Το 1021 η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, πριν καλά-καλά συνέλθει από τον πολυετή, άγριο πόλεμο με τους Βούλγαρους, βρέθηκε στην ανάγκη να πολεμήσει και πάλι, αυτή την φορά στα ανατολικά της σύνορα. Ο βασιλιάς της Γεωργίας Γεώργιος αποφάσισε να κυριεύσει βυζαντινά εδάφη στην περιοχή, εδάφη που είχε παραχωρήσει στην Αυτοκρατορία ο Γεωργιανός πρίγκιπας Δαβίδ, πολλά χρόνια πριν.
O Γεώργιος Α’ της Γεωργίας ήταν ένας εξαιρετικά φιλόδοξος ηγεμόνας. Εκμεταλλευόμενος την εμπλοκή της Αυτοκρατορίας στην Βαλκανική, κυρίευσε τα αυτοκρατορικά εδάφη στην περιοχή το 1015-16, φτάνοντας στο σημείο να συμμαχήσει με κάθε διαθέσιμο σύμμαχο, μεταξύ άλλων και τους Άραβες, αλλά και τους Αρμένιους.
Ο μεγαλύτερος ίσως αυτοκράτορας της Αυτοκρατορίας, ο Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος, δεν μπορούσε να αγνοήσει μια τέτοια απειλή και αποφάσισε να κινηθεί προσωπικά παρά το προχωρημένο της ηλικίας του και την κόπωση από τον σκληρό πόλεμο με τους Βούλγαρους. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Βασίλειος ήταν εκείνη την εποχή 64 ετών (πέθανε το 1025, τέσσερα χρόνια μετά).
Ο Βασίλειος επικεφαλής ισχυρής στρατιάς, στην οποία είχε εντάξει και την περίφημη Φρουρά των Βαράγγων, έφτασε στις ανατολικές εσχατιές της Αυτοκρατορίας και αφού πρώτα ενίσχυσε την άμυνα της Θεοδοσιούπολης κινήθηκε κατά των εχθρών και νίκησε σε μια πρώτη σύγκρουση την συμμαχική στρατιά Γεωργιανών και Αρμενίων ανακτώντας την περιοχή της Φασιανής και φτάνοντας στην λίμνη που σήμερα ονομάζεται Τσιλιτρί και βρίσκεται στα σημερινά σύνορα Τουρκίας-Γεωργίας-Αρμενίας. Η λίμνη εκείνη την εποχή ονομαζόταν από τους Γεωργιανούς “λίμνη των Σκιών”. Εκεί θα δινόταν η πρώτη μεγάλη πόλη του πολέμου.
Στη λίμνη των Σκιών και μέχρι την νίκη
Λίγα είναι γνωστά για την μάχη που ακολούθησε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1021. Ο Βασίλειος διέθετε 40.000 άνδρες, εκ των οποίων οι 5.000 ήταν Βάραγγοι. Ο Γεώργιος έσπευσε να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς στην περιοχή της λίμνης, αλλά το ιππικό του βρέθηκε σε έλη και είναι άγνωστο αν τελικά συμμετείχε και σε ποιο βαθμό στην μάχη. Ο Βασίλειος αμέσως εξαπέλυσε επίθεση κατά του εχθρού, αλλά αποκρούστηκε. Νέα βυζαντινή επίθεση είχε την ίδια τύχη με αποτέλεσμα ο Γεωργιανός βασιλιάς να πάρει θάρρος και να εξαπολύσει σφοδρή αντεπίθεση.
Ο εμπειροπόλεμος Βασίλειος όμως δεν ήταν από αυτούς που φοβούνται. Έτσι την κατάλληλη στιγμή εκτόξευσε αντεπίθεση στην αντεπίθεση των εχθρών και τους κατανίκησε. Οι Γεωργιανοί έχασαν δύο στρατηγούς και υποχώρησαν. Στο δύσκολο έδαφος της περιοχής ο Βασίλειος δεν μπόρεσε να τους καταδιώξει όπως ήθελε. Έτσι ο αυτοκράτορας αποφάσισε να επιστρέψει με τον στρατό του και να διαχειμάσει στην Τραπεζούντα με σκοπό να εκστρατεύσει ξανά, όταν οι συνθήκες θα το επέτρεπαν, κατά του υπερφίαλου Γεωργιανού βασιλιά.
Την άνοιξη του 1022 ο Βασίλειος επανήλθε. Είχε δείξει το πείσμα και την θέλησή του κατά των Βουλγάρων και τώρα ήταν και πάλι αποφασισμένος να συντρίψει οριστικά τους εχθρούς της Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος άλλωστε ήταν ένας αφοσιωμένος υπηρέτης του κράτους και των υπηκόων του σε όλη του τη ζωή. Τίποτε άλλο πέραν του κράτους δεν τον απασχόλησε σε όλη του την ζωή, ούτε γυναίκες, ούτε διασκεδάσεις, ούτε καμία παρέκκλιση.
Η μάχη του Σβίνταξ
Ενόψει της νέας αυτοκρατορικής εκστρατείας οι Γεωργιανοί πάντως, μετά την πρώτη ήττα τους, φάνηκαν πρόθυμοι να διαπραγματευτούν. Ο Βασίλειος δεν απέκρουσε την πρόταση, αλλά τότε βρέθηκε αντιμέτωπος με μια νέα συνωμοσία. Οι στρατηγοί του Νικηφόρος Φωκάς (συνονόματος του αυτοκράτορα και γιος του Βάρδα Φωκά) και Νικηφόρος Ξιφίας (ο ήρωας της μάχης του Κλειδίου το 1014) επαναστάτησαν κατά του ενδόξου αυτοκράτορα. Αιτία ήταν η προστασία που παρείχε ο Βασίλειος στους φτωχούς έναντι των λεγομένων “δυνατών”. Εκπρόσωποι της αριστοκρατίας αμφότεροι δεν ανέχονταν καμία περιστολή στα προνόμιά τους.
Η εξέγερση ξέσπασε στην κεντρική Μικρά Ασία δημιουργώντας επιπλέον περισπασμούς στον Βασίλειο, αλλά και περισσή ικανοποίηση στους Γεωργιανούς εχθρούς. Μαζί με τους στασιαστές στρατηγούς συντάχθηκαν και πολλοί Αρμένιοι και Γεωργιανοί τοπικοί ηγεμονίσκοι γεγονός που προκάλεσε υποψίες στον Βασίλειο για την στάση και του Γεωργιανού βασιλιά στην όλη υπόθεση. Ο Βασίλειος πάντως αντέδρασε κεραυνοβόλα όπως πάντα. Αντί να στραφεί ο ίδιος κατά των στασιαστών, κινήθηκε κατά των Γεωργιανών με τον στρατό του, στέλνοντας τον στρατηγό του Θεοφύλακτο κατά των εξεγερμένων. Σύντομα η επανάσταση έσβησε. Ο Φωκάς σκοτώθηκε και ο Ξιφίας εξορίστηκε.
Έτσι ο Βσσίλειος στράφηκε και πάλι ανενόχλητος κατά των εχθρών στους οποίους καταλόγιζε την ηθική αυτουργία πίσω από την εξέγερση. Έχοντας χάσει χρόνο λόγο των εξελίξεων ο Βασίλειος κινήθηκε ταχύτατα κατά των εχθρών. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς δόθηκε η μάχη. Το πιθανότερο είναι να δόθηκε στα τέλη του καλοκαιριού του 1022. Επίσης άγνωστο παραμένει το που δόθηκε η μάχη. Το τοπωνύμιο “Σβίνταξ” είναι γνωστό μόνο από κάποιες γεωργιανές πηγές που αναφέρουν ότι βρισκόταν στην περιοχή της Φασιανής.
Ο Γεώργιος είχε αναπτύξει τον στρατό του στην περιοχή και τον είχε αναπτύξει έτσι ώστε να αιφνιδιάσει τους Βυζαντινούς στην φάση της προσπέλασης. Και αρχικά φάνηκε να επιτυγχάνει εφορμώντας με το ιππικό του και υποχρεώνοντας τμήματα του βυζαντινού στρατού σε υποχώρηση. Πιστεύεται ότι η εν λόγω υποχώρηση αποτελούσε στρατήγημα του Βασιλείου. Σε κάθε περίπτωση ο αυτοκράτορας, την ώρα που οι εχθροί θεωρούσαν ότι τους χαμογελούσε η νίκη, εφόρμησε εναντίον τους με απίστευτη ορμή με αιχμή του δόρατος τους Βάραγγους.
Το πεζικό των Γεωργιανών δεν μπόρεσε να σταματήσει τους τρομερούς εκείνους πολεμιστές και το ιππικό τους ήταν αποδιοργανωμένο μετά την αρχική του επίθεση. Έτσι σε λίγη ώρα ο στρατός του Γεωργιανού βασιλιά είχε αφανιστεί κυριολεκτικά και χιλιάδες κομμένα κεφάλια εχθρών ήταν διάσπαρτα στο πεδίο και όχι μόνο. Ύστερα από την καταστροφική αυτή ήττα, ο Γεώργιος ταπεινωμένος ικέτευσε τον Βασίλειο για ειρήνη, αποδεχόμενος την βυζαντινή κυριαρχία στα εδάφη που διεκδικούσε, αλλά χάνοντας και δικά του εδάφη και οχυρά και παραδίδοντας τον γιο του ως όμηρο στον Αυτοκράτορα…
Ο Βασίλειος είχε και πάλι συντρίψει τους εχθρούς.
Πηγή: history-point.gr