
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Η πηγή με τα δύο νερά είναι ο άνθρωπος. Με το ένα νερό ζωντανεύει, με το άλλο νεκρώνει. Μ’ ένα πλένει, με το άλλο λερώνει. Και τα δύο νερά ρέουν ἀπό το ίδιο στόμα. Ο ἂνθρωπος μπορεῖ με το στόμα να παινεύη την αρετή, αλλά μπορεί και να τη μαλώνη, μπορεί να δοξάζη τον Θεό, αλλά μπορεί και να Τον υβρἰζη, μπορεί να σηκώση τον πεσμένο, αλλά μπορεί και να ρίξη τον όρθιο, μπορεί να ενθαρρύνη, αλλά μπορεί και να αποδυναμώση, μπορεί να οδηγήση, αλλά μπορεί και να αποπλανήση.
«...Ευχαριστώ τις μακριές σειρές των προγόνων, που δούλεψαν τη φωνή την τεμάχισαν σε κρίκους, την κάμαν νοήματα, τη σφυρηλάτησαν όπως το χρυσάφι οι μεταλλουργοί και έγινε Όμηροι, Αισχύλοι, Ευαγγέλια κι άλλα κοσμήματα...»
Νικηφόρος Βρεττάκος
«Ο αγρός των λέξεων»
Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1959 ο αείμνηστος καθηγητής και πρωθυπουργός Ξενοφών Ζολώτας είχε εκφωνήσει στην Ουάσιγκτον έναν λόγο, που έμεινε μνημειώδης. Αιτία ήταν η γλώσσα, που χρησιμοποίησε. Ήταν τα αγγλικά, όμως σχεδόν όλες οι ορολογίες, που περιείχε η εισήγησή του ήταν λέξεις ελληνικές. Το ακροατήριό του αποτελούσαν οι σύνεδροι της Διεθνούς Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης και δεν αντιμετώπισαν κανένα πρόβλημα στην κατανόηση του προφορικού κειμένου, που ανέγνωσε ο Έλληνας καθηγητής. (Οι μόνες αμιγείς αγγλικές λέξεις ήταν λίγοι σύνδεσμοι, άρθρα και προθέσεις). Ο Ξενοφών Ζολώτας κατείχε τότε την θέση του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος. Οι μεγάλες εφημερίδες «Νιου Γιορκ Τάιμς» και «Ουάσιγκτον Ποστ» δημοσίευσαν την επομένη τον λόγο στην πρώτη σελίδα.
Η εντύπωση, που προκάλεσε, ήταν τεράστια. Ο ευφυέστατος καθηγητής «δίδαξε» στον κόσμο ότι η ελληνική γλώσσα είναι η «μήτρα» των συγχρόνων μεγάλων, κυρίως λατινογενών, γλωσσών και αστείρευτη πηγή δανεισμού και γονιμοποίησή τους. (Στις 2 Οκτωβρίου του ίδιου έτους εκφώνησε και δεύτερο λόγο με τον ίδιο τρόπο).
Παραθέτουμε το κείμενο-πρωτότυπο και μετάφραση. Και μόνο η παράθεση αυτού του σπουδαίου λόγου αρκεί για να αιτιολογήσει τον τίτλο του παρόντος κειμένου.
«Kyrie
I eulogize the archons of the Panethnic Numismatic Thesarus and the Ecumenical Trapeza for the orthodoxy of the axions methods and policies, although there is an episode of cacophony of the Trapeza with Hellas. With enthusiasm we dialogue and synagonize at the synods of our didymous organizations in which polymorphous economic ideas and dogmas are analyzed.
Our critical problems such as the numismatic plethora generate some agony and melanchol, this phenomenon is characteristic of our epoch. But, to my thesis, we have the dynamism to program therapeutic practices as a prophylaxis from chaos and catastrophe. In parallel, a panethnic unhypocritical economic synergy and harmonization in a democratic climate is basic. I apologize for my eccentric monologue. I emphasize my eucharistia to you Kyrie, to the engenic and generous American Ethnos and to the organizers and protagonists of this Amphictyony and the gastronomic symposia».
Μετάφραση, αν και με λίγη προσοχή ο αναγνώστης μπορεί να κατανοήσει το κείμενο.
«Κύριοι, ευλογώ τους άρχοντες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και την Οικουμενική Τράπεζα για την ορθοδοξία των αξιωμάτων μεθόδων και πολιτικών, παρά το γεγονός ότι υπάρχει ένα επεισόδιο κακοφωνίας της Τράπεζας με την Ελλάδα.
Με ενθουσιασμό διαλεγόμαστε και συναγωνιζόμαστε στις συνόδους των διδύμων οργανισμών των οποίων τις πολύμορφες οικονομικές ιδέες και τα δόγματα αναλύουμε και συνθέτουμε. Τα κρίσιμα προβλήματα όπως ο νομισματικός πληθωρισμός, παράγουν κάποια αγωνία και μελαγχολία. Τα κρίσιμα προβλήματα όπως ο νομισματικός πληθωρισμός παράγουν κάποια αγωνία και μελαγχολία. Αυτό το φαινόμενο είναι χαρακτηριστικό της εποχής μας. Αλλά η θέση μου είναι ότι έχουμε τον δυναμισμό να προγραμματίσουμε θεραπευτικές πρακτικές σαν μέτρο προφύλαξης από το χάος και την καταστροφή. Παράλληλα, μία παγκοσμίως ανυπόκριτη οικονομική συνεργασία και αρμονία σ’ ένα δημοκρατικό κλίμα είναι βασική. Απολογούμαι γιά τον εκκεντρικό μου μονόλογο. Εκφράζω με έμφαση την ευχαριστία μου σε εσένα κύριε στο ευγενικό και γενναιόδωρο αμερικανικό έθνος και στους οργανισμούς και πρωταγωνιστές της Αμφικτyονίας και του γαστρονομικού Συμποσίου».
Μπορεί σήμερα να μας τσαλαπατεί η διεθνής κοινή γνώμη, καταπίνοντας αβασάνιστα τις ύβρεις και τους χλευασμούς των πλανητικών ΜΜΕ, όμως δεν παύει η γλώσσα μας να είναι το Διεθνές Δανειοληπτικό Ταμείο λέξεων. Κάθε καινούργια εφεύρεση ή ανακάλυψη των επιστημών, όταν έρχονται τα «βαφτίσια» της, η ονοματοδοσία της, στην ελληνική γλώσσα προστρέχουν οι πάντες (τηλεόραση, ραδιόφωνο, τηλέφωνο).
Σχεδόν όλες οι επιστήμες χρησιμοποιούν παγκοσμίως ελληνικούς όρους. Μία απλή περιδιάβαση πείθει:
Επιστήμη |
Αγγλικά |
Γαλλικά |
Γερμανικά |
Άλγεβρα |
algebra |
algebre |
algebra |
Αρχαιολογία |
archaelogy |
archeologie |
archaologie |
Αστρονομία |
astronomy |
astronomie |
astronomie |
Βιολογία |
biology |
biologie |
biologie |
Γεωγραφία |
geography |
geographie |
geographie |
Γεωλογία |
geology |
geologie |
geologie |
Γεωμετρία |
geometry |
geometrie |
geometrie |
Ιστορία |
history |
histoire |
geschichte |
Μαθηματικά |
mathematic |
mathematigue |
mathematic |
Πολλοί μιλούν γιά πάνω από 70.000 λέξεις στις δυτικές γλώσσες, οι οποίες έχουν ελληνικές ρίζες.
Πιό ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία ξένων λέξεων, συχνόχρηστων, που δεν υποψιαζόμαστε την ελληνική καταγωγή, πολλές από τις οποίες τις εισάγουμε ως αντιδάνεια. (Η επιστροφή μιάς λέξης ως δανείου στην γλώσσα από την οποία ξεκίνησε χαρακτηρίζεται ως αντιδάνειο, ως επιστροφή δανείου).
Παράδειγμα το ομηρικό ρήμα «κορέω» που σημαίνει σκουπίζω, φροντίζω-απ’ εδώ ο νεωκόρος. Αυτό το ρήμα γέννησε δεκάδες λέξεις στις δυτικές γλώσσες, μέσω των Λατίνων που το αντέγραψαν (δανείστηκαν) και το πρόφεραν «curo» με την ίδια έννοια: φροντίζω, επιμελούμαι. Ενδεικτικά μόνον παραθέτω: cura ή θεραπεία, ή φροντίδα για το σώμα μας.
Cure ο εφημέριος, ο φροντίζων το ποίμνιόν του.
Curiosite η περιέργεια, το ενδιαφέρον για κάτι.
Kurator στα γερμανικά, ο επίτροπος.
Ενδιαφέροντα αντιδάνεια παραθέτει και ο καθ. Γ. Μπαμπινιώτης σε παλαιό του άρθρο, τα οποία αποκαλύπτουν την επίδραση της γλώσσας στον παγκόσμιο λόγο.
Από την ποινή προήλθε το πέναλτυ, από την πλατεία η πιάτσα, από την πλαγιά η πλάζ. Λέξεις που τις νομίζουμε ξένες προέρχονται από την ελληνική.
Ο καναπές από το κωνώπιον (κώνωψ). Το κορδόνι από τη χορδή, η μαρμελάδα από το μελίμηλο, το μπαρούτι από το πυρίτις, η μπόρα από το βορράς, η μπουτίκ από την αποθήκη, το ταξί από το ταξίμετρο, το σενάριο από τη σκηνή, η πόζα από το παύσις, το κανόνι από την κάννη.
Αλλά και απλές ξένες λέξεις, «καθημερινές». Ο γενέθλιος χώρος τους είναι η γλώσσας μας.
Το paper, το χαρτί από το πάπυρος.
Το night, από την νύχτα. Το αγγλικό church, η εκκλησία από το κυριακόν (ο οίκος του Κυρίου, στο Άγιον Όρος ακόμη λέγεται).
Το super από το υπέρ (το «s» είναι η δασεία, όπως και το sub από το υπό).
Η αντωνυμία «με» έγινε «me», το sketch από το σχέδιο, το all από το όλα, το turbo από την τύρβη (ταραχή, περιδίνηση). Τι να πούμε και για την «crisis», που μας βασανίζει και την βιώνουμε φρικωδώς. Παρόμοιες φωνολογικές τροποποιήσεις έχουν υποστεί και τα αρχαία ελληνικά τοπωνύμια, «...ένθα ήσαν ελληνίδες πόλεις».
Το Μοναστήριον έγινε Μοντρέιγ, η Νίκαια Nis, Μόνοικος Μονακό, Ελέα Βέλια, Πάνορμος Παλέρμο, Υδρούς Οτράντο, Αιγιαλός Γιάλτα, η Νεάπολη Νάπολι και πολλά άλλα.
Ακόμη και λέξεις που τις θεωρούμε τουρκικές δεν είναι παρά κακόηχη μεταποίηση ελληνικών ονομάτων:
Το φλιτζάνι από το φιαλίδιον, το τσιμπούσι από το συμπόσιον, το μπούζι από το πάγος, το μποντρούμι από το ιπποδρόμιον, το χαλί από το χήλινον=πλεκτό. Και ο Ομέρ είναι ο Όμηρος τον οποίον τελευταία οι Τούρκοι, εξευτελιζόμενοι διεθνώς, τον παρουσιάζουν ως τουρκικής καταγωγής.
Και ο δανεισμός σ’ όλες τις γλώσσες συνεχίζεται. Εμείς μπορεί να δανειζόμαστε, με ληστρικούς όρους, τα χρήματα των ισχυρών, όμως ως «αντίδωρος» τους προσφέρουμε την πολυτίμητη γλώσσα μας, το φως του πολιτισμού ακόμη πυρσεύει την Οικουμένη. Οι ξένοι ξέρουν και εκτιμούν, όμως εμείς την κατασπαράσσουμε.
Στο εξαιρετικό και κλασικό πιά βιβλίο του Σαράντου Καργάκου «Αλεξία, γλωσσικό δράμα με πολλές πράξεις» (εκδ. «Gutenberg») ο μεγάλος Νικηφόρος Βρεττάκος, που το προλογίζει (20 Ιουλίου 1991), σημειώνει: «Σε πρόσφατο άρθρο του οι «Εκόνομιστ» έγραψαν πως μοναδικός σύνδεσμος των σύγχρονων Ελλήνων με το παρελθόν τους είναι η γλώσσα. Δεν έχουμε δηλαδή ηθικές αξίες που να μας συνδέουν μαζί του. Η γλώσσα μας, που άρχισε να κατεδαφίζεται κι αυτή, για να μείνουμε ξεκρέμαστοι στον αέρα χωρίς άλλη ρίζα είναι ταυτόσημη με την έννοια του εθνικού ηρωισμού. Οι διαδοχικοί βαρβαρισμοί μέσα από τους οποίους πέρασε, δεν κατόρθωσαν να την νικήσουν, να την φθείρουν να αναστείλουν την ιστορική της εξέλιξη. Η γλώσσα, που μας συνένωνε, υπήρξε στην ουσία το έθνος μας.
Η ηθική κρίση που διαβρώνει όλους τους κοινωνικούς τομείς, χωρίς καμμιά εξαίρεση άρχισε να διαβρώνει και το τελευταίο αυτό εθνικό μας γνώρισμα».
Αν ρίξεις μία ματιά στα σχολικά βιβλία, που υποτίθεται καλούμαστε να διδάξουμε την «παγκόσμια» γλώσσα μας, αντικρίζεις, όχι διάβρωση, αλλά ξεπούλημα της γλώσσας μας, της «πατρώας ευδοξίας».
Γράφτηκε σε εφ. το εξής κείμενο: «Το πακέτο αυτό θα το εμπλετάρουμε αφού σκανάρουμε όλες τις δισκέτες για βάιρους και κοπιάρουμε τα εγκζέ φάιλς στο ντράιβ σι», όπερ σημαίνει: «Το πακέτο αυτό του λογισμικού θα υλοποιηθεί αφού ελέγξουμε όλες τις δισκέτες για τον ιό των υπολογιστών και αντιγράψουμε το εκτελέσιμο κώδικα στο σκληρό δίσκο».
(«Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας», εκδ. «Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο», σελ. 346).
Οι ξένες γλώσσες θα «κόβουν» και θα εισάγουν τα μυρίπνοα άνθη της γλώσσας μας, εμείς, αν δεν φτιάξουμε «Κρυφά Σχολειά» εκμάθησης της αρτιμελούς μορφής της γλώσσας, θα συνεννοούμαστε με βρυχηθμούς, χειρονομίες και με «γκρήκλις».
ΥΓ: Τώρα που είναι πλήθος τ΄άσχημα και τα άδεια αφέντες, καλό είναι να γράφουμε και κάτι για να θυμόμαστε ότι έχουμε ακόμη δυνάμεις για πέταγμα. Απλώς είναι μπαζωμένες…
Πειραιεύς, 16 Ἀπριλίου 2015
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Ἔγινε πλέον ἔθος τοῦ τηλεοπτικοῦ διαύλου ΣΚΑΙ ἡ κατά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα κάθε ἔτους, ἀνασταύρωσις τοῦ Ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου μέ τήν τηλεοπτική ἀναπαραγωγή δῆθεν ἐπιστημονικῶν ντοκυμαντέρς ποῦ ὅλως περιέργως ἄρχονται καί τελειοῦνται μέ Ἑβραίους συνεντευξιαζομένους, πού σκοπόν ἔχουν τήν ἀπομείωσιν καί τήν κατασπίλωσι τοῦ Παναγίου Προσώπου τοῦ Σωτῆρος καί Λυτρωτοῦ Κυρίου καί εἶναι ἐνδεικτικόν τό γεγονός ὅτι ἐπιλέγονται οἱ ἱερότερες μέρες τῆς Χριστιανωσύνης γιά τήν δαιμονική ἐπίθεση κατά τοῦ «Έσφαγμένου Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ», κατά τῆς «Ὁδυνωμένης Ἀγάπης» πού ἔτεμε τήν ἱστορία καί πού με τό Αἷμα Της ὑπέγραψε τό «Σύνταγμα τῆς Χάριτος», τήν Καινή Διαθήκη.
Ἀπευθυνθήκαμε ὡς ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς πού δραστηριοποιεῖται ὁ ΣΚΑΙ, στόν κ. Γιάννη Ἀλαφοῦζο, μέ τήν παράκληση νά σεβασθεῖ ὁ τηλεοπτικός του Δίαυλος, τό Πανάγιον καί Λατρευτόν Πρόσωπον τοῦ Σωτῆρος μέ τήν ὑπ’ ἀριθ. 425/7-4-2015 ἐπιστολή μας, ἐπειδή εἶχαν προγραμμματισθεῖ τά ἐπαίσχυντα καί βορβορώδη τερατουργήματα τοῦ Σιωνιστικοῦ Ἑβραϊκοῦ λόμπυ καί ἡ ἀπάντησις μᾶς ἐδόθη λίαν εὐγενῶς μέ τήν ἀναμετάδοσι τῶν αἰσχρουργημάτων. Τόσον πολύ σέβεται τήν Ἐκκλησία, ὁ κ. Γιάννης Ἀλαφοῦζος. Βέβαια καί στόν κ. Ἀλαφοῦζο καί στούς Σιωνιστάς κατασκευαστάς τῶν ντοκυμαντέρς ἀπαντᾶ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία διά τῆς ὑμνολογίας της: «Μάτην φυλάττεις τὸν τάφον, κουστωδία. Οὐ γὰρ καθέξει τύμβος αὐτοζωΐαν.» (Συναξάριον Μεγάλου Σαββάτου) καί ὅσα αἴσχιστα καί βορβορώδη ψεύδη καί γελοιότητες καί ἄν ἐκμέσουν οἱ Ἑβραῖοι Σιωνιστές Ραββίνοι στήν Ἁγία μας Χώρα, τήν αἵματοπότιστη ἀπό τό αἷμα τῶν Μαρτύρων, τήν ἀπάντησιν δίδουν τά ἐκατομμύρια τῶν πιστῶν πού κατακλύζουν τούς πανίερους ναούς μας καί οἱ χιλιάδες τῶν νέων ἀνθρώπων πού μεταλαμβάνουν μετά ζέσεως καί λατρείας τοῦ Δεσποτικοῦ Σώματος καί Αἵματος τοῦ Ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου. Ἄλλωστε ἀναιροῦνται οἱ φαιδρότητες καί γελοιότητες τῶν Ἑβραίων Ταλμουδιστῶν ἀπό τό γεγονός ὅτι ἐνῶ εὐτελίζουν τό Πανάγιον Πρόσωπον τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, χαρακτηρίζοντάς Τον ὡς «τίποτα», τήν ἰδία στιγμή ἐπί 2.015 χρόνια ἀσχολοῦνται μετά ἀνειπώτου μανίας, μίσους καί ἐμπαθείας μέ Αὐτό τό δῆθεν «Τίποτα». Στό ἐρώτημα, μόνο ὁ κ. Γιάννης Ἀλαφοῦζος ἔχει τήν εὐθύνη τῆς ἀνασταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ κάθε Πάσχα ἤ καί οἱ καθ’ οἱονδήποτε τρόπον ἐργαζόμενοι στόν εἰδησεογραφικό ὅμιλο ΣΚΑΙ ἡ ἀπάντησις εἶναι σαφεστάτη: ὅλοι ὅσοι ἀδιαμαρτύρητα συνευδοκοῦν ἥ σιωποῦν σε αὐτήν τήν πρόδηλη κατά τοῦ ζῶντος Θεοῦ ἐπίθεση, ἐπισύρουν ἐπί τάς κεφαλάς των τήν αἰώνια καταδίκη καί προγεύονται ἀπό τώρα τῆς αἰωνίου κολάσεως. Καί μήν ἀκοῦνε τούς «χρήσιμους ἠλίθιους» τοῦ δαιμονικοῦ περιπαίγματος πού μπορεῖ νά εἶναι καί μεγαλόσχημοι «ρασοφόροι» ὅτι ὁ Θεός εἶναι μόνο ἀγαπολογία καί παραμυθία, διότι εἶναι ἀσφαλῶς ἀγάπη ἀβόλιστος ἀλλά καί δικαιοσύνη καί ἀλήθεια πού διασάλπισε «Λέγω, δὲ ὑμῖν · πᾶς ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁμολογήσει ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ·ὁ δὲ ἀρνησάμενός με ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ἀπαρνηθήσεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ.» (Λουκ. ιβ΄, 8-9).
Ἀπαντῶντες τώρα στούς Σιωνιστάς Ραββίνους καί τούς συνεργούς τους, πού στά ἐργοστάσια ὑποδημάτων τους στήν Κίνα, χαράσσουν τό σύμβολο τῆς Χριστιανοσύνης τόν Τίμιον καί Ζωοποιόν Σταυρόν γιά νά ποδοπατεῖται ἀσεβῶς καί πού συγγράφουν καί διαδίδουν τά δῆθεν ἀποκαλυπτικά ντοκυμαντέρς, τούς λέμε ὅτι διασαλπίζοντες τήν τήρηση τῶν 613 κανόνων τῆς Τορά (Νόμου) ἀλλοιώνουν, διαστρέφουν καί παρερμηνεύουν πλήρως τήν Τορά καί βέβαια τόν προφητισμό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέ τήν Καμπαλά πού ἰσχυρίζονται ὅτι ἀποτελεῖ τήν ἐσωτερική γνώσι τῆς Τορά.Ἡ Καμπαλά ὅμως, ὅπως οἱ ἴδιοι οἱ Ραββίνοι ἀναφέρουν στά κείμενά τους (Scholem, Εἰσαγωγή στήν Καμπάλα, Roihlini, Ἡ τέχνη τῆς Καμπαλά, Waite AE The Doctrine and Literature of the Kabalah, Hall MP The secret teaching of all ages), δέν ἀποτελεῖ τήν ἐσωτερική γνώση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά τήν ἀπόλυτη διαστροφή της σέ τέτοιο βαθμό ὥστε νά θεωρεῖται ὅτι ὁ Θεός εἶναι μιά ἀπρόσωπη θεότητα τό Εin Sof «τό ἀπόλυτο τίποτα». Ἡ δημιουργία θεωρεῖται ὡς μιά συνεχής ἐξέλιξη-ἐκδήλωση τοῦ «Θεοῦ τίποτα», τήν ὁποία οἱ μυστικιστές Ραββίνοι προβάλλουν μέ τόν ἄκρατο ἀποφατισμό μέσῳ τῆς ἀποκρυφιστικῆς τεχνικῆς τοῦ διαλογισμοῦ, ὡς δῆθεν προορισμένη νά ἀναγεννηθῇ τήν ἐποχή τῆς ἔλευσης τοῦ δῆθεν Μεσσία, ἑνούμενη μέ τόν Ἑωσφόρο. Ἡ Καμπαλά εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἑνώσεως τῶν ἀνθρώπων μέ τούς δαίμονες.
Ἑπομένως καί οἱ Ραββίνοι τοῦ Ἰσραήλ ὡς λ. χ. ὁ κ. Μαρδοχαῖος Φριζῆς μέ ἀναφορές τους ἐπιμαρτυροῦν καί ἐπιβεβαιώνουν ὅτι ὁ θεϊσμός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τῶν Δικαίων καί τῶν Προφητῶν μετεβλήθη ἀπό τό Ραββινικό κατεστημένο τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους σέ φρικώδη Ἑωσφορισμό καί σατανολατρεία. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο οἱ Ραββίνοι συνέγραψαν τό φρικιαστικό Ταλμούδ μέ τό ὁποῖο ἀλλοίωσαν πλήρως ὅλο τό πνευματικό καί ὀντολογικό μέγεθος τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν ἀρνούμενοι μετά μανίας καί τρομακτικῆς ἐμπαθείας τόν μόνο ἀληθῆ Μεσσία, τόν ἐνσαρκωθέντα Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ Πατέρα, Ἰησοῦν Χριστόν.
Ἀδαμάντινον ἐπιστέγασμα τῆς φύσει καί οὐσίᾳ θεότητος τοῦ ἀληθοῦς Μεσσίου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ὁ Προφητισμός, τόν ὁποῖον ἐσκεμένως θέλει νά ἀγνοεῖ κατόπιν τῶν ἀνωτέρω ὁ Ἰουδαϊσμός. Ὁ προφητάναξ Δαυϊδ εἰς τόν ΡΘ΄ Ψαλμόν γράφει: «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου». Ὁ μεγαλοφωνότατος Ἠσαΐας Ζ΄14 «διά τοῦτο δώσει Κύριος αὐτῷ σημεῖον: Ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ», Θ΄6 «Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχή ἐγεννήθη ἐπί τοῦ ὤμου αὐτοῦ καί καλεῖται τό ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», ΛΕ΄3-10 «Ἰδού ὁ Θεός ἡμῶν κρίσιν ἀνταποδίδωσι καί ἀνταποδώσει, αὐτός ἥξει καί σώσει ἡμᾶς». ΝΒ΄ 13-14, «Ἰδοὺ συνήσει ὁ παῖς μου καὶ ὑψωθήσεται καὶ δοξασθήσεται καὶ μετεωρισθήσεται σφόδρα. ὃν τρόπον ἐκστήσονται ἐπὶ σὲ πολλοὶ οὕτως ἀδοξήσει ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τὸ εἶδός σου καὶ ἡ δόξα σου ἀπὸ υἱῶν ἀνθρώπων» ΝΓ΄1-12 «Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη; ἀνηγγείλαμεν ὡς παιδίον ἐναντίον αὐτοῦ, ὡς ρίζα ἐν γῇ διψώσῃ. οὐκ ἔστιν εἶδος αὐτῷ οὐδὲ δόξα· καὶ εἴδομεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος· ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὢν καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν, ὅτι ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, ἠτιμάσθη καὶ οὐκ ἐλογίσθη. οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει. αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ’ αὐτόν. τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν. πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν, ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη· καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. καὶ αὐτὸς διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ· ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα. ἐν τῇ ταπεινώσει ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη· τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται; ὅτι αἴρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ, ἀπὸ τῶν ἀνομιῶν τοῦ λαοῦ μου ἤχθη εἰς θάνατον. καὶ δώσω τοὺς πονηροὺς ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ καὶ τοὺς πλουσίους ἀντὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ὅτι ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ. καὶ Κύριος βούλεται καθαρίσαι αὐτὸν ἀπὸ τῆς πληγῆς. ἐὰν δῶτε περὶ ἁμαρτίας, ἡ ψυχὴ ὑμῶν ὄψεται σπέρμα μακρόβιον· καὶ βούλεται Κύριος ἀφελεῖν ἀπὸ τοῦ πόνου τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, δεῖξαι αὐτῷ φῶς καὶ πλάσαι τῇ συνέσει, δικαιῶσαι δίκαιον εὖ δουλεύοντα πολλοῖς, καὶ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν αὐτὸς ἀνοίσει. διὰ τοῦτο αὐτὸς κληρονομήσει πολλοὺς καὶ τῶν ἰσχυρῶν μεριεῖ σκῦλα, ἀνθ΄ ὧν παρεδόθη εἰς θάνατον ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ἐν τοῖς ἀνόμοις ἐλογίσθη· καὶ αὐτὸς ἁμαρτίας πολλῶν ἀνήνεγκε καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν παρεδόθη».
Πρέπει νά ἐπισημειωθῇ ἐνταῦθα ὅτι τά φληναφήματα τῶν Ραββίνων ὅτι δῆθεν τό κείμενο αὐτό ἀναφέρεται εἰς τόν Ἰουδαϊκό λαό εἶναι καταγέλαστα διότι ἐκ τῶν συμφραζομένων παρουσιάζεται ὁ Μεσσίας ὡς ἄτομον διακρινόμενον τοῦ λαοῦ, διά τάς ἁμαρτίας τοῦ ὁποίου καί ἀποθνήσκει. Εἶναι σαφής καί ἀναντίρρητος ἡ προφητική ρῆσις τοῦ Ἠσαΐου διά τήν ἐπί γῆς πορείαν καί τό ἱερόν ἔργον τοῦ ἀληθοῦς Μεσσίου πού διϊστορικῶς ἐφαρμόζεται μόνον εἰς τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
Ὡσαύτως ὀγκόλιθος συντριπτικός διά τάς ψευδολογίας τῶν ραββίνων τοῦ ἑβραϊκοῦ ἔθνους ἀποτελεῖ ἡ Προφητεία τοῦ Δανιήλ Θ΄ 21-27 «καὶ ἔτι ἐμοῦ λαλοῦντος ἐν τῇ προσευχῇ καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ Γαβριήλ, ὃν εἶδον ἐν τῇ ὁράσει ἐν τῇ ἀρχῇ, πετόμενος καὶ ἥψατό μου ὡσεὶ ὥραν θυσίας ἑσπερινῆς. καὶ συνέτισέ με καὶ ἐλάλησε μετ' ἐμοῦ καὶ εἶπε· Δανιήλ, νῦν ἐξῆλθον συμβιβάσαι σε σύνεσιν· ἐν ἀρχῇ τῆς δεήσεώς σου ἐξῆλθε λόγος, καὶ ἐγὼ ἦλθον τοῦ ἀναγγεῖλαί σοι. ὅτι ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν εἶ σύ· καὶ ἐννοήθητι ἐν τῷ ρήματι καὶ σύνες ἐν τῇ ὀπτασίᾳ. ἑβδομήκοντα ἑβδομάδες συνετμήθησαν ἐπὶ τὸν λαόν σου καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν σου τοῦ συντελεσθῆναι ἁμαρτίαν καὶ τοῦ σφραγίσαι ἁμαρτίας καὶ ἀπαλεῖψαι τὰς ἀνομίας καὶ τοῦ ἐξιλάσασθαι ἀδικίας καὶ τοῦ ἀγαγεῖν δικαιοσύνην αἰώνιον καὶ τοῦ σφραγίσαι ὅρασιν καὶ προφήτην καὶ τοῦ χρῖσαι ἅγιον ἁγίων. καὶ γνώσῃ καὶ συνήσεις· ἀπὸ ἐξόδου λόγου τοῦ ἀποκριθῆναι καὶ τοῦ οἰκοδομῆσαι Ἱερουσαλὴμ ἕως χριστοῦ ἡγουμένου ἑβδομάδες ἑπτὰ καὶ ἑβδομάδες ἑξηκονταδύο· καὶ ἐπιστρέψει καὶ οἰκοδομηθήσεται πλατεῖα καὶ τεῖχος, καὶ ἐκκενωθήσονται οἱ καιροί. καὶ μετὰ τὰς ἑβδομάδας τὰς ἑξηκονταδύο ἐξολοθρευθήσεται χρῖσμα, καὶ κρίμα οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ· καὶ τὴν πόλιν καὶ τὸ ἅγιον διαφθερεῖ σὺν τῷ ἡγουμένῳ τῷ ἐρχομένῳ καὶ ἐκκοπήσονται ἐν κατακλυσμῷ, καὶ ἕως τέλους πολέμου συντετμημένου τάξει ἀφανισμοῖς. καὶ δυναμώσει διαθήκην πολλοῖς, ἑβδομὰς μία· καὶ ἐν τῷ ἡμίσει τῆς ἑβδομάδος ἀρθήσεταί μου θυσία καὶ σπονδή, καὶ ἐπὶ τὸ ἱερὸν βδέλυγμα τῶν ἐρημώσεων, καὶ ἕως τῆς συντελείας καιροῦ συντέλεια δοθήσεται ἐπὶ τὴν ἐρήμωσιν». Ὁ πρ. Δανιήλ ὁμιλεῖ ὅτι ὁ Θεός εὐσπαγχνίσθη τόν λαόν Του καί τήν ἁγίαν πόλιν Του καί δέν ἀπομένουν παρά 70 ἑβδομάδες γιά νά καταλυθῇ τό κράτος τῆς ἁμαρτίας, νά παύσουν οἱ προφητεῖες καί οἱ ὁράσεις καί νά χρισθῇ ὁ ἅγιος τῶν ἁγίων. Καί βέβαια δέν ἀναφέρεται σέ ἑβδομάδες ἡμερῶν ἀλλά σέ ἑβδομάδες ἐτῶν, ὅπως καί οἱ ἴδιοι οἱ Ραββίνοι Saabia Gaon καί Aben Esra ἀποδέχονται. Ὁ πρ. Δανιήλ ὁμιλεῖ περί 70 ἑβδομάδων πού ὑποδιαιρεῖ εἰς τρεῖς περιόδους. (στ. 25), ἑπτά ἑβδομάδες ἀποτελοῦν τήν πρώτη περίοδο πού ἀρχίζει ἀπό τοῦ χρόνου ἐκδόσεως διατάγματος πρός ἀνοικοδόμηση τῆς Ἱερουσαλήμ, ἡ δευτέρα περίοδος ἀποτελεῖται ἀπό 62 ἑβδομάδες καί ἡ τρίτη περίοδος εἶναι μία ἑβδομάς, κατά τήν ὁποία θά ἐνεφανίζετο ὁ Μεσσίας. Ἑπτά ἑβδομάδες ἐκπροσωποῦν 49 χρόνια καί 70 ἑβδομάδες 490 χρόνια, τά ὁποία θά παρήρχοντο ἀπό τήν ἀνοικοδόμηση τῆς Ἱερουσαλήμ μέχρι τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσία. Ἡ ἀνοικοδόμησις τῆς Ἱερουσαλήμ μετά τῶν τειχῶν αὐτῆς ἄρχισε ἀπό τό διάταγμα τοῦ Ἀρταξέρξου Μακρόχειρος (455 π.Χ.) καί συνεπῶς αἱ ἑβδομήκοντα ἑβδομάδες ἐτῶν ἔληξαν τό ἔτος 34 μ.Χ. Ἡ τελευταία ἑβδομάς ἄρχεται ἀπό τοῦ ἔτους 28 π.Χ. καί κατά τό ἥμισυ της κατά τό 31 μ.Χ. ἀναπέμπεται πρός τόν οὐρανό θυσία καί σπονδή διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἀληθοῦς Μεσσία Ἰησοῦ Χριστοῦ, μετά τήν ἀναφορά τῆς ὁποία, βεβηλώνεται ἐρημούμενον τόν ἱερόν τοῦ Θεοῦ καί δέν παρέρχονται παρά ὀλίγα χρόνια διά καί καταστροφήν τῶν Ἱεροσολύμων ἀπό τόν Ῥωμαῖο αὐτοκράτορα Τῖτο τό 70 μ.Χ. Ἡ πολύκροτη αὐτή προφητεία τοῦ Δανιήλ πού μέ ἱστορική ἀκρίβεια καθορίζει καί τόν χρόνο τῆς ἐπιφανείας καί τόν θάνατον τοῦ ἀληθοῦς Μεσσίου ἀποτελεῖ αἰώνιον κόλαφον κατά τῆς διαστροφικῆς μανίας κατά τῆς ἀληθείας τῶν Ραββίνων τοῦ ἑβραϊκοῦ ἔθνους.
Δέν εἶναι ὅμως μόνο, οἱ Προφητεῖες αὐτές πού προαναγγέλουν τήν ἐνανθρώπιση τοῦ αἰωνίου Λόγου – Υἱοῦ ἐν τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ. Ὑπάρχουν καί ἄλλες ἐξαιρετικῶς πολλές προκαθορίσασαι σαφῶς καί ἐν ἄκρα λεπτομερείᾳ:
Α. Τό ἄχρονον τοῦ Λόγου Υἱοῦ. Ψαλμ. Β:1-10
Β. Τήν προσκύνησιν τῶν μάγων. Ψαλμ. ΟΑ(ΟΒ):10-11
Γ. Τήν διδασκαλία καί τό ἀπολυτρωτικό καί κοσμοσωτήριο ἔργο Του Γεν. ΜΘ:10, Ψαλμ. Β:1-10, ΟΑ(ΟΒ):6-18, Μιχ. Δ:2-3, Ἠσ. Θ:1-8, ΝΒ:13-15, ΝΓ:4, ΝΕ:13, Ξ:1-7, Ζαχ. ΙΓ:1-7.
Δ. Τά θαύματά Του Ἠσ. ΛΕ:1-6.
Ε. Τήν εἰς Ἱεροσόλυμα εἴσοδόν Του ἐπί πώλου ὄνου Ζαχ. Θ:9.
Στ. Τήν προδοσία τοῦ Ἰούδα καί τά τριάκοντα ἀργύρια καί τήν δι’ αὐτῶν τήν ἀγορά τοῦ ἀγροῦ τοῦ κεραμέως Ζαχ. ΙΑ:12-13.
Ζ. Τήν ἐγκατάλειψή Του ὑπό τῶν μαθητῶν Του Ψαλμ. ΛΖ(ΛΗ):12-15, Ζαχ. ΙΓ:6-7
Η. Τούς ἐμπαιγμούς, τά ραπίσματα, τόν στέφανον ἐξ ἀκανθῶν, τόν διαμερισμόν τῶν ἐνδυμάτων Του διά κλήρου, τόν κάλαμον μέ τήν χολήν καί τό ὄξος Ἠσ. Ν:6, ΝΓ:4-7, Ψαλμ. ΚΑ(ΚΒ):17-19, Ψαλμ. ΞΗ(ΞΘ):22
Θ. Τήν σταύρωσή Του μεταξύ δύο κακούργων καί τόν σκοτισμό τοῦ ἡλίου Ἠσ. ΝΓ:12, Δαν. Θ:26, Ζαχ. ΙΓ:6
ΙΑ. Τήν ἐν θριάμβῳ κάθοδον εἰς τόν ἅδην Ἰώβ ΛΗ:17
ΙΒ. Τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν Ψαλμ. ΙΕ(Ις):9-10, Νς, ΞΗ:19
ΙΓ. Τήν διάδοσιν τῆς διδασκαλίας Του εἰς ὅλον τόν κόσμον Ἠσ. ΜΒ:1-5, ΝΒ:13-15, ΝΕ:4-5, ΞΑ:4-14 κλπ.
Ὑπό τῶν θεοεικέλων προφητῶν τοῦ Ἰσραήλ προεφητεύθη σαφῶς ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ αἰωνίου Θεοῦ Λόγου, προανηγγέλθη ἡ μετά τήν ἐνανθρώπισι θεανδρική Του δρᾶσις, ἡ σταύρωσίς Του καί ἡ ἀνάστασίς Του ἐκ νεκρῶν καί ἡ διάδοσις τῆς διδασκαλίας Του εἰς πάντα τά ἔθνη. Θά ἠδυνάμεθα νά γράφωμεν ἐπί ἡμέρας διά τήν ἀνατροπήν τῶν κακοδοξιῶν καί τῆς ἀναληθείας τῶν ραββίνων τοῦ Ἰσραήλ ἀλλά ἐμποδιζόμεθα ἀπό τόν χῶρον. Κατακλείομεν ὅμως μέ τήν κυρίαν ἐπισήμανσι τοῦ μακαριστοῦ πρώην ῥαβίνου Δαυΐδ Κοῦπερ, προσελθόντος εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν, ὁ ὁποῖος εἰς τό πολυσήμαντον βιβλίον του «Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ» πού «ἐξηφανίσθη» διά παρεμβάσεως τοῦ διεθνοῦς Σιωνισμοῦ ἀπέδειξε ὅτι ὁ ἀληθής Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ὁ Τρισυπόστατος ἕνας καί μοναδικός Θεός, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Πανάγιο Πνεῦμα.
Ἡ δῆθεν τρομερά ὁμολογία τοῦ Ἰσραήλ πού ἐπικαλοῦνται μετ’ἐπιτάσεως οἱ ραββίνοι αὐτοῦ ὅτι ὁ Θεός εἶναι «εἷς» Δευτ. ΣΤ:4 πού εἰς τήν μετάφρασιν τῶν Ο΄ ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἄκουε Ἰσραήλ Κύριος ὁ Θεός ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστίν» ἀποτελεῖ τήν πλέον εὔγλωττον διακήρυξιν τοῦ θεόπτου Μωϋσέα διά τό Τριαδικόν δόγμα διότι εἰς τό Μασσοριτικό κείμενο ἡ λέξι ὁ Θεός ἡμῶν ἀναγράφεται διά τῆς συνθέτου λέξεως «ἐλωέ» ἡ ὁποία εἶναι συνεζευγμένη κατάσταση τῆς λέξεως «ἐλωίμ» καί σημαίνει πάλι «οἱ Θεοί» καί τῆς λέξεως «νοῦ» πού σημαίνει «ἡμῶν». Ἑπομένως τό χωρίο σέ ἀκριβῆ μετάφραση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἄκουε Ἰσραήλ Κύριος οἱ Θεοί ἡμῶν, Κύριος εἷς ἐστί». Ἡ λέξις ὅμως «εἷς» τοῦ ἱεροῦ κειμένου εἶναι ἡ λέξις «ἐχάδ» πού ἔχει σύνθετη ἔννοια καί σημαίνει μονάδα σύνθετον (Πρβλ. Γεν. Α:5, Β:24, Ἰεζ. ΛΖ:17 κἄ) καί δέν ἐννοεῖται συνεπῶς ἡ ἀπόλυτος μονάς διά τῆς λέξεως αὐτῆς, διότι τότε θά ἐγράφετο ἀντ’ αὐτῆς ἡ λέξις «γιαχίδ». Συνεπῶς ὁ θεόπτης Μωϋσῆς διακηρύσσει ὅτι ὁ Θεός κατά τήν οὐσία καί τήν φύση αὐτοῦ εἶναι εἷς ἀλλά ὑποστατικῶς εἶναι Τριάς. Εἷς Θεός ἐν τρισί ὑποστάσεσι.
Ἄς μήν ἐνοχλοῦνται λοιπόν οἱ Ραββίνοι τοῦ Ἑβραϊκοῦ Ἔθνους, ὅταν σύμφωνα μέ τίς διακηρύξεις τῶν Γραφῶν ἡ Ἐκκλησία διαχρονικῶς διασαλπίζει ὅτι ὁ ἀναμενόμενος ἀπό αὐτούς Μεσσίας εἶναι ὁ φρικτός Ἀντίχριστος. Ἄλλωστε ἡ ἐνασχόλησις μέ τήν Καμπάλα καί τόν ἀποκρυφισμόν της, τίς ἐπικλήσεις δαιμόνων καί τήν μαύρη μαγεία, τήν χρῆσι τῆς Σολωμονικῆς τούς «προευπρεπίζει» ἱκανῶς.
Σέ αὐτό τό ἔργο ἐδούλευσε καί φέτος ὁ τηλεοπτικός ΣΚΑΙ, δι’ αὐτό καί δικαιωνόμεθα πλήρως πού ὡς Μητρόπολις Πειραιῶς ἔχουμε διακόψει κάθε συνεργασία μαζί του.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Η σύγχρονη θρησκευτική αγωγή οριοθετείται, σύμφωνα με το νέο Πρόγραμμα Σπουδών για τα Θρησκευτικά του Δημοτικού και του Γυμνασίου[1], στο πλαίσιο του επονομαζόμενου κριτικού θρησκευτικού γραμματισμού. Η οριοθέτηση αυτή της θρησκευτικής αγωγής στοχεύει να καταστήσει το θρησκευτικό μάθημα σύγχρονο και ικανό να ανταποκριθεί με επιτυχία στις απαιτήσεις τόσο του στενού σχολικού περιβάλλοντος όσο και του ευρύτερου κοινωνικού. Εντούτοις, οι θεωρητικές βάσεις του γραμματισμού και του θρησκευτικού γραμματισμού εγείρουν ορισμένους προβληματισμούς.
Ο γραμματισμός -μετάφραση του αγγλικού όρου literacy- συνδέεται άμεσα με τον γλωσσικό σημειωτικό λόγο και αφορά πρωταρχικά και κυρίως στη γλωσσική εκπαίδευση. Αντιδιαστέλλεται από τον αναλφαβητισμό, αλλά δεν ταυτίζεται με τον αλφαβητισμό, εφόσον του αποδίδεται ευρύτερο εννοιολογικό περιεχόμενο. Η έννοια του γραμματισμού δεν περιορίζεται στη γνώση γραφής και ανάγνωσης, αλλά συμπεριλαμβάνει ικανότητες και δεξιότητες οι οποίες συμβάλλουν καθοριστικά στην επικοινωνία καθώς και στην επιτυχή ένταξη στο κοινωνικό περιβάλλον. Με βάση τα παραπάνω ως γραμματισμός ορίζεται, σύμφωνα με τον Ηλία Ματσαγγούρα, η «ικανότητα του ατόμου να χρησιμοποιεί τις (μετα-) γλωσσικές και επικοινωνιακές γνώσεις και δεξιότητές του ευέλικτα και δημιουργικά, αλλά πάντα με τρόπο που προσιδιάζει σε κάθε περίσταση επικοινωνίας, για να επιτύχει στόχους που αφορούν: α) στις λεκτικές πράξεις του προφορικού λόγου, β) στην κατανόηση, χρήση, κριτική, αλλά και την παραγωγή κειμένων ποικίλης σημειωτικής σύνθεσης και διαφορετικής κοινωνικής λειτουργίας και, ως εκ τούτου, διαφορετικού περιεχομένου και διαφορετικής μορφής και δομής και διαφορετικών λεξικο-γραμματικών και υφολογικών χαρακτηριστικών»[2].
Από την παραπάνω εννοιολογική προσέγγιση προκύπτει ότι η έννοια του γραμματισμού περιλαμβάνει εκτός από τη γνώση τόσο την ικανότητα ορθής χρήσης των γλωσσικών δομών όσο και τη δυνατότητα του ατόμου να προσαρμόζεται με ευκολία και να λειτουργεί με αποτελεσματικότητα σε ποικίλα περιβάλλοντα και διαφορετικές περιστάσεις επικοινωνίας[3]. Επομένως, ο γραμματισμός δεν εξαντλείται στην κατάκτηση συγκεκριμένου διδακτικού υλικού, αλλά επεκτείνεται και στις δεξιότητες αποτελεσματικής χρήσης αυτού του υλικού από τους μαθητές με στόχο τη λειτουργική επικοινωνία τους με το διαρκώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό περιβάλλον. Ο Mike Baynham προσδιορίζει τις δεξιότητες αυτές ως τη λειτουργική διάσταση του γραμματισμού[4].
Στην προσπάθεια προσδιορισμού του εννοιολογικού περιεχομένου του γραμματισμού υποστηρίζεται επιπλέον ότι «ο γραμματισμός συνεπάγεται λογική, αναλυτική, κριτική και ορθολογική σκέψη, χρήση της γλώσσας με γενικεύσεις και αφαιρέσεις, σκεπτικισμό και κριτική στάση, διάκριση μεταξύ μύθου και ιστορίας, αναγνώριση της σημασίας του χώρου και του χρόνου, σύνθετους και σύγχρονους τρόπους διοίκησης (με διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας, πολιτική δημοκρατία και μεγαλύτερη κοινωνική ισότητα, χαμηλότερο δείκτη εγκληματικότητας, καλύτερους πολίτες, οικονομική ανάπτυξη, πλούτο και παραγωγικότητα, πολιτική σταθερότητα, αστικοποίηση και χαμηλότερη γεννητικότητα»[5].
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι από τις ποικίλες εννοιολογικές προσεγγίσεις του γραμματισμού προκύπτει η διάκριση μεταξύ του αυτόνομου και του ιδεολογικού γραμματισμού. Ο Brian Street[6] επισημαίνει ότι η διαφορά μεταξύ του αυτόνομου και του ιδεολογικού γραμματισμού εντοπίζεται στον ρόλο που έχουν συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές στην κατανόηση του γραμματισμού. Στην περίπτωση του αυτόνομου γραμματισμού αυτός κατανοείται ως καθαρά γνωστική ικανότητα ανεξάρτητα από το κοινωνικό πλαίσιο και τον πολιτισμό εντός του οποίου εκδηλώνεται. Αντίθετα, ο ιδεολογικός γραμματισμός αλληλεπιδρά με την κοινωνία και το πολιτισμικό περιβάλλον[7].
ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ
Η κριτική παιδαγωγική εδραιώνεται ως παιδαγωγικό ρεύμα τη δεκαετία του 1980 με τους Henry Giroux, Michael Apple και Stanley Aronowitz. Εντούτοις, θεωρητικές επιδράσεις έχει δεχθεί από απόψεις των Paulo Freire, Antonio Gramsci και John Dewey, από την κριτική θεωρία της Σχολής της Φρανκφούρτης[8] καθώς και από άλλα ιδεολογικά ρεύματα, όπως αυτά του μεταμοντερνισμού και του μεταδομισμού.
Πρωταρχικός στόχος των εκπροσώπων της κριτικής παιδαγωγικής είναι ο μετασχηματισμός της εκπαίδευσης και κατ’ επέκταση της κοινωνίας. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί μέσω της κοινωνικής προβληματικής της εκπαίδευσης, η οποία διευρύνεται ως προς το περιεχόμενό της, ώστε να συμπεριλάβει το κοινωνικό και πολιτισμικό στοιχείο[9]. Επιτυγχάνεται, επίσης, με την υπέρβαση της θεωρίας της στείρας αναπαραγωγής και τον προσανατολισμό της εκπαίδευσης προς την κοινωνική και πολιτισμική παραγωγή[10]. Οι ιδεολογικές καταβολές της κριτικής παιδαγωγικής αιτιολογούν επαρκώς, όπως θα γίνει στη συνέχεια κατανοητό, το γεγονός ότι οι εκπρόσωποί της προσηλώνονται στην ατομική και κοινωνική χειραφέτηση, στη συγκρότηση δημόσιων χώρων αναστοχασμού και στην ανάληψη αυτόνομης κοινωνικής δράσης ως πρωταρχικών κεντρικών σκοπών ενός σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος[11].
Στις νέες παιδαγωγικές προτάσεις του Giroux για τη θεωρία της εκπαίδευσης στις Η.Π.Α. τονίζεται μεταξύ άλλων η θεμελιώδης πολιτική φύση του σχολείου[12]. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Το πρόβλημα της εκπαίδευσης είναι κυρίως η άσκηση της εξουσίας [...] των κυρίαρχων ομάδων πάνω στις αδικημένες ομάδες σε συνάρτηση με τη φυλή (οι ορατές μειονότητες), το φύλο (άνδρας – γυναίκα), τις σεξουαλικές προτιμήσεις ή τις κοινωνικές τους θέσεις (φεμινιστές, μαρξιστές κ.λπ.). Υπάρχει εδώ ένα μεγάλο πρόβλημα το οποίο αγγίζει όλες τις πολιτισμικές δραστηριότητες. Οι ανώτερες τάξεις ελέγχουν την ανάπτυξη της κοινωνίας μέσα από πολιτιστικές δραστηριότητες. Η παιδαγωγική δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια απλή μετάδοση της γνώσης, διότι τώρα είναι υποτελής μιας εκτεταμένης πολιτισμικής πολιτικής».
Ο Giroux υποστηρίζει, επίσης, με θέρμη την αναγκαιότητα σύνδεσης αφενός της παιδαγωγικής με την προοπτική της κοινωνικής αλλαγής και αφετέρου της μάθησης με το πολιτισμικό υπόβαθρο και τις προσωπικές εμπειρίες του κάθε μαθητή, εφόσον «η ανάλυση του κοινωνικού προβλήματος της εκπαίδευσης […] έγινε η ανάλυση της εκπαίδευσης ως στοιχείου πολιτιστικού μετασχηματισμού»[13]. Επομένως, εκπαίδευση για τον συγκεκριμένο παιδαγωγό είναι το πεδίο στο οποίο παράγεται αμφισβήτηση, αντίσταση και προοπτική κοινωνικής δράσης[14].
Ουσιαστικά η κριτική παιδαγωγική κατά τον Giroux δεν περιγράφεται εννοιολογικά μόνο ως ένα σύνολο γραπτών, προφορικών και οπτικών πρακτικών, οι οποίες διευκολύνουν τα άτομα να αλληλοκατανοούνται και να αναλύουν τις σχέσεις τους με τους άλλους και το περιβάλλον[15]. Η κριτική παιδαγωγική είναι, επίσης, «μια αμφισβήτηση των κυρίαρχων μορφών συμβολικής παραγωγής, αν δεχτούμε την άποψη ότι οι συμβολικές αναπαραστάσεις οι οποίες εμφανίζονται στις διαφορετικές πολιτιστικές σφαίρες είναι εμποτισμένες από σχέσεις εξουσίας αμφισβητήσιμες, διότι είναι άδικες»[16].
Σύμφωνα με τα παραπάνω «η κριτική παιδαγωγική προτείνει μια διαπαιδαγώγηση του σπουδαστή, η οποία έχει ως κύριο χαρακτηριστικό να είναι μια εναλλακτική παιδεία στην κυρίαρχη παιδεία και η οποία θα στηρίζεται σε αρχές όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα, ο σεβασμός των διαφορών. Είναι μια παιδεία της αμφισβήτησης η οποία τοποθετείται σε μια νεο-μαρξιστική προοπτική αποκαλούμενη κριτική θεωρία. Η τάση αυτή εκδηλώνεται κυρίως με κριτικά σχόλια πάνω στα προβλήματα της σύγχρονης διαπαιδαγώγησης και με την πρόταση μιας καινούριας γλώσσας στην εκπαίδευση. Γι’ αυτό το λόγο συνιστούμε στους υπερασπιστές της τάσης αυτής περισσότερο θεωρητικούς προβληματισμούς παρά συγκεκριμένες παιδαγωγικές προτάσεις»[17].
Προς την ίδια κατεύθυνση της ιδεολογικοποιημένης, δηλαδή, εκπαίδευσης είναι στραμμένη και η προσέγγιση του Freire για τον γραμματισμό, συμβάλλοντας καθοριστικά στη μετάλλαξη της εκπαιδευτικής σε πολιτική διαδικασία. Ο Freire καθιερώνει στον χώρο της Παιδαγωγικής επιστήμης την παιδαγωγική της συνειδητοποίησης, ένα μαρξιστικό εκπαιδευτικό μοντέλο, το οποίο αναπτύχθηκε κατά τη δεκαετία του 1970 από το Σωματείο των εκπαιδευτικών του Κεμπέκ (École et lutte de classes au Québec, 1975).
Κατά την προσέγγιση του Freire το σχολείο λειτουργεί ως μηχανισμός μετάδοσης και καλλιέργειας της ιδεολογίας του καπιταλιστικού κράτους. Μέσω του γραμματισμού δίνεται η ευκαιρία στις καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες να αναγνωρίσουν τις υπεύθυνες για την αλλοτρίωσή τους κοινωνικές δομές. Επομένως, όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί, «[...] σημαντικός πολιτικός στόχος για το Βραζιλιάνο παιδαγωγό είναι η αξιοποίηση της απελευθερωτικής οπτικής του γραμματισμού για τον κοινωνικό μετασχηματισμό προς την κατεύθυνση του ανθρωπιστικού σοσιαλισμού»[18].
Κατά συνέπεια, ο Freire υποστηρίζει με σαφήνεια ότι κανένα είδος γραμματισμού δεν είναι ουδέτερο, αφού συνοδεύεται από αξίες, στάσεις και κανόνες. Αυτή ακριβώς η θέση του Freire οδηγεί τον Gee στο συμπέρασμα ότι «αυτό που κάνει τον Freire πραγματικά σπουδαίο είναι ότι δεν προσποιείται το διαχωρισμό της πολιτικής από το γραμματισμό. Ο παιδαγωγός πρέπει να έχει το θάρρος να καθιστά σαφή την πολιτική του οπτική και να αντιστέκεται στο γραμματισμό της χειραγώγησης»[19]. Ως αντίδοτο στον γραμματισμό της χειραγώγησης προσφέρεται ο κριτικός γραμματισμός της χειραφέτησης, στο πλαίσιο του οποίου, βέβαια, η κριτική θεώρηση νοηματοδοτείται με τις έννοιες της αμφισβήτησης, της άρνησης και της αλλαγής.
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ
Η σύνδεση, όπως προαναφέρθηκε, των επικοινωνιακών δεξιοτήτων των μαθητών με την ανάπτυξη των κειμενικών τους δεξιοτήτων οδηγεί στην υιοθέτηση μιας κειμενικής προοπτικής στην εκπαίδευση καθιστώντας την έννοια του γραμματισμού συμβατή και με άλλα -πέραν του γλωσσικού- γνωστικά πεδία, όπως αυτό των θρησκευτικών. Σε αυτή την περίπτωση «το κείμενο κατέχει καίρια θέση σε όλο το αναλυτικό πρόγραμμα, διατρέχοντας διαφορετικά μαθήματα και δραστηριότητες και συνιστά έναν κεντρικό άξονα αναφοράς, τόσο στη διδασκαλία όσο και στη μάθηση»[20].
Ο λόγος, κατά συνέπεια, αποκτά σημαίνοντα ρόλο και στη θρησκευτική αγωγή. Ειδικότερα στον θρησκευτικό γραμματισμό η κυριαρχία του λόγου στοχεύει «στο να οικοδομήσει λογικά τη θρησκευτική αγωγή των παιδιών και των εφήβων μέσα από την κατανόηση, την ερμηνεία και την κριτική, και δι’ αυτού να συμβάλει στην προσωπική και ελεύθερη συγκρότησή τους»[21].
Επομένως, σύμφωνα με το νέο Πρόγραμμα η θρησκευτική αγωγή των μαθητών προϋποθέτει εκ μέρους τους μια λογική προσέγγιση και ένα κριτικό αναστοχασμό του θρησκευτικού φαινομένου εν γένει και των οικείων τους θρησκευτικών καταβολών. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει, διότι έτσι επιτυγχάνεται ο βασικός στόχος του γραμματισμού, ο οποίος συμπυκνώνεται, κατά μία άποψη στην ικανότητα ελέγχου της ζωής και του περιβάλλοντος μέσω του λόγου, με τρόπο ορθολογικό[22].
Η κριτική αυτή προσέγγιση του θρησκευτικού φαινομένου επιδιώκει να αποκαλύψει τις ενδεχόμενες χρήσεις των θρησκευτικών στοιχείων με σκοπό την άσκηση εξουσίας ή μια ιδιότυπη θρησκευτική χειραγώγηση, όπως αντίστοιχα ο κριτικός γραμματισμός στη γλώσσα επιχειρεί να αναδείξει γλωσσικές χρήσεις που προβάλλουν σχέσεις εξουσίας και ιδεολογίες τις οποίες δεν αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι[23]. Στοχεύει, επίσης, στο να αναδείξει μια αλληλεπιδραστική σχέση θρησκείας και κοινωνίας και να καταστήσει τα άτομα ικανά όχι να μαθαίνουν και να αναπαράγουν τις θρησκευτικές δομές ούτε απλώς να τις ελέγχουν αλλά και να τις διαμορφώνουν εξαρχής.
Ο στόχος, επομένως, του θρησκευτικού γραμματισμού επιτάσσει την προσέγγιση της θρησκευτικής αγωγής κριτικά, ώστε να ανταποκριθεί σ’ αυτό που καλείται «χειραφετητικό ενδιαφέρον». «Η γνώση είναι αληθινή όταν μας ελευθερώνει απ’ ό,τι ονομάζεται “πρόσδεση στο παρελθόν”. Χωρίς αυτό το “χειραφετητικό ενδιαφέρον” οι αλήθειες οποιασδήποτε επιστήμης και γνώσης λειτουργούν στατικά και ενδεχομένως χρησιμοποιούνται για ποικιλότροπη χειραγώγηση»[24].
Αναδεικνύονται, επομένως, οι ιδεολογικές καταβολές του κριτικού γραμματισμού γενικά καθώς και το γεγονός ότι το θρησκευτικό φαινόμενο, η θρησκευτική πίστη, προσεγγίζεται ως κατεστημένη κοινωνική δομή, με κίνδυνο τον υποβιβασμό της σε ιδεολογία. Μέσω του γραμματισμού δεν επιτυγχάνεται η χειραφέτηση των μαθητών από την καταπίεση των ιδεολογικοπολιτικών κατεστημένων, αλλά η αντικατάστασή τους από μία νέα ιδεολογική πολιτική πρόταση. Αυτή η πρόταση μπορεί, κατά τους εισηγητές της, να λύσει τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου μέσω της κριτικής θεώρησης, της αντίστασης και της απόρριψης.
ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ANDREW WRIGHΤ
Στο πλαίσιο του ευρύτερου ευρωπαϊκού προβληματισμού για τη σύγχρονη θρησκευτική εκπαίδευση ο Wright -επηρεασμένος από τις βασικές αρχές της κριτικής παιδαγωγικής- εισηγείται το μοντέλο της κριτικής θρησκευτικής εκπαίδευσης, το οποίο είναι απαρέγκλιτα βασισμένο στον θρησκευτικό γραμματισμό. Το 2004 το βρετανικό Υπουργείο Παιδείας (British Government’s Department for Education and Skills) σε συνεργασία με την Αρχή Προσόντων και Αναλυτικών Προγραμμάτων (Qualifications and Curriculum Authority) δημοσιεύει Νόμο – Πλαίσιο για τη Θρησκευτική Εκπαίδευση στη Βρετανία και την Ουαλία (non – statutory Framework for Religious Education, DES/QCA 2004). Μέλος της συντακτικής ομάδας είναι και ο Wright[25].
Ο Νόμος – Πλαίσιο αναφέρει δύο βασικούς στόχους του θρησκευτικού μαθήματος, στους οποίους θεμελιώνεται το μοντέλο της κριτικής θρησκευτικής εκπαίδευσης[26]. Οι δύο αυτοί κεντρικοί στόχοι είναι η μάθηση για τη θρησκεία (learning about religion) και η μάθηση από τη θρησκεία (learning from religion).
Ο Wright υποστηρίζει ότι οι στόχοι της θρησκευτικής εκπαίδευσης πραγματοποιούνται διαμέσου μίας εξελικτικής πορείας δύο φάσεων: της απόκτησης της γνώσης (learning about) και της ανάπτυξης δεξιοτήτων (learning from), ώστε να επιτευχθεί η προσωπική ολοκλήρωση. Επιπλέον, διευκρινίζει ότι η μάθηση για τη θρησκεία πραγματοποιείται μέσω της αντιπαράθεσης των διαφορών μεταξύ της οικείας θρησκευτικής παράδοσης και της θρησκευτικότητας των θρησκευτικά διαφορετικών μαθητών. Ουσιαστικά ο Wright προτείνει η θρησκευτική γνώση των χριστιανών μαθητών τόσο για τη δική τους θρησκευτική παράδοση όσο και για τις άλλες θρησκευτικές παραδόσεις να είναι αποτέλεσμα του προβληματισμού που προκύπτει από τη συνάντηση και την ανάδειξη των διαφορετικοτήτων τους[27].
Στο ίδιο κείμενο περιγράφεται, επίσης, ο στόχος της θρησκευτικής εκπαίδευσης στη Φιλανδία. Σύμφωνα με το Εθνικό Αναλυτικό Πρόγραμμα για τη Λυκειακή Εκπαίδευση (National Core Curriculum for Upper Secondary Schools) αναμένεται οι μαθητές να αναπτύξουν πολιτισμικό -αντί του θρησκευτικού- γραμματισμό, προβληματιζόμενοι και τηρώντας κριτική στάση απέναντι στις ποικίλες θρησκευτικές παραδόσεις.
Υπό αυτό το πρίσμα η θρησκευτική εκπαίδευση συρρικνώνεται και χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολιτισμικής κατανόησης. Συνεπώς, οι θρησκείες προσεγγίζονται ως πεδία κοινωνικο – πολιτισμικής συνάντησης μεταξύ ατόμων και κοινωνιών και όχι ως αυταξίες[28].
Ο Wright θεωρεί ότι το μοντέλο της κριτικής θρησκευτικής εκπαίδευσης (Critical Religious Education) ανταποκρίνεται πιστότερα και αποτελεσματικότερα στις σύγχρονες παιδαγωγικές απαιτήσεις μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Το βασικό επιχείρημά του είναι ότι στο περιγραφόμενο μοντέλο η κριτική θρησκευτική εκπαίδευση θεμελιώνεται στις αρχές της πνευματικής ακεραιότητας (intellectual integrity), της ατομικής ελευθερίας (personal freedom), της επιδίωξης της απόλυτης αλήθειας (the pursuit of ultimate truth) και της περιφρούρησης του δικαιώματος της ατομικής θρησκευτικής αυτοδιάθεσης (personal faith – formation)[29].
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να αναφερθεί ότι η πρόταση του Wright για το μοντέλο κριτικής θρησκευτικής εκπαίδευσης προέκυψε ως απάντηση στο αίτημα συνδυασμού της ανάπτυξης πνευματικού βάθους και της κριτικής «ανοικτότητας» των μαθητών. Ωστόσο, το προτεινόμενο μοντέλο παρουσιάζει μια εγγενή αδυναμία, καθώς απαλείφει εντελώς το υπερβατικό στοιχείο περιορίζοντας την πίστη σε διανοητικό γεγονός, ικανό να υπόκειται στη βάσανο της λογικής κριτικής.
Η πίστη, η οποία κείται όχι αντίθετα, αλλά πέρα και πάνω από τη λογική, εξορθολογίζεται σύμφωνα με τις επιταγές του θρησκευτικού γραμματισμού. Ο άνθρωπος αναζητά την απόλυτη αλήθεια στο πλαίσιο της ανθρώπινης λογικής· διαφυλάσσει μεν το δικαίωμα της θρησκευτικής του αυτοδιάθεσης, η θρησκευτική του, όμως, ταυτότητα προκύπτει ως αποκλειστικό αποτέλεσμα διανοητικής διεργασίας και κριτικής προσέγγισης. Ως εκ τούτου, ελλοχεύει ο κίνδυνος να προσεγγίζεται και να κρίνεται η πίστη ως ιδεολογία. Γίνεται, κατά συνέπεια, προφανές ότι στην περίπτωση αυτή η ατομική ακεραιότητα σε επίπεδο πίστης δε θίγεται απλώς αλλά κολοβώνεται. Το ζητούμενο στη θρησκευτική αγωγή δεν είναι η χειραφέτηση από κατεστημένες θρησκευτικές δομές, αλλά από τα στενότατα όρια της ανθρώπινης λογικής, προκειμένου ο άνθρωπος να αναχθεί στην αλήθεια η οποία είναι πέρα και πάνω από τη λογική.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Ο κριτικός θρησκευτικός γραμματισμός προτείνεται ως μία καινοτόμος διάσταση της σύγχρονης θρησκευτικής αγωγής. Στόχος είναι η υπέρβαση της αποκλειστικότητας[30], η οποία χαρακτηρίζει κατά μία άποψη στις μέρες μας το μάθημα των θρησκευτικών.
Εντούτοις, η έρευνα και η μελέτη των δομικών στοιχείων του κριτικού γραμματισμού, καθώς και του κριτικού θρησκευτικού γραμματισμού αποκαλύπτει ότι ο θρησκευτικός γραμματισμός στοχεύει κυρίως στην ανάπτυξη και καλλιέργεια της κριτικής θεώρησης εκ μέρους των μαθητών κάθε προσφερόμενης θρησκευτικής γνώσης. Ως κριτική στάση προκρίνεται η αμφισβήτηση, η εκ των προτέρων άρνηση και η αντίσταση, ώστε να επιτευχθεί η χειραφέτηση από τις κατεστημένες κοινωνικές και πολιτικές δομές. Τελικά, όμως, η χειραφέτηση αυτή δε συνεπάγεται την απαλλαγή από τα βαρίδια των κοινωνικών και πολιτικών κατεστημένων, αλλά την επικράτηση μίας νέας βιοθεωρίας, μίας νέας ιδεολογίας, μίας καινούριας κοσμοαντίληψης, της οποίας μοναδική θέση είναι η άρνηση.
Οι κρίσεις που διήλθε η θρησκευτική αγωγή στην Ελλάδα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα είναι πολλές. Δεν είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι η πλέον πρόσφατη εκδηλώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την υφιστάμενη οικονομική κρίση.
Η νηφάλια έρευνα και μελέτη αυτών των κρίσεων αναδεικνύει ότι η νεοελληνική παιδεία στο σύνολό της αντιμετωπίζει πρόβλημα προσανατολισμού. Ο Παναγιώτης Νέλλας διέκρινε ότι αυτό το πρόβλημα είναι μεγάλο και δυσεπίλυτο, επειδή μέσα στην ελληνική παιδεία «αντιπαλεύουν τρεις τάσεις, τρεις στόχοι, τρία ανθρωποείδωλα, τρεις διαφορετικοί πολιτισμοί: ο πολιτισμός του ανθρωπισμού, ο πολιτισμός της θεανθρωπίας και ο πολιτισμός της τεχνολογίας […]. Η εκπαίδευση, όλα τα εκπαιδευτικά προγράμματα των τελευταίων χρόνων, όλες οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις είναι στη συνείδηση του ελληνικού λαού ακαταξίωτες», διότι δεν επιλύουν το πρόβλημα προσανατολισμού της ελληνικής παιδείας[31].
Η φύση και η θέση του θρησκευτικού μαθήματος στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα επιτάσσει η λύση του προβλήματος να ξεκινήσει από το μάθημα των θρησκευτικών. Αυτό οφείλει να ξαναβρεί τον προσανατολισμό του και να προτείνει το ανθρωποείδωλο εκείνο το οποίο θα συμβάλει στην επανεύρεση του προσανατολισμού της νεοελληνικής παιδείας και θα βοηθήσει τον σύγχρονο πολιτισμό να ξεπεράσει τα εγγενή αδιέξοδά του. Διαφορετικά, η επόμενη κρίση είναι κοντά και το τραγικό δεν είναι ότι μπορούμε πλέον να την προβλέψουμε· τραγικό είναι ότι αγνοούμε τι κομίζει. Γι’ αυτό «καιρός τοῦ ποιῆσαι».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ελληνόγλωσση
Baynham M., Πρακτικές Γραμματισμού, μτφρ. Μ. Αράπογλου, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2002.
Bertrand Y., Σύγχρονες Εκπαιδευτικές Θεωρίες, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1994.
Γούναρη Π. και Γρόλλιος Γ. (επιμ.), Κριτική Παιδαγωγική, εκδ. Gutenberg – Γιώργος και Κώστας Δάρδανος, Αθήνα 2010.
Gee J., «Ο Γραμματισμός και ο Μύθος του Γραμματισμού: από τον Πλάτωνα στον Freire», στο Α. Χαραλαμπόπουλος (επιμ.), Γραμματισμός, Κοινωνία και Εκπαίδευση, μτφρ. Μ. Αράπογλου, Ε. Κονσούλη, Δ. Κορομπόκης, Λ. Κουφάκη, εκδ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιστούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 15 – 54.
Kalantzis M. και Cope B., «Πολυγραμματισμοί», στο Α. Χριστίδης (επιμ.), Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός για τη Γλώσσα, εκδ. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2001. [http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_e2/e_2_thema.htm, προσπελάστηκε 10.03.2013]
Ματσαγγούρας Η. (επιμ.), Σχολικός Εγγραμματισμός. Λειτουργικός, Κριτικός, Επιστημονικός, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2007.
Μητσικοπούλου Β., «Γραμματισμός», στο Α. Χριστίδης (επιμ.), Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός για τη Γλώσσα, εκδ. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2001. [http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_e1/e_1_thema.htm, προσπελάστηκε 10.03.2013]
Νέλλας Π., «Η Παιδεία και οι Έλληνες», Σύναξη 21 (Ιανουάριος – Μάρτιος 1987), σσ. 9 – 22.
Νικολούδης Δ., Κριτική Παιδαγωγική και Γραμματισμός, Διδακτορική Διατριβή που υποβλήθηκε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Θεσσαλονίκης, Μάιος 2010.
Ρεράκης Ηρ., Υπόμνημα προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα: «Νέο Πιλοτικό Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά και Οδηγός Εκπαιδευτικού», Θεσσαλονίκη 04.07.2012, σσ. 1 – 27.
Σαραφίδου Τ., «Ανάπτυξη Κειμενικών Δεξιοτήτων μέσα από Αφηγηματικά Πλαίσια κατά την Πρώτη Σχολική Ηλικία: Η Περίπτωση του Βιβλίου των Θρησκευτικών της Γ΄ Τάξης του Δημοτικού Σχολείου», στο Ε. Τάφα – Γ. Μανωλίτσης (επιμ.), Αναδυόμενος Γραμματισμός. Έρευνα και Εφαρμογές, εκδ. Πεδίο, Αθήνα 2009, σσ. 361 – 370.
Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Νέο Σχολείο. Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού & Γυμνασίου, Αθήνα 2011.
Χαραλαμπόπουλος Α. (επιμ.), Γραμματισμός, Κοινωνία και Εκπαίδευση, μτφρ. Μ. Αράπογλου, Ε. Κονσούλη, Δ. Κορομπόκης, Λ. Κουφάκη, εκδ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιστούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2006.
2. Ξενόγλωσση
Fairclough N., Discourse and Social Change, εκδ. Polity Press, Cambridge 1992.
Giroux Η., «Theories of Reproduction in the New Sociology of Education», Harvard Educational Review 63, 3 (1983), σσ. 257 – 293.
Theory and Resistance in Education , εκδ. Bergin and Garvey, South Hadley 1983.
Border Crossings: Cultural Workers and the Politics of Education , εκδ. Routledge ublishing, London 1992.
Hella E. and Wright A., «Learning ‘about’ and ‘from’ Religion: Phenomenography, the Variation Theory of Learning and Religious Education in Finland and the UK», British Journal of Religious Education 31, 1 (2009), σσ. 53 – 64.
Simon R., Teaching Against the Grain, εκδ. Bergin & Garvey, New York 1992.
Street B., Literacy in Theory and Practice, εκδ. Cambridge University Press, Cambridge 1984.
Traves P., «Reading: the Entitlement to be ‘properly litrate’», Kimberley K., Meek M. & Miller J. (επιμ.), New Readings: Contributions to an Understanding of Literacy, εκδ. A & C Black, London 1992, σσ. 77 – 85.
Wright A., «Critical Religious Education and the National Framework for Religious Education in England and Wales», Religious Education: The Official Journal of the Religious Education Association 103 (November – December 2008), σσ. 517 – 521.
[1] Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Νέο Σχολείο. Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού & Γυμνασίου, Αθήνα 2011.
[2] Η. Ματσαγγούρας (επιμ.), Σχολικός Εγγραμματισμός. Λειτουργικός, Κριτικός, Επιστημονικός, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2007, σ. 22. Γενικότερα, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός του γραμματισμού. Μία προσπάθεια σύνθεσης διάφορων ορισμών έγινε από την Unesco, η οποία όρισε το γραμματισμό ως εξής: «Ένα άτομο είναι εγγράμματο όταν έχει αποκτήσει τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες που το καθιστούν ικανό να συμμετάσχει σε όλες εκείνες τις δραστηριότητες στις οποίες απαιτείται γραμματισμός για την αποτελεσματική λειτουργία του ατόμου στην ομάδα και στην κοινότητά του και του οποίου οι επιτεύξεις στην ανάγνωση, τη γραφή και την αριθμητική τού επιτρέπουν να συνεχίζει να χρησιμοποιεί αυτές τις δεξιότητες για την ατομική εξέλιξη και την ανάπτυξη της κοινότητάς του», στο M. Baynham, Πρακτικές Γραμματισμού, μτφρ. Μ. Αράπογλου, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σσ. 19 – 20.
[3] Η. Ματσαγγούρας (επιμ.), Σχολικός Εγγραμματισμός. Λειτουργικός, Κριτικός, Επιστημονικός, ό.π. Βλ. και Β. Μητσικοπούλου, «Γραμματισμός», στο Α. Χριστίδης (επιμ.), Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός για τη Γλώσσα, εκδ. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2001 [http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_e1/e_1_thema.htm, προσπελάστηκε 10.03.2013]. Βλ. επίσης, M. Kalantzis και B. Cope, «Πολυγραμματισμοί», στο Α. Χριστίδης (επιμ.), Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός για τη Γλώσσα, εκδ. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2001 [http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_e2/e_2_thema.htm, προσπελάστηκε 10.03.2013].
[4] Μ. Baynham, Πρακτικές Γραμματισμού, ό.π., σ. 20.
[5] J. Gee, «Ο Γραμματισμός και ο Μύθος του Γραμματισμού: από τον Πλάτωνα στον Freire», στο Α. Χαραλαμπόπουλος (επιμ.), Γραμματισμός, Κοινωνία και Εκπαίδευση, μτφρ. Μ. Αράπογλου, Ε. Κονσούλη, Δ. Κορομπόκης, Λ. Κουφάκη, εκδ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιστούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 8.
[6] Αναλυτικότερα βλ. B. Street, Literacy in Theory and Practice, εκδ. Cambridge University Press, Cambridge 1984.
[7] Βλ. περισσότερα στο Α. Χαραλαμπόπουλος (επιμ.), Γραμματισμός, Κοινωνία και Εκπαίδευση, μτφρ. Μ. Αράπογλου, Ε. Κονσούλη, Δ. Κορομπόκης, Λ. Κουφάκη, εκδ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιστούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2006.
[8] Ηρ. Ρεράκης, Υπόμνημα προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα: «Νέο Πιλοτικό Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά και Οδηγός Εκπαιδευτικού», Θεσσαλλονίκη 04.07.2012, σ. 11.
[9] Y. Bertrand, Σύγχρονες Εκπαιδευτικές Θεωρίες, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1994, σ. 145.
[10] Π. Γούναρη και Γ. Γρόλλιος (επιμ.), Κριτική Παιδαγωγική, εκδ. Gutenberg – Γιώργος και Κώστας Δάρδανος, Αθήνα 2010.
[11] Δ. Νικολούδης, Κριτική Παιδαγωγική και Γραμματισμός, Διδακτορική Διατριβή που υποβλήθηκε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Θεσσαλονίκης, Μάιος 2010, σ. 12. Βλ. και Π. Γούναρη και Γ. Γρόλλιος (επιμ.), Κριτική Παιδαγωγική, ό.π.
[12] Βλ. Η. Giroux, Theory and Resistance in Education, εκδ. Bergin and Garvey, South Hadley 1983.
[13] Y. Bertrand, Σύγχρονες Εκπαιδευτικές Θεωρίες, ό.π., σ. 147.
[14] Η. Giroux, «Theories of reproduction in the new sociology of education», Harvard Educational Review 63, 3 (1983), σσ. 257 – 293. Βλ. και Π. Γούναρη και Γ. Γρόλλιος (επιμ.), Κριτική Παιδαγωγική, ό.π., σ. 32.
[15] Βλ. H. Giroux, Border Crossings: Cultural Workers and the Politics of Education, εκδ. Routledge Publishing, London 1992.
[16] Y. Bertrand, Σύγχρονες Εκπαιδευτικές Θεωρίες, ό.π., σ. 148. Βλ. και R. Simon, Teaching Against the Grain, εκδ. Bergin & Garvey, New York 1992.
[17] Y. Bertrand, Σύγχρονες Εκπαιδευτικές Θεωρίες, ό.π.
[18] Δ. Νικολούδης, Κριτική Παιδαγωγική και Γραμματισμός, ό.π., σ. 311.
[19] Δ. Νικολούδης, Κριτική Παιδαγωγική και Γραμματισμός, ό.π. Βλ. και J. Gee, «Ο Γραμματισμός και ο Μύθος του Γραμματισμού: από τον Πλάτωνα στον Freire», ό.π., σ. 38.
[20] Τ. Σαραφίδου, «Ανάπτυξη Κειμενικών Δεξιοτήτων μέσα από Αφηγηματικά Πλαίσια κατά την Πρώτη Σχολική Ηλικία: Η Περίπτωση του Βιβλίου των Θρησκευτικών της Γ΄ Tάξης του Δημοτικού Σχολείου», στο Ε. Τάφα – Γ. Μανωλίτσης (επιμ.), Αναδυόμενος Γραμματισμός. Έρευνα και Εφαρμογές, εκδ. Πεδίο, Αθήνα 2009, σ. 362.
[21] Υπουργείο Παιδείας – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Νέο Σχολείο. Πρόγραμμα Σπουδών, ό.π., σ. 21.
[22] P. Traves, «Reading: the Entitlement to be ‘properly litrate’», K. Kimberley, M. Meek & J. Miller (επιμ.), New Readings: Contributions to an Understanding of Literacy, εκδ. A & C Black, London 1992, σσ. 77 – 85.
[23] N. Fairclough, Discourse and Social Change, εκδ. Polity Press, Cambridge 1992, σ. 7.
[24] Υπουργείο Παιδείας – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Νέο Σχολείο. Πρόγραμμα Σπουδών, ό.π.
[25] A. Wright, «Critical Religious Education and the National Framework for Religious Education in England and Wales», Religious Education: The Official Journal of the Religious Education Association 103 (November – December 2008), σσ. 517 – 518.
[26] A. Wright, «Critical Religious Education and the National Framework for Religious Education in England and Wales», ό.π., σ. 520.
[27] E. Hella and A. Wright, «Learning ‘about’ and ‘from’ Religion: Phenomenography, the Variation Theory of Learning and Religious Education in Finland and the UK», British Journal of Religious Education 31, 1 (2009), σσ. 53 – 64.
[28] E. Hella and A. Wright, «Learning ‘about’ and ‘from’ Religion: Phenomenography, the Variation Theory of Learning and Religious Education in Finland and the UK», ό.π., σ. 54.
[29] A. Wright, «Critical Religious Education and the National Framework for Religious Education in England and Wales», ό.π., σ. 518.
[30] Υπουργείο Παιδείας – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Νέο Σχολείο. Πρόγραμμα Σπουδών, ό.π., σ. 13.
[31] Π. Νέλλας, «Η παιδεία και οι Έλληνες», Σύναξη 21 (Ιανουάριος – Μάρτιος 1987), σ. 10.
(Εισήγηση στο Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα «Το Μάθημα των Θρησκευτικών: Προβληματισμοί – Επισημάνσεις – Προτάσεις» που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη από 11-13 Μαρτίου 2012)
Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι. Ἀπ ̓ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελα ἀπαράδεκτο ἀπὸ τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ ̓ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ τὰ ἀπίστευτα.
Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητάδες τοῦ Χριστοῦ δὲν δίνανε πίστη στὰ λόγια τοῦ δασκάλου τους ὅποτε τοὺς ἔλεγε πὼς θ ̓ ἀναστηθῆ, μ ̓ ὅλο τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ εἶχαν σ ̓ Αὐτὸν καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια του. Καὶ σὰν πήγανε οἱ Μυροφόρες τὴν αὐγὴ στὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, κ ̓ εἴδανε τοὺς δυὸ ἀγγέλους ποὺ τὶς μιλήσανε, λέγοντας σ ̓ αὐτὲς πὼς ἀναστήθηκε, τρέξανε νὰ ποῦνε τὴ χαροποιὰ εἴδηση στοὺς μαθητές, ἐκεῖνοι δὲν πιστέψανε τὰ λόγια τους, ἔχοντας τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε φαντασίες: «Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (τρέλα) τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»...
Βλέπεις καταπάνω σὲ πόση ἀπιστία ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς μαθητάδες του. Εἶδες μὲ πόση μακροθυμία τὰ ὑπόμεινε ὅλα; ...Καὶ μ ̓ ὅλα αὐτὰ, ἴσαμε σήμερα οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς εἴμαστε χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ μ ̓ ἕνα τοῖχο παγωμένον, τὸν τοῖχο τῆς ἀπιστίας. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη του καὶ μᾶς καλεῖ κ ̓ ἐμεῖς τὸν ἀρνιόμαστε. Μᾶς δείχνει τὰ τρυπημένα χέρια του καὶ τὰ πόδια του, κ ̓ ἐμεῖς λέμε πὼς δὲν τὰ βλέπουμε. Ἐμεῖς ψάχνουμε νὰ βροῦμε στηρίγματα στὴν ἀπιστία μας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὸν ἐγωϊσμό μας, ποὺ τὸν λέμε Φιλοσοφία καὶ Ἐπιστήμη. Ἡ λέξη Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ μέσα στὰ βιβλία τῆς γνώσης μας... Γιατὶ «ἡ γνώση τούτου τοῦ κόσμου, δὲ μπορεῖ νὰ γνωρίσει ἄλλο τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ ἕνα πλῆθος λογισμούς, ὄχι ὅμως ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζεται μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς διάνοιας».
Ναί, ἐκείνους ποὺ ἔχουνε αὐτὴ τὴν εὐλογημένη ἁπλότητα τῆς διάνοιας, τοὺς μακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Καὶ στὸν Θωμᾶ, ποὺ γύρευε νὰ τὸν ψηλαφήσῃ γιὰ νὰ πιστέψῃ, εἶπε: «Γιατὶ μὲ εἶδες Θωμᾶ, γιὰ τοῦτο πίστεψες; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἴδανε καὶ πιστέψανε».
Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς δώσει αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχεια, καὶ τὴν καθαρὴ καρδιά, ὥστε νὰ τὸν δοῦμε ν ̓ ἀναστήνεται γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε κ ̓ ἐμεῖς μαζί του.
Αὐτὴ ἡ ἀνηξεριὰ (ἡ ἄγνοια) εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἄγνοια ἡ ὑπερτέρα τῆς γνώσεως». Καλότυχοι καὶ τρισκαλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἔχουνε.
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
Κατ’ αρχάς χριστιανοί μου εύχομαι να γεμίσουν οι καρδιές όλων σας, από το αιώνιο λυτρωτικό φως που ξεπήδησε από την Ανάσταση του Κυρίου, Αμήν.
Το σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα του Ευαγγελιστού Ιωάννου, μας διαλάλησε την αλήθεια ότι ο Θεός ημών φως εστί. Το λυτρωτικό αυτό φως, το πήραμε κατά πρώτον στη βάπτισή μας, και είναι έκδηλο όχι μόνο στα μωρά αλλά και στους μεγάλους. Πιστεύω πως όλοι σας το έχετε παρατηρήσει αυτό -μια έντονη φωτεινότητα περιβάλλει κυρίως το πρόσωπο του νεοβαπτιζομένου. Έχω μαρτυρία από μια ξένη που όταν βαπτίστηκε ομολόγησε ότι λούστηκε μέσα σε υπερκόσμιο φως.
Ο Ιερός Χρυσόστομος μας βεβαιώνει ότι οι πρωτόπλαστοι Αδάμ και Εύα, πριν από την πτώση τους ήσαν ενδεδυμένοι από την άνωθεν δόξα, δηλαδή αντί για ρούχα ο Θεός τους είχε ντύσει με τη Δόξα Του. Η αμαρτία όμως που εγένετο με την παρακοή, τους γύμνωσε από τη Θεία Δόξα και τη θεοδημιούργητη στολή, την θεοϋφαντη όπως λέγεται, και έτσι είδαν τη γύμνια τους. Για να τους ράψει κατόπιν η αμαρτία τους δερμάτινους χιτώνας, δηλαδή τους χιτώνες της φθοράς και του θανάτου.
Η Βάπτισις λοιπόν που σφραγίζεται από το Πανάγιον Πνεύμα δια του Αγίου Χρίσματος «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου, αμήν», μας ενδύει με την θεοϋφαντη στολή της θείας δόξης, δηλαδή του αιωνίου φωτός. Οι παλιοί ιερείς, ενθυμούμαι, ότι αμέσως μετά το Βάπτισμα και Χρίσμα, παίρνοντας τα λευκά εσώρουχα του βρέφους, εκφωνώντας έλεγον: «ενδύεται ο δούλος του Θεού Τάδε, χιτώνα ευφροσύνης και αγαλλιάσεως» και όχι όπως σήμερα τα νέα τυπικά το λέγουν «τον της δικαιοσύνης». Μας λέγει λοιπόν ο Άγιος Κύριλλος ο Ιεροσολύμων, ότι ο νεοφώτιστος που ξεντύνεται από τα παλιά ενδύματα της αμαρτίας, με το βάπτισμά του, ενδύεται εκείνα που είναι λουσμένα μέσα στο φως και προσδίδουν στην ψυχή μια λευκοφορεμένη λαμπρότητα. Αυτά κατά τον Άγιον.
Για να διατηρηθεί όμως το φως της θείας λαμπρότητος, θα πρέπει τα έργα μας, οι πράξεις, τα λόγια και οι σκέψεις του κάθε νεοβαπτιζομένου να είναι σύμφωνα με το λευκό χιτώνα της θείας αγαλλιάσεως που ενεδύθη. Δηλαδή, ευαγγελικά, αγνά και άμωμα, με ζέουσα την πίστη, με ενεργουμένη την αγάπη προς όλους ακόμα και προς τους εχθρούς, με θέρμη και βία στην προσευχή, με φυλακή στις αισθήσεις και με όλα όσα περιέχονται και μας διδάσκουν οι Άγιες Γραφές με το λόγον του Θεού. Όλα αυτά αδελφοί μου συμφωνούν με την θριαμβευτική διαβεβαίωση που ψάλλεται κατά την ένδυση του νεοφωτίστου «χιτών μοι παράσχου φωτεινόν, ο αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον, πολυέλεε Χριστέ ο Θεός ημών».
Ο Χριστός με την ενανθρώπισή Του ήρθε μέσα στον άνθρωπο και τον βρήκε, μας λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος. Πώς τον βρήκε; Γεμάτο από ακαθαρσίες, άλουστον πνευματικά, γυμνό ψυχικά και αιμόφυρτον από τις πληγές της αμαρτίας.
Τον έλουσε λοιπόν, τον άλειψε με λάδι, τον θεράπευσε και τον έντυσε με τέτοιο ένδυμα που όμοιό του δεν υπάρχει στον κόσμον αυτόν. Δηλαδή, έγινε ο ίδιος στολή του, μας έντυσε με τον εαυτόν Του, σαν ο Θεός να ήταν ένδυμα και ρούχο πάνω μας. Ρούχο όμως φωτεινό, ολόλαμπρο, θεϊκό. Φορέσαμε τον Χριστόν! Ένα είναι το βέβαιον.
Ότι στο μυστήριο του Αγίου Χρίσματος έχουμε κάθοδον του Αγίου Πνεύματος στο νεοβαπτισθέντα τον οποίον και χαριτώνει με τα πλήθη των χαρισμάτων Του που είναι λελουσμένα μέσα στο θείον φως. Το λυτρωτικό φως αδελφοί μου, το λαμβάνουμε εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί και στη Θεία Λειτουργία όταν κοινωνούμε Σώματος και Αίματος Ιησού Χριστού, όπως θα γίνει και σε λίγο.
Από τα αποστολικά ακόμα χρόνια, το μυστήριο του Αγίου Βαπτίσματος ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τη Θεία Ευχαριστία. Βαφτίζεσαι, μυρώνεσαι και ευθύς αμέσως κοινωνείς των Αχράντων Μυστηρίων. Σε πολλούς ναούς την πατρίδος μας διατηρείται ακόμα ο ιερότατος αυτός, ολόλαμπρος θεσμός και δεσμός.
Αυτό επιβάλει η ορθόδοξος πίστις μας και η εκκλησιαστική τάξις. Σε κάθε Θεία Λειτουργία μετά τη Θεία Κοινωνία, θα το διακηρύξουμε και σήμερα, διακηρύσσεται θριαμβευτικά ότι «είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον».
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μας βεβαιώνει ότι το Πανάγιον Σώμα του Κυρίου που είναι η πηγή του φωτός της θείας χάριτος, ακτινοβολεί και λαμπρύνει, φωτίζει και θεώνει ολόκληρον τον άνθρωπον, ψυχοσωματικά, αφού στο Σώμα του Χριστού κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς (από την προς Κολασσαείς επιστολή).
Πώς λοιπόν να μην καταλάμπεται η ψυχή μας εσωτερικά και να μυροβολεί, να ευωδιάζει εξωτερικά; «Ελάβομεν πνεύμα επουράνιον». Λάβαμε πνεύμα Άγιον. Δεχτήκαμε και απολαύσαμε τις φλόγες του ακτίστου θεϊκού πυρός, όχι μόνο στις καρδιές μας αλλά και στις αισθήσεις μας και στο σώμα μας.
Για όλους δε ημάς που έχουμε μετά τη βάπτισή μας μια διάρκεια ζωής μικρής ή μεγάλης, δεν έχει σημασία, 5, 10, 20, 50, 100 χρόνια, στην πορεία αυτής της ζωής πολλές φορές συμβαίνει να λερώνουμε τον πάλλευκο χιτώνα του Αγίου Βαπτίσματος με τις πολλές μας, πολλές μας, θανάσιμες και μη αμαρτίες.
Αυτές όμως καθαρίζονται αμέσως και ολοσχερώς, μια για πάντα, μέσα στο λουτρό των δακρύων, δηλαδή στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως με την αληθινή μας μετάνοια. Όταν θα βγούμε από το εξομολογητήριο, ο χιτώνας της ψυχής μας είναι και πάλι πάλλευκος, ολοφώτεινος, ολόλαμπρος. Το πρόσωπό μας φωτίζεται και λάμπει, και το σώμα μας έχει μια παράδοξη ελαφρότητα. Το αισθάνεσθε; ......... Ιδού λοιπόν, το λυτρωτικό φως που πηγάζει απ’ τη θυσία και την Ανάσταση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Βάπτισμα, Χρίσμα, Θεία Κοινωνία, Μετάνοια. Ιδού το φως και η ζωή, ιδού η λύτρωσις, ιδού η σωτηρία.
Και σαν σήμερα, οι μαθηταί και οι Απόστολοι εχάρησαν ιδόντες τον Κύριον τον αναστάντα εκ νεκρών. Και μέσα στη μεγάλη τους χαρά, δέχτηκαν δυο φορές μέσα στην εβδομάδα την ειρήνη Του. «Ειρήνη υμίν». «Ειρήνη την εμήν δίδωσι υμίν. Ου καθώς ο κόσμος εγώ δίδωσι υμίν».
Την θεϊκή ειρήνη λοιπόν δίνει. Την ειρήνη του Κυρίου που θα τους ήτο πλέον απαραίτητη στη μεγάλη αποστολή που τους ανέθετε με το «μαθητεύσατε πάντα τα έθνη».
Και ευθύς αμέσως -το προσέξατε αυτό όταν ο Άγιος ιεροδιάκονος ανέγνωζε το ευαγγελικόν ανάγνωσμα;- λέγει ενεφύσησε στο πρόσωπο αυτούς δηλαδή και λέγει αυτοίς: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον. Αν τινών αφίετε τις αμαρτίες, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατείτε κεκράτηνται». Εδέχθησαν δηλαδή, φύσημα θείον από το στόμα του Κυρίου. Φύσημα ουράνιον. Φύσημα και πνοήν νέας ουράνιας ζωής. Φύσημα πνευματικόν, φύσημα πάσης θεϊκής χάριτος, φύσημα θεϊκού φωτός.
Κι ακόμα κάτι που το τονίζει και πάλιν ο Ιερός Χρυσόστομος. «Εχειροτονήθησαν» μας λέγει «εκ του Δεσπότου Κυρίου Δεσπόται της των πλημελλημάτων αφέσεως, Κύριοι της των αμαρτιών κρίσεως». Ο Δεσπότης δηλαδή και Κύριος του σύμπατος κόσμου ορατού και αοράτου, έδωσε στους Αποστόλους την εξουσίαν του να συγχωρούν τις αμαρτίες των ανθρώπων.
Απέκτησαν το δικαίωμα να κρίνουν τους αμαρτωλούς. Εκείνο όμως που κάνει εντύπωση είναι το «ενεφύσησε στο πρόσωπό τους». Τι ενεφύσησε; Πνοή θείας ζωής, πνοή θεϊκή, πνοή πάσης θεϊκής χάριτος.
Όταν ο Θεός έπλασε τον Αδάμ με χώμα από τη γη, τι έκανε κατόπιν; Ιδού πως μας το λέγει το πρώτο κεφάλαιον της Γενέσεως: «ενεφύσησε εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν». Ενεφύσησε πνοήν ζωής.
Αυτό το φύσημα του Θεού -πως αλλιώς να το πούμε;- είναι η άκτιστος ενέργεια του Τριαδικού μας Θεού. Αλλά η άκτιστος ενέργεια είναι και φως, αφού φως εστίν ο Θεός. Φως ο Πατήρ, φως ο Υιός, φως το Πανάγιον Πνεύμα. Είναι φως, είναι και θεία ζωή, είναι και θεία δύναμις, είναι και θεία χάρις. Αλλά και ημείς οι ιερείς που φέρουμε την ιερωσύνη του Χριστού (δεν έχουμε δική μας ιερωσύνη - κανένας μας δεν έχει ιερωσύνη δική του.
Όλοι την ιερωσύνη του Χριστού φέρουμε και την διαδοχήν των Αποστόλων) δίδουμε κι εμείς φύσημα. Φυσούμε δηλαδή, με το στόμα μας. Πότε; Σταυροειδώς στο πρόσωπο του παιδιού όταν του κάνουμε την κατήχηση και τους αφορκισμούς εκεί στον πρόναο. Σταυροειδώς 3 φορές. Σταυροειδώς φυσούμε 3 φορές πάλι και το νερό του Αγίου Βαπτίσματος όπως και το λάδι που κρατά ο ανάδοχος στο χέρι του. Με αυτόν τον τρόπον αδελφοί μου σφραγίζουμε την μεταδιδομένη θεία χάρη.
Κι ο Θωμάς; Τι γίνεται με τον Θωμά; Ο Θωμάς, ο Απόστολος που έλειπε, ασφαλώς ο αναστάς Κύριος στις υπόλοιπες των εμφανίσεών του, και λίγο πριν της Αναλήψεως, όπως μας το τονίζουν οι Πατέρες, επανέλαβε τους λόγους Του για τη λήψη της θείας χάριτος και του Αγίου Πνεύματος- όλα μαζί εκαλύφθησαν πλήρως την ημέρα της Πεντηκοστής.
Χριστιανοί μου, με το Άγιον Βάπτισμα ο άνθρωπος καθαρίζεται από τον ρύπον την πρωπατορικής αμαρτίας και πληρούται θείας χάριτος και θείου φωτός. Με το Άγιον Χρίσμα, λαμβάνει ο νεοβαπτιζόμενος το Άγιον Πνεύμα με τα πλούσια ολοφώτεινα χαρίσματά Του.
Στη Θεία Λειτουργία με τη Θεία Κοινωνία, ο χριστιανός θεώνεται και λαμπρύνεται από τη Δόξαν του Θεού αφού κοινωνεί Σώματος και Αίματος Ιησού Χριστού. Στο μυστήριο πάλι της Ιεράς Εξομολογήσεως δια μέσου της αληθινής μετανοίας του ανθρώπου, ο χριστιανός λυτρώνεται από το βάρος των αμαρτιών με την δωρεά της αφέσεως αυτών. Πηγή πάσης δωρεάς και πάσης χάριτος είναι ο ενανθρωπίσας Θεός.
Στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού, ο τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ο Θεάνθρωπος Κύριος. Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν είναι ο αληθινός Θεός ημών.
Γι’ αυτό και λέμε εις τις απολύσεις μας «ο Αναστάς εκ νεκρών Χριστός ο αλήθινός Θεός ημών, Χριστός ο αληθινός Θεός ημών. Ο Χριστός είναι ο λυτρωτής και ο σωτήρας μας. Ο Χριστός είναι η ζωή και η Ανάσταση. Και όπως ο Απόστολος Θωμάς, έτσι κι εμείς μαζί του, όλοι μαζί θα βροντοφωνάξουμε και θα ομολογήσουμε
«ο Κύριός μου και ο Θεός μου, δόξα σοι»,
Αμήν.
Πηγή: Ἀναβάσεις
ΜΕΤΑ τό οἰκουμενιστικό θέατρο στό Φανάρι, ὅπου ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὑποδέχτηκε καί συλλειτούργησε μέ τόν Πάπα Φραγκίσκο, γιά νά «λαμπρυνθεῖ» μέ τόν καλύτερο τρόπο ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, ἱδρυτῆ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινούπολης, ὁ κ. Βαρθολομαῖος συνεχίζει τήν πλάγια ὁδό τῆς παραπλάνησης τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, πώς τάχα οἱ παπικοί καί οἱ προτεστάντες εἶναι ἀγαπημένοι ἀδελφοί, ἀποτελοῦν μέρη τῆς διαιρεμένης Ἐκκλησίας καί ἡ ἡμέρα τῆς ἕνωσης εἶναι πολύ κοντά. Αὐτά βέβαια δέν τά ὑποστηρίζει δημοσίως ἐντός τῆς Ἑλλάδος, γιατί θά προκαλοῦσε τρικυμία, προετοιμάζει ὅμως τό ἔδαφος καί διαμορφώνει τό κατάλληλο κλῖμα μέ τίς συχνές του ἐπισκέψεις σέ διάφορες μητροπόλεις, ὅπου προβάλλεται ὁ ἴδιος -ἐκμεταλλευόμενος καί τήν ἀγάπη τοῦ λαοῦ πρός τήν Κωνσταντινούπολη καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο- καί δημιουργεῖται μιά ἐμπιστοσύνη στά ὅσα οἰκουμενιστικά διαπράττει.
Εἶναι φυσικό, ὅταν ὑποδέχεσαι ἕνα πρόσωπο μέ λαμπρότητα καί ἐντυπωσιακές φιέστες, νά ἀποδέχεσαι καί τίς δραστηριότητές του καί νά μειώνονται οἱ ὅποιες ἐνστάσεις καί διαφωνίες. Μέ δεδομένη δέ καί τήν ἀδιαφορία τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων ἀπέναντι στά θέματα τῆς πίστης, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης μεθοδεύει τήν ἀνώδυνη ἀποδοχή τῶν οἰκουμενιστικῶν του μηνυμάτων σήμερα καί τήν ἕνωση τῶν «ἐκκλησιῶν» αὔριο.
Αὐτό εἶναι τό σχέδιο τοῦ Πατριάρχη καί ἐντυπωσιάζει, ἄν δέν προκαλεῖ κιόλας,ἡ ἐπιπολαιότητα τῶν μητροπολιτῶν νά προσκαλοῦν τόν κ. Βαρθολομαῖο καί νά συνεργοῦν στό σχέδιό του.
Δέν ἀνησυχοῦν ὅτι γίνονται καί αὐτοί συνένοχοι μέ τό νά συμπλέουν στήν ἴδια βάρκα μέ τόν πρωτεργάτη τοῦ ὀλέθριου οἰκουμενισμοῦ. Ὁ μεγάλος ἐπισκέπτης πάντα ἔχει καί μεγάλα σχέδια. Δέν κινεῖται ἀπό ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον πρός τόν ὀρθόδοξο λαό, γιατί ἄν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δέν θά δεχόταν νά μένει σέ πολυτελῆ ξενοδοχεῖα, ἀλλά καί νά δέχεται τιμητικές διακρίσεις, ὅπως ἀναγορεύσεις σέ ἐπίτιμο δημότη, σέ ἐπίτιμο διδάκτορα. Θά αἰσθανόταν ἀκόμα ἀλλεργία ἀπό τούς ὕμνους γιά τήν οἰκολογική του εὐαισθησία καί γιά πολλά ἄλλα δευτερεύοντα καί ἀσήμαντα, πού σκαρφίζονται οἱ κοσμικοί γιά τούς δικούς τους λόγους, ὄντας οἱ ἴδιοι παντελῶς ἄσχετοι μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀνησυχία τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τίς οἰκουμενιστικές δραστηριότητες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη εἶναι πολύ μεγάλη καί ἡ πικρία δύσκολα συγκρατεῖται. Εἶναι βέβαιο ὅτι γρήγορα θά ἐκδηλωθεῖ μέ δυναμικό τρόπο καί δυσάρεστα ἀποτελέσματα. Ὁ λαός ἀνησυχεῖ ἐπίσης καί ἀπό τίς ἐπιλογές τῶν φιλόδοξων μητροπολιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τόν οἰκουμενισμό, γιατί θέλουν νά προβάλλονται, ἐνῶ ἄν εἶχαν τόν ἀναγκαῖο πνευματικό ἐξοπλισμό, θά ἦταν ἀπρόθυμοι καί ἀρνητικοί σέ φιέστες καί ἀνίερες ἐκδηλώσεις, πού συχνά μειώνουν τήν Ὀρθοδοξία, ἰδιαίτερα ὅταν εἶναι ἐνταγμένες στά σχέδια τῆς παναίρεσης τοῦ σατανοκίνητου οἰκουμενισμοῦ.
Πηγή: (Ορθόδοξος Τύπος, 10/04/2015), Ακτίνες
Όταν μετά τη σταύρωσι του Κυρίου διαρσκορπίστηκαν οι μαθηταί Του, όπως το είχε προείπει, δύο απ’ αυτούς πήραν τους δρόμους. Ήθελαν να φύγουν από τα Ιεροσόλυμα. Να απομακρυνθούν από τον τόπο των φρικτών γεγονότων. Να συζητήσουν. Να ανταλλάξουν γνώμες. Να τα δουν όλα από πιο μακριά, μήπως τα δουν καλύτερα. Μήπως σταλάξη μέσα τους παρηγοριά που θα φέρνη ελπίδα.
Και ενώ η πορεία συνεχίζεται, η συζήτησι προχωρεί. Μία στιγμή κάποιος άγνωστος πλησιάζει. Συμπορεύεται μαζί τους. Δεν θέλει να τους διακόψη, ούτε να τους κάμη διδασκαλία, αλλά να τους ακούση. Γι’ αυτό τους προκαλεί, προσποιούμενος άγνοια και ρωτώντας τους ευγενικά: Για ποιο θέμα μιλάτε και είστε σκυθρωποί;
Τους δημιουργεί αίσθησι εμπιστοσύνης. Και τους παρέχει δυνατότητα να συνεχίσουν τη συζήτησι. Να διατυπώσουν τον πόνο τους. Να πουν το προβληματισμό τους. Φαίνεται ο άγνωστος να έχη κατανόησι. Δεν τους εμποδίζει. Δεν τους ενοχλεί. Τους παρακινεί να μιλήσουν. Τους βοηθά να εκφραστούν. Να τα πουν όλα όπως τα νιώθουν. Και εκείνοι συνεχίζουν.
Όταν πια παρουσιάζεται να μην ξέρη τι έγινε και ποιος είναι ο ιησούς, τότε και οι δύο μαζί λένε απνευστί όλη την ιστορία. Το τι συνέβη. Ποιος ήταν ο Ιησούς, δυνατός εν έργω και λόγω. Το τι έκαμαν οι αρχιερείς και οι λοιποί άρχοντες. Το που έχουν φτάσει τα πράγματα: στην απόγνωσι. Γιατί ημείς ηλπίζομεν ότι αυτός θα λύτρωνε τον Ισραήλ. Τώρα δεν ελπίζουμε πια. Δεν μπορούμε να ελπίζωμε. Τρεις μέρες βρίσκεται στον τάφο νεκρός. Άσχετα, αν κάποιες γυναίκες της συντροφιάς μας μας παραξένεξαν, γιατί πήγαν στον τάφο και δεν τον βρήκαν. Και είπαν ότι είδαν αγγέλους, αυτόν όμως δεν τον βρήκαν.
Αφού τα είπαν όλα, αφού εκτονώθηκαν, αναπαυθήκαν, ο ξένος, που τους παρακολουθούσε με κατανόησι και υπομονή, άκουγε όλα όσα είπαν σαν να φαινόταν ότι συμφωνούσε. Δικαιολογούσε τον προβληματισμό τους. Ήθελε να τους αφήση να ομολογήσουν ξεκάθαρα την τελική τους απόγνωσι. Και αυτοί τον αγάπησαν, τον δέχτηκαν ως φίλο και συνομιλητή που έδιδε παρηγοριά. Δεν ήταν ξένος, αλλά οικείος. Γι’ αυτό, όταν παίρνη τον λόγο, μιλά ελεύθερα, χρησιμοποιώντας εκφράσεις που μόνο μία αμοιβαία αγάπη και φιλία τις κάνει ανεκτές, φανερώνοντας τη γνήσια οικειότητα που είχε αναπτυχθή μεταξύ τους. Διαφορετικά, για ξένους, θα ήσαν ανυπόφορες, μέχρι και απαράδεκτες, οι εκφράσεις: "ω ανόητοι και βραδείς τη καρδία". Δηλαδή, είστε βραδύνοες και στενόκαρδοι. Δεν έχετε νου ούτε καρδιά αγάπης, για να μπορέσετε να καταλάβετε όλα όσα είπαν οι Προφήτες. Δεν έπρεπε να τα πάθη όλα αυτά ο Χριστός, για να μπη στη δόξα Του; Και άρχισε να τους ερμηνεύη όσα είπαν ο Μωυσής και οι Προφήτες για το πρόσωπό Του.
Και ενώ προχωρούσε η ερμηνεία, προχωρούσε και η πορεία. Πλησίασαν στο χωριό που πήγαιναν. Και ο Ιησούς προσποιήθηκε ότι πάει παραπέρα. Αυτός, που δεν τους «παρεβίασε» στο ελάχιστο, τους έδωσε το δικαίωμα αυτοί, αν θέλουν, να Τον «παραβιάσουν». Και αυτοί παρεβιάσαντο αυτόν λέγοντες: μείνον μεθ’ ημών ότι προς εσπέραν εστί και κέκλικεν η ημέρα. Μη μας αφήνεις μόνους, έτσι που είμαστε. Μέχρις εκεί που μας πήγες, μας τα ερμήνευσες όλα. Μας γαλήνεψες την καρδιά. Τώρα που πάς; Δεν σε αφήνομε να φύγης. Δεν μπορούμε να κάνωμε μόνοι. Τελειώνει η ημέρα. Προς εσπέρα εστί. Έρχεται σκότος. Πέφτει η νύχτα. Χωρίς Εσένα τα πάντα είναι νύχτα. Είσαι το φως, η ανέσπερη ημέρα. Ή θα έλθωμε μαζί Σου ή θα έλθης μαζί μας.
Και εισήλθε του μείναι συν αυτοίς. Και κατά την κλάσι του άρτου ανοίγονται τα μάτια τους. Τον γνωρίζουν. Και Αυτός γίνεται άφαντος.
Είχε έλθει η ώρα, μετά από τόσο κόπο και πόνο ψυχής και σώματος, να φανερώθή όντως με το να γίνη άφαντος.
Γινόμενος άφαντος αισθητά, φανερώνεται θεϊκά. Βρίσκεται για πάντα μέσα τους. Σφραγίζει την ύπαρξί τους. Φωτίζει, πληροί τα πάντα. Και αυτοί φεύγουν. Δεν μπορούν να μείνουν. Πρέπει να πουν το γεγονός. Τώρα η οικουμένη είναι σπίτι τους. Δεν υπάρχει πια απελπισία. Δεν υπάρχει κούρασι οδοιπορίας. Δεν είναι εσπέρα. Δεν σβήνει η ημέρα. Τα « πάντα πεπλήρωται φωτός». Είναι ημέρα όγδόη και ανέσπερη. Ήλιος άδυτος. Το «άφαντος» ταυτίζεται με αστραπή ακτίστου φάους. Θυμούνται τα παλιά. Παίρνουν δύναμι για τα μέλλοντα. Αυτή τη ώρα φεύγουν για τα Ιεροσόλυμα. Νέα πορεία. Νέα άφιξι σε άλλη λειτουργική σύναξι. Πριν δώοσυν χαρά, παίρνουν από τους άλλους. Πριν προλάβουν να μιλήσουν, σπέυδουν οι έντεκα και φωνάζουν: Όντως ηγέρθη ο Κύριος και ώφθη Σίμωνι. Και αυτοί εξηγούντο τα εν τη οδώ…
Δίδουν και παίρνουν όλοι. Προχωρούν ακατάπαυστα από δόξης εις δόξαν. Από λειτουργική σύναξι σε νέα λειτουργική σύναξι. Τα πάντα γίνανε Λειτουργία.
Στην πορεία προς Εμμαούς, μόλις «επέγνωσαν Αυτόν…άφαντος εγένετο απ’ αυτών». Έγινε άφαντος, για να μείνη για πάντα μαζί τους. Εάν έμενε, αφού Τον εγνώρισαν, θα Τον έχαναν, γιατί θα τον εντόπιζαν χρονικά και τοπικά, θα έλεγαν: «Αυτός είναι τώρα εκεί». Έγινε άφαντος, αφού Τον γνώρισαν, αυτό σημαίνει ότι φανερώθηκε όντως και μένει μαζί τους παντού και πάντα. Οράται αοράτως και γινώσκεται αγνώστως ο υπεράνω πάσης γνώσεως υπάρχων.
Είναι τόσο μεγάλος, που όχι μόνο πρέπει να απομακρυνθή, για να φανερωθή το πραγματικό του μέγεθος, αλλά πρέπει να γίνη τελείως άφαντος, για να αποκαλυφθή Αυτός που είναι.
Φανερούμενος αυτός που είναι, μας ανιστά στη ζωή. Μας κάνει να βρούμε τον εαυτό μας. Και βρίσκει την ψυχή του ο άνθρωπος χάνοντάς την ένεκεν του Κυρίου και του εαυγγελίου Του.
Έτσι , ανασταίνεται ο άνθρωπος. Αναλαμβάνεται στον ουρανό. Παίρνει άλλες διαστάσεις. Απόλαμβάνει το ίδιον μέγεθος και το αρχαίον κάλλος. Έρχεται «εν συνάφεια ασυγχύτω» με την αιώνιο Ζωή...
Αρχιμ. Βασίλειος Γοτικάκης, πρώην καθηγούμενος Ιεράς Μονής Ιβήρων
«Το κάλλος θα σώση τον κόσμο»
Πηγή: Με παρρησία...
Ἡ ὅλη περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα θεολογικοῦ καί μάλιστα δογματικοῦ σχετικισμοῦ πού ἔχει ἀναπτυχθεῖ τά τελευταῖα χρόνια ἐντός καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἦταν σχεδόν ἀναμενόμενο ὅτι θά ἔφθανε τελικῶς καί στό θέμα τοῦ Ἡσυχασμοῦ τῶν ἁγίων νηπτικῶν Πατέρων. Ἡ πρόσληψη τῆς αἱρετικῆς «μετα-πατερικότητος», σέ συνδυασμό μέ τή συστηματική παραθεώρηση τῆς ἀξίας τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας τῆς β΄ μετά Χριστόν χιλιετίας - ὥστε νά διευκολυνθεῖ μιά τεχνητή καί παραπειστική προσέγγιση μέ τήν ἀμετανοήτως αἱρετική Ρώμη - ἔχουν προφανῶς συμβάλει ἀποφασιστικῶς στήν ἐξέλιξη αὐτή στό γενικότερο πλαίσιο τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἀποτελεῖ πραγματική ἔκπληξη, ὄχι εὐχάριστη, μία πρόσφατη ἐπιστολή Κληρικοῦ τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στό Περιοδικό «Ἐφημέριος», ἡ ὁποία ἐτέθη ὑπ΄ ὄψιν μας, στήν ὁποία ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης ἀπορρίπτει τήν μέσῳ τῆς ἀκτίστου χάριτος καί ὑποστηρίζει τήν διά κτιστῶν μέσων θέωση τοῦ ἀνθρώπου, καθώς καί τήν κτιστότητα τοῦ Θαβωρίου Φωτός τῆς Μεταμορφώσεως!
Πρίν σχολιάσουμε τήν δομή τῶν σχετικῶν θεολογικῶν ἰσχυρισμῶν, δέν μποροῦμε νά μή ἐκφράσουμε εὔλογο παράπονο γιά τήν κατά τά τελευταῖα ἔτη ἀπάλειψη ἀπό τό Λειτουργικό Τυπικό τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ θαυμάσιο μέσο ἐπιβεβαιώσεως τῆς θεολογικῆς συνεχείας τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, διακηρύξεως τῆς αὐτοσυνειδησίας Της, ἀλλά καί θεολογικῆς παιδείας τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος Της. Ἡ Ἐκκλησία, κατά τήν ἱστορική διαπίστωση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων δέν ἀδιαφορεῖ γιά τούς παραβάτες τῆς Πίστεως, «ἡ Καθολική Ἐκκλησία οὐ παρορᾷ τούς εἰς αὐτήν πλημμελοῦντας»[1] · σκοπός Της εἶναι νά διασφαλιστεῖ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῆς ἀλλοιώσεως τῆς σωτηριώδους Πίστεως καί τῆς ὑπερφιάλου ἀντιθέσεως τῶν αἱρεσιαρχῶν πρός τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι σημεῖο ἐσχάτης ἀλαζονείας. Αὐτό τόν σκοπό ἐξυπηρετεῖ καί ἡ ὑπενθύμιση καί ἐπανάληψη τῶν ἐπευφημιῶν καί τῶν ἀναθεματισμῶν τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας! Ἐλπίζουμε ὅτι, παρά τήν ἐπικίνδυνη γενική ἀδιαφορία τῶν τελευταίων ἐτῶν ἔναντι τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ, ἡ τοποθέτηση τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτου ἀποτελεῖ μεμονωμένο γεγονός, καθώς ταυτίζεται μέ μέρος τῆς διδασκαλίας τῶν αἱρεσιαρχῶν Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ, Γρηγορίου Ἀκινδύνου καί Νικηφόρου Γρηγορᾶ, τούς ὁποίους κατεδίκασαν οἱ Ἡσυχαστικές Σύνοδοι τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351 (ἡ τελευταία ὀρθῶς θεωρούμενη ὡς ἡ Ἐνάτη Οἰκουμενική[2] ) καί, βεβαίως, ταυτίζεται μέ τήν σχετική διδασκαλία τοῦ παπισμοῦ. Εἶναι ακόμη περισσότερο λυπηρό ὅτι ἀκαδημαϊκός Καθηγητής φέρεται νά ἔχει συναινέσει στίς θεολογικές αὐτές θέσεις τοῦ ὀρθοδόξου αὐτοῦ Κληρικοῦ.
1. Ἡ ἐπιστολή περί τῆς μεθέξεως τῆς ἀκτίστου χάριτος
Σύμφωνα μέ τήν ἐν λόγῳ ἐπιστολή πρός τό Περιοδικό Ἐφημέριος[3] : (α) ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν θεολόγησε κατ΄ ἀκρίβειαν, ἀλλά κατ΄οἰκονομίαν· (β) ἡ παραδοχή τῆς διδασκαλίας του δέν εἶναι ἀπαραίτητη ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου καί τό ὅλο θέμα περί ἀκτίστου χάριτος δέν ἔχει λήξει· (γ) ἐναντίον τῆς θεολογίας τοῦ Παλαμᾶ στρέφονται καί Ρῶσοι, ἀλλά καί Δυτικοί θεολόγοι· (δ) τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας ἔγκειται στήν κατάβαση τοῦ Θεοῦ στόν ἀνθρώπινο χῶρο, καί στή δημιουργία (κτίση) τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως («ἀνθρωπότητος») τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ὁ Θεός ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ νά ἐπικοινωνήσει μέ τούς ἀνθρώπους καί νά τούς διδάξει· (ε) λόγῳ τῆς ὀντολογικῆς διαφορᾶς Θεοῦ (ἀκτίστου, ἀδημιουργήτου) καί ἀνθρώπων (κτιστῶν, δημιουργημένων) εἶναι ἀδύνατον νά συμμετάσχει ὁ ἄνθρωπος σέ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, γι΄ αὐτό (ἀντίθετα ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ) ὁ ἄνθρωπος θεώνεται συμμετέχοντας σέ κτιστά ἀποτελέσματα τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν· (στ) ὁ ἄνθρωπος στερεῖται ὀργάνου ἱκανοῦ νά μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Τέλος (ζ) ἡ θέση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ σέ ἀπρόσιτο φῶς, τόν Ὁποῖον κανείς ἄνθρωπος δέν εἶδε οὔτε εἶναι δύνατον νά Τόν δεῖ, (ὁ Ὁποῖος εἶναι «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων οὐδέ ἰδεῖν δύναται»[4])μᾶς ὑποχρεώνει νά δεχθοῦμε ὅτι τό Θαβώριο φῶς εἶναι κτιστό.
Μέ τίς ἐν λόγῳ τοποθετήσεις του ὁ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτης ταυτίζεται ἀπολύτως μέ τίς θέσεις τῶν παπικῶν, μόνον πού ἀποφεύγει νά προσδιορίσει ἄν παραδέχεται ὀρθοδόξως ἤ ἀπορρίπτει παπικῶς τήν ὕπαρξη ἀκτίστων ἐνεργειῶν στόν Θεό (διακεκριμένων, ἀλλ’ ὄχι χωριζομένων τῆς οὐσίας), ἀσχέτως πρός τήν ἐδῶ συζητουμένη ἀνθρώπινη μέθεξή τους («Εἶναι καί ἄλλα ἀλλά δέν θέλω νά μακρηγορήσω» , γράφει). Οἱ παπικοί διακρίνουν τήν ἐν τῷ Θεῷ ἄκτιστη φύση καί ἐνέργεια (ταυτιζόμενες μεταξύ τους) ἀπό τήν κτιστή, δῆθεν – κατ΄ αὐτούς θέωση – τοῦ ἀνθρώπου· γράφουν σχετικῶς, διερμηνεύοντας τήν σωτηριολογία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτου· «Ἀναβλύζει μέσα σέ αὐτόν [στόν ἄνθρωπο] μία ζωή, πού γι΄ αὐτόν εἶναι πλήρως ὑπερφυσική καί μόνο γιά τόν Θεό εἶναι φυσική. Βεβαίως ὑφίσταται μία μεγάλη διαφορά μεταξύ τῆς θεϊκῆς ζωῆς ἐν τῷ ἰδίῳ τῷ Θεῷ, καί αὐτῆς ἐντός τῆς ψυχῆς πού ἔχει χαριτωθεῖ. Αὐτό πού στόν Θεό εἶναι τῆς οὐσίας, τό ἀποκτᾷ ἡ ψυχή μόνο κατά συμβεβηκός· ἡ θεία φύση εἶναι μεθεκτή ἀπό αὐτήν [τήν ψυχή] ὡς κτιστή ἐξομοίωση καί μετοχή, καί γι΄ αὐτό δέν μπορεῖ τυπικῶς μέ τρόπο ἄπειρο νά καταστεῖ κτῆμα οὐδενός κτίσματος, ἀκόμη καί αὐτοῦ πού ἔχει χαριτωθεῖ»[5] .
Τηρώντας τήν θέση τους αὐτή, οἱ ρωμαιοκαθολικοί - ὡς συνεπείς αἱρετικοί - ἀναγνωρίζουν διακριτικῶς ὅτι εὑρίσκονται σέ ἀσυμφωνία μέ τήν πατερική διδασκαλία (καί ὄχι μόνον μέ ἕνα μέρος της, ὅπως παραπλανητικῶς γράφουν): «Ἡ μακαρία ὅραση [ἐν. τῆς θείας οὐσίας] εἶναι προφανῶς μία κτιστή ἐνέργεια σύμφυτη στήν ψυχή, καί ὄχι, καθώς μερικοί ἀπό τούς παλαιότερους θεολόγους σκέφθηκαν, ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς διανοίας τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κοινωνεῖται στήν ψυχή. Διότι, καθώς τό ὁρᾶν καί τό γινώσκειν εἶναι σύμφυτες ζωτικές ἐνέργειες, ἡ ψυχή δύναται νά δεῖ ἤ νά γνωρίσει τόν Θεό μέσῳ μόνον τῆς δικῆς τῆς δραστηριότητος, καί ὄχι μέσῳ μιᾶς δραστηριότητος πού ἐξασκεῖται ἀπό κάποια ἄλλη διάνοια»[6].
Ἀντιθέτως, ὁ Ἁγιορειτικός Τόμος, τό θεολογικό καταστάλλαγμα τῆς ἁγιορειτικῆς ἁγιοπνευ-ματικῆς ἐμπειρίας, δεσμευτικός γιά τήν ὀρθοδόξη ὁμολογία, διευκρινίζει ὅτι δέν μπορεῖ ἡ χάρη τῆς θεώσεως, καθότι ἄκτιστος, νά ἔχει ὁποιαδήποτε ὁμοιότητα καί σχέση μέ τίς κτιστές φυσικές δυνάμεις· διότι τότε δέν θά λεγόταν «χάρις», δηλαδή δώρημα, ἀλλά φανέρωση τῆς ἐνεργείας πού προέρχεται ἀπό δύναμη τῆς φύσεως: «Ἄσχετός ἐστι παντάπασιν ἡ τῆς θεώσεως χάρις, οὐκ ἔχουσα τήν οἱανοῦν δεκτικήν ἑαυτῆς ἐν τῇ φύσει δύναμιν, ἐπεί οὐκέτι χάρις ἐστίν, ἀλλά τῆς κατά τήν φυσικήν δύναμιν ἐνεργείας φανέρωσις»[7].
2. Ἡ ὀρθόδοξη δογματική συνέχεια στή θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
Τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέχεται πρός θέωση τήν ἄκτιστη χάρη τῆς Ἁγίας Τριάδος, δέν ἀποτελεῖ καινοτόμο ἄποψη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ , ὅπως ἀφίνει νά ἐννοηθεῖ ὁ σ. τῆς Ἐπιστολῆς παρασιωπώντας τούς παλαιοτέρους Πατέρες, ἀλλά διαχρονική πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφρασμένη στά συγγράμματα ὅλων τῶν Ἁγίων ὅσοι ἀσχολήθηκαν μέ τό θέμα. Οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἀκολουθεῖ τήν ἀντίθετη ἄποψη, ὅτι ἡ μεθεκτή χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή[8] . Γράφει χαρακτηριστικῶς ὁ Μ. Ἀθανάσιος : «Τώρα ὅμως, ὅταν λεγόμαστε μέτοχοι Χριστοῦ καί μέτοχοι Θεοῦ, ἀποδεικνύεται ὅτι τό μέσα μας χρίσμα καί ἡ σφραγίδα [τοῦ Βαπτίσματος], δέν εἶναι τῆς φύσεως τῶν κτιστῶν, ἀλλά τοῦ Υἱοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς συνάπτει μέ τόν Πατέρα μέσῳ τοῦ Πνεύματος πού εἶναι μέσα Του»[9].
Ὁ Μέγας Βασίλειος, τόν ὁποῖον ἐπικαλεῖται συχνότατα ὁ ἅγιος Παλαμᾶς, ἐπιμαρτυρεῖ σχετικῶς, ἑρμηνεύοντας τό χωρίο τοῦ Προφήτου Ἰωήλ (3,1), περί τῆς ἐκχύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος στούς δούλους τοῦ Θεοῦ, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ὁ Θεός «τό ἐξέχεε, δέν τό ἔκτισε· τό χάρισε, δέν τό ἔφτιαξε· τό ἔδωσε, δέν τό δημιούργησε»[10]. Σέ ἄλλο σημεῖο λέγει τό ἐξῆς, ἐπικρίνοντας ὅσους λέγουν ὅτι, ἐπειδή τό Πνεῦμα εἶναι δῶρον Θεοῦ, γι΄ αὐτό δέν εἶναι ὁμότιμον μέ αὐτόν πού τό δίδει (δηλ. ἄκτιστο, θεϊκό)· «“Μέσα μας, λέγει, εἶναι τό Πνεῦμα, ὡς δῶρο ἀπό τόν Θεό. Λοιπόν, δέν τιμᾶται τό δῶρον μέ τιμή ἴση μέ αὐτόν πού τό ἔχει δώσει”. Ναί μέν, εἶναι δῶρον Θεοῦ τό Πνεῦμα, ἀλλά δῶρον ζωῆς [...] καί δῶρον δυνάμεως [...] Συνεπῶς, πῶς αὐτοί πού τά λέγουν αὐτά δέν ἔχουν ὑπερβεῖ τήν ἰουδαϊκή ἀγνωμοσύνη, λαμβάνοντας σάν ἐφόδιο τῆς βλασφημίας τήν ὑπερβολή τῆς ἀγαθότητος;»[11]. Εἶναι σαφέστατο, ὅτι δέν πρόκειται βεβαίως περί τοῦ προσώπου τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά τῆς ἐνεργείας Του, ἡ ὁποία ἐπίσης καλεῖται Πνεῦμα[12] , καί εἶναι ὁμότιμη μέ τόν Θεό, ἄρα καί ἄκτιστη (δέν μπορεῖ κτίσμα νά εἶναι ὁμότιμο μέ τήν Ἁγία Τριάδα). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος προκαλεῖ ἐνόχληση στούς παπικούς θεολόγους γιά ὅσα ἔγραψε περί τῆς ἀκαταληψίας καί τοῦ ἀοράτου χαρακτῆρος τῆς θείας οὐσίας[13], εἶναι καί στό θέμα τῆς προσλήψεως τῶν θείων ἐνεργειῶν σαφέστατος: «... ὅλοι ἐμεῖς ἐλάβαμε μέ μέτρο τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος (διότι Πνεῦμα ὀνομάζει ἐδῶ τήν ἐνέργεια· διότι αὐτή εἶναι ἡ ὁποία διαμερίζεται), ἐνῷ Αὐτός [δηλ. ὁ Χριστός] ἔχει ὁλοτελῆ καί ἀμέτρητη ὅλη τήν ἐνέργεια. Ἄν ὅμως ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ εἶναι ἀμέτρητη, πολύ περισσότερο ἡ οὐσία»[14]. Δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητηθεῖ ὅτι ἐδῶ γίνεται λόγος περί ἀκτίστου ἐνεργείας καί ὄχι κτιστῆς, καθότι ἀμέτρητη, καθότι πλήρωμα πού ἐνοικεῖ στόν Χριστό καί καθότι συγκρίνεται μέ τήν οὐσία Του! Ποιός θά ἀποτολμοῦσε σύγκριση μέ κτιστή ἐνέργεια, γιά νά ἀποδείξει τήν ἀπειρία (δηλ. τό ἄπειρον) τῆς θείας οὐσίας; Ἀπό αὐτήν ὅμως τήν ἐνέργεια, τήν ἄκτιστη, δεχόμαστε καί ἐμεῖς ἕνα μέτρο, σύμφωνα μέ τόν Χρυσορρήμονα.
Εἶναι εὔλογο, ὅτι τά ἱερά ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα, τά ὁποῖα χαίρουν ὑψίστης ἐκτιμήσεως σέ Ἀνατολή καί Δύση, ἀκολουθοῦν τόν βασικό αὐτό ἄξονα τῆς περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ὀρθοδόξου σωτηριολογίας· «Καί βέβαια ἡ θεωνυμία τοῦ ὄντος», γράφουν, «ἐκτείνεται σέ ὅλα τά ὄντα καί ὑπέρκειται πάντων τῶν ὄντων· τῆς δέ ζωῆς ἐκτείνεται σέ ὅλα ὅσα ζοῦν καί ὑπέρκειται πάντων τῶν ζώντων· τῆς δέ σοφίας ἐκτείνεται σέ ὅλα τά νοερά καί λογικά καί αἰσθητικά καί ὑπέρκειται πάντων αὐτῶν»[15]·ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σχολιάζοντας κατά λογική ἀκολουθία τήν ρήση αὐτή ἐπισημαίνει: «Βλέπεις ὅτι οἱ μετοχές αὐτές ὑπέρκεινται τῶν ὄντων;»[16], τῶν κτιστῶν ὄντων, ὁπωσδήποτε· ἄρα εἶναι θεῖες καί ἄκτιστες (διότι ἀλλιῶς, ὡς κτιστές, δέν θά ἦταν ὑπερκείμενες τῶν ὄντων, ἀλλά μεταξύ τῶν ὄντων)!
Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος (4ος αἰ.), γιά νά περιορισθοῦμε σέ ἕνα ἀκόμη Πατέρα τῆς Φιλοκαλίας, εἶναι ἐπίσης σαφέστατος: «Γι’ αὐτό εὐδόκησε ὁ ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός μέ τήν πολλή Του χρηστότητα νά χαρίσει πνευματικό πλοῦτο στίς ψυχές μας, δηλαδή τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, πού δέν εἶναι τῆς φύσεώς μας – διότι ἐμεῖς εἴμαστε κτίσμα, ἐνῷ αὐτό εἶναι ἄκτιστο -, ὥστε αὐτό ἀφοῦ ἐργασθεῖ μέ τήν δική Του ἐπιστήμη καί τέχνη καί καλλιεργήσει τίς καρδιές τῶν πιστῶν, νά εὐτρεπίσει ἐκεῖνες πού μέ ὁλόκληρο τό θέλημά τους θά ἀφοσιωθοῦν στόν πνευματικό γεωργό»[17].
Ἀπό τούς ἀρχαίους Πατέρες ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής εἶναι ἴσως ὁ καταπέλτης κατά τῆς σωτηριολογίας τῆς κτιστῆς χάριτος, λόγῳ τῆς πεφωτισμένης ὑπό τοῦ Πνεύματος ἑρμηνείας του ἐπί τῶν ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων, ἀλλά καί τῆς ἐνασχολήσεώς του μέ τίς αἱρέσεις τοῦ μονοενεργητισμοῦ καί τοῦ μονοθελητισμοῦ· τά σχετικά χωρία του δέν ἐπιδέχονται ἐναλλακτική κατανόηση, ὅπως λ.χ. τό ἑξῆς:«Ἀπάτωρ, λοιπόν, καί ἀμήτωρ καί ἀγενεαλόγητος ἔχει ὀνομαστεῖ ὁ μέγας Μελχισεδέκ, καί ὅτι δέν ἔχει μήτε ἀρχή ἡμερῶν, μήτε τέλος ζωῆς [...] ὄχι λόγῳ τῆς φύσεως τῆς κτιστῆς πού προῆλθε ἀπό τήν ἀνυπαρξία, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ἡ ὕπαρξή του ἄρχισε καί ἔληξε, ἀλλά λόγῳ τῆς χάριτος τῆς θείας καί ἀκτίστου καί ἡ ὁποία πάντοτε ὑπέρκειται κάθε φύσεως καί κάθε χρόνου, [καί προέρχεται] ἀπό τόν πάντοτε ὑπάρχοντα Θεό» [18].Σαφέστατο, ὅπως καί τό ἀκόλουθο: «Εἶπα ὅτι εἶναι μία ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων, αὐτή ἡ ὁποία θεώνει τούς ἁγίους, τῆς μακαριότητος τήν ὁποίαν ἐλπίζουμε· ἡ ὁποία ὑπάρχει ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, καί ἔχει γίνει τῶν ἁγίων κατά χάριν»· οἱ ἅγιοι λοιπόν καθίστανται «ζωντανές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί ταυτίζονται μέ Αὐτόν περισσότερο κατά τήν χάρη, παρά ὡς ὁμοιώματα»[19].
Βάσει ὅλου τοῦ πατερικοῦ πλούτου, μέρος μόνον τοῦ ὁποίου παραθέσαμε ἀνωτέρω, ὁ ἅγιος Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης, στή δική του ὁμολογητική συγγραφή«Ἔκθεσις τῆς τῶν Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου δυσσεβημάτων ἀλλοκότου πληθύος», γράφει μεταξύ τῶν ἄλλων· «Ἀποβάλλουμε ὅσους λέγουν ὅτι ἡ χάρις καί ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος ἡ ὁποία ἐκχύνεται στούς ἁγίους, ἐπειδή δέν εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Πνεύματος, εἶναι κτιστή»[20].
Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἀποτελεῖ πλήρη ἀλλοίωση τῆς ἀληθείας ὁ ἰσχυρισμός παλαιῶν καί νέων ἑτεροδόξων ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ὁ κακῶς λεγόμενος «παλαμισμός», ἀποτελεῖ καινοτομία. Ἁπλῶς ὁ ἅγιος Παλαμᾶς συνεισέφερε στή συστηματοποίηση τῆς διαχρονικῆς περί τούτου διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας: «ἡ θεολογία τῶν ἐνεργειῶν συνήντησε στόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ ἀκρίβεια καί συστηματοποίηση πού δέν εἶχε γνωρίσει μέχρι τότε», δηλαδή τήν ἐπανερμηνεία παλαιῶν ἐκφράσεων ἀναλόγων πρός ἄλληλες, ὅπως οἱ «δόξα», «λάμψις», «φῶς», «ζωή», «δυνάμεις», «τά περί τήν οὐσίαν», τίς ὁποῖες ὁ Παλαμᾶς συγκέντρωσε ὑπό τό ὄνομα τῶν «ἐνεργειῶν», ἐνῷ φώτισε, συγκεκριμενοποίησε, ξεκαθάρισε καί σέ κάποιο βαθμό συστηματικοποίησε τίς θέσεις τῶν προγενεστέρων Πατέρων[21] .
Εἶναι δυνατόν μετά ἀπό αὐτά, νά θέτει κανείς ἐν ἀμφιβόλῳ τόσο τήν κοινή ἐκκλησιαστική πίστη περί τῆς ἀνθρωπίνης μετοχῆς, μεθέξεως, στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὅσο καί τήν κεφαλαιώδη σημασία της, περιορίζοντας τό ὅλο ζήτημα στά περί τό κῦρος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ;
3. Ἡ ἀξία τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καί τῶν Ἡσυχαστῶν
Ἡ θεολογία τοῦ Ἡσυχασμοῦ, δέν συνιστᾷ λοιπόν, καινοτομία οὔτε εἶναι δυνατόν νά ἐξετάζεται κεχωρισμένως, ἀλλά εἶναι ἀπολύτως σύμφωνη μέ τήν πρό αὐτῆς θεολογία καί τήν διάκριση στόν Θεό τῆς ἀμεθέκτου οὐσίας Του καί τῆς μεθεκτῆς χάριτός Του (τῆς ἐνεργείας Του). Ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ, ὁ Μέγας Βασίλειος, λόγου χάριν, πολύ πρωτύτερα «προβάλλων τήν ὀντολογικήν καί γνωσιολογικήν σημασίαν τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ [...] προσέφερε τήν βάσιν διά τήν περαιτέρω ἀνάπτυξιν τῆς περί οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ διδασκαλίας ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως»[22]. Ὁ Παλαμᾶς δέν αὐτονομήθηκε οὔτε πρωτοτύπησε, θά ἦταν δέ μεγίστη ὕβρη γι΄ αὐτόν ἡ ἀπόδοση καινοτομίας στό ἔργο του, ἀλλά «ὡς θεολόγος ἦτο ἀπλούστατα διερμηνεύς τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας [...] ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὑπῆρξε βαθύτατα ἐρριζωμένος ἐν τῇ παραδόσει»[23] , τήν ὁποίαν διέσωσε ἔναντι νέων προκλήσεων.
Σέ ἀντίθεση με τούς ἰσχυρισμούς τοῦ Ἀρχιμανδρίτου, ὁ ὁποῖος φαίνεται νά προσδίδει μόνον ἠθικό περιεχόμενο στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου , ὡς παράδειγμα ταπεινώσεως καί μέσο προφορικῆς διδασκαλίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπισημαίνει τίς ὀντολογικές συνέπειες τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων, θείας καί ἀνθρωπίνης, στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς ὁποίας ἑνώσεως μεταδίδονται σέ μᾶς οἱ ἄκτιστες δωρεές: «Ἄν λοιπόν, ὅπως σέ ὅλα τά κτίσματα, μέ τόν ἴδιο τρόπο ὑπάρχει καί στούς Ἁγίους [ὁ Θεός], καί ὡς Θεός – σύμφωνα μέ τίς σοφές ἐπινοήσεις σας - ὅπως στά ἄλλα κτίζει [δηλ. δημιουργεῖ] ὅσα εἶναι ἁρμόδια, ἔτσι καί στούς Ἁγίους [κτίζει] τήν ἁγιότητα, τότε ποιά εἶναι ἡ ἀνάγκη γιά τόν Χριστό καί τήν παρουσία Του; Ποιά ἡ ἀνάγκη γιά τό βάπτισμα σ’ Ἐκεῖνον καί γιά τήν ἐξουσία καί δύναμη πού μᾶς προστίθεται ἀπό αὐτό»[24];Ἐπιστρέφουμε λοιπόν στίς δογματικές διαμάχες γιά τήν θεότητα ἤ κτιστότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά μέ ἄλλη μορφή. Ἡ Ἐκκλησία προήσπισε τήν θεότητα τοῦ Προσώπου (τῆς Ὑποστάσεως) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τῶν Πνευματομάχων καί πάσης φύσεως Ἀρειανῶν κατά τόν 4ο μ.Χ. αἰῶνα, περί τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Χίλια ἔτη ἀργότερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπεραμύνθηκε τῆς ἀκτίστου χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (δηλ. καί ὅλης τῆς Ἁγίας Τριάδος) ὡς προϋποθέσεως σωτηρίας καί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου[25] . Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀντέτασσε στούς αἱρετικούς Ἀνομοίους: «Δέν πείθομαι ὅτι σῴζομαι ἀπό τό ὁμότιμο [μέ ἐμένα, κτίσμα]· ἄν δέν εἶναι Θεός τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, νά θεωθεῖ πρῶτα καί ἔτσι νά μέ θεώσει καί ἐμένα τόν [δῆθεν] ὁμότιμο [μέ αὐτό, κτίσμα]»[26]· ὁ ἅγιος Παλαμᾶς μεταφέρει, βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν σχετική πατερική θέση καί στή σωτηριολογία: «Δέν σέβεσαι, ἄνθρωπε, τόν Ἀπόστολο, ὁ ὁποῖος λέγει “τά σώματά μας εἶναι ναός τοῦ ἁγίου Πνεύματος τό ὁποῖο βρίσκεται μέσα μας;”[27]. Καί πάλιν, “εἶστε ναός τοῦ Θεοῦ καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ μέσα σας;”[28]. Ἆραγε θά καταδεχόταν ποτέ νά τιμήσει μέ τήν προσηγορία “ναός” τό κατοικητήριο τοῦ δούλου [ἑνός δηλ. κτίσματος];»[29]. Ἕτσι λοιπόν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συνδέει ἀμέσως τήν αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ πρός τίς ἀρχαῖες ἀντιτριαδικές αἱρέσεις τοῦ Ἀρείου καί τοῦ Μακεδονίου, οἱ ὁποῖοι κατέτεμναν τήν Τριαδική Θεότητα σέ κτιστά (Υἱόν καί Πνεῦμα) καί ἄκτιστα (δηλ. τόν Πατέρα)· παρομοίως πράττει «καί ὁ Βαρλαάμ μέ τούς ὀπαδούς του ὑποστηρίζοντας ὅτι τό φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, τό ὁποῖο θά περιλάμψει τούς δικαίους, καί κάθε ἄλλη ἐνέργεια καί δύναμη τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστά πράγματα»[30] .
Ἡ συνεπής αὐτή ὑπεράσπιση τῆς κοινωνίας τῆς ἀκτίστου θεωτικῆς χάριτος ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου (ἀλλά καί τῆς ἀγγελικῆς φύσεως) ἤδη συστηματικῶς ἀπό τούς Καππαδόκες καί μέχρι τόν Παλαμᾶ καί μετέπειτα, ἀποτελεῖ βεβαίως καί διαφύλαξη – πλήν τῆς θεώσεως τῶν πιστῶν – καί τῆς μόνης ὀρθῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς . Στό κείμενο Ἔκθεσις δυσσεβημάτων τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Θεσσαλονίκης γίνεται καί πάλι σαφής ἡ ἀναφορά στή μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ἀποβάλλουμε ὅσους λέγουν ὅτι εἶναι κτίσμα αὐτό πού οἱ ἅγιοι λαμβάνουν[31] ἀπό “τό πλήρωμα τῆς θεότητος πού κατοικεῖ στόν Χριστό”[32], διότι μέ τόν τρόπο αὐτό σάν νά λέγουν κτίσμα καί τό πλήρωμα ἐκεῖνο, ἤ - ταυτοσήμως- τήν τοῦ Χριστοῦ θεία καί ἐνέργεια καί φύση, καί εἶναι γιά τόν λόγο αὐτό ἀρειανοί»[33].
Ἐξ ἀντιθέτου, ἡ υἱοθέτηση τῆς σωτηριολογίας τῆς δῆθεν κτιστῆς χάριτος, συνεισφέρει στήν αἱρετική δυτική προπαγάνδα. Στούς παραπάνω ἰσχυρισμούς ἡ λατινική θεολογία εὕρισκε καί ἀκόμη ἕνα ἐπιχείρημα ὑπέρ τοῦ Filioque: ἀφοῦ τό Ἅγιον Πνεῦμα πού λαμβάνουν οἱ Ἅγιοι δέν εἶναι κτίσμα (κατά τούς παλαιοτέρους Ἁγίους), δέν εἶναι δέ καί ἄκτιστη ἐνέργεια (κατά τόν Βαρλαάμ καί τούς λοιπούς), τότε ἀπομένει τό ὅτι αὐτό πού ἐκχέει στούς Ἁγίους ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι τό Πρόσωπον (ἡ Ὑπόστασις) τοῦ Πνεύματος, ἄρα ἐπιβεβαιώνεται δῆθεν ἡ «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (“Filioque”) ὑποστατική ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος, κατά τήν αἵρεση τῆς Δύσεως[34] .
Ἡ κατά τῶν Ἡσυχαστῶν καί ἰδίως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου πολεμική τῶν Βαρλαάμ, Ἀκινδύνου καί Γρηγορᾶ πέραν τῶν ἀνωτέρω, ἦταν καί ἡ πρώιμη μορφή τῆς αἱρέσεως τῆς «μετα-πατερικότητος»· αὐτή τήν μομφή κατά τῶν παλαιῶν θεολόγων Πατέρων τούς ὁποίους ἐπικαλοῦνταν οἱ ἱεροί Ἡσυχασταί θά τήν ἐκτιμοῦσαν ἰδιαιτέρως οἱ Λατῖνοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης: «Ἔπειτα, πόσο νομίζεις ὅτι θά ἐκτιμήσουν οἱ Λατῖνοι», γράφει ὁ Παλαμᾶς, «τό νά ἀποδειχθοῦν τά βιβλία τῆς δικῆς μας Ἐκκλησίας σφαλερά;»[35] . Τό ἴδιο ἐρώτημα, ἰσχύει ἀσφαλῶς καί γά ὅσους σήμερα τολμοῦν νά ἀμφισβητήσουν τήν διά στόματος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἐκπεφρασμένη διαχρονική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀντιλαμβάνεται περαιτέρω ὁ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτης τίς περαιτέρω φοβερές συνέπειες πού θά προέκυπταν σέ ὅλον τόν πνευματικό μας βίο, ἄν παραδεχόμασταν ὡς κτιστές τίς σωστικές ἐνέργειες τῆς Ἁγίας Τριάδος; Καί ὅτι κατά συνέπεια σέ πλεῖστες ὅσες περιπτώσεις θά φαινόμασταν ὡς κτισματολάτρες (προσκυνηταί κτισμάτων) καί ὄχι λάτρες τοῦ Θεοῦ; Ὄχι ὁ ἅγιος Παλαμᾶς, ἀλλά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐπισημαίνει περί τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγιασμάτων τά ἑξῆς: «Δεύτερος τρόπος, μέ τόν ὁποῖον προσκυνοῦμεν κτίσματα [...] Αὐτά καί τά παρόμοια σέβομαι καί προσκυνῶ καί κάθε ἅγιο ναό τοῦ Θεοῦ καί κάθε τι, ἐπί τοῦ ὁποίου μνημονεύεται ὁ Θεός, ὄχι γιά τήν φύση τους, ἀλλά ἐπειδή εἶναι δοχεῖα τῆς θείας ἐνεργείας καί μέσῳ αὐτῶν καί σέ αὐτά εὐδόκησε ὁ Θεός νά μεθοδεύσει τήν σωτηρία μας. Διότι καί ἀγγέλους καί ἀνθρώπους καί κάθε ὕλη πού μετέχει στή θεία ἐνέργεια καί πού ὑπηρέτησε τήν σωτηρία μου τήν σέβομαι καί τήν προσκυνῶ λόγῳ τῆς θείας ἐνεργείας. Δέν προσκυνῶ τούς Ἰουδαίους· διότι δέν εἶναι μέτοχοι θείας ἐνεργείας, οὔτε μέ σκοπό τήν σωτηρία μου σταύρωσαν τόν Κύριον τῆς Δόξης, τόν Θεόν μου, ἀλλά μᾶλλον κινούμενοι ἀπό φθόνο καί μῖσος πρός τόν Θεό καί εὐεργέτη»[36]. Σαφῶς αὐτά ἰσχύουν γιά κάθε σχετική προσκύνηση ἱ. Εἰκόνων, ἱ. Λειψάνων, ἱ. Σκευῶν κ.λπ. Εἶναι σαφέστατο, ὅτι ὡς θεία ἐνέργεια ἐννοεῖται μόνον ἡ ἄκτιστη· διότι καί συγκεκριμένως περί τῆς προσκυνήσεως τῶν Ἁγίων ἔγραψε λίγο παραπάνω ὁ Δαμασκηνός: «Ὅπως λοιπόν ἀληθῶς εἶναι ὄχι κατά τήν φύση [θεοί], ἀλλά ὡς μέτοχοι τοῦ κατά τήν φύση Θεοῦ, ἔτσι εἶναι καί προσκυνητοί, ὄχι κατά φύση, ἀλλ΄ ἐπειδή ἔχουν μέσα τους τόν ἐκ φύσεως Προσκυνητόν»[37] .
Συνοψίζοντας ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητής τῆς Πατρολογίας π. Θεόδωρος Ζήσης τήν σημασία τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ἅγιος εἶχε σκοπό «νά ἀποτρέψει τήν κατάργηση τῆς δυνατότητος νά μετέχει ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὥστε να εἶναι δυνατή ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου»· ἀντιθέτως ὅμως πρός τήν Ὀρθοδοξία, ἡ Δύση «ἔχει ἀποξηράνει τήν πνευματική ζωή καί ἀντί τῆς ἐλευθερίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχει διαμορφώσει σύστημα ἐντολῶν καί ἠθικῶν ἀπαιτήσεων, τούς καρπούς τῶν ὁποίων ἀναμένει κανείς μόνο στό μέλλον»[38].
4. Ἐπαρκεῖ ἡ κτίση (δημιουργία) τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ;
Βάσει ὅσων γράψαμε ἀμέσως παραπάνω, δέν ἐπαρκεῖ ἡ κτίση τῆς ἀνθρωπότητος (δηλ. ἀνθρωπίνης φύσεως) τοῦ Χριστοῦ, ἄν αὐτή - θεωμένη μέ τό πλήρωμα τῶν θείων ἀκτίστων ἐνεργειῶν - δέν μετοχετεύει στούς Χριστιανούς τήν θεία Χάρη. Ἡ θέση τῶν ἀντι-ησυχαστῶν ὅτι ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται μέ ἁπλῆ «φυσική μίμηση» τοῦ Χριστοῦ, ὡς κτιστή ἕξη, καί ὄχι μέσῳ τῆς ἀκτίστου χάριτος οὐσιαστικῶς εἶναι παραδοχή ἀδυναμίας θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Σύμφωνα καί μέ τήν φραγκο-λατινική διδασκαλία τῶν Παπικῶν ὁ «ἀνεξάλειπτος μυστηριακός χαρακτήρ» (“character sacramentalis indelibilis”),
ὁ ὁποῖος ἐντυπώνεται στήν ψυχή διά τῶν λατινικῶν μυστηρίων βαπτίσματος, χρίσματος καί ἱερωσύνης ἔχει διανοητικό χαρακτῆρα, εἶναι ἐγγενής ποιότητα τῆς ψυχῆς καί εἶναι διακεκριμένος ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ: «Ἐπί τῇ βάσει αὐτῆς τῆς ἐξηγήσεως τῆς Συνόδου τοῦ Τριδέντου, ὁ [μυστηριακός] χαρακτήρ πρέπει νά ὁρισθεῖ ὡς ἕνα ἀληθές συμβεβηκός ὄν συνημμένο στήν ψυχή, μέ περισσότερη ἀκρίβεια, ὡς μία ὑπερφυσική ποιότητα οὐσιωδῶς [entatively] ἐγγενής στήν ψυχή [...] Ὁ ἅγ. Θωμᾶς [Ἀκινάτης] θεωρεῖ ὄχι τήν οὐσία τῆς ψυχῆς, ἀλλά τή δύναμη τῆς διανοίας ὡς τό ὑποκείμενο ἤ φορέα τοῦ χαρακτῆρος (παρομοίως ὁ ἅγ. Βελαρμῖνος, ὁ Σουάρεζ)»[39]. Ἡ παπική θεολογία, ὁμιλεῖ ἀκόμη καί περί «ὑπερφυσικῶν» ἀρετῶν οἱ ὁποῖες ἐγγίνονται στήν ἀνθρώπινη ψυχή (“virtutes infusæ”)[40] , οἱ ὁποῖες ὅμως δέν εἶναι ἄκτιστες, διότι ὁ ὅρος «ὑπερφυσικός» δέν παύει νά προσδιορίζει ὑπερβατικές διαστάσεις ἐντός τῆς κτίσεως, κτιστές[41] . Ἀντιθέτως, κατά τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐκκλησιαστική ζωή ὡς μετοχή στό Σῶμα Χριστοῦ εἶναι κάτι πολύ ἀνώτερο, καθότι θεϊκό: «Ἐνταῦθα πρόκειται περί πολύ περισσοτέρου ἤ μιᾶς “ἠθικῆς” κοινωνίας, καί πολύ περισσοτέρου ἤ μιᾶς ἀνθρωπίνης τελειότητος. Μόνον ἡ λέξις θέωσις δύναται νά ἀποδώσῃ καταλλήλως τή μοναδικότητα τῆς ὑποσχέσεως καί προσφορᾶς [ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ]»[42].
Εἶναι καί πάλιν χρήσιμο ἐν προκειμένῳ τό παραπάνω[43] ἐπιχείρημα τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ: ἄν δέν ἦταν ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου σκοπός τῆς θείας Οἰκονομίας, τότε γιατί ὁ Υἱός ἐνηνθρώπησε; Ἀρκοῦσε ἡ ἔξωθεν, ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη, πέμψη τῆς χάριτος, ἄν αὐτή δέν ἦταν ἡ ἰδική Του ἔμφυτος Θεότης. Ὅμως οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι σαφέστατοι· ὁ Λόγος ἔγινε «σάρξ» (ἄνθρωπος), γιά νά κάνει τό ἀνθρώπινο γένος δεκτικό τῆς θεότητος[44] · αὐτή ἡ ἴδια ἡ θέωση εἶναι «ἡ πρός Θεόν, ὡς ἐφικτόν, ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις»[45]. Ποῦ ἐδῶ χῶρος καί λόγος γιά ἠθικές βελτιώσεις καί μετοχή σέ κτιστές, ἔστω καί ὑπερφυσικές, «χάριτες»; Ἀντιθέτως ἡ μετοχή σέ ἄκτιστες (δηλαδή θεῖες) ἐνέργειες εἶναι ἡ ἀσφαλής ἐκπλήρωση[46] τῆς ἀποστολικῆς ἐμπειρίας καί ὑποσχέσεως ὅτι καθιστάμεθα «θείας φύσεως κοινωνοί» (Β΄Πετρ. 1, 4).
Μέ τόν ὑποβιβασμό τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς σέ ἐπίπεδα ἁπλοῦ «ἤθους» εἶναι ἀδύνατον νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἀνεπαίσθητη «νεστοριανικο-ποίηση» τῆς πνευματικῆς ζωῆς· διότι κατά τόν αἱρεσιάρχη Νεστόριο ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς ἐπέτυχε μόνος του ἠθική ἐξύψωση τέτοια, ὥστε νά δεχθεῖ μεταγενεστέρως τήν ἐνοίκηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου. Ἀπό αὐτήν προῆλθε μία ἠθική καί βουλητική συνάφεια καί συνεργασία τῶν δῆθεν δύο προσώπων, τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ Θεοῦ-Λόγου· αὐτή ὅμως ἡ χριστολογική ἄποψη προδίδει«προτίμησιν τῆς πνευματικῆς καί ἠθικῆς σφαίρας ἐν τῇ θρησκείᾳ ἀπό τήν ἐφαρμογήν κοινῶν φυσικῶν κατηγοριῶν ἐν αὐτῇ»[47]. Ὁ φανταστικός νεστοριανικός «Χριστός» τῆς «ἠθικῆς ἐξυψώσεως» τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ, εἶχε ὡς προφανῆ σωτηριολογική συνέπεια ὅτι χρησίμευε «ὡς πρότυπον δι΄ αὐτοσωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, ἐνισχυομένων μόνον, καί αὐτῶν, ὑπό τοῦ Θεοῦ (Πελαγιανισμός)»[48]. Ἀπό αὐτό ὅμως πάσχει ἀφανῶς καί ἡ δυτική σωτηριολογία ὑποβιβάζοντας τή θεοποιό χάρη τοῦ Θεοῦ σέ κτίσμα. Ἐπιστρέφουμε λοιπόν στή «μίμηση Χριστοῦ», ὄχι κατά τά δεδομένα τῆς ὀρθοδόξου σωτηριολογίας, δηλαδή ὡς σέ ὑπερφυῆ μίμηση ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι - ἀλλά τῶν ἀντι-ησυχαστῶν καί τῶν σημερινῶν Παπικῶν· ἐπιστρέφουμε σέ μίμηση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μέ ἠθικές παραμέτρους, «ὑπερφυσικῶς» μέν, ἀλλά ὄχι θεϊκῶς, ἀκτίστως, κεχαριτωμένη.
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφκσυ ἐπικαιροποιώντας τήν περί τόν Νεστοριανισμό ἀρχαία προβληματική, ἐπισημαίνει ὅτι «ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος σκοπίμως ἤ ὑποσυνειδήτως δελεάζεται ἀπό τό Νεστοριανικόν ἄκρον, δηλαδή δέν δέχεται τήν ἐνανθρώπησιν ὡς ἀποφασιστικόν γεγονός. Δέν τολμᾶ νά πιστεύσει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι πρόσωπον θεῖον. Ζητεῖ ἀνθρώπινον λυτρωτήν, ἁπλῶς βοηθούμενον ἀπό τόν Θεόν. Ἐνδιαφέρεται περισσότερον διά τήν ἀνθρωπίνην ψυχολογίαν τοῦ Λυτρωτοῦ, παρά διά τό μυστήριον τῆς θείας ἀγάπης, διότι, εἰς τελευταίαν ἀνάλυσιν, πιστεύει μέ αἰσιοδοξίαν εἰς τήν ἀξιοπρέπειαν τοῦ ἀνθρώπου»[49]· τό ἀνάλογον ἰσχύει ἀσφαλῶς, ὅταν ἡ θεία βοήθεια στή σωτηρία ὑποβιβάζεται ἀπό ἄκτιστη Χάρη σέ ἁπλοῦν παράδειγμα, πρότυπο φυσικῆς μιμήσεως, καί σέ ἠθική προτροπή καί ἐνίσχυση - ὅπως δηλαδή ἀκριβῶς φανερώνει ἡ ἐπιστολή τοῦ ἐν λόγῳ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτου!
Παρά ταῦτα, μόνον τό Ἅγιον Πνεῦμα - ἐπειδή εἶναι ἄκτιστο, ὡς ἄκτιστη ἐνέργεια – εἶναι δυνατόν νά εἰσχωρήσει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί νά ἑνωθεῖ μέ αὐτήν, σέ ἀντίθεση μέ ὁποιοδήποτε νοερό κτίσμα, ὅπως οἱ δαίμονες, οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς συνδέονται μέ τίς ψυχές. Τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν προκαλεῖ ἁπλῆ συνάφεια, ἀλλά ἀνάκραση τῆς χάριτός Του μέ τήν ὅλη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, κατά τόν ἱερό Παλαμᾶ[50] .
5. Ἡ μαρτυρία τῆς ρωσικῆς καί τῆς παπικῆς θεολογίας
Σύμφωνα μέ τόν ἐπίλογο τῆς ἐν λόγῳ Ἐπιστολῆς, «Εἶναι γνωστό ὅτι καί οἱ Δυτικοί καί οἱ Ρῶσοι, ὅπως μοῦ εἶπε ἕνας καθηγητής, δέν δέχονται τήν ὀρθότητα τῆς Θεολογίας τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ» (δηλαδή, θά ἀναμέναμε οἱ λύκοι νά δεχθοῦν τό κῦρος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Ποιμένος;!). Βεβαίως, ἡ ρωσική ἀκαδημαϊκή θεολογία ὑπέστη γιά κάποιο διάστημα, καθώς ἄλλωστε καί ἡ ἑλληνική, τίς δυτικές σχολαστικές ἐπιδράσεις[51] . Ἀλλά αὐτό δέν συνιστᾷ μέτρον τῆς διαχρονικῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας! Πάντως, καί οἱ ἴδιοι οἱ δυτικοί θεολόγοι ἔχουν ἀρχίσει νά παραδέχονται καί ἄκοντες τή συμφωνία τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ μέ τούς πρό αὐτοῦ μεγίστους Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας.
Ἤδη τό 1980 ἡ προτεστάντις θεολόγος Dorothea Wendebourg, ἀργότερα Καθηγήτρια τῆς προτεσταντικῆς θεολογικῆς σχολῆς τοῦ Μονάχου, παρά τήν πολεμική της κατά τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἀναγνώρισε τήν πατερική συνέχεια τῆς παλαμικῆς διδασκαλίας. Κατά τή Wendebourg, εἶναι μεγάλη ἡ εὐθύνη τῶν προδρόμων τοῦ Παλαμᾶ γιά τήν πορεία τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, διότι καί αὐτοί διδάσκουν, ὅπως καί ὁ Παλαμᾶς, ὅτι ὁ ἀπρόσιτος κατά τήν οὐσία Θεός κοινωνεῖ μέ τόν κόσμο μέσῳ τῶν ἐνεργειῶν Του· ὡς προδρόμους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὀνομάζει τόν Μ. Ἀθανάσιο, τόν Δίδυμο τόν Τυφλό καί τούς τρεῖς ἁγίους Καππαδόκες Πατέρες, Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο καί Γρηγόριο Νύσσης. Τῶν ἀπόψεών της ὑπεραμύνθηκαν καί ἄλλοι ξένοι ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι, ὅπως ὁ Καρδινάλιος Christoph von Schönborn[52] .
Τήν τελευταία θετική στροφή μέρους τῆς παπικῆς θεολογίας ὑπέρ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐπιβεβαιώνει καί ὁ Ὀρθόδοξος Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Στρασβούργου Jean-Claude Larchet γράφοντας: «Μέ ἱκανοποίηση ἐπισημαίνουμε ὅτι κάποιοι καθολικοί πατρολόγοι, διακινδυνεύοντες νά ἀντιμετωπίσουν τίς ἐπικρίσεις ὁρισμένων ἐκ τῶν συναδέλφων τους, κατέθεσαν προσφάτως στίς μελέτες τους μία πραγματική συμπάθεια πρός τόν διδάσκαλο τοῦ ἡσυχασμοῦ καί συνέβαλαν στό νά καταδείξουν πώς τό ἔργο του βρίσκεται ἐν ἁρμονίᾳ μέ τήν πατερική παράδοση καί εἶναι συνέχεια αὐτῆς»· ὁ Καθηγητής Larchet ἀναφέρεται ὀνομαστικῶς στίς σχετικές μελέτες τῶν G.Habra (1957-58, 1963), C. Journet (1960), J. Kuhlmann (1968), M. Strohm (1967), G. Philips (1972), A. De Halleux (1973), G.A. Maloney (1987), D. Coffey (1988) καί J. Lison (1994) καί προσθέτει ὅτι οἱ μελέτες αὐτές «ἐπιβεβαιώνουν μέ χρήσιμο τρόπο τίς ἐργασίες πολυαρίθμων ὀρθοδόξων ἱστορικῶν, οἱ ὁποῖοι πρίν ἀπό αὐτούς ἤ παραλλήλως πρός αὐτούς ἐφώτισαν μέ βαθεῖες ἀναλύσεις τά παραδοσιακά θεμέλια τῆς παλαμικῆς θεολογίας»[53].
Περιττόν νά λεχθεῖ, ὅτι αὐτή ἡ στροφή τῶν ἑτεροδόξων ὑπέρ τῆς παραδοσιακῆς, διά στόματος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, διδασκαλίας περί τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν, καί τό θέμα τῆς ἐν Θεῷ διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας, θά ἦταν δυνατόν παλαιότερα νά ἔχουν ἀξιοποιηθεῖ στούς θεολογικούς διαλόγους· ἡ σχετική προεργασία τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν λοιπῶν Ἡσυχαστῶν Θεολόγων, θά κονιορτοποιοῦσε – συνδεόμενη μέ τή λοιπή πατερική παράδοση, κυρίως τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων - τά θεμέλια τῆς θωμιστικῆς, σχολαστικῆς καί ἀριστοτελικῆς ἀπάτης τῆς δυτικῆς θεολογίας.
6. Ἡ ὀντολογική διαφορά ἀκτίστου (Θεοῦ) καί κτιστοῦ (ἀνθρώπου) δέν εἶναι ἐμπόδιο
Ἡ περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν προγενεστέρων Πατέρων, στηρίζεται ἐπί τῶν βάσεων (α) τῆς «κατ’ εἰκόνα καί καθ΄ ὁμοίωσιν Θεοῦ» δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, (β) τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καί (γ) τῆς δυνατότητος τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι[54] . Οἱ πραγματικότητες αὐτές αἴρουν τά ἐμπόδια τῆς θεώσεως λόγῳ τῆς χαώδους ὀντολογικῆς ἀποστάσεως ἀκτίστου Θεοῦ καί κτιστοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Ἁγία Τριάς ὁ Θεός κατεσκεύσε τόν ἄνθρωπο ἐξ ἀρχῆς δεκτικό τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν, καί αὐτό χάρις στή θεϊκή Παντοδυναμία, ὅπως ἐπιχειρηματολογεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Εἶναι διαπίστωση ἀνάξια γιά τόν Θεό, τό νά ἐγκαταλείψει τήν κτίση γυμνή καί τρόπον τινά ἔρημη τοῦ ἑαυτοῦ Του. Ἀλλά οὔτε ἡ κτίση εἶναι τόσο ἄθλια, οὔτε ὁ Θεός τόσο ἀδύνατος, ὥστε νά μή μεταδώσει στά δημιουργήματα τήν ἁγία μετάδοση»[55].Λοιπόν, τό καθ΄ ὁμοίωσιν τοῦ ἀνθρώπου, ἔγκειται στό ὅτι δύναται ὁ ἄνθρωπος νά καταστῇ ὅμοιος τῷ Θεῷ, διότι Αὐτός «μᾶς ἔκανε δυνάμει ἱκανούς πρός ὁμοίωση μέ τόν Θεό [...] ἔχοντας δώσει δύναμη γιά τήν πρός τόν Θεό ὁμοίωση [...] Βιάσου νά γίνεις ὅμοιος μέ τόν Θεό, ἐνδύσου τόν Χριστό»[56]. Προϋπόθεση, προτέρα φυσική καταβολή τῆς δυνατότητος, γιά τήν ὁμοίωση αὐτή εἶναι τό ὅτι ἔχουμε ἐκ φύσεως τό κατ΄ εἰκόνα, δηλαδή τό «νοερόν καί αὐτεξούσιον», καθώς καί ὁ Θεός εἶναι Νοῦς, εἶναι δέ ἐλεύθερος, αὐτοκρατής καί αὐτοδέσποτος[57]. Ὁ προπάτωρ Ἀδάμ ἔχων τό δῶρον τοῦ κατ’ εἰκόνα καί τή δυνατότητα τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν, εἶχε τόν Θεόν ἔνοικον ἐντός του (βεβαίως τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του) καί ἀπέλαυε τή θεωρία τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, θεούμενος μέ μετοχή τῆς θείας ἐλλάμψεως[58], κατά τούς Ἁγίους Πατέρες. Βεβαίως, ἡ ἐνοικοῦσα χάρις ἀπεχώρησε μετά τήν πτώση καί ὁ ἄνθρωπος ὑπέστη τόν θάνατον, ὡς γνωστόν, ψυχῆς καί σώματος.
Ἡ ἐν Χριστῷ ἀνάκληση τοῦ ἀνθρώπου στή ζωή τῆς χάριτος, τῆς ἀκτίστου ἐν τῇ Παναγίᾳ Τριάδι ζωῆς, κατωρθώθη διά τῆς Οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου· καί γιά νά μή μακρηγοροῦμε στά ἐπί μέρους, ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐν Χριστῷ ἔγινε ἀπαρχή ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος στή ζωή αὐτή, διά τοῦτο καί ἐμεῖς συμμετέχοντας μυστηριωδῶς στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καθιστάμεθα μέτοχοι τῆς ἀκτίστου αὐτῆς ζωῆς· κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο «ἐνῷ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι χάνονταν ἐξ αἰτίας τῆς παραβάσεως τοῦ Ἀδάμ, πρώτη ἀπό τούς ἄλλους σώθηκε καί ἐλευθερώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση Ἐκείνου [τοῦ Χριστοῦ], ἐπειδή ἔγινε σῶμα τοῦ ἰδίου τοῦ Λόγου, καί λοιπόν ἐμεῖς, ἐπειδή εἴμαστε σύσσωμοι, σωζόμαστε χάρις σέ ἐκεῖνο»[59]. Μέ ἄλλα λόγια, κατά τόν Καθηγητή τῆς Δογματικῆς Δημήτριο Τσελεγγίδη, «μέ τήν ὑποστατική ἕνωση τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στό Χριστό δόθηκε ἡ ὀντολογική δυνατότητα γιά συνεχή μετοχή τῆς θείας χάρης ἀπό τόν ἄνθρωπο πού ἐντάσσεται καί παραμένει στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ [...] Ἡ σχέση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στή θεότητα καί τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό πρότυπο τῆς χαρισματικῆς σχέσεως τῆς θείας χάρης μέ τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ κάθε πιστοῦ»[60]. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς, ἐπειδή ἡ μεθεκτή ἀπό ἐμᾶς ἄκτιστη θεία χάρη ἦταν «ἀποκειμένη» στόν Χριστό, γι΄ αὐτό καί μᾶς ἐδόθη, ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, «κατ΄ ἰδίαν πρόθεσιν καί χάριν [τοῦ Θεοῦ] ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ πρό χρόνων αἰωνίων» [61], διότι μόνον Αὐτός ὑπῆρχε πρό χρόνων αἰωνίων ὡς ταμίας τῶν ἀκτίστων «λόγων τῶν ὄντων».
Ἡ «ἐπιστροφή» λοιπόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ἀνθρωπότητα, χάρις στήν Οἰκονομία τοῦ Θεανθρώπου συνιστᾷ κατ’ ἀρχήν ἀποκατάσταση στήν προπτωτική κατάσταση· ὅπως στήν ἀρχή ὁ ἄνθρωπος ἦταν μέτοχος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄν καί δέν εἶχε στερεωθεῖ στήν ἀρετή, ἔτσι καί τώρα ὁ Θεάνθρωπος ἐπαναφέρει τή χάρη τοῦ Παρακλήτου στήν ἀνθρωπότητα ὡς μόνιμη ἔνοικο στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας[62] :«Καινουργής πάλι δημιουργία, μεταλαμβάνοντας ἀπό τό Πνεῦμα, ἀπό τό ὁποῖο στερημένη εἶχε παλαιωθεῖ [...] Ἄν λοιπόν στήν ἀρχή τά πάντα ἔχουν δημιουργηθεῖ ἐν Πνεύματι, ἔτσι καί ἀνακαινίζονται πάλιν ἐν Πνεύματι· μία καί ἡ αὐτή φανερώνεται προφανῶς ὅτι εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι»[63]. Εἶναι προφανές, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ὡς Θεός Παντοδύναμος δέν στερεῖται τῆς ἱκανότητος νά καταστήσει μετόχους Του τούς ἀνθρώπους, ὅπως μάλιστα καί ἐποπτικούς τῆς θείας δόξης· μέ τό ἴδιο αὐτό φρόνημα γράφοντας καί ὁ ἅγιος Παλαμᾶς ἐπισημαίνει:«Ἀποβάλλουμε ὅσους λέγουν, ὅτι ἐκεῖνοι πού βλέπουν ἐν Πνεύματι δέν μποροῦν μέ τή δύναμη τοῦ θείου Πνεύματος νά δοῦν κάτι ἄκτιστο· διότι ὑβρίζουν τήν ἴδια τή δύναμη τοῦ θείου Πνεύματος»[64].
Ἄν ὅμως ἡ ὀντολογική διαφορά ἀκτίστου (θείου) καί κτιστοῦ (δημιουργήματος) καθιστᾷ ἀδύνατη τή χαρίτωση τοῦ ἀνθρώπου μέ ἄκτιστη ἐνέργεια, ἐνῷ (δῆθεν) μόνον ἡ κτιστή χάρη εἶναι μεθεκτή, τότε πῶς ἐξηγεῖται ἐξ ἀρχῆς ἡ δημιουργία κτιστῆς χάριτος ἀπό τήν ἄκτιστη ἐνέργεια; Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει πρόβλημα ὀντολογικῆς διαφορᾶς κτιστοῦ-ἀκτίστου; (διότι ἡ θεία οὐσία δέ δημιουργεῖ ἀπ΄ εὐθείας κτίσματα, καθότι δέν τρέπεται, δέν ἀλλοιώνεται). Πῶς ἐξηγεῖται περαιτέρω ἡ διατήρηση τῆς εὐρυθμίας τοῦ σύμπαντος διά τῆς συνεκτικῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, καθώς παραδέχεται ἡ Ἐκκλησία, ὅτι «ἁγίῳ Πνεύματι περικρατεῖται πάντα τά ὁρατά τε σύν τοῖς ἀοράτοις»[65] ; Ἤ εἶναι καί αὐτό τό Πνεῦμα, ὡς συνεκτική δύναμη ... κτίσμα;
7. Ὁ ἄνθρωπος δέν στερεῖται ὀργάνου προσκτήσεως ἀκτίστων ἐνεργειῶν· ἔχει τόν πάντιμον νοῦ
Ἡ Ἐπιστολή τοῦ Ἀρχιμανδρίτου βασίζει τήν ἀδυναμία προσλήψεως ἀκτίστου χάριτος ἀπό τόν ἄνθρωπο, στήν ἔλλειψη καταλλήλου ὀργάνου ὑποδοχῆς τῆς ἀκτίστου χάριτος:«Ὁ ἄνθρωπος πῶς θά μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, μέ ποιό γνωστικό ὄργανο, μέ ποιό μέρος τῆς ὑπάρξεώς του; Ἔχει ὁ ἄνθρωπος πάνω του, στήν ὕπαρξή του κάτι ἄκτιστο, ὥστε μέ αὐτό σάν ὄργανο νά διεισδύσει στόν Ἄκτιστο χῶρο;» [66]. Ἀντιθέτως, σύμφωνα καί μέ τή διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπως αὐτή ἐκτίθεται στήν Ἐπιστολή 233 «δέκτης τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ εἰς τόν κόσμον εἶναι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς», ὁ ὁποῖος «συνιστῶν τό “κατ΄ εἰκόνα” τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ἄνθρωπον, ἐδόθη εἰς αὐτόν πρός γνῶσιν τῆς ἀληθείας καί κυρίως πρός γνῶσιν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ “αὐτοαλήθεια”»[67]. Τό γεγονός ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ «δέν δύναται νά εἶναι πλήρης, δέν σημαίνει ὅτι ὁ νοῦς εἶναι τελείως ἀνίκανος, διά νά γνωρίσῃ τόν Θεόν. Ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, ἔστω καί μερική, μόνον διά μέσου τοῦ νοῦ δύναται νά ἐπιτευχθῇ».Ἀπαιτεῖται, βεβαίως, ἡ καθαρότητα τοῦ νοός ἀπό κάθε πνευματικό ρύπο[68] . Σύμφωνα μέ τούς λόγους τοῦ ἁγίου πατρός: «Ὁ νοῦς ὅμως ὁ ὁποῖος ὅμως ἔχει μειχθεῖ μέ τή θεότητα τοῦ Πνεύματος, αὐτός ἤδη εἶναι ἱκανός γιά ἐποπτεία τῶν μεγάλων θεαμάτων, καί βλέπει τά θεϊκά κάλλη, ἀλλά τόσο, ὅσον ἐπιτρέπει ἡ χάρις καί ἀνέχεται ἡ κατασκευή του»[69].
Ἡ θεία ἀποκάλυψη ἐντοπίζοντας τή σημασία τοῦ ἡγεμόνος νοῦ γιά τή σύνολη πνευματική ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ἁγιασμό του, ἐπαίνεσε τόν νοῦ τῆς ἁγίας Παρθενομάρτυρος Ἀγάθης, καθώς μαρτυρεῖται στόν βίο της (5 Φεβρουαρίου), μέ τή θεόσδοτη φράση «Νοῦς ὅσιος αὐτοπροαίρετος, τιμή ἐκ Θεοῦ καί πατρίδος λύτρωσις».Ὅπως εἴδαμε, τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι νοερός τόν καθιστᾷ κτίσμα «κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ», ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ ὑπεροχικώτατος Νοῦς.
Πλήν τοῦ νοός, ὡς ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς, ἡ ὅλη ψυχοσωματική κατασκευή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὀντολογία του, καθιστᾷ δυνατή τή μετοχή του στήν ἄκτιστη θεία Χάρη, τίς θεῖες δυνάμεις. Μέ βάση τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου καί τῶν ἄλλων Πατέρων«στήν ὀντολογική τους βάση, οἱ ἀρετές εἶναι θεῖες ἰδιότητες, οἱ ὁποῖες ὑπάρχουν “ἐξ ἀϊδίου ἐν τῷ Θεῷ”, λαμβάνουν δέ “τήν ἀρχήν παρά Θεοῦ τῇ ἡμετέρᾳ ψυχῇ κατά χάριν”». Ὀρθῶς ἄρα ἐπισημαίνεται, ὅτι «ὅλα τά ἀγαθά νοήματα τῆς ψυχῆς (ἀγάπη, εἰρήνη, δικαιοσύνη) στήν προπτωτική καθαρότητά τους, μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὡς κτιστές εἰκόνες τῶν ἄκτιστων λόγων καί τρόπων τῶν θείων ἀρετῶν, νοήματα στά ὁποῖα ἐποχούμενες οἱ ἀρετές [ἄκτιστες καί θεῖες, σ.ἡμ.] ὁδηγοῦν τό ἅρμα τῆς ψυχῆς πρός τήν τελείωσή της» [70]. Εἶναι συνεπῶς ἐπιτρεπτόν νά ὁμιλοῦμε περί ἀκτίστου ὀντολογικοῦ θεμελίου τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν λειτουργιῶν του, τό ὁποῖο προβάλλει ἡ πνευματική γνωσιολογία τῶν Πατέρων μέ τούς «προαιωνίους λόγους»[71], τά ἄκτιστα προαιώνια ἐπί μέρους ἀγαπητικά θελήματα, τούς προορισμούς, τοῦ Θεοῦ γιά τά ὄντα, πού εἶναι μυστικῶς κεκρυμμένοι μέσα σέ αὐτά, στά κτίσματα, καί βεβαίως καί μέσα στήν ἀνθρώπινη διφυᾶ φύση.
8. Τό Θαβώριον Φῶς δέν εἶναι κτιστό.
Ἡ θέση τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτου πρός τόν «Ἐφημέριο», ὅτι τό Θαβώριον Φῶς εἶναι κτιστό καί γι΄ αὐτό ἔγινε ὁρατό - ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων, οὐδέ ἰδεῖν δύναται»[72] - δεικνύει μονομερῆ γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς· τόσο ἡ παραπάνω ἁγιογραφική ρήση, ὅσον καί τό ὅτι «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε»[73]συμπληρώνονται ἀπό ἀντίθετες διαπιστώσεις, ὅτι «ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά Πατρός», ὅτι «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» καί ὅτι «ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι»[74]. Πῶς ἐπιλύεται ἡ φαινομενική αὐτή ἀντίφαση; Ἐπιλύεται, καθώς μᾶς ὑποδεικνύουν οἱ ἱεροί Κανόνες, μέ τή μόνη ἐπιτρεπτή ἑρμηνευτική μέθοδο τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν καταφυγή στίς ἑρμηνεῖες τῶν ἁγίων Πατέρων.
Ἄλλωστε, ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς ὑποδεικνύει πώς μόνον τῶν θεωθέντων, τῶν ἁγίων, ἡ ἑρμηνεία εἶναι ἡ κατάλληλη γιά τήν κατανόηση τῶν προφητειῶν[75] . Γράφει λοιπόν ὁ 19ος ἱ. Κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου· «ἄν ἀνακινηθεῖ ἁγιογραφικό θέμα, νά μή τό ἑρμηνεύσουν διαφορετικά, παρά ὅπως οἱ φωστῆρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας παρέθεσαν διά τῶν συγγραμμάτων τους»[76].
Τί λέγουν λοιπόν οἱ Πατέρες σχετικῶς;
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός σέ μία φράση του περίφημη γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ἡσυχαστικῆς θεολογίας, διατυπώνει τόσο τό ἄκτιστο τοῦ θείου φωτός τῆς Μεταμορφώσεως ἐν Θαβώρ, ὅσο καί τήν ἄμεση σχέση του φωτός αὐτοῦ μέ τή θεία φύση, μακράν πάσης φυσικῆς ἀλλοιώσεως τοῦ Χριστοῦ ἤ προσλήψεως ἐξωτερικοῦ (δηλονότι κτιστοῦ, δημιουργημένου) φωτός· ὁ Χριστός«μεταμορφώνεται λοιπόν, ὄχι μέ τό νά προσλάβει αὐτό τό ὁποῖο δέν ἦταν, οὔτε μέ τό νά μεταβληθεῖ σέ αὐτό πού δέν ἦταν, ἀλλά μέ τό νά φανερώσει στούς δικούς Του μαθητές αὐτό τό ὁποῖο ἦταν, διανοίγοντας τά μάτια τους καί κάνοντάς τους νά βλέπουν, ἀπό τήν [προηγούμενη] κατάστασή τους τῆς τυφλότητος [...]. Μένοντας ὁ ἴδιος στήν ἴδια κατάσταση, ἔγινε ὁρατός στούς μαθητές τώρα διαφορετικά ἀπ΄ ὅ, τι φαινόταν πρίν [...] Καί ἔλαμψε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος, Αὐτοῦ ὁ Ὁποῖος φωταγώγησε τόν ἥλιο μέ τήν πολλή ἐξουσία Του [...] “Διότι αὐτός εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινό”, τό ὁποῖο γεννᾶται ἀπό τό ἀληθινό καί ἄυλο Φῶς [...] ἀλλά εἶναι ἀδύνατον νά εἰκονισθεῖ στήν κτίση τό ἄκτιστο χωρίς ἀπώλεια»[77]. Συνεπῶς, ἡ λεκτική εἰκόνα «σάν τόν ἥλιο» ἀδυνατεῖ νά παραστήσει τή λαμπρότητα τοῦ ἀκτίστου φωτός τῆς θείας φύσεως, δηλαδή «αὐτό τό ὁποῖο ὁ Χριστός ἦταν», διότι τό Φῶς αὐτό πάντοτε εὑρίσκεται στόν Χριστό - ἄρα δέν εἶναι κτίσμα, δηλ. δέν τό ἀπέκτησε ὁ Χριστός δημιουργώντας το «ἐξ οὐκ ὄντων»[78].
Τό ὅτι αὐτή ἡ ἔλλαμψη, ἄκτιστη κατά τόν Δαμασκηνό, εἶναι ἡ μεθεκτή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μαρτυρεῖται ἀπό τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή πολύ ἐνωρίτερα: «κοινή εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τῶν τεθεωμένων»[79], ἡ ὁποία βεβαίως ταυτίζεται μέ τό Θαβώριον Φῶς καί μέ τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τῶν δικαίων[80]! Ποῦ τό κτιστό (δημιουργημένο) φῶς, ἐδῶ, κατά τόν Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτη; Αὐτό εἶναι τό ὁποῖο ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀλλοῦ ὀνομάζει ἀπεριφράστως «ἀγένητη καί ἐνυπόστατη ἔλλαμψη πού φανερώνεται μέσα στούς ἀξίους», δηλαδή φῶς ἄκτιστον, ἀφοῦ «δέν ἔχει γένεση» δηλ. κτίση, δημιουργία[81]. Καί πρό τοῦ Μαξίμου ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔγραφε ὅτι ὡς πρός τή θεοποιό χάρη ὁ Θεός καί μετέχεται καί βλέπεται ἀπό τούς ἀξίους, ἀλλά κατά τήν οὐσία εἶναι ἀμέθεκτος[82]. Τό ὅτι βλέπεται, («ὁρᾶται»), ὡς φῶς, δέν μπορεῖ νά ἀμφιβάλλει κανείς ὅτι ἀποτελεῖ κοινή ἐμπειρία τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπό τή λάμψη τοῦ προσώπου τοῦ Μωϋσέως ἐν Σινᾶ, μέχρι τό φωτεινό ὅραμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στό δρόμο πρός τή Δαμασκό καί τή δόξα τῆς Β΄ Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία θά εἶναι ἡ αἰωνιότητα τῶν σῳζομένων, διότι «ὁ αἰών ἡμῶν εἰς φωτισμόν τοῦ Προσώπου Σου»[83] !
Ἡ ἴδια ἡ ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία τῆς Μεταμορφώσεως, συμφωνεῖ στή διαπίστωση τῆς θειότητος, τῆς ἰδιότητος ὡς ἀκτίστου, τοῦ φωτός τῆς ἐν Θαβώρ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελῳδός ὑμνολογεῖ: «Τήν ἀμαυρωθεῖσαν ἐν Ἀδάμ φύσιν μεταμορφωθείς ἀπαστράψαι πάλιν πεποίηκας, μεταστοιχειώσας αὐτήν εἰς τήν σήν τῆς Θεότητος δόξαν τε καί λαμπρότητα», ἐνῷ καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός σέ δικό του τροπάριο περιλαμβάνει τά ἑξῆς: «Δεῦτε μοι πείθεσθε λαοί, ἀναβάντες εἰς τό ὄρος τό ἅγιον [...] ἐποπτεύσωμεν νοΐ θεότητα ἄϋλον, Πατρός καί Πνεύματος, ἐν Υἱῷ Μονογενεῖ ἀπαστράπτουσαν»[84].
Βάσει αὐτῶν καί πολύ περισσοτέρων ἄλλων στοιχείων, ὁ Ἁγιορειτικός Τόμος, πού ἀποτελεῖ συνοδικόν μνημεῖον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καταδικάζει ἐκείνους πού ὀνομάζουν τό Θαβώριον Φῶς «φάσμα καί σύμβολον τέτοιου εἴδους, ὥστε νά δημιουργεῖται καί νά ἐξαφανίζεται»(γινόμενον καί ἀπογινόμενον κτίσμα), ἐνῷ μάλιστα ὅλοι οἱ ἅγιοι ἐπιβεβαιώνουν ὅτι εἶναι«ἄρρητο, ἄκτιστο, ἀΐδιο, ἄχρονο, ἄπλετο, ἄπειρο, ἀπεριόριστο, ἀθέατο [κατά τή φύση του - ὄχι κατά συγκατάβαση] στούς ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους, ἀρχέτυπο καί ἀναλλοίωτο κάλλος, δόξα Θεοῦ, δόξα Χριστοῦ, δόξα Πνεύματος, ἀκτίνα θεότητος καί τά παρόμοια»[85]. Αὐτά ὅλα εἰσήχθησαν καί στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἀποτελοῦν δόγμα τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς. Τό συνοδικόν ἐπιρρίπτει τό «ἀνάθεμα» (τόν χωρισμό ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα) σέ ὅσους «φρονοῦν καί λέγουν ὅτι τό φῶς πού ἔλαμψε ἀπό τόν Κύριο κατά τή θεία Του μεταμόρφωση ἄλλοτε ὅτι εἶναι ἴνδαλμα καί κτίσμα καί φάσμα πού φανερώθηκε γιά λίγο καί διαλύθηκε ἀμέσως [...] ἀλλά δέν ὁμολογοῦν, σύμφωνα μέ τίς θεόπνευστες θεολογίες τῶν Ἁγίων καί τό εὐσεβές φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι οὔτε κτίσμα εἶναι ἐκεῖνο τό θειότατον φῶς, οὔτε οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ΄ ἄκτιστη καί φυσική χάρη καί ἔλλαμψη καί ἐνέργεια, ἡ ὁποία πάντοτε προχέεται ἀπό τήν ἴδια τή θεία οὐσία χωρίς νά χωρίζεται ἀπό αὐτήν»[86].
Ἐπίλογος
Στο σημεῖο αὐτό περατώνουμε τή μικρή αὐτή μελέτη ὡς ἀπάντηση καί κατάρριψη προβληματισμοῦ ὁ ὁποῖος δέν θά ἔπρεπε κἄν νά ὑφίσταται γιά θεόσδοτα δόγματα, ὅπως θά ἦταν ἐπικίνδυνος ὁποιοσδήποτε προβληματισμός τῶν ἰατρῶν γιά τά ἤδη ἀποδεδειγμένως ἀποτελεσματικά ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης τους. Ἐλευθερία φρονήματος ἐπιτρέπεται ἐκεῖ πού δέν παραβλάπτεται ἡ σωτηρία ἡμῶν καί τοῦ πλησίον, εἶναι ἐπιτρεπτή μόνον σέ ὅσα εἶναι ἐκκλησιαστικῶς ἀμφιβαλλόμενα ἤ θεολογούμενα (“in necessariis unitas, in dubiis libertas”). Δέν συμπεριλαμβάνεται ὅμως σέ αὐτά τό ἤδη ὁριστικῶς καί ἐπ΄ Ἐκκλησίαις ἐπιλυθέν θέμα τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας ἐν τῷ Θεῷ, τῆς μεθέξεως τῶν θείων ἐνεργειῶν καί τοῦ ἀκτίστου Θαβωρίου Φωτός· ἡ ἀνακίνησή του, μόνον ψυχική ἀπώλεια μπορεῖ νά προκαλέσει, πέραν τῆς κτισματολατρείας καί τοῦ πελαγιανισμοῦ-νεστοριανισμοῦ, ἔστω καί ὡς ἀμφισβήτηση τῆς ἑνιαίας ἐκκλησιαστικῆς Πίστεως. «Οἱ ἀναθεματισμοί τῆς συνόδου τοῦ 1351 εἰσήχθησαν, ὡς γνωστόν, εἰς τό τυπικόν τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐν τῷ Τριωδίῳ. Οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι ὀφείλουν ἀπαραιτήτως ὅπως δέχωνται αὐτούς»[87].
Μοναχός Σεραφείμ
Ἱερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
[1] . Ἐπιστολή τῆς ἐν Σαρδικῇ συναχθείσης Συνόδου ἡ ὁποία περιέχεται στό Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Ἀπολογητικός κατά Ἀρειανῶν 40, PG 25, 317Β (ΕΠΕ 8, 136).
[2] . Βλ. τήν σχετική περίφημη ἐργασία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γόρτυνος κ. Ἱερεμίου, «Περί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἐν Κπόλει ἐν ἔτει 1351 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ὡς Ἐνάτης Οἰκουμενικῆς», ἐν Θεοδρομία ΙΣΤ΄ 3 (Ἰούλιος–Σεπτέμβριος 2014) 428-439.
[3] . Αρχιμ. ΧΡΙΣΤΟΔ. ΤΑΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ἐπιστολή στό Ἐφημέριος 8 (Σεπτέμβριος 2014) 28ἑ. http://www.ecclesia.gr/greek/press/efimerios/efimerios_2014_septembrios.pdf
[4] . Α΄Τιμ. 6, 16
[5] . J. WÖRLE, Die Lehre des hl. Thomas von Aquin vom Wachstum des übernatürlichen Gnadenlebens, Linz 1931, σελ. 1· «Der Mensch ist darum nicht mehr bloß Diener und Knecht Gottes, er ist Freund und Kind Gottes geworden. Es flutet in ihm ein Leben, das für ihn vollständig übernatürlich und nur Gott allein natürlich ist. Freilich besteht zwischen dem göttlichen Leben in Gott selbst und dem in der begnadeten Seele ein großer Unterschied. Was in Gott substantiell ist, besitzt die Seele nur akzidentell; die göttliche Natur ist ihr als geschaffene Verähnlichung und Teilnahme mitgeteilt und kann darum von keinem auch noch so begnadeten Geschöpfe formell auf unendliche Weise in Besitz genommen werden». Ὁ Καθηγητής Joseph Wörle παραπέμπει σχετικῶς στή Summa τοῦ Ἀκινάτου, 1 ΙΙ ἐρ. 110 a 2 & 2 «Patet igitur quod quamlibet Dei dilectionem sequitur aliquod bonum in creatura causatum quandoque, non tamen dilectioni aeternae coaeternum» («Εἶναι, λοιπόν, σαφές ὅτι κάθε ἀγάπη ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖται σέ κάποιο χρόνο ἀπό ἕνα ἀγαθό προκληθέν μέσα στό κτίσμα, πού δέν εἶναι ὅμως συναιώνιο μέ τήν αἰώνια ἀγάπη»).
[6] . J. HONTHEIM, «Heaven» ἐν The Catholic Encyclopedia, τόμ. 7, The Encyclopedia Press Inc., New York 1913, σελ. 172· «The beatific vision is obviously a created act inherent in the soul, and not, as a few of the older theologians thought, the uncreated act of God’s own intellect communicated to the soul. For, as seeing and knowing are immanent vital actions, the soul can see or know God by its own activity only, and not through any activity exerted by some other intellect».
[7] . Ἁγιορειτικός Τόμος 2, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 571( ΕΠΕ 3, 502).
[8] . JEAN -CLAUDE LARCHET, «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ πατερική παράδοση», ἐν Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἱστορία καί τό παρόν, ἐποπτείᾳ Γ. Ἰ. Μαντζαρίδη, ἐκδ. Ἱ.Μ.Μ. Βατοπεδίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 342· «Θά ἤθελα μόνο νά ὑπογραμμίσω ἐδῶ ὅτι ὁ ἄκτιστος χαρακτήρας τῆς Χἀριτος βεβαιώνεται σαφῶς στό ἔργο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ (τό κυριότερο κείμενο τοῦ Μαξίμου μνημονεύεται ἐξ ἄλλου συχνά ἀπό τόν Παλαμᾶ), ἐνῷ ἀντιθέτως δέν ὑπάρχει κανείς Ἕλληνας Πατήρ ὁ ὁποῖος νά βεβαιώνει τόν κτιστό χαρακτήρα τῆς Χάριτος».
[9] . Πρός Σεραπίωνα Θμούεως Ἐπίσκοπον 24, PG 26, 585B.C· «Νῦν δέ, ὅτε λεγόμεθα μέτοχοι Χριστοῦ καί μέτοχοι Θεοῦ, δείκνυται τό ἐν ἡμῖν χρίσμα καί ἡ σφραγίς μή οὖσα τῆς τῶν γενητῶν φύσεως, ἀλλά τῆς τοῦ Υἱοῦ, διά τοῦ ἐν αὐτῷ Πνεύματος συνάπτοντος ἡμᾶς τῷ Πατρί».
[10] . Κατ’ Εὐνομίου Λόγος ε΄ (Περί τοῦ Πνεύματος 2), PG 29, 772D· «Τοῦτο τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐξέχεεν ἐφ’ ἡμᾶς πλουσίως ὁ Θεός διά Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἐξέχεεν, οὐκ ἔκτισεν· ἐχαρίσατο, οὐκ ἐποίησεν· ἔδωκεν, οὐκ ἐδημιούργησεν».
[11] . Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρός τόν ἐν ἁγίοις Ἀμφιλόχιον Ἐπίσκοπον Ἰκονίου 24 (57), PG 32, 173A.B· «Ἐν ἡμῖν, φησί, τό Πνεῦμα ὡς δῶρόν ἐστι παρά τοῦ Θεοῦ. Οὑ δήπου δέ τό δῶρον ταῖς ἴσαις τιμαῖς τῷ δεδωκότι σεμνύνεται. Δῶρον μέν οὖν Θεοῦ τό Πνεῦμα, ἀλλά δῶρον ζωῆς [...] Καί δῶρον δυνάμεως [...] Ὥστε πῶς οἱ τά ταῦτα λέγοντες οὐχί τήν ἰουδαϊκήν ἀγνωμοσύνην παρεληλύθασι, τήν ὑπερβολήν τῆς χρηστότητος ἐφόσιον εἰς βλασφημίαν λαμβάνοντες;».
[12] . ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκθεσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 1, (13) 13 PG 94, 858Β· «Τό πνεῦμα νοεῖται πολλαχῶς· τό ἅγιον Πνεῦμα· λέγονται δέ καί αἱ δυνάμεις τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου πνεύματα». Ο Αυτοσ, Τεμάχια διάφορα, PG 95, 233C.D: «Ἐπειδή πολλαχῶς τό πνεῦμα νοεῖται, λεκτέον τά σημαινόμενα. Πνεῦμα τοίνυν εἴρηται τό ἅγιον Πνεῦμα [...] αἱ γάρ ἐνέργειαι τοῦ Πνεύματος, πνεύματα οἶμαι φίλον τῷ Ἠσαΐᾳ καλεῖν».
[13] . Βλ. σχετικῶς ΒΛΑΔ. ΛΟΣΚΙ, Ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, Βιβλιοθήκη Ὀρθοδόξου Μαρτυρίας, μετφρ, Ἀρχιμ. Μελετίου Καλαμαρᾶ, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973, σελ.26-31 καί τήν γενικότερη συνάφεια.
[14] . Εἰς τό κατά Ἰωάννην, 30, 2, PG 59, 174· «... πάντες ἡμεῖς μέτρῳ τήν τοῦ Πνεύματος ἐνέργειαν ἐλάβομεν· Πνεῦμα γάρ ἐνταῦθα τήν ἐνέργειαν λέγει· αὕτη γάρ ἐστιν ἡ μεριζομένη· οὗτος δέ ἀμέτρητον ἔχει καί ὁλόκληρον πᾶσαν τήν ἐνέργειαν. Εἰ δέ ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ ἀμέτρητος, πολλῷ μᾶλλον ἡ οὐσία». Πρόκειται περί τῆς ἑρμηνείας τοῦ ἐδαφίου Ἰω. 3,34: «οὐ γάρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεός τό Πνεῦμα».
[15] . Περί θείων ὀνομάτων 5, 1 PG 3, 816C· «Ἡ δέ τοῦ ὄντος [θεωνυμία] εἰς πάντα τά ὄντα ἐκτείνεται, καί ὑπέρ τά ὄντα ἐστίν. Ἡ δέ τῆς ζωῆς εἰς πάντα τά ζῶντα ἐκτείνεται, καί ὑπέρ τά ζῶντά ἐστίν. Ἡ δέ τῆς σοφίας, εἰς πάντα τά νοερά καί λογικά, καί αἰσθητικά ἐκτείνεται καί ὑπέρ πάντα ταῦτά ἐστι». Ἐδῶ ἐπισημαίνεται ἀπό τό κείμενο (αὐτόθι), ὅτι δέν πρόκειται περί τῆς θείας οὐσίας, ἀλλά τῆς θείας ἐνεργείας «τῷ λόγῳ σκοπός οὐ τήν ὑπερούσιον οὐσίαν, ᾗ ὑπερούσιος, ἐκφαίνειν [...] ἀλλά τήν οὐσιοποιόν εἰς τά ὄντα πάντα τῆς θεαρχικῆς οὐσιαρχίας πρόοδον ὑμνῆσαι».
[16] . Διάλεξις Θεοφάνους πρός Θεότιμον 24, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 250 (ΕΠΕ 3, 424): «Ὁρᾷς τάς μετοχάς ταύτας ὑπέρ τά ὄντα οὔσας;».
[17] . Λόγος 50, 1, 7 Makarios /Symeon Reden und Briefe, ὑπό H. Berthold, τόμ. 2, Akademie – Verlag – Berlin 1973, σελ. 124· «Διό εὐδόκησεν ὁ ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός τῇ πολλῇ αὐτοῦ χρηστότητι πλοῦτον ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τόν πνευματικόν {ἡμῖν} χαρίσασθαι, τουτέστι τό τοῦ Χριστοῦ Πνεῦμα μή ὄν ἐκ τῆς ἡμετέρας φύσεως - ἡμεῖς μέν γάρ ἐσμεν κτίσμα, αὐτό δέ ἄκτιστόν ἐστι - ἵνα <αὐτό> τῇ ἰδίᾳ <ἐπιστήμῃ> καί τέχνῃ ἐργασάμενον καί γεωργῆσαν τῶν πιστῶν τάς καρδίας εὐτρεπίσῃ τάς ὅλῳ θελήματι ἑαυτάς ἐπιδούσας τῷ πνευματικῷ γεωργῷ» κ.λπ.
[18] . Περί διαφόρων ἀποριῶν (Θεωρία εἰς τόν Μελχισεδέκ) PG 91, 1141A· «Ἀπάτωρ οὖν καί ἀμήτωρ καί ἀγενεαλόγητος, μήτε ἀρχήν ἡμερῶν, μήτε τέλος ζωῆς ἔχων, ἀναγέγραπται ὁ μέγας Μελχισεδέκ, ὡς ὁ ἀληθής τῶν θεοφόρων ἀνδρῶν τά περί αὐτοῦ διεσάφησε λόγος, οὐ διά τήν φύσιν τήν κτιστήν καί ἐξ οὐκ ὄντων, καθ΄ ἥν τοῦ εἶναι ἤρξατό τε καί ἔληξεν, ἀλλά διά τήν χάριν τήν θείαν καί ἄκτιστον καί ἀεί οὖσαν ὑπέρ πᾶσαν φύσιν καί πάντα χρόνον ἐκ τοῦ ἀεί ὄντος Θεοῦ, καθ΄ ἥν δι΄ ὅλου μόνην ὅλος γνωμικῶς γεννηθείς ἐπιγινώσκεται».
[19] . Πρός Μαρῖνον τόν ὁσιώτατον Πρεσβύτερον PG 91, 33A.B· «ἔφην μίαν ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων, τήν πάντων ἐκθεωτικήν τῶν ἁγίων, τῆς ἐλπιζομένης μακαριότητος· τοῦ μέν Θεοῦ κατ’ οὐσίαν ὑπάρχουσαν, τῶν δέ ἁγίων κατά χάριν γεγενημένην», καί ἐπίσης Περί διαφόρων ἀποριῶν PG 91, 1253D· «Ἑτοίμους ὁ λόγος δι΄ ἐλπίδος καθίστησι τῇ παραδοχῇ τῆς τῶν ἀληθῶν ἀρχετυπίας ψυχωθῆναι καί γενέσθαι ζώσας εἰκόνας Χριστοῦ, καί ταὐτόν αὐτῷ μᾶλλον κατά τήν χάριν ἤ ἀφομοίωμα».
[20] . Ἔκθεσις δυσσεβημάτων 21, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 583 (ΕΠΕ 3, 522):«Ἀποβαλλόμεθα τούς λέγοντας τήν ἐπί τούς ἁγίους ἐκχεομένην χάριν καί ἐνέργειαν τοῦ Πνεύματος κτιστήν, ὅτι μή οὐσία τοῦ Πνεύματός ἐστιν».
[21] . JEAN-CLAUDE LARCHET, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 336.338ἑ.
[22] . Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Οὐσία καί ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ κατά τόν Μέγαν Βασίλειον, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 193.
[23] . Πρωτοπρ. Γ. ΦΛΩΡΟΦΚΣΥ, «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ Πατερική Παράδοσις» ἐν Πανηγυρικός Τόμος ἑορτασμοῦ τῆς ἑξακοσιοστῆς ἐπετείου τοῦ θανάτου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἀρχιεσπικόπου Θεσσαλονίκης (1359-1959), ἐπιμελείᾳ Π.Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1960, σελ. 248.
[24] . Περί θείας καί θεοποιοῦ μεθέξεως 3, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 139 (ΕΠΕ 3, 216): «Εἰ δέ ὥσπερ ἐν τοῖς κτίσμασι πᾶσιν οὕτω καί ἐν τοῖς ἁγίοις ἐστί, καί ὡς Θεός κατά τάς σοφάς ὑμῶν ἐπινοίας, καθάπερ ἐν τοῖς ἄλλοις τά κατάλληλα κτίζει , οὕτω κἀν τοῖς ἁγίοις τήν ἁγιότητα, τίς χρεία Χριστοῦ καί τῆς αὐτοῦ παρουσίας ; Τίς χρεία τοῦ κατ’ αὐτόν βαπτίσματος καί τῆς ἐξ αὐτοῦ προσγινομένης ἡμῖν ἐξουσίας τε καί δυνάμεως;».
[25] . Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Παλαμικά, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 175. 177: « Ἐάν τό Ἅγιον Πνεῦμα ἦτο κτίσμα, δέν θά κατελύετο μόνον τό τριαδικόν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἡ δυνατότης θεώσεως τῶν πιστῶν. Ἡ διδασκαλία τῶν ἀντιησυχαστῶν καί τῶν Λατίνων περί σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου διά κτιστῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἐρχομένη εἰς ἀντίθεσιν πρός βασικήν πατερικήν ἀρχήν, κατά τήν ὁποίαν ἡ ἀνακαίνισις καί θέωσις τοῦ ἀνθρώπου δέν συντελεῖται διά κτιστῶν μέσων, συνεκέντρωσε τά βέλη τοῦ Παλαμᾶ [...] Ἡ διδασκαλία τούτων [Βαρλαάμ, Ἀκινδύνου, Γρηγορᾶ] ἔρχεται καί πάλιν εἰς ἀντίθεσιν πρός τήν ἐμπειρίαν τῆς θεώσεως, τήν ὁποίαν διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ὁ τρόπος κατά τόν ὁποῖον προσβάλλεται ἠ ἐκκλησιαστική αὕτη ἐμπειρία εἰς τήν προκειμένην περίπτωσιν εἶναι νέος»· δηλαδή, ἀντί τῆς κτιστότητος τῆς ὑποστάσεως (προσώπου) τοῦ Πνεύματος, προβάλλεται ὑπό τῶν αἱρετικῶν ἡ κτιστότης τῆς φυσικῆς ἐνεργείας Του.
[26] . Λόγος 34 (Εἰς τούς Αἰγύπτου ἐπιδημήσαντας) 12, PG 36, 252B.C· «Τολμῶ τι φθέγξασθαι, ὦ Τριάς· καί συγγνώμη τῇ ἀπονοίᾳ· περί ψυχῆς γάρ ὁ κίνδυνος [...] Οὐ πείθομαι τῷ ὁμοτίμῳ σῴζεσθαι. Eἰ μή Θεός τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, θεωθήτω πρῶτον, καί οὕτω θεούτω με τόν ὁμότιμον».
[27] . Α΄ Κορ. 6, 19· «Ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπό Θεοῦ, καί οὔκ ἐστε ἑαυτῶν;».
[28] . Α΄ Κορ. 3, 16· «Οὑκ οἴδατε ὅτι ναός Θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;».
[29] . Περί θείας καί θεοποιοῦ μεθέξεως 4, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 140 (ΕΠΕ 3, 218): «Οὑ δυσωπῇ, ἄνθρωπε, λέγοντα τόν Ἀπόστολον “ὅτι τά σώματα ἡμῶν ναός τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστι ” ; Καί πάλιν, “ναός θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν”; Ἆρα τό δουλικόν οἰκητήριον κατεδέξατο ἄν ποτε τῇ τοῦ ναοῦ προσηγορίᾳ τιμῆσαι;»
[30] . Πρωτοπρ. Θ. ΖΗΣΗΣ, Θεολόγοι τῆς Θεσσαλονίκης, Πατερικά 4, ἐκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 157.
[31] . Ἰω. 1, 16: «Καί ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καί χάριν ἀντί χάριτος».
[32] . Κολ. 2, 9.10: «ὄτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς, καί ἐστέ ἐν αὐτῷ πεπληρωμένοι».Βλ. καί Κολ. 1, 19· «ὅτι ἐν αὐτῷ εὐδόκησε πᾶν τό πλήρωμα κατοικῆσαι, καί δι΄ αὐτοῦ ἀποκαταλλάξαι τά πάντα εἰς αὐτόν».
[33] . Ἔκθεσις δυσσεβημάτων 29, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 584 (ΕΠΕ 3, 525ἑ.): «Ἀποβαλλόμεθα τούς λέγοντας κτίσμα τό λαμβανόμενον τοῖς ἁγίοις ἐκ τοῦ “κατοικοῦντος ἐν τῷ Χριστῷ πληρώματος τῆς θεότητος”, ὡς κτίσμα λέγοντας ἐντεῦθεν καί τό πλήρωμα ἐκεῖνο, ταὐτόν δ΄ εἰπεῖν, τήν θείαν τοῦ Χριστοῦ καί ἐνέργειαν καί φύσιν, καί ἀρειανούς ἐντεῦθεν ὄντας».
[34] . ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3,1,3 ἐκδ. Χρήστου, τόμ. 1, 617ἑ.· «Ὅταν γάρ ἀκούσωμεν “ἐκ τοῦ Υἱοῦ” διδόμενον τό πνεῦμα [...] εἶτα καί τοῦ μεγάλου Βασιλείου λέγοντος [...] “ἐξέχεεν οὐκ ἔκτισεν” [...] ὦμεν δ’ ἀναπεπεισμένοι κτιστήν τήν χάριν εἶναι, τί ἐροῦμεν δίδοσθαι καί χαρίζεσθαι καί προχεῖσθαι διά τοῦ Υἱοῦ; Οὐκ αὐτό τό τήν χάριν ἐνεργοῦν ; [...] Ἆρ’ οὖν οὐ τοῦτ’ αὐτό ἐστιν ἄντικρυς τό τῶν Λατίνων φρόνημα, δι΄ ὅ τῶν τῆς καθ΄ ἡμᾶς ἐκκλησίας ἀπελήλανται περιβόλων, ὅτι οὐχ ἡ χάρις, ἀλλ’ αὐτό τό πνεῦμα τό ἅγιον κἀκ τοῦ Υἱοῦ πέμπεται καί διά τοῦ Υἱοῦ προχεῖται;».
[35] . Περί θείων ἐνεργειῶν 45, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 130 (ΕΠΕ 3, 196): «Ἔπειτα πόσου Λατίνους οἴει τιμήσασθαι τό δειχθῆναι τάς τῆς καθ΄ ἡμᾶς ἐκκλησίας βίβλους οὐκ ἀσφαλεῖς».
[36] . ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας λόγος τρίτος 34, PG 94, 1353BC· «Ταῦτα καί τά τοιαῦτα σέβω καί προσκυνῶ καί πάντα ναόν Θεοῦ ἅγιον καί πᾶν, ἐφ΄ ᾧ Θεός ὀνομάζεται, οὐ διά τήν αὐτῶν φύσιν, ἀλλά ὅτι θείας ἐνεργείας εἰσί δοχεῖα καί δι΄ αὐτῶν καί ἐν αὐτοῖς ηὐδόκησεν ὁ Θεός τήν σωτηρίαν ἡμῶν κατεργάσασθαι. Καί ἀγγέλους γάρ καί ἀνθρώπους καί πᾶσαν ὕλην τῆς θείας ἐνεργείας μέτοχον καί διακονησαμένην τήν σωτηρίαν μου σέβω καί προσκυνῶ διά τήν θείαν ἐνέργειαν. Οὐ προσκυνῶ Ἰουδαίοις· οὐ γάρ θείας εἰσίν ἐνεργείας μέτοχοι οὐδέ σκοπῷ τῆς ἐμῆς σωτηρίας τόν κύριον τῆς δόξης, τόν Θεόν μου, ἐσταύρωσαν, φθόνῳ δέ μᾶλλον καί μίσει πρός τόν Θεόν καί εὐεργέτην βαλλόμενοι».
[37] . Αὐτόθι 33, PG 94, 1352C· «Ὥσπερ τοίνυν ἀληθῶς εἰσι οὐ φύσει, ἀλλ’ ὡς τοῦ φύσει Θεοῦ μέτοχοι, οὕτως εἰσι προσκυνητοί, οὐχί φύσει, ἀλλ’ ὡς τόν φύσει προσκυνητόν ἐν ἑαυτοῖς ἔχοντες».
[38] . Ἔνθ’ ἀνωτ., 120.124
[39] . LUDWIG OTT, Fundamentals of Catholic Dogma, ἐπιμ. J.C.Bastible D.D., μεταφρ. P. Lynch, Roman Catholic Books, Fort Collins (Colorado) 1954, σελ. 334· «On the ground of this explanation of the Council of Trent, the character is to be defined as a real accidental being attaching to the soul, more exactly, as a supernatural quality entatively inhering in the soul [...] St. Thomas regards not the substance of the soul but the faculty of intellect as the subject or bearer of the character (similarly St. Bellarmine, Suarez)». Αὐτόθι, «In the writings of St. Augustine all the essential characteristics of the sacramental character appear: a) Its differentation and the separability from grace (“consecratio” in contra distinction to “satisfaction” or "vitae aeternae participatio”)».
[40] . F.N. MUTZ, «Ascetical Theology» ἐν The Catholic Encyclopedia, τόμ. 14, The Encyclopedia Press Inc., New York 1913, σελ. 616: «As is proved in dogmatic theology, our soul receives in justification supernatural habits [...] These supernatural powers (virtutes infusæ) are joined to the natural faculties or the acquired virtues (virtutes acquisitæ),constituting with them one principle of action». Αὐτόθι· «Imitation of Christ is the duty of all who strive after perfection. It lies in the very nature of this formation after the image Christ that the process is gradual and must follow the laws of moral energy» !
[41] . J.F. SOLLIER, «Supernatural Order» ἐν The Catholic Encyclopedia, τόμ. 14, The Encyclopedia Press Inc., New York 1913, σελ. 337· «Catholic theologians sometimes call supernatural the miraculous way in which certain effects, in themselves natural, are produced, or certain edowments (like man’s immunity from death, suffering, passion, and ignorance) that bring the lower class up to the higher though always within the limits of the created, but they are careful in qualifying the former as accidentally sumpernatural (supernaturale per accidens) and the latter as relatively supernatural (præternaturale)».
[42] . Πρωτοπρ. Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ Πατερική Παράδοσις», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 249.
[43] . Βλ. ἀνωτέρω, ὑποσημείωση 24.
[44] . Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Κατά Ἀρειανῶν Λόγος Β΄, PG 26, 273A· «Ἄλλως γάρ, οὐκ ἄν γένοιντο υἱοί, ὄντες φύσει κτίσματα, εἰ μή τοῦ ὄντος φύσει καί ἀληθινοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα ὑποδέξονται. Διό, ἵνα τοῦτο γένηται, ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, ἵνα τόν ἄνθρωπον δεκτικόν θεότητος ποιήσῃ».
[45] . ΑΓ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας 4, PG 3, 376A.
[46] . Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Πρός Σεραπίωνα Θμούεως Ἐπίσκοπον 24, PG 25, 585C-588A· «Εἰ δέ τῇ τοῦ Πνεύματος μετουσίᾳ γινόμεθα κοινωνοί θείας φύσεως, μαίνοιτ΄ ἄν τις λέγων τό πνεῦμα τῆς κτιστῆς φύσεως, καί μή τῆς τοῦ Θεοῦ. Διά τοῦτο γάρ καί ἐν οἷς γίνεται, οὗτοι θεοποιοῦνται·εἰ δέ θεοποιεῖ, οὐκ ἀμφίβολον, ὅτι ἡ τούτου φύσις Θεοῦ ἐστι».
[47] . ΙΩ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, Ἱστορία τῶν δογμάτων, τόμ. Β΄, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1969, σελ. 102ἑ. Βλ. καί σελ. 103· « ... τήν κοινωνίαν μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, τόσον ἐν τῷ Χριστῷ ὅσον καί ἐν τοῖς χριστιανοῖς, ἀπεκαθίστων [οἱ Ἀντιοχεῖς θεολόγοι, ἐκ τῶν ὁποίων προῆλθε ὁ αἱρεσιάρχης Νεστόριος] διά συσχετισμοῦ αὐτῶν ἐπί τοῦ ἐπιπέδου τῆς βουλήσεως, δεχόμενοι τόσον τόν Θεόν ὅσον καί τόν ἄνθρωπον ὡς ἰδιαιτέρως βουλητικά ὄντα».
[48] . Αὐτόθι, σελ. 198.
[49] . Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Ἁγία Γραφή - Ἐκκλησία - Παράδοσις, μτφρ. Δημ. Τσάμη, Γεωργίου Φλωρόφσκυ Ἔργα 1, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 46.
[50] . Βλ. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Παλαμικά, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 175· «Ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος εἰσχωρεῖ εἰς τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή εἶναι ἄκτιστος. Οὑδέν κτίσμα δύναται νά ἑνωθῇ μετά τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς»· ἔνθα καί ἡ σχετική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ.
[51] . Βλ. Πρωτοπρ. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Πατερική Θεολογία, ἐπιμέλεια-σχόλια Μον. Δαμασκηνοῦ Ἁγιορείτου, ἐκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 28.
[52] . D . WENDEBOURG, Geist oder Energie ? Zur Frage der innergöttlichen Verankerung des christlichen Lebens in der byzantinischen Theologie, München 1980. Βλ. τήν σχετική διαπραγμάτευση στό Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, «Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ νεότερη δυτική θεολογία», ἐν Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήνκαί μνήμην τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦΠαλαμᾶ, ἐκδ. Ἱ.Μ. Θεσσαλονίκης 1986, σελ. 220-222.
[53] . JEAN-CLAUDE LARCHET, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 344.
[54] . Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Παλαμικά, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 155.
[55] . Κατ΄ Εὐνομίου Λόγος 5, PG 29, 724ΑΒ· «Ἀνάξιος δέ ὁ λόγος περί Θεοῦ, τό γυμνήν καί ὥσπερ ἔρημον ἑαυτοῦ περιορᾶν τήν κτίσιν. Ἀλλ΄ οὔτε ἡ κτίσις οὕτως ἀθλία, οὔτε ὁ Θεός οὕτως ἀδύνατος, ὥστε τήν ἁγίαν μετάδοσιν μή διαπέμπειν ἐπί τά ποιήματα».
[56] . ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τό Ποιήσωμεν ἄνθρωπον 1, PG 44, 273B.D: «[...] δυνάμει ἡμᾶς ἐποίησεν ὁμοιωτικούς Θεοῦ [...] δύναμιν δούς πρός τό ὁμοιοῦσθαι Θεῷ [...] ἐπείχθητι γενέσθαι ὅμοιος Θεῷ, ἔνδυσαι Χριστόν».
[57] . Βλ. τήν σχετική πατερική σκέψη ἐν Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α΄, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1978, σελ. 488ἑἑ.
[58] . ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Λόγος κατηχητικός ὁ μέγας 6, PG 44, 29Β·«ἀνάπλεως δέ παρρησίας, αὐτῆς κατά πρόσωπον τῆς θείας ἐμφανείας κατατρυφῶν».ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως Β΄ 11 (25) PG 94, 916C· «Θεόν ἔχων οἶκον τόν ἔνοικον, καί αὐτόν ἔχων εὐκλεές περιβόλαιον, καί τήν αὐτοῦ περιβεβλημένος χάριν, καί τοῦ μόνου γλυκυτάτου καρποῦ τῆς αὐτοῦ θεωρίας κατατρυφῶν, οἷά τις ἄγγελος ἄλλος». Αὐτόθι, Β΄12 (26) PG 94, 924A· «πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον· θεούμενον δέ, μετοχῇ τῆς θείας ἐλλάμψεως, καί οὐκ εἰς τήν θείαν μεθιστάμενον οὐσίαν».
[59] . Κατά Ἀρειανῶν 2, 61 PG 26, 277B· «... πάντων τῶν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων κατά τήν παράβασιν τοῦ Ἀδάμ, πρώτη τῶν ἄλλων ἐσώθη καί ἠλευθερώθη ἡ ἐκείνου σάρξ, ὡς αὐτοῦ τοῦ Λόγου σάρξ γενομένη, καί λοιπόν ἡμεῖς, ὡς σύσσωμοι τυγχάνοντες, κατ΄ ἐκεῖνο σῳζόμεθα». Βλ. καί ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Λόγος εἰς τήν ξηρανθεῖσαν συκῆν 2 PG 96, 577C· «Ὡς μέγεθος ἰατρείας τήν αὐτοῦ θεότητα προσήνεγκεν τῇ φύσει τῆς ἀνθρωπότητος φάρμακον, φάρμακον ἐναργέστατον, φάρμακον παντοδύναμον. Αὕτη τό ἀσθενές σαρκίον, τῶν ἀοράτων ἀνέδειξε δυνατώτερον [...] ὁ χόρτος τῆς ἡμετέρας φύσεως ἑνωθείς τῷ πυρί τῆς θεότητος, ἀπρόσιτος τῷ διαβόλῳ γέγονε».
[60] . Χάρη καί ἐλευθερία κατά τήν πατερική παράδοση τοῦ ιδ΄ αἰώνα, Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη 9, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 129ἑ.
[61] . Πρβλ. Β΄Τιμ. 1, 9· ὁ Καθηγητής Τσελεγγίδης ἐπισημαίνει (αὐτόθι, 129): «Ἡ ἀφετηρία τῆς μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι λοιπόν προαιωνίως θεμελιωμένη στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος εἶναι καί τό πρωτότυπο τοῦ κατ’ εἰκόνα».
[62] . Περί τῆς διαφορᾶς τῆς πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν ἐνεργείας τοῦ μονῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς ἀνθρώπους, βλ. Πρωτοπρ. Θ. ΖΗΣΗΣ, Ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσιν· ἀρχές καί κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, Πατερικά 1, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 135ἑ.
[63] . Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Κατ΄ Εὐνομίου Λόγος 5, PG 29, 728A.729Α· «καινή πάλιν ἡ κτίσις μεταλαμβάνουσα τοῦ Πνεύματος, οὗπερ ἐστερημένη πεπαλαίωτο [...] Εἰ δή καί κατ’ ἀρχήν ἐν Πνεύματι τά πάντα πεποίηται, καί ἀνακαινοῦται πάλιν ἐν Πνεύματι· μία καί ἡ αὐτή προφανῶς ἐνέργεια Θεοῦ δι΄ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι φαίνεται».
[64] . Ἔκθεσις δυσσεβημάτων 11, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 581 (ΕΠΕ 3, 522):«Ἀποβαλλόμεθα τούς λέγοντας διά τῆς τοῦ θείου Πνεύματος δυνάμεως μή δύνασθαι ὁρᾶν ἄκτιστόν τι τούς ἐν πνεύματι ὁρῶντας, ὡς εἰς αὐτήν τήν τοῦ θείου Πνεύματος δύναμιν ὑβρίζοντας».
[65] . Ἐκ τῶν Ἀναβαθμῶν τοῦ πλ. α΄ ἤχου ( Ὄρθρος Κυριακῆς τοῦ πλ. α΄ ἤχου στήν Παρακλητική), α΄ ἀντίφωνον.
[66] . Αρχιμ. ΧΡΙΣΤΟΔ. ΤΑΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 28.
[67] . Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Οὐσία καί ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 122
[68] . Αὐτόθι, σελ. 123.
[69] . Ἐπιστολή 233 (Ἀμφιλοχίῳ ἐρωτήσαντι) 1, PG 32, 865B.C· «Ὁ μέντοι τῇ θεότητι τοῦ Πνεύματος ἀνακραθείς νοῦς, οὗτος ἤδη τῶν μεγάλων ἐστί θεωρημάτων ἐποπτικός, καί καθορᾷ τά θεῖα κάλλη, τοσοῦτον μέντοι, ὅσον ἡ χάρις ἐνδίδωσι, καί ἡ κατασκευή αὐτοῦ ὑποδέχεται».
[70] . Βλ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ, Θεός Λόγος καί ἀνθρώπινος λόγος· οἱ ἐνέργειες τῆς ψυχῆς στήν πατερική ἀνθρωπολογία, ἐκδ. Ἱ.Μ. Ἁγ. Διονυσίου, Ἅγιον Ὄρος 1998, σελ. 144ἑ.
[71] . Αὐτόθι, σελ. 293.
[72]. Α΄ Τιμ. 6, 16.
[73]. Ἰω. 1, 18. Πρβλ. καί Α΄ Ἰω. 4, 12· «Θεόν οὐδείς πώποτε τεθέαται».
[74]. Ἰω. 1, 14 καί Ματθ. 5, 8 καί Α΄ Ἰω., 3, 2. Πρβλ. Α΄Κορ. 13, 12 «τότε δέ [βλέψομεν] πρόσωπον πρός πρόσωπον» καί Ἰω. 14, 21.
[75]. Β΄ Πετρ. 1, 21.
[76]. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀ. Γεωργίου καί Ἀπ. Φερετοπούλου, Ἀθῆναι 1886, σελ. 195: «... καί μή παρεκβαίνοντας τούς ἤδη τεθέντας ὅρους, ἤ τήν ἐκ τῶν Θεοφόρων Πατέρων παράδοσιν, ἀλλά καί εἰ γραφικός ἀνακινηθείη λόγος, μή ἄλλως τοῦτον ἑρμηνευέτωσαν, ἤ, ὡς ἄν οἱ τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρες καί διδάσκαλοι διά τῶν οἰκείων συγγραμμάτων παρέθεντο, καί μᾶλλον ἐν τούτοις εὐδοκιμείτωσαν, ἤ λόγους οἰκείους συντάττοντες, ἵνα μή, ἔστιν ὅτε, πρός τοῦτο ἀπόρως ἔχοντες, ἀποπίπτοιεν τοῦ προσήκοντος».
[77]. Λόγος εἰς τήν ὑπερένδοξον Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 12, 13· PG 96, 564C.565A· «Μεταμορφοῦται τοίνυν, οὐχ ὅ οὐκ ἦν προσλαβόμενος, ἀλλ’ ὅπερ ἦν τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς ἐκφαινόμενος, διανοίγων τούτων τά ὅμματα, καί ἐκ τυφλῶν ἐργαζόμενος βλέποντας [...] Μένων γάρ αὐτός ἐν ταυτότητι, παρ΄ ὅ τό πρίν ἐφαίνετο, ἕτερον νῦν τοῖς μαθηταῖς ἑωρᾶτο φαινόμενος [...] Καί ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τοῦ τόν ἥλιον ἐξουσίᾳ πολλῇ δαδουχήσαντος [...] Αὐτός γάρ ἐστι τό φῶς τό ἀληθινόν, τό ἐξ ἀληθινοῦ καί ἀΰλου φωτός ἀϊδίως γεννώμενον [...] ἀμήχανον γάρ ἀπαραλείπτως ἐν τῇ κτίσει τό ἄκτιστον εἰκονίζεσθαι».
[78]. Αὐτόθι, 2, PG 96, 548C· «Οὐκ ἔξωθεν ἡ δόξα τῷ σώματι προσεγένετο, ἀλλ’ ἔνδοθεν ἐκ τῆς ἀῤῥήτῳ λόγῳ ἡνωμένης αὐτῷ καθ΄ ὑπόστασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου ὑπερθέου θεότητος».
[79]. Περί διαφόρων ἀποριῶν PG 91, 1076C· «... τῆς εἰκόνος ἀνελθούσης πρός τό ἀρχέτυπον [...] ὡς τῆς θείας ἐπειλημμένης ἐνεργείας, μᾶλλον δέ Θεός τῇ θεώσει γεγενημένης [...] διά τήν ἐκνικήσασαν αὐτήν χάριν τοῦ Πνεύματος καί μόνον ἔχουσαν ἐνεργοῦντα τόν Θεόν δείξασαν, ὥστε εἶναι μίαν καί μόνην διά πάντων ἐνέργειαν, τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀξίων Θεοῦ, μᾶλλον δέ μόνου Θεοῦ, ὡς ὅλου ὅλοις τοῖς ἀξίοις περιχωρήσαντος».
[80]. Ἐρωταποκρίσεις 190, ἐκδ. J. Declerck, Corpus Christianorum Series Graeca 10, Brepols-Turnhout 1982, σελ. 132· « ... καθ΄ ὅ μέν οὖν ἐστιν Υἱός τοῦ Θεοῦ ἀεί τήν δόξαν κέκτηται, κατά δέ τό γενέσθαι Υἱός ἀνθρώπου λέγεται ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ. Οὕτως γάρ ἐδόξασεν τήν προσληφθεῖσαν ἀνθρωπότητα, ὅτι ὥσπερ ἐν τῷ παθητῷ σώματι ὤν ὤφθη ἐν τῷ ὄρει μεταμορφωθείς, οὕτως ἡμεῖς ἐν τῇ ἀναστάσει ἄφθαρτον ἀπολαμβάνοντες σῶμα ἐσόμεθα».
[81]. Πρός Θαλάσσιον 61 (Σχόλιον 16), PG 90, 644D· «Ἀγέννητον (sic) εἶπε θέωσιν, τήν κατ΄ εἶδος ἐνυπόστατον τῆς θεότητος ἔλλαμψιν, ἥτις οὐκ ἔχει γένεσιν, ἀλλ’ ἀνεννόητον ἐν τοῖς ἀξίοις φανέρωσιν».
[82]. Πρός Ἀντίοχον Δούκα 28, PG 28, 616A· «Ὅθεν πρόδηλον ὅτι, οὐ τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ ἔβλεπον, ἀλλά τήν δόξαν».
[83]. Ψαλμ. 89, 8
[84]. Πρόκειται περί τοῦ β΄ ἰδιομέλου τῆς Λιτῆς τῆς 6ης Αὐγούστου, τῆς Μεταμορφώσεως, καί τοῦ β΄τροπαρίου τῆς θ΄ ᾠδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ πλ. δ΄ ἤχου.
[85]. Ἁγιορειτικός Τόμος 4, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 572ἑ. (ΕΠΕ 3, 506): «Ὅστις τό ἐν Θαβωρίῳ τούς μαθητάς περιαστράψαν φῶς φάσμα λέγει καί σύμβολον τοιοῦτον, οἷον γίνεσθαι καί ἀπογίνεσθαι, ἀλλ’ οὐ κυρίως εἶναι καί οὐχ ὑπέρ πᾶσαν νόησιν, ἀλλά χείρω νοήσεως ἐνέργειαν, σαφῶς ἀντιφθέγγεται ταῖς τῶν ἁγίων δόξαις. Οὗτοι γάρ κἀν τοῖς ᾄσμασι, κἀν τοῖς συγγράμμασιν, ἀπόρρητον, ἄκτιστον, ἀΐδιον, ἄχρονον, ἄπλετον, ἄπειρον, ἀπεριόριστον, ἀγγέλοις καί ἀνθρώποις ἀθέατον, ἀρχέτυπον κάλλος καί ἀναλλοίωτον, δόξαν Θεοῦ, δόξαν Χριστοῦ, δόξαν Πνεύματος, ἀκτῖνα θεότητος καί τά τοιαῦτα προσαγορεύουσι».
[86] . Τά κατά τοῦ Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου κεφάλαια 1, ἐν Τριώδιον Κατανυκτικόν, ἐκδ. Ἰω. καί Σπ. Βελούδων, Ἐνετίῃσιν 1856, σελ. 140ἑ. «Τοῖς αὐτοῖς φρονοῦσι καί λέγουσι τό λάμψαν ἀπό τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς θείας αὐτοῦ Μεταμορφώσεως φῶς, ποτέ μέν εἶναι ἴνδαλμα, καί κτίσμα, καί φάσμα ἐπί βραχύ φανέν καί διαλυθέν παραχρῆμα [...] μή ὁμολογοῦσι δέ, κατά τάς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα, μήτε κτίσμα εἶναι τό θειότατον ἐκεῖνο φῶς, μήτε οὐσίαν Θεοῦ, ἀλλ’ ἄκτιστον καί φυσικήν χάριν καί ἔλλαμψιν καί ἐνέργειαν ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεί προϊοῦσαν. Ἀνάθεμα γ΄».
[87]. Πρωτοπρ. Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ Πατερική Παράδοσις», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 251.
Τα τελευταία χρόνια διαπιστώνεται ότι, η Τουρκία κλιμακώνει βαθμιαία την παραβατική συμπεριφορά της , εφαρμόζοντας παράλληλα μια πιο ύπουλη τακτική, αφενός χρησιμοποιώντας πλοία επιστημονικών ερευνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αφετέρου δημοσιοποιώντας χάρτες όπου απεικονίζονται οι θαλάσσιες περιοχές που τα πλοία αυτά θα πραγματοποιήσουν σχετικές έρευνες. Όπως γίνεται κατανοητό, όλα αυτά αποκτούν ιδιαίτερη σημασία δεδομένου ότι, οι συμβολισμοί στην εξωτερική πολιτική έχουν μεγαλύτερη αξία ακόμα κι από την ίδια την ουσία. Άλλωστε, η Άγκυρα μέσω των χαρτών αυτών προβάλλει τις προθέσεις της τόσο για την οριοθέτηση του Αιγαίου όσο και την οριοθέτηση της Α.Ο.Ζ. νότια του Καστελόριζου. Πέραν αυτού, οι τουρκικές ναυτικές δυνάμεις κατά τη διεξαγωγή των ασκήσεων πραγματοποιούν δοκιμές σχεδίου πρόκλησης θερμού επεισοδίου, στο οποίο συμμετέχουν ένα πλοίο επιστημονικών ερευνών συνοδευόμενο από πολεμικά πλοία.
Φυσικά, όλες οι ενέργειες της Άγκυρας είναι συντονισμένες και καθοδηγούμενες από την πολιτική ηγεσίας της χώρας, ενώ οποιαδήποτε σκέψη για δήθεν πιέσεις των Τούρκων στρατιωτικών προς τους πολιτικούς δεν στηρίζεται σε καμία λογική βάση και επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που ακολουθούν.
Στις 15-09-2014, το υπουργικό συμβούλιο της Τουρκίας ενέκρινε την Εθνική Στρατηγική Θαλασσίων Ερευνών (TUDAS) ύστερα από πρόταση που υποβλήθηκε από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας στις 15-07-2014. Σημειωτέον ότι, για τη σύνταξη της TUDAS συμμετείχαν:
• Τα υπουργεία Εξωτερικών, Ενέργειας και Φυσικών Πόρων, Τροφίμων-Γεωργίας-Κτηνοτροφίας, Μεταφορών-Ναυτιλίας-Επικοινωνιών, Οικονομικών, Υγείας, Ανάπτυξης και Εθνικής Άμυνας.
• Η Διοίκηση Ναυτικών Δυνάμεων, η Γεωγραφική-Ωκεανογραφική-Υδρογραφική Διεύθυνση, η Διεύθυνση Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών και Εκτάκτων Καταστάσεων της Πρωθυπουργίας, καθώς επίσης το Τουρκικό Ίδρυμα Επιστημονικών και Τεχνολογικών Ερευνών TÜBİTAK.
• Πανεπιστήμια και Ινστιτούτα.
Στη συνέχεια, για την επίτευξη των στόχων της εν λόγω στρατηγικής, αποφασίσθηκε η κατάρτιση του Εθνικού Προγράμματος Θαλασσίων Ερευνών (UDAP) που περιλαμβάνει τα εξής: πρώτον, θα πραγματοποιούνται θαλάσσιες έρευνες στις περιοχές που η Τουρκία έχει (σ.σ. ή και διεκδικεί) κυριαρχικά δικαιώματα. Δεύτερον, θα πραγματοποιούνται θαλάσσιες έρευνες στις περιοχές που η Τουρκία δεν έχει κυριαρχικά δικαιώματα, όπως η Ανταρκτική και η Αρκτική. Τρίτον, θα συνεχισθεί το πρόγραμμα ναυπήγησης πλοίων επιστημονικών ερευνών, καθώς επίσης η ανάπτυξη αντίστοιχου τεχνολογικού εξοπλισμού. Ας σημειωθεί ότι, στις 28-03-2015 καθελκύσθηκε το πλοίο MTA TURKUAZ, το οποίο είναι το πρώτο πλοίο σεισμολογικών ερευνών που ναυπηγήθηκε αποκλειστικά από την Τουρκία. Τέταρτον, θα αναπτυχθεί το εθνικό σύστημα διαχείρισης δεδομένων και θαλάσσιων πληροφοριών. Και πέμπτον, ο συντονισμός και η συνεργασία για την υλοποίηση των εθνικών στόχων που αφορούν στις θαλάσσιες έρευνες θα επιτευχθεί μέσω δύο Φορέων: α. Της Επιτροπής Σχεδιασμού και Συντονισμού Γεωγραφικών Υδρογραφικών Ωκεανογραφικών Θεμάτων (SHOHPKK). β. Της Εκτελεστικής Επιτροπής και Επιτροπής Καθοδήγησης (ΚİΥΚ).
Επίσης, βάσει του χρονοδιαγράμματος της TUDAS, από το 2015 μέχρι το 2023 , προβλέπονται οι ακόλουθες ενέργειες:
Μέχρι το 2016, θα συνταχθεί ο οδικός χάρτης απόκτησης επιστημόνων-ερευνητών του τομέα θαλασσίων επιστημών.
Από το 2016 έως το 2021 θα υλοποιηθεί το πρόγραμμα στελέχωσης με επιστήμονες-ερευνητές στους τομείς του δικαίου της θάλασσας και των θαλασσίων επιστημών όπως, ωκεανογραφία, υδρογραφία, καθώς επίσης θαλάσσια γεωλογία και γεωφυσική.
Από το 2016 έως το 2018, οι τουρκικοί Φορείς θαλασσίων ερευνών θα στελεχωθούν με ακαδημαϊκούς των αντίστοιχων επιστημών.
Εντός του 2015 θα επαναξιολογηθούν οι τουρκικές υποδομές και το σύστημα θαλασσίων ερευνών της χώρας.
Από το 2016 έως το 2017 θα συνταχθεί ο οδικός χάρτης που θα περιλαμβάνει τις περιφερειακές και διεθνείς συνεργασίες, βάσει του οποίου η Τουρκία θα αναλάβει ενεργό ρόλο.
Από το 2015 έως το 2019 θα δημιουργηθεί ένα δίκτυο εξειδικευμένων κέντρων ανάλυσης ωκεανογραφικών, βυθομετρικών, βιολογικών, χημικών, γεωλογικών και γεωφυσικών δεδομένων.
Θα συγκροτηθεί άμεσα το Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών Τουρκίας (TÜDAM) το οποίο θα εκμεταλλεύεται τα συστήματα ωκεανογραφικής παρατήρησης.
Θα αποσταλούν επιστήμονες στο εξωτερικό για μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές.
Αναφορικά με την Ανταρκτική, σε πρώτη φάση, η Τουρκία θα συμμετάσχει στην Επιτροπή Επιστημονικών Ερευνών της Ανταρκτικής προκειμένου:
α. Να αναβαθμισθεί το διπλωματικό και επιστημονικό προφίλ της Τουρκίας διεθνώς.
β. Να γαλουχηθούν οι Τούρκοι επιστήμονες της νέας γενεάς.
γ. Να αναβαθμισθεί η συνεργασία με άλλα κράτη.
δ. Να διευρυνθεί το επιστημονικό πεδίο της Τουρκίας. Σε δεύτερη φάση, θα δημιουργηθεί τουρκική βάση θαλασσίων ερευνών στην Ανταρκτική για την υποστήριξη των εθνικών συμφερόντων της Άγκυρας. Υπόψη ότι, στην περιοχή αυτή υπάρχουν 101 βάσεις που ανήκουν σε 29 κράτη.
Τα ξένα πλοία επιστημονικών ερευνών που θα επιχειρούν στις θαλάσσιες περιοχές της Τουρκίας θα κοινοποιούν στην τουρκική Γεωγραφική-Ωκεανογραφική-Υδρογραφική Διεύθυνση της Διοίκησης Ναυτικών Δυνάμεων τα δεδομένα που θα συλλέγουν, ενώ σε αυτά τα πλοία θα επιβαίνουν Τούρκοι επιστήμονες ως παρατηρητές. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι, τον Μάρτιο του 2007, η Άγκυρα επιδίωξε να δημιουργήσει δεδικασμένο και πιθανόν αυτό να το χρησιμοποιήσει στο μέλλον, όταν ύστερα από έντονο διπλωματικό παρασκήνιο ένας Τούρκος επιστήμονας επέβαινε στο ελληνικό ωκεανογραφικό πλοίο «Αιγαίον», το οποίο πραγματοποιούσε την τελευταία φάση των ερευνών (ανέλκυση των σεισμογραφικών οργάνων που είχαν ποντιστεί το 2006 από το γερμανικό πλοίο «Ποσειδών») στα διεθνή ύδατα βορείως της Κρήτης, εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. (βλ. άρθρο: Η Τουρκία κλιμακώνει την ένταση στο Αιγαίο, Ποδηματά Άννυ, 25-03-2007, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ)
Από το 2015 έως το 2016 θα επαναξιολογηθεί η επιχειρησιακή κατάσταση και οι δυνατότητες των υπαρχόντων πλοίων επιστημονικών ερευνών, τα οποία ελλιμενίζονται στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στην Αntalya, στη Μερσίνη, στην Τραπεζούντα και στη Sinop. Υπόψη ότι, η Τουρκία διαθέτει ένα στόλο 23 πλοίων επιστημονικών ερευνών, εκ των οποίων το ένα είναι υπό ναυπήγηση.
Πίνακας με αναλυτικά πληροφοριακά στοιχεία των πλοίων αυτών παρατίθεται ακολούθως:
Πηγή: GeoStrategy
Ποτέ καί πουθενά, σέ καμμία θρησκεία ψεύτικη ἤ φιλοσοφία ἀνθρώπινη, ποτέ κανείς δέν ἐσκέφθηκε, εἴτε στά σοβαρά, εἴτε στά ἀστεῖα, πώς ἦταν δυνατόν νά νικηθῆ ὁ πιό ἀνεπιθύμητος παρείσακτος στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας, ὁ θάνατος, πού ἀναμφισβήτητα ἀποτελεῖ τήν κορυφαία ὀδύνη τῆς παρούσης ζωῆς.
Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ, πού κατήργησε τόν θάνατο, ἔχει ὡς ἄμεσο ἀποτέλεσμα τήν κοινή ἀνάστασι τῶν νεκρῶν. Αὐτό εἶναι ἀλήθεια ἀκραιφνῶς χριστιανική. Δέν τήν ἐπενόησαν οἱ Μαθηταί τοῦ Χριστοῦ, αὐτοί οἱ ἁπλοί ψαράδες, πού προφανῶς δέν εἶχαν καμμία διάθεσι γιά φιλοσοφίες καί θεωρίες. Ἡ νίκη κατά τοῦ θανάτου δέν εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόησι, ἀλλά ἔργο καί ἀποκάλυψι τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Τριαδικοῦ Θεοῦ πρός τόν πεσμένο ἄνθρωπο.
Ποτέ κανείς στήν ἀρχαιότητα, ἀπό τόν πιό σοφό, διανοούμενο, ἐπιστήμονα, φαντασιόπληκτο, ρομαντικό, μέχρι τόν πιό ἀφελῆ, ψεύτη, παραμυθᾶ, ποτέ κανείς δέν ἐσκέφθηκε πώς ἦταν δυνατόν νά νικηθῆ ὁ θάνατος. Δέν εἶχε γραφεῖ οὔτε στά παραμύθια. Δέν ὑπῆρχε κἄν σάν νοσταλγία, ὄχι διότι οἱ ἄνθρωποι δέν θά τό ἐπιθυμοῦσαν, κάθε ἄλλο. Ἁπλῶς τούς ἦταν τόσο ἄπιαστο πρᾶγμα, πού οὔτε κἄν ἐτόλμησαν νά τό ἐπιθυμήσουν, ἤ νά τό διανοηθοῦν. Καί ὅλοι γνωρίζομε καλά, ὅτι στήν ζωή ἐπιθυμοῦμε ἐκεῖνα τά πράγματα πού ἔχομε κάποια, ἔστω ἐλαχίστη, πιθανότητα νά τά ἐπιτύχωμε ἤ ἔχομε δεῖ ἄλλους νά τά ἔχουν ἐπιτύχει.
Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι ἁπλῶς μία διδασκαλία, ἀλλά πρωτίστως εἶναι γεγονότα χειροπιαστά καί κατοχυρωμένα, ἀπό τά ὁποῖα ἐκπηγάζει αὐτομάτως χωρίς λόγια ἡ ἀλήθεια τῆς κεντρικῆς του τουλάχιστον διδασκαλίας περί Θεοῦ, ἀνθρώπου, κόσμου, κλπ. Ἐν προκειμένῳ, ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν εἶναι συνέπεια τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἐφ᾽ ὅσον ὁ Χριστός προεῖπε ὅτι θά ἀναστηθῆ, καί ἔτσι ἔγινε, καί ὁ ἴδιος εἶπε ὅτι θά ἀναστηθοῦμε, τότε, ἐφ᾽ ὅσον ἐπραγματώθη τό ἕνα, εἶναι βέβαιο ὅτι θά συμβῆ καί τό ἄλλο, ἐφ᾽ ὅσον καί τά δύο εἶναι ἐξ ἴσου ἀνθρωπίνως ἀδύνατα.
Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ ἔχει διπλῆ κατοχύρωσι, προφητική καί ἱστορική, ἄρα εἶναι τό πιό βέβαιο γεγονός στήν ἀνθρώπινη ἱστορία. Γι᾽ αὐτό, πάλιν καί πολλάκις, Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Η θρησκεία έπαιζε, παίζει και θα συνεχίσει όπως φαίνεται να παίζει έναν κεντρικό ρόλο στην οργάνωση της ζωής των πιστών απανταχού της Γης.
Σε ολόκληρο τον κόσμο υπάρχουν αναρίθμητες θρησκείες, με τις περισσότερες εξ αυτών να περιλαμβάνουν πλήθος υπό-αιρέσεων.
Σήμερα η Telegraph δημοσιεύει μια εικονοποιημένη έρευνα που καταγράφει το πώς και πόσο κοντά στη θρησκεία προσδιορίζουν τον εαυτό τους οι κάτοικοι του πλανήτη μας. Τα δυο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού δηλώνουν πιστοί και κοντά στη θρησκεία, όπως φαίνεται από το γράφημα.
Τι συμβαίνει στη χώρα μας:
Όπως φαίνεται από την έρευνα που δημοσιεύει η Telegraph, οι περισσότεροι συμπατριώτες μας αυτοπροσδιορίζονται ως πιστοί ή κοντά στη θρησκεία.
Λιγότεροι λένε πως δεν είναι κοντά στη θρησκεία, ενώ μόλις 6 στους 100 ερωτηθέντες αυτοπροσδιορίζονται ως άθεοι.
Σύμφωνα πάντως με πρόσφατη δημοσκόπηση που έκανε το "Βήμα" και επικαλούμενο διαχρονική έρευνα της Κάπα Research, από το 2006 ως σήμερα το ποσοστό των Ελλήνων που δηλώνουν θρησκευόμενοι έχει μειωθεί κατά 34%. Το ποσοστό των πιστών που πηγαίνουν τουλάχιστον μία φορά στην εκκλησία μειώθηκε κατά 16%.
Σχετικά µε άλλους λαούς του σύγχρονου κόσμου οι Ελληνες παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα πίστης και θρησκευτικής συνείδησης. Το 81,4% αισθάνονται χριστιανοί ορθόδοξοι, ενώ πάνω από επτά στους δέκα δηλώνουν την πίστη τους στον Θεό. Οσον αφορά τις θρησκευτικές συνήθειες, 55,8% συνηθίζουν να κάνουν τον σταυρό τους όταν περνούν από εκκλησία.
Η πλειονότητα των ερωτηθέντων τάσσεται υπέρ της διατήρησης των θρησκευτικών συμβόλων στα σχολεία (51,3%) αλλά αυξάνεται προοδευτικά το ποσοστό εκείνων που προτιμούν να παραμείνει ως προαιρετικό και ως μάθημα επιλογής το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία.
Από 23,1% το 2006 τάσσεται σήμερα υπέρ αυτής της άποψης το 40,8%, ενώ το 44,3% δηλώνει ότι προτιμά να παραμείνει υποχρεωτικό αλλά να διδάσκονται όλα τα δόγματα. Ταυτόχρονα το 65,6% δηλώνει ότι η ομοφυλοφιλία είναι ένας τρόπος ζωής που πρέπει να γίνει αποδεκτός από την κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα το 50,5% τάσσεται κατά του γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου.
Σε σχέση µε δέκα χρόνια πριν η πίστη και οι θρησκευτικές συνήθειες των Ελλήνων δείχνουν να βρίσκονται σε γενική πτώση. Συγκεκριµένα το ποσοστό εκείνων που δήλωναν χριστιανοί ορθόδοξοι το 2006 ήταν σηµαντικά υψηλότερο σε σχέση µε σήµερα (96,9%), ενώ σηµαντική άνοδος φαίνεται να υπάρχει στο ποσοστό εκείνων που δηλώνουν άθεοι (14,7% από µόλις 2% το 2006). Επίσης η πίστη στον Θεό παρουσιάζεται µειωµένη κατά 17,5% σε σχέση µε το 2005.
Για να δείτε τα αποτελέσματα της έρευνας ανά κράτος, πατήστε με τον κέρσορα σε κάθε χώρα ή γράψτε το όνομα της στο "search" πάνω στον διαδραστικό χάρτη:
Με πληροφορίες από: telegraph, το Βήμα, Κάπα Research
Πηγή: news247
Οἱ κάρτες τεχνολογίας RFID “ἀνέπαφων συναλλαγῶν” παρουσιάζονται ὡς ἡ ἐπικρατοῦσα καὶ πλέον ἀσφαλὴς τεχνολογία, ποὺ μάλιστα ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2015 στὶς ΗΠΑ (καὶ ἀκολούθως στὴν Ἑλλάδα) πρόκειται νὰ ἐφαρμοσθῆ ἀποκλειστικὰ γιὰ ὅλες τὶς πιστωτικὲς καὶ χρεωστικὲς κάρτες. Σύμφωνα δὲ μὲ τὶς ἐξαγγελίες τοῦ Ὑπουργοῦ Οἰκονομικῶν τῆς χώρας μας, ἡ Κάρτα τοῦ Πολίτη θὰ ἔχη τὰ χαρακτηριστικὰ χρεωστικῆς κάρτας καὶ ἑπομένως κατὰ πᾶσα πιθανότητα θὰ εἶναι ἀντίστοιχης RFID τεχνολογίας καὶ ἀσφαλείας. “Ἀσφαλείας”; Τρόπος τοῦ λέγειν, βέβαια, καθὼς ὅπως ἔχουμε ἐπισημάνει καὶ παλιότερα ἐδῶ , ἡ τεχνολογία RFID εἶναιτ ξαιρετικὰ εὐάλωτη σὲ ἐπιθέσεις. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ σχετικὰ προβλήματα ἔχουν ἐπισημανθῆ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐπιστήμονες ποὺ ἔχουν ἀσχοληθῆ καὶ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἕως σήμερα ἔχουν σημειωθῆ πάρα πολλὰ κρούσματα κλοπῆς χρημάτων καὶ προσωπικῶν δεδομένων, οὐδεμία προσπάθεια γίνεται γιὰ νὰ βελτιωθῆ ἡ τεχνολογία αὐτὴ ἢ νὰ προτιμηθῆ κάποια ἄλλη, παρὰ ἀντίθετα, ὡς τεχνολογία, ἐπιβάλλεται καὶ προβάλλεται μὲ ἰδιαίτερο ζῆλο ἀπὸ τοὺς χρηματοπιστωτικοὺς ὀργανισμοὺς τοῦ πλανήτη μας, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ καταντᾶ πιὰ ὕποπτη. Ἂς θυμηθοῦμε ὅμως τὰ σχετικὰ λόγια τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου ἀπὸ τὸ χειρόγραφό του “Τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν” (εδώ) :
“Μετά λοιπόν ἀπό τήν κάρτα, καί τήν ταυτότητα, “τό φακέλλωμα” γιά νά προχωρίσουν πονηρά στό σφράγισμα, θά λένε συνεχεια στήν τηλεόραση, ὅτι πῆρε κάποιος τήν κάρτα τοῦ δείνα, καί τοῦ σήκοσε τά χρήματα ἀπό τήν τράπεζα. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, θά διαφημίζουν τό “τέλειο σύστημα” τό σφράγισμα στο χέρι ἤ στό μέτωπο μέ ἀκτίνες λέϊζερ, πού δέν θά διακρίνεται ἐξωτερικά, μέ τό 666 τό ὅνομα τοῦ ἀντιχρίστου”. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ ρεπορτὰζ ποὺ ἀκολουθεῖ σὲ Ἀμερικανικὸ Τηλεοπτικὸ σταθμὸ καὶ οἱ ἀντιδράσεις τῶν πολιτῶν, ὅταν διαπιστώνουν πόσο εὐάλωτα εἶναι τὰ προσωπικά τους δεδομένα καὶ οἱ οικονομίες τους. Σύντομα καὶ στὴ χώρα μας…
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΓΟΛΓΟΘΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΟΥ ΤΑΦΟΥ*
Αρχιεπισκόπου Ιορδάνου Τ.Π. Θεμελή - Αγία Σιών, τεύχη Γ' - Δ' Ιεροσόλυμα 1928
Τα δημόσια Οικοδομήματα του Πασχαλίου Χρονικού εξηγήθηκαν εικαστικά (καλλιτεχνικά) από τον πατέρα Germer Durand.[1] Αυτός έκανε την υπόθεση ότι το τετράνυμφο θα είναι η πηγή του Σιλωάμ, η οποία έχει μνημονευθεί από τον προσκυνητή των Βορδιγάλλων ως «quadriporticus», δηλαδή ως τέσσερις περίστυλοι. Ασφαλώς, υπάρχει η βεβαίωση ότι ο Αυτοκράτορας στην περιοχή του Ιουδαϊκού ναού ανήγειρε ναό του Καπιτωλίου Διός και έστησε μέσα σε αυτόν ένα άγαλμά του.[2] Ο προσκυνητής των Βορδιγάλλων (333) λέει ότι είδε δύο αγάλματα του Αδριανού(;). Αυτή η άποψη αποδείχθηκε αργότερα λανθασμένη, αλλά πρόλαβε να παγιδεύσει και τον ίδιο τον Γερμανό καθηγητή της Βόννης Krafft, ο οποίος από την επιγραφή που υπήρχε συμπέρανε ότι η πύλη σε εκείνο το σημείο ήταν έργο του Αδριανού. Και ο A. Thierry κατά τον ίδιο τρόπο υποστήριξε ότι τα δύο αγάλματα είναι του Αδριανού. [3]
Πολλοί θεωρούν ότι άδικα τα δύο αγάλματα αποδόθηκαν στον Αδριανό. Το ένα από αυτά τα δύο παριστάνει τον Αντωνίνο τον Ευσεβή, διότι από έξω από τον περίβολο του Haram-ech-Cherif προς τα δεξιά και απέναντι από την πύλη της κάτω πλευράς του El-Aksa φαίνεται στο τείχος επιγραφή, η οποία αποτελεί μέρος της βάσης του αγάλματος:
TITO AEL. HADRIANO
ANTONINO AVG. PIO
P. P. PONTIF. AVGVR.
D. D.
Αυτή η επιγραφή σημαίνει: «προς τιμή του Αυτοκράτορα Καίσαρα Τίτου Αιλίου Αδριανού Αντωνίνου Αυγούστου του Ευσεβούς, Πατέρα της Πατρίδος, Ποντίφικα, Προφήτη με απόφαση των βουλευτών».[4]
Από τους "θεούς", εκτός από τον Δία, λατρεύονταν ο Βάκχος, ο Σέραπις, οι Διόσκουροι και η Αφροδίτη. Δεν είναι, όμως, γνωστό πότε εισήχθη η λατρεία αυτών των θεών, αλλά είναι αναμφίβολο ότι αυτοί εδώ οι ναοί υπήρξαν πράγματι στην Ιερουσαλήμ.
Ο Ευσέβιος λέει ότι στους Αγίους Τόπους ασεβείς άνδρες έστησαν άγαλμα στην Αφροδίτη, ενώ ο Νικητής Κωνσταντίνος στην επιστολή του προς τον Επίσκοπο Ιεροσολύμων γράφει ότι στον ιερό τόπο υπήρχε απρεπέστατο άγαλμα. Τα ίδια επαναλαμβάνουν και οι ιστορικοί Σωκράτης, Σωζόμενος και Αλέξανδρος ο Μοναχός, χωρίς, όμως, να προσδιορίζουν το χρόνο της ίδρυσης αυτού του αγάλματος. Μόνο ο Ιερώνυμος γύρω στα 395[5] λέει ότι από τον Αδριανό μέχρι τον Κωνσταντίνο υπήρχε άγαλμα του Δία στον τόπο της Αναστάσεως και της Αφροδίτης πάνω στον Γολγοθά. Τελευταία ερευνήθηκε από το Αγγλικό Παλαιστινολογικό τύπο η άποψη ότι μετά την καταστροφή από τον Τίτο, οι ειδωλολάτρες στην Ιερουσαλήμ ανήγειραν ναό της Αστάρτης στη θέση του Παναγίου Τάφου.[6]
Για αυτό το γεγονός υπάρχει η ένσταση, την οποία τονίζει ο Crome και άλλοι σε υπερβολικό βαθμό, ότι οι Ρωμαίοι ποτέ δεν ίδρυαν τους ναούς τους στους τόπους των θανατικών τους εκτελέσεων, τους οποίους η θρησκευτική συνείδηση θεωρεί ανόσιους και βέβηλους.[7]
Η αλήθεια είναι ότι ο τόπος του Γολγοθά δεν ήταν ούτε εκ φύσεως ούτε από το νόμο ένας τόπος θανατικών εκτελέσεων∙ απλά, εκεί συνέβη η σταύρωση του Χριστού και των ληστών. Έπειτα, όμως, όταν αυτή η τοποθεσία συμπεριλήφθηκε στην πόλη με τα νέα τείχη του Αδριανού, θεωρήθηκε ότι ήταν ιερή και από τους ίδιους τους ειδωλολάτρες, χωρίς να επηρεάσει τις προλήψεις τους το μεμονωμένο γεγονός της σταύρωσης. Εκτός από αυτό, ο Γολγοθάς, από τη σταύρωση του Κυρίου και εξής, δεν είναι πλέον φρικτό ξύλινο κατασκεύασμα των κακούργων. Εδώ, στον Γολγοθά, σβήνει η κάθε αμαρτία, πηγάζει η σωτηρία και γι' αυτό στη χριστιανική συνείδηση θεωρείται μεγαλοπρεπές και συγχρόνως σεμνό θυσιαστήριο. Αυτό που είναι σιχαμερό για τον ειδωλολάτρη και τον Ιουδαίο γίνεται ποθητό και τίμιο για τον Χριστιανό.[8] Γι' αυτό ο Γολγοθάς από τη στιγμή της σταύρωσης είναι ο πιο ιερός τόπος. Η αντιπάθεια, από την άλλη, των ειδωλολατρών προς τους χριστιανούς, κάλλιστα θα μπορούσε να εξηγήσει την ίδρυση ειδωλολατρικού ναού στον Γολγοθά. Και η ίδια η ιστορία μαρτυρεί τη μετατροπή των ειδωλολατρικών ναών σε εκκλησίες και των εκκλησιών σε τεμένη. Ο Ρουφίνος (345-410) λέει[9] ότι το άγαλμα της Αφροδίτης στήθηκε εκεί που σταυρώθηκε ο Ιησούς, ώστε οι χριστιανοί, οι οποίοι τιμούσαν αυτόν τον τόπο, αντί να αποδίδουν τη λατρεία στον Χριστό, να την αποδίδουν στην Αφροδίτη. Ο Παυλίνος από τη Νώλη (353-431) γράφοντας προς τον Σεβήρο[10] λέει ότι ο Αδριανός, επειδή ήθελε φανερά να σβήσει τη Χριστιανική πίστη με την εξαφάνιση των αγίων Τόπων, έστησε άγαλμα του Δία εκεί. Ο Σουλπίκιος Σεβήρος (363-420) αναφέρει ότι τα αγάλματα των δαιμόνων ήταν στο ναό, εκεί όπου ο Κύριος έζησε τα πάθη Του. Ο Αμβρόσιος (340) στον ψαλμό XLVII (47) αναφέρεται στον Γολγοθά λόγω του αγάλματος της Αφροδίτης «Venerarium»[11] που υπήρχε εκεί.
Την ύπαρξη τέτοιων ναών στο μέρος αυτό, εκτός από τις ιστορικές ενδείξεις που έχουν μνημονευθεί παραπάνω, πιστοποιεί και η νομισματική.[12] Άλλωστε και η ίδια η λέξη Γολγοθάς που συγγενεύει με το κοσμητικό επίθετο Calva της Αφροδίτης υποδηλώνει κάποια παρόμοια σύνδεση με το Καπιτώλιο. Αυτή η λέξη παράγεται από το caput: κεφάλι και το Olus ή Tolus και σημαίνει κεφάλι του βασιλιά Όλου ή Τόλου που ανακαλύφθηκε στην κορυφή του Καπιτωλίνου λόφου στη Ρώμη, όταν τέθηκαν εκεί τα θεμέλια του ναού του Δία. Επομένως, και οι δύο λέξεις Καπιτώλιο και Γολγοθάς έχουν την ίδια σημασία και μπορούμε να πούμε ότι το Καπιτώλιο της Ιερουσαλήμ ήταν ο Γολγοθάς.[13]
Στον Καπιτωλίνο λόφο υπήρχε και ναός της Καπιτωλίνης Αφροδίτης ή της Συριακής Αστάρτης και ονομαζόταν Venus Victrix ή Calva, απ' όπου παράγεται το Calvaria που εξηγείται με τη λέξη Γολγοθάς. Αλλά ας επιμείνουμε πιο πολύ στην ετυμολογία. Στην Ανατολή η Αφροδίτη λατρευόταν στην Κύπρο και ιδιαίτερα στους Γολγούς, πόλη που πήρε το όνομά της από τον Γόλγο, γιο της Αφροδίτης, που απέκτησε με παράνομο γάμο. Κατά τον Sepp[14] η πόλη ονομάστηκε έτσι από το κωνοειδές σχήμα Heb; galgal golgol, το οποίο σχήμα πρωταγωνιστεί στις τελετές που είναι συνδεδεμένες με τη λατρεία της Αφροδίτης, την οποία αποκαλούν «γολγών άνασσα» (=βασίλισσα των γολγών).
Από τους νεότερους ερευνητές ο Mommert υποστηρίζει τη γνησιότητα του Γολγοθά ως εξής:
«Αναμφισβήτητα ήταν γνωστή η τοποθεσία του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου στους ανθρώπους που ζούσαν κατά το θάνατο και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, είτε ήταν φίλοι Του είτε εχθροί Του. Αυτό το μαρτυρούν ο Ιωάννης με τη Μαρία, τη Μητέρα του Ιησού, και τις ευσεβείς γυναίκες που στέκονταν δίπλα στον Σταυρό, οι βρισιές κατά του Χριστού από τους εχθρούς Του, η Αποκαθήλωση από τον Σταυρό, η φρουρά γύρω από τον Τάφο και η επίσκεψη του Πέτρου, του Ιωάννη και των ευσεβών γυναικών στην περιοχή, όπως διηγείται το ιερό Ευαγγέλιο.
Από αυτούς τους σύγχρονους, βέβαια, πολλοί ακόμα ζούσαν, όταν μετά από δέκα περίπου έτη από τον Σταυρικό θάνατο του Σωτήρα η πόλη επεκτάθηκε με το τείχος του Αγρίππα και περιέλαβε μέσα και τον Γολγοθά. Μερικοί επέζησαν και μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο γύρω στο 70 μ. Χ. Σχετικά με έναν Συμεών, γιο του Κλεόπα, που κατέλαβε την επισκοπική έδρα των Ιεροσολύμων το έτος 64, γνωρίζουμε ότι έζησε μέχρι την ηλικία των 129 ετών και πέθανε μαρτυρικά το 108, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Τραϊανός. Έτσι η μαρτυρία των συγχρόνων του Ιησού Χριστού φτάνει μέχρι το πρώτο τέταρτο του δεύτερου αιώνα. Είναι αναμφισβήτητο ότι μετά την επέκταση της πόλης και της επισκευής του επονομαζόμενου τρίτου τείχους του Αγρίππα, η μνήμη των αγίων Τόπων δεν έσβησε, καθώς ο Γολγοθάς βρισκόταν κοντά στο αποκαλούμενο δεύτερο τείχος και κοντά στις πύλες της πόλης, και οι οικοδομές που βρίσκονταν στο μέρος αυτό θα δυσκόλευαν την υπεράσπιση της πόλης. Στον Γολγοθά μέχρι και τη βασιλεία του Αδριανού δεν κτίστηκε κανένα οικοδόμημα, όπως συμπεραίνεται από το ότι ο Αδριανός, όταν έχτισε τα οικοδομήματα εκεί το 135, δεν κατεδάφισε κανένα κτίριο.
Αναμφισβήτητο είναι και ότι η καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο δεν μπόρεσε να σβήσει τη μνήμη των αγίων Τόπων. Σύμφωνα με εξήγηση των Ρωμαίων, η χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων έφυγε και εγκαταστάθηκε στην Πέλλα, πέρα από τον Ιορδάνη. Ο Επιφάνιος, ο Επίσκοπος της Κύπρου, κατά το 367 πληροφορεί ότι μετά την αναχώρηση του Τίτου η χριστιανική κοινότητα επανήλθε και πάλι στην πατρίδα της και εγκαταστάθηκε στα ερείπια της πόλης.
Αναμφισβήτητο είναι και το ότι το 135, όταν ο Αυτοκράτορας Αδριανός, μετά την κατάπνιξη της επανάστασης του Βαρ Κοχέβα, ίδρυσε πάνω στα ερείπια της αρχαίας Ιουδαϊκής Ιερουσαλήμ τη Ρωμαϊκή αποικία Αιλία, οι άγιοι Τόποι του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου ήταν καλά γνωστοί και οι χριστιανοί τους τιμούσαν∙ διότι διαφορετικά οι ειδωλολάτρες δε θα έστρεφαν την προσοχή τους στο μέρος αυτό και δε θα το μόλυναν με την ίδρυση ιερού της Αφροδίτης. Αναμφισβήτητο ακόμη είναι ότι οι χριστιανοί δεν ξέχασαν τους αγίους Τόπους, και όταν ακόμη δεν μπορούσαν να προσκυνήσουν εκεί. Οι πιστοί πραγματοποιούσαν τα ιερά προσκυνήματα στην Ιερουσαλήμ, οι επιστήμονες εξακολουθούσαν να καταγίνονται με τους αγίους Τόπους, όπως γίνεται φανερό από τους συγγραφείς Τερτυλλιανό, Ωριγένη, Κυπριανό, Αθανάσιο και Ιερώνυμο. Αλλά και πολλοί σκεπτικιστές συγγραφείς παραδέχονται ως δυνατή τη μέχρι του Μεγάλου Κωνσταντίνου διάσωση της παράδοσης σχετικά με την τοποθεσία των αγίων Τόπων. Διότι πράγματι, εάν εξαφανιζόταν κάθε αναφορά σχετικά με τον Γολγοθά, πώς θα μπορούσε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος να γράψει στον Επίσκοπο Ιεροσολύμων Μακάριο να στολίσει με οικοδόμημα το γνωστό άγιο Τόπο; Επομένως, η τοποθεσία του Γολγοθά ήταν τότε πολύ γνωστή σε όλους.[15]
Από την όλη έρευνα προκύπτει ως αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι η γνησιότητα του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου είναι τόσο αληθινή, όσο αληθινό και βέβαιο είναι ότι η Εκκλησία των Ιεροσολύμων διαφύλαξε άθικτη και αμιγή τη χριστιανική αλήθεια.
Φιλολογική επιμέλεια για την Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Τερζή Όλγα
Πτ. Φιλοσοφίας (Α.Π.Θ.)
(*) Βλέπε Τεύχος Δ'. 1928, σελ. 193.
[1] Echos d' Orient 1904 σελ.. 65-71. Revue Biblique I. σελ. 369-387. Περισσότερα για την Αιλία βλέπε Deyling's de Aeliae Capitolinae orig. et historia. Munter's History of the Jewish war under Trajan and Hadrian. Το έργο αυτό μεταφράστηκε στην Bibliotheca Sacra του Robinson σελ. 393-455.
[2] Δίων Κάσσιος LXIX, 12.
[3] Ο Άγιος Ιερώνυμος, μετάφραση Νικ. Ι. Σταματιάδου, Σάμος 1893, σελ. 168.
[4] F. de Saulcy, Jerusalem, Paris 1882 σελ. 87-88.
[5] Epist. 49 ad Paulin.
[6] The camp of the tenth Legion at Jerusalem and the city of Aelia από τον W. Wilson στο Pal. Exp. Fund 1905, σελ. 138-144.
[7] Coquerel, Topographie de Jerusalem σελ. 130-131.
[8] Η μεταβολή αυτή υπενθυμίζει πολύ φυσικά το «απομάκρυνε τους άθεους» του ιερού Πολυκάρπου και τη δύναμη του Ωριγένη. Στους ειδωλολατρικούς ναούς υπήρχε η συνήθεια να μοιράζονται κλαδιά από φοίνικα∙ ο Ωριγένης, αφού πήγε με τη βία σε ειδωλολατρικό ναό και μοίρασε τέτοια κλαδιά, είπε αμέσως: « Ελάτε να πάρετε όχι το κλαδί των ειδώλων, αλλά το βλαστό του Χριστού» (Επιφαν. αιρεσ. 1, 64).
[9] Εκκλησ. Ιστορ. X, 7.
[10] Epist. XXXI.
[11] «Dominus secundum coeli tractum in Venerario passus est, qui erat locus in parte aquilonis».
[12] F. de Sauley, Jerusalem, Paris 1882. Πρβλ. de Sauley Num. de la Terre Sainte σελ. 374. Palestine Exploration Fund 1903 σελ. 242.
[13] Pal. Explor. Fund 1902 σελ. 67-70.
[14] Das heilige Land I, 419.
[15] C. Memmert, Golgotha, 4-10∙ πρβλ. Νέα Σιών 1914,33.
Πηγή: (Αρχιεπισκόπου Ιορδάνου Τ.Π. Θεμελή - Αγία Σιών, τεύχη Γ' - Δ' Ιεροσόλυμα 1928), Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος
«Η λεηλασία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους
δεν έχει το αντίστοιχό της στην Ιστορία»
Σερ Στήβεν Ράνσιμαν, “Ιστορία των Σταυροφοριών”
Ενώ τονίζεται η 29η Μαϊου 1453 ως το τέλος της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας μας, το κυριότερο γεγονός που κλόνισε την ύπαρξή της ανεπανόρθωτα, και οδήγησε στον οριστικό τερματισμό της υλικής και οικονομικής υπεροχής του κράτους μας σε όλη την Ευρώπη, και τελικά στο 1453, δηλαδή η καταστροφή της Ρωμανίας από τη Δύση, με την Άλωση της Νέας Ρώμης/Κωνσταντινούπολης την 13η Απριλίου 1204 από τους Σταυροφόρους, αποσιωπάται ή δεν του δίνεται η πρέπουσα σημασία. Θα έλεγε κανείς, ότι επειδή ο προσανατολισμός του νεοελληνικού κράτους ήταν προς τη Δύση, οι ηγέτες του σκέφτηκαν ότι αυτός ο προσανατολισμός συνεπάγεται απαραίτητα και τη λήθη της ιστορίας, τη λήθη του γεγονότος ότι εξαιτίας της Άλωσης του 1204 Η Ρωμηοσύνη στάθηκε αδύναμη να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Με άλλα λόγια, η Άλωση του 1204 οδήγησε στα 400-600 χρόνια Τουρκοκρατίας, αλλά αυτό το συμπέρασμα απωθήθηκε, πιθανότατα λόγω του ιδεολογικού προσανατολισμού της ηγετικής τάξης του Ελληνικού κράτους. Είναι σήμερα γενικά παραδεκτό, πως αυτή ήταν η αιτία της επικράτησης των Τούρκων στη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια. Ένα Ρωμαίικο Κράτος που δεν θα είχε υποστεί την Άλωση του 1204, πιθανότατα θα ανέκαμπτε, όπως είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν άλλωστε, και θα αντιμετώπιζε τους Τούρκους νικηφόρα, όπως και τους Άραβες. Αλλα αυτή η ευκαιρία δεν δόθηκε στην ρωμηοσύνη
Η ευκαιρία να χτυπηθεί η Ρωμηοσύνη, δεν άργησε να δοθεί στους Φραγκολατίνους. Ήδη από τον 12 αι πολλές δεκάδες χιλιάδες από αυτούς υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη. Απολάμβαναν προνόμια και ήταν προκλητικοί προς τους Ρωμηούς της Κωνσταντινούπολης. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός παραχώρησε το 1082 υπέρμετρα δικαιώματα που τους έκαναν μισητούς στους Ρωμαίους. Ο Ιωάννης ο Β’ έκανε κάποιες προσπάθειες ώστε θα θέσει τέλος στα προνόμια αυτά. Αλλά η ενέργεια του αυτή, είχε ως αποτέλεσμα εχθροπραξίες από μέρους τους τόσο στο Αιγαίο, όσο και στο Ιόνιο και την Αδριατική. Αναγκάστηκε, ο αυτοκράτορας να ξαναδώσει πίσω τα προνόμια, όταν ο στόλος των Βενετών κινήθηκε εχθρικά προς τα εδάφη της Ρωμανίας. Οι Λατίνοι. είχαν αλλοιώσει πολλές πλευρές της δημόσιας ζωής και οικονομικά διείσδυαν στον εμπορικό/επαγγελματικό ιστό συμβάλλοντας στην παρακμή της αυτοκρατορίας. Η Ρωμαϊκή οικονομία, πλέον ήταν υποχείριο της δύσης.
Ο λαός της Ρωμηοσύνης, αντιστάθηκε στις προκλήσεις τους, με μεγάλες εξεγέρσεις, οι οποίες βάφτηκαν με αίμα. Τον Μάιο του 1182, έγινε η πρώτη εξέγερση κατά των Λατίνων. Μια επανάσταση που χαρακτηρίστηκε από σφαγές και εξανδραποδισμούς. Κάτω από την πίεση της κατάστασης ο Ανδρόνικος ο Α’ αναγκάστηκε να υιοθετήσει την αντιλατινική πολιτική. Όπως είναι φυσικό, οι Λατίνοι αντέδρασαν κατά της Ρωμανίας. Η επεκτατική πολιτική τους εκφράστηκε με την επίθεση των Ούγγρων στη βαλκανική το 1183 καθώς και με την επίθεση των Νορμανδών κατά των Ρωμαϊκών εδαφών το 1185, με αποτέλεσμα την άλωση της Θεσσαλονίκης. Ακολούθησε νέα επανάσταση του δυσαρεστημένου από τα γεγονότα λαού στη την οποία σφαγιάστηκε ο Ανδρόνικος.
Αυτοκράτορας έγινε ο Iσαάκιος ο B΄ ο Άγγελος. Δυστυχώς, εκείνη την περίοδο, η Ρωμανία έπασχε από ελλιπή ηγεσία Οι Άγγελοι ήταν ίσως η χειρότερη δυναστεία! Ο Παπαρρηγόπουλος λέει (Δ΄ Β 237): “η ολεθρία των Αγγέλων γενεά”. ο Iσαάκιος προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τους Λατίνους και να τους παραχωρήσει ξανά, ευνοϊκή μεταχείριση. Το 1187 επαναφέρει τα προνόμια των Βενετών, οι οποίοι έχουν πλέον την υποχρέωση να μην συνάπτουν συμμαχίες ενάντια στην Αυτοκρατορία. Το 1195 ανατρέπεται ο Ισαακιος από τον Αδελφό του Αλέξιο Γ’ , πράγμα το οποίο κάνει τους Βενετούς σκεπτικούς, αν και τα προνόμια τους ανανεώνονται.
Ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Γ’ ήταν ο πνευματικός πατέρας της 4ης Σταυροφορίας. Υπήρχε σε αυτήν ένα ανάμεικτο πνεύμα αρρωστημένης θρησκευτικότητας και «ιπποτικής» ιδεολογίας. Έστειλε τους Λατίνους ιεροκήρυκες να προωθήσουν την υπόθεση του ιερού πολέμου στην Δυτική Ευρώπη. την κήρυξη του ιερού πολέμου. Ο Θεοβάλδος ο Γ΄., κόμης της Καμπανίας, κήρυξε τελικά τον (ανίερο) πόλεμο. Οι Σταυροφόροι “Ήταν ένα περίεργο ανακάτωμα από ευσεβείς και θρήσκους άνδρες, αλλά και από αποβράσματα της κοινωνίας, από ανθρώπους, δηλαδή, που ήταν ικανοί για κάθε έγκλημα” [Παντίτ Νεχρού “Παγκόσμιος Ιστορία”, επιστολή 62α]. Μυριάδες λαού έσπευσαν στο κάλεσμα των κηρύκων της Σταυροφορίας. Η θρησκευτικότητα ήταν πρόσχημα και επικάλυψη της κατάκτησης. Οι ελευθερωτές των Αγίων Τόπων έγιναν κατακτητές της Ανατολής, κοσμικοί και πνευματικοί αφέντες και δυνάστες. Το φεουδαρχικό κλίμα της Φράγκικης Δύσης μεταφυτεύτηκε στην Ανατολή.
To συμβούλιο που αποτελείτο από τους Φεουδάρχες οι οποίοι λάμβαναν μέρος στην σταυροφορία αποφάσισε πως η συγκέντρωση θα γινόταν στην Βενετία και κατόπιν θα κατευθύνονταν είτε στην Συρία, είτε στην Αίγυπτο. Οι σταυροφόροι έπασχαν τόσο από πλευράς οργάνωσης και εξοπλισμού, όσο και στα οικονομικά. Γι’ αυτό συνάψανε συμφωνία με τους Βενετούς, με την οποία θα παρείχετο τροφή και υποστήριξη, έναντι 85.000 μάρκων. Επίσης προσέφεραν και τα μισά εδάφη που θα κατακτούσαν οι σταυροφόροι. Οι περισσότεροι έφτασαν το 1202, αργοπορημένα στην Βενετία. Η οργάνωση, ο εξοπλισμός και τα οικονομικά τους ήταν σε άθλια κατάσταση. Μια και δεν μπορούσαν να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους, οι σταυροφόροι αναγκάστηκαν να βοηθήσουν τους Βενετούς χτυπώντας εχθρικές πόλεις, ως «πληρωμή». Κατέστρεψαν και λεηλάτησαν την πόλη Ζάρα.
Ο Βολταίρος έλεγε ότι η “Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους” δεν ήταν ούτε αγία, ούτε ρωμαϊκή ούτε καν αυτοκρατορία! Η Βενετική “Serenissima Repubblica” (Γαληνότατη Δημοκρατία) κατ’ αναλογία , ούτε γαλήνια, ούτε και Δημοκρατία ήταν. Ήταν ένα κράτος βαθιά ιμπεριαλιστικό, πλουτοκρατικό, αποικιοκρατικό και ρατσιστικό / αριστοκρατικό. Το Βενετικό κράτος ήταν «εμπορικό». Βεβαίως, δεν γνωρίζουμε αν το να είσαι κλέπτης και κλεπταποδόχος είναι «εμπόριο». Ο Φράγκος σταυροφόρος εντυπωσίασε, κλέβοντας και διαλύοντας την Ρωμηοσύνη. Δεν είναι μόνο τα «ελγίνεια» μάρμαρα που ξέρουμε όλοι. Όποιος έχει επισκεφθεί την Ιταλία, θαυμάζει, τα τέσσερα χάλκινα άλογα που κοσμούν τον εξώστη του ναού, τα οποία κάποτε στόλιζαν τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης! Ακόμα και η βαριά μεγαλοπρεπής χαλύβδινη πόρτα του ναού, κάποτε κοσμούσε την Αγία Σοφία! Η Βενετία, ξεκίνησε ως μία καθαρά Ρωμαίικη πόλη, αλλά τελικά κατάληξε να αλωθεί πολιτισμικά από τους Φράγκους και να γίνει και αυτή Φραγκική. Αυτό συνέβη, κυρίως, μετά την κατάληψη του Πατριαρχείου Ρώμης από τους Φράγκους. Για παράδειγμα, ως τον 10ο αιώνα τα δημόσια έγγραφα της Βενετίας άνοιγαν με το όνομα του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Στα τέλη του 12ου αιώνα όλοι οι Δόγηδες έφεραν τίτλους Ρωμηών αυλικών αξιωματούχων. Το σύστημα χρονολόγησης των εγγράφων παρέμεινε Ρωμαϊκό και συνέχισε να χρησιμοποιεί το μεσαιωνικό Index, ενώ ως την ενθρόνιση του τελευταίου βενετού Δόγη το 1789 το τελετουργικό ακολουθούσε αυστηρά τη Ρωμαίικη παράδοση. [GHERARDO ORTALLI, «H Βενετία και τα ίχνη του Βυζαντίου», ΤΟ ΒΗΜΑ, 24-10-2004] Μόνο μετά το 1797, οπότε και εγκαθιδρύθηκε η «Γαληνότατη Δημοκρατία», η Βενετία απέταξε εντελώς τα σύμβολα της Ρωμαίικης αυτοκρατορίας.
Στην πόλη Ζάρα στην Αδριατική Ακτή, αρχές του 1203, οι σταυροφόροι δέχτηκαν τους αντιπροσώπους του Αλέξιου Δ΄ Αγγελου , υιού του εκθρονισμένου και τυφλωμένου Ισάκιου Β΄ Αγγελου,. Η αδελφή του Αλέξιου είχε παντρευτεί τον βασιλιά της Σουηβίας Φίλιππο. Ο Αλέξιος Δ΄ έχει χαρακτηριστεί ο «Εφιάλτης» της Ρωμανίας! Αυτός έφερε τους Λατίνους Σταυροφόρους στην Κωνσταντινούπολη. Ήθελε να αποκαταστήσει, στον θρόνο, τον πατέρα του Ισαάκιο. Συνεργάστηκε όμως, με τους εχθρούς της αυτοκρατορίας, για να πετύχει τον σκοπό του. Οι Σταυροφόροι δεν μπόρεσαν να αποφασίσουν, και απέπλευσαν προς Κέρκυρα, όπου ο Αλέξιος επανέλαβε τις προτάσεις του.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε ο δόγης της Bενετίας Eρρίκος Δάνδολος, ο οποίος έτρεφε μίσος κατά των Ρωμηών. Ο Δάνδολος έγινε Δόγης όταν ήταν 85 ετών. Είχε τυφλωθεί στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ήταν επικεφαλής μίας πρεσβείας των Βενετών στον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό. Το 1171, ο αυτοκράτορας, έχοντας απηυδήσει από την “ανυπόφορη” συμπεριφορά των Βενετών εμπόρων, είχε συλλάβει μερικούς από αυτούς. Ο Δάνδολος θα έλθει, τότε, σε σύγκρουση με τον Μανουήλ Α΄ και σε μια συμπλοκή στην Πόλη, τραυματίστηκε και τυφλώθηκε, σύμφωνα με τον Στήβεν Ράνσιμαν. Έτσι, ο Δάνδολος μισούσε θανάσιμα τους Ρωμηούς και ανέμενε κάποια ευκαιρία, για ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Επόμενο ήταν να «αρπάξει την ευκαιρία» και να ασκήσει και αυτός επιρροή, ώστε η εκστρατεία να κατευθυνθεί προς την Νέα Ρώμη / Κωνσταντινούπολη.
Τον Μάιο του 1203 ο στόλος των σταυροφόρων έφυγε από την Κέρκυρα και έφθασε στην Βασιλεύουσα τον Ιούνιο. O ιππότης Γοδεφρείδος Bιλλεαρδουΐνος, που μετείχε ο ίδιος στη Σταυροφορία, έκπληκτος και αυτός, έγραψε χρονογραφία («Χρονικό της Κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης») που δίνει σαφή εικόνα των εντυπώσεων, σχετικά με το μέγεθος του ρωμαϊκού πολιτισμού, που αντίκρισαν οι στρατιώτες:
Παράγραφος 128.: «Τώρα μπορείτε να μάθετε πως κοίταζαν επίμονα την Κωνσταντινούπολη εκείνοι που δεν την είχαν δει ποτέ [σ.σ.: αναφέρεται στην στιγμή όπου τα δυτικά στρατεύματα πρωτοαντίκρισαν την Πόλη, 24 Ιουνίου 1203]. Γιατί δεν μπορούσαν καθόλου να σκεφτούν πως μπορεί να υπάρχει σε όλο τον κόσμο μια τόσο ΠΛΟΥΣΙΑ πόλη, όταν είδαν αυτά τα ψηλά της τείχη και τους ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ πύργους κι αυτά τα ΠΛΟΥΣΙΑ παλάτια με τις ψηλές εκκλησίες, που ήταν τόσες πολλές που κανείς δεν θα το πίστευε αν δε το έβλεπε με τα μάτια του, και ακόμα το μήκος της πόλης που κυβερνούσε τις υπόλοιπες. Και μάθετε πως δεν υπήρξε άνθρωπος, άνθρωπος τόσο ασυγκίνητος, που να μην ανατριχιάσει. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου περίεργο, γιατί ποτέ δεν ανέλαβαν άνθρωποι μια τόσο μεγάλη επιχείρηση από τότε που χτίστηκε ο κόσμος.»
Τρομοκρατημένος ο σφετεριστής αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ διέφυγε στην Θράκη παίρνοντας μαζί του το κρατικό θησαυροφυλάκιο. Με την βοήθεια των Φράγκων που παρέμειναν έξω από την πόλη, ο τυφλωμένος πρώην αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος αποκαταστάθηκε στον θρόνο του. Συναυτοκράτορας έγινε ο υιός του Αλέξιος Δ΄ Άγγελος. Ο Iσαάκιος επικύρωσε με χρυσόβουλλο όλες τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει απέναντι στους Σταυροφόρους ο Aλέξιος ο Δ΄. Η βασιλεία τους, όμως, δεν κράτησε πολύ.
Ο λαός αντέδρασε στην υποδούλωση στους δυτικούς, που ήταν εμφανής και ξέσπασε επανάσταση. Την αγανάκτηση του πληθυσμού προκάλεσαν η επιβολή βαριάς φορολογίας και η ληστρική συμπεριφορά των σταυροφόρων. Η επανάσταση είχε ως αποτέλεσμα ο Αλέξιος Δ' να χάσει τόσο το στέμμα, όσο και την ίδια τη ζωή του. Στο θρόνο ανέβηκε ο γαμπρός του Αλέξιου Γ', Αλέξιος Ε' Δούκας Μούρτζουφλος τον Ιανουάριο του 1204. Οι σταυροφόροι εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία και αποφάσισαν να επέμβουν, αυτή τη φορά όμως για να τοποθετήσουν όχι μια Ρωμαίικη κυβέρνηση, αλλά μια δική τους. Με εισήγηση του δόγη της Βενετίας Δάνδολου υπέγραψαν μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης συμφωνία διανομής των εδαφών της Ρωμανίας (Partitio Romaniae) και άρχισαν την πολιορκία της πόλης που έπεσε στα χέρια τους στις 13 Απριλίου 1204. Η ειρωνεία της τύχης είναι πως ο Δάνδολος πέθανε στην Κων/πολη και θάφτηκε στην Αγία Σοφία.
Η "βασιλίδα των πόλεων", απόρθητη από την εποχή της ίδρυσής της υπέκυψε για πρώτη φορά στον εχθρό. Φοβερές λεηλασίες και σφαγές ακολούθησαν την άλωση της Πόλης. Kύριοι της Kωνσταντινούπολης οι σταυροφόροι και οι συνεργάτες τους Bενετοί επέβαλαν το δίκαιο του κατακτητή. Οι σφαγές και η λεηλασία των δημόσιων κτηρίων και των ιδιωτικών κατοικιών ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Άπληστοι και ακόρεστοι οι ιππότες της Δύσης επέπεσαν πάνω στα θαυμαστά πλούτη και τους θησαυρούς που είχαν συγκεντρώσει αιώνες πολιτισμού στη Bασιλεύουσα. [«H Δ’ Σταυροφορία και η πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης», Nίκος Γ.Mοσχονάς Iνστιτ. Bυζαντ. Eρευνών, ενθετο "Επτά Ημέρες" εφημ "Καθημερινή", 1-11-98].
Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ' (1198-1216), θα απειλήσει, δήθεν, τους Σταυροφόρους με αφορισμό, αλλά θα φροντίσει να λησμονήσει, εγκαίρως, την απειλή του. Μετά την καταστροφή της Βασιλεύουσας, θα γράψει προς τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Λάσκαρη ότι «οι Λατίνοι υπήρξαν όργανο της Θείας Προνοίας, που τιμώρησε τους 'Ελληνες για την άρνησί τους να δεχθούν την ηγεσία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας» [Αρχιεπισκόπου πρ. Θυατείρων και Μ. Βρεταννίας Μεθοδίου Γ. Φούγια, Μητροπολίτου Πισιδίας, “'Ελληνες και Λατίνοι”, Α.Δ.Ε.Ε., Αθήνα , σ. 278,] Σε ολόκληρη την Δύση θα ψάλλουν ύμνους για να πανηγυρίσουν την πτώση της «μεγάλης ανίερης (profana) πόλεως».
Στη θέση του αυτοκράτορα τοποθετήθηκε νέα λατινική κυβέρνηση. Οι κληρονόμοι του Ρωμαϊκού θρόνου, από τις επαρχίες της αυτοκρατορίας, επρόκειτο να συνεχίσουν τους αγώνες, μέχρι την ανάκτησή της το 1261 από το Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο.
ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ:
«Οι επιπτώσεις της Τέταρτης Σταυροφορίας επί του ευρωπαϊκού πολιτισμού υπήρξαν εξ ολοκλήρου καταστρεπτικές. Η λάμψη του ελληνικού πολιτισμού, την οποία το Βυζάντιο (σ.σ: διάβαζε Ρωμανία) συντηρούσε επί εννέα αιώνες μετά από την επιλογή της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας, έσβησε ξαφνικά... Το έγκλημα της Τέταρτης Σταυροφορίας παρέδωσε την Κωνσταντινούπολη και τη Βαλκανική Χερσόνησο σε έξι αιώνες βαρβαρότητας... Προκειμένου να αντιληφθούμε την πλήρη σημασία της λατινικής κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης, πρέπει να προσπαθήσουμε να συνειδητοποιήσουμε ποιος θα ήταν σήμερα ο πολιτισμός της Δυτικής Ευρώπης, αν η προ έξι αιώνων Ρωμανία δεν είχε καταστραφεί. Μπορεί κανείς να φανταστεί όχι μόνο τη Μαύρη Θάλασσα, τον Βόσπορο και τον Μαρμαρά να περιβάλλονται από προοδευτικά και πολιτισμένα έθνη. αλλά ακόμα και τα ανατολικά και νότια παράλια της Μεσογείου να έχουν επιστρέψει υπό μια καλή διακυβέρνηση και υπό μια θρησκεία η οποία δεν αποτελεί φραγμό στον πολιτισμό...» [σερ Έντουιν Πήαρς, «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204»]
Η λεηλασία και απογύμνωση της Κωνσταντινουπόλεως από όλα της τα πλούτη, δεν είχε όμοιο της. Όσοι τολμούσαν να αντισταθούν σφάζονταν επί τόπου. Δεν έμεινε παλάτι, αρχοντικό εκκλησία μεγάλη ή μικρή, μοναστήρι, χαμοκέλα, που να μην υποστεί φρικώδη λεηλασία. Ιδίως τους προσέλκυσε ο μυθικός πλούτος της Αγίας Σοφίας. Μπήκαν μέσα στον Ιερό Ναό με άλογα και μουλάρια που λέρωναν με τις κοπριές τους το μαρμάρινο δάπεδο. Και άρχισαν με φρενιτιώδη ταχύτητα να ξηλώνουν και να παίρνουν τα πάντα: από άγια δισκοπότηρα, ευαγγέλια, ιερά άμφια, άγιες εικόνες, την Αγία Τράπεζα, και το ασημένιο εικονοστάσιο του Τέμπλου, αφού προηγουμένος το έκαναν κομμάτια, μανουάλια, πολυκάνδηλα, μέχρι και κουρτίνες. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της λεηλασίας μια Γαλλίδα πόρνη ανεβασμένη στον πατριαρχικό θρόνο χόρευε ασεμνα μισόγυμνη και τραγουδούσε. Ούτε οι τάφοι των Αυτοκρατόρων γλύτωσαν: συλήθηκαν όλοι, ενώ τα λείψανα πετάχτηκαν εδώ κι εκεί. π.χ. το πτώμα του Βασίλειου Β’ Μακεδόνα πετάχτηκε έξω και στα χέρια του τοποθέτησαν οι Φράγκοι μια φλογέρα –ειρωνικά -. Με αφορμή αυτό το γεγονός ο Παλαμάς έγραψε το ποίημα «η φλογέρα του βασιλιά».
Κυρίως όμως καταστράφηκαν αναρίθμητα έργα τέχνης. Τόσο της κλασσικής αρχαιότητας (π.χ. αγάλματα του Δια, του Απόλλωνα, των Διοσκούρων, το χάλκινο άγαλμα του Ηρακλή από τον Λύσσιπο τον Σικυώνιο, της Άρτεμης, της Ηρας, της Ελένης του Μενελάου κ.ά. που κοσμούσαν δρόμους, πλατείες και παλάτια της Βασιλεύουσας) όσο και της Ρωμαϊκής περιόδου, τα οποία κομμάτιαζαν για να αφαιρέσουν το χρυσό, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, ενώ τα κατασκευασμένα από χαλκό τα έλυωναν στα καμίνια για να κόψουν νομίσματα. Τα αρχαία ελληνικά χειρόγραφα καίγονταν από τους σταυροφόρους, για να ψήσουν τα κρεατικά τους! Οι πιο φρικτοί από όλους ήταν οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί, ενώ αντιθέτως οι Βενετοί που ήταν εξοικειωμένοι με το Ρωμάϊκο πολιτισμό ήταν οι πλέον φιλεύσπλαχνοι έναντι των ηττημένων: Ήταν τέτοια η έκταση της καταστροφής που στο τέλος το άλλοτε περικαλλές άστυ, η Βασιλίδα των πόλεων της οικουμένης, που επί 9 αιώνες είχε συσσωρεύσει αμύθητα πλούτη, κατάντησε σκέτο κουφάρι!
Μεθυσμένοι από τη νίκη τους οι Φραγκοδυτικοί περιγελούσαν τους νικημένους, φορούσαν με γελοίο τρόπο τα ρούχα που τούς είχαν αρπάξει, τοποθετούσαν στα κεφάλια των αλόγων τους τις καλύπτρες και τα κοσμήματα των Ρωμηών. Άλλοι κρατούσαν αντί για σπαθί χαρτιά, μελανοδοχεία, και βιβλία, και περιφέρονταν στους δρόμους της Πόλης, παριστάνοντας τους λογίους. Το πιο τραγικό από όλα ήταν όμως ότι ολόκληρος ο γυναικείος πληθυσμός της Κωνσταντινουπόλεως, αδιακρίτως ηλικίας ή ιδιότητας (μοναχές) υποβλήθηκε στην τρομερή διαδικασία του βιασμού. Τότε ακριβώς εσφάγησαν οι περισσότεροι από τους άρρενες κατοίκους: διότι στην προσπάθειά τους οι πατεράδες και οι σύζυγοι να διαφυλάξουν την τιμή των θυγατέρων και των συζύγων έπεσαν θύματα των αποχαλινωμένων Δυτικών. Βόγκηξε η Κωνσταντινούπολη από τον ατελείωτο βιασμό. Δεν περιγράφονται τα μαρτύρια που υπέστησαν οι κάτοικοι επί τρεις συνεχείς ημέρες, διότι τους βασάνιζαν απάνθρωπα για να τους αποκαλύψουν τα μέρη όπου είχαν κρύψει χρυσά και αργυρά νομίσματα και κυρίως τιμαλφή. Μόνο όταν κορέστηκε η δίψα τους για αρπαγή, αίμα και γενετήσιες απολαύσεις, ησύχασαν, αφού πρώτα τους τρόμαξε μια έκλειψη σελήνης. Κατόπιν συγκέντρωσαν όλη τη λεία και την έθεσαν υπό την φύλαξη των ευγενών.
Γράφει κι ο Νικήτας Χωνιάτης για την Άλωση της Πόλης:
«Κι έτσι, καθένας είχε πόνο, στα στενά θρήνος και κλάματα, στα τρίστρατα οδυρμοί, στους ναούς ολοφυρμοί, φωνές των ανδρών, κραυγές των γυναικών, απαγωγές, υποδουλώσεις, τραυματισμοί και βιασμοί σωμάτων. (..)Το ίδιο και στις πλατείες, και δεν υπήρχε μέρος ανεξερεύνητο που να δώσει άσυλο σε αυτούς. Χριστέ μου, τι θλίψη και φόβος υπήρχαν τότε στους ανθρώπους (...) Τέτοιες παρανομίες έκαναν οι στρατοί από τη Δύση εναντίον της κληρονομιάς του Χριστού, χωρίς να δείξουν σε κανένα φιλανθρωπία, αλλά γυμνώνοντάς τους όλους από χρήματα και κτήματα, από σπίτια και ρούχα. (...) και το πιο σημαντικό, αυτοί που πήραν το σταυρό στους ώμους και πολλές φορές ορκίστηκαν σε αυτόν και στα θεία λόγια ότι θα περάσουν δίχως να πειράξουν τις χώρες των Χριστιανών, χωρίς να κοιτάξουν αριστερά ή να εκκλίνουν προς τα δεξιά, αλλά θα οπλιστούν κατά των Σαρακηνών και να βάψουν τα ξίφη τους με το αίμα τους.(...) Οι δε Σαρακηνοί δεν έκαναν έτσι, και φέρθηκαν πολύ φιλάνθρωπα και ευγενικά όταν κυρίευσαν την Ιερουσαλήμ. Γιατί ούτε πείραξαν τις γυναίκες των Λατίνων, ούτε τον κενό τάφο του Χριστού έκαναν ομαδικό τάφο,(...) και αφήνοντας όλους να φύγουν με ένα ορισμένο αριθμό χρυσών νομισμάτων και από τον καθένα έπαιρναν μερικά πράγματα αφήνοντας τα υπόλοιπα στους κατόχους τους, ακόμα κι αν αυτά ήταν σαν την άμμο. Κι έτσι φέρθηκε το γένος που μάχονταν το Χριστό [σ.σ: οι Άραβες] προς τους αλλόπιστους Λατίνους, ούτε με ξίφος ούτε με φωτιά ούτε με λιμό ούτε με διωγμούς ούτε με άλλα δεινά. Σε εμάς όμως τα προκάλεσαν αυτά τα παραπάνω οι φιλόχριστοι και ομόδοξοι [σ.σ: οι Δυτικοί της Δ΄ Σταυροφορίας], όπως είπαμε με συντομία, αν και δεν είχαμε κάνει κάποιο αδίκημα»
Και βεβαίως , είναι φυσικό που οι Ρωμηοί ένοιωθαν απορία με το μέγεθος της καταστροφής, αφού, με τον πόλεμο με τους άραβες , ουδέποτε είχαν γνωρίσει τέτοια κτηνωδία, τους φαινόταν ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ πως άνθρωποι με πίστη στον Χριστό, ήταν δυνατόν να φέρονται έτσι. Σε αντίθεση με την γενικότερη έλλειψη ανεκτικότητας της Δύσης, στη Ρωμανία οι «μισαλλόδοξοι Ρωμηοί» (όπως αρέσκονται κάποιοι να αποκαλούν) είχαν κτίσει ήδη από τις αρχές του 8ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη τζαμί, για να προσεύχονται οι μουσουλμάνοι που περνούσαν από εκεί (π.χ. εμποροι), κι αργότερα έχτισαν και άλλα δύο. Ας μάς πει κανείς, πότε πρωτοχτίστηκε ισλαμικό τέμενος σε κράτος της Δυτικής Ευρώπης; Από τον 8ο αιώνα, οι Ρωμηοί δεν είχαν πρόβλημα να υπάρχει τζαμί στην πρωτεύουσα ενός χριστιανικού κράτους, το οποίο αντιμαχόταν τους Μουσουλμάνους και ήταν σε πόλεμο με αυτούς. Αν αυτό δε σημαίνει ανεκτικότητα, τότε τι σημαίνει, σε μια εποχή όπου οι Δυτικοί έκαναν Σταυροφορίες;
Διαβάζουμε, από την περιγραφή του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου, που συμμετείχε στη πολιορκία, στο “Χρονικό της Κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης”:
247. “Εκείνη τη νύχτα [σ.σ: 12 προς 13 Απριλίου 1204], μπροστά στο στρατόπεδο του Βονιφάτιου του Μονφερατικού, δεν ξέρω ποιοι άνθρωποι, που φοβόντουσαν μην τους επιτεθούν οι Έλληνες, βάλανε φωτιά στο χώρο ανάμεσα σε αυτούς και στους Έλληνες. Και η πόλη άρχισε να αρπάζει φωτιά και να καίγεται πολύ άσχημα, και καιγόταν όλη εκείνη τη νύχτα και την άλλη μέρα μέχρι το απόγευμα. Και τούτη ήταν η τρίτη πυρκαγιά στην Κωνσταντινούπολη από τότε που ήρθανε οι Φράγκοι στην χώρα. Και υπήρχαν περισσότερα καμένα σπίτια από όσα υπήρχαν στις τρεις πιο μεγάλες πόλεις του βασιλείου της Γαλλίας.
248. Και τα λάφυρα ήταν τόσα πολλά που κανείς δεν ήξερε να πει πόσα, χρυσάφι, και ασήμι και σκεύη και πολύτιμα πετράδια και μετάξια και γούνινα φορέματα από γκρίζο σκίουρο και από ερμίνα, και όλα τα ακριβά πράγματα που βρέθηκαν ποτέ στη γη. Και δίνει βέβαιη μαρτυρία ο Γοδεφρίδος ο Μαρεσάλης της Καμπανίας, αληθινά και έχοντας σωστά τα λογικά του, πως από τότε που χτίστηκε ο κόσμος δεν πάρθηκαν τόσα λάφυρα από μια μόνο πόλη.
249. Ο μαρκήσιος Βονιφάτιος του Μονφερράτου προχώρησε κατά μήκος της ακτής προς το παλάτι του Βουκολέοντα. Και σαν έφτασε εκεί, του το παρέδωσαν, για να σώσουν τη ζωή τους, εκείνοι που ήταν μέσα. Εκει βρήκε τις περισσότερες από τις πιο σπουδαίες κυρίες όλου του κόσμου, που είχαν καταφύγει στο κάστρο. Εκεί βρισκόταν η αδελφή του βασιλιά της Γαλλίας, που ήταν κάποτε αυτοκράτειρα [Αγνή, κόρη του Λουδοβίκου Ζ΄], και η αδελφή του βασιλια της Ουγγαρίας που ήταν κι αυτή αυτοκρατειρα, και πολλές σπουδαίες κυρίες. Για το θησαυρό που βρισκόταν σε εκείνο το παλάτι, δε πρέπει καθόλου να μιλάμε. Γιατί υπήρχαν τόσα που δεν έχουν ούτε τέλος ούτε αριθμό.
251. Ο καθένας πήρε για να μείνει όποιο σπίτι ήθελε, και υπήρχαν πολλά. Και έπρεπε να δοξάσουν πολύ τον Κύριο Ημών, γιατί δεν είχαν πάνω από είκοσι χιλιάδες οπλισμένους ανθρώπους ανάμεσά τους και με τη βοήθεια του Θεού νίκησαν τετρακόσιες χιλιάδες ανθρώπους ή και περισσότερους, και μάλιστα μέσα στην πιο ισχυρή πόλη που υπήρξε σε όλον τον κόσμο, που ήταν μεγάλη πόλη, και η πιο καλά οχυρωμένη.
Όμως η λεηλασία και η άλωση, δεν σταμάτησε στο «1204». Η Φραγκικη αγνωμοσύνη και τάση προς την καταστροφή, συνεχίστηκαν και στους επόμενους αιώνες. Χαρακτηριστικό , είναι το εξής: Το 450 μ.Χ. ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία. Κατόπιν, το 1453, κάτω από την κυριαρχία των Τούρκων πλέον, εξελίχθηκε σε τζαμί. Το 1674, ο Γάλλος πρεσβευτής Μαρκήσιος του Nointel επισκεύτηκε την Αθήνα συνοδευόμενος από τον Jacques Carrey, ο οποίος έκανε κάποια σχέδια του Παρθενώνα. Στα σχέδια του Carrey φαίνεται ότι εκείνη την εποχή ο Παρθενώνας παρέμενε ακόμα άθικτος. Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 1687, ο Βενετός στρατηγός Francesco Morosini πολιόρκησε την Ακρόπολη. Τη βομβάρδισε παρά το γεγονός ότι γνώριζε πως οι Τούρκοι τη χρησιμοποιούσαν ως πυριτιδαποθήκη. Από την έκρηξη που δημιουργήθηκε καταστράφηκε μεγάλο μέρος του Παρθενώνα.
Πηγή: Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας (Ο.Ο.Δ.Ε.), Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος
Το άγιο Πάσχα αποτελεί την κορωνίδα του ορθοδόξου εορτολογίου. Είναι, κατά τον ιερό υμνογράφο της αναστάσεως, η «εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων». Η σημασία της μεγάλης εορτής οφείλεται στο ότι εκφράζει το πέρας και τον τελικό θρίαμβο της επιτυχίας του επί γης απολυτρωτικού έργου του Χριστού. Εορτάζεται πανηγυρικότατα η νίκη του Αγαθού κατά του Κακού, η επικράτηση του φωτός στο νοητό σκοτάδι της αμαρτίας και της φθοράς, η κατάργηση του 'δη και πάνω απ' όλα η αναίρεση του θανάτου, του χειρότερου εχθρού μας!
Η είσοδος του κακού στον κόσμο μαζί με τα άλλα μύρια κακά, έφερε και τον θάνατο, ως την φυσική κατάληξη μιας αφάνταστα μαρτυρικής ζωής. Ο πικρός 'δης υπήρξε ο τόπος κατάληξης όλων των ανθρωπίνων ψυχών. Η έννοια της αθανασίας, ως το σπουδαιότερο αρχέγονο δώρο του Θεού στον άνθρωπο, έμεινε ως μια μακρινή Η λαχτάρα για την νίκη του θανάτου εκφράστηκε ποικιλότροπα μέσα στις ανάμνηση στην ανθρώπινη σκέψη και ως μια αμυδρή προσδοκία ανάκτησής της στο μέλλον.
διάφορες μυθολογίες των λαών. Οι προφήτες και οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης, ως όργανα του Θεού για την προετοιμασία του ανθρωπίνου γένους για την εν Χριστώ σωτηρία, προείδαν πιο καθαρά την μελλοντική νίκη της ζωής κατά του θανάτου. Ο Ίδιος ο Θεός θα δοκιμάσει το πικρό ποτήρι του θανάτου και θα νικήσει τον 'δη, θα τον συλήσει από τους απ' αιώνος δεσμίους του νεκρούς και θα κλείσει οριστικά το δρόμο του θανάτου για τους πιστούς Του. Ο μοναδικός ζωντανός Θεός είναι ο Ίδιος η ζωή και η πηγή της ζωής σε όλα τα όντα. Αυτός «θανατοί και ζωογονεί, κατάγει εις άδου και ανάγει» (Α΄ Βασιλ.2,6). Ο Ηλίας και ο Ελισαίος ανασταίνουν νεκρούς στο όνομα του Κυρίου (Γ΄ Βασιλ.17,23, Δ΄ Βασιλ.4,33). Ο προφήτης Ωσηέ, προβλέποντας την εις άδου κάθοδον του Μεσσία, την εκ νεκρών ανάστασή Του και την συντριβή του θανάτου διακηρύσσει στους άπιστους συμπατριώτες του «Πορευθώμεν και επιστρέψωμεν προς Κύριον! ... Υγιάσει ημάς μετά δύο ημέρας, εν τη τρίτη ημέρα εξαναστηθώμεθα και ζησόμεθα ενώπιον αυτού» (Ωσηέ 6,1) και γι' αυτό σκιρτώντας από άκρατο ενθουσιασμό φωνάζει να το ακούσουν όλοι οι άνθρωποι «Που σου η δίκη σου, θάνατε, που το κέντρον σου άδη;» (Ωσηέ 13,14).
Στο θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού βρήκε το ανθρώπινο γένος τον πραγματικό λυτρωτή του. Αυτός, ως ο σαρκωμένος Θεός, υλοποίησε το θείο σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου. Πέτυχε τη σωτηρία μας ως διδάσκαλος, ως ιερεύς και ως βασιλεύς. Δίδαξε πρωτόγνωρη διδασκαλία, αποκάλυψε τα μυστήρια του Θεού και έδωσε νέο τρόπο ζωής στους ανθρώπους. Ιερούργησε την πιο αποτελεσματική θυσία όλων των εποχών, με ιερείο άμωμο τον ίδιο Του τον εαυτό, πάνω στον φρικτό Γολγοθά και πέτυχε την περιπόθητη καταλλαγή του ανθρώπου με το Θεό. «Ο δε Θεός πλούσιος ων εν ελέει, δια την πολλήν αγάπην αυτού ην ηγάπησεν ημάς και όντας ημάς νεκρούς τοις παραπτώμασι συνεζωοποίησε τω Χριστώ... και συνήγειρε και συνεκάθησεν εν τοις επουρανίοις» (Εφ.2,4-6). Τέλος ως θριαμβευτικός νικητής, νίκησε τις αντίθεες δυνάμεις και το κακό, νίκησε το θάνατο και ανέστη από τους νεκρούς, ανελήφθη στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Θεού, συνεχίζοντας το απόλυτο και αναντικατάστατο μεσιτικό Του έργο. Αποτέλεσμα: «Νυνί δε εν Χριστώ Ιησού υμείς οι ποτέ όντες μακράν εγγύς εγενήθητε εν τω αίματι του Χριστού. Αυτός γαρ εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας, την έχθραν, εν τη σαρκί αυτού τον κόσμον των εντολών εν δογμασι καταργήσας, ίνα τους δύο κτίση εν εαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών ειρήνην» (Εφ.2,13-15).
Ο Ιησούς Χριστός διακήρυξε: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή, ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται» (Ιωάν.11,25). Αυτός είναι ο μόνος, ο Οποίος μπορεί να νικήσει τον θάνατο. Με την λαμπροφόρο Ανάστασή Του πραγματοποίησε αυτή την λαμπρή νίκη, ανάστησε το σώμα Του και μαζί ολόκληρη την ανθρώπινη φύση., δηλαδή όλα τα ανθρώπινα πρόσωπα όλων των εποχών, ως κύτταρα του σώματός Του. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ήδη αναστημένος δυνητικά από την ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου. Είναι μια δυνητική κατάσταση την οποία μπορεί να αποδεχτεί και να αξιοποιήσει ο κάθε άνθρωπος. Ο βιολογικός θάνατος, ως προσωρινή κατάσταση, δεν αίρει το γεγονός της αναστάσεως και της αιώνιας ζωής, διότι «έρχεται ώρα και νυν εστιν, ότι οι νεκροί ακούσουσι της φωνής του Υιού του Θεού και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν.5,25). «Ο εγείρας τον Χριστόν εκ νεκρών ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα υμών δια το ενοικούν αυτού Πνεύμα εν υμίν» (Ρωμ.8:11). Αυτή είναι (πρέπει να είναι) η μόνιμη χαρά στις ψυχές των πιστών του Χριστού, διότι έχουμε τη βεβαιότητα, ότι χάρις στην Ανάσταση του Κυρίου μας, «μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (1 Ιωάν.3,14) και « Πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιωάν.11,26).
Απτά παραδείγματα της αναστάσεώς μας είναι οι θαυμαστές νεκραναστάσεις που έκανε ο Κύριος κατά την επί της γης παρουσίας Του. Οι αναστάσεις της κόρης του Ιαείρου (Μαρκ.5,21-42, του γιου της χείρας στη Ναϊν (Λουκ.7,11-17), του Λαζάρου (Ιωάν.11,1-44). Επίσης η ανάσταση των «κεκοιμημένων αγίων» (Ματθ.27,52), κατά την ημέρα της Σταυρώσεως του Κυρίου, είναι οι προάγγελοι και της δικής μας αναστάσεως.
Η λαμπροφόρος Ανάσταση του Σωτήρος μας σημαίνει ακόμα και την οντολογική αλλαγή του κόσμου. Ο παλαιός πτωτικός κόσμος της φθοράς άλλαξε κυριολεκτικά σύσταση, διότι με την Ανάσταση του Κυρίου νικήθηκαν οι αντίθεες δυνάμεις και απαλλάχτηκε από το κράτος του διαβόλου. Χάρη στην Ανάσταση του Χριστού ξαναβρήκε ο κόσμος την πραγματική του θέση μέσα στη θεία δημιουργία. Τη φθορά, που δημιούργησε η πτώση, διαδέχτηκε η αφθαρσία. Ο πιστός άνθρωπος δεν ζει πλέον για να πεθάνει, αλλά ζει για να μεταβεί στην αιωνιότητα και να συμβασιλεύει αιώνια με τον Χριστό.
Το μέγα και ανεπανάληπτο γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου είναι για τους πιστούς Του μια διαρκής χαρά και ατέλειωτη αισιοδοξία. Η Ορθοδοξία μας ζει ακατάπαυτα την εορτή του Πάσχα. Κάποιοι ετερόδοξοι μελετητές αποκάλεσαν την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας ως την Εκκλησία της Αναστάσεως, διότι κάθε Κυριακή είναι για μας Πάσχα! Οι άγιοι Απόστολοι έγιναν οι διαπρύσιοι κήρυκες του Ευαγγελίου στα έθνη χάρις στην εμπειρία της Αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού. Τα νέφη των Μαρτύρων θυσίασαν την πολύτιμη ζωή τους χάρις στην βεβαιότητα της Αναστάσεως. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ζούσαν το γεγονός της Αναστάσεως ως μια ατέρμονη προσωπική συγκλονιστική εμπειρία.
Αυτήν ακριβώς την αναστάσιμη χαρά και αισιοδοξία θέλει η αγία μας Εκκλησία να μεταδώσει και σε μας σήμερα. Μας καλεί να αποβάλλουμε το άγχος της καθημερινότητας και κυρίως το φόβο του θανάτου και να διαποτίσουμε την ύπαρξή μας με την μακάρια ελπίδα και της δικής μας ανάστασης, της οποίας τεκμήριο και απαρχή υπήρξε η Ζωηφόρος Ανάσταση του Λυτρωτή μας Χριστού.
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
1. «Ευλογητός ο Θεός» (Λουκ. 1, 68). Ας επαινέσομε σήμερα τον Μονογενή Θεό τον δημιουργό των ουρανίων, αυτόν που έσκυψε πάνω στις μυστικές λαγόνες της γης και με τις φωτοφόρες ακτίνες του φώτισε όλη την οικουμένη. Ας υμνήσομε σήμερα την ταφή του Μονογενούς, την ανάσταση του Νικητή, τη χαρά του κόσμου, τη ζωή των λαών (Ιω. 16, 20. Λουκ. 2, 10). Ας υμνήσομε σήμερα αυτόν που φόρεσε την αμαρτία (Β' Κορ 5, 21). Ας ευφημήσομε σήμερα τον Θεό Λόγο, που ντρόπιασε τη σοφία του κόσμου (Α' Κορ. 1, 20), επιβεβαίωσε την αναγγελία των προφητών, συγκέντρωσε την ομάδα των αποστόλων, διάδωσε την κλήση της Εκκλησίας και τη χάρη του Πνεύματος. Γιατί να, εμείς που κάποτε ήμαστε ξένοι από την επίγνωση του Θεού (Εφ. 2, 13.19), γνωρίσαμε το Θεό και εκπληρώθηκε ό,τι έχει γραφεί: «θα θυμηθούν και θα στραφούν στον Κύριο όλα τα πέρατα της γης και θα πέσουν να τον προσκυνήσουν όλες οι φυλές των λαών» (Ψαλμ. 21, 28).
1. Τελείωσε πια η αληθινή κατάπαυση του Σαββάτου, που δέχτηκε την ευλογία του Θεού, κατά την οποία ο Κύριος αναπαύθηκε από όλα τα έργα του για τη σωτηρία του κόσμου τελώντας το Σάββατο της αργίας του θανάτου και έδειξε τη χάρη και στα μάτια και στις ακοές και στην καρδιά, με τα οποία τελέσαμε την εορτή, με όσα είδαμε, με όσα ακούσαμε και όσων τη χαρά δεχτήκαμε στην καρδιά μας. Γιατί το φως που βλέπουμε με τα μάτια μας ήταν το φως της πύρινης νεφέλης που σκορπίζουν οι λαμπάδες μας μέσα στη νύκτα, ο λόγος που όλες τις νύχτες αντηχεί στις ακοές μας με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές, κυλώντας με την ακοή σαν ένα ρεύμα μέσα στην ψυχή, μας γέμισε από αγαθές ελπίδες, ενώ η καρδιά, γεμάτη χαρά από τα λεγόμενα και βλεπόμενα, σφράγιζε την άφραστη μακαριότητα καθοδηγούμενη από τα φαινόμενα στο αόρατο, ώστε να είναι εικόνα των αγαθών εκείνων, «που ούτε μάτι είδε ούτε αυτί άκουσε ούτε ένιωσε καρδιά ανθρώπου» (Α´ Κορ 2, 9), τα αγαθά αυτής της ανάπαυσης, βεβαιώνοντας με την παρουσία τους την ανείπωτη ελπίδα των μελλοντικών.
2. Επειδή λοιπόν αυτή η φωτεινή νύχτα ένωσε το φως των λαμπάδων με τις ορθρινές ακτίνες του ήλιου κι αποτέλεσε μια συνεχή ημέρα που δεν τη διχοτόμησε η παρεμβολή του σκότους, ας σκεφτούμε, αδελφοί, την προφητεία που λέει, «αυτή είναι η ημέρα που έκανε ο Κύριος» (Ψαλμ. 117, 24), που δε μας προτείνει κάποιο έργο βαρύ και δυσκολοκατόρθωτο, αλλά χαρά και ευφροσύνη και αγαλλίαση, αφού αυτό μας είπε ο λόγος, «ας νιώσομε κατ αυτήν χαρά και αγαλλίαση» (Ψαλμ. 117, 24). Πόσο ωραία εντολή, πόσο ωραία νομοθεσία. Ποιος αναβάλλει ν ακούσει τέτοιες εντολές; Ποιος δε θεωρεί ζημία και τη μικρή αναβολή στην εκτέλεση της εντολής; Η ενέργεια είναι χαρά, η προσταγή αγαλλίαση, που διαλύουν την καταδίκη για αμαρτίες και μεταβάλλονται τα λυπηρά σε χαρά.
3. Αυτό είναι το απόφθεγμα της σοφίας, ότι σε ημέρα χαράς τα κακά αμνηστεύονται (Σοφία Σειρ. 11, 25). Η ημέρα αυτή επέφερε λήθη της πρώτης εναντίον μας απόφασης η καλύτερα όχι λήθη, αλλά αφανισμό. Γιατί έσβησε τελείως οτιδήποτε θύμιζε την καταδίκη μας. Τότε ο τοκετός γινόταν με πόνους (Γεν. 3, 16), τώρα η γέννηση γίνεται χωρίς ωδίνες. Τότε γεννηθήκαμε σάρκες από σάρκα, τώρα ό,τι γεννιέται είναι πνεύμα από Πνεύμα. τότε γεννηθήκαμε υιοί ανθρώπων, τώρα υιοί του Θεού. Τότε από τους ουρανούς ξεπέσαμε στη γη, τώρα ο επουράνιος έκανε ουράνιους κι εμάς. Τότε με την αμαρτία βασίλεψε ο θάνατος, τώρα παίρνει με τη σειρά της την εξουσία η δικαιοσύνη. Ένας άνοιξε τότε την είσοδο του θανάτου και τώρα με έναν μπαίνει στη θέση του θανάτου η ζωή. Με το θάνατο τότε ξεπέσαμε από τη ζωή και τώρα η ζωή αναιρεί το θάνατο. Τότε κρυφτήκαμε από ντροπή με τα συκόφυλλα (Γεν. 2, 7), τώρα πλησιάζομε τιμημένοι το ξύλο της ζωής. Τότε με την παρακοή διωχτήκαμε από τον Παράδεισο, τώρα μπαίνομε μέσα στον Παράδεισο με την πίστη. Πάλι βρίσκεται μπροστά μας και στην εξουσία μας για να τον απολαύσομε ο καρπός της ζωής (Γεν. 2, 9). Πάλι η πηγή του παραδείσου μοιράζεται σε τέσσερις κλάδους (Γεν. 2, 10) και με τα ποτάμια των ευαγγελίων ποτίζει ολόκληρη την Εκκλησία, ώστε και να μεθάνε τα αυλάκια των ψυχών μας, που όργωσε με το αλέτρι της διδασκαλίας ο σπορέας των λόγων (Μάρκ. 4, 15), και να πληθαίνουν της αρετής τα γεννήματα. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουν αυτοί; Τι άλλο παρά να μιμούνται με τα σκιρτήματά τους τα όρη και τα βουνά των προφητών. Γιατί λέει, «τα όρη σκίρτησαν όπως κριάρια και τα βουνά όπως μικρά αρνιά» (Ψαλμ. 113, 4).
4. Ελάτε λοιπόν κι ας χαρούμε με τον Κύριό μας που κατέλυσε τη δύναμη του εχθρού και ύψωσε για χάρη μας το μεγάλο τρόπαιο του σταυρού με τη συντριβή του αντιπάλου μας. Ας αλαλάξουμε.κι αλαλαγμός είναι οι επινίκιες ζητωκραυγές που υψώνουν οι νικητές κατά των νικημένων. Αφού λοιπόν συντρίφτηκε η παράταξη του εχθρού κι ο ίδιος ο αρχηγός της πονηρής δαιμονικής στρατιάς έφυγε και εξαφανίστηκε και κατάντησε πια μηδέν, ας πούμε ότι «ο Θεός είναι μεγάλος Κύριος και μεγάλος βασιλέας σ όλη τη γη» (Ψαλμ. 94,3. 46, 3) «αυτός που ευλόγησε το στέφανο του χρόνου με τα αγαθά της χρηστότητάς του» Ψαλμ. 64, 12) και μας συγκέντρωσε σ αυτήν την πνευματική χοροστασία στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο η δόξα ανήκει στους αιώνες. Αμήν.
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...