ωραιοποιήσουν και να του δώσουν θεολογική υποστήριξη. Για παράδειγμα ο Θωμάς Ακινάτης είπε ότι ο άρχοντας του οποίου η εξουσία πήγαζε μόνο από την ιδιοκτησία και δεν στηρίζονταν σε κάποιον καταστατικό θεσμό, ήταν απλά τύραννος [3]. Οι σχολαστικοί συμφώνησαν μαζί του, αλλά τα συμφέροντά τους ήταν συνταγμένα με την πολιτική εξουσία του πάπα, τον κατεξοχήν θεσμικό άρχοντα, γι’ αυτούς. Απέχουν οι εποχές, όπου ο καταστατικός θεσμός θα ήταν το Σύνταγμα.
1. Άγιος Αυγουστίνος: Παρακολουθούμε μια εποχή, όπου ο κάθε παπικός θεολόγος προσπαθεί να ανάγει τις θεωρίες του στον Άγιο Αυγουστίνο. Έτσι γίνεται αναφορά στο «De Civitate Dei» για τον συσχετισμό του πολιτικού δίκαιου και της ιδιοκτησίας με την θεία αρχή. Στο έργο αυτό οι άνθρωποι κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες:
α) στα μέλη της πολιτείας των ανθρώπων, με κίνητρό τους τον εγωισμό, που τους ωθεί μακριά από το θέλημα του Θεού και στην διάπραξη του ιδίου θελήματος, κάτι που συνεπάγεται απομάκρυνση από την θεία δικαιοσύνη, και
β) στα μέλη της πολιτείας του Θεού , με κίνητρο της αγάπη του Θεού και αποτέλεσμα τον αλτρουισμό.
Περί της αρχής στις δύο αυτές πολιτείες ο Άγιος Αυγουστίνος γράφει:
«Στην μία οι άρχοντες και τα έθνη που περιλαμβάνει κυβερνώνται από την φιλαρχία˙ στην άλλη, οι άρχοντες και οι υπήκοοι υπηρετούν ο ένας τον άλλο με αγάπη, οι τελευταίοι υπακούοντας ενώ οι πρώτοι μεριμνούν για όλα[4].»
Με βάση αυτό το σκεπτικό, στην «πολιτεία του Θεού» δεν υπάρχει η έννοια της κυριαρχίας, όπως γίνεται κατανοητή στην «πολιτεία του ανθρώπου» και αυτό διότι η επικυριαρχία είναι μεταπτωτική κατάσταση. Η μόνη αποδεκτή κατά τον Άγιο Αυγουστίνο επικυριαρχία είναι η πατρική, η εξουσία των γονέων επί των παιδιών, διότι πηγάζει από την αγάπη των γονέων. Η πατρική εξουσία γίνεται πρότυπο για την εξουσία των αρχόντων στην «πολιτεία του Θεού».
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ο Άγιος Αυγουστίνος κατανοεί την ιδιοκτησία, ως μεταπτωτική κατάσταση, επίσης. Ωστόσο δεν καταλήγει στην άρνηση της ατομικής ιδιοκτησίας, όπως θα φαντάζονταν κανείς λανθασμένα. Είναι γνωστή η θέση του: «όλα ανήκουν στον δίκαιο[5]». Εκείνο που προτείνει δεν είναι η αποχή από την ιδιοκτησία, αλλά από την αγάπη γι’ αυτήν[6]. Ο Άγιος Αυγουστίνος δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές της θεολογικής σκέψης επί του θέματος, χωρίς να καταλήγει σε μια πολιτική θεωρία. Αυτό ανέλαβαν να το κάνουν αργότερα οι παπικοί χρησιμοποιώντας μεν την αυθεντία του, αποφεύγοντας όμως να παραμείνουν στην ελαστικότητά του.
2. Αιγίδιος της Ρώμης[7]: Το 1301 ο Αιγίδιος ασχολήθηκε με την θεωρητική στήριξη των παπικών θέσεων στην αντιπαράθεση του βασιλιά των Φράγκων Φίλιππου ΙV με τον πάπα Βονιφάτιο VIII. Στην διατριβή του «De Ecclesiastica Potestate» (Περί της Εκκλησιαστικής Εξουσίας) προσπάθησε να υποστηρίξει την απόλυτη ανωτερότητα της παπικής πολιτικής εξουσίας, έναντι κάθε κοσμικής. Ο Αιγίδιος δεν επιλέχθηκε τυχαία γι’ αυτή την αποστολή. Είχε διοριστεί από τον Φίλιππο ΙΙΙ διδάσκαλος του υιού του και του είχε ετοιμάσει ένα έργο, το «De regimine principum», στο οποίο δίδασκε στον νεαρό πρίγκιπα την χρήση των αριστοτελικών αρχών στην άσκηση της βασιλικής εξουσίας. Επίσης στο «De renunciation Papae» επιχειρηματολόγησε υπέρ της εγκυρότητας της παραίτησης του Κελεστίνου και της ανόδου του Βονιφάτιου στην Αγία Έδρα.
Αν και ο Αιγίδιος θεωρούνταν άνθρωπος της φράγκικης αυλής, το «De Ecclesiastica Potestate» εμφανίζεται ως αντιγραφή της παπικής βούλας «Clericos Laicos» (1296), στην οποία ο πάπας απαγόρευε την μεταβίβαση εκκλησιαστικής περιουσίας από τους κληρικούς, χωρίς παπική έγκριση, και της παπικής βούλας Unam Sanctam (1302), όπου η κοσμική εξουσία κηρύχθηκε υποτελής της παπικής. Το έργο του ήταν η θεωρητική επεξήγηση των όσων οι βούλες αυτές διατύπωναν. Ο Αιγίδιος πρότεινε ότι πηγή κάθε πνευματικής και κοσμικής εξουσίας είναι ο παπισμός, τον οποίο εξομοιώνει με ποτάμι, του οποίου παραπόταμοι είναι οι επιμέρους εξουσίες. Πηγή του ποταμού, δηλαδή της παπικής εξουσίας, θέτει τον Θεό, ως θάλασσα:
«Ο Θεός είναι ένα είδος δεξαμενής και ένα είδος θάλασσας δύναμης και εξουσίας, από την οποία θάλασσα πηγάζουν όλες οι δυνάμεις και όλες οι εξουσίες ως ρεύματα[8].»
Στο θέμα της ιδιοκτησίας ο Αιγίδιος ακολουθεί παρόμοιο σκεπτικό. Οποιαδήποτε αξίωση σε θέματα ιδιοκτησίας πηγάζει από την παπική εκκλησία, στο βαθμό που είναι δίκαιη και ο μόνος που μπορεί να εγείρει τέτοιου είδους αξιώσεις είναι ο πιστός υπηρέτης της «εκκλησίας» (δηλ. του πάπα), ο οποίος με την συμμετοχή του στα μυστήρια λαμβάνει την χάρη που θα του επιτρέψει να έχει αξιώσεις. Χωρίς την μυστηριακή χάρη, κατά τον Αιγίδιο, οποιαδήποτε κοσμική εξουσία και ιδιοκτησία είναι κενές περιεχομένου και στερούνται νομιμοποίησης. Εδώ βλέπουμε ότι ο Αιγίδιος συνδέει την κοσμική εξουσία και την ιδιοκτησία σε μία έννοια , χωρίς να χρησιμοποιεί τον όρο «dominium».
3. Πάπας Ιωάννης ΧΧΙΙ: Στο θέμα της ιδιοκτησίας οι Φραγκισκανοί είχαν να πουν πολλά. Το 1269 είχαν απορρίψει κάθε έννοια ιδιοκτησίας (ατομικής ή κοινοκτημοσύνης) με το έργο του Μποναβεντούρα, «Apologia Pauperum» (1269). Γι’ αυτούς η ιδιοκτησία ήταν μια αφύσικη μεταπτωτική κατάσταση και η επαναφορά στην φυσική τάξη προέβλεπε την αποκήρυξή της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνει σχίσμα στους κόλπους του τάγματος και να δημιουργηθούν δύο ομάδες˙ οι «πνευματικοί», αυτοί δηλαδή που υιοθετούσαν την απόλυτη πτώχεια (usus pauper) ως μέσο πνευματικής τελείωσης, και οι «συμβιβαστικοί», αυτοί που έβλεπαν με περισσότερη ελαστικότητα τον κανόνα.
Οι «πνευματικοί» Φραγκισκανοί υπερίσχυσαν αριθμητικά μέχρι το τέλος του ΙΓ’ αι., με αρχηγούς τους Πέτρο-Ιωάννη Olivi και Ubertino de Casale[9]. Ο θόρυβος που προκλήθηκε στους κόλπους του τάγματος τράβηξε την προσοχή της Ρώμης. Ο Κλήμης V εξέτασε το θέμα την περίοδο 1309-1312 και προσπάθησε να βρει την χρυσή τομή για την λειτουργία του τάγματος. Ο διάδοχός του Ιωάννης XXII δεν ακολούθησε το συμβιβαστικό παράδειγμα του προκατόχου του. Η αντιπάθειά του για τους «πνευματικούς» Φραγκισκανούς ήταν έντονη και φοβόταν το αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει μια ενδεχόμενη επικράτησή τους, κυρίως επειδή έξω από την παπική «εκκλησία» καραδοκούσαν οι Βάλδιοι με παρόμοιες ιδέες.
Η αντιρρητική του πάπα Ιωάννη ΧΧΙΙ στηρίζονταν στο ότι η ιδιοκτησία δεν ήταν αφύσικη μεταπτωτική κατάσταση, αλλά δώρο από τον Θεό στον Αδάμ. Από την άλλη, η χάρις της «εκκλησίας» (δηλ. η σύνταξη με τον πάπα) παρέχει την απαιτούμενη ευλογία και δικαίωση και μ’ αυτήν ο ιδιοκτήτης θέτει την ιδιοκτησία του υπό της ασυλία του dominium του Θεού. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι σ’ αυτήν την περίπτωση συνδέονται με το dominium οι έννοιες της iurisdictio & proprietas, και το θείο dominium δίνει τη βάση για κάθε ανθρώπινο dominium. Αυτή την ιδέα θα επαναλάβει αργότερα ο John Wyclif και σε συνδυασμό με τα επιχειρήματα των Φραγκισκανών (πρόκειται για αντίφαση εφόσον η ιδέα αυτή χρησιμοποιήθηκε για ν’ αντικρούσει τα επιχειρήματα των Φραγκισκανών) θα καταλήξει στα ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα από αυτά που επιδίωκε ο πάπας[10].
4. Richard Fitzralph: Την εποχή εκείνη οι Φραγκισκανοί παρείχαν ποιμαντικό έργο, ανεξάρτητο από την επίβλεψη του επισκόπου της επαρχίας, στην οποία δραστηριοποιούνταν. Αυτό έδωσε την κατάλληλη επιχειρηματολογία στους πολέμιους του επαιτικού ιδεώδους[11]. Πού στηριζόταν η νομιμοποίησή τους, όταν οι ίδιοι δεν υπόκειντο στην αρμοδιότητα του επισκόπου; Από πού λάμβαναν την εξουσία να τελούν μυστήρια; Το θέμα βρίσκει αντικείμενο συζήτησης στον παπισμό, επειδή ο παπικός ιερέας τελεί τα μυστήρια, όχι ως λειτουργός, αλλά ως έχων ο ίδιος εξουσία.
Ο Richard Fitzralph, Ιρλανδός Θεολόγος, καγκελάριος στην Οξφόρδη και υπέρμαχος του παπισμού της Αβινιόν, έγραψε το «De Pauperie Salvatoris», έργο που ξεκίνησε στην Αβινιόν και συνέχισε στην Armagh, επαρχία της πατρίδας του, όπου υπηρέτησε ως αρχιεπίσκοπος. Έφερε το έργο στην Οξφόρδη το 1356 και παρέδωσε μια σειρά έξι διαλέξεων επί του θέματος της νομιμοποίησης των επαιτικών ταγμάτων. Οι ομιλίες του είχαν ως αποτέλεσμα την αντίδραση των ταγμάτων και το ζήτημα ήρθε ενώπιον του βασιλιά. Ο Εδουάρδος ΙΙΙ διέταξε την παραμονή του Fitzralph στην Αγγλία, ωστόσο ο τελευταίος δεν υπάκουσε και πήγε στην Αβινιόν, όπου και έγραψε το όγδοο και τελευταίο βιβλίο του «De Pauperie» το 1360[12].
Ο κεντρικός προβληματισμός του Fitzralph ήταν ο εξής: νομιμοποιείται ο Φραγκισκανός ή όποιος άλλος μοναχός επαιτικού τάγματος, ο οποίος αποποιείται κάθε έννοια ιδιοκτησίας, να κάνει χρήση της ιδιοκτησίας κάποιου άλλου – και στην συγκεκριμένη περίπτωση της ιδιοκτησίας του οικείου επισκόπου – χωρίς ν’ αναλαμβάνει και τις ανάλογες υποχρεώσεις; Γιατί στην περίπτωση αυτή να μην μεταφέρονται και οι υποχρεώσεις μαζί με το δικαίωμα χρήσης; Εφόσον οι μοναχοί βασίζονται στο δίκαιο του ιδιοκτήτη των όσων χρησιμοποιούν θα πρέπει να υπόκεινται στους ίδιους νόμους που αφορούν αυτόν, και εφόσον χρησιμοποιούν εκκλησιαστική περιουσία θα πρέπει να υπόκεινται στο κανονικό δίκαιο, οπότε θα πρέπει να υπακούουν στην ιεραρχία.
Η θέση του Fitzralph για το dominium ήταν ότι πρώτον αυτό για να είναι δίκαιο θα πρέπει να πηγάζει από το θείο dominium, και δεύτερον ότι η χάρις είναι που νομιμοποιεί το ανθρώπινο dominium. Αν και ο Fitzralph δεν σκόπευε να καταλήξει σε πολιτική θεωρία και ενδιαφέρονταν κυρίως για την ιδιοκτησία, η ενασχόληση με τα δικαιώματα χρήσης τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η πολιτική εξουσία ασκείται κατά παραχώρηση της εκκλησιαστικής εξουσίας. Το σκεπτικό του ήταν ότι η αυθεντική εξουσία είναι απόρροια της δημιουργικής πράξης και εν συνεχεία της θείας πρόνοιας δια της οποίας κυβερνάται το σύμπαν από τον Θεό. Ο άνθρωπος, ως λογικό ον, κάνει χρήση της δημιουργίας, και κατά συνέπεια μαζί με την χρήση αναλαμβάνει και την υποχρέωση της υποταγής στην θεία εξουσία, στην οποία είναι υπόλογη κάθε ανθρώπινη εξουσία.
Με την προπατορική αμαρτία η παραχώρηση της χρήσης της δημιουργίας στερήθηκε της χάριτος, συνεπώς και της νομιμοποίησης, αλλά ο άνθρωπος δεν στερήθηκε της δυνατότητας χρήσης. Παρόλα αυτά ο Fitzralph υποστήριξε ότι υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις όπου στο ανθρώπινο dominium εκχέεται η χάρις και το νομιμοποιεί, χωρίς να καθορίζει ποιες είναι αυτές. Εκείνο που τις διακρίνει είναι η άσκηση της caritas, του νόμου της αγάπης, που χαρακτηρίζει το θείο dominium. Η χάρις είναι ο απαραίτητος παράγοντας νομιμοποίησης που θέτει αναγκαστικά κάθε κοσμική εξουσία υπό εκκλησιαστική αναγνώριση, κατά τον Fitzralph.
8.8.3 Το dominium κατά τον Wyclif
Γίνεται κατανοητό, από όσα ειπώθηκαν στο Α’ Μέρος για τις σχέσεις του Wyclif με το πολιτικό κατεστημένο της πατρίδας του, ότι ο ρόλος του ήταν η αντιμετώπιση του επιχειρημάτων του Fitzralph, και κατ’ επέκταση των αξιώσεων του παπισμού επί της κοσμικής εξουσίας, ώστε η τελευταία να μπορέσει ν’ απαγκιστρωθεί από την παπική πατρωνία.
1. De Dominio Divino: Για τον Wyclif το θείο dominium είναι η γενική αιτία και προϋπόθεση για κάθε άλλο dominium.
«Αν ένα δημιούργημα έχει dominium πάνω σε κάτι, τότε ο Θεός ήδη έχει dominium πάνω σε αυτό, οπότε κάθε δημιουργημένο dominium ακολουθεί το θείο dominium[13].»
Ως γενική αιτία, το θείο dominium είναι πολύ παραπάνω από ένα απλό παράδειγμα. Μεταβιβάζεται μέσω της χάριτος στους ανθρώπινους κυρίαρχους, στους οποίους ενσταλάζει την caritas. Η caritas χαρακτηρίζει την κάθε τους πράξη σε περίπτωση δίκαιου dominium. Το θείο dominium έχει έξι πτυχές˙ οι τρεις χαρακτηρίζουν την φύση του, δηλ. δημιουργία, συντήρηση και διακυβέρνηση, και οι άλλες την ποιότητά του, δηλ. δούναι, λαβείν και παραχωρείν. Η δημιουργία είναι μοναδικό χαρακτηριστικό του θείου dominium, το καθιστά αυθεντικό και πηγή κάθε άλλου δημιουργημένου dominium. Επειδή οι ιδέες προηγούνται των δημιουργημένων αντιτύπων τους και κατά συνέπεια η ιδέα της ανθρωπότητας προηγείται της γέννησης κάθε ξεχωριστού ατόμου, η δημιουργία, συντήρηση και διακυβέρνηση της ανθρωπότητας από τον Θεό προηγείται της γνώσης και πρόνοιας αυτού για κάθε άτομο ξεχωριστά . Κατ’ ουσίαν ο Wyclif εισάγει χρόνο στην πρόγνωση του Θεού και αυτό θα τον οδηγήσει στον απόλυτο προορισμό, όπως θα δούμε παρακάτω .
Σημαντικές στην ανάπτυξη της πολιτικής θεωρίας του είναι οι τρεις επόμενες πτυχές του θείου dominium, το δούναι, λαβείν και παραχωρείν. Αυτές παρέχουν τα συστατικά στοιχεία του ανθρώπινου dominium. Ακολουθώντας την αδυναμία των δυτικών να καταλάβουν την διάκριση θείας ουσίας και θείων ενεργειών, ο Wyclif θεωρεί ότι επειδή είναι αδύνατον ο Θεός να δώσει ή να πάρει κάτι από την θεία ουσία του στην δημιουργία, το μόνο που μένει ως πραγματική σχέση Θεού και δημιουργίας είναι η παραχώρηση, οπότε ο,τιδήποτε ο άνθρωπος θεωρεί ως δικό του είναι στην πραγματικότητα παραχωρημένο από τη θεία αυθεντία, μέσω της χάριτος. Κάθε ανθρώπινο dominium είναι, κατ’ αυτό τον τρόπο, παραχωρημένο από το Θεό μέσω της χάριτος .
Δύο σημεία της θέσης του Wyclif, ζωτικά για την ανάπτυξη της θεωρίας του είναι, πρώτον ότι ο Θεός παραχωρεί την χάρη του κατ’ αξίαν:
«... είναι αδιάλλακτος νόμος του Θεού το ότι κανείς δεν επιβραβεύεται με ευλογία εκτός και αν την αξίζει[14].»
Δεύτερον, ακολουθώντας την παπική κακοδοξία περί κτιστών ενεργειών του Θεού, αυτός που λαμβάνει τη χάρη, λαμβάνει κατά παραχώρηση κτιστή χάρη σε κάθε περίπτωση ανθρώπινου dominium, που διαφέρει αν και στηρίζεται στην άκτιστη χάρη του Αγ. Πνεύματος (κατά τους παπικούς πάντα). Συνεπώς, κανένας κοσμικός άρχοντας δεν είναι στην πραγματικότητα «κύριος», αλλά υπηρέτης και οικονόμος χάριτι Θεού[15]. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται κανέναν μεσολαβητή, αλλά η κτιστή χάρις του παραχωρείται απευθείας από τον Θεό, κατ’ αξίαν. Με αυτό τον τρόπο ο Wyclif απαλείφει την παπική αξίωση για τον διορισμό των αρχόντων από τον πάπα.
2. De Civili Dominium[16]: Ο Wyclif διαχωρίζει τρεις πτυχές του ανθρώπινου dominium˙ το φυσικό, το πολιτικό και το ευαγγελικό. Ορίζει το πολιτικό dominium ως την ιδιοκτησιακή κυριότητα που θα μπορούσε να έχει ο άνθρωπος (εξαιρούνται οι μοναχοί), θεωρούμενος ως οδοιπόρος σε αυτή τη σύντομη ζωή, πάνω σε αγαθά και σύμφωνα με το ισχύον ανθρώπινο δίκαιο[17]. Πριν την Πτώση ίσχυε η κοινοκτημοσύνη, καθώς ο εγωισμός ήταν άγνωστος στον άνθρωπο. Μετά την Πτώση ο Wyclif διακρίνει τρεις περιπτώσεις χρήσης˙ αυτήν που απορρέει από το αστικό δίκαιο λόγο άμεσης κυριότητας, την χρήση χωρίς κυριότητα και την ευαγγελική χρήση. Αυτά τα νομικά καθεστώτα οδηγούν αναγκαστικά, κατά τον Wyclif σε δύο δομές διακυβέρνησης, την μοναρχία και την αριστοκρατία. Ως αριστοκρατία αντιλαμβάνεται το σύστημα των Κριτών που αναφέρεται στο ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Την θεωρεί προτιμότερη διότι ομοιάζει στην κατάσταση που προϋπήρχε της Πτώσης, ωστόσο πιστεύει ότι είναι ανεφάρμοστη στην παρούσα κατάσταση.
Δέχεται ως αναγκαία μορφή διακυβέρνησης του μεταπτωτικού κόσμου την μοναρχία για δύο λόγους. Πρώτον για την διατήρηση της τάξης στην πολιτική δράση, από μία απόλυτη νομοθετική αυθεντία. Δεύτερον, λόγω της Πτώσης δεν μπορούν όλοι να κυβερνήσουν. Η δεύτερη πρόταση εισάγει ελιτισμό στην μοναρχία και στην πραγματικότητα αναιρεί την αριστοτελική πολιτική αρετή. Το De Civili Dominium ξεκινά με την φράση:
«Η πολιτική δικαιοσύνη προϋποθέτει την θεία δικαιοσύνη˙ το πολιτικό dominium προϋποθέτει το φυσικό dominium.»
Από όσα ειπώθηκαν γεννούνται τα εξής ερωτήματα. Αν το πολιτικό dominium προκύπτει ως μεταπτωτική κατάσταση και σε αντικατάσταση του φυσικού dominium, το οποίο προβλεπόταν ως υποστασιοποίηση του θείου, τότε πώς μπορεί να είναι δίκαιο (το πολιτικό); Αν στο φυσικό dominium δεν προβλεπόταν η ατομική ιδιοκτησία, ενώ το πολιτικό προκύπτει από αυτήν, τότε πώς μπορεί να ισχύει η εισαγωγική πρόταση; Για την λύση αυτών των προβλημάτων ο Wyclif χρησιμοποιεί έναν τρίτο παράγοντα, το ευαγγελικό dominium. Το ευαγγελικό dominium είναι η κατάσταση που εισάγεται με την ενσάρκωση του Χριστού, ως ενδιάμεση της παρούσας με το φυσικό dominium:
«Ο Χριστός ήταν αληθινός πτωχός, όπως προφητεύθηκε στην Παλαιά Διαθήκη, γι’ αυτό ήρθε στον κόσμο για να καταστρέψει την αμαρτία, και πάνω από όλα τα έθιμα της ανθρώπινης κοσμικής συμπεριφοράς που είχαν αναπτυχθεί μετά την κατάσταση της αθωότητας … κάτι το οποίο δεν θα μπορούσε να είχε καταφέρει εκτός και αν υιοθετούσε την ακριβώς αντίθετη συμπεριφορά, δηλαδή την πτώχεια[18].»
Αυτή η πτώχεια δεν είναι απλώς η κατάσταση της ένδειας. Η αποστολική πτώχεια που χαρακτηρίζει την ζωή του Χριστού και της πρώτης εκκλησίας είναι μια πνευματική και όχι οικονομική κατάσταση, αντίστοιχη της κατάστασης πριν την επικράτηση του πολιτικού dominium:
«Ο άνθρωπος πριν την πτώση είχε την κυριότητα όλων όσων αποτελούν τον αισθητό κόσμο˙ με την αρετή του θείου πάθους στον δίκαιο συγχωρούνται όλες η αμαρτίες και αυτός αποκαθίσταται στην κυριότητα˙ οι κοσμικοί αποδέκτες της χάριτος λαμβάνουν και την πληρότητα του καθολικού dominium[19].»
Το τρίτο βιβλίο του «De Civili Dominio» είναι μια επανάληψη των απόψεων του Μποναβεντούρα και των ακραίων Φραγκισκανών για την αποστολική πτώχεια. Τα κίνητρα όμως του Wyclif είναι διαφορετικά. Οι Φραγκισκανοί στηρίζονταν στην εφαρμογή του κανόνα του τάγματός τους για την επίτευξη της αποστολικής πτώχειας και την μίμηση των πρώτων Χριστιανών. Ο Wyclif δέχεται ότι με την θυσία του Χριστού και την αποκατάσταση της ανθρώπινης φύσης, όλοι οι άνθρωποι γίνονται αποδέκτες του φυσικού dominium.
8.8.4 Το dominium ως καθοριστικός παράγοντας στις σχέσεις Πολιτείας-Εκκλησίας
Παρακάτω ο Wyclif εφαρμόζει τις ιδέες του στην Εκκλησία. Η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, οφείλει να διατηρήσει την αποστολική πτώχεια πέρα από κάθε ανθρώπινο νόμο:
«... διότι ο νόμος του Χριστού διδάσκει την δόξα των θλίψεων και καταδικάζει την κοσμική δόξα, την ευπορία, και τα πλούτη του κόσμου, προτείνοντας την απαλλαγή από την ιδιοκτησιακή κυριότητα˙ οι κοσμικοί νόμοι διατάζουν τα αντίθετα από αυτά[20].»
Έτσι, η Εκκλησία κατά τον Wyclif οφείλει να είναι απαλλαγμένη από κάθε εκκλησιαστική περιουσία, για να εφαρμόζει το lex Christi και την αποστολική πτώχεια. Κάθε υλικό αγαθό στην κατοχή της πρέπει να δαπανάται σε αγαθοεργίες, όχι για την άσκηση της φιλανθρωπίας, αλλά για την μίμηση του παραδείγματος του Χριστού και την απεμπλοκή της από το πολιτικό dominium. O Wyclif δεν εννοεί μόνο την παραχώρηση της χρήσης, αλλά την ολοκληρωτική απόδοση της ιδιοκτησίας. Ο Wyclif ψέγει τον κλήρο της εποχής του στο έργο του «Dialogus, sive Speculum Ecclesie Militantis» (Διάλογος, ήτοι Κάτοπτρο της Στρατευομένης Εκκλησίας):
«Ο διάβολος διέστρεψε τους ιερείς από την αποστολική πτώχεια στην κοσμική κυριότητα και τους απομάκρυνε από την ταπείνωση, τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και από κάθε άλλο καθήκον που τους ανέθεσε ο Χριστός[21].»
Και καταλήγει στην γνωστή μας πλέον «αποστασία» της Εκκλησίας. Σημείο καμπής είναι η Κωνσταντίνεια Δωρεά, διότι σε αυτήν στήριξαν οι παπικοί τις κοσμικές τους αξιώσεις. Με αυτήν η Εκκλησία έλαβε το πολιτικό dominium . O Wyclif, ωστόσο, αρνείται ότι ένας κοσμικός άρχοντας είχε την εξουσία να κάνει μια τέτοια δωρεά. Με την αποδοχή της, η Εκκλησία ενεπλάκη στο πολιτικό dominium και απομακρύνθηκε από την caritas. Όταν φτάνει στο σημείο να εφαρμόσει τις ίδιες αρχές και στην περίπτωση της κοσμικής εξουσίας, o Wyclif επιδεικνύει απίστευτη διγλωσσία. Εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά, όπως είπαμε σχετικά στο Α’ Μέρος, κι εδώ θα εξηγήσουμε το γιατί. Η εφαρμογή της αποστολικής πτώχειας, ως απαλλαγής από τα υλικά αγαθά, ισχύει μόνο για την Εκκλησία, κατ’ αυτόν. Αντίθετα, στην περίπτωση των κοσμικών αρχόντων η μίμηση του Χριστού δεν έχει να κάνει με την πτώχεια αλλά με την caritas. Δέχεται, λοιπόν, ότι κάθε ιδιοκτησία δεν αποκλείει την caritas, εφόσον ένας κοσμικός άρχοντας αναγνωρίζει την θέση του ως οικονόμος του Θεού και υποστασιοποιεί το θεϊκό dominium με την χάρη. Νομιμοποιεί ουσιαστικά το φεουδαρχικό σύστημα της εποχής του, διαφωνώντας μόνο σε δύο σημεία˙ την κληρονομική διαδοχή και την υποτέλεια.
Ταυτόχρονα, αναγνωρίζει τους κοσμικούς άρχοντες ως τα όργανα εκείνα που απαλλάσσουν την Εκκλησία από το βάρος της ιδιοκτησίας. Καλεί μάλιστα τον μονάρχη ν’ απαλλάξει έστω και με την βία την Εκκλησία που έχει παγιδευτεί στις βιοτικές μέριμνες, από την εκκλησιαστική περιουσία. Ο δίκαιος μονάρχης κατά τον Wyclif, οφείλει να ενεργεί ως προστάτης της Εκκλησίας. Οφείλει να την προστατεύει από τους κλέφτες, τους άπιστους και τους αιρετικούς, ώστε οι ιερείς να επιδίδονται απερίσπαστοι στην διδασκαλία του Ευαγγελίου και τη μέριμνα των ψυχών των πιστών.
«Είναι δίκαιο για τον Θεό να έχει δύο βικάριους στην Εκκλησία Του, δηλαδή έναν μονάρχη για τις κοσμικές υποθέσεις και έναν ιερέα για τις πνευματικές. Ο μονάρχης θα πρέπει να ελέγχει δριμύτατα την αποστασία, όπως ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη, ενώ οι ιερείς πρέπει να διδάσκουν με ιερότητα…, όπως ο Χριστός που ήταν ταυτόχρονα και βασιλεύς και ιερέας[22].»
Παρόμοια άποψη είχε διατυπωθεί και από τον Ανώνυμο Νορμανδό[23] τον ΙΒ’ αι. Σύμφωνα μ’ αυτόν, ο βασιλιάς είναι εικόνα του Θεού, του παντοδύναμου Κυρίου, ενώ ο ιερέας είναι εικόνα του Χριστού, του πνευματικού διδάσκαλου. Και οι δύο αρνούνται την μετάδοση του βασιλικού αξιώματος του Χριστού στους ιερείς. Ο Wyclif καθιερώνει τον ρόλο του βασιλιά, ως υπερασπιστή της πίστης (paladin) του Χριστού:
«Εφόσον ο βασιλιάς είναι διάκονος του Θεού, σύμφωνα με την ταιριαστή εξοχότητα της αρετής, γίνεται φανερό ότι θα πρέπει να κυβερνά κατά τον θείο νόμο, υπό τον οποίο τάσσονται οι άνθρωποι. Εφόσον αντικείμενο της δικαιοσύνης είναι η απομάκρυνση από το κακό και η διάπραξη του αγαθού, ο βασιλιάς θα πρέπει να πειθαναγκάζει τους αποστάτες του θείου νόμου και των άλλων αρχών και να προάγει τους παράγοντες της δικαιοσύνης σύμφωνα με τους κανόνες της caritas. Ο βασιλιάς θα πρέπει να έχει την εξουσία να κυβερνά του υπηκόους του ως διάκονος του Θεού και όχι με βάση τον ανθρώπινο νόμο χωρίς θεία επικύρωση[24].»
Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο Wyclif δεν εξετάζει το θέμα ως πολιτικός επιστήμων, όπως έκανε ο Γουίλλιαμ Όκκαμ και άλλοι στοχαστές της εποχής του. Δεν ασχολείται για παράδειγμα, με το θέμα του κοινοβουλίου ή με τις σχέσεις μεταξύ των βασιλέων. Ασχολείται μόνο με τις σχέσεις της Πολιτείας, δηλ. του βασιλιά με την Εκκλησία. Παροτρύνει συνεχώς τον μονάρχη να κατάσχει κάθε είδους εκκλησιαστική περιουσία, ακόμη και τους ναούς. Είναι σίγουρο ότι η ιεραρχία από την πλευρά της θα αφορίσει τον βασιλέα μετά από μια τέτοια πράξη, αλλά όπως ισχυρίζεται, κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να αποτρέψει τον μονάρχη από την υποχρέωσή του, διότι ενεργεί σύμφωνα με την χάρη του Θεού και συνεπώς δεν αποκόπτεται από το Σώμα του Χριστού. Μάλιστα προτείνει σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης οι ναοί να κατεδαφιστούν και με τα υλικά να ανεγερθούν πύργοι και οχυρά. Με αυτό τον τρόπο ο βασιλέας κάνει έργα φιλανθρωπίας εκ μέρους της Εκκλησίας.
Ο Wyclif δέχεται ότι υπάρχουν και περιπτώσεις τυραννικής διακυβέρνησης, τις οποίες όμως βλέπει ως θεία τιμωρία για τον «καθαρισμό» του βασιλείου ή της Εκκλησίας. Δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα στους ιερείς να ελέγχουν την τυραννία, διότι οι ιερείς πρέπει να είναι αφοσιωμένοι στο αποστολικό ιδεώδες και ν’ αποφεύγουν την ενασχόληση με το πολιτικό dominium (ένα επιχείρημα που ακούμε πολύ συχνά στις ημέρες μας) . Η αντίσταση στην τυραννία είναι δικαιολογημένη στις περιπτώσεις της ιερατικής τυραννίας, διότι ένας κοσμικός τύραννος μπορεί να βλάψει μόνο υλικά, ενώ ένας πνευματικός τύραννος μπορεί να βλάψει την ψυχή του ανθρώπου. Ο κοσμικός άρχοντας είναι ο φύλακας-προστάτης κατά της ιερατικής τυραννίας(!?). Οφείλει να επιβλέπει τον κλήρο στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Αυτό το δικαίωμα αποδίδεται στον κοσμικό άρχοντα από τον Θεό, ως ευθύνη για την προστασία της Εκκλησίας από εξωτερικούς και εσωτερικούς κινδύνους(!?). Στην περίπτωση του κοσμικού άρχοντα βρίσκει την σχέση του θείου και του ανθρώπινου νόμου, την οποία αρνείται σε άλλες περιπτώσεις, εφαρμόζοντας και πάλι δύο μέτρα και δύο σταθμά. Αντίθετα θεωρεί ότι το κανονικό δίκαιο είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, και ως τέτοιο εισάγει μια κοσμική δομή σε ένα πνευματικό ίδρυμα. Αφαιρεί δηλαδή την εφαρμογή του κανονικού δικαίου στην λειτουργία της Εκκλησίας και το αντικαθιστά με την εξουσία του βασιλιά ως υπέρτατου ρυθμιστικού παράγοντα .
Στο νέο αυτό πλαίσιο των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας, ο ρόλος των ιεραρχών επαναπροσδιορίζεται. Αυτοί πλέον λειτουργούν ως πράκτορες του βασιλιά στην παρακολούθηση των ιερέων της επαρχίας τους. Επίσης δρουν ως θεολογικοί σύμβουλοι του στέμματος στην κατανόηση του lex Christi, καθώς και στην νομιμοποίηση της βασιλικής νομοθεσίας, αν και στερούνται οποιουδήποτε δικαιώματος επέμβασης στο νομοθετικό έργο. Είναι επόμενο ότι ως πράκτορες του βασιλιά διορίζονται από αυτόν. Στο θέμα των επισκόπων οι απόψεις του Wyclif διέφεραν από αυτές των Μεταρρυθμιστών, πάντως ο Wyclif δεν θεωρούσε ότι οι ιεράρχες είναι ανώτεροι από τους κληρικούς ή τους λαϊκούς, αλλά μια διαφορετική διακονία με την χάρη του Θεού. Δεν θεωρεί τους ιεράρχες πνευματικούς ποιμένες, όπως φαίνεται καθαρά στο Trialogus IV.5, μόνο τους ιερείς. Οι ιεράρχες τίθενται στην υπηρεσία του κοσμικού άρχοντα.
Intermedio: Λόγω έκτασης, τα δύο επόμενα θέματα, δηλαδή οι απόψεις του Wyclif για την Αγία Γραφή και τον απόλυτο προορισμό θα εξεταστούν σε τρίτο μέρος.
* * * * * *
[1] John Bale (1495-1563), Άγγλος επίσκοπος Ossory και ιστορικός. Όντας στην εξορία έγραψε το Illustrium Majoris Britanniae Scriptorum Summarium, όπου αναφέρει τον Wycliff ως πρόδρομο της Μεταρρύθμισης. Την έκφραση αυτή χρησιμοποίησε αργότερα και ο Daniel Neal, The History of the Puritans or Protestant non-Conformists, London 1732 , vol. 1 p. 3.
[2] De Dominio Divino I.1.6: “Είναι καιρός ν’ αφιερώσω το υπόλοιπο της ζωής μου σε θέματα που θεωρούνται περισσότερο πρακτικής φύσης, στο μέτρο της δυνάμεως που μου χάρισε ο Θεός”.
[3] Summa Theologica Ia-IIae, q.56, a.5.
[4] The City of God XIV.28, (ed.) Philip Schaff, στη σειρά Post-Nicene Fathers, series 1 vol. 2 p.283.
[5] Epistola 93 XII, στη σειρά Post-Nicene Fathers, series 1 vol. 1 p.400: «Et quamvis res quaeque terrena non recte a quoquam possideri possit, nisi vel iure divino, quo cuncta iustorum sunt,…».
[6] Enarratio in Psalmam 132.4, στη σειρά Post-Nicene Fathers, series 1 vol. 8 p.617.
[7] Aegidius Romanus (1243-1316), παπικός θεολόγος, αρχιεπίσκοπος Bourges. Χαρακτηρίστηκε από τον πάπα Βενέδικτο XIV ως Doctor Fundatissimus (το όνομα προέκυψε από την συνήθεια της εποχής, κάθε επίδοξος θεολόγος να κάνει μια σχολιαστική εργασία πάνω στις Προτάσεις του Πέτρου Λομβαρδού. Από την ποιότητα της εργασίας του λάμβανε και έναν επιθετικό προσδιορισμό δίπλα στον τίτλο του Δόκτωρ).
[8] De Ecclesiastica Potestate III.2.4, ed. & trans. R. W. Dyson, Drew N. H. 1986.
[9] Malcolm Lambert, Franciscan Poverty, New York 1989.
[10] Η διαμάχη του πάπα με τον Γουίλλιαμ Όκκαμ στο έργο του τελευταίου, A Letter to the Friars Minor and Other Writings, ed. & trans. A. S. Mc Grade-John Kilcullen, Cambridge 1995.
[11] Ως επαιτικά θεωρούνταν τα εξής τάγματα, Αυγουστινιανοί, Δομινικανοί, Καρμελίτες, Φραγκισκανοί.
[12] http://theology.unl.edu/theo.fitz_intro.html#n06.ref. Τα τέσσερα πρώτα βιβλία του De Pauperie Salvatoris περιελήφθησαν στην έκδοση του De Dominio Divino της Wyclif Sosciety του 1890. Τα υπόλοιπα εκδόθηκαν από τον Richard Brock, An Edition of Richard Fitzralph ‘s ‘De Pauperie Salvatoris’ Books V, VI, VII, Ph.D. Thesis University of Colorado 1954. Η επιχειρηματολογία του δεν έχει εξεταστεί διεξοδικά. Βλ. σχ. James Doyne Dawson, Richard Fitzralph and the 14th Century Poverty Controversies, in Journal of Ecclesiastical History 34 (1983).
[13] De Dominio Divino I.3.
[14] De Dominio Divino III.4.
[15] De Dominio Divino III.6.
[16] Σε αγγλική μετάφραση A.S. McGrade-John Killcullen-Matthew Kempshall (eds), The Cambridge Translations of Medieval Philosophical Texts, vol.2 Ethics and Politics, Cambridge 2001, pp. 587-654.
[17] De Civili Dominio III.2.
[18] De Civili Dominio III.4.
[19] De Civili Dominio I.9.
[20] De Civili Dominio II.16.
[21] Dialogus, sive Speculum Ecclesie Militantis 35.
[22] De Officio Regis I.13.
[23] Ανώνυμος Νορμανδός ή αλλιώς Ανώνυμος της Ρουέν ή Ανώνυμος της Υόρκης, ονομάζεται ο συγγραφέας του έργου Tractatus Eboracenses, γραμμένου το 1100. Στο έργο αυτό εξετάζεται η σχέση του βασιλιά με την παπική «εκκλησία». Έκδοση Der Codex 415 des Corpus Christi College Cambridge : Facs.-Ausg. d. Textüberlieferung d. Normannischen Anonymus ed. Karl Pellens (1977). http://normananonymous.org/ENAP/ToC.jsp
[24] De Civili Dominio Ι.26.
(Πηγή: «John Wyclif B’ – Η Διδασκαλία. Σχέσεις εκκλησίας και πολιτείας.», Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου )
8.9 JOHN WYCLIF Γ’ – Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ – ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ
Για να προχωρήσει κάποιος μεσαιωνικός θεολόγος στην απόκτηση διδακτορικού, έπρεπε να ολοκληρώσει σχολιασμό πάνω στις Προτάσεις του Πέτρου Λομβαρδού. Η ποιότητα της εργασίας αυτής τού παρείχε και έναν άτυπο τιμητικό τίτλο. Ο John Wyclif έλαβε τον τίτλο του doctor evangelicus, λόγω του κεντρικού ρόλου που έδωσε στην Αγία Γραφή. Το έθιμο αυτό καθιερώθηκε και επισημοποιήθηκε πολύ αργότερα, μόλις το 1295. Τότε οι δυτικοί θεολόγοι, όπως ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο Μποναβεντούρα, ο Αλβέρτος Μάγνος, έγιναν δόκτορες του παπισμού επίσημα από τον πάπα Βονιφάτιο VIII. O John Wyclif δεν αναγνωρίστηκε επειδή ήταν αιρετικός και βλάσφημος. Ο τίτλος doctor evangelicus δόθηκε επίσημα στον Αντώνιο της Πάδοβα το 1246.
8.9.1 Βιβλολατρεία
Τον ΙΔ’ αι. ο Robert Holcot (Doctor firmus et indefatigabilis), επηρεασμένος από την λογική του William Ockham, υποστήριξε ότι ο φυσικός λόγος δεν επαρκεί για την ανεύρεση και κατανόηση του Θεού και εν γένει του πνευματικού κόσμου. Κατά συνέπεια αρνήθηκε την εγκυρότητα της φυσικής θεολογίας και θεώρησε ότι οποιαδήποτε αλήθεια μπορούσε να βρεθεί σε εθνικούς συγγραφείς, όπως ο Αριστοτέλης ή ο Ερμής τρισμέγιστος – εκείνη την εποχή δεν γνώριζαν ότι τα κείμενα του Ερμή είναι μεταγενέστερα του Χριστιανισμού – πρέπει να ήταν απομεινάρι γνώσης που ανάγονταν στους προπάτορες. Επίσης δέχονταν ότι οι εθνικοί αυτοί φιλόσοφοι, επειδή ζούσαν με βάση τον φυσικό νόμο αν και όχι με τον μωσαϊκό, εν τούτοις δέχτηκαν κάποιο είδος αποκάλυψης από τον Θεό. Σε καμιά περίπτωση δεν δέχονταν ότι έφθασαν στην αλήθεια μέσω της λογικής, διότι αυτή έπρεπε να υποβοηθείται από την Γραφή για να μπορεί να εξετάζει θεολογικά ζητήματα[1].
Ο Robert Holcot έδωσε κεντρικό ρόλο στην αποκάλυψη για την κατανόηση των θεολογικών ζητημάτων. Από την πλευρά του ο Wyclif, επιχειρώντας να αναιρέσει την θέση του Holctot, έδωσε κεντρική θέση στην Αγία Γραφή. Στο έργο του «De Veritate Sacrae Scripturae» (1377-8) δίνει έμφαση στην ανάγκη του αναγνώστη να καταλάβει την λογική της Αγίας Γραφής, όπως και της ερμηνευτικής δομής της. Ήδη είχε ξεκινήσει την μετάφραση της το 1371, μια προσπάθεια που κράτησε μέχρι το 1376 και συνέδεσε το όνομά του με την πρώτη αγγλική μετάφραση. Πάνω σ’ αυτή την γραμμή προχώρησε κατόπιν στον σχολιασμό των ευαγγελίων του Ματθαίου και Ιωάννη στο «Opus Evangelicum» (1383-1384) και πολλές από τις ομιλίες του που δόθηκαν στα αγγλικά, είχαν το ίδιο θέμα.
Στο «De Veritate Sacrae Scripturae» καθορίζει την σχέση του προφορικού και γραπτού λόγου στην Αγία Γραφή και εφαρμόζοντας πάλι την πραγματοκρατία, βρίσκει ότι το καθολικό αρχέτυπο αυτής είναι το Βιβλίο της Ζωής που αναφέρεται στο Αποκ. 20.12. Πιστεύει ότι το Βιβλίο σαρκώθηκε μαζί με τον Λόγο και έτσι στάλθηκε στον κόσμο από τον Πατέρα για την σωτηρία του. Σ’ αυτό περιλαμβάνεται η άκτιστη αλήθεια. Συνεπώς συνδέει την Αγία Γραφή με τον ίδιο τον Λόγο, όπως και οι Προτεστάντες σήμερα, οι οποίοι θεωρούν ότι είναι ο ίδιος ο Λόγος του Θεού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η άποψή τους είναι εφαρμογή πλατωνίζουσας θεολογίας . Ο Wyclif ξεκινά από το Ιωάν. 10.35-36 «πρὸς οὓς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐγένετο, καὶ οὐ δύναται λυθῆναι ἡ γραφή, ὃν ὁ πατὴρ ἡγίασε καὶ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, ὑμεῖς λέγετε ὅτι βλασφημεῖς, ὅτι εἶπον, υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἰμι;», σχολιάζει ως εξής:
«... από αυτές τις λέξεις φαίνεται να εννοεί ότι είναι η ίδια η αλήθεια, όταν ο Χριστός σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος… ο Θεός Πατέρας έστειλε αυτό το βιβλίο στον κόσμο με σκοπό να τον σώσει[2].»
Η ταύτιση της Αγίας Γραφής με το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος δεν προέκυψε στον Wyclif ξαφνικά το 1378, όταν έγραφε το «De Veritate Sacrae Scriptura». Είναι προγενέστερη, όπως ομολογεί και ο ίδιος σε κάποιο σημείο του έργου:
«Έχω πει κατ’ επανάληψη ότι όλη η Αγία Γραφή είναι ο ένας Λόγος του Θεού, και κάθε επιμέρους σημείο της πρέπει να εκλαμβάνεται ως συμπύκνωση της ολότητας του Λόγου στον οποίο ο αγιασμένος στον ουρανό βλέπει το πλήθος των αληθειών που ειπώθηκαν από τον Θεό[3].»
Πράγματι, ήδη από το 1372 είχε γράψει στο «De Benedicta Incarnatione», ότι η Γραφή που δεν μπορεί να καταλυθεί (Ιωάν. 10.35) σημαίνει ότι ο Χριστός δεν είναι τα βιβλία, διότι αυτά καταστρέφονται, αλλά αυτά που είναι γραμμένα μέσα στα βιβλία, οι αλήθειες που αγιάστηκαν από τον θεό στον ουρανό, τα λόγια του Χριστού που δεν καταστρέφονται[4]. Ακόμη περισσότερο υποστήριξε ότι οι διάφορες Βίβλοι βρίσκονται σε υποστατική ενότητα μεταξύ τους, όπως και σε υποστατική ενότητα με τον Λόγο(!?). Όπως ο Λόγος ενώθηκε με την σάρκα, με παρόμοιο τρόπο υποστηρίζει ο Wyclif, ενώνεται και με την περγαμηνή στην οποία είναι γραμμένος. Καταλήγει, όμως, ότι δεν πρέπει να λατρεύεται το βιβλίο, διότι ομοιάζει με το σώμα του Χριστού στον τάφο.
8.9.2 Η αναγκαιότητα της ενσάρκωσης του Λόγου στη Βίβλο
Για να περιγράψει την αναγκαιότητα της ενσάρκωσης του Λόγου του Θεού στη Βίβλο, ο Wyclif λαμβάνει ως αφετηρία τις θέσεις που διατύπωσε ο Grosseteste το 1230 σε δύο διατριβές του. Στην «De Decem Mandatis» o Grosseteste κάνει μια ποιμαντική ανάλυση των Δέκα Εντολών, συνδέοντάς αυτές με την εντολή της αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον. Στο «De Cessatione Legalium» περιγράφει μια εξέλιξη του θείου νόμου, του δοσμένου στους ανθρώπους, από τον μωσαϊκό νόμο στον νόμο της αγάπης του Χριστού (caritas), μέσω του οποίου πιστεύει ότι είναι δυνατή η σωτηρία. Κεντρικό σημείο αυτής της εξέλιξης τίθεται η ενσάρκωση του Χριστού και καταλήγει στην «Hexaemeron» του, ότι ακόμη και αν ο άνθρωπος δεν είχε αμαρτήσει στον παράδεισο, η ενσάρκωση θα ήταν αναγκαία για την ολοκλήρωση της δημιουργίας(!?). Πρόκειται για την καθαρά νεοπλατωνική άποψη της επιστροφής των όντων στον Θεό:
«Αλλά όταν ο Θεός έγινε άνθρωπος, ο Θεάνθρωπος διαμοιράστηκε ως προς την φύση του σε όλα τα λογικά όντα με μονοσήμαντο τρόπο, και ο κύκλος ολοκληρώθηκε, και η κυκλική επιστροφή στον Θεό διασφαλίστηκε[5].»
Με αυτό τον τρόπο ο Grosseteste αποσυνδέει την θεία οικονομία από την σωτηριολογία και την συνδέει με μια νεοπλατωνική κοσμική ολοκλήρωση. Η caritas τίθεται ως η συνοχή των στοιχείων της δημιουργίας. Ο Wyclif παραλαμβάνει την caritas από το «De Decem Mandatis» του Grosseteste και υποστηρίζει στο δικό του «De Mandatis Divinis» (1376) ότι η εντολή της αγάπης που δίνεται στο Δευτερονόμιο 6.5-9 απηχεί στο Ματθ. 22.37-40 και πρέπει να είναι το θεμέλιο της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το ζήτημα, όμως για τον Wyclif είναι ότι ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίσει αυτόν που έχει δημιουργηθεί ν’ αγαπά. Πως έρχεται αυτή η γνώση στον άνθρωπο; Ο Wyclif πιστεύει με τρεις τρόπους. Οι άγιοι αποκτούν διαισθητική αντίληψη στον παράδεισο, οι φιλόσοφοι αποκτούν παρεκβατική αντίληψη με την φιλοσοφική λογική (κεντρικό σημείο της έριδας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό), και οι απλοί πιστοί μέσω της πίστης . Και εδώ ακριβώς βρίσκεται ο γνωστικισμός του Wyclif, στο ότι θέτοντας την γνώση ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αγάπη του Θεού, την καθιστά αναγκαίο παράγοντα σωτηρίας :
«Εφόσον τίποτα δεν μπορεί ν’ αγαπηθεί πριν γίνει γνωστό, είναι ξεκάθαρο ότι ο αληθινός τρόπος της γνώσης του Θεού οδηγεί την λογική στην αγάπη Του, και παρόλο που από τα όντα αποκτιέται φιλοσοφικά αποδεδειγμένη γνώση του Θεού… ο τρόπος είναι περισσότερο συνοπτικός και σίγουρος, όταν ακολουθώντας τους υποδειγματικούς λόγους ή τους λόγους των όντων, ανέρχεται στον Θεό[6].»
Εδώ αντιτίθεται στον εμπειρισμό της εποχής του που οδηγούσε στην απόκτηση της γνώσης των όντων για χάρη της ίδιας της γνώσης, και θέτει αυτήν ως βάση για την κατανόηση και την αγάπη του Θεού, κάτι που οδηγεί αναγκαστικά σε μια θεοσοφική επιστήμη. Εδώ βρίσκουμε το σημείο επαφής του γνωστικισμού με τον ερμητισμό που αργότερα θα γεννήσει την θεοσοφική επιστημολογία της Νέας Εποχής . Η ανάβαση του νου από τους λόγους των όντων στις θεϊκές ιδέες, κατευθείαν μέσα στον θεϊκό νου για την απόκτηση της γνώσης αυτού, είναι ο τρόπος του φιλοσόφου. Τι γίνεται, όμως, με τους απλούς πιστούς. Ο Wyclif στο «De Amore sive ad Quinque questions» εφιστά την προσοχή στην αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός καθολικού αρχέτυπου, απευθείας συνδεδεμένου με τον νου, του οποίου το επιμέρους επί της γης να βοηθά τον απλό πιστό στην απόκτηση της γνώσης και της αγάπης του Θεού. Την ανάγκη αυτή ήρθε να καλύψει η Βίβλος, ως ενσαρκωμένη αλήθεια, ως ένσαρκος Λόγος. Συνεπώς ο πιστός πρέπει συνεχώς να εντρυφά στη ευαγγελική ιστορία και μέσω αυτής να αποκτά την γνώση και την αγάπη του Θεού με αποτέλεσμα την σωτηρία[7]. Η ιστορία της ζωής του Χριστού, το κεντρικό θέμα της Αγίας Γραφής για τους μεσαιωνικούς ερμηνευτές, είναι το ίδιο σημαντική με την διδασκαλία του, είναι ο νόμος του Θεού δοσμένος παραδειγματικά. Η άποψη αυτή υιοθετήθηκε αυτούσια από τους Προτεστάντες, με αποτέλεσμα την συγγραφή πολλών βιβλίων με θέμα την ευαγγελική ιστορία, την ζωή του Χριστού[8].
8.9.3 Η οντολογία της ενσάρκωσης του Λόγου στη Βίβλο
Μετά την εξέταση της ενσάρκωσης του Λόγου στη Βίβλο από πλευράς λογικής και μεταφυσικής, ο Wyclif πέρασε στην εξέταση από την πλευρά της οντολογίας. Μια τέτοια εξέταση, όμως, δεν είναι ανεξάρτητη από τις προϋπάρχουσες απόψεις των παπικών για την ένωση της θείας και της ανθρώπινης φύσης στο Χριστό. Εξάλλου, όπως είδαμε παραπάνω, ο Wyclif έλαβε υπόψη του τις προϋπάρχουσες θεωρίες, όταν εξέτασε και τις άλλες πλευρές του ζητήματος. Η εξέταση από πλευράς οντολογίας αφορά την απάντηση κάποιων σημαντικών ερωτημάτων. Ο Wyclif θεωρεί ότι ο Χριστός, το ζων Βιβλίο της Ζωής, και η Βίβλος είναι ταυτόσημοι. Ο σαρκωθείς Λόγος περιέχεται σε ολόκληρη τη Γραφή. Πώς μπορεί η Γραφή να είναι ο ίδιος ο Χριστός και ταυτόχρονα να έχει τον Χριστό ως κεντρικό ήρωα; Πώς μπορεί να ειπώθηκε από τον ίδιο τον Χριστό, ή για να το τοποθετήσουμε ορθότερα, πώς μπορεί ο Χριστός να βγήκε από το στόμα του Χριστού; Για ν’ απαντηθούν αυτά και παρόμοια ερωτήματα ήταν σημαντικό να καθοριστεί, τι είναι Χριστός;
Η μεταφυσική και η οντολογία της ενσάρκωσης αποτέλεσε αντικείμενο του στοχασμού των μεσαιωνικών φιλοσόφων. Αυτοί ήταν πρώτα από όλα θεολόγοι και μέσα από απαντήσεις σε θεολογικά ερωτήματα, προσπαθούσαν να διαμορφώσουν τις φιλοσοφικές τους απόψεις. Το τρίτο βιβλίο των Προτάσεων του Πέτρου Λομβαρδού είναι αφιερωμένο στην ενσάρκωση του Λόγου. Για την εξήγηση της ένωσης θείας και ανθρώπινης φύσης στο Χριστό έχουν προταθεί δύο ομάδες μοντέλων από τους μεσαιωνικούς παπικούς θεολόγους. Στην πρώτη ομάδα η θεότητα και η ανθρωπότητα θεωρούνται ως μέρη του όλου. Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε από τους Πέτρο Αβελάρδο και Θωμά Ακινάτη. Ο Πέτρος Λομβαρδός στο «Προτάσεις», ΙΙΙ.6 δίνει τρεις επεξηγηματικές εκδοχές. Στην πρώτη, ο Λόγος ενδύθηκε την ανθρώπινη φύση ως ένδυμα. Αυτή είναι η θεωρία habitus που προτάθηκε από τον Άγιο Αυγουστίνο. Στην δεύτερη, ο Λόγος ανέλαβε έναν άνθρωπο ψυχή τε και σώματι, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε έγιναν ταυτόσημοι. Αυτή είναι η θεωρία assumptus homo, που υποστηρίχθηκε από τον Ούγο του Αγ. Βίκτωρα και τον Άνσελμο Καντερβουρίας. Στην τρίτη, ο Χριστός ξεκινά ως Θεός και συνθέτει σώμα και ψυχή σε μια συμβιωτική σχέση. Αυτή είναι η προσέγγιση του Γιλβέρτου του Πουατιέ, δοσμένη από τον Πέτρο Λομβαρδό[9]. Η καταδίκη των θεωριών habitus και assumptus homo από τον πάπα Αλέξανδρο ΙΙΙ το 1170 και 1177 αντίστοιχα, έπεισε τον Θωμά Ακινάτη ότι οποιαδήποτε θεωρία βλέπει την ανθρώπινη φύση του Χριστού ως συμβεβηκός είναι αιρετική.
Η δεύτερη ομάδα ερμηνειών ακολούθησε αυτόν ακριβώς το δρόμο. Θεολόγοι, όπως ο Μποναβεντούρα, ο Αιγίδιος της Ρώμης, ο Ερρίκος της Γάνδης και ο Δουνς Σκώτος, υποστήριξαν ότι η ανθρώπινη φύση προέκυψε στον Χριστό, ως συμβεβηκός, όπως οι ιδιότητες της κάθε φύσης. Ο Ockham από την πλευρά του το βλέπει λίγο διαφορετικά. Αρνούμενος την ύπαρξη των καθολικών αρχετύπων, ως μη αναγκαίων, αρνείται την ύπαρξη της ανθρώπινης φύσης ξεχωριστά από τις ατομικές υποστάσεις. Γι’ αυτόν η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν μια ακόμη ανθρώπινη υπόσταση προστιθέμενη στην θεότητα. Αυτό, όμως οδηγεί σε δισυπόστατο Χριστό (δηλαδή το άτομο Ιησούς προστίθεται στον Λόγο και προκύπτει ο Χριστός), ή σε μία τρίτη υπόσταση, σύνθετη αποτελούμενη από την ανθρώπινη υπόσταση και την θεϊκή υπόσταση. Ο Ockham κατέληξε στον Νεστοριανισμό[10].
Από την πλευρά του Wyclif η προϋπόθεση για την κατανόηση της Χριστολογίας του βρίσκεται στο «De Compositione Hominis», στο αμέσως προηγούμενο του «De Incarnatione» (1372), όπου συζητά το θέμα της ενσάρκωσης. Ο Wyclif στοχάζεται πάνω στο αν η ενσάρκωση προηγείται της δημιουργίας, ένα ερώτημα που απασχόλησε και άλλους θεολόγους. Η συζήτηση αφορά την Πρόταση ΙΙΙ.d.12.c.i του Πέτρου Λομβαρδού. Το ότι η ανθρωπότητα, ως ιδέα, προηγείται της δημιουργίας κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, σημαίνει με πραγματιστικούς όρους, ότι κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι υποστασιοποίηση ενός καθολικού αρχέτυπου λόγω κοινωνίας. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, ο Αδάμ περιέχει εν εαυτώ κάθε ανθρώπινη ύπαρξη δυνητικά. Η θέση αυτή είναι πολύ σημαντική στην ανάπτυξη της δια μόνης της πίστεως σωτηρίας, ο Wyclif, όμως, δεν κατέληξε ποτέ σε τέτοιο συμπέρασμα. Με την λογική ότι κάθε ύπαρξη υπάρχει στις raciones seminales, όλοι μας προϋπάρχουμε της ύπαρξής μας, ως ιδέες στον θεϊκό νου, που μας γνωρίζει προαιωνίως.
Ο τρόπος που η ανθρωπότητα υποστασιοποιείται σε κάθε άτομο, ερμηνεύθηκε από κάθε μεσαιωνικό πραγματιστή φιλόσοφο αντίστοιχα με τον τρόπο που κάθε πραγματιστική σχολή ερμήνευε την σχέση του καθολικού αρχέτυπου με το επιμέρους. Δεν έχουμε υπεισέλθει σε αυτό το θέμα και δεν σκοπεύουμε να το κάνουμε, αφενός μεν διότι είναι τεράστιο, και αφετέρου, διότι ο Wyclif υποστήριξε ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος διαφορετικά. Ο Λόγος προϋπήρχε του αρχετύπου της ανθρωπότητας, το οποίο δημιούργησε. Στην συνέχεια όμως, ανέλαβε την ανθρώπινη φύση κι έγινε το διευρυμένο όλο και κάθε επιμέρους. Έτσι, ο Wyclif δέχεται ότι ο Χριστός αποτελείται από τρεις ακοινώνητες φύσεις, θεότητα, σώμα, ψυχή[11]. Ο Χριστός, λοιπόν, δεν ανέλαβε κατ’ αυτόν την ίδια την ανθρώπινη φύση, αλλά το καθολικό αρχέτυπο της ανθρωπότητας. Συνεπώς, ο Χριστός ανέλαβε και κάθε άνθρωπο ξεχωριστά και αυτό είναι το χονδροειδέστατο λάθος που κάνουν οι Προτεστάντες και καταλήγουν ότι αρκεί η δια πίστεως αποδοχή της σωτηρίας στο πρόσωπο του Χριστού. Η ορθή άποψη είναι ότι ο Χριστός ανέλαβε μόνο την ανθρώπινη φύση, όχι όμως και κάθε ανθρώπινη υπόσταση. Συνεπώς κάθε ξεχωριστή ανθρώπινη υπόσταση, κάθε ξεχωριστή ανθρώπινη ύπαρξη δεν αγιάστηκε με την ενσάρκωση του Χριστού, γι’ αυτό και είναι αναγκαίος ο αγιασμός μέσω της κοινωνίας με το αγιασμένο Σώμα, ήτοι την Εκκλησία. Γι’ αυτό και εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία [12].
Πώς συνδέονται όλα αυτά με την ενσάρκωση του Χριστού στην Βίβλο; Ο Wyclif θεωρεί ότι ο Χριστός εισέρχεται στη δημιουργία μέσω των καθορισμένων αληθειών. Στο «De Veritate Sacrae Scripturae» περιγράφει πέντε διαβαθμίσεις αληθειών, μέσω των οποίων ταυτίζει τον Χριστό με την Γραφή. Στην πρώτη διαβάθμιση βρίσκεται η Βίβλος της Ζωής, όπως αναφέρεται στην Αποκάλυψη, την οποία εκλαμβάνει ως εκπροσώπηση του θεϊκού νου, αποκεκαλυμμένου εν δόξη ως νομοθέτη και κριτή. Στην δεύτερη διαβάθμιση βρίσκονται οι αλήθειες που περιέχονται στην Βίβλο της Ζωής. Αυτές διακρίνονται από τον Χριστό, όχι ως προς την ουσία, αλλά ως προς το είδος. Αφού είναι διακριτές ως προς το είδος μπορούν να θεωρηθούν έξω από την ύπαρξη του Λόγου. Με αυτόν τον τρόπο απαντά στις εισαγωγικές ερωτήσεις. Στην τρίτη διαβάθμιση βρίσκονται οι αλήθειες που βρίσκονται μέσα στην δημιουργία και βάσει των αντιλήψεων εκείνης της εποχής είναι υποστασιοποιήσεις αμετάβλητων και αιώνιων ιδεών. Στην τέταρτη διαβάθμιση βρίσκονται οι αλήθειες που μπορούμε να κατανοήσουμε μέσω της παρατήρησης του κόσμου και ν’ αποκτήσουμε γνώση. Αυτές οι αλήθειες εξετάζονται από την επιστήμη και οδηγούν στην κατανόηση των καθολικών αρχετύπων. Στην πέμπτη διαβάθμιση βρίσκεται η αλήθεια του Χριστού στην Αγία Γραφή, σε κάθε αντίτυπό της ξεχωριστά[13].
8.9.4 Απόλυτος προορισμός
Ο ντετερμινιστικός χαρακτήρας της σκέψης του Wyclif εκδηλώνεται σε μια φράση που εμφανίζεται αρκετές φορές στα έργα του: «ο,τιδήποτε συμβαίνει, συμβαίνει κατ’ ανάγκην[14]». O ντετερμινισμός αυτός είναι αναπόφευκτος, εφόσον ο Wyclif συνδέει τις αιώνιες θεϊκές ιδέες, τα αρχέτυπα και τα επιμέρους, με το Βιβλίο της Ζωής, την Αγία Γραφή και τις αλήθειες στη δημιουργία, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Εφόσον όλες οι αλήθειες συνδέονται με την Γραφή και η Γραφή με το Βιβλίο της Ζωής, τότε αυτό που ο Θεός προγνωρίζει, θα γίνει αναγκαστικά, με άμεσο αντίκτυπο στην σωτηρία του ανθρώπου.
Όταν ο απόστολος Παύλος γράφει (Α’ Κορ. 12.27) «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους.» , λέει ο Wyclif, ο Θεός γνωρίζει σε ποιους αναφέρεται το «Υμείς» και σε ποιους όχι. Έτσι ορίζει την Εκκλησία ως τους εκλεκτούς εκείνους που είναι αιωνίως προεγνωσμένοι να δεχθούν την σωτηρία και κανείς άλλος[15]. Η άποψη ότι η Εκκλησία είναι η σύναξη των εκλεκτών προς σωτηρία, έχει την ρίζα της στη φιλοσοφική αναγκαιότητα:
«Αν ο Θεός γνωρίζει τον Πέτρο, είναι ορθό ότι ο Πέτρος είναι γνωστός στον Θεό. Εφόσον, αυτή η αλήθεια δεν μπορεί να εξαρτάται από την ύπαρξη του Πέτρου, συμπεραίνεται ότι είναι αιώνια… και αυτή η αλήθεια είναι η αιτία ή η Ιδέα του Πέτρου, που ονομάζεται η αντιληπτή ύπαρξή του[16].»
Αν αυτό είναι αλήθεια για ένα άτομο και για ένα είδος, τότε πρέπει να είναι αλήθεια και για μια σύναξη (σύνολο), όπως η Εκκλησία προαιωνία γνωστή στον Θεό. Αν όμως ο,τιδήποτε συμβαίνει, συμβαίνει από αναγκαιότητα, αυτό έχει άμεσες επιπτώσεις στο θέμα της βούλησης, της ανθρώπινης αμαρτίας και στο βαθμό συνεργίας του Θεού σ’ αυτήν. Ο κίνδυνος για την υιοθέτηση μανιχαϊκών αντιλήψεων είναι ορατός. Οι μεσαιωνικοί παπικοί θεολόγοι δεν έμειναν αμέτοχοι στη συζήτηση. Το ερώτημα που τίθεται είναι, εφόσον οι προφήτες προείπαν τον ερχομό του Χριστού και τον θάνατό του, μήπως τα γεγονότα αυτά συνέβησαν λόγω αναγκαιότητας, έχοντας ως αιτία κάτι που συνέβη εν χρόνω, δηλαδή την ανθρώπινη αμαρτία; Ο Άνσελμος Καντερβουρίας εξηγεί:
«Υπάρχει αναγκαιότητα που προηγείται, όντας η αιτία για την ύπαρξη της πραγματικότητας, και υπάρχει αναγκαιότητα που έπεται, έχοντας ως αιτία μια πραγματικότητα[17].»
Υποστηρίζει ότι ο Θεός γνωρίζει την ανθρώπινη αμαρτία ως κατά συνέπεια αναγκαιότητα, επόμενη αυτού που είναι αληθινό, και όχι ως πρότερη και εξαναγκαστική (προηγούμενη αναγκαιότητα).
Ο Πέτρος Λομβαρδός προχώρησε σε διάκριση ειδών κατά συνέπεια αναγκαιότητας. Αν είναι αναγκαστικά αλήθεια ότι «αν ο Θεός γνωρίζει ότι ο άνθρωπος θα αμαρτήσει, τότε ο άνθρωπος θα αμαρτήσει», τότε ακολουθεί ότι «αν ο Θεός γνωρίζει ότι ο άνθρωπος θα αμαρτήσει, τότε η ανθρώπινη αμαρτία είναι αναγκαία(?!)» ως αλήθεια. Ο Θωμάς Ακινάτης ονόμασε το πρώτο είδος αναγκαιότητα κατά συνέπεια (necessitas cosequentiae) και το δεύτερο είδος αναγκαιότητα κατά συνθήκη (necessitas consequentis). Στο πρώτο είδος η ανθρώπινη ελευθερία παραμένει ακέραια, εφόσον η ανθρώπινη αμαρτία δεν προκύπτει από την γνώση του Θεού. Στο δεύτερο είδος η ανθρώπινη ελευθερία συμβιβάζεται, επειδή το επόμενο ακολουθεί αναγκαστικά το προηγούμενο. Όπως προτείνει, δεν πρέπει να λέγεται ότι η βούληση του Θεού έχει άμεση σχέση με την ανθρώπινη αμαρτία, αλλά ότι προκύπτει ανάγκη εξ υποθέσεως[18].
8.9.5 Η αναγκαιότητα κατά Wyclif
Ο Wyclif παρουσιάζει την θεωρία του για την αναγκαιότητα σε τέσσερα σημεία των έργων του: «Logice continuacio I.11», «De Logica III.10», «De Actibus Anime I και De Universalibus 14». Επειδή δεν είναι συνεπής στην ορολογία του όσον αφορά τα είδη αναγκαιότητας, είναι εύκολο να προκύψει σύγχυση. Στο «De Logica» κάνει διάκριση μεταξύ αυτών που α) δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο εξ ιδίας, ‘πρωτεύουσα per se αναγκαιότητα’ (π.χ. η ύπαρξη του Θεού) β) σε αυτά που δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο εξαιτίας κάποιου εκτός των ίδιων, ‘δευτερεύουσα per se αναγκαιότητα’, και γ) σε αυτά που υπάρχουν αναγκαστικά, αλλά θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, ‘συμβαίνουσα αναγκαιότητα’.
Στο «De Actibus Anime» ονομάζει την αναγκαιότητα της ύπαρξης του Θεού ‘απλή, απόλυτη αναγκαιότητα’ (Α.1) και δείχνει πρόθυμος να συμπεριλάβει και την ύπαρξη του κόσμο, ενώ βάση του προηγούμενου διαχωρισμού θα έπρεπε ν’ ανήκει στη δευτερεύουσα αναγκαιότητα. Σ’ αυτήν όμως την περίπτωση την ονομάζει ‘δημιουργημένη απόλυτη αναγκαιότητα’.
Στο «De Universalibus» διαχωρίζει την αναγκαιότητα εξ υποθέσεως σε α) μη-βουλητική φυσική αναγκαιότητα, β) σε βουλητική φυσική αναγκαιότητα γ) σε παραγοντική φυσική αναγκαιότητα και δ) ελεύθερη αναγκαιότητα. Η ‘φυσική αναγκαιότητα’ προκύπτει από το «De Logica III.10» όπου μιλώντας για την προηγούμενη αναγκαιότητα διακρίνει α) σε αναγκαιότητα της βούλησης, β) σε αναγκαιότητα της φύσης (όπως για παράδειγμα μια φωτιά που καίει αναγκαστικά ο,τιδήποτε εύφλεκτο), γ) σε αναγκαιότητα του εξαναγκασμού (όταν για παράδειγμα μια δράση προκαλεί αντίδραση ακυρώνοντας την ελευθερία) και δ) σε ελεύθερη αναγκαιότητα, ως προηγούμενη εξ υποθέσεως αναγκαιότητα που στερείται αιτίου.
O Wyclif οραματίζεται την θεωρία της αναγκαιότητας ως ένα σύμπλεγμα πολλών πιθανών αναγκαίων αληθειών, όπου η μια εξαρτάται ή σχετίζεται με την άλλη. Μέσα σ’ αυτό το σύμπλεγμα κάθε υπόθεση θα πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με το αποτέλεσμα που παράγει. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, καθιερώνει τον υποκειμενισμό. Οι τιμές αληθείας των παραγόμενων εκ της εξ υποθέσεως αναγκαιότητας προτάσεων εξαρτώνται από αυτόν που τις εκτιμά . Και πράγματι ο Wyclif στοχάζονταν σε όλη του την ζωή κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όλες οι θεωρίες του προέκυψαν έχοντας ως γνώμονα αυτό που ο ίδιος επιδίωκε, ως άνθρωπος του Ιωάννη της Γάνδης. Ο Wyclif δεν στοχάστηκε μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο. Έζησε όλη του την ζωή κατ’ αυτόν τον τρόπο. Από την άλλη, η οπτική του συμπλέγματος είναι ο μόνος λόγος που επέτρεψε στον Wyclif να διατηρήσει την ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης, μέσα σε έναν κυκεώνα αναγκαίων αληθειών. Αν η οπτική του ήταν γραμμική τότε θα έπρεπε να αρνηθεί την ελευθερία αυτή και να καταλήξει σε δούλη θέληση, όπως οι Προτεστάντες[19].
Αντικειμενικά, ο απόλυτος προορισμός και η ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης δεν μπορούν να ταιριάξουν με κανένα τρόπο, όπως πολύ καλά είχε κατανοήσει ο Λούθηρος . Από την πλευρά του ο Wyclif, παραδομένος στον απόλυτο υποκειμενισμό, το προσπαθεί διαμορφώνοντας έναν άλλο Χριστό και έναν άλλο Θεό. «Στο De Dominio Divino» I.14-18 δέχεται μια άποψη, την οποία αποδίδει στον Fitzralph. Σύμφωνα μ’ αυτήν την άποψη, η γνώση του Χριστού για το μέλλον ήταν ατελής στο χρονικό διάστημα που αυτός βρίσκονταν στην γη. Συνεπώς οι προβλέψεις του για το μέλλον μπορεί να είναι ατελείς. Για παράδειγμα, όταν προλέγει ότι ο Πέτρος θα τον προδώσει, η ατέλεια της γνώσης αυτής επιτρέπει στον Πέτρο να μην τον προδώσει. Αν η γνώση ήταν τέλεια, τότε ο Πέτρος θα τον πρόδιδε αναγκαστικά και θα καταργούνταν η ανθρώπινη ελευθερία και συνεκδοχικά η ανθρώπινη βούληση θα ήταν δούλη. Η ατέλεια αυτή επιτρέπει στην ανθρώπινη βούληση να είναι ελεύθερη. Πρόκειται για τρομερή σοφιστεία (φιλοσοφικά) και βλασφημία (θεολογικά). Χρησιμοποιεί αυτήν την θέση για να καθορίσει την σχέση της πρόγνωσης και βούλησης του Θεού με την ανθρώπινη ενέργεια, στο «De Volucione Dei» (Summa de Ente II.1-3). Αυτό που προτείνει είναι ότι οι ανθρώπινες πράξεις έχουν επίδραση ως αιτίες πάνω στην γνώση του Θεού και στις θεϊκές ιδέες. Αισθάνεται μάλιστα πολύ περήφανος γι’ αυτή του την εξήγηση:
«Είμαι σίγουρος ότι κανείς δεν μπορεί ν’ ανακαλύψει τη λύση στο επιχείρημα για την αναγκαιότητα των μελλόντων, ακόμα και αν μελετούσε με επιμέλεια μια ζωή μακρά σαν του Μαθουσάλα[20].»
Προκύπτει, όμως, άλλο ερώτημα˙ αν η κτιστή ανθρώπινη δράση έχει αιτιατό αποτέλεσμα στην γνώση του Θεού, μήπως έχει τέτοιου είδους αποτέλεσμα και στην θέλησή Του; Στο παράδειγμα της άρνησης του Πέτρου, ο Θεός προγνωρίζει την άρνηση. Σε ποιο βαθμό, όμως βούλεται κάτι τέτοιο; Η απάντηση του Wyclif είναι, ότι η βούληση του Θεού είναι αποτέλεσμα της άρνησης του Πέτρου κατά τον ίδιο τρόπο που είναι και η γνώση. Το ότι ο Θεός βούλεται σε σχέση με την άρνηση του Πέτρου είναι απόλυτη αναγκαιότητα. Το ότι ο Θεός βούλεται την άρνηση του Πέτρου είναι εξ υποθέσεως αναγκαιότητα˙ θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αν ο Πέτρος δεν είχε αρνηθεί τον Χριστό. Το πλάσμα οφείλει την ύπαρξή του στην θεϊκή ιδέα, η οποία υπάρχει προαιωνίως. Ο Θεός έχει την θεϊκή αυτή ιδέα εξαιτίας της εν χρόνω ύπαρξης, η οποία γίνεται αντιληπτή καθώς το πλάσμα ζει τη δεδομένη χρονική στιγμή[21]. Αυτό που λέει εδώ ο Wyclif, συνειδητά ή ασυνείδητα, είναι ότι σε τελική ανάλυση ο Θεός ολοκληρώνεται με την δημιουργία εν χρόνω, καθώς από αυτήν εξαρτάται η πληρότητα των θεϊκών ιδεών στον θείο νου . Προσπαθώντας δηλαδή να ξεφύγει από την μοιρολατρία, καθιστά τον άνθρωπο αναγκαιότητα του Θεού.
Συναινεί ο Θεός στην αμαρτία; Εφόσον τους αμαρτωλούς τους αναμένει η τιμωρία, τότε η τιμωρία αυτή είναι άδικη ή ο Θεός έφτιαξε μερικούς ανθρώπους γνωρίζοντας και θέλοντας να καταδικαστούν. Για να το λύσει αυτό ο Wyclif προτείνει ότι παρά το ότι αιτία κάθε δράσης είναι ο Θεός, δεν προκαλεί την αμαρτία στον άνθρωπο, διότι αυτή βρίσκεται στην υποκειμενική αποδοχή εκ μέρους του ανθρώπου και όχι στην φύση της δράσης[22]. Ωστόσο στο «De Volucione Dei» δέχεται ότι ο Θεός βούλεται την αμαρτία, αλλά όχι την διάπραξή της από τους ανθρώπους. Αυτό όμως σημαίνει με την σειρά του ότι ο Θεός δεν βούλεται την σωτηρία όλης της ανθρωπότητας, κάτι που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον λόγο του αποστόλου Παύλου: «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τιμ. 2.4). Εδώ ο Wyclif σηκώνει ψηλά τα χέρια:
«Μου φαίνεται προτιμότερο να σιωπώ γι’ αυτά στους αμόρφωτους και κοινούς ανθρώπους, κυρίως επειδή δεν είναι διατεθειμένοι ν’ αντιμετωπίσουν την Γραφή με λεπτότητα και εξαιτίας της αίσθησης ότι μπορεί να πέσουν σε αίρεση κάνοντας την υπόθεση ότι ο Θεός διατάζει πράγματα με τρόπο ένοχο και αδικαιολόγητο[23].»
Δηλαδή, λέει ότι δεν είναι λάθος η σκέψη του, που εμφανίζει τον Θεό ένοχο και αδικαιολόγητο, αλλά η σκέψη των αμόρφωτων και κοινών ανθρώπων, που καταλαβαίνουν από αυτά που λέει ότι ο Θεός είναι ένοχος και αδικαιολόγητος. Αφού τα έκανε μαντάρα προτείνει την ρήση του αποστόλου Παύλου «μενοῦν γε, ὦ ἄνθρωπε, σὺ τίς εἶ ὁ ἀνταποκρινόμενος τῷ Θεῷ; μὴ ἐρεῖ τὸ πλάσμα τῷ πλάσαντι, τί με ἐποίησας οὕτως; ἢ οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ὁ κεραμεὺς τοῦ πηλοῦ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ φυράματος ποιῆσαι ὃ μὲν εἰς τιμὴν σκεῦος, ὃ δὲ εἰς ἀτιμίαν;» (Ρωμ. 9.20-21).
Με αυτό τον τρόπο ο Wyclif εισάγει διπλό προορισμένο. Όχι μόνο ο Θεός δημιούργησε ανθρώπους που είναι προορισμένοι να σωθούν, αλλά και ανθρώπους που είναι προορισμένοι να καταδικαστούν. Ακόμη περισσότερο η ελεύθερη βούληση εφαρμοσμένη στον απόλυτο προορισμό, παράγει δύο είδη καταδικασμένων˙ αυτών που καταδικάστηκαν επειδή δεν ήθελαν να σωθούν και αυτών που καταδικάστηκαν αν και ήθελαν να σωθούν. Έπειτα η επίδραση των ανθρώπινων πράξεων πάνω στη βούληση του Θεού δημιουργεί ένα κόμη αδιέξοδο˙ αυτοί που καταδικάστηκαν αν και ήθελαν να σωθούν επιδρώντας ανάλογα πάνω στην βούληση του Θεού τον παρουσιάζουν, ως ανίκανο ή αδύναμο να τους σώσει, αν και θέλει. Ο Wyclif δεν μπορεί να λύσει αυτά τα ζητήματα, παρά μόνο σοφιστικά. Εφόσον οι ένχρονες κτιστές πράξεις έχουν αντίκτυπο στην γνώση και την βούληση του Θεού, ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος διότι με τις πράξεις του μεταβάλει την σχετική γνώση και βούληση του Θεού. Δέχεται, λοιπόν, μια προηγούμενη και τέλεια γνώση και βούληση του Θεού και μια επόμενη και ατελή. Όπως είπαμε και σε προηγούμενο κεφάλαιο εισάγει χρόνο στην πρόγνωση του Θεού για να καταλήξει στον απόλυτο προορισμό.
Ο Θεός του Wyclif είναι ατελής και μεταβλητός. Όταν εξετάζαμε την αίρεση των Καθαρών είδαμε ότι στο βιβλίο τους εξετάζονταν ακριβώς τα ίδια θέματα. Οι Καθαροί έλυναν τα ίδια προβλήματα αποδεχόμενοι την ύπαρξη δύο αρχών, μία του καλού και μία του κακού. O Wyclif αποδέχεται δύο θελήματα στον Θεό.
8.9.6 Η Εκκλησία ως το άγνωστο σώμα των Εκλεκτών
Αποδεχόμενος τον απόλυτο προορισμό ο Wyclif ισχυρίζεται ότι η Εκκλησία είναι το σώμα των εκλεκτών, των προορισμένων να σωθούν. Αυτοί είναι γνωστοί μόνο στον Θεό. Εφόσον σε μας είναι άγνωστοι η Εκκλησία καθίσταται αόρατη. Αρνείται την Εκκλησία ως το Σώμα του Χριστού στον κόσμο και στον χρόνο. Δεν υπάρχει ιστορική Εκκλησία γι’ αυτόν. Ακολουθεί λοιπόν παλαιότερες αιρέσεις, όπως οι Καθαροί και οι Βάλδιοι[24]. Παρά τα νέα δεδομένα, δέχεται τριπλό διαχωρισμό σε εκκλησία στρατευόμενη, εκκλησία αδρανή (οι κεκοιμημένοι) και θριαμβεύουσα εκκλησία (μετά την κρίση). Ξεκινώντας το «De Ecclesia» ισχυρίζεται ότι η στρατευόμενη εκκλησία δεν περιλαμβάνει του καταδικασμένους. Την εξήγηση την δίνει πολύ παρακάτω. Τα αληθινά μέλη της εκκλησίας συνδέονται μεταξύ τους αιώνια με την χάρη του προορισμού που τους επιτρέπει να παραμένουν στην κατάσταση των εκλεκτών μέχρι τέλους[25]. Η στάση του Wyclif απέναντι στην ιστορική εκκλησία, που γι’ αυτόν είναι ο παπισμός, προκύπτει από το γεγονός ότι το σώμα των εκλεκτών είναι άγνωστο:
«Είναι ξεκάθαρο το ότι οι προσευχές των προορισμένων να σωθούν είναι απείρως καλύτερες από τις προσευχές των προορισμένων να καταδικαστούν, εφόσον ο Θεός, που δεν είναι δυνατόν να σφάλει στην κρίση Του, δέχεται τις πρώτες ως απείρως καλύτερες από τις δεύτερες. Αυτός πιστεύουμε είναι ο λόγος για τον οποίο ο Θεός βούλεται οι Εκλεκτοί και οι καταδικασμένοι να είναι άγνωστοι σε μας σε αυτή την ζωή, ώστε ν’ αποφύγουμε την επιθυμία ν’ αγοράζουμε την προσευχή του ιερέως[26].»
Το άγνωστο της εκκλησίας των Εκλεκτών υποσκάπτει όλη τη δομή της στρατευόμενης εκκλησίας. Αν μόνο στον Θεό είναι γνωστοί οι Εκλεκτοί και μόνο αυτοί επιλέχθηκαν από τον Θεό, ως μέλη της εκκλησίας, τότε δεν υπάρχει λόγος αποδοχής κάποιας ορατής ιεραρχίας, δεν υπάρχει λόγος αποδοχής ιερατικής αρμοδιότητας και εξουσίας, και σε τελική ανάλυση δεν υπάρχει ανάγκη ύπαρξης ιερέων και μυστηρίων, διότι έτσι κι αλλιώς, όσοι είναι να σωθούν θα σωθούν και όσοι είναι να καταδικαστούν, θα καταδικαστούν, όπως είναι προορισμένο. Τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό, ούτε ο ίδιος ο Θεός, όπως είδαμε παραπάνω. Η παραδοσιακή δομή της εκκλησίας δεν έχει λόγο ύπαρξης[27] (raison d’ êntre).
Ακυρώνοντας την ορατή εκκλησία στο όνομα της αόρατης το μόνο που μένει είναι με μεταφυσικούς όρους το καθολικό αρχέτυπο αυτής. Έτσι το σώμα των Εκλεκτών μένει ανεξάρτητο από τον χώρο και τον χρόνο, και η εκκλησία, όπως νοείται από τον Wyclif, προηγείται και αυτής της Ενσάρκωσης του Χριστού. Η μόνη αναγνωρισμένη αρμοδιότητα στην εκκλησία αυτή είναι ο ίδιος ο Χριστός, όχι η ιεραρχία. Η μόνη αναγνωρισμένη πηγή διδασκαλίας και δόγματος είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος είναι σαρκωμένος στην Βίβλο. Συνεπώς μόνη πηγή διδασκαλίας και δόγματος είναι η Βίβλος (sola Scriptura) και όλα τα άλλα, Ιερά Παράδοση και πάπας (ως πηγή διδασκαλίας για τους παπικούς) ακυρώνονται[28].
Κάθε ένας από τους Εκλεκτούς είναι ipso facto ιερέας και όχι λαϊκός, διορισμένος από τον Θεό[29]. Αυτό που αρνείται δεν είναι η ιερωσύνη, αλλά η ιερατική τάξη. Δεν είναι ανάγκη να είναι κάποιος κληρικός για να είναι ιερέας και αντίστροφα, το να είναι κάποιος κληρικός δεν παρέχει εγγύηση αποδοχής από τον Θεό. Αν ο Θεός δεν παρέχει αυτή την εγγύηση, τότε ποιος διορίζει τους κληρικούς; Όπως οι εξτρεμιστές Φραγκισκανοί και οι Ιωακειμίτες (Οπαδοί του Ιωακείμ του Fiore) καταλήφθηκε από την ιδέα της παρουσίας του Αντιχρίστου. Στα έργα του «De blasphemia» και «Opus Evangelicum», όπως και σε πολλές ομιλίες του, δείχνει πεπεισμένος ότι η παραδοσιακή εκκλησία έχει καταληφθεί από τις δυνάμεις του Αντιχρίστου, καθώς αποδέχεται ότι ζει σε αποκαλυπτικούς χρόνους[30].
Κρίνοντας την παραδοσιακή εκκλησία με βάση την δική του κατανόηση περί της Αγίας Γραφής, την βρήκε αντιβιβλική. Ακόμη περισσότερο κρίνοντας τις αξιώσεις του πάπα, ότι αυτός είναι ο μόνος εκπρόσωπος του Χριστού στη γη και κεφαλή της εκκλησίας, ότι τα διατάγματά του σε θέματα πίστεως ήταν ισόκυρα με το Ευαγγέλιο, ότι οι διαταγές του έπρεπε ν’ ακολουθούνται πέρα από το Ευαγγέλιο, κατέληξε ότι αυτός ήταν ο Αντίχριστος. Και όχι μόνο. Κάθε αρμοδιότητα που δεν προέρχονταν από το Ευαγγέλιο προέρχονταν από τον Αντίχριστο. Σε αυτό περιέλαβε εκτός του πάπα, τα δυτικά μοναχικά τάγματα και τον κλήρο, εφόσον παρουσίαζαν κοσμικές αξιώσεις[31]. Το αντίδοτο για τον Wyclif ήταν η αποκήρυξη κάθε κοσμικής αξίωσης[32].
Επίλογος
Οι απόψεις του WYclif έγιναν ευρύτερα γνωστές στην Αγγλία με την αίρεση των Λολλάρδων και εφαρμόστηκαν από τους Τυδώρ . Ο γάμος του Ριχάρδου Β’ της Αγγλίας (1377-1399) και της Άννας της Βοημίας, κόρης του Γερμανού αυτοκράτορα Καρόλου Δ’ (1355-1378), άνοιξε τις πύλες της Οξφόρδης στους ακαδημαϊκούς της Βοημίας, οι οποίοι ανακάλυψαν ότι οι ιδέες του μπορούσαν και εκνεύριζαν τους Γερμανούς συναδέλφους τους, οπαδούς του Ockham. Από την Βοημία οι ιδέες του πέρασαν στην Πράγα και τράβηξαν την προσοχή δύο Τσέχων ακαδημαϊκών, του Ιωάννη Ούσου (Jan Hus) και του Ιερώνυμου της Πράγας . Η ιστορία αυτή θα αποτελέσει τον αντικείμενο των επόμενων κεφαλαίων.
* * * * * *
[1] http://plato.stanford.edu/entries/holkot/
[2] De Veritate Sacrae Scriptura I.5, ed. & trans. Ian Christopher Levy, On the Truth of the Holy Scripture, Medieval Institute Publications, Western Michigan University 2001, p. 98.
[3] De Veritate Sacrae Scriptura 54, 65.
[4] De Benedicta Incarnatione V.73, Ian Christopher Levy, John Wyclif: Scriptural Logic, Real Presence and the Parameters of Orthodoxy, Milwaukee 2003, p. 87.
[5] Robert Grosseteste, On the Six Days of Creation, trans. C. F. J. Martin,in Auctores Britannici Medii Aevi VI(2), ed. Richard C. Dales and Edward B. King (Oxford, 1996), 282.
[6] De Mandatis Divinis II.96.22-27.
[7] De Amore, in Minora Opera, ed. J. Loserth (1913), 9.19-27.
[8] Βλ. σχετ. το κεφάλαιο Η φυσική θεολογία και η ιστορία των βιογραφιών του Χριστού, στο Ν. Ματσούκα, Οικουμενική Κίνηση, Θεσ/νίκη 2003, σ. 137 κ.ε.
[9] Richard Cross, The Metaphysics of the Incarnation: Thomas Aquinas to Duns Scotus, Oxford 2002, pp.1-26. Επίσης Philip Rosemann, Peter Lombard, Oxford 2004, 118-143.
[10] Marilyn McCord Adams, Relations, Inherence and Subsistence; Was Ockham a Nestorian in Christology? in Nous 16 (1982), pp. 62-75.
[11] De Incarnatione I.3.6-11.
[12] Για την ορθόδοξη άποψη και αναίρεση των αιρετικών δοξασιών ο αναγνώστης μπορεί να απευθυνθεί στα δογματικά του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, όπως το Περί των εν Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, όπου εξηγούνται εισαγωγικά οι χρησιμοποιούμενοι φιλοσοφικοί όροι, και το Περί συνθέτου φύσεως, κατά Ακεφάλων.
[13] De Veritate Sacrae Scriptura Ι.6. Στο Trilogus ανασκεύασε τις διαβαθμίσεις σε τρεις, Trialogus III.31.
[14] De Volucione Dei 117.20-21. O W. Tompson παραθέτει πολλές παραπομπές στο The Latin Writings of John Wyclif, Toronto 1983, p. 100 n.8.
[15] De Ecclesia I.2.25.
[16] De Ideis III.
[17] Cur Deus Homo II.17.
[18] Summa Contra Gentiles I.67 & Summa Theologica Ia,q.19, a.3.
[19] Το όλο θέμα είναι πολύ πιο περίπλοκο. Έγινε προσπάθεια ν’ απλοποιηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο χάριν διευκόλυνσης στη κατανόηση. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί ν’ ανατρέξει στο σχετικό κεφάλαιο 6 του Stephen Lahey, John Wyclif, pp. 179-182.
[20] De Dominio Divino I.14.130.
[21] De Dominio Divino I.18.65.
[22] De Dominio Divino I.16.121.
[23] De Voluncione Dei II.131.18-24.
[24] Gordon Leff, Heresy in the Later Middle Ages, Manchester 1967, p. 516 κ.ε.
[25] De Ecclesia 107 & 111. Gordon Leff, Heresy…, p. 517.
[26] sermones 9, vol. 4 76.3.
[27] Gordon Leff, Heresy…, p. 519.
[28] De Ecclesia 30. De Veritate Sacrae Scripturae I.386.
[29] De Ecclesia 577. De Veritate Sacrae Scripturae II.138.
[30] Gordon Leff, Heresy…, p. 520.
[31] Opus Evangelicum I.97. De Eucharistia 41.
[32] Τα σχετικά χωρία είναι ατέλειωτα. Ενδεικτικά De potestate papae 101-2. Παραπέμπουμε στο Gordon Leff, Heresy…, p. 542, για περισσότερα.
(Πηγή: «John Wyclif Γ’ – Αγία Γραφή – Απόλυτος Προορισμός.», Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Βιογραφία
Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Κύριλλος ο ΣΤ’ (προστάτης του Πυθίου), ο επιλεγόμενος Σεραπετζόγλου (το κοσμικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Σερπεντζόγλου), καταγόταν από την Αδριανούπολη και διδάχθηκε τα εγκύκλια γράμματα στη σχολή της γενέτειράς του. Υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Το έτος 1803 μ.Χ. χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ικονίου και μετετέθη στην Αδριανούπολη το έτος 1810 μ.Χ. Στις 4 Μαρτίου του 1813 μ.Χ., εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν αυτός που συνέστησε τη εκκλησιαστική μουσική σχολή υπό τους τρεις διδασκάλους της νέας μεθόδου, το έτος 1815 μ.Χ. Υπήρξε φίλος των γραμμάτων και κήρυττε συνεχώς τον Θείο λόγο. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1818 μ.Χ. παύθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο και αναχώρησε για την πατρίδα του, την Αδριανούπολη, όπου υπέστη μαζί με άλλους είκοσι επτά κληρικούς και προύχοντες τον διά αγχόνης θάνατο, το έτος 1821 μ.Χ., ως ενερχόμενος, σύμφωνα με το φιρμάνι που διέτασσε τον απαγχονισμό, στο κίνημα που προετοίμαζε την ελευθερία του Ρωμαϊκού έθνους.
Η απόφαση για τον απαγχονισμό του Αγίου Κυρίλλου έχει ως εξής:
«Ἐπειδὴ ἐξηκριβώθη ὅτι ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πατριάρχης τῶν Ρωμαίων, ὁ ἀπολυθεῖς καὶ εἰς Ἀδριανούπολιν ἐξορισθεῖς Κύριλλος, ὁ προκάτοχος τοῦ φονευθέντος Πατριάρχου, ἐνέχεται εἰς τὸ κίνημα τὸπαρασκευαζόμενον μεταξὺ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Ἔθνους καὶ πρέπει νὰ ἐξαφανισθῆ καὶ οὗτος ἀπὸ προσώπου γῆς, πρὸς παραδειγματισμόν,ἐξέδωκα τὸ μυστικὸν τοῦτο φιρμάνιον καὶ διατάσσω τὸν ἀπαγχονισμὸν τοῦ Κυρίλλου. Νὰ τὸν συλλάβης ἀμέσως καὶ νὰ τὸν κρεμάσης μὲ τὴν περιβολήν του ἐντὸς τῆς Ἀδριανουπόλεως.»
Το σώμα του, αφού παρέμεινε κρεμασμένο για τρείς ημέρες, πετάχτηκε τελικά στον ποταμό του Έβρου για να βρεθεί και να ταφεί λίγο αργότερα από τον χωρικό Χρήστο Αργυρίου. Τα λείψανά του μετεφέρθησαν έπειτα από χρόνια στην μητρόπολη της Ανδριανουπόλεως.
Στο συγγραφικό έργο του Κυρίλλου ανήκει ο Πίναξ χορογραφικός της Μεγάλης Αρχισατραπείας του Ικονίου, ένα έργο που δημοσιεύθηκε στην Βιέννη το 1812 μ.Χ. για να ακολουθήσει η Ιστορική περιγραφή του προεκδοθέντος χορογραφικού πίνακος του Ικονίου. Το δεύτερο αυτό σύγγραμμα, τό οποίο εξεδόθη στην Κωνσταντινούπολη το 1815 μ.Χ., αποτελεί μίαν επεξήγηση του Πίνακος, ενώ περιλαμβάνει και μία περιγραφη της Ανδριανουπόλεως και των περιοχών γύρω από την Θράκη. Των γεωγραφικού περιεχομένου έργων του προηγήθηκε η συλλογή ποιημάτων «Ιερογραφική Αρμονία», με έμμετρα των Θ. Προδρόμου, Γ. Πισιδίου και Ν. Ξανθοπούλου, η οποία τυπώθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1802 μ.Χ. Διασώζονται επίσης 158 κηρύγματά του, καθώς και μία συλλογή από αρχαίες επιγραφές που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ερμής ο Λόγιος.
Αναγνωρίστηκε ως Άγιος της Εκκλησίας μας από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλαδος με ενέργειες του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Νικηφόρου (Πράξις 403/8-7-1993). Η μνήμη του τιμάται την 18ην Απριλίου και μεταφέρεται την Κυριακή του Θωμά. Στην μνήμη του Αγίου Ιερόμαρτυρα Κύριλλου του ΣΤ΄ παραθέτουμε άρθρο που δημοσίευσε για το έργο του στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 25 Μαρτίου 1987 ο Τάσος Λιγνάδης.
Οι πνευματικές ικανότητες
Ο Κωνσταντίνος Σερπετζόγλου γεννήθηκε κατά το τέλος της δεκαετίας του 1760 στην Αδριανούπολη, από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του Βασίλειος καταγόταν από την Καισάρεια και, αν βασισθούμε στο επώνυμό του, θα πρέπει να ήταν κατασκευαστής σιροπίων (σερπέτια, τουρκιστί τα μελίκρατα κατά τον Α. Γούδα, Βίοι Παράλληλοι). Ο Κωνσταντίνος είχε τρείς αδελφές, η μητέρα του όμως Μοσχονή ποθούσε για το αγόρι της, που φαινόταν ευφυές και επιμελέστατο, να μάθει τα ελληνικά γράμματα όσο γινόταν καλύτερα. Ο μικρός πήγαινε κάθε Κυριακή στην Εκκλησία και το πρώτο του ελληνικό βιβλίο – όπως στους περσσότερους Έλληνες της Τουρκοκρατίας – το αλφαβητάρι του, ήταν το Ψαλτήρι. Πάνω σ’ αυτό έμαθε να συλλαβίζει και να γράφει την γλώσσα των προγόνων του. Οι πνευματικές του ικανότητες διεφάνησαν όμως όταν γράφτηκε στην Ελληνική Σχολή της Αδριανουπόλεως, που ήταν ιδρυμένη από το 1550. Ο Κωνσταντίνος διάβασε αρχαίους Έλληνες κλασικούς, τους Πατέρες της Εκκλησίας και είχε την τύχη να τον διδάξουν σημαίνοντες καθηγητές. Ο υψηλός, γεροδεμένος, γαλανομάτης έφηβος, απέκτησε γρήγορα φήμη, χάρις στα πνευματικά του προσόντα. Όταν τελείωσε τη Σχολή, εργάσθηκε για ένα βραχύ διάστημα ως δάσκαλος. Μετά, αντί να φύγει στην Ευρώπη ή στη Ρωσία και να γίνει γιατρός ή έμπορος, όπως συνηθιζόταν τότε για τους προικισμένους νέους, αυτός αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο του Χριστού. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1791, μετονομάσθηκε σε Κύριλλο και έγινε γραμματεύς – ήταν άριστος καλλιγράφος – της Ιεράς Μητροπόλεως, όταν Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως ήταν ο Καλλίνικος, ο οποίος είχε διαβλέψει τις πλούσιες πνευματικές του ικανότητες. Όταν ο Καλλίνικος έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1801) κάλεσε στην Πόλη τον Κύριλλο και τον διόρισε Μέγα Αρχιδιάκονο του Πατριαρχείου.
Ο Κύριλλος, όπως η πλειονότης των ιερωμένων της εποχής, πίστευε θερμά ότι η μόρφωση του υποδούλου Γένους ήταν η κατά το ήμισυ εξασφάλιση της προσεχούς ελευθερίας. Γι’ αυτό βάλθηκε με όλες του τις δυνάμεις να έλθει αρωγός σε δραστηριότητες παιδείας δηλαδή ελληνομάθειας. Μαζί με τον Δημήτριο Μουρούζη – τον αργότερα διερμηνέα της Πύλης – που είχε επίσης την άποψη ότι η μόρφωση θα έκανε τους Έλληνες να υπερισχύσουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να την υποκαταστήσουν, όπως έγινε και με τους Ρωμαίους, συνεργάσθηκαν, για να αναστήσουν την Μεγάλη του Γένους Σχολή, που πρό της Αλώσεως ήταν η κορυφαία Σχολή των Ελλήνων στην οποίαν οι τρόφιμοι διδάσκονταν, εκτός από την αρχαία ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία, θεολογία, μαθηματικά και φυσική. Χρειάσθηκε να ξεπερασθούν πολλά εμπόδια και να διασκεδασθούν οι αντιδράσεις των Τούρκων, για να επαναλειτουργήσει η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Με πρωτοβουλία του Κυρίλλου – ο οποίος είχε γίνει στο μεταξύ αρχιμανδρίτης – ανοίχθηκε ένας μεγάλος έρανος ανάμεσα στους Έλληνες της αυτοκρατορίας και έτσι εξασφαλίστηκαν οι πόροι λειτουργίας της. Ο Κύριλλος, εκτός από τα κατά Κυριακήν κηρύγματά του από άμβωνος, ασχολήθηκε και με την συγγραφή. Το 1802 το Τυπογραφείο του Πατριαρχείου Κων/λεως εξέδωκε το βιβλίο του «Ιερογραφική αρμονία» που είχε ως αντικείμενο του τη βυζαντινή ποίηση του Γεωργίου Πισίδου, του Θεοδώρου Προδρόμου και του Νικηφόρου Ξανθοπούλου.
Ο ζήλος του για την οργάνωση της Ελληνικής Παιδείας
Το 1803 ο Κύριλλος, σε ηλικία περίπου 30 ετών έγινε Μητροπολίτης Ικονίου. Ήταν μια περιοχή στην οποίαν επικρατούσε το τουρκικό στοιχείο. Επειδή δεν υπήρχαν ούτε ιερείς ούτε δάσκαλοι, οι ΄Ελληνες είχαν ξεχάσει την γλώσσα τους και το μόνο που τους συντηρούσε ως Γένος ήταν η μακρινή ανάμνηση της Ορθοδόξου πίστεως. Ο Κύριλλος αναγκάσθηκε να κάνει το κήρυγμά του στα τουρκικά, για να γίνεται κατανοητός και σιγά σιγά άρχιζε να τους εισάγει στην ελληνική γραφή και από εκεί στη γλώσσα. Τους έγραφε δηλαδή τα τουρκικά με ελληνικούς χαρακτήρες (καραμανλίδικα) και βαθμιαία άρχισαν οι Έλληνες να μαθαίνουν την γλώσσα τους με ιερείς και διδασκάλους που μετεκάλεσε ο Κύριλλος και με την ίδρυση ελληνικών σχολείων. Εκεί, στο Ικόνιο, πατρίδα των μαρτύρων Κηρύκου και Ιουλίττης, έγραψε ένα απολυτίκιο κατά την εορτή τους (15 Ιουλίου) το οποίο περιελήφθη στην Ακολουθία…
Εκτός από την υμνογραφία ο Κύριλλος συνέταξε ένα Χωρογραφικό Πίνακα της περιοχής του Ικονίου (τυπώθηκε το 1812 στη Βιέννη με επιστασία του Άνθιμου Γαζή), και μια Ιστορική Περιγραφή της περιοχής της Αδριανουπόλεως (και τα δύο κείμενα βρίσκονται στη Γεννάδειο βιβλιοθήκη). Από την Ιστορική Περιγραφή αποσπώ ένα κομμάτι χάριν παραδείγματος απλής γραφής:
«Η Αδριανούπολις εκαλείτο το πάλαι Ορεστιάς, από Ορέστου, του υιού του Αγαμέμνονος, έπειτα κτισθείσα και αυξηθείσα υπό του αυτοκράτορος των Ρωμαίων Αδριανού Αιλίου, γαμβρού του Τραϊανού, ονομάσθη Αδριανούπολις και Αιλία· κείται δε εν μέσω σχεδόν της Ρωμανίας (Ρούμελι κοινώς, ο εστί γη των Ρωμαίων).»
Ουσία και Αρτηρία
Επαναλαμβάνω ότι χρησιμοποιώ τα στοιχεία αυτά που αναφέρονται στον Κύριλλο ως παράδειγμα αναγωγής στον ιστορικό ρόλο της Ορθοδοξίας. Και σκέφτομαι αυτόν τον ρόλο όχι μόνο κατά την Τουρκοκρατία, αλλά και μετά την ανεξαρτησία του ελληνικού κρατιδίου, όταν η Εκκλησία πρωτοστατούσε οικουμενικώς με τα ίδια ιδεολογικά μέσα αφυπνίσεως στον αλύτρωτο και στον απόδημο ελληνισμό…
… Οι αιώνες της σκλαβιάς «δεν μπόρεσαν να σβήσουν την ελληνική ψυχή μας γιατί υπήρξαν οι Κύριλλοι». Μιλώντας με το παράδειγμα του Κυρίλλου ανάγομαι αυτομάτως στις χιλιάδες των Κυρίλλων, δηλαδή στην Εκκλησία της Ορθοδοξίας, που κράτησε σε διαρκή εγρήγορση και αγονάτιστη την συνείδηση του Γένους ως επαλήθευση παθών και αναστάσεως…
Όταν το 1810 πέθανε ο μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Γαβριήλ, οι αδριανουπολίτες εζήτησαν από τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία να αναλάβει τον δεσποτικό θρόνο της πόλης τους ο συντοπίτης τους Κύριλλος. Έτσι και έγινε. Ο Κύριλλος, μόλις επέστρεψε από το Ικόνιο στη γενέτειρά του, άρχισε εμμέσως τις προσφιλείς του δραστηριότητες για την ελληνική παιδεία και εμερίμνησε για την Ελληνική Σχολή της Αδριανουπόλεως. Είναι δε χαρακτηριστικό το εξής: Επειδή είχε μάθει ότι σ’ εκείνη την σχολή εσπούδαζε – ο κατόπιν διάσημος φωστήρας της επιστήμης – Στέφανος Καραθεοδωρής, που ήταν και μακρινός συγγενής του, εζήτησε να τον δεί, για να τον χρησιμοποιήσει. Όταν τον επληροφόρησαν ότι ο Καραθεοδωρής είχε φύγει για την Ευρώπη, για να σπουδάσει την ιατρική, είπε λυπημένος τον στίχο του δημοτικού τραγουδιού: «Επέταξε μας το πουλί, οπούχαμε στα χέρια!». Το 1813 ο Οικουμενικός Θρόνος της Κων/λεως έμεινε κενός, επειδή η τουρκική διοίκηση υποπτευόμενη τον Πατριάρχη Ιερεμία ότι ευνοούσε ανατρεπτικές κινήσεις, τον εξανάγκασε σε παραίτηση. Οι συνοδικοί του Πατριαρχείου εξέλεξαν στην θέση του, παρά την θέλησή του τον Κύριλλο, τον οποίον οι Τούρκοι δέχθηκαν να ενθρονίσουν με τους γνωστούς τίτλους: «Ανώτατος βαθμούχος Παναγιώτατος Ρωμηός, Πατριάρχης Σταμπούλ».
Στην θέση του, στον μητροπολιτικό θρόνο της Αδριανουπόλεως ο Κύριλλος άφησε τον εκ Χίου σοφό Δωρόθεο Πρώιο. Στην Κωνσταντινούπολη ο νέος Πατριάρχης άρχισε πάλι τις ενέργειές του για την Μεγάλη του Γένους Σχολή. Επέτυχε να πείσει τελικά τον Κωνασταντίνο Κούμα, τον διάσημο σχολάρχη της Σχολής της Σμύρνης, να αναλάβει την μεγάλη Σχολή του Γένους. Παράλληλα, εργάσθηκε με ζήλο για την επανίδρυση της σχολής της Τραπεζούντος, διότι σύμφωνα με τις πληροφορίες, είχε τόση αμάθεια καταλάβει την περιοχή της ένδοξης βυζαντινής πόλης:
«... ώστε μηδέ το χαρακτηριστικόν του ελληνικού και χριστιανικού γένους (την καθομιλουμένην φαμέν διάλεκτον) σώζεσθαι παρά πάσιν καθαράν και ακεραίαν και περί τα ήθη δε πολλήν συμβαίνειν την διαφθοράν.»
Η επανιδρυθείσα Σχολή της Τραπεζούντος ακτινοβόλησε έως την Καταστροφήν του 1922. Ο άοκνος ζήλος του Κυρίλλου για την Παιδεία επεξετάθει σε όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερη μάλιστα πρόνοια επέδειξε για την οργάνωση των μοναστηριών, που τα θεωρούσε πνευματικές εστίες του Ελληνισμού. Το 1815 ίδρυσε στην Κων/λη «Μουσικήν Σχολήν της νέας βυζαντινής Τεχνολογίας και μουσικής μεθόδου» (από την οποίαν ύστερα από λίγα χρόνια προτάθηκε και εγκρίθηκε σύστημα μετρικής καταγραφής της βυζαντινής μουσικής, από τον μητροπολίτη Χρύσανθο, Γεώργιο Χουρμούζιο και Γρηγόριο Λευίτη, που ισχύει από τότε).
Τους έσφαξαν μπροστά στις οικογένειές τους
Παρενθετικώς ως πρός την περίοδο αυτή, ο αναγνώστης πρέπει να προσέξει δύο πράγματα που έχουν σχέση με το θέμα μας: Πρώτον, υπήρχε από τότε κυρίως στις μορφωμένες τάξεις του Γένους η αντιδικία μεταξύ δυτικοφρόνων και ρωσοφρόνων, που οι συνέπειες της δεν άφησαν ανεπηρέαστες τις εξελίξεις στο Πατριαρχείο και τις παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Δεύτερον, η εποχή της πατριαρχείας του Κυρίλλου ΣΤ΄ συμπίπτει με την ίδρυση και εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας, για το έργο της οποίας δεν ήταν απληροφόρητοι οι Τούρκοι. Το 1818 ήρθαν στην Πόλη πρώτα ο Σκουφάς και μετά ο Τσακάλωφ και με τους Σέκερη και Κουμπάρη εμύησαν τους δημογέροντες, τους προέδρους και τους μεγαλεμπόρους. Δεν άργησαν να αντιδράσουν οι Τούρκοι. Στις 13 Δεκεμβρίου 1818 εξεθρόνισαν τον Κύριλλο ως ανίκανο να κρατήσει τους λαούς σε υποταγή. Πατριάρχης έγινε για Τρίτη φορά ο Γρηγόριος ο Ε΄. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μεταβολές αυτές γίνονταν βάσει επιλογών, αναλόγως κατά το αν επικρατούσαν δυτικόφρονες ή ρωσόφρονες εισηγήσεις. Ο Κύριλλος επέστρεψε στην Αδριανούπολη, όπου ο μητροπολίτης Δωρόθεος Πρώιος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας.
Όταν το 1821 ο Υψηλάντης διέβη τον Προύθο και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ αντιλαμβανόμενος ότι η Ρωσία, παρά τα θρυλούμενα, δεν θα εκινείτο και για να αποτρέψει την καθολική σφαγή των χριστιανών της αυτοκρατορίας, προέβει στον αφορισμό, η Αδριανούπολη κατάλαβε τι την περίμενε. Ο αφόρισμος απέτρεψε κατά ένα μέρος την απειλή της γενικής εξολοθρεύσεως αλλά δεν εμπόδισε την καταδίκη των κεφαλών του Γένους, όπως συνέβει με τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε΄ και πλείστων άλλων. Τον Απρίλιο του 1821, την Μ. Εβδομάδα συνελήφθησαν όλες οι κεφαλές των Ρωμηών στην Αδριανούπολη και πρώτος ο φιλικός Μητροπολίτης Πρώιος. Την Κυριακή του Θωμά οι Γενίτσαροι τους έσφαξαν όλους μπροστά στις οικίες τους και ενώπιον των οικογενειών τους. Και ενώ αυτοί σφάζονταν ήλθε φερμάνι από τον Τούρκο Βεζύρη προς τον Τούρκο Νομάρχη, που έλεγε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Επειδή εξικριβώθη ότι και ο εκ της εν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχείας των Ρωμαίων απολυθείς και εν Αδριανουπόλει εξορισθείς Κύριλλος, ο προκάτοχος του εκτελεσθέντος Πατριάρχου, ενέχεται επίσης εις το κίνημα το παρασκευαζόμενον μεταξύ του Ρωμαϊκού Έθνους και εδέησε να εξαλειφθεί και ούτος εκ του προσώπου της γης προς παραδειγματισμόν των άλλων, εξέδωκα μυστικώς το υψηλόν τούτο φιρμάνιον, δι ου διατάσσω την απαγχόνισιν του ειρημένου Κυρίλλου εντός της Αδριανουπόλεως, μετά της ην περιβάλλεται ενδυμασίας.»
Ηυδόκησεν ο Κύριος
Την Δευτέραν μετά την Κυριακήν του Θωμά ο Κύριλλος οδηγήθηκε έφιππος προ του νομάρχη, κατά την περιγραφή. Μετά σιωπή λέει ο Τούρκος:
› Κατά τας ημέρας αυτάς πολλά δεινά ενέσκηψαν κατά του έθνους των Ελλήνων.
Ο Κύριλλος απάντησε:
› Ούτως ηυδόκησεν ο Κύριος.
Ο Τούρκος προσπάθησε να δικαιολογηθεί αλλά ο Ιεράρχης του είπε:
› Θάρρει ηγεμών, όλοι μίαν ημέραν θα αποθάνωμεν, γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου.
Ήπιε τον προσφερθέντα καφέ και ανεχώρησε. Έξω από το διοικητήριο, τον περίμεναν οι Γενίτσαροι. Τον δένουν και τον οδηγούν στην Μητρόπολη, διασχίζοντας δρόμους, όπου ο λαός ανήμπορος να βοηθήσει έβλεπε «τον Ποιμένα αγόμενον ως πρόβατον επί σφαγήν». Πριν φθάσει η πομπή στην Μητρόπολη, ο Κύριλλος πρόλαβε να δεί δύο ακέφαλα σώματα που έσταζαν αίμα. Ήταν του πρωτοσύγκελλου Θεοκλήτου και του ιερομονάχου Ιακώβου Αρζουμάνογλου. Στο κιγκλίδωμα του παραθύρου του Συνοδικού της Μητροπόλεως, οι Τούρκοι κρέμασαν το σχοινί και του πέρασαν την θηλιά στον λαιμό. Ήταν στις 18 Απριλίου 1821.
Το σώμα του Κυρίλλου έμεινε κρεμασμένο στο κιγκλίδωμα τρεις μέρες. Δίπλα του κρεμασμένος και ο πρωτοσύγκελλος Αγαθάγγελος και άλλοι στενοί φίλοι του Κυρίλλου. Οι Τούρκοι απαγόρευσαν την ταφή του πρώην Πατριάρχη, καθώς και των κληρικών και των προεστώτων. Τα πτώματα τους ρίχθηκαν στα νερά του Έβρου. Το σκήνωμα του Κύριλλου το βρήκε στο φράκτη ενός νερόμυλου ένας πιστός πατριώτης και το έθαψε μέσα στο σπίτι του. Ύστερα από οκτώ χρόνια με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο οι Ρώσοι εισέρχονται στην Αδριανούπολη (1829) και υπογράφεται στην πόλη αυτή η γνωστή Συνθήκη με την οποίαν αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδος. Πέρασαν εκατό χρόνια από τον απαγχονισμό του Κυρίλλου και το 1920 ο ελληνικός στρατός ελευθέρωσε την Αδριανούπολη. Τότε, έγινε πάνδημο μνημόσυνο για τον εθνομάρτυρα ανοίχθηκε το επί εκατό χρόνια κλειστό παράθυρο, από το κιγκλίδωμα του οποίου είχαν κρεμάσει τον Πατριάρχη και έθεσαν εκεί μία πινακίδα με το ακόλουθο επίγραμμα:
«Κυρίλλω τω ΣΤ΄ γόνω μεν τήσδε πόλεως ευκλεεί, δεξιώς δε την Ολκάδα της Μ. Εκκλησίας οιακοστροφήσαντι υπέρ πίστεως και πατρίδος τον δι’ αγχόνης υποστάντι θάνατον η Πατρίς ελευθερωθείσα και μεγάλη ήδη τούτο ιδρύσατο σήμα μνημείον μεν της προς αυτόν αϊδίου τιμής και σεβασμού δείγμα δ’ αρετής τοις επιγιγνομένοις.»
Με την καταστροφή του 1922 η Αδριανούπολη παραδόθηκε και πάλι στους Τούρκους και όλος ο πληθυσμός την εγκατέλειψε. Η Μητρόπολη εγκαταστάθηκε στην Ορεστιάδα.
* * * * * *
Ο συγγραφέας του βιβλίου στον οποίο οφείλω τις πληροφορίες αυτές, αφιερώνει στους κληρικούς και τους εκπαιδευτικούς την έρευνα του. Εγώ, περιορίζομαι απλώς να απευθύνω το σημείωμα τούτο στους Έλληνες πολιτικούς με την ευχή, όταν υψώνουν χέρι και κεφάλι στην Εκκλησία, να μή ξεχνούν ότι μπορούν να μιλάνε και να ενεργούν ελεύθεροι τώρα, επειδή τότε «υπήρξαν οι Κύριλλοι».
Εξεδόθη σύντομη βιογραφία του Αγίου όπου δημοσιεύονται και αυθεντικές μαρτυρίες αυτοπτών για τα πολλά θαύματα πού έχει επιτελέσει ο Άγιος. Τμήμα των τιμιωτάτων λειψάνων του Ιερομάρτυρος ανευρέθη στην Ιερά Βατοπεδινή Σκήτη του Αγίου Δημητρίου του Αγίου Όρους -σήμερα δε φυλάσσεται στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου› υπάρχει εκεί μια μικρή ασημένια λειψανοθήκη με ένα μικρό τεμάχιο Αγίου Λειψάνου και παλαιό χειρόγραφο πού αναφέρει ότι ο Άγιος Κύριλλος εμαρτύρησε στις 18 Απριλίου 1821.
Στις 26 Ιουνίου 1988 θεμελιώθηκε παρεκκλήσιο του Αγίου με δαπάνες της κας Λίνας Καλλά-Χατζή εις μνήμην του συζύγου και των γονέων της. Ο τάφος του Αγίου ανοίχθηκε στις 11 Μαΐου 1989, οπότε μυρόβλησε όλο το Πύθιο. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1991 έγιναν τα εγκαίνια του Ναού. Τέλος στις 8 Ιουλίου 1993 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος κατέταξε τον Άγιο νέο Ιερομάρτυρα Κύριλλο Στ΄ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας.
(Πηγή: από το βιβλίο «ΚΑΤΑΡΡΕΩ › ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ» Τάσου Λιγνάδη, Σειρά: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ – 6, Φεβρουάριος 1996, Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ σ. 237-247, Διακόνημα)
Ο Άγιος στη Γερμανία (1998)
Με λένε Βασιλική και μένω στη Γερμανία. Εγέννησα πριν από ένα χρόνο ένα κοριτσάκι το βάπτισα και το είπα Μαρίνα, ένα υγιέστατο παιδάκι ήταν, ξαφνικά όμως όταν έγινε οκτώ μηνών έμεινε παράλυτο. Δεν κουνούσε ούτε χέρια ούτε πόδια και το έπιαναν σπασμοί. Το πήγα στο νοσοκομείο δεν μπορούσαν να βρούν οι γιατροί από που έπαθε αυτή την ανίατη αρρώστεια, εγώ δεν έπαψα να καίω το καντηλάκι του Αγίου Κυρίλλου και στο κομοδίνο του παιδιού μου είχα την εικόνα του Αγίου και τον παρακαλούσα μέρα και νύχτα για το παιδί μου. Μετά από 7 μήνες παίρνω την εικόνα του Αγίου και τη βάζω επάνω του, αμέσως αυτή την στιγμή άρχισε να κουνάει χέρια και πόδια, οί γιατροί δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν και με ρωτούσαν ποιός Άγιος ειναι και πώς τον λένε και τους είπα ολόκληρη την ιστορία με τον Άγιο Κύριλλο και το θαύμα. Δοξάζω το Θεό όπου η χάρις του Αγίου έκανε καλά το παιδί μου. Είθε η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ να σκεπάζει όλο τον κόσμο!
Ο Αγιος στο Βέλγιο (18-3-98)
Ονομάζομαι Ελένη Καραφυλλάκη και ο σύζυγος Μιχάλης. Πατρίδα μας είναι το ακριτικό χωριό του Έβρου, η πατρίδα του Μεγάλου μας Αγίου Κυρίλλου, το Πύθιο. Εμείς όμως μένουμε έδω και πολλά χρόνια στο εξωτερικό, στο Βέλγιο. Ο σύζυγος μου ασθένησε πολύ βαριά και έπρεπε να κάνει 3 εγχειρήσεις. Ηταν πολύ σοβαρές, και αφορούσαν το συκώτι, τον πνεύμονα και το νεφρό του. Πήγαμε σε πολλούς γιατρούς έδω στο Βέλγιο οι οποίοι μας παρουσίασαν τα πράγματα πολύ δύσκολα αφού δεν υπήρχε συγκεκριμένη θεραπεία. Μια μέρα όπως γυρίσαμε στο σπίτι μετά το γιατρό άρχισα να κλαίω απαρηγόρητη και απελπισμένη όπως ήμουν βγάζω από το συρτάρι μου το βιβλιαράκι με το βίο του Αγίου, το αγκαλιάζω και φωνάζω με πίστη:
› Άγιε μου, σώσε τον άνδρα μου.
Το βράδυ βλέπω στον ύπνο μου το συγχωρεμένο τον πατέρα μου, με τον Άγιο Κύριλλο (τον αναγνώρισα από την άγια εικόνα του στο βιβλίο) και μου λέει:
› Ελένη παιδί μου, μη στεναχωριέσαι, ο Άγιος διάβασε τον άνδρα σου και δεν έχει τίποτα.
Την άλλη μέρα το πρωί, πήγαμε στο νοσοκομείο για εξετάσεις και περάσαμε άπό τον ακτινολόγο ο οποίος κοιτάζοντας τις ακτινογραφίες μας είπε:
› Οί άκτινογραφίες είναι πεντακάθαρες. Ή έγινε μεγάλο θαύμα ή λάθος διάγνωση είχαμε κάνει!
Μεγάλη η χάρη του Αγίου. Πάντοτε θα τον επικαλούμαστε εγώ και η οικογένειά μου με πίστη.
(Πηγή: «Θαύματα του Αγίου Κυρίλλου Στ’ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως» Διακόνημα)
Θαύμα του Αγίου Κυρίλλου ΣΤ’ σε καρκινοπαθή ανήμερα στη μνήμη του το 1998
Ονομάζομαι Γιαννούλα Παπαδούλη και είμαι κάτοικος του χωρίου Ποιμενικόν Νέας Ορεστιάδος. Πριν ένα χρόνο είχα πάρει την εικόνα του Αγίου Κυρίλλου ΣΤ’ και στην προσευχή μου παρακαλούσα τον Άγιο να με αξιώσει να πάω στο Πύθιο να προσκυνήσω στην εκκλησία και στον τάφο του. Φέτος την Κυριακή του Θωμά που ήταν η μνήμη του πήγαμε με’ την αδελφή μου Αθηνά και το γαμπρό μου Στρατή στην Εκκλησία του.
Εκεί προσκυνήσαμε την εικόνα Του και είδαμε και οι τρεις μας μερικά γράμματα στο μέτωπο Του. Τα διαβάσαμε αλλά τα ξεχάσαμε αμέσως. Μόνο το γράμμα Α θυμόμαστε όλοι. Δε μπορέσαμε να δώσουμε καμία εξήγηση. Κατάπληκτοι πήραμε λίγο λαδάκι από το καντηλάκι που καίγεται μπροστά στην εικόνα του για να σταυρώσουμε τον ετοιμοθάνατο πατέρα μας που υπέφερε από καρκίνο. Δυστυχώς όλο το αίμα του είχε αλλοιωθεί και οι γιατροί από το Νοσοκομείο Διδυμοτείχου, μας είπαν ότι δεν έχει νόημα να κάθεται μέσα και να τον πάρουμε στο σπίτι για να πεθάνει ήσυχος.
Μόλις τον σταυρώσαμε άνοιξε τα μάτια του, ζήτησε να φάει και υστέρα κοιμήθηκε ήρεμα. Το πρωί ξύπνησε και αισθανόταν εντελώς καλά σαν να μην είχε υποστεί καμία ταλαιπωρία. Δοξάζουμε το Θεό και το θαυματουργό του Άγιο, τον Άγιο Κύριλλο τον ΣΤ’ πού είναι προστάτης μας! Κάθε χρόνο θα τον προσκυνούμε με πίστη την ημέρα της μνήμης του.
(Πηγή: «Θαύμα του Αγίου Κυρίλλου ΣΤ’ σε καρκινοπαθή ανήμερα στη μνήμη του το 1998» Διακόνημα)
Απολυτίκιον Ήχος α’.
Της ερήμου πολίτης. Βυζαντίου τον θρόνον αρεταίς κατεκόσμησας, Ανδριανουπόλεως θρέμμα, Ιερότατε Κύριλλε· ζηλώσας, γαρ τας τρίβους αθλητών δεινώς αγχόνη ηωρήθης απηνώς και Πυθίου ανεδείχθης πανσθενουργός προστάτης· όθεν κράζομεν· Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε κραταιώσαντι, δόξα τω νεοάθλων κοινωνόν σε αναδείξαντι.
Κοντάκιον Ήχος πλ. δ΄.
Τη Υπερμάχω. Τον Πατριάρχην τον φιλόθεον και άριστον οφθέντα πάσιν αθλητήν εγκωμιάσωμεν, Βυζαντίου τον κοσμήτορα και ποιμένα αληθή του εν πικρά δουλεία στένοντος ορθοδόξων δήμου, θείοις μελωδήμασιν ανακράζοντες· Χαίροις, πάντιμε Κύριλλε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, ο προθύμως αποκτανθείς ως ποιμήν, θεόφρον, Εκκλησίας Χριστού καλός, Κύριλλε τρισμάκαρ, υπέρ του σου ποιμνίου Αγαρηνών προτάσσων την ιταμότητα.
Ἐὰν θέλῃς νὰ νικᾷς τοὺς ἐχθρούς σου πιὸ γρήγορα καὶ εὔκολα, εἶναι ἀνάγκη νὰ πολεμᾷς, ἀδελφὲ καὶ γιὰ πάντα καὶ γενναῖα, ἐναντίον ὅλων σου τῶν παθῶν, περισσότερο ὅμως καὶ εἰδικὰ ἐναντίον τῆς φιλαυτίας σου, δηλαδὴ τῆς ὑπερβολικῆς ἀγάπης τοῦ ἑαυτοῦ σου, συνηθίζοντας νὰ ἔχῃς γιὰ φίλους σου ἀγαπητοὺς τὶς περιφρονήσεις καὶ τὶς θλίψεις, ποὺ μπορεῖ ποτὲ νὰ σοῦ δώσῃ ὁ κόσμος· γιατί, μὲ τὸ νὰ μὴ γνωρίζει κάποιος αὐτὸν τὸν πόλεμο τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ μὲ τὸ νὰ τὸν ὑπολογίζῃ λίγο, συνέβηκε καὶ συμβαίνει πάντα νὰ εἶναι οἱ νίκες δύσκολες, σπάνιες, ἀτελεῖς καὶ ἀνύπαρκτες.
Λοιπόν, αὐτὸς ὁ πόλεμος πρέπει νὰ γίνεται πάντοτε, ἀσταμάτητα, δηλαδὴ συνεχῶς, ὡς τὴν ὥρα τοῦ θανάτου σου καὶ μὲ γενναία ψυχή, τὴν ὁποία εὔκολα θὰ ἀποκτήσῃς ἐὰν τὴν ζητήσῃς ἀπὸ τὸν Θεό· ἐὰν ὅμως σκεφθῇς τὴν μανιασμένη ὁρμὴ καὶ τὸ παντοτεινὸ μῖσος, ποὺ ἔχουν ἐναντίον σου οἱ ἐχθροὶ δαίμονες καὶ τὸ μεγάλο πλῆθος τῶν παρατάξεων καὶ στρατευμάτων του, σκέψου ὅμως ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ καὶ ὅτι εἶναι πολὺ μεγαλύτερη ἡ δύναμι τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ σοῦ ἔχει καὶ ὅτι πολλοὶ περισσότεροι εἶναι οἱ Ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ καὶ οἱ προσευχὲς τῶν Ἁγίων, ποὺ πολεμοῦν κρυφὰ μὲ τὸ μέρος μας, ὅπως γράφτηκε γιὰ τὸν Ἀμαλήκ· «Μὲ μυστικὸ καὶ ἀόρατο χέρι πολεμᾷ ὁ Κύριος» (Ἔξοδ. 17,16). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν σκέψι παρακινήθηκαν τόσες γυναῖκες καὶ τόσα ἀνήλικα παιδιὰ καὶ κατέκτησαν καὶ νίκησαν ὅλη τη δύναμι καὶ σοφία τοῦ κόσμου, ὅλες τὶς προσβολὲς τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου καὶ ὅλη τὴ μανία του.
Ὁπότε, δὲν πρέπει νὰ φοβηθῇς ποτέ, ἂν καὶ σοῦ φαίνεται ὅτι ὁ πόλεμος τῶν ἐχθρῶν εἶναι δυνατὸς κατὰ πολύ, ὅτι θὰ παραμείνη γιὰ ὅλη σου τὴν ζωὴ καὶ ἂς σὲ φοβερίζῃ μὲ πτώσεις ἀπὸ διάφορα μέρη. Γιατὶ, κάθε δύναμι καὶ γνῶσι τῶν ἐχθρῶν μας, βρίσκεται στὰ χέρια τοῦ θείου μας Ἀρχιστρατήγου Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τοῦ ὁποίου τὴν τιμὴ πολεμεῖσαι. Ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ μόνος του σὲ προσκαλεῖ μὲ πίεσι στὸν πόλεμο, εἶναι φανερό, ὅτι ὄχι μόνο δὲν θὰ ἀφήσῃ ποτὲ νὰ ὑπάρξει σὲ βάρους σου κάποια ἐξουσία καὶ νίκη ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς (γιατὶ αὐτὸ τὸ θεωρεῖ ὡς προσβολή του)· ἀλλὰ πολεμώντας αὐτὸς γιὰ σένα, θὰ τοὺς δώσῃ στὰ χέρια σου νικημένους, ὅταν τοῦ φανῆ εὐχάριστο, ὅπως γράφτηκε «Ὁ Κύριος ὁ Θεός σου πηγαινοέρχεται μέσα στὸ στρατόπεδό σου γιὰ νὰ σὲ προστατεύσῃ καὶ γιὰ νὰ συλλάβη τοὺς ἐχθρούς σου καὶ νὰ τοὺς παραδώσῃ στὰ χέρια σου». (Δευτερ. 23,14).
Ἐὰν ὅμως καὶ αὐτὸς ἀργοπορήσῃ μέχρι τὴν τελευταία μέρα τῆς ζωῆς σου, νὰ κάνῃς αὐτὴ τὴν νίκη (1), αὐτὸ θὰ εἶναι γιὰ μεγαλύτερο κέρδος σου· μόνον ἐσύ, αὐτὸ πρέπει νὰ κάνῃς, τὸ νὰ πολεμᾷς μεγαλόψυχα· καὶ ἂν πολλὲς φορὲς μείνης πληγωμένος στὸν πόλεμο, μὴν ἀφήσῃς ποτέ σου τὰ ὅπλα, οὔτε νὰ φύγης· τέλος πάντων, γιὰ νὰ παρακινῆσαι νὰ πολεμᾷς γενναῖα, πρέπει νὰ γνωρίζῃς, ὅτι αὐτὸν τὸν πόλεμο δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀποφύγη κανένας ἄνθρωπος, εἴτε στὴ ζωὴ εἴτε στὸ θάνατο· καὶ ὅποιος δὲν πολεμάει γιὰ νὰ νικήσῃ τὰ πάθη καὶ τοὺς ἐχθρούς του, ἀναγκαστικὰ πρέπει νὰ συλληφθῆ ἀπὸ ἐδῶ ἢ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ πεθάνῃ.
Γι᾿ αὐτό, πρέπει νὰ πολεμᾶμε γενναῖα καὶ πάντα, γιατὶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τέτοιους ἐχθρούς, οἱ ὁποῖοι τόσο πολὺ μᾶς μισοῦν, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐλπίζουμε ποτὲ ἀπὸ αὐτοὺς οὔτε εἰρήνη, οὔτε διωρία ἢ καμμία ἀνακωχὴ καὶ κατάπαυσι τοῦ πολέμου. Γιατὶ καλὸ ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ μὴν ἀνοίξουμε πόρτα καὶ νὰ βάλουμε τοὺς ἐχθροὺς καὶ τὰ πάθη μέσα στὴν ψυχὴ καὶ καρδιά μας· ἀφοῦ ὅμως τοὺς βάλαμε μία φορά, δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ ἀδιαφορήσουμε, ἀλλὰ πρέπει νὰ πολεμᾶμε γιὰ νὰ τοὺς βγάλουμε, ἐπειδὴ αὐτοὶ εἶναι ἀναιδεῖς καὶ ἀδιάντροποι, δὲν βγαίνουν μὲ ἄλλον τρόπο παρὰ μὲ τὸν πόλεμο (2).
1. Καθὼς o Θεὸς δὲν ἐξωλόθρευσε ὅλα τὰ ἔθνη ἀπὸ τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ ἄφησε σὲ αὐτὴ τὶς πέντε περιφέρειες τῶν ἀλλοφύλων καὶ τοὺς Σιδωνίους καὶ Ἑβραίους, ἕνα μέν, γιὰ νὰ δοκιμάζῃ τοὺς Ἑβραίους, ἂν φυλάττουν τὶς ἐντολές του καὶ σταθερὴ τὴν πίστι τους σὲ αὐτή. Καὶ ἄλλο, γιὰ νὰ τοὺς μαθαίνῃ πάντοτε τὸν πόλεμο, ὅπως γράφτηκε. «Καὶ αὐτὰ τὰ Ἔθνη ἄφησε ὁ Κύριος, ὥστε πειράσαι ἐν αὐτοῖς τὸν Ἰσραήλ.... Γνῶναι εἰσακούσονται τὰς ἐντολὰς Κυρίου. Τοῦ διδάξαι αὐτοῖς πόλεμον» (Κρίτ. γ´ 13, 14). Κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲν ἐξολοθρεύει ὅλα τὰ πάθη ἀπὸ μᾶς, ἀλλὰ ἀφήνει καὶ μερικὰ νὰ μᾶς πολεμοῦν μέχρι τὸ θάνατό μας, ὄχι ἀπὸ ἀδυναμία, ἢ αἰτία δική του, ἀλλὰ ἀπὸ αἰτία δική μας, καθὼς ἑρμηνεύει ὁ Θεοδώρητος: Ὁ α´, γιὰ νὰ μὴ πέσωμε σὲ ἀμέλεια, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ἄγρυπνοι, ἐπιμελεῖς καὶ προσεκτικοί· ὁ β´, γιὰ νὰ μὴν λησμονήσουμε τὸν πόλεμο καὶ ξαφνικὰ μᾶς πλακώσουν καὶ μᾶς νικήσουν τὰ πάθη καὶ οἱ ἐχθροί· γ´, γιὰ νὰ προστρέχωμεν πάντα στὸν Θεὸ καὶ νὰ ζητοῦμε θερμότερα τὴν βοήθειά του· ὁ δ´, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανευώμαστε, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ταπεινοὶ στὸ φρόνημα· ε´, γιὰ νὰ μισήσουμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὰ πάθη καὶ τοὺς ἐχθρούς, ποὺ τόσο ἀκούραστα ἂς πολεμοῦν ς´, διὰ νὰ δοκιμασθοῦμε, ἂν μέχρι τέλους φυλάξουμε τὴν τιμὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστι· ζ´, γιὰ νὰ παρακινούμεθα στενώτερα στὸ νὰ φυλάττουμε ὅλες τὶς ἐντολὲς καὶ νὰ μὴ παραβαίνουμε οὔτε τὴν παραμικρή· η´, γιὰ νὰ μάθουμε μὲ τὴν δοκιμὴ πόσο ἀξίζει ἡ ἀρετὴ καὶ ἀκολούθως νὰ μὴ τὴν ἀφίνουμε καὶ νὰ πέφτουμε στὴν ἁμαρτία, θ´, γιὰ νὰ γίνεται καὶ ὁ παντοτεινὸς πόλεμος ὑπόθεσις μεγαλυτέρων στεφάνων σὲ μᾶς· ι´, γιὰ νὰ δοξάσουμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ ντροπιάσουμε περισσότερο τὸν διάβολον καὶ τὴν ἁμαρτία, μὲ τὴν μέχρι τέλους ὑπομονή μας καὶ ια´, γιὰ νὰ εἴμαστε γυμνασμένοι ἀπὸ συνήθεια στὸν πόλεμο νὰ μὴν φοβηθοῦμε τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου, ὅταν θὰ μᾶς γίνῃ ὁ πλέον δυνατώτερος πόλεμος.
2. Ὁ μέγας Βασίλειος στὸν σχετικὰ μὲ τὴν Παρθενία λόγο του, ἀναφέρει πάνω σὲ αὐτὸ ἕνα ὡραῖο παράδειγμα καὶ λέει. «Καθὼς οἱ βασιλικοὶ στρατιῶτες σὲ καιρὸ πολέμου, δὲν βάλλουν τὰ ἅρματά τους μέσα σε κλεισμένα σπίτια, ἀλλὰ μέσα σὲ ἐκεῖνα ποὺ βρίσκουν ἀνοικτὰ καὶ ἀφοῦ τὰ βάλουν μίαν φορά, τὰ ἀφήνουν μέσα καὶ αὐτοὶ βγαίνουν ἔξω καὶ περπατοῦν, χωρὶς νὰ φοβοῦνται ὅτι κάποιος θὰ ρίξη ἔξω τὰ ἅρματά τους, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ οἱ πονηροὶ δαίμονες, ὅταν βρίσκουν ἀνοικτὴ τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας, βάζουν μέσα σὲ αὐτὴ τὰ ἅρματά τους, τὰ ὁποῖα εἶναι οἱ κακοὶ λογισμοὶ καὶ τὰ πάθη καὶ τὰ ἀφήνουν, ἐὰν ἐμεῖς δὲν ἀγωνισθοῦμε νὰ τὰ πετάξουμε ἔξω.
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες
ΚΟ: Πριν λίγες ημέρες παρατήρησα στην Αθήνα τα λεωφορεία να έχουν μεγάλες διαφημίσεις της Benetton που είχαν το μότο “gender free zone”, που σημαίνει ζώνες ελεύθερες από το φύλο... Με εικόνες "gender fluid" multi-culti νεαρών μοντέλων. Καταλαβαίνετε ότι τίποτα πλέον σήμερα δεν είναι αθώο. Το σύνθημα αυτό έχει αρχίσει και προωθείται συνεχώς, ως το επόμενο βήμα «ισότητας» και «απελευθέρωσης από στερεότυπα». Θα το δείτε με διάφορες παραλλαγές ("clothes have no gender", "color have no gender" κλπ), ενώ ήδη έχουν αρχίσει να το χρησιμοποιούν τα αγαπημένα παιδιά του συστήματος, οι κολαούζοι της Νέας Τάξης, οι λεγόμενοι «αντίφα» και «αντεξουσιαστές». Το φύλο λογίζεται κάτι σαν βάρος ή φόρος (μου θυμίζει τα duty free) από το ποίο πρέπει να απαλλαγούμε. Να «ελευθερωθούμε». Επαγγέλλονται «ελευθερία», ενώ είναι δούλοι της διαφθοράς, όπως γράφει ο Απόστολος Πέτρος (Β΄ Πέτρου 2:19) και προετοιμάζουν το έδαφος για την πιο στυγνή τυραννία που γνώρισε ο κόσμος. Κράτος – παρακράτος – εμπορικοί κολοσσοί όλα τα καθάρματα δουλεύουνε μαζί.
LifeSiteNews / ΚΟ
Πολλά προσχολικά εκπαιδευτικά ιδρύματα που χρηματοδοτούνται από το σουηδικό κράτος είναι πλέον «ουδέτερα από πλευράς φύλου» (“gender-neutral”) και διδάσκουν τα παιδιά να απορρίπτουν τις φυσικές τους κλίσεις προς τις αρσενικές ή θηλυκές δραστηριότητες και αντίθετα τους ζητούν να κάνουν δραστηριότητες που συνήθως συνδέονται με το αντίθετο φύλο.
"Η προσέγγιση της προσχολικής ηλικίας για το φύλο έχει πλέον γίνει μια κοινή ερώτηση πριν από την εγγραφή", ανέφεραν οι New York Times σε μια έρευνα για αυτά τα σχολεία. Οι Σουηδοί εκπαιδευτικοί "κάνουν ό, τι μπορούν για να αποδομήσουν" το φύλο.
Από το 1998, το κρατικό πρόγραμμα σπουδών έχει απαιτήσει από τους δασκάλους να «εξουδετερώσουν τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων και τα πρότυπα των φύλων».
Έτσι, τα σχολεία συμμορφώνονται με διαφορετικούς τρόπους, βασιζόμενα σε μεγάλο βαθμό στην εκάστοτε διεύθυνσή τους. Πολλά παιδάκια εντάσσονται σε αυτά τα προγράμματα όταν είναι μόλις ενός έτους.
Στην αυγή αυτού του μαζικού κοινωνικού πειράματος, "Τα αγόρια και τα κορίτσια στα νηπιαγωγεία χωρίστηκαν κάποιες ώρες της ημέρας και εκπαιδεύονταν στα γνωρίσματα που συνδέονταν με το άλλο φύλο. Τα αγόρια έκανα μασάζ στα πόδια το ένα στου άλλου. Τα κορίτσια έκαναν βόλτα στο χιόνι ξυπόλυτα και τους είπαν να ανοίξουν το παράθυρο και να αρχίσουν να ουρλιάζουν".
Τώρα, τα νηπιαγωγεία χρησιμοποιούν μια ποικιλία τεχνικών για την εξάλειψη του φύλου από την τάξη, και κάνουν τα κορίτσια να δρουν σαν αγόρια και αντίστροφα. Αποτρέπουν τα αγόρια να παίζουν μόνο με άλλα αγόρια και τα κορίτσια μόνο με άλλα κορίτσια. Τα παιδιά στέλνονται σε μια παιδική κουζίνα, όπου τα κορίτσια μαθαίνουν να φωνάζουν "Όχι!" Οι νηπιαγωγοί έχουν τώρα "ειδικούς για το φύλο" στο προσωπικό που ασχολούνται με «προβλήματα» όπως όταν τα αγόρια αρνούνται να ζωγραφίσουν ή να χορέψουν ή όταν σχεδιάζουν βλεφαρίδες μόνο σε θηλυκά πρόσωπα.
Τα αγόρια μπορούν να φορούν φορέματα και οι δασκάλες επαινούν τα μικρά κορίτσια όταν γίνονται λιγότερο θηλυκά. Ένα τρίχρονο αγόρι, ο Otto , δεν έχει ποτέ ακούσει από κανέναν, συμπεριλαμβανομένων των "παππούδων του ή των babysitters, ή των συνομηλίκων τους, παιδιών ηλικίας 3 ετών", ότι τα αγόρια δεν φορούν φορέματα. Η μητέρα του "θα ήθελε αυτό να συνεχιστεί όσο το δυνατόν περισσότερο".
Μια δασκάλα ενθουσιάστηκε πώς τα μαθήματά της άλλαξαν ένα κορίτσι από "πολύ κορίτσι" σε ένα του οποίου οι γονείς παραπονέθηκαν ότι ήταν "τρελό και προκλητικό στο σπίτι".
Μια 26χρονη δασκάλα στη Σουηδία δήλωσε στους New York Times πως «αναστατώνεται» όταν βλέπει τα μωρά της φίλων της ντυμένα με μπλε και ροζ. Αισθάνεται ότι έχει μια "ευθύνη" να τους πει ότι κάνουν μεγάλο "λάθος" που ντύνουν τα κορίτσια με ροζ και τα αγόρια με μπλε χρώμα.
Η πλήρης "απο-φυλοποίηση" της κοινωνίας θα οδηγήσει σε κυβερνήσεις με πολύ ισχυρότερες εξουσίες, ανέφερε επανειλημμένα η πρώην αναλύτρια πληροφοριών Stella Morabito , καθώς ήδη καλπάζει η τρανσέξουαλ μανία.
"Εάν με νόμους καταργήσετε τις διακρίσεις του φύλου, μπορείτε μετά να καταργήσετε την αναγνώριση από το κράτος των βιολογικών οικογενειακών δεσμών και το κράτος μπορεί να ρυθμίσει τις προσωπικές σχέσεις και να εδραιώσει μια εξουσία όπως ποτέ άλλοτε", εξηγεί η Morabito στο Public Discourse το 2016.
Και συνέχισε:
«Σε μια κοινωνία απο-φυλοποιήμενη βάσει νόμου, θα αναγνώριζε το κράτος τη σχέση σας ως συζύγου; Μητέρας ή πατέρα; Κόρης ή γιού; Αυτοί είναι όλοι όροι που έχουν σχέση με το φύλο. Ένα σύστημα που δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη ανδρών και γυναικών θα ήταν ελεύθερο να αγνοήσει την προέλευση οποιουδήποτε παιδιού. Μπορεί να αναγνωριστείτε ως "νόμιμος κηδεμόνας" του παιδιού σας, αλλά μόνο αν το κράτος συμφωνεί με αυτό. Ο καθένας μπορεί να είναι θεματοφύλακας του παιδιού σας αν το κράτος αποφασίσει ότι είναι για το "συμφέρον του παιδιού". Σε αυτό το όραμα, δεν υπάρχει τίποτα που να εμποδίζει το κράτος να αποσυνδέει κατά βούληση τον δεσμό μητέρων-παιδιών.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, το κράτος ελέγχει όλες τις προσωπικές σχέσεις ακριβώς στην πηγή τους: τη βιολογική οικογένεια. Η κατάργηση της οικογενειακής αυτονομίας θα είναι πλήρης και πλέον "οικογένεια" θα είναι ό, τι επιτρέπει το κράτος. Και πάλι, σε έναν απο-φυλοποιημένο κόσμο, όλες οι προσωπικές σχέσεις καταλήγουν να ελέγχονται και να ρυθμίζονται από το κράτος.
Σύμφωνα με τους New York Times, έχουν σημειωθεί «περιστασιακές διαμαρτυρίες» κατά των “gender-neutral” νηπιαγωγεία από τους «παραδοσιακούς», αλλά τα υποστηρίζουν τα δύο μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα της Σουηδίας.
Πηγή: lifesitenew.com, Κόκκινος Ουρανός
ΛΟΓΟΣ ΡΩΜΑΙΙΚΟΣ
ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ “ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ” (ΑΧΕΛΩΟΣ TV 2017)
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ – ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΛΑΝΟΣ
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΣΤΟΥΝΤΙΟ – ΚΑΜΕΡΑ: ΦΩΤΗΣ ΒΑΡΔΗΣ
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗΣ: 18/12/17
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΣ:
Εὐστράτιος Σημαντήρης: Θεολόγος, συγγραφέας, πρ. Ἐλεγκτής ἐναέριας κυκλοφορίας
ΣΧΟΛΙΑ :
Ὑπάρχουν ἔγγαμοι Ἅγιοι; Καὶ πῶς ἁγιάζεται κάποιος μέσα στὸν γάμο; Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴν δίνει ὁ Ἅγιος Σπυρίδωνας, μέσα ἀπὸ μιὰ ἐκπομπὴ ποὺ παρουσιάζει τὴν ἄγνωστη αὐτή πτυχὴ τοῦ μεγάλου Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας, ἑνός ἀνθρώπου ποὺ ἁγίασε ἐνῶ ὑπῆρξε ἔγγαμος, ἑνός σπουδαίου Ἁγίου ποὺ μὲ τὸ παράδειγμά του ἀπέδειξε ὅτι ἡ ἁγιοσύνη δὲν εἶναι προνόμιο κάποιων μόνο, ἀλλὰ, μπορεῖ νὰ γίνει καὶ στόχος ὅλων μας.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ο Παντελής Γκέλης, ιπτάμενος Σμηναγός της Ελληνικής Αεροπορίας, καταγόμενος από την Αετόπετρα Κονίτσης, έπεσε στις 14.4.2006 εν ώρα καθήκοντος στην περιοχή της Βοιωτίας.
Στις 16.11.2008 έγιναν τα αποκαλυπτήρια προτομής του στο χώρο έξω από το Γυμνάσιο της Κονίτσης.
Πριν σχεδόν ένα μήνα συμπληρώθηκαν 12 χρόνια από τη μέρα που πέταξε κυριολεκτικά στα ουράνια. Με αυτήν την ευκαιρία γράφτηκε το παρακάτω κείμενο, το οποίο μαζί με κάποιες εφημερίδες και περιοδικά μας εμπιστεύθηκε η Ι.Μ. Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης προς δημοσίευση. Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι από την ίδια πηγή.
ΠΕΤΑΞΕ ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ
Δώδεκα χρόνια ἔκλεισαν ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Κονιτσιώτης ἱπτάμενος Σμηναγὸς (Ι) Παντελὴς Γκέλης πέταξε στὴν κυριολεξία στὰ οὐράνια. Ἄφησε τὰ ἐπίγεια στὶς 14.4.2006 ἐν ὥρα καθήκοντος, στὴν περιοχὴ τῆς Βοιωτίας. Ἡ καταγωγή του, ἀπὸ τὴν Ἀετόπετρα Κονίτσης. Ἀπὸ μικρὸς ἔδειξε ὅτι ποθοῦσε νὰ σμιλεύσει τὸν χαρακτήρα του καὶ νὰ μοιάσει στοῦ ἀετοῦ τὰ πετάγματα.
Ἐπιδίωκε «τὰ ἄνω, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς». Ἔτσι συνδέθηκε ἀπὸ νωρὶς στὰ Κατηχητικὰ Σχολεῖα στὴν πόλη τῆς Κονίτσης καὶ ἐλάμβανε μέρος σ’ ὅλες τὶς δραστηριότητες τῆς Μητροπόλεως. Πολλοὶ τὸν ἐνθυμοῦνται στὶς Ἑορτὲς ποὺ πραγματοποιοῦνταν, ἐπὶ ἀειμνήστου Μητροπολίτου ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ, στὴν «Πνευματικὴ Στέγη» νὰ συνοδεύει μὲ τὴν κιθάρα του, τραγούδια ἐθνικοῦ καὶ χριστιανικοῦ περιεχομένου. Ὁ νῦν Μητροπολίτης Ἀνδρέας ὑπῆρξε καὶ Κατηχητής του καὶ Πνευματικός του πατέρας.
Στὸ ἐπίσημο Μνημόσυνο ποὺ ἐτελέσθη στὴν Κόνιτσα στὶς 16.11.2008 στὸν Προσκυνηματικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ μὲ τὴν πρωτοβουλία τοῦ Γ.Ε.Α. (Γενικοῦ Ἐπιτελείου Ἀεροπορίας), ὁ Μητροπολίτης ἐξῆρε τὸν χαρακτήρα τοῦ παλληκαριοῦ, τὴν ἀγωνιστικότητά του στὴν πνευματικὴ ζωή καὶ τὸ ἡρωϊκό του φρόνημα. Εἶχε ὡς σκοπό του , τόνισε ὁ Μητροπολίτης, τὸ σύνθημα «τὰ νειᾶτα εἶναι πλασμένα γιὰ τὸν ἡρωϊσμό». Καὶ τὸ πέτυχε, ὑπογράφοντάς το μὲ τὴν ζωή του.
– Ὑπῆρξε ἄριστος πιλότος ποὺ τὰ τουρκικὰ ἀεροπλάνα, μᾶς ἀνέφεραν συνάδελφοί του, βλέποντας τὸ δικό του Mirage 2000 νὰ ἵπταται, ὑποχωροῦσαν γιατὶ ἦταν ἀκαταμάχητος. Ἡ πίστη του στὸ δίκαιο τοῦ ἀγώνα του, στὴν Πατρίδα καὶ στὸν Θεὸ τοῦ ἔδιναν ἰδιαίτερη ὤθηση στὸ νὰ ἀντιπαλαίει στὶς δυσκολίες.
-Πολὺ συχνὰ ἐρχόταν γιὰ πνευματικὸ ἀνεφοδιασμὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐξωμολογοῦνταν καὶ κοινωνοῦσε, ὀμολόγησαν Ἁγιορεῖτες πατέρες ποὺ ἐπικοινωνοῦσαν μαζί του. Μᾶς ἐντυπωσίασε ὁ χαρακτήρας του, θὰ μᾶς μείνει ἀξέχαστος. Θὰ προσευχόμαστε γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του, ἐκεῖ ψηλὰ μὲ τοὺς Ταξιάρχες τοὺς προστάτες τῆς πολεμικῆς μας Ἀεροπορίας.
Στήθηκε ἡ προτομή του στὸ χῶρο ἔξω ἀπὸ τὸ Γυμνάσιο τῆς Κονίτσης, μὲ τὴν παρουσία πλήθους κόσμου, ἐπισήμων (Ὑφυπουργ. Ἐθν.Ἀμύνης κ. Κων. Τασσούλας , Ἀρχηγ. Γ.Ε.Α. Ἀντιπτέραρχος Ἰωάν. Γιάγκος, Τοπικὲς Ἀρχές, Ἄγημα καὶ Μπάντα τῆς Πολεμικῆς Ἀεροπορίας) δίδοντας καὶ στὴν Πλατεῖα τὸ ὄνομά του, ὄχι τυχαῖα σ’ ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἀλλὰ γιὰ νὰ διδάσκονται οἱ νέοι μας ἀπὸ τὸ παράδειγμά του.
Στὸ βάθος πίσω ἀπὸ τὴν προτομή του, κάποιοι χριστιανοὶ νέοι, ἔγραψαν πλάι σὲ μεγάλη Ἑλληνικὴ σημαία τὸ σύνθημα : «Τὰ νειᾶτα εἶναι γιὰ τὸν ἡρωϊσμό». Πρὶν τρεῖς ἡμέρες εἶχαν περάσει μαχητικὰ F16 καὶ ἀπέδωσαν φόρο τιμῆς κάνοντας ἐλιγμοὺς φανταστικούς πάνω ἀπὸ τὴν Κόνιτσα. Κατὰ τὴν ὥρα τῶν ἀποκαλυπτηρίων τῆς προτομῆς πέρασαν καὶ πάλι, χωρὶς ἐπίδειξη ὅμως, δείχνοντας τὸ σεβασμό τους πρὸς τὴν ὥρα, ἀφοῦ καὶ ὁ οὐρανὸς τὸ ἀπεδείκνυε μὲ τὴν ψιλὴ βροχὴ ποὺ ἔπεφτε ἁπαλὰ στὴν πατρώα γῆ.
Κατὰ τὰ ἀποκαλυπτήρια δόθηκε ἡ σημαία ποὺ σκέπαζε τὴν προτομὴ, στὴν σύζυγό του, Ἀγγελική, ποὺ μὲ εὐλάβεια καὶ συγκίνηση τὴν παρέλαβε. Τὰ μάτια ὅλων δάκρυσαν. Οἱ σκέψεις ὅλων ἦταν κοντὰ στὸν ὑψιπέτη Παντελὴ Γκέλη. Τὸν συνόδευσαν μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ τὸν συνοδεύουν…
Με αφορμή το θάνατο εν ώρα υπηρεσίας του Σγου (Ι) Μπαλταδώρου Γεωργίου, αξίζει να θυμηθούμε την ιστορία ενός άλλου πεσόντα, του Υπσγου (Ι) Παρούση Νικόλαου, ο οποίος εν έτει 1998 και πετώντας με Mirage 2000, κατόπιν μηχανικής βλάβης, επέλεξε να μείνει με το αεροπλάνο του και να το οδηγήσει μακριά από κατοικημένη περιοχή, γεγονός που οδήγησε στο θάνατό του.
Ανατρέχοντας σε άρθρο εκείνης της εποχής από tanea.gr, διαβάζουμε:
«Ο γιος του συμπλήρωσε χθες τον πρώτο χρόνο της ζωής του. Ο πιλότος του Μιράζ 2000, υποσμηναγός Νίκος Παρούσης, δεν πρόλαβε να χαρεί τα πρώτα γενέθλια του παιδιού του. ΘΥΣΙΑΣΘΗΚΕ για να σώσει ένα ολόκληρο χωριό από την καταστροφή. Με τιμές που ταιριάζουν σε έναν ήρωα οδηγήθηκε χθες στην τελευταία του κατοικία ο ηρωικός πιλότος, που βρήκε τραγικό θάνατο προχθές το πρωί όταν συνετρίβη το αεροπλάνο.»
Σύμφωνα με ομιλία του Σμηνάρχου (ε.α.) Δημήτρη Τσουκνίδα (το είδαμε εδώ),
«…Ο Νίκος Παρούσης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972. Εισήλθε στη Σχολή Ικάρων το Σεπτέμβριο του 1991 και αποφοίτησε τον Ιούλιο του 1995 με το βαθμό του Ανθυποσμηναγού. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στην 114 Πτέρυγα Μάχης (Τανάγρα) ως Χειριστής αεροσκαφών Mirage 2000.
Στις 4 Νοεμβρίου του 1998 το μοιραίο Mirage, με ένα ακόμη αυτού του τύπου, απογειώθηκαν στις 11.20 το πρωί από το αεροδρόμιο της Τανάγρας με κατεύθυνση το Αιγαίο για άσκηση αναχαίτισης. Κατά τη διάρκεια της πτήσης ο Νίκος διαπίστωσε βλάβη στο σύστημα ελέγχου του πηδαλίου και ανέφερε αμέσως στον αρχηγό τού σχηματισμού, που ήταν ο πιλότος τού άλλου μαχητικού, και εκείνος του έδωσε εντολή για αναγκαστική προσγείωση.
Βρισκόταν σε ύψος 1.000 ποδιών (330 μέτρα) και σε απόσταση 11 ναυτικών μιλίων νότια της Τανάγρας στην περιοχή της Σκάλας του Ωρωπού όταν το αεροσκάφος έκανε μια ανεξέλεγκτη κίνηση ανόδου με ταυτόχρονη κλήση και περιστροφή. Ο υποσμηναγός Παρούσης διαπιστώνοντας ότι η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου και βλέποντας μπροστά του ένα σχολείο, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες και απέτρεψε την πτώση του στο σχολείο.
Ως Αξιωματικός Μηχανικός της Πολεμικής Αεροπορίας γνωρίζω ότι το τέλειο σύστημα του Mirage 2000 παρείχε τη δυνατότητα διάσωσής του. Αυτός όμως προτίμησε να θυσιαστεί για χάρη της σωτηρίας πολλών και υπακούοντας στις διαταγές της Υπηρεσίας οδήγησε το μοιραίο αεροσκάφος εκτός κατοικημένης περιοχής και συνετρίβη μαζί του…».
Δυστυχώς οι διαθέσιμες αξιόπιστες πηγές στο ελληνικό διαδίκτυο για έναν τόσο σπουδαίο αξιωματικό της ΠΑ, είναι ελάχιστες. Η ιστορία του έχει δυστυχώς ξεχαστεί από τους περισσότερους. Ο Ωρωπός όμως δεν τον έχει ξεχάσει και έχει αναγείρει ανδριάντα του.
Ο Υπσγος Παρούσης, ο Σγος Μπαλταδώρος και δεκάδες ακόμη Έλληνες αεροπόροι που έχουν πέσει στο καθήκον, αποτελούν λαμπρά παραδείγματα ανθρώπων που αποφάσισαν να θυσιάσουν τη ζωή τους κάνοντας αυτό που αγαπούν, δηλαδή να προστατεύουν την Ελλάδα.
Πηγή: Πτήση και Διάστημα
Η ιστορία της Δέσποινας Αχλαδιώτη, που ύψωσε πρώτη φορά τη σημαία το 1929, προτού το νησί δοθεί στην Ελλάδα,και συνέχισε έως τον θάνατό της, έξι δεκαετίες αργότερα
Το νησιωτικό σύμπλεγμα της Μεγίστης αποτελεί στόχο της Τουρκίας ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. «Το Καστελόριζο ανήκει στην ανατολική Μεσόγειο» έχουν πει οι Τούρκοι και, αν ήταν δυνατόν, θα ήθελαν να το εξαφανίσουν από τον χάρτη, καθώς τους κόβει την έξοδο στα πλούσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων νότια της Κρήτης και μέχρι την κυπριακή ΑΟΖ. Το ίδιο ισχύει για τη Στρογγύλη και τη Ρω. Σε αυτά τα δύο μικρά νησιά δεν υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι, αλλά στρατιωτική φρουρά. Στη δε τελευταία δεσπόζει ο θρύλος της κυράς της Ρω, της Δέσποινας Αχλαδιώτη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, που με την εμβληματική παρουσία της έστελνε καθημερινά -από το 1943 και επί 40 χρόνια- το μήνυμα στην Τουρκία για την ελληνικότητα του νησιού υψώνοντας τη γαλανόλευκη. Κάτω από τον ιστό της σημαίας ήταν η επιθυμία της να ταφεί και αυτό έγινε πράξη με τιμές εθνικής ηρωίδας στις 13 Μαΐου του 1982.
«Την κυρά της Ρω δεν την ενοχλεί κανείς» ήταν το μήνυμα που έστειλε ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Πάνος Καμμένος, κάνοντας retweet την ανάρτηση της Χρύσας Ούτση (μέλος του Εθνικού Συμβουλίου των ΑΝ.ΕΛ.) μετά την πρωτοφανή πρόκληση της Τουρκίας τη Δευτέρα του Πάσχα να στείλει ελικόπτερο να πετάξει πάνω από το νησί, νύχτα και με σβηστά φώτα (πράξη επιθετική). Σε αυτό το σοβαρό επεισόδιο οι Ελληνες στρατιώτες απάντησαν με τροχιοδεικτικά πυρά, κάνοντας σαφή την ετοιμότητά τους και βεβαίως την αποδέσμευση των κανόνων εμπλοκής και τη χρήση πυρών σε όποιους επιχειρήσουν να αμφισβητήσουν την ελληνική κυριαρχία του νησιού. Λειτούργησαν με αποφασιστικότητα, όπως η κυρά της Ρω το 1975 (και δεν ήταν η μόνη φορά).
Συμπαράσταση
Τον Αύγουστο του 1975 ο Τούρκος δημοσιογράφος Ομάρ Κασάρ μαζί με ακόμη δύο άτομα επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν την ολιγοήμερη απουσία της Δέσποινας Αχλαδιώτη για λόγους υγείας από το νησί, για να υψώσουν την τουρκική σημαία. Ομως, όταν επέστρεψε η κυρά της Ρω την κατέβασε αμέσως και ύψωσε την ελληνική. Την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους κατέπλευσε στο Καστελόριζο το ανθυποβρυχιακό σκάφος «Γ. Πεζόπουλος» για συμπαράστασή της, με την ίδια να δηλώνει αργότερα στην εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού: «Η ζωή των Καστελοριζιτών ήταν η βραχονησίδα Ρω. αν οι Τούρκοι την έπαιρναν, δεν θα υπήρχε Καστελόριζο». Στην ακριτική νησίδα Ρω, μία ανάσα από τις τουρκικές ακτές, η πίστη και η δύναμη που είχε τόσο έντονες μέσα της «γέμιζαν» τις ώρες μοναξιάς της. Επί 40 ολόκληρα χρόνια -σχεδόν μια ζωή- η κυρά της Ρω, η γυναίκα-σύμβολο γενναιότητας και πατριωτισμού, κάθε πρωί ύψωνε την ελληνική σημαία για να τη βλέπουν τα διερχόμενα πλοία και να υπενθυμίζει στους Τούρκους την ελληνικότητα του νησιού.
Η παρουσία της Δέσποινας Αχλαδιώτη στην απομακρυσμένη βραχονησίδα στοχοποιήθηκε από τους Τούρκους και συχνά δοκίμαζαν τις αντοχές της. Πρώτη φορά ανέβηκαν και ύψωσαν την τουρκική σημαία στη Ρω το 1929. Μόλις την είδε, πήρε ένα λευκό σεντόνι και γαλάζιο ύφασμα και έραψε την ελληνική σημαία. Εκείνη και ο άνδρας της κατέβασαν την τουρκική και ύψωσαν την ελληνική. Η Δέσποινα Αχλαδιώτη αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες κατά την παραμονή της στο ξερονήσι. Το 1940 ο άνδρας της αρρώστησε βαριά και πέθανε. Η κυρά της Ρω επέστρεψε το 1943 με την τυφλή μητέρα της στο νησί και συνέχισε να υψώνει την ελληνική σημαία.
«Νιώθεις πιο πολύ την Ελλάδα χαμένος στο πέλαγος»
«Τα ξερονήσια του Καστελόριζου και της Ρω τα αγαπώ. Εμεινα μόνη μου το 1943 στο Καστελόριζο με την τυφλή μου μάνα, όταν έφευγαν όλοι οι κάτοικοι του νησιού στη Μέση Ανατολή και την Κύπρο. Με την ελληνική σημαία υψωμένη και την αγάπη για την Ελλάδα βαθιά ριζωμένη μέσα μου πέρασα όλες τις κακουχίες. Βέβαια, η ζωή στη Ρω δεν είναι και τόσο ευχάριστη, αλλά νιώθεις πιο πολύ την Ελλάδα, χαμένος όπως είσαι στο πέλαγος, λίγες εκατοντάδες μέτρα από τις τούρκικες ακτές. Την ελληνική σημαία θέλω να τη βάλουν στον τάφο μου».
Αυτά ήταν τα λόγια της κυράς της Ρω, η οποία γεννήθηκε το 1890 και πέθανε πλήρης ημερών το 1982 σε ηλικία 92 ετών, σε νοσοκομείο της Ρόδου.
Η κηδεία της έγινε δημοσία δαπάνη στο Καστελόριζο με τιμές εθνικής ηρωίδας, παρουσία του τότε υφυπουργού Αμυνας Αντώνη Δροσογιάννη, και η σορός της μεταφέρθηκε στη Ρω και ετάφη κάτω από τον ιστό όπου ύψωνε τη σημαία, όπως ήταν η τελευταία επιθυμία της.
Ο θάνατος του άνδρα της το 1940, η επιστροφή με την τυφλή μητέρα της και η βοήθεια προς τους ιερολοχίτες
Η Δέσποινα Αχλαδιώτη εγκαταστάθηκε με τον σύζυγό της Κώστα στη Ρω το 1927, για να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία, εντελώς μόνοι τους έως το 1940. Ομως εκείνη τη χρονιά αρρώστησε βαριά ο Κώστας Αχλαδιώτης. Η φωτιά που άναψε η γυναίκα του για να ειδοποιήσει με σινιάλα καπνού τους κατοίκους του Καστελόριζου και τους παραπλέοντες ψαράδες δεν έγινε εγκαίρως αντιληπτή. Ο σύζυγός της άφησε την τελευταία του πνοή μέσα σε μια ψαρόβαρκα που τον παρέλαβε καθυστερημένα για να τον μεταφέρει στον γιατρό του Καστελόριζου.
Η κυρά της Ρω φρόντισε μόνη της για την ταφή του συντρόφου της. Επειτα, γύρισε πάλι στη Ρω, αυτήν τη φορά με τη γριά μητέρα της, όπου πέρασε τα χρόνια της Κατοχής. Εκεί προσέφερε υπηρεσίες σε στρατιώτες του Ιερού Λόχου. «Με δυνατή φωνή και γοργή περπατησιά», όπως την περιγράφει ο βιογράφος της Κυριάκος Χονδρός, δεν εγκατέλειψε ποτέ το νησί, ακόμη και όταν το Καστελόριζο βομβαρδίστηκε από τους Αγγλους στη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1943 για πρώτη φορά ελληνικό αντιτορπιλικό, το «Παύλος Κουντουριώτης», κατέπλευσε στο Καστελόριζο, καθώς ήταν πλέον ελεύθερο από τους Ιταλούς.
Αρωγή
Το νησί μετατράπηκε σε έδρα των Συμμάχων, οι οποίοι, όταν άκουσαν για μια γυναίκα που κατοικούσε στην απέναντι βραχονησίδα, έστειλαν ναύτες να τη χαιρετήσουν και να της δώσουν τρόφιμα και εφόδια. Η Δέσποινα Αχλαδιώτη τούς βοηθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων και, όταν τα πλοία περνούσαν μπροστά από τη Ρω, έτρεχε και τα χαιρετούσε κουνώντας τη σημαία... Αυτό έως τον βομβαρδισμό του Καστελόριζου τον Νοέμβριο του 1943 από τα γερμανικά στούκας. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν πάλι να φύγουν με συμμαχικά πλοία είτε προς Κύπρο είτε προς τις μικρασιατικές ακτές. Ωστόσο, η κυρά της Ρω παρέμεινε στο νησί να υψώνει κάθε πρωί την ελληνική σημαία, προσφέροντας τη βοήθειά της σε ιερολοχίτες που βρήκαν καταφύγιο εκεί. Με τη λήξη του πολέμου ορισμένοι κάτοικοι επέστρεψαν στο Καστελόριζο κατά ομάδες.
Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τα Δωδεκάνησα και μαζί με αυτά το Καστελόριζο και όλες οι παρακείμενες νησίδες και βραχονησίδες, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου 1947, περιήλθαν στην Ελλάδα. Η μοίρα της Ρω ήταν, λοιπόν, αναπόσπαστα συνδεδεμένη με του Καστελόριζου.
Για την προσφορά της στην πατρίδα έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις, όπως -μεταξύ άλλων- από την Ακαδημία Αθηνών, το Πολεμικό Ναυτικό και τη Βουλή. Το υπουργείο Εθνικής Αμυνας έστειλε ναυτικό άγημα και αντιπροσωπία του ΓΕΝ στο Καστελόριζο, όπου στις 23 Νοεμβρίου 1975 της απένειμε το μετάλλιο για την πολεμική περίοδο 1941-1944 για τις «προσφερθείσες εθνικές υπηρεσίες της».
Οι εξελίξεις στη Συρία κάνουν πιο απρόβλεπτο τον Ερντογάν στο Αιγαίο!
Η κρίση στη Συρία έρχεται να προσθέσει περαιτέρω ανησυχία στην ελληνική κυβέρνηση για τη συμπεριφορά της Τουρκίας στο Αιγαίο και το ενδεχόμενο πρόκλησης μείζονος συμβάντος ή, αλλιώς, θερμού επεισοδίου. Η Αγκυρα από αυτά που συμβαίνουν στη γειτονία της δείχνει μία νευρικότητα, καθώς βρίσκεται μεταξύ δύο υπερδυνάμεων, ΗΠΑ και Ρωσίας, που η μία απειλεί την άλλη και θα πρέπει η ίδια να ισορροπήσει σε επικίνδυνα τεντωμένο σχοινί, ενώ έχει αποδείξει πως ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται.
Οι εξελίξεις καταρχάς στη Συρία δεν είναι θετικές για κανέναν. Ούτε ασφαλώς για την Ελλάδα. Μία επίθεση κατά της χώρας θα προκαλέσει νέα κύματα προσφύγων, τα οποία πιθανώς θα κινηθούν στην Τουρκία, και ο Ερντογάν θα τους χρησιμοποιεί για να εκβιάζει την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά πρωτίστως τη χώρα μας. Δεν μιλάμε, βεβαίως, για γενικευμένη σύρραξη με στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ ΗΠΑ και δυτικών συμμάχων με τη Ρωσία και των δικών της συμμάχων.
Το βασικό ζήτημα είναι ότι η Αγκυρα έχει επενδύσει στη συνεργασία με τη Ρωσία, που της έχει επιτρέψει και την εισβολή στη Συρία, και το γεγονός ότι η Δύση παίρνει θέση απέναντι από τις ρωσικές δυνάμεις και τον στρατό του Ασαντ κάθε άλλο παρά χαροποιεί τον Ερντογάν. Πόσο μάλλον αν εξαπολυθεί στρατιωτική επίθεση. Σημειώνεται πως στη Μαντμπίζ, λίγο πιο μακριά από την Αφρίν που έχει καταλάβει ο τουρκικός στρατός, έχουν λάβει θέση πέραν των Αμερικανών και Γάλλοι.
Ο κίνδυνος λοιπόν να καταρρεύσουν τα σχέδια του Ερντογάν είναι υπαρκτός, όπως και τα αντίποινα σε βάρος της Ελλάδας στο Αιγαίο. Η Τουρκία έχει δείξει πως την τρέχουσα περίοδο παίζει σε δύο μέτωπα και προσπαθεί να προάγει τα αναθεωρητικά σχέδιά της. Με τις ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ενωση, τη Ρωσία, το Ισραήλ και την Αίγυπτο να έχουν εστιάσει την προσοχή τους στη Συρία, είναι πολύ πιθανόν η Αγκυρα να εκμεταλλευτεί το γεγονός και να θελήσει να στήσει μια κρίση στο Αιγαίο αξιώνοντας εδάφη. Η πτήση του ελικοπτέρου πάνω από τη Ρω τη Δευτέρα του Πάσχα κρίνεται ως ένα πολύ σοβαρό επεισόδιο. Το ελικόπτερο της τουρκικής ακτοφυλακής πέταξε με σβηστά φώτα και νύχτα πάνω από τη Ρω, κάτι που συνιστά καθαρά επιθετική ενέργεια. Η αντίδραση της στρατιωτικής φρουράς του νησιού με τη ρίψη τροχιοδεικτικών πυρών έδειξε επίσης και τις διαθέσεις της Ελλάδας. «Με αυτή την κυβέρνηση δεν θα υπάρξουν νέα Ιμια» έχει δηλώσει ο Πάνος Καμμένος.
Υπερπτήσεις
Το επεισόδιο στη Ρω, που, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, είχε επαναληφθεί το Μεγάλο Σάββατο, οι υπερπτήσεις ανήμερα του Πάσχα σε Παναγιά και Οινούσσες και γενικώς η ένταση που διατηρεί σε υψηλά επίπεδα η Τουρκία στο Αιγαίο, σε συνέχεια της σύλληψης και της κράτησης στις φυλακές της Αδριανούπολης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, συνιστούν ένα εκρηκτικό μείγμα και βεβαίως ανά πάσα στιγμή μπορεί να προκύψει το θερμό επεισόδιο είτε ηθελημένα είτε από ατύχημα. «Ετσι όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα η κατάσταση, αν επαναλαμβανόταν, για παράδειγμα, ο εμβολισμός ενός ελληνικού μαχητικού αλά Ηλιάκη, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αποκλιμακωθεί η ένταση όπως συνέβη τον Μάιο του 2006» ανέφερε ανώτατος αξιωματικός του Πενταγώνου, εκφράζοντας τον προβληματισμό του για το πού το πάει η Αγκυρα.
Την Πέμπτη, όταν συνετρίβη το Mirage 2000-5 και βρήκε τραγικό θάνατο ο χειριστής του, σμηναγός Γιώργος Μπαλταδώρος, έπειτα από μία αποστολή αναγνώρισης - αναχαίτισης τουρκικών μαχητικών στη Λέσβο, οι Τούρκοι έσπευσαν να πουν πως δεν είχαν στην περιοχή αεροσκάφη, ενώ ο πρωθυπουργός της χώρας Μπιναλί Γιλντιρίμ τηλεφώνησε στον Αλέξη Τσίπρα για να του εκφράσει τα συλλυπητήριά του για την απώλεια του πιλότου. Οι κινήσεις αυτές είναι βεβαίως εκ του πονηρού και η Αγκυρα έχει στόχο να σύρει την Ελλάδα σε έναν διάλογο για τα θέματα του Αιγαίου, διεκδικώντας βεβαίως τη συνδιαχείρισή του.
Τίποτε άλλο δεν σημαίνουν. Αυτός είναι ο μοναδικός σκοπός που προσπαθεί συνεχώς και αδιαλείπτως να πετύχει από το 1974 η Τουρκία, βάζοντας συνεχώς μαχητικά αεροσκάφη και πλοία στο Αιγαίο να παραβιάζουν τον εθνικό εναέριο χώρο και τα εθνικά χωρικά ύδατα. Ο ακήρυχτος πόλεμος στο Αρχιπέλαγος έχει δεκάδες νεκρούς τα τελευταία χρόνια και η Τουρκία τον συνεχίζει για να φθείρει τις Ενοπλες Δυνάμεις και να προκαλεί στην Ελλάδα οικονομική αιμορραγία. Θύμα αυτού του ακήρυχτου πολέμου είναι και ο σμηναγός Γιώργος Μπαλταδώρος, που πέρασε στο πάνθεον των ηρώων υπερασπιζόμενος την εθνική κυριαρχία.
Πηγή: Δημοκρατία
Σε πλήρη αμφισβήτηση της ελληνικής και κυπριακής υφαλοκρηπίδας και του δικαιώματος του Καστελόριζου σε θαλάσσιες ζώνες προχώρησε, σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του Liberal.gr, η Τουρκία με επιστολή της στον Γ.Γ. του ΟΗΕ, αντιδρώντας στην κατάθεση στο διεθνή οργανισμό του Κοινού Ανακοινωθέντος της Τριμερούς Ελλάδας – Κύπρου - Αιγύπτου.
Η επιστολή αυτή επιχειρεί να λειτουργήσει ως προειδοποίηση και για το Κάιρο, καθώς η Άγκυρα δεν κρύβει την ανησυχία της, λόγω και των εχθρικών σχέσεων με το καθεστώς Σισί, να προχωρήσουν και να καταλήξουν οι συνομιλίες Ελλάδας - Αιγύπτου για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Επιχειρείται ακόμη η αμφισβήτηση της συνεργασίας της Κύπρου με την Αίγυπτο που έχει πάρει εντατικούς ρυθμούς και ήδη δρομολογούνται οι διαδικασίες για την κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού από την Κυπριακή ΑΟΖ στην Αιγυπτιακή ακτή για την μεταφορά του προς υγροποίηση φυσικού αερίου.
Με την επιστολή του, με ημερομηνία 27 Μαρτίου 2018, ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στα Ηνωμένα Έθνη, Φ. Σινιρίογλου, αμφισβητεί την αναφορά σε ύπαρξη «κοινών θαλασσίων συνόρων» μεταξύ των τριών χωρών και επαναλαμβάνει τη μονομερή διεκδίκηση της χώρας του για δικαιώματά της επί όλης της υφαλοκρηπίδας της Ανατολικά της Κύπρου και μέχρι την Κρήτη και την Ρόδο. Οι ρηματικές διακοινώσεις της, στις οποίες παραπέμπει η Τουρκία, αναφέρονται στη μονομερή και αυθαίρετη «οριοθέτηση» της υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο, που θεωρεί ότι πρέπει να γίνει στη βάση της μέσης γραμμής μεταξύ των τουρκικών και αιγυπτιακών ακτών, «εξαφανίζοντας» την ελληνική και κυπριακή υφαλοκρηπίδα στην Μεσόγειο, ενώ υπάρχουν παραπομπές και στην παράνομη παραχώρηση δικαιώματος ερευνών στην τουρκική εταιρία ΤΡΑΟ, σε «Οικόπεδο» το οποίο επικαλύπτει την υφαλοκρηπίδα της Ρόδου και του Καστελόριζου.
Η τουρκική επιστολή που δημοσιεύθηκε ως επίσημο έγγραφο της Γενικής Συνέλευση (Α/72/820 6 Απριλίου 2018) αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:
«Σχετικά με την επιστολή που περιείχε την Τριμερή Διακήρυξη με ημερομηνία 13 Φεβρουαρίου 2018 εκφράζω της ενστάσεις της κυβέρνησής μου. Τα εξωτερικά όρια της τουρκικής υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο δυτικά του μεσημβρινού 32°16'18"E εχουν καθορισθεί με τουρκικές ρηματικές διακοινώσεις και με σειρά επιστολών προς τον ΓΓ του ΟΗΕ και έχουν δημοσιευθεί στην Division for Ocean Affairs and the Law of the Sea καθώς και στο Law of the Sea Bulletin.
Υπό το φως των ανωτέρω η αναφορά στα αποκαλούμενα «κοινά θαλάσσια σύνορα» στην προαναφερόμενη κοινή επιστολή, είναι άκυρη και αβάσιμη υπό τους ορούς του Διεθνούς Δίκαιου, περιλαμβανομένου του εθιμικού δικαίου.
Θα ήθελα να επαναλάβω ότι η Τουρκία έχει δεσμευθεί να προστατεύσει τα ipso facto and ab initio κυριαρχικά δικαιώματα της στην υφαλοκρηπίδα της….
Φεριντούν Σινιρίογλου
Μόνιμος Αντιπρόσωπος».
Στις 13 Φεβρουαρίου με επιστολή τους οι Μόνιμοι Αντιπρόσωποι της Ελλάδας ,Κύπρου και Αιγύπτου Μαρία Θεοφιλή, Κορνήλιος Κορνηλίου και Μοχαμεντ Ομαρ Γκαντ, (Α/72/760) είχαν καταθέσει στον ΟΗΕ το κείμενο της Κοινής Διακήρυξης της Τριμερούς Συνάντησης Κορυφής Τσίπρα -Σίσι- Αναστασιάδη που έγινε στις 21 Νοεμβρίου 2017 στην Λευκωσία.
Στη Διακήρυξη υπήρχε μια παράγραφος αφιερωμένη στον σεβασμό των τριών χωρών στους κανόνες της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας και εκτός των άλλων υπήρχε σαφής αναφορά στην «δέσμευση τους να προωθήσουν χωρίς καθυστέρηση τις συνομιλίες για οριοθέτηση των κοινών θαλασσίων συνόρων», ενώ συγχρόνως καλούσαν την Τουρκία να σταματήσει τις παράνομες δραστηριότητες στις θαλάσσιες ζώνες της Κύπρου και να αποφύγει ανάλογες ενέργειες στο μέλλον».
Πηγή: Liberal
Η Εκκλησία της Ελλάδος προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας – Ζητά να κριθούν αντισυνταγματικές ορισμένες διατάξεις για το νέο οργανισμό του υπουργείου Παιδείας.
Νέα αντιπαράθεση ξεκίνησε μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Κυβέρνησης και ειδικά με τον υπουργό Παιδείας Κωνσταντίνο Γαβρόγλου.
Αφορμή για τη νέα αυτή αντιπαράθεση είναι ο νέος Οργανισμός του υπουργείου Παιδείας από τον οποίο αφαιρέθηκε από την αποστολή του υπουργείου η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης». Δηλαδή αφαιρέθηκε από την αποστολή του υπουργείου η θρησκευτική αγωγή των νέων και παράλληλα περιόρισε το δικαίωμα αυτοδιοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ειδικότερα, η Εκκλησία της Ελλάδος προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ζητεί να κριθούν αντισυνταγματικές ορισμένες διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος 18/2018 που αφορά το νέο οργανισμό του υπουργείου Παιδείας. Ο επίμαχος Οργανισμός καθορίζει τους σκοπούς, τους επιχειρησιακούς στόχους, τις αρμοδιότητες και την οργάνωση γενικότερα του υπουργείου Παιδείας.
Ο νέος οργανισμός στο πρώτο του άρθρο μεταβάλει την αποστολή του υπουργείου Παιδείας σε σχέση με το προγενέστερο καθεστώς, στο θέμα της ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης, επισημαίνει η Εκκλησία της Ελλάδος.
Στην αίτηση ακύρωσης η Εκκλησία της Ελλάδος υποστηρίζει ότι είναι αντίθετη στο άρθρο 16 του Συντάγματος η παράλειψη του νέου οργανισμού του υπουργείου Παιδείας να εντάξει την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης στους σκοπούς του υπουργείου, κάτι που υπήρχε στον προγενέστερο οργανισμό του έτους 2014 (Π.Δ. 114/2014).
Συγκεκριμένα, στο Π.Δ. 114/2014, μεταξύ των άλλων, ανέφερε ότι αποστολή του υπουργείου Παιδείας είναι «η προαγωγή της παιδείας με σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και την διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες».
Με άλλα λόγια υπογραμμίζει η Εκκλησία της Ελλάδος το υπουργείο Παιδείας αφαιρεί τη θρησκευτική αγωγή των νέων από την αποστολή του υπουργείου, τη στιγμή μάλιστα που σύμφωνα με το Σύνταγμα η «κρατική αποστολή της θρησκευτικής εκπαίδευσης των νέων αφορά σε μείζονα βαθμό τα μέλη της Εκκλησίας της Ελλάδος».
Ακόμη, παραβιάζουν τόσο το Σύνταγμα, όσο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), οι διατάξεις εκείνες του νέου οργανισμού του υπουργείου Παιδείας που περιορίζουν το δικαίωμα αυτοδιοίκησης επί των εσωτερικών ζητημάτων της Εκκλησίας της Ελλάδος και των νομικών προσώπων που αυτή εποπτεύει.
Δηλαδή, διευκρινίζεται στην αίτηση ακύρωσης, οι νέες ρυθμίσεις θεσπίζουν κρατική εποπτεία και αποδίδουν αρμοδιότητες στη υπό σύσταση Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων του υπουργείου Παιδείας για την άσκηση εποπτείας και συνδιοίκησης στην Εκκλησία της Ελλάδος επί θρησκευτικών και εκκλησιαστικών ζητημάτων.
Έτσι, όμως παραβιάζεται το δικαίωμα της θρησκευτικής αυτονομίας, σημειώνει η Εκκλησία της Ελλάδος και προσθέτει ότι οι εν λόγω διατάξεις του Π.Δ. 18/2018 είναι αντίθετες στα άρθρα 3,12 και 13 του Συντάγματος και στα άρθρα 9 και 11 της ΕΣΔΑ, καθώς παρεμβαίνουν στην διοίκηση της θρησκευτική κοινότητας (Εκκλησία της Ελλάδος και τα εποπτευόμενα από αυτήν νομικά πρόσωπα) και παραβιάζουν το δικαίωμα της θρησκευτικής αυτονομίας.
Τέλος, σημειώνει ότι η αρμοδιότητες που ανατίθενται στη νέα υπό σύσταση Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων του υπουργείου Παιδείας, είναι μη νόμιμες, καθώς δεν παρέχονται από καμία ειδική ή γενική νομοθετική εξουσιοδότηση.
Πηγή: Πρώτο ΘΕΜΑ, Θρησκευτικά
Σχετικά άρθρα:
1. Σύλλογος Υπαλλήλων ΥΠΠΕΘ προς Αρχιεπίσκοπο: Μας αφαίρεσαν από τον Οργανισμό το συνταγματικά κατοχυρωμένο σκέλος "της ανάπτυξης της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης"
Μια εντυπωσιακή επίδειξη των δυνατοτήτων των δυνάμεων αυτοάμυνας στο νήσο Κω, καταγεγραμμένες σε ένα σύντομο αλλά περιεκτικό βίντεο.
Προσέξτε την γωνία της κάννης των α/κ πυροβόλων Μ109Α3G για την εκμετάλλευση του μέγιστου βεληνεκούς και την παροχή πυρών υποστήριξης σε γειτονικά νησιά ή την εμπλοκή εχθρικών δυνάμεων στη μικρασιατική ακτή.
Πηγή: YouTube
Ο οξυδερκής γυναικολόγος μας διακρίνοντας, πολύ πρώιμα, καρδιοπάθεια στο κυοφορούμενο βρέφος, ζήτησε να κάνουμε καρδιολογική εξέταση. Ο ονομαστός παιδοκαρδιολόγος επιβεβαίωσε την διάγνωση του μαιευτήρα. Μας είπε δε, περίλυπος, ότι το χειρότερο δεν ήταν η καρδιοπάθεια, αλλά αυτό που έβλεπε πίσω από αυτήν: το παιδί φαινόταν να έχει σοβαρή νοητική υστέρηση.
Με τον τρόπο του, μας πρότεινε διακοπή κύησης. Το ανέφερε, μάλιστα, και τις δύο φορές που τον επισκεφθήκαμε για εξέταση. Μετά την άρνησή μας, δεν παρέλειψε να σημειώσει στην γνωμάτευση που μας παρέδωσε ότι εκείνος μας ενημέρωσε, αλλά εμείς επιμείναμε στην συνέχιση της εγκυμοσύνης. Χωρίς να παραστήσουμε τους «ήρωες», θεωρούμε κάθε ζωή δώρο του Θεού και δεν θέλαμε σε καμία περίπτωση να παρέμβουμε.
Αν και δεν επιβεβαιώνονται πάντα οι γιατροί (είτε λόγω λανθασμένης εκτίμησης, είτε λόγω θαυματουργικής επέμβασης του Θεού, πράγμα που έχουμε πολλές φορές ζήσει), αυτήν την φορά προέβλεψαν σωστά. Πριν προλάβουμε να το συνειδητοποιήσουμε, χρειάστηκε να γίνει το πρώτο, «παρηγορητικό» χειρουργείο καρδιάς και αργότερα το δεύτερο, πολύ σοβαρό. Όλα πήγαν εξαιρετικά καλά. Ήδη νιώθαμε ευγνώμονες στον Θεό, που ο μικρός μαχητής κέρδιζε τη μία μάχη μετά την άλλη. Συγχρόνως, δενόμασταν μαζί του όλο και πιο ουσιαστικά.
Αυτό που διαπιστώναμε ήταν ότι δεν καθόριζε την ζωή μας και δεν χαρακτήριζε το παιδί μας απρόσωπα και αδυσώπητα «η πάθηση». Στην πραγματικότητα, μαζί με την κλινική εικόνα, βλέπαμε άλλο ένα παιδί της οικογένειάς μας, που μεγάλωνε με τις παραστάσεις των αδερφιών του, μέσα στην δική μας καθημερινότητα, που εξελισσόταν με τον δικό του τρόπο, όπως, άλλωστε, και καθένα από τα υπόλοιπα αδέρφια του. Η δε αγάπη από το οικογενειακό περιβάλλον και η συμμετοχή στην εκκλησιαστική ζωή έπαιξε και παίζει καθοριστικό ρόλο για μια εξέλιξη που μας εκπλήσσει και συνεχίζεται ανοδικά. Ο αγώνας, υπαρκτός, αλλά όχι απαρηγόρητος. Αντιθέτως, ζήσαμε και ζούμε πολλές ευλογίες, που νιώθουμε ότι οφείλονται σ΄αυτό το «διαφορετικό» μας παιδί. Η χαρά του, ανεξάντλητη, μοιράζει στους γύρω του φως, που τόσο λείπει στην ζοφερή, κοσμική καθημερινότητα. Όλοι αποζητάμε την δική του παρουσία, την δική του αγκαλιά, γυρίζοντας στο σπίτι από τις μέριμνες της ημέρας. Κι αυτός, εκεί, να μας «σηκώνει» στα τρυφερά του μπράτσα, να «διαβάζει» στα μάτια μας τυχόν αγωνία ή στενοχώρια και να κάνει το παν να την μετατρέψει σε χαρά.
Η αποδοχή κυοφορίας και γέννησης ενός παιδιού κατά κόσμον «προβληματικού» χρειάζεται μεγάλο θάρρος, όχι όμως τόσο λόγω των θυσιών που απαιτούνται – γιατί αυτές φέρνουν τελικώς γλυκύτητα στην ψυχή- αλλά κυρίως λόγω της πίεσης των γιατρών, των «ειδικών», των «μορφωμένων», του γύρω κόσμου. Με επωδό ότι η έκτρωση θα λυτρώσει το ίδιο το παιδί (αυτοί ξέρουν καλύτερα από τον ζωοδότη Θεό το καλό όλων μας!), λοιδορούν και οικτίρουν όποιον θελήσει να σεβαστεί την ζωή, ακόμα και όταν αυτή δεν θεωρείται «φυσιολογική». Αν διαγράψουμε την πνευματική παράμετρο, η κυοφορία και γέννηση ενός τέτοιου παιδιού είναι «μωρία», αδιανόητη ταπείνωση για τους γονείς και μια άσκοπη θυσία. Αν, όμως, εμπιστευθούμε τον Θεό, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα αντλήσουμε μεγάλη δύναμη, θα καταλάβουμε πως δεν έχουμε «σταυρό», αλλά μεγάλο θησαυρό και πως πίσω από κάθε κόπο κρύβονται μυστικές χαρές, που η κοσμική λογική δεν μπορεί να διανοηθεί…
Αν μπορούσαμε να ξαναγυρίσουμε πίσω τον χρόνο και να επηρεάσουμε την ροή των γεγονότων, ούτε εμείς ως γονείς, ούτε τα αδέρφια του θα θέλαμε να αλλάξει κάτι και να μην είχαμε στην οικογένειά μας αυτό το παιδί, αφού όλους μας καλλιεργεί και μας προάγει…
Πηγή: Αφήστε με να ζήσω!
Τὸ διαβάσαμε καὶ δὲν πιστεύαμε στὰ μάτια μας. Μὲ ἡμερομηνία 27 Μαρτίου, μὲ ἀφορμὴ τὴ γνωστοποίηση τῆς ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ποὺ ἀπορρίπτει τὸ νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, τὸ Διοικητικὸ Συμβούλιο τοῦ Θεολογικοῦ Συνδέσμου «Καιρός», μέλη τοῦ ὁποίου συνέταξαν τὸ συγκεκριμένο Πρόγραμμα, ἐξέδωσε σχετικὴ ἀνακοίνωση μὲ τὸν τίτλο «Ὁ “Kαιρὸς” δικαιώνεται…». Τίτλο ποὺ χρησιμοποιοῦμε καὶ στὸ σχόλιό μας.
Μείναμε ἄναυδοι. Διότι γράφουν ὅτι ὁ «Καιρὸς» «αἰσθάνεται δικαιωμένος ἀπέναντι στὴ θεολογικὴ ἐκπαιδευτικὴ κοινότητα γιὰ τὴν ἐπιλογή του νὰ ὑπερασπιστεῖ – ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ἱδρύσεώς του – μὲ θεολογικὰ καὶ παιδαγωγικὰ ἐπιχειρήματα τὴν ἀνάγκη ἀναβάθμισης τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης στὴ χώρα μας».
Θὰ ἔλεγε ἐκ πρώτης ὄψεως κανεὶς ὅτι τὰ μέλη τοῦ θεολογικοῦ αὐτοῦ συνδέσμου δὲν ἔχουν καταλάβει περὶ τίνος πρόκειται. Νὰ λένε ὅτι αἰσθάνονται δικαιωμένοι μετὰ τὴν ἀπόφαση – καταπέλτη τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ποὺ ἀποδεικνύει μὲ συντριπτικὰ ἐπιχειρήματα τὸν ἀπαράδεκτο χαρακτήρα τοῦ Προγράμματος ποὺ δημιούργησαν; Εἶναι δυνατόν;
Ὅμως ὄχι. Ἔχουν καταλάβει πολὺ καλὰ οἱ τοῦ «Καιροῦ» τί ἔχει συμβεῖ. Γιὰ ἄλλο πράγμα αἰσθάνονται δικαιωμένοι. Αἰσθάνονται δικαιωμένοι, διότι κινοῦνται στὸ ἴδιο μῆκος κύματος μὲ τὶς ἀντιδράσεις τῶν δύο (πρώην καὶ νῦν) ὑπουργῶν Παιδείας πού, ἐπικρίνοντας τὴν ἀπόφαση τοῦ ἀνωτάτου Δικαστηρίου, μίλησαν γιὰ σκοταδισμό, γιὰ μεσαίωνα καὶ γιὰ παραβίαση τοῦ Συντάγματος. (Παραβίαση τοῦ Συντάγματος ἀπὸ ποιόν; Ἀπὸ τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας! Τὸ κατεξοχὴν θεσμικὸ ὄργανο ποὺ κρίνει τὴ συνταγματικότητα τῶν κυβερνητικῶν πράξεων).
Τὸ ὅτι αὐτὸ ἐννοοῦν φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ κείμενό τους, στὸ ὁποῖο ξεκαθαρίζουν τὴ θέση τους. Γράφουν: «Γιὰ τὸ σύλλογό μας ὁ στόχος παραμένει καὶ θὰ παραμένει, ἕνα ἀναβαθμισμένο μάθημα ποὺ δὲν θὰ χωρίζει τοὺς μαθητὲς μέσα στὴν τάξη ἀνάλογα μὲ τὴ θρησκεία τους, ἀλλὰ θὰ τοὺς διδάσκει μαζὶ μὲ τὴ δική μας καὶ τὴ θρησκεία τοῦ διπλανοῦ τους μὲ τρόπο εὔληπτο ὅσο καὶ διακριτὸ χωρὶς νὰ συγχέει τὶς θρησκεῖες μεταξύ τους. Αὐτὸ εἶναι γιὰ μᾶς ἕνα παιδαγωγικὸ καὶ ἐπιστημονικὸ αἴτημα, ἀλλὰ καὶ αἴτημα ὀρθόδοξης θεολογίας πέρα καὶ πάνω ἀπὸ δικαστικὲς μάχες καὶ νομικὲς ἔριδες, ποὺ λειτουργοῦν ὑπονομευτικὰ καὶ διχαστικά. Τὸ μάθημα ποὺ ὁραματιζόμαστε ὑπηρετεῖται καλύτερα μὲ τὸ σχεδιασμό του στὰ νέα Προγράμματα καὶ τοὺς Φακέλους Ὑλικοῦ, ποὺ ἔτυχαν καταρχὴν ἔγκρισης ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο».
Τελικὰ εἶναι νὰ τὰ χάνει κανείς. Μιλοῦν γιὰ διχασμὸ αὐτοὶ ποὺ δημιούργησαν τὴ φράξια (διασπαστικὴ ὁμάδα) τοῦ «Καιροῦ», διχάζοντας τὸν θεολογικὸ κόσμο. Μιλοῦν γιὰ ὑπονόμευση αὐτοὶ ποὺ μὲ χρήση ὕπουλων πολιτικῶν μεθοδεύσεων δικτυώθηκαν μέσα στὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ προώθησαν τὸ χρηματοδοτούμενο ἀπὸ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση Πρόγραμμά τους. Ὅσο γιὰ τὸν ἰσχυρισμό τους ὅτι τὰ Προγράμματά τους «ἔτυχαν καταρχὴν ἔγκρισης ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο», γνωρίζουν πολὺ καλὰ ὅτι εἶναι ἀνακριβής. Διότι, ὅπως σαφῶς ἔγραψε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ἡ Σύνοδος κατὰ τὴ Συνεδρίαση τῆς 27ης Ἰουνίου 2017 «ἁπλῶς ἐνημερώθηκε», «ἐπιφυλάχθηκε καί δέν ἐνέκρινε» τὰ νέα Προγράμματα.
Ὡστόσο τουλάχιστον ὑπῆρξαν εἰλικρινεῖς στὴ διαβεβαίωσή τους ὅτι θέλουν νὰ διδάξουν στὰ παιδιὰ «καὶ τὴ θρησκεία τοῦ διπλανοῦ τους». Ὅσο γιὰ τὸν ἰσχυρισμό τους ὅτι αὐτὸ θὰ γίνεται μὲ τρόπο ποὺ δὲν θὰ «συγχέει τὶς θρησκεῖες μεταξύ τους», ἐδῶ πραγματικὰ σηκώνουμε ψηλὰ τὰ χέρια. Ἀφοῦ οἱ πάντες ἐπικρίνουν τὸ Πρόγραμμά τους ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὴ τὴ φοβερὴ σύγχυση ποὺ ἐπιφέρει στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν. Ὅπως καὶ πάλι τονίζει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ἡ θεματικὴ μέθοδος ποὺ χρησιμοποιεῖ τὸ νέο Πρόγραμμα «κατήργησε τὴν ἱστορικὴ διάρθρωση τῆς ὕλης» καὶ «στὰ μὲν Θρησκευτικὰ δημιουργεῖ τὸν θρησκευτικὸ συγκρητισμό, στὴ δὲ ἱστορία τὸν ἀκραῖο διεθνισμό». «Δὲν πρόκειται, δηλαδή», ὑπογραμμίζει ὁ Σεβασμιώτατος, «γιὰ μερικὰ ἐπὶ μέρους προβλήματα καὶ στοιχεῖα γνωσιολογικά, οὔτε γιὰ μερικὰ τραγούδια καὶ ἀποσπάσματα, ἀλλὰ γιὰ ὑπονόμευση τῆς σοβαρῆς ἀναλυτικῆς μεθόδου ποὺ εἶναι ἡ βάση κάθε ἐπιστήμης».
Τὸ Πρόγραμμά τους εἶναι ἄκρως ἀντιπαιδαγωγικό, δημιουργεῖ σύγχυση καὶ προετοιμάζει τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν ἀντίχριστη Πανθρησκεία. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὠμὴ ἀλήθεια.
Καὶ εἰλικρινά, δὲν ξέρουμε πῶς νὰ κλείσουμε τοῦτο τὸ θλιβερὸ σχόλιό μας…
Πηγή: Ο Σωτήρ
Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος
Η αγάπη του Θεού εχάρισε στην Εκκλησία αγιασμένους πατέρες, οι οποίοι εσφράγισαν τον 18ο και τον 19ο αιώνα με την φωτεινή παρουσία τους, την ορθόδοξη θεολογία τους, την αυστηρή ασκητική τους ζωή, τα θεοφώτιστα συγγράμματά τους και τις παραδοσιακές μοναστικές τους αρχές. Οι πατέρες μας αυτοί άφησαν ανεξίτηλη την σφραγίδα τους στην εκκλησιαστική ζωή μέχρι τις ημέρες μας. Ωνομάσθηκαν σκωπτικά «κολλυβάδες» και η πνευματική τους δραστηριότητα «κολλυβαδικό κίνημα», επειδή την αφορμή για την εμφάνισί της έδωσε το γεγονός ότι οι μοναχοί της Ιεράς Σκήτης της Αγίας Αννης τελούσαν τα «μετά κολλύβων» μνημόσυνα των κτιτόρων του ανακαινιζομένου τότε καθολικού ναού (Κυριάκου) της Σκήτης κατά την ημέρα της Κυριακής αντί του Σαββάτου. Στην συνείδησι της Εκκλησίας όμως οι «κολλυβάδες» θα παραμείνουν ως «οι Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου και 19ου αιώνος» και το πολύπλευρο έργο τους ως «Φιλοκαλική Αναγέννησις», όπως εύστοχα τους ονομάζει ο Σεβ. Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος[1]. Οι επιφανέστεροι και γνωστότεροι από αυτούς τους πατέρες είναι ο άγιος Μακάριος επίσκοπος Κορίνθου, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος.
Λόγω της θεολογικής τους μαρτυρίας, οι αοίδιμοι «Φιλοκαλικοί πατέρες» υπέστησαν διωγμούς και εξορίες από το Αγιον Όρος. Ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος μάλιστα αδίκως αφορίσθηκε. Εν τούτοις η ακούσια διασπορά τους, στα νησιά του Αιγαίου κυρίως, δημιούργησε μία θαυμάσια πνευματική κίνησι με πολλούς και εύχυμους καρπούς. Τα χαρακτηριστικά αυτής της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως είναι επιγραμματικώς τα εξής[2]:
α) Ανανέωσαν την αυθεντική Ορθόδοξη πνευματική ζωή, καθώς οι ίδιοι, ασκηταί και θεολόγοι ταυτόχρονα, την εβίωσαν και την εδίδαξαν με τα θεόσοφα συγγράμματά τους.
β) Αντιστάθηκαν στην αλλοτρίωσι που προκαλούσε ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός μεταξύ των Ορθοδόξων[3].
γ) Στήριξαν στην Πίστι τους Ορθοδόξους λαούς. Ισχυρό ανάχωμα έναντι της λατινικής προπαγάνδας και του προτεσταντικού προσηλυτισμού υπήρξε το θεολογικό έργο των προκρίτων και μεγάλων «κολλυβάδων» θεολόγων, με το οποίο η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία εύρισκε την απαραίτητη για την εποχή και τα προβλήματά της θεολογική κατοχύρωσι.
δ) Ανεπτέρωσαν το ηθικό των υποδούλων Ορθοδόξων καλλιεργούντες μαρτυρικό ήθος[4]. Ύπηρξαν αλείπται πολλών νεομαρτύρων.
ε) Έδειξαν ότι με την πιστότητά τους στην Ορθόδοξο Παράδοσι δεν καλλιεργούσαν την μισαλλοδοξία και τον σκοταδισμό, όπως εκατηγορούντο, αλλα επιβεβαίωναν την διαχρονικότητα του ευαγγελικου μηνύματος.
στ) Έδωσαν απάντησι στα αιτήματα των καιρών. Ανάμεσα σε αυτά ήταν η ανάγκη να επανασυνδεθή ο «κανών της προσευχής» με τον «κανόνα της πίστεως», δηλαδή να επανευρεθή το αυθεντικό λειτουργικό ήθος.
ζ) Ανέδειξαν νέους αγίους στην Εκκλησία. Η ίδια η ζωη των «κολλυβάδων» πατέρων ήταν προσανατολισμένη στην προοπτικη της κατά Χάριν θεώσεως και γι’ αυτό ωρισμένοι έδειξαν σημεία αγιότητος ή ανεκηρύχθησαν επισήμως άγιοι, αλλά και προέβαλαν με τα συγγράμματά τους την αγιότητα των αγίων νεομαρτύρων και συγχρόνων τους οσίων ανδρών.
Η παρακαταθήκη των ιερών αυτών ανδρών είναι πολύτιμη και στις ημέρες μας, καθώς η πρόκλησις από το παλαιό και πάντοτε παρόν στην εκκλησιαστική μας ζωή νεωτερικό ήθος μας υποχρεώνει να μετρούμε τις ενέργειές μας με τον γνώμονα του δικού τους ήθους. Οι άγιοι «κολλυβάδες» προέταξαν την θεολογία από την πρακτική ζωή. Η θεολογία και η ευσεβής παρόδοσις έπρεπε να καθορίζουν τον τρόπο της εκκλησιαστικης δράσεως. Η εποχή τους παρουσίαζε συμπτώματα παρόμοια με την δική μας. Στις ημέρες τους κατόπιν προσκλήσεως του Παροναξίας Ιωσήφ Δόξα καπουτσίνοι ιερομόναχοι εξομολογούσαν Ορθοδόξους πιστούς, γεγονός που προεκάλεσε την σφοδρή αντίδρασι του ιεροδιακόνου Μακαρίου του Πατμίου. Αλλά και ο οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος ο Ε’, ο οποίος με την συμφωνία των πατριαρχών της Ανατολής πλην του Αντιοχείας συνοδικώς απέρριψε ως άκυρο το λατινικό ράντισμα, απομακρύνθηκε από τον θρόνο του μετα από ενέργειες μητροπολιτών που διαφώνησαν με την απόφανσί του με κίνητρα μη θεολογικά και από σκοπιμότητες. Οι άγιοι «κολυββάδες» είχαν ταχθή θεολογικώς υπέρ της απόψεως του πατριάρχου Κυρίλλου Ε’[5]. Οι συμπροσευχές με ετεροδόξους, η τάσις αναγνωρίσεως του βαπτίσματος των ετεροδόξων και κάποιες κοινές ποιμαντικής φύσεως πρωτοβουλίες με τους ετεροδόξους, χάριν πρακτικών σκοπών και άλλων σκοπιμοτήτων, παρακάμπτουν και σήμερα τον «κανόνα της πίστεως».
Εξίσου αντίθετη προς το πνεύμα της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως των «κολλυβάδων» είναι η εκκοσμίκευσις, που παρατηρείται σε διαφόρους τομείς της εκκλησιαστικής μας ζωής και αλλοιώνει την πιστότητά μας στο αποστολο-παράδοτο ευαγγελικό ήθος της Εκκλησίας. Οι όσιοι «κολλυβάδες» πατέρες με τα φιλοκαλικα κείμενα που εξέδωσαν και με τα δικά τους θεόσοφα νηπτικά και ερμηνευτικά συγγράμματα προσέφεραν στον λαό του Θεού το αναλλοίωτο βίωμα της πατερικής Παραδόσεως. Στην Φιλοκαλία, την οποία επεξεργάσθηκαν οι άγιοι Μακάριος Κορίνθου και Νικόδημος ο Αγιορείτης, καταγράφονται η αγιοπνευματικη εμπειρία και η απλανής μέθοδος της νηπτικής εργασίας, όπως την έζησαν και την εδίδαξαν μεγάλοι θεολόγοι και ησυχασταί πατέρες της Εκκλησίας απ’ αρχής και μέχρι του 14ου αιώνος. Κατα τον κρίσιμο για την Βυζαντινή αυτοκρατορία αυτόν αιώνα, το ανθρωποκεντρικό (ουμανιστικό) ρεύμα της ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως κατέκλυζε την Ορθόδοξη Ανατολή και απειλούσε με οριστικη αλλοίωσι το θεανθρωποκεντρικό της ήθος. Η ήσυχαστικη όμως θεολογία είχε επιτύχει να το διάσωση. Επιπλέον είχε δημιουργήσει στους κουρασμένους πολιτικά και κοινωνικά Ορθόδοξους λαούς ένα ακμαίο πνευματικό φρόνημα, το οποίο κατα τον Σεβ. Μαυροβουνίου Αμφιλόχιο:
«… δεν ήταν μόνο ορθόδοξη θεωρητική απάντησι στο σύγχρονό τους φιλοσοφικό και θεολογικό προβληματισμό της Δύσεως ή της αρχαίας ελληνικής σκέψεως. Ταυτόχρονα είχε και συγκεκριμένη ιστορική αποτελεσματικότητα, πολύτιμη για την επιβίωσι των ορθοδόξων λαών και τη διατήρησι της καθολικης αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας στους καιρους των δεινών της τουρκοκρατίας[6].»
Κατα παρόμοιο τρόπο η Φιλοκαλική Αναγέννησις του 18ου αιώνος, η οποία δεν αφορούσε μόνο την πλούσια συγγραφική παραγωγή των «κολλυβάδων» πατέρων αλλά και την δημιουργία πολλών εστιών Ορθοδόξου λατρείας, ήθους και βιοτής (στα κολλυβάδικα μοναστήρια και γύρω από εκκλησιαστικά πρόσωπα στον κόσμο), προσέφερε στην Ορθόδοξο Εκκλησία ισχυρή προστασία από την δυναμική επέλασι του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού κατα τον 19ον αιώνα. Οι Φιλοκαλικοι Πατέρες εγνώριζαν πολύ καλά τα «φώτα» του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και διέκριναν εύστοχα ότι αυτός ο διαφωτισμός απεμάκρυνε τον άνθρωπο από την προσδοκία και την θέα του άκτιστου Φωτός, του οποίου είχαν προσωπική και βιωματική εμπειρία. Γι’ αυτό όλη τους η προσπάθεια ήταν να διασώσουν τον τρόπο και την μέθοδο της ησυχαστικής Ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής. Το επέτυχαν με πολλές θυσίες. Καρπός του αγώνος των είναι τα χαριτόβρυτα λείψανά τους, τα απαραμίλλου αξίας δογματικά, ποιμαντικά, ερμηνευτικά και λειτουργικά τους έργα, τα μοναστήρια τους. Τα κολλυβαδικά μοναστήρια επί δύο αιώνες κράτησαν την παράδοσι των αγιασμένων κτιτόρων τους. Οι κατανυκτικές αγρυπνίες του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίδη στον άγιο Ελισαίο της Πλάκας, η αφανής στα μάτια των «φωτισμένων» λάτρεων της ευρωπαϊκής σοφίας λατρευτική και ποιμαντική δραστηριότης του αγίου παπα-Πλανά, ο όσιος Αρσένιος της Πάρου, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ήταν η ώριμη συνέπεια της προηγηθείσης Φιλοκαλικης Αναγεννήσεως. Η ολοφώτεινη παρουσία του αγίου Νεκταρίου και η υπ’ αυτού ανασύστασις του γυναικείου μοναχισμού στην Ελλάδα, καθώς και η λαμπρή σειρά των αγίων μορφών του 20ου αιώνος, ήταν επίσης καρπός του φιλοκαλικου ήθους. Η αναγέννησις της ησυχαστικής ζωής στην Ρουμανία και την Ρωσσία με τον όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ και τους μεγάλους στάρετς μαρτυρεί την ουσιαστική σημασία που είχε η Φιλοκαλικη Αναγέννησις του 18ου αιώνος για τους Ορθοδόξους του Βορρά, οι οποίοι υπέστησαν και άντεξαν την αθεϊστική λαίλαπα του 20ου αιώνος. Οι νεομάρτυρες και ομολογηταί στην Ρωσσία, την Σερβία, την Ρουμανία είναι καρπός της ησυχαστικής παραδόσεως που μεταλαμπαδεύθηκε εκεί από τον ίερό Άθωνα δια των επιγόνων των «κολλυβάδων» πατέρων.
Η Φιλοκαλικη Αναγέννησις δεν είναι μόνον ιστορία. Είναι κυρίως τρόπος Ορθοδόξου ζωής και μήνυμα Ορθοδόξου φρονήματος. Είναι επίσης πρόσκλησις προς εμάς τους Ορθοδόξους του 21ου αιώνα να μένουμε πιστοί σε ό,τι παρελάβαμε από τους αγιασμένους «κολλυβάδες» πατέρες ως Ορθόδοξο εκκλησιαστικό δόγμα και Ορθόδοξο εκκλησιαστικό ήθος. Τους ευχαριστούμε και τους παρακαλούμε να μας βοηθήσουν με την ευχή τους και την πρεσβεία τους προς τον Άγιον Θεόν να τιμήσουμε τους αγώνες τους με την συνέπειά μας στην ιερά τους παρακαταθήκη, τώρα που νέες προκλήσεις ξενόφερτων και δελεαστικών «διαφωτισμών» απειλούν να ανακόψουν και την ιδική μας πορεία προς το αληθινό Φως της ανεσπέρου Βασιλείας του Αναστάντος Κυρίου μας Ιησού Χριστου.
Άγιον Όρος, 20/4/2009
Παραπομπές:
[1] Αρχιμ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η Φιλοκαλικη Αναγέννησι του XVIII και XIX αι. και οι Πνευματικοί Καρποί της, εκδ. ιδρ. Γουλανδρη – Χόρν, Αθληναι 1984.
[2] Βλ. Ίερομ. Λουκά Γρηγοριάτου, Οι Αγιορείται Κολλυβάδες και οι σχέσεις των με την Ύδρα, στον τόμο Πρακτικά Διορθοδόξου επιστημονικού Συνεδρίου «Κωνσταντίνος ο Υδραίος -Νεομάρτυρες, προάγγελοι της αναστάσεως του Γένους», εκδ. Ιερας Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης,Ύδρα 2007.
[3] Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού, Σχέσεις και Αντιθέσεις, έκδ. Ακρίτας 1998.
[4] Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονης Οσίου Γρηγορίου, Η προσφορά των Αγίων Νεομαρτύρων στην Εκκλησία και το Γένος, εκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1991.
[5] Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Η Εκκλησιολογική Αυτοσυνειδησία των Ορθοδόξων από της Αλώσεως μέχρι των αρχών του 20ου αιώνος, στο συλλογικό τόμο ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΑΕΤΗΡΙΚΟΝ (αφιέρωμα στον Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο), Θεσσαλονίκη 1999.
[6] Αρχιμ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η Φιλοκαλικη Αναγέννησι…, ενθ’ άνωτ. σελ. 12.
(Πηγή: «Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος», άρθρο του Πανοσιολογιότατου Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Μηνιαίο περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, Πειραϊκή Εκκλησία, έτος 18ο, αρ.φύλ. 205, Ιούνιος 2009, Αγιορείτικες Mνήμες)
Σχόλιο Τ.Ι.: Ακολουθεί κείμενο σχετικό με το Ιστορικό, Πολιτισμικό, και Θεολογικό υπόβαθρο της εποχής κατά την οποία εμφανίστικε το Κολλυναδικό Κίνημα τον 18ο αιώνα. Πρόκειται για την εργασία του Νικολάου Ντανυλέβιτς, Ρώσου Φοιτητή της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας.
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ
Ὁ μοναχισμὸς ὑπῆρχε πάντοτε ὁ σθεναρὸς πρόμαχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὁ θεματοφύλακας τῶν ἱερῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας. Πολὺ συχνὰ ὅμως οἱ μοναχοὶ ἐδιώχθηκαν καὶ βασανίστηκαν ἐξ αἰτίας τῶν ἀκλονήτων θρησκευτικῶν πεποιθήσεών τους καὶ τοῦ ἀγῶνα τους ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι εἶναι γνωστοὶ οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπὲρ τῶν ἱερῶν Εἰκόνων, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Εἰκονομαχίας τὸν Ηʹ καὶ Θʹ αἰ. Μὲ αὐτὴ τὴν στάση ὁ μοναχισμὸς πολλὲς φορὲς διατηροῦσε ὄχι μόνον τὴν καθαρότητα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἐνίσχυε τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ καὶ τὸν βοηθοῦσε νὰ ἐπιζήσει, «νὰ διασώσει τὴν αὐτοσυνειδησία του καὶ τὴν ἱερὴ ἀνάμνηση ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα περιούσιο λαὸ τοῦ Θεοῦ» (1).
Τὸν ΙΔʹ αἰῶνα, στὰ χρόνια τῆς παρακμῆς τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μέσα στὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς ἀκαταστασίες, ποὺ εἶχαν ἤδη προκαλέσει ὄχι μόνο μία κρίση κοινωνικῶν δομῶν, ἀλλὰ καὶ μία βαθύτερη πνευματικὴ κρίση, ἐμφανίσθηκε ὁ Ἡσυχασμός. Αὐτὸ τὸ φαινόμενο, ποὺ ἦταν γνήσια ἔκφραση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ πεμπτουσία της, θὰ λέγαμε, δὲν ἦταν μόνον μία ὀρθόδοξη θεωρητικὴ ἀπάντηση στὰ σύγχρονά του φιλοσοφικὰ καὶ θεολογικὰ προβλήματα, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπόβαθρο τῆς ἐπιβιώσεως τῶν ὀρθοδόξων λαῶν καὶ τῆς καθολικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας στὰ ἐπερχόμενα χρόνια τῶν δεινῶν τῆς Τουρκοκρατίας (2). Τὸ κίνημα τοῦ Ἡσυχασμοῦ ξεκίνησε ἀπὸ τὴν «Ἀκρόπολη τῆς Ὀρθοδοξίας», τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ἐξοχώτερος ἐκπρόσωπός του ἀνεδείχθη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχικὰ ἁγιορείτης μοναχὸς καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (+1359).
Γενικὰ στὴν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναφέρονται πολλὲς προσπάθειες τῶν μοναχῶν του νὰ ἐμβαθύνουν στὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μία ἀπὸ αὐτὲς, ὅπως ἀναφέραμε, ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ αὐτὴ ἡ διδασκαλία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως φαίνεται νὰ λησμονήθηκε. Ἀπὸ τὴν πολύχρονη ἀφάνειά της, ὅμως, τὴν ἔβγαλε καὶ τὴν ξαναζωντάνευσε ἕνα ἄλλο μοναχικὸ κίνημα, λιγότερο γνωστὸ, ἀλλὰ ἐξ ἴσου σπουδαῖο, σύμφωνα μὲ τὰ ἀποτελέσματά του, τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων. Τὸ ἀντικείμενο τοῦ ἀγῶνα τους ἦταν ἡ ἀναγέννηση τῆς λειτουργικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα. Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἢ ὅπως τὸ ὀνομάζει ὁ Σέρβος ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς, (νῦν Μητροπολίτης Μαυροβουνίου), ἡ «Φιλοκαλικὴ ἀναγέννησις» (3), ἔδωσε τὴν ὀρθόδοξη ἀπάντηση στὶς ἀπαιτήσεις καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς: στὸν Διαφωτισμὸ καὶ τὸν δυτικὸ ὀρθολογισμὸ, δικαιώνοντας τὴν γενικὴ προσδοκία τῆς ἀναγεννήσεως τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
1. Η ΕΠΟΧΗ
Γιὰ νὰ καταλάβομε καλύτερα τὸν χαρακτῆρα τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος πρέπει νὰ ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα.
Μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453) πολλοὶ Ἕλληνες λόγιοι ἄρχισαν νὰ φεύγουν στὴν Δύση. Ἔφευγε ἐκεῖ καὶ ἡ νεολαία μὲ σκοπὸ νὰ ἀποκτήσει τὶς γνώσεις, ἀφοῦ δὲν εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ κάνει αὐτὸ στὴν πατρίδα της, ποὺ παρέμενε στὸ σκοτάδι τῆς ἀμαθείας. Πολλοὶ, ὅμως, ἀπὸ αὐτοὺς ἐπέστρεφαν πάλι μὲ εὐγενεῖς σκοποὺς νὰ ἐξαλείψουν τὸ σκοτάδι αὐτό, νὰ βοηθήσουν τὸ γένος τους. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ διευρύνθηκε περισσότερο κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα. Ἦταν μία περίοδος κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι ἀναζητοῦσαν τὴν ἀναγέννηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ὑπόδουλου ὀρθοδόξου γένους. Ἡ ἀντίληψη, ὅμως, περὶ τῆς ἀναγεννήσεως διεχώρισε τοὺς ὀπαδοὺς αὐτῆς τῆς προσπαθείας σὲ δύο ὁμάδες: σὲ Φιλελευθέρους καὶ σὲ Παραδοσιακούς.
Οἱ πρῶτοι στηρίζονταν στὴν πολιτιστικὰ πιὸ ἀναπτυγμένη Δύση, προβάλλοντας τὶς δυτικὲς ἀρχὲς τῆς φιλοσοφίας, παιδείας καὶ ἐπιστήμης. Οἱ δεύτεροι δέχονταν κυρίως τὴν ἐκκλησιαστικὴ παιδεία καὶ στηρίζονταν στὴν πατροπαράδοτη κληρονομιά. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι οἱ πρῶτοι εἶχαν περισσότερους ὀπαδούς, οἱ ὁποῖοι γοητεύθηκαν ἀπὸ τὴν Δύση, ἀπὸ τὸ πρακτικὸ πνεῦμα της, ἀπὸ τὴν πειστικότητα τῆς λογικῆς της καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστημονική της πρόοδο. Σὲ μεγάλο βαθμὸ οἱ Φιλελεύθεροι κέρδισαν λόγῳ τῆς ἀδυναμίας τῶν Παραδοσιακῶν νὰ δικαιολογήσουν θεωρητικὰ καὶ λογικὰ τὴν στάση τους καὶ νὰ ὑπερασπισθοῦν τὴν παράδοση καὶ τὸν ἐκκλησιαστικὸ τρόπο ζωῆς, ἔναντι τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ.
Σὲ αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ στιγμὴ ἐμφανίσθηκε τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ δώσει ἀπάντηση σὲ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα καὶ παρουσιάσθηκε ὡς ἰσχυρὸ ἀντίβαρο στὸν ὀρθολογισμὸ τῶν «νέων φιλοσόφων» (4). Ἔτσι ὄχι μόνο προσέφερε στὶς χορεῖες τῶν Ἁγίων νέα ὀνόματα, ὅπως: τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, ἀλλὰ καὶ ἄσκησε βαθειὰ ἐπίδρασι στὴν κοινωνικὴ καὶ πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος. Ἐπηρέασε λ.χ. σὲ μεγάλο βαθμὸ τοὺς δύο μεγάλους λογοτέχνες, τοὺς δύο Ἀλεξάνδρους τῆς Σκιάθου, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδη. Ἀλλὰ πρὶν νὰ βγάλομε συμπεράσματα γιὰ τὸ τί προσέφερε αὐτὸ τὸ κίνημα, πρέπει νὰ δοῦμε ἐν συντομίᾳ τὴν ἱστορία του.
2. Η ΑΦΟΡΜΗ
Τὸ ἀναμορφωτικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος:
«Ἡ ἀρχὴ του θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ ξαφνιάσει κάποιον ἢ νὰ τὸν ἐξαπατήσει μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ρηχὴ, ἐπιφανειακὴ κίνησι, γενομένη ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ στενὲς ἀντιλήψεις. Ἀλλ᾿ εἴπαμε ὅτι αὐτὸ θὰ ἦταν μιά ἀπάτη, γιατὶ ἡ συνέχεια ἀποκαλύπτει ἀπροσδόκητες πτυχὲς καὶ ἡ ἔρευνα φέρνει στὸ φῶς λαμπρὲς σελίδες καὶ μεγάλες μορφές (5).»
Τὸ Κίνημα αὐτὸ ἐμφανίσθηκε ἀπὸ μία ἔριδα. Ἡ πρώτη ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔριδα αὐτὴ δόθηκε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ ἄρχισαν τὸ 1750 νὰ κτίζουν τὸ καινούργιο Κυριακό, (δηλαδὴ τὴν κεντρικὴ ἐκκλησία τῆς Σκήτεώς τους), γιὰ τὶς θρησκευτικές τους ἀνάγκες, ἀφοῦ αὐξήθηκε ἡ ἀδελφότητά τους. Τότε ἐμφανίσθηκαν πολλοὶ εὐεργέτες, ποὺ ἔδωσαν χρήματα γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ ζητοῦσαν συγχρόνως ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς νὰ προσεύχονται γιὰ τοὺς κεκοιμημένους συγγενεῖς τους. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μαζεύτηκαν πολλὰ ὀνόματα, ὥστε οἱ μοναχοὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ τελοῦν πιὸ ἐκτενεῖς ἐπιμνημόσυνες ἀκολουθίες ἀπὸ τὶς συνηθισμένες.
Κατὰ τὸ Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, ἀρχικὰ μετὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς Παρασκευῆς καὶ τελικὰ τὸ πρωΐ τοῦ Σαββάτου μετὰ τὴν Θ. Λειτουργία γίνεται ἡ εὐλογία τῶν κολλύβων, (δηλαδὴ τοῦ βρασμένου σιταριοῦ, ποὺ χρησιμοποιεῖται κατὰ τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων καὶ συμβολίζει τὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων, σύμφωνα μὲ τὸ κατὰ Ἰωάννην ιβ΄, 24-25: «Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει. Ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει». Μέχρι τότε, σὲ ὅλες τὶς ἱερὲς Μονὲς καὶ Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔψαλλαν τὶς ἐπιμνημόσυνες ἀκολουθίες στὰ παρεκκλήσια τῶν κοιμητηρίων κάθε Σάββατο. Οἱ Ἁγιαννανίτες μοναχοί, ὅμως, λόγῳ τῶν πολλῶν ὀνομάτων τῶν κεκοιμημένων, κι ἐπειδὴ κάθε Σάββατο γινόταν ἐπίσης ἡ καθιερωμένη ἀγορὰ στὶς Καρυὲς, τὸ διοικητικὸ κέντρο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου αὐτοὶ πουλοῦσαν τὰ ἐργόχειρά τους, ἀπεφάσισαν νὰ μεταφέρουν τὰ μνημόσυνα ἀπὸ τὸ Σάββατο στὴν Κυριακή.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ σκανδάλισε μερικοὺς μοναχοὺς, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸν Καυσοκαλυβίτη διάκονο Νεόφυτο τὸν Πελοποννήσιο, ὁ ὁποῖος ἄρχισε ἐναντίον τῶν Ἁγιαννανιτῶν «δογματικὸν ἀγῶνα». Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ ἔριδα αὐτὴ χώρισε ὅλη τὴν μοναχικὴ πολιτεία σὲ δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα καὶ τάραξε κυριολεκτικὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ μοναχοί, ποὺ ὑπερασπίσθηκαν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὸ Σάββατο μόνον, κατὰ τὴν παλαιὰ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὀνομάσθηκαν περιφρονητικὰ «Κολλυβάδες». Ὅμως, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου τὸ ὄνομα αὐτὸ ἔγινε σὰν ἐγκώμιο γιὰ ὅλους τοὺς παραδοσιακοὺς μοναχούς. Μὲ αὐτὴ τὴν πλευρὰ τάχθηκαν, μετὰ ἀπὸ τὸν Νεόφυτο (+1784), ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς, Μητροπολίτης πρώην Κορίνθου (+1805), ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (+1809), ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος (+1813) καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἀντίθετα, οἱ μοναχοὶ ποὺ ἀποδέχθηκαν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων καὶ κατὰ τὴν Κυριακή, ὀνομάστηκαν "Ἀντικολλυβάδες", γνωστότεροι τῶν ὁποίων εἶναι ὁ Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων καὶ ὁ Βησσαρίων ὁ ἐκ Ραψάνης τῆς Θεσσαλίας.
Στὴν συνέχεια οἱ Κολλυβάδες ἐπανεμφανίσθηκαν στὸν πνευματικὸν ὁρίζοντα τοῦ Ἁγίου Ὄρους μὲ δημοσίευση τοῦ βιβλίου «Περὶ τῆς Θείας Μεταλήψεως» (1777). Αὐτὸ τὸ βιβλίο ἐκδόθηκε ἀνώνυμα στὴν Βενετία, ἀλλὰ σίγουρα προῆλθε ἀπὸ τοὺς κολλυβαδικοὺς κύκλους, ἀφοῦ τὸ περιεχόμενό του ἀντιστοιχεῖ στὶς ἀπόψεις τους. Καὶ μάλιστα οἱ ἐρευνητὲς λένε πὼς τὸ ἔγραψε ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης καὶ ὅτι τὸ ἐπεξεργάστηκαν ὁ Ἅγιος Μακάριος καὶ ὁ Ὅσιος Νικόδημος, ὁ ὁποῖος καὶ τὸ ἐμπλούτισε μὲ πολλὰ πατερικὰ κείμενα στὴν β΄ ἔκδοση (1783). Ὁ σκοπὸς τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἦταν:
«... νὰ ἀνακαλέσῃ τὴν χαριτωμένην συνήθειαν τῶν παλαιῶν Χριστιανῶν, καὶ ἔρχεται νὰ ἀποδείξῃ μὲ Γραφικὰς, Ἀποστολικὰς καὶ Πατερικὰς μαρτυρίας ὅτι εἶναι ἀναγκαῖον καὶ ψυχοσωτήριον νὰ μεταλαμβάνῃ συχνὰ πᾶς ὀρθόδοξος Χριστιανὸς, ὅταν δὲν ἔχῃ ἐμπόδιον» (ἀπὸ τὸν πρόλογο τῆς ἐκδ. τοῦ 1783).
Ἡ αἰτία ποὺ προκάλεσε τὴν ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἦταν, κατὰ τὸν Ὅσιο Νικόδημο, ἡ μεγάλη ἀμέλεια καὶ καταφρόνηση ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ οὐράνια τροφὴ τῆς Θ. Μεταλήψεως, καὶ γι' αὐτὸ «ἐξέλιπεν ἡ ἁγιότης ἀπὸ ἡμᾶς, ὠλιγόστευσεν ἡ ἀρετή, ηὔξησεν ἡ κακία». Τὸ βιβλίο ἀρχικὰ καταδικάσθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κων/πόλεως τὸ 1785, γιατὶ δῆθεν δημιουργοῦσε σκάνδαλα καὶ διχόνοιες. Ἀργότερα ὅμως τὸ ἴδιο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, στὸ πρόσωπο τοῦ Πατριάρχου Νεοφύτου Ζʹ (1799-1801), ἀκύρωσε τὴν καταδίκη (6).
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ζήτημα τῆς συχνῆς Θείας Μεταλήψεως δημιουργήθηκαν καὶ ἄλλα ζητήματα, ὅπως τὸ ζήτημα τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Εἰκόνων, τοῦ ἀφορισμοῦ, τοῦ Μεγάλου καὶ τοῦ μικροῦ Ἁγιασμοῦ, τῆς σχέσεως τῶν Τιμίων Δώρων καὶ τοῦ Ἀντιδώρου, τῆς γονυκλισίας κατὰ τὶς Κυριακές, κ.τ.λ. (7). Ἀλλὰ δὲν θὰ ἐξετάσομε ἐδῶ αὐτὰ τὰ θέματα, λόγῳ τῆς μικρῆς διαστάσεως τῆς ἐργασίας μας, καὶ θὰ στραφοῦμε πρὸς ἄλλα πιὸ σημαντικὰ καὶ χαρακτηριστικὰ ζητήματα τοῦ κινήματος αὐτοῦ.
Ὅπως ἤδη ἔχομεν ἀναφέρει, ἡ ἔριδα αὐτὴ τάραξε ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κ/πόλεως στὴν ὁποία καὶ ὑπάγεται ἡ μοναχικὴ χερσόνησος. Βλέποντας πὼς ἐξελίσσονται τὰ γεγονότα στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία, ἀνησύχησε καὶ θέλησε νὰ ἐπαναφέρει τὴν τάξη στὴν μοναχικὴ πολιτεία. Καὶ κατὰ συνέπεια βγῆκε τὸ 1772 ἡ ἐπιστολὴ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Θεοδόσιο Βʹ (1769-73) ἡ ὁποία ἀφήνει τὶς δύο μερίδες τῶν ἀντιμαχομένων νὰ εἶναι ἐλεύθερες στὴν ἐκλογὴ τῆς ἡμέρας τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων καὶ στὸ ζήτημα τῆς Θ. Μεταλήψεως δὲν καθορίζει τὸ χρονικὸ διάστημα, δηλ. κατὰ πόσο συχνὰ μπορεῖ νὰ κοινωνάει κανεὶς, ἀλλὰ σὰν ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι ἡ προετοιμασία πρὸ τῆς Θ. Μεταλήψεως. Εἶναι φανερὸ πὼς μὲ αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο προσπάθησε νὰ ἐπαναφέρει τὴν γαλήνη στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅμως ἡ γαλήνη δὲν ἦλθε. Καὶ
«οἱ μὲν παραδοσιακοὶ κατηγοροῦσαν τοὺς φιλελευθέρους ὡς «καταπατοῦντας καὶ μὴ τηροῦντας τὸ Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησίας». Ἐκεῖνοι δὲ τοὺς παραδοσιακοὺς ὡς «Κολλυβάδες, Σαββατίνους, αἱρετικοὺς, κακοδόξους», ἀκόμη δὲ καὶ «Φραγμασόνους» (8).»
Μὲ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴ δὲν ἔπαψαν οἱ προσπάθειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου νὰ εἰρηνεύσει τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀκολούθησαν καὶ ἄλλες ἐπιστολὲς στὶς ὁποῖες διατάσσονταν νὰ ἀκολουθοῦν οἱ Σκῆτες στὸ ζήτημα τῶν Μνημοσύνων τὴν πρακτικὴ τῶν Μοναστηρίων στὰ ὁποῖα ὑπάγονταν. Ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Οἱ Ἁγιαννανίτες δὲν ὑπάκουσαν καὶ πῆγαν στὴν Κ/Πολη νὰ παρουσιάσουν ἐκεῖ τὰ ἐπιχειρήματά τους. Πῆγαν ἐκεῖ καὶ οἱ κολλυβάδες, ὅμως ἄνευ ἐπιτυχίας. Τελικὰ τὸ 1774 σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὴν Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου συγκλήθηκε Σύνοδος γιὰ νὰ ἐρευνήσει αὐτὸ τὸ θέμα. Ἡ Σύνοδος προσκάλεσε τοὺς Κολλυβάδες, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν ἦρθαν, ἀφοῦ εἶδαν πὼς κατὰ τὸ πλεῖστον ἡ Σύνοδος ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς τελοῦντες τὰ μνημόσυνα κατὰ τὶς Κυριακές, δηλ. Ἀντικολλυβάδες. Τὸτε ἡ Σύνοδος διαμαρτυρήθηκε κατὰ τῶν Κολλυβάδων στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἔστειλαν τὸν γνωστὸ ἀντίπαλο τῶν Κολλυβάδων, τὸν μοναχὸ Βησσαρίωνα τὸν ἐκ Ραψάνης, ἀντιπρόσωπο τῆς συνόδου στὴν Κ/Πολη, ἔχοντάς τον ἐφοδιάσει μὲ ἐπιστολὲς, (ποὺ εἶχαν νοθεύσει τὸ περιεχόμενο), τῶν Ἀθανασίου Παρίου καὶ Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (9).
Στὴν Κ/Πολη οἱ προσπάθειες τοῦ Βησσαρίωνος εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν σύγκληση τῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸ 1776 καὶ τὴν καταδίκη τῶν Κολλυβάδων. Ἔχοντας αὐτὴ τὴν ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου οἱ ἀντίπαλοι τῶν Κολλυβάδων τοὺς ἔδιωξαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ ἡ κακὴ αὐτὴ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος ἐκ μέρους τῶν Ἀντικολλυβάδων, συνέβαλε στὴν διάδοση τοῦ κινήματος σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ μάλιστα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅριά της. Ἀργότερα, ὅμως, οἱ Κολλυβά δες δικαιώθηκαν ἐπὶ Πατριάρχου Γαβριὴλ Δ΄, τὸ 1807, καὶ ἡ τελική τους δικαίωση ἔγινε τό 1819 ἐπὶ Πατριάρχου ἁγίου Γρηγορίου Ε΄, τοῦ ἐθνομάρτυρος.
3. ΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ
α΄. Τῶν Κολλυβάδων.
Δὲν ξέρομε δυστυχῶς πόσοι μοναχοὶ κρατοῦσαν τὴν παραδοσιακὴ γραμμή. Εἶναι δύσκολο νὰ παρουσιάσουμε τὸν ἀριθμὸ. Σίγουρο εἶναι πώς ἦταν πολλοὶ. Ἐμεῖς θὰ ἀναφερθοῦμε στὰ κυριώτερα πρόσωπα ἀπὸ τοὺς ἀρχηγέτες τους.
1. Ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης.
Ὅπως ἤδη εἴπαμε, ὁ πρῶτος χρονικὰ Κολλυβᾶς ἦταν ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἦταν λόγιος ἁγιορείτης, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. Γεννήθηκε στὴν Πάτρα περὶπου τὸ 1713 καὶ σπούδασε στὴν Κ/Πολη, στὴν Πάτμο καὶ στὰ Ἰωάννινα. Ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα στὴν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων καὶ δίδαξε στὴν Ἀθωνιάδα Σχολὴ, δηλαδὴ τὸ σχολεῖο τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιὰ τοὺς νέους μοναχούς. Τὸ 1749 ἀνέλαβε τὴν σχολαρχία τῆς Ἀθωνιάδος. Ἡ συντηρητικότητά του προκάλεσε ἰσχυρὰ ἀντίδραση ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ ὁ Νεόφυτος ἐγκατέλειψε τὴν θέση του. Ἐξ αἰτίας τῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἐδιώχθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξορία του παύει νὰ ἀναμιγνύεται στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ τὸν συναντοῦμε σχολάρχη στὴν Χίο (1760), στὴν Ἀδριανούπολη (1767) καί, μάλιστα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἑλλάδος, στὴν Ρουμανία, στὸ Βουκουρέστι, ὅπου καὶ πεθαίνει τὸ 1784. Τὸ γεγονὸς ὅτι καταγόταν, ἐκ μέρους τοῦ πατέρα του, ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους τὸ ἐκμεταλλεύτηκαν οἱ ἀντίπαλοί του λέγοντας πώς ὁ Νεόφυτος ὑπερασπιζόταν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὰ Σάββατα, γιατὶ δῆθεν νοσταλγοῦσε τὴν ἰουδαϊκὴ ἀργία τοῦ Σαββάτου καὶ μάλιστα κατηγόρησαν ὅλο τὸ κίνημα ὅτι ἦταν ἰουδαϊκῆς προελεύσεως. Σὲ ἀπάντηση αὐτῶν τῶν κατηγοριῶν ὁ Νεόφυτος ἔγραψε τὸ ἔργο: «Ἀνατροπὴ τῆς θρησκείας τῶν Ἑβραίων»(10). Ἦταν «φιλοπονώτατος, πολυμαθέστατος καὶ προκομμένος , κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ συγχρόνου του λογίου μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε (11).
2. Ὁ Ἅγιος Μακάριος (Νοταρᾶς).
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς κρατοῦσε τὴν φλέβα του ἀπὸ τὴν μεγάλη καὶ ἱστορικὴ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων, ποὺ εἶναι γνωστὴ ἀκόμη ἀπὸ τὰ Βυζαντινὰ χρόνια. Πιὸ συγκεκριμένα ὁ Μακάριος ἕλκει τὴν καταγωγή του ἀπὸ τὸν Ἀγγελῆ Νοταρᾶ, ἀδελφὸ τοῦ Λουκᾶ Νοταρᾶ, μεγάλου Δούκα (πρωθυπουργοῦ) τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Παλαιολόγου τοῦ Ἐθνομάρτυρος, μὲ διαταγὴ τοῦ Πορθητοῦ Σουλτάνου. Μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κ/Πόλεως ὁ Ἀγγελὴς Νοταρᾶς μὲ ἄλλους ἐγκαταστάθηκαν στὴν περιοχὴ μεταξὺ Ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου καὶ Καλαβρύτων, στὰ Τρίκαλα τῆς ὀρεινῆς Κορινθίας, ὅπου τὸ 1731 καὶ γεννήθηκε ὁ Μιχαὴλ (ἔπειτα Μακάριος) Νοταρᾶς, ἀπὸ τὸν Γεώργιο καὶ τὴν Ἀναστασία. Μεταξὺ τῶν διασήμων συγγενῶν τοῦ Ἁγ. Μακαρίου πρέπει νὰ μνημονεύσουμε ἐπίσης τὸν Ἅγιο Γεράσιμο τὸν πολιοῦχο τῆς Κεφαλληνίας, τοὺς δύο Πατριάρχες Ἱεροσολύμων Δοσίθεο καὶ Χρύσανθο καὶ τὸν λόγιο Θεοφάνη Ἐλεαβοῦλκο Νοταρᾶ. Μὲ μιὰ λέξη ἡ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων στὴν ἱστορικὴ πορεία της ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν πολιτεία πολλοὺς ἐπιφανεῖς ἄνδρες, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀναδείχθηκε καὶ ὁ Ἅγ. Μακάριος.
Στὰ νεανικὰ του χρόνια σπούδασε στὴν Κεφαλληνία. Ἔχοντας κλίση στὴν μοναχικὴ ζωὴ μετέβηκε στὴν μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ἀλλὰ ἐκεῖ δὲν ἔγινε δεκτὸς γιατὶ δὲν εἶχε τὴν συγκατάθεση τῶν γονέων του. Ἀναγκάστηκε νὰ ἐπανέλθει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του στὴν Κόρινθο ὅπου καὶ ἔγινε διδάσκαλος στὸ σχολεῖο. Τὸ 1765 στὴν ἠλικία τῶν 34 χρόνων χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κορίνθου μετὰ ἀπὸ ἀπαίτηση κλήρου καὶ λαοῦ. Ἀλλὰ ἡ ποιμαντορία του στὴν Κόρινθο ἦταν σύντομη. Τὰ γεγονότα τῆς ἐξέγερσης στὴν Πελοπόννησο τὸ 1769, τὰ λεγόμενα Ὀρλωφικὰ, τὸν στεροῦν τῆς καθέδρας. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔλαβε τὴν ἐντολὴ ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη νὰ ἀποστείλει νέους ἀρχιερεῖς στὴν Πελοπόννησο. Καὶ ἀπὸ τότε ὁ Ἁγιος Μακάριος ἀφοσιώθηκε στὴν ἀσκητικὴ ζωή. Πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅταν ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων βρισκόταν σὲ ἔξαρση καὶ ἀμέσως συντάχθηκε μὲ τὴν μερίδα τῶν Κολλυβάδων. Ἀλλὰ ἡ κυρία προσφορά του ὄχι μόνον στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἀλλὰ καὶ σ' ὅλον τὸν ὀρθόδοξο κόσμο ἦταν ἠ συλλογὴ τῶν ἁγιοπατερικῶν κειμένων καὶ ἡ ἔκδοση τῆς λεγομένης «Φιλοκαλίας». Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἐπισκέφθηκε πολλὲς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες μαζεύοντας τὰ ξεχασμένα κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ δίνοντάς τα γιὰ ἐπεξεργασία στὸν Ἅγιο Νικόδημο. Ὁ καρπὸς τῆς ἐργασίας τους εἶναι ἡ συλλογὴ τῆς «Φιλοκαλίας» καὶ τοῦ «Εὐεργετινοῦ» καὶ πολλῶν ἄλλων βιβλίων.
Ὁ ἅγιος Μακάριος ἦταν ὑπόδειγμα ἱεράρχου. Συνδύαζε τὴν πνευματικὴ καὶ διδασκαλικὴ ἰκανότητα. Μολονότι ζοῦσε πτωχικὰ ὁ ἴδιος ἔγινε γνωστὸς γιὰ τὴν φιλανθρωπία του, βοηθῶντας περισσότερο τοὺς σπουδαστὲς στὴν ἀποπεράτωση τῶν σπουδῶν τους. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν θέση του στὸ κίνημα ἦταν ὁ ἐμψυχωτὴς καὶ γενάρχης του.Πέθανε στὶς 16 Ἀπριλίου τοῦ 1805 στὴν Χίο καὶ ἀμέσως ἡ ἁγιότης του ἀναγνωρίσθηκε διὰ μέσου πολλῶν θαυμάτων.
3. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ὁ τρίτος ἐκπρόσωπος τῆς παραδοσιακῆς γραμμῆς ἦταν ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (κατὰ κόσμον Νικόλαος Καλλιβούρτσης). Γεννήθηκε στὴν Νάξο τὸ 1749 ὅπου καὶ ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα. Μετὰ σπούδασε στὴν Σμύρνη. Λίγο ἀργότερα στὸ νησὶ Ὕδρα γνωρίστηκε μὲ τὸν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ μὲ τὸν ὁποῖο ἀνέπτυξε στενὲς καὶ ἰσόβιες πνευματικὲς σχέσεις αἰσθάνοντας πρὸς αὐτὸν ἀγάπη καὶ βαθειὰ ἐκτίμηση (12). Τὸ 1775 κουρεύτηκε μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἦταν κατὰ κάποιον τρόπον ὁ θεολογικὸς νοῦς τοῦ κινήματος τῶν κολλυβάδων. Ὅταν κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του γιὰ αἵρεση καὶ κακοδοξία ἐξ αἰτίας τῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα, τότε ἔγραψε τὴν «Ὁμολογία πίστεως» (1807) -ἔργο ποὺ μποροῦμε νὰ θεωρηθῆ σὰν ἀπολογία ὁλοκλήρου τοῦ κινήματος. Ἦταν ἐξαιρετικὸς ἄνθρωπος, μεγάλη προσωπικότητα. Διακρινόταν γιὰ τὶς γνώσεις του, τὴν ἀπέραντη μνήμη του καὶ τὸ ἀκέραιον τοῦ χαρακτῆρα του. Ἔγραψε καὶ ἐπεξεργάστηκε πολλὰ βιβλία, μεταξὺ τῶν ὀποίων τὴν «Φιλοκαλία» σὲ συνεργασία μὲ τὸν Ἅγιο Μακάριο. Μετέφρασε καὶ δυτικὰ βιβλία τὰ ὁποῖα καθάρισε ἀπὸ τὸ ἀντιπατερικὸ στοιχεῖο καὶ βάπτισε στὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Ἐξ αἰτίας τῶν ἔργων του ὀνομάστηκε «πολυγραφότατος» ἀπὸ τοὺς βιογράφους του. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἔγινε ἓνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐρευνητὲς τῶν χειρογράφων μετὰ τὴν Ἅλωσι τῆς Κ/Πόλεως.
Μετὰ τὴν καταδίκη τοῦ κινήματος καὶ τὴν ἐξορία καὶ αὐτοεξορία τῶν Κολλυβάδων ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ Ἅγιος Νικόδημος δὲν ἔφυγε, ἀφοῦ δὲν καταδικάσθηκε, ἀλλὰ συνέχισε στὴν ἡσυχία τοῦ κελλιοῦ του τὸ συγγραφικὸ του ἔργο. Τὸ σύνολο τῶν ἔργων του, ἐκδοθέντων καὶ ἀνεκδότων, ἀνέρχεται στὸν ἀριθμὸ περίπου τῶν 112 τόμων, ὅπου βρίσκει κανεὶς ἐκεῖ συγκεντρωμένη καὶ κατασταλλαγμένη ὁλόκληρη τὴν πατερικὴ σοφία.
«Χάρις στὰ ἔργα τοῦ Νικοδήμου καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὶς σωστὲς ἀρχὲς τοῦ ἡσυχαστικοῦ ἀσκητισμοῦ τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων παίρνει μία πνευματικὴ εὐρύτητα ποὺ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὴν ἔριδα γιὰ τὰ μνημόσυνα (13).»
Ὅλοι οἱ σύγχρονοί του τὸν τιμοῦσαν πολὺ καὶ τὸν θεωροῦσαν ὡς Ἅγιο. Πέθανε τὸ 1809 καὶ ἀνεγνωρίσθηκε σὰν Ἅγιος τὸ 1955.
4. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος.
Ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους πρωταγωνιστὲς τοῦ κινήματος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, κατὰ κόσμον Ἀθανάσιος Τούλιος. Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κόστος τοῦ νησιοῦ Πάρος τὸ 1725. Ἀργότερα ἐγκαταλείπει τὸ οἰκογενειακὸ ὄνομα «Τούλιος» καὶ ὑπογράφεται ὡς «Πάριος». Τὰ πρῶτα του γράμματα ἔμαθε στὸ πατρικὸ νησὶ καὶ κατόπιν μετέβηκε γιὰ σπουδὲς στὴν Σμύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ ἐπὶ τέσσερα χρόνια ἦταν ἀκροατὴς τῆς διδασκαλίας τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου καὶ Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως στὴν Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία(1752-56). Περὶ τὰ τέλη τοῦ 1758 ἀναχώρησε στὴν Θεσσαλονίκη ὅπου ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση μιᾶς ἐκ τῶν δύο σχολῶν της. Ἐξ αἰτίας τῆς πανώλης ποὺ ξέσπασε ἐκεῖ διέκοψε τὰ μαθήματα καὶ πῆγε πρῶτα στὴν Κέρκυρα καὶ μετὰ ἀφοῦ προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν διδάσκαλο Παναγιώτη Παλαμᾶ, μετέβηκε στὸ Μεσολόγγι ὡς διδάσκαλος τῆς σχολῆς καὶ ἱεροκήρυκας τοῦ θείου λόγου. Τὸ 1771 μὲ πατριαρχικὴ ἀπόφαση ἀναλαμβάνει τὴν σχολαρχία τῆς Ἀθωνιάδας σχολῆς. Ἀλλὰ τὴν ἴδια ἐποχὴ ἐξ αἰτίας τῆς ἐνεργητικῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, συκοφαντήθηκε, κατηγορήθηκε γιὰ αἵρεση καὶ καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος φεύγει γιὰ τὸ νησὶ τῆς Χίου ὅπου ἀναλαμβάνει τὴν σχολαρχία τῆς σχολῆς. Ἐκεῖ καὶ παραμένει μέχρι τὸν θάνατόν του τὸ 1813. Ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τὶς εξωτερικὲς περιστάσεις τῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος πάντοτε βρισκόταν σὲ δράση. Αὐτὸς ὑπῆρξε ὁ μαχητικὸς τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων. Ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἀνύψωση τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τῶν συμπατριωτῶν του. Μὲ ζῆλο πολέμησε τὸν βολταιρισμό, ἀθεϊσμὸ καὶ εὐρωπαϊκὴ παιδεία καὶ ὑπεράσπισε τὴν ἐκκλησιαστικὴ παιδεία καὶ φιλοσοφία λέγοντας ὅτι οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίνουν λύσεις σὲ ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ θέματα. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀκλόνητης στάσης ἦρθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν ἐπιφανέστερο ἀλλὰ δυτικίζοντα λόγιο τῆς ἐποχῆς, τὸν Ἀδαμάντιο Κοραῆ.
Ἔγραψε πολλὰ ἔργα ἀπολογητικοῦ, λειτουργικοῦ καὶ παιδαγωγικοῦ περιεχομένου. Κατὰ τὸν ρωμαιοκαθολικὸ ἐπίσκοπο L. Petit, ὁ Πάριος ὑπῆρξε «ὁ πλέον διάσημος ἕλληνας τοῦ 18ου αἰῶνος μετὰ τὸν Εὐγένιο Βούλγαρη»(14). Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκτιμῶντας τὸ ἔργο καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τὸν συγκατέλεξε στὴν χορεία τῶν Ἁγίων τὸ ἔτος 1995.
5. Μεταξὺ τῶν γνωστῶν ὁπαδῶν τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος συγκαταλέγονται ἐπίσης ὁ ὁσίας μνήμης καθηγούμενος τῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου ἱερομόναχος Νήφων ὁ Κοινοβιάρχης, ὁ Γέρων Ἱερόθεος καθηγούμενος τῆς Μονῆς Προφήτου Ἠλιοὺ Ὕδρας, ὁ Ἰάκωβος ὁ Πελοποννήσιος, ὁ Ἀγάπιος ὁ Κύπριος, ὁ Χριστόφορος Προδρομίτης καὶ ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τῆς Πάρου.
β΄. Τῶν Ἀντικολλυβάδων.
Ἀπὸ τὶς πηγὲς φαίνεται ὅτι οἱ ἀντικολλυβάδες ἦταν πολυαριθμότεροι τῶν Κολλυβάδων. Οἱ κυριώτεροι ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τους ἦταν ὁ Θεοδώρητος ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα καὶ ὁ Βησσαρίων ἀπὸ τὴν Ραψάνη τῆς Θεσσαλίας.
1. Ὁ Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων.
Λόγιος καὶ αὐτὸς ἁγιορείτης τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνα, γνωστὸς γιὰ τὸν φιλελευθερισμό του. Μοναχὸς τῆς Σκήτεως τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ γιὰ ἕνα ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Ἐσφιγμένου.
Ὁ Θεοδώρητος ἦταν γιὰ τοὺς Ἀντικολλυβάδες ὅ,τι καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος γιὰ τοὺς Κολλυβάδες, ὁ μαχητικὸς τῆς ὁμάδας (15). Ἦταν ὁ πρωτεργάτης τῆς ἔριδας, τηρῶντας στάση ἀντικολλυβαδική. Θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐρευνητὲς τῶν βιβλιοθηκῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους τοῦ ὁποίου τὴν ἱστορία συνέγραψε. Τὸ 1799 ἐκδόθηκε στὴν Λειψία ἀνώνυμος ἑρμηνεία του στὴν Ἀποκάλυψη, ἡ ὁποία καταδικάστηκε γιὰ δογματικὰ σφάλματα καὶ ἀπαγορεύτηκε ἡ κυκλοφορία της ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ὁ Θεοδώρητος ἐνήργησε καὶ στὴν τύπωση τοῦ «Πηδαλίου» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ἀλλὰ παρενέβηκε γράφοντας σημειώσεις φιλελευθέρου πνεύματος, πρᾶγμα ποὺ κατελύπησε τὸν Ἅγιον, ὁ ὁποῖος ἀπεκάλεσε τὸν Θεοδώρητο «ψευδάδελφο». Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα ἀποσφράγισε καὶ νόθευσε ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου κατηγορῶντας τον μπροστὰ στὴν Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γινόμενος κατ'αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ κύριος κατήγορος τῶν Κολλυβάδων ἐνώπιον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
2. Ὁ Βησσαρίων ὁ ἐκ Ραψάνης.
Ἐλάχιστες πληροφορίες διασώθηκαν δυστυχῶς γιὰ τὸν Βησσαρίωνα. Γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Ραψάνη τῆς Θεσσαλίας περίπου τὸ 1738. Σπούδασε στὰ Ἰωάννινα καὶ στὴν Ἀθωνιάδα ὡς μαθητὴς τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως καὶ κατόπιν στὴν Κ/Πολη. Ἐκεῖ ἦταν γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα διδάσκαλος τῶν παιδιῶν τοῦ Μεγάλου Λογοθέτη, Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου. Ἀργότερα ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα στὸ Ἅγιον Ὄρος μετονομαζόμενος ἀπὸ Βασίλειος σὲ Βησσαρίωνα καὶ ἔζησε στὴν Νέα Σκήτη. Εἶχε φήμη πεπαιδευμένου καὶ ἐναρέτου μοναχοῦ τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος καὶ ἀπελάμβανε μεγάλης ἐκτιμήσεως τόσο στὸν Ἄθωνα ὅσο καὶ στὴν Κ/Πολη. Ὁ ρόλος τοῦ Βησσαρίωνα στὴν χορεία τῶν Ἀντικολλυβάδων δὲν ἦταν καὶ τόσο καλός. Μετέβηκε στὴν Κ/Πολη ὅπου συκοφάντισε στοὺς ταγοὺς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὴν θεώρησι τῶν Ἱερῶν Μνημοσύνων καὶ τῆς συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως τῶν Κολλυβάδων μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι δικαίως καὶ ἀπέδωσαν τὴν καταδίκη τους ἀπὸ τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία σὲ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες τοῦ Βησσαρίωνα.
4. ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ
Ἐξετάζοντας, λοιπόν, τὴν ἔριδα αὐτὴ μέσα στὰ γενικὰ πλαίσια τῆς ἐποχῆς καὶ τῶν πνευματικῶν τάσεών της ἀνακαλύπτομε τὰ ἐσωτερικὰ αἴτια καὶ τὶς προϋποθέσεις, ποὺ τὴν δημιούργησαν. Κατ᾿ ἀρχὴν πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, μολονότι ξεκίνησε ἀπὸ μία φαινομενικά μικρὴ ἀφορμή, πολὺ γρήγορα παίρνει μία πνευματικὴ εὐρύτητα, ποὺ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὴν ἔριδα τῶν μνημοσύνων. Εἶναι ἕνα κίνημα ἐμμονῆς στὶς σωστὲς βάσεις τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν πεμπτουσία της, στὸ βασικό της θεμέλιο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν λατρεία της. Γι᾿ αὐτὸ γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ ἔριδα ἔθεσε οὐσιαστικὰ τὸ πρόβλημα τοῦ θεολογικοῦ νοήματος τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐρώτημα ποὺ πρέπει νά λύσομε εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὑπάρχει ἄραγε κάποια σχέσι ἢ κάποια μυστικὴ ἑνότητα μεταξὺ τοῦ συμβόλου καὶ τῆς πραγματικότητος, ποὺ αὐτὸ ἐκφράζει, μεταξὺ τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ παρόντος, δηλαδὴ μεταξὺ τῆς καθ᾿ αὑτὸ παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἱστορικῶν «ἐνσαρκώσεων» καὶ μορφῶν της; Καὶ ἐὰν ὑπάρχει, τότε ποιά;
«Ναί, ὑπάρχει», ἀπήντησαν οἱ φιλοκαλικοὶ Κολλυβάδες, γιατὶ στὴν Ὀρθοδοξία αὐτὲς οἱ δύο πλευρὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἀχώριστες. Ὁ «κανόνας τῆς λατρείας» τῆς προσευχῆς καὶ τὸ Τυπικὸ πρέπει ὀργανικὰ νὰ πηγάζουν ἀπὸ τὸν «κανόνα τῆς πίστεως». Μὲ ἄλλα λόγια ἡ θεολογία, σὰν θεωρία, εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὴν λατρεία καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό, ἐὰν θὰ ἀλλάξωμε τὶς θεολογικὲς ἀπόψεις μας, ἀλλάζει καὶ ἡ πνευματικὴ ζωή μας. Ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως ἔναντι τῶν αἱρετικῶν. Ἀντιθέτως, ἐὰν θὰ ἀλλάξωμε κάτι στὴν λατρεία μας, τότε διασαλεύεται ἡ θεολογία καὶ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες ὑπάρχει κάποια μυστικὴ μετοχὴ καὶ κοινωνία μεταξὺ τοῦ συμβόλου καὶ τῆς πραγματικότητος, ποὺ αὐτὸ ἐκφράζει· γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀχώριστα μεταξύ τους. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη ὑπογραμμίζεται ἰδιαίτερα στὰ συγγράμματα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, στοὺς εἰκονοφίλους Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἄλλους Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἐὰν θέλωμε νά ἀλλάξωμε κάτι στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά εἴμαστε πολὺ προσεκτικοὶ γιὰ νὰ μήν ἐγγίσωμε τὰ οὐσιώδη στοιχεῖα καὶ νὰ μὴν ἀνατρέψωμε, ἐξ αἰτίας τῆς ἀναισθησίας μας, τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπάνω σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ ἀντίπαλοι τῶν Κολλυβάδων δὲν ἔχουν καμμία αἴσθηση, εἴτε λόγῳ ἀγνοίας εἴτε πάλι λόγῳ φιλοσοφικῶν καὶ θεολογικῶν ἐπιδράσεων τῆς Δύσεως. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς στὸ πρόσωπο τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, καὶ περισότερο ὁ Προτεσταντισμός, εἶχαν κηρύξει τὸν χωρισμὸ καὶ τὴν ἀνεξαρτησία τῆς λατρείας ἀπὸ τὸ δόγμα τῆς πίστεως. Οἱ Ἀντικολλυβάδες, λοιπόν, ἔχοντας τέτοια ἐσφαλμένη θεολογικὴ βάση πολὺ εὔκολα, καὶ χωρὶς ἐμβάθυνση στὸ νόημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Τυπικοῦ καὶ τῆς λατρείας, προσάρμοζαν τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας στὶς ἱστορικὲς συνθῆκες καὶ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες τους. Αὐτοὶ δὲν εἶχαν συναίσθηση ὅτι οἱ ἀλλαγὲς πρέπει νὰ γίνωνται πάντοτε ἀνάλογα μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως, καὶ ὄχι ἀνάλογα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου, γιατὶ ἔτσι:
«... ὁ χρόνος καὶ οἱ ἀνάγκες τῆς ζωῆς γίνονται κριτήριο τῶν λειτουργικῶν πράξεων καὶ συμβόλων. Δηλαδὴ μὲ ἕνα ἐξωτερικὸ τρόπο καὶ χωρὶς βάθος ἀντιμετωπίζεται ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας (16).»
Ἀντίθετα, οἱ Κολλυβάδες δὲν ἤθελαν νὰ ἐξυπηρετοῦν τὶς θρησκευτικὲς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἤθελαν νὰ λατρεύουν τὸν Θεό. Ἡ λατρεία, κατὰ τοὺς Κολλυβάδες, πρέπει νὰ εἶναι μία προσφορά, ἕνα δῶρο ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, καὶ ὄχι ἕνα ἁπλὸ σύστημα ἐξυπηρετήσεως τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχαν τὴν ἄποψη ὅτι πρέπει νὰ ἀνεβαίνωμε ἐμεῖς πρὸς τοὺς οὐρανούς, καὶ ὄχι νὰ τραβοῦμε τὸν οὐρανὸ πρὸς τὴν γῆ. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ θεολογικὲς ἀπόψεις τῶν Κολλυβάδων εἶναι θεοκεντρικές, στραμμένες πρὸς τὸν Θεό, ἐνῶ τῶν Ἀντικολλυβάδων εἶναι οὐμανιστικές, στραμμένες πρὸς τὸν κόσμο.
Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων ἦταν ἀντικατοπτρισμὸς αὐτῶν τῶν δύο θεολογικῶν στάσεων καὶ ὄχι μία ἀσήμαντη διαμάχη κάποιων ἀργόσχολων μοναχῶν. Ἂς δοῦμε, λοιπόν, ποιά ἐπιχειρήματα παρέχουν οἱ Κολλυβάδες ὑποστηρίζοντας τὶς θέσεις τους.
Κατὰ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο, ἡ τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακὴ εἶναι «ἀνοίκειον», δηλαδὴ ἀπαράδεκτο, καὶ «ἁμαρτιῶδες» γεγονός. Ἀνοίκειον, γιατὶ δὲν πρέπει νὰ ψάλλωνται νεκρώσιμες καὶ θρηνώδεις Ἀκολουθίες, κατὰ τὴν χαρμόσυνη αὐτὴν ἡμέρα. Ἁμαρτιῶδες, γιατὶ παραβαίνονται οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγές, οἱ ὁποῖες ἀναφέρουν: «Ἔνοχος ἔσται ὁ κατηφῶν ἡμέραν ἑορτῆς Κυρίου» (17).
Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὴν «Ὁμολογία πίστεώς» του παρουσιάζει περισσότερα ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο γιὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακή. Πρῶτα ἀπὸ ὅλα ἐξηγεῖ ὅτι ὑπαρχουν δύο εἴδη μνημοσύνων:
α΄). Ὅταν ὁ ἱερέας μνημονεύει τὰ ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων στὴν Προσκομιδὴ, κατὰ τὴν Θ. Λειτουργία, καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ μνημόσυνο, ἢ μᾶλλον ἡ μνημόνευση, γίνεται χωρὶς κανένα πένθος ἢ θρῆνο, καὶ
β΄). Ὅταν τὰ μνημόσυνα τελοῦνται «μετὰ κολλύβων», καὶ τότε πένθος ὑπάρχει καὶ «θρῆνος εἰσάγεται». Δηλαδή, κατὰ τὸν ὅσιο Νικόδημο, ἀπαγορεύεται τὴν Κυριακὴ τὸ δεύτερο εἶδος τῶν μνημοσύνων, ποὺ προκαλεῖ θρῆνο, ἐνῶ δὲν ἀπαγορεύεται τὸ πρῶτο εἶδος, δηλαδὴ ἡ ἁπλὴ μνεία τῶν ὀνομάτων καὶ οἱ εὐχές ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων στὴν Προσκομιδή, ἔστω καὶ ἂν εἶναι Κυριακή, ἀφοῦ δὲν προκαλεῖ πένθος, ποὺ δὲν ταιριάζει στὴν ἀναστάσιμη αὐτήν ἡμέρα. Ἐξ ἄλλου ἀπαγορεύονται τὰ μνημόσυνα κατὰ τὶς Κυριακὲς σύμφωνα καὶ μὲ τὶς Ἀποστολικές Διαταγές, ποὺ ἀναφέρουν ὅτι: «Οὐ χρὴ πενθεῖν ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς».
Ὅπως βλέπομε, γιὰ τοὺς Κολλυβάδες τὰ μνημόσυνα καὶ τὰ κόλλυβα δὲν εἶναι μόνο προσευχὴ γιὰ τοὺς νεκρούς, ἀλλ᾿ εἶναι:
«... ταυτόχρονα καὶ λειτουργικὴ μαρτυρία καὶ κήρυγμα τοῦ σαββατισμοῦ τοῦ Θεοῦ μετὰ τὴν πρώτη δημιουργία τοῦ κόσμου· ἀλλὰ καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ θανάτου καὶ τῆς καθόδου τοῦ Κυρίου στὸν Ἅδη, τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, γιὰ τὴν λύτρωσι τῶν κεκοιμημένων. Τὰ κόλλυβα συμβολίζουν τὸ νεκρὸ ἄνθρώπινο σῶμα, ποὺ περιμένει τὴν Ἀνάστασι (18).»
Τὸ Σάββατο, λοιπόν, εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς λύπης καὶ τοῦ θρήνου γιὰ τοὺς νεκρούς, ἐνῶ ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐφροσύνης γιὰ τὴν ἀναμενόμενη κοινὴ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἀφοῦ ἡ Κυριακὴ ἔχει τέτοιο συμβολισμό, αὐτὸ πρέπει νὰ μαρτυρεῖται καὶ νὰ διακηρύσσεται,
«... καὶ τίποτε δὲν πρέπει νά ἀμαυρώση ἢ νὰ σκεπάση ἢ νά κρύψη αὐτὸ τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία ὅλες οἱ ἡμέρες, ἑπομένως καὶ τὸ Σάββατο, ἀποκτοῦν τὸ πραγματικὸ καὶ αἰώνιο νόημά τους (19)».
Τὸ κάθε σύμβολο ἀντιστοιχεῖ σὲ μία ὁρισμένη πραγματικότητα καὶ, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, δὲν πρέπει νὰ ἀμιγνύωνται τὰ διάφορα σύμβολα, οὔτε οἱ διάφορες, μεταξύ τους. Ἀλλὰ, θὰ μποροῦσε νά ρωτήσει κανείς, τί σημασία ἔχουν τὰ σύμβολα γιὰ τὴν ζωή μας; Τί μποροῦν νὰ μᾶς προσφέρουν; Ὅσο περισσότερο συναρμόζεται καὶ ταυτίζεται ὁ φυσικὸς ρυθμὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν Θεανθρώπινη οἰκονομία, τὰ ἱστορικὰ γεγονότα μὲ τὴν λειτουργικὴ ἀνάμνηση καὶ συμβολισμὸ τῆς ἑορτῆς, τόσο περισσότερο ριζώνει ὁ ἄνθρωπος μέσα στό μυστήριο τῆς Θείας ζωῆς, καὶ ἤδη ἐδῶ στὴν γῆ ἀρχίζει νά συνηθίζει πρὸς τὴν αἰώνια ζωή, ἀρχίζει νά ζῆ σὲ ἄλλες διαστάσεις. Ἔτσι ὁ χρόνος μέσα στὸν ὁποῖο μένομε τώρα, ἑνώνεται μὲ τγην αἰω νιότητα, μέσα στὴν ὁποῖα θά ζήσομε στὸ μέλλον. Ὁ κόσμος μεταμορφώνεται καὶ ὁ ἄνθρωπος θεοῦται καὶ ἠ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά προετοιμάσει ἤδη ἐδῶ στὴν γῆ τὰ τέκνα της γιὰ τὴν ἄλλη, αἰώνια ζωή.
Τὸ βασικώτερο μέσο προετοιμασίας γιὰ τὴν μέλλουσα ζωὴ εἶναι ἡ Θ. Μετάληψη, μέσῳ τῆς ὁποίας ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε ἐπὶ τῆς γῆς, ἑνωνώμαστε κατὰ χάριν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ προγευόμαστε τὴν αἰώνια ζωή. Ἐδῶ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσωμε ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ τῶν Κολλυβάδων πρὸς τὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ τάξη τῆς συχνῆς θείας Μεταλήψεως δὲν εἶναι ἁπλὴ ἀποκατάσταση τῆς παλαιᾶς παραδόσεως, ἀλλ᾿ ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη. Προκειμένου νὰ ζοῦν πνευματικά, νὰ προσηλώνονται πρὸς τὸν Θεό, πρέπει νὰ ἔχουν καὶ τὴν ἀντίστοιχη πνευματικὴ ἐνίσχυση, τὴν θεία τροφή, τὸν «οὐράνιο Ἄρτο».
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχε ἐπικρατήσει ἡ συνήθεια μεταξύ τῶν χριστιανῶν νὰ μεταλαμβάνουν μόνο δύο ἢ τρεῖς φορὲς τὸν χρόνο, γιὰ νὰ μὴν ὐποτιμοῦν δῆθεν τὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας. Αὐτὴ τὴν στάση, δηλαδὴ τὴν ἀραιὰ Θ. Κοινωνία, ὑπερασπίσθηκαν οἱ Ἀντικολλυβάδες, μολονότι αὐτὴ δὲν ἦταν ποτὲ κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ ἀντίθετα ἕνα παροδικὸ γέννημα κάποιων ἱστορικῶν συνθηκῶν. Οἱ Κολλυβάδες, ὅμως, εἶχαν:
«... τὴν πεποίθησι ὅτι ἡ Θ. Μετάληψις δὲν εἶναι ἐπιβράβευσις τῶν τελείων, ἀλλ᾿ ἐνίσχυσις τῶν ἀτελῶν εἰς τὸν πνευματικό τους ἀγῶνα καὶ ἐπιμελοῦντο καὶ συνιστοῦσαν τὴν συχνὴ προσέλευση στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς (20)».
Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βλέπομε τοὺς ἱεροπρεπεῖς Κολλυβάδες νὰ ἐνδιαφέρονται πρωτίστως γιὰ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, νὰ ψάχνουν γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θὰ μπορέσει νὰ ἀναγεννήσει τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ τοὺς προετοιμάσει γιὰ τὴν χριστοειδῆ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή. Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς οἱ Κολλυβάδες ἔστρεψαν τὰ βλέμματά τους πρός τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀντλώντας μέσα ἀπὸ τὰ συγγράμματά τους τὴν ἀληθινὴ φιλοσοφία.
5. Η ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
α΄. Στὴν Ἑλλάδα.
Μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς προσφορὲς τῶν Κολλυβάδων εἶναι καὶ ἡ ἔκδοση τῆς «Φιλοκαλίας». Ὅπως ἔχομε ἀναφέρει ἡ περισσότερη τιμὴ γιὰ τὴν συλλογή της ἀνήκει στὸν ἅγιο Μακάριο, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσθέσωμε ἐδῶ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀόκνου "θεολόγου τοῦ κινήματος", τοῦ ὁσίου Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος ἐπεξεργάσθηκε ὅλα τὰ πατερικὰ κείμενα ποὺ τοῦ προσέφερε ὁ ἅγιος Μακάριος.
Ἀφοῦ στερήθηκε τήν Μητρόπολή του, ὁ ἅγιος Μακάριος, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ὑλικὸ βάρος, πάμπτωχος, ἀνεχώρησε πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ πρῶτα ἐπισκέφθηκε πολλὲς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν νησιῶν, ἐρευνώντας γιὰ τὰ νηπτικὰ, ἡσυχαστικὰ κείμενα τῶν Πατέρων. Ὅμως, τί παρεκίνησε τὸν Ἅγιο πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση; Ὅπως εἴπαμε ἤδη, ὁ ἅγιος Μακάριος πρὶν νὰ γίνει Μητροπολίτης Κορίνθου ἦταν δάσκαλος καὶ γνώρισε ἐμπειρικὰ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ Γένους. Ἀπό τότε ἤδη εἶχε ὀρθὰ διαβλέψει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει φρόνημα γνήσια ὀρθόδοξο, χωρὶς θεολογικὸ ἦθος καὶ ὀρθοπραξία. Ἐξ ἴσου καὶ ὁ πνευματικὸς ἀγῶνας καὶ ὁ μοναχισμὸς δὲν μποροῦν νὰ προκόψουν καὶ νὰ ἔχουν καρποὺς χωρὶς θεολογικὴ θεμελίωσι καὶ πρακτικὸ ὁδηγό, γέροντα. Καὶ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἅγιος Μακάριος τὰ εἶδε συγκεντρωμένα στὰ ἔργα τῶν Νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Γι'αὐτὸ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ του ἀφιέρωσε σὲ αὐτὸν τὸν σκοπό.
Ἔχοντας φθάσει λοιπὸν στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἅγιος Μακάριος εἶχε ἤδη πολλὰ κείμενα τὰ ὁποῖα ἐμπλούτησε περισσότερο μετὰ ἀπὸ τὴν ἔρευνα στὶς ἐκεῖ βιβλιοθῆκες καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἱ.Μονὴ Βατοπαιδίου ποὺ
«... ἀνεκάλυψε θησαυρὸν, ἤτοι βιβλίον περὶ ἑνώσεως τοῦ νοὸς μετὰ τοῦ Θεοῦ συλλεχθὲν εἰς ἀρχαίους χρόνους ἀπὸ μεγάλων ζηλωτῶν ἐκ πάντων τῶν Ἁγίων (21).»
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου στὶς Καρυὲς καὶ ἀκριβῶς ἐκεῖ ἐκάλεσε τὸν νεαρὸ ἀκόμα μοναχὸ Νικόδημο, ποὺ εἶχε τότε ἡλικία εἰκοσιοκτὼ ἐτῶν, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ θεωρήσει τὴν Φιλοκαλία.
Τὴν ὀγκώδη συλλογὴ αὐτὴ ποὺ συμπεριέλαβε ὅλα τὰ κείμενα ἀσκητικῶν συγγραφέων ἀπὸ τὸν Δʹ μέχρι ΙΔʹ αἰῶνα, ὁ Ἅγιος Μακάριος ὀνόμασε «Φιλοκαλία». Τὴν ὀνομασία αὐτὴ ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο (+381), ὁ ὁποῖος πρῶτος ἔτσι ὀνόμασε τὴν ἐπιλογὴ τῶν τμημάτων ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Ὡριγένη καὶ τὴν ὁποία παρουσίασε στὸν φίλο του Μέγα Βασίλειο. Ἡ λέξη Φιλοκαλία σημαίνει ἀγάπη πρὸς τὴν ὀμορφιά, πρὸς τὸ κάλλος.
Στὸν Ἅγιο Νικόδημο ἔμελλε νὰ θεωρήσει αὐτὸ τὸν τεράστιο ὄγκο χαρτιῶν ποὺ τοῦ παρουσίασε ὁ Ἅγιος Μακάριος. Ἔπρεπε νὰ διαβάσει, νὰ ἐπιλέξει καὶ νὰ ἐπεξεργαστεῖ αὐτὸν τὸν «θησαυρὸ», νὰ γράψει σύντομες βιογραφίες τῶν συγγραφέων τῆς συλλογῆς καὶ νὰ συντάξει τὸ προοίμιο. Ἡ δουλειὰ ἦταν μεγάλη ἀλλὰ εὐχάριστη, ἐπειδὴ συνέβαλε στὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ ἰδίου τοῦ Νικοδήμου. Ἐπεξεργάζοντας τὰ κείμενα τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, ἂν μποροῦμε νὰ ἐκφραστοῦμε ἔτσι, κυριολεκτικὰ ἀφομοίωσε ὅλα ὅσα γράφτηκαν ἐκεῖ. Φυσικὰ αὐτὴ ἡ δουλεία ἐκτελέστηκε ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ Ἁγίου Μακαρίου. Ἡ συνεργασία τῶν δύο Ἁγίων ἄρχισε τὸ 1777 καὶ τελείωσε σὲ πολὺ σύντομο χρονικὸ διάστημα. Ἤδη τὸ 1782 στὴν Βενετία ἐκδόθηκε ἡ «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν».
«Τὴν ἀξία τῶν προσπαθειῶν τους ἀποτιμᾶ κανεὶς βαθύτερα ἀναλογιζόμενος ὅτι τόσο εὐρὺ καὶ χρήσιμο ἔργο δὲν εἶχε μέχρι τότε ἀναληφθεῖ, ἀλλ' οὔτε μέχρι σήμερα νὰ ἔχει ὑποκατασταθεῖ ἀπὸ κάποιο καλύτερο (22).»
β΄. Στὴν Ρουμανία, Ρωσσία, κτλ.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι τὸ φιλοκαλικὸ κίνημα ἐπηρέασε τὴν πνευματικὴ ζωὴ ὄχι μόνον τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ καὶ ἔμμεσα τῶν ὑπολοίπων Βαλκανικῶν λαῶν καὶ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς σὲ αὐτὲς τὶς χῶρες εἶναι δεμένη μὲ τὸ ὄνομα τοῦ οὐκρανικῆς καταγωγῆς μολδαβοῦ στάρετς (γέροντος) Ἁγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (1722-94), ὁ ὁποῖος μετέφρασε τὴν «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν» στὴν ἐκκλησιαστικο-σλαβονικὴ γλῶσσα.
Λίγο πρὶν ξεσπάσει ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων, τὸ 1746 ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἅγιος Παΐσιος ζητῶντας πνευματικὸ ὁδηγὸ τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ οὔτε στὴν Ρωσία οὔτε στὴν Μολδαβία. Δὲν πραγματοποιήθηκε ὅμως ἡ ἐπιθυμία του καὶ ἐκεῖ. Διψῶντας γιὰ πνευματικὲς ὁδηγίες ἔστρεψε τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὰ ὁποῖα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν εἶχαν ἀπήχηση. Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὸν παρεκίνησε νὰ μάθει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ νὰ ψάχνει στὶς βιβλιοθῆκες τοῦ Ὄρους τὰ χειρόγραφα τῶν πατερικῶν κειμένων. Ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ καὶ σιγὰ σιγὰ γύρω ἀπὸ αὐτὸν συναθροίστηκε ἡ ἀδελφότητα, ἡ ὁποία αὐξήθηκε σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἱερὰ χερσόνησο καὶ νὰ ἐπανέλθει στὴν Βλαχία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχαν συνθῆκες γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς ἀδελφότητος.
Φεύγοντας τὸ 1764 γιὰ τὴν Μολδαβία ἄφησε στὸ Ὄρος τὸν μαθητή του Γρηγόριο. Αὐτὸς προσκολήθηκε στὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν ὁποῖο βοηθοῦσε στὴν ἀντιγραφὴ κωδίκων καὶ ταυτόχρονα ἐνημέρωνε σχετικὰ τὸν Ἅγιο Παΐσιο, τὸν ὁποῖο καὶ προμήθευε μὲ χειρόγραφα νηπτικοῦ περιεχομένου (23). Μόλις τὸ 1782 ἐκδόθηκε ἡ «Φιλοκαλία» ὁ Παΐσιος τὴν ἐπῆρε καὶ μετέφρασε στὴν σλαβονικὴ γλῶσσα.
Στὴν ρωσσικὴ Φιλοκαλία ὀφείλεται ἡ ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Ρωσσίας τοῦ ΙΗʹ αἰῶνα, ἐξοχώτερος ἐκπρόσωπος τῆς ὁποίας ἦταν ἡ Μονὴ τῆς Ὄπτινα, ποὺ ἄσκησε ἀποφασιστικὴ ἐπίδραση καὶ στὴν ὁμάδα τῶν σλαβοφίλων στοχαστῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τοὺς πανσλαβιστές. Οἱ ἀπόψεις τῶν σλαβοφίλων συμπίπτουν μὲ τὶς ἀπόψεις τῶν παραδοσιακῶν τῆς Ἑλλάδος, ὥστε
«... ἡ χώρα ξαναβρίσκοντας τὶς λαϊκὲς, ὀρθόδοξες ρίζες της θὰ μποροῦσε νὰ προικισθεῖ μὲ μία παιδεία σύμφωνη μὲ τὸ αὐθεντικὸ πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ (24).»
Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς τῆς πνευματικῆς ἐπιδράσεως τῶν Κολλυβάδων ἔδωσε τὸ δικαίωμα στὸν Ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιο Ράντοβιτς νὰ μιλάει γιὰ «Φιλοκαλικὸ κίνημα» ἀντὶ γιὰ «κολλυβαδικὸ», λέγοντας ὅτι μία τέτοια ὀνομασία δὲν μπορεῖ «... νὰ ἐκφράζει, οὔτε νὰ συμπεριλάβει ὅλες τὶς διαστάσεις αὐτοῦ τοῦ πολύπλευρου κινήματος (25)». Ὅμως σύμφωνα καί μὲ ὅσα ἔχουν ἀναφερθεῖ, ὁ ὅρος «κολλυβαδικό» κίνημα, δὲν ἀποκλείει καθόλου τὴν «φιλοκαλικὴ» ἔννοιά του.
6. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Μετὰ τὴν ἔριδα τῶν μνημοσύνων, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Κολλυβάδες τοῦ Ἄθω ἐξακολούθησαν νὰ ἀφήνουν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ σκορπίζονται στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, ἰδιαιτέρως στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, ἱδρύοντας μοναστήρια ποὺ ἔγιναν οἱ ἑστίες τῆς διαδόσεως τῶν ἰδεῶν τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος.
Μία σημαντικὴ ὄψη τοῦ ρόλου τους ὑπῆρξε τὸ λειτούργημα τοῦ πνευματικοῦ πατρός-γέροντος καὶ συμβούλου τοῦ ὑπόδουλου λαοῦ. Πολλὲς φορὲς στάθηκαν οἱ καθοδηγητὲς καὶ ἐμψυχωτὲς τῶν Νεομαρτύρων τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Αὐτοὶ συνήθως ἦταν χριστιανοὶ ποὺ σὲ μία στιγμὴ ἀδυναμίας, ἐγκατέλειψαν τὴν πίστη τους καὶ ἀσπάστηκαν τὸν ἰσλαμισμὸ ἀπὸ φόβο ἢ συμφέρον. Κυριευμένοι ἀπὸ μετάνοια, ἔμπαιναν στὴν καθοδήγηση κάποιου ὀνομαστοῦ μοναχοῦ, περνοῦσαν μερικὰ χρόνια σὲ μία αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ ἀκριβὴ τακτικὴ τῆς ἡσυχαστικῆς προσευχῆς, καὶ μετὰ πήγαιναν νὰ μαρτυρήσουν ἐπισήμως τὴν ἐπιστροφὴ τους ἐνώπιον τῶν Ὀθωμανῶν, ὅπου καὶ καταδικάζονταν σὲ θάνατο. Τὸ παράδειγμά τους ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια στηρίγματα τῆς πίστεως τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν μουσουλμάνων (26).
Ἀλλὰ ἡ προσφορὰ τῶν ἁγίων Γερόντων Κολλυβάδων ἐπεκτάθηκε καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς τῆς ἐθνικῆς ζωῆς, ὅπως τὴν ὑποστήριξη τῶν ἀγωνιστῶν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ γένους ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τῆς κολλυβαδικῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ στὴ νῆσο Σκιάθο.
«Κάθε φορὰ ποὺ ἡ παραμονὴ τῶν ἁρματωλῶν τῆς Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας στὴν στεριὰ καταντοῦσε ἀδύνατη, εὕρισκαν καταφύγιο στὴν γειτονικὴ Σκιάθο, ὅπου οἱ φιλόξενοι μοναχοὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοὺς προσέφεραν μὲ κάθε προθυμία ὅλη τὴν δυνατὴ περίθαλψη "ἄρτους, κρέατα, τυροὺς καὶ οἶνον" (27).»
Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐθνικῆς του προσφορᾶς τὸ μοναστῆρι ἐξαιρέθηκε ἀπὸ τὴν φορολογία μὲ ἀπόφαση τῆς τότε Κυβερνήσεως.
Ἀλλὰ δὲν περιορίστηκε μόνον σὲ αὐτὲς τὶς προσφορὲς καὶ ἐπιδράσεις ἡ Μονὴ Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου. Ἡ Μονὴ ἀνέπλασε πνευματικὰ, προετοίμασε ψυχικὰ καὶ χάρισε στὴν Ἑλλάδα τοὺς δύο μεγάλους χριστιανοὺς λογοτέχνες της, τοὺς δύο Σκιαθίτες Ἀλεξάνδρους, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδη, τῶν ὁποίων ἡ θρησκευτικότητα, ἢ πιὸ σωστὰ χριστιανικότητα, στάθηκε ἕνα φαινόμενο μοναδικὸ ὣς τώρα στὴν νεοελληνικὴ λογοτεχία (28).
Ἐδῶ δὲν θὰ μιλήσομε γιὰ τὴν βιογραφία τῶν δύο λογοτεχνῶν, ἀλλὰ θὰ στρέψομε τὴν προσοχή μας πρὸς τὶς ρίζες τῆς πνευματικότητάς τους. Μολονότι γεννήθηκαν ἕναν αἰῶνα ἀργότερα ἀπὸ τὴν περίοδο ἀκμῆς τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος, ἐπηρεάστηκαν πολὺ ἀπὸ τὴν διαχρονικότητα τῆς φιλοκαλικῆς πνοῆς του, ποὺ ἁπλώθηκε στὴ ὄμορφη νῆσο Σκιάθο μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τὸ «νέο μοναστῆρι», ὅπως τὸ ἀποκαλοῦσαν οἱ ντόπιοι. Ἱδρυτὲς του τὸ 1794 οἱ ἐξορισμένοι ἁγιορεῖτες Κολλυβάδες, ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος Σκιαθίτης καὶ ὁ γέροντάς του ἱερομόναχος Νήφων ὁ Χίος, ὁ ὁποῖος στάθηκε καὶ ὁ πρῶτος ἡγούμενος ἐκεῖ, ἐπικληθεὶς ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του «νέος κοινοβιάρχης», γνήσιος ἐνσαρκωτὴς τοῦ κολλυβαδικοῦ πνεύματος ποὺ τὸ μετέδωσε ἀνόθευτο στὸ κοινόβιό του. Τὸν διαδέχθηκε ὁ μαθητὴς του Γρηγόριος, τοῦ ὁποίου ἡ ἡγουμενία ἦταν πολὺ σύντομη, ἀφοῦ πέθανε μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια.
Τὸν Γρηγόριο διαδέχθηκε ὁ Φλαβιανὸς, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους στυλοβάτες τοῦ κοινοβίου αὐτοῦ. Αὐτὸν διαδέχθηκε ὁ Ἀλύπιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ λόγιου Ἐπιφανείου Δημητριάδη, «τοῦ Λογιωτάτου», ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσαν τότε. Ὁ γιὸς τοῦ Δημητριάδη καὶ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀλυπίου ἦταν ὁ περίφημος γέρων Διονύσιος. Αὐτὸς, παραφυάδα τῶν ἱεροπρεπῶν ἐκείνων Κολλυβάδων, ἦταν συγγενὴς ἐξ αἵματος μὲ τὸν παπα-Ἀδαμάντιο Μωραΐτη, τὸν πατέρα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη καὶ θεῖο τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη. Ὁ γέρων Διονύσιος ἐκτιμᾶτο τόσο πολὺ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ του τέκνα, ὥστε νά γράψει γι᾿ αὐτὸν ὁ Παπαδιαμάντης:
«Ἐὰν ἐγεννᾶτο πρὸ τοῦ Δ΄ αἰῶνος, θὰ ἦτο μάρτυς· ἐὰν μετὰ τὸν Δ΄ αἰῶνα, ὅσιος (29).»
Ἀπὸ τέτοια περίφημη γενιὰ κρατοῦσαν τὴν φλέβα τους οἱ δύο αὐτοὶ ἐξάδελφοι. Νεκρολογῶντας τὸν ἱερέα πατέρα του ὁ Παπαδιαμάντης τὸ 1895 γράφει ὅτι αὐτὸς «ἐδιδάχθη τὴν τέλεσιν τῶν μνημοσύνων παρὰ τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων (30)».
Συνειδητοποιώντας οἱ δύο Ἀλέξανδροι αὐτὴν τὴν πνευματικὴ καὶ σαρκικὴ καταγωγὴ τους ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Κολλυβάδες, τοὺς σέβονται, τοὺς τιμοῦν, τοὺς ἀγαποῦν, ἀλλὰ καὶ ἐμβαπτίζουν τὴν πέννα τους στὸ κολλυβαδικὸ πνεῦμα τους. Ὁ Μωραϊτίδης πλέκει τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ὀνομάζοντάς τον «μέγαν Διδάσκαλον τοῦ αἰῶνος». Ἀλλὰ καὶ ὁ Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του «Τὸ Χατζόπουλο», μιλῶντας γιὰ τὸν π. Νήφωνα, τόν π. Γρηγόριο καὶ τοὺς ἄλλους συνασκητές τους, προσθέτει ἐπεξηγηματικά:
«Οὗτοι... ἦσαν οἱ λεγόμενοι Κολλυβάδες ὑποστάντες διωγμὸν καὶ εἰς αὐτὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, διότι ἐπέμενον εἰς τὴν ἀκρίβειαν, καὶ δι᾿ ἄλλα πολλὰ πράγματα, καὶ ὅπως μὴ τὰ μνημόσυνα τῶν νεκρῶν τελῶνται τὰς Κυριακάς. Ψυχοσάββατον ὑπάρχει, ἀλλὰ ψυχοκυριακὴν ἠκούσατε ποτέ σας χριστιανοί; (31).»
Ἡ σημασία, ποὺ δίνει ὁ Παπαδιαμάντης στὴν λειτουργικὴ καὶ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, μᾶς φανερώνει πάλι τοὺς πνευματικοὺς προγόνους του.
Τὰ παιδικὰ χρόνια γιὰ κάθε ἄνθρωπο εἶναι πολύτιμα, ἐπειδὴ προσφέρουν τὶς ἀνεξάλειπτες ἀναμνήσεις μιᾶς ἀμέριμνης καὶ εὐτυχισμένης ζωῆς. Ἀλλὰ περισσότερο αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ἀνθρώπους μὲ καλλιεργημένη ψυχή, ὅπως τοὺς δύο Ἀλεξάνδρους, οἱ ὁποῖοι ἀναπολοῦν συχνὰ αὐτὰ τὰ θαυμάσια χρόνια, ὅταν μὲ μεγάλη χαρὰ ἔτρεχαν στὸ μοναστήρι τῆς Εὐαγγελιστρίας, στοὺς καλοὺς καὶ εὐλαβεῖς μοναχούς. Νοσταλγικὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις γιὰ τὶς κατανυκτικὲς ψαλμωδίες τῶν νυκτερινῶν ἀγρυπνιῶν καὶ τὰ μελωδικὰ κελαηδήματα τῶν ἀηδονιῶν τῆς αὐγῆς.
Δὲν θὰ εἶχε ἡ Ἑλλάδα ἕναν Μωραϊτίδη ἐὰν δὲν τοῦ ἔλεγε ὁ γέρων Διονύσιος: «Πήγαινε νὰ μάθης γράμματα!», ὅταν ὁ ἔφηβος Ἀλέξανδρος ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνει μοναχός. Ἔτσι μὲ αὐτὴν τὴν προτρεπτικὴ συμβουλὴ τοῦ Γέροντος κέρδισε τὸν Μωραϊτίδη ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ λογοτεχνία (32). Ἀλλ᾿ αὐτός, μένοντας πιστὸς στὸν νεανικό του πόθο, ἔγινε μοναχὸς στὰ τέλη τὴς ζωῆς του μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρόνικος.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ἄραγε, μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ «σκοταδιστὲς καὶ στενόμυαλους» Κολλυβάδες, ἢ μήπως πρόκειται γιὰ τοὺς ἐκπροσώπους ἑνὸς ἀναγεννητικοῦ κινήματος στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ ὁποῖο ἔδωσε καινούρια πνοὴ στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ γένους; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μᾶλλον αὐτονόητη...
Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων ἀπασχόλησε ζωηρὰ κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη σχεδὸν ὅλους. Πλῆθος κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἀσχολήθηκε μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς, γεγονὸς ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ, κατὰ τὸν γερμανὸ θεολόγο N. Bonwetsch, «ὡς ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς ἀφυπνιζομένης πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα (33)».
Ἔτσι τελειώνοντας, καὶ ὡς ἀνακεφαλαίωση τῆς παρούσης ἐργασίας, νομίζω πὼς δὲν θὰ μπορέσω νὰ προσθέσω τίποτε παραπάνω ἀπὸ ὅσα ἀναφέρει ἐπὶ τοῦ θέματος ὁ καθηγητὴς π. Γ. Μεταλληνός:
«Ἡ ἐμφάνιση τῶν Κολλυβάδων τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα στὸν Ἁγιορειτικό, καὶ εὐρύτερα στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, σημειώνει μία δυναμικὴ ἐπιστροφὴ στὶς ρίζες τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, στὸ κέντρο τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Τὸ "κίνημά" τους, ὅπως ὀνομάσθηκε, εἶναι ἀναγεννητικό, ὅσο καὶ παραδοσιακό· προοδευτικό, ὅσο καὶ πατερικό· μὲ μία λέξη: γνήσια ὀρθόδοξο. Δέχθηκε πολλὲς ἐπιθέσεις, παρεξηγήθηκε, διαβλήθηκε ἀπὸ ὅλους ἐκείνους, ποὺ θρεμμένοι μὲ τὸ σκοτάδι τοῦ δυτικοῦ, φραγκικοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ ἀποκομμένοι ἀπὸ τὶς Πατερικὲς ρίζες, δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ καταλάβουν, γιατὶ εἶχαν μάθει νὰ βλέπουν τὸ ξένο σὰν δικό τους καὶ τό δικό τους σὰν ξένο...
Στὸν δύσκολο ἱστορικὰ ΙΗ΄ αἰῶνα θέλησαν οἱ Κολλυβάδες νὰ ἀντιτάξουν στὸ ρεῦμα τοῦ διαφωτισμοῦ, ποὺ μὲ τὸν ὑπερτροφικὸ λογικισμό του ἀπειλοῦσε τὴν πίστη καὶ τὴν ἐκκλησιαστική παράδοση τοῦ τόπου, τὴν μυστικὴ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο θεώνοντάς τον. Μία ὁμάδα μοναχῶν, ποὺ ζῆ μέσα στὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ παράδοση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, παίρνει τὴν ἀφορμὴ ἀπὸ κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, ὄχι δίχως θεολογικὲς προεκτάσεις, γιὰ νὰ φωτίσει τὴν σωστὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας (34).»
Ἰούνιος 2001.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, "Δήλωσις τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ταραχῶν ἀληθείας", Ἀθήνα 1988.
Ἀρχ. Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, "Ἡ Φιλοκαλικὴ Ἀναγέννησι τοῦ XVIII καὶ XIX αἰ. καὶ οἱ πνευματικοὶ καρποί της", ἔκδ. "Ἱδρύματος Γουλανδρῆ-Χόρν", Ἀθήνα 1984.
Βερίτη Γ., "Τὸ ἀναμορφωτικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ οἱ δύο Ἀλέξανδροι τῆς Σκιάθου", περιοδ. "Ἀκτῖνες", τ. 6, σ. 99-110, Ἀθήνα 1943.
"Βίος καὶ πολιτεία Ἱεροθέου τοῦ μακαρίου γέροντος", ἔκδ. "Τῆνος", Ἀθήνα 1994.
Ἐπιφανιάδη Π., "Ὁ γέροντας Διονύσιος", Ἀθήνα 1983.
Θ.Η.Ε. (Θρησκευτικὴ κι Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία), Ἀθήνα 1965.
π. Γ. Μεταλληνοῦ, "Μικρὰ ἱστορικά", σελ. 27-30, ("Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων"), ἔκδ. Πολιτιστικοῦ Ὁμίλου "Οἱ Ρίζες", Λευκωσία 1988.
Μπαστιᾶ Κ., "Παπαδιαμάντης", Ἀθήνα 1974.
Παπαδοπούλου Σ., "Ἅγιος Μακάριος Κορίνθου", ἔκδ. "Ἀκρίτας", Ἀθήνα 2000.
Παπουλίδη Κ., "Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων", ἔκδ. "Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1971.
Παπουλίδη Κ., "Μακάριος Νοταρᾶς (1731-1805)", ἔκδ. "Ἀποστ. Διακ. Ἐκκλ. Ἑλλ.", Ἀθήνα 1974.
Πάσχου Π., "Ἐν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ", ἔκδ. "Ἁρμός", Ἀθήνα 1996.
Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille, "Φιλοκαλία", ἔκδ. "Ἀκρίτας", Ἀθήνα 1999.
Ταχιάου Α., "Ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-94) καὶ ἡ ἀσκητικοφιλολογικὴ σχολή του", ἔκδ. "Ἰνστιτούτου Βαλκανικῶν Σπουδῶν", Θεσσαλονίκη 1973.
Τζώγα Χ., "Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰ.", Θεσ/νίκη 1969.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Ἀμφιλοχίου, σελ. 11.
(2) Ἀμφιλοχίου, σελ. 12.
(3) Ἀμφιλοχίου, σελ. 8.
(4) Ἀμφιλοχίου, σελ. 16.
(5) Βερίτη, σελ. 100.
(6) Παπουλίδη, σελ. 28.
(7) Ἀμφιλοχίου, σελ. 23.
(8) Παπουλίδη, σελ. 52.
(9) Τζώγα, σελ. 59.
(10) Τζώγα, σελ. 28.
(11) "Βίος Ἱεροθέου...", σελ. 24.
(12) Τζώγα, σελ. 47.
(13) Μπαστιᾶ, σελ. 42.
(14) Βλ. Παπουλίδη, σελ. 39.
(15) Παπουλίδη, σελ. 41.
(16) Ἀμφιλοχίου, σελ. 25.
(17) Βλ. Παπουλίδη, σελ. 43.
(18) Ἀμφιλοχίου, σελ. 27.
(19) Ἀμφιλοχίου, σελ. 28.
(20) "Βίος Ἱεροθέου...", σελ. 12.
(21) Ταχιάου, σελ. 109-110.
(22) Βλ. Παπαδοπούλου, σελ. 51.
(23) Παπαδοπούλου, σελ. 46.
(24) Πλακίδα, σελ. 258.
(25) Ἀμφιλοχίου, σελ. 10.
(26) Πλακίδα, σελ. 249-250.
(27) Βερίτη, σελ. 104.
(28) Βερίτη, σελ. 99.
(29) Βερίτη, σελ. 108.
(30) Μπαστιᾶ, σελ. 37.
(31) Μπαστιᾶ, σελ. 38.
(32) Ἐπιφανιάδη, σελ. 134.
(33) Θ.Η.Ε., τόμ. 7, σελ. 742.
(34) Μεταλληνοῦ, σελ. 27.
(Πηγή: «ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ», Νικολάου Ντανυλέβιτς, Φοιτητοῦ τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας, Η Άλλη Όψις)
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Κολλυβάδων Πατέρων τὴν χορείαν τιμήσωμεν, Πνεύματος Ἁγίου τοὺς μύστας, οἰκονόμους τῆς χάριτος, Χριστοῦ τὸ Εὐαγγέλιον ἡμῖν, ἐδίδαξαν ἐν χρόνοις χαλεποῖς· καὶ ἀστέρες ὡς ὑπέρφωτοι τῶν ψυχῶν, τῆς πλάνης σκότος λύουσιν· χαίροις, τῶν θεοφόρων ἡ πλειάς, χαίρετε γένους στήριγμα, χαίρετε ἀληθείας οἱ πυρσοί, καὶ πίστεως ἐκφάντορες.
Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Κατὰ χρέος ἅπαντες, τῶν Κολλυβάδων, τὴν χορείαν μέλψωμεν, τοὺς ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς, τρανῶς ἡμῖν ἐκδιδάξαντας· τῆς ἀληθείας, τὸ μέγα μυστήριον.
Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῶν Κολλυβάδων τόν χορόν ἐγκωμιάσωμεν, τόν ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς μεγαλουργήσαντα, ἐν σοφίᾳ καί συνέσει θεοκινήτῳ. Ἐκ τοῦ Ἀθωνος αἰθρίως ἁνατείλαντα, καί τήν κτίσιν ὑπερκάλως ὡραΐσαντα· πόθῳ μέλποντες· Λόγου χαίρετε σάλπιγγες.
Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ. (Μετά τήν α' στιχολογιάν).
Τἁς σάλπιγγας Χριστοῦ, τάς ἠχούσας τῷ κόσμῳ, ζωῆς ἀληθινῆς, τόν θεόσδοτον νόμον, Πατέρας οὐρανόφρονας, Κολλυβάδας θαυμάσωμεν τούτοις χαίρετε, ἀπό καρδίας βοῶντες· τῆς ἀμείνονος, χαρᾶς ἡμᾶς κοινωνῆσαι, ἀξίους ποιήσατε.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὸ προσταχθέν. (Μετά τήν β' στιχολογιάν).
Τούς θεωρούς τῆς λαμπρᾶς φωτοχυσίας, καί κοινωνοῦντας τῆς ὑψίστης κληρουχίας, τούς ὡς Παῦλος τά κάλλη, οὐρανοῦ ὁρῶντας, Πατέρας τούς Κολλυβάδας οἱ γηγενεῖς, τιμῶντες ἐν ἐτησίοις ἑορτασμοῖς· πόθῳ κρείττονι εἴπωμεν, τῆς Ἀναστάσεως ἰδεῖν, ἡμᾶς καταξιώσατε· τήν ἀγήρω τερπνότητα.
Ἕτερον Κάθισμα Ἠχος δ' Κατεπλάγη Ἰωσήφ. (Μετά τόν Πολυέλεον).
Τά κειμήλια πιστοί, τῶν θεοσδότων δωρεῶν, καί χαρίτων δαψιλῶν, τοὺς πληρεστάτους ποταμούς, τούς Κολλυβάδας Πατέρες μεγαλυνοῦμεν. Τούτων τήν πολλήν ἐκθειάζοντες, δόξαν ἐκ Θεοῦ, ἥν ἐκτήσαντο· ὅτι φθαρτῶν ἠλὸγησαν ἐμφρόνως, ἵνα Κυρίῳ ἀρέσωσιν· Αὐτῶν ζηλοῦντες τήν πολιτείαν, τῶν κακῶν ἀποστῶμεν.
Ἕτερον Κάθισμα Ὴχος πλ. δ'. Ἀνέστης ἐκ νεκρῶν.
Πατὲρων Ἱερῶν, Κολλυβάδων τήν μνήμην, αἰνέσωμεν πιστοί, χαρμονικῶς βοῶντες· χαίρετε μαργαρίτες, τῆς Ἐκκλησίας οἱ πολυτίμητον χαίρετε, εὐλογίας· τῆς οὐρανίου πηγαί ἀθόλωτοι, Θεοφανείας ἔσοπτρα λαμπρά, καί φίλοι τῆς σοφίας.
Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πατέρες θεοειδεῖς, Κολλυβάδες θεῖεοι, Ἐκκλησία σάλπιγξ χρυσῆ· χαίρετε οἱ πράξει, καὶ λόγῳ δαδουχοῦντες, πιστοὺς εἰς τὸ γινώσκειν, δόγματα ἅγια.
Ὁ Οἶκος
Ἄπρατον τοῦ Κυρίου καί ἀνώνητον χάριν ἐκτήσασθε σοφοί Κολλυβάδες· ἐν ὁσίοις τρόποις ἐπί γῆς καλῶς αὐτήν ἐμπορευσάμενοι, καί ἄχρι βίου τελευτῆς ὑμῶν, ἐν ἀκριβεῖ συνέσει καί καρδίας καθαρότητι, φυλάξαντες ταύτην ἀμέμπτως. Διό καί χορηγεῑτε δαψιλεῖ χρηστότητι τὰς δωρεάς, τοῖς ἐπαινοῦσι τά ἐξαίρετα τῆς πολιτείας ὑμῶν ἔπαθλα, καί ψάλλουσιν ἀνεμποδίστως ταῦτα·
Χαίρετε ἔσοπτρα τῆς σοφίας·
χαίρετε ἄροτρα ἀληθείας.
Χαίρετε τοῦ θείου λόγου οἱ ἀκάματοι σπορεῖς·
χαίρετε θεολογίας οὐρανίου σκαπανεῖς.
Χαίρετε τούς ἐν τῇ πλάνῃ σώσαντες Χριστοῦ σαγήνη
χαίρετε ψυχάς πεινώντων θρέψαντες δικαιοσύνῃ.
Χαίρετε Σταυρόν Κυρίου ἄραντες προθύμῳ γνώμῃ·
χαίρετε ζυγόν τοῦ σκότους ἐκτινάξαντες ὡς κόνιν.
Χαίρετε Εὐαγγελίου οἱ κηρύξαντες τούς νόμους·
χαίρετε καρδίας δέει στέρξαντες θεσμοὺς πατρῴους.
Χαίρετε τῆς ἡσυχίας τῆς καλλίστης ἐρασταί·
χαίρετε τοῦ Παραδείσου λαμπροφόροι οἰκισταί.
Πηγή: Αγιορείτικες Mνήμες, Η Άλλη Όψις, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος
Η αγάπη του Θεού εχάρισε στην Εκκλησία αγιασμένους πατέρες, οι οποίοι εσφράγισαν τον 18ο και τον 19ο αιώνα με την φωτεινή παρουσία τους, την ορθόδοξη θεολογία τους, την αυστηρή ασκητική τους ζωή, τα θεοφώτιστα συγγράμματά τους και τις παραδοσιακές μοναστικές τους αρχές. Οι πατέρες μας αυτοί άφησαν ανεξίτηλη την σφραγίδα τους στην εκκλησιαστική ζωή μέχρι τις ημέρες μας. Ωνομάσθηκαν σκωπτικά «κολλυβάδες» και η πνευματική τους δραστηριότητα «κολλυβαδικό κίνημα», επειδή την αφορμή για την εμφάνισί της έδωσε το γεγονός ότι οι μοναχοί της Ιεράς Σκήτης της Αγίας Αννης τελούσαν τα «μετά κολλύβων» μνημόσυνα των κτιτόρων του ανακαινιζομένου τότε καθολικού ναού (Κυριάκου) της Σκήτης κατά την ημέρα της Κυριακής αντί του Σαββάτου. Στην συνείδησι της Εκκλησίας όμως οι «κολλυβάδες» θα παραμείνουν ως «οι Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου και 19ου αιώνος» και το πολύπλευρο έργο τους ως «Φιλοκαλική Αναγέννησις», όπως εύστοχα τους ονομάζει ο Σεβ. Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος[1]. Οι επιφανέστεροι και γνωστότεροι από αυτούς τους πατέρες είναι ο άγιος Μακάριος επίσκοπος Κορίνθου, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος.
Λόγω της θεολογικής τους μαρτυρίας, οι αοίδιμοι «Φιλοκαλικοί πατέρες» υπέστησαν διωγμούς και εξορίες από το Αγιον Όρος. Ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος μάλιστα αδίκως αφορίσθηκε. Εν τούτοις η ακούσια διασπορά τους, στα νησιά του Αιγαίου κυρίως, δημιούργησε μία θαυμάσια πνευματική κίνησι με πολλούς και εύχυμους καρπούς. Τα χαρακτηριστικά αυτής της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως είναι επιγραμματικώς τα εξής[2]:
α) Ανανέωσαν την αυθεντική Ορθόδοξη πνευματική ζωή, καθώς οι ίδιοι, ασκηταί και θεολόγοι ταυτόχρονα, την εβίωσαν και την εδίδαξαν με τα θεόσοφα συγγράμματά τους.
β) Αντιστάθηκαν στην αλλοτρίωσι που προκαλούσε ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός μεταξύ των Ορθοδόξων[3].
γ) Στήριξαν στην Πίστι τους Ορθοδόξους λαούς. Ισχυρό ανάχωμα έναντι της λατινικής προπαγάνδας και του προτεσταντικού προσηλυτισμού υπήρξε το θεολογικό έργο των προκρίτων και μεγάλων «κολλυβάδων» θεολόγων, με το οποίο η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία εύρισκε την απαραίτητη για την εποχή και τα προβλήματά της θεολογική κατοχύρωσι.
δ) Ανεπτέρωσαν το ηθικό των υποδούλων Ορθοδόξων καλλιεργούντες μαρτυρικό ήθος[4]. Ύπηρξαν αλείπται πολλών νεομαρτύρων.
ε) Έδειξαν ότι με την πιστότητά τους στην Ορθόδοξο Παράδοσι δεν καλλιεργούσαν την μισαλλοδοξία και τον σκοταδισμό, όπως εκατηγορούντο, αλλα επιβεβαίωναν την διαχρονικότητα του ευαγγελικου μηνύματος.
στ) Έδωσαν απάντησι στα αιτήματα των καιρών. Ανάμεσα σε αυτά ήταν η ανάγκη να επανασυνδεθή ο «κανών της προσευχής» με τον «κανόνα της πίστεως», δηλαδή να επανευρεθή το αυθεντικό λειτουργικό ήθος.
ζ) Ανέδειξαν νέους αγίους στην Εκκλησία. Η ίδια η ζωη των «κολλυβάδων» πατέρων ήταν προσανατολισμένη στην προοπτικη της κατά Χάριν θεώσεως και γι’ αυτό ωρισμένοι έδειξαν σημεία αγιότητος ή ανεκηρύχθησαν επισήμως άγιοι, αλλά και προέβαλαν με τα συγγράμματά τους την αγιότητα των αγίων νεομαρτύρων και συγχρόνων τους οσίων ανδρών.
Η παρακαταθήκη των ιερών αυτών ανδρών είναι πολύτιμη και στις ημέρες μας, καθώς η πρόκλησις από το παλαιό και πάντοτε παρόν στην εκκλησιαστική μας ζωή νεωτερικό ήθος μας υποχρεώνει να μετρούμε τις ενέργειές μας με τον γνώμονα του δικού τους ήθους. Οι άγιοι «κολλυβάδες» προέταξαν την θεολογία από την πρακτική ζωή. Η θεολογία και η ευσεβής παρόδοσις έπρεπε να καθορίζουν τον τρόπο της εκκλησιαστικης δράσεως. Η εποχή τους παρουσίαζε συμπτώματα παρόμοια με την δική μας. Στις ημέρες τους κατόπιν προσκλήσεως του Παροναξίας Ιωσήφ Δόξα καπουτσίνοι ιερομόναχοι εξομολογούσαν Ορθοδόξους πιστούς, γεγονός που προεκάλεσε την σφοδρή αντίδρασι του ιεροδιακόνου Μακαρίου του Πατμίου. Αλλά και ο οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος ο Ε’, ο οποίος με την συμφωνία των πατριαρχών της Ανατολής πλην του Αντιοχείας συνοδικώς απέρριψε ως άκυρο το λατινικό ράντισμα, απομακρύνθηκε από τον θρόνο του μετα από ενέργειες μητροπολιτών που διαφώνησαν με την απόφανσί του με κίνητρα μη θεολογικά και από σκοπιμότητες. Οι άγιοι «κολυββάδες» είχαν ταχθή θεολογικώς υπέρ της απόψεως του πατριάρχου Κυρίλλου Ε’[5]. Οι συμπροσευχές με ετεροδόξους, η τάσις αναγνωρίσεως του βαπτίσματος των ετεροδόξων και κάποιες κοινές ποιμαντικής φύσεως πρωτοβουλίες με τους ετεροδόξους, χάριν πρακτικών σκοπών και άλλων σκοπιμοτήτων, παρακάμπτουν και σήμερα τον «κανόνα της πίστεως».
Εξίσου αντίθετη προς το πνεύμα της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως των «κολλυβάδων» είναι η εκκοσμίκευσις, που παρατηρείται σε διαφόρους τομείς της εκκλησιαστικής μας ζωής και αλλοιώνει την πιστότητά μας στο αποστολο-παράδοτο ευαγγελικό ήθος της Εκκλησίας. Οι όσιοι «κολλυβάδες» πατέρες με τα φιλοκαλικα κείμενα που εξέδωσαν και με τα δικά τους θεόσοφα νηπτικά και ερμηνευτικά συγγράμματα προσέφεραν στον λαό του Θεού το αναλλοίωτο βίωμα της πατερικής Παραδόσεως. Στην Φιλοκαλία, την οποία επεξεργάσθηκαν οι άγιοι Μακάριος Κορίνθου και Νικόδημος ο Αγιορείτης, καταγράφονται η αγιοπνευματικη εμπειρία και η απλανής μέθοδος της νηπτικής εργασίας, όπως την έζησαν και την εδίδαξαν μεγάλοι θεολόγοι και ησυχασταί πατέρες της Εκκλησίας απ’ αρχής και μέχρι του 14ου αιώνος. Κατα τον κρίσιμο για την Βυζαντινή αυτοκρατορία αυτόν αιώνα, το ανθρωποκεντρικό (ουμανιστικό) ρεύμα της ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως κατέκλυζε την Ορθόδοξη Ανατολή και απειλούσε με οριστικη αλλοίωσι το θεανθρωποκεντρικό της ήθος. Η ήσυχαστικη όμως θεολογία είχε επιτύχει να το διάσωση. Επιπλέον είχε δημιουργήσει στους κουρασμένους πολιτικά και κοινωνικά Ορθόδοξους λαούς ένα ακμαίο πνευματικό φρόνημα, το οποίο κατα τον Σεβ. Μαυροβουνίου Αμφιλόχιο:
«… δεν ήταν μόνο ορθόδοξη θεωρητική απάντησι στο σύγχρονό τους φιλοσοφικό και θεολογικό προβληματισμό της Δύσεως ή της αρχαίας ελληνικής σκέψεως. Ταυτόχρονα είχε και συγκεκριμένη ιστορική αποτελεσματικότητα, πολύτιμη για την επιβίωσι των ορθοδόξων λαών και τη διατήρησι της καθολικης αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας στους καιρους των δεινών της τουρκοκρατίας[6].»
Κατα παρόμοιο τρόπο η Φιλοκαλική Αναγέννησις του 18ου αιώνος, η οποία δεν αφορούσε μόνο την πλούσια συγγραφική παραγωγή των «κολλυβάδων» πατέρων αλλά και την δημιουργία πολλών εστιών Ορθοδόξου λατρείας, ήθους και βιοτής (στα κολλυβάδικα μοναστήρια και γύρω από εκκλησιαστικά πρόσωπα στον κόσμο), προσέφερε στην Ορθόδοξο Εκκλησία ισχυρή προστασία από την δυναμική επέλασι του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού κατα τον 19ον αιώνα. Οι Φιλοκαλικοι Πατέρες εγνώριζαν πολύ καλά τα «φώτα» του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και διέκριναν εύστοχα ότι αυτός ο διαφωτισμός απεμάκρυνε τον άνθρωπο από την προσδοκία και την θέα του άκτιστου Φωτός, του οποίου είχαν προσωπική και βιωματική εμπειρία. Γι’ αυτό όλη τους η προσπάθεια ήταν να διασώσουν τον τρόπο και την μέθοδο της ησυχαστικής Ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής. Το επέτυχαν με πολλές θυσίες. Καρπός του αγώνος των είναι τα χαριτόβρυτα λείψανά τους, τα απαραμίλλου αξίας δογματικά, ποιμαντικά, ερμηνευτικά και λειτουργικά τους έργα, τα μοναστήρια τους. Τα κολλυβαδικά μοναστήρια επί δύο αιώνες κράτησαν την παράδοσι των αγιασμένων κτιτόρων τους. Οι κατανυκτικές αγρυπνίες του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίδη στον άγιο Ελισαίο της Πλάκας, η αφανής στα μάτια των «φωτισμένων» λάτρεων της ευρωπαϊκής σοφίας λατρευτική και ποιμαντική δραστηριότης του αγίου παπα-Πλανά, ο όσιος Αρσένιος της Πάρου, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ήταν η ώριμη συνέπεια της προηγηθείσης Φιλοκαλικης Αναγεννήσεως. Η ολοφώτεινη παρουσία του αγίου Νεκταρίου και η υπ’ αυτού ανασύστασις του γυναικείου μοναχισμού στην Ελλάδα, καθώς και η λαμπρή σειρά των αγίων μορφών του 20ου αιώνος, ήταν επίσης καρπός του φιλοκαλικου ήθους. Η αναγέννησις της ησυχαστικής ζωής στην Ρουμανία και την Ρωσσία με τον όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ και τους μεγάλους στάρετς μαρτυρεί την ουσιαστική σημασία που είχε η Φιλοκαλικη Αναγέννησις του 18ου αιώνος για τους Ορθοδόξους του Βορρά, οι οποίοι υπέστησαν και άντεξαν την αθεϊστική λαίλαπα του 20ου αιώνος. Οι νεομάρτυρες και ομολογηταί στην Ρωσσία, την Σερβία, την Ρουμανία είναι καρπός της ησυχαστικής παραδόσεως που μεταλαμπαδεύθηκε εκεί από τον ίερό Άθωνα δια των επιγόνων των «κολλυβάδων» πατέρων.
Η Φιλοκαλικη Αναγέννησις δεν είναι μόνον ιστορία. Είναι κυρίως τρόπος Ορθοδόξου ζωής και μήνυμα Ορθοδόξου φρονήματος. Είναι επίσης πρόσκλησις προς εμάς τους Ορθοδόξους του 21ου αιώνα να μένουμε πιστοί σε ό,τι παρελάβαμε από τους αγιασμένους «κολλυβάδες» πατέρες ως Ορθόδοξο εκκλησιαστικό δόγμα και Ορθόδοξο εκκλησιαστικό ήθος. Τους ευχαριστούμε και τους παρακαλούμε να μας βοηθήσουν με την ευχή τους και την πρεσβεία τους προς τον Άγιον Θεόν να τιμήσουμε τους αγώνες τους με την συνέπειά μας στην ιερά τους παρακαταθήκη, τώρα που νέες προκλήσεις ξενόφερτων και δελεαστικών «διαφωτισμών» απειλούν να ανακόψουν και την ιδική μας πορεία προς το αληθινό Φως της ανεσπέρου Βασιλείας του Αναστάντος Κυρίου μας Ιησού Χριστου.
Άγιον Όρος, 20/4/2009
Παραπομπές:
[1] Αρχιμ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η Φιλοκαλικη Αναγέννησι του XVIII και XIX αι. και οι Πνευματικοί Καρποί της, εκδ. ιδρ. Γουλανδρη – Χόρν, Αθληναι 1984.
[2] Βλ. Ίερομ. Λουκά Γρηγοριάτου, Οι Αγιορείται Κολλυβάδες και οι σχέσεις των με την Ύδρα, στον τόμο Πρακτικά Διορθοδόξου επιστημονικού Συνεδρίου «Κωνσταντίνος ο Υδραίος -Νεομάρτυρες, προάγγελοι της αναστάσεως του Γένους», εκδ. Ιερας Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης,Ύδρα 2007.
[3] Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού, Σχέσεις και Αντιθέσεις, έκδ. Ακρίτας 1998.
[4] Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονης Οσίου Γρηγορίου, Η προσφορά των Αγίων Νεομαρτύρων στην Εκκλησία και το Γένος, εκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1991.
[5] Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Η Εκκλησιολογική Αυτοσυνειδησία των Ορθοδόξων από της Αλώσεως μέχρι των αρχών του 20ου αιώνος, στο συλλογικό τόμο ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΑΕΤΗΡΙΚΟΝ (αφιέρωμα στον Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο), Θεσσαλονίκη 1999.
[6] Αρχιμ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η Φιλοκαλικη Αναγέννησι…, ενθ’ άνωτ. σελ. 12.
(Πηγή: «Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος», άρθρο του Πανοσιολογιότατου Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Μηνιαίο περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, Πειραϊκή Εκκλησία, έτος 18ο, αρ.φύλ. 205, Ιούνιος 2009, Αγιορείτικες μνήμες http://agioritikesmnimes.blogspot.gr/2013/07/3386-18.html )
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ
Ὁ μοναχισμὸς ὑπῆρχε πάντοτε ὁ σθεναρὸς πρόμαχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὁ θεματοφύλακας τῶν ἱερῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας. Πολὺ συχνὰ ὅμως οἱ μοναχοὶ ἐδιώχθηκαν καὶ βασανίστηκαν ἐξ αἰτίας τῶν ἀκλονήτων θρησκευτικῶν πεποιθήσεών τους καὶ τοῦ ἀγῶνα τους ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι εἶναι γνωστοὶ οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπὲρ τῶν ἱερῶν Εἰκόνων, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Εἰκονομαχίας τὸν Ηʹ καὶ Θʹ αἰ. Μὲ αὐτὴ τὴν στάση ὁ μοναχισμὸς πολλὲς φορὲς διατηροῦσε ὄχι μόνον τὴν καθαρότητα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἐνίσχυε τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ καὶ τὸν βοηθοῦσε νὰ ἐπιζήσει, "νὰ διασώσει τὴν αὐτοσυνειδησία του καὶ τὴν ἱερὴ ἀνάμνηση ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα περιούσιο λαὸ τοῦ Θεοῦ" (1).
Τὸν ΙΔʹ αἰῶνα, στὰ χρόνια τῆς παρακμῆς τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μέσα στὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς ἀκαταστασίες, ποὺ εἶχαν ἤδη προκαλέσει ὄχι μόνο μία κρίση κοινωνικῶν δομῶν, ἀλλὰ καὶ μία βαθύτερη πνευματικὴ κρίση, ἐμφανίσθηκε ὁ Ἡσυχασμός. Αὐτὸ τὸ φαινόμενο, ποὺ ἦταν γνήσια ἔκφραση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ πεμπτουσία της, θὰ λέγαμε, δὲν ἦταν μόνον μία ὀρθόδοξη θεωρητικὴ ἀπάντηση στὰ σύγχρονά του φιλοσοφικὰ καὶ θεολογικὰ προβλήματα, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπόβαθρο τῆς ἐπιβιώσεως τῶν ὀρθοδόξων λαῶν καὶ τῆς καθολικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας στὰ ἐπερχόμενα χρόνια τῶν δεινῶν τῆς Τουρκοκρατίας (2). Τὸ κίνημα τοῦ Ἡσυχασμοῦ ξεκίνησε ἀπὸ τὴν "Ἀκρόπολη τῆς Ὀρθοδοξίας", τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ἐξοχώτερος ἐκπρόσωπός του ἀνεδείχθη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχικὰ ἁγιορείτης μοναχὸς καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (+1359).
Γενικὰ στὴν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναφέρονται πολλὲς προσπάθειες τῶν μοναχῶν του νὰ ἐμβαθύνουν στὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μία ἀπὸ αὐτὲς, ὅπως ἀναφέραμε, ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ αὐτὴ ἡ διδασκαλία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως φαίνεται νὰ λησμονήθηκε. Ἀπὸ τὴν πολύχρονη ἀφάνειά της, ὅμως, τὴν ἔβγαλε καὶ τὴν ξαναζωντάνευσε ἕνα ἄλλο μοναχικὸ κίνημα, λιγότερο γνωστὸ, ἀλλὰ ἐξ ἴσου σπουδαῖο, σύμφωνα μὲ τὰ ἀποτελέσματά του, τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων. Τὸ ἀντικείμενο τοῦ ἀγῶνα τους ἦταν ἡ ἀναγέννηση τῆς λειτουργικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα. Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἢ ὅπως τὸ ὀνομάζει ὁ Σέρβος ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς, (νῦν Μητροπολίτης Μαυροβουνίου), ἡ "Φιλοκαλικὴ ἀναγέννησις" (3), ἔδωσε τὴν ὀρθόδοξη ἀπάντηση στὶς ἀπαιτήσεις καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς: στὸν Διαφωτισμὸ καὶ τὸν δυτικὸ ὀρθολογισμὸ, δικαιώνοντας τὴν γενικὴ προσδοκία τῆς ἀναγεννήσεως τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
1. Η ΕΠΟΧΗ
Γιὰ νὰ καταλάβομε καλύτερα τὸν χαρακτῆρα τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος πρέπει νὰ ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα.
Μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453) πολλοὶ Ἕλληνες λόγιοι ἄρχισαν νὰ φεύγουν στὴν Δύση. Ἔφευγε ἐκεῖ καὶ ἡ νεολαία μὲ σκοπὸ νὰ ἀποκτήσει τὶς γνώσεις, ἀφοῦ δὲν εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ κάνει αὐτὸ στὴν πατρίδα της, ποὺ παρέμενε στὸ σκοτάδι τῆς ἀμαθείας. Πολλοὶ, ὅμως, ἀπὸ αὐτοὺς ἐπέστρεφαν πάλι μὲ εὐγενεῖς σκοποὺς νὰ ἐξαλείψουν τὸ σκοτάδι αὐτό, νὰ βοηθήσουν τὸ γένος τους. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ διευρύνθηκε περισσότερο κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα. Ἦταν μία περίοδος κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι ἀναζητοῦσαν τὴν ἀναγέννηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ὑπόδουλου ὀρθοδόξου γένους. Ἡ ἀντίληψη, ὅμως, περὶ τῆς ἀναγεννήσεως διεχώρισε τοὺς ὀπαδοὺς αὐτῆς τῆς προσπαθείας σὲ δύο ὁμάδες: σὲ Φιλελευθέρους καὶ σὲ Παραδοσιακούς.
Οἱ πρῶτοι στηρίζονταν στὴν πολιτιστικὰ πιὸ ἀναπτυγμένη Δύση, προβάλλοντας τὶς δυτικὲς ἀρχὲς τῆς φιλοσοφίας, παιδείας καὶ ἐπιστήμης. Οἱ δεύτεροι δέχονταν κυρίως τὴν ἐκκλησιαστικὴ παιδεία καὶ στηρίζονταν στὴν πατροπαράδοτη κληρονομιά. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι οἱ πρῶτοι εἶχαν περισσότερους ὀπαδούς, οἱ ὁποῖοι γοητεύθηκαν ἀπὸ τὴν Δύση, ἀπὸ τὸ πρακτικὸ πνεῦμα της, ἀπὸ τὴν πειστικότητα τῆς λογικῆς της καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστημονική της πρόοδο. Σὲ μεγάλο βαθμὸ οἱ Φιλελεύθεροι κέρδισαν λόγῳ τῆς ἀδυναμίας τῶν Παραδοσιακῶν νὰ δικαιολογήσουν θεωρητικὰ καὶ λογικὰ τὴν στάση τους καὶ νὰ ὑπερασπισθοῦν τὴν παράδοση καὶ τὸν ἐκκλησιαστικὸ τρόπο ζωῆς, ἔναντι τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ.
Σὲ αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ στιγμὴ ἐμφανίσθηκε τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ δώσει ἀπάντηση σὲ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα καὶ παρουσιάσθηκε ὡς ἰσχυρὸ ἀντίβαρο στὸν ὀρθολογισμὸ τῶν "νέων φιλοσόφων" (4). Ἔτσι ὄχι μόνο προσέφερε στὶς χορεῖες τῶν Ἁγίων νέα ὀνόματα, ὅπως: τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, ἀλλὰ καὶ ἄσκησε βαθειὰ ἐπίδρασι στὴν κοινωνικὴ καὶ πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος. Ἐπηρέασε λ.χ. σὲ μεγάλο βαθμὸ τοὺς δύο μεγάλους λογοτέχνες, τοὺς δύο Ἀλεξάνδρους τῆς Σκιάθου, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδη. Ἀλλὰ πρὶν νὰ βγάλομε συμπεράσματα γιὰ τὸ τί προσέφερε αὐτὸ τὸ κίνημα, πρέπει νὰ δοῦμε ἐν συντομίᾳ τὴν ἱστορία του.
2. Η ΑΦΟΡΜΗ
Τὸ ἀναμορφωτικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. " Ἡ ἀρχὴ του θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ ξαφνιάσει κάποιον ἢ νὰ τὸν ἐξαπατήσει μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ρηχὴ, ἐπιφανειακὴ κίνησι, γενομένη ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ στενὲς ἀντιλήψεις. Ἀλλ᾿ εἴπαμε ὅτι αὐτὸ θὰ ἦταν μιά ἀπάτη, γιατὶ ἡ συνέχεια ἀποκαλύπτει ἀπροσδόκητες πτυχὲς καὶ ἡ ἔρευνα φέρνει στὸ φῶς λαμπρὲς σελίδες καὶ μεγάλες μορφές" (5).
Τὸ Κίνημα αὐτὸ ἐμφανίσθηκε ἀπὸ μία ἔριδα. Ἡ πρώτη ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔριδα αὐτὴ δόθηκε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ ἄρχισαν τὸ 1750 νὰ κτίζουν τὸ καινούργιο Κυριακό, (δηλαδὴ τὴν κεντρικὴ ἐκκλησία τῆς Σκήτεώς τους), γιὰ τὶς θρησκευτικές τους ἀνάγκες, ἀφοῦ αὐξήθηκε ἡ ἀδελφότητά τους. Τότε ἐμφανίσθηκαν πολλοὶ εὐεργέτες, ποὺ ἔδωσαν χρήματα γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ ζητοῦσαν συγχρόνως ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς νὰ προσεύχονται γιὰ τοὺς κεκοιμημένους συγγενεῖς τους. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μαζεύτηκαν πολλὰ ὀνόματα, ὥστε οἱ μοναχοὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ τελοῦν πιὸ ἐκτενεῖς ἐπιμνημόσυνες ἀκολουθίες ἀπὸ τὶς συνηθισμένες.
Κατὰ τὸ Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, ἀρχικὰ μετὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς Παρασκευῆς καὶ τελικὰ τὸ πρωΐ τοῦ Σαββάτου μετὰ τὴν Θ. Λειτουργία γίνεται ἡ εὐλογία τῶν κολλύβων, (δηλαδὴ τοῦ βρασμένου σιταριοῦ, ποὺ χρησιμοποιεῖται κατὰ τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων καὶ συμβολίζει τὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων, σύμφωνα μὲ τὸ κατὰ Ἰωάννην ιβ΄, 24-25: "Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει. Ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει). Μέχρι τότε, σὲ ὅλες τὶς ἱερὲς Μονὲς καὶ Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔψαλλαν τὶς ἐπιμνημόσυνες ἀκολουθίες στὰ παρεκκλήσια τῶν κοιμητηρίων κάθε Σάββατο. Οἱ Ἁγιαννανίτες μοναχοί, ὅμως, λόγῳ τῶν πολλῶν ὀνομάτων τῶν κεκοιμημένων, κι ἐπειδὴ κάθε Σάββατο γινόταν ἐπίσης ἡ καθιερωμένη ἀγορὰ στὶς Καρυὲς, τὸ διοικητικὸ κέντρο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου αὐτοὶ πουλοῦσαν τὰ ἐργόχειρά τους, ἀπεφάσισαν νὰ μεταφέρουν τὰ μνημόσυνα ἀπὸ τὸ Σάββατο στὴν Κυριακή.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ σκανδάλισε μερικοὺς μοναχοὺς, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸν Καυσοκαλυβίτη διάκονο Νεόφυτο τὸν Πελοποννήσιο, ὁ ὁποῖος ἄρχισε ἐναντίον τῶν Ἁγιαννανιτῶν "δογματικὸν ἀγῶνα". Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ ἔριδα αὐτὴ χώρισε ὅλη τὴν μοναχικὴ πολιτεία σὲ δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα καὶ τάραξε κυριολεκτικὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ μοναχοί, ποὺ ὑπερασπίσθηκαν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὸ Σάββατο μόνον, κατὰ τὴν παλαιὰ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὀνομάσθηκαν περιφρονητικὰ "Κολλυβάδες". Ὅμως, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου τὸ ὄνομα αὐτὸ ἔγινε σὰν ἐγκώμιο γιὰ ὅλους τοὺς παραδοσιακοὺς μοναχούς. Μὲ αὐτὴ τὴν πλευρὰ τάχθηκαν, μετὰ ἀπὸ τὸν Νεόφυτο (+1784), ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς, Μητροπολίτης πρώην Κορίνθου (+1805), ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (+1809), ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος (+1813) καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἀντίθετα, οἱ μοναχοὶ ποὺ ἀποδέχθηκαν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων καὶ κατὰ τὴν Κυριακή, ὀνομάστηκαν "Ἀντικολλυβάδες", γνωστότεροι τῶν ὁποίων εἶναι ὁ Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων καὶ ὁ Βησσαρίων ὁ ἐκ Ραψάνης τῆς Θεσσαλίας.
Στὴν συνέχεια οἱ Κολλυβάδες ἐπανεμφανίσθηκαν στὸν πνευματικὸν ὁρίζοντα τοῦ Ἁγίου Ὄρους μὲ δημοσίευση τοῦ βιβλίου "Περὶ τῆς Θείας Μεταλήψεως" (1777). Αὐτὸ τὸ βιβλίο ἐκδόθηκε ἀνώνυμα στὴν Βενετία, ἀλλὰ σίγουρα προῆλθε ἀπὸ τοὺς κολλυβαδικοὺς κύκλους, ἀφοῦ τὸ περιεχόμενό του ἀντιστοιχεῖ στὶς ἀπόψεις τους. Καὶ μάλιστα οἱ ἐρευνητὲς λένε πὼς τὸ ἔγραψε ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης καὶ ὅτι τὸ ἐπεξεργάστηκαν ὁ Ἅγιος Μακάριος καὶ ὁ Ὅσιος Νικόδημος, ὁ ὁποῖος καὶ τὸ ἐμπλούτισε μὲ πολλὰ πατερικὰ κείμενα στὴν β΄ ἔκδοση (1783). Ὁ σκοπὸς τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἦταν "νὰ ἀνακαλέσῃ τὴν χαριτωμένην συνήθειαν τῶν παλαιῶν Χριστιανῶν, καὶ ἔρχεται νὰ ἀποδείξῃ μὲ Γραφικὰς, Ἀποστολικὰς καὶ Πατερικὰς μαρτυρίας ὅτι εἶναι ἀναγκαῖον καὶ ψυχοσωτήριον νὰ μεταλαμβάνῃ συχνὰ πᾶς ὀρθόδοξος Χριστιανὸς, ὅταν δὲν ἔχῃ ἐμπόδιον" (ἀπὸ τὸν πρόλογο τῆς ἐκδ. τοῦ 1783). Ἡ αἰτία ποὺ προκάλεσε τὴν ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἦταν, κατὰ τὸν Ὅσιο Νικόδημο, ἡ μεγάλη ἀμέλεια καὶ καταφρόνηση ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ οὐράνια τροφὴ τῆς Θ. Μεταλήψεως, καὶ γι' αὐτὸ "ἐξέλιπεν ἡ ἁγιότης ἀπὸ ἡμᾶς, ὠλιγόστευσεν ἡ ἀρετή, ηὔξησεν ἡ κακία". Τὸ βιβλίο ἀρχικὰ καταδικάσθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κων/πόλεως τὸ 1785, γιατὶ δῆθεν δημιουργοῦσε σκάνδαλα καὶ διχόνοιες. Ἀργότερα ὅμως τὸ ἴδιο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, στὸ πρόσωπο τοῦ Πατριάρχου Νεοφύτου Ζʹ (1799-1801), ἀκύρωσε τὴν καταδίκη (6).
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ζήτημα τῆς συχνῆς Θείας Μεταλήψεως δημιουργήθηκαν καὶ ἄλλα ζητήματα, ὅπως τὸ ζήτημα τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Εἰκόνων, τοῦ ἀφορισμοῦ, τοῦ Μεγάλου καὶ τοῦ μικροῦ Ἁγιασμοῦ, τῆς σχέσεως τῶν Τιμίων Δώρων καὶ τοῦ Ἀντιδώρου, τῆς γονυκλισίας κατὰ τὶς Κυριακές, κ.τ.λ. (7). Ἀλλὰ δὲν θὰ ἐξετάσομε ἐδῶ αὐτὰ τὰ θέματα, λόγῳ τῆς μικρῆς διαστάσεως τῆς ἐργασίας μας, καὶ θὰ στραφοῦμε πρὸς ἄλλα πιὸ σημαντικὰ καὶ χαρακτηριστικὰ ζητήματα τοῦ κινήματος αὐτοῦ.
Ὅπως ἤδη ἔχομεν ἀναφέρει, ἡ ἔριδα αὐτὴ τάραξε ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κ/πόλεως στὴν ὁποία καὶ ὑπάγεται ἡ μοναχικὴ χερσόνησος. Βλέποντας πὼς ἐξελίσσονται τὰ γεγονότα στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία, ἀνησύχησε καὶ θέλησε νὰ ἐπαναφέρει τὴν τάξη στὴν μοναχικὴ πολιτεία. Καὶ κατὰ συνέπεια βγῆκε τὸ 1772 ἡ ἐπιστολὴ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Θεοδόσιο Βʹ (1769-73) ἡ ὁποία ἀφήνει τὶς δύο μερίδες τῶν ἀντιμαχομένων νὰ εἶναι ἐλεύθερες στὴν ἐκλογὴ τῆς ἡμέρας τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων καὶ στὸ ζήτημα τῆς Θ. Μεταλήψεως δὲν καθορίζει τὸ χρονικὸ διάστημα, δηλ. κατὰ πόσο συχνὰ μπορεῖ νὰ κοινωνάει κανεὶς, ἀλλὰ σὰν ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι ἡ προετοιμασία πρὸ τῆς Θ. Μεταλήψεως.
Εἶναι φανερὸ πὼς μὲ αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο προσπάθησε νὰ ἐπαναφέρει τὴν γαλήνη στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅμως ἡ γαλήνη δὲν ἦλθε. Καὶ «οἱ μὲν παραδοσιακοὶ κατηγοροῦσαν τοὺς φιλελευθέρους ὡς "καταπατοῦντας καὶ μὴ τηροῦντας τὸ Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησίας". Ἐκεῖνοι δὲ τοὺς παραδοσιακοὺς ὡς "Κολλυβάδες, Σαββατίνους, αἱρετικοὺς, κακοδόξους", ἀκόμη δὲ καὶ "Φραγμασόνους"» (8).
Μὲ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴ δὲν ἔπαψαν οἱ προσπάθειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου νὰ εἰρηνεύσει τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀκολούθησαν καὶ ἄλλες ἐπιστολὲς στὶς ὁποῖες διατάσσονταν νὰ ἀκολουθοῦν οἱ Σκῆτες στὸ ζήτημα τῶν Μνημοσύνων τὴν πρακτικὴ τῶν Μοναστηρίων στὰ ὁποῖα ὑπάγονταν. Ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Οἱ Ἁγιαννανίτες δὲν ὑπάκουσαν καὶ πῆγαν στὴν Κ/Πολη νὰ παρουσιάσουν ἐκεῖ τὰ ἐπιχειρήματά τους. Πῆγαν ἐκεῖ καὶ οἱ κολλυβάδες, ὅμως ἄνευ ἐπιτυχίας. Τελικὰ τὸ 1774 σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὴν Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου συγκλήθηκε Σύνοδος γιὰ νὰ ἐρευνήσει αὐτὸ τὸ θέμα. Ἡ Σύνοδος προσκάλεσε τοὺς Κολλυβάδες, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν ἦρθαν, ἀφοῦ εἶδαν πὼς κατὰ τὸ πλεῖστον ἡ Σύνοδος ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς τελοῦντες τὰ μνημόσυνα κατὰ τὶς Κυριακές, δηλ. Ἀντικολλυβάδες. Τὸτε ἡ Σύνοδος διαμαρτυρήθηκε κατὰ τῶν Κολλυβάδων στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἔστειλαν τὸν γνωστὸ ἀντίπαλο τῶν Κολλυβάδων, τὸν μοναχὸ Βησσαρίωνα τὸν ἐκ Ραψάνης, ἀντιπρόσωπο τῆς συνόδου στὴν Κ/Πολη, ἔχοντάς τον ἐφοδιάσει μὲ ἐπιστολὲς, (ποὺ εἶχαν νοθεύσει τὸ περιεχόμενο), τῶν Ἀθανασίου Παρίου καὶ Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (9).
Στὴν Κ/Πολη οἱ προσπάθειες τοῦ Βησσαρίωνος εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν σύγκληση τῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸ 1776 καὶ τὴν καταδίκη τῶν Κολλυβάδων. Ἔχοντας αὐτὴ τὴν ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου οἱ ἀντίπαλοι τῶν Κολλυβάδων τοὺς ἔδιωξαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ ἡ κακὴ αὐτὴ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος ἐκ μέρους τῶν Ἀντικολλυβάδων, συνέβαλε στὴν διάδοση τοῦ κινήματος σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ μάλιστα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅριά της. Ἀργότερα, ὅμως, οἱ Κολλυβά δες δικαιώθηκαν ἐπὶ Πατριάρχου Γαβριὴλ Δ΄, τὸ 1807, καὶ ἡ τελική τους δικαίωση ἔγινε τό 1819 ἐπὶ Πατριάρχου ἁγίου Γρηγορίου Ε΄, τοῦ ἐθνομάρτυρος.
3. ΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ
α΄. Τῶν Κολλυβάδων.
Δὲν ξέρομε δυστυχῶς πόσοι μοναχοὶ κρατοῦσαν τὴν παραδοσιακὴ γραμμή. Εἶναι δύσκολο νὰ παρουσιάσουμε τὸν ἀριθμὸ. Σίγουρο εἶναι πώς ἦταν πολλοὶ. Ἐμεῖς θὰ ἀναφερθοῦμε στὰ κυριώτερα πρόσωπα ἀπὸ τοὺς ἀρχηγέτες τους.
1. Ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης.
Ὅπως ἤδη εἴπαμε, ὁ πρῶτος χρονικὰ Κολλυβᾶς ἦταν ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἦταν λόγιος ἁγιορείτης, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. Γεννήθηκε στὴν Πάτρα περὶπου τὸ 1713 καὶ σπούδασε στὴν Κ/Πολη, στὴν Πάτμο καὶ στὰ Ἰωάννινα. Ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα στὴν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων καὶ δίδαξε στὴν Ἀθωνιάδα Σχολὴ, δηλαδὴ τὸ σχολεῖο τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιὰ τοὺς νέους μοναχούς. Τὸ 1749 ἀνέλαβε τὴν σχολαρχία τῆς Ἀθωνιάδος. Ἡ συντηρητικότητά του προκάλεσε ἰσχυρὰ ἀντίδραση ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ ὁ Νεόφυτος ἐγκατέλειψε τὴν θέση του. Ἐξ αἰτίας τῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἐδιώχθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξορία του παύει νὰ ἀναμιγνύεται στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ τὸν συναντοῦμε σχολάρχη στὴν Χίο (1760), στὴν Ἀδριανούπολη (1767) καί, μάλιστα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἑλλάδος, στὴν Ρουμανία, στὸ Βουκουρέστι, ὅπου καὶ πεθαίνει τὸ 1784. Τὸ γεγονὸς ὅτι καταγόταν, ἐκ μέρους τοῦ πατέρα του, ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους τὸ ἐκμεταλλεύτηκαν οἱ ἀντίπαλοί του λέγοντας πώς ὁ Νεόφυτος ὑπερασπιζόταν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὰ Σάββατα, γιατὶ δῆθεν νοσταλγοῦσε τὴν ἰουδαϊκὴ ἀργία τοῦ Σαββάτου καὶ μάλιστα κατηγόρησαν ὅλο τὸ κίνημα ὅτι ἦταν ἰουδαϊκῆς προελεύσεως. Σὲ ἀπάντηση αὐτῶν τῶν κατηγοριῶν ὁ Νεόφυτος ἔγραψε τὸ ἔργο: "Ἀνατροπὴ τῆς θρησκείας τῶν Ἑβραίων" (10). Ἦταν "φιλοπονώτατος, πολυμαθέστατος καὶ προκομμένος", κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ συγχρόνου του λογίου μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε (11).
2. Ὁ Ἅγιος Μακάριος (Νοταρᾶς).
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς κρατοῦσε τὴν φλέβα του ἀπὸ τὴν μεγάλη καὶ ἱστορικὴ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων, ποὺ εἶναι γνωστὴ ἀκόμη ἀπὸ τὰ Βυζαντινὰ χρόνια. Πιὸ συγκεκριμένα ὁ Μακάριος ἕλκει τὴν καταγωγή του ἀπὸ τὸν Ἀγγελῆ Νοταρᾶ, ἀδελφὸ τοῦ Λουκᾶ Νοταρᾶ, μεγάλου Δούκα (πρωθυπουργοῦ) τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Παλαιολόγου τοῦ Ἐθνομάρτυρος, μὲ διαταγὴ τοῦ Πορθητοῦ Σουλτάνου. Μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κ/Πόλεως ὁ Ἀγγελὴς Νοταρᾶς μὲ ἄλλους ἐγκαταστάθηκαν στὴν περιοχὴ μεταξὺ Ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου καὶ Καλαβρύτων, στὰ Τρίκαλα τῆς ὀρεινῆς Κορινθίας, ὅπου τὸ 1731 καὶ γεννήθηκε ὁ Μιχαὴλ (ἔπειτα Μακάριος) Νοταρᾶς, ἀπὸ τὸν Γεώργιο καὶ τὴν Ἀναστασία. Μεταξὺ τῶν διασήμων συγγενῶν τοῦ Ἁγ. Μακαρίου πρέπει νὰ μνημονεύσουμε ἐπίσης τὸν Ἅγιο Γεράσιμο τὸν πολιοῦχο τῆς Κεφαλληνίας, τοὺς δύο Πατριάρχες Ἱεροσολύμων Δοσίθεο καὶ Χρύσανθο καὶ τὸν λόγιο Θεοφάνη Ἐλεαβοῦλκο Νοταρᾶ. Μὲ μιὰ λέξη ἡ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων στὴν ἱστορικὴ πορεία της ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν πολιτεία πολλοὺς ἐπιφανεῖς ἄνδρες, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀναδείχθηκε καὶ ὁ Ἅγ. Μακάριος.
Στὰ νεανικὰ του χρόνια σπούδασε στὴν Κεφαλληνία. Ἔχοντας κλίση στὴν μοναχικὴ ζωὴ μετέβηκε στὴν μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ἀλλὰ ἐκεῖ δὲν ἔγινε δεκτὸς γιατὶ δὲν εἶχε τὴν συγκατάθεση τῶν γονέων του. Ἀναγκάστηκε νὰ ἐπανέλθει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του στὴν Κόρινθο ὅπου καὶ ἔγινε διδάσκαλος στὸ σχολεῖο. Τὸ 1765 στὴν ἠλικία τῶν 34 χρόνων χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κορίνθου μετὰ ἀπὸ ἀπαίτηση κλήρου καὶ λαοῦ. Ἀλλὰ ἡ ποιμαντορία του στὴν Κόρινθο ἦταν σύντομη. Τὰ γεγονότα τῆς ἐξέγερσης στὴν Πελοπόννησο τὸ 1769, τὰ λεγόμενα Ὀρλωφικὰ, τὸν στεροῦν τῆς καθέδρας. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔλαβε τὴν ἐντολὴ ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη νὰ ἀποστείλει νέους ἀρχιερεῖς στὴν Πελοπόννησο. Καὶ ἀπὸ τότε ὁ Ἁγιος Μακάριος ἀφοσιώθηκε στὴν ἀσκητικὴ ζωή. Πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅταν ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων βρισκόταν σὲ ἔξαρση καὶ ἀμέσως συντάχθηκε μὲ τὴν μερίδα τῶν Κολλυβάδων. Ἀλλὰ ἡ κυρία προσφορά του ὄχι μόνον στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἀλλὰ καὶ σ' ὅλον τὸν ὀρθόδοξο κόσμο ἦταν ἠ συλλογὴ τῶν ἁγιοπατερικῶν κειμένων καὶ ἡ ἔκδοση τῆς λεγομένης "Φιλοκαλίας". Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἐπισκέφθηκε πολλὲς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες μαζεύοντας τὰ ξεχασμένα κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ δίνοντάς τα γιὰ ἐπεξεργασία στὸν Ἅγιο Νικόδημο. Ὁ καρπὸς τῆς ἐργασίας τους εἶναι ἡ συλλογὴ τῆς "Φιλοκαλίας" καὶ τοῦ "Εὐεργετινοῦ" καὶ πολλῶν ἄλλων βιβλίων.
Ὁ ἅγιος Μακάριος ἦταν ὑπόδειγμα ἱεράρχου. Συνδύαζε τὴν πνευματικὴ καὶ διδασκαλικὴ ἰκανότητα. Μολονότι ζοῦσε πτωχικὰ ὁ ἴδιος ἔγινε γνωστὸς γιὰ τὴν φιλανθρωπία του, βοηθῶντας περισσότερο τοὺς σπουδαστὲς στὴν ἀποπεράτωση τῶν σπουδῶν τους. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν θέση του στὸ κίνημα ἦταν ὁ ἐμψυχωτὴς καὶ γενάρχης του.Πέθανε στὶς 16 Ἀπριλίου τοῦ 1805 στὴν Χίο καὶ ἀμέσως ἡ ἁγιότης του ἀναγνωρίσθηκε διὰ μέσου πολλῶν θαυμάτων.
3. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ὁ τρίτος ἐκπρόσωπος τῆς παραδοσιακῆς γραμμῆς ἦταν ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (κατὰ κόσμον Νικόλαος Καλλιβούρτσης). Γεννήθηκε στὴν Νάξο τὸ 1749 ὅπου καὶ ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα. Μετὰ σπούδασε στὴν Σμύρνη. Λίγο ἀργότερα στὸ νησὶ Ὕδρα γνωρίστηκε μὲ τὸν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ μὲ τὸν ὁποῖο ἀνέπτυξε στενὲς καὶ ἰσόβιες πνευματικὲς σχέσεις αἰσθάνοντας πρὸς αὐτὸν ἀγάπη καὶ βαθειὰ ἐκτίμηση (12). Τὸ 1775 κουρεύτηκε μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἦταν κατὰ κάποιον τρόπον ὁ θεολογικὸς νοῦς τοῦ κινήματος τῶν κολλυβάδων. Ὅταν κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του γιὰ αἵρεση καὶ κακοδοξία ἐξ αἰτίας τῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα, τότε ἔγραψε τὴν "Ὁμολογία πίστεως" (1807) -ἔργο ποὺ μποροῦμε νὰ θεωρηθῆ σὰν ἀπολογία ὁλοκλήρου τοῦ κινήματος. Ἦταν ἐξαιρετικὸς ἄνθρωπος, μεγάλη προσωπικότητα. Διακρινόταν γιὰ τὶς γνώσεις του, τὴν ἀπέραντη μνήμη του καὶ τὸ ἀκέραιον τοῦ χαρακτῆρα του. Ἔγραψε καὶ ἐπεξεργάστηκε πολλὰ βιβλία, μεταξὺ τῶν ὀποίων τὴν "Φιλοκαλία" σὲ συνεργασία μὲ τὸν Ἅγιο Μακάριο. Μετέφρασε καὶ δυτικὰ βιβλία τὰ ὁποῖα καθάρισε ἀπὸ τὸ ἀντιπατερικὸ στοιχεῖο καὶ βάπτισε στὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Ἐξ αἰτίας τῶν ἔργων του ὀνομάστηκε "πολυγραφότατος" ἀπὸ τοὺς βιογράφους του. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἔγινε ἓνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐρευνητὲς τῶν χειρογράφων μετὰ τὴν Ἅλωσι τῆς Κ/Πόλεως.
Μετὰ τὴν καταδίκη τοῦ κινήματος καὶ τὴν ἐξορία καὶ αὐτοεξορία τῶν Κολλυβάδων ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ Ἅγιος Νικόδημος δὲν ἔφυγε, ἀφοῦ δὲν καταδικάσθηκε, ἀλλὰ συνέχισε στὴν ἡσυχία τοῦ κελλιοῦ του τὸ συγγραφικὸ του ἔργο. Τὸ σύνολο τῶν ἔργων του, ἐκδοθέντων καὶ ἀνεκδότων, ἀνέρχεται στὸν ἀριθμὸ περίπου τῶν 112 τόμων, ὅπου βρίσκει κανεὶς ἐκεῖ συγκεντρωμένη καὶ κατασταλλαγμένη ὁλόκληρη τὴν πατερικὴ σοφία. "Χάρις στὰ ἔργα τοῦ Νικοδήμου καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὶς σωστὲς ἀρχὲς τοῦ ἡσυχαστικοῦ ἀσκητισμοῦ τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων παίρνει μία πνευματικὴ εὐρύτητα ποὺ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὴν ἔριδα γιὰ τὰ μνημόσυνα" (13). Ὅλοι οἱ σύγχρονοί του τὸν τιμοῦσαν πολὺ καὶ τὸν θεωροῦσαν ὡς Ἅγιο. Πέθανε τὸ 1809 καὶ ἀνεγνωρίσθηκε σὰν Ἅγιος τὸ 1955.
4. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος.
Ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους πρωταγωνιστὲς τοῦ κινήματος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, κατὰ κόσμον Ἀθανάσιος Τούλιος. Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κόστος τοῦ νησιοῦ Πάρος τὸ 1725. Ἀργότερα ἐγκαταλείπει τὸ οἰκογενειακὸ ὄνομα "Τούλιος" καὶ ὑπογράφεται ὡς "Πάριος". Τὰ πρῶτα του γράμματα ἔμαθε στὸ πατρικὸ νησὶ καὶ κατόπιν μετέβηκε γιὰ σπουδὲς στὴν Σμύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ ἐπὶ τέσσερα χρόνια ἦταν ἀκροατὴς τῆς διδασκαλίας τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου καὶ Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως στὴν Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία(1752-56). Περὶ τὰ τέλη τοῦ 1758 ἀναχώρησε στὴν Θεσσαλονίκη ὅπου ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση μιᾶς ἐκ τῶν δύο σχολῶν της. Ἐξ αἰτίας τῆς πανώλης ποὺ ξέσπασε ἐκεῖ διέκοψε τὰ μαθήματα καὶ πῆγε πρῶτα στὴν Κέρκυρα καὶ μετὰ ἀφοῦ προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν διδάσκαλο Παναγιώτη Παλαμᾶ, μετέβηκε στὸ Μεσολόγγι ὡς διδάσκαλος τῆς σχολῆς καὶ ἱεροκήρυκας τοῦ θείου λόγου. Τὸ 1771 μὲ πατριαρχικὴ ἀπόφαση ἀναλαμβάνει τὴν σχολαρχία τῆς Ἀθωνιάδας σχολῆς. Ἀλλὰ τὴν ἴδια ἐποχὴ ἐξ αἰτίας τῆς ἐνεργητικῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, συκοφαντήθηκε, κατηγορήθηκε γιὰ αἵρεση καὶ καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος φεύγει γιὰ τὸ νησὶ τῆς Χίου ὅπου ἀναλαμβάνει τὴν σχολαρχία τῆς σχολῆς. Ἐκεῖ καὶ παραμένει μέχρι τὸν θάνατόν του τὸ 1813. Ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τὶς εξωτερικὲς περιστάσεις τῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος πάντοτε βρισκόταν σὲ δράση. Αὐτὸς ὑπῆρξε ὁ μαχητικὸς τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων. Ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἀνύψωση τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τῶν συμπατριωτῶν του. Μὲ ζῆλο πολέμησε τὸν βολταιρισμό, ἀθεϊσμὸ καὶ εὐρωπαϊκὴ παιδεία καὶ ὑπεράσπισε τὴν ἐκκλησιαστικὴ παιδεία καὶ φιλοσοφία λέγοντας ὅτι οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίνουν λύσεις σὲ ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ θέματα. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀκλόνητης στάσης ἦρθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν ἐπιφανέστερο ἀλλὰ δυτικίζοντα λόγιο τῆς ἐποχῆς, τὸν Ἀδαμάντιο Κοραῆ.
Ἔγραψε πολλὰ ἔργα ἀπολογητικοῦ, λειτουργικοῦ καὶ παιδαγωγικοῦ περιεχομένου. Κατὰ τὸν ρωμαιοκαθολικὸ ἐπίσκοπο L. Petit, ὁ Πάριος ὑπῆρξε "ὁ πλέον διάσημος ἕλληνας τοῦ 18ου αἰῶνος μετὰ τὸν Εὐγένιο Βούλγαρη" (14). Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκτιμῶντας τὸ ἔργο καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τὸν συγκατέλεξε στὴν χορεία τῶν Ἁγίων τὸ ἔτος 1995.
5. Μεταξὺ τῶν γνωστῶν ὁπαδῶν τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος συγκαταλέγονται ἐπίσης ὁ ὁσίας μνήμης καθηγούμενος τῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου ἱερομόναχος Νήφων ὁ Κοινοβιάρχης, ὁ Γέρων Ἱερόθεος καθηγούμενος τῆς Μονῆς Προφήτου Ἠλιοὺ Ὕδρας, ὁ Ἰάκωβος ὁ Πελοποννήσιος, ὁ Ἀγάπιος ὁ Κύπριος, ὁ Χριστόφορος Προδρομίτης καὶ ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τῆς Πάρου.
β΄. Τῶν Ἀντικολλυβάδων.
Ἀπὸ τὶς πηγὲς φαίνεται ὅτι οἱ ἀντικολλυβάδες ἦταν πολυαριθμότεροι τῶν Κολλυβάδων. Οἱ κυριώτεροι ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τους ἦταν ὁ Θεοδώρητος ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα καὶ ὁ Βησσαρίων ἀπὸ τὴν Ραψάνη τῆς Θεσσαλίας.
1. Ὁ Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων.
Λόγιος καὶ αὐτὸς ἁγιορείτης τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνα, γνωστὸς γιὰ τὸν φιλελευθερισμό του. Μοναχὸς τῆς Σκήτεως τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ γιὰ ἕνα ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Ἐσφιγμένου.
Ὁ Θεοδώρητος ἦταν γιὰ τοὺς Ἀντικολλυβάδες ὅ,τι καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος γιὰ τοὺς Κολλυβάδες, ὁ μαχητικὸς τῆς ὁμάδας (15). Ἦταν ὁ πρωτεργάτης τῆς ἔριδας, τηρῶντας στάση ἀντικολλυβαδική. Θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐρευνητὲς τῶν βιβλιοθηκῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους τοῦ ὁποίου τὴν ἱστορία συνέγραψε. Τὸ 1799 ἐκδόθηκε στὴν Λειψία ἀνώνυμος ἑρμηνεία του στὴν Ἀποκάλυψη, ἡ ὁποία καταδικάστηκε γιὰ δογματικὰ σφάλματα καὶ ἀπαγορεύτηκε ἡ κυκλοφορία της ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ὁ Θεοδώρητος ἐνήργησε καὶ στὴν τύπωση τοῦ "Πηδαλίου" τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ἀλλὰ παρενέβηκε γράφοντας σημειώσεις φιλελευθέρου πνεύματος, πρᾶγμα ποὺ κατελύπησε τὸν Ἅγιον, ὁ ὁποῖος ἀπεκάλεσε τὸν Θεοδώρητο "ψευδάδελφο". Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα ἀποσφράγισε καὶ νόθευσε ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου κατηγορῶντας τον μπροστὰ στὴν Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γινόμενος κατ'αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ κύριος κατήγορος τῶν Κολλυβάδων ἐνώπιον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
2. Ὁ Βησσαρίων ὁ ἐκ Ραψάνης.
Ἐλάχιστες πληροφορίες διασώθηκαν δυστυχῶς γιὰ τὸν Βησσαρίωνα. Γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Ραψάνη τῆς Θεσσαλίας περίπου τὸ 1738. Σπούδασε στὰ Ἰωάννινα καὶ στὴν Ἀθωνιάδα ὡς μαθητὴς τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως καὶ κατόπιν στὴν Κ/Πολη. Ἐκεῖ ἦταν γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα διδάσκαλος τῶν παιδιῶν τοῦ Μεγάλου Λογοθέτη, Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου. Ἀργότερα ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα στὸ Ἅγιον Ὄρος μετονομαζόμενος ἀπὸ Βασίλειος σὲ Βησσαρίωνα καὶ ἔζησε στὴν Νέα Σκήτη. Εἶχε φήμη πεπαιδευμένου καὶ ἐναρέτου μοναχοῦ τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος καὶ ἀπελάμβανε μεγάλης ἐκτιμήσεως τόσο στὸν Ἄθωνα ὅσο καὶ στὴν Κ/Πολη. Ὁ ρόλος τοῦ Βησσαρίωνα στὴν χορεία τῶν Ἀντικολλυβάδων δὲν ἦταν καὶ τόσο καλός. Μετέβηκε στὴν Κ/Πολη ὅπου συκοφάντισε στοὺς ταγοὺς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὴν θεώρησι τῶν Ἱερῶν Μνημοσύνων καὶ τῆς συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως τῶν Κολλυβάδων μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι δικαίως καὶ ἀπέδωσαν τὴν καταδίκη τους ἀπὸ τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία σὲ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες τοῦ Βησσαρίωνα.
4. ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ.
Ἐξετάζοντας, λοιπόν, τὴν ἔριδα αὐτὴ μέσα στὰ γενικὰ πλαίσια τῆς ἐποχῆς καὶ τῶν πνευματικῶν τάσεών της ἀνακαλύπτομε τὰ ἐσωτερικὰ αἴτια καὶ τὶς προϋποθέσεις, ποὺ τὴν δημιούργησαν. Κατ᾿ ἀρχὴν πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, μολονότι ξεκίνησε ἀπὸ μία φαινομενικά μικρὴ ἀφορμή, πολὺ γρήγορα παίρνει μία πνευματικὴ εὐρύτητα, ποὺ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὴν ἔριδα τῶν μνημοσύνων. Εἶναι ἕνα κίνημα ἐμμονῆς στὶς σωστὲς βάσεις τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν πεμπτουσία της, στὸ βασικό της θεμέλιο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν λατρεία της. Γι᾿ αὐτὸ γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ ἔριδα ἔθεσε οὐσιαστικὰ τὸ πρόβλημα τοῦ θεολογικοῦ νοήματος τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐρώτημα ποὺ πρέπει νά λύσομε εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὑπάρχει ἄραγε κάποια σχέσι ἢ κάποια μυστικὴ ἑνότητα μεταξὺ τοῦ συμβόλου καὶ τῆς πραγματικότητος, ποὺ αὐτὸ ἐκφράζει, μεταξὺ τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ παρόντος, δηλαδὴ μεταξὺ τῆς καθ᾿ αὑτὸ παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἱστορικῶν "ἐνσαρκώσεων" καὶ μορφῶν της; Καὶ ἐὰν ὑπάρχει, τότε ποιά;
"Ναί, ὑπάρχει", ἀπήντησαν οἱ φιλοκαλικοὶ Κολλυβάδες, γιατὶ στὴν Ὀρθοδοξία αὐτὲς οἱ δύο πλευρὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἀχώριστες. Ὁ "κανόνας τῆς λατρείας" τῆς προσευχῆς καὶ τὸ Τυπικὸ πρέπει ὀργανικὰ νὰ πηγάζουν ἀπὸ τὸν "κανόνα τῆς πίστεως". Μὲ ἄλλα λόγια ἡ θεολογία, σὰν θεωρία, εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὴν λατρεία καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό, ἐὰν θὰ ἀλλάξωμε τὶς θεολογικὲς ἀπόψεις μας, ἀλλάζει καὶ ἡ πνευματικὴ ζωή μας. Ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως ἔναντι τῶν αἱρετικῶν. Ἀντιθέτως, ἐὰν θὰ ἀλλάξωμε κάτι στὴν λατρεία μας, τότε διασαλεύεται ἡ θεολογία καὶ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες ὑπάρχει κάποια μυστικὴ μετοχὴ καὶ κοινωνία μεταξὺ τοῦ συμβόλου καὶ τῆς πραγματικότητος, ποὺ αὐτὸ ἐκφράζει· γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀχώριστα μεταξύ τους. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη ὑπογραμμίζεται ἰδιαίτερα στὰ συγγράμματα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, στοὺς εἰκονοφίλους Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἄλλους Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἐὰν θέλωμε νά ἀλλάξωμε κάτι στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά εἴμαστε πολὺ προσεκτικοὶ γιὰ νὰ μήν ἐγγίσωμε τὰ οὐσιώδη στοιχεῖα καὶ νὰ μὴν ἀνατρέψωμε, ἐξ αἰτίας τῆς ἀναισθησίας μας, τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπάνω σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ ἀντίπαλοι τῶν Κολλυβάδων δὲν ἔχουν καμμία αἴσθηση, εἴτε λόγῳ ἀγνοίας εἴτε πάλι λόγῳ φιλοσοφικῶν καὶ θεολογικῶν ἐπιδράσεων τῆς Δύσεως. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς στὸ πρόσωπο τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, καὶ περισότερο ὁ Προτεσταντισμός, εἶχαν κηρύξει τὸν χωρισμὸ καὶ τὴν ἀνεξαρτησία τῆς λατρείας ἀπὸ τὸ δόγμα τῆς πίστεως. Οἱ Ἀντικολλυβάδες, λοιπόν, ἔχοντας τέτοια ἐσφαλμένη θεολογικὴ βάση πολὺ εὔκολα, καὶ χωρὶς ἐμβάθυνση στὸ νόημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Τυπικοῦ καὶ τῆς λατρείας, προσάρμοζαν τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας στὶς ἱστορικὲς συνθῆκες καὶ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες τους. Αὐτοὶ δὲν εἶχαν συναίσθηση ὅτι οἱ ἀλλαγὲς πρέπει νὰ γίνωνται πάντοτε ἀνάλογα μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως, καὶ ὄχι ἀνάλογα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου, γιατὶ ἔτσι "ὁ χρόνος καὶ οἱ ἀνάγκες τῆς ζωῆς γίνονται κριτήριο τῶν λειτουργικῶν πράξεων καὶ συμβόλων. Δηλαδὴ μὲ ἕνα ἐξωτερικὸ τρόπο καὶ χωρὶς βάθος ἀντιμετωπίζεται ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας" (16).
Ἀντίθετα, οἱ Κολλυβάδες δὲν ἤθελαν νὰ ἐξυπηρετοῦν τὶς θρησκευτικὲς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἤθελαν νὰ λατρεύουν τὸν Θεό. Ἡ λατρεία, κατὰ τοὺς Κολλυβάδες, πρέπει νὰ εἶναι μία προσφορά, ἕνα δῶρο ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, καὶ ὄχι ἕνα ἁπλὸ σύστημα ἐξυπηρετήσεως τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχαν τὴν ἄποψη ὅτι πρέπει νὰ ἀνεβαίνωμε ἐμεῖς πρὸς τοὺς οὐρανούς, καὶ ὄχι νὰ τραβοῦμε τὸν οὐρανὸ πρὸς τὴν γῆ. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ θεολογικὲς ἀπόψεις τῶν Κολλυβάδων εἶναι θεοκεντρικές, στραμμένες πρὸς τὸν Θεό, ἐνῶ τῶν Ἀντικολλυβάδων εἶναι οὐμανιστικές, στραμμένες πρὸς τὸν κόσμο.
Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων ἦταν ἀντικατοπτρισμὸς αὐτῶν τῶν δύο θεολογικῶν στάσεων καὶ ὄχι μία ἀσήμαντη διαμάχη κάποιων ἀργόσχολων μοναχῶν. Ἂς δοῦμε, λοιπόν, ποιά ἐπιχειρήματα παρέχουν οἱ Κολλυβάδες ὑποστηρίζοντας τὶς θέσεις τους.
Κατὰ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο, ἡ τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακὴ εἶναι "ἀνοίκειον", δηλαδὴ ἀπαράδεκτο, καὶ "ἁμαρτιῶδες" γεγονός. Ἀνοίκειον, γιατὶ δὲν πρέπει νὰ ψάλλωνται νεκρώσιμες καὶ θρηνώδεις Ἀκολουθίες, κατὰ τὴν χαρμόσυνη αὐτὴν ἡμέρα. Ἁμαρτιῶδες, γιατὶ παραβαίνονται οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγές, οἱ ὁποῖες ἀναφέρουν: "Ἔνοχος ἔσται ὁ κατηφῶν ἡμέραν ἑορτῆς Κυρίου" (17).
Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὴν "Ὁμολογία πίστεώς" του παρουσιάζει περισσότερα ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο γιὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακή. Πρῶτα ἀπὸ ὅλα ἐξηγεῖ ὅτι ὑπαρχουν δύο εἴδη μνημοσύνων: α΄). Ὅταν ὁ ἱερέας μνημονεύει τὰ ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων στὴν Προσκομιδὴ, κατὰ τὴν Θ. Λειτουργία, καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ μνημόσυνο, ἢ μᾶλλον ἡ μνημόνευση, γίνεται χωρὶς κανένα πένθος ἢ θρῆνο, καὶ β΄). Ὅταν τὰ μνημόσυνα τελοῦνται "μετὰ κολλύβων", καὶ τότε πένθος ὑπάρχει καὶ "θρῆνος εἰσάγεται". Δηλαδή, κατὰ τὸν ὅσιο Νικόδημο, ἀπαγορεύεται τὴν Κυριακὴ τὸ δεύτερο εἶδος τῶν μνημοσύνων, ποὺ προκαλεῖ θρῆνο, ἐνῶ δὲν ἀπαγορεύεται τὸ πρῶτο εἶδος, δηλαδὴ ἡ ἁπλὴ μνεία τῶν ὀνομάτων καὶ οἱ εὐχές ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων στὴν Προσκομιδή, ἔστω καὶ ἂν εἶναι Κυριακή, ἀφοῦ δὲν προκαλεῖ πένθος, ποὺ δὲν ταιριάζει στὴν ἀναστάσιμη αὐτήν ἡμέρα. Ἐξ ἄλλου ἀπαγορεύονται τὰ μνημόσυνα κατὰ τὶς Κυριακὲς σύμφωνα καὶ μὲ τὶς Ἀποστολικές Διαταγές, ποὺ ἀναφέρουν ὅτι: "Οὐ χρὴ πενθεῖν ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς".
Ὅπως βλέπομε, γιὰ τοὺς Κολλυβάδες τὰ μνημόσυνα καὶ τὰ κόλλυβα δὲν εἶναι μόνο προσευχὴ γιὰ τοὺς νεκρούς, ἀλλ᾿ εἶναι "ταυτόχρονα καὶ λειτουργικὴ μαρτυρία καὶ κήρυγμα τοῦ σαββατισμοῦ τοῦ Θεοῦ μετὰ τὴν πρώτη δημιουργία τοῦ κόσμου· ἀλλὰ καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ θανάτου καὶ τῆς καθόδου τοῦ Κυρίου στὸν Ἅδη, τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, γιὰ τὴν λύτρωσι τῶν κεκοιμημένων. Τὰ κόλλυβα συμβολίζουν τὸ νεκρὸ ἄνθρώπινο σῶμα, ποὺ περιμένει τὴν Ἀνάστασι" (18). Τὸ Σάββατο, λοιπόν, εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς λύπης καὶ τοῦ θρήνου γιὰ τοὺς νεκρούς, ἐνῶ ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐφροσύνης γιὰ τὴν ἀναμενόμενη κοινὴ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἀφοῦ ἡ Κυριακὴ ἔχει τέτοιο συμβολισμό, αὐτὸ πρέπει νὰ μαρτυρεῖται καὶ νὰ διακηρύσσεται, "καὶ τίποτε δὲν πρέπει νά ἀμαυρώση ἢ νὰ σκεπάση ἢ νά κρύψη αὐτὸ τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία ὅλες οἱ ἡμέρες, ἑπομένως καὶ τὸ Σάββατο, ἀποκτοῦν τὸ πραγματικὸ καὶ αἰώνιο νόημά τους" (19).
Τὸ κάθε σύμβολο ἀντιστοιχεῖ σὲ μία ὁρισμένη πραγματικότητα καὶ, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, δὲν πρέπει νὰ ἀμιγνύωνται τὰ διάφορα σύμβολα, οὔτε οἱ διάφορες, μεταξύ τους. Ἀλλὰ, θὰ μποροῦσε νά ρωτήσει κανείς, τί σημασία ἔχουν τὰ σύμβολα γιὰ τὴν ζωή μας; Τί μποροῦν νὰ μᾶς προσφέρουν; Ὅσο περισσότερο συναρμόζεται καὶ ταυτίζεται ὁ φυσικὸς ρυθμὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν Θεανθρώπινη οἰκονομία, τὰ ἱστορικὰ γεγονότα μὲ τὴν λειτουργικὴ ἀνάμνηση καὶ συμβολισμὸ τῆς ἑορτῆς, τόσο περισσότερο ριζώνει ὁ ἄνθρωπος μέσα στό μυστήριο τῆς Θείας ζωῆς, καὶ ἤδη ἐδῶ στὴν γῆ ἀρχίζει νά συνηθίζει πρὸς τὴν αἰώνια ζωή, ἀρχίζει νά ζῆ σὲ ἄλλες διαστάσεις. Ἔτσι ὁ χρόνος μέσα στὸν ὁποῖο μένομε τώρα, ἑνώνεται μὲ τγην αἰω νιότητα, μέσα στὴν ὁποῖα θά ζήσομε στὸ μέλλον. Ὁ κόσμος μεταμορφώνεται καὶ ὁ ἄνθρωπος θεοῦται καὶ ἠ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά προετοιμάσει ἤδη ἐδῶ στὴν γῆ τὰ τέκνα της γιὰ τὴν ἄλλη, αἰώνια ζωή.
Τὸ βασικώτερο μέσο προετοιμασίας γιὰ τὴν μέλλουσα ζωὴ εἶναι ἡ Θ. Μετάληψη, μέσῳ τῆς ὁποίας ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε ἐπὶ τῆς γῆς, ἑνωνώμαστε κατὰ χάριν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ προγευόμαστε τὴν αἰώνια ζωή. Ἐδῶ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσωμε ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ τῶν Κολλυβάδων πρὸς τὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ τάξη τῆς συχνῆς θείας Μεταλήψεως δὲν εἶναι ἁπλὴ ἀποκατάσταση τῆς παλαιᾶς παραδόσεως, ἀλλ᾿ ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη. Προκειμένου νὰ ζοῦν πνευματικά, νὰ προσηλώνονται πρὸς τὸν Θεό, πρέπει νὰ ἔχουν καὶ τὴν ἀντίστοιχη πνευματικὴ ἐνίσχυση, τὴν θεία τροφή, τὸν "οὐράνιο Ἄρτο".
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχε ἐπικρατήσει ἡ συνήθεια μεταξύ τῶν χριστιανῶν νὰ μεταλαμβάνουν μόνο δύο ἢ τρεῖς φορὲς τὸν χρόνο, γιὰ νὰ μὴν ὐποτιμοῦν δῆθεν τὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας. Αὐτὴ τὴν στάση, δηλαδὴ τὴν ἀραιὰ Θ. Κοινωνία, ὑπερασπίσθηκαν οἱ Ἀντικολλυβάδες, μολονότι αὐτὴ δὲν ἦταν ποτὲ κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ ἀντίθετα ἕνα παροδικὸ γέννημα κάποιων ἱστορικῶν συνθηκῶν. Οἱ Κολλυβάδες, ὅμως, εἶχαν "τὴν πεποίθησι ὅτι ἡ Θ. Μετάληψις δὲν εἶναι ἐπιβράβευσις τῶν τελείων, ἀλλ᾿ ἐνίσχυσις τῶν ἀτελῶν εἰς τὸν πνευματικό τους ἀγῶνα", καὶ ἐπιμελοῦντο καὶ συνιστοῦσαν τὴν συχνὴ προσέλευση στὸ "ποτήριο τῆς ζωῆς" (20).
Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βλέπομε τοὺς ἱεροπρεπεῖς Κολλυβάδες νὰ ἐνδιαφέρονται πρωτίστως γιὰ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, νὰ ψάχνουν γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θὰ μπορέσει νὰ ἀναγεννήσει τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ τοὺς προετοιμάσει γιὰ τὴν χριστοειδῆ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή. Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς οἱ Κολλυβάδες ἔστρεψαν τὰ βλέμματά τους πρός τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀντλώντας μέσα ἀπὸ τὰ συγγράμματά τους τὴν ἀληθινὴ φιλοσοφία.
5. Η ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
α΄. Στὴν Ἑλλάδα.
Μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς προσφορὲς τῶν Κολλυβάδων εἶναι καὶ ἡ ἔκδοση τῆς "Φιλοκαλίας". Ὅπως ἔχομε ἀναφέρει ἡ περισσότερη τιμὴ γιὰ τὴν συλλογή της ἀνήκει στὸν ἅγιο Μακάριο, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσθέσωμε ἐδῶ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀόκνου "θεολόγου τοῦ κινήματος", τοῦ ὁσίου Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος ἐπεξεργάσθηκε ὅλα τὰ πατερικὰ κείμενα ποὺ τοῦ προσέφερε ὁ ἅγιος Μακάριος.
Ἀφοῦ στερήθηκε τήν Μητρόπολή του, ὁ ἅγιος Μακάριος, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ὑλικὸ βάρος, πάμπτωχος, ἀνεχώρησε πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ πρῶτα ἐπισκέφθηκε πολλὲς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν νησιῶν, ἐρευνώντας γιὰ τὰ νηπτικὰ, ἡσυχαστικὰ κείμενα τῶν Πατέρων. Ὅμως, τί παρεκίνησε τὸν Ἅγιο πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση; Ὅπως εἴπαμε ἤδη, ὁ ἅγιος Μακάριος πρὶν νὰ γίνει Μητροπολίτης Κορίνθου ἦταν δάσκαλος καὶ γνώρισε ἐμπειρικὰ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ Γένους. Ἀπό τότε ἤδη εἶχε ὀρθὰ διαβλέψει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει φρόνημα γνήσια ὀρθόδοξο, χωρὶς θεολογικὸ ἦθος καὶ ὀρθοπραξία. Ἐξ ἴσου καὶ ὁ πνευματικὸς ἀγῶνας καὶ ὁ μοναχισμὸς δὲν μποροῦν νὰ προκόψουν καὶ νὰ ἔχουν καρποὺς χωρὶς θεολογικὴ θεμελίωσι καὶ πρακτικὸ ὁδηγό, γέροντα. Καὶ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἅγιος Μακάριος τὰ εἶδε συγκεντρωμένα στὰ ἔργα τῶν Νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Γι'αὐτὸ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ του ἀφιέρωσε σὲ αὐτὸν τὸν σκοπό.
Ἔχοντας φθάσει λοιπὸν στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἅγιος Μακάριος εἶχε ἤδη πολλὰ κείμενα τὰ ὁποῖα ἐμπλούτησε περισσότερο μετὰ ἀπὸ τὴν ἔρευνα στὶς ἐκεῖ βιβλιοθῆκες καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἱ.Μονὴ Βατοπαιδίου ποὺ "ἀνεκάλυψε θησαυρὸν, ἤτοι βιβλίον περὶ ἑνώσεως τοῦ νοὸς μετὰ τοῦ Θεοῦ συλλεχθὲν εἰς ἀρχαίους χρόνους ἀπὸ μεγάλων ζηλωτῶν ἐκ πάντων τῶν Ἁγίων" (21). Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου στὶς Καρυὲς καὶ ἀκριβῶς ἐκεῖ ἐκάλεσε τὸν νεαρὸ ἀκόμα μοναχὸ Νικόδημο, ποὺ εἶχε τότε ἡλικία εἰκοσιοκτὼ ἐτῶν, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ θεωρήσει τὴν Φιλοκαλία.
Τὴν ὀγκώδη συλλογὴ αὐτὴ ποὺ συμπεριέλαβε ὅλα τὰ κείμενα ἀσκητικῶν συγγραφέων ἀπὸ τὸν Δʹ μέχρι ΙΔʹ αἰῶνα, ὁ Ἅγιος Μακάριος ὀνόμασε "Φιλοκαλία". Τὴν ὀνομασία αὐτὴ ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο (+381), ὁ ὁποῖος πρῶτος ἔτσι ὀνόμασε τὴν ἐπιλογὴ τῶν τμημάτων ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Ὡριγένη καὶ τὴν ὁποία παρουσίασε στὸν φίλο του Μέγα Βασίλειο. Ἡ λέξη Φιλοκαλία σημαίνει ἀγάπη πρὸς τὴν ὀμορφιά, πρὸς τὸ κάλλος.
Στὸν Ἅγιο Νικόδημο ἔμελλε νὰ θεωρήσει αὐτὸ τὸν τεράστιο ὄγκο χαρτιῶν ποὺ τοῦ παρουσίασε ὁ Ἅγιος Μακάριος. Ἔπρεπε νὰ διαβάσει, νὰ ἐπιλέξει καὶ νὰ ἐπεξεργαστεῖ αὐτὸν τὸν "θησαυρὸ", νὰ γράψει σύντομες βιογραφίες τῶν συγγραφέων τῆς συλλογῆς καὶ νὰ συντάξει τὸ προοίμιο. Ἡ δουλειὰ ἦταν μεγάλη ἀλλὰ εὐχάριστη, ἐπειδὴ συνέβαλε στὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ ἰδίου τοῦ Νικοδήμου. Ἐπεξεργάζοντας τὰ κείμενα τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, ἂν μποροῦμε νὰ ἐκφραστοῦμε ἔτσι, κυριολεκτικὰ ἀφομοίωσε ὅλα ὅσα γράφτηκαν ἐκεῖ. Φυσικὰ αὐτὴ ἡ δουλεία ἐκτελέστηκε ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ Ἁγίου Μακαρίου. Ἡ συνεργασία τῶν δύο Ἁγίων ἄρχισε τὸ 1777 καὶ τελείωσε σὲ πολὺ σύντομο χρονικὸ διάστημα. Ἤδη τὸ 1782 στὴν Βενετία ἐκδόθηκε ἡ "Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν".
"Τὴν ἀξία τῶν προσπαθειῶν τους ἀποτιμᾶ κανεὶς βαθύτερα ἀναλογιζόμενος ὅτι τόσο εὐρὺ καὶ χρήσιμο ἔργο δὲν εἶχε μέχρι τότε ἀναληφθεῖ, ἀλλ' οὔτε μέχρι σήμερα νὰ ἔχει ὑποκατασταθεῖ ἀπὸ κάποιο καλύτερο" (22).
β΄. Στὴν Ρουμανία, Ρωσσία, κτλ.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι τὸ φιλοκαλικὸ κίνημα ἐπηρέασε τὴν πνευματικὴ ζωὴ ὄχι μόνον τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ καὶ ἔμμεσα τῶν ὑπολοίπων Βαλκανικῶν λαῶν καὶ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς σὲ αὐτὲς τὶς χῶρες εἶναι δεμένη μὲ τὸ ὄνομα τοῦ οὐκρανικῆς καταγωγῆς μολδαβοῦ στάρετς (γέροντος) Ἁγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (1722-94), ὁ ὁποῖος μετέφρασε τὴν "Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν" στὴν ἐκκλησιαστικο-σλαβονικὴ γλῶσσα.
Λίγο πρὶν ξεσπάσει ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων, τὸ 1746 ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἅγιος Παΐσιος ζητῶντας πνευματικὸ ὁδηγὸ τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ οὔτε στὴν Ρωσία οὔτε στὴν Μολδαβία. Δὲν πραγματοποιήθηκε ὅμως ἡ ἐπιθυμία του καὶ ἐκεῖ. Διψῶντας γιὰ πνευματικὲς ὁδηγίες ἔστρεψε τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὰ ὁποῖα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν εἶχαν ἀπήχηση. Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὸν παρεκίνησε νὰ μάθει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ νὰ ψάχνει στὶς βιβλιοθῆκες τοῦ Ὄρους τὰ χειρόγραφα τῶν πατερικῶν κειμένων. Ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ καὶ σιγὰ σιγὰ γύρω ἀπὸ αὐτὸν συναθροίστηκε ἡ ἀδελφότητα, ἡ ὁποία αὐξήθηκε σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἱερὰ χερσόνησο καὶ νὰ ἐπανέλθει στὴν Βλαχία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχαν συνθῆκες γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς ἀδελφότητος.
Φεύγοντας τὸ 1764 γιὰ τὴν Μολδαβία ἄφησε στὸ Ὄρος τὸν μαθητή του Γρηγόριο. Αὐτὸς προσκολήθηκε στὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν ὁποῖο βοηθοῦσε στὴν ἀντιγραφὴ κωδίκων καὶ ταυτόχρονα ἐνημέρωνε σχετικὰ τὸν Ἅγιο Παΐσιο, τὸν ὁποῖο καὶ προμήθευε μὲ χειρόγραφα νηπτικοῦ περιεχομένου (23). Μόλις τὸ 1782 ἐκδόθηκε ἡ "Φιλοκαλία" ὁ Παΐσιος τὴν ἐπῆρε καὶ μετέφρασε στὴν σλαβονικὴ γλῶσσα.
Στὴν ρωσσικὴ Φιλοκαλία ὀφείλεται ἡ ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Ρωσσίας τοῦ ΙΗʹ αἰῶνα, ἐξοχώτερος ἐκπρόσωπος τῆς ὁποίας ἦταν ἡ Μονὴ τῆς Ὄπτινα, ποὺ ἄσκησε ἀποφασιστικὴ ἐπίδραση καὶ στὴν ὁμάδα τῶν σλαβοφίλων στοχαστῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τοὺς πανσλαβιστές. Οἱ ἀπόψεις τῶν σλαβοφίλων συμπίπτουν μὲ τὶς ἀπόψεις τῶν παραδοσιακῶν τῆς Ἑλλάδος, ὥστε "ἡ χώρα ξαναβρίσκοντας τὶς λαϊκὲς, ὀρθόδοξες ρίζες της θὰ μποροῦσε νὰ προικισθεῖ μὲ μία παιδεία σύμφωνη μὲ τὸ αὐθεντικὸ πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ" (24).
Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς τῆς πνευματικῆς ἐπιδράσεως τῶν Κολλυβάδων ἔδωσε τὸ δικαίωμα στὸν Ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιο Ράντοβιτς νὰ μιλάει γιὰ "Φιλοκαλικὸ κίνημα" ἀντὶ γιὰ "κολλυβαδικὸ", λέγοντας ὅτι μία τέτοια ὀνομασία δὲν μπορεῖ "νὰ ἐκφράζει, οὔτε νὰ συμπεριλάβει ὅλες τὶς διαστάσεις αὐτοῦ τοῦ πολύπλευρου κινήματος" (25). Ὅμως σύμφωνα καί μὲ ὅσα ἔχουν ἀναφερθεῖ, ὁ ὅρος "κολλυβαδικό" κίνημα, δὲν ἀποκλείει καθόλου τὴν "φιλοκαλικὴ" ἔννοιά του.
6. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Μετὰ τὴν ἔριδα τῶν μνημοσύνων, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Κολλυβάδες τοῦ Ἄθω ἐξακολούθησαν νὰ ἀφήνουν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ σκορπίζονται στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, ἰδιαιτέρως στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, ἱδρύοντας μοναστήρια ποὺ ἔγιναν οἱ ἑστίες τῆς διαδόσεως τῶν ἰδεῶν τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος.
Μία σημαντικὴ ὄψη τοῦ ρόλου τους ὑπῆρξε τὸ λειτούργημα τοῦ πνευματικοῦ πατρός-γέροντος καὶ συμβούλου τοῦ ὑπόδουλου λαοῦ. Πολλὲς φορὲς στάθηκαν οἱ καθοδηγητὲς καὶ ἐμψυχωτὲς τῶν Νεομαρτύρων τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Αὐτοὶ συνήθως ἦταν χριστιανοὶ ποὺ σὲ μία στιγμὴ ἀδυναμίας, ἐγκατέλειψαν τὴν πίστη τους καὶ ἀσπάστηκαν τὸν ἰσλαμισμὸ ἀπὸ φόβο ἢ συμφέρον. Κυριευμένοι ἀπὸ μετάνοια, ἔμπαιναν στὴν καθοδήγηση κάποιου ὀνομαστοῦ μοναχοῦ, περνοῦσαν μερικὰ χρόνια σὲ μία αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ ἀκριβὴ τακτικὴ τῆς ἡσυχαστικῆς προσευχῆς, καὶ μετὰ πήγαιναν νὰ μαρτυρήσουν ἐπισήμως τὴν ἐπιστροφὴ τους ἐνώπιον τῶν Ὀθωμανῶν, ὅπου καὶ καταδικάζονταν σὲ θάνατο. Τὸ παράδειγμά τους ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια στηρίγματα τῆς πίστεως τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν μουσουλμάνων (26).
Ἀλλὰ ἡ προσφορὰ τῶν ἁγίων Γερόντων Κολλυβάδων ἐπεκτάθηκε καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς τῆς ἐθνικῆς ζωῆς, ὅπως τὴν ὑποστήριξη τῶν ἀγωνιστῶν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ γένους ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τῆς κολλυβαδικῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ στὴ νῆσο Σκιάθο. «Κάθε φορὰ ποὺ ἡ παραμονὴ τῶν ἁρματωλῶν τῆς Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας στὴν στεριὰ καταντοῦσε ἀδύνατη, εὕρισκαν καταφύγιο στὴν γειτονικὴ Σκιάθο, ὅπου οἱ φιλόξενοι μοναχοὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοὺς προσέφεραν μὲ κάθε προθυμία ὅλη τὴν δυνατὴ περίθαλψη "ἄρτους, κρέατα, τυροὺς καὶ οἶνον"» (27). Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐθνικῆς του προσφορᾶς τὸ μοναστῆρι ἐξαιρέθηκε ἀπὸ τὴν φορολογία μὲ ἀπόφαση τῆς τότε Κυβερνήσεως.
Ἀλλὰ δὲν περιορίστηκε μόνον σὲ αὐτὲς τὶς προσφορὲς καὶ ἐπιδράσεις ἡ Μονὴ Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου. Ἡ Μονὴ ἀνέπλασε πνευματικὰ, προετοίμασε ψυχικὰ καὶ χάρισε στὴν Ἑλλάδα τοὺς δύο μεγάλους χριστιανοὺς λογοτέχνες της, τοὺς δύο Σκιαθίτες Ἀλεξάνδρους, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδη, τῶν ὁποίων ἡ θρησκευτικότητα, ἢ πιὸ σωστὰ χριστιανικότητα, στάθηκε ἕνα φαινόμενο μοναδικὸ ὣς τώρα στὴν νεοελληνικὴ λογοτεχία (28).
Ἐδῶ δὲν θὰ μιλήσομε γιὰ τὴν βιογραφία τῶν δύο λογοτεχνῶν, ἀλλὰ θὰ στρέψομε τὴν προσοχή μας πρὸς τὶς ρίζες τῆς πνευματικότητάς τους. Μολονότι γεννήθηκαν ἕναν αἰῶνα ἀργότερα ἀπὸ τὴν περίοδο ἀκμῆς τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος, ἐπηρεάστηκαν πολὺ ἀπὸ τὴν διαχρονικότητα τῆς φιλοκαλικῆς πνοῆς του, ποὺ ἁπλώθηκε στὴ ὄμορφη νῆσο Σκιάθο μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τὸ "νέο μοναστῆρι", ὅπως τὸ ἀποκαλοῦσαν οἱ ντόπιοι. Ἱδρυτὲς του τὸ 1794 οἱ ἐξορισμένοι ἁγιορεῖτες Κολλυβάδες, ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος Σκιαθίτης καὶ ὁ γέροντάς του ἱερομόναχος Νήφων ὁ Χίος, ὁ ὁποῖος στάθηκε καὶ ὁ πρῶτος ἡγούμενος ἐκεῖ, ἐπικληθεὶς ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του "νέος κοινοβιάρχης", γνήσιος ἐνσαρκωτὴς τοῦ κολλυβαδικοῦ πνεύματος ποὺ τὸ μετέδωσε ἀνόθευτο στὸ κοινόβιό του. Τὸν διαδέχθηκε ὁ μαθητὴς του Γρηγόριος, τοῦ ὁποίου ἡ ἡγουμενία ἦταν πολὺ σύντομη, ἀφοῦ πέθανε μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια.
Τὸν Γρηγόριο διαδέχθηκε ὁ Φλαβιανὸς, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους στυλοβάτες τοῦ κοινοβίου αὐτοῦ. Αὐτὸν διαδέχθηκε ὁ Ἀλύπιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ λόγιου Ἐπιφανείου Δημητριάδη, "τοῦ Λογιωτάτου", ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσαν τότε. Ὁ γιὸς τοῦ Δημητριάδη καὶ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀλυπίου ἦταν ὁ περίφημος γέρων Διονύσιος. Αὐτὸς, παραφυάδα τῶν ἱεροπρεπῶν ἐκείνων Κολλυβάδων, ἦταν συγγενὴς ἐξ αἵματος μὲ τὸν παπα-Ἀδαμάντιο Μωραΐτη, τὸν πατέρα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη καὶ θεῖο τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη. Ὁ γέρων Διονύσιος ἐκτιμᾶτο τόσο πολὺ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ του τέκνα, ὥστε νά γράψει γι᾿ αὐτὸν ὁ Παπαδιαμάντης: "Ἐὰν ἐγεννᾶτο πρὸ τοῦ Δ΄ αἰῶνος, θὰ ἦτο μάρτυς· ἐὰν μετὰ τὸν Δ΄ αἰῶνα, ὅσιος" (29). Ἀπὸ τέτοια περίφημη γενιὰ κρατοῦσαν τὴν φλέβα τους οἱ δύο αὐτοὶ ἐξάδελφοι. Νεκρολογῶντας τὸν ἱερέα πατέρα του ὁ Παπαδιαμάντης τὸ 1895 γράφει ὅτι αὐτὸς "ἐδιδάχθη τὴν τέλεσιν τῶν μνημοσύνων παρὰ τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων" (30).
Συνειδητοποιώντας οἱ δύο Ἀλέξανδροι αὐτὴν τὴν πνευματικὴ καὶ σαρκικὴ καταγωγὴ τους ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Κολλυβάδες, τοὺς σέβονται, τοὺς τιμοῦν, τοὺς ἀγαποῦν, ἀλλὰ καὶ ἐμβαπτίζουν τὴν πέννα τους στὸ κολλυβαδικὸ πνεῦμα τους. Ὁ Μωραϊτίδης πλέκει τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ὀνομάζοντάς τον "μέγαν Διδάσκαλον τοῦ αἰῶνος". Ἀλλὰ καὶ ὁ Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του "Τὸ Χατζόπουλο", μιλῶντας γιὰ τὸν π. Νήφωνα, τόν π. Γρηγόριο καὶ τοὺς ἄλλους συνασκητές τους, προσθέτει ἐπεξηγηματικά: "Οὗτοι...ἦσαν οἱ λεγόμενοι Κολλυβάδες ὑποστάντες διωγμὸν καὶ εἰς αὐτὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, διότι ἐπέμενον εἰς τὴν ἀκρίβειαν, καὶ δι᾿ ἄλλα πολλὰ πράγματα, καὶ ὅπως μὴ τὰ μνημόσυνα τῶν νεκρῶν τελῶνται τὰς Κυριακάς. Ψυχοσάββατον ὑπάρχει, ἀλλὰ ψυχοκυριακὴν ἠκούσατε ποτέ σας χριστιανοί;" (31). Ἡ σημασία, ποὺ δίνει ὁ Παπαδιαμάντης στὴν λειτουργικὴ καὶ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, μᾶς φανερώνει πάλι τοὺς πνευματικοὺς προγόνους του.
Τὰ παιδικὰ χρόνια γιὰ κάθε ἄνθρωπο εἶναι πολύτιμα, ἐπειδὴ προσφέρουν τὶς ἀνεξάλειπτες ἀναμνήσεις μιᾶς ἀμέριμνης καὶ εὐτυχισμένης ζωῆς. Ἀλλὰ περισσότερο αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ἀνθρώπους μὲ καλλιεργημένη ψυχή, ὅπως τοὺς δύο Ἀλεξάνδρους, οἱ ὁποῖοι ἀναπολοῦν συχνὰ αὐτὰ τὰ θαυμάσια χρόνια, ὅταν μὲ μεγάλη χαρὰ ἔτρεχαν στὸ μοναστήρι τῆς Εὐαγγελιστρίας, στοὺς καλοὺς καὶ εὐλαβεῖς μοναχούς. Νοσταλγικὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις γιὰ τὶς κατανυκτικὲς ψαλμωδίες τῶν νυκτερινῶν ἀγρυπνιῶν καὶ τὰ μελωδικὰ κελαηδήματα τῶν ἀηδονιῶν τῆς αὐγῆς.
Δὲν θὰ εἶχε ἡ Ἑλλάδα ἕναν Μωραϊτίδη ἐὰν δὲν τοῦ ἔλεγε ὁ γέρων Διονύσιος: "Πήγαινε νὰ μάθης γράμματα!", ὅταν ὁ ἔφηβος Ἀλέξανδρος ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνει μοναχός. Ἔτσι μὲ αὐτὴν τὴν προτρεπτικὴ συμβουλὴ τοῦ Γέροντος κέρδισε τὸν Μωραϊτίδη ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ λογοτεχνία (32). Ἀλλ᾿ αὐτός, μένοντας πιστὸς στὸν νεανικό του πόθο, ἔγινε μοναχὸς στὰ τέλη τὴς ζωῆς του μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρόνικος.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ἄραγε, μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ "σκοταδιστὲς καὶ στενόμυαλους" Κολλυβάδες, ἢ μήπως πρόκειται γιὰ τοὺς ἐκπροσώπους ἑνὸς ἀναγεννητικοῦ κινήματος στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ ὁποῖο ἔδωσε καινούρια πνοὴ στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ γένους; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μᾶλλον αὐτονόητη... Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων ἀπασχόλησε ζωηρὰ κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη σχεδὸν ὅλους. Πλῆθος κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἀσχολήθηκε μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς, γεγονὸς ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ, κατὰ τὸν γερμανὸ θεολόγο N. Bonwetsch, "ὡς ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς ἀφυπνιζομένης πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα" (33).
Ἔτσι τελειώνοντας, καὶ ὡς ἀνακεφαλαίωση τῆς παρούσης ἐργασίας, νομίζω πὼς δὲν θὰ μπορέσω νὰ προσθέσω τίποτε παραπάνω ἀπὸ ὅσα ἀναφέρει ἐπὶ τοῦ θέματος ὁ καθηγητὴς π. Γ. Μεταλληνός: " Ἡ ἐμφάνιση τῶν Κολλυβάδων τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα στὸν Ἁγιορειτικό, καὶ εὐρύτερα στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, σημειώνει μία δυναμικὴ ἐπιστροφὴ στὶς ρίζες τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, στὸ κέντρο τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Τὸ "κίνημά" τους, ὅπως ὀνομάσθηκε, εἶναι ἀναγεννητικό, ὅσο καὶ παραδοσιακό· προοδευτικό, ὅσο καὶ πατερικό· μὲ μία λέξη: γνήσια ὀρθόδοξο. Δέχθηκε πολλὲς ἐπιθέσεις, παρεξηγήθηκε, διαβλήθηκε ἀπὸ ὅλους ἐκείνους, ποὺ θρεμμένοι μὲ τὸ σκοτάδι τοῦ δυτικοῦ, φραγκικοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ ἀποκομμένοι ἀπὸ τὶς Πατερικὲς ρίζες, δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ καταλάβουν, γιατὶ εἶχαν μάθει νὰ βλέπουν τὸ ξένο σὰν δικό τους καὶ τό δικό τους σὰν ξένο... Στὸν δύσκολο ἱστορικὰ ΙΗ΄ αἰῶνα θέλησαν οἱ Κολλυβάδες νὰ ἀντιτάξουν στὸ ρεῦμα τοῦ διαφωτισμοῦ, ποὺ μὲ τὸν ὑπερτροφικὸ λογικισμό του ἀπειλοῦσε τὴν πίστη καὶ τὴν ἐκκλησιαστική παράδοση τοῦ τόπου, τὴν μυστικὴ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο θεώνοντάς τον. Μία ὁμάδα μοναχῶν, ποὺ ζῆ μέσα στὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ παράδοση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, παίρνει τὴν ἀφορμὴ ἀπὸ κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, ὄχι δίχως θεολογικὲς προεκτάσεις, γιὰ νὰ φωτίσει τὴν σωστὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας" (34).
Ἰούνιος 2001.
* * * * * *
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, "Δήλωσις τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ταραχῶν ἀληθείας", Ἀθήνα 1988.
Ἀρχ. Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, "Ἡ Φιλοκαλικὴ Ἀναγέννησι τοῦ XVIII καὶ XIX αἰ. καὶ οἱ πνευματικοὶ καρποί της", ἔκδ. "Ἱδρύματος Γουλανδρῆ-Χόρν", Ἀθήνα 1984.
Βερίτη Γ., "Τὸ ἀναμορφωτικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ οἱ δύο Ἀλέξανδροι τῆς Σκιάθου", περιοδ. "Ἀκτῖνες", τ. 6, σ. 99-110, Ἀθήνα 1943.
"Βίος καὶ πολιτεία Ἱεροθέου τοῦ μακαρίου γέροντος", ἔκδ. "Τῆνος", Ἀθήνα 1994.
Ἐπιφανιάδη Π., "Ὁ γέροντας Διονύσιος", Ἀθήνα 1983.
Θ.Η.Ε. (Θρησκευτικὴ κι Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία), Ἀθήνα 1965.
π. Γ. Μεταλληνοῦ, "Μικρὰ ἱστορικά", σελ. 27-30, ("Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων"), ἔκδ. Πολιτιστικοῦ Ὁμίλου "Οἱ Ρίζες", Λευκωσία 1988
Μπαστιᾶ Κ., "Παπαδιαμάντης", Ἀθήνα 1974.
Παπαδοπούλου Σ., "Ἅγιος Μακάριος Κορίνθου", ἔκδ. "Ἀκρίτας", Ἀθήνα 2000.
Παπουλίδη Κ., "Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων", ἔκδ. "Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1971.
Παπουλίδη Κ., "Μακάριος Νοταρᾶς (1731-1805)", ἔκδ. "Ἀποστ. Διακ. Ἐκκλ. Ἑλλ.", Ἀθήνα 1974.
Πάσχου Π., "Ἐν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ", ἔκδ. "Ἁρμός", Ἀθήνα 1996.
Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille, "Φιλοκαλία", ἔκδ. "Ἀκρίτας", Ἀθήνα 1999.
Ταχιάου Α., "Ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-94) καὶ ἡ ἀσκητικοφιλολογικὴ σχολή του", ἔκδ. "Ἰνστιτούτου Βαλκανικῶν Σπουδῶν", Θεσσαλονίκη 1973.
Τζώγα Χ., "Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰ.", Θεσ/νίκη 1969.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Ἀμφιλοχίου, σελ. 11.
(2) Ἀμφιλοχίου, σελ. 12.
(3) Ἀμφιλοχίου, σελ. 8.
(4) Ἀμφιλοχίου, σελ. 16.
(5) Βερίτη, σελ. 100.
(6) Παπουλίδη, σελ. 28.
(7) Ἀμφιλοχίου, σελ. 23.
(8) Παπουλίδη, σελ. 52.
(9) Τζώγα, σελ. 59.
(10) Τζώγα, σελ. 28.
(11) "Βίος Ἱεροθέου...", σελ. 24.
(12) Τζώγα, σελ. 47.
(13) Μπαστιᾶ, σελ. 42.
(14) Βλ. Παπουλίδη, σελ. 39.
(15) Παπουλίδη, σελ. 41.
(16) Ἀμφιλοχίου, σελ. 25.
(17) Βλ. Παπουλίδη, σελ. 43.
(18) Ἀμφιλοχίου, σελ. 27.
(19) Ἀμφιλοχίου, σελ. 28.
(20) "Βίος Ἱεροθέου...", σελ. 12.
(21) Ταχιάου, σελ. 109-110.
(22) Βλ. Παπαδοπούλου, σελ. 51.
(23) Παπαδοπούλου, σελ. 46.
(24) Πλακίδα, σελ. 258.
(25) Ἀμφιλοχίου, σελ. 10.
(26) Πλακίδα, σελ. 249-250.
(27) Βερίτη, σελ. 104.
(28) Βερίτη, σελ. 99.
(29) Βερίτη, σελ. 108.
(30) Μπαστιᾶ, σελ. 37.
(31) Μπαστιᾶ, σελ. 38.
(32) Ἐπιφανιάδη, σελ. 134.
(33) Θ.Η.Ε., τόμ. 7, σελ. 742.
(34) Μεταλληνοῦ, σελ. 27.
(Πηγή: «ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ», Νικολάου Ντανυλέβιτς, Φοιτητοῦ τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας, Η Άλλη Όψις http://www.alopsis.gr/alopsis/kolybade.htm )
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Κολλυβάδων Πατέρων τὴν χορείαν τιμήσωμεν, Πνεύματος Ἁγίου τοὺς μύστας, οἰκονόμους τῆς χάριτος, Χριστοῦ τὸ Εὐαγγέλιον ἡμῖν, ἐδίδαξαν ἐν χρόνοις χαλεποῖς· καὶ ἀστέρες ὡς ὑπέρφωτοι τῶν ψυχῶν, τῆς πλάνης σκότος λύουσιν· χαίροις, τῶν θεοφόρων ἡ πλειάς, χαίρετε γένους στήριγμα, χαίρετε ἀληθείας οἱ πυρσοί, καὶ πίστεως ἐκφάντορες.
Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Κατὰ χρέος ἅπαντες, τῶν Κολλυβάδων, τὴν χορείαν μέλψωμεν, τοὺς ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς, τρανῶς ἡμῖν ἐκδιδάξαντας· τῆς ἀληθείας, τὸ μέγα μυστήριον.
Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῶν Κολλυβάδων τόν χορόν ἐγκωμιάσωμεν, τόν ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς μεγαλουργήσαντα, ἐν σοφίᾳ καί συνέσει θεοκινήτῳ. Ἐκ τοῦ Ἀθωνος αἰθρίως ἁνατείλαντα, καί τήν κτίσιν ὑπερκάλως ὡραΐσαντα· πόθῳ μέλποντες· Λόγου χαίρετε σάλπιγγες.
Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ. (Μετά τήν α' στιχολογιάν)
Τἁς σάλπιγγας Χριστοῦ, τάς ἠχούσας τῷ κόσμῳ, ζωῆς ἀληθινῆς, τόν θεόσδοτον νόμον, Πατέρας οὐρανόφρονας, Κολλυβάδας θαυμάσωμεν τούτοις χαίρετε, ἀπό καρδίας βοῶντες· τῆς ἀμείνονος, χαρᾶς ἡμᾶς κοινωνῆσαι, ἀξίους ποιήσατε.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὸ προσταχθέν. (Μετά τήν β' στιχολογιάν)
Τούς θεωρούς τῆς λαμπρᾶς φωτοχυσίας, καί κοινωνοῦντας τῆς ὑψίστης κληρουχίας, τούς ὡς Παῦλος τά κάλλη, οὐρανοῦ ὁρῶντας, Πατέρας τούς Κολλυβάδας οἱ γηγενεῖς, τιμῶντες ἐν ἐτησίοις ἑορτασμοῖς· πόθῳ κρείττονι εἴπωμεν, τῆς Ἀναστάσεως ἰδεῖν, ἡμᾶς καταξιώσατε· τήν ἀγήρω τερπνότητα.
Ἕτερον Κάθισμα Ἠχος δ' Κατεπλάγη Ἰωσήφ. (Μετά τόν Πολυέλεον)
Τά κειμήλια πιστοί, τῶν θεοσδότων δωρεῶν, καί χαρίτων δαψιλῶν, τοὺς πληρεστάτους ποταμούς, τούς Κολλυβάδας Πατέρες μεγαλυνοῦμεν. Τούτων τήν πολλήν ἐκθειάζοντες, δόξαν ἐκ Θεοῦ, ἥν ἐκτήσαντο· ὅτι φθαρτῶν ἠλὸγησαν ἐμφρόνως, ἵνα Κυρίῳ ἀρέσωσιν· Αὐτῶν ζηλοῦντες τήν πολιτείαν, τῶν κακῶν ἀποστῶμεν.
Ἕτερον Κάθισμα Ὴχος πλ. δ'. Ἀνέστης ἐκ νεκρῶν.
Πατὲρων Ἱερῶν, Κολλυβάδων τήν μνήμην, αἰνέσωμεν πιστοί, χαρμονικῶς βοῶντες· χαίρετε μαργαρίτες, τῆς Ἐκκλησίας οἱ πολυτίμητον χαίρετε, εὐλογίας· τῆς οὐρανίου πηγαί ἀθόλωτοι, Θεοφανείας ἔσοπτρα λαμπρά, καί φίλοι τῆς σοφίας.
Ὁ Οἶκος
Ἄπρατον τοῦ Κυρίου καί ἀνώνητον χάριν ἐκτήσασθε σοφοί Κολλυβάδες· ἐν ὁσίοις τρόποις ἐπί γῆς καλῶς αὐτήν ἐμπορευσάμενοι, καί ἄχρι βίου τελευτῆς ὑμῶν, ἐν ἀκριβεῖ συνέσει καί καρδίας καθαρότητι, φυλάξαντες ταύτην ἀμέμπτως. Διό καί χορηγεῑτε δαψιλεῖ χρηστότητι τὰς δωρεάς, τοῖς ἐπαινοῦσι τά ἐξαίρετα τῆς πολιτείας ὑμῶν ἔπαθλα, καί ψάλλουσιν ἀνεμποδίστως ταῦτα·
Χαίρετε ἔσοπτρα τῆς σοφίας·
χαίρετε ἄροτρα ἀληθείας.
Χαίρετε τοῦ θείου λόγου οἱ ἀκάματοι σπορεῖς·
χαίρετε θεολογίας οὐρανίου σκαπανεῖς.
Χαίρετε τούς ἐν τῇ πλάνῃ σώσαντες Χριστοῦ σαγήνη
χαίρετε ψυχάς πεινώντων θρέψαντες δικαιοσύνῃ.
Χαίρετε Σταυρόν Κυρίου ἄραντες προθύμῳ γνώμῃ·
χαίρετε ζυγόν τοῦ σκότους ἐκτινάξαντες ὡς κόνιν.
Χαίρετε Εὐαγγελίου οἱ κηρύξαντες τούς νόμους·
χαίρετε καρδίας δέει στέρξαντες θεσμοὺς πατρῴους.
Χαίρετε τῆς ἡσυχίας τῆς καλλίστης ἐρασταί·
χαίρετε τοῦ Παραδείσου λαμπροφόροι οἰκισταί.
Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πατέρες θεοειδεῖς, Κολλυβάδες θεῖεοι, Ἐκκλησία σάλπιγξ χρυσῆ· χαίρετε οἱ πράξει, καὶ λόγῳ δαδουχοῦντες, πιστοὺς εἰς τὸ γινώσκειν, δόγματα ἅγια.
Πηγή: , , Ορθόδοξος Συναξαριστής http://www.saint.gr/4361/saint.aspx
Νά ἀγαπᾶς τόν Θεό ἔτσι ὅπως Ἐκεῖνος μᾶς πρόσταξε νά Τόν ἀγαπᾶμε καί ὄχι ὅπως Τόν ἀγαποῦν τάχα οἱ πλανεμένοι ὀνειροπόλοι. Μήν ἐπιδιώκεις ἐκστάσεις, μήν προξενεῖς στόν ἑαυτό σου νευρική ἔξαψη, μή φλογίζεις τήν καρδιά σου μέ φλόγα σαρκική, μέ τή φλόγα τοῦ αἵματος σου. Θυσία εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεό εἶναι ἡ ταπείνωση τῆς καρδιᾶς καί ἡ συντριβή τοῦ πνεύματος. Ἀποστρέφεται ὁ Κύριος τή θυσία πού Τοῦ προσφέρεται μέ αὐτοπεποίθηση, μέ ὑπερηφάνεια, ἔστω κι ἄν πρόκειται γιά ὁλοκαύτωμα. Ἡ ὑπερηφάνεια ταράζει τά νεῦρα, θερμαίνει τό αἷμα, διεγείρει τή φαντασία, συντηρεῖ τή ζωή τῆς πτώσεως. Ἡ ταπείνωση γαληνεύει τά νεῦρα, κατευνάζει τήν κυκλοφορία τοῦ αἵματος, καταπαύει τήν ὀνειροπόληση, τερματίζει τή ζωή τῆς πτώσεως, δίνει τή ζωή πού ἔφερε ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
«Ἡ ὑπακοή εἶναι γιά τόν Κύριο καλύτερη ἀπό κάθε θυσία καί ἡ ὑποταγή στό θέλημά Του ἀνώτερη ἀπό τό λίπος τῶν κριαριῶν», εἶπε ὁ προφήτης Σαμουήλ στόν βασιλιά Σαούλ, πού τόλμησε νά προσφέρει στόν Θεό θυσία ἀνάρμοστη1. Ἄν, λοιπόν, θέλεις νά προσφέρεις στόν Θεό τή θυσία τῆς ἀγάπης, μήν τήν προσφέρεις αὐθαίρετα καί ἀλόγιστα· νά τήν προσφέρεις μέ ταπείνωση, ὅταν καί ὅπου ὅρισε ὁ Θεός. Ὁ πνευματικός τόπος, ὅπου μᾶς δόθηκε ἐντολή νά προσφέρουμε πνευματικές θυσίες, εἶναι ἡ ταπείνωση.
Ὁ Κύριος προσδιόρισε μέ ἀκριβή καί ἀξιόπιστα κριτήρια ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού Τόν ἀγαπᾶ καί ποιός ὄχι. Εἶπε: «Ὅποιος μέ ἀγαπᾶ, θά τηρήσει τόν λόγο μου. Αὐτός πού δέν μέ ἀγαπᾶ, δέν ἀκολουθεῖ τά λόγια μου»2.
Θέλεις νά διδαχθεῖς τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό; Ἀπόφευγε κάθε ἔργο, λόγο σκέψη ἤ αἴσθημα πού ἀποδοκιμάζει τό Εὐαγγέλιο. Μισώντας τήν ἁμαρτία, τήν τόσο μισητή στόν πανάγιο Θεό, φανέρωσε καί ἀπόδειξε τήν ἀγάπη σου σ᾿ Ἐκεῖνον. Τά ἁμαρτήματα, στά ὁποῖα θά συμβεῖ νά πέσεις ἀπό ἀδυναμία, ἀφάνισέ τα δίχως χρονοτριβή μέ τή μετάνοια. Προσπάθησε, ὅμως νά ἀποφεύγεις κι αὐτά τά ἁμαρτήματα πού κάνεις ἀπό ἀδυναμία, μέ τήν ἄγρυπνη παρακολούθηση τοῦ ἑαυτοῦ σου.
Θέλεις νά διδαχθεῖς τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό; Μέ ἐπιμέλεια νά μελετᾶς στό Εὐαγγέλιο τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί νά προσπαθεῖς νά τίς ἐφαρμόζεις στήν πράξη, ἀποκτώντας ἔτσι σιγά-σιγά τίς εὐαγγελικές ἀρετές καί κάνοντάς τες ἕξεις σου, ἰδιότητες τῆς ψυχῆς σου. Χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρώπου πού ἀγαπᾶ εἶναι ἡ ἀκριβής ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ ἀγαπημένου του προσώπου.
«Ἀγάπησα τίς ἐντολές Σου», λέει ὁ προφήτης, «περισσότερο ἀπό τό χρυσάφι καί τό τοπάζι· γι᾿ αὐτό συμμορφωνόμουνα μ᾿ ὅλες τίς ἐντολές Σου, κάθε ἀδικία τή μίσησα»3. Ἡ διαγωγή αὐτή εἶναι ἀπαραίτητη γιά τή διατήρηση τῆς πιστότητας στόν Θεό. Ἡ πιστότητα εἶναι ὁ πιό ἐπιτακτικός ὅρος τῆς ἀγάπης. Χωρίς αὐτόν τόν ὅρο ἡ ἀγάπη καταλύεται.
Μέ τή σταθερή ἀπομάκρυνση ἀπό τό κακό καί τήν οἰκείωση τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν φτάνουμε στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Μέ τόν ἴδιο τρόπο παραμένουμε σ᾿ αὐτή τήν ἀγάπη: «Ἄν τηρήσετε τίς ἐντολές μου, θά μείνετε πιστοί στήν ἀγάπη μου», εἶπε ὁ Σωτήρας4.
Ἡ τελειότητα τῆς ἀγάπης βρίσκεται στήν ἕνωση μέ τόν Θεό. Ἡ πρόοδος στήν ἀγάπη συνοδεύεται ἀπό ἀνέκφραστη πνευματική παρηγοριά, γλυκύτητα καί φώτιση. Ἀλλά στήν ἀρχή τοῦ ἀγώνα του ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης πρέπει νά πολεμήσει σκληρά μέ τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, μέ τή βαριά ἀρρωστημένη φύση του. Τό κακό, λόγω τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἔγινε στοιχεῖο τῆς φύσεώς μας, ἔγινε νόμος γι᾿ αὐτή τή μεταπτωτική φύση, νόμος πού ἀντιστρατεύεται τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τόν νόμο τῆς ἁγίας ἀγάπης5.
Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό θεμελιώνεται στήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Ὅταν ἡ καρδιά σου ἀπαλλαγεῖ ἀπό κάθε μνησικακία, τότε βρίσκεσαι κοντά στήν ἀγάπη. Καί ὅταν ἡ καρδιά σου, ἀποκτήσει τήν εὐλογημένη εἰρήνη πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, τότε βρίσκεσαι μπροστά στήν πύλη τῆς ἀγάπης. Ἡ πύλη αὐτή, ὅμως ἀνοίγεται μόνο ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι δῶρο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, δῶρο πού δίνεται σ᾿ ὅποιον ἑτοιμάζεται νά τό δεχθεῖ μέ τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς καί τοῦ σώματος. Ἀνάλογο μέ τήν ἑτοιμασία εἶναι καί τό δῶρο, γιατί ὁ Θεός εἵναι ἀγαθός ἀλλά καί δίκαιος.
Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι ὁλωσδιόλου πνευματική: «ὅ,τι γεννιέται ἀπό τό Πνεῦμα εἶναι πνευματικό»6. Ἀντίθετα, «ὅ,τι γεννιέται ἀπό τόν ἄνθρωπο εἶναι ἀνθρώπινο»7, γι᾿ αὐτό ἡ ἀγάπη ἡ ἀνθρώπινη, ἡ φυσική καί σαρκική, ἔχει τίς ἰδιότητες τῆς σάρκας, τῆς φθαρτῆς ὕλης. Εἶναι ἀσταθής καί μεταβλητή. Ἡ φωτιά της, ἡ θέρμη της, ἐξαρτᾶται ἀπόλυτα ἀπό τήν ὕλη.
Διαβάζοντας στή Γραφή πώς ὁ Θεός εἶναι φωτιά8 καί νιώθοντας νά καίει μέσα σου ἡ φωτιά τῆς φυσικῆς ἀγάπης, μή νομίσεις πώς οἱ δυό αὐτές φωτιές συνταυτίζονται. Ὄχι. Ἀπεναντίας, μάλιστα, εἶναι ἀσυμβίβαστες μεταξύ τους. Ἡ μία ἐναντιώνεται στήν ἄλλη, ἡ μία σβήνει τήν ἄλλη9. «Ἄς λατρεύουμε τόν Θεό μέ τρόπο εὐάρεστο, μέ σεμνότητα καί εὐλάβεια, γιατί ὁ Θεός μας εἶναι φωτιά πού κατακαίει»10.
Ἡ φυσική ἀγάπη, τό ξαναλέω, εἶναι ἀγάπη μεταπτωτική, θερμαίνει τό αἷμα, ταράζει τά νεῦρα, διεγείρει τή φαντασία. Ἡ ἁγία ἀγάπη γαληνεύει καί τήν ψυχή καί τό σῶμα, ἐνῶ συνάμα βυθίζει τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο στήν προσευχητική σιωπή, στή νηφάλια μέθη τῆς ταπεινώσεως καί στήν πνευματική γλυκύτητα.
Πολλοί ἀγωνιστές, πού πῆραν τή φυσική ἀγάπη γιά θεϊκή, προξένησαν ὑπερδιέργερση στίς σωματικές καί ψυχικές λειτουργίες τους. Καί ἡ μετάπτωση ἀπό τήν κατάσταση τῆς ὑπερδιεγέρσεως στήν κατάσταση τῆς παραφροσύνης εἶναι πολύ εὔκολη. Ἔτσι, δέν ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι πού θεώρησαν πώς εἶχαν γεμίσει ἀπό χάρη καί ἁγιότητα, ἐνῶ στήν πραγματικότητα δέν ἦταν παρά ἐλεεινά θύματα τῆς πλάνης τους. Στή Δυτική Ἐκκλησία, ἀφότου αὐτή ξέπεσε στόν παπισμό, ὅπου σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο ἀποδίδεται βλάσφημα ἡ θεϊκή ἰδιότητα τοῦ ἀλάθητου καί τιμή πού ἀνήκει μόνο στόν Θεό, ὑπῆρξαν πολλοί τέτοιοι ἀγωνιστές. Αὐτοί ἔγραψαν καί βιβλία, ὅπου, μέσα στήν ψυχοσωματική τους ἔξαψη, παρουσιάζουν τήν πλάνη ὡς θεία ἀγάπη καί, μέ τή νοσηρή φαντασία τους, περιγράφουν πλήθη ὁραμάτων, σταλμένων τάχα ἀπό τόν Θεό, τά ὁποῖα ἄλλο δέν κάνουν παρά νά γιγαντώνουν τήν ὑπερηφάνεια καί τή φιλαυτία τους.
Ἐσύ, παιδί τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, νά ἀποφεύγεις τήν ἀνάγνωση τέτοιων βιβλίων, νά ἀποφεύγεις τή μίμηση τῶν πλανεμένων. Νά χειραγωγεῖσαι ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί τούς ἁγίους Πατέρες τῆς μοναδικῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀνεβαίνεις μέ ταπείνωση στά πνευματικά ὕψη τῆς θεϊκῆς ἀγάπης μέσω τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
Νά θυμᾶσαι πάντα πώς ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι ἡ ὕψιστη δωρεά τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τό μόνο πού μπορεῖ νά κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι νά ἑτοιμάσει τόν ἑαυτό του μέ τήν καθαρότητα καί τήν ταπεινοφροσύνη, γιά νά δεχθεῖ αὐτή τή δωρεά, μέ τήν ὁποία ἀλλοιώνονται ὁ νοῦς, ἡ καρδιά καί τό σῶμα.
Μάταια κοπιάζουμε, μάταια καί ἄκαρπα καί ἐπιζήμια, ὅταν ἐπιδιώκουμε νά ἀποκτήσουμε πρόωρα τά ὑψηλά πνευματικά χαρίσματα. Αὐτά τά δίνει, στόν κατάλληλο καιρό, ὁ εὔσπλαχνος Θεός σ᾿ ἐκείνους πού σταθερά, ὑπομονετικά καί ταπεινά τηροῦν τίς εὐαγγελικές ἐντολές.
__________________
1 Α΄ ΒΑΣ. 15:22 2 Ἰω. 14:23, 24. 3 Ψαλμ. 118:127-128. 4 Ἰω. 15:10. 5 Πρβλ. Ρωμ. 7:23. 6 Ἰω. 3:6. 7 Ἰω. 3:6. 8 Δευτ. 4:24· 9:3. 9 Πρβλ. Ὅσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ὅ.π., ΙΕ΄, 2. 10 Ἑβρ. 12:28-29.
(ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ», Τόμος Α΄, Ἱ. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς)
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή. Ἀρχ.Σάββας Ἁγιορείτης HristosPanagia3.blogspot.com
Πηγή: Η άλλη όψη
Η Εκκλησία θα πρέπει να επιδιώκει πάντοτε, σύμφωνα και με τον Καταστατικό της Χάρτη, να διαλέγεται και να συνεργάζεται ουσιαστικά με την πολιτεία για θέματα χριστιανικής αγωγής της νεότητας. Η Εκκλησία επίσης πράττει ορθώς, που βάζει κανόνες και όρους σε αυτήν τη συνεργασία, όπως έπραξε, κατά τον τελευταίο διάλογό της με την πολιτεία, θέτοντας ως όρο συνεργασίας τον Ορθόδοξο Προσανατολισμό του μαθήματος των Θρησκευτικών, που όμως δεν τηρήθηκε.
Ωστόσο, το περιεχόμενο αυτού του όρου, αποτελεί το κυρίαρχο θέμα, το οποίο αναπτύσσεται και αναλύεται, λεπτομερώς και εξονυχιστικά, στο σκεπτικό της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), που αφορά στο νέο Πρόγραμμα Σπουδών Δημοτικού και Γυμνασίου, μερικά από τα σημεία της οποίας είναι τα εξής:
«Με το πρόγραμμα σπουδών για τις Γ’ – ΣΤ’ τάξεις του Δημοτικού και για το Γυμνάσιο, φαλκιδεύεται ο επιβεβλημένος από τη συνταγματική αυτή διάταξη σκοπός, η ανάπτυξη δηλαδή της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών, που ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού». «Με αυτό (ενν. το Πρόγραμμα), δεν παρέχεται μία αμιγώς ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, αλλά προκαλείται σύγχυση στη θρησκευτική συνείδηση των ορθοδόξων χριστιανών μαθητών». «Ενώ… θα έπρεπε… να κατατείνει στην εμπέδωση και ενίσχυση της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεώς τους, με τη σύγχυση που προκαλείται… κλονίζει την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση, την οποία, ήδη, πριν από την έναρξη του σχολικού βίου, διαμορφώνουν οι μαθητές αυτοί, στο πλαίσιο του οικογενειακού τους περιβάλλοντος». Η συγκεκριμένη αλλοίωση της θρησκευτικής τους αγωγής «είναι ικανή… να τους εκτρέψει από την ορθόδοξη χριστιανική συνείδησή τους, διότι προσβάλλει το δικαίωμα των ανηκόντων στην επικρατούσα θρησκεία ορθόδοξων χριστιανών γονέων να διασφαλίσουν τη μόρφωση και εκπαίδευση των παιδιών τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις». «…Η διδασκαλία αυτή α) είναι ελλιπής κατά το περιεχόμενο, β) δεν είναι αυτοτελής, αμιγής και διακριτή, σε σχέση με τη διδασκαλία στοιχείων αναφερομένων σε άλλα δόγματα ή θρησκείες, με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση στους μαθητές, ως προς το περιεχόμενο της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας, και γ) δεν είναι επαρκής από την άποψη του χρόνου που διατίθεται για αυτήν». Επίσης, προσβάλλει «την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητος, διότι στερεί από τους μαθητές του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος το δικαίωμα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ενώ η νομοθεσία προβλέπει, για μαθητές Ρωμαιοκαθολικούς, Εβραίους και Μουσουλμάνους, τη δυνατότητα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα της πίστεώς τους (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών), μάλιστα δε, από δασκάλους προτεινόμενους από την οικεία θρησκευτική κοινότητα».
Τα παραπάνω σημεία της απόφασης του ΣτΕ και πολλά άλλα, μάς θυμίζουν επακριβώς τις θέσεις που διατύπωσε, στην Επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό και τους Αρχηγούς των Κομμάτων, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος για το νέο Πρόγραμμα Σπουδών τον Σεπτέμβριο του 2016, εκφράζοντας, αφενός, τη γενικότερη θέση της Ιεράς Συνόδου ως προς τον Ορθόδοξο προσανατολισμό, την υποχρεωτικότητα και τις ώρες διδασκαλίας του μαθήματος και, αφετέρου, την πλήρη αντίθεσή του, τότε, με το Πρόγραμμα που έθεσε σε εφαρμογή ο πρ. Υπουργός κ. Φίλης.
Το πολύ σοβαρό ερώτημα, όμως, που τίθεται επί τάπητος είναι το εξής: Το Πρόγραμμα του κ. Γαβρόγλου είναι το ίδιο ή είναι διαφορετικό α) από το Πρόγραμμα του κ. Φίλη, που τότε είχε απορρίψει ο Μακαριώτατος και β) από το Πρόγραμμα που, λίγους μήνες μετά, ακυρώθηκε από το ΣτΕ; Το πρόγραμμα του κ. Γαβρόγλου, το οποίο υποτίθεται ότι κατάργησε το Πρόγραμμα του κ. Φίλη, κατάργησε και τα πάμπολλα δομικά παιδαγωγικά και θεολογικά προβλήματά του ή πρόκειται απλώς για μια προσχηματική «κατάργηση» - φάντασμα, η οποία στην πράξη αποτέλεσε μεθοδευμένο τέχνασμα για να στηριχθεί πάνω σε αυτήν η άρνηση να εφαρμοστεί η ακυρωτική απόφαση κατά του Προγράμματος του κ. Φίλη, με τη δικαιολογία ότι το ισχύον Πρόγραμμα Σπουδών είναι νέο και διαφορετικό;
Διαβάσαμε και ακούσαμε κάποιες δηλώσεις ορισμένων εκκλησιαστικών προσώπων, αμέσως μετά τη δημοσίευση της απόφασης του ΣτΕ, σχετικά με το Πρόγραμμα Σπουδών και τον τρόπο αντίδρασης της Εκκλησίας, με τις οποίες δεν συμφωνούμε. Θεωρούμε ότι η Εκκλησία αποφασίζει Συνοδικά για τέτοια μεγάλα και σπουδαία θέματα, αφού τα μελετήσει επαρκώς και αντικειμενικά και αυτό αναμένουμε να πράξει και τώρα.
Η πλήρης αλήθεια είναι ότι το Πρόγραμμα του κ. Γαβρόγλου είναι πανομοιότυπο, στον πολυθρησκειακό του προσανατολισμό, σκοπό, πυρήνα και περιεχόμενο, με εκείνο του κ. Φίλη, γεγονός που το επιβεβαιώνουν με δηλώσεις που έχουν κάνει τόσο ο κ. Γαβρόγλου όσο και ο κ. Φίλης. Ο κ. Φίλης, μάλιστα, ισχυρίζεται ότι το δικό του Πρόγραμμα Θρησκευτικών παρέμεινε και διατηρείται το ίδιο και απαράλλακτο σε ισχύ, κατά ποσοστό 99%, με ελάχιστες ανούσιες αλλαγές, στο Πρόγραμμα που υπέγραψε ο κ. Γαβρόγλου.
Επιπρόσθετα, όμως, συγκριτική ερευνητική μελέτη που υλοποιήθηκε ανάμεσα στα δύο Προγράμματα, του κ. Φίλη και του κ. Γαβρόγλου, επιστημονικά τεκμηριωμένη, που δημοσιοποιείται αυτές τις ημέρες, αποδεικνύει ότι οι διαφορές μεταξύ των δύο Προγραμμάτων είναι απειροελάχιστες και άνευ ουσίας και ότι, τελικά, το Πρόγραμμα Γαβρόγλου διαφέρει σχεδόν μόνον στο αριθμό του ΦΕΚ και στην Υπουργική υπογραφή. Ουσιαστικές αλλαγές, επομένως, που να αγγίζουν την πολυθρησκειακή δομή, δεν έγιναν στο Πρόγραμμα Γαβρόγλου και, επομένως, δεν ισχύει ο ως άνω ισχυρισμός ότι ο κ. Γαβρόγλου είχε ήδη καταργήσει το Πρόγραμμα Φίλη πριν το ακυρώσει το ΣτΕ και διαπιστώνεται ότι ο όρος που έθεσε η Εκκλησία για Ορθοδοξο Προσανατολισμό, ουδέποτε εφαρμόσθηκε από την κοινή επιτροπή διαλόγου Εκκλησίας – Πολιτείας, γεγονός που εύκολα αποδεικνύεται.
Εσπευσμένες επίσης δηλώσεις εκκλησιαστικών προσώπων, όπως: «το νέο πρόγραμμα που κυκλοφορεί πλέον στα σχολεία είναι συμφωνία Εκκλησίας-Πολιτείας», εκθέτουν πρωτίστως όσους τις κάνουν, και σε κάθε περίπτωση δεν εκφράζουν την αλήθεια των γεγονότων.
Και τούτο, διότι στα Πρακτικά της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, που συνεδρίασε την 27η Ιουνίου 2017 και που όλοι μπορούμε να διαβάσουμε, δεν μαρτυρείται καμιά τέτοια συμφωνία. Αντίθετα, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος, στο τέλος της συνεδρίασης έκλεισε με τα εξής: «Έτσι, λοιπόν, σήμερα δεν θα πούμε ότι εγκρίνεται ή απορρίπτεται το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών, αλλά ότι η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας ενημερώθηκε από τα μέλη της Επιτροπής και τους ευχαριστούμε...». Δεν υπήρξε, συνεπώς, καμιά συμφωνία, παρά μόνον ενημέρωση στους Αρχιερείς.
Η δική μας επομένως απάντηση στο αρχικό ερώτημα, που μπορεί να εκληφθεί και ως ταπεινή πρόταση, είναι ότι η Εκκλησία, πρωταρχικά και εν Συνόδω, θα πρέπει να εκφράσει τον σεβασμό και την ευπείθειά της στην απόφαση του ΣτΕ, να ζητήσει άμεσα να αποσυρθεί το ακυρωθέν από το ΣτΕ νέο Πρόγραμμα Σπουδών του κ. Γαβρόγλου, αφού είναι το ίδιο με εκείνο του κ. Φίλη, να σταματήσει η ίδια την οποιαδήποτε σύμπραξή της στο Πρόγραμμα και στα βιβλία του κ. Γαβρόγλου και να ζητήσει την έναρξη διαλόγου σε νέα βάση, όπως ορίζεται από το ΣτΕ.
Ταυτόχρονα, μπορεί να προτείνει, εκείνη αυτή τη φορά, νέα συντακτική ομάδα, προκειμένου να αρχίσει η συγγραφή Αναλυτικού Προγράμματος και βιβλίων, με βάση α) τις αποφάσεις, τις κατευθύνσεις και τις προδιαγραφές που έδωσε συνοδικά η ίδια, κατά τις δύο Συνόδους της (Διαρκής Σύνοδος, Ιανουάριος 2016 και Σύνοδος της Ιεραρχίας, Μάρτιος 2016), β) το θεσμικό πλαίσιο και σκεπτικό, όπως αυτό οριοθετείται από την ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ και γ) τη συνεργασία των ειδικών στελεχών της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων, οι θέσεις της οποίας συνάδουν τόσο με τις ως άνω αποφάσεις των δύο Συνόδων όσο και με το σκεπτικό της ακυρωτικής αποφασεως του ΣτΕ. Τελος, να ζητήσει να επανέλθουν σε ισχύ το προηγούμενο Πρόγραμμα και τα βιβλία (2003-2006), έως ότου ετοιμαστούν το νέο Πρόγραμμα και τα νέα βιβλία.
Κηδεύεται σήμερα στο χωριό του, το Μορφοβούνι Καρδίτσας, ο Γιώργος Μπαλταδώρος (14.04.2018, 14:00) - Θερμό χειροκρότημα από πλήθος κόσμου όταν η σορός έφτασε στον Ιερό Ναό - Σκεπασμένο με τη γαλανόλευκη το φέρετρό του - Ραγίζει καρδιές το μήνυμα στο στεφάνι από τα παιδιά του Γιώργου Μπαλταδώρου: "Μπαμπάκα μας, καμάρι μας, δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ" - Συγκλονιστικός επικήδειος: «Η 114 Πτέρυγα Μάχης θα σε έχει πάντα στη μνήμη της – Η πατρίδα σε κατατάσσει για πάντα στους ήρωές της» - Στην κηδεία του 34χρονου Σμηναγού ο Πάνος Καμμένος, ο Φώτης Κουβέλης, η ηγεσία όλων των Σωμάτων του Στρατού, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Βασίλης Λεβέντης
Ο θρήνος ανείπωτος. Η οδύνη «σκεπάζει» τα πάντα. Ο Γιώργος Μπαλταδώρος, ο ήρωας της Πολεμικής Αεροπορίας που έχασε τη ζωή του από τη συντριβή του Mirage 2000-5 την περασμένη Πέμπτη ανοιχτά της Σκύρου, συνοδεύεται σήμερα (14.04.2018, 14:00) στην τελευταία του κατοικία. Στον τόπο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, στο Μορφοβούνι Καρδίτσας.
Μια ολόκληρη χώρα έχει βυθιστεί στο πένθος. Ένα ολόκληρο χωριό αποχαιρετά το άξιο τέκνο του, που έπεσε υπηρετώντας την πατρίδα. Το φέρετρο του Γιώργου Μπαλταδώρου ήταν σκεπασμένο με τη γαλανόλευκη, εκείνη που υπηρετούσε ως την τελευταία στιγμή. Προηγούνταν το ξίφος και πηλήκιο του. Η σορός του τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και εκατοντάδες κόσμου περίμενε υπομονετικά στη σειρά για το ύστατο χαίρε.
Τραγικές φιγούρες η σύζυγός του Μαίρη, οι γονείς του και ο αδερφός του Χρήστος. Η κραυγή της μητέρας του, Φωτεινής, όταν τελείωσε ο επικήδειος που εκφώνησε συνάδελφος και φίλος του, ήταν σπαρακτική. «Που αφήνεις τα παιδιά σου» φώναξε η χαροκαμμένη μάνα. Πως να πιστέψει ότι δεν θα ξαναδεί το σπλάχνο της…
Η σύζυγός του δεν άντεξε τον πόνο. Κατέρρευσε, όπως ανέφερε η απεσταλμένη του Epsilon στην Καρδίτσα, λίγο πριν ξεκινήσει η κηδεία του. Λίγο πριν αποχαιρετίσει τον άνθρωπό της, τον πατέρα των παιδιών της, τον άνθρωπο που το 2007 ξεκίνησε το ταξίδι της κοινής τους ζωής. Δεν άντεξε και λιποθύμησε. Χρειάστηκε να την πάρει φορείο για να τη μεταφέρει στο ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ που βρισκόταν στην εκκλησία για να της παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες.
Στο πλευρό τους όλοι οι κάτοικοι του χωριού και όχι μόνο. Εκεί είναι συνάδελφοί του, φίλοι του, άνθρωποι που τον γνώριζαν.
Ραγίζει καρδιές το μήνυμα των δυο παιδιών του. «Μπαμπάκα μας, καμάρι μας, θα είσαι πάντα στην καρδιά μας».
Ένας από τους φίλους του Γιώργου Μπαλταδώρου ανέλαβε το βαρύ φορτίο να εκφωνήσει επικήδειο. Η φωνή του έσπασε από τη συγκίνηση. Τα λόγια ήταν λίγα για να περιγράψει τα συναισθήματα… «Η 114 Πτέρυγα Μάχης θα σε έχει πάντα στη μνήμη της. Η πατρίδα σε κατατάσσει για πάντα στους ήρωές της», είπε με δυσκολία.
Κι όταν το φέρετρο βγήκε από την εκκλησία, ο κόσμος είχε «ανοίξει» διάδρομο για να περάσει. Και το χειροκρότημα «έσπασε» ξανά τη σιωπή…
Πηγή: Newsit
Δελτίο Τύπου
«Αφήστε με να ζήσω!»
13-3-2018
Μία νέα προσπάθεια, ένα νέο κίνημα δημιουργήθηκε από εκείνους που σέβονται το θαύμα της νέας Ζωής, από τη σύλληψή της, και αγωνίζονται να την προστατέψουν.
Σωματεία και Φορείς συνεργάζονται με στόχο την ενημέρωση για το λυπηρό φαινόμενο των εκτρώσεων, στις οποίες για ποικίλους λόγους καταλήγουν αρκετές νέες γυναίκες και όχι μόνο.
Το κίνημα «Αφήστε με να ζήσω!» σας προσκαλεί να το γνωρίσετε από κοντά και ερχόμενοι «αντιμέτωποι» με τη δημογραφική κατάρρευση στην Ελλάδα, να σώσουμε όλοι μαζί, όσους περισσότερους αθώους ανθρώπους από φριχτό θάνατο.
Ας δώσουμε χαρά, ελπίδα και προοπτική στην Οικογένεια και στην Πατρίδα μας!
Ακολουθείστε το:
https://facebook.com/profile.php?id=100024894848169
https://twitter.com/afistemenaziso
https://vimeo.com/afistemenaziso
Η συντονιστική επιτροπή του κινήματος
«Αφήστε με να ζήσω!»
Πηγή: Αφήστε με να ζήσω!
Πέρυσι τήν Διακαινήσιμο Ἑβδομάδα εἴχαμε θρηνήσει 4 Ἀξιωματικούς μέ τή μοιραία πτώση τοῦ ἑλικοπτέρου τῆς Ἀεροπορίας Στρατοῦ.
Σήμερα πανελληνίως θρηνοῦμε, τήν ἀπώλεια ἐν ὥρα καθήκοντος, τοῦ Σμηναγοῦ τῆς Πολεμικῆς μας Ἀεροπορίας Γεωργίου Μπαλταδῶρου. Τό ἀεροσκάφος τοῦ κατέπεσε βορειοανατολικά τῆς Σκύρου μετά ἀπό ἀναχαίτηση τουρκικῶν ἀεροσκαφῶν ὑπὸ ἀδιευκρίνιστες συνθῆκες.
Τί στιγμὴ ποὺ κάποιοι ξεπουλοῦν τά πρωτοτόκια μας, αὐτός ἔκανε τό καθῆκον του ὡς πραγματικός ΕΛΛΗΝ, ἀφοσιωμένος στήν ὑπηρεσία τῆς Πατρίδος μας.
Τὸ πάνθεον τῶν ἡρώων ἀπέκτησε ἕνα ἀκόμα μέλος. Μέ τό ἀεροπλάνο του δέν πέταξε μόνο πάνω από τό Αἰγαίο, ἀλλά πῆγε ἀκόμα πιό ψηλά στήν οὐράνια κοινωνία τῶν Ἀγγέλων. Τό πέταγμά του ξεπέρασε τόν αἰθέρα, ἔσχισε μέ μιᾶς τούς Οὐρανούς.
Τό παράδειγμά του καί τό ἡρωϊκό τοῦ πέταγμα, μᾶς κάνει περήφανους γιατί μιά τέτοια Πατρίδα συνεχίζει νά βγάζει τέτοια παλληκάρια.
Ὄχι κλάματα γιά τόν Σμηναγό ! Μόνο τραγούδια καί ψάλματα, ὅπως ταιριάζουν στήν ἑβδομάδα ! Ὁ Ἀναστᾶς Κύριος ἤδη τόν ἔχει στήν ἀγκαλιά Του. Αὐτές οἱ θυσίες δέν πᾶνε χαμένες. Οἱ Ἀετοί τοῦ Αἰγαίου μας πεθαίνουν ὄρθιοι καί ἐλεύθεροι. Πετᾶνε καί θυσιάζονται γιά τήν ΕΛΛΑΔΑ μας.
«Στή γῆ σάν πέσει ὁ ἀετός
πέφτει κι ὁ οὐρανός μαζί του
τόν στέλνει δῶρο ὁ Θεός
γιά νά σκεπάσει τό κορμί του».
(Πηγή: Ζερβάκη Μαριάννα)
ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ , ΚΑΛΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΕΛΛΗΝΑ ΗΡΩΑ!
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...