
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Για μια ακόμη φορά εορτάζεται και φέτος, σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, η Γέννηση του Θεανθρώπου. Συνειδητοποιούμε, όμως, όλοι οι Χριστιανοί,
Κύπρος, κομμουνιστικό κόμμα ΑΚΕΛ: Με έμβλημα ένα παραποιημένο σφυροδρέπανο ως στρουθοκάμηλος και ανεμοδείκτης περιστρέφεται.
Σύμφωνα με έκθεση, που δημοσιεύτηκε από το Ίδρυμα AmericanPrinciplesProjectFoundation (APPF), στη στήριξη του τρανς λόμπι εμπλέκονται «μυριάδες ισχυρά άτομα» και ένα «ιλιγγιώδες»
Το 1867 στο μικρό και φτωχό χωριό Χαλκίοπουλο Αιτωλοακαρνανίας είδε το φως της μέρας για πρώτη φορά ένα αγόρι μιας πολυμελούς οικογένειας.
Μπορεί οι αστυνομικές Αρχές των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δίνουν τεράστια μάχη για την καταπολέμηση των ναρκωτικών,
Φαίνεται ότι ο δισεκατομμυριούχος ιδιοκτήτης του Twitter Έλον Μασκ, έχει βαλθεί να καταστρέψει το κυρίαρχο αφήγημα και να ανοίξει την συζήτηση για την απόδοση ευθυνών αναφορικά με την διαχείριση της πανδημίας.
Αἱ φιλαλήθεις καὶ φιλόθεοι ψυχαὶ αἱ τελείως τὸν Χριστὸν ἐνδύσασθαι ἐν πολλῇ ἐλπίδι καὶ πίστει ἐπιποθοῦσαι τῆς παρ' ἑτέρων ὑπομνήσεως οὐ τοσοῦτον χρῄζουσιν οὔτε τοῦ οὐρανίου πόθου
Εκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη της Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2022.
Λέγεται ότι κάποτε μια μητέρα, σύζυγος βογιάρου (μέλος της ανώτερης φεουδαρχικής τάξης), ήρθε στον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ και του παραπονέθηκε ότι οι δάσκαλοι δεν μαθαίνουν καλά στα παιδιά της τη γαλλική γλώσσα, ρωτώντας τον τι να κάνει.
Γειά σου, έμαθα πως φέτος δε θα χάσεις το καιρό σου «γιορτάζοντας» Χριστούγεννα.
Ὁ προφήτης Ἡσαΐας 800 χρόνια πρό Χριστοῦ καταυγάσθηκε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί προφήτευσε τήν σάρκωση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ μέ τόση ἐνάργεια,
Ο Άγιος Ευθύμιος γεννήθηκε περί το 760 μ.Χ στη μικρή πόλη Ούζαρα της επαρχίας της Λυκαονίας της Καππαδοκίας, την εποχή που αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο εικονομάχος Κωνσταντίνος ο Ε΄.
Οι γονείς του ήταν ευσεβείς Χριστιανοί, αρκετά εύποροι με κτήματα, αμπέλια και χωράφια.
Ο Ευθύμιος είχε πολλά αδέλφια που ασχολούνταν με διάφορες τέχνες, όμως εκείνος ξεχώριζε για τη φιλομάθειά του και την κλίση που είχε προς τα ιερά γράμματα. Ήταν δε πολύ έξυπνος και επιμελής. Μελετούσε με ζήλο τις Γραφές κάνοντας πράξη τα λόγια του Ιησού: «Ερευνάτε τας Γραφάς, εν αυταίς γαρ ευρήσετε ζωήν αιώνιον».
Ο πατέρας του εκτιμώντας την φιλομάθειά του, τον έστειλε να σπουδάσει στην Αλεξάνδρεια, όπου εκείνη την εποχή, η ελληνική παιδεία είχε μεγάλη ακμή. Εκεί ο Ευθύμιος επιδόθηκε με ζήλο στην μελέτη και αφού τελείωσε τις σπουδές του, γύρισε πίσω στο πατρικό του σπίτι, κοντά στα αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειάς του.
Η ψυχή όμως του Ευθυμίου ζητούσε να έλθει πιο κοντά στο Θεό. Γνώριζε πόσο μάταια είναι τα πράγματα αυτής της ζωής. Ένιωθε πόση ευτυχία και ασφάλεια υπάρχει κοντά σον Θεό και στο θέλημά Του και φλεγόταν από την επιθυμία να Τον πλησιάσει πιο πολύ και να Του αφιερώσει τη ζωή του. Τότε είπε στον πατέρα του.
«Στοχάζομαι την ματαιότητα του κόσμου τούτου που μοιάζει με ένα περιβόλι γεμάτο από διάφορα όμορφα και ευωδιαστά λουλούδια. Σήμερα τα βλέπεις και τα θαυμάζεις, μετά από λίγες μέρες όμως τα βρίσκεις ξερά και μαραμένα χωρίς ομορφιά, χωρίς άρωμα, πεσμένα στη γη. Βγάζω λοιπόν το συμπέρασμα πως από την ματαιότητα του κόσμου αυτού, δεν υπάρχει καμιά ωφέλεια για τον άνθρωπο, γι’ αυτό θα ήταν φρόνιμο να καταφρονήσει τον ψεύτικο αυτό κόσμο και να φροντίσει την σωτηρία της ψυχής του.»
Ο πατέρας του ακούγοντας αυτά στεναχωρήθηκε στην αρχή, έπειτα όμως από μικρή σκέψη του είπε: «Αγαπητό μου παιδί, είχα σκοπό να σε παντρέψω και να σε έχω στήριγμα στα γηρατειά μου, αφού όμως αυτή είναι η επιθυμία σου κάνε ότι σε φωτίσει ο Θεός».
Έτσι ο Ευθύμιος με την ευχή του πατέρα του - η μητέρα του είχε στο μεταξύ πεθάνει –πηγαίνει σε μοναστήρι της πατρίδος του και γίνεται μοναχός.
Από την πρώτη στιγμή δείχνει τέτοια αρετή και προθυμία στην ασκητική ζωή ώστε πολλοί από τους πατέρες του μοναστηριού τον είχαν ως πρότυπο και προσπαθούσαν να τον μιμηθούν. Έτσι ο Ευθύμιος γίνεται «ο επίγειος άγγελος και ο ουράνιος άνθρωπος».
Πολύ σύντομα ο Θεός τον καλεί στο μεγάλο λειτούργημα της Ιεροσύνης. Χειροτονείται διάκονος και λίγο αργότερα Ιερεύς.
Η ασκητική του αυξάνεται και μαζί και η χάρις που λαμβάνει από τον Θεό. Η φήμη του ως αγίου ανθρώπου απλώνεται στη γύρω περιοχή.
Την εποχή αυτή, εχήρευσε ο θρόνος της επισκοπής των Σάρδεων και οι ευσεβείς χριστιανοί έψαχναν να βρουν άξιο και ενάρετο κληρικό για να αναλάβει το αξίωμα αυτό. Κατέληξαν λοιπόν, ότι ο πιο άξιος για να τους ποιμάνει είναι ο Ευθύμιος και έστειλαν αντιπροσωπεία στο μοναστήρι όπου βρισκόταν και τον μετέφεραν σχεδόν με τη βία στις Σάρδεις όπου τον χειροτόνησαν επίσκοπό τους.
Ο Ευθύμιος ως επίσκοπος στέκεται στοργικός πατέρας και διδάσκαλος των χριστιανών της περιοχής του. Φροντίζει ιδιαίτερα τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους. Προστατεύει τα ορφανά, τις χήρες, τους αρρώστους και γίνεται παράδειγμα προς μίμηση με την αγία ζωή του και το ακούραστο ενδιαφέρον του για τον συνάνθρωπο. Ακόμα προσπαθούσε με το κήρυγμά του να ποτίσει τους χριστιανούς με τα αληθινά νοήματα της διδασκαλίας του Χριστού και να τους προφυλάξει από τους αιρετικούς.
Εκείνη την εποχή, η εκκλησία βρισκόταν σε μεγάλη ταραχή από την ολέθρια αίρεση των εικονομάχων. Οι εικονομάχοι, οι οποίοι είχαν και την υποστήριξη πολλών αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, πίστευαν ότι οι Χριστιανοί δεν πρέπει να προσκυνούν τις ιερές εικόνες, διότι αυτό είναι ειδωλολατρία. Οι εικόνες που αναπαριστούν τον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους, χρησιμοποιήθηκαν από τους χριστιανούς ήδη από την εποχή των διωγμών στις κατακόμβες. Μετά τον 4Ο αιώνα, απελευθερωμένοι από τους διωγμούς οι Χριστιανοί ανέπτυξαν εικονικές παραστάσεις, με θέματα από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Οι παραστάσεις κοσμούσαν το εσωτερικό των ναών και ήταν τα βιβλία των αγραμμάτων, που δεν είχαν την δυνατότητα να διαβάσουν την Αγία Γραφή. Οι εικονομάχοι υποστήριζαν, ότι δεν είναι σωστό να προσκυνούμε τις εικόνες, νομίζοντας ότι οι Χριστιανοί έδιναν τιμή στο υλικό από το οποίο ήταν φτιαγμένη η εικόνα. Έτσι ξέσπασε μεγάλη αναταραχή στην ορθοδοξία με τους εικονόφιλους να υποστηρίζουν την προσκύνηση των εικόνων και τους εικονομάχους το αντίθετο. Πολλές εικόνες παραδόθηκαν στην πυρά και την καταστροφή και πολλοί κληρικοί, μοναχοί και απλοί λαϊκοί εικονόφιλοι διώχθηκαν, εξορίστηκαν και υπέστησαν βασανιστήρια.
Η μεγάλη αυτή αναταραχή που συγκλόνισε την εκκλησία και γενικότερα τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, χωρίζεται σε δύο περιόδους. Η πρώτη περίοδος τελειώνει με την Ζ΄ (έβδομη) Οικουμενική σύνοδο που συγκάλεσε το 787 μ.Χ. η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία με το γιο της Κωνσταντίνο. Η Σύνοδος έλαβε χώρα στο ναό της Αγίας Σοφίας στη Νίκαια της Βιθυνίας και έλαβαν μέρος σ’ αυτή, 367 άγιοι πατέρες. Ανάμεσά τους και ο Ευθύμιος επίσκοπος Σάρδεων.
Ο Ευθύμιος με την βαθιά γνώση της Γραφής που κατείχε, απέδειξε ότι πρέπει να προσκυνούμε τις άγιες εικόνες δίνοντας τιμή στο πρόσωπο που εικονίζεται και όχι βέβαια στο υλικό από το οποίο έχουν κατασκευαστεί.
Οι Άγιοι πατέρες αποφάσισαν:
«ΌΣΤΙΣ ΔΕΝ ΠΡΟΣΚΥΝΕΙ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ, ΕΝ ΕΙΚΟΝΙ ΠΕΡΙΓΡΑΠΤΟΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΝ, ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΝΑΧΡΑΝΤΟΝ ΑΥΤΟΥ ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΙΝΑΝ ΗΜΩΝ, ΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΑ ΕΚΤΥΠΩΜΑΤΑ, ΕΙΗ ΤΩ ΑΙΩΝΙΩ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙ ΥΠΟΔΙΚΟΣ ΚΑΙ ΜΑΚΡΑΝ ΤΗΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΟΜΗΓΥΡΕΩΣ».
Οι βασιλείς Κωνσταντίνος και Ειρήνη η Αθηναία, τίμησαν πολύ τον Άγιο Ευθύμιο και τον χρησιμοποίησαν ως κήρυκα σε διάφορες αποστολές.
Το 802 μ.Χ. ανεβαίνει στο θρόνο του Βυζαντίου ο Νικηφόρος. Την εποχή αυτή ένας άρχοντας των Σάρδεων ζητούσε να πάρει ως σύζυγό του μια νεαρή κόρη, η οποία δεν επιθυμούσε το γάμο αυτό. Η κοπέλα κατέφυγε στον επίσκοπο Ευθύμιο και εκείνος για να την προφυλάξει, την έκειρε μοναχή. Ο άρχοντας θύμωσε τόσο πολύ, ώστε διέβαλλε τον Άγιο στον αυτοκράτορα και επέτυχε να εξοριστεί ο Άγιος στην Παταλαραία της Δύσεως όπου υπέστη πολλές θλίψεις και δοκιμασίες.
Το 813 μ.Χ. ανέβηκε στο θρόνο ο Λέων ο Ε΄ ο Αρμένιος, λιοντάρι πραγματικό που κήρυξε αμείλικτο πόλεμο κατά των αγίων εικόνων. Αυτός ανακάλεσε από την εξορία τον ‘Αγιο, και του είπε: «Άκουσα για την αρετή σου και αν κάνεις το θέλημά μου θα γυρίσεις πάλι στην επισκοπή σου και θα ξεχάσεις όλες τις άσχημες μέρες που πέρασες». ΄Ετσι προσπάθησε να τον πείσει να υποστηρίξει τις θέσεις των εικονομάχων. Ο Άγιος όμως αντιστάθηκε σθεναρά στον αυτοκράτορα, ο οποίος τον εξόρισε στην Άσσο όπου δοκίμασε πολλές ταλαιπωρίες. Εκεί παρέμεινε ως το θάνατο του Λέοντα.
Ο επόμενος αυτοκράτορας, Μιχαήλ ο Τραυλός, ήταν κι αυτός εικονομάχος. Έφερε τον Άγιο Ευθύμιο από την εξορία μαζί με τον Πατριάρχη Μεθόδιο και τους ρώτησε αν επιμένουν στην προσκύνηση των εικόνων. Ο Άγιος και πάλι με θάρρος έλεγξε τον αυτοκράτορα και τον ονόμασε δυσσεβή και παράνομο και υποστήριξε την ορθόδοξη άποψη υπέρ της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων. Τότε ο αυτοκράτορας θύμωσε παρά πολύ και διέταξε να εξορίσουν τον Άγιο στον Ακρίτα, το ανατολικότερο άκρο της Μαύρης Θάλασσας και εκεί τον έριξαν σε μια σκοτεινή και βρωμερή φυλακή όπου για τρία ολόκληρα χρόνια υπέφερε πολλά βασανιστήρια.
Αφού πέθανε και ο Μιχαήλ, ανήλθε στο θρόνο ο γιος του Θεόφιλος, ο οποίος καλεί τον Άγιο από την εξορία και με φοβέρες προσπαθεί να τον πείσει να αρνηθεί την προσκύνηση των αγίων εικόνων. Ο Άγιος με γενναιότητα αρνείται να συγκατανεύσει στις αιρετικές απόψεις του αυτοκράτορα.
Ο Θεόφιλος τότε τον υποβάλλει σε φρικτά βασανιστήρια. Τον έδεσαν σε τέσσερις πασσάλους, του έδωσαν 400 ραβδισμούς σε όλο του το σώμα, το οποίο έγινε μια ολόκληρη ανοιχτή πληγή. Και έτσι ενώ μόλις ανέπνεε, τον έρριξαν σε μια βρωμερή φυλακή όπου μετά από 8 ημέρες, έχοντας περάσει ανυπόφορους πόνους, παρέδωσε την αγίαν ψυχή του στα χέρια του Θεού.
Μόλις συνέβη αυτό, το ταλαιπωρημένο του σώμα έλαμψε σαν ήλιος και γέμισε τον τόπο με θαυμάσια ευωδία. Οι χριστιανοί πήραν κρυφά το σώμα του και το μετέφεραν στο Ναό του Αγίου μάρτυρος Ιουλιανού και το ενταφίασαν ευλαβικά.
Από την πρώτη στιγμή ο Άγιος, επιτελούσε πλήθος θαυμάτων. Η θαυματουργική του χάρις έκανε ώστε τυφλοί να βλέπουν, χωλοί να περπατούν, δαιμονισμένοι να θεραπεύονται. Θα αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά θαύματα από τα πολλά που έγιναν.
Στο Ρύσσειο της Νικομήδειας είχε πέσει επιδημία πανώλης και καθημερινά πέθαιναν πολλοί. Τότε έφεραν την κάρα του Αγίου και έκαναν λιτανεία και η επιδημία της πανώλης σταμάτησε να εξαπλώνεται. Κάποιο παιδί ήταν πολύ άρρωστο από τύφο . Η μητέρα του παρακαλούσε τον Άγιο να το κάνει καλά. Τη νύχτα είδε τον Άγιο να περνά με λιτανεία έξω από το σπίτι της και να λέει στον κόσμο «σιγά γιατί εδώ έχουμε άρρωστο» . Τις στιγμές αυτές δεν ακουγόταν τίποτε, νόμιζες πως περπατούσαν όλοι ξυπόλυτοι. Τότε ο Άγιος ευλόγησε έξω από το παράθυρο τρεις φορές το άρρωστο παιδί και το πρωί έπαυσε ο πυρετός και έγινε τελείως καλά.
Το θείο και ιερό Λείψανο παρέμεινε με τη Χάρη του Θεού άφθορο και τιμόταν ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη. Μετά την άλωση από τους Τούρκους μετεφέρθη από ευσεβείς χριστιανούς στη Χερσώνα της Κριμαίας όπου επιτελούσε και εκεί πολλά θαύματα.
Εκείνη την εποχή είχαν πάει στην Χερσώνα κάποιοι Ευρωπαίοι έμποροι, οι οποίοι βλέποντας τα θαύματα του Αγίου, αποφάσισαν να κλέψουν το λείψανό του. Το βάλανε λοιπόν μέσα σ’ ένα γερό και βαρύτιμο σεντούκι, αγόρασαν και μάρμαρα για να κτίσουν εκκλησία στ’ όνομά του και ανοίχτηκαν στη Μαύρη Θάλασσα. Καθώς όμως περνούσαν κοντά από την κωμόπολη Χηλή της Μικράς Ασίας, ξέσπασε φουρτούνα που τους ανάγκασε να αγκυροβολήσουν εκεί. Τη νύκτα φανερώθηκε ο Άγιος και τους είπε: «Αύριο το πρωί να με βγάλετε σ’ αυτόν τον τόπο και να με αφήσετε. Αν κάνετε αυτό που σας λέγω θα σας βοηθήσω να πάτε σώοι στην πατρίδα σας». Εκείνοι αψήφησαν το όνειρο και ξεκίνησαν να φύγουν. Μόλις ανοίχτηκαν στην θάλασσα ξέσπασε μια φοβερή φουρτούνα και το καράβι έγινε κομμάτια στ’ ανοιχτά της θάλασσας. Το πρωί οι κορδοτζήδες και οι φαροφύλακες του φαναριού της Χηλής, είδαν το σεντούκι του Αγίου που είχε βγει στην παραλία, χωρίς να πάθει τίποτε. Χρυσοστόλιστο και με ζωγραφισμένα εικονίδια που παρίσταναν στάδια του μαρτυρίου του Αγίου, νόμισαν πως περιέκλειε κάποιο θησαυρό. Ο πρώτος που ύψωσε το χαντζάρι του για να σχίσει το σεντούκι έμεινε με ξερά τα υψωμένα χέρια του. Το ίδιο έπαθε και ένας άλλος που προσπάθησε ν’ ανοίξει την κλειδωνιά. Τότε κατάλαβαν πως πρόκειται για ιερό πράγμα και ειδοποίησαν τους ιερείς της Χηλής που κατέβηκαν στο γιαλό με εξαπτέρυγα και λαμπάδες και πήραν τον Άγιο στην Εκκλησία της πόλεως.
Αργότερα έκαναν ειδικό παρεκκλήσι στα δεξιά της εκκλησίας. Τα μάρμαρα που είχαν μαζί τους οι έμποροι έπεσαν στον πάτο της θάλασσας και παρ’ ότι πέρασαν σχεδόν τέσσερις αιώνες από τότε δεν έχουν καλυφθεί από την άμμο και όταν είναι γαλήνη διακρίνονται μέχρι σήμερα καθαρά, όπως διηγούνται οι ευσεβείς Χηλήτες.
Το 1922 , κατά την μικρασιατική καταστροφή, το μισό τμήμα της Χηλής όπου κατοικούσαν μόνο Έλληνες, καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά. Τον Σεπτέμβριο του 1922 οι Τούρκοι εξόντωσαν με ομαδική σφαγή 150 άνδρες από τον άμαχο πληθυσμό της Χηλής του Ευξείνου Πόντου. Στη μνήμη των μαρτύρων αυτών του έθνους και με την ακλόνητη πίστη για την επάνοδο στην πατρική γη, οι εκ των επιζησάντων Χηλήτες, έστησαν ευλαβικά αυτή την πλάκα σ’ αυτούς που υπήρξαν το τελευταίο και τραγικό εκκλησίασμα του ιερού ναού και οι τελευταίοι που ασπάστηκαν το σεπτό λείψανο του Αγίου Ευθυμίου.Οι ευσεβείς Χηλήτες φεύγοντας κυνηγημένοι από τον τόπο που γεννήθηκαν κατάφεραν να πάρουν την Κάρα του Αγίου Ευθυμίου και να την φέρουν στην Ελλάδα. Τι απέγινε το υπόλοιπο ιερό λείψανο , κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα. Η κάρα του Αγίου ήρθε αρχικά στη βόρειο Ελλάδα και από κεί με πομπή μεγάλη έφτασε στην Ευγένεια του Κερατσινίου το 1936 και τοποθετήθηκε στο Ναό που έφτιαξαν οι πρόσφυγες Χηλήτες, αφιερωμένο στον Άγιο Ευθύμιο επίσκοπο Σάρδεων.
Από τότε το Κερατσίνι έχει την ευλογία να κατέχει αυτόν τον ανεκτίμητο θησαυρό, θερμό προστάτη της πόλεως και πρεσβευτή προς τον Θεό.
Η ιστορία του Ιερού Ναού του Αγίου Ευθυμίου στο Κερατσίνι
Οι ευσεβείς Χηλήτες ξεριζωμένοι από τον τόπο τους φτάνουν ταλαιπωρημένοι και εγκαθίστανται στο λόφο του Κερατσινίου. Αρχικά μένουν σε παράγκες και αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες. Πρώτο μέλημά τους όμως είναι να φτιάξουν εκκλησία όπου θα λατρεύουν το Θεό και θα τοποθετήσουν τον πολύτιμο θησαυρό που με τόσους κινδύνους έφεραν μαζί τους, την κάρα του Αγίου Ευθυμίου. Έτσι το 1936 εγκαινιάσθηκε ο ναός στο όνομα του Αγίου. Αρχικά ένα ξύλινο παράπηγμα και επειδή φοβόντουσαν μήπως ο Άγιος κλαπεί, το βράδυ φιλοξενούσαν την τίμια Κάρα του σε ιδιωτικές οικίες. Εκείνοι που είχαν την μεγάλη τιμή να έχουν τον Άγιο σπίτι τους, διηγούνται πως όταν τύχαινε να σβήσει το καντήλι του κατά τη διάρκεια της νύχτας, άκουγαν χτυπήματα που τους ειδοποιούσαν να το ανάψουν και πάλι.
Οι φιλόθεοι χριστιανοί της περιοχής Κερατσινίου όμως, βοηθώντας τις πιο πολλές φορές από το υστέρημά τους, κατάφεραν να φτιάξουν τον μεγαλοπρεπή ναό που υπάρχει σήμερα, το μοναδικό σ’ όλη την Ελλάδα που τιμάται επ’ ονόματι του Αγίου.
Η χάρις του Αγίου δίνεται απλόχερα σε κάθε χριστιανό που προστρέχει με πίστη σ’ εκείνον που είναι πρόθυμος ν’ ακούσει τις ικεσίες μας . Πολλοί χριστιανοί φθάνουν στον Ναό για να ευχαριστήσουν του Άγιο για την θαυματουργική επέμβαση του στη ζωή τους.
Η μνήμη του Αγίου Ευθυμίου επισκόπου Σάρδεων του Ομολογητού, τιμάται την 26Η Δεκεμβρίου (ημέρα που παρέδωσε την αγία ψυχή του στο Θεό).
Από το 1964 και μετά, έχει καθιερωθεί και δεύτερη πανήγυρις, την Κυριακή που είναι αφιερωμένη στην μνήμη των Πατέρων της Ζ΄ (έβδομης) Οικουμενικής Συνόδου που συμπίπτει μεταξύ 11ης και 17ης Οκτωβρίου, λόγω της συμμετοχής του Αγίου Ευθυμίου στη Σύνοδο αυτή.
Στη σημερινή εποχή που τα πάντα αμφισβητούνται, που έχουμε θεοποιήσει το χρήμα και την ηδονή και έχουμε χάσει το αληθινό νόημα της ζωής, ο Άγιος Ευθύμιος ας γίνει ο φωτεινός οδοδείκτης που θα μας επαναφέρει στο σωστό δρόμο.
Ας τον παρακαλούμε μέσα στον κόσμο που λοιδορεί την πίστη στο Θεό, να μας δίνει τη δύναμη να ομολογούμε την Ορθοδοξία όπως με παρρησία έπραξε εκείνος.
«Άγιε του Θεού Ευθύμιε επίσκοπε Σάρδεων και ομολογητά πρέσβευε υπέρ ημών».
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐθυμίας ἔμπλεως καὶ θυμηδίας ἀῤῥήτου, φερωνύμως Ὅσιε ὑπὲρ τῶν θείων εἰκόνων, ἔφερες, πικρῶν βασάνων τὰς ἀλγηδόνας, στέφανον, τῆς ἀφθαρσίας σοὶ προξενούσας, διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, τῆς εὐσεβείας ὑπέρμαχος ἔνδοξος.
Ὁ Οἶκος.
Τῷ ἐν εἰκόνι τυπουμένῳ θεανδρικῷ χαρακτῆρι ἐνατενίζων, καὶ διὰ τῆς προπτύξεως τὴν σχετικὴν ἀπονέμων προσκύνησιν καὶ τιμήν, τὰς ὄψεις καὶ τὰ χείλη καθηγίαζες Ὅσιε·δι᾿ αὐτῆς δὲ πρὸς τὸ θεῖον ἀρχέτυπον διαβιβάζων τὸν νοῦν, καὶ τῷ γλυκυτάτῳ ἔρωτι τῆς αὐτοῦ ἀγαπήσεως τιτρωσκόμενος, τὰ τῆς θεόπαιδος θαύματα καὶ τῶν ἁγίων ἁπάντων τὰ κατορθώματα, ἰστορεῖσθαι καὶ τιμᾶσθαι συνοδικῶς ἐβεβαίωσας· ὦν τὸν βίον καὶ τοὺς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀγῶνας ζηλῶσας, βασιλεῖς παρανόμους διήλεγξας τὴν τῶν θείων εἰκόνων προσκύνησιν δυσσεβῶς ἀθετήσαντας. Ὅθεν καὶ διωγμοὺς ἀνδρειοφρόνως ἐγκαρτερήσας καὶ ὁμολογίᾳ τὸν βίον ἐπισφραγίσας, εἰς οὐρανοὺς σταφανηφόρος περιχαρῶς ἀνελήλυθας· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, τῆς εὐσεβείας ὑπέρμαχος ἔνδοξος.
Μεγαλυνάριον.
Δεῦτε αἱ χορεῖαι τῶν εὐσεβῶν ὕμνοις ἐγκωμίων καταστέψωμεν εὐλαβῶς, Εὐθύμιον ὄντως τὸν θεῖον Ἱεράρχην καὶ Μάρτυρα Κυρίου τὸν μεγαλώνυμον.
Έτερον Μεγαλυνάριον.
Σέβας ἀπονέμων τῷ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου ἐκτυπώματι σχετικῶς, πικραῖς ἐξορίαις ἠλάθης θεοφόρε, καὶ θάνατον ὑπέστης Πάτερ Εὐθύμιε.
Ο Άγιος Νικόδημος της Τισμάνα γεννήθηκε στο βυζαντινό Πρίλοπο στα νότια της Σερβίας το 1320. Ήταν συγγενής με την οικογένεια του σέρβου δεσπότη Αγ.Λαζαρου και του Ρουμάνου ηγεμόνα Νικολάου Αλεξάνδρου Μπασαράμπ. Από νέος πήγε στο Άγιον Όρος και έγινε μοναχός στη Μονή Χιλανδαρίου, όπου αργότερα έγινε ηγούμενος και πρωτοεπιστάτης του Αγ.Όρους. Το 1365 ήρθε στη Ρουμανία και με τη βοήθεια του ηγεμόνα Βλάικου Βόντα (1364-1367) και του Ράντου του Α (1377-1383) έφτιαξε τις μονές Βόντιτσα (1369) και Τισμάνα (1377).
Επίσης έχτισε στα νότια του Δούναβη τις μονές Βράτνα, Μαναστίριτσα και Βίσινα. Στα τέλη του 14ου αιώνα έχτισε και τη Μονή Πρισλόπ.
Η Ορθόδοξη εκκλησία τιμάει τη μνήμη του στις 26 Δεκεμβρίου,ημέρα της κοιμήσεώς του.
Φτάνοντας στο Άγιον Όρος, πρώτα ασκήθηκε σε κοινόβιο και έπειτα μόνος του σε μια σπηλιά κοντά στη Μονή Χιλανδαρίου. Όταν έγινε ηγούμενος στη Μονή Χιλανδαρίου μάζεψε γύρω του 100 περίπου μοναχούς, ελληνικής, σερβικής, ρουμανικής και βουλγαρικής καταγωγής. Ολοι είχαν φόβο Θεού και τρέφονταν από τις διδασκαλίες της Αγ. Γραφής, όντας και ένας έμπειρος δάσκαλος της προσευχής του Ιησού. Ήταν ένας φωτισμένος και έμπειρος θεολόγος και πνευματικός πατέρας και γι' αυτό πολλοί ησυχαστές, μοναχοί και ηγούμενοι ερχόνταν να τον συμβουλευτούν.
Επειδή ο Άγ. Νικόδημος έχαιρε μεγάλης εκτίμησης απ' όλους, μετά από παράκληση του κνέζη Λαζάρου, πήγε με τους υποτακτικούς του Ησαία και Παρθένιο στην Κωνσταντινούπολη ζητώντας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο συμβιβασμό με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας. Βλέποντας ο πατριάρχης και ο αυτοκράτορας την ταπεινότητα και τη σοφία του αγίου, έκαναν άρση του αναθέματος προς τη Σερβική Εκκλησία.
Μετά από θεική αποκάλυψη ήρθε στη Ρουμανία όπου βρισκόνταν ένα μικρό ησυχαστηριο. Με τη βοήθεια του ηγεμόνα Βλάντισλαβ-Βλάικου Βόντα έχτισε στις όχθες του ποταμού Βόντιτσα ένα μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγ. Αντώνιο τον Μέγα,το οποίο εγκαινιάστηκε ο 1369.
Έπειτα κοντα στον ποταμό Τισμάνα, όπου από τις αρχές του 14ου αιώνα ζούσαν πολλοί ασκητές, έχτισε τη φημισμένη Μονή Τισμάνα την οποία αφιέρωσε στην Κοίμηση της Θεοτόκου και η οποία ακολουθούσε το αγιορείτικο τυπικό. Μαζεύοντας κοντά του μερικούς λόγιους μοναχούς, έφτιαξε στην Τισμάνα ένα σχολείο καλλιγραφίας και αντιγραφής εκκλησιαστικών βιβλίων ονομαστό σε όλην την Βαλκανική Χερσόνησο. Επίσης καθοδηγούσε πνευματικά όλα τα μοναστήρια που είχε φτιάξει και αλληλογραφούσε με ηγουμένους και μοναχούς από το Άγιον Όρος, τη Σερβία και τη Ρουμανία, όπως και με τον Άγ. Ευθύμιο πατριάρχη Τίρνοβο.
Όταν γέρασε εμπιστεύθηκε τη φροντίδα των μονών Τισμάνα και Βόντιτσα στον υποτακτικό του ιερομόναχο Αγάθωνα και ο ίδιος αποτραβήχθηκε σ' ένα σπήλαιο κοντά στο μονστήρι το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα. Εκεί περνούσε την εβδομάδα με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή ενώ την Κυριακή κατέβαινε στη μονή για να λειτουργήσει και να νουθετήσει τους αδελφούς.
Αναφέρονται πολλά θαύματα του αγίου δια των προσευχών του, αλλά και αγγίζοντας οι ασθενεις το ράσο του. Μεταξύ εκείνων που θεράπευε αναφέρεται και η κόρη του βασιλιά Σιγισμούνδου η οποία υπέφερε από επιληψία.
Εκοιμήθη στις 26 Δεκεμβρίου 1406 και τα λείψανά του τοποθετήθηκαν στην μονή. Δεν είναι γνωστό πότε ανακομίστηκαν τα άφθαρτα λείψανά του. Ένα μέρος αυτών βρίσκονται στη Σερβία. Ο δείκτης του δεξιού του χεριού βρίσκεται άφθαρτος στη Μονή Τισμάνα. Άλλη πηγή - ένα βιβλίο των αρχών του 19ου αιώνα γραμμένο από τον ιερομόναχο Στέφανο, αναφέρει ότι τα λέιψανά του μεταφέρθηκαν κρυφά από σέρβους μοναχούς στο πατριαρχείο του Πεκίου όσο οι ρουμανοι μοναχοί κρυβόνταν στο όρος Τσιοκλοβίνα εξαιτίας του Αυστρο-τουρκικού πολέμου.
Πηγή: Προσκυνητής
«Ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ». Η φράση που καλωσόρισε τον Χριστό στη γη. Μόνο που αυτή η φράση απευθύνεται σε έναν αλαζόνα άνθρωπο.
Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα καὶ χιονιᾶς πάντα πᾶνε μαζί. Μὰ ἐκείνη τὴ χρονιὰ οἱ καιροὶ ἤτανε φουρτουνιασμένοι παρὰ φύση. Χιόνι δὲν ἔρριχνε. Μοναχὰ ποὺ ἡ ἀτμόσφαιρα ἤτανε θυμωμένη, καὶ φυσούσανε σκληροὶ βοριάδες μὲ χιονόνερο καὶ μ᾿ ἀστραπές. Καμμιὰ βδομάδα ὁ καιρὸς καλωσύνεψε καὶ φυσοῦσε μία τραμουντάνα ποὺ ἀρμενιζότανε. Μὰ τὴν παραμονὴ τὰ κατσούφιασε. Τὴν παραμονὴ ἀπὸ τὸ πρωΐ ὁ οὐρανὸς ἤτανε μαῦρος σὰν μολύβι, κ᾿ ἔπιασε κ᾿ ἔρριχνε βελονιαστὸ χιονόνερο.
Σὲ μία τοποθεσία ποὺ τὴ λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ἕνα μαντρὶ μὲ γιδοπρόδατα, ἀπάνω σὲ μιὰ πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ ποὺ κοίταζε κατὰ τὸ πέλαγο· τὸ μέρος αὐτὸ ἤτανε ἄγριο κ᾿ ἔρημο, γεμάτο ἀγριόπρινα, σκίνους καὶ κουμαριές, ποὺ ἤτανε κατακόκκινες ἀπὸ τὰ κούμαρα. τὸ μαντρὶ ἤτανε τριγυρισμένο μὲ ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].
Οἱ τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ ποὺ βρισκότανε παραμέσα καὶ πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὴ μάντρα καὶ ποὺ κοίταζε κατὰ τὴ νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, μὲ τρία - τέσσερα χωρίσματα, κι ἀψηλὴ ὡς τρία μπόγια. Τὰ ζωντανὰ σταλιάζανε κάτω ἀπὸ τὶς χαμηλὲς σάγιες, ποὺ ἔσκυβες γιὰ νὰ μπεῖς μέσα. Σωροὶ ἀπὸ κοπριὰ στεκόντανε ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, καὶ βγάζανε μία σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, τὸ χῶμα ἤτανε σκουπισμένο καὶ καθαρό, γιατὶ οἱ τσομπάνηδες ἤτανε μερακλῆδες, καὶ βάζανε τὰ παιδιὰ καὶ σκουπίζανε ταχτικὰ μὲ κάτι σκοῦπες κανωμένες ἀπὸ ἀστοιβιές.
Ἀρχιτσέλιγκας ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπαρμπάκος, ἕνας ἄνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ἀνάμεσα στὰ γίδια καὶ στὰ πρόβατα. Ἤτανε μαῦρος, μαλλιαρός, μὲ γένεια μαῦρα κόρακας, σγουρὰ καὶ σφιχτὰ σὰν τοῦ κριαριοῦ. Φοροῦσε σαλβάρια κοντὰ ὡς τὸ γόνατο, σελάχι στὴ μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριὰ τζεσμέδια στὰ ποδάρια του· τὸ κεφάλι του τὸ εἶχε τυλιγμένο μ᾿ ἕνα μεγάλο μαντίλι σὰν σαρίκι, κ᾿ οἱ μαρχαμάδες [= τὰ κρόσια] κρεμόντανε στὸ πρόσωπό του. Ἀρχαῖος ἄνθρωπος!
Εἶχε δυὸ παραγυιούς, τὸν Ἀλέξη καὶ τὸν Δυσσέα, δυὸ παλληκαρόπουλα ὡς εἴκοσι χρονῶν. Εἶχε καὶ τρία παιδιά, ποὺ τοὺς βοηθούσανε στ᾿ ἄρμεγμα καὶ κοιτάζανε τὸ μαντρὶ νά ῾ναι καθαρό. Αὐτὲς οἱ ἕξι ψυχὲς ἐζούσανε σὲ κεῖνο τὸ μέρος, κρυφὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀνάρια βλέπανε ἄνθρωπο.
Ἡ σπηλιὰ ἤτανε καπνισμένη κι ὁ βράχος εἶχε μαυρίσει ὡς ἀπάνω ἀπὸ τὴν καπνιὰ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα τῆς σπηλιᾶς. Ἐκεῖ μέσα εἴχανε τὰ γιατάκια τους, σὰν μεντέρια, στρωμένα μὲ προβιές. Στοὺς τοίχους τῆς σπηλιᾶς εἴχανε μπήξει παλούκια μέσα στὶς σκισμάδες τοῦ βράχου, καὶ κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια καὶ μαχαίρια, λὲς κ᾿ ἤτανε λημέρι τῶν ληστῶν. Ἀπ᾿ ἔξω φυλάγανε οἱ σκύλοι, ὅλοι ἄγριοι σὰν λύκοι.
Ἡ ἀκροθαλασσιὰ βρισκότανε ὡς ἕνα τσιγάρο ἀπόσταση ἀπὸ τὴ μάντρα. Ἤτανε ἔρημη, κι ἄλλο δὲν ἀκουγότανε ἐκεῖ πέρα παρὰ μοναχὰ ὁ ἀγκομαχητὸς τοῦ πελάγου, μέρα - νύχτα. Μὲ τὸν βοριὰ ἀπάγκιαζε, καὶ καμμιὰ φορᾶ πόδιζε κανένα καΐκι. Ἀλλιῶς δὲν ἔβλεπες βάρκα πουθενά. Ἀπὸ τὸ μαντρὶ ἀγνάντευε κανένας τὸ πέλαγο ἀνάμεσα στὰ δέντρα, καὶ τὸ μάτι ξεχώριζε καθαρὰ τὰ βουνὰ τῆς Μυτιλήνης.
Τὴν παραμονὴ τὰ Χριστούγεννα, εἴπαμε πὼς ὁ καιρὸς χάλασε, κι ἄρχισε νὰ πέφτει χιονόνερο. Οἱ τσομπάνηδες εἴχανε μαζευτεῖ στὴ σπηλιὰ κι ἀνάψανε μία μεγάλη φωτιὰ καὶ κουβεντιάζανε. Τὰ παιδιὰ εἴχανε σφάξει δυὸ ἀρνιὰ καὶ τὰ γδέρνανε. Ὁ Ἀλέξης ἔβαλε ἀπάνω σ᾿ ἕνα ράφι μυτζῆθρες καὶ τυρὶ ἀνάλατο μέσα στὰ τυροβόλια, ἁγίζι καὶ γιαούρτι. Ὁ Δυσσέας εἶχε μία παλιὰ Σύνοψη, κ᾿ ἐπειδὴ γνώριζε λίγο ἀπὸ ψαλτικὰ κ᾿ ἤξερε καὶ πέντε γράμματα, διάβαζε τὶς Κυριακάδες κι ὅποτε ἤτανε γιορτὴ κανένα τροπάρι καὶ λιγοστὰ ἀπὸ τὸν Ἑξάψαλμο. Ἐκείνη τὴν ὥρα φυλλομετροῦσε τὴ Σύνοψη, γιὰ νὰ δεῖ τί γράμματα ἤτανε νὰ πεῖ.
Θά ῾τανε ὥρα σπερινοῦ. Κείνη τὴν ὥρα ἀκούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πὼς θά ῾τανε τίποτα κυνηγοί· τὸ ἕνα παιδί, ποὺ εἶχε πάγει νὰ φέρει ξύλα μὲ τὸν γάϊδαρο, εἶπε πὼς τὸ πρωὶ εἶχε ἀκούσει τουφεκιὲς κατὰ τὴν ἀπὸ μέσα θάλασσα, κατὰ τὴν Ἁγιὰ-Παρασκευή. Οἱ σκύλοι πιάσανε καὶ γαβγίζανε ὅλοι μαζὶ καὶ πεταχτήκανε ὄξω ἀπὸ τὴ μάντρα.
Σὲ λίγο φανερωθήκανε ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ δυὸ ἄνθρωποι μὲ τουφέκια, καὶ φωνάζανε τοὺς τσομπάνηδες νὰ μαζέψουνε τὰ σκυλιά, ποὺ χυμήξανε ἀπάνω τους. Ὁ Σκούρης ἄφησε τοὺς ἀνθρώπους κι ἅρπαξε ἕνα ἀπὸ τὰ ζαγάρια πού ῾χανε οἱ κυνηγοὶ καὶ τὸ ξετίναζε νὰ τὸ πνίξει. Ὁ κυνηγὸς ἔρριξε ἀπάνου του, καὶ τὰ σκάγια τὸν πόνεσανε καὶ γύρισε πίσω, μαζὶ μὲ τ᾿ ἄλλα μαντρόσκυλα, ποὺ πηγαίνανε πισώδρομα ὅσο κατεβαίνανε οἱ κυνηγοί. Τέλος πάντων, ἐβγῆκε ὁ Μπαρμπάκος μὲ τοὺς ἄλλους καὶ πιάσανε τὸν Σκούρη καὶ τὸν δέσανε, διώξανε καὶ τ᾿ ἄλλα σκυλιά.
«Ὥρα καλή, βρὲ παιδιά!» φώναξε ὁ Παναγὴς ὁ Καρδαμίτσας, ζωσμένος μὲ τὰ φυσεγκλίκια, μὲ τὸ ταγάρι γεμάτο πουλιά.
Ὁ ἄλλος, ποὺ ἤτανε μαζί του, ἤτανε ὁ γυιός του ὁ Δημητρός.
«Πολλὰ τὰ ἔτη!» ἀποκριθήκανε ὁ Μπαρμπάκος κ᾿ ἡ συντροφιά του. «Καλῶς ὁρίσατε!»
Τοὺς πήγανε στὴ σπηλιά.
«Μωρέ, τ᾿ εἶν᾿ ἐδῶ; Παλάτι! Παλάτι μὲ βασιλοποῦλες!» εἶπε ὁ μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τὶς μυτζῆθρες ποὺ ἀχνίζανε.
Τοὺς βάλανε νὰ καθήσουνε, τοὺς κάνανε καφέ. Οἱ κυνηγοὶ εἴχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.
«Βρὲ ἀδερφέ», ἔλεγε ὁ μπάρμπα-Παναγής, «ποιὸς νὰ τό ῾λεγε, χρονιάρα μέρα, πὼς θὰ κάνουμε Χριστούγεννα στὸ σπήλαιο ποὺ ἐγεννήθη ὁ Χριστός! Ἐχτὲς περάσαμε στὴν Ἁγιὰ-Παρασκευή, νὰ κυνηγήσουμε λίγο. Ἔ, δικός μας εἶναι ὁ ἡγούμενος, κοιμηθήκαμε στὸ μοναστήρι, καὶ σήμερα τὴν αὐγὴ βγήκαμε στὸ κυνήγι. Βλέποντας πὼς φουρτούνιασε ὁ καιρός, εἴπαμε πὼς δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ περάσουμε τὸ μπουγάζι μὲ τὴ σαπιόβαρκα τοῦ μπάρμπα-Μανώλη τοῦ Βασιλέ. Κ᾿ ἐπειδὴ ξέραμε ἀπ᾿ ἄλλη φορὰ τὸ μαντρί, καὶ μὲ τὸ κυνήγι πέσαμε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, εἴπαμε νὰ ῾ρθουμε στ᾿ ἀρχοντικό σας... Μωρέ, τί σκύλο ἔχετε; Αὐτὸ εἶναι θηρίο, ἀσλάνι καὶ καπλάνι!
Μπρέ, μπρέ, μπρέ! τὸ ζαγάρι τὸ πετσόκοψε! Γιὰ κοίταξε τί χάλια τό ῾κανε!»
Καὶ γύρισε σὲ μία γωνιὰ τῆς σπηλιᾶς, ποὺ κλαμούριζε τὸ σκυλὶ κ᾿ ἔτρεμε σὰν θερμιασμένο.
«Ἔλα δῶ, Φλόξ! Φλόξ!»
Μὰ ἡ Φλὸξ ἀπὸ τὴν τρομάρα της τρύπωνε πιὸ βαθιά.
Ἅμα ἤπιανε δυὸ-τρία κονιάκια, ὁ μπάρμπα-Παναγὴς ἄρχισε νὰ μασᾶ τὰ μουστάκια του, καὶ στὸ τέλος ἔπιασε νὰ τραγουδᾶ:
Καλὴν ἑσπέραν, ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.
Ὕστερα ὁ Δυσσέας ἔψαλε τὸ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε».
Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀκούσανε πάλι τὰ σκυλιὰ νὰ γαβγίζουνε. Στείλανε τὰ παιδιὰ νὰ δοῦνε τί εἶναι. Ὁ ἀγέρας εἶχε μπουρινιάσει κ᾿ ἔρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!
Σὲ λίγο πάψανε τὰ σκυλιά, καὶ γυρίσανε πίσω τὰ παιδιά. Ἀπὸ πίσω τοὺς μπήκανε στὴ σπηλιὰ τρεῖς ἄντρες, ποὺ φαινόντανε πὼς ἤτανε θαλασσινοί, καὶ δυὸ καλόγεροι, βρεμένοι ὅλοι καὶ ξυλιασμένοι ἀπ᾿ τὸ κρύο. Τοὺς καλωσορίσανε, τοὺς βάλανε καὶ καθήσανε.
Μόλις πῆγε κοντὰ στὴ φωτιὰ ὁ πρῶτος, ὁ καπετάνιος, τὸν γνώρισε ὁ Μπαρμπάκος κ᾿ ἔβγαλε μία χαρούμενη φωνή. Ἤτανε ὁ καπετάν-Κωσταντὴς ὁ Μπιλικτσῆς, ποὺ ταξίδευε στὴν Πόλη. Εἶχε περάσει κι ἄλλη φορὰ ἀπὸ τὴ Σκρόφα, κ᾿ εἴχανε δέσει φιλία μὲ τὸν Μπαρμπάκο, ποὺ δὲν ἤξερε τί περιποίηση νὰ τοὺς κάνει· οἱ ἄλλοι δυὸ ἤτανε γεμιτζῆδες κι αὐτοί, ἄνθρωποι τοῦ καϊκιοῦ του.
Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς καλόγερους, ἕνας σωματώδης μὲ μαῦρα γένεια, ὀμορφάνθρωπος, ἤτανε ὁ πάτερ-Σίλβεστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ὁ ἄλλος ἤτανε λιγνός, μὲ λίγες ἀνάριες τρίχες στὸ πηγούνι, σὰν τὸν Ἅγιο Γιάννη τὸν Καλυβίτη. Τὸν λέγανε Ἀρσένιο Σγουρή.
Ὁ καπετάν-Κωσταντὴς ἐρχότανε ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ πῆρε στὸ καΐκι τὸν πάτερ-Σίλβεστρο, ποὺ εἶχε πάγει στὴν Πόλη ἀπὸ τ᾿ Ἅγιον Ὄρος γιὰ ἐλέη, κ᾿ ἤθελε νὰ κάνει Χριστούγεννα στὴν πατρίδα του. Ὁ πάτερ-Ἀρσένιος εἶχε ταξιδέψει μαζί του ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Παντοκράτορας στὸ Ὄρος, κ᾿ ἤτανε ἀπὸ τὴ Θεσσαλία.
Ταξιδέψανε καλά. Μὰ σὰν καβατζάρανε τὸν Κάβο-Μπαμπᾶ, ὁ ἀγέρας μπουρίνιασε, κι ὅλη τὴ μέρα ἀρμενίζανε μὲ μουδαρισμένα πανιὰ καὶ μὲ τὸν στάντζο, ὡς ποὺ φτάξανε κατὰ τὸ βράδυ ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸ Ταλιάνι. Ὁ καιρὸς σκύλιαξε κι ὁ καπετάνιος δὲν μπόρεσε νά ῾μπεῖ στὸ μπουγάζι, νὰ κάνουνε Χριστούγεννα στὴν πατρίδα.
Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ ποδίσει, καὶ πῆγε καὶ φουντάρισε στ᾿ ἀπάγκειο, πίσω ἀπὸ ἕναν μικρὸν κάβο, ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ μαντρί. Κ᾿ ἐπειδὴ θυμήθηκε τὸν φίλο του τὸν Μπαρμπάκο, πῆρε τοὺς γέροντες καὶ τοὺς δυὸ ἄλλους νοματέους καὶ τραβήξανε γιὰ τὸ ἁγίλι [=μαντρί]. Στὸ τσερνίκι εἴχανε ἀφήσει τὸν μπαρμπ᾿ - Ἀπόστολο μὲ τὸν μοῦτσο.
Σὰν εἴδανε πὼς στὴ σπηλιὰ βρισκότανε κι ὁ κύρ-Παναγὴς μὲ τὸν κύρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρὰ καὶ φασαρία.
«Μωρὲ νὰ δεῖς», ἔλεγε ὁ κύρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε τὸ τροπάρι, κι ἀπάνω ποὺ λέγαμε «ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο...», φτάξατε κ᾿ ἐσεῖς οἱ μάγοι μὲ τὰ δῶρα! Γιατὶ βλέπω μία νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσὸν καὶ λίβανον»!
«Χά! Χά! Χά!» - γελοῦσε δυνατὰ ὁ κύρ-Παναγής, μισομεθυσμένος καὶ ψευδίζοντας, καὶ χάϊδευε τὴν κοιλιά του, γιατὶ ἤτανε καλοφαγᾶς.
Στὸ μεταξὺ ὁ πάτερ - Ἀρσένιος ὁ Σγουρῆς ζωντάνεψε ὁ καϊμένος, κ᾿ εἶπε σιγανὰ χαμογελώντας καὶ τρίβοντας τὰ χέρια του:
«Δόξα σοι ὁ θεός, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, ποὺ μᾶς ἐλύτρωσες ἐκ τοῦ κλύδωνος!» κ᾿ ἔκανε τὸν σταυρό του.
Ὁ πάτερ-Σίλβεστρος εἶπε νὰ σηκωθοῦνε ὄρθιοι, κ᾿ εἶπε λίγες εὐχές, τὸ «Χριστὸς γεννᾶται», κ᾿ ὕστερα μὲ τὴ βροντερὴ φωνή του ἔψαλε:
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν τιμιωτέραν καὶ ἐνδοξοτέραν τῶν ἄνω στρατευμάτων.
Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον, θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον, τὴν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλήθη ὁ ἀχώρητος Χριστὸς ὁ Θεός, ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν».
Ὕστερα καθήσανε στὸ τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο καὶ χαρούμενο δὲν ἔγινε σὲ κανένα παλάτι. Τρώγανε καὶ ψέλνανε. Καὶ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα εἶχε ἀπάνω, ἀπὸ τὰ μοσκοβολημένα τ᾿ ἀρνιά, τὰ τυριά, τὰ μανούρια, τὶς μυτζῆθρες, τὶς μπεκάτσες καὶ τ᾿ ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ, ὡς τὴ λακέρδα καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ πολίτικα ποὺ φέρανε οἱ θαλασσινοί, καθὼς καὶ κρασὶ μπρούσικο.
Ὄξω φυσομανοῦσε ὁ χιονιᾶς, καὶ βογγούσανε τὰ δέντρα κ᾿ ἡ θάλασσα ἀπὸ μακριά. Ἀνάμεσα στὰ βουΐσματα ἀκουγόντανε καὶ τὰ κουδούνια ἀπὸ τὰ ζωντανὰ ποὺ ἀναχαράζανε. Μέσα ἀπὸ τὴ σπηλιὰ ἔβγαινε ἡ κόκκινη ἀντιφεγγιὰ τῆς φωτιᾶς μαζὶ μὲ τὶς ψαλμωδίες καὶ μὲ τὶς χαρούμενες φωνές. Κι ὁ κυρ-Παναγὴς ἔκλεβε κάπου-κάπου λίγον ὕπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ᾿ ὕστερα ξυπνοῦσε κ᾿ ἔψελνε μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία.
Ἀληθινά, ἀπὸ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔλειπε τίποτα. Ὅλα ὑπήρχανε: τὸ σπήλαιο, οἱ ποιμένες, οἱ μάγοι μὲ τὰ δῶρα, κι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἤτανε παρὼν μὲ τοὺς δυὸ μαθητές του, ποὺ εὐλογούσανε «τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν».
Αγαπητοί φίλοι, σας ευχόμαστε καλά και ευλογημένα Χριστούγεννα. Σας στέλνουμε τις θερμότερες ευχές μας με υγεία και αγάπη.
Συρόμαστε διανοητικά εξανδραποδισμένοι προς την καθολική επίθεση κατά της oρθόδοξης παράδοσης
Όλος ο σοσιαλιστικός κόσμος είναι μια μεγάλη φυλακή, με κέντρο τις υψηλής έντασης φυλακές του. η διαδικασία που διεξάγεται έντονα στις φυλακές, κατόπιν σκορπίζεται σχεδόν διαλυμένη στο λαό, αλλά με συμπεράσματα εξίσου ολέθρια.
Είναι φανερό εδώ και αρκετό καιρό ότι κάτι δεν πάει καλά με την υποκατάστατη μητρότητα. Από τότε που ξεκίνησε η εμπορική αυτή βιομηχανία στα τέλη της δεκαετίας του 1970,
Γιόγκα κ' διαλογισμός (Μέρος Α'): Εἶδος γυμναστικής ἤ μία θρησκευτική πράξη;
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...