
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Δεῖτε σέ video ὑψηλῆς ἀνάλυσης ὅλες τίς εἰσηγήσεις καί τά πορίσματα τοῦ 53ο Παιδαγωγικού Συνεδρίου με θέμα:
Σταυρική πορεία καί ἀνάσταση τοῦ Γένους
πού διεξήχθη στό Πολεμικό Μουσεῖο Ἀθηνῶν καί διοργάνωσε ὁ Σύλλογος Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολικῆς Δράσεως «Ὁ Μέγας Βασίλειος»
ΠΙΕΣΤΕ ΕΔΩ γιά τά VIDEO ,τά κείμενα τῶν περιλήψεων τῶν εἰσηγήσεων καί τά βιογραφικά τῶν εἰσηγητῶν.
Γκρεμίστε όλη την Ελλάδα σε βάθος 100 μέτρων. Αδειάστε όλα τα μουσεία σας, από όλον τον κόσμο. Γκρεμίστε κάθε τι Ελληνικό από όλο τον πλανήτη.
Έπειτα σβήστε την Ελληνική γλώσσα από παντού. Από την ιατρική σας, την. . φαρμακευτική σας. Από τα μαθηματικά σας (γεωμετρία, άλγεβρα). Από την φυσική σας, τη χημεία σας. Από την αστρονομία σας. Από την πολιτική σας. Από την καθημερινότητα σας.
Διαγράψτε τα μαθηματικά, διαγράψτε κάθε σχήμα, κάντε το τρίγωνο-οκτάγωνο, την ευθεία-καμπύλη, σβήστε την γεωμετρία από τα κτίρια σας, τους δρόμους σας, τα παιχνίδια σας, τα αμάξια σας, σβήστε την ονομασία κάθε ασθένειας και κάθε φαρμάκου, διαγράψτε την δημοκρατία και την πολιτική, διαγράψτε την βαρύτητα και φέρτε το πάνω κάτω, αλλάξτε τους δορυφόρους σας να έχουν τετράγωνη τροχιά, αλλάξτε όλα τα βιβλία σας (γιατί παντού θα υπάρχει και έστω μια ελληνική λέξη), σβήστε από την καθημερινότητα σας κάθε ελληνική λέξη, αλλάξτε τα ευαγγέλια, αλλάξτε το όνομα του Χριστού που και αυτό βγαίνει από τα Ελληνικά και σημαίνει αυτός που έχει το χρίσμα, αλλάξτε και το σχήμα κάθε ναού (να μην έχει την ελληνική γεωμετρία), σβήστε τον Μέγα Αλέξανδρο, σβήστε όλους τους Μυθικούς και Ιστορικούς ήρωες, αλλάξτε την παιδεία σας, αλλάξτε το όνομα της ιστορίας, αλλάξτε τα ονόματα στα πανεπιστήμια σας, αλλάξτε τον τρόπο γραφής σας, χρησιμοποιήστε τον αραβικό, διαγράψτε την φιλοσοφία, διαγράψτε, διαγράψτε, διαγράψτε.
Θα πείτε «δεν γίνεται».
Σωστά, δεν γίνεται γιατί μετά δεν θα μπορείτε να στεριώσετε ούτε μία πρόταση! Δεν γίνεται να σβήσει η Ελλάδα, ο Έλληνας, η προσφορά του πάνω σε αυτόν τον πλανήτη.
Η πρόκληση πάντως ισχύει.»
* Ο Ζαν Ρισπέν (Αλγερία 1849 – Παρίσι 1926) ήταν Γάλλος λογοτέχνης και δραματουργός.
Τοῦτες τὶς μέρες ποὺ τὴν πατρίδα μας τὴ δέρνει ἡ φτώχεια καὶ ἡ πείνα, ἡ Χρυσούλα, μεγάλη ὥριμη γυναίκα μὲ δική της τώρα οἰκογένεια, φέρνει στὸ νοῦ τῆς τὴ συγχωρεμένη τὴ γιαγιά της. Χρυσούλα τὴν ἔλεγαν κι ἐκείνη, μὲ παπποὺ ἱερέα εὐλαβικὸ τὸν ὀνομαστὸ πάπα-Γιώργη τὸν Διακουμάτο στὴν περιοχὴ τῆς Οἰτύλου στὴ Λακωνία.
Ἀπ’ τὸ στόμα τοῦ πάπα-Γιώργη ἔβγαινε πάντα χρυσάφι ὁ θεῖος λόγος τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὸν ἔσπερνε παντοῦ καὶ γλύκαινε τοὺς πονεμένους.Στὴ μικρή του τὴ Χρυσούλα ἔκανε μαθήματα μέσα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, τὸ Ὀκτωήχι καὶ τὸ Ψαλτήρι. Τί στιγμὲς ἦταν ἐκεῖνες! Σμίλευε ὁ ἀκούραστος λευΐτης μὲ τὴ σμίλη τοῦ Πνεύματος τὴν ἄκακη καὶ ἀθώα ψυχὴ τῆς ἐγγονούλας του, τὴν μάθαινε νὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεό, νὰ συγχωρεῖ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ σκορπίζει καλοσύνες σὲ ἐχθροὺς καὶ φίλους. Ποτὲ δὲν ξεχνοῦσε -ἡ μακαρίτισσα τώρα- γιαγιὰ τὴ μεγάλη μορφὴ τοῦ ἱερέα παπποῦ της ποὺ γιὰ τὸ χωριὸ δὲν ἦταν μόνο παπὰς ἀλλὰ καὶ δάσκαλος καὶ συμφιλιωτὴς καὶ παρηγορητής, ἄγγελος ἦταν γιὰ ὅλο τὸ χωριὸ τοὺς ὁ πάπα-Γιώργης. Μεγάλωσε κάποτε ἡ μικρὴ Χρυσούλα. Ἔκανε τὴ δική της οἰκογένεια, καὶ ἔμενε στὸ Ἐλαιοχώρι. Τέσσερα κορίτσια καὶ ἕνα ἀγόρι τῆς εἶχε χαρίσει ὁ Πανάγαθος. Μικρὰ ἦταν ὅλα τότε. Ποῦ νὰ τ’ ἀφήσει; Τὰ χωράφια τοὺς εἶχαν ἀπαιτήσεις. Ἤθελαν χέρια δυνατὰ καὶ....
σκληρὰ νὰ τὰ δουλεύουν. Καὶ κεῖνα ἄμειβαν. Καὶ δίναν πλούσιο τὸν καρπό τους γιὰ νὰ τρέφουν τὴ φτωχὴ οἰκογένειά τους.
Ἡ Χρυσούλα ἦταν πρώτη στὸ νοικοκυριό. Δὲν ὑστεροῦσε ὅμως καὶ στὰ ἀγροτικά. Ποτὲ δὲν ἤθελε ν’ ἀφήνει τὸν ἄνδρα τῆς μόνο του. Ἔτρεχε καὶ αὐτὴ ἀπὸ κοντά του. Πρωὶ-πρωί, πρὶν ἀκόμη καλὰ-καλὰ φέξει ὁ ἥλιος, ξεκινοῦσε μὲ τὴ δροσιά. Ἀπὸ κοντὰ καὶ τὰ παιδιά τους, μικρούλια τότε. Τ’ ἄφηνε ξένοιαστα νὰ παίζουν μὲ τὰ χώματα ἢ νὰ κυνηγᾶνε πεταλοῦδες ἢ ἄλλοτε νὰ παίζουν κρυφτὸ στὰ χαλάσματα τοῦ φράχτη τοῦ κτήματος.
Καὶ κατὰ τὸ μεσημεράκι ὅταν ἔφθανε ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ, μάζευε γύρω τὰ μικρά της. Ἔκαναν ὅλοι μαζὶ τὸ σταυρό τους κι ἔλεγαν τὸ «Πάτερ ἠμῶν». Σὲ κάποιο γεῦμα ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ταγάρι τῆς τὸ καλοζυμωμένο καρβέλι καὶ κοίταξε τὰ παιδιά της στὰ μάτια. Πάντα εἶχε ἕνα μικρὸ λόγο σοφὸ νὰ τοὺς πεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως τοὺς εἶπε κάτι ἄλλο: «Αὐτὸ τὸ καρβέλι εἶναι δικό σας! Πῶς θέλετε, παιδιά μου, νὰ σᾶς τὸ μοιράσω τὸ ψωμί, σὰν Θεὸς ἢ σὰν ἄνθρωπος;».
Καὶ κεῖνα μ’ ἕνα στόμα εἶπαν: «Μαμά, σὰν Θεός!». Γιατί ἤξεραν, τὸ ‘χᾶν μάθει καλὰ τὸ μάθημα, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας καλοκάγαθος ποὺ ὅλα τὰ μοιράζει δίκαια. Καὶ ἤθελαν νὰ ἀπολαύσουν τὴ δίκαιη μοιρασιὰ τοῦ Θεοῦ.Πῆρε λοιπὸν τὸ καρβέλι ἡ μάννα, τὸ σταύρωσε, τὸ ἀσπάστηκε μὲ εὐλάβεια (ἔτσι ἔκανε πάντα) καὶ ἄρχισε μετὰ νὰ κόβει μὲ τὸ χέρι της καὶ νὰ δίνει στὸ καθένα τὸ μερίδιό του. Τὰ μικρὰ πεινασμένα ἅρπαξαν μὲ λαχτάρα τὸ ψωμάκι καὶ ἔβαλαν τὴν πρώτη μπουκιὰ κιόλας στὸ στόμα. Ὅμως ἡ μάννα φρόντισε ν’ ἀφήσει ἐκείνη τὴν ἡμέρα περίσσευμα τὸ μισὸ καρβέλι.
Τὰ μικρὰ τρώγοντας λοξοκοιτοῦσαν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο ἂν κρατοῦσαν ὅλα τὴν ἴδια μερίδα. Εἶδαν μετὰ τὴ μητέρα τους ποὺ καλοδίπλωσε πίσω τους τὸ ὑπόλοιπο μισὸ καρβέλι καὶ τὸ ‘βάλε βιαστικὰ πάλι μέσα στὸ ταγάρι. Καὶ ἐκεῖνα ἀπορημένα ρώτησαν: «Μαμά, γιατί μᾶς στέρησες τὴ δίκαιη μοιρασιά; Ἐμεῖς σου εἴπαμε νὰ μᾶς μοιράσεις τὸ ψωμὶ σὰν Θεός, ὄχι σὰν ἄνθρωπος».
Κι ἐκείνη μὲ σοβαρότητα ἀπάντησε: «Καλά μου παιδιά, σὰν Θεὸς σᾶς τὸ μοίρασα. Ὁ Θεὸς φροντίζει γιὰ ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου, καὶ γιὰ κεῖνα ποὺ δὲν ἔχουν νὰ φᾶνε. Τὸ ὑπόλοιπο καρβέλι ὁ Θεὸς θέλει νὰ τὸ πᾶμε στὰ φτωχὰ παιδάκια».
Ἔκπληκτα ἄκουσαν τὰ μικρὰ τὸ μεγάλο μάθημα γιὰ τὴν ἀγάπη. Καὶ ἔτρεξαν ἀμέσως μὲ χαρὰ νὰ βοηθήσουν στὶς φτωχογειτονιὲς τοῦ χωριοῦ ὅσα παιδάκια δὲν εἶχαν νὰ φᾶνε. Κι αὐτὸ δὲν τὸ ‘κάναν μόνο μία φορά…
Πέρασαν ἀπὸ τότε πολλὰ χρόνια. Δὲν ζοῦν κεῖνες οἱ ἁγιασμένες μορφὲς ποὺ ἔζησαν στὴ φτώχεια ἀλλὰ ἦταν τόσο πλούσιες.
Ἔφυγαν! Ἔφυγαν καὶ μᾶς ἄφησαν κληρονομιὰ βαριά, ἀτίμητη σὲ ἀξία, παράδειγμα ψυχῆς ἀρχοντικῆς, ποὺ ξέρει νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ σκορπίζει ὅπως ὁ Θεὸς δῶρα καὶ καλοσύνες μὲ δικαιοσύνη σὲ ὅλο τὸν κόσμο.
Τοῦτες τὶς μέρες ποῦ τὴν πατρίδα μας τὴ δέρνει ἡ φτώχεια καὶ ἡ πείνα, ἡ Χρυσούλα, ἡ ὥριμη γυναίκα, τὰ θυμήθηκε ὅλα. Καὶ τὰ λέει στὶς φίλες της ὅλα ὅσα ζοῦσαν καὶ ἔκαναν τότε οἱ παλιοί, οἱ φτωχοὶ οἱ δικοί μας πρόγονοι καί… ἡ δική της γιαγιά.
Σήμερα τὰ θυμήθηκε ὅλα ξανὰ καθὼς εἶδε κάτω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τῆς προσκλητήριο ἀγάπης, τυπωμένο χαρτὶ ἀπὸ τὸν ἐφημέριό της ἐνορίας της, ποὺ ἔλεγε:
«Σήμερα κανένας νὰ μὴ μείνει πεινασμένος στὴν ἐνορία μας. Βοήθησε καὶ σὺ ὅσο μπορεῖς».
Βούρκωσε!… Εἶναι καὶ αὐτὴ πνιγμένη στὰ χρέη, ὅμως τὸ ψωμὶ στὸ φτωχὸ θὰ τὸ δίνει καὶ αὐτή. Ζυμωμένο ἀπὸ τὰ δικά της τὰ χέρια. Κάθε μέρα θὰ τὸ πηγαίνει στὸν καλό τους ἱερέα ποῦ γνωρίζει καλὰ τὰ ἀνήμπορα σπίτια!…
Πηγή : περιοδικό «ο Σωτήρ» τεύχος 2059 σελ. 45
Από τις πολλές μομφές των νεοειδωλολατρών κατά των Χριστιανών, τρείς είναι οι βασικώτερες.
Α) Η πρώτη κατηγορία, που προσάπτουν στον Χριστιανισμό, είναι ότι «οι ρίζες της Πίστεώς μας, και συγκεκριμένα η Παλαιά Διαθήκη, είναι δήθεν απλώς Εβραϊκή Ιστορία, συνεπώς εβραϊκή υπόθεση, που δεν αφορά εμάς τους Έλληνες»1 . Θεωρούν ότι ο Χριστιανισμός είναι «εβραϊκή αίρεση». Ουσιαστικά απορρίπτουν την Παλαιά Διαθήκη ως δήθεν «εβραϊκή μυθολογία» και επιτίθενται εμπαθώς κατά της Καινής Διαθήκης και των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας.
Ανασκευάζοντας αυτή την πλάνη των νεοειδωλολατρών, αναφέρουμε εν συνόψει τί διδάσκει η Ορθόδοξος Εκκλησία για την σχέση μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης.
Η Παλαιά Διαθήκη είναι η ιερά βίβλος των πρώτων Χριστιανών, ιδίως πριν η Εκκλησία αποφανθεί για τον Κανόνα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Οι άγιοι Απόστολοι και οι πρώτοι πιστοί στον Χριστό δεν διανοήθηκαν καν να την θεωρήσουν ‘ιουδαϊκή’ ή απλώς ως μια συλλογή της Εβραϊκής Ιστορίας, αλλά αντιθέτως από πολύ νωρίς την ένιωθαν ως ‘Λόγον Θεού’, την περιέβαλαν με πολύ σεβασμό και κύρος και τα αναγνώσματά της ήταν και είναι ιδιαίτερα προσφιλή και ενισχυτικά στον πνευματικό αγώνα όλων των Χριστιανών. Η Παλαιά Διαθήκη, μέρος ούσα της Αγίας Γραφής, είναι και αυτή θεόπνευστος.
Η Παλαιά Διαθήκη μας μιλά για τους ‘ανθρώπους του Θεού’, τους Προπάτορες του Κυρίου, κατά το ανθρώπινο, φανερώνοντας έτσι την άρρηκτη συνέχειά της με την βίβλο της εποχής της Χάριτος. Η Παλαιά Διαθήκη είναι η βάση για την Καινή Διαθήκη. Είναι η προετοιμασία για την έλευση του Θεανθρώπου Χριστού.
Είναι, επίσης, πασίδηλος ο παγκόσμιος χαρακτήρας και η προοπτική της για την σωτηρία όλων των ανθρώπων. Αυτό φαίνεται εμφανέστατα στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Οι Προφήτες προετοίμαζαν με τις διδασκαλίες και τις προφητείες τους όλα τα έθνη για την παρουσία του Χριστού, ώστε να αποκτήσουν γνώση και ευσέβεια του αληθινού Θεού, ο Οποίος γνωριζόταν παλαιά μόνο από τους Εβραίους.
Ο άγιος Θεός, «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς», δεν είναι προσωπολήπτης. Αγαπά εξ ίσου όλους τους ανθρώπους και όλους τους λαούς. Απευθύνει τα σωτήρια κελεύσματά του σε όλους αδιακρίτως και ευλογεί τους «αγαθούς τη καρδία». Η Παλαιά Διαθήκη είναι γεμάτη με σχετικά νοήματα, που αναφέρονται στον οικουμενικό και παγκόσμιο αυτόν χαρακτήρα της μελλούσης σωτηρίας όλων των λαών της γης διά της ευσεβείας πρς τον μόνο αληθή Θεό.
Οι Εβραίοι, που καυχώνταν ότι τάχα μόνο αυτούς (ως έθνος και φυλή) από τα υπόλοιπα έθνη προτίμησε ο Θεός και ότι δήθεν μόνο αυτούς αξίωσε των θείων επαγγελιών Του, καταισχύνονται τώρα από τις αποδείξεις του εναντίου, αφού μαρτυρείται (από τους ίδιους μάλιστα τους Προφήτες τους), πως δεν τους δόθηκε τίποτε περισσότερο ή ανώτερο απ’ό,τι σε όλα τα άλλα έθνη. Μάλιστα προβλέποντας τα μέλλοντα, μιλούν οι άγιοι Προφήτες εν Πνεύματι αγίω για την αποστροφή του Θεού προς τους αποστάτες Εβραίους, όπως επίσης και για την εκπλήρωση των επαγγελιών Του σε όλο τον κόσμο, σε όλους τους ανθρώπους, σε όλα τα έθνη, που θα δεχθούν και θα εγκολπωθούν την Αλήθειά Του.
Όσοι αποδεχόμασθε την Παλαιά Διαθήκη του Θεού εν Χριστώ (όπως και εμείς οι Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί) καθιστάμεθα πραγματικοί υιοί των Πατέρων και Δικαίων και των Προφητών της και γινόμαστε κληρονόμοι της και οι υποθέσεις και τα νοήματά της γίνονται κληρονομιά μας προς Θεογνωσία και σωτηρία.
Η Πίστη μας δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου». Η ευσέβειά μας δεν είναι υπόθεση των Εβραίων (άλλωστε αυτοί την κατεφρόνησαν). Δεν είναι μόνο γι’αυτό ή το άλλο έθνος. Είναι πανανθρώπινη, αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, σώζει όλο τον άνθρωπο και κατέχει την πληρότητα και ολότητα της αληθείας.
Έτσι κι εμείς οι πρώην εθνικοί, ειδωλολάτρες, Έλληνες δεχθήκαμε και σεβόμαστε την Παλαιά Διαθήκη, διότι έχει ως σκοπό και προοπτική της την πανανθρώπινη, την παγκόσμιο σωτηρία. Με την αποδοχή, λοιπόν, της Παλαιάς Διαθήκης (έχοντάς την ως στερεά βάση), δεν απορρίψαμε τον Ναζωραίο ή Γαλιλαίο (όπως ειρωνικά ή υποτιμητικά Τον αποκαλούν οι νεοειδωλολάτρες) Ιησού, τον Θεάνθρωπο Κύριο, αλλά Τον πιστέψαμε, Τον αναγνωρίσαμε ως Κύριο και αγαθό Δημιουργό του σύμπαντος 2.
Β) Η δεύτερη μομφή είναι ότι οι Χριστιανοί, εν ονόματι δήθεν της πίστεως στον Χριστό, κατέστρεψαν τα έξοχα έργα τέχνης του αρχαίου Ελληνικού κόσμου και πολιτισμού.
Ανασκευάζοντας αυτή την κατηγορία και μη έχοντας διάθεση να καλύψουμε κάποιες μεμονωμένες ενέργειες, μέσα στα συγκεκριμένα πάντοτε δεδομένα της τότε εποχής και φυσικά μετά από αιώνες απηνών διωγμών, αναφέρουμε σε αντιδιαστολή ότι υπάρχουν πολλές αναφορές για Χριστιανούς, που με προσωπική τους πρωτοβουλία έσωσαν και διατήρησαν έργα της αρχαιότητος.
Η εχθρική στάση των Χριστιανών προς τα παγανιστικά ιερά ούτε γενικό φαινόμενο υπήρξε, ούτε συστηματική πολιτική.
Η εκτίμηση προς όλα τα ωραία της αρχαιότητος είναι δεδομένη για τους Χριστιανούς. Για παράδειγμα, ο Μέγας Έλληνας και Χριστιανός Ιεράρχης άγιος Βασίλειος ο Μέγας προτρέπει τους νέους να επιλέγουν μεν, σαν τις μέλισσες, ό,τι καλό υπάρχει στα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων, να αφήνουν και να αποφεύγουν δε ό,τι αισχρό.
Δεν θα πρέπει, επίσης, να παραβλέψουμε ότι τα πλείστα των ελληνικών χειρογράφων διασώθηκαν από την Εκκλησία, από τους Χριστιανούς και πιο συγκεκριμένα σε Μοναστήρια, όπως στο Άγιον Όρος.
Επομένως, αν οι ειδωλολάτρες άδικα μέμφονται τους Χριστιανούς για συστηματικές βιαιότητες στα έργα τέχνης και πολιτισμού και εν ονόματι μάλιστα της εις Χριστόν πίστεως, εμείς, αποκρούοντας και αντιστρέφοντας τις μομφές τους, τους καταγγέλλουμε για ανεπανάληπτες και αμίμητες σ’όλη την Ιστορία ωμότητες και φρικιαστικές εκτελέσεις εκατομμυρίων ανθρωπίνων προσώπων για λόγους και μόνο συνειδήσεως και πίστεως στον Χριστό.
Γ) Τέλος, η τρίτη μομφή κατά των Χριστιανών είναι ότι τάχα είμασθε μισέλληνες.
Απέναντι σ’ αυτή τη μομφή απαντάμε ότι καυχόμαστε, με την Χάριν του Θεού, που είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί Έλληνες, με μεγάλη πνευματική ευθύνη για την σύγχρονη παρουσία μας στον κόσμο. Καυχόμαστε με μια ταπεινή καύχηση, πρώτον για την αληθινή και αμώμητο Πίστη στον Θεάνθρωπο Χριστό, και δεύτερον και για την πατρίδα μας, για την ένδοξη καταγωγή μας, για την παγκοσμίως και διαχρονικά αναγνωρισμένη προσφορά των προγόνων μας στον πολιτισμό, τις τέχνες, τις επιστήμες, την παιδεία, την φιλοσοφία. Καυχόμαστε, επίσης, που οι αρχαίοι Έλληνες πρόγονοί μας ήταν πολύ θεοφοβούμενοι. Ενθυμούμασθε όλοι τί είπε ο Απ. Παύλος, όταν πέρασε από την Αθήνα, για να κηρύξει το Ευαγγέλιο :«Άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα ως δεισιδαιμονεστέρους υμάς θεωρώ»3. Παραλλήλως, είναι παροιμιώδης η έκφραση «από θεού άρχεσθαι» των αρχαίων Ελλήνων. Η ζωή τους δεν ήταν ανθρωποκεντρική, αλλά θεοκεντρική. Καυχόμαστε, που καταγόμαστε από μια τέτοια φυλή, που με το ανήσυχο πνεύμα της, πνεύμα προβληματισμού και ερεύνης, δεν αναπαυόταν σε μια υλιστική ζωή, με αποκλειστικά γήινο και εμπαθές περιεχόμενο, αλλά αναζητούσε το ανώτερο, το πνευματικό, το ουράνιο. Απ’αυτούς, παρά το σκότος της αγνωσίας και της ειδωλολατρείας, αναπτύχθηκε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός. Τέλος, καυχόμαστε εμείς οι σύγχρονοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί Έλληνες, που στα πρόσωπα μεγάλων αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων αναγνωρίζουμε, κατά κάποιον τρόπο, Έλληνες προ Χριστού Προφήτες και τους εικονίζουμε στους εξωνάρθηκες των Εκκλησιών μας.
Όντως, λοιπόν, ηγέρθη ο Ελληνισμός. Από τα αινίγματα και τους μύθους πέρασε στην εξ ουρανού αποκάλυψη. Από την ασχημάτιστη και αόριστη ελπίδα πέρασε στην προσδοκία των Εθνών. Από τον βωμό του αγνώστου Θεού πέρασε στο ιερό βήμα της Εκκλησίας. Και, τέλος, από την ειδωλολατρεία πέρασε στην Ορθοδοξία.
Είναι εμφανής η αδυναμία των Ελλήνων νεοειδωλολατρών να αντιληφθούν την χριστιανική ιστορική συνέχεια του αρχαίου Ελληνισμού.
Η Εκκλησία προσέλαβε τον Έλληνα άνθρωπο, τον βάπτισε, τον καθάρισε, τον φώτισε και τον έκανε Χριστιανό Έλληνα. Tον μεταμόρφωσε. Εξαιτίας αυτής της μεταμόρφωσης μπορούμε να μιλάμε για ελληνορθοδοξία και για ελληνορθόδοξη παράδοση. Τώρα θέλουν τον φωτισμένο άνθρωπο να τον ξεβαπτίσουν και να τον υποτάξουν και πάλι στο σκοτάδι της ειδωλολατρείας και της αθεΐας.
Οφείλουμε σήμερα να μην αφήσουμε τους νεοπαγανιστές να μας περάσουν τα σχέδιά τους, τα οποία εξυπηρετούν το αντίχριστο κίνημα της «Νέας Εποχής» και της παγκοσμιοποιήσεως και που τελικά γι’αυτό δεν είναι μόνο αντιχριστιανικά, αλλά και ανθελληνικά.
1) Νεο-ειδωλολατρικές περιπλανήσεις και η αληθής εμπειρία της Εκκλησίας μας, εκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2002, σ. 42.
2) Νεο-ειδωλολατρικές..., σσ. 42-54.
3) Πράξ. 17, 22.
Εν Πειραιεί 10-2-2013
Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Τις δοκιμασίες και τις θλίψεις, που έρχονται και παρέρχονται και ξεχνιούνται, μην τις αντιμετωπίζης με άλογη απελπισία. Ο χρόνος φέρνει τη λήθη και η λήθη την παρηγοριά και τη θεραπεία κάθε κακού. Όλα είναι περαστικά και φευγαλέα, η ευτυχία και η δυστυχία, η χαρά και η λύπη, η ηδονή και ο πόνος, η ζωή και ο θάνατος. Τα μόνα μόνιμα και αμετάβλητα είναι η αιώνια ζωή και η αιώνια κόλασις. Αυτό μην το ξεχνάς ποτέ.
Ακόμη κι αν αμάρτησες τόσο όσο κανείς άλλος άνθρωπος πάνω στη γη, πάλι μην απελπίζεσαι. Δεν υπάρχει αμάρτημα ικανό να νικήση την ευσπλαχνία του Θεού. Όλα τα αμαρτήματα όλων των ανθρώπων μαζί δεν μπορούν να συγκριθούν με την άβυσσο του θείου ελέους. Η ευσπλαχνία του Θεού μας σώζει δωρεάν.
Όσο αμαρτωλός κι αν είσαι στρέψε το βλέμμα σου στον Κύριο, «τον δι' ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών», και θα σωθής κι εσύ όπως σώθηκαν χιλιάδες αμαρτωλών μέσα στους αιώνες. Μόνο σταμάτησε την αμαρτία, μετανόησε βαθιά και ειλικρινά, εξομολογήσου στον πνευματικό και ξεκίνα μια νέα εν Χριστώ ζωή. Ο ψαλμωδός σου δείχνει τον δρόμο: «Την αμαρτίαν μου εγνώρισα και την ανομίαν μου ουκ εκάλυψα. Είπα· εξαγορεύσω κατ' εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω· και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου» (Ψαλμ. 31. 5).
Μην αγανακτής που τα πράγματα δεν έρχονται πάντοτε όπως τα θέλεις εσύ στη ζωή σου. Δεν είναι δυνατόν, αλλά και συμφέρον σου δεν είναι, να γίνωνται όλα κατά τη σκέψι σου, κατά την επιθυμία σου, κατά το θέλημά σου. Η σκέψις σου πολύ συχνά είναι πλανεμένη, η επιθυμία σου εμπαθής, το θέλημά σου ολότελα εγωιστικό. Και ο παντογνώστης Θεός φυσικά το γνωρίζει αυτό, έστω κι αν εσύ δεν το συνειδητοποιής. Γι' αυτό και δεν επιτρέπει να εκπληρώνονται πάντα οι επιθυμίες σου, για να μη βλαφθή η ψυχή σου, ο πιο πολύτιμος θησαυρός που διαθέτεις. «Τί γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή;» (Ματθ. 16. 26).
Άφησε λοιπόν τον εαυτό σου στα χέρια του Θεού, εγκατάλειψέ τον στην πανάγαθη βούλησί Του. Έγινε κάτι όπως το ήθελες; Ευχαρίστησέ Τον. Δεν έγινε; Δόξασέ Τον. Τίποτε δεν σου είναι αναγκαίο, εφ' όσον δεν σου το δίνει ο Θεός. Τίποτε, εκτός από ένα: να μην αποξενωθής από Εκείνον και τη χάρι Του. Γι΄ αυτό «επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και αυτός σε διαθρέψει· ου δώσει εις τον αιώνα σάλον τω δικαίω» (Ψαλμ. 54. 23).
Για τρεις λόγους κυρίως ο πανάγαθος Θεός δεν εκπληρώνει τις επιθυμίες μας και παραχωρεί τις δοκιμασίες στη ζωή μας. Πρώτον, για να συναισθανθούμε την αδυναμία μας, ν' αποδεσμευθούμε από την αυτάρκεια και την εγωιστική αυτοπεποίθησή μας, και να αναθέσουμε με ταπείνωσι κάθε ελπίδα μας σ' Εκείνον. Δεύτερον, για να μας ασκήση στην καρτερία και την υπομονή, που φέρνει πολύ πνευματικό καρπό στην ψυχή, καθώς μας βεβαιώνει παρηγορητικά και ο απόστολος: «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν· η δε υπομονή έργον τέλειον εχέτω, ίνα ήτε τέλειοι και ολόκληροι, εν μηδενί λειπόμενοι» (Ιακ. 1. 2-4). Και τρίτον, σαν πάνσοφος και αλάθητος γιατρός ο Κύριος, ανατρέπει συχνά τις επιθυμίες μας και παραχωρεί πικρίες και χτυπήματα για ν' απομακρύνη τον νου και την καρδιά μας από τη λατρεία των υλικών πραγμάτων, από την αιχμαλωσία της γης, και να μας ωθήση στην αναζήτησι του ουρανού και των αιωνίων αγαθών. «Το γαρ παραυτίκα ελαφρόν της θλίψεως ημών καθ' υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ημίν, μη σκοπούντων ημών τα βλεπόμενα, αλλά τα μη βλεπόμενα· τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια» (Β' Κορ. 4. 17-18).
Όσες θλίψεις υπομείνης με ευγνωμοσύνη και δοξολογία προς τον Θεό, που κατεργάζεται μ' αυτό τον τρόπο την ψυχή σου, τόσες άρρητες παρηγοριές θα λαβής απ' Αυτόν, καθώς βεβαιώνει και ο προφήτης: «Κύριε, κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου αι παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχήν μου» (Ψαλμ. 93. 19).
«Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε· αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιω. 16. 33). Ο Κύριος επιβεβαιώνει, προειδοποιεί και ενθαρρύνει. Θέτει το πρόβλημα. Δίνει και τη λύσι. Οι θλίψεις αναπόφευκτες. Αλλά και η νίκη του πιστού, του πιστού που γνωρίζει καλά πως «δια πολλών θλίψεων δει εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πραξ. 14. 22), θα είναι ένδοξη και περίτρανη, σαν τη νίκη του Κυρίου μας, που «εξήλθε νικών και ίνα νικήση» (Αποκ. 6. 2).
«Πολλαί αι θλίψεις των δικαίων και εκ πασών αυτών ρύσεται αυτούς ο Κύριος» (Ψαλμ. 33. 20). Απορείς: Γιατί οι δίκαιοι ζουν συνήθως μέσα σε θλίψεις και δοκιμασίες, ενώ οι αμαρτωλοί και άδικοι μέσα στην άνεσι, τον πλούτο, τη δόξα, την ευμάρεια; Μη θαυμάζης; «Ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγεί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται» (Παροιμ. 3. 12). Όχι βέβαια για τιμωρία, «αλλ' εις νουθέτησιν μαστιγοί Κύριος τους εγγίζοντας αυτώ» (Ιουδίθ 8. 27). Δυστυχείς και θλίβεσαι και πειράζεσαι; Χαίρε, γιατί ο Κύριος ασχολείται μαζί σου, είναι δίπλα σου. Ευτυχείς και πλουτείς και δοξάζεσαι; Πρόσεξε μήπως απομακρυνθής από τον Κύριο και μείνης μόνος σου, πλούσιος σε επίγεια αλλά φτωχός σε ουράνια αγαθά. Φτωχός στη ζωή, φτωχός και στον θάνατο: «Μη φοβού, όταν πλουτήση άνθρωπος ή όταν πληθυνθή η δόξα του οίκου αυτού· ότι ουκ εν τω αποθνήσκειν αυτόν λήψεται τα πάντα, ουδέ συγκαταβήσεται αυτώ η δόξα αυτού» (Ψαλμ. 48. 17-19).
Όλοι οι άγιοι πέρασαν τη ζωή τους μέσα στον πόνο και τη θλίψι, στη στέρησι και την ασθένεια, στους διωγμούς και τα βάσανα. Κι εσύ; Θέλεις να ζήσης χωρίς αυτά τα ψυχοσωτήρια δώρα; Θέλεις λοιπόν ν' αποκοπής από τον χορό των εκλεκτών του Θεού;... Μη γένοιτο! Παρηγορήσου όμως με τη σκέψι ότι ο Κύριος δεν θα παραχωρήση ποτέ να σε βρη πειρασμός που να ξεπερνά την αντοχή σου, πνευματική ή σωματική. «Πιστός ο Θεός, ος ουκ εάσει υμάς πειρασθήναι υπέρ ο δύνασθε, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι υμάς υπενεγκείν» (Α' Κορ. 10. 13), διαβεβαιώνει ο απόστολος. Γι' αυτό και δεν υπάρχει θλίψις χωρίς τέλος, δεν υπάρχει δάκρυ που να μη στεφανωθή με τη χαρά. «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός και εις το πρωΐ αγαλλίασις» (Ψαλμ. 29. 6).
Οι Άγιοι Πάντες «εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής· ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον, περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ην άξιος ο κόσμος» (Εβρ. 11. 36-38), «οδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εκ γένους, κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις· εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψει, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι» (Β' Κορ. 11. 26-27). Και όμως, ολ' αυτά τα υπέμειναν και τ' αντιμετώπισαν «εν αγνότητι, εν γνώσει, εν μακροθυμία, εν χρηστότητι, εν Πνεύματι Αγίω» (Β' Κορ. 6. 6). Ενώ εσύ, με το παραμικρό συγχύζεσαι, απογοητεύεσαι, οργίζεσαι, ολιγοπιστείς. Εκείνοι, αν και άγιοι και ευάρεστοι στον Θεό, τα υπέμειναν όλα αγόγγυστα. Εσύ, που κάθε μέρα αμαρτάνεις και θλίβεις τον Θεό, δυσαρεστείσαι και με την πιο μικρή δυσκολία.
Διωγμένοι, βασανισμένοι, εξευτελισμένοι οι άγιοι, «επορεύοντο χαίροντες... ότι υπέρ του ονόματος αυτού (του Ιησού) κατηξιώθησαν ατιμασθήναι» (Πραξ. 5. 41). Εσύ, αναπαυμένος στην ευμάρειά σου, λυπάσαι και απελπίζεσαι και με την πιο ασήμαντη παιδαγωγική δοκιμασία του Θεού. Αλήθεια, πόσο μακριά Του είσαι!
Δεν έχεις φόβο Θεού, γι’ αυτό σε κυριεύει ο φόβος των δοκιμασιών. Δεν πενθείς για τις αμαρτίες σου, γι' αυτό είσαι λιπόψυχος. Δεν έχεις «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην» (Ψαλμ. 50. 19), γι' αυτό δεν είσαι ανδρείος στους πειρασμούς. Όποιος έχει φόβο Θεού, όποιος έχει κατά Θεόν πένθος, όποιος έχει ταπείνωσι δεν φοβάται ποτέ τις δοκιμασίες. Και δυναμωμένος με τη χάρι του Θεού πολεμά και νικά και αναμένει την εκπλήρωσι των λόγων Του: «Ο νικών έσται αυτώ ταύτα, και έσομαι αυτώ Θεός και αυτός έσται μοι υιός. Τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις... το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη εν πυρί και θείω, ο εστίν ο θάνατος ο δεύτερος» (Αποκ. 21. 7-8).
Αν κάποιος σε προσβάλη, σε θίξη, σε συκοφαντήση, σε βλάψη άδικα και αδικαιολόγητα με οποιονδήποτε τρόπο, μην οργισθής εναντίον του, μη μνησικακήσης, μην κυριευθής από εκδικητικότητα. Αντίθετα, ταπεινώσου, κλάψε με συντριβή καρδίας και προσευχήσου ικετευτικά στον Κύριο να συγχωρήση τις αμαρτίες σου. Γι΄ αυτές τις αμαρτίες παραχωρεί ο Θεός να σου συμβαίνουν όλα αυτά, για να ταπεινωθής και να διορθωθής. Πίστεψε βαθιά μέσα σου πως είσαι άξιος τέτοιας, κι ακόμη χειρότερης συμπεριφοράς εκ μέρους των ανθρώπων. Και δέξου την με ευγνωμοσύνη σαν φάρμακο θεραπευτικό της άρρωστης ψυχής σου. Υπόμεινε τώρα εδώ άδικα, για να μην υποφέρης εκεί δίκαια. Καταδικάσου εδώ στη γη, έστω κι αν είσαι ανένοχος, για να μην καταδικασθής αιωνίως στον ουρανό σαν ένοχος. Δεν είναι σπουδαίο κατόρθωμα το να εκδικηθής αυτόν που σ' έβλαψε. Είναι όμως αληθινός ηρωισμός, είναι ψυχικό μεγαλείο το να υπομείνης το κακό αγόγγυστα και με ευγνωμοσύνη προς τον Θεό. Ούτε το να πάσχης δίκαια είναι σπουδαίο. «Ποίον γαρ κλέος, ει αμαρτάνοντες και κολαφιζόμενοι υπομενείτε; Αλλ' ει αγαθοποιούντες και πάσχοντες υπομένειτε, τούτο χάρις παρά Θεώ. Εις τούτο γαρ εκλήθητε» (Α' Πέτρ. 2. 20-21).
(Από το βιβλίο "Πνευματικό Αλφάβητο" του Αγίου Δημητρίου Ροστώφ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, 1996)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1393
Για μια ακόμη φορά, οι Έλληνες Πομάκοι της Θράκης, μας κάνουν όλους περήφανους με τη στάση τους και τη αγάπη τους για την κοινή μας πατρίδα. Όπως διαβάσαμε στο «ΕΝ ΚΡΥΠΤΩ» ο Πανελλήνιος Σύλλογος Πομάκων με ανακοίνωση του εκφράζει την ικανοποίηση του για την τροποποίηση του νόμου 3536/2007 και ειδικότερα την αλλαγή του καθεστώτος διορισμού ιμάμηδων, κατηγορώντας τη Τουρκία για προσπάθεια «καπελώματος» της μουσουλμανικής μειονότητας.
Η σχετική ανακοίνωση-καταπέλτης για τις απαράδεκτες μεθοδεύσεις της Άγκυρας, ευχόμενοι να συνοδεύσουν κάποια στιγμή τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου θα βοηθηθούν αποτελεσματικά να θέσουν σε ευρωπαϊκό – τουλάχιστον – επίπεδο την καταπίεση που υφίστανται από τους μηχανισμούς του τουρκικού προξενείου:
«Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Πομάκων χαιρετίζει την τροποποίηση του νόμου 3536/2007 αναφορικά με το διορισμό των μουσουλμάνων ιεροδιδασκάλων (ιμάμηδων). Συγχαίρουμε όλους τους βουλευτές που δεν υπέκυψαν στις πιέσεις και στους εκβιασμούς.
Η ψήφιση της τροποποίησης συμβάλλει τα μέγιστα στην ισονομία και ισοπολιτεία μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Οι διαδικασίες αυτές αποτελούν εσωτερικό ζήτημα της Ελληνικής Δημοκρατίας και δεν έχει κανένα δικαίωμα να αναμιγνύεται η Τουρκία ή άλλος ξένος παράγοντας. Το ζήτημα δεν σχετίζεται με κανένα τρόπο, νομικό ή ιστορικό με την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Εάν η Τουρκία επιθυμεί εκλογή μουφτήδων ή ιμάμηδων θα πρέπει να δώσει η ίδια το παράδειγμα και να εφαρμόσει τις εκλογές στην επικράτειά της. Άλλωστε η εκλογή ιερωμένων αντίκειται στον ίδιο τον ισλαμικό νόμο καθώς θα σπείρει μίσος, διχόνοια και ανταγωνισμό ανάμεσα στους πιστούς.
Η απαίτηση της Τουρκίας για εκλογές έχει καθαρά πολιτικές σκοπιμότητες οι οποίες στρέφονται τόσο κατά της κυριαρχίας της Ελλάδας στην ελληνική Θράκη όσο και κατά των μουσουλμανικών πληθυσμών της Θράκης, τους οποίους προσπαθεί να χειραγωγήσει και να τους στρέψει κατά της πατρίδας τους, της Ελλάδας».
Μία ἁγιορείτικη θεώρησι
Ἀρχιμ. Βασιλείου Ἰβηρίτου
Ἀκοῦμε τὸ θέμα ποὺ ὑπάρχει. Καταλαβαίνουμε τὰ προβλήματα. Δεχόμαστε τὶς δυσκολίες. Ὑπάρχουν καινούργιες συνθῆκες ζωῆς. Βρίσκονται μαζὶ μὲ τὰ ὀρθόδοξα παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος ξένα, ἄλλης καταγωγῆς καὶ ἄλλων παραδόσεων.
Πρέπει νὰ βρεθῆ ἕνας τρόπος νὰ μπορέσωμε νὰ συμβιώνωμε, νὰ ἀνεχόμαστε τὸν ἄλλον τῆς ἄλλης παραδόσεως. Βρισκόμαστε σὲ νέα ἐποχή. Εὔκολα μετακινοῦνται πληθυσμοί. Μεταφέρονται πληροφορίες, γνώσεις καὶ ἐμπορεύματα.Πρέπει νὰ εἶναι τὸ σχολεῖο ἀνοιχτό, ἀνεκτικό. Καὶ τὰ δικά μας παιδιὰ νὰ τὸ καταλάβουν, νὰ τὸ δεχθοῦν. Καὶ τὰ ξένα παιδιὰ νὰ μὴν αἰσθάνωνται ξένα, ἀλλὰ νὰ τρέφωνται ἀπὸ τὴ μιὰ πηγὴ τῆς ἀλήθειας.
Γίνεται συζήτησι. Προβληματίζονται πολλοί. Προτείνονται λύσεις: τὸ σχολεῖο νὰ ἔχη ἕνα χαρακτῆρα θρησκειολογικό. Νὰ μείνη ὁμολογιακὸ ἐφόσον ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία, σχεδὸν ὁλότης, εἶναι ὀρθόδοξη. Νὰ πάρη χαρακτῆρα πιὸ ἀνοιχτό, μὲ γνωσιολογικὸ περιεχόμενο.
Τὰ ἀκοῦμε, τὰ βλέπομε, τὰ κατανοοῦμε. Ὑπάρχει πρόβλημα. Ἀλλὰ ἔτσι ποὺ τίθεται προκαλεῖ δυσκολίες. Δημιουργοῦνται ἀντιμαχόμενες παρατάξεις.
Ὅλοι ἰσχυρίζονται ὅτι ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δὲν ἀρνοῦνται ἀλλὰ κηρύττουν τὴν Ὀρθόδοξη παράδοσι. Ἀλλὰ ἐνῶ αὐτὰ λέγονται οἱ διαφωνίες ὑπάρχουν. Τὸ χάσμα φαίνεται μεγάλο.
* * *
Βλέποντας τὸ θέμα ὅλο ἀπὸ τὴ δική μας πλευρὰ τὸ βλέπομε σοβαρὸ καὶ ταυτόχρονα ἀνύπαρκτο.
Ἐρχόμενοι στὸ Ἅγιον Ὄρος μπαίνομε σὲ ἕνα σχολεῖο. Γινόμαστε ἰσόβιοι μαθητές. Σπουδάζομε καὶ ζοῦμε τὴ λειτουργικὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐδῶ βρίσκομε τὴν ἀπάντησι γιὰ τὸ θέμα. "Ἐν αὐτῇ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καί ἐσμεν". Νοιώθομε νὰ εἶναι κάτι ἄλλο πανανθρώπινο καὶ θεϊκό. Δὲν εἶναι μιὰ θρησκευτικὴ ἄποψι. Εἶναι μιὰ θεοφάνεια· φανέρωσι τοῦ ἀοράτου, ἀκαταλήπτου καὶ ἀπροσίτου Θεοῦ.
Στὶς ἀντιρρήσεις ποὺ μπορεῖ νὰ προκληθοῦν ἀπὸ τὰ λεγόμενά μας, ἁπλῶς λέμε: ἀφῆστε μας νὰ μιλήσωμε γιὰ τὸ θέμα. Ἀφῆστε μας νὰ σιωπήσωμε. Νὰ πᾶμε στὴν ἄκρη. Νὰ μὴν ἐμποδίζωμε κανένα. Νὰ ποῦμε: "Ἔρχου καὶ ἴδε" (Ἰω. 1, 46). Δὲν μπορεῖς νὰ πῆς τὰ ἄρρητα.
* * *
Ζῶντας μέσα στὴν Ἐκκλησία ἐκπλήττεσαι. Δὲν πλησιάζεις τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς διανοητικά. Γνωρίζεις τὸν Θεὸ ὡς πλησμονὴ ἀγάπης, ἀλήθειας καὶ κάλλους. Βαφτίζεσαι ὁλόκληρος στὰ νάματα τῆς χάριτος.
Γνωρίζομε τὴν ἄφατη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ: Γίνεται ἄνθρωπος. Ταπεινώνεται. Θυσιάζεται. Δὲν κρίνει κανένα. Δέχεται νὰ κριθῆ ἀπὸ ὅλους. Τὰ πάντα ὑπομένει γιὰ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ σώση τὴν ἐλευθερία του. Παραξενεύεσαι καὶ μένεις ἄφωνος μπροστὰ σ' αὐτὴ τὴν ταπείνωσι, τὸ ἔλεος, τὴ φιλανθρωπία.
Βλέπεις πῶς ἐπεμβαίνει. Δὲν τιμωρεῖ τὸν ἀδύνατο. Αἴρει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Κατακρίνει τὴν ἁμαρτία ἐν τῇ ἑαυτοῦ σαρκί. Σὲ ἐκπλήττει μὲ τὴ συμπεριφορά του.
Εἶναι ὁ Παντοκράτωρ καὶ παντοδύναμος. Πολιτεύεται ὡς ἀδύνατος καὶ ἀνύπαρκτος γιὰ νὰ μπορέση νὰ ἀναπτυχθῆ ὁ ἄνθρωπος.
Φεύγει ἀπὸ ἀγάπη. "Συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω". Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ εἶναι ὁ ἀοράτως παρὼν ποὺ τὰ κάνει ὅλα γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων. Εἶναι ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος στὴ σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἡ διαγωγή Του μᾶς κρίνει.
Μέγα τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Μέγα τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου· τοῦ μικροῦ, τοῦ ἄρρωστου, φυλακισμένου καὶ ξένου.
Εἶναι Θεὸς καὶ γίνεται ἄνθρωπος. Εἶναι Θεάνθρωπος καὶ ὁμολογεῖ: "Ἐγώ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος". Ταπεινώνεται. Πάει πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Θέλει νὰ σώση τὸν περιφρονημένο καὶ ἐλάχιστο. Θέλει νὰ θεώση τὸ ἀνθρώπινο.
Δὲν εἶναι ἄλλο ἡ ὁμολογία τῆς θεϊκῆς δυνάμεως καὶ τοῦ κύρους· καὶ ἄλλη ἡ συντριβὴ τῆς ταπεινώσεώς Του. Τὸ "ἐγώ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος" λέει διὰ τῆς διαγωγῆς του ξεκάθαρα: Ἐγὼ εἶμαι Θεὸς καὶ ὄχι ἄνθρωπος.
Μόνον ἕνας Θεὸς μπορεῖ τόσο νὰ ταπεινωθῆ καὶ νὰ φανερώση τὴ θεϊκὴ δόξα τῆς ταπεινώσεως.
Καὶ γιὰ τὸν πιστὸ· δὲν εἶναι ἄλλο ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως καὶ ἄλλο ἡ προσφορὰ τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλο τὸν κόσμο. Τὸ ἕνα πολύτιμο ποὺ ἔχει νὰ προσφέρη εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως.
Ἀμέσως δημιουργεῖται ἄλλο κλίμα. Ἀποκτᾶς ἄλλη συνείδησι τοῦ τί εἶναι Θεός, τί κόσμος καὶ τί ἄνθρωπος. Δὲν παίρνεις θέσι ἀμυνομένου, ἀλλὰ γεμίζεις μὲ τὸ δέος τοῦ προσκυνητοῦ ποὺ συγκλονίζεται ἀπὸ τὸ θεϊκὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης ποὺ σὲ περιβάλλει.
Ἀποκτᾶς ἄλλες αἰσθήσεις. Γίνεσαι μιὰ αἴσθησι. Κάνεις διάγνωσι τῆς ἀξίας τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ πράγματος. Γνωρίζεις τὸν Ἄγνωστο. Πλησιάζεις τὸν ἄφθαστο. Αὐτὸς σὲ πλησιάζει. Γι' αὐτὸ τὸ "γνόντες τὸν Θεὸν" ἐκφράζεται μὲ τὸ "γνωσθέντες ὑπὸ τοῦ Θεοῦ" (Γαλ. 4, 9).
Ὅλα μετροῦνται διαφορετικά, μεταμορφώνονται θεϊκά. Ὅλα εἶναι φανέρωσι αὐτῆς τῆς ἀγάπης· καὶ ὅταν μᾶς συμπαραστέκεται στοργικὰ καὶ ὅταν μᾶς ἐγκαταλείπει διακριτικά.
Στὸν ἀπόστολο Πέτρο ποὺ ζητᾶ νὰ βαδίση ἐπὶ τῶν ὑδάτων καὶ νὰ ἔλθη πρὸς Αὐτόν, ἀπὸ ἀγάπη τοῦ δίδει τὴ δύναμι. Στὴ συνέχεια, ἀπὸ τὴν ἴδια ἀγάπη κινούμενος αἴρει τὴν χάρι Του, καὶ ὁ Πέτρος βυθίζεται. Τότε ἀπὸ μέσα του φυσιολογικὰ βγαίνει ἡ κραυγή· Ἐπιστάτα ἀπολλύμεθα, σῶσε μας.
Ἡ μεγαλωσύνη τοῦ Θεοῦ φανερώνεται στὴ θυσία τῆς ἀγάπης καὶ στὴν κένωσι τῆς προσφορᾶς. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου βρίσκεται καὶ ἀναπτύσσεται μέσα στὸ πνεῦμα τῆς εὐγνωμοσύνης, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς εὐχαριστίας πρὸς Αὐτὸν ποὺ προσφέρεται ὡς τροφὴ τοῦ παντὸς κόσμου, ὡς ἄρτος οὐράνιος, μελιζόμενος καὶ μὴ διαιρούμενος, πάντοτε ἐσθιόμενος καὶ μηδέποτε δαπανώμενος. Στέλνει τὸ Πνεῦμα του, τὸ ἀπαθῶς μεριζόμενον καὶ ὁλοσχερῶς μετεχόμενον. Σὲ κάθε ἅγια μερίδα θείου Ἄρτου βρίσκεται ὅλος ὁ Χριστὸς. Σὲ κάθε χάρισμα ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματος. Ἔτσι ὁ καθένας τρέφεται μὲ τὴν χάρι τῆς αἰωνιότητος.
Μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀγάπη δέχεται ὁ ἄνθρωπος τὴ θεία ἐπίσκεψι. Ὅλα εἶναι εὐλογία: Ὅταν μᾶς χαρίζη τὴν ὑγεία, μᾶς τρέφει πνευματικά. Ὅταν ἐπιτρέπη δοκιμασίες, μᾶς χαρίζει τὰ ἀνέλπιστα. Στὸ τέλος πιὸ μεγάλη παράκλησι καὶ ἀστείρευτη χαρὰ ἔρχεται ἀπὸ τὶς δοκιμασίες. Οὔτε χαίρεσαι μόνο στὴ χαρά, οὔτε στυγνάζεις στὴ θλίψι. Ἀναπαύεσαι σὲ Αὐτὸν ποὺ εἶναι Θεὸς ἐλέους, οἰκτιρμῶν καὶ φιλανθρωπίας. Καταλήγεις σὲ μία αἴτησι: Γενηθήτω τὸ θέλημά σου. Χωρὶς αὐτὸν τίποτε δὲν ἔχει νόημα. Μὲ τὴ χάρι Του ὅλα μετατρέπονται, πρὸ παντὸς τὰ ἐπώδυνα, σὲ εὐλογίες.
Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ μιὰ ψυχὴ ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ἀξία ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ μὲ μιὰ δίψα ποὺ δὲν σβήνει μὲ ὅλες τὶς χαρὲς καὶ τὶς ἐπιτυχίες. Ὅλο τὸν κόσμο νὰ τοῦ δώσης μένει ἀνικανοποίητος καὶ νηστικός. Στὸ ἐλάχιστο τὸ θεϊκὸ χάρισμα βρίσκει τὸ πᾶν ποὺ ἀκατάπαυστα ξεπερνιέται καὶ πάει παραπέρα. Αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο μὲ τὸν ἀτελεύτητο δυναμισμὸ δὲν κατορθώνεται μὲ ἱκανότητες καὶ προσπάθειες ἀνθρώπινες. Εἶναι δῶρο τοῦ Ἑνὸς ποὺ δίδεται ἐξαίφνης στὸν ἐλάχιστο καὶ ταπεινὸ ποὺ μόνον ἀγαπᾶ, ὑπομένει καὶ ἐλπίζει, ἀκόμα καὶ ὅταν ὅλα χάνωνται.
Ἔχει σαρκωθῆ ἡ ἀλήθεια τῆς ἀγάπης ποὺ καταργεῖ τοὺς χωρισμοὺς καὶ τὸν θάνατο. Αὐτὴ τὴ σαρκωθεῖσα ἀλήθεια καὶ τὴν ἀγάπη γνωρίζομε. Αὐτὴ μᾶς ἔφερε ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι. Αὐτὴ μᾶς σώζει δωρεάν. Αὐτὴν ὁμολογοῦμε καὶ κηρύττομε. Σ' αὐτὴν ἐγκαταλείπομε τὴν ζωὴν ἡμῶν ἅπασαν καὶ τὴν ἐλπίδα. Σ' αὐτὴν ἐγκαταλείπομε τὰ παιδιὰ ὅλου τοῦ κόσμου γιὰ νὰ προκόψουν.
* * *
Τὸ σύνολο τῆς ζωῆς στὴν Ἐκκλησία γνωρίζεται ὡς μία ἑορτή, ἕνα πανηγύρι χαρᾶς. Μέσα σ' αὐτὸ τὸ πανηγύρι τῆς ζωῆς καὶ τῆς εὐφροσύνης βάζει ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγὴ τὰ παιδιά. Νοιώθουν τὴ ζεστασιὰ τῆς ἀγάπης καὶ τὴ χαρὰ τοῦ παιχνιδιοῦ.
Ὅσο περνᾶ ὁ καιρὸς καὶ μεγαλώνουν, γεννιοῦνται μέσα τους νέα ἐρωτήματα καὶ προβλήματα: Φυσιολογικὰ ἔρχονται καὶ οἱ ἀπαντήσεις. Τότε βλέπουν τὰ ἁπλὰ λόγια, οἱ ἦχοι καὶ οἱ εἰκόνες τῆς λειτουργικῆς θεολογίας, νὰ ἔχουν τόσο περιεχόμενο καὶ βάθος ποὺ οὔτε τὸ καταλάβαινες οὔτε τὸ χρειαζόσουν ὅταν ἤσουν μικρὸ παιδί.
Τὸ παιδὶ χαίρεται τὰ παιχνίδια καὶ τὴ ζωή. Λυπᾶται μιὰ στιγμὴ γιατὶ τὰ χάνει (τὰ παιχνίδια τοῦ παιδιοῦ καὶ τὴ νεότητα τοῦ ἐφήβου). Αὐτὰ ποὺ ἀκολουθοῦν εἶναι ἐκπληκτικώτερα καὶ μονιμώτερα. Μπαίνει στὴν παράδοσι τοῦ Ἀποστόλου ποὺ ὁμολογεῖ: "ὅταν ἀσθενῶ τότε δυνατός εἰμι". "Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου". Καὶ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου. Ἔρχονται δυσκολίες. Δὲν σταματοῦν τὰ βάσανα. Ἀλλὰ τὰ πάντα μεταβάλλονται σὲ εὐλογία καὶ ἀγαλλίασι.
Ὁ δημιουργὸς καὶ προνοητὴς τῆς ζωῆς μας, κάθε φορὰ μᾶς δίδει αὐτὸ ποὺ χρειαζόμαστε. Ὅλα δι' Αὐτοῦ ἀποδεικνύονται καλά: ὁ σταυρός, οἱ πειρασμοί, οἱ δοκιμασίες.
Ἐνισχύεσαι ἀπὸ τὶς δοκιμασίες, καὶ δυναμώνεις ἀπὸ τὶς ἀσθένειες. Τρέφονται οἱ ρίζες σου ἀπὸ τὶς πίκρες τῆς ζωῆς καὶ βλαστάνουν τὰ κλαδιά σου στοὺς φωτεινοὺς οὐρανοὺς τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἐπεκτάσεως.
Δὲν διδάσκεσαι ἐγκυκλοπαιδικὰ τὸ φαινόμενο τῆς θρησκείας. Ζῆς τὴν πραγματικότητα ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Καὶ πλάθεσαι ἀπ' αὐτήν.
Ὁ Θεὸς εἶναι τόσο μεγάλος καὶ εὔσπλαγχνος ποὺ σὲ ἀφήνει νὰ τὸν ἀρνηθῆς ἂν πέσης στὸν πειρασμὸ τῆς ἀφροσύνης, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν ἄσωτο υἱό. Ὁ πατέρας δὲν τὸν τιμωρεῖ (οὔτε περισσότερ τὸν θανατώνει) ἐπειδὴ τὸν ἀρνεῖται. Ἀλλὰ τὸν ἀφήνει νὰ πάη ὅπου θέλει. Καὶ ἡ πατρική του ἀγάπη πηγαίνει πρὶν ἀπ' αὐτόν. Τὸν συνοδεύει διακριτικά, χωρὶς νὰ τὸν βλέπη ὁ ἄσωτος. Καὶ ἀρνούμενος τὸν πατέρα ἀντιλαμβάνεται τὴν χάρι Του. Θυμᾶται τὸ σπίτι Του. Καὶ μόνος του γυρίζει στὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ὑπακοὴ στὴν ἀλήθεια ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς πατέρας.
Ὅ,τι ἐπιτρέπει τὸ ἐπιτρέπει ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ καλό μας. Πρέπει νὰ καλλιεργηθῆ τὸ χωράφι γιὰ νὰ δώση καρπό. Πρέπει νὰ περάση δοκιμασίες σταυρῶν καὶ πειρασμῶν ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ φτάση στὴν εὐαισθησία νὰ παίρνη δι' ὀλίγων τὰ πολλὰ καὶ ἀπὸ τὸν πόνο τὴν παρηγοριά.
Κάνοντας ὑπομονὴ στὸν ἀγῶνα σου, κατὰ τὴν πιὸ δύσκολη στιγμὴ ποὺ φτάνεις νὰ λυγίσης· ἔρχεται καὶ σὲ βρίσκει. Μένει μαζί σου καὶ σὲ παρηγορεῖ.
Παραξενεύεσαι τότε καὶ λές: "Πόθεν μοι τοῦτο"; Πῶς ἔγινε αὐτὸ σὲ μένα ποὺ ὅλοι μὲ περιφρόνησαν μὲ τὶς θεωρίες τους. Σὲ μένα ποὺ εἶμαι ἄξιος κάθε καταδίκης μὲ τὶς ἁμαρτίες μου. Καὶ ζῆς τὸ γεγονὸς τῆς θείας ἐπισκέψεως καὶ παρακλήσεως. Ζῆς τὸ θαῦμα τῆς θείας παρουσίας. Νοιώθεις τὸ θαῦμα πῶς δημιουργεῖται ὁ κόσμος ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἀπὸ περίσσευμα ἀγάπης. Πῶς σαρκοῦται ὁ Λόγος καὶ Θεός. Πῶς ἡ ἀνθρώπινη φύσι, ὁ ἄνθρωπος, ἡ Παρθένος Μαρία γεννᾶ τὸν Θεὸ καὶ ἀναδεικνύεται Θεοτόκος.
Αὐτὰ εἶναι ὑπὲρ φύσιν καὶ αἴσθησιν, ἀλλὰ ἔτσι ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Καὶ γι' αὐτὰ τὰ θαυμάσια ἔχει πλάσει τὸν ἄνθρωπο.
Ὅλα τὰ μεγάλα γίνονται ἀκόπως, εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ· δίδονται ἐξαίφνης, χωρὶς νὰ τὸ περιμένης, στοὺς ἥρωες τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑπομονῆς.
Ζῆς μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ πόνων, γιὰ νὰ φτάσης σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν αἰωνιότητα· μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς σωτηρίας.
Σὰν τὸν ληστὴ ποὺ καταλήγει κρεμασμένος πάνω στὸν σταυρὸ νὰ πῆ μιὰ φράσι: "Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου". Καὶ μπαίνει αὐθημερὸν στὸν παράδεισο.
Σὰν τὴν αἱμορροοῦσα τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ ὑποφέρει ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν. Δὲν βρίσκει καμμιὰ παρηγοριὰ καὶ θεραπεία μὲ τὶς ἀνθρώπινες ἐπεμβάσεις. Φτάνει στὸ ἀπροχώρητο. Καταφεύγει στὸν Χριστό. Ἀκουμπᾶ τὸ ἄκρο τοῦ ἱματίου Του. Ἀφήνει σ' Αὐτὸν τὴν ἀπόγνωσι τοῦ πόνου. Καὶ δέχεται τὴν ἴασι τοῦ πάθους. "Παραχρῆμα ἔστη ἡ ρῦσις τοῦ αἵματος" (Λουκ. 8, 44).
Τότε λές: ἄξιζε ὅλος ὁ κόπος, τὰ βάσανα καὶ ἡ ὑπομονὴ μιᾶς ζωῆς γιὰ νὰ ζήσω αὐτὸ τὸ ἄρρητο θαῦμα.
Ὅλη ἡ ἀνθρωπότης εἶναι ἕνας ἄνθρωπος. "Εἷς ἄνθρωπος κατωνομάσθη τὸ πᾶν" (Ἁγ. Γρηγόριος Νύσσης). Ὅλη ἡ ἱστορία μιὰ ζωή, μιὰ πορεία δοκιμασιῶν καὶ πόνου. Εἶναι καιρὸς νὰ δεχθῆ τὸ μήνυμα τῆς ζωῆς, τὸ ἕνα, τὴν ἀποκάλυψι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι μιὰ τυφλὴ πορεία ποὺ καταλήγει στὸν θάνατο· ἀλλὰ εἶναι ἕνας δρόμος μὲ πολλοὺς σταυροὺς καὶ ἀπογνώσεις ποὺ καταλήγει στὴν Ἀνάστασι.
Εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ ἡ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος δημιουργία τοῦ κόσμου. Καὶ εἶναι μεγαλύτερο δῶρο τῆς ἴδιας ἀγάπης ἡ ἔκπληξι τῆς Ἀναστάσεως ποὺ καταργεῖ τὸν θάνατο καὶ ἐγκαινιάζει τὴν ἀτελεύτητη πορεία ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν.
* * *
Ἡ ζωὴ εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἐπειδὴ εἶναι ἐπικίνδυνη καὶ ἀπρόβλεπτη. Συνέχεια ὅλα διακυβεύονται καὶ ὅλα εἶναι σίγουρα μὲ τὴν πίστι καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη Του.
Συμβαίνουν ἀπρόσμενες ἐκπλήξεις: Οὔτε ὁ μακρυνὸς καὶ ξένος εἶναι ἀποκλεισμένος ἀπὸ τὴ σωτηρία, οὔτε ὁ κοντινὸς καὶ μαθητὴς εἶναι ἐξασφαλισμένος.
Ἕνας ληστὴς μπαίνει πρῶτος στὸν παράδεισο. Ἕνας μαθητὴς ἀρνεῖται τὸν Διδάσκαλο καὶ ἄλλος τὸν προδίδει. Ἕνας ἑκατόνταρχος πιστεύει. Καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζουν καὶ ζητοῦν τὴ σταύρωσι. Ὁ πιὸ σκληρὸς διώκτης γίνεται ὁ μεγαλύτερος Ἀπόστολος. Ὅλα εἶναι καλὰ καὶ ἐνδιαφέροντα γιατὶ ὅλα τὰ ρυθμίζει "ὁ ἐπὶ πάντων Θεός".
Συμπεριφέρεται μὲ στοργὴ στὸν παραστρατημένο καὶ ἐνοχλούμενο ἀπὸ ἀκάθαρτα πνεύματα. Κρίνει αὐστηρὰ τὸν ὑποκριτὴ ποὺ κάνει τὸν δάσκαλο τοῦ νόμου καὶ βασανίζει τὸν κόσμο. Θεραπεύει τοὺς ἀρρώστους. Καλεῖ κοντά του ὅλους τοὺς κουρασμένους καὶ ἀπεγνωσμένους. Πετᾶ ἔξω ἀπὸ τὸ ναὸ τοὺς κολλυβιστὲς καὶ ἀργυραμοιβοὺς ποὺ μεταβάλλουν τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ σὲ οἶκο ἐμπορίου.
Συμβαίνουν παράξενα πράγματα. Συχνὰ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀντιπροσωπεύουν τὸν ἀγνοοῦν. Καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀρνοῦνται τὸν ζητοῦν.
Ἔρχονται ἐξ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν καὶ ἀνακλίνονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ. Καὶ οἱ κατὰ φαντασία υἱοὶ τῆς Βασιλείας ἐκβάλλονται εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον.
Κάποιοι ποὺ λένε "Κύριε, Κύριε" καὶ παρουσιάζονται ὡς κήρυκες καὶ θαυματουργοὶ θὰ ἀκούσουν (δηλαδὴ ἀκοῦνε ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνουν) "οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς".
Κάποιοι συντηρητικοὶ κηρύττουν ταγκιασμένη θεολογία· ἄλλοι προοδευτικοὶ νερουλιασμένη· καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνουν. Ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἀθορύβως προχέονται ποταμοὶ τῆς χάριτος ἀπὸ κάποιους πονεμένους, ταπεινοὺς καὶ ἄγνωστους.
Αὐτὸς εἶναι ἀγάπη ἀμετάπτωτη καὶ πάνσοφη. Ἐμεῖς ἐπιπολαιότης ἀδικαιολόγητη καὶ ἐπικίνδυνη. Ἀλλὰ μένει πάντα γιὰ ὅλους μας ἡ ὁδὸς τῆς μετανοίας.
* * *
"Δίδω ἀγωγὴ" σημαίνει ὅτι ξέρω τί εἶναι Θεός, κόσμος, ἄνθρωπος. Ξέρω τί εἶναι τὸ παιδί. Ἀπὸ ποὺ ξεκινᾶ. Ποιά εἶναι ἡ φιλοδοξία, ἡ προσδοκία καὶ οἱ δυνατότητές του. Ποιά ἐρωτήματα κυοφοροῦνται μέσα του καὶ ποιές ἀπαντήσεις δίδονται.
Ὅταν ἐγὼ ποὺ διδάσκω εἶμαι μισερὸς καὶ ἀνεπαρκὴς μὲ μειωμένα ἐνδιαφέροντα καὶ ἐλλιπῆ γνῶσι τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀνθρώπου, εἶμαι ἀκατάλληλος γιὰ τὸ ἔργο τοῦ παιδαγωγοῦ.
Ὅταν τὸ παιδὶ εἶναι ἀετὸς τοῦ πνεύματος καὶ ἐγὼ τὸ βλέπω σὰν πουλερικό, γιὰ τὸ κοτέτσι τοῦ συστήματος, νὰ μοῦ δίδη αὐγὰ καὶ κρέας γιὰ πούλημα. Τότε ἀγνοῶ καὶ πνίγω τὰ αἰτήματα τοῦ ἀετοῦ ποὺ ἔχει ἄλλους ὁρίζοντες ζωῆς. Πετᾶ σὲ ἄλλα ὕψη. Καὶ φωλιάζει σὲ ἄλλες κορφές. Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει τί εἶναι ἄνθρωπος, ποιά ἡ φύσι καὶ ἡ ἀποστολή του.
Δὲν ἀσχολοῦμαι ἁπλῶς μὲ τὸ φαινόμενο θρησκεία. Δὲν ἔχω μπροστά μου σπουδαστὲς θρησκειολογικῶν ἀπασχολήσεων. Ἀλλὰ ἔχω εὐαίσθητα πλάσματα ποὺ θέλουν νὰ ζήσουν.
Ὀφείλω νὰ τοὺς προσφέρω τὴν κατάλληλη τροφὴ γιὰ νὰ ἀναπτυχθοῦν καὶ τὰ παιχνίδια γιὰ νὰ παίξουν. Δὲν τοὺς ἐκθέτω ὅ,τι κυκλοφορεῖ στὴ θρησκευτικὴ ἀγορὰ γιὰ νὰ διαλέξουν μόνα τους. Ἀπομακρύνω ὅλα τὰ αἰχμηρὰ ἀντικείμενα γιὰ νὰ μὴν κοποῦν παίζοντας καὶ ὅλα τὰ φάρμακα γιὰ νὰ μὴν δηλητηριαστοῦν δοκιμάζοντας.
Τὰ παιδιὰ τῆς ὁποιασδήποτε θρησκευτικῆς παραδόσεως, ὅταν δοῦν καὶ ἀκούσουν τὸν δάσκαλό τους εὔκολα καὶ ἀπροβλημάτιστα νὰ ἐκθέτη μπροστά τους ὅλες τὶς θρησκευτικὲς δοξασίες καὶ τὰ σύμβολα· αὐθόρμητα θὰ περιοριστοῦν στὸν ἑαυτόν τους, θὰ κλειστοῦν στὴν πίστι τους γιατὶ θὰ διακρίνουν τὸν κίνδυνο τῆς πνευματικῆς ἀδιαφορίας καὶ τοῦ θρησκευτικοῦ ἀμοραλισμοῦ. Ὁ δάσκαλός τους δὲν εἶναι παιδαγωγὸς ἀλλὰ μεταπράτης πληροφοριῶν.
Ὅταν παρουσιασθῆ ἡ ἀλήθεια τῆς Ἀγάπης ποὺ θυσιάζεται καὶ τοὺς ἐξασφαλίζει τὴ δυνατότητα τῆς προσωπικῆς ζωῆς καὶ ἐλευθερίας, τότε καθένα παιδὶ ἀνοίγει αὐθόρμητα τὴν καρδιά του ὅπως ἀνοίγει τὸ ἄνθος τὰ πέταλά του στὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Καὶ ἀρχίζει ἡ ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς καὶ τῆς εὐθύνης. Καθένας κρίνεται καὶ κρίνει αὐθόρμητα μέσα του.
Σέβομαι τὴν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου σημαίνει ὅτι θυσιάζομαι γιὰ νὰ τὴν ἐξασφαλίσω. Καὶ ὁ ἐλεύθερος ἐν Πνεύματι ἄνθρωπος, ὅπου καὶ ἂν βρίσκεται εἶναι ἕνα μέρος τοῦ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα ἐσμὲν οἱ πολλοί.
Οὔτε κατεβάζω τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς στὴν ἄψυχη πεζότητα τῆς ἀδιαφορίας. Οὔτε ἀγνοῶ τὴ δίψα καὶ τὴν προσδοκία τοῦ νέου ἀνθρώπου γιὰ τὰ θαυμαστὰ καὶ ἀνέφικτα. Ἡ Ἐκκλησία ἀνοίγει τὸ μυστήριο τοῦ κόσμου στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ. Γιὰ νὰ χαρῆ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς καὶ τὴν κατάργησι τοῦ θανάτου.
Εἶναι μεγάλη εὐλογία γιὰ ὅλο τὸν κόσμο ὅταν οἱ ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἀληθινὰ ὀρθόδοξοι.
* * *
Συμπερασματικά: μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἐμπειρία καὶ ζωή, τὸ ὁμολογιακὸ μάθημα εἶναι ἀνοικτὸ καὶ ἀπεριόριστο. Τὸ ἀνοικτὸ ἀνθρωπίνως εἶναι τὸ κλειστὸ καὶ ἀνυπόφορο. Ἡ ὁποιαδήποτε ἐλευθερία του δὲν μπορεῖ νὰ βγῆ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς φθορᾶς τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου ποὺ δὲν χωροῦν τὸν ἄνθρωπο.
Θρησκευτικὰ γιὰ ὅλους εἶναι ἡ ἔκπληξι τῆς ἀγάπης, τῆς ταπεινώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ θεώνει τὸν ἄνθρωπο. Θρησκευτικὰ γιὰ κανένα ἡ βάναυση ἐπέμβασι τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὸν ἄνθρωπο.
Δὲν θὰ τὸ κάνω πιὸ ἀνθρώπινο, κατὰ τὸ λογισμό μου, τὸ μήνυμα τῆς ζωῆς ὅταν παρουσιάζω τὸν Χριστὸ ὄχι ὡς Θεάνθρωπο, ὅπως τὸν πιστεύει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὡς ἕνα ἀρχηγὸ θρησκείας ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ ὑπάρχουν.
Καὶ δὲν βοηθῶ κανένα ὅταν λέω ὅτι ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου δὲν εἶναι Θεοτόκος ἀλλὰ μιὰ καλὴ γυναῖκα.
Μὲ ἁπλότητα καὶ βεβαιότητα λέγονται τὰ ἄρρητα καὶ βιοῦνται τὰ ἀνέλπιστα: ὁ Θεὸς ἔχει τόση ἀγάπη ποὺ γίνεται ἄνθρωπος. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τέτοιες δυνατότητες, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνη θεὸς κατὰ χάριν. Καὶ ἡ Παναγία Μητέρα Του δὲν εἶναι Χριστοτόκος ἀλλὰ Θεοτόκος, "ἐν ᾗ θεωροῦσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται".
Αὐτὰ λέγονται καὶ βιοῦνται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καὶ οὔτε ἐπιβάλλεται διὰ τῆς βίας σὲ κανένα ἡ ἀλήθεια. Οὔτε ἀποκρύπτεται ἀπὸ δειλία τὸ θαῦμα.
Ἡ ἀλήθεια τῆς σεσαρκωμένης Ἀγάπης δὲν σκοτώνει οὔτε σταυρώνει κανένα. Ἀλλὰ δέχεται νὰ σταυρωθῆ γιὰ νὰ σώση τοὺς σταυρωτές της.
* * *
Στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχουν δυσκολίες καὶ πειρασμοί. Ὑπάρχει ὁ διάβολος ποὺ σπέρνει ζιζάνια μέσα στὸ καλὸ σπέρμα. Πολλοὶ θέλουν νὰ ἀφαιρέσουν τὰ ζιζάνια. Ὁ Κύριος τοῦ ἀγροῦ συμβουλεύει: Καλύτερα μὴν τὰ πειράζετε. Ἀφῆστέ τα νὰ συναυξάνωνται μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θερισμοῦ. Τότε θὰ πῶ στοὺς ἀγγέλους νὰ βγάλουν τὰ ζιζάνια καὶ νὰ τὰ κάψουν.
Ἐμεῖς θέλομε νὰ ξεκαθαρίσωμε τὰ πράγματα ἀμέσως. Ἐκεῖνος πάλι συμβουλεύει: περιμένετε. Μήπως δὲν διακρίνετε ἀκριβῶς ποὺ βρίσκεται τὸ κακό. Δὲν διακρίνετε σωστὰ τὴν ἀρρώστια καὶ μαζὶ μὲ τὰ ζιζάνια κάψετε καὶ τὸν ἑαυτόν σας.
Ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε σίγουροι γιὰ τὸ ἀλάθητο τῆς διαγνώσεώς μας. Καὶ ἐπεμβαίνομε δυναμικὰ γιὰ νὰ καθαρισθῆ ὁ ἀγρὸς τῆς ἱστορίας.
Καῖμε τὰ ζιζάνια τῶν αἱρετικῶν καὶ ἀπίστων γιὰ νὰ κρατήσωμε καθαρὴ τὴν πίστι.
Καῖμε τὰ μιάσματα τῆς κατώτερης ράτσας γιὰ νὰ διατηρήσωμε καθαρὴ τὴ λευκὴ φυλή μας.
Σκοτώνομε τοὺς ἐκμεταλλευτὲς τοῦ λαοῦ γιὰ νὰ ἐπιβάλωμε τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἰσότητα μὲ τὴ βία τῆς ἀποφάσεως καὶ τὴν ἰσχὺ τῆς γροθιᾶς μας.
Ἀλλὰ δὲν βρίσκεται ἔτσι ἡ λύσις. Ὅλοι εἶναι ἕνα κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὅλοι περιμένουν τὴ σωτηρία. Ὅλοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ ὅλα.
Ἐνῶ τὸ ψέμα σκοτώνει τὸν ἄλλον γιὰ νὰ ἐπιβληθῆ· ἡ Ἀλήθεια σταυρώνεται γιὰ νὰ σώση τοὺς σταυρωτές της. Ἡ προτροπὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι: "Σταυρώθητι καὶ μὴ σταυρώσης. Ἀδικήθητι καὶ μὴ ἀδικήσης". Ὁ τελικὸς σκοπὸς τοῦ θείου θελήματος εἶναι: "πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν".
* * *
Ὅταν ἀνεξάρτητα τῆς δημιουργικῆς τῶν πάντων Ἀλήθειας θέλω νὰ ἐπιβάλλω τὴν ἄποψί μου: ἢ σκοτώνω τὸν ἄλλον γιὰ νὰ σώσω τὴ θεωρία μου, ἢ σκοτώνω τὴν ἀλήθεια (ἐξισώνω τὰ ὑγιῆ μὲ τὰ νοσηρὰ) γιὰ νὰ ζαλίσω τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ πετύχω τὰ σχέδιά μου.
Εἶναι ἀδιάσπαστη ἡ σχέσι ἀλήθειας καὶ ἀγάπης. Δὲν ὑπάρχει ἡ μία χωρὶς τὴν ἄλλη.
Ἡ ἀλήθεια τῆς ἀγάπης δημιουργεῖ τὸν κόσμο. Καὶ ἡ ἀγάπη τῆς ἀλήθειας ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο. "Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Ἰω. 8, 32).
Τὸ ψέμα: εἴτε σκοτώνει τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ σώση τὴ θεωρία του· εἴτε σκοτώνει τὴν ἀλήθεια -- ἐξισώνει τὴ φενάκη μὲ τὴν πραγματικότητα -- γιὰ νὰ ἀκυρώση τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀλήθεια εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ θυσιάζεται γιὰ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀδύνατο καὶ ἀδικαιολόγητο.
Ψέμα εἶναι ἡ βάναυση ἐπέμβασι ποὺ ἐπιβάλλεται διὰ τῆς βίας. Κλείνει τὸν ἄνθρωπο στὴν καταδίκη τῆς συμφορᾶς. Καὶ τὴν ὀνομάζει θρησκεία, ἐὰν ὁ αὐτουργός της παριστάνη τὸν προφήτη ἢ δημοκρατία ἐὰν παίζη τὸ ρόλο τοῦ πολιτικοῦ ἡγέτη.
Ἀλλὰ ἡ βαναυσότητα τοῦ πείσματος βασιλεύει ἀλλ' οὐκ αἰωνίζει. Βασανίζει μόνο μέσα στὴν ἱστορία τὸν ἄνθρωπο.
Ὁ χρόνος περνᾶ. Ἡ μανία σβήνει. Ἡ γροθιὰ λειώνει. Τὰ θύματα μένουν. Καὶ μέσα στὶς οἰμωγὲς τοῦ πόνου καὶ τοὺς ποταμοὺς τῶν αἱμάτων ποὺ χύνομε, βλέπομε ἤρεμα ἡ ἴδια ἀλήθεια τῆς Ἀγάπης νὰ παρουσιάζεται ἀλώβητη καὶ νὰ μᾶς περιμένη. . .
* * *
Καὶ ὅλοι ἐὰν ἐπαναστατήσωμε γιὰ νὰ ἀντικαταστήσωμε τὸν Ἕνα δημιουργὸ τοῦ παντὸς καὶ νὰ διορθώσωμε τὸ ἔργο Του, δὲν πετυχαίνομε τίποτε πέρα ἀπὸ συμφορὲς γιὰ τὸν κόσμο.
Καὶ ὅλοι μόνοι μας ἐὰν ἀποφασίσωμε νὰ Τὸν βοηθήσωμε μὲ τὸ λογισμό μας, πάλι στὸ κενὸ δουλεύομε.
Ὅταν μὲ δέος συνειδητοποιήσωμε τὴν ἱερότητα τῆς ζωῆς καὶ τὴν παντοκρατορία τῆς Ἀγάπης, συνερχόμεθα ἐν μετανοίᾳ. Ταπεινούμεθα εὐγνώμονα καὶ εὐχαριστοῦμε συνεσταλμένοι.
Ζητοῦμε νὰ γίνεται τὸ θέλημά Του καὶ ἐγκεντριζόμαστε στὴν καλλιέλαιο τῆς ζωῆς. Γίνονται παντοδύναμοι οἱ ἀδύνατοι. Αὐτοὶ εἶναι εὐλογία γιὰ ὅλους, γιατὶ ὅλοι εἴμαστε ἕνα.
Ἡ ἀποκαραδοκία τῶν ἐθνῶν καὶ ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς θείας βουλήσεως εἶναι: ἵνα πάντες ἓν ὦσι.
Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὶς εὐαίσθητες ψυχές, ὅπου γῆς, ποὺ πονοῦν καὶ διψοῦν τὴν ἀλήθεια τῆς ἐλευθερίας· καὶ ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς αὐτοὺς ποὺ πολτοποιήθηκαν - καὶ πολτοποιοῦνται - ἀπὸ τοὺς ὁλοκληρωτισμοὺς τοῦ ψεύδους, εἶναι καλὸ νὰ σεβαστοῦμε τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ὅπως τὴν ἔπλασε ὁ Θεός.
Πρόσεξε δέ ὅτι παντοῦ δέν ἀπαιτεῖ ἀμέσως αὐτά πού ἐνεπιστεύθη. Διότι εἰς τήν παραβολήν τοῦ ἀμπελῶνος (Ματθ. 21, 33), ἀφοῦτόν παρέδωκεν εἰς τούς γεωργούς, ἀπεδήμησε. Καί ἐδῶ ἐνεπιστεύθη τά τάλαντα καί ἀπεδήμησε. Διά νά μάθῃς μ᾽ αὐτό τήν μακροθυμίαν Του. Ἐγώ δέ νομίζω ὅτι λέγοντας αὐτά ὑπαινίσσεται καί τήν Ἀνάστασιν. Μόνον πού ἐδῶ δέν ἀναφέρονται πλέον γεωργοί καί ἀμπελών,ἀλλά ὅλοι εἶναι ἐργάται. Διότι δέν ἀναφέρεται μόνον στούς ἄρχοντας, οὔτε στούς Ἰουδαίους, ἀλλά σέ ὅλους. Καί ἐκεῖνοι μέν πούπροσφέρουν ὁμολογοῦν μέ εὐγνωμοσύνη καί τά ἰδικά τους, ἀλλά καί ὅσα τούς ἔδωκεν ὁ δεσπότης. Ἔτσι ὁ μέν ἕνας λέγει: «Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ ἔδωσες», ὁ δέ ἄλλος λέγει «δύο», δεικνύοντες ὅτι ἀπό Ἐκεῖνον ἔλαβαν τό κεφάλαιον τῆς ἐργασίας των, καί Τοῦἀναγνωρίζουν μεγάλην χάριν, καί ἀποδίδουν τό πᾶν εἰς Αὐτόν.
Τί λέγει λοιπόν ὁ δεσπότης; «Εὖγε, δοῦλε καλέ» (διότι αὐτό εἶναι ἴδιον τοῦ ἀγαθοῦ, τό νά βλέπῃ εἰς τόν πλησίον) «καί πιστέ• εἰςὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, εἰς πολλά θά σέ ἐγκαταστήσω. Εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου», δηλώνων μέ τήν ἀπάντησιν αὐτήν ὅλην τήν μακαριότητα. Δέν μιλάει ὅμως καί ὁ ἄλλος ἔτσι, ἀλλά πῶς; «Ἐγνώριζα ὅτι εἶσαι σκληρός ἄνθρωπος καί ὅτι θερίζεις ἐκεῖ ὅπου δένἔσπειρες καί μαζεύεις ἐκεῖ ὅπου δέν ἐσκόρπισες. Καί ἐπειδή ἐφοβήθηκα, ἔκρυψα τό τάλάντόν σου. Ὁρίστε, πάρε πίσω αὐτό πού εἶναιἰδικόν σου». Τί τοῦ ἀπαντᾶ λοιπόν ὁ Δεσπότης; «Ἔπρεπε νά βάλῃς τά χρήματά σου στούς τραπεζίτας», δηλαδή, ἔπρεπε νά ὁμιλήσῃ, νάπαραινέσῃ, νά συμβουλεύσῃ. Ἀλλά δέν πείθονται; Αὐτό δέν ἀφορᾷ ἐσένα. Τί θά μποροῦσε νά γίνῃ περισσότερο λογικό ἀπό αὐτό;
Οἱ ἄνθρωποι ὅμως δέν κάνουν ἔτσι, ἀλλά καθιστοῦν ὑπεύθυνον τοῦ ἀπαιτουμένου εἰσοδήματος τόν ἴδιον τόν δανειστήν των. Αὐτός ὅμως δέν ἐνεργεῖ ἔτσι, ἀλλά λέγει ὅτι σύ ἔπρεπε νά πληρώσῃς καί νά μοῦ ἐπιστρέψῃς τό ἀπαιτούμενον κέρδος. «Καί ἐγώ θά τάἔπαιρνα πίσω μέ τόκον»• τόκον ἐννοώντας τήν ἐπίδειξιν τῶν ἔργων. Σύ ἔπρεπε νά κάμῃς τό εὐκολώτερον καί νά ἀφήσῃς τόδυσκολώτερον εἰς ἐμέ. Ἐπειδή λοιπόν δέν ἔκαμεν αὐτό, λέγει: «Πάρετε τό τάλαντον ἀπό αὐτόν καί δῶστέ το εἰς ἐκεῖνον πού ἔχει τά δέκα τάλαντα, διότι εἰς ἐκεῖνον πού ἔχει θά δοθοῦν καί ἄλλα καί θά περισσεύσουν. Ὅμως ἀπό ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δέν ἔχει, θά τοῦ ἀφαιρεθῇ καίαὐτό πού ἔχει».
Τί σημαίνει λοιπόν αὐτό; Ἐκεῖνος πού ἔχει τό χάρισμα τοῦ λόγου καί τῆς διδασκαλίας διά νά ὠφελῇ καί δέν χρησιμοποιεῖ τόχάρισμά του, θά χάσῃ καί τό χάρισμα. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού καταβάλλει προσπάθειαν, θά δεχθῇ περισσοτέραν δωρεάν, ὅπως ἐκεῖνος χάνει καί αὐτό πού εἶχε λάβει. Δέν περιορίζεται ὅμως μόνο μέχρις ἐδῶ ἡ ζημιά γιά ὅποιον δέν ἐργάζεται, ἀλλά τόν ἀναμένει καί βαριά τιμωρία καί μαζί μέ τήν τιμωρία καί ἡ ἀπόφασις ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη μέ βαριά κατηγορία. Διότι λέγει: «Τόν ἄχρηστον δοῦλον ρίξτε τον ἔξω στόσκοτάδι, ὅπου θά ὑπάρχῃ τό κλάμα καί τό τρίξιμο τῶν ὀδόντων».
Εἶδες ὅτι ὄχι μόνο ἐκεῖνος πού ἁρπάζει καί εἶναι πλεονέκτης, οὔτε ἐκεῖνος πού κάμνει κακά, ἀλλά τιμωρεῖται μέ τήν ἐσχάτη τιμωρίαν καί ἐκεῖνος πού δέν κάμνει ἀγαθές πράξεις. Ἄς ἀκούσωμεν λοιπόν τά λόγια αὐτά. Ὅσο εἶναι καιρός ἄς φροντίσουμε γιά τήσωτηρία μας. Ἄς πάρουμε λάδι στίς λαμπάδες.
Ἄς καλλιεργήσουμε τό τάλαντο. Διότι ἐάν ἀμελήσουμε καί ἐάν διερχώμεθα τό χρόνο μας ἐδῶ χωρίς νά ἐργαζώμεθα, δέν θά μᾶςἐλεήσῃ κανείς ἐκεῖ, ἔστω καί ἄν χύσουμε μύρια δάκρυα. Ἐκατηγόρησε τόν ἑαυτόν του καί ἐκεῖνος πού εἶχε βρωμερά ἐνδύματα, ἀλλά δένὠφέλησε τίποτε. Ἐπέστρεψε καί ὅ,τι τοῦ ἐνεπιστεύθη καί ἐκεῖνος πού εἶχε λάβει τό ἕνα τάλαντο, καί ὅμως καταδικάστηκε. Παρεκάλεσαν καί οἱ παρθένοι καί ἦρθαν καί χτύπησαν τήν πόρτα, ἀλλά μάταια. Γνωρίζοντας λοιπόν αὐτά, ἄς καταθέσουμε καί χρήματα καίπροθυμία καί προστασία καί ὅλα διά τήν ὠφέλειαν τοῦ πλησίον. Διότι τάλαντα ἐδῶ εἶναι ἡ δυνατότητα πού διαθέτει καθένας, εἴτε γιάνά προστατεύσει, εἴτε σέ χρήματα, εἴτε δυνατότητα διδασκαλίας, εἴτε εἰς ὁποιοδήποτε παρόμοιο πρᾶγμα.
Ἄς μή προφασίζεται κανείς ὅτι ἕνα μόνο τάλαντο ἔχω καί δέν μπορῶ νά κάμω τίποτε. Διότι μπορεῖς καί μέ ἕνα νά προκόψῃς. Δέν εἶσαι πτωχότερος ἀπό ἐκείνη τήν χήρα (Μάρκ. 12, 42). Δέν εἶσαι περισσότερον ἀκαλλιέργητος ἀπό τόν Πέτρον καί τόν Ἰωάννην (Πράξ. 3, 6), οἱ ὁποῖοι καί ἄπειροι ἦσαν καί ἀγράμματοι, ἀλλ᾽ ὅμως ἐπειδή ἔδειξαν προθυμία καί ἔκαναν τά πάντα διά τό κοινόν συμφέρον, κέρδησαν τούς οὐρανούς. Διότι τίποτε δέν ἀγαπᾶ ὁ Θεός τόσο, ὅσο τό νά ζοῦμε καί νά κάνουμε ὅτι καλό μποροῦμε γιά τούς ἄλλους.
Γι᾽ αὐτό μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός τή δυνατότητα τοῦ λόγου, καί τά χέρια καί τά πόδια καί τή σωματική δύναμι καί τόν νοῦν καί τήν φρόνησιν, διά νά τά χρησιμοποιήσουμε ὅλα αὐτά καί διά τήν ἰδικήν μας σωτηρίαν, ἀλλά καί γιά τήν ὠφέλεια τοῦ πλησίον. Διότι ὁ λόγος δέν εἶναι χρήσιμος μόνον διά νά ὑμνοῦμε καί εὐχαριστοῦμε, ἀλλ᾽ εἶναι χρήσιμος καί γιά νά διδάσκουμε καί νά συμβουλεύουμε.
Καί ἐάν μέν τόν χρησιμοποιήσουμε γιά αὐτό τό σκοπό, μιμούμεθα τόν Δεσπότη. Ἐάν ὅμως ὄχι, τότε μιμούμεθα τόν διάβολον. Διότι καί ὁ Πέτρος, ὅταν μέν ὡμολόγησε τόν Χριστό, ἐμακαρίσθη ἐπειδή ὡμολόγησε τά λόγια τοῦ Πατρός (Ματθ. 16, 16-18), ἐνῷ ὅταν παρεκάλεσε τόν Κύριον νά ἀποφύγῃ τήν σταύρωσιν, ἐπετιμήθη πολύ, διότι ἐφρόνει ἐκεῖνα πού ἀρέσουν στό διάβολο (Ματθ. 16, 22-23). Καί ἄν γι᾽ αὐτό πού εἶπε τότε ἀπό ἄγνοια ὁ Πέτρος τόση ἦταν ἡ κατηγορία, ποία συγγνώμη θά ἔχουμε ἐμεῖς, ὅταν ἁμαρτάνωμε πολύ καίἑκούσια;
Ἄς ὁμιλήσουμε λοιπόν ἔτσι, ὥστε ἀπό τήν ὁμιλία μας νά γίνωνται φανερά τά λόγια τοῦ Χριστοῦ. Διότι δέν λέγω τά λόγια τοῦΧριστοῦ, ἐάν πῶ μόνο «σήκω καί περπάτησε» (Πράξ. 3, 6), οὔτε ἄν εἴπω «Ταβιθά σήκω» (Πράξ. 9, 40). Ἀλλά πολύ περισσότερο, ὅταν ἐνῷμέ βρίζουν εὐλογῶ. Ἐνῷ μέ ἀπειλοῦν προσεύχομαι ὑπέρ ἐκείνου πού μέ ἀπειλεῖ (Ματθ. 5, 44).
Ἄλλοτε μέν λοιπόν ἔλεγα ὅτι ἡ γλῶσσα μας εἶναι χέρι τό ὁποῖο ψαύει τά πόδια τοῦ Θεοῦ. Τώρα ὅμως μέ πολλήν ἐπίτασιν λέγω, ὅτιἡ γλῶσσα μας εἶναι γλῶσσα, πού μιμεῖται τήν γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν βέβαια ἐπιδεικνύῃ τήν πρέπουσα προσοχή, ὅταν λέμε ὅσαἘκεῖνος θέλει. Ποία δέ εἶναι αὐτά πού Ἐκεῖνος θέλει νά λέμε; Εἶναι τά γεμᾶτα ἐπιείκεια καί πραότητα λόγια. Ὅπως λοιπόν μιλοῦσε καίἘκεῖνος, λέγοντας σ᾽ αὐτούς πού Τόν ὕβριζαν: «Ἐγώ δέν ἔχω δαιμόνιον» (Ματθ. 11, 18), καί ἀλλοῦ: «Ἐάν μίλησα κακῶς ὁμολόγησε τόκακό πού εἶπα» (Ἰω. 18, 23). Ἐάν ἔτσι μιλᾶς καί σύ, ἄν μιλᾶς ἀποβλέποντας στήν διόρθωσι τοῦ πλησίον, ἔχεις γλῶσσα πού μοιάζει μέ τήγλῶσσα τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτά τά λέγει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, μέ τό νά λέει: «αὐτός πού βγάζει ἔντιμο ἀπό ἀνάξιο, εἶναι σάν στόμα μου» (Ἰερ. 15, 19).
Ὅταν λοιπόν ἡ γλῶσσα σου εἶναι ὅπως ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, καί τό στόμα σου γίνῃ στόμα τοῦ Πατρός, καί εἶσαι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε μέ ποιά τιμή θά μποροῦσε νά συγκριθῇ αὐτή; Διότι οὔτε ἐάν τό στόμα σου ἦταν φτιαγμένο ἀπό χρυσάφι, οὔτε ἄν ἦτανἀπό πολυτίμους λίθους, θά ἔλαμπε τόσο, ὅπως λάμπει τώρα, πού φωτίζεται ἀπό τόν κόσμο τῆς ἐπιεικείας. Διότι τί εἶναι πιό ποθητό ἀπόἕνα στόμα πού δέν ξέρει νά βρίζει, ἀλλά ἔχει μάθει νά εὐλογῇ καί νά καλομιλάει; Ἐάν δέ δέν ἀνέχεσαι νά εὐλογῇς ἐκεῖνον πού σέκαταρᾶται, τότε σιώπα, καί αὐτό κάμε το στήν ἀρχή.
Ἔπειτα βαδίζοντας στήν ὁδό καί προσέχοντας, θά φτάσῃς καί σ᾽ ἐκεῖνο καί θά ἀποκτήσῃς στόμα τέτοιο σάν αὐτό πού ἀναφέραμε προηγουμένως. Καί μή νομίσῃς πώς εἶναι τολμηρό αὐτό πού εἶπα. Διότι ὁ Δεσπότης εἶναι φιλάνθρωπος καί αὐτό θά σοῦ δοθῇ σάν δῶρο τῆς ἀγαθότητάς Του. Τολμηρό εἶναι νά ἔχῃ στόμα πού νά μοιάζει στό διάβολο, νά ἔχῃ γλῶσσα ὅμοια μέ τοῦ πονηροῦ δαίμονα, ἰδιαίτερα μάλιστα ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συμμετέχει σέ τόσο μεγάλα μυστήρια καί κοινωνεῖ τήν Ἴδια τήν Σάρκα τοῦ Δεσπότου.
Ἔχοντας λοιπόν στό νοῦ σου αὐτά, γίνε ὅπως ταιριάζει σέ Ἐκεῖνον ὅσο μπορεῖς. Ὅταν λοιπόν γίνῃς ὅμοιος μέ Αὐτόν, δέν θάμπορέσῃ ὁ διάβολος πλέον νά σέ ἰδῇ κατά πρόσωπον. Διότι διακρίνει στή μορφή σου τόν χαρακτήρα τόν βασιλικόν. Γνωρίζει τά ὅπλα τοῦΧριστοῦ, μέ τά ὁποῖα ἡττήθηκε. Καί ποία εἶναι αὐτά; Ἡ ἐπιείκεια καί ἡ πραότης. Διότι, ὅταν κατά τούς πειρασμούς τόν ἐξέσχισεν στό ὄρος καί τόν ἐξέπληξε (Ματθ. 4, 1-11), δέν ἦταν γνωστό, ὅτι ἦταν ὁ Χριστός, ἀλλά τόν ἔδιωξε μέ τά λόγια μόνον. Τόν νίκησε μέ τήν ἐπιείκεια, τόν κατετρόπωσε μέ τήν πραότητα. Αὐτό κάνε καί σύ. Ὅταν δῇς ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἔγινε διάβολος καί σέ πλησιάζει, ἔτσι νίκησέ τον καίσύ. Σοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός τήν δύναμη νά Τοῦ μοιάσῃς ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό σένα. Μή φοβηθῇς ἀκούοντας τοῦτο. Φόβος εἶναι νά μή γίνῃςὅπως ἐκεῖνος.
Μίλησε λοιπόν ὅπως Ἐκεῖνος καί Τοῦ ἔμοιασες σ᾽ αὐτό, στά ἀνθρώπινα βέβαια μέτρα. Γι᾽ αὐτό εἶναι ἀνώτερος ἐκεῖνος πού μιλάειἔτσι, παρά ἐκεῖνος πού προφητεύει. Διότι ἡ μέν προφητεία ὁλόκληρος εἶναι χάρισμα. Ἐνῷ ἐδῶ, τό νά μιλᾶς δηλαδή ὅπως ὁ Χριστός, χρειάζεται καί κόπος δικός σου καί ἱδρώτας. Δίδαξε τήν ψυχήν σου νά σοῦ διαπλάσσῃ τό στόμα ἔτσι, πού νά μοιάζῃ μέ τό στόμα τοῦΧριστοῦ. Γιατί μπορεῖ ἐάν θέλη καί αὐτό νά κατορθώσῃ. Γνωρίζει τόν τρόπο, ἄν δέν εἶναι ράθυμη. Καί πῶς διαπλάσσεται τέτοιο στόμα; Μέ ποιά χρώματα; Μέ ποιό ὑλικό; Μέ κανένα ὑλικό βέβαια καί χρῶμα, παρά μόνο μέ ἀρετή καί ἐπιείκεια καί ταπεινοφροσύνη.
Ἄς δοῦμε πῶς διαπλάσσεται καί τό στόμα τοῦ διαβόλου, γιά νά μή φτιάξουμε ποτέ κάτι τέτοιο. Πῶς πλάσσεται λοιπόν; Μέκατάρες, μέ ὕβρεις, μέ βασκανίες, μέ ἐπιορκίες. Διότι ὅταν κάποιος χρησιμοποιῇ τά λόγια τοῦ διαβόλου παίρνει καί τήν γλῶσσαν του. Ποίαν λοιπόν συγχώρηση θά ἔχουμε, ἤ μᾶλλον ποία τιμωρία δέν θά ὑποστοῦμε, ὅταν ἐπιτρέπουμε στή γλῶσσα, μέ τήν ὁποία ἀξιωθήκαμε νά γευθοῦμε τῆς Σαρκός τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, νά χρησιμοποιῇ λόγια τοῦ διαβόλου;
Ἄς μή τῆς ἐπιτρέψουμε λοιπόν, ἀλλά ἄς καταβάλουμε κάθε προσπάθεια νά τήν ἐκπαιδεύσουμε νά μιμῆται τόν Δεσπότην της. Διότιἄν τήν διδάξωμε αὐτό, μέ πολλή παρρησία θά μᾶς τοποθετήσῃ στό Βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν κανείς δέν γνωρίζῃ νά μιλάῃ ἔτσι, οὔτε ὁΚριτής θά τόν ἀκούσῃ. Γιατί ὅπως, ὅταν συμβῇ νά εἶναι Ρωμαῖος ὁ δικαστής, δέν θά καταλάβῃ τί λέει ἐκεῖνος πού ἀπολογεῖται καί δέν γνωρίζει νά μιλάει Ρωμαϊκά, ἔτσι καί ὁ Χριστός. Ἄν δέν μιλᾶς μέ τό δικό Του τρόπο, δέν θά σέ ἀκούσῃ, οὔτε θά σέ προσέξῃ. Ἄς μάθουμε λοιπόν νά μιλᾶμε ἔτσι, ὅπως συνήθισε νά ἀκούῃ ὁ Βασιλιάς ὁ δικός μας. Ἄς προσπαθήσουμε νά μιμούμεθα τήν γλῶσσαν Ἐκείνη.
Καί ἄν βρεθῇς σέ πένθος, πρόσεχε νά μή σοῦ διαστρεβλώσῃ τό στόμα ἡ μεγάλη λύπη, ἀλλά νά μιλήσῃς ὅπως ὁ Χριστός. Διότιἐπένθησε καί Αὐτός τόν Λάζαρον (Ἰω. 11, 33-35) καί τόν Ἰούδα. Ἄν βρεθῇς σέ φόβο, φρόντισε πάλιν νά μιλήσῃς ὅπως Ἐκεῖνος. Διότι βρέθηκε καί Αὐτός σέ φόβο γιά σένα «κατ᾽ οἰκονομίαν». Εἰπέ καί σύ: «Ἄς μή γίνῃ ὅμως τό θέλημά μου ἀλλά τό δικό σου» (Λουκᾶ 22, 42). Καί ὅταν κλαῖς, δάκρυσε ἤρεμα ὅπως Ἐκεῖνος. Καί ὅταν βρεθῇς σέ σκευωρίες καί λύπη, καί αὐτά ἀντιμετώπισέ τα ὅπως ὁ Χριστός. Διότι καί μηχανορραφίες ἀντιμετώπισε καί λυπήθηκε, ἀλλά εἶπε: «Ἡ ψυχή μου εἶναι λυπημένη μέχρι θανάτου» (Ματθ. 26, 38). Καί σοῦ χάρισεὅλα τά ὑποδείγματα, διά νά τηρῇς αὐτά «ὡς μέτρον» καί νά μή καταστρατηγῇς τούς κανόνες, πού σοῦ ἔχουν δοθῇ.
Ἔτσι θά μπορέσῃς νά ἔχῃς στόμα, ὅμοιο μέ τό στόμα Ἐκείνου. Ἔτσι, ἐνῷ θά βαδίζῃς ἐπάνω στή γῆ, θά ἐπιδεικνύῃς σέ μᾶς γλῶσσαὅμοια μέ τήν γλῶσσαν Ἐκείνου πού βρίσκεται στόν οὐρανό, διατηρώντας τό μέτρο στή λύπη , στήν ὀργή, στό πένθος, στήν ἀγωνία. Πόσοιἀπό σᾶς εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐπιθυμοῦν νά ἰδοῦν τήν μορφήν Του; Νά λοιπόν, ὅτι εἶναι δυνατόν ὄχι μόνον νά Τόν δοῦμε, ἀλλά καί νάγίνουμε ὅμοιοι μέ Αὐτόν, ἄν προσπαθήσουμε.
Ἄς μήν ἀναβάλλουμε λοιπόν. Διότι δέν ἀγαπᾷ τόσον τό στόμα τῶν προφητῶν, ὅσον ἐκεῖνο τῶν ἐπιεικῶν καί πράων ἀνθρώπων. «Πολλοί», λέγει, «θά μοῦ ποῦν: Δέν προφητεύσαμε στό ὄνομά Σου; Καί ἐγώ θά τούς εἰπῶ: Δέν σᾶς γνωρίζω» (Ματθ. 7, 22). Τό δέ στόμα τοῦ Μωυσέως, ἐπειδή ἦταν πολύ ἐπιεικής καί πρᾶος (διότι «ὁ Μωυσῆς», λέγει, «ἦταν ἄνθρωπος πρᾶος περισσότερο ἀπό ὅλους τούςἀνθρώπους τῆς γῆς» Ἀριθμ. 12, 3), τόσο πολύ τό ἀγαποῦσε, ὥστε νά πεῖ: «ὡμιλοῦσε ἀπό πολύ κοντά, στόμα μέ στόμα, ὅπως μιλάει ἕνας φίλος μέ τόν φίλο του» (Ἐξ. 33, 11 καί Ἀριθμ. 12, 8). Δέν θά δίνεις ἐντολές στούς δαίμονες τώρα, ἀλλά θά διατάσσῃς τότε ἐκεῖ τό πῦρ τῆς γεέννης, ἐάν βέβαια ἔχῃς τό στόμα σου ὅμοιο μέ τό στόμα τοῦ Χριστοῦ.
Θά διατάσσῃς τήν ἄβυσσο τοῦ πυρός καί θά λέγῃς: «Σιώπα φιμώσου» (Μάρκ. 4, 39), καί μέ πολλήν παρρησία θά ἀνέβῃς στούς οὐρανούς καί θά ἀπολαύσῃς τή βασιλεία, τήν ὁποία εἴθε νά ἐπιτύχουμε ὅλοι ἐμεῖς, μέ τήν Χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας ἸησοῦΧριστοῦ, στόν Ὁποῖον ἀνήκει, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἡ δόξα, ἡ δύναμη, ἡ τιμή, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Ἀπόσπασμα ἀπό τήν ὁμιλία ΟΗ’)
ΠΗΓΗ: http://nefthalim.blogspot.gr/2013/02/blog-post_222.html
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Τοῦ Ἁγίου: Β΄ Τιμ. β΄ 1-10
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Τῆς Κυριακῆς: Ματθ. κε΄ 14-30
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ
1. Ταλαντοῦχοι
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς παρουσιάζει τὴν παραβολὴ τῶν ταλάντων. Ἕνας ἄνθρωπος – πλούσιος ἄρχοντας – ἐπρόκειτο νὰ φύγει γιὰ μακρινὸ ταξίδι. Κάλεσε λοιπὸν τοὺς δούλους του καὶ τοὺς παρέδωσε τὰ ὑπάρχοντά του, μοιράζοντάς τους διαφορετικὸ ποσὸ ταλάντων γιὰ νὰ τὰ διαχειρίζονται ὅσο θὰ ἀπουσίαζε. (Ἕνα τάλαντο ἀντιστοιχεῖ σὲ συγκεκριμένο βάρος χρυσοῦ).
Τὰ τάλαντα αὐτὰ τῆς παραβολῆς συμβολίζουν τὰ χαρίσματα ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ πρόοδος στὰ γράμματα, οἱ εἰδικὲς γνώσεις καὶ οἱ τεχνικὲς ἱκανότητες, μιὰ ἰδιαίτερη ἔφεση σὲ κάποια ἐπιστήμη, στὴ μουσική, στὴν τέχνη ἢ σὲ κάποιο ἐπάγγελμα. Ἐπιπλέον ὑπάρχουν πολλὰ καὶ ποικίλα χαρίσματα ποὺ κρύβει ἡ προσωπικότητα τοῦ καθενός: Ἄλλος ἔχει ἡγετικὸ χάρισμα, ἄλλος ἔχει ἱκανότητα στὸ λόγο, ἄλλος ἔχει σύνεση, ἄλλος αὐθορμητισμό, ἄλλος εἶναι ὀργανωτικός, ἄλλος ἐνθουσιώδης καὶ τολμηρός.
Ὅπως κανεὶς δοῦλος τῆς παραβολῆς δὲν ἔμεινε χωρὶς τάλαντο, ἔτσι καὶ κανεὶς ἄνθρωπος δὲν μένει χωρὶς κάποιο θεϊκὸ δῶρο. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε χαρίσματα. Καὶ τὸ κάθε χάρισμα μᾶς τὸ δίνει ὁ ἅγιος Θεὸς μὲ σκοπὸ νὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε γιὰ τὴ δική μας σωτηρία καὶτὴν ὠφέλεια τοῦ πλησίον.
2. Άδικη ἢ δίκαιη κατανομή;
Βέβαια ὁ Θεὸς δὲν δίνει σὲ ὅλους οὔτε τὸν ἴδιο ἀριθμό, οὔτε τὸ ἴδιο εἶδος ἀπὸ τάλαντα. Ἐκεῖνος ὡς παντογνώστης γνωρίζει τὴ δύναμη καὶ τὴν ἱκανότητα τοῦ καθενός, Ἐκεῖνος γνωρίζει καὶ τὶς ἀνάγκες μας καὶ δίνει «ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν». Στὴν παραβολὴ διαβάζουμε ὅτι στὸν ἕνα δοῦλο ἔδωσε πέντε τάλαντα, στὸν ἄλλο δύο, στὸν ἄλλο ἕνα.
Διαφορετικοὶ ἄνθρωποι, διαφορετικὰ χαρίσματα. Χαρίσματα τὰ ὁποῖα διανέμει ὁ Θεὸς κατὰ τὴ δική Του ἀλάνθαστη κρίση καὶ ἄπειρη σοφία ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἀντοχὴ τοῦ καθενός, ὥστε κανεὶς νὰ μὴν ἔχει παράπονο, κανεὶς νὰ μὴν αἰσθάνεται ὅτι ὑστερεῖ καὶ νὰ νιώθει μειονεκτικά. Ἄλλωστε ἡ κοινωνία προκειμένου νὰ ἀπαρτίζει ἕνα ἁρμονικὸ σύν ολο, χρειάζεται τὸν κάθε ἄνθρωπο μὲ τὰ ἰδιαίτερα χαρίσματά του. Μποροῦμε νὰ σκεφθοῦμε τὸ σῶμα νὰ ἀποτελεῖται μόνο ἀπὸ χέρια ἢ μόνο ἀπὸ μάτια;
Ἂς μὴν παραπονιόμαστε λοιπὸν γιὰ τὴν δῆθεν ἄνιση κατανομὴ κι ἂς μὴ ζηλεύουμε τοὺς ἄλλους γιὰ τὰ χαρίσματά τους. Μιὰ τέτοια ζηλότυπη στάση μόνο δυστυχία μπορεῖ νὰ προκαλέσει στὴ ζωή μας. Ἀντίθετα, ἂν ἀνακαλύψουμε ὁ καθένας τὰ δικά του χαρίσματα καὶ ἐρ γαστοῦμε γιὰ τὴν ἀξιοποίησή τους, τότε κι ἐμεῖς προσωπικὰ θὰ χαιρόμαστε, ἀλ λὰ καὶ στὸν πλησίον μας θὰ εἴμαστε εὐ εργετικοί.
3. Θὰ δώσουμε λόγο
Ὅπως ἀναφέρεται στὴν παραβολή, ὕστερα ἀπὸ πολὺ καιρὸ ἐπέστρεψε ὁ ἄρχοντας αὐτὸς καὶ ζήτησε ἀπὸ τοὺς δούλους του νὰ τοῦ ἀποδώσουν λογαριασμὸ γιὰ τὸ πῶς ἀξιοποίησαν τὰ τάλαντα ποὺ τοὺς εἶχε ἐμπιστευθεῖ.
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ καὶ δὲν πρέπει κι ἐμεῖς νὰ ξεχνοῦμε ὅτι κάποτε ὅλοι θὰ κληθοῦμε νὰ δώσουμε λόγο γιὰ τὸ πῶς πε-ράσαμε τὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας. Πολλοὶ νομίζουν ὅτι ἡ ζωὴ τοὺς ἀνήκει καὶ δὲν ἔχουν νὰ δώσουν λόγο σὲ κανέναν... Πόσο λάθος κάνουν! Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι δική μας! Εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐπίσης δῶρο δικό Του εἶναι καὶ ἡ ἐλευθερία μας. Εἶναι τάλαντα. Γιὰ τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ θεϊκὰ δῶρα θὰ δώσουμε λόγο. Θὰ ἔλθει ἡ ἡμέρα τῆς Τελικῆς Κρίσεως καὶ τότε θὰ ἀπολογηθοῦμε γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀξιοποιήσαμε ὅλα τὰ χαρίσματα ποὺ μᾶς ἔδωσε ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.
4. Η τιμωρία τῆς ὀκνηρίας
Ὁ ἄρχοντας τῆς παραβολῆς ἐπιβράβευσε τοὺς δούλους ποὺ ἐργάστηκαν καὶ πολλαπλασίασαν τὰ τάλαντά τους. Τιμώρησε ὅμως αὐστηρὰ τὸν δοῦλο ποὺ ἔφερε πίσω τὸ ἕνα τάλαντο ποὺ εἶχε λάβει.
Κάνει ἐντύπωση αὐτὴ ἡ αὐστηρὴ τιμωρία. Ὁ δοῦλος αὐτὸς δὲν ἔχασε τὸ τάλαντο τοῦ κυρίου του οὔτε τὸ σπατάλησε. Τοῦ τὸ ἔφερε πίσω ἀκέραιο. Δὲν ἔκανε λοιπὸν κάτι κακό‧ οὔτε ὅμως ἔκανε καὶ κάποιο καλό· καὶ γι’ αὐτὸ τιμωρεῖται.
Μποροῦσε νὰ ἐργαστεῖ, καὶ δὲν ἐργάστηκε. Γιὰ τὴν ἀδράνεια καὶ τὴν ὀκνηρία του αὐτὴ εἶναι ἄξιος καταδίκης. Ἔτσι ὁ Κύριος ἐπαινεῖ μὲν τὴν προθυμία καὶ ἀμείβει τὴν ἐπιμέλεια καὶ τὴν ἐργατικότητα τῶν δύο δούλων, τιμωρεῖ ὅμως παραδειγματικὰ τὴ ραθυμία καὶ τὴν ἀδιαφορία τοῦ ἄλλου δούλου.
΄Ἂς διδαχθοῦμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὴ διδακτικὴ αὐτὴ παραβολὴ κι ἂς ἐργαστοῦμε φιλότιμα γιὰ νὰ καλλιεργήσουμε τὰ τάλαντα ποὺ μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός, ὥστε νὰ ἔχουμε «καλὴν ἀπολογίαν» στὸ φοβερὸ βῆμα τῆς παγκοσμίου Κρίσεως
ΠΗΓΗ: Ο ΣΩΤΗΡ,1/2/2013
Όταν o λέων βρυχηθή, ποιός δεν θα φοβηθή; Όταν Κύριος ο Θεός ομιλή, ποιός δεν θα προφητεύση;». Ας αρχίσωμεν τον λόγον μας με τα προφητικά λόγια και ας πάρωμεν συνεργόν εις την ανάγκην των προκειμένων, δηλαδή τώρα που εκθέτομεν και την σκέψιν και την γνώμην διά αυτά που είναι συμφέροντα, τον θεοφόρον Αμώς, ο οποίος εθεράπευσε συμφοράς, όμοιας με τα κακά που υπερβολικά ενοχλούν ημάς. Διότι και ο προφήτης αυτός, κατά την διαδρομήν των παλαιοτέρων χρόνων, όταν ο λαός είχεν εγκαταλείψει την πατρικήν ευσέβειαν και είχε καταπατήσει την ακρίβειαν των νόμων και είχε ξεγλυστρίσει εις την λατρείαν των ειδώλων, εκήρυξε την μετάνοιαν, με το να συμβουλεύη την επιστροφήν και με το να εξαγγέλλη την απειλήν των τιμωριών. Εγώ δε μακάρι να επωφεληθώ μέχρι ενός σημείου από τον ζήλον τής παλαιάς ιστορίας, όχι όμως και το να ιδώ επί πλέον να ακολουθή η έκβασις των τότε γεγονότων. Αφού δηλαδή ο λαός απείθησε και ωσάν άγριον και δυσυπότακτον πουλάρι εδάγκασε τα χαλινάρια, δεν ωδηγήθη προς το συμφέρον· αλλά αφού εξέφυγεν από τον ίσιον δρόμον, έτρεξε τόσον πολύ άτακτα και εξηγριώθη εναντίον τού καβαλλάρη μέχρι του σημείου να πέση εις τα βάραθρα και τους κρημνούς και να υποστή πανωλεθρίαν, άξιαν προς την ανυπακοήν του. Αυτό μακάρι να μη συμβή τώρα εις ημάς, παιδιά μου, «που σας εγέννησα διά του Ευαγγελίου» και σας εσπαργάνωσα δια της ευλογίας των χεριών μου. Αλλ’ ας υπάρχη αγαθή ακοή, ψυχή πρόθυμος, που να δέχεται απαλά τας συμβουλάς, να υποχωρή εις τον ομιλητήν, όπως το κηρί εις τον σφραγιστήν, διά να λάβω και εγώ με μίαν τέτοιαν επιμέλειαν, γλυκύν καρπόν από τους κόπους και εσείς να επαινέσετε την συμβουλήν που γίνεται, όταν θα έχωμεν απαλλαγή από τας συμφοράς. Ποίον λοιπόν είναι αυτό που επισημαίνει μεν ο λόγος, αλλά κρατεί ακόμη εις αβεβαιότητα τας ψυχάς, με την ελπίδα να το ακούσουν, διότι βραδύνει να ανακοινώση το αναμενόμενον;
Βλέπομεν, αδελφοί, τον ουρανόν ερμητικά κλειστόν, γυμνόν και ανέφελον, να κάμνη μισητήν αυτήν την αιθρία και να προκαλή λύπην με την καθαρότητα, την οποίαν πάρα πολύ επεθυμούσαμεν προηγουμένως, όταν κάποτε, αφού εσκεπάσθη διά πολύν καιρόν με τα σύννεφα, μας έκαμε σκοτεινούς και ανήλιους. Και η γη αφού κατηξηράνθη εις το έπακρον είναι δυσάρεστος εις το να την ιδή κανείς· είναι στείρα δε και άγονος διά την γεωργίαν· έχει κομματιασθή εις σχίσματα και δέχεται κατάβαθα την ακτίνα να την φωτίζη. Και αι πλούσιαι και αστείρευτοι πηγαί μάς έλειψαν και τα νερά τών μεγάλων ποταμών εστείρευσαν, μικρότατα δε παιδιά τα διαβαίνουν πεζά και αι γυναίκες τα περνούν φορτωμέναι. Πολλούς από ημάς, μας έλειψεν ακόμη και το πόσιμον νερόν και κινδυνεύομεν διά τούτο να πεθάνωμεν. Ως νέοι Ισραηλίται, που αναζητούν νέον Μωυσήν και θαυματουργικόν ραβδί, διά να ικανοποιήσουν, αφού και πάλιν κτυπηθούν αι πέτραι, την ανάγκην τού λαού που διψά· σύννεφα δε παράδοξα να καταβρέξουν εις τους ανθρώπους τροφήν ασυνήθη, όπως το μάννα. Ας προσέξωμεν να μη γίνωμεν εις τους μεταγενεστέρους θλιβερόν διήγημα πείνης και τιμωρίας.
Αντίκρυσα τα χωράφια και έκλαψα πολύ διά την ακαρπίαν των, και εσκόρπισα τον θρήνον, επειδή εις ημάς δεν έπεσε βροχή. Αλλά μεν από τα σπέρματα έχουν ξηρανθή προτού φυτρώσουν, διότι παρέμειναν μέσα εις τους σβώλους, όπως τα εσκέπασε το αλέτρι. Αλλά, δε μόλις εφύτρωσαν ολίγον και εβλάστησαν, τα κατεμάρανεν αξιολύπητα ο καύσων, έτσι ώστε τώρα ευκαίρως να αντιστρέψη κάνεις τον ευαγγελικόν λόγον και να ειπή· οι μεν εργάται πολλοί, ο δε θερισμός ούτε ολίγος. Και οι γεωργοί, καθήμενοι εις τα χωράφια και πιάνοντες τα γόνατά τους με τα χέρια των (διότι αυτός είναι ο τρόπος αυτών που πενθούν), κλαίουν διά τους χαμένους κόπους των. Αντικρύζουν τα μικρά παιδιά και οδύρονται, ατενίζουν τας γυναίκας και θρηνούν, χαϊδεύουν και ψηλαφίζουν τα ξηρά χορτάρια τών γεννημάτων και κραυγάζουν δυνατά, ωσάν οι πατέρες που έχουν χάσει τα παιδιά των επάνω εις το άνθος τής ηλικίας των. Ας λεχθή λοιπόν και προς ημάς από τον ίδιον προφήτην, που ολίγον προηγουμένως εις το προοίμιον ανεφέραμεν «εγώ επίσης, λέγει, κατεκράτησα από σας την βροχήν τρεις μήνας προ του θερισμού και έβρεξα εις μίαν πόλιν και εις άλλην πόλιν δεν έβρεξα. Το ένα χωράφι εποτίσθη και το άλλο, εις το οποίον δεν έβρεξα, εξηράνθη. Και συνηθροίζοντο δύο ή τρεις πόλεις εις μίαν διά να πίουν νερόν, χωρίς να ημπορούν να κατασβέσουν την δίψαν των· και αυτά διότι σεις δεν επιστρέψατε εις εμέ, λέγει, ο Κύριος». Ας μάθωμεν λοιπόν ότι ο Θεός μάς δίδει αυτά τα χτυπήματα, διότι απεμακρύνθημεν από αυτόν και αμελήσαμεν. Δεν επιδιώκει να μας συντρίψη, αλλά φροντίζει να μας διορθώση, όπως κάμνουν οι καλοί από τους πατέρες και αυτοί που φροντίζουν διά τα τέκνα, οι οποίοι θυμώνουν εναντίον τών νέων και εξοργίζονται, όχι διότι θέλουν να τους κακοποιήσουν, αλλά διά να τους οδηγήσουν από την νηπιώδη αδιαφορίαν και τα αμαρτήματα της νεότητος εις την επιμέλειαν. Κυττάτε λοιπόν πως η πληθώρα των ιδικών μας αμαρτημάτων έβγαλε και τας εποχάς από την ιδίαν των την φύσιν και ήλλαξε τα είδη τών καιρών εις αλλόκοτα ανακατώματα. Ο χειμών δεν είχε την συνήθη υγρασίαν μαζί με την ξηρασίαν, αλλά όλην την υγρασίαν την έκαμε παγωνιάν και την απεξήρανε και επέρασε χωρίς χιόνια και βροχάς. Η άνοιξις πάλιν έδειξε μεν το ένα μέρος από τα χαρακτηριστικά της, εννοώ την θερμότητα, δεν είχεν όμως την βροχεράν περίοδον. Ζέστη δε και παγωνιά παραδόξως υπερέβησαν τα φυσικά όρια και αδίκως συνεφώνησαν εις το να μας βλάψουν και εξαποστέλλουν από τον βίον και την ζωήν τούς ανθρώπους. Ποία λοιπόν είναι η αιτία τής αταξίας και της συγχύσεως; Από πού προέρχεται αυτός ο νεωτερισμός των καιρών; Ως άνθρωποι μυαλωμένοι ας ερευνήσωμεν ως λογικοί ας συλλογισθούμεν. Μήπως ο κυβερνήτης τού σύμπαντος δεν υπάρχει; Μήπως ο αριστοτέχνης Θεός εξέχασε την πρόνοιάν του; Μήπως έχασε την εξουσίαν και την δύναμιν; Ή κατέχει μεν την ίδιαν δύναμιν και δεν απώλεσε την εξουσίαν, παρεφέρθη δε εις σκληρότητα και μετέβαλεν εις μισανθρωπίαν την υπερβολικήν αγαθότητα και την κηδεμονίαν του προς ημάς; Σώφρων άνθρωπος δεν θα ημπορούσε να το ειπή. Αλλ’ είναι ολοφάνερα τα αίτια λόγω των οποίων δεν κυβερνώμεθα. Ενώ ημείς λαμβάνομεν, δεν δίδομεν εις άλλους. Ενώ επαινούμεν την ευεργεσίαν, την αποστερούμεν από εκείνους που την χρειάζονται. Ενώ είμεθα δούλοι και ελευθερωνόμεθα, δεν ευσπλαγχνιζόμεθα τους συνδούλους μας. Ενώ πεινώμεν και τρεφόμεθα, περιφρονούμεν τον ενδεή. Ενώ έχομεν Θεόν, ανενδεή χορηγόν και ταμίαν, έχομεν γίνει σφιχτοχέρηδες και αμέτοχοι εις τας ανάγκας τών πτωχών. Τα πρόβατά μας είναι γόνιμα και όμως οι γυμνοί είναι περισσότεροι από τα πρόβατα. Αι αποθήκαι από το πλήθος των αποθηκευμένων αγαθών στενοχωρούνται και ημείς δεν ελεούμεν αυτόν που στενάζει. Διά τούτο η δικαία κρίσις μάς απειλεί. Διά τούτο και ο Θεός δεν ανοίγει το χέρι του, διότι ημείς απεκλείσαμεν την φιλαδελφίαν. Διά τούτο τα χωράφια είναι ξηρά, διότι η αγάπη επάγωσεν.
Η φωνή αυτών που κάμνουν λιτανείαν εις τα χαμένα βοά και διασκορπίζεται εις τον αέρα. Διότι ούτε ημείς ηκούσαμεν αυτούς που εζητούσαν από ημάς. Οποία δε η προσευχή μας και η δέησις; Οι άνδρες, πλην ολίγων, ασχολείσθε με το εμπόριον και αι γυναίκες τούς υπηρετείτε εις την εργασίαν του μαμωνά. Ολίγοι είναι μαζί μου και με την προσευχήν, και αυτοί αισθάνονται ζάλην, χασμωριούνται, συνεχώς γυρίζουν και παρακολουθούν πότε θα τελειώση ο ψάλτης τους στίχους, πότε θα απολυθούν από την εκκλησίαν, ωσάν από φυλακήν και από την ανάγκην τής προσευχής. Και μάλιστα τα παιδιά, οι μικροί αυτοί που άφησαν τα βιβλία των εις τα σχολεία και συμπροσεύχονται μαζί μας, περιτριγυρίζουν το πράγμα μάλλον ωσάν ευκολίαν και διασκέδασιν και μεταβάλλουν την λύπην μας εις εορτήν, διότι απαλλάσσονται δι’ ολίγον από την φορτικότητα του διδασκάλου και την φροντίδα τών μαθημάτων. Το πλήθος όμως των ώριμων ανδρών και ο λαός που είναι περιπεπλεγμένος εις τας αμαρτίας, αχαλίνωτος και ελεύθερος και χαρούμενος βολτάρει εις την πόλιν. Αυτός περιφέρει την αιτίαν τών κακών εις τας ψυχάς, αυτός υπεκίνησε και απειργάσθη την συμφοράν. Βρέφη δε που δεν νοιώθουν και είναι ακατηγόρητα σπεύδουν και συνωθούνται προς την εξομολόγησιν, χωρίς να έχουν ούτε την αιτίαν αυτών που προξενούν την λύπην ούτε την γνώσιν ή την δύναμιν της συνήθειας να προσευχηθούν. Εσύ, παρακαλώ, προχώρησε εις το μέσον, εσύ που είσαι ανακατωμένος με τας αμαρτίας. Εσύ γονάτισε και κλάψε και στέναξε. Αφησε το βρέφος να κάμνη αυτά που αρμόζουν εις την ηλικίαν. Διατί, ενώ κατηγορείσαι, κρύβεσαι και οδηγείς εις εξομολόγησιν το ανεύθυνον; Μήπως δηλαδή ξεγελιέται ο κριτής, ώστε να αντικαταστήσης κρυφά τον εαυτόν σου με άλλο πρόσωπον; Έπρεπε βέβαια και εκείνο να παρίσταται εξάπαντος
μαζί σου, όχι μόνον. Βλέπεις πως και οι Νινευίται, όταν με την μετάνοιαν παρακαλούσαν τον Θεόν και επενθούσαν διά τα αμαρτήματά των, αυτά που μετά την θάλασσαν και το κήτος ανεβόησεν ο Ιωνάς, δεν ωδήγησαν μόνον τα βρέφη εις την μετάνοιαν αλλά και τους μεγάλους. Οι ίδιοι δεν εζούσαν την ζωήν των με τρυφήν και ευωχίας, αλλ’ η νηστεία καθυπέταξε πρώτα τους πατέρας, αυτούς που είχαν αμαρτήσει. Και η τιμωρία εβασάνιζε τους πατέρας και κατά ένα λόγον παραπάνω εξ ανάγκης εθρηνούσαν και τα βρέφη, διά να κυριαρχήση εις κάθε ηλικίαν η σκυθρωπότης, και εις αυτήν που νοιώθει την αμαρτίαν και εις αυτήν που δεν την νοιώθει, και εις την μεν μίαν προαιρετικώς εις δε την άλλην κατ' ανάγκην. Και έτσι αφού ο Θεός τους είδε να ταπεινώνωνται, διότι κατεδίκασαν τους εαυτούς των εις πάνδημον κακουχίαν, εξαιρετικά υπερβολικήν, και ευσπλαγχνίσθη διά την συμφοράν και την τιμωρίαν επήρεν οπίσω και την χαράν εχάρισεν εις αυτούς που με συναίσθησιν επένθησαν. Ω πόσον φροντισμένη μετάνοια! Ω πόσον σοφή και συμπυκνωμένη θλίψις! Ούτε τα ζώα τα άφησαν έξω από την τιμωρίαν, αλλά και δι’ αυτά επενόησαν, ώστε κατ' ανάγκην να φωνάζουν. Πράγματι το μοσχάρι το εχώρισαν από την αγελάδα και το αρνί το απεμάκρυναν από το μητρικόν μαστάρι και το βρέφος που εβύζανε δεν εκρατείτο εις τας αγκάλας τής μητρός του. Εις ξεχωριστάς μάνδρας ήταν αι μητέρες και εις ξαχωριστάς τα τέκνα. Φωναί δε θλιβεραί από όλα που αντιβοούσαν και αντηχούσαν η μία προς την άλλην. Τα τέκνα που επεινούσαν, εζητούσαν τας πηγάς τού γάλακτος και αι μητέρες, που εσπάρασαν από το φυσικόν πάθος, με συμπαθείς φωνάς εκαλούσαν τα τέκνα τους. Τα βρέφη που καθ’ όμοιον τρόπον επεινούσαν, εξεσπούσαν εις δυνατόν κλάμα και εσπαρταρούσαν και αι μητέρες εκεντρίζοντο εις τα σπλάγχνα από τους πόνους τής συγγένειας. Και διά τούτο ο θεόπνευστος λόγος διετήρησε γραπτώς την μετάνοιαν εκείνων διά να γίνη κοινή διδασκαλία τής ζωής. Ο γέρων εθρηνούσε δι’ εκείνα· εμαδούσε τα λευκά μαλλιά του και τα ξερίζωνεν. Ο νέος και ο ώριμος δυνατώτερα έκλαιγαν. Ο πτωχός εστέναζε και ο πλούσιος, λησμονών την καλοπέρασιν, εζούσε την κακουχίαν ως καλήν. Ο βασιλεύς αυτών είχε μεταβάλει την λαμπρότητα και την δόξαν εις εντροπήν. Έβγαλε το στέμμα και εσκόνισε την κεφαλήν του. Έβγαλε το βασιλικόν ένδυμα και εφόρεσε τον σάκκον τού πένθους. Αφησε τον υψηλόν και μετάρσιον θρόνον και θλιμμένος εκυλίετο εις την γην. Αφησε την αξιοπρέπειαν που προσιδιάζει εις το βασιλικόν αξίωμα και εθρηνούσε μαζί με τον λαόν. Έγινεν ένας από τους πολλούς και αυτός, όταν είδε τον κοινόν Δεσπότην των όλων να οργίζεται.
Αυτό είναι το φρόνημα των ευαισθήτων δούλων. Τέτοια είναι η μετάνοια αυτών που ενέχονται εις αμαρτίας. Ημείς διαπράττομεν προθύμως μεν την αμαρτίαν, αλλά με ολιγωρίαν και οκνηρίαν αναλαμβάνομεν την μετάνοιαν. Ποιός προσευχόμενος χύνει δάκρυα, διά να λάβη βροχήν και σταγόνας εις τον κατάλληλον καιρόν; Ποιός, που καθαρίζει αμαρτίας, έβρεξε το κρεββάτι του με δάκρυα κατά το παράδειγμα του Δαβίδ; Ποιός έπλυνε τα πόδια τών ξένων και εκαθάρισε την σκόνην από την οδοιπορίαν, διά να εξευμενίση τον Θεόν κατά τον καιρόν που ζητά την λύσιν τής ξηρασίας; Ποιός έθρεψε το ορφανόν από πατέρα παιδί, διά να θρέψη τώρα ο Θεός τα σιτηρά προς χάριν μας, που σαν ορφανά πλήττονται από την κακήν σύγκρασιν των ανέμων; Ποιός περιέθαλψε χήραν που βασανίζεται από τας δυσκολίας τής ζωής, διά να του αποδοθή τώρα η αναγκαία τροφή; Ξέσχισε το άδικον γραμμάτιον, διά να λυθή έτσι η αμαρτία. Εξαφάνισε την ομολογίαν τών βαρυτάτων τόκων διά να γεννήση η γη τα συνηθισμένα προϊόντα. Διότι όταν ο χαλκός και ο χρυσός και τα άγονα παρά φύσιν γεννούν, τότε γίνεται στείρα αυτή που εκ φύσεως γεννά και καταδικάζεται εις ακαρπίαν προς τιμωρίαν τών κατοίκων της. Ας αποδείξουν λοιπόν αυτοί που τιμούν την πλεονεξίαν, αυτοί που συνάγουν υπερβολικά τον πλούτον, ποία είναι η δύναμις των αποθηκευθέντων, η ποιόν το όφελος, αν ο Θεός που έχει οργισθή επιτείνει περισσότερον την τιμωρίαν. Ίσως αυτοί γίνουν πιο κίτρινοι από τον χρυσόν που επισωρεύουν, εάν δεν αποκτήσουν το ψωμί, που μέχρι χθες και προχθές επεριφρονείτο, λόγω της ευκόλου προμηθειάς του. Ας υποθέσωμεν ότι δεν υπάρχει ο πωλητής, ούτε υπάρχει σιτάρι εις τας αποθήκας· ποία είναι τότε η χρησιμότης τών βαρυτάτων πορτοφολίων; Πες μου; Δεν θα ενταφιασθής μαζί μ’ αυτά; Δεν είναι χώμα ο χρυσός; Δεν θα κήται ως άχρηστος πηλός δίπλα εις το χωμάτινον σώμα; Όλα τα απέκτησες και όμως δεν κατέχεις ένα αναγκαίον πράγμα· την δύναμιν να τρέφης τον εαυτόν σου. Ένα σύννεφον εδημιούργησεν ολόκληρον τον πλούτον. Επινόησε τον πόρον ολίγων σταγονιδίων, εξανάγκασε την γην να καρποφορήση. Εξαφάνισε την συμφοράν με τον υπερήφανον και κρυμμένον πλούτον. Πιθανόν να παρακαλέσης κάποιον από τους ευλαβείς, διά να σου χαρίση με τας προσευχάς του, όπως ο Θεσβίτης Ηλίας, την απαλλαγήν από τα δεινά, δηλαδή άνθρωπον ακτήμονα, ωχρόν, ξυπόλυτον, άστεγον, ανέστιον, άπορον, που φορεί ένα χιτώνα, όπως ο Ηλίας την μηλωτήν, και που έχει σύντροφον την προσευχήν και τρέφεται με την εγκράτειαν. Και αν επιτύχης με την παράκλησίν σου την βοήθειάν του, δεν θα περιφρονήσης πολύ τα κτήματα που έχουν πολλάς φροντίδας; Δεν θα περιφρονήσης τον χρυσόν; Δεν θα διασκορπίσης, ωσάν κοπριάν, τον άργυρον, που, ενώ προηγουμένως τον αποκαλούσες παντοδύναμον και πολύ αγαπητόν, τώρα τον εγνώρισες οκνηρόν βοηθόν εις την ανάγκην; Διά σε έκρινεν αξίαν και την συμφοράν αυτήν. Διότι ενώ είχες δεν έδιδες, διότι παρέβλεπες τους πεινώντας, διότι δεν εγύριζες να κυττάξης αυτούς που ωδύροντο, διότι δεν έδιδες, ενώ σε επροσκυνούσαν. Τα κακά και εξ αιτίας των ολίγων ξεσπούν εις τον λαόν και ο λαός συνήθως τιμωρείται διά την μοχθηρίαν κάποιου. Ο Αχαρ διέπραξε ιεροσυλίαν, αλλ’ ολόκληρον το στρατόπεδον ετιμωρείτο. Ο Ζαμβρί επίσης επόρνευσεν εις τας γυναίκας τών Μαδιανιτών, αλλ’ ο Ισραήλ ετιμωρείτο.
Όλοι λοιπόν και ατομικώς και δημοσίως να εξετάσωμεν τον τρόπον τής ζωής μας. Να θεωρήσωμεν την ξηρασίαν ωσάν παιδαγωγόν, που υπενθυμίζει εις τον καθένα μας την ιδίαν αμαρτίαν. Να ειπωμεν και μάλιστα με συναίσθησιν τον λόγον τού γενναίου Ιώβ· «το χέρι τού Θεού είναι που με ήγγισε». Και μάλιστα μεν να καταλογίσωμεν την συμφοράν μας πρωταρχικώς εις τα αμαρτήματα. Εάν δε πρέπη να προσθέσωμεν και κάτι άλλο, ενίοτε αι κακοτυχίαι αυταί συμβαίνουν εις τους ανθρώπους και ως δοκιμασίαι εις τας ψυχάς, διά να αποδειχθούν οι δόκιμοι, είτε πτωχοί είτε πλούσιοι είναι αυτοί, επάνω εις τας δυσκολίας. Διότι και οι μεν και οι δε δοκιμάζονται ακριβώς διά της υπομονής. Και προ παντός κατά την περίοδον αυτήν αποδεικνύεται, εάν ο μεν είναι κοινωνικός και φιλάδελφος, εάν ο δε ευγνώμων και όχι αντιθέτως βλάσφημος, που αλλάσσει την διάθεσιν ταχέως μαζί με τας συμφοράς τής ζωής. Εγώ γνωρίζω πολλούς (και αυτό δεν το έμαθα εξ ακοής, αλλά εκ πείρας εγνώρισα τους ανθρώπους), οι οποίοι μέχρις ότου μεν ο βίος δι’ αυτούς προχωρεί ευνοϊκά, κατά την παροιμίαν, αναγνωρίζουν εμμέσως λοιπόν, αν και όχι τελείως, την χάριν εις τον ευεργέτην. Εάν δε κάποτε τα πράγματα τραπούν προς την αντίθετον κατάστασιν και γίνη ο μεν πλούσιος πτωχός, η υγεία τού σώματος ασθένεια, η δόξα και η περιφάνεια εντροπή και ατίμωσις, γίνονται αχάριστοι, ξεστομίζουν βλασφημίας, τεμπελιάζουν εις την προσευχήν. Δυσανασχετούν εναντίον τού Θεού, ως να είναι χρεώστης που καθυστερεί την οφειλήν και δεν συμπεριφέρονται ως προς Κύριον που αγανακτεί. Αλλά διώξε από τους λογισμούς την σκέψιν αυτήν. Όταν δε ιδής τον Θεόν να μη χαρίζη τα απαραίτητα, έτσι να συλλογίζεσαι μέσα σου· μήπως ο Θεός αδυνατεί να χορηγήση την τροφήν; Και πώς είναι δυνατόν; Αυτός που είναι Κύριος του ουρανού και ολοκλήρου της δημιουργίας, σοφός ρυθμιστής τών εποχών και των καιρών, κυβερνήτης των όλων, που ώρισεν ωσάν κάποιον εύτακτον χορόν, τας εποχάς και τας τροπάς τού ηλίου να διαδέχωνται η μία την άλλην, διά να επαρκούν με την ποικιλίαν των εις τας διαφόρους ανάγκας μας· και άλλοτε μεν να πίπτη βροχή εις τον κατάλληλον καιρόν, άλλοτε δε πάλιν η ζέστη και το κρύον να εναλλάσσωνται κατά την διάρκειαν του έτους, και να μη λείπη η ξηρασία. Ο Θεός λοιπόν είναι δυνατός. Αφού δε έχει και την δύναμιν και τούτο γίνεται παραδεκτόν, μήπως άραγε λείπει η αγαθότης; Και αυτός ο λόγος είναι ανύπαρκτος. Διότι ποία ανάγκη θα έπειθεν αυτόν που δεν είναι αγαθός να δημιουργήση κατ’ αρχήν τον άνθρωπον; Ποιός δε θα εξηνάγκαζε τον κτίστην να πάρη χώμα και μάλιστα χωρίς να το θέλη, και από την λάσπην να μορφοποιήση τέτοιο κάλλος; Ποιός είναι αυτός που κατ’ ανάγκην έπεισε να δωρήση τον λόγον εις τον άνθρωπον σύμφωνα προς την ιδικήν του εικόνα, διά να δεχθή, αφού απ’ εκεί ξεκινήση, την μάθησιν των τεχνών, και διά να μάθη να φιλοσοφή διά τα ουράνια, τα οποία δεν εγγίζει με τας αισθήσεις; Και εάν έτσι συλλογίζεσαι, θα εύρης να συνυπάρχη εις τον Θεόν η αγαθότης και μέχρι ακόμη και τώρα να μη απουσιάζη. Διότι τί θα ημπόδιζε, πες μου, να μη είναι ξηρασία αυτό που βλέπομεν, αλλά τελεία πυρπόλησις; Και ο ήλιος να παρεξέκλινεν ολίγον από την κανονικήν πορείαν και να επλησίαζε τα περίγεια σώματα και αυτομάτως να κατέκαιε κάθε τι που βλέπομεν; Ή να βρέξη φωτιάν από τον ουρανόν, καθ’ όμοιον τρόπον, που ετιμώρησεν ήδη τους αμαρτωλούς; Αυτοκυριαρχήσου και έλα εις τα σύγκαλά σου, άνθρωπε· μη κάμης αυτά που κάμνουν τα ανόητα παιδιά που, επειδή τα εμάλωσεν ο διδάσκαλος, ξεσχίζουν τα βιβλία τους· ξεσχίζουν δε το ένδυμα του πατρός των, που διά την ωφέλειάν των αναβάλλει την τροφήν, ή με τα νύχια τους καταγρατζουνίζουν το πρόσωπον της μητέρας. Διότι τον μεν κυβερνήτην δοκιμάζει και σκληραγωγεί η τρικυμία, τον αθλητήν το στάδιον, τον στρατηγόν το στρατόπεδον, τον γενναιόκαρδον η συμφορά, τον δε Χριστιανόν η δοκιμασία. Και αι λύπαι δοκιμάζουν την ψυχήν, όπως η φωτιά δοκιμάζει τον χρυσόν. Είσαι πτωχός; Μη καταλαμβάνεσαι από αθυμίαν. Διότι η υπερβολική κατήφεια γίνεται αιτία τής αμαρτίας. Η μεν λύπη καταβαραθρώνει την διάνοιαν και η αμηχανία εμβάλλει ζάλην, η δε έλλειψις των λογισμών γεννά την αχαριστίαν. Αλλά να ελπίζης εις τον Θεόν. Μήπως δηλαδή δεν παρατηρή την στενοχώριαν; Κρατά την τροφήν εις τα χέρια του και καθυστερεί την χορήγησιν, διά να δοκιμάση την σταθερότητά σου, διά να πληροφορηθή την διάθεσίν σου, εάν δεν είναι ομοία με αυτήν των ακολάστων και των αχαρίστων. Διότι και αυτοί, μέχρις ότου μεν συμβαίνει να έχουν την τροφήν εις το στόμα τους, ευφημούν, κολακεύουν, υπερθαυμάζουν, όταν δε επ’ ολίγον αναβληθή το τραπέζι, ωσάν λίθους αφήνουν τας βλασφημίας προς αυτούς που πριν ολίγου λόγω της τέρψεως επροσκυνούσαν ωσάν θεόν. Διάβασε την Παλαιάν Διαθήκην και την Καινήν και θα εύρης εκεί, εις την κάθε μίαν, πολλούς να έχουν τραφή κατά διάφορον τρόπον. Ο Κάρμηλος, βουνόν υψηλόν και ακατοίκητον, έρημον αυτό, εφιλοξενούσεν έρημον τον Ηλίαν. Διά τον δίκαιον η ψυχή του ήταν η όλη περιουσία και εφόδιον της ζωής η ελπίδα προς τον Θεόν. Με το να ζη έτσι, δεν απέθανεν από την πείναν, αλλά τα αρπακτικώτατα και τα πλέον λαίμαργα από τα όρνεα, αυτά έφεραν τα τρόφιμα και υπηρετούσαν τον δίκαιον εις την τροφήν. Αυτά που από την φύσιν των αρπάζουν τας ξένας τροφάς, με το πρόσταγμα του Δεσπότου ήλλαξαν την φύσιν και έγιναν πιστοί φύλακες των άρτων και των κρεάτων. Εμάθαμεν δε λοιπόν από την ιεράν ιστορίαν ότι τα κοράκια έφεραν τας τροφάς εις τον άνδρα. Επίσης και ο λάκκος τής Βαβυλώνος εκρατούσε τον νεαρόν Ισραηλίτην αιχμάλωτον μεν κατά την συμφοράν, ελεύθερον όμως εις την ψυχήν και το φρόνημα. Μήπως όμως έπαθε κάποιο κακόν από τα λεοντάρια; Όχι! Τα λεοντάρια μεν, παρά την φύσιν των, ενήστευαν, ο δε τροφεύς αυτού Αββακούμ ήρχετο διά μέσου του αέρος· ο άγγελος εκόμιζε μαζί με τα τρόφιμα και τον άνθρωπον. Και διά να μη δεινοπαθήση από την πείναν ο δίκαιος, ο προφήτης εις ελάχιστον χρόνον επέταξεν επάνω από τόσην ξηράν και θάλασσαν, όση εκτείνεται από την Ιουδαίαν μέχρι της Βαβυλώνος.
Επίσης τί έκαμνεν ο λαός τής ερήμου, του οποίου αρχηγός ήταν ο Μωυσής; Πώς οικονόμησε την ζωήν του επί σαράντα ολόκληρα χρόνια; Δεν υπήρχεν εκεί άνδρας που να σπέρνη, ούτε βόδι που να σύρη το αλέτρι, ούτε αλώνι, ούτε πατητήρι, ούτε αποθήκη, και όμως είχαν την τροφήν χωρίς σποράν και όργωμα, και ο βράχος εχορηγούσε τας πηγάς, που πρώτα δεν υπήρχαν, αλλ’ εξετινάχθησαν εις την ανάγκην. Παραλείπω να απαριθμήσω τα επί μέρους τής προνοίας τού Θεού, που πολλάς φοράς κατά τρόπον πατρικόν ενεφάνισεν εις τους ανθρώπους. Εσύ δε να υπομείνης ολίγον την συμφοράν, όπως ο γενναίος Ιώβ, και να μη λυγίσης από την τρικυμίαν, μήτε να αποβάλης τα εμπορεύματα της αρετής. Σαν πολύτιμον διαθήκην να διαφυλάξης εις την ψυχήν σου την ευχαριστίαν και θα λάβης και εσύ διά την ευγνωμοσύνην διπλάσιαν απόλαυσιν. Να ενθυμήσαι τον αποστολικόν λόγον «δι’ όλα να ευχαριστήτε». Είσαι πτωχός; έχεις εξάπαντος άλλον πτωχότερον από εσέ. Έχεις διά δέκα ημέρας τρόφιμα εσύ; εκείνος έχει διά μίαν. Σαν καλός και ευγνώμων να εξισώσης το περίσσευμά σου με τον ενδεή. Μη διστάσης να δώσης από το ολίγον. Μη προτιμήσης το συμφέρον σου εμπρός εις την κοινήν συμφοράν. Και αν ο άρτος σου περισσεύη κατά ένα ψωμί και σου κτυπήση την πόρταν ο ζητιάνος, πάρε από την αποθήκην το ένα ψωμί και αφού το βάλης εις τα χέρια του ύψωσε το βλέμμα σου εις τον ουρανόν και ειπέ λόγον θλιβερόν μαζί και ευγνώμονα· ένα ψωμί, όπως βλέπεις, Κύριε, και ο κίνδυνος είναι ολοφάνερος. Αλλ’ εγώ θέτω την εντολήν σου επάνω από εμέ και από το ολίγον δίδω εις τον αδελφόν μου που λιμοκτονεί. Δώσε λοιπόν και συ εις τον δούλον σου, που κινδυνεύει. Γνωρίζω καλά την αγαθότητά σου και ελπίζω εις την δύναμίν σου. Δεν αναβάλλεις επί πολύ τας δωρεάς, αλλά τας σκορπάς, όταν θέλης. Και αν έτσι ομιλήσης και ενεργήσης, τον άρτον που δίδεις εις καιρόν δυσκολίας, γίνεται σπόρος γεωργικός, αποφέρει πλούσιον τον καρπόν, είναι προκαταβολή τής τροφής, γίνεται πρόξενος ελέους. Πες και συ εις παρομοίας περιστάσεις τον λόγον τής χήρας τής Σιδωνίας. Θυμήσου επικαίρως την ιστορίαν. «Ζη Κύριος, δεν έχω τίποτε άλλο παρά μόνον μία χούφταν αλεύρου διά την διατροφήν εμού και των παιδιών μου». Και εάν δώσης από το υστέρημα, θα έχης και συ το λαδοδοχείον κατάμεστον από δωρεάν και την αλευραποθήκην ακένωτον. Διότι διά τους πιστούς φιλοτίμως η χάρις τού Θεού με το να εισάγη το διπλάσιον μιμείται τα πηγάδια, τα οποία πάντοτε αδειάζουν αλλά δεν εξαντλούνται. Δάνεισε συ ο άπορος, εις τον πλούσιον Θεόν. Δώσε εμπιστοσύνην εις αυτόν που πάντοτε θεωρεί προσωπικά τον εαυτόν του υπόχρεον, δι’ αυτά που δίδεις εις αυτόν που θλίβεται και ανταποδίδει την ευεργεσίαν από τα ιδικά του αγαθά. Είναι αξιόπιστος εγγυητής, διότι έχει απλωμένους τους θησαυρούς του εις όλα τα μέρη τής γης και της θαλάσσης. Και εάν, ενώ πλέεις, απαιτήσης το δάνειον, θα λάβης το κεφάλαιον μαζί με τους τόκους εις το μέσον τού πελάγους. Διότι φιλοδοξεί να δίδη περισσότερα.
Η πείνα είναι η αρρώστια αυτού, ο οποίος πεινά. Αυτή είναι φοβερά ασθένεια. Η πείνα είναι η πιο μεγάλη από τας συμφοράς των ανθρώπων και ο φοβερώτερος θάνατος από όλους τους θανάτους. Διότι εις τους άλλους κινδύνους ή η κόψη τού ξίφους ταχέως επιφέρει τον θάνατον ή η ορμή τής φωτιάς αποτόμως σβήνει την ζωήν ή τα θηρία με τα δόντια αφού κατασπαράξουν τα ζωτικώτερα από τα μέλη, δεν επιτρέπουν την τιμωρίαν με την διάρκειαν της οδύνης. Η πείνα όμως επιβραδύνει το κακόν. Παρατείνει τον πόνον με το να ενεδρεύη και να λουφάζη η αρρώστια και με το να κάμνη ώστε πάντοτε ο θάνατος να είναι παρών και πάντοτε να βραδύνη. Διότι δαπανά το υγρόν που υπάρχει εις τον οργανισμόν, καταστέλλει την θερμότητα, περιορίζει το βάρος, μαραζώνει ολίγον κατ’ ολίγον την δύναμιν. Η σάρκα κολλά ωσάν αράχνη εις τα κόκκαλα. Το χρώμα δεν είναι ανθηρόν. Διότι το κόκκινον υποχωρεί με την φθοράν τού αίματος και η λευκότης δεν υπάρχει, αφού η επιδερμίδα μελανιάζει από την ισχνότητα. Μαυροκιτρινίζει το σώμα, διότι από την νόσον ανακατώνεται οικτρώς η ωχρότης με το μαύρον. Τα γόνατα δεν αντέχουν, αλλά λυγίζουν από την ανάγκην. Η φωνή είναι λεπτή και αδύνατη. Τα μάτια ασθενικά εις τας κόγχας, παραμένουν ανώφελα εις τας κόγχας των, όπως εκείνοι από τους καρπούς που αποξηραίνονται εις τα κελύφη των. Η κοιλία αδειανή και ζαρωμένη, άμορφος, χωρίς βάρος, δεν έχει τον φυσικόν τόνον των σπλάγχνων και είναι κολλημένη εις τα κόκκαλα του οπισθίου μέρους. Αυτός λοιπόν που περιφρονεί ένα τέτοιο σώμα πόσας κολάσεις αξίζει; Ποίαν δε υπερβολήν σκληρότητος δεν θα ξεπεράση; Πώς δεν αξίζει να συγκαταριθμηθή εις τα ανήμερα από τα θηρία και να θεωρήται μολυσμένος και ανθρωποκτόνος; Διότι αυτός, που εις το χέρι του είναι να θεραπεύση το κακόν και που με την θέλησίν του αναβάλλει εξ αιτίας τής πλεονεξίας, ευλόγως θα ημπορούσε να καταδικάζεται εξ ίσου με αυτούς που ιδιοχείρως διαπράττουν τον φόνον. Το κακόν τής πείνης εξηνάγκασε πολλάς φοράς πολλούς να παραβιάσουν και τους φυσικούς νόμους. Να φάγη δηλαδή άνθρωπος τα σώματα των συγγενών, η μητέρα δε το παιδί της που από την κοιλίαν της εγέννησε να το δεχθή αδίκως και πάλιν εις την κοιλίαν της. Και τοο δράμα αυτό το διεκτραγώδησε η ιουδαϊκή ιστορία, που συνέταξεν ο σπουδαίος κατά την γνώμην μου Ιώσηπος, τότε που τα φοβερά πάθη κατέλαβαν τους κατοίκους τής Ιερουσαλήμ, που επλήρωναν έτσι τας δικαίας τιμωρίας διά την ασέβειάν των εις τον Θεόν. Βλέπεις ότι και ο ίδιος ο ιδικός μας Θεός τα μεν άλλα από τα παθήματα παραβλέπει, τους πεινώντας όμως με συμπάθειαν ευσπλαγχνίζεται. «Σπλαγχνίζομαι, λέγει, τον λαόν». Διά τούτο και εις την τελικήν κρίσιν, εκεί όπου προσκαλεί τους δικαίους ο Κύριος, την πρώτην θέσιν κατέχει αυτός που δίδει. Αυτός που τρέφει είναι πρώτος εις τους τιμωμένους. Αυτός που εχορήγησε τον άρτον προσκαλείται πρώτα απ’ όλους. Ο αγαθός και μεταδοτικός μεταβαίνει εις την ζωήν πρώτος από τους άλλους δικαίους. Αυτός που δεν κοινωνεί εις τας ανάγκας του πλησίον και ο τσιγκούνης παραδίδεται εις την φωτιάν πρώτος από όλους τους αμαρτωλούς. Ο καιρός σε καλεί εις την μητέρα τών εντολών. Και να φροντίσης πάρα πολύ διά να μη χάσης τον καιρόν τής πανηγύρεως και των εμπορικών συναλλαγών. Διότι ο χρόνος τρέχει και δεν περιμένει αυτόν που αργοπορεί. Αι ημέραι φεύγουν και προσπερνούν τον οκνηρόν. Και όπως δεν ημπορεί κανείς να σταματήση το ρεύμα του ποταμού, εκτός εάν κάποιος χρησιμοποιήση όπως πρέπει το νερόν, αφού το ανακόψη, κατά την πρώτην συνάντησιν και ορμήν, έτσι ούτε τον χρόνον, που τρέχει σύμφωνα με την αναγκαστικήν πορείαν, ημπορεί να συγκρατήση, ούτε αφού περάση να τον ανακαλέση εις τα οπίσω, εκτός εάν κάποιος τον προλάβη, όταν έρχεται. Και διά τούτο κράτησε την εντολήν ωσάν να φεύγη και εφάρμοσέ την και αφού την συλλάβης από παντού άρπαξέ την εις τας αγκάλας σου. Δώσε ολίγα και απόκτησε πολλά. Εξαφάνισε την πρωταρχικήν αμαρτίαν διά της μεταδόσεως της τροφής. Διότι, όπως ο Αδάμ που παρανόμως έφαγε, μετέδωσε την αμαρτίαν, έτσι ημείς εξαλείφομεν την πονηράν βρώσιν, εάν θεραπεύσωμεν την ανάγκην και την πείναν τού αδελφού.
Λαοί, ακούστε! Χριστιανοί, ακούστε προσεκτικά! Αυτά λέγει ο Κύριος. Δεν ομιλεί εις τον λαόν με την φωνήν του, αλλά με τα στόματα των δούλων του, ωσάν με όργανά του, σαλπίζει. Ας μη φανούμεν ημείς οι λογικοί σκληρότεροι από τα άλογα ζώα. Διότι εκείνα από κοινού χρησιμοποιούν αυτά που βλαστάνει εκ φύσεως η γη. Και τα κοπάδια τών προβάτων βοσκούν εις ένα και το ίδιον βουνόν. Πάμπολλα άλογα μίαν και την ιδίαν πεδιάδα καταλαμβάνουν ως βοσκότοπον. Και όλα τα είδη τών ζώων έτσι μεταξύ των το ένα προς το άλλο παραχωρούν την αναγκαίαν απόλαυσιν των τροφών. Ημείς όμως οικειοποιούμεθα τα κοινά και κατέχομεν μόνοι αυτά που ανήκουν εις τους πολλούς. Ας εντρεπώμεθα τα φιλάνθρωπα διηγήματα των ειδωλολατρών. Εις μερικούς εξ αυτών νόμος φιλάνθρωπος απειργάζετο μίαν τράπεζαν και κοινά τρόφιμα, και σχεδόν μίαν οικογένειαν τον πολυάνθρωπον λαόν. Ας αφήσωμεν τους εθνικούς και ας έλθωμεν εις το παράδειγμα των τριών χιλιάδων. Ας ζηλέψωμεν την πρώτην εκκλησίαν τών Χριστιανών, όπου τα πάντα ήταν κοινά εις αυτούς, δηλαδή η ζωή, η ψυχή, η συμφωνία, η κοινή τράπεζα, η αδιαίρετος αδελφότης, η ανυπόκριτος αγάπη, που ήνωνεν εις ενα τα πολλά σώματα, και συνήρμοζε τας διαφόρους ψυχάς εις μίαν ομόνοιαν. Από την Παλαιάν και την Νέαν Διαθήκην έχεις πολλά παραδείγματα φιλαδελφίας. Εάν αντικρύσης γέροντα που πεινά να τον καλέσης και να τον θρέψης, όπως ο Ιωσήφ τον Ιακώβ. Εάν εύρης εχθρόν που ευρίσκεται εις δυσκολίαν μη προσθέσης εις την οργήν που σε κατέχει την εκδίκησιν, αλλά να τον θρέψης όπως εκείνος έθρεψε τους αδελφούς, που τον επώλησαν. Εάν συναντήσης νεώτερον που καταπονείται, να κλαύσης έτσι, όπως εκείνος τον Βενιαμίν, το παιδί τών γερατειών. Ίσως να πειράζη και σε η πλεονεξία, όπως η κυρία τον Ιωσήφ· σε τραβά από τα ενδύματα, διά να παραβής την εντολήν και να αγαπήσης περισσότερον εκείνην που αγαπά τα χρυσαφικά και τα στολίδια, παρά την προσταγήν του Δεσπότου. Όταν λοιπόν έλθη λογισμός που καταπολεμεί την εντολήν αυτήν και προσελκύει τον εγκρατή νουν εις την φιλαργυρίαν, και σε εξαναγκάζει να αδιαφορήσης διά την φιλαδελφίαν και σε κρατά πλησίον της, ρίξε και συ κάτω τα ενδύματα, και ωργισμένος φύγε. Να διατηρήσης την πίστιν εις τον Κύριον, όπως εκείνος εις τον Πετεφρήν. Να μεριμνήσης δι’ έν ετος, όπως εκείνος εμερίμνησε δι’ επτά έτη. Μη δίδης τα πάντα εις την ηδονήν, δώσε και κάτι εις την ψυχήν. Και να πιστέψης πως έχεις δύο θυγατέρας· την καλοπέρασιν εδώ και την ουράνιον ζωήν. Εάν δεν θελήσης να τα δώσης όλα εις την ανωτέραν, μοίρασέ τα λοιπόν εξ ίσου και εις την ακόλαστον κόρην και εις την αγαθήν. Να μη παρουσιάσης την εδώ διαγωγήν σου βαθύπλουτον και την άλλην γυμνήν και ενδεδυμένην με εμβαλώματα, αλλ’ όταν χρειασθή να παραστής εις τον Χριστόν και αντιμετωπίσης τον κριτήν, η κατ’ αρετήν ζωή να έχη νυμφικόν ένδυμα και πρόσκλησιν. Μη λοιπόν παρουσιάσης εις τον νυμφίον την νύμφην δύσμορφον και αστόλιστον, διά να μη την ιδή και γυρίση το πρόσωπόν του και αφού την ιδή την μισήση και αρνηθή τον γάμον. Αλλά αφού την αρματώσης με τον στολισμόν που αρμόζει, να την διαφυλάξης όμορφην ως την προθεσμίαν τών γάμων. Διά να ανάψη και αυτή μαζί με τας φρονίμους παρθένους την λαμπάδα, να διατηρήση άσβεστον την φλόγα τής γνώσεως και να μη της λείψη το λάδι τών καλών έργων. Διά να επαληθευθή έτσι εμπράκτως η θεία προφητεία και εύρη εφαρμογήν εις την ψυχήν σου ο λόγος· «στέκεται εις τα δεξιά σου η βασίλισσα ενδεδυμένη και στολισμένη με ενδυμασίαν χρυσοκέντητον. Ακουσε κόρη, και ιδές και κλίνε το αυτί σου, ο βασιλεύς θα επιθυμήση την ομορφιάν σου». Αυτά βεβαίως γενικά προανήγγειλεν ο ψαλμωδός, προφητεύων την ωραιότητα ολοκλήρου του σώματος. Κατά κύριον λόγον δε θα εύρη εφαρμογήν και εις την ψυχήν του καθενός, αφού βέβαια η Εκκλησία αποτελείται από τα επί μέρους άτομα.
Σκέψου, παρακαλώ, λογικά το παρόν και το μέλλον, το οποίον μη προδίδης λόγω αισχροκερδίας. Το σώμα που είναι το χαρακτηριστικόν σου εις την ζωήν θα σε αφήση. Εις την εμφάνισιν του κριτού που αναμένεται και που αναμφιβόλως θα έλθη, θα αποκλείσης μεν διά τον εαυτόν σου την απονομήν τών τιμών και την επουράνιον δόξαν και θα ανοίξης την άσβεστον φωτιάν, την γέενναν, τα κολαστήρια και τους πικρούς από τας οδύνας αιώνας, αντί της αιωνίου και μακαρίας ζωής. Μη με πάρης, ωσάν κάποιαν μητέρα ή τροφόν, πως σου επισείω ψεύτικα μορμολύκεια, όπως εκείναι συνηθίζουν να κάμνουν εις τα μικρά παιδιά, όταν θρηνούν άτακτα και συνεχώς τα καθησυχάζουν με φανταστικά διηγήματα. Αυτά δεν είναι παραμύθι, αλλά λόγος που έχει κηρυχθή προ πολλού από αδιάψευστον φωνήν. Και γνώριζε επακριβώς ότι σύμφωνα με την ευαγγελικήν προφητείαν «ένα γιώτα ή ένα γράμμα δεν θα καταργηθή από τον νόμον μέχρις ότου γίνουν όλα». Αλλά και το σώμα που έχει εξαφανισθή εις τους τάφους θα αναστηθή και η ιδία η ψυχή που με τον θάνατον έχει αποχωρισθή, πάλιν θα κατοικήση εις το σώμα. Και θα γίνη ακριβής έλεγχος των πράξεων της ζωής κατά τον οποίον δεν θα μαρτυρήσουν άλλοι, αλλ’ η ιδία η συνείδησις θα καταθέση ως μάρτυς. Εις τον καθένα δε θα αποδοθή από τον δίκαιον δικαστήν το κατ’ αξίαν. Εις αυτόν πρέπει η δόξα, η δύναμις και η προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2589
«Ας μην αποδεχθούμε κανένα «αρραβώνα» με τον Ολοκληρωτισμό, ας μη δεχτούμε την «αχρήματη εποχή» που ανακοινώνουν για το 2013, ας πολεμήσουμε για τη Βιοτική Αξιοπρέπεια και την Ελευθερία μας, με τη δική σας αρωγή».
ΙΝΚΑ-ΔΤ 388/17.01.2013
Ανοικτή Επιστολή
Προς τον
Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο Πρόεδρο της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Σεβασμιωτάτους Αρχιερείς της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ο Νέος Ολοκληρωτισμός και η Βίαιη Φτωχοποίηση των Ελλήνων Πολιτών
Μακαριότατε,
Σεβαστοί Πατέρες της Εκκλησίας μας,
Το Ινστιτούτο Καταναλωτών (ΙΝΚΑ), με πάνω από 40 χρόνια δράσης και με περισσότερα από 100.000 μέλη, έχει δραστηριοποιηθεί ενάντια σε όσα συμβαίνουν στην πατρίδα μας τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα σε όσα αφορούν στην καταπάτηση της Ελευθερίας και την εξαθλίωση των πολιτών. Οι ενέργειές μας είναι γνωστές από την έκδοση δελτίων τύπου, τις διακηρύξεις, τις ομιλίες, αλλά και τις προσφυγές μας στη Δικαιοσύνη (χαράτσι της ΔΕΗ, διόδια, «πράσινα τέλη», αποτροπή του υποχρεωτικού εμβολιασμού για την «πανδημία της γρίπης των χοίρων», προσβολή της ΠΟΛ1077 στο ΣτΕ κ.λπ.)
Τα μέλη του ΙΝΚΑ είμαστε ενεργοί πολίτες, όλοι με κοινωνικές ευαισθησίες, για αυτό αντιστεκόμαστε σε οτιδήποτε είναι ενάντια στην Ζωή, Ελευθερία και Περιουσία του Ελληνικού Λαού.
Γνωρίζουμε ότι η Ιερά Σύνοδος έχει αποφασίσει από παλιά (το 1998 για τη Συνθήκη Schengen) τη μη αποδοχή ηλεκτρονικών μέσων, ή ταυτοτήτων, που θα χρησιμοποιούσαν τον αριθμό 666, αλλά και πρόσφατα, της «κάρτας του πολίτη».
Το ΙΝΚΑ συνεργάστηκε με ιερείς και λαϊκούς και συμμετείχε ενεργά σε δύο συγκεντρώσεις που πραγματοποιήθηκαν στις 27 Μαρτίου 2011 και στις 21 Οκτωβρίου 2012 που αφορούσαν στην «κάρτα του πολίτη», αλλά και γενικότερα στην αντιμετώπιση του Φακελώματος – Ξεγυμνώματος του Πολίτη, από τον Νέο Ολοκληρωτισμό.
Δεν είναι όμως μόνο οι προγραμματιζόμενες νέες αστυνομικές ταυτότητες («κάρτες πολίτη») που προωθεί ο Νέος Ολοκληρωτισμός, πρόκειται για συνεχόμενα μέτρα τα οποία στοχεύουν να φακελώσουν, να ξεγυμνώσουν, να αριθμοποιήσουν τον Άνθρωπο και να τον μετατρέψουν σε υποχείριό τους, σε αντικείμενο προς εκμετάλλευση. Ορισμένα από αυτά είναι: «κάρτα του πολίτη», «κάρτα του μετανάστη», «φοροκάρτα», «περιουσιολόγιο», «ηλεκτρονική συνταγογράφηση», «υποχρεωτική δωρεά οργάνων», «άρση του προσωπικού απορρήτου» κ.ά. Όλα αυτά συνθέτουν έναν ολοκληρωμένο-φασιστικό έλεγχο της προσωπικής ζωής των Ανθρώπων, με άμεσο κίνδυνο για τη Ζωή, την Ελευθερία και την Περιουσία τους.
Ο Φασισμός (μετά την πρώτη ήττα του το 1945) αναβιώνει, οι μέθοδοί του επαναχρησιμοποιούνται και εκσυγχρονίζονται και η Επιστήμη χρησιμοποιείται σε βάρος του Ανθρώπου.
Εμείς όχι μόνο αναγνωρίζουμε την ηγεσία της Εκκλησίας ως βασικό συναγωνιστή των κινημάτων του Ελληνικού Λαού ενάντια στον Ολοκληρωτισμό εν γένει, αλλά θεωρούμε και ότι μπορεί να παίξει βασικό και αναντικατάστατο ρόλο στην καταφυγή και στην άμυνα του Ελληνικού Λαού.
Νομίζουμε ότι είναι ο καιρός να ενημερώσουμε τους πολίτες, αλλά και να τους αποτρέψουμε, να παραλάβουν οτιδήποτε (ή να γνωστοποιήσουν οποιοδήποτε στοιχείο τους) που μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο για τη Ζωή, την Ελευθερία και την Περιουσία τους. Ήρθε η ώρα να θυμίσουμε ξανά τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου που είναι ξεκάθαρα ενάντια στην «ηλεκτρονική διακυβέρνηση», δηλαδή ενάντια στο όπλο του Ολοκληρωτισμού που μπορεί να μας οδηγήσει στην «εμφύτευση».
Με πρόσχημα την… «οικονομική κρίση» αλλά και την… «πάταξη της φοροδιαφυγής», στοχεύουν στην εξαθλίωση των Ελλήνων, που, αν χάσουν την Ελευθερία τους και την Περιουσία τους (προσωπική και δημόσια), τότε θα χάσουν την Εθνική τους Υπόσταση, ακόμα και τη Ζωή τους. Η Ιστορία μας δείχνει ότι η Εκκλησία έπαιξε ενεργό και αξιοσημείωτο ρόλο για την επίτευξη της Ελευθερίας μας, τόσο στην Εθνική Παλιγγενεσία, όσο και στις άλλες δύσκολες στιγμές της χώρας μας.
Σήμερα χιλιάδες συνάνθρωποί μας αυτοκτονούν κυριευμένοι από την απελπισία τους και πνιγμένοι στα χρέη, άλλοι πεθαίνουν πρόωρα από έλλειψη φαρμάκων, ενώ χιλιάδες άστεγοι, εκατομμύρια άνεργοι ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας. Σήμερα επικρατεί η αδικία, ο φόβος, το ψέμα, η απογοήτευση, η τρομοκρατία και κάθε μορφής βία, σήμερα όλο το έθνος συκοφαντείται.
Όλα αυτά τα γεγονότα κραυγάζουν και οδηγούν στα αυτονόητα συμπεράσματα, που έχει καταλήξει ο Ελληνικός Λαός, παρά το όργιο παραπληροφόρησης, τον οργανωμένο Ψυχολογικό Πόλεμο και την αντιστροφή της πραγματικότητας από την πλειοψηφία των «ΜΜΕ».
Δεν είναι θέμα τεχνολογικής διερεύνησης, δεν είναι θέμα παραπομπής σε μια «Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων». Είναι:
Απόφαση αντίστασης στην Κατοχή και στον Ολοκληρωτισμό,
ή πρόθεση υποταγής σε αυτόν.
Οι Έλληνες Πολίτες αναμένουν το κάλεσμα σας Μακαριότατε και Σεβαστοί Πατέρες της Εκκλησίας. Να τους ενθαρρύνετε να αντισταθούν, δεν τους αξίζει να είναι μόνοι.
Ας μην αποδεχθούμε κανένα «αρραβώνα» με τον Ολοκληρωτισμό, ας μη δεχτούμε την «αχρήματη εποχή» που ανακοινώνουν για το 2013, ας πολεμήσουμε για τη Βιοτική Αξιοπρέπεια και την Ελευθερία μας, με τη δική σας αρωγή.
Το Γραφείο Τύπου του ΙΝΚΑ
Ομιλία Μητροπολίτη Γόρτυνος στο συνέδριο ''Εκκλησία και Αριστέρα''
Εὐχαριστῶ τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Κον Κον Ἱερώνυμον, ὅπως καί τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι μεταξύ τῶν ἄλλων πατέρων Ἱεραρχῶν ὅρισε καί τήν ταπεινότητά μου ὡς ὁμιλητή σ᾽ αὐτό τό ἐπιστημονικό Συνέδριο, πού διοργάνωσε ἡ κλεινή θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης γιά τό ἐπίμαχο πρόβλημα ΕΚΚΛΗΣΙΑ καί ΑΡΙΣΤΕΡΑ καί μέ τό σημαντικό μάλιστα δοθέν εἰς ἐμέ ἐπί μέρους θέμα Ὁμοιότητες καί Διαφορές τῶν δύο, Ἐκκλησίας καί Ἀριστερᾶς.
Κατ᾽ ἀρχάς θέλω νά πῶ, καί μάλιστα νά τονίσω, αὐτά τά δύο βασικά, πρῶτον μέν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἐμπλέκεται στά πολιτικά κόμματα, δέν ταυτίζεται μέ καμμία πολιτική παράταξη, καί δεύτερον νά πῶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν παραθεωρεῖ τήν πολιτική, διότι θεωρεῖ τά πολιτικά κόμματα ὡς ἀνθρώπινες ἰδεολογίες, ἡ κάθε μιά ἀπό τίς ὁποῖες θέλει καί ἀγωνίζεται γιά μιά καλύτερη κοινωνία.
Μετά τό μικρό αὐτό εἰσαγωγικό σημείωμα εἰσέρχομαι κατ᾽ εὐθεῖαν στό θέμα μου καί δηλῶ ὅτι θά τό διεξέλθω μέ συντομία, λόγω στενότητος χρόνου, καί μέ ἁπλότητα, ὡς μία κατήχηση γιά τόν λαό. Ὅλοι μας γι᾽ αὐτόν τόν λαό τοῦ Θεοῦ νοιαζόμεθα καί ἐργαζόμεθα. Σέ κάθε παράγραφο τοῦ λόγου μου θά συμπλέκω καί τίς ὁμοιότητες καί τίς διαφορές Ἐκκλησίας καί Ἀριστερᾶς, αὐτό πού εἶναι τό θέμα μου, καί ἔτσι θά φαίνεται καλύτερα ἡ ἀντιπαράθεση τῶν δύο.
1. Ἡ Ἐκκλησία νοιάζεται καί ἀγωνίζεται οἱ χριστιανοί, καί ὄχι μόνο οἱ χριστιανοί, ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, νά ἔχουν τά ἀναγκαῖα γιά τήν ζωή τους, ὅπως αὐτό τό δεικνύει καί τό ἀποδεικνύει περίτρανα τό φιλανθρωπικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μέ τά καθημερινά συσσίτια καί ὅλη τήν φιλανθρωπική της δράση. Δέν εἶναι λοιπόν ἀληθινή, ἀλλά εἶναι ἄδικη ἡ κατηγορία κατά τῆς ᾽Εκκλησίας, ὅτι αὐτή ἀδιαφορεῖ γιά τό παρόν τοῦ ἀνθρώπου, γιά τά ἐπίγεια ἀγαθά του. Θέλει καί εὔχεται καί φροντίζει οἱ ἄνθρωποι νά διάγουν μία ἄνετη ζωή χωρίς τήν στέρηση τῶν ἀναγκαίων. Τό ἴδιο ἐνδιαφέρον καί τόν ἴδιο ἀγώνα κάνει ἀσφαλῶς καί ἡ Ἀριστερά πολιτική παράταξη καί ἐμεῖς τό χαιρόμεθα βεβαίως αὐτό καί τό ἐπαινοῦμε. Σ᾽ αὐτό συναντώμεθα καί συμφωνοῦμε.
2. Ἀπό πολιτικές παρατάξεις καί ἰδιαίτερα ἀπό τήν Ἀριστερά ἀκούγεται ἀπό προηγούμενα ἤδη χρόνια ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό παρόν τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν ἄνετη ζωή του μέ τά ἐπίγεια ἀγαθά, ἀλλά ὅλο τονίζει τήν παραδείσια κατάσταση στήν μέλλουσα ζωή. Αὐτό τό εἶπε ἕνας προηγούμενος ἀριστερίζων πολιτικός σέ συγκέντρωση πολιτικῶν, ὅπου μάλιστα εὑρίσκοντο καί Ἀρχιερεῖς. «Αὐτοί εἶπε ὁ πολιτικός, δείχνοντας τούς Ἀρχιερεῖς – εἶναι γιά τούς ἀπερχομένους», γιά κηδεῖες δηλαδή καί γιά Τρισάγια. «Ἡμεῖς – εἶπε, ἀπευθυνόμενος στούς πολιτικούς – εἴμαστε γιά τούς ἐρχομένους»!…. Πρός τήν κατηγορία αὐτή ἔχω νά πῶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία βλέπει ψυχοσωματικά τόν ἄνθρωπο καί νοιάζεται γιά ὅλα τά ἀναγκαῖα του, ὄχι μόνο τῆς ψυχῆς τά ἀναγκαῖα ἀλλά καί τοῦ σώματος. Τό ἀντίθετο, τό νά ἐνδιαφέρεται ἡ Ἐκκλησία μόνο γιά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ γι᾽ αὐτήν αἵρεση μονοφυσιτική. Ἐπειδή ὁμιλῶ στήν Θεσσαλονίκη θά θυμίσω τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν Α´ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή του. Οἱ Θεσσαλονικεῖς χριστιανοί ἦταν ἐναγώνιοι γιά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία περίμεναν πολύ σύντομα. Καί ἀπορροφημένοι ἀπό τήν προσδοκία αὐτή εἶχαν ἐγκαταλείψει τίς ἐργασίες τους καί τίς ἄλλες ἐπίγειες ἀσχολίες τους καί συζητοῦσαν μόνο γι᾽ αὐτό τό ἐναγώνιο θέμα τους. Ἐν τῷ μεταξύ τό σῶμα ἤθελε νά τραφεῖ καί γι᾽ αὐτό αὐτοί οἱ χριστιανοί γίνονταν βάρος στούς ἄλλους, ἐπιβαρύνοντας τους γιά τήν διατροφή τους. Τά ἔμαθε αὐτά ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί τούς γράφει ἐπιτιμητικό λόγο. Μάθετε, τούς λέγει, «πῶς πρέπει νά περιπατεῖτε» (Α´ Θεσ. 4 )! Ὁ λόγος του εἶναι πολύ παραστατικός. Σάν νά μοῦ φαίνεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος ἐδῶ παίρνει μέ τό χέρι του τά κεφάλια τῶν χριστιανῶν αὐτῶν, πού τά εἶχαν στραμμένα πρός τά πάνω, ἀναμένοντες τήν Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καί τά στρέφει πρός τά κάτω, καί τούς λέγει νά προσέχουν πῶς περπατοῦν, γιά νά μή σκοντάψουν! Τούς συνιστᾶ δηλαδή νά στραφοῦν πρός τά καθήκοντα τῆς ἐπιγείου ζωῆς τους, στίς ὑποχρεώσεις τους πρός τήν οἰκογένειά τους καί πρός τήν κοινωνία. Αὐτό σημαίνει αὐτό πού τούς λέγει παρακάτω«πράσσειν τά ἴδια καί ἐργάζεσθαι ταῖς ἰδίαις χερσίν» καί νά φέρονται «εὐσχημόνως πρός τούς ἔξω», τούς ἀπίστους δηλαδή, ὥστε «νά μήν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό κανέναν» (Α´ Θεσ. 4,11.12). Ἀλλά θά πῶ καί τό ἄλλο τό περισσότερο βασικό γιά τό θέμα πού ὁμιλῶ. Ἡ Παλαιά Διαθήκη, τό πρῶτο μέρος τῆς θείας Ἀποκαλύψεως, ἔχει ἐγκόσμιο χαρακτήρα, τονίζει δηλαδή πολύ τήν παρούσα ζωή. Εἶναι θεολογικό πρόβλημα τό γιατί συμβαίνει αὐτό στήν Παλαιά Διαθήκη. Ἡ ἑρμηνεία εἶναι ὅτι, ἐπειδή ἡ Παλαιά Διαθήκη πολέμησε τήν νεκρομαντεία τῶν Χαναναίων – ἡ ὁποία προϋποθέτει πίστη στήν ζωή μετά θάνατον – γι᾽ αὐτό, λόγω τοῦ πολέμου κατά τῆς νεκρομαντείας, ξαναλέγω, δέν ἀνέπτυξε ἡ Παλαιά Διαθήκη, στά πρῶτα της χρόνια τουλάχιστον, τήν διδασκαλία στήν μεταθανάτια ζωή. Αὐτό θά γίνει τόν 7ο αἰ., ὅταν θά καταπαύσει ὁ πόλεμος κατά τῆς νεκρομαντείας. Γι᾽ αὐτό λοιπόν ἡ Παλαιά Διαθήκη τονίζει τήν παρούσα ζωή, ἔχει ἐγκόσμιο χαρακτήρα, ξαναλέγω. Ἔτσι ἔχουμε τόν προφήτη Ἠσαΐα πού παριστάνει τόν Θεό λέγοντα: «Ἐάν θέλητε καί εἰσακούσητέ μου, τά ἀγαθά τῆς γῆς φάγεσθε» (Ἠσ. 1,19). Ὁ ἐγκόσμιος αὐτός χαρακτήρας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μαζί βέβαια μέ τήν ἔννοια τῆς ἀγάπης, εἶναι ἡ βάση γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς ὡραίας καί ἐκτενοῦς κοινωνιολογίας, τήν ὁποία βλέπουμε στήν Παλαιά Διαθήκη.
3. Ἡ σημαντική ὅμως καί κυρία διαφορά μας εἶναι ὅτι ὁ μέν Ἀριστερισμός-Κομμουνισμός θέλει τήν ἄνετη αὐτή παρούσα ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἄνευ Θεοῦ ἤ, τέλος πάντων, παίρνοντας ἀδιάφορη θέση ὡς πρός τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἡ δέ Ἐκκλησία τήν ἄνευ Θεοῦ ζωή τοῦ ἀνθρώπου τήν θεωρεῖ ὡς ἀρειανική αἵρεση, ἡ ὁποία ἀποχωρίζει τήν θεία φύση ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί βλέπει σ᾽ αὐτό ἀνθρώπινη μόνο φύση. Κατά τήν Ἐκκλησία ἡ ζωή χωρίς τόν Θεό, ὅσο καί ἄν ἔχει πλούσια τά ὑλικά ἀγαθά, εἶναι ζωή χωρίς νόημα, εἶναι ζωή βαρετή (boring). Πολύ τό τονίζει στήν διδασκαλία της αὐτό ἡ Ἐκκλησία. Διδάσκει δηλαδή, ἀντίθετα πρός τά ἄλλα συστήματα, ὅτι ὅλα τά ἀγαθά τῆς γῆς δέν μποροῦν νά χαρίσουν τήν εὐτυχία στόν ἄνθρωπο, ἀκριβῶς διότι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἄλλη θεώρηση περί τοῦ ἀνθρώπου, ἐντελῶς διάφορη ἀπό τά ἀριστερίζοντα συστήματα, ἀλλά καί τά ἄλλα κοσμικά συστήματα.
4. Πῶς βλέπει ἡ Ἐκκλησία τόν ἄνθρωπο; Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό γιά τό θέμα μας. Ὁ ἄνθρωπος κατά τήν Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό μεγαλεῖο του καί ἡ μεγάλη του ἀξία. Ἀλλά θέλω νά πῶ κάτι ἄλλο, θεολογώντας μέ ἁπλότητα σέ ἕνα ἐρώτημα σχετικό μέ τό θέμα: Πῶς ἐγώ, ὁ ἄνθρωπος, εἶμαι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἐγώ ὁ ἄνθρωπος ἔχω σῶμα, ὁ δέ Θεός δέν ἔχει σῶμα; Γιά νά ποῦμε ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, θά πρέπει νά βροῦμε Θεό μέ σῶμα! Ποιός εἶναι αὐτός; Εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ σαρκωθείς Υἱός τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί οἱ ἅγιοι Πατέρες μας μιλώντας πιό συγκεκριμένα λέγουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ὄχι κατά τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ γενικά, ἀλλά κατά τήν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό τό ὡραῖο νόημα ἔχουμε σχετικό χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς στό βιβλίο τῆς Γένεσης. Στόν στίχ. 1,27 διαβάζουμε ὅτι«ὁ Θεός ἐποίησε τόν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ». Τό περίεργο τοῦ χωρίου αὐτοῦ εἶναι ὅτι εἰσάγει οἱονεί «δεύτερο» Θεό καί ἐρωτοῦμε: Κατ᾽ εἰκόνα ποίου Θεοῦ ὁ Θεός ἐποίησε τόν ἄνθρωπο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ὁ Θεός ἐποίησε τόν ἄνθρωπο κατά τήν εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ Του, πού ἐπρόκειτο νά ἐνανθρωπήσει! Ἡ ἀλήθεια αὐτή ἔχει μέσα της τήν τιμή καί πρός τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί πρός τήν κτίση ὅλη, γιατί αὐτό τό σῶμα μας, πού εἶναι μικρόκοσμος, ἔλαβε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του.
Ἐπανερχόμενοι λέγουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία βλέπει τόν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Δίδουν διάφορες ἑρμηνεῖες γιά τό τί σημαίνει αὐτό, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Κατά τήν γνώμη μου ἡ καλυτέρα τῶν ἑρμηνειῶν εἶναι ἡ ἁπλή ἑρμηνεία τοῦ μακαριστοῦ διδασκάλου Βασιλείου Βέλλα, ὅτι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ φορά του, ἡ ὁρμή του πρός τόν Θεό, πού τοῦ δίνει τήν δυνατότητα νά κοινωνεῖ μαζί Του. Αὐτήν τήν τάση καί ὁρμή τήν συναντοῦμε σέ ὅλους τούς λαούς. Αὐτήν τήν ὑψηλή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ ἀνθρώπου, ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, δέν τήν ἔχουν τά κοσμικά συστήματα, στά ὁποῖα ἐννοῶ καί τά ἀριστερίζοντα. Ἡ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ τόν καθιστᾶ ἄξιο τιμῆς καί σεβασμοῦ. Τό κλάμα του δέν εἶναι τρίξιμο μηχανῶν, ἀλλά εἶναι κλάμα καί πόνος ἑνός παιδιοῦ τοῦ Θεοῦ, γιά τό ὁποῖο σαρκώθηκε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί σταυρώθηκε στόν φρικτό Γολγοθᾶ. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τέτοια εἶναι ἡ φύση του, ἄρα δέν μποροῦν νά τοῦ δώσουν τήν εὐτυχία μόνο τά ὑλικά ἀγαθά, γι᾽ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μαζί μ᾽ αὐτά, καί πρῶτα ἀπό αὐτά, θέλει νά τοῦ χαρίσει τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, ἀπό τόν Ὁποῖο ἦλθε καί πρός τόν Ὁποῖο πηγαίνει. Αὐτή εἶναι ἡ κύρια διαφορά Ἐκκλησίας καί Ἀριστερᾶς ὡς πρός τά ἀγαθά τῆς παρούσης ζωῆς, τά ὁποῖα καί οἱ δύο, ἐπαναλαμβάνουμε, Ἐκκλησία καί Ἀριστερά, ἀγωνίζονται νά προσφέρουν στόν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο.
5. Μέ τήν εὐκαιρία πού δώσαμε τήν θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, εἶναι πολύ ἀναγκαῖο γιά τό θέμα μας νά ποῦμε τί εἶναι ὁ Θεός, τοῦ Ὁποίου εἰκόνα εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἐπαναλαμβάνω ὅτι αὐτό δέν εἶναι ξένο πρός τό θέμα μας. Εἶναι δέ ἀνάγκη νά τό ποῦμε αὐτό, γιατί πολλοί, καί θρησκευόμενοι ἀκόμη ἄνθρωποι, δέν γνωρίζουν τό τί εἶναι ὁ Θεός. Λοιπόν: Κατά τήν Ἁγία Γραφή, πού ἔχει τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Θεός εἶναι αὐτά τά δύο: Εἶναι προσωπικό Ὄν (ὁ Ὤν Θεός) καί εἶναι ἀγάπη. Ἀκοῦστε τώρα: Ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι πρόσωπο καί ἀγάπη, ἄρα καί ὁ ἄνθρωπος, πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἄρα καί αὐτός εἶναι πρόσωπο καί ἀγάπη. Καί ἀφοῦ εἴμαστε πρόσωπα καί ἀγάπη, ὡς κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πλασμένοι, ἄρα καί ἡ κοινωνία μας μέ τόν Θεό καί μεταξύ μας πρέπει νά εἶναι προσωπική καί ἀγαπητική. Αὐτό εἶναι ὅλο κι ὅλο, ἀγαπητοί μου ἀκροατές. Αὐτό φτιάχνει τέλεια κοινωνία ἀνθρώπων. Τό νά βλέπει ὁ ἕνας τόν ἄλλον σάν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, σάν τόν ἑαυτό του, σάν μικρό θεό του!… Παρακαλοῦμε τήν Ἀριστερά παράταξη, ἄν μπορεῖ, ἄν ἔχει, ἄς μᾶς δώσει ἀπό τά κείμενά της, παλαιότερα ἤ νεώτερα, μιά τέτοια θεώρηση περί τοῦ ἀνθρώπου καί ἕνα τέτοιο ὅραμα τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας, ἀγγελικά πλασμένης.
6. Αὐτή ἡ τέλεια κοινωνία, ὅπως τήν εἶπα παραπάνω, αὐτό εἶναι ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ἀγαπητοί μου. Εἶναι πολύ σημαντικό ὅτι στά πατερικά κείμενα δέν ὑπάρχει ὁρισμός τοῦ τί εἶναι Ἐκκλησία. Γι᾽ αὐτό καί πέφτουμε στά σύμβολα. Πραγματικά δέ ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι συμβολική. Γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία στήν Γραφή καί στά πατερικά κείμενα ἐκφράζεται δι᾽ εἰκόνων, τῆς ἀμπέλου καί τῶν κλημάτων, τῆς οἰκοδομῆς, τοῦ γάμου, τῆς οἰκογενείας, τοῦ σώματος, κ.ἄ. Στά κηρύγματά μου καί ἰδιαίτερα σέ κατηχητικά μαθήματα στά νέα παιδιά μοῦ ἀρέσει νά παριστάνω τήν Ἐκκλησία πιό ἁπλᾶ μέ τήν ἔννοια τῆς ἀγκαλιᾶς. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία χωρᾶμε ὅλοι. Ἀλλ᾽ ἔχουμε ἕναν παλαιό συμβολικό ὁρισμό περί Ἐκκλησίας, τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Θυσιαστήριο, αὐτό, δηλαδή, πού γίνεται πάνω στό Θυσιαστήριο. Καί πάνω στό Θυσιαστήριο τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία, τῆς ὁποίας τό τέλος εἶναι ἡ θεία Κοινωνία. Αὐτό εἶναι Ἐκκλησία: Κοινωνία μέ τόν Θεό καί κοινωνία μέ τούς ἀδελφούς χριστιανούς, γιατί ὅλοι οἱ κοινωνοῦντες γίνονται «σύσσωμοι» καί «σύναιμοι» ὡς κοινωνήσαντες τό αὐτό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτό οἱ χριστιανοί τό βιώνουμε, πρέπει νά τό βιώνουμε στήν πρακτική μας ζωή. Ἡ ὅλη μας δηλαδή συμπεριφορά πρέπει νά δείχνει ὅτι εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τόν Θεό καί μεταξύ μας. Ὅτι δηλαδή ζοῦμε μέ ἀγάπη καί πλήρη κοινωνία μεταξύ μας σέ ὅλα. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί, ἐπειδή βίωναν τήν μεταξύ τους αὐτή κοινωνία – ἡ ὁποία ἐκκινοῦσε ἀπό τήν κοινωνία τους μέ τόν Θεό –, γι᾽ αὐτό εἶχαν «ἅπαντα κοινά» (Πράξ. 4,32). Ζοῦσαν κοινοβιακά. Δέν ὑπῆρχε μεταξύ τους φτωχός ἤ πλούσιος. Δέν ἀντέχω, δέν μπορῶ νά συγκρατήσω τήν ἐπιθυμία μου, στό νά παραθέσω μία περικοπή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, στήν ὁποία περιγράφει πῶς πρέπει νά εἶναι ἡ ἀγαπητική
κοινωνία τῶν ἀδελφῶν στό μοναστήρι:
«Ἄριστη κοινωνία – λέγει – ἐγώ ὀνομάζω ἐκείνη, στήν ὁποία δέν ὑπάρχει ἰδιοκτησία, οὔτε ἀντιθέσεις καί δέν συμβαίνουν ταραχές, φιλονικίες καί ἔριδες. Ὅλα δέ σ᾽ αὐτή τήν κοινωνία νά εἶναι κοινά… Οἱ πολλοί νά εἶναι ἕνας καί ὁ ἕνας νά μήν εἶναι μόνος, ἀλλά μέσα στούς πολλούς. Τί εἶναι καλύτερο καί ὡραιότερο ἀπό μιά τέτοια κοινωνία; Τί πιό πολύτιμο μπορεῖ νά βρεθεῖ ἀπό αὐτήν τήν σύνδεση καί τήν ἕνωση τῶν πολιτῶν; Τί πιό ὡραῖο ἀπό τήν ἀνάμιξη τῶν ἠθῶν καί τῶν ψυχῶν; Ἄνθρωποι πού προέρχονται ἀπό διάφορη γενιά καί καταγωγή μόνιασαν τόσο πολύ, ὥστε νά φαίνονται σάν μιά ψυχή σέ πολλά σώματα καί τά πολλά σώματα νά φαίνονται ὅτι εἶναι ὄργανα ἑνός ἀνθρώπου. Ὁ ἄρρωστος στό σῶμα ἔχει πολλούς πού ὑποφέρουν μαζί του κατά τήν διάθεση· ὁ ἄρρωστος καί ἀπογοητευμένος στήν ψυχή ἔχει πολλούς πού τόν θεραπεύουν καί τόν ἀνορθώνουν. Ὁ ἕνας εἶναι δοῦλος στόν ἄλλο· ὁ ἕνας εἶναι κύριος στόν ἄλλο. Καί μέ τήν ἄμαχο ἐλευθερία τους δείχνουν τήν πλήρη δουλεία πού ἔχει ὁ ἕνας στόν ἄλλο… Μέ τήν ἀγάπη ὑποτάσσονται αὐτοί οἱ ἐλεύθεροι ὁ ἕνας στόν ἄλλο· καί μέ τό αὐθαίρετο τῆς γνώμης τους φυλάττουν τήν ἐλευθερία τους» (Ἀσκητικαί Διατάξεις κεφ. ιη´).
Αὐτόν τόν τρόπο ζωῆς τόν τονίζει πολύ ἡ Ἀριστερά παράταξη καί εἶναι κατ᾽ αὐτό σέ ἀγαστή, σέ θαυμαστή συμφωνία μέ τήν Ἐκκλησία. Πραγματικά, μᾶς ἀρέσουν οἱ κήρυκες τῆς Ἀριστερᾶς παράταξης, οἱ κηρύσσοντες τήν κοινοκτημοσύνη, πού γιά μᾶς εἶναι βίωμα μιᾶς σωστῆς καί ἀληθινῆς ἐκκλησιολογίας. Ἄς προσέξουμε ὅμως ὅτι στήν Ἐκκλησία αὐτή ἡ κοινοκτημοσύνη δέν γίνεται μέ καταναγκασμό, ἀλλά ἐλεύθερα καί εὐχάριστα, γιατί μέ αὐτό ζοῦν οἱ χριστιανοί τήν μεγάλη ἐντολή τῆς ἀγάπης στήν ἀδελφότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτό, στήν προαναφερθείσα περικοπή τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ὁ μέγας πατήρ, ὁμιλώντας γιά τό θαυμαστό καί παράδοξο πού εἶπε περιγράφοντας τήν μοναστική κοινωνία τῶν ἀδελφῶν, ὅτι ὁ ἕνας «ἔχει πλήρη δουλεία στόν ἄλλον», ἐξηγεῖ ὅτι αὐτήν τήν δουλεία «δέν ἔφερε μέ βία κάποια ἀνάγκη, πού δημιουργεῖ πολλή δυστροπία σ᾽ αὐτούς πού καταναγκάστηκαν σ᾽ αὐτήν, ἀλλά τήν δημιούργησαν μέ χαρά ἀπό μόνοι τους» οἱ κοινοβιάζοντες. Σ᾽ αὐτό ἀκριβῶς, γιά τό θέμα πού ὁμιλοῦμε, ἔχουμε τήν διαφορά μας μέ τήν Ἀριστερά παράταξη, γιατί θέλει ἐκεῖ ὅπου δέν ἀκούγεται ὁ λόγος της περί κοινοκτημοσύνης, νά πίπτει ἡ ράβδος της, νά ἐφαρμόζεται δηλαδή μέ βία τό ἀγαθό τῆς κοινοκτημοσύνης. Ἐπαναλαμβάνω ὅμως τόν λόγο τοῦ ἁγίου Βασιλείου ὅτι ὁ καταναγκασμός αὐτός καί ἡ βία αὐτή «δημιουργεῖ πολλή δυστροπία σ᾽ αὐτούς πού καταναγκάστηκαν σ᾽ αὐτήν». Καί αὐτό ἔπειτα φέρει τήν ἐξέγερση τῶν πολιτῶν.
7. Δυστυχῶς στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν χριστιανικῶν λαῶν δέν βλέπουμε νά βιώνεται τό περί τῆς ἀγάπης κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, πού δημιουργεῖ τό ὄμορφο κοινοβιακό σύστημα μέ τήν κοινοκτημοσύνη τῶν ἀγαθῶν. Ἀντίθετα βλέπουμε ἐπικρατοῦσα τήν ἀδικία καί μάλιστα βλέπουμε σκληρή ἀδικία, ἡ ὁποία μᾶς παρουσιάζει τό θλιβερό φαινόμενο νά διαχωρίζει τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων σέ πλούσιους καί φτωχούς, σέ κύριους καί δούλους, σέ δυνάστες καί δυναστευομένους. Αὐτό, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία τό ἐλέγχει ἀπό παλαιά ἤδη μέ τίς δυνατές φωνές τῶν προφητῶν της καί μέ τά δυνατά κηρύγματα στήν συνέχεια τῶν ἀκολουθούντων τήν γραμμή τῶν προφητῶν, τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέ θαυμαστή παρρησία καυτηριάζουν τά ἀδικήματα τῶν ἀρχόντων, μή φοβούμενοι τίς ἀπειλές τους.
Λυπᾶμαι γιατί ὁ χρόνος δέν ἐπαρκεῖ νά ἀναπτύξω τό θέμα αὐτό μεταδίδοντας τά κατά τῆς ἀδικίας τῶν βασιλέων κηρύγματα τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἤ ἀναφέροντας περικοπές ἀπό τά σχετικά κηρύγματα τῶν Πατέρων τῆς ᾽Εκκλησίας μας. Ἤδη ὁ παλαιότερος τῶν προφητῶν, τοῦ ὁποίου κατέχουμε γραπτά κείμενα, ὁ προφήτης Ἀμώς ἐπιτίθεται μέ ὠμή γλώσσα ἐναντίον τῶν γυναικῶν τῶν ἀρχόντων, οἱ ὁποῖες ἐπίεζαν τούς συζύγους τους νά εἶναι καταπιεστικοί στόν λαό, ἀδικοῦντες αὐτόν, ὥστε νά πλουτοῦν καί νά διάγουν αὐτές περισσότερο ἄνετο καί τρυφηλό βίο. Τίς γυναῖκες αὐτές ὁ προφήτης τίς παραβάλλει πρός τίς ἀγελάδες τῆς εὐφόρου περιοχῆς Βασάν, τίς παχειές δηλαδή ἀγελάδες! Ἀκοῦστε, παρακαλῶ, τόν ὠμό ἔλεγχο τοῦ προφήτου κατά τῶν γυναικῶν αὐτῶν:
«Ἀκοῦστε τόν λόγο αὐτόν, σεῖς, ἀγελάδες τῆς Βασάν, πού κατοικεῖτε στό ὄρος τῆς Σαμάρειας, σεῖς, οἱ ὁποῖες καταπιέζετε τούς ἀδυνάτους καί καταθλίβετε τούς πτωχούς, σεῖς, οἱ ὁποῖες λέγετε στούς (ἄρχοντες) ἄνδρες σας “φέρε νά πιοῦμε”» (Ἀμ. 4,1)!
Ἡ καταδυνάστευση τῶν πτωχῶν εἶναι τό προσφιλές θέμα τοῦ προφήτου. Πιστεύει ὅτι ὁ Θεός ὅλα σχεδόν μπορεῖ νά τά συγχωρήσει, ἀλλά τήν καταδυνάστευση τῶν πτωχῶν, ὄχι, δέν τήν συγχωρεῖ! Λέγει ὁ προφήτης:
«Τάδε λέγει Κύριος: Γιά τρεῖς ἁμαρτίες τοῦ Ἰσραήλ, ἀκόμη καί γιά τέσσερις δέν θά τιμωρήσω αὐτήν (τήν πράξη). Ἐπειδή ὅμως πωλοῦν γιά χρήματα τόν δίκαιον καί τόν πτωχό γιά ἕνα ζευγάρι ὑποδημάτων, αὐτοί, οἱ ὁποῖοι κατασυντρίβουν τήν κεφαλή τῶν ἀδυνάτων καί φονεύουν τούς πτωχούς καί ξαπλώνουν πάνω στά ἐνεχυριασμένα ἐνδύματα (τῶν πτωχῶν), ἰδού (λέγει ὁ Κύριος) θά σᾶς κάνω νά τρέμετε, ὅπως τρέμει ἡ ἅμαξα ἡ γεμάτη ἄχυρα. Ἐπειδή καταπατεῖτε τόν ἀδύνατο καί δῶρα ἀπ᾽ αὐτόν λαμβάνετε θά κατασκευάσετε μέν οἰκίες ἀπό πελεκητούς λίθους, ἀλλά δέν θά κατοικήσετε σ᾽ αὐτές. Θά φυτέψετε ὡραῖα ἀμπέλια, ἀλλά δέν θά πιεῖτε τό κρασί τους» (Ἀμ. 2,6-8.13. 5,11)
Πολύ σύντομα ἀναφέρω καί τόν σκληρό πάλι ἔλεγχο τοῦ προφήτου Ἠλία πρός τόν βασιλέα Ἀχαάβ, ὁ ὁποῖος, παρακινηθείς ἀπό τήν σύζυγό του Ἰεζάβελ, ἐφόνευσε τόν πτωχό Ναβουθαί, γιά νά τοῦ πάρει τόν ἀγρό του. Τό ἀνοσιούργημα αὐτό καυτηρίασε ὁ προφήτης, ὁ ὁποῖος γεμάτος ὀργή παρουσιάστηκε μπροστά στόν βασιλέα καί, μέ θαυμαστή παρρησία ἀποκαλώντας τον «δολοφόνο» καί «ἄδικο κληρονόμο», τοῦ προφήτευσε ἐπί λέξει στήν συνέχεια: «Ἐκεῖ πού τά σκυλιά ἔγλειψαν τό αἷμα τοῦ Ναβουθαί, ἐκεῖ τά σκυλιά θά γλείψουν καί τό δικό σου αἷμα» (Γ´ Βασ. 20,19. Ἑβρ. 21,19)! Καί ἀποτεινόμενος στήν βασίλισσα Ἰεζάβελ τῆς εἶπε: «Τά σκυλιά θά σέ καταφάγουν στήν πεδιάδα Γιζρεέλ» (Γ´ Βασ. 20,23. Ἑβρ. 21,23)! Ἡ πρόρρηση αὐτή τοῦ προφήτου ἐξεπληρώθη πράγματι ἀργότερα (Γ´ Βασ. 22,1 ἑξ. Δ´ Βασ. 9,30 ἑξ.).
Τήν γλώσσα αὐτή τοῦ προφήτου Ἠλία τήν βλέπουμε νά ἀναζεῖ στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος σέ παρόμοια περίπτωση ἤλεγξε μέ ἰσχυρό καί σκληρό πάλι λόγο τήν βασίλισσα Εὐδοξία, στόν ὁποῖον ὅμως σκληρό ἔλεγχο ἀπήντησε καί αὐτή μέ σκληρό διωγμό κατά τοῦ ἁγίου πατρός, διωγμό πού τοῦ ἐπέφερε τό τέλος τῆς ζωῆς του.8
Ἐπειδή ὁ λόγος ἐδῶ γιά τόν ἔλεγχο κατά τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας, λίαν προσφιλές θέμα στούς ὀπαδούς τῆς Ἀριστερᾶς, θέλω νά ὑπενθυμίσω – νά ὑπενθυμίσω μόνο – τούς θαυμαστούς λόγους τοῦ Μεγάλου Βασιλείου κατά τῶν πλουσίων καί περί τοῦ πλούτου. Κατά τόν ἅγιο πατέρα ὁ πλοῦτος αὐτός καθ᾽ ἑαυτόν δέν ἔχει καμμία ἀξία. Ἀντίθετα ὁ πλοῦτος, μέ τήν ἄνιση κατανομή του, ἔγινε αἰτία ἀνατροπῆς τῆς ἐγκόσμιας τάξεως, ὅπως ἔτσι πάλι δίδασκαν καί πολλοί κοινωνιολογοῦντες Ἕλληνες (Εἰς τήν Ἑξαήμερον Ζ´ 3-5). Κατά τόν ἅγιο Βασίλειο, ἐφόσον τά ἀγαθά τοῦ πλουσίου προέρχονται ἀπό τόν Θεό, ὁ πλούσιος δέν πρέπει νά νοιώθει ὅτι εἶναι κάτοχος τῶν ἀγαθῶν αὐτῶν, ἀλλά «οἰκονόμος»τους (βλ. τήν ὁμιλία του Περί φθόνου 5), ὥστε νά τά ἐπωφελοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Καί τελικά ὠφελεῖται πνευματικά καί ὁ ἴδιος ὁ πλούσιος, γιατί ὁ «ἐλεῶν πτωχόν δανείζει Θεῷ» (ὁμιλία Εἰς τόν ΙΔ´ Ψαλμόν 5). Ὅταν ὅμως ὁ πλούσιος δέν φέρεται ἔτσι, τότε ὁ Μέγας Βασίλειος τόν ἐλέγχει καί τόν ἀποκαλεῖ «ἅρπαγα», «πλεονέκτη», «ἐκμεταλλευτή τῶν συνανθρώπων του», «τοκογλύφο», κ.ἄ. Ὁ πραγματικά ὀπαδός τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά ζεῖ φτωχικά. Μέ τό Εὐαγγέλιο δέν μπορεῖ κανείς νά πλουτίσει. Ἀδύνατον! Ὅποιος τό κάνει αὐτό καί λέγει μάλιστα ὅτι εἶναι χριστιανός, πλανᾶται. Δέν εἶναι σωστός χριστιανός, ἀλλά ὑποκριτής. Πραγματικά, πῶς μπορεῖ νά πλουτίζει ὁ χριστιανός, ἀφοῦ βλέπει γύρω του τόση κραυγαλέα φτώχεια;
Πρός τά παραπάνω ἀναφερθέντα νομίζουμε ὅτι οἱ ὀπαδοί τῆς Ἀριστερᾶς πρέπει νά εἶναι ὄχι ἁπλῶς σύμφωνοι, ἀλλά καί θαυμαστές τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἴδατε, ἀγαπητοί μας ἀκροατές τῆς Ἀριστερᾶς παράταξης, εἴδατε τί ὡραῖα, ὡραῖα καί ἠχηρά σαλπίσματα κατά τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας τῶν ἀρχόντων, πού ἔχει τό βιβλίο τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἁγία Γραφή καί τά ἱερά πατερικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας; Θά ὠφεληθεῖτε πολύ καί θά ἔχετε σωστές καί ὡραῖες ἐμπνεύσεις, ἐάν τά μελετήσετε.
8. Ἀλλά, ἐπειδή ἐμνημόνευσα τόν ἅγιο Βασίλειο, θέλω πολύ συντόμως νά ἀναφέρω καί ἄλλο λόγο τοῦ ἱεροῦ πατρός, λόγο πολύ ἄμεσα συνδεόμενο μέ τό θέμα μας, γιά νά φανεῖ καί ἐδῶ ἡ συμφωνία τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν Ἀριστερά, ἀλλά καί ἡ διαφορά της. Ὁ ἅγιος Βασίλειος ἀσχολεῖται μέ τό θέμα τῆς ἐργασίας, τήν ὁποία ὁ ρωμαϊκός, ἀλλά καί ὁ ἑλληνικός κόσμος, παλαιά ὑποτιμοῦσε καί συνέδεε πάντα μέ τούς δούλους. Σέ ἀντίθεση ὅμως μέ τίς κρατοῦσες ἀντιλήψεις ὁ Βασίλειος τιμᾶ τήν ἐργασία καί τήν κηρύττει ὡς παράγοντα χαρᾶς, ὑγείας καί σωματικῆς καί πνευματικῆς ἰσορροπίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί ἁρμονίας τῆς κοινωνίας. Ναί! Ἡ ἁρμονία τῆς κοινωνίας εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἰσόρροπης κατανομῆς τῆς ἐργασίας. Ὁ ἅγιος Βασίλειος συνδέει τήν εὐημερία τῆς κοινωνίας μέ τόν τρόπο κατανομῆς τῆς ἐργασίας.
Στά παραπάνω περί ἐργασίας λεγόμενα ἀπό τόν ἅγιο πατέρα τῆς Ἐκκλησία μας συμφωνοῦν ἀσφαλῶς καί οἱ ὀπαδοί τῆς Ἀριστερᾶς. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει καθαρά:«Ὅποιος δέν θέλει νά ἐργάζεται δέν πρέπει καί νά τρώγει» (Β´ Θεσ. 3,10). Ἄκουσα ὅτι τόν λόγο αὐτόν τόν εἶχαν ἀναρτήσει σέ ὑψηλή πινακίδα στό Κρεμλῖνο, χωρίς ὅμως νά γράφουν ἀπό ποῦ προέρχεται ὁ λόγος αὐτός. Καί ἡ Ἐκκλησία λοιπόν καί ἡ Ἀριστερά παράταξη συμφωνοῦν στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἐργάζεται γιά νά σταθεῖ ἡ κοινωνία. Ἡ διαφωνία ὅμως τῶν δύο αὐτῶν εἶναι στήν διαφορετική θεώρηση τοῦ θέματος περί ἐργασίας. Ἀκοῦστε: Στόν χριστιανό τό «διδόναι» θεωρεῖται πάντοτε μακαριώτερο τοῦ «λαμβάνειν» (βλ. Πράξ. 20,35). Τό «διδόναι» ὅμως προϋποθέτει νά ἔχει κανείς γιά νά προσφέρει. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ἐργασία κατά τήν Ἁγία Γραφή γίνεται καί γιά ἕναν ἄλλο ἀκόμη σκοπό: Γιά τήν ἐλεημοσύνη! Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρός τούς χριστιανούς τῆς Ἐφέσου: «Ὁ κλέπτης ἄς μήν κλέπτει πλέον, ἀλλά ἄς ἐργάζεται τίμια μέ τά δικά του χέρια, γιά νά μπορεῖ νά δίνει καί σέ ὅποιον ἔχει ἀνάγκη» (4,28). Ἡ ἐργασία λοιπόν κατά τήν Ἐκκλησία δέν ἔχει σκοπό μόνο τήν αὐτοσυντήρηση, ἀλλά καί τήν ἄσκηση τῆς ἀγάπης στούς πτωχούς καί πένητες ἀνθρώπους. Ἀλλά οἱ χριστιανοί, ἐνῶ τιμοῦν τήν ἐργασία καί τήν ἐξασκοῦν μέ προθυμία ὡς θεία ἐντολή, ὅμως δέν τήν θεοποιοῦν, ὥστε νά ὑποβιβάζουν τόν ἄνθρωπο καί νά τόν θεωροῦν ὡς παραγωγικό μέσον. Δέν λέγουν δηλαδή οἱ χριστιανοί ὅτι ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι στό νά δουλεύει. Τέτοια ἀνθρωπολογία, πού ὑπάρχει σέ κοσμικά συστήματα, δέν ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία.
9. Ἐπειδή δέν ἐπαρκεῖ ὁ χρόνος γιά περισσότερα καί ἤδη ἐξέφυγα τοῦ καθορισμένου γιά τούς ὁμιλιτές χρόνου, λέγω αὐτό τό σύντομο καί τελευταῖο: Ἡ Ἐκκλησία ἀποκρούει τήν ἀθεΐα καί τήν βία. Γι᾽ αὐτό ὁποιοδήποτε πολιτικό σύστημα ἔχει αὐτά τά δύο τό ἐλέγχει καί τό μάχεται. Ναί! Σέ ἄθεο δέν μποροῦμε νά δώσουμε ἐμπιστοσύνη νά μᾶς κυβερνήσει, διότι, ὅπως εἶπε καί ὁ Πολωνός Λέχ Βαλέσσα, «ὁ χωρίς Θεό ἄνθρωπος εἶναι ἐπικίνδυνος»!
Εὐχαριστῶ πού μέ ἀκούσατε.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1.Βλ. Π. Μπρατσιώτου, Ἡ κοινωνιολογική σημασία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Θεολογία 1928, σ. 21 ἑξ., ἔνθα καί βιβλιογραφία.
2.Βλ. Jean Claude Larcet, Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Τόμος Α´, σ. 36, ἔνθα καί πατερικές παραπομπές, Ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας.
3.Βλ. Λεωνίδου Φιλιππίδου, Ἱστορία τῆς ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐξ ἐπόψεως παγκοσμίου καί πανθρησκειακῆς, σ. 605-728. 769-805. Ἀθῆναι 1958.
4.Βλ. Ἰωάν. 15,1-8. Ἐφ. 2,19-22.Ἐφ. 5,25-30. Κολ. 1,18. Ἐφ. 1,22-23..Ρωμ. 12,5. Α´ Τιμ. 3,15.
5.Ἐφεσ. 5,2. Τραλλυαν. 7,2. Φιλιπ. 4.
6.Βλ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, MPG 96,1409D, κ.ἀ.
7.Ὅπ. Παραπ.
8.Βλ. Δημητρίου Σίμου Μπαλάνου, Πατρολογία, σ. 351.
9.Ὅπ. παρ. 1. Πρός πλουτοῦντας 2 κ.ἀ. Βλ. Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β´, σελ. 387. 388.
10.Βλ. Ὅρους κατά πλάτος 37· 39· 42 κ.ἄ. Ὅρους κατ᾽ ἐπιτομήν 121· 143· 144· 145·146 κ.ἄ. εἰς Πατρολογία Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, τόμ. Β´, σελ. 388.
ΠΗΓΗ: http://www.romfea.gr/diafora-ekklisiastika/15340-2013-01-24-10-03-20
Συγκλονιστική ἐπιστολὴ ἀπὸ ἕναν νῦν πιλότο μαχητικοῦ ἀεροσκάφους ποὺ κάθε μέρα ἀγωνίζεται κατὰ τῶν Τούρκων στὶς ἐσχατιὲς τοῦ Αἰγαίου. Ἐξαιρετικὰ ἀφιερωμένη στὸν Ὑπουργὸ Οἰκονομικῶν, Τρόικα, ΔΝΤ καὶ λοιποὺς οἰκονομικοὺς ἐξολοθρευτὲς. Το κείμενο που ακολουθεί εστάλη στο pelop.gr και είναι από έναν πιλότο της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ. Αυτός δεν έχει την πολυτέλεια να κάνει απεργία, αυτός δεν έχει το δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί για τις μειωμένες κατά 55% αποδοχές του, αυτός δεν έχει τη χαρά να αγκαλιάζει τα παιδιά του κάθε βράδυ. Γιατί αυτός ο πιλότος διάλεξε, ( δική του η επιλογή 100%), όταν οι άλλοι διασκεδάζουν ή απολαμβάνουν τις ειδήσεις, να προσπαθεί να αναχαιτίσει τον εχθρό της πατρίδας, με κίνδυνο της ζωής του. Περίεργη που είναι η ζωή, αλλά και οι επιλογές των ανθρώπων.
"Σαν ἀντικρύσω τὸ ἄσπρα ἄλογα τοῦ Αἰγαίου, χάνεται ἡ σκέψις μου στὸν Οὐρανὸ τοῦ Θείου, τοῦ Ὡραίου του Ἀληθινοῦ! Δὲν εἶμαι ἡμίθεος, δὲν εἶμαι ἄτρωτος, δὲν εἶμαι καν ἥρωας! Καημένη Πατρίδα ἔχεις ὅλους τους ἄχρηστους στὴν πλάτη σου ἔχεις καὶ μένα. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶμαι σὲ θέση νὰ ζητήσω ἀπὸ τὴν ἔρμη Πατρίδα κάτι τὸ καλύτερο γιὰ μένα, γιὰ τὰ παιδιά μου, μπορεῖ νὰ μὴν εἶμαι καν ἱκανὸς γιὰ αὐτὰ ποὺ παίρνω! Ὅλες αὐτὲς οἱ σκέψεις ποὺ περνᾶνε ἀπὸ τὸ μυαλό μου, σφίγγουν τὸ λαιμὸ καὶ ξεραίνουν τὸ στόμα μου !
Μπορεῖ νὰ ἤξερα πόσο ἐπικίνδυνο καὶ ἀνούσιο, ἴσως καὶ ἄχρηστο, γιὰ πολλοὺς ἐκεῖ κάτω νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνω! Ἴσως καὶ νὰ ἔχουν δίκιο, βλέπεις ἐγὼ δὲν κατεβάζω διακόπτες, ἐγὼ δὲν ὁδηγῶ λεωφορεῖο μὲ 50 ψυχές, ἐγὼ δὲν βγάζω φωτοτυπίες στὰ βουλευτικὰ ἕδρανα ἕνα χειμωνιάτικο βράδυ τοῦ Γενάρη στὴ ζεστασιὰ τῆς Βουλῆς! Ἐγὼ κάθομαι, σκέπτομαι, μελετάω καὶ περιμένω τὸν Τοῦρκο. Μπορεῖ καὶ ἐγὼ νὰ μὴν ἔχω νὰ πληρώσω τὰ κοινόχρηστα ἀλλὰ ἐσᾶς δὲν σᾶς ἐνδιαφέρει, μπορεῖ νὰ μὴν ἔχω νὰ πληρώσω τὸ χαράτσι στὸ....
πατρικό τοῦ χωριοῦ μου, ἀλλὰ ἐσᾶς δὲν σᾶς ἐνδιαφέρει. Οὔτε καὶ πρέπει ! Ἐγὼ ὅμως πρέπει νὰ ἀδειάσω τὸ μυαλό μου νὰ κλειδώσω τὸ ὑποσυνείδητο, νὰ μὴν σκεφτῶ ὅτι μὲ περιμένουν καὶ ἐμένα στὸ σπίτι μου, ὅπως τόσους καὶ τόσους ἄλλους ποὺ δὲν γύρισαν Ποτὲ πίσω ἀπὸ μία ἀκόμη καθημερινὴ ἀποστολή. Ἴσως καὶ κάποιοι νὰ ποῦν ὅτι τὰ ἤθελε καὶ τὰ ἔπαθε!
Ἐγὼ ὅμως δὲν πετάω γιὰ αὐτούς, πετάω γιὰ τὸν Πατέρα μου ποὺ καμαρώνει στὴν ἄκρη στὸ χωράφι ὅταν περνοῦν τὰ μαχητικά μας, πετάω γιὰ τὸ παιδὶ στὴ Φλώρινα ποὺ περπατάει στὸ χιόνι νὰ πάει στὸ σχολειό του, πετάω γιὰ τὸν Παπά μας ποὺ κάνει χιλιόμετρα νὰ κάνει Ἀνάσταση μὲ τοὺς τσοπαναραίους στὸ ὕψωμα τῆς Παναγιᾶς!
Πετάω γιὰ τὸ ψαρὰ ποὺ βγῆκε 4 τὸ πρωὶ μὲ τὴν ψαρόβαρκα νὰ φέρει τὸ μεροκάματο στὴ φαμελιά του, πετάω γιὰ τὸ δασκαλάκο ποὺ πληρώνει ἀπὸ τὴν τσέπη τοῦ τὶς φωτοτυπίες στὰ Ἄγραφά της Καρδίτσας.
Γιὰ αὐτοὺς πετάω. Γιὰ νὰ μποροῦν νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ χρόνια κάνουν καὶ νὰ κρατᾶνε τὴν Πατρίδα μᾶς ζωντανή!
Οὔτε αὐτοί, οὔτε ἐγὼ θὰ ζητήσω ὑπερωρίες γιορτὲς καὶ Κυριακὲς ,γιατί ἐγὼ πετάω γιὰ τὴν Πατρίδα μου.
Πετάω γιὰ τοὺς δικούς μου ἀνθρώπους, αὐτοὺς ποὺ γλεντᾶνε μὲ τὴν ψυχή τους, ζοῦν γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ ὅταν πεθαίνουν ξεπροβοδίζουν τοὺς δικούς τους ἀνθρώπους μὲ τραγούδια καὶ εὔχονται καλὴν ἀντάμωση !
Ἴσως κάποιο πρωὶ ὅταν κοιτάξεις ψηλὰ θὰ μὲ δεῖς γιατί
Ἐκεῖ ποὺ Ἰσιώνει ὁ Ἀετὸς oι Γλάροι δὲν πετᾶνε!"
ΠΗΓΕΣ:
pelop.gr
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2013/02/blog-post_5626.html#more
Τη συγκλονιστική κραυγή απελπισίας και αγωνίας της Σαμπιχά Σουλεϊμάν, μιας Μουσουλμάνας Ρομά από την Ξάνθη, η οποία κατήγγειλε στο 5ο Συνέδριο του ΟΗΕ για τις μειονότητες στη Γενεύη, την κατευθυνόμενη από την Άγκυρα εκπαιδευτική πολιτική της μειονότητας, μετέφερε με Ερώτησή του προς τον Υπουργό Παιδείας Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο, ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος των ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ Τέρενς Κουίκ.
Σύμφωνα με τον Τέρενς Κουίκ, «είναι πασιφανές ότι δυστυχώς η Ελλάδα με τις πολιτικές που η σημερινή συγκυβέρνηση ασκεί με τη συμπαράσταση του ΣΥΡΙΖΑ, μέρους του ΠΑΣΟΚ αλλά και της ΔΗΜΑΡ, οδηγεί τους Πομάκους και τους Ρομά της Θράκης στα χέρια της Άγκυρας και με την ευγενή φροντίδα του Προξενείου στην Κομοτηνή».
«Η μητρική μου γλώσσα είναι η ρομανί, η γλώσσα των Τσιγγάνων», επισημαίνει η Σαμπιχά Σουλεϊμάν και υπογραμμίζει ότι «επειδή είναι μουσουλμάνα της Θράκης, υποχρεώθηκε να πάει σε σχολείο όπου διδάχθηκε μία τρίτη γλώσσα, τα τουρκικά».
Η κ. Σουλεϊμάν, αποκάλυψε ότι «οι μουσουλμάνοι τουρκικής καταγωγής προσπαθούν να τους επιβάλλουν εκτός από τη γλώσσα τους και την ταυτότητά τους», είτε με την κατασκευή τζαμιών μέσα στους οικισμούς τους, είτε με τη δημιουργία σωματείων υποστηρικτικών προς την Τουρκία, στα οποία και επιμένουν να τους εγγράψουν.
Και η Σαμπιχά, στηλιτεύει την αδιαφορία της ελληνικής πολιτείας, προσθέτοντας τα εξής:
«Το κράτος δεν κάνει αρκετά. Θέλουμε περισσότερα δημόσια σχολεία. Θέλουμε να μας προστατεύει επειδή είμαστε μουσουλμάνες γυναίκες με δικαιώματα που παραβιάζονται διαρκώς από ανθρώπους που θεωρούν ότι είναι δικαίωμά τους να φέρονται άσχημα στις γυναίκες τους».
«Δεν θέλουμε να αλλάξουμε τη δική μας ταυτότητα με μία άλλη», τονίζει η κ. Σαμπιχά Σουλεϊμάν και ζητά «να τους αφήσουν ήσυχους σταματώντας να παίζουν πολιτικά παιχνίδια εις βάρος τους».
Ακολουθεί το κείμενο της Ερώτησης.
ΤΕΡΕΝΣ - ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΙΚ
ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ - ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ
ΕΡΩΤΗΣΗ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟ
ΘΕΜΑ: ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΩΝ ΠΟΜΑΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΡΟΜΑ ΝΑ ΜΗ ΘΕΛΟΥΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ
Κύριοι Υπουργοί,
Στο 5ο συνέδριο του ΟΗΕ για τις μειονότητες στη Γενεύη (27 & 28 Νοεμβρίου 2012) ακούστηκε η συγκλονιστική μαρτυρία μίας Μουσουλμάνας Ρομά από τη Θράκη.
Πρόκειται για τη Σαμπιχά Σουλεϊμάν, Πρόεδρο του συλλόγου Γυναικών Δροσερού Ξάνθης «η Ελπίδα».
Είναι πασιφανές ότι δυστυχώς η Ελλάδα με τις πολιτικές που και η σημερινή συγκυβέρνηση ασκεί, με την πλήρη συμπαράσταση συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, μέρους του ΠΑΣΟΚ που είναι οπαδοί της Σχολής Διαμαντοπούλου - Δραγώνα, αλλά και της ΔΗΜΑΡ, οδηγεί τους Πομάκους και τους Ρομά της Θράκης, στα χέρια της Άγκυρας και με την «ευγενή φροντίδα» του Προξενείου στη Κομοτηνή.
Κατόπιν τούτου, επειδή αμφιβάλλω εάν μπήκατε στο κόπο να διαβάσετε την απομαγνητοφωνημένη ομιλία της Σαμπιχά, σας την παραθέτω ολόκληρη.
«Ονομάζομαι Σαμπιχά Σουλεϊμάν, (ΣΤΟΝ ΟΗΕ) είμαι Μουσουλμάνα Ρομά από την Ξάνθη (στην Ελλάδα) και πρόεδρος του Συλλόγου Γυναικών Δροσερού «Η Ελπίδα».
Ζητώ συγγνώμη που δεν μπορώ να μιλήσω απ’ ευθείας σε κάποια από τις γλώσσες που χρησιμοποιούνται στο συνέδριο αλλά δεν τις έμαθα ποτέ.
Η μητρική μου γλώσσα είναι ρομανί, η γλώσσα των Τσιγγάνων.
Πάρα ταύτα επειδή είμαι μουσουλμάνα της Θράκης υποχρεώθηκα να πάω σε σχολείο όπου διδάχθηκα μια τρίτη γλώσσα, τα τουρκικά. Αυτό κάνουν κάθε χρόνο εκατοντάδες Έλληνες πολίτες μουσουλμάνοι Ρομά με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε σήμερα μειονότητα εντός της μειονότητας.
Το ίδιο συναίσθημα της μειονότητας μέσα στη μειονότητα το αισθανόμαστε σε κάθε βήμα μας μέσα στην κοινωνία.
Οι μουσουλμάνοι τουρκικής καταγωγής προσπαθούν να μας επιβάλλουν εκτός από τη γλώσσα τους και την ταυτότητά τους. Ξοδεύουν πολλά λεφτά για να χτίσουν τζαμιά μέσα στους οικισμούς μας. Μας λένε ότι οι Τσιγγάνοι πεθαίνουν νέοι επειδή δεν είναι καλοί Τούρκοι και πιστοί μουσουλμάνοι.
Εμείς, όμως ξέρουμε ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι περισσότερα σχολεία και νοσοκομεία όχι τζαμιά που άλλωστε η Θράκη έχει πολλά. Εδώ και χρόνια επιμένουν να φτιάξουν σωματεία και να τα ονομάσουν «τουρκικά».
Στη συνέχεια προσπαθούν να μας γράψουν σε αυτά τα σωματεία για να μας υποχρεώσουν κι εμάς να πούμε ότι είμαστε Τούρκοι.
Πριν μερικά χρόνια το ελληνικό κράτος όρισε να πηγαίνουμε υποχρεωτικά σε νηπιαγωγεία.
Οι τουρκικής καταγωγής Μουσουλμάνοι έφτιαξαν δικά τους νηπιαγωγεία όπου διδάσκονται μόνον τουρκικά. Μας πιέζουν να γραφτούμε σε αυτά τα νηπιαγωγεία. Θέλουμε να έχουμε καλή εκπαίδευση στη γλώσσα του κράτους που ζούμε.
Το κράτος δεν κάνει αρκετά. Θέλουμε περισσότερα δημόσια σχολεία. Θέλουμε να μας προστατεύει επειδή είμαστε μουσουλμάνες γυναίκες με δικαιώματα που παραβιάζονται διαρκώς από ανθρώπους που νομίζουν ότι είναι δικαίωμά τους να φέρονται άσχημα στις γυναίκες τους.
Περιμένουμε την πραγματική βοήθεια από το ελληνικό κράτος. Η Διακήρυξη του ΟΗΕ για τις μειονότητες λέει ότι πρέπει να γίνεται σεβαστή η ιδιαίτερη ταυτότητα και ο πολιτισμός μας. Αυτό δεν ισχύει μόνον για το κράτος στο οποίο ζούμε αλλά και για τους μειονοτικούς συμπολίτες μας.
Οι τελευταίοι προσπαθούν να μας επιβάλλουν την τουρκική ταυτότητα αντί της δικής μας ταυτότητας των Ρομά. Δεν θέλουμε να αλλάξουμε τη δική μας ταυτότητα με μία άλλη. Θέλουμε να μας αφήσουν ήσυχους και να μην παίζουν πολιτικά παιχνίδια εις βάρος μας».
Δεν γνωρίζω κύριοι Υπουργοί, αν σας μέτρησε έστω και στο ελάχιστο η κραυγή απελπισίας και αγωνίας της Σαμπιχά.
Γι αυτό και είμαι υποχρεωμένος να σας ρωτήσω:
1. Σκοπεύετε, κατ' αρχήν να καλέσετε στα γραφεία σας τη Σαμπιχά για να της δώσετε θερμά συγχαρητήρια που συνεχίζει τον άνισο αγώνα της, απέναντι και στα σχέδια της Τουρκίας, αλλά και στην επίσημη ελληνική ανυπαρξία στη Θράκη; Ή φοβάστε μήπως...παρεξηγηθούν οι Τούρκοι;
2. Αντιλαμβάνεστε ότι το να παίρνουν τα όργανα της Τουρκίας τέτοιες αποστομωτικές απαντήσεις στα διεθνή φόρα και ειδικά μάλιστα από μουσουλμάνους της Θράκης, έχει πραγματικά τεράστια σημασία, τις οποίες με την ηχηρή σιωπή σας μοιάζει να μην επικροτείτε;
3. Μέχρι πότε θα συνεχίσει η πολιτική της Ελλάδας και στο κομμάτι της Παιδείας, να παραδίδει Πομάκους και Ρομά στα χέρια της Άγκυρας; Σκοπεύετε, επιτέλους, να αλλάξετε το πλαίσιο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσής τους, ώστε να μη μαθαίνουν τη Τουρκική γλώσσα με το ζόρι, επειδή έτσι το επιτάσσει το Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας;
Ο ερωτών Βουλευτής
Τέρενς - Νικόλαος Κουίκ
Tideon: Μας αφελληνίζουν και εμείς κοιμόμαστε : Αφαιρούν τα όνοματα ηρώων από τους δρόμους, τα πορτρέτα τους από τα σχολεία ! Τι κάνουμε εμείς σαν Έλληνες; Η νέα γενιά δεν θα αντιδράσει σε μια νέα Ρεπούση όταν θα μας διαγράφουν την ιστορία ; Ως πότε θα κοιμόμαστε ; "Ξυπνάτε Έλληνες ! " θα φώναζε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ή μήπως από κει πάνω θα δείχνει εμάς στους άλλους ήρωες και θα λέει με πίκρα και ειρωνεία : "λαό που ελευθερώσαμε..." !
Οταν σκότωσαν σε ένα δρόμο της Στοκχόλμης τον πρωθυπουργό της χώρας, εμείς οι έλληνες στην Ελλάδα, αποφασίσαμε να αλλάξουμε το όνομα ενός δρόμου της Αθήνας. Ο δρόμος αυτός, ήταν η οδός Αθανασίου Διάκου και στη θέση του Διάκου μας, βάλαμε το όνομα του συγχωρεμένου Ολαφ Πάλμε. Φαντάζομαι πως θα υπήρχε κάποιος δρόμος χωρίς όνομα που θα μπορούσε να παραχωρηθεί εις μνήμην του εκλιπόντος και να μην χρειαστεί να διαγράψουμε τον ηρωά μας.
Στην Αμερική, οι αμερικάνοι, τιμούνε εναν δικό μας ήρωα, όχι δίνοντας το όνομά του σε ένα δρόμο αλλά σε μιά πόλη, που έχει την προτομή του και μαζί με την αστερόεσα του τόπου τους, έχουν και την δική μας σημαία να κυματίζει! Όχι κουρελιασμένη όπως αφήνουμε την γαλανόλευκή μας να ανεμοδέρνεται στα δημόσια κτίρια και τα αστυνομικά τμήματα της χώρας μας! Οσοι έχετε επισκεφτεί την Πόλη, έχετε σίγουρα προσέξει τις χιλιάδες που κυματίζουν παντού. Ολες κατακαίνουργιες, λες και τις αλλάζουν κάθε μήνα! Εμείς γιατί?
Η πόλη "Υψηλάντη" (Ypsilanti), βρίσκεται στο νότιο τμήμα της πολιτείας του Μίσιγκαν
Περίεργος, όπως πάντα, περιηγήθηκα την αντίστοιχη ιστοσελίδα και με έκπληξη είδα ότι εκτός από την ονομασία τής πόλης αυτής προς τιμή τού Έλληνα ήρωα πίσω από την προτομή του κυματίζουν η "αστερόεσα" και η ελληνική σημαία. Δυστυχώς, στην Ελλάδα την σημαία τού Έθνους την καίνε, καθημερινά, και καμιά αρχή δεν χαμπερίζει για να υπερασπίσει την τιμή της.
Είμαι σίγουρος ότι ο στρατηγός Δημήτριος Υψηλάντης (1794 - 1832) θα νοιώθει εν ειρήνη, όπου κι' αν βρίσκεται, επειδή, πριν πεθάνει ακόμα βρέθηκε μια πόλη, χιλιάδες μίλια μακριά που αναγνώρισε την προσφορά του όχι μόνο για τη δημιουργία τού ελληνικού κράτους, αλλά και για τα ιδεώδη τής ελευθερίας, τής δικαιοσύνης και τής δημοκρατίας. Αντίθετα, η χώρα για την οποία αυτός και η οικογένειά του έδωσαν τα πάντα, πολύ λίγο τον έχει αναγνωρίσει.
Πάντως σας συνιστώ να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα τής πόλης και είμαι βέβαιος ότι δεν θα απογοητευτείτε. Βέβαια, δεν έχει νταντελένιες ακρογιαλιές, όμορφα βουνά και τόσο σημαντικό ιστορικό παρελθόν, ωστόσο, πρόκειται για μια όμορφη πόλη (22.300 κάτοικοι δεν είναι και λίγοι), ήσυχη, καθαρή και που πάνω από όλα ξέρει να τιμά τους ήρωες αλλά και τον εαυτόν της.
Υψηλάντη (Ypsilanti)
Η πόλη στο Μίτσιγκαν τής Αμερικής προς τιμήν τού Έλληνα στρατηγού.
Η πόλη "Υψηλάντη" (Ypsilanti), βρίσκεται στο νότιο τμήμα τής πολιτείας τού Μίτσιγκαν στις Η.Π.Α. Το 2000, ο καταγεγραμμένος πληθυσμός τής πόλης ήταν 22,362 κάτοικοι. Η γεωγραφική τοποθεσία τής πόλης, είναι στην διασταύρωση τού ποταμού Χάρον και τής λεωφόρου Μίτσιγκαν.
Η ιστορία τής πόλης Αρχικά αποτελούσε ένα εμπορικό σημείο που δημιουργήθηκε το 1809 απο τον Γκάμπριελ Γκόντφροη έναν Γάλλοκαναδό έμπορο γουναρικών απο το Μόντρεάλ τού Καναδά.
Η πόλη άρχισε να παίρνει την μόνιμη μορφής της, το 1823 απο τον Τόμας Γούντραφ στην ανατολική πλευρά τού ποταμού Χάρον. Άνηκε στην δικαιοδοσία τής πολιτείας τού Μίτσιγκαν και ονομαζόταν το χωριό τού Γούντραφ.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1825, άρχισε να δημιουργείται και να αναπτύσσεται και μια δεύτερη κοινότητα, στην δυτική πλευρά τού ποταμού, με την ονομασία "Yψηλάντη", όνομα που πήρε απο τον Έλληνα ήρωα τής Επανάστασης, στρατηγό Δημήτριο Υψηλάντη. Το 1829, το χωριό Γούντραφ τής ανατολικής πλευράς τού ποταμού, άλλαξε και αυτό την ονομασία του σε "Υψηλάντη" με αποτέλεσμα οι δύο αυτές κοινότητες να ενωθούν.
Όπως αναφέρεται στην επίσημη ιστοσελίδα τής πόλης (www.cityofypsilanti.com), η Ελληνική επανάσταση κατά τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας και συγκεκριμένα η δράση τού μεγάλου στρατηγού Δημήτριου Υψηλάντη, για την ελευθερία του Έθνους, αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση στον Αμερικανικό λαό και ενέπνευσε την Αμερικανική πολιτεία του Μίσιγκαν να αποδώσει το συγκεκριμένο όνομα στην πόλη.
Επίσης υπάρχει ταύτιση όπως λένε στους δύο λαούς, αφού τους θυμίζει και τον δικό τους αγώνα για την ανεξαρτησία τους απο την Μ. Βρετανία. To άγαλμα τού Δημήτριου Υψηλάντη υπάρχει σήμερα ανάμεσα σε μία Ελληνική και Αμερικάνικη σημαία, έξω απο το "Water Tower", το κεντρικό αξιοθέατο τής πόλης, το οποίο είναι ένα κτήριο φημισμένο για τον σχεδιασμό του και βραβευμένο απο το περιοδικό Cabinet.
Μοιρασμένο μεταξύ δύο θαλασσίων οικοπέδων φαίνεται να βρίσκεται το κοίτασμα το οποίο σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις ειδικών εάν αποδειχτεί πως υπάρχει «θα συμβάλλει στην αλλαγή της μοίρας του ελληνισμού».
Όπως γίνεται εμφανές από τον συνημμένο χάρτη το κοίτασμα βρίσκεται μεταξύ των οικοπέδων 10 και 11. Αξίζει να σημειωθεί πως το βάθος του συγκεκριμένου κοιτάσματος είναι τέτοιο (7.400 μέτρα) ώστε οι η προσπάθεια εξόρυξης να καταστεί πολύ δύσκολη, όχι φυσικά αδύνατη, αλλά κυρίως θα είναι χρονοβόρα, αφού μπορεί να κρατήσει μήνες, ίσως και χρόνο.
Κατά τα άλλα όπως αναφέρθηκε στο «defence-point.gr» η ποσότητα που εκτιμήθηκε, υπενθυμίζεται πως όπως αποκαλύψαμε πριν λίγες ημέρες, αυτή κυμαίνεται από τα 1 έως 4 δισεκατομμύρια βαρέλια, είναι μετριοπαθής, αφού κάποιες παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση δεν αντιστοιχούν παρά στο πλέον απαισιόδοξο σενάριο. Και καλώς πράττουν.
Κατά συνέπεια δεν τολμάμε καν να αναφέρουμε το τι θα μπορούσε να υπάρχει στη συγκεκριμένη περιοχή, διότι εάν αυτό που πληροφορηθήκαμε τελικώς αποδειχτεί τότε τα ήδη εξαιρετικά δεδομένα θα έχουν αλλάξει προς το – πολύ – καλύτερο. Ας αρκεστούμε λοιπόν για την ώρα στο «μικρό καλάθι» και ας μην καλλιεργούμε υπέρμετρες προσδοκίες και ελπίδες, έστω κι αν υπάρχουν. Και οι Γερμανοί φαίνεται να «μαλάκωσαν» με την Κύπρο και ρίχνουν τους τόνους…
Πηγή, http://www.defence-point.gr/news/?p=68381
Όταν σε δηλώσεις της η γαλλική πλευρά αναφέρεται στο ενδεχόμενο «αρμένικης βίζιτας» στην Κύπρο του αεροπλανοφόρου «Ντε Γκολ», όλοι το ερμηνεύσαμε ως επιθυμία των Γάλλων να εμπλακούν στην αξιοποίηση των υδρογονανθράκων και προς τούτο, ότι έδιναν διαβεβαιώσεις για την αποφασιστικότητά τους να εμπλέξουν τη στρατιωτική δύναμη που θα απαιτηθεί για να λύσουν την… εξίσωση ασφαλείας.
Ωστόσο, οι πληροφορίες που έρχονται από τη Κύπρο είναι το λιγότερο εντυπωσιακές, με αποτέλεσμα έως το τέλος τους χρόνου όπως μας ενημέρωσαν αρμοδίως «θα δούμε πράγματα και θάματα», ενώ καθίστανται απολύτως κατανοητές και οι γαλλικές δηλώσεις. Σύμφωνα με όλα τα έως τώρα δεδομένα στα θαλάσσια οικόπεδα 10 και 11 τα οποία άμεση εμπλοκή έχει η γαλλική ΤΟΤΑL φαίνεται να έχει βρεθεί ένα «θηριώδες» (αυτή είναι η ακριβής λέξη που χρησιμοποιήθηκε) κοίτασμα πετρελαίου, το οποίο βρίσκεται σε μεγάλο βάθος περί τα 7.400 μέτρα.
Σύμφωνα με όλους τους υπολογισμούς η πιθανότητα ανακάλυψης του συγκεκριμένου κοιτάσματος είναι τρεις φορές μεγαλύτερη από τη «μέση πιθανότητα». Οι δε πληροφορίες που έρχονται από τη Γαλλία αλλά και τη Νέα Ορλεάνη στις ΗΠΑ, όπου γίνονται οι μελέτες των στοιχείων δεν επιδέχονται αμφισβητήσεως, ενώ η πιθανή θέση του κοιτάσματος και η χρονολογία δημιουργίας του, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, μας παραπέμπει… στην εποχή των δεινοσαύρων (Παλαιόκαινο και Μεσοζωϊκό). Η ποσότητα αναμένεται να κυμανθεί από το 1-4 δισεκατομμύρια βαρέλια, με συνολική αξία να αγγίζει τα 400 δισεκατομμύρια, με τιμή εκκίνησης τα 100 δισεκατομμύρια (όπως γίνεται αντιληπτό λαμβάνουμε ως μέση τιμή του βαρελιού τα 100 δολάρια).
Και ερχόμαστε στο πλέον εντυπωσιακό της είδησης: Οι Γάλλοι είναι τόσοι σίγουροι πως στη συγκεκριμένη περιοχή υπάρχει κοίτασμα ώστε ζητάνε να «τρυπήσουν» αμέσως μόλις λάβουν την άδεια από την Κύπρο για τη συγκεκριμένη περιοχή, χωρίς πρώτα να προχωρήσουν σε σεισμικές τρισδιάστατες έρευνες (τα γνωστά πλέον σε όλους μας σεισμικά 3D).
Θα πρέπει να αντιληφθούμε πως εάν οι εκτιμήσεις αυτές επαληθευτούν, στην ουσία θα μιλάμε για το μεγαλύτερο κοίτασμα πετρελαίου στη Μεσόγειο, το οποίο θα είναι άμεσα αξιοποιήσιμο (δεν χρειάζεται η επεξεργασία που γίνεται στη περίπτωση του φυσικού αερίου), ενώ θα μπορεί να χαρακτηριστεί και ως μία από τις ποιο βαθιές γεωτρήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Με αυτή την αναφορά δεν χρειάζεται να προβούμε σε εικασίες αναφορικά με τη στρατηγική της κυπριακής κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις με την Τρόικα…
Στο επίπεδο της αξιοποίησής του από τον ελληνισμό, είναι προφανές πως η εξαγωγή μία τέτοιας ποσότητας χρειάζεται την κατασκευή αγωγού, αφού τα δεξαμενόπλοια δεν φτάνουν. Ο αγωγός αυτός θα περάσει από ελληνικά ύδατα (άρα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη) εννοώντας πως ο βυθός αλλά και η διαδρομή θα πρέπει να «ελέγχεται άμεσα» από εκείνους οι οποίοι θα είναι υπεύθυνοι για την ασφάλειά του, δηλαδή την ΕΕ (μέσω Ελλάδας και Κύπρου) και τις ΗΠΑ, εκτός κι αν το άμεσο μέλλον κρύβει εκπλήξεις με την εμπλοκή και της Ρωσίας στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων της περιοχής, εάν δεχτούμε πως ο διαμοιρασμός των οικοπέδων της Κύπρου αλλά εκείνων της Ελλάδας (από το 2014 και μετά) θα γίνει με οικονομικά αλλά και γεωπολιτικά κριτήρια.
Είναι προφανές πως αυτή την εποχή η μοίρα του ελληνισμού σταδιακά αλλάζει. Το κατά πόσο αυτή η αλλαγή θα είναι προς το συμφέρον του ή σε βάρος του, θα εξαρτηθεί από τις πράξεις αλλά κυρίως από τις παραλήψεις μας. Και προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης, ας δούμε τι λέει ο «πατέρας» των κυπριακών πετρελαίων, Σόλων Κασίνης, για το θέμα.
α΄. Πάλιν τὴν αἰτίαν τίθησιν ὁ εὐαγγελιστής, δι’ ἥν ἔδει σιγῆσαι, καὶ τὴν θρασύτητα τὴν ἐκείνων κἀντεῦθεν ἐνδείκνυται. Πῶς καὶ τίνι τρόπω; Ὅτι ἐπιστομισθέντων ἐκείνων οὗτοι πάλιν ἐπιτίθενται. Δέον γὰρ κἀντεῦθεν ἡσυχάζειν, οἱ δὲ ἐπαγωνίζονται τοῖς προτέροις, καὶ προβάλλονται τὸν νομικόν, οὐ μαθεῖν βουλόμενοι, ἀλλὰ ἀπόπειραν ποιούμενοι· καὶ ἐρωτῶσι, Ποία ἐντολὴ πρώτη; Ἐπειδὴ γὰρ ἡ πρώτη αὕτη ἦν, τὸ, Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου· προσδοκῶντες τινα λαβὴν παρέξειν αὐτοῖς, ὡς ἐπιδιορθωσόμενον αὐτήν, διὰ τὸ καὶ αὐτὸν δεικνύναι ἑαυτὸν Θεὸν, προβάλλονται τὴν ἐρώτησιν. Τί οὖν ὁ Χριστός; Δεικνὺς ὅθεν ἦλθον ἐπὶ ταῦτα, ἀπὸ τοῦ μηδεμίαν ἔχειν ἀγάπην, ἀπὸ τοῦ φθόνῳ τήκεσθαι, ἀπὸ τοῦ ζυλοτυπίᾳ ἁλίσκεσθαι φησίν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου· αὕτη πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία ταύτῃ· Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. Διατὶ δέ, Ὅμοια ταύτης; Ὅτι αὕτη ἐκείνην προοδοποιεῖ, καὶ παρ’ αὐτῆς συγκροτεῖται πάλιν. Πᾶς γαρ ὁ φαῦλα πράσσων, μισεῖ τὸ φῶς, καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς· καὶ πάλιν· Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· Οὐκ ἔστι Θεός. Καὶ τὶ ἀπὸ τούτου; Διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἐπιτηδεύμασι. Καὶ πάλιν· ‘Ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν τῆς πίστεως· καί, Ὁ ἀγαπῶν με, τὰς ἐντολάς μου τηρήσει. Αἱ δὲ ἐντολαὶ αὐτοῦ, καὶ τὸ κεφάλαιον αὐτῶν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, καὶ τὸν πλησίον σου, ὡς ἑαυτόν. Εἰ τοίνυν τὸ ἀγαπᾷν τὸν Θεὸν ἀγαπᾷν τὸν πλησίον ἐστίν· Εἰ γὰρ φιλεῖς με, φησίν, ὧ Πέτρε, ποίμανε τὰ πρόβατά μου· τὸ δὲ ἀγαπᾷν τὸν πλησίον τῶν ἐντολῶν ἐργάζεται φυλακήν, εἰκότως φησίν· Ἐν ταύταις ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται. Διὰ δὴ τοῦτο ὅπερ ἔμπροσθεν ἐποίησε, τοῦτο καὶ ἐνταῦθα ποιεί. Καὶ γὰρ ἐκεῖ ἐρωτηθεὶς περὶ τρόπου ἀναστάσεως, καὶ ἀνάστασιν ἐδίδαξε, πλέον οὗ ἐπύθοντο παιδεύων αὐτούς· καὶ ἐνταῦθα τὴν πρώτην ἐρωτηθείς, καὶ τὴν δευτέραν λέγει, οὐ σφόδρα ἐκείνης ἀποδέουσαν (δευτέρα μὲν γάρ, ὁμοία δὲ ἐκείνης)· αἰνιττόμενος αὐτοῖς , ὅθεν ἡ ἐρώτησις γέγονεν, ὅτι ἐξ ἀπεχθείας. Ἡ γὰρ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ. Ἀπὸ τούτου δείκνυσιν ἑαυτὸν καὶ τῷ νόμῳ καὶ τοῖς προφήταις πειθόμενον. Ἀλλὰ τίνος ἕνεκεν ὁ μὲν Ματθαῖός φησιν, ὅτι πειράζων ἠρώτησεν, ὁ δὲ Μάρκος τοὐναντίον; Εἰδώς γάρ, φησίν, ὁ Ἰησοῦς, ὅτι νουνεχῶς ἀπεκρίθη εἶπεν αὐτῷ· οὐ μακρὰν εἶ ἀπὸ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Οὐκ ἐναντιούμενοι ἑαυτοῖς, ἀλλὰ καὶ σφόδρα συνάδοντες. Ἠρώτησε μὲν γὰρ πειράζων παρὰ τὴν ἀρχήν· ἀπὸ δὲ τῆς ἀποκρίσεως ὠφεληθεὶς ἐπῃνέθη. Οὐδὲ γὰρ παρὰ τὴν ἀρχὴν αὐτὸν ἐπήνεσεν· ἀλλ’ ὅτε εἶπεν, ὅτι τὸ ἀγαπᾷν τὸν πλησίον πλέον ἐστὶ τῶν ὁλοκαυτωμάτων, τότε φησίν· Οὐ μακρὰν εἶ ἀπὸ τῆς βασιλείας· ὅτι τῶν ταπεινῶν ὑπερεῖδε, καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς ἀρετῆς κατέλαβε. Καὶ γὰρ πάντα ἐκεῖνα διὰ τοῦτο, καὶ τὸ Σάββατον καὶ τὰ λοιπά. Καὶ οὐδὲ οὕτως αὐτῷ ἀπηρτισμένων τὸν ἔπαινον συνέθηκεν, ἀλλ’ ἔτι λείποντα. Τὸ γὰρ εἶπεῖν, Οὐ μακρὰν εἶ, δείκνυσιν ἔτι ἀπέχοντα, ἵνα ζητήσῃ τὸ λεῖπον. Εἰ δὲ εἰπόντα αὐτόν, ὅτι Εἷς ἐστιν ὁ Θεὸς, καὶ πλὴν αὐτοῦ οὐ ἔστιν ἄλλος, ἐπήνεσε, μὴ θαυμάσῃς· ἀλλὰ καὶ ἐντεῦθεν κατάμαθε, πῶς πρὸς τὴν ὑπόληψιν ἀποκρίνεται τῶν προσιόντων, Κἄν γὰρ μυρία περὶ τοῦ Χριστοῦ λέγωσιν ἀνάξια τῆς δόξης αὐτοῦ, ἀλλὰ τοῦτό γε οὐ τολμήσουσιν εἰπεῖν, ὅτι καθόλου οὐκ ἔστι Θεός. Τίνος οὖν ἕνεκεν ἐπαινεῖ τὸν εἰρηκότα, ὅτι πλὴν τοῦ Πατρὸς οὐκ ἔστιν ἄλλος Θεός; Οὐχ ἑαυτὸν ἐξάγων τοῦ Θεός εἶναι· ἄπαγε· ἀλλὰ ἐπειδὴ οὐδέπω καιρὸς ἦν ἐκκαλύψαι αὐτοῦ τὴν θεότητα, ἐκεῖνο ἀφίησιν ἐπὶ τοῦ προτέρου δόγματος μένειν, καὶ ἐπαινεῖ τὰ παλαιὰ εἰδότα καλῶς, ὥστε ἐπιτήδειον αὐτὸν καὶ πρὸς τὴν τῆς Καινῆς ποιῆσαι διδασκαλίαν, κατὰ καιρὸν αὐτὴν εἰσάγων. Ἄλλως δὲ καὶ τὸ, Εἶς Θεὸς, καὶ πλὴν αὐτοῦ οὐκ ἔστι· καὶ ἐν τῇ Παλαιᾷ καὶ πανταχοῦ, οὐ πρὸς ἀθέτησιν τοῦ Υἱοῦ, ἀλλὰ πρὸς ἀντιδιαστολὴν εἴρητ αι τῶν εἰδώλων. Ὥστε τοῦτον ἐπαινῶν οὕτως εἰρηκότα, ταύτῃ ἐπαινεῖ τῇ γνώμῃ. Εἶτα ἐπειδὴ ἀπεκρίθη, καὶ ἀντερωτᾷ· Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; Τίνος υἱὸς ἔστι; Λέγουσιν αὐτῷ, Τοῦ Δαυΐδ. Ὅρα μετὰ πόσα θαύματα, μετὰ πόσα σημεῖα, μετὰ πόσας ἐρωτήσεις, μετὰ πόσην ἐπίδειξιν ὁμονοίας, τῆς πρὸς τὸν Πατέρα, τὴν διὰ λόγων, τὴν δι’ ἔργων, μετὰ τὸ ἐπαινέσαι τοῦτον τὸν εἰρηκότα, ὅτι Εἷς ἐστιν ὁ Θεός, ἐρωτᾷ· ἵνα μὴ ἔχωσι λέγειν, ὅτι θαύματα μὲν ἐποίησε, τῷ νόμῳ δὲ ἐναντίος καὶ τῷ Θεῷ πολέμιος ἦν. Διὰ τοῦτο μετὰ τοσαῦτα ταῦτα ἐρωτᾷ λανθανόντως ἐνάγων αὐτοὺς εἰς τὸ καὶ αὐτὸν ὁμολογῆσαι Θεόν. Καὶ τοὺς μὲν μαθητὰς πρῶτον ἠρώτησε, τὶ οἱ ἄλλοι λέγουσι, καὶ τότε αὐτούς· τούτους δὲ οὐχ οὕτως· ἧ γὰρ ἄν καὶ πλάνον εἶπον καὶ πονηρόν, ἅτε ἀδεῶς ἅπαντα φθεγγόμενοι. Διὰ δὴ τοῦτο τὴν αὐτῶν ἐκείνων ψῆφον ἐξετάζει. β΄. Ἐπειδὴ γὰρ πρὸς τὸ πάθος ἔμελλεν ἰέναι λοιπόν, τίθησι τὴν σαφῶς Κύριον αὐτὸν ἀνακηρύττουσαν προφητείαν, ἀλλ’ οὐχ ἁπλῶς, οὐδὲ προηγουμένως ἐπὶ τοῦτο ἐλθών, ἀλλ’ ἀπὸ αἰτίας εὐλόγου. Ἐρωτήσας γὰρ αὐτοὺς πρότερον, ἐπειδὴ οὐκ ἀπεκρίνατο τἀληθῆ περὶ αὐτοῦ (ἄνθρωπον γὰρ αὐτὸν ἔφησαν εἶναι ψιλόν), ἀνατρέπων τὴν πεπλανημένην αὐτῶν δόξαν, οὕτως εἰσάγει τὸν Δαυΐδ, ἀνακηρύττοντα αὐτοῦ τὴ θεότητα. Ἐκεῖνοι μὲν γὰρ ἐνόμιζον, ὅτι ψιλὸς ἄνθρωπος ἦν, διὸ καὶ ἔλεγον, Τοῦ Δαυΐδ, αὐτὸς δὲ τοῦτο διορθούμενος παράγει τὸν προφήτην, καὶ τὴν κυριότητα αὐτοῦ, καὶ τὸ γνήσιον τῆς υἱότητος καὶ τὸ ὁμότιμον τὸ πρὸς τὸν Πατέρα μαρτυροῦντα. Καὶ οὐδὲ μέχρι τούτου ἵσταται· ἀλλ’ ὥστε καὶ φοβῆσαι καὶ τὸ ἑξῆς ἐπάγει λέγων· Ἕως ἄν θῶ τοὺς ἐχθροὺς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου· ἵνα κἄν οὕτως αὐτοὺς ἐπαγάγηται. Καὶ ἵνα μὴ λέγωσιν, ὅτι κολακεύων αὐτὸν οὕτως ἐκάλεσε καὶ ἀνθρωπίνη ἡ ψῆφος αὕτη, ὅρα τίς φησι· πῶς οὖν Δαυΐδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ; Ὅρα πῶς ὑφειμένως εἰσάγει τὴν περὶ αὐτοῦ ψῆφον καὶ δόξαν. Πρότερον εἶπε, Τί ὑμῖν δοκεῖ; Τίνος υἱὸς ἐστιν; ὥστε δι’ ἐρωτήσεως εἰς ἀπόκρισιν αὐτοὺς ἀγαγεῖν. Εἶτα ἐπειδὴ εἶπον, Τοῦ Δαυΐδ, οὐκ εἶπε· Καὶ μὴν ὁ Δαυΐδ τάδε φησίν, ἀλλὰ πάλιν ἐν τάξει ἐρωτήσεως· Πῶς οὖν Δαυΐδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ; ὥστε μὴ προστῆναι αὐτοῖς τὰ λεγόμενα. Διὸ οὐδὲ εἶπε, Τὶ ὑμῖν δοκεῖ περὶ ἐμοῦ, ἀλλὰ, Περὶ τοῦ Χριστοῦ. Διὰ τοῦτο καὶ οἱ ἀπόστολοι ὑφειμένως διελέγοντο, λέγοντες· Ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ παρρησίας περὶ τοῦ πατριάρχου Δαυΐδ, ὅτι καὶ ἐτελεύτησε καὶ ἐτάφη. Καὶ αὐτὸς ὁμοίως διὰ τοῦτο ὡς ἐν ἐρωτήσεως τάξει καὶ συλλογισμοῦ τὸ δόγμα εἰσάγει, λέγων· Πῶς οὖν Δαυΐδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ, λέγων· Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἄν θῶ τοὺς ἐχθροὺς σο ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; καὶ πάλιν· Εἰ οὖν Δαυΐδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν; οὐκ ἀναιρῶν τὸ εἶναι αὐτοῦ υἱὸς, ἅπαγε· οὐ γὰρ ἄν Πέτρῳ ἐπετίμησε διὰ τοῦτο·ἀλλὰ τὴν ἐκείνων ὑπόνοιαν διορθούμενος. Ὥστε ὅταν λέγῃ. Πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; τοῦτο λέγει· Οὐχ οὕτως ὡς ὑμεῖς φάτε. Ἐκεῖνοι γὰρ ἔλεγον, ὅτι μόνον υἱὸς αὐτοῦ ἐστι, καὶ οὐχὶ καὶ Κύριος. Καὶ τοῦτο μετὰ τὴν μαρτυρίαν, καὶ τότε ὑφειμένως· Εἰ οὖν Δαυΐδ Κύριον αὐτὸν καλεῖ, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστίν; Ἀλλ’ ὅμως καὶ ταῦτα ἀκούσαντες, οὐδὲν ἀπεκρίνατο· οὐδὲ γὰρ ἐβούλοντό τι τῶν δεόντων μαθεῖν, Διὸ αὐτὸς ἐπάγει λέγων, ὅτι Κύριος αὐτοῦ ἐστι. Μᾶλλον δὲ οὐδὲ τοῦτο αὐτὸ ἀπολελυμένως, ἀλλὰ τὸν προφήτην μέθ’ ἑαυτοῦ παραλαβών, διὰ τὸ σφόδρα ἀπιστεῖσθαι ὑπ’ αὐτῶν, καὶ διαβεβλήσθαι παρ’ αὐτοῖς. Ὅ δὴ μάλιστα χρὴ σκοποῦντας, κἄν ταπεινὸν καὶ ὑφειμένον τι λέγηται παρ’ αὐτοῦ, μὴ σκανδαλίζεσθαι· ἡ γὰρ αἰτία αὕτη, μετὰ καὶ ἑτέρων πλειόνων, τὸ συγκαταβαίνοντα ἐκείνοις διαλέγεσθαι. Διὸ καὶ νῦν ἐν τάξει μὲν πεύσεως καὶ ἀποκρίσεως δογματίζει· αἰνίττεται δὲ καὶ οὕτω τὴν ἀξίαν αὐτοῦ. Οὐ γὰρ ἦν ἴσον ἀκοῦσαι Ἰουδαίων Κύριον, καὶ τοῦ Δαυΐδ. Σὺ δὲ μοι σκόπει καὶ τὸ εὔκαιρον. Ὅτε γὰρ εἶπεν, Εἷς ἐστι Κύριος, τότε καὶ περὶ αὐτοῦ εἶπεν, ὅτι Κύριος ἐστι, καὶ ἀπὸ προφητείας, οὐκέτι ἀπὸ ἔργων μόνον. Καὶ δείκνυσιν αὐτὸν ὑπὲρ αὐτοῦ ἀμυνόμενον αὐτοὺς τὸν Πατέρα· Ἕως ἄν θῶ γὰρ, φησί, τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου· καὶ πολλὴν κἀντεῦθεν ὁμόνοιαν τοῦ γεγεννηκότος πρὸς αὐτὸν καὶ τιμή. Καὶ τοῦτο τὸ τέλος ἐπιστίθησι τῶν πρὸς αὐτοὺς διαλέξεων, ὑψηλὸν καὶ μέγα καὶ ἱκανὸν αὐτῶν ἀπορράψαι τὰ στόματα. Καὶ γὰρ ἐσίγησαν ἐξ ἐκείνου, οὐχ ἑκόντες, ἀλλὰ τῷ μηδὲν ἔχειν εἰπεῖν· καὶ οὕτω καιρίαν ἐδέξαντο πληγήν, ὡς μηκέτι τολμῆσαι τοῖς αὐτοῖς ἐπιχειρῆσαι λοιπόν. Οὐδεὶς γάρ, φησίν, ἐτόλμησεν ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἐπερωτῆσαι αὐτόν. Οὐ μικρὸν δὲ τοῦτο τοὺς ὄχλους ὠφέλει. Διὸ καὶ πρὸς αὐτοὺς λοιπὸν τρέπει τὸν λόγον, ἀποστήσας τοὺς λύκους, καὶ ἀποκρουσάμενος αὐτῶν τὰς ἐπιβουλάς. Ἐκεῖνοι γὰρ οὐδὲν ἐκέρδανον, ὑπὸ κενοδοξίας ἁλόντες, καὶ εἰς τὸ δεινὸν τοῦτο πάθος ἐμπεσόντες. Δεινὸν γὰρ τὸ πάθος καὶ πολυκέφαλον· οἱ μὲν γὰρ ἀρχῆς διὰ ταύτην, οἱ δὲν χρημάτων, οἱ δὲ ἰσχύος ἐρῶσιν. Ὁδῷ δὲ βαδίζουσα καὶ ἐπὶ ἐλεημοσύνην ἔρχεται καὶ νηστείαν, καὶ εὐχάς, καὶ διδασκαλίαν· καὶ πολλαὶ αἱ τοῦ θηρίου τούτου κεφαλαί. Ἀλλὰ τὸ μὲν ἐπὶ τοῖς ἄλλοις ἐκείνοις κενοδοξεῖν, θαυμαστὸν οὐδέν· τὸ δὲ ἐπὶ νηστείᾳ καὶ εὐχῇ, τοῦτό ἐστί τὸ ξένον, καὶ δακρύων μεστόν. Ἀλλ’ ἵνα μὴ πάλιν ἐγκαλῶμεν μόνον, φέρε καὶ τὸν τρόπον, δι’ οὗ ταύτην φευξόμεθα, εἴπωμεν. Πρὸς τίνας οὖν ἀποδυσόμεθα πρώτους; Πρὸς τοὺς ἐπὶ χρήμασιν ἤ τοὺς ἐπὶ ἱματίοις, ἤ τοὺς ἐπ’ ἀρχαῖς, ἤ τοὺς ἐπὶ διδασκαλίαις, ἤ τοὺς ἐπὶ κάλλει, ἤ τοὺς ἐπὶ τέχναις, ἤ τοὺς ἐπὶ σώματι, ἤ τοὺς ἐπὶ κάλλει, ἤ τοὺς ἐπὶ καλλωπισμοῖς, ἤ τοὺς ἐπὶ ὠμότητι, ἤ τοὺς ἐπὶ φιλανθρωπίᾳ καὶ ἐλεημοσύνῃ, ἤ τοὺς ἐπὶ πονηρίᾳ, ἤ τοὺς ἐπὶ τελευτῇ, ἤ τοὺς μετὰ τελευτὴν κενοδοξοῦντας; Καὶ γὰρ, ὅπερ ἔφην, πολλὰς ἔχει τὰς πλεκτάνας τοῦτο τὸ πάθος, καὶ περαιτέρω τῆς ζωῆς ἡμῶν πρόεισι. Καὶ γὰρ ὁ δεῖνα, φησίν, ἀπέθανε· καὶ ἵνα θαυμάσθῇ, τὰ καὶ τὰ ἐπέσκηψε γενέσθαι· καὶ διὰ τοῦτο ὁ δεῖνα πένης, καὶ ὁ δεῖνα πλούσιος. Τὸ γὰρ χαλεπὸν τοῦτο, ὅτι καὶ ἀπὸ τῶν ἐναντίων συνέστησε. γ΄. Πρὸς τινας οὖν στησόμεθα καὶ παραταξόμεθα πρώτους; οὐ γὰρ ἀρκεῖ πρὸς πάντας εἶς καὶ ὁ αὐτὸς λόγος. Βούλεσθε οὖν πρὸς τοὺς ἐπὶ ἐλεημοσύνῃ κενοδοξοῦντες; Ἔμοιγε δοκεῖ· καὶ γὰρ σφόδρα τὸ πρᾶγμα τοῦτω φιλῶ, καὶ ἀλγῶ λυμαινόμενον ὁρῶν, καὶ καθάπερ τινὶ βασιλικῇ κόρῃ τροφὸν προαγωγὸν ἐπιβουλεύουσαν τὴν κενοδοξίαν. Τρέφει μὲν γὰρ αὐτὴν, ἐπ’ αἰσχύνῃ δὲ καὶ ζημίᾳ, μαστροπεύουσα, καὶ τοῦ μὲν πατρὸς κελεύουσα καταφρονεῖν, καλλωπίζεσθαι δὲ πρὸς μιαρῶν καὶ καταπτύστων πολλάκις ἀνδρῶν ἀρέσκειαν· καὶ τοιοῦτον αὐτῇ περιτίθησι κόσμον, οἷον οἱ ἔξω βούλονται, αἰσχρὸν καὶ ἄτιμον, οὐχ οἷον ὁ πατήρ. Φέρε δὴ οὖν πρὸς τούτους ἀποτεινώμεθα, καὶ ἔστω τις ἐλεημοσύνη γινομένη μετὰ δαψιλείας πρὸς τὴν τῶν πολλῶν ἐπίδειξιν. Οὐκοῦν πρῶτον αὐτὴν ἀξάγει τοῦ θαλάμου τοῦ πατρικοῦ. Καὶ ὁ μὲν πατήρ οὐδὲ τῇ ἀριστερᾷ φαίνεσθαι κελεύει· αὕτη δὲ αὐτὴν τοῖς δούλοις ἐπιδείκνυσι καὶ τοῖς τυχοῦσι καὶ οὐδὲ εἰδόσιν αὐτήν. Εἶδες πόρνην καὶ μαστροπὸν εἰς ἔρωτα αὐτὴν ἐμβάλλουσαν ἀτόπων ἀνθρώπων, ἵνα ὡς ἄν ἐκεῖνοι κελεύωσιν, οὕτως αὕτη ρυθμίζεται; Βούλει ἰδεῖν πῶς οὐ πόρνην μόνον, ἀλλὰ καὶ μανικὴν ποιεῖ τὴν τοιαύτην ψυχήν; Οὐκοῦν καταμάνθανε αὐτῆς τὴν γνώμην· Ὅταν γὰρ τὸν οὐρανὸν ἀφεῖσα τρέχῃ ὀπίσω δραπετῶν καὶ οἰκοτρίβων, κατὰ τὰ ἄμφοδα καὶ τοὺς στενωποὺς διώκουσα τοὺς μισοῦντας αὐτήν, τοὺς αἰσχροὺς καὶ δυσειδεῖς, τοὺς οὐδὲ ἰδεῖν αὐτὴν βουλομένους, τοὺς ἐπειδὴ περικαίεται αὐτῶν, μισοῦντας αὐτήν, τί γένοιτ’ ἄν τούτου μανικώτερον; Οὐδένα γὰρ οὕτω μισοῦσιν οἱ πολλοί, ὡς τοὺς δεομένους τῆς παρ’ αὐτῶν δόξης. Μυρίας γοῦν κατηγορίας κατ’ αὐτῶν πλέκουσι, καὶ ταὐτὸν γίνεται, οἷον ἄν εἶ τις παρθένον καὶ θυγατέρα βασιλέως ἀπὸ τοῦ θρόνου κατενεγκὼν τοῦ βασιλικοῦ, κελεύοι μοναμάχοις ἀνδράσι καὶ διαπτύουσιν αὐτὴν ἑαυτὴν ἐκδιδόναι. Οὗτοι μὲν οὖν, ὅσον αὐτοῦς διώκεις, τοσοῦτόν σε ἀποστρέφονται· ὁ δὲ Θεός, ἄν τὴν παρ’ αὐτοῦ δόξαν ζητῇς, τοσούτῳ μᾶλλον καὶ ἐφέλκεταί σε καὶ ἐπαινεῖ, καὶ πολλὴν ἀποδίδωσί σοι τὴν ἀμοιβήν. Εἰ δὲ βούλει καὶ ἑτέρωθεν αὐτῆς τὴν ζημίαν καταμαθεῖν, ὅταν δῶς πρὸς ἐπίδειξιν καὶ φιλοτιμίαν, ἀναλόγισαι πόση τε λοιπὸν ἐπεισέρχεται ἡ λύπη, καὶ πῶς διηνεκὴς ἡ ἀθυμία, ἐνηχοῦντός σοι τοῦ Χριστοῦ, καὶ λέγοντος, ὅτι Πάντα ἀπώλεσάς σου τὸν μισθόν. Πανταχοῦ μὲν γὰρ κενοδοξία κακόν, μάλιστα δὲ ἀπὸ φιλανθρωπίας, ὅτι ἐσχάτη ἐστὶν ὠμότης, τὰς ἀλλοτρίας ἐκπομπεύουσα συμφοράς, καὶ μόνον οὐχὶ ὀνειδίζουσα τοὺς ἐν πτωχείᾳ. Εἰ γὰρ τὸ τὰς ἰδίας λέγειν εὐεργεσίας ὀνειδίζειν ἐστί, τὸ καὶ εἰς ἑτέρους πολλοὺς ταύτας ἐξάγειν, τί οἴει εἶναι; Πῶς οὖν διαφευξόμεθα τὸ δεινόν; Ἄν μάθωμεν ἐλεεῖν, ἄν ἴδωμεν τίνων τὴ δόξαν ἐπιζητοῦμεν. Εἰπὲ γὰρ μοι, τίς ὁ τῆς ἐλεημοσύνης τεχνίτης ἐστίν; Ὁ τὸ πρᾶγμα καταδείξας Θεὸς δηλονότι, ὁ μάλιστα πάντων αὐτὸ εἰδώς, καὶ πρὸς ἄπειρον αὐτὸ μεταχειρίζων. Τί οὖν; ἄν παλαιστὴς μανθάνῃς, πρὸς τίνας ὁρᾷς, ἤ τίσιν ἐπιδείκνυσαι ἐν τῇ παλαίστρᾳ, τῷ λάχανα πωλοῦντι καὶ τοὺς ἰχθύας, ἤ τῷ παιδοτρίβῃ; Καὶ μὴν οἱ μὲν εἰσὶ πολλοί, ὁ δὲ εἷς. Τί οὖν, ἄν ἐκείνου θαυμάζοντος ἄλλοι καταγελῶσιν, οὐχὶ καὶ σὺ καταγελάσῃς μετ’ ἐκείνου αὐτούς; Τί δέ, ἄν πυκτεύειν μανθάνῃς; οὐχ ὁμοίως πρὸς ἐκεῖνον ὄψει τὸν τοῦτο παιδεύειν εἰδότα; Ἄν δὲ τοὺς λόγους μετίῃς, οὐχὶ τοῦ ρήτορος τοὺς ἐπαίνους καταδέξῃ, καὶ τῶν ἄλλων καταφρονήσεις; Πῶς οὖν οὐκ ἄτοπον, ἐν μὲν ταῖς ἄλλαις τέχναις πρὸς τὸν διδάσκαλον ὁρᾷν μόνον, ἐνταῦθα δὲ τοὐναντίον ποιεῖν; καίτοιγε οὐκ ἴση ἡ ζημία. Ἐκεῖ μὲν γάρ, ἄν πρὸς τὸ δοκοῦν τοῖς πολλοῖς παλαίῃς, καὶ μὴ πρὸς τὸ τῷ διδασκάλῳ, ἐν τῇ πάλῃ ἡ ζημία ἐνταῦθα δὲ ἐν αἰωνίῳ ζωῇ. Γέγονας ὅμοιος Θεῷ κατὰ τὸ ἐλεεῖν; γενοῦ οὖν αὐτῷ ὅμοιος, καὶ κατὰ τὸ μὴ ἐπιδείκνυσθαι. Καὶ γὰρ ἔλεγε θεραπεύων, ἵνα μηδενὶ εἴπωσιν. Ἀλλὰ βούλει ἐλεήμων κληθῆναι παρὰ τοῖς ἀνθρώποις; καὶ τὶ τὸ κέρδος; Τὸ κέρδος μὲν οὐδέν, ἡ δὲ ζημία ἄπειρος. Αὐτοὶ γὰρ οὗτοι οὕς εἰς μαρυτρίαν καλεῖς, λησταὶ γίνονται τῶν θησαυρῶν τῶν ἐν οὐρανοῖς· μᾶλλον δὲ οὐχ οὗτοι, ἀλλ’ ἡμεῖς, οἱ τὰ ἡμέτερα συλῶντες, καὶ σκορπίζοντες τὰ ἄνω κείμενα. Ὧ τῆς καινῆς συμφορᾶς καὶ τοῦ ἀλλοκότου τούτου πάθους! Ὅπου σὴς οὐκ ἀφανίζει, οὐδὲ κλέπτης διορύττει, κενοδοξία σκορπίζει. Οὗτος ὁ σὴς τῶν ἐκεῖ θησαυρῶν· οὗτος τὸν ἄσυλον ὑποσύρει πλοῦτον εὐπορίας τῆς ἐν οὐρανοῖς τοῦτο πάντα λυμαίνεται καὶ διαφθείρει. Ἐπειδὴ γὰρ εἶδεν ὁ διάβολος ὅτι καὶ λησταῖς καὶ σκώληκι καὶ ταῖς ἄλλαις ἐπιβουλαῖς ἀνάλωτον τὸ χωρίον ἐκεῖνο, διὰ κενοδοξίας ὑποσύρει τὸν πλοῦτον. δ΄. Ἀλλὰ δόξης ἐπιθυμεῖς; Εἶτα οὐκ ἀρκεῖ σοι ἡ παρ’ αὐτοῦ τοῦ λαμβάνοντος, ἡ παρὰ τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ ἀλλὰ καὶ τῆς παρὰ ἀνθρώπων ἐρᾷς; Ὅρα μὴ τοὐναντίον ὑπομείνῃς· μὴ τίς σου καταγνῷ ὡς οὐκ ἐλεοῦντος, ἀλλ’ ἐκπομπεύοντος καὶ φιλοτιμουμένου, ὡς ἐκτραγωδοῦντος τὰς ἀλλοτρίας συμφοράς. Καὶ γὰρ μυστήριον ἐστιν ἡ ἐλεημοσύνη. Κλεῖσον τοίνυν τὰς θύρας, ἵνα μὴ τις ἴδῃ ἅπερ ἐπιδεῖξαι οὐ θέμις. Καὶ γὰρ τὰ μυστήρια τὰ ἡμέτερα τοῦτο μάλιστα ἐστιν, ἐλεημοσύνη καὶ φιλανθρωπία Θεοῦ. Κατὰ γὰρ τὸ πολὺ ἔλεος αὐτοῦ ὄντας ἡμᾶς ἀπειθεῖς ἠλέησε. Καὶ ἡ πρώτη δὲ δέησις ἐλέους γέμει, ὅταν ὑπὲρ τῶν ἐνεργουμένων παρακαλῶμεν· καὶ ἡ δευτέρα πάλιν, ὑπὲρ ἑτέρων τῶν ἐν μετανοίᾳ, πολὺ τὸ ἔλεος ἐπιζητοῦσα· καὶ ἡ τρίτη δὲ πάλιν, ὑπὲρ ἡμῶν αὐτῶν, καὶ αὕτη τὰ παιδία τὰ ἄμωμα τοῦ δήμου προβάλλεται, τὸν Θεὸν ἐπὶ ἔλεον παρακαλοῦντα. Ἐπειδὴ γὰρ αὐτοὶ κατεγνώκαμεν ἑαυτῶν ἁμαρτήματα ὑπὲρ μὲν τῶν πολλὰ ἡμαρτηκότων καὶ ἐγκληθῆναι ὀφειλόντων αὐτοῖ βοῶμεν· ὑπὲρ δὲ ἡμῶν αὐτῶν οἱ παῖδες, ὧν ἁπλότητος τοῦ ζηλωτάς ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μένει. Ὁ γὰρ τύπος οὗτος τοῦτο ἐνδείκνυται, ὅτι οἱ κατ’ ἐκείνους τοὺς παῖδας ταπεινοὶ καὶ ἄπλαστοι, οὗτοι μάλιστα δύνανται ἐξαιτεῖσθαι τοὺς ὑπευθύνους. Αὐτὸ δὲ τὸ μυστήριον πόσου ἐλέου, πόσης φιλανθρωπίας, ἴσασιν οἱ μεμνημένοι. Καὶ σὺ τοίνυν κατὰ δύναμιν τὴν σὴν ἐλεῶν ἄνθρωπον, ἀπόκλεισον τὰς θύρας· αὐτὸς ὁ ἐλεούμενος ἰδέτω μόνος· εἰ δὲ οἷόν τε, μηδὲ οὗτος. Ἄν δὲ ἀναπετάσῃς, ἐκπομπεύεις σου τὸ μυστήριον. Ἐννόησον ὅτι καὶ αὐτὸς ἐκεῖνος, οὗ τὴν δόξαν ἐπιζητεῖς, καὶ αὐτὸς σου καταγνώσεται κἄν μὲν φίλος ἧ, παρ’ ἑαυτῷ σου κατηγορήσει ἄν δὲ ἐχθρός, καὶ παρ’ ἑτέροις σε κωμωδήσει. Καὶ τἀναντία ὑπομενεῖς ὧν ἐπιθυμεῖς. Σὺ μὲν γὰρ ἐπιθυμεῖς, ἵνα εἴπῃ, ὅτι Ὁ ἐλεήμων αὐτὸς δὲ οὐκ ἐρεῖ τοῦτο, ἀλλ’ ὁ κενόδοξος, ὁ ἀνθρωπάρεσκος, καὶ ἕτερα πολὺ τούτων χαλεπώτερα. Ἄν δὲ κρύψῃς, πάντα ἐρεῖ τἀναντία τούτοις. Ὁ φιλάνθρωπος, ὁ ἐλεήμων. Οὐ γὰρ ἀφίησιν ὁ Θεὸς κρυβῆναι· ἀλλ’ ἐὰν σὺ κρύψης, ἐκεῖνος κατάδηλον ποιήσει, καὶ μεῖζον τὸ θαῦμα, καὶ πλέον τὸ κέρδος. Ὥστε καὶ πρὸς τοῦτο αὐτὸ τὸ δοξάζεσθαι ἐναντίον ἡμῖν τὸ ἐπιδείκνυσθαι· πρὸς γὰρ ὅ σπεύδομεν καὶ ἐπειγόμεθα, πρὸς τοῦτο μάλιστα ἡμῖν αὐτὸ τοῦτο ἀνθίσταται. Οὐ γὰρ μόνον ἐλεήμονος δόξαν οὐ λαμβάνομεν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐναντίαν· καὶ πρὸς ταύτῃ πολλὴν καὶ τὴν ζημίαν ὑπομένομεν. Πάντων οὖν ἕνεκεν ἀπεχώμεθα ταύτης, καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης ἐρῶμεν μόνης. Οὕτω γὰρ καὶ τῆς ἐνταῦθα ἐπιτευξόμεθα δόξης, καὶ τῶν αἰωνίων ἀπολαύσομεν ἀγαθῶν, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
α΄. Πάλι θέτει ὁ εὐαγγελιστὴς τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ σωπάσουν κι ἀπ’ αὐτὸ δείχνει καὶ τὴ θρασύτητα ἐκείνων. Μὲ ποιὸ τρόπο; Ὅτι μόλο ποὺ ἀποστομώθηκαν ἐκεῖνοι, κάνουν ξανὰ ἐπίθεση αὐτοί. Γιατὶ ἐνῶ ἔπρεπε καὶ ἀπ’ αὐτὸ νὰ μείνουν ἥσυχοι, αὐτοὶ συναγωνίζονται τοὺς προηγούμενους καὶ χρησιμοποιοῦν τὸ νομικό, ὄχι γιὰ νὰ μάθουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσαν καὶ ρωτοῦν ποιά εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή. Ἐπειδὴ πρώτη ἦταν ἡ ἐντολὴ θ’ ἀγαπήσης τὸν Κύριο τὸ Θεό σου. Περιμένουν ὅτι θὰ τοὺς δώση ἀφορμὴ ἐπειδὴ θὰ τὴν τροποποιοῦσε, ἀφοῦ παρουσιαζόταν κι ὁ ἴδιος ὡς Θεός. Γι’ αὐτὸ τοῦ θέτουν τὴν ἐρώτηση. Κι ὁ Χριστός; Ἀποκαλύπτοντας γιὰ ποιοὺς λόγους τὸ εἶχαν ἀποφασίσει αὐτό, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε μέσα τους καθόλου ἀγάπη, ἐπειδὴ τοὺς ἔκαιγε ὁ φθόνος κι εἶχαν αἰχμαλωτισθῆ ἀπὸ τὴ ζήλεια, τοὺς λέει. Θὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο καὶ Θεό σου, αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἡ μεγάλη ἐντολή. Δεύτερη ὅμοια μ’ αὐτὴ, θ’ ἀγαπήσης τὸν πλησίον σου, καθὼς τὸν ἑαυτό σου. Γιατὶ ὅμοια μ’ αὐτή; Γιατὶ ἡ μιὰ προετοιμάζει τὸ δρόμο τῆς ἄλλης κι ἀπ’ αὐτή ὁλοκληρώνεται. Γιατὶ καθένας ποὺ πράττει φαυλότητες μισεῖ τὸ φῶς καὶ δὲν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς. Ἀλλοῦ λέει «Εἶπε μέσα του ὁ ἀνόητος δὲν ὑπάρχει Θεός». Καὶ τὶ προέκυψε ἀπ’ αὐτό; «Ἔζησαν διεφθαρμένη ζωὴ καὶ βδελυρή». Καὶ πάλι ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία, ποὺ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία της μερικοὶ ἔχασαν τὸ δρόμο τῆς πίστης. Καὶ ὅποιος μὲ ἀγαπᾶ θὰ τηρήση τὶς ἐντολές μου. Ἐντολές του καὶ ἀπόσταγμά τους εἶναι τοῦτο· θὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο τὸ Θεό σου καὶ τὸν πλησίον σου καθὼς τὸν ἑαυτό σου. Ἄν λοιπὸν τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον σου (γι’ αὐτὸ λέει, ἄν μ’ ἀγαπᾶς, Πέτρε, γίνε βοσκὸς τῶν προβάτων μου) καὶ τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον σου προκαλεῖ τήρηση τῶν ἐντολῶν, εὔλογα συμπεραίνει σ’ αὐτές περιέχονται τὸ σύνολο τοῦ νόμου· κι οἱ προφῆτες. Ἀκριβῶς γι’ αὐτό, ποὺ ἔκαμε πρῶτα, κάμει καὶ τοῦτο ἐδῶ. Ἐκεῖ ὅταν τὸν ρώτησαν γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἀναστάσεως μίλησε καὶ γιὰ τὴν ἀνάσταση τὴν ἴδια, δίνοντάς τους περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι τοῦ εἶχαν ζητήσει. Κι ἐδῶ ἐνῶ εἶχε ἐρωτηθῆ προσθέτει καὶ τὴ δεύτερη ποὺ δὲν ἦταν πολὺ κατώτερη ἀπὸ τὴν πρώτη, ἦταν δεύτερη, ἀλλὰ ὅμοια μὲ τὴν πρώτη. Ἔτσι τοὺς ἔκαμε ἕνα ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν αἰτία τῆς ἐρωτήσεως, τὸ μῖσος τους. Γιατὶ ἡ ἀγάπη δὲν ζηλεύει. Ἀπ’ αὐτὸ δείχνει ὅτι αὐτὸς πείθεται στοὺς νόμους καὶ τοὺς προφῆτες. Ἀλλὰ γιατὶ ὁ Ματθαῖος λεέι ὅτι ρώτησε πειραχτικά, ἐνῶ ὁ Μᾶρκος τὸ ἀντίθετο; Γιατὶ εἶδε ὁ Χριστὸς ὅτι ἀπάντησε σωστὰ καὶ τοῦ εἶπε· δὲν εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἀντίθετοι μεταξύ τους, συμφωνοῦν ὁλότελα. Στὴν ἀρχὴ ρώτησε πειρακτικὰ ἐπειδὴ ὅμως ὠφελήθηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, δέχθηκε ἔπαινο. Δὲν τὸν ἐπαίνεσε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀλλὰ ὅταν εἶπε ὅτι τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον ἀξίζει περισσότερον ἀπὸ τὰ ὁλοκαυτώματα, τότε τοῦ λέει, δὲν εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γιατὶ περιφρόνησε τὰ μικρὰ καὶ συνέλαβε τὴν ἀρχὴ τῆς ἀρετῆς. Γιατὶ ὅλα αὐτὰ γίνονται γιὰ τοῦτο καὶ τὸ Σάββατο καὶ τὰ ἄλλα. Κι ἔτσι ὅμως δὲν ὁλοκλήρωσε ἀκόμα τὴν σύνθεση ἑνὸς ἐπαίνου ἀλλὰ τὴν ἔκαμε ἐλλειπῆ. Τὸ ὅτι εἶπε δὲν εἶσαι μακρυά, δὲν δείχνει ν’ ἀπέχη ἀκόμα, γιὰ νὰ ζητήση ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔλειπε. Κι ἄν τὸν ἐπαίνεσε, ἐπειδὴ εἶπε, ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ κανένας ἄλλος ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸν, μὴν ἀπορήσης. Ἀλλὰ κι ἀπ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο σκέψου ὅτι ἀποκρίνεται σύμφωνα μὲ τὸ ἐπίπεδο αὐτῶν ποὺ πλησίαζαν. Γιατὶ κι ἄν λένε γιὰ τὸ Χριστὸ μύρια ἀνάξια τῆς δόξας του, αὐτὸ βέβαια δὲ θὰ τολμήσουν, ὅτι δὲν εἶναι καθόλου Θεός. Γιατὶ λοιπὸν ἐπαινεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεός; Ὄχι γιατὶ δὲν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του Θεό. Μακριὰ τέτοια σκέψη. Ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἦταν καιρὸς νὰ φανερώση τὴν θεότητά του, τὸν ἀφήνει νὰ μείνη στὴν παλαιὰ του γνώμη, καὶ τὸν ἐπαινεῖ γιὰ τὴν καλὴ γνώση του τῶν παλιῶν, ὤστε νὰ τὸν κάμη κατάλληλο καὶ γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἰσάγοντάς τον ὅταν ἔρχόταν ἡ ὥρα. Ἐξ ἄλλου καὶ ἡ φράση ἕνας ὁ Θεὸς καὶ κανένας ἄλλος ἐκτὸς ἀπ’ αὐτόν, δὲ λέγεται γιὰ νὰ παραμερισθῆ ὁ Γιός, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνη ἀντιδιαστολή, μὲ τὰ εἴδωλα. Ὥστε ἐπαινῶντας αὐτὸν ποὺ μίλησε ἔτσι, ἐπαινεῖ αὐτὴ τὴ γνώμη. Μετὰ τὴν ἀπάντησή του ξαναρωτᾶ. Τί νομίζετε γιὰ τὸ Χριστό; Τίνος Γιὸς εἶναι; τοῦ Δαυΐδ, τοῦ λένε. Προσέξετε ὕστερ’ ἀπὸ πόσα θαύματα, πόσα σημεῖα, πόσες ἐρωτήσεις, ἔπειτ’ ἀπὸ πόσα δείγματα ὁμόνοιας μὲ τὸν Πατέρα καὶ μὲ τὸ λόγο καὶ μὲ τὰ ἔργα, ἀφοῦ ἐπαίνεσε αὐτὸν ποὺ εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, τότε μονάχα ρωτᾶ. Γιὰ νὰ μὴν μποροῦν νὰ λένε ὅτι ἔκαμε θαύματα, ἀλλὰ ἦταν ἐχθρὸς τοῦ νόμου καὶ τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ θέτει τὴν ἐρώτηση ὕστερ’ ἀπὸ τόσα ἄλλα, θέλοντας νὰ τοὺς κάμη νὰ ὁμολογήσουν κι αὐτὸν χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν. Καὶ πρῶτα ρώτησε τοὺς μαθητάς, τί λένε οἱ ἄλλοι. Κι ἔπειτα τοὺς ἄλλους ἀλλοιώτικα· γιατὶ βέβαια καὶ πλάνο μποροῦσαν νὰ τὸν ποῦν καὶ πονηρό, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τίποτα νὰ φοβηθοῦν. Γι’ αὐτὸ ἐξετάζει καὶ τὴ δική τους γνώμη. β΄. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἄρχισε νὰ βαδίζη πρὸς τὸ πάθος, θέτει τὴν προφητεία ποὺ ρητὰ τὸν ἀνακηρύττει Κύριο. Οὔτε τυχαία, οὔτε ἀπὸ πρῶτα ἀλλὰ ἀπὸ κάποια εὔλογη αἰτία. Ἐρώτησε πρῶτος καὶ δὲν ἀπάντησαν τὴν ἀλήθεια γι’ αὐτόν- εἶπαν ὅτι εἶναι ἁπλὸς ἄνθρωπος. Ἀνατρέποντας λοιπὸν τὴν ἐσφαλμένη γνώμη τους φέρνει τὸ Δαυΐδ ποὺ ἀνακηρύττει τὴ θεότητά του. Ἐκεῖνοι ἐνόμιζαν πὼς ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ γι’ αὐτὸ ἔλεγαν ὅτι εἶναι γιὸς τοῦ Δαυΐδ. Αὐτὸς ὅμως γιὰ νὰ τοὺς διορθώση, φέρνει τὸν προφήτη ποὺ μαρτυρεῖ, ὅτι ἦταν Κύριος καὶ γνήσιος Υἱὸς, καὶ ὁμότιμος μὲ τὸν Πατέρα. Δὲν σταματᾶ σ’ αὐτὸ ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς φοβίσει προσθέτει καὶ τοῦτο. Ὥσπου νὰ κάμω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν σου· γιὰ νὰ τοὺς προσελκύση ἀκόμα καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτόν. Καὶ νὰ μὴν ἰσχυρίζωνται ὅτι ἀπὸ ἀνθρώπινη κολακεία τὸν ἔλεγε ἔτσι κι ὅτι ἡ γνώμη αὐτὴ ἦταν γνώμη ἀνθρώπου, προσέξετε τὴν ἐρώτησή του· πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο; Προσέξετε μὲ πόση μετριοπάθεια παρουσιάζει τὴ γνώμη καὶ τὴν ἰδέα ποὺ τὸν ἀφορᾶ. Πρῶτα τοὺς εἶπε· τί νομίζετε; Τίνος Γιὸς εἶναι; Ὥστε μὲ τὴν ἐρώτηση νὰ τοὺς ὁδηγήση στὴν ἀπάντηση Κι ὅταν ἀπάντησαν· τοῦ Δαυΐδ, δὲν τοὺς εἶπε· κι ὅμως αὐτὰ ὁ Δαυΐδ τὰ λέει, ἀλλὰ συνεχίζει μὲ τὴ μορφὴ ἐρωτήσεως πάλι· πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριό του; Γιὰ νὰ μὴν τοὺς φέρη μπροστὰ σὲ δυσκολία. Γι’ αὐτὸ κιόλας δὲν τοὺς ρώτησε, τί γνώμη γιὰ μένα, ἀλλὰ γιὰ τὸ Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀπόστολοι μὲ μετριοπάθεια μιλοῦσαν κι ἔλεγαν, ἐνῶ ἦταν δυνατὸ νὰ ποῦν μὲ θάρρος γιὰ τὸν Πατριάρχη ὅτι πέθανε καὶ ἐτάφη. Γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖνος ὅμοια μ’ αὐτοὺς παρουσιάζει τὸ πρᾶγμα μὲ μορφὴ ἐρωτήσεως καὶ ἁπλῆς σκέψης καὶ τοὺς λέει· Πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο καὶ λέει· Εἶπε ὁ Κύριος στὸν Κύριό μου· κάθησε στὰ δεξιά μου ὥσπου νὰ κάμω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν σου; Καὶ συμπληρώνει· Ἄν ὁ Δαυΐδ τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο, πῶς εἶναι γιός του; Μ’ αὐτὸ βέβαια δὲν ἀναιρεῖ τὸ ὅτι εἶναι γιός του, πρὸς Θεοῦ. Δὲ θὰ ἐπιτιμοῦσε τότε τὸν Πέτρο γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς -ἀλλὰ διορθώνει τὴν ἀντίληψή τους. Ὥστε ὅταν λέγη· Πῶς εἶναι γιός του, ἐννοεῖ, δὲν εἶναι γιός του ὅπως σεῖς νομίζετε. Ἐκεῖνον ἔλεγαν ὅτι ἦταν μονάχα γιὸς ἐκείνου καὶ ὄχι συνάμα καὶ Κύριος. Καὶ τὸ ἔλεγαν μετὰ τὴ μαρτυρία, μὲ τρόπο μετριοπαθῆ. Ἄν λοιπὸν ὁ Δαυΐδ τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο, πῶς εἶναι γιός του; Κι αὐτὰ ὅμως τὰ ἄκουσαν, δὲν εἶπαν τίποτα. Γιατὶ δὲν ἤθελαν νὰ μάθουν κάτι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε. Γι’ αὐτὸ ἀναγκάζεται νὰ συμπληρώση ὁ ἴδιος λέγοντας ὅτι εἶναι Κύριός του. Κι αὐτὸ πάλι δὲν τὸ λέγει μὲ τρόπο ἀπόλυτο ἀλλὰ προβάλλοντας τὸν προφήτη, ἐπειδὴ πολὺ δυσπιστοῦσαν γι’ αὐτὸν καὶ εἶχε συκοφαντηθῆ μεταξύ τους. Αὐτὸ πρέπει νὰ σκεπτώμαστε καὶ νὰ μὴ σκανδαλιζώμαστε, ἄν λέγεται κάτι ἀπὸ τὸν ἴδιο περιωρισμένο καὶ μετριπαθές. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία, ἄν καὶ ὄχι μοναδική, ὅτι μιλάει σ’ ἐκείνους μὲ συγκατάβαση. Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα διδάσκει μὲ μορφὴ ἐρωτήσεως καὶ ἀπαντήσεως. Καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο κάμει ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν ἀξία του. Δὲν ἦταν ἴσο νὰ ὠνομασθῆ Κύριος τῶν Ἰουδαίων καὶ Κύριος τοῦ Δαυΐδ. Ἐμεῖς ἄς προσέξωμε καὶ τὴν ἐκλογῆ τῆς εὐκαιρίας. Ὅταν εἶπε, ἕνας Κύριος ὑπάρχει τότε εἶπε καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶναι Κύριος, χρησιμοποιῶντας τὴν ἀποδεικτικὴ δύναμη τῆ προφητείας, ὄχι μόνο τῶν ἔργων. Καὶ παρουσιάζει τὸν Πατέρα καὶ τὸν ὑπερασπίζει· λέγει, ὥσπου νὰ κάμω τους ἐχθρούς σου ὑποπόδιο τῶν ποδῶν σου. Δείχνει συνάμα τὸ μεγάλο σύνδεσμο μαζί του, ἐκείνου ποὺ τὸν γέννησε καὶ τὴν τιμήν. Αὐτὸ τὸ τέλος θέτει στὶς ὁμιλίες του, ὑψηλὸ καὶ μεγάλο ἱκανὸ νὰ ράψη τὰ στόματά τους. Ὕστερ’ ἀπ’ αὐτὸ ἐσώπασαν, ὄχι μὲ τὴ θέλησή τους, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τίποτα νὰ ποῦν. Τόσο καίριο τραῦμα δέχτηκαν ὥστε νὰ μὴν τολμήσουν πιὰ νὰ ξαναεπιχειρήσουν τό ἴδιο. Κανένας, σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής, δὲν τόλμησε νὰ τὸν ρωτήση ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Καὶ τοῦτο δὲν ὠφελοῦσε λίγο τὰ πλήθη. Γι’ αὐτὸ καὶ σ’ αὐτὰ στρέφει τὸ λόγο ἀφοῦ ἀπομάκρυνε τοὺς λύκους κι ἀπέκρουσε τὶς ἐπιβουλές τους. Αὐτοὶ τίποτα δὲν μποροῦσαν νὰ κερδίσουν κυριευμένοι ἀπὸ τὴν κενοδοξία, τὸ φοβερὸ αὐτὸ πάθος. Εἶναι φοβερὸ πάθος καὶ πολυκέφαλο. Ἄλλοι ἐξαίτιας της ἐπιθυμοῦν τὴν ἐξουσία, ἄλλοι τὰ χρήματα, ἄλλοι τὴ δύναμη. Καὶ σιγὰ σιγὰ καθὼς βαδίζει τὸ δρόμο της φτάνει καὶ στὴν ἐλεημοσύνη καὶ στὴ νηστεία καὶ στὶς προσευχὲς καὶ στὴ διδασκαλία. Πολλὲς εἶναι οἱ κεφαλὲς αὐτοῦ τοῦ θηρίου. Καὶ νὰ κενοδοξῆς γιὰ τὰ πρῶτα δὲν εἶναι παράδοξο· ἐκεῖνο ποῦ εἶναι παράξενο καὶ ἀξιοδάκρυτο εἶναι νὰ κενοδοξῆς γιὰ τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν κατηγοροῦμε πάλι μονάχα ἐλᾶτε νὰ πουμε καὶ τὸν τρόπο, ποὺ θὰ ξεφύγωμε ἀπ’ αὐτὴν. Ποιοὺς ν’ ἀντιμετωπίσωμε πρώτους; Ἐκείνους ποὺ κενοδοξοῦν γιὰ τὰ χρήματά τους, ἤ γιὰ τὰ ροῦχα τους, ἤ γιὰ τὰ ἀξιώματά τους, ἤ γιὰ τὴ διδακτικὴ τους δύναμη, ἤ γιὰ τὴν τέχνη τους ἤ γιὰ τὸ σῶμα τους, ἤ διὰ τὰν ὀμορφιά τους, ἤ γιὰ τὰ στολιδια τους, ἤ γιὰ τὴ σκληρότητά τους, ἤ γιὰ τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη τους, γιὰ τὴν πονηρία τους, ἤ γιὰ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους; Γιατὶ ὅπως πολλὲς παγίδες ἔχει τὸ πάθος αὐτὸ καὶ προχωρεῖ ἀκόμα καὶ πέρα ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ὁ τάδε πέθανε λένε· γιὰ νὰ τὸν θαυμάσουν ἄφησε ἐντολὴ νὰ γίνουν τὰ καὶ τά. Γι’ αὐτὸ τὸ ἴδιο ὁ ἕνας εἶναι φτωχὸς καὶ πλούσιος ὁ ἄλλος. Γιατὶ τὸ δύσκολο εἶναι ὅτι γεννιέται καὶ ἀπὸ τὰ ἀντίθετα. γ΄. Ἐναντίον ποιῶν λοιπὸν θὰ σταθοῦμε πρῶτα καὶ ποιοὺς θἀ ἀντιμετωπίσωμε; Γιατὶ δὲ φτάνει ὁ ἴδιος λόγος γιὰ ὅλους. Θέλετε νὰ ἀπαντήσωμε πρῶτα σ’ ἐκείνους ποὺ κενοδοξοῦν γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη τους; Εἶναι καὶ δική μου γνώμη. Πολὺ ἀγαπῶ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ πονῶ νὰ τὴ βλέπω νὰ κακοποιῆται. Σὰν βασιλικὴ κόρη τὴ βλέπω, ποὺ τὴν ἐπιβουλεύεται ἡ ξεμυαλίστρα παραμάνα της, ἡ κενοδοξία. Τὴν μεγαλώνει βέβαια ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ντροπιάση καὶ νὰ τὴ βλάψη, τὴν παρασύρει, τὴ συμβουλεύει νὰ περιφρονῆ τὸν πατέρα της, καὶ νὰ φτιασιδώνεται γιὰ νὰ γίνη ἀρεστὴ σὲ ἀκαθάρτους καὶ γελοίους πολλὲς φορὲς ἄνδρες. Καὶ τὴ στολίζει μὲ στολίδια ποὺ θέλουν οἱ ἔξω, αἰσχρὰ κι ἀνάξια, κι ὄχι ὅπως θέλει ὀ πατέρας. Ἄς ἀπευθυνοῦμε λοιπὸν πρὸς αὐτοὺς κι ἄς ὑποθέσωμε μιὰ ἐλεημοσύνη ποὺ γίνεται πλούσια, ποὺ γίνεται γιὰ ἐπίδειξη στοὺς πολλούς. Αὐτὴν πρῶτα τὴ βγάζει ἀπὸ τὸν πατρικὸ θάλαμο κι ἐνῶ ὁ πατέρας συμβουλεύει νὰ μὴ γίνεται φανερὴ μήτε στὸ ἀριστερὸ χέρι, αὐτὴ τὴν δείχνει στοὺς δούλους καὶ στοὺς τυχόντες καὶ σ’ ἀνθρώπους ποὺ δὲν τὴν γνωρίζουν. Βλέπετε τὴν πόρνη καὶ μαστροπὸ πῶς τὴν κάμη νὰ ἐπιθυμῆ ἀνθρώπους ποὺ δὲν πρέπει καὶ νὰ συμμορφώνεται στὶς ἐπιθυμίες τους; Θέλετε νὰ δῆτε ὅτι δὲν κάμει μόνο πόρνη ἀλλὰ καὶ μανιακὴ μιὰ τέτοια ψυχή; Προσέξετε τὴ σκέψη της. Ὅταν ἀφήση τὸν οὐρανὸ καὶ τρέχει πίσω ἀπὸ δραπέτες καὶ δούλους, κυνηγῶντας στὶς γειτονιὲς καὶ τὰ στενὰ αὐτοὺς ποὺ τὴ μισοῦν, τοὺς αἰσχροὺς καὶ δύσμορφους ποὺ δὲν θέλουν οὔτε νὰ τὴν ἀντικρύσουν, ἀλλὰ τὴ μισοῦν, ἐπειδὴ φλογίζεται ἀπὸ τὸν ἔρωτά τους τί πιὸ μανιακὸ ὑπάρχει; Κανένα δὲν μισοῦν τόσο οἱ πολλοί, ὅσο ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη νὰ δοξάζωνται ἀπ’ αὐτούς. Πλῆθος κατηγορίες ἐξυφαίνουν γιὰ λόγου τους, κι εἶναι τὸ ἴδιο, μὲ τὸ νὰ κατεβάσης ἀπὸ τὸ θρόνο ἁγνὴ κόρη τοῦ βασιλιᾶ, καὶ νὰ τὴν προστάξης νὰ ἐκδίδη ἡ ἴδια τὸν ἑαυτό της σὲ μονομάχους κι ἀνθρώπους ποὺ τὴ περιφορνοῦν. Αὐτοὶ ὅσο τοὺς ἀναζητεῖς τόσο σὲ ἀποστρέφονται. Ὁ Θεὸς ὅμως ἄν ζητᾶς τὴ δική του δόξα, τόσο πιὸ πολὺ σὲ παίρνει κοντά του καὶ σὲ ἐπαινεῖ καὶ σοῦ δίνει ἄφθονη ἀμοιβή. Θέλετε νὰ διαπιστώσετε κι ἀπὸ ἄλλη ἄποψη τὴ ζημία ποὺ προκαλεῖ; Ἀναλογισθῆτε τὴ λύπη ποὺ δοκιμάζετε καὶ τὴν ἀδιάκοπη στενοχώρια, ὅταν ἀντηχῆ στ’ αὐτιὰ σας ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει ὅτι ἔχασες ὅλο τὸ μισθό σου. Σ’ ὅλες τὶς περιπτώσεις εἶναι κακὸ ἡ κενοδοξία, περισσότερο ὅμως στὴ φιλανθρωπία. Γιατὶ καταλήγει στὴν ἄκρα σκληρότητα, ποὺ ἐκπομπεύει τὶς συμφορὲς τοῦ ἄλλου καὶ σχεδὸν κατηγορεῖ τοὺς φτωχούς. Γιατὶ ἄν εἶναι κατηγορία νὰ μιλᾶς γιὰ τὶς εὐεργεσίες σου, τὸ νὰ τὶς ἀποδίδης σὲ πολλοὺς ἄλλους, τί νομίζεις πῶς εἶναι; Πῶς θ’ ἀποφύγωμε τὸ κακό; Ἄν μάθωμε νὰ ἐλεοῦμε, ἄν διευκρινήσωμε τίνων δόξα ἐπιδιώκομε. Πέστε μου, πιός ἔφτιαξε τὴν ἐλεημοσύνη; Ὁ Θεὸς ποὺ τὴν ἔδειξε στοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸς ποὺ καλύτερα ἀπ’ ὅλους τὴ γνωρίζει καὶ τὴν ἀσκεῖ στὴν αἰωνιότητα. Σὲ ποιὸν λοιπὸν ἀπευθύνεσαι ὅταν μαθαίνης παλαιστὴς καὶ σὲ ποιούς παρουσιάζεις τὶς ἐπιδόσεις σου στὴν παλαίστρα; Σὲ κείνους ποὺ πουλοῦν λάχανα καὶ ψάρια ἤ στὸν προπονητή; Βέβαια αὐτοὶ εἶναι πολλοὶ κι ἐκεῖνος ἕνας. Τί κι ἄν κοροϊδεύουν οἱ ἄλλοι, ὅταν αὐτὸς θαυμάζη; Δὲ θὰ περιγελάσης κι ἐσὺ μαζί μ’ αὐτὸν ἐκείνους; Κι ἄν μαθαίνης πυγμαχία δὲ θὰ προσέξης αὐτὸν ποὺ τὴ διδάσκει; Κι ἄν ἀσχολῆσαι μὲ τοὺς λόγους, δὲ θὰ ζητήσης τὸν ἔπαινο τοῦ ρήτορα καὶ δὲ θὰ περιφρονήσεις τοὺς ἄλλους; Πῶς λοιπὸν δὲν ἀποτελεῖ ἀντίφαση, στὶς ἄλλες τέχνες μονάχα, ν’ ἀποβλέπωμε στὶ διδάσκαλό τους κι ἐδῶ νὰ κάνωμε τὸ ἀντίθετο; Μόλο ποὺ δὲν εἶναι ἴση ἡ ζημία. Ἐκεῖ, ἄν παλεύης σύμφωνα μὲ τὴ γνώμη τῶν πολλῶν καὶ ὄχι τοῦ δασκάλου ἡ ζημία περιορίζεται στὸ πάλαιμα, ἐδῶ ὅμως ἡ ζημία ἀναφέρεται στὴν αἰώνιο ζωή. Ἄν ἔχης γίνει ὅμοιος μὲ τὸ Θεὸ κατὰ τὴν ἐλεημοσύνη, γίνου ὅμοιος καὶ στὸ νὰ μὴν ἐπιδεικνύεσαι. Ὅταν ἐθεράπευε, ἔλεγε νὰ μὴν τὸν ἀναφέρουν σὲ κανένα. Θέλεις μήπως νὰ ὀνομαστῆς ἐλεήμων ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους; Ποιὸ τὸ κέρδος; Δὲν ὑπάρχει κέρδος ἀλλὰ ζημία ἀπέραντη. Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ποὺ καλεῖς σὰν μάρτυρες, γίνονται ληστὲς τῶν θησαυρῶν τῶν οὐρανῶν. Κι ὄχι αὐτοὶ ἀλλὰ ἐμεῖς, ποὺ λαφυραγωγοῦμε τὸ δικό μας θησαυρὸ καὶ διασκορπίζομε τὸν οὐράνιο μισθό μας. Καινούργια συμφορὰ καὶ παράδοξο πάθημα. Ὅπου δὲν ἀφανίζει τὸ σαράκι καὶ δὲν ἁρπάζει ὁ κλέφτης, σκορπίζει ἡ κενοδοξία. Αὐτὸ εἶναι τὸ σαράκι τῶν θησαυρῶν τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτὴ κρυφὰ ἀφαιρεῖ τὸν ἀσύλητο πλοῦτο. Αὐτὴ ὅλα τ’ ἀφανίζει καὶ τὰ καταστρέφει. Ἐπειδὴ βλέπει ὁ διάβολος ὅτι κι ἀπὸ ληστὲς κι ἀπὸ σκουλήκι κι ἀπὸ ἄλλες ἐπιβουλὲς εἶναι ἄπαρτο αὐτὸ τὸ ὀχυρὸ ἀφαιρεῖ κρυφὰ τὸν πλοῦτο μὲ τὴν κενοδοξία. δ΄. Ἀλλὰ ποθεῖς τὴ δόξα; Δὲν σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ δόξα τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, ποὺ δέχεται τὴν ἐλεημοσύνη ἀλλὰ ἐπιθυμεῖς καὶ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων; Πρόσεξε μὴν πάθης τὸ ἀντίθετο. Μὴ σὲ κατηγορήση κανένας ὅτι δὲν ἐλεεῖς ἀλλὰ κάμεις θέατρο καὶ ζητᾶς τιμές, ὅτι θεατρίζεις τὶς ξένες συμφορές. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι μυστήριο. Κλεῖσε λοιπὸν τὴν θύρα σου, γιὰ νὰ μὴ δῆ κανένας αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι σωστὸ νὰ δῆ. Γιατὶ τὰ δικά μας τὰ μυστήρια εἶναι αὐτά, ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ μὲ τὴν ἀπέραντη εὐσπλαχνία του μᾶς ἐλέησε ἄν καὶ εἴμαστε ἀνυπάκουοι. Καὶ ἡ πρώτη παράκλησι εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἔλεος, ὅταν παρακαλοῦμε γιὰ τὶς πράξεις μας. Καὶ ἡ δεύτερη πάλι παράκληση, γιὰ αὐτοὺς ποὺ περνοῦν τὸν κανόνα τῆς μετάνοιάς τους, πολὺ ἔλεος ἐπιζητεῖ. Ἀλλὰ καὶ ἡ τρίτη γιὰ μᾶς τοὺς ἴδιους, κι αὐτὴ τὰ ἀθῶα παιδιὰ τοῦ λαοῦ προβάλλει, νὰ παρακαλοῦν τὸ Θεὸ γιὰ νὰ δείξη τὴν ἀγάπη του. Ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι ἀναγνωρίσαμε τ’ ἀμαρτήματά μας, ἐμεῖς ὑψώνομε φωνὴ παρακλήσεως γιὰ κείνους ποὺ ἔχουν ἁμαρτήσει πολὺ καὶ ποὺ ἀξίζει νὰ κατηγορηθοῦν· γιὰ μᾶς πάλι ὑψώνουν φωνὴ τὰ παιδιὰ ποὺ τοὺς μιμητὲς τῆς ἁπλότητάς τους περιμένει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὁ τύπος αὐτὸς θέλει νὰ δείξη τοῦτο ἀκριβῶς, ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν παιδικὴ ταπεινοσύνη κι εἰλικρίνεια, αὐτοὶ μποροῦν νὰ ζητήσουν τὴ σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν. Πόση συμπόνια καὶ φιλανθρωπία περικλείει αὐτὸ τὸ μυστήριο, τὸ γνωρίζουν ὅσοι τὸ σκέπτονται. Καὶ σὺ λοιπὸν ὅταν ἐλεῆς κάποιον κατὰ τὴ δύναμή σου, κλεῖσε τὴ θύρα σου. Ἄς τὸ γνωρίζη μόνο αὐτὸς ποὺ δέχεται τὴν ἐλεημοσύνη σου καὶ μήτε αὐτὸς ἄν εἶναι δυνατό. Ἄν διαπλατώσης τὶς θύρες, διαπομπεύεις τὸ μυστήριό σου. Πρέπει νὰ καταλάβωμε ὅτι κι ὁ ἴδιος ἐκεῖνος, ποὺ ἐπιδιώκομε τὴ δόξα του, κι αὐτὸς θὰ μᾶς καταδικάση, κι ἄν εἶναι φίλος μας θὰ μᾶς κατηγορῆ μέσα του, ἄν εἶναι ἐχθρός μας θὰ μᾶς γελάση καὶ σ’ ἄλλους. Ἔτσι θὰ πάθωμε τ’ ἀντίθετα ἀπὸ ὅτι ἐπιθυμοῦμε. Σὺ ἐπιθυμεῖς νὰ σὲ ἀποκαλέση ἐλεήμονα κι αὐτὸς θὰ σὲ πῆ κενόδοξο, ἀνθρωπάρεσκο καὶ πολλὰ ἄλλα χειρότερα ἀπὸ τοῦτα. Μὸνο ἄν κρύψεις τὴν ἐλεημοσύνη του τότε θὰ σὲ ὀνομάσει φιλάνθρωπο καὶ σπλαχνικό. Ὁ Θεὸς δὲν ἀφήνει νὰ μείνη κρυφὴ ἀλλὰ ἄν σὺ τὴν κρύψης ἐκεῖνος θὰ τὴν κάνη ὁλοφάνερη καὶ ἔτσι θὰ εἶναι ὁ θαυμασμὸς μεγαλύτερος καὶ περισσότερο κέρδος. Ὥστε καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴ δόξα εἶναι ἀντίθετη ἡ ἐπίδειξη. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ ἐπιδιώκομε θερμά, αὐτὸ τὸ ἴδιο συναντοῦμε σὰν ἀντίπαλο. Ὄχι μονάχα δὲν κερδίζομε τὴ δόξα τοῦ ἐλεήμονος, ἀλλὰ τὴν ἀντίθετη κι ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸ δεχόμαστε καὶ πολλὴ ἄλλη ζημία. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἄς τὴν ἀποφεύγωμε κι ἄς ἐπιθυμοῦμε μόνο τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι θὰ ἐπιτύχωμε καὶ τὴ δόξα τῆς γῆς καὶ θ’ ἀπολαύσωμε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν. |
ΠΗΓΗ: http://anavaseis.blogspot.gr/2013/02/blog-post_5705.html
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΣΦΕΒΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΜΙΑ ΤΟΥ π. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΖΗΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ Η ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΑ
Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω στίς 29-1-2013 ὁ σεβαστός ἀρχιμανδρίτης π. Θεόφιλος Ζησόπουλος, πνευματικῶς προϊστάμενος τῆς ἱεραποστολικῆς ἀδελφότητος «Ἁγία Λυδία ἡ Φιλιππησία».
Γιά τό ἔργο καί τήν προσφορά τοῦ μεταστάντος πατρός ἔχουν γραφεῖ πολλά καί ἀξιόλογα. Μέ τήν ἀδελφότητα πού ὁ ἴδιος ἵδρυσε, πρόσφερε στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία πολλούς πνευματικούς καρπούς τόσο στήν ἐσωτερική ὅσο καί ἐξωτερική ἱεραποστολή, ἐκμεταλλευόμενος κάθε μέσο (περιοδικά, ἐκδόσεις, κατασκηνώσεις, ραδιόφωνο, τηλεόραση, δορυφόρους καί διαδίκτυο) ἔτσι ὥστε τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου του, νά φτάσει στά πέρατα τῆς γῆς γιά νά ἐνισχύσει καί παρηγορήσει τούς ὁμογενεῖς καί ὁμοθρήσκους ἀδελφούς μας.
Ὡς ΣΦΕΒΑ καί ΠΑΣΥΒΑ ὡστόσο, αἰσθανόμαστε ἰδιαίτερη εὐγνωμοσύνη διότι μέ τή δεδομένη εὐαισθησία του στά ἐθνικά μας θέματα, ὁ π. Θεόφιλος ἀγκάλιασε καί προέβαλλε μέ κάθε μέσο τό Βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Στάθηκε ἀπό τήν πρώτη στιγμή στό πλευρό τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Σεβαστιανοῦ στηρίζοντας τόν ἀγώνα του γιά ἐνημέρωση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Σέ ἐποχές πού ὅλα τά ἔσκιαζε ἡ φοβέρα στήν πατρίδα μας, τό περιοδικό ΛΥΔΙΑ ὕψωνε δυναμική φωνή ὑπέρ τῶν δικαίων τῶν ἀδελφῶν μας καί στιγμάτιζε τό βάρβαρο καθεστώς τοῦ Χότζα. Ἀλλά καί μετά τό ἄνοιγμα τῶν συνόρων τό 1991 ἡ ἀδελφότης ΛΥΔΙΑ ἐνέτεινε τήν προσφορά της, στηρίζοντας τίς ἀνθρωπιστικές ἀποστολές τῆς ΣΦΕΒΑ ἀλλά καί φιλοξενώντας δωρεάν, μεγάλο ἀριθμό βορειοηπειρωτόπουλων ἀπό τό Ἀργυροκάστρο, τούς Ἁγίους Σαράντα καί τήν Κορυτσά. Στίς φιλόξενες ἐγκαταστάσεις της τά ἀδέλφια μας ἔζησαν ξέγνοιαστες στιγμές καί γέμισαν τίς ψυχές τους μέ Χριστό καί Ἑλλάδα.
Στόν ἐκδοτικό τομέα, ἡ ἀδελφότητα στήριξε καί ἐπιμελήθηκε μέ ἐξαιρετική ἐπιτυχία τήν ἔκδοση τοῦ περιοδικοῦ τῆς ΣΦΕΒΑ «Ἡ Βόρειος Ἤπειρος σέ πορεία Αὐτονομίας», ἐνῶ τόσο ὁ ραδιοφωνικός ὅσο καί ὁ τηλεοπτικός σταθμός 4Ε προέβαλαν καί προβάλλουν σέ κάθε εὐκαιρία τό ζήτημα τῆς Β. Ἠπείρου, τόσο στίς ἱστορικές του διαστάσεις ὅσο καί τή σημερινή πραγματικότητα, μέ ἀφιερώματα, συνεντεύξεις, ἀλλά καί κάλυψη τῆς δράσεως τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κονίτσης καί τῶν συλλόγων τῆς ΣΦΕΒΑ καί τοῦ ΠΑΣΥΒΑ.
Μέ τή βεβαιότητα ὅτι ὁ σεβαστός μας π. Θεόφιλος θά βρεῖ παρρησία κοντά στόν Θεό πού τόσο ἀγάπησε καί ὑπηρέτησε σέ ὁλόκληρη τήν ζωή του, εὐχόμαστε νά πρεσβεύει καί γιά τήν δοκιμαζόμενη πατρίδα μας καί ἰδιαίτερα γιά τή μαρτυρική Βόρειο Ἤπειρο πού τόσο πολύ καί τόσο ἀθόρυβα βοήθησε .
Καλό Παράδεισο Γέροντα Θεόφιλε!
Τήν εὐχή σου νά ἔχουμε!
Δεν φορεί μόνο σάρκα ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, αλλά και περιτέμνεται σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο, για να μην έχη πρόφασι η απιστία των Ιουδαίων. Γιατί έρχεται προς τον νόμο για χάρι του ίδιου του νόμου, για να ελευθερώση τους μαθητές του μέσω της πίστεως που βασιζόταν στον νόμο. Και παίρνει σάρκα και περιτέμνεται κι αυτός μαζί με τους Ιουδαίους. Πήρε το ίδιο με αυτούς σώμα, πήρε και την ίδια περιτομή. Έκανε αναντίρρητη την συγγένειά Του με αυτούς, ώστε να μη τον αρνηθούν, Αυτόν, ο οποίος ήταν ο Χριστός που έρχεται από την γενιά του Δαυίδ, και που αυτοί προσδοκούσαν. Έδειξε το γνώρισμα της συγγενείας Του με αυτούς. Γιατί, αν ακόμη και μετά την περιτομή Του έλεγαν «δεν ξέρουμε από πού είναι»[1], εάν δεν είχε περιτμηθή κατά σάρκα, η άρνησίς τους θα είχε κάποια εύλογη πρόφασι.
«Όταν συμπληρώθηκαν οι οκτώ ημέρες»: Γιατί ο νόμος ορίζει την ογδόη ημέρα να γίνεται η περιτομή, και όταν φθάση η ογδόη, έρχεται μέσα ο γιατρός και πιάνει το μαχαιράκι και κάνει τα της τέχνης του. Δεν ισχύει δε τότε η αργία του Σαββάτου λόγω της περιτομής.
Ας ρωτήσουμε λοιπόν τους Ιουδαίους: Ανάπαυσις το Σάββατο· τέλεια αργία αυτή την ημέρα... Για ποια λοιπόν αιτία η ογδόη εκτοπίζει την εβδόμη; Γιατί η ογδόη γίνεται ανώτερη από την εβδόμη; Όμως οι Ιουδαίοι δεν γνωρίζουν τα των Ιουδαίων. Ενώ η Εκκλησία του Χριστού και τον Χριστό γνωρίζει και τις Ιουδαϊκές διδασκαλίες. Περιτέμνεται λοιπόν το παιδί την ογδόη ημέρα, επειδή κατά την ογδόη η Ανάστασις, δηλαδή η Κυριακή, έμελλε να αποβή η περιτομή[2] όλου του κόσμου. Γιατί άλλωστε δεν διέταξε ο Μωυσής να γίνεται η περιτομή την έκτη ημέρα; Γιατί όχι την εννάτη ή την δεκάτη; Είναι λοιπόν προφανής η σημασία της ογδόης ημέρας, κατά την οποία γίνεται η Ανάστασις του Κυρίου. Όποιος λοιπόν δεν πιστεύει στην Ανάστασι είναι απερίτμητος στην καρδιά, αφού με την απιστία του αποξενώνεται από τον Θεό. Ενώ η περιτομή της πίστεως είναι αληθινή γνώσις και αίσθησις. Γι' αυτό, αγαπητέ μου, η περιτομή δίδεται θεωρητικά στους πιστούς υπό την έννοια του αγίου βαπτίσματος. Το δε άγιο βάπτισμα είναι τύπος της Αναστάσεως του Χριστού. Να περάσης λοιπόν από την σάρκα στο πνεύμα και από τα σωματικά στο μεγαλείο του πνεύματος και θα βρης εκεί μεν περιτομή σαρκική, εδώ δε περιτομή πνευματική και κάθαρσι από τις αμαρτίες. Ογδόη ημέρα είναι η περιτομή· η δε ογδόη ημέρα είναι και η ανάστασις· της δε αναστάσεως τύπος είναι το βάπτισμα. Δέστε πώς από τα μικρά προοδεύουμε στα μεγαλύτερα, από τα σωματικά στα πνευματικώτερα. Να έλθουν λοιπόν οι Ιουδαίοι κι αυτοί και να προοδεύσουν. Γιατί πρέπει να προοδεύσουν από τα σαρκικά και να μην αρκεστούν σ' αυτά.
Λοιπόν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο οποίος δεν ήλθε να καταλύση τον νόμο, αλλά να τον εκπληρώση, περιετμήθη κι αυτός μαζί με τους Ιουδαίους. Λέγει λοιπόν ο Ευαγγελιστής: «Συμπληρώθηκαν οκτώ ημέρες για την περιτομή του και του δόθηκε το όνομα Ιησούς, όπως ωνομάστηκε από τον άγγελο προτού να συλληφθή στην κοιλιά της μητέρας του». Εμείς δηλαδή παίρνουμε το όνομα μετά την γέννησί μας, ενώ ο Ιησούς παίρνει το όνομά του προτού να γεννηθή. Γιατί υπήρχε και προτού να συλληφθή. Ωνομάστηκε δε Ιησούς, επειδή το έργο του ήταν έργο Σωτήρος.
«Και όταν συμπληρώθηκαν, λέει, οι ημέρες του καθαρισμού τους σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσέως». Τίνος καθαρισμού; Της Μαρίας και του Ιωσήφ. Διέταζε δηλαδή ο νόμος, η γυναίκα που μόλις είχε γεννήσει να καθαρίζεται και να φυλάγη τις ημέρες και να μην βγαίνη εξω.
«Όταν λοιπόν συμπληρώθηκαν οι ημέρες του καθαρισμού σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσέως» — καίτοι δεν υφίστατο τέτοια ανάγκη για την Παρθένο, αλλ' όμως εκπληρωνόταν ετσι ο νόμος — «τον ανέβασαν στα Ιεροσόλυμα, για να τον προσφέρουν στον Κύριο, όπως έχει γραφή στον νόμο του Κυρίου». Όπου ο λόγος είναι για σωματικό καθαρισμό, λέει «σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσέως»· όπου για προσφορά του Αγίου, «όπως έχει γραφτή, λέει, στον νόμο του Κυρίου». Όχι ότι ο νόμος του Μωυσέως δεν ήταν νόμος του Κυρίου· διότι, όσα λέει ένας προφήτης κινούμενος από το Άγιο Πνεύμα, δεν τα λέει μόνος, αλλά ο Κύριος του τα υπαγορεύει. Επειδή όμως και ο καθαρισμός είχε χαρακτήρα σωματικό, γι’ αυτό λέει «νόμο του Μωυσέως». Όταν όμως προσφερόταν το πρωτότοκο, λέει «κατά τον νόμο του Κυρίου» τιμώντας έτσι το νεογέννητο.
«Όπως είναι γραμμένο στον νόμο του Κυρίου: κάθε αρσενικό που διανοίγει μήτρα να ονομασθή άγιο και αφιερωμένο στον Κύριο». Αυτή λοιπόν η φράσις και η διάταξις ολόκληρη και η αφορμή της διατάξεως βάλθηκε γι' αυτόν που επρόκειτο να διανοίξη μήτρα. Γιατί όλα τα πρωτότοκα των ζώων και των ανθρώπων ουδέποτε διήνοιξαν μήτρα, αλλά ήταν απλώς και μόνο πρωτότοκα. Εκείνος όμως που γεννήθηκε από μητέρα παρθένο, αυτός μόνο διήνοιξε μήτρα. Κάνε μου λοιπόν την χάρι και πρόσεξε ότι η διατύπωσις όλου αυτού του νόμου έγινε για εκείνον μόνο που επρόκειτο να γεννηθή από μητέρα παρθένο. Πώς όμως να την κατανοούσαν οι Ιουδαίοι; Γιατί σαν σαρκικοί που είναι απέχουν πολύ από του να καταλάβουν τα νοήματα της πνευματικής διδασκαλίας.
Έπειτα ανεβαίνουν «για να προσφέρουν θυσία, σύμφωνα με αυτό που λέει ο νόμος του Κυρίου, ένα ζευγάρι από τρυγόνια ή δύο νεοσσούς από περιστέρια»[3]. Έγιναν δε και αυτά τυπικά, κατά τον νόμο, ώστε να μην υπάρχη καμμιά έλλειψις στην πιστή εκτέλεσι του νόμου. Αυτά είναι συγκεκαλυμμένα νοήματα του Μωσαϊκού νόμου. Ας έλθουμε όμως στην εξήγησι του Ευαγγελίου.
«Και να, υπήρχε ένας άνθρωπος στην Ιερουσαλήμ που ωνομαζόταν Συμεών. Και ο άνθρωπος αυτός ήταν δίκαιος και ευλαβής και το Πνεύμα του Θεού ήταν επάνω του. Αυτός είχε λάβει αποκάλυψι από το Άγιο Πνεύμα ότι δεν θα τελείωνε την ζωή του προτού δη τον Χριστό τον Κυρίου». Γέροντας ήταν ο Συμεών και περίμενε την εκπλήρωσι της υποσχέσεως. Έμενε στον ναό μέσα και μονολογούσε: Όπου και να γεννηθή, οπωσδήποτε εδώ θα παρουσιασθή.
«Αυτός ήλθε κατ' έμπνευσιν του Πνεύματος στον ναό» εκείνη την ώρα που οι γονείς έφερναν εκεί το παιδί. Διότι βέβαια πολλές φορές ερχόταν, αλλά με δική του πρόθεσι. Τότε όμως οδηγημένος από το Άγιο Πνεύμα στην κατάλληλη στιγμή, έρχεται, για να λάβη την εκπλήρωσι της υποσχέσεως.
«Αυτός δέχτηκε στην αγκαλιά του τον Ιησού και ευλόγησε τον Θεό και είπε: Σήμερα αφήνεις ελεύθερο τον δούλο σου, Δέσποτα, να πεθάνη κατά τον λόγο σου με ειρήνη». Από πού τον αφήνεις ελεύθερο; Από τον στίβο της ζωής. Γιατί είναι γεμάτα λύπη τα βιοτικά πράγματα. Η ζωή είναι φυλακή. Εκείνος λοιπόν ήθελε να ελευθερωθή. Εάν όμως κάποιος την αναχώρησι από την εδώ ζωή την θεωρή ζημία αυτός δεν είναι ακόμη τέλειος στην πίστι.
Εκείνος όμως έλεγε: «Σήμερα αφήνεις ελεύθερο τον δούλο σου, Δέσποτα, να πεθάνη κατά τον λόγο σου με ειρήνη». Διότι αυτός που πρόκειται να κάμη ειρήνη με τον κόσμο έφθασε· ο ειρηνοποιός έχει έλθει- εκείνος που συνδέει τον ουρανό με την γη και μετατρέπει την γη σε ουρανό με την ευαγγελική διδασκαλία έχει καταφθάσει.
Ο Συμεών φωνάζει: «Σήμερα αφήνεις ελεύθερο τον δούλο σου, Δέσποτα, να πεθάνη κατά τον λόγο σου με ειρήνη, γιατί είδαν τα μάτια μου την σωτηρία σου», λέει. Τι είναι αυτό που λέει; Προηγουμένως δηλαδή πίστευα με την διάνοιά μου και γνώριζα με τον λογισμό μου. Τώρα όμως είδαν και τα μάτια μου. Και εκείνο που προσδοκούσα με την καρδιά μου, να που το είδαν τα μάτια μου εκπληρωμένο. Και ποιο είναι αυτό; «Είδα, λέει, την σωτηρία σου». Ποια σωτηρία; «Αυτήν που ετοίμασες ενώπιον όλων των λαών». Όχι του λαού του ενός ούτε του λαού του Ισραήλ μόνο, αλλά «ενώπιον όλων των λαών». Γιατί αυτός που γεννήθηκε είναι διδάσκαλος όλων των ανθρώπων.
«Φως που θα είναι αποκάλυψις για τους εθνικούς και δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Γιατί φως; Επειδή ακριβώς οι εθνικοί βρίσκονταν στο σκοτάδι. Επειδή τα σκοτισμένα ειδωλολατρικά έθνη φωτίζονταν.
«Φως που θα είναι αποκάλυψις για τους εθνικούς και δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Εδώ η δόξα και εκεί η αποκάλυψις. Εκεί η αρχή της διδασκαλίας, εδώ η πρόοδος της μαθήσεως.
«Δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Αλλά εδώ σίγουρα θα ρωτήση κάποιος: Και πού είναι οι Ισραηλίτες; Έχεις τον Πέτρο, έχεις τον Παύλο, έχεις τον Ιωάννη, έχεις τις τρεις χιλιάδες, έχεις τις πέντε χιλιάδες, έχεις την Εκκλησία της Ιερουσαλήμ, έχεις αυτούς που πίστεψαν από τις τάξεις των Ιουδαίων. Γιατί μέσα στους πιστούς βρισκόταν το έθνος. «Εάν ο Κύριος των Δυνάμεων δεν άφηνε για σπόρο μια μικρή μερίδα πιστού λαού ανάμεσά μας, θα είχαμε γίνει σαν τα Σόδομα και θα είχαμε όμοια τύχη με τα Γόμορρα»[4]. Διότι λέει επίσης ο Θεός: «Κράτησα για τον εαυτό μου επτά χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι δεν γονάτισαν να προσκυνήσουν τον Βάαλ»[5]. Έτσι μέσα στον λαό φυλαγόταν το σπέρμα της πίστεως και δεν χάθηκε ο λαός — μη γένοιτο — ούτε εξαχρειώθηκαν όλοι οι Ιουδαίοι. Αφού και τώρα, σ' αυτή την μακάρια κατάστασι και κλήσι των Χριστιανών πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί. Ο Χριστός δηλαδή κάλεσε όλη την οικουμένη και ετοίμασε το άγιο τραπέζι του Ευαγγελίου. Αλλά όταν έλθη στη Δευτέρα Παρουσία, μπαίνει μέσα και κάνει ξεδιάλεγμα και εξετάζει με προσοχή τους συνδαιτυμόνες. Κι αν βρη κανένα να μη έχη ένδυμα κατάλληλο για γάμο του λέει: «Φίλε, πώς μπήκες εδώ μέσα χωρίς γαμήλιο ένδυμα;»[6] Και θα τον βγάλη έξω καθώς ακούσαμε στα Ευαγγέλια. Ώστε, όπως και εκεί έγινε εκλογή, έτσι και εδώ θα γίνη εκλογή. Μήπως δηλαδή, επειδή έχουμε κληθή, πρέπει στο εξής να αλαζονευώμαστε, σαν να έχουμε, αλήθεια, εξασφαλίσει την τελειότητα; Λοιπόν, η πτώσις εκείνων ας γίνη δική μας ασφάλεια. Έτσι, αγαπητέ, ούτε ο λαός χάθηκε ολόκληρος, ούτε όλος εξαχρειώθηκε, ούτε όλος απίστησε, ούτε όλος κατεδίωξε τους Αποστόλους, αλλά με το κήρυγμα των Αποστόλων πίστευσαν αμέσως τρεις χιλιάδες, χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά. Και έγινε στην Ιερουσαλήμ Εκκλησία αναρίθμητη, ενώ ακόμη δεν είχε καταστραφή ο Ναός, ενώ ακόμη δεν είχαν εκδιωχθή oι Ιουδαίοι, ενώ ακόμη δεν είχε γκρεμισθή η Ιερουσαλήμ. Οικοδομήθηκε Εκκλησία και τα λόγια του Ιωάννη έγιναν ξεκάθαρη αλήθεια: «Εκείνος πρέπει να μεγαλώνη, εγώ δε να μικραίνω»[7].
Ο Συμεών λοιπόν που είναι προφήτης λέγει: «Δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Γιατί ήταν δόξα γι' αυτούς που προσδοκούσαν η συνάντησις εκείνου τον οποίο προσδοκούσαν.
Και αναλογίζονταν ο Ιωσήφ και η Μαρία αυτά που άκουγαν: Ο άγγελος έφερε την ευχάριστη είδησι, οι μάγοι τον εγνώρισαν, οι ποιμένες τον έμαθαν, οι στρατιές των αγγέλων χόρευαν, το αστέρι από πάνω τον ανήγγειλε, ο Συμεών προφητεύει, η Άννα η κόρη του Φανουήλ προφητεύει, η γη αγαλλόταν, ο ουρανός μίλησε με το αστέρι, οι μάγοι αρνήθηκαν τον τύραννο, οι ποιμένες προσκύνησαν τον αρχιποιμένα, όλα τον εγνώρισαν, η μητέρα ήξερε, ο Ιωσήφ πληροφορήθηκε, έτρεμαν για όσα έγιναν, όμως κατάλαβαν την έκβασι των γεγονότων.
«Και ο Συμεών τους ευλόγησε και είπε στην Μαριάμ την μητέρα του: Αυτός πρόκειται να γίνη πτώσις και έγερσις για πολλούς μέσα στον Ισραήλ και σημείο αντιλεγόμενο». Πτώσις για ποιους; Σαφώς γι' αυτούς που απιστούν, αυτούς που αντιλέγουν, αυτούς που τον σταυρώνουν. Και έγερσις για ποιους; Αυτούς που τον αναγνωρίζουν και τον ομολογούν με ευγνωμοσύνη.
«Και σημείο αντιλεγόμενο». Ποιο σημείο αντιλεγόμενο; Το σημείο του Σταυρού, που η Εκκλησία το θεωρεί σωτηρία του κόσμου, που οι Ιουδαίοι το εχθρεύονται και που πολλές φορές και ο ουρανός το διεκήρυξε. Αμφισβητείται το σημείο, για να νικήση η αλήθεια. Γιατί χωρίς αντίλογο δεν μπορεί να γίνη ολοκληρωμένη νίκη. Έπρεπε λοιπόν να εμφανισθή η αντιλογία, για να εκδώση την απόφασί του ο δικαστής, αφού μακροθυμήση μέχρι το τέλος των αιώνων. Γι' αυτό λέει «και σημείο αντιλεγόμενο». Αντιλέγουν δε εκείνοι που απιστούν.
Και συ, λέει, θεωρείσαι μητέρα. Άραγε λοιπόν εσύ θα μείνης εκτός πειρασμού, επειδή συμφώνησες να γίνης μητέρα, επειδή τον εγέννησες, επειδή έκρινες καλό να του δανείσης την μήτρα σου; (Διότι η κοιλιά σου έγινε δοχείο της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος). Άραγε λοιπόν θα μείνης εκτός πειρασμού, επειδή έγινες Θεοτόκος, επειδή συνέλαβες χωρίς πείρα γάμου, επειδή καταστάθηκες Μητέρα του Δημιουργού σου; Άραγε εσύ θα μείνης εκτός πειρασμού; Ούτε κι εσύ θα μείνης εκτός πειρασμού, αλλά «κι εσένα την ίδια μια ρομφαία θα σου διαπεράση την ψυχή». Γιατί, Κύριε μου; Σε τι αμάρτησα; Σε τίποτε δεν αμάρτησες βέβαια. Όταν όμως Τον δης κρεμασμένο στον Σταυρό, όταν Τον δης να υποφέρη για όλο τον κόσμο, όταν δης στον Σταυρό τα χέρια Του τρυπημένα και καρφωμένα στο ξύλο, τότε θα αρχίσης να αμφιβάλλης και να λες: Αυτός είναι εκείνος για τον οποίο μου μίλησε ο άγγελος; Αυτός είναι εκείνος στον οποίο έγινε το θαύμα της συλλήψεως; Παρθένος ήμουν και γέννησα και έμεινα πάλι παρθένος. Γιατί λοιπόν αυτός σταυρώνεται;
«Κι εσένα την ιδια μια ρομφαία θα σου διαπεράση την ψυχή». Ώστε, σύμφωνα με την προφητεία του δικαίου Συμεών, κανένας δεν έμεινε εκτός πειρασμού. Ο Πέτρος, ο κορυφαίος από τους μαθητές, τον αρνήθηκε τρεις φορές. Οι άλλοι μαθητές τον εγκατέλειψαν και έφυγαν. Ούτε είχε άλλωστε ο τσομπάνος ανάγκη από τα πρόβατα για να τον προστατεύσουν, ενόσω αυτός έδιωχνε τους λύκους, ούτε ο αγωνιστής είχε ανάγκη από βοηθούς, αλλά όλοι τους έφυγαν. Και ο Χριστός έμεινε μόνος κρεμασμένος στον Σταυρό σαν κριάρι έτοιμο για θυσία. Λοιπόν και αυτής την ψυχή την διεπέρασε η ρομφαία: ο πειρασμός δηλαδή και η αμφιβολία.
«Κι εσένα την ίδια μια ρομφαία θα σου διαπεράση την ψυχή, ώστε να αποκαλυφθούν από πολλές καρδιές οι λογισμοί». Πάσχει λοιπόν ο Ιησούς, για να ελέγξη την απιστία και για να γεμίση από ευγνωμοσύνη τις καρδιές αυτών που Τον πιστεύουν. Αντιλέγεται το σημείο, για να ελεγχθούν αυτοί που αντιλέγουν από κακία. Γιατί, αν η αλήθεια ήταν από κάθε άποψι αναντίρρητη για τους ανθρώπους, τότε η ευσέβεια θα έμενε αδοκίμαστη. Όμως με το να γίνεται παραχώρησις στην αντιλογία, δοκιμάζεται η ελεύθερη εκλογή της αλήθειας. Αντιλέγεται το σημείο. Γιατί πώς αλλιώς θα δοκιμάζονταν οι μάρτυρες στους διωγμούς; Πώς θα αγωνίζονταν και θα αναδεικνύονταν νικητές με την καρτερία τους; Δες πόσο ωφέλησε η αντιλογία, αφού έφτιαξε όχι πιστούς απλώς, όπως θάλεγε κανείς, αλλά και μάρτυρες που έφθασαν μέχρι τα βασανιστήρια και τον θάνατο και παρουσίασαν μια απόδειξι της χάριτος του Χριστού με την καρτερία τους.
Όταν λοιπόν ο Συμεών λέει «ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον», εννοείται ότι ούτε την πτώσι την προξενεί αυτός, ούτε την ανάστασι την προσφέρει με την βία, αλλά «κείται εις πτώσιν» αυτών που σκοντάφτουν στον λίθο του προσκόμματος και «εις ανάστασιν» εκείνων που πιστεύουν με την αγαθή τους προαίρεσι. Διότι λέει «κείται». Σαν να έλεγε κανείς: Το φως ανατέλλει για να βλέπουν οι υγιείς, ενώ αυτοί που τους πονούν τα μάτια να απομακρυνθούν ακόμη περισσότερο από την λάμψι του φωτός. Γιατί πώς αλλιώς θα ήταν δυνατόν οι πρώτοι να πέσουν και να είναι αξιοκατάκριτοι, ενώ οι δεύτεροι να σηκωθούν με χρηστές ελπίδες που προέρχονται από την καλή τους προαίρεσι, αν δεν υπήρχε το «αντιλεγόμενο σημείο»; Γιατί λέει ο Συμεών «και εις σημείον αντιλεγόμενον»; Για να μη προξενήση η αντιλογία απορία στους πιστούς. Το να αμφισβητείται δε και η αλήθεια του Θεού, είναι φανερό ότι αυτό γίνεται, επειδή το επιτρέπει ο Θεός. Κανένας δηλαδή δεν μπορεί να προβάλη καμμιά αντίρρησι, αν δεν το επιτρέψη αυτό ο Θεός. Είναι όντως αναγκαία η παραχώρησι αυτή εκ μέρους του Θεού, για να φανερωθούν οι άξιοι.
Θα έλθη όμως εποχή που δεν θα υπάρχη πια καμμιά αντίρρησις. Όταν δηλαδή το σημείο του Σταύρου θα λάμψη σαν προάγγελος του Κυρίου από τον ουρανό, «τότε θα κλίνη κάθε γόνυ στα επουράνια και στα επίγεια και στα καταχθόνια και κάθε γλώσσα θα ομολογήση ότι ο Χριστός είναι Κύριος προς δόξαν του Θεού Πατρός»[8]. Όσο δηλαδή το σημείο αυτό φαίνεται μόνο του και είναι απλό σημείο και δεν φαίνεται πουθενά ο σημαινόμενος, το σημείο θα αντιλέγεται. Όταν όμως ο ίδιος ο σημαινόμενος αποκαλύψη τον εαυτό του κατά την Δευτέρα Παρουσία, τότε πια κανείς δεν θα τολμά να αντιλογήση στο σημείο, γιατί ο σημαινόμενος θα έχη καταφθάσει με ολοφάνερη την θεότητά του εναντίον εκείνων που Τον αρνούνται. Τότε εκείνοι που προηγουμένως είχαν δεχθή το σημείο θα δοξασθούν από αυτόν που εκείνο υποδήλωνε, ενώ εκείνοι που αμφισβήτησαν το σημείο θα καταδικασθούν από τον υποδηλωθέντα. Και αυτό θα είναι τότε το τέλος της αντιλογίας, το τέλος της πλάνης, το τέλος της αμφιβολίας, το τέλος της απιστίας, η αρχή δε των βραβείων και των στεφάνων. Αυτά μακάρι όλοι μας να τα επιτύχουμε με την χάρι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.
[1] πρβλ. Ιωάν. ζ' 41-43
[2] Η ανάστασις των νεκρών κατά την δευτέρα παρουσία θα αποτελέση την «περιτομή» δηλ. την οριστική απομάκρυνσι του κακού και της αμαρτίας από ολόκληρη την κτίσι.
[3] Λευϊτ. ε’ 11, ιβ’ 8
[4] Ησ. α’ 9
[5] Ρωμ. ια’ 4· πρβλ. Γ’ Βασ. ιθ’ 18
[6] Ματθ. κβ’ 12
[7] Ιωάν. γ’ 30
[8] Φιλιπ. β’ 10-11
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΣΟΣΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2583
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...