
Η Εκκλησία είναι αλάθητη;
Απάντηση: Η Ορθόδοξη Εκκλησία, η μοναδική Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, εφόσον αποτελεί το θεανθρώπινο σώμα του Χριστού και συνεχίζει το λυτρωτικό έργο Εκείνου, είναι όχι μόνο ο φορέας της χάρης Του και η βέβαιη κιβωτός της σωτηρίας, αλλά και ο αλάθητος διδάσκαλος της αλήθειας, αντλώντας το κύρος και την αυθεντία της από τον αλάθητο Αρχηγό της, ο οποίος της έστειλε το Πνεύμα Του, τον Παράκλητο, για να την οδηγεί πάντοτε «σε όλη την αλήθεια» (Ιω. 16:13). Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος ονομάζει την Εκκλησία «στύλο και θεμέλιο της αλήθειας (Α’ Τιμ. 3:15). Και ο άγιος Ειρηναίος γράφει: «Δεν πρέπει να αναζητάς την αλήθεια στους άλλους, αλλά να τη διδαχθείς από την Εκκλησία, στην οποία, σαν σε ευρύχωρο θησαυροφυλάκιο, οι απόστολοι τοποθέτησαν όλα όσα είναι αληθινά».
Γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η αληθινή Εκκλησία του Χριστού;
Απάντηση: Επειδή η Ορθόδοξη Εκκλησία και μόνο αυτή είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Συμβόλου της Πίστεως.
Αναλυτικότερα:
1. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και μόνο αυτή είναι η μία Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός, είναι το ένα και μοναδικό θεανθρώπινο σώμα του ενός και μοναδικού Θεανθρώπου Ιησού, καθώς α) έχει μία πίστη, διαφυλάσσει δηλαδή ανόθευτο το σύνολο των δογματικών αληθειών, όπως αυτές παραδόθηκαν από τον Κύριο και τους αποστόλους, ερμηνεύθηκαν θεόπνευστα από τους θεοφόρους πατέρες και διατυπώθηκαν αλάθητα από τις άγιες Οικουμενικές Συνόδους, β) έχει μία λατρεία, κέντρο της οποίας είναι η θεία Ευχαριστία, και γ) έχει ένα διοικητικό πολίτευμα, πολίτευμα ιεραρχικό και συνοδικό. Έτσι, τόσο οι αιρετικοί, εκείνοι δηλαδή που διαστρεβλώνουν μία ή περισσότερες αλήθειες της θείας αποκαλύψεως, όσο και οι σχισματικοί, εκείνοι δηλαδή που προσβάλλουν το διοικητικό πολίτευμα της Εκκλησίας, θέτουν τον εαυτό τους έξω από την αληθινή Εκκλησία.
2. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, και μόνο αυτή, είναι αγία, επειδή αγία είναι η κεφαλή της, ο Χριστός, άγιο το Πνεύμα που τη ζωοποιεί, αγία η χάρη που κατέχει και μεταδίδει στους πιστούς, άγια τα Μυστήριά της και αγιαστικός ο σκοπός της, η σωτηρία των ανθρώπων.
3. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και μόνο αυτή είναι καθολική, τοπικά αφενός, επειδή επιδιώκει να εξαπλωθεί σ’ όλον τον κόσμο και να περιλάβει ολόκληρη την ανθρωπότητα, και τροπικά αφετέρου, επειδή, όπου κι αν βρίσκεται στη γη, κατέχει την ολότητα εκείνη που απαρτίζει την ενότητα της Εκκλησίας, δηλαδή τη μία πίστη, τη μία λατρεία και το ένα διοικητικό πολίτευμα. Επομένως, κακώς λέγεται «καθολική» η παπική «Εκκλησία», αφού, διαστρεβλώνοντας κορυφαίες δογματικές αλήθειες της πίστεως (Filioque κ.ά.), εισάγοντας πολλούς νεωτερισμούς στη λατρεία και αλλοιώνοντας το συνοδικό πολίτευμα της Εκκλησίας με το παπικό πρωτείο και αλάθητο, έγινε αιρετική.
4. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και μόνο αυτή είναι αποστολική, επειδή έχει οικοδομηθεί πάνω στο θεμέλιο των αποστόλων, με ακρογωνιαίο λίθο τον Ιησού Χριστό (Εφ. 2:20). Η αποστολικότητα πιστοποιείται εξωτερικά με τη λεγόμενη αποστολική διαδοχή, δηλαδή με την αδιάκοπη σειρά των χειροτονιών των επισκόπων από τους αποστόλους μέχρι σήμερα, και εκφράζεται στη συνέχεια της αποστολικής διδασκαλίας. Έτσι, τόσο ο προτεσταντισμός, που έχει χάσει την αποστολική διαδοχή, όσο και ο παπισμός, που έχει χάσει τη συνέχεια της αποστολικής διδασκαλίας, στερούνται τα χαρακτηριστικά της αληθινής Εκκλησίας. Αυτά υπάρχουν μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Πηγή: (Από το βιλίο: Γέροντος Ευστρατίου (Γκολοβάνσκι), “Απαντήσεις σε ερωτήματα χριστιανών”. Ιερά Μονή Παρακλήτου, 2012. Ερωτήσεις 125 και 140, σελ. 130 και 149), Κοινωνία ορθοδοξίας, Η άλλη όψις

Κάποιος Γέρων ἀσκητὴς μέγας καὶ διορατικός εἶχε φθάσει εἰς μέτρα ἀσκἡσεως ὑπερἀνω τῶν δαιμονικῶν πειρασμῶν, τῶν ὁποίων τὴν ἐπἡρεια εὐθαρσῶς κατεφρόνει. Εἶχαν ἀνοίξει μὲ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ τῆς ψυχῆς του τὰ μάτια καὶ ἔβλεπε ὁφθαλμοφανῶς Ἀγγέλους καὶ δαίμονας, πῶς ὁ καθένας ἀπὸ τὴν ἰδικήν του παράταξιν ἀγωνιζόμενος ἐπηρεἀζει τῶν ἀνθρώπων τὸν βίον. Τόσον μέγας ἦταν ὁ Γέρων αὐτός εἰς τὸ νὰ περιφρονῇ καὶ νὰ περιπαίζῃ ἐμφανῶς τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ὥστε πολλές φορές τοὺς ἐμέμφετο καὶ τοὺς ἔθλιβε, ὑπενθυμίζων εἰς αὐτούς και τὴν ἔκπτωσίν των ἀπὸ τὸν οὐρανὸν και τοῦ αἰωνίου πυρός τὴν κόλασιν, ἡ ὁποία ὡς ὑποδίκους τούς ἀναμἑνει.
«Δεῦτε πρός με πᾶντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι,
κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» ().

Ἀντὶ προλόγου
Ὁ θεοχειροτόνητος ἐπίσκοπος Ἰκονίου Ἅγιος Ἀμφιλόχιος, ἐξάδελφος Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, μαθητής καὶ φίλος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, εἰς τὸν «Περὶ μετανοίας» ἐπιγραφόμενον εἰς αὐτὸν Λόγον του, μεταξὺ ἄλλων περὶ μετανοίας φιλανθρώπων διηγήσεων, ἀναφέρει καὶ τὸ ἀκόλουθον παράδοξον περιστατικόν.
«Βούλομαι δὲ καὶ ἑτέραν ἀφήγησιν, ὦ φίλοι, ὠφέλιμον οὖσαν ὑμῖν διηγήσασθαι, δεικνύουσαν καθαρῶς Θεὸν μηδένα ἀποστρέφεσθαι τῶν προσπελαζόντων αὐτῷ. Καὶ τοῦτο... ἀπὸ τῆς βίβλου τῶν Πατέρων πειράσομαι διηγήσασθαι».
- Θέλω, ὦ φίλοι, λέγει, νὰ σᾶς διηγηθῶ καὶ μίαν ἄλλην ὠφέλιμον διήγησιν ἡ ὁποία φανερώνει πολὺ καθαρὰ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀποστρἑφεται κανένα ἀπὸ ὅσους θέλουν διὰ μετανοίας νὰ τὸν πλησιἀσουν, μὲ σκοπὸν νὰ σωθοῦν. Καὶ αὐτὸ θὰ τὸ ἀνασὐρω ἀπὸ τὴν βίβλο τῶν πατερικῶν διηγήσεων.
Διηγεῖται λοιπὸν ὁ Ἅγιος καὶ τὸ ἀπροσδόκητον αὐτὸ γεγονός, ὡς ἔνδειγμα τῆς ἄκρας τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας πρὸς τοὺς ἁμαρτάνοντας, ὥστε νὰ μὴ διστάζουν ὡς πρὸς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἐὰν θελήσουν ἀληθινὰ νὰ μετανοήσουν.
Ἀπὸ τὴν διήγησιν αὐτὴν πληροφορούμεθα ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ ἀφἡνῃ ποτὲ τὸν ἑαυτὸν του εἰς λογισμοὑς ἀπελπισίας καὶ ἀπογνώσεως ὡς πρός τὴν σωτηρίαν του, ἀκόμη καὶ ἐὰν καθ' ὑπόθεσιν ἦτο τόσον ἀμαρτωλός, ὡς νὰ ἧτο δαίμων, καὶ ἤθελε εἰλικρινῶς νὰ μετανοήσῃ.
«Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀναβάλλουμε, οὔτε νὰ βραδύνουμε δι' ἐκεῖνον ποὺ πρόκειται νὰ καταπονισθῆ. Διότι ἄν θελήσεις δι' ὁλίγον χρόνον νὰ ἀναβἀλῃς τὴν σωτηρία του, θὰ τὸν ἐγκαταλείψῃς στὴν ἀγριότητα τῆς τρικυμίας. Δι' αὐτὸ σὲ τέτοιες συμφορές χρειάζεται ταχύτης, ταχύτης καὶ προσπάθεια ἐντατικἡ... Ἄς γινὡμεθα, λοιπόν, προνοητικοὶ διὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν μας».
(Ἅγ. Ἰωάν. Χρυσόστομος)

Λέγει λοιπόν ἡ ἐκ παραδὁσεως ἐρχομένη αὐτὴ διήγησις ὅτι:
Κάποιος Γέρων ἀσκητὴς μέγας καὶ διορατικός εἶχε φθάσει εἰς μέτρα ἀσκἡσεως ὑπερἀνω τῶν δαιμονικῶν πειρασμῶν, τῶν ὁποίων τὴν ἐπἡρεια εὐθαρσῶς κατεφρόνει. Εἶχαν ἀνοίξει μὲ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ τῆς ψυχῆς του τὰ μάτια καὶ ἔβλεπε ὁφθαλμοφανῶς Ἀγγέλους καὶ δαίμονας, πῶς ὁ καθένας ἀπὸ τὴν ἰδικήν του παράταξιν ἀγωνιζόμενος ἐπηρεἀζει τῶν ἀνθρώπων τὸν βίον. Τόσον μέγας ἦταν ὁ Γέρων αὐτός εἰς τὸ νὰ περιφρονῇ καὶ νὰ περιπαίζῃ ἐμφανῶς τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ὥστε πολλές φορές τοὺς ἐμέμφετο καὶ τοὺς ἔθλιβε, ὑπενθυμίζων εἰς αὐτούς και τὴν ἔκπτωσίν των ἀπὸ τὸν οὐρανὸν και τοῦ αἰωνίου πυρός τὴν κόλασιν, ἡ ὁποία ὡς ὑποδίκους τούς ἀναμἑνει.
Οἱ δαίμονες, ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, κοινολογὡντας τὴν προκοπὴν καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ θεοφόρου αὐτοῦ Γέροντος, κατέλιξαν εἰς τὴν γνώμην νὰ μὴν τὸν πλησιάσῃ κανείς πλέον ἀπὸ μέρους των εἰς τὸ ἑξῆς μήτε νὰ τολμήσῃ νὰ παλαίσῃ μαζὶ του μήπως καὶ πληγωθῇ ἀπὸ αὐτόν, διότι μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔφθασε εἰς μέτρα τελειώσεως ὑπερβαίνοντα τὴν κοινὴν ἀνθρωπίνην φύσιν.
Ἐδῶ περίπου εὑρίσκοντο πνευματικῶς, ἐν σχέσει μὲ τὸν μέγαν Γέροντα τὰ πράγματα, ὅταν μίαν ἡμέραν ἕνας τῶν δαιμόνων λέγει εἰς ἕνα ἄλλον συνταλαίπωρον ὅμοιον του, Ζερέφερ τὸ ὄνομα - ἐὰν ἔχουν οἱ ἀκατονόμαστοι ὄνομα.
- Ζερἑφερ· τοῦ λέγει, ἔχω ἔνα λογισμόν· Ἆραγε, ἐὰν κάποιος ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς δαίμονας ἤθελε μεταμεληθῇ - ἀλλάξῃ γνώμην, τὸν δέχεται ἆραγε εἰς μετάνοιαν ὁ Θεός;
Τὶ λέγεις; ναὶ ἢ ὄχι; Καὶ ποιός ἐνδεχομένως θα ἠμποροῦσε νὰ τὸ γνωρίζῃ αὐτό;
Περίεργον ἀπίθανον τὸ ἐρώτημα.
Τοῦ ἀποκρίνεται ὁ Ζερέφερ·
- Θέλεις, τοῦ λέγει· να ὑπάγω εἰς τὸν μέγαν Γέροντα ποὺ μᾶς περιφρονεῖ καὶ μᾶς περιπαίει νὰ τὸν πειράξω μὲ τὸ ἐρώτημα αὐτό, νὰ λάβωμε ἀπάντησι;
Τοῦ λέγει ὁ πρῶτος·
- Πήγαινε, ἀλλὰ πρόσεχε καλά, διότι ὁ Γέροντας εἶναι ἀνεβασμένος πνευματικα, εἶναι διορατικός καὶ θὰ γνωρίσῃ τὸν δόλον· καὶ δὲν θὰ πεισθῇ νὰ ἐρωτήσῃ περὶ τοῦ ζητήματος αὑτοῦ τὸν Θεόν. Ὅμως πήγαινε· καὶ ἢ ἐπιτυγχάνεις τόν σκοπόν σου, ἢ δοκιμὰζεις καὶ φεύγεις.
Ἐπῆγε λοιπὸν πρός τὸν μέγαν Γέροντα ὁ Ζερέφερ, σχηματίζοντας τὸν ἑαυτόν του ὡς ἄνθρωπον παναμαρτωλόν, θρηνοῦντα καὶ ὀδυρόμενον τὴν ἀπώλειάν του. Ὁ δὲ Θεός, θέλων να δείξῃ ὅτι οὑδένα μετανοημένον ἀποστρέφεται, ἀλλὰ δέχεται τούς πάντας, ἐὰν εἰλικρινῶς εἰς Αὐτὸν ἐπιστρέφουν, δὲν ἐφανέρωσε εἰς τὸν Γέροντα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν περἱπτωσιν αὐτὴν τῆς πανουργίας τοῦ δαίμονος, ἀλλ' ὡς ἄνθρωπον ὁ Γέρων ἔβλεπε τὸν πονηρὸν καὶ τίποτε περισσότερον.
Θρηνεῖ λοιπὸν γοερῶς ὁ ἀπατεὡν.
Καὶ τὸν ἐρωτᾶ ὁ Γέρων·
- Τὶ ἔχεις, ἄνθρωπε, καὶ κλαίεις καὶ ὀλοφὑρεσαι τόσον ἀπὸ καρδίας, συντρίβων μὲ τὸν ὀδυρμόν σου καὶ τὴν ἰδικήν μου καρδίαν;
Ἀποκρίνεται ὁ δαίμων·
- Ἐγώ, Πάτερ ἅγιε, δὲν εἶμαι ἄνθρωπος, ἀλλά διάβολος πονηρός, καθώς συμπεραίνω ἐκ τοῦ ἀπείρου πλήθους τῶν ἀνομιῶν μου.
Τοῦ λέγει ὁ Γέρων·
- Καὶ τὶ θέλεις ἀπὸ ἐμὲ νὰ σοῦ κάμω;
Διότι ἐνόμισεν ὁ Πατήρ ὅτι ἀπὸ πολλῆς ταπεινώσεως ἀπεκάλει ὁ ὁδυρόμενος τὸν ἑαυτόν του δαίμονα· ὁ δὲ Θεός, πρός τὸ παρόν, δὲν ἀποκαλύπτει τὸ γινόμενον.
Λέγει ὁ δαίμων·
- Τίποτε ἄλλο δὲν παρακαλῶ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, παρὰ νὰ δεηθῇς ἀπὸ καρδίας πρός Κύριον τὸν Θεόν σου νὰ σοῦ φανερὡσῃ, ἐἀν δέχεται τόν διάβολον εἰς μετἀνοιαν· διότι, ἐὰν ἐκεῖνον εἰς μετάνοιαν δεχθῇ, δέχεται καὶ ἐμένα, ὁ ὁποῖος εἰς τίποτε δὲν διαφέρω ἀπὸ ἐκεῖνον.
- Καλά, τοῦ λέγει ὁ Γέρων, ὅπως θέλεις θὰ κάμω· Τώρα πήγαινε στὸ καλό σου, καὶ αὔριον ἔλα πάλι ἐδῶ να σοῦ ἀναγγείλω τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἔφυγε ὁ δαίμων. Καὶ τὴν νύκτα ἐκείνην ἀπλὡνει καρδίαν καὶ χεῖρας εἰς ἱκεσίαν ὁ ὅσιος Γέρων, παρακαλῶν τὸν Πανὰγαθον νὰ τοῦ φανερώσῃ, ἐὰν ἆραγε δέχεται τὸν διάβολον ἐπιστρέφοντα εἰς μετάνοιαν.
Ἀμέσως τότε τοῦ ἐμφανίζεται Ἄγγελος παρὰ Κυρίου ἐξαστράπτων καὶ λέγων·
- Τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεός σου!
- Διατὶ παρεκάλεσες ὑπέρ δαίμονος τὴν ἐξουσίαν μου;
Καὶ τὶ ἦλθε αὐτός ζητῶν, ἐκπειράζων σε μὲ δόλον;
Ὁ Γέρων ἔμεινε ἐκστατικός πρός τὸν Ἄγγελον.
- Καὶ πῶς, λέγει, ὁ Κύριος δὲν μοῦ ἀπεκάλυψε τὸ ἐνεργούμενον, ἀλλὰ μοῦ τὸ ἀπέκρυψε νὰ μὴν τὸ ἐννοήσω;
Καθησυχάζων αὐτὸν ὁ Ἄγγελος τοῦ λέγει·
- Μή ταραχθῇς δι' αὐτὸ ὅπου ἔγινε. Διότι κάποιαν θαυμαστἡν οἱκονομίαν μετέρχεται ὁ Θεός εἰς ὡφέλειαν τῶν ἀμαρτωλῶν, ὥστε να μὴν ἀπελπίζωνται. Διότι κανένα ἐκ τῶν προσερχομένων εἰς αὐτὸν ἐν μετανοία δὲν αποστρέφεται ὁ πανυπεράγαθος Κύριος· κἄν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς καὶ Διάβολος ἤθελε δεόντως προσέλθει· ὥστε μέ τὴν δοκιμὴν αὐτὴν νὰ γίνῃ φανερὰ ἡ ἐξ αὐτῶν τῶν ἰδίων δαιμόνων προερχομἐνη σκληρότης καί θανάσιμος αὐτῶν ἀπόγνωσις. Ὅταν λοιπὸν ἔλθη αὔριον ὁ πειρἀζων πρός σέ, μὴν τὸν ἀποπάρῃς ἐξ ἀρχῆς, ἀλλ' εἶπέ του τὰ ἑξῆς·
- Διὰ νὰ γνωρίζῃς ὅτι εἶναι φιλάνθρωπος ὁ Θεός καὶ δὲν ἀποστρέφεται κανένα ἐξ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφουν εἰς Αὐτὸν ἐν μετανοίᾳ, καθ'οἰονδἡποτε τρόπον καὶ ἄν εἶχαν προηγουμένως ἁμαρτἡσει, μοῦ ὑπεσχέθῃ ὅτι καὶ ἐσένα θὰ δεχθῇ· ἀλλὰ ἐὰν τηρήσης ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δι' ἐμοῦ σὲ προστἀζει.
Ὅταν ἐδῶ φθάσουν τὰ πράγματα, καὶ σὲ ἐρωτήσει·
- Καὶ ποῖα ἄραγε εἶναι αὐτὰ ποὺ μοῦ δίνεις ἐντολὴν νὰ τηρἡσω;
Τότε νὰ τοῦ εἰπῇς τὰ ἑξῆς:
- Τάδε λἑγει Κὐριος·
Ἐγώ Κύριος ὁ Θεός σὲ γνωρίζω ποῖος εἶσαι καὶ ἀπὸ ποῦ ἔχεις ἔλθει πειράζων. Σὺ εἶσαι ἀρχαῖον κακόν. Καὶ συνήθισες νὰ πορεύεσαι κατὰ τὴν βέβηλόν σου ὑπερηφἀνειαν. Καὶ πῶς θὰ ἠμπορέσῃς νὰ ἀφιερώσῃς τὸν ἑαυτόν σου εἰς ἀληθινὴν μετάνοιαν; Ὅμως, διὰ νὰ μὴν ἔχῃς πρόφασιν ἀπολογίας τὶς δικαιολογίες αὐτές κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, ὅτι δῆθεν ἡθέλησα νὰ μετανοήσω καὶ ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἐδέχθη, πρόσεχε εἰς αὐτὰ ποὺ σοῦ λέγω, πῶς ὁφείλεις νὰ ἐνεργήσῃς τὸν τρόπον τῆς σωτηρίας σου.
Αὐτή εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου τῶν Δυνάμεων·
- Θἀ μείνης ἐπὶ τρία ἔτη εἰς ἕνα τόπον ἀκίνητος. Στραμμἐνος κατὰ ἀνατολἀς. Νύκτα καὶ ἡμέρα θἀ ἱκετεύῃς: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὸ ἀρχαῖον κακόν». Σὺ θὰ τὸ λέγῃς αὐτὸ ἑκατὸ φορές. Μὲ φωνή δυνατή.
Καὶ πάλιν ἐκατὁ φορές: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως».
Καὶ πάλιν ἄλλες ἑκατὸ φορές: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὴν ἐσκοτισμένην ἀπάτην»!
Αὐτἀ νὰ κρἀζῃς πρός τον Κύριον ἐπὶ τρία ἔτη διαδοχικῶς καὶ ἀδιαλείπτως, τὴν μίαν ἑκατοντἀδα μετὰ τὴν ἄλλην. Καὶ ἐἀν τὰ κάνῃς αὐτὰ καθώς πρέπει μὲ τὴν ταπεινοφροσύνην ποὺ ἁρμόζει, θὰ συναριθμηθῇς μὲ τοὺς Ἀγγέλους Θεοῦ τοῦ Παντοκράτορος.
Αὐτὰ νὰ τοῦ εἰπῇς, λέγει ὁ Ἄγγελος, εἰς τὸν Γέροντα. Ἐἀν λοιπὸν συμφωνἡσῃ νὰ τὰ κάμῃ, δέξου αὐτὸν εἰς μετἀνοιαν.
Ἀλλὰ γνωρίζω, λέγει Κύριος, ὅτι ἀρχαῖον κακὸν νέον καλὸν δὲν γίνεται.
Καὶ ὅσα ἀκολουθήσουν σημείωσέ τα διὰ τὶς ἔσχατες ἡμἐρες, νὰ μὴν ἔρχωνται οἱ ἄνθρωποι εἰς ἀπελπισίαν καὶ ἀπόγνωσιν, ἐφόσον ἀπὸ καρδίας θελήσουν νὰ μετανοἡσουν. Διότι πάρα πολὺ θὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴν διἡγησιν αὐτὴν οἱ βαρέως ἀμαρτήσαντες, πληροφορούμενοι γιὰ τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴ ἀπελπίζωνται εἰς τὴν προσπἀθειαν τῆς μετανοίας διὰ τὴν σωτηρίαν των.
Αὑτἀ εἶπεν ὁ Ἄγγελος καὶ ἀνέβη εἰς τους οὐρανούς.
Τὴν ἐπομένην ἐνωρίς τὸ πρωΐ ἐμφανίζεται πάλιν κλαίων ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ μακρὁθεν ὁ δαίμων, καὶ ἐρχόμενος πρὸς τὸν Γέροντα.
Ὁ Γέρων κατ' ἀρχἀς δὲν ἐθεάτρισε τὴν ἀπἀτην τοῦ προσερχομένου· μόνον ἔλεγε ἀπὸ μέσα του εἰς τὸν λογισμόν του: - Κακῶς ἦλθες, ἀρχαῖον κακόν, κλέπτη διάβολε, σκορπιὲ μὲ τὸ δηλητἡριο, ἀποστάτα τῆς θείας δόξης, ἀντάρτη κακότροπε, κακοσήμαντε, παραχαραγμἐνε, παραμορφωμένε.
Καὶ ὅταν ἐπλησίασε, τοῦ λέγει·
- Νὰ γνωρίσης ὅτι παρεκἀλεσα τὸν Θεόν, καθώς σοῦ ὑπεσχέθην, καὶ σὲ δέχεται εἰς μετάνοιαν, ἐὰν ὅμως κάμῃς ἔργον αὐτὰ ποὺ σοῦ παραγγέλει δι' ἐμοῦ ὁ κραταιὸς τῶν Δυνάμεων Κύριος.
Λέγει ὁ δαίμων· - Καὶ ποῖα εἶναι αὐτὰ ποὺ Αὐτὸς μοῦ ὥρισε νὰ κάμω;
Καὶ ὁ Γέρων εἶπε·
- Προστάζει ὁ Θεός νὰ σταθῇς εἰς ἕνα τόπον ἀκίνητος ἐπὶ τρία ἔτη βλέπων κατὰ ἀνατολἀς καί κρἀζων ἡμέρα καὶ νύχτα ἀδιαλείπτως ἀνὰ ἑκατὸ φορές: «Ὁ Θεός ἐλἑησὁν με τὸ ἀρχαῖον κακόν»· καὶ πάλιν ἑκατὸ φορές· «Ὁ Θεός, ἐλἑησόν με τό βδἑλυγμα τῆς ἐρημὡσεως»· καὶ πάλιν ἑκατὸ φορές· «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὴν ἐσκοτισμἑνην ἀπἀτην». Συνεχῶς ἐπαναλαμβανὁμενα αὐτὰ ἀνὰ ἐκατό, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ἐπὶ τρία ἔτη. Ὅταν τά κάμῃς αὐτὰ καθώς πρέπει, θὰ δεχθῇ τὴν μετάνοιάν σου καὶ θὰ συναριθμηθῇς καθὼς ἤσουν ἐξ ἀρχῆς μὲ τούς Ἀγγέλους Αὐτοῦ.
Καθὼς ἤκουσεν αὐτὰ ὁ Ζερέφερ ἀστραπιαίως ἀπἑβαλε τὸ ἐπίπλαστον τοῦ θρἡνου προσωπεῖον του· ἔκαμε ἔνα δαιμονιώδη ἀπαίσιον καγχασμόν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ εἶπε εἰς τὸν Γέροντα·
- Ὦ σαπρόγηρε, ἐλεεινὲ καὶ ἄθλιε, τρισάθλιε γέρον! Ἐάν ἐγὼ ἤθελα νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτόν μου βδέλυγμα καὶ ἀρχαῖον κακὸν καὶ ἐσκοτισμένην ἀπάτην καὶ ἐζοφωμένον καὶ ἀνωφέλητον, ἀπὸ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς θὰ εἶχα διαλέξει νὰ τὸ κάνω αὐτὸ καὶ θὰ ἐσωζόμουν ἀμέσως, ἀπὸ τότε.
Ἀλλά, τώρα ἐγώ, ἀρχαῖον κακόν; Μὴ γένοιτο! Καὶ πῶς εἶμαι ἀρχαῖον κακόν; Τώρα μάλιστα ποὺ ἔχω γίνει τόσον θαυμαστός; καὶ ὅλοι μοῦ ὑποτἀσσονται καὶ μὲ φοβοῦνται καὶ μὲ τρέμουν;
Τώρα ἐγώ νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτόν μου βδέλυγμα καὶ ἀπάτην καὶ ἑζοκρωμένον καὶ ἀνωφέλητον; Ὄχι, Γέρον! Ὄχι! Ὄχι!
Τώρα ἰδίως ποὺ δεσπόζω ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν, νὰ γίνω διὰ τῆς μετανοἰας ἐγὼ ἔνα τίποτε, ἔνα παίγνιον, ἔνα ξεπεσμένο ἄβουλο ὄν; ἕνας δοῦλος ταπεινός, ἐλεεινός, εὑτελἡς καὶ ἀχρεῖος; Ὄχι, Γέρον! Ὄχι! Ὄχι! Ποτέ! ποτέ!
Αὐτἀ εἶπε τὸ ἀκἀθαρτον πνεῦμα καὶ μὲ ένα ἀλλόκοτον συριγμὸν καὶ ἀλαλαγμὸν, ἔγινε ἄφαντον ἀπὸ προσώπου τοῦ Γέροντος.
Ὁ δὲ Γέρων, καθώς εἶδε καὶ ἄκουσε αὐτὰ ἐσύναξε τὸν ἑαυτόν του εἰς προσευχἡν, εὐχαριστῶν τῷ Θεῷ ἀπὸ ἐμπειρίας καὶ λέγων·
- Ἀληθῶς εἶπας, Κύριε, ὅτι ἀρχαῖον κακόν νέον ἀγαθὸν δὲν γίνεται!

Ἡ ἐρμηνευτική ἀπόδοση ἔγινε ἀπὸ τὸν ὁσιολ. Μοναχόν Λ.Φ, Ἀγιορείτη, τὸν ὁποῖον καὶ εὐχαριστοῦμε θερμῶς.
Ὡς ἐπίλογος
Αὐτά, ἀγαπητοὶ δὲν τὰ κοινολογῶ ἀπλῶς καί ὡς ἔτυχε, ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίσετε τοῦ Δεσπότου τὸ πολὺ καὶ ἀνεκδιήγητον ἔλεος καὶ τὴν ἄπειρον Αὐτοῦ ἀγαθότητα. Διότι, ἐὰν καὶ τὸν διἀβολον δέχεται μετανοοῦντα, πολὺ περισσότερον τοὺς ἀνθρώπους, ὑπὲρ τῶν ὁποίων τὸ αἶμα Του ἔχυσε, θὰ δεχθῇ ἐπιστρέφοντας, ἐὰν τὸν ἱκετεύσουν ἀπὸ καρδίας ἐν μετανοίᾳ μὲ ἐξομολόγησιν καὶ διόρθωσιν βίου, καθώς ὁρίζει ἡ Ἁγία μας Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Καθολική καὶ Ἀποστολική Ἐκκλησία.
Πηγή: (ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ἀπὸ τίς ἐκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» εἰς ψυχικὴ ὡφέλεια, μετάνοια καὶ σωτηρία καλοπροαιρέτων συνανθρώπων μας. Πληροφορίες στὸ τηλ.: 23Ι02Ι2659 (Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων, τόμ. 71ος) ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞ0Σ ΚΥΨΕΛΗ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012), Ορθόδοξοι Πατέρες

1. Eὔχομαι νά εἶστε καλά καί νά ζῆτε εὐτυχισμένα. Εὔχομαι ἡ Παναγία Δέσποινα νά Σᾶς σκεπάζει καί νά φυλάγει τήν οἰκογένειά σας ἀπό κάθε κακό. Νά εἶστε Παναγιοσκέπαστοι, καλοί μου! Ὡς Ἀρχιερεύς τοῦ τόπου αὐτοῦ, ὑπεύθυνος γιά τήν πνευματική σας προκοπή, ἐπιθυμῶ κατά πρῶτον νά θερμαίνεται ἡ καλή σας καρδιά μέ τήν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιατί, σάν νά μοῦ φαίνεται, ὅτι μᾶς καταπλάκωσαν τά διάφορα προβλήματα, οἰκονομικά καί ἄλλα, ἀπορροφηθήκαμε ἀπό αὐτά καί ξεχάσαμε ὅτι πρῶτο ἀπ᾽ ὅλα εἶναι τό νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό καί νά ζοῦμε κατά τόν ἅγιο Νόμο Του. Ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο ἤρθαμε στόν κόσμο εἶναι νά βροῦμε τόν Θεό καί νά ἑνωθοῦμε μαζί Του. «Θέωση» λέμε τήν ἕνωση αὐτή.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ
ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως,
1. Eὔχομαι νά εἶστε καλά καί νά ζῆτε εὐτυχισμένα. Εὔχομαι ἡ Παναγία Δέσποινα νά Σᾶς σκεπάζει καί νά φυλάγει τήν οἰκογένειά σας ἀπό κάθε κακό. Νά εἶστε Παναγιοσκέπαστοι, καλοί μου!
Ὡς Ἀρχιερεύς τοῦ τόπου αὐτοῦ, ὑπεύθυνος γιά τήν πνευματική σας προκοπή, ἐπιθυμῶ κατά πρῶτον νά θερμαίνεται ἡ καλή σας καρδιά μέ τήν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιατί, σάν νά μοῦ φαίνεται, ὅτι μᾶς καταπλάκωσαν τά διάφορα προβλήματα, οἰκονομικά καί ἄλλα, ἀπορροφηθήκαμε ἀπό αὐτά καί ξεχάσαμε ὅτι πρῶτο ἀπ᾽ ὅλα εἶναι τό νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό καί νά ζοῦμε κατά τόν ἅγιο Νόμο Του. Ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο ἤρθαμε στόν κόσμο εἶναι νά βροῦμε τόν Θεό καί νά ἑνωθοῦμε μαζί Του. «Θέωση» λέμε τήν ἕνωση αὐτή.
2. Γι᾽ αὐτό σᾶς παρακαλῶ καί σᾶς θερμοπαρακαλῶ, ἀδέλφια μου, νά κάνουμε ὅλοι μας στροφή καί νά ἐπιστρέψουμε ὁλόκαρδα στόν Χριστό μας καί στήν ὀρθόδοξη πίστη μας. Στήν προσευχή μας νά λέμε: «Χριστέ μου, κάνε με νά Σ᾽ ἀγαπῶ πάνω ἀπ᾽ ὅλα! Παναγία μου, στερέωσέ μου τήν πίστη μου καί τήν ἀγάπη μου σέ Σένα»!
Στά σπίτια σας, χριστιανοί μου, νά ἔχετε τό ἅγιο Εὐαγγέλιο καί νά διαβάζετε ἀπ᾽ αὐτό λίγο κάθε μέρα. Τί χριστιανοί εἴμαστε, ἄν δέν ἔχουμε διαβάσει, ἔστω καί μιά φορά, τό Εὐαγγέλιο; Τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες ἑορτές νά ἐκκλησιάζεστε μέ ὅλη σας τήν οἰκογένεια. Ὅταν ξυπνᾶτε τό πρωί, πέστε τό «Πάτερ ἡμῶν...» καί παρακαλέστε τόν Χριστό νά πάει καλά ἡ καινούργια ἡμέρα. Καί προτοῦ νά πλαγιάσετε τό βράδυ κάνετε πάλι τήν προσευχή σας καί εὐχαριστῆστε τόν Χριστό γιά τήν ἡμέρα πού πέρασε. Τίς Τετάρτες καί τίς Παρασκευές νά τίς νηστεύετε, ὅπως ἔτσι τό θέσπισαν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Τό καντήλι καί τό λιβάνι νά μήν ἀπουσιάζει ἀπό τά σπίτια σας, γιατί αὐτά εἶναι δείγματα τῆς γνήσιας ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Καί νά προσπαθεῖτε, χριστιανοί μου, νά τά ἔχετε καλά μέ ὅλους καί νά μήν κάνετε σέ κανένα κακό, οὔτε νά κατηγορεῖτε κανένα. Γιατί ὅλοι εἴμαστε ἔνοχοι ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ μας. Ἔτσι νά ζῆτε, ἀδέλφια μου, καί θά δεῖτε ὅτι θά ἔλθει ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στίς οἰκογένειές σας καί στήν πατρίδα μας, πού μᾶς τήν βούλιαξαν οἱ ἄρχοντές μας. Οἱ ἄρχοντές μας αὐτοί, πού λένε ἀδιάντροπα ὅτι δέν πιστεύουν στόν Θεό καί μερικοί μάλιστα ἀπ᾽ αὐτούς θεσπίζουν καί ἐνάντια πρός τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Τά εἶπαν καί τά ἔκαναν καί ἄλλοι αὐτά τά βλάσφημα, ἀλλά ἔγιναν στάχτη καί σκορποχώρι!...
3. Καί κάτι ἄλλο, ἀδελφοί μου: Εἶστε ὀρθόδοξοι χριστιανοί, βαπτισμένοι στήν ἅγια Κολυμβήθρα ἀπό ὀρθόδοξο παπᾶ. Κρατῆστε, λοιπόν, στερεά τήν ὀρθόδοξη πίστη, ὅπως μᾶς τήν παρέδωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας. Ὅπως τήν ἔζησαν οἱ εὐλογημένοι παπποῦδες καί γιαγιάδες μας ἐδῶ στήν Ἐπαρχία μας. Γιατί ὑπάρχει ἕνα ὕπουλο σατανικό κίνημα, πού θέλει νά ἀναμείξει τήν ὀρθή πίστη μας μέ ἄλλα ψεύτικα «πιστεύω» καί νά μᾶς τήν παραλλάξει καί νά μᾶς τήν ψευτίσει. «Οἰκουμενισμός» λέγεται τό κίνημα αὐτό, πού δέν εἶναι ἁπλᾶ μία αἵρεση, ἀλλά ἀγκαλιάζει ὅλες τίς αἱρέσεις. Εἶναι «παναίρεση». Καί τόν Οἰκουμενισμό τόν ὑποκινεῖ καί τόν ὑποστηρίζει ὁ Πάπας. Νά κρατᾶτε λοιπόν σταθερά τήν ὀρθόδοξη πίστη, χριστιανοί μου, καί νά τήν ὑπερασπίζετε ὅταν τήν προσβάλουν οἱ αἱρετικοί, πού ἔρχονται καί στά μέρη μας. Ἀλλά, γιά νά γίνει αὐτό, πρέπει νά γνωρίζετε τήν πίστη μας, νά ξέρετε τά δόγματά της καί τίς μεγάλες της ἀλήθειες. Γι᾽ αὐτό καί ἐγώ ἄρχισα σέ σειρά δογματικῶν κηρυγμάτων νά σᾶς μιλάω γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη μας, ἀλλά μοῦ λέγατε ὅτι εἶναι δύσκολα τά κηρύγματα αὐτά καί τά σταμάτησα. Ἀλλά ὅμως θεωρῶ τά κηρύγματα αὐτά πολύ ἀναγκαῖα καί πολύ ἀπαραίτητα, γι᾽ αὐτό θέλω πάλι νά τά ξαναρχίσω μέ ἁπλούστερο τρόπο αὐτή τήν φορά, ὅσο μπορῶ βέβαια. Καί παρακαλῶ καί σᾶς, ἀγαπητοί μου, νά δείχνετε ἐνδιαφέρον στό νά τά ἀκοῦτε καί νά τά μελετᾶτε, γιατί θά τά λαμβάνετε καί γραπτῶς σέ ἰδιαίτερο φυλλάδιο. Ἐπιθυμῶ νά εἶστε καλοί μαθητές καί τηρητές τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων. Καί ἐγώ, βλέποντας τήν δική σας πρόοδο, θά γίνoμαι, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καλύτερος, ὅπως μέ θέλετε.
4. Ναί, τό ἀνώτερο ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ἡ πίστη μας, ἀδελφοί μου χριστιανοί. Ὅλα ἄς τά χάσουμε, καί χρήματα καί κτήματα καί δόξες καί τιμές, μόνο τήν πίστη μας νά μήν χάσουμε. Ἀκόμη, καί ἄν μᾶς ὑποβάλουν σέ μαρτύρια γιά νά ἀρνηθοῦμε τήν πίστη μας, ἄς μᾶς δώσει ὁ Χριστός τήν Χάρη Του ἐκείνη τήν ὥρα νά ὑπομείνουμε τά μαρτύρια καί νά μήν κάνουμε τό κακό νά προδώσουμε τήν πίστη μας• γιατί, τί νά τήν κάνουμε τήν ζωή μας, ἄν ἀρνηθοῦμε τόν Χριστό; Ἀλλά, γιά νά ἀντέξουμε τό μαρτύριο τοῦ αἵματος καί νά μήν γίνουμε προδότες, θά πρέπει νά μήν εἴμαστε προδότες στό καθημερινό μαρτύριο, πού μᾶς φέρει ὁ πειρασμός μέ τά ἡδονικά του, γιά νά μᾶς παρασύρει σέ ἁμαρτία, σέ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, ἔστω καί σέ ἕνα ἁπλό θυμό. Ἀλλά, καί τό ἄλλο τό σοβαρό ἀκόμη, γιά νά μή ξεχάσω: Προσοχή ἀπό τούς Γεροντάδες σας! Νά προτιμᾶτε γιά καθοδηγούς σας ὄχι τούς δυναμικούς καί τούς θαρραλέους καί πού κάνουν τόν ζηλωτή, ἀλλά τούς ἁγίους. Γιατί μερικοί καί πολλοί στό χῶρο μας, κληρικοί καί λαϊκοί, τό τραβᾶνε στά ἄκρα. Καί θά τό δεῖτε ἀργότερα ἀπό τά πράγματα ὅτι θά κάνουν ζημιά καί μάλιστα θά κάνουν μεγάλη ζημιά. Γιά νά καταλάβετε τί σᾶς λέγω, στίς ἀνέργειες τῶν τοιούτων τάχα ἀγωνιστῶν, ἐσεῖς νά λέτε ἀπό μέσα σας: Θά φερόταν ἔτσι ὁ ἅγιος Νεκτάριος; Θά μιλοῦσε ἔτσι ὁ ἅγιος Παΐσιος καί ὁ ἅγιος Πορφύριος; Ἄς προσέχουμε, χριστιανοί μου, ἀπό τίς μεθοδεῖες τοῦ ἐχθροῦ μας Διαβόλου, πού θέλει νά μᾶς μπερδέψει καί ἐν ὀνόματι τάχα τῆς ὀρθόδοξης πίστης, θέλει νά μᾶς βγάλει ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἤδη τό κατάφερε ὁ τρισκατάρατος νά διχάσει τούς ἄλλοτε ἀδελφούς καί ὁμοφρονοῦντες. Τό πάθημα τῶν ἀδελφῶν μας Παλαιοημερολογιτῶν ἔχει πολλά νά μᾶς διδάξει.
5. Εὔχομαι, τέλος, χριστιανοί μου, νά εἶστε «στόν κόρφο τῆς Παναγιᾶς», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ἐπιθυμῶ πολύ νά μέ ἐνοχλεῖτε γιά θέματα σχετικά μέ τήν πνευματική σας πρόοδο καί προκοπή καί ἰδιαίτερα νά μέ ζητᾶτε γιά ἐξομολόγηση. Γιατί ἡ ἐξομολόγηση, κατά πρῶτο λόγο, εἶναι τοῦ Ἐπισκόπου ἔργο. Ἐπιθυμῶ νά καθαρεύει ἡ ψυχή σας, γιά νά δεῖτε τόν Θεό, γιατί ὁ Χριστός μας εἶπε: «Οἱ καθαροί στήν καρδιά θά δοῦν τόν Θεό» (Ματθ. 5,8). Τό ἴδιο εὐχηθεῖτε καί Σεῖς γιά μένα. Εἴθε νά συναντηθοῦμε ὅλοι στόν γλυκό Παράδεισο, στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ΑΜΗΝ.
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό


Το φλέγον ζήτημα της δομής και του προσανατολισμού του μαθήματος των Θρησκευτικών οδήγησε σε συναντήσεις διαλόγου εκπροσώπων της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, με εκπροσώπους του Υπουργείου Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων. Από τη συζήτηση αυτή προέκυψαν ουσιαστικά τρία επίσημα κείμενα: 1) Το κείμενο τοποθέτησης του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, ως εναρκτήρια εισήγηση στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος την 27η Ιουνίου 2017.
Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ)
Επιτροπή Παιδείας
ΚΕΙΜΕΝΟ 2ο
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΣΗΜΕΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΜΕ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
«Το ζήτημα της συναπόφασης Εκκλησίας και Υπουργείου για το μάθημα των Θρησκευτικών»
Το φλέγον ζήτημα της δομής και του προσανατολισμού του μαθήματος των Θρησκευτικών οδήγησε σε συναντήσεις διαλόγου εκπροσώπων της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, με εκπροσώπους του Υπουργείου Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων. Από τη συζήτηση αυτή προέκυψαν ουσιαστικά τρία επίσημα κείμενα:
1) Το κείμενο τοποθέτησης του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, ως εναρκτήρια εισήγηση στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος την 27η Ιουνίου 2017.
2) Η Έκθεση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ύδρας, Αιγίνης και Σπετσών κ. Εφραίμ, ως Προεδρεύοντος της σχετικής Επιτροπής, η οποία παρουσιάστηκε εκτενώς στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος την 27η Ιουνίου 2017.
3) Το κείμενο παρέμβασης του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου, ως μέλους της εξ Αρχιερέων Επιτροπής, στην προαναφερθείσα Σύνοδο, με το οποίο ο Σεβασμιώτατος αποτίμησε το έργο της Επιτροπής.
Από τη συστηματική επιστημονική διερεύνηση των τριών προαναφερθέντων κειμένων, με την εφαρμογή της επιστημονικής μεθόδου της «Ανάλυσης Περιεχομένου», η οποία εντάσσεται στις ερμηνευτικού χαρακτήρα ποιοτικές μεθόδους έρευνας των κοινωνικών επιστημών και αποτελεί μία εκ των ασφαλέστερων επιστημονικών ερευνητικών μεθόδων προσέγγισης και ανάλυσης γραπτών κειμένων, ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΕΤΑΙ ότι μεταξύ των τριών κειμένων υπάρχουν ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ, οι οποίες δημιουργούν σοβαρά ερωτήματα και προβληματισμό και, οπωσδήποτε, χρήζουν περαιτέρω μελέτης, όσον αφορά τόσο την αιτιολογία τους όσο και τη στοχοθετική τους κατεύθυνση και προοπτική.
Ειδικότερα και συνοπτικώς από τα ερευνητικώς εξαγόμενα διαπιστώνεται ότι:
- Δεν επιβεβαιώνεται ότι ο διάλογος της Εκκλησίας με το Υπουργείο Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων πραγματοποιήθηκε από «μηδενική βάση», αλλά ότι τα δεδομένα ήταν «τετελεσμένα».
- Δεν τεκμαίρεται η συναπόφαση Εκκλησίας και Υπουργείου για θέματα που αφορούν το ζήτημα του μαθήματος των Θρησκευτικών ως δεδομένο, αλλά ουσιαστικά μόνο κατά παραχώρηση.
- Οι «Φάκελοι Μαθητή» τυπώθηκαν και θα διανεμηθούν στους μαθητές για το μάθημα των Θρησκευτικών, χωρίς να ληφθεί υπόψη από το Υπουργείο το αίτημα της Εκκλησίας της Ελλάδος να συζητηθούν σε διάλογο, παρά τις περί αντιθέτου αναφορές των επίσημων κειμένων.
- Υπάρχει γενικευμένη αντίφαση ως προς τον προσανατολισμό του μαθήματος. Συγκεκριμένα στα κείμενα, σε άλλα σημεία γίνεται λόγος ότι το Πρόγραμμα του μαθήματος των Θρησκευτικών έχει «Ορθόδοξο χαρακτήρα» και αλλού ότι «κατήντησε νὰ εἶναι οὐδετερόθρησκο, δηλαδὴ μὲ σαθρὴ ταυτότητα».
Αναλυτικότερα:
Στο κείμενο του Μακαριωτάτου αναφέρεται ότι: «Το Σύνταγμα της χώρας στην παράγραφο 2 του άρθρου 16 προβλέπει τα εξής: «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και την διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες». Ομοίως ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας ορίζει στο άρθρο 9, παρ. Ε΄ τα εξής: «παρακολουθεί (η Δ.Ι.Σ.) το δογματικόν περιεχόμενον των διά τα σχολεία της Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαιδεύσεως προοριζομένων διδακτικών βιβλίων του μαθήματος των Θρησκευτικών» (www.romfea.gr, προσπελάστηκε και ανακτήθηκε 28-6-2017).
Αντιστοίχως, στο κείμενο Εισήγησής του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ύδρας αφήνει να υπονοηθεί ότι στον διάλογο με την αρμόδια Επιτροπή του Υπουργείου: «…ἐτονίσθη ὅτι ἡἘκκλησία συναποφασίζει με τήν Πολιτεία διά θέματα ἀφορῶντα εἰς αὐτήν, ὡς τοῦτο ἀπορρέει ἐκ τοῦ Συντάγματος και τοῦ Καταστατικοῦ αὐτῆς Χάρτου (Ν. 590/1977). Τοῦτο πλέον ἀποτελεῖἕνα κεκτημένο για την Ἐκκλησία μας» (www.romfea.gr, προσπελάστηκε και ανακτήθηκε 28-6-2017).
Και σε αυτήν την περίπτωση προκύπτει ένα σοβαρό ερώτημα αντιφατικότητας, με την έννοια ότι η τοποθέτηση του Μακαριωτάτου είναι περιγραφικού χαρακτήρα και γενικευτικής προσέγγισης. Δηλαδή, από το κείμενο του Μακαριωτάτου δεν διαφαίνονται ούτε και προκρίνονται τα περί συναποφάσεως Εκκλησίας και Πολιτείας, όπως επιχειρεί να τονισθεί στο κείμενο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ύδρας. Για το θέμα δεν παίρνει ανοικτή θέση στο κείμενό του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, αναφέροντας ότι η Επιτροπή επέτυχε: «Νὰ γίνει ἕνα βῆμα, ὥστε νὰ κατανοήσει ἡ πολιτεία, σὲ κάποιο βαθμό, ὅτι ἡἘκκλησία ἔχει φωνὴκαὶ μερίδιο στὴ διαδικασία ἀποφάσεων γιὰ τὰ θέματα τῆς παιδείας ποὺ τὴν ἀφοροῦν, ὅπως τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν.. Δυστυχῶς, αὐτὸἔγινε ἀργά καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ἄνευ ἐντυπωσιακοῦἀποτελέσματος…», παρά το ότι τα μέλη της Επιτροπής της Εκκλησίας ζήτησαν από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής: «Νὰἀναγνωρισθεῖ στὴν Ἐκκλησία τὸ δικαίωμα νὰἔχει μερίδιο στὴν τελικὴἀπόφαση, δεδομένου ὅτι τὸ θέμα τὴν ἀφορᾶἀπόλυτα καὶ νὰἰσχύσει γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὅ,τι καὶ γιὰ τὰἄλλα θρησκεύματα στὴν Ἑλλάδα». (http://thriskeftika.blogspot.gr/2017/07/blog-post_65.html#more1/7/17 προσπελάστηκε και ανακτήθηκε 3-7-2017).
Ερμηνευτικά εξάγεται ότι δεν ζητήθηκε «συναπόφαση» ως δεδομένο, αλλά ουσιαστικά κατά παραχώρηση.
Μάλιστα και σε άλλο σημείο του κειμένου του ο Μακαριώτατος, μιλώντας για τον προηγούμενο Υπουργό Παιδείας κ. Φίλη, αναφέρει ότι: «…στις 13 Σεπτεμβρίου 2016, το Υπουργείο Παιδείας εδημοσίευσε, τα κατά την άποψή του, Φ.Ε.Κ. (Β΄, 2920, 2906) με τα αναλυτικά προγράμματα χωρίς πληροφόρηση της Εκκλησίας, διότι πίστευε και ίσως πιστεύει ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να έχει άποψη στο δογματικό κυρίως περιεχόμενον των διδασκομένων βιβλίων των Θρησκευτικών» (www.romfea.gr, προσπελάστηκε και ανακτήθηκε 28-6-2017).
Και εξ αυτής της αναφοράς δεν προκύπτει θέση του Μακαριωτάτου περί «συναποφάσεως» Εκκλησίας και Πολιτείας για τα ζητήματα του Μαθήματος των Θρησκευτικών.
Το προκύπτον ερώτημα είναι τι ισχύει τελικά και ποια είναι η επίσημη και σαφής θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος που προκρίνεται επί αυτού του θέματος;
Τα μέλη της Επιτροπής Παιδείας της Παιδείας της ΠΕΘ που διεξήγαγαν την έρευνα
- Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
- Ιωάννης Κουρεμπελές, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
- Σταύρος Καλαντζάκης, Ομ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
- Μαρία Ράντζου, Επίκουρη Καθηγήτρια Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
- Ιωάννης Φύκαρης, Επίκουρος Καθηγητής Σχολής Επιστημών Αγωγής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
- Ευάγγελος Πονηρός, Διδάκτωρ Θεολογίας ΕΚΠΑ, Μ.Φ., Σχολικός σύμβουλος Θεολόγων Πειραιώς, Δ΄ Αθηνών, Κυκλάδων
- Ιωάννης Αγγελόπουλος, Διδάκτωρ Θεολογίας ΕΚΠΑ, Δντής Γεν. Λυκείου
- Δημήτριος Βογιατζής, Διδάκτωρ Θεολογίας ΕΚΠΑ, καθηγητής Θεολόγος
- Γιολάντα Σίσκου, Διδάκτωρ Θεολογίας ΑΠΘ, καθηγήτρια Θεολόγος
- Βασιλική Ματιάκη, Υποψήφια Διδάκτωρ Θεολογίας ΑΠΘ
Πηγή: Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων

Καταπληκτικό ντοκιμαντέρ για τα αίσχη του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που ξεκίνησαν με τον Λένιν και μεγιστοποιήθηκαν με τον Στάλιν. Η Τσεκά του Λένιν και η NKVD του Στάλιν κατέσφαξαν κάθε αντιφρονούντα και με «λαϊκά δικαστήρια» μικρών επιτροπών έκαναν ταξικές αντικαθεστωτικές καθάρσεις κατά το δοκούν. Επίσης η εξοντωτική εργασία στοίχισε πολλές ζωές . Τα κομμουνιστικά καθεστώτα αυτοκαταργήθηκαν γιατί απέτυχαν και το μόνο που κατάφεραν ήταν να δώσουν πόνο και αίμα στους λαούς που είχαν την ατυχία να τα βιώσουν , εν αντιθέσει με τα φασιστικά και εθνικιστικά καθεστώτα που ως επί το πλείστον κατέρρευσαν έπειτα από στρατιωτική ήττα.
Πηγή: https://www.youtube.com/watch?v=JEhpo4n0OUA&ytbChannel=Mchals+Dltas

Επιστολή προς τον υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου έστειλε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος για την διευθύνουσα σύμβουλο του ΕΟΠΠΕΠ Ελένη Γιαννακοπούλου, η οποία -σύμφωνα με καταγγελίες εργαζομένων- παραμονές Δεκαπενταύγουστου βεβήλωσε εικόνες της Παναγίας, ενώ προσπάθησε να αφαιρέσει σταυρό από τον λαιμό υπαλλήλου της…
Η καταγγελία είναι έγγραφη και επίσημη και έχει φτάσει ως το γραφείο του πρωθυπουργού. Εργαζόμενοι στον Εθνικό Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΕΟΠΠΕΠ) κατήγγειλαν στο υπουργείο Παιδείας και σε όλους τους συναρμόδιους φορείς ότι η νέα διευθύνουσα σύμβουλος Ελένη Γιαννακοπούλου έχει ξεκινήσει διωγμούς εναντίον όσων φορούν ή έχουν στους χώρους της εργασίας τους χριστιανικά σύμβολα απαιτώντας την απομάκρυνσή τους.
Η επιστολή του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου:
Πρός
Τόν Ἀξιότιμο
κ. Κωνσταντῖνο Γαβρόγλου
Ὑπουργό Παιδείας, Ἔρευνας
καί Θρησκευμάτων
Εἰς Ἀμαρούσιον
Ἀξιότιμε κ. Ὑπουργέ,
Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος (Δ.Ι.Σ.) τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατά τήν σημερινή Της Συνεδρία ἔλαβε γνώση τῶν ἀναφορῶν δύο ὑπαλλήλων τοῦ Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π., οἱ ὁποῖες, κατόπιν τῆς ἀρνητικῆς ἀντιδράσεως τῆς Διευθύνουσας Συμβούλου, ζήτησαν ἀπό τό Διοικητικό Συμβούλιο τοῦ Ὀργανισμοῦ καί τό ἐποπτεῦον Ὑπουργεῖο σας νά τούς ἀπαντήσει, ἐάν ἀπαγορεύεται νά φέρουν τά θρησκευτικά σύμβολα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἤ νά ἔχουν ἱερές εἰκόνες ἐπάνω στό γραφεῖο ἐργασίας τους. Η Δ.Ι.Σ. ἀπεφάσισε τήν ἀποστολή τῆς παρούσας, προκειμένου νά δηλώσει τήν λύπη καί διαμαρτυρία Της γιά τό δυσάρεστο συμβάν σέ βάρος τῶν δικαιωμάτων ἐργαζομένων, πού εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας.
Προκαλοῦνται εὔλογες ἀπορίες: ἀπό τήν ἀπαγόρευση νά ὑποχρεωθεῖ κανείς νά ἀποκαλύψει, παρά τή θέλησή του, τά θρησκευτικά του φρονήματα, θά φθάσουμε στήν ἀντίστροφη ἀπαγόρευση τοῦ δικαιώματος νά καθιστᾷ ὁ καθένας ἐμφανές τό θρησκευτικό του συναίσθημα στό δημόσιο χῶρο ;
Ἡ διαμαρτυρία καί ἡ λύπη μας, ὡστόσο, δέν σημαίνει ὅτι θά παρασυρθοῦμε σέ ἐπίδειξη ἐμπάθειας. Ἡ ἠθική διαφορά τοῦ μηνύματος τῆς Ἐκκλησίας ἔγκειται στό ὅτι εὔχεται καί προσεύχεται «ὑπέρ τῶν μισούντων καί ἀγαπώντων ἡμᾶς». Θεωροῦμε, γιά τόν λόγο αὐτόν, ἀξιέπαινη καί χριστιανική τήν στάση τῶν θιγόμενων ἐργαζομένων, οἱ ὁποῖες δέν ζήτησαν τήν ἄσκηση διώξεως κατά τῆς προϊσταμένης τους, εἰ μή μόνον νά ἀναγνωρισθεῖ ρητῶς ἀπό τόν ἐργοδότη τους ἡ ἐλευθερία ἐκδηλώσεως τῆς θρησκευτικῆς πίστεώς τους στόν χῶρο ἐργασίας τους.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὡς κοινότητα κλήρου καί λαοῦ, συμπαρίσταται στό δίκαιο καί δημοκρατικό αἴτημα τῶν ἐργαζομένων καί ἀναμένει τήν ἀπάντηση τῆς ἐργοδοτικῆς πλευρᾶς καί τοῦ ὑμετέρου Ὑπουργείου. Θά ἀποτελοῦσε ὠφέλιμη ὑπηρεσία στόν τόπο, ἐάν τό Ὑπουργεῖο σας μέ τήν παροῦσα εὐκαιρία ἀπεδείκνυε ὅτι εἶναι ἄξια προστασίας ἡ θρησκευτική ἐλευθερία γιά ὅλους, τόσο γιά τήν πλειοψηφία τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ὅσο καί γιά τίς μειοψηφίες τῶν ἑτεροδόξων, ἐτεροθρήσκων ἤ τῶν μή θρησκευόντων.
Θά ἐνθυμεῖσθε πώς τόν Μάιο τοῦ 2009 στό ἄκουσμα τῆς εἰδήσεως ὅτι κατά τή διάρκεια σωματικοῦ ἐλέγχου ἀπό ἀστυνομικό σέ μουσουλμάνο καταστράφηκαν σελίδες τοῦ Κορανίου, πού εἶχε μαζί του ὁ ἐλεγχόμενος, εἶχαν προκληθεῖ βίαια ἐπεισόδια στό κέντρο τῆς Ἀθήνας, πρίν κἄν ἐξακριβωθοῦν οἱ συνθῆκες τοῦ περιστατικοῦ. Οἱ κρατικοί κανόνες λοιπόν, πού προστατεύουν τήν κοινωνική εἰρήνη ἀπό τίς προσβολές τοῦ ἑνός τῆς θρησκευτικῆς πίστεως τοῦ ἄλλου, ἔχουν παρόντα καί ἰσχύοντα λόγο ὑπάρξεως. Καί ἡ δική μας ἀνεκτική στάση ὡς ὀρθοδόξων χριστιανῶν δέν ἀπαλλάσσει τήν Πολιτεία ἀπό τό λειτούργημά της νά παρεμβαίνει καί νά προστατεύει.
Κλείνοντας θά μᾶς ἐπιτρέψετε μία διαπίστωση γιά τόν φανατισμό. Στήν Ἑλλάδα οἱ ἀπόπειρες ἀπό πολιτικές τάσεις, ἀκτιβιστικές ἑνώσεις ἤ δημόσια πρόσωπα γιά τήν προβολή καί ἀναγνωρισιμότητα τῆς ἀθεΐας συνήθως ἐξαντλοῦνται σέ μονοσήμαντη ἀντιπαράθεση μέ τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ ἔλλειψη νηφαλιότητας, ἡ ἐπιθετικότητα, οἱ διακωμωδήσεις καί οἱ προσβολές, πού ἐκδηλώνουν κατά τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν δίδουν τήν ἐντύπωση ὅτι πρόκειται μᾶλλον γιά ἀπογοητευμένους χριστιανούς, παρά γιά συνειδητοποιημένους ἄθεους, πού σέβονται τήν θρησκευτική πίστη τοῦ ἄλλου.
Προκαλεῖ βεβαίως ἔκπληξη πῶς εἶναι δυνατόν τόση ἐμμονή γιά τήν ἐξαφάνιση εἰδικά τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπό τή δημόσια ζωή νά προέρχεται ἀπό ἀνθρώπους, πού ὑποτίθεται ὅτι ἐμφοροῦνται ἀπό θρησκευτική ἀδιαφορία. Εἶναι καί αὐτή μία κατηγορία θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ μᾶλλον ἀπειλητικότερη γιά τήν κοινωνική συνοχή ἀπό τήν ἀτομική θρησκοληψία.
Τό φαινόμενο τοῦ ἐπιθετικοῦ ἀντιχριστιανισμοῦ, πού διεκδικεῖ καί ἐπαίνους προοδευτικότητας, ἀξίζει προσοχῆς ἀπό τό Ὑπουργεῖο σας, ἐπειδή ἀμφισβητεῖ τόν ἴσο σεβασμό τῶν δικαιωμάτων, μέ τό διχαστικό ἐπιχείρημα ὅτι ἡ πλειοψηφία εἶναι ἀπειλή γιά τίς μειοψηφίες καί, ἑπομένως, δέν ἀξίζει προστασίας.
Μέ τήν πεποίθηση ὅτι τυγχάνει τῆς κατανοήσεώς σας ἡ σημασία τῶν ὡς ἄνω ἐκτεθέντων, καί μέ τήν ἐλπίδα ὅτι στόν σχεδιασμό καί στίς ἀποφάσεις σας θά συνεξετάσετε τίς σχετικές θέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σᾶς ἀπευθύνουμε τήν εὐχή ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογεῖ καί νά σᾶς ἐνισχύει στά εὐθυνοφόρα καθήκοντά σας.
Ὁ Ἀθηνῶν Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρόεδρος
Επίσημη ανακοίνωση εξέδωσε το Υπ. Παιδείας για την επικεφαλής του ΕΟΠΠΕΠ που πέταξε στα σκουπίδια την εικόνα της Παναγίας.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, το υπουργείο Παιδείας υποστηρίζει ότι η υπόθεση είχε αρχίσει να διερευνάται ευθύς μόλις ελήφθη από τον γενικό γραμματέα του υπουργείου η σχετική καταγγελία της εργαζόμενης στον ΕΟΠΠΕΠ για την πρωτοφανή συμπεριφορά της διευθύνουσας συμβούλου του Οργανισμού, η οποία πέταξε στα σκουπίδια εικόνα της Παναγίας.
Η ανακοίνωση εκδόθηκε λίγες ώρες μετά την επιστολή- παρέμβαση στην υπόθεση που απηύθυνε στον υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και ενώ έχει ήδη διαταχθεί η διενέργεια εισαγγελικής έρευνας.
Η ανακοίνωση του υπουργείου Παιδείας έχει ως εξής:
Δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα επιστολή εργαζομένης στον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π., εποπτευόμενο φορέα του ΥΠΠΕΘ, που περιέχει καταγγελίες περί μη σεβασμού θρησκευτικών συμβόλων. Για το ΥΠΠΕΘ δεν τίθεται θέμα απάντησης στο ερώτημα αν εργαζόμενοι "απαγορεύεται να φέρουν θρησκευτικά σύμβολα". Το ερώτημα είναι περιττό δεδομένων των διατάξεων της πολιτείας περί θρησκευτικής ελευθερίας αλλά και του σεβασμού των θρησκευτικών πεποιθήσεων που το ΥΠΠΕΘ έμπρακτα και σταθερά υπηρετεί.
Αμέσως μόλις έλαβε (18/8/2017), μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, την επιστολή εργαζόμενης στον Ε.O.Π.Π.ΕΠ περί μη σεβασμού των θρησκευτικών συμβόλων, το γραφείο του Γενικού Γραμματέα του ΥΠΠΕΘ ζήτησε από τη Διευθύνουσα Σύμβουλο του να παράσχει εξηγήσεις επί του ζητήματος. Η Διευθύνουσα απάντησε με αναλυτική επιστολή της στις 20/8/2017. Εντός τεσσάρων ημερών, ο Αν. Γενικός Γραμματέας έδωσε εντολή διενέργειας των υπηρεσιακώς προβλεπόμενων θεσμικών διαδικασιών ελέγχου. Επισημαίνουμε ότι η όλη διαδικασία ξεκίνησε πριν υπάρξει η όποια δημοσιότητα περί του θέματος. Από πλευράς του ΥΠΠΕΘ, υπήρξε άμεσα κινητοποίηση ώστε να διευκρινιστούν τα τεκταινόμενα στον Ε.Ο.Π.Π.ΕΠ. Η εν λόγω επιστολή συμπίπτει με συγκυρία σημαντικών διοικητικών αλλαγών στον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π., εξορθολογισμού της λειτουργίας του και αναζήτησης απαντήσεων αναφορικά με το σύννομο του ύψους των οικονομικών απολαβών ορισμένων υπαλλήλων του.
Ο έλεγχος που ζητήθηκε εστιάζει:
(α) Στα αναφερόμενα στην από 18/8/2017 επιστολή της εργαζόμενης καθώς και στις από 20/8/ 2017 έγγραφες εξηγήσεις της Διευθύνουσας του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.
(β) Στο αν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις και υποχρεώσεις των μελών του Δ.Σ. του Ε.O.Π.Π.ΕΠ. για την συμμετοχή τους στο Δ.Σ.
(γ) Στον τρόπο καθορισμού των αμοιβών των μισθοδοτούμενων από τον Ε.O.Π.Π.ΕΠ. από την πρόσληψή τους μέχρι σήμερα.
(δ) Στην πιθανότητα ύπαρξης ζητήματος αντιποίησης αρχής στις επιστολές που ανταλλάχθηκαν.
Βάσει της ολοκλήρωσης της διαδικασίας ελέγχου, το ΥΠΠΕΘ θα προχωρήσει άμεσα σε όλες τις προβλεπόμενες εκ του νόμου ενέργειες. Τα πορίσματα της διαδικασίας ελέγχου θα βρίσκονται στη διάθεση του εισαγγελέα. Το ΥΠΠΕΘ ενήργησε ταχύτατα, με σεβασμό στις θεσμικές διαδικασίες και στα πρόσωπα, προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος, του σεβασμού των θρησκευτικών συμβόλων και του κύρους του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.
Πηγή: Καινή Κτίσις

Σε τι διαφέρει η Ορθοδοξία από τις άλλες θρησκείες;
Η ερμηνεία ότι οι αιρετικοί είναι ψευδογιατροί-κομπογιαννίτες, που δεν μπορούν να θεραπεύσουν τους ανθρώπους, αλλά και τους αρρωσταίνουν, δείχνει γιατί καταδικάσθηκαν από την Εκκλησία. Αυτό δεν γίνεται από εμπάθεια, μίσος και φανατισμό, αλλά κατά τον ίδιο τρόπο που ξεχωρίζονται οι επιστήμονες ιατροί από τους κομπογιαννίτες. Πάντως, η Εκκλησία απέβλεπε στην θεραπεία των ανθρώπων, ενώ οι ψευδογιατροί-αιρετικοί, όχι μόνον δεν θεραπεύουν τους ανθρώπους, αλλά συντελούν και στον αιώνιο θάνατό τους.
«Τι είναι η αίρεση; Στην πατερική παράδοση αίρεση είναι κομπογιαννιτισμός. Γιατί η αίρεση καταδικάζεται; επειδή δεν συμφωνούν στο δόγμα; Αυτό είναι το πρόβλημα. Καταδικάζεται, επειδή στην αίρεση δεν υπάρχει θεραπεία. Και εφ' όσον δεν υπάρχει θεραπεία, είναι επικίνδυνη για τον άνθρωπο. Οι Πατέρες έβλεπαν την αίρεση ως ένα είδος κομπογιαννιτισμού, όπου δεν υπάρχει θεραπεία».
«Νομίζω, την βασική διαφορά μπορούμε να την κατανοήσουμε, αν πάρουμε για παράδειγμα την ιατρική επιστήμη. Εκεί έχουμε τους γιατρούς που ανήκουν στον Ιατρικό Σύλλογο. Αν δεν είναι κάποιος γιατρός μέλος του Ιατρικού Συλλόγου, δεν μπορεί να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού. Για να είναι ένας γιατρός νόμιμος, πρέπει όχι μόνο να είναι αποφοιτος μιας ανεγνωρισμένης ιατρικής σχολής, άλλα και μέλος του Ιατρικού Συλλόγου. Τα ίδια ισχύουν και για τους δικηγόρους. Στις επιστήμες αυτές υπάρχει μία συνεχής δοκιμασία· διότι, αν παρεκτραπεί κάποιος, ως προς την ορθή εξάσκηση του επαγγέλματος του, τότε δικάζεται από το αρμόδιο όργανο του επαγγελματικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει και αποβάλλεται του επαγγελματικού Σώματος.
Το ίδιο όμως συμβαίνει και στην Εκκλησία. Η αντίστοιχη διαδικασία μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας, η αποβολή, δηλαδή, ή η αποκοπή κάποιου μέλους της, ονομάζεται αφορισμός· προκειμένου δε περί εκκλησιαστικού αξιώματος, καθαίρεσις, έτσι, οι αιρετικοί αφορίζονται από το Σώμα της Εκκλησίας. Όπως στον ιατρικό χώρο σε έναν κομπογιαννίτη (ψευτογιατρό) δεν είναι δυνατόν να του επιτραπεί να θεραπεύει, έτσι και στην Εκκλησία, δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί σε έναν αιρετικό να θεραπεύει τις ψυχές των ανθρώπων. Διότι, επειδή είναι αιρετικός, δεν γνωρίζει, δεν μπορεί να θεραπεύει».
«Και, όταν εξετάζουμε τις διδασκαλίες των Οικουμενικών Συνόδων, θα δούμε ότι κάθε αίρεση, που έχει καταδικασθεί από την Εκκλησία, καταργούσε αυτομάτως την διδασκαλία της Εκκλησίας περί Θεώσεως και περί φωτισμού και έτσι καταστρέφεται η ευκαιρία της θεραπείας. Οπότε, η αίρεση είναι αίρεση, διότι καταστρέφει την δυνατότητα θεραπείας του ανθρώπου· γι' αυτό είναι αίρεση».
Η Εκκλησία με την καταδίκη των αιρετικών διαφύλασσε την πνευματική θεραπευτική μέθοδο που οδηγεί στην θέωση.
«Αλλά μεταξύ των άλλων μπορεί να γίνει μία αναταραχή και γι' αυτόν τον λόγο βγάζουν μια απόφαση ότι αυτό που λέει ο παπαδημήτρης είναι σαχλαμάρες. Είναι από ταύτιση φιλοσοφίας με την θεολογική μέθοδο. Γι' αυτό τον καταδικάζανε, να μην προσέχει κανείς αυτά που λέει αυτός, διότι αν ακολουθήσει κανείς αυτόν τον δρόμο, δεν θα φθάσει ποτέ από την κάθαρση στον φωτισμό και από τον φωτισμό στην θέωση. Γιατί, εκείνος που είναι στον φωτισμό, δεν μπορεί να λέει τέτοιες ανοησίες».
Έχει μεγάλη σημασία να διαφυλαχθούν τα αληθινά κριτήρια που θεραπεύουν τον άνθρωπο. Αν δεν τεθούν τα κριτήρια της ασθένειας και θεραπείας, δεν αναγνωρίζεται η διαφορά μεταξύ Ορθοδόξων και αιρετικών.
«Γι' αυτόν τον λόγο, πού να καταλάβει κανείς, εφ' όσον οι ίδιοι οι Ορθόδοξοι είναι κομπογιάννίτες, δηλαδή, γιατί να καταδιώκουμε τους αιρετικούς; Τα αποτελέσματα δεν είναι τα ίδια; Διότι είτε πάτε στην ευαγγελική Εκκλησία των Αθηνών είτε στην Παπική είτε στην Εβραϊκή Συναγωγή είτε πας στην Εκκλησία, όλοι στην ίδια κατάσταση βρίσκονται οι άνθρωποι, δεν είναι φωτισμένος κανείς ούτε οι Ορθόδοξοι ούτε οι Εβραίοι. Οπότε, από αυτής της απόψεως, οι δικοί μας οι κομπογιαννίτες δεν διαφέρουν από τους άλλους κομπογιαννίτες. Ποιος να καταδικάσει;
Διότι, αν κάνουμε αυτήν την διαφοροποίηση σήμερα, τους πρώτους που θα διώξουμε είναι τους ίδιους τους πατέρες μας, τους Πνευματικούς. Με ποια κριτήρια θα εφαρμόσουμε τα ιστορικά κριτήρια; γι' αυτό το αφήνουμε όπως είναι και λέμε στραφείτε προς τον μοναχισμό να δείτε τι κάνουν οι καλόγεροι, και εκεί υπάρχουν κομπογιαννίτες, ακόμη μέσα στα Μοναστήρια σήμερα.
Γι' αυτό, το πρόβλημα των κριτηρίων είναι το πιο σπουδαίο. Δηλαδή, εάν έχουμε τα κριτήρια αυτά και κρίνουμε τι κάνανε στην περασμένη εποχή με τους αιρετικούς, είναι αυτό που κάνουνε σήμερα στους κομπογιαννίτες γιατρούς. Απαγορεύεται σε αυτούς να εξασκήσουν το επάγγελμα του γιατρού. Δεν μπορείς να έχεις έναν κομπογιαννίτη γιατρό ούτε να έχεις ψεύτικα φάρμακα στην αγορά».
Οι αιρετικοί καταδικάζονταν από τους Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων, επειδή εξέφραζαν ετεροδιδασκαλίες που καταργούσαν την μέθοδο θεραπείας. Πρώτη φορά οι Φράγκοι στην Σύνοδο της Φραγκφούρτης, το 794, κατεδίκασαν ένα ολόκληρο έθνος, και αποκαλούν τους Γραικούς αιρετικούς, και όχι συγκεκριμένα πρόσωπα.
«Στην Σύνοδο της Φραγκφούρτης το 794 για πρώτη φορά στην ιστορία καταδικάσθηκε ως αιρετικό ένα ολόκληρο έθνος, ενώ προηγουμένως οι αιρετικοί ήσαν άτομα. Άρειος, Νεστόριος κλπ. Ή καταδικάζεται ο αρχηγός της αιρέσεως ή καταδικάζεται η αίρεσηόχι όμως έθνος. Για πρώτη φορά οι Φράγκοι καταδικάζουν έθνος, διότι καταδικάζουν τους Γραικούς ως αιρετικούς».
«Μετά έχουμε και το θέμα της επιδράσεως της πολιτικής μιας εποχής επάνω στο δόγμα, που όταν δούμε από ιστορικής απόψεως την εμφάνιση αιρέσεων από την Αποστολική εποχή μέχρι τον Μεσαίωνα, συνήθως οι αιρέσεις έχουν το όνομα του αιρεσιάρχου. Περιγράφονται με το όνομα του αιρεσιάρχου. Σε άλλες περιπτώσεις, με το όνομα της αιρέσεως, όπως ο μονοφυσιτισμός. Έχουμε επίσης γνωστικισμό, ο οποίος είναι και μια ξένη θρησκεία, κλπ.
Τον Μεσαίωνα, κατά τα μέσα του 8ου αι., εμφανίζονται έργα, τα οποία διασώζονται στα Λατινικά, με τους τίτλους, που συνοψίζονται στο Contra errores Graecomm (Κατά των πλανών των Γραικών). Απ’ ό,τι ξέρω, είναι η πρώτη φορά που στηλιτεύεται όχι αιρεσιάρχης, όχι αίρεση, αλλά ένα έθνος. Οπότε, κάτι δεν πάει καλά, γιατί είναι μια καινούρια παράδοση στην μάχη εναντίον των αιρέσεων.
Μετά, πάει κανείς στα Πρακτικά της Συνόδου της Φραγκφούρτης, το 794, για να δει από πού προέρχεται αυτό το Contra errores Graecorum, αυτή η παράδοση. Και εκεί μέσα βρίσκει στην απόφαση της Συνόδου ότι καταδικάζονται ως αιρετικοί οι Γραικοί. Και ως τι αιρετικοί καταδικάζονται; Διότι σε αυτήν την Σύνοδο, παραδόξως, καταδικάσθησαν και οι εικονομάχοι και οι εικονόφιλοι. Καταδικάζονται και οι δύο. Καλά, οι Φράγκοι ήσαν τόσο πολύ έξυπνοι, ώστε να μπορέσουν να διακρίνουν, ότι και οι δύο παρατάξεις, που εμάχοντο στη ρωμηοσύνη ήταν αιρετικοί; Πώς μπορεί και οι δύο να είναι αιρετικοί; Έπρεπε να είχαν λάβει θέση ή υπέρ ή κατά των εικονοφίλων. Αυτοί δεν λαμβάνουν θέση ούτε υπέρ του ενός ούτε υπέρ του άλλου. Καταδικάζουν και τους δύο.
Για να καταδικάσουν και τους δύο, κάτι κρύβεται πίσω από αυτό το πράγμα. Κάτι δεν πάει καλά, γιατί οι Φράγκοι ήσαν βάρβαροι, παραδόξως όμως στην Σύνοδο καταδικάσθηκαν οι Γραικοί. Αλλά προ της Συνόδου υπάρχουν τα Libri Carolini, που διαδίδεται στην παράδοση ότι ο ίδιος ο Κάρολος ο Μέγας τα έγραψε αυτά τα βιβλία, αλλά οι θεωρίες είναι ότι τα έγραψε η συνοδεία του η θεολογική. Εκεί μέσα, στα Libri Carolini, είναι πολύ τυπικό το μίσος για τους Ρωμαίους, όχι για τους Γραικούς. Εκεί στηλιτεύεται το έθνος των Ρωμαίων, ό,τι είναι ρωμαϊκόν. Οπότε, εκεί μέσα είναι η τυπική αφετηρία της σκέψεως των Φράγκων για τους Ρωμαίους».
Επομένως, η αίρεση είναι απόκλιση από την αποκαλυπτική αλήθεια, αλλά και από την μεθοδολογία που οδηγεί στην θέωση. Οι Σύνοδοι, στις οποίες συμμετέχουν θεούμενοι Πατέρες -τουλάχιστον οι περισσότεροι- οριοθετούσαν την αποκάλυψη για να μην αλλοιωθεί και η αποκάλυψη και ο τρόπος που οδηγεί στην θεοπτία.
Οι αιρετικοί πιστεύουν σε έναν θεό, τον οποίο δημιούργησαν με την λογική και την φαντασία τους. Ο Θεός τον οποίον πιστεύουν δεν είναι Θεός της αποκαλύψεως, αλλά της ανακαλύψεως της λογικής και της επεξεργασίας του στοχασμού. Ένας τέτοιος θεός είναι ανύπαρκτος.
«Οι Πατέρες αθέους ονομάζουν και τους αιρετικούς. Τι εννοούν με την λέξη άθεος; Εννοούν ότι αυτός ο θεός στον οποίον πιστεύουν αυτοί δεν υπάρχει. Είναι ανύπαρκτος. Αυτό εννοούν οι Πατέρες της Εκκλησίας ως ανυπαρξία του Θεού στον οποίο πιστεύει ένας αιρετικός ή ειδωλολάτρης. Αυτός ο Θεός δεν υπάρχει. Ποιος Θεός υπάρχει; Ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ. Δηλαδή, για τους Πατέρες, ο μόνος Θεός που υπάρχει είναι ο Θεός ο οποίος ώφθη "τοις Προφήταις, τοις Αποστόλοις, τοις Αγίοις της Εκκλησίας"».
Όταν οι δυτικοί Χριστιανοί πιστεύουν ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού ως ύπαρξη (filioque) και όταν οι σχολαστικοί φιλόσοφοι προσπαθούν με λογικά επιχειρήματα να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού, τότε σημαίνει ότι δεν έχουν προσωπική πείρα του Θεού και ένας τέτοιος Θεός είναι ανύπαρκτος.
«Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λέγανε, αιώνες τώρα, ότι ο Θεός του filioque ή της σχολαστικής θεολογίας δεν υπάρχει. Όταν έρχεται ο Νίτσε και λέει ότι ο θεός πέθανε, καλά έκανε, σωστά τα λέει. Διότι, όταν ο Νίτσε λέει "θεό", εννοεί τον θεό της μεταφυσικής, της σχολαστικής παραδόσεως των Φράγκων. Αυτός ο θεός δεν υπάρχει. Και σε αυτήν την γραμμή, ότι ο θεός πέθανε, υπάρχουν σήμερα πολλοί ευρωπαίοι που δέχονται ότι ο θεός δεν υπάρχει. Εντάξει, πρέπει να συμφωνήσουμε και εμείς. Βέβαια, αυτός ο θεός που πίστευαν οι ευρωπαίοι χρόνια τώρα.
Αυτός ο θεός δεν υπάρχει. Είναι ανύπαρκτος. Καλά κάνουν και τον απεκήρυξαν. Μόνο όταν κανείς πει ότι ο Θεός των Ορθοδόξων δεν υπάρχει, εκεί πρέπει να γίνει συζήτηση».

Η θρησκεία ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο στην ζωή αυτή, ώστε να αντιμετωπίζονται οι ασθένειες, οι θλίψεις, οι στενοχώριες, οι καταστροφές, οι πόλεμοι, «δηλαδή ο Θεός να τα τακτοποιεί όλα κατά τις ανάγκες ή τις επιθυμίες του ανθρώπου», αλλά ενδιαφέρεται και για την μέλλουσα ζωή, ώστε να επικρατήσει η δικαιοσύνη και να επανέλθει η ψυχή του ανθρώπου στην ευδαιμονία.
Έτσι, για τους ανθρώπους είναι απαραίτητη η θρησκεία ώστε να επικρατεί αρμονία στην φύση και στην ζωή των ανθρώπων.
«Με την ανάπτυξη της σημερινής επιστήμης βρέθηκαν στοιχεία που αποδεικνύουν πλέον ότι υπήρχαν θρησκεύματα τα οποία δεν πιστεύανε ότι μετά τον θάνατο υπάρχει ζωή για όλους τους ανθρώπους. Υπάρχουν και άλλα θρησκεύματα που απλώς δεν έδιναν πολλή σημασία στην πίστη για ζωή μετά τον θάνατο, διότι η θρησκεία τότε ήταν η επιστήμη της εποχής εκείνης, κατά την οποία γινότανε η θεοποίηση των δυνάμεων της φύσεως και πιστευόταν ότι το κύριο έργο της θρησκείας ήταν η μαγεία. Οπότε, αφού έκαναν ανάλυση των δυνάμεων της φύσεως, έβλεπαν ότι στην φύση υπάρχει μια βασική πάλη, όχι των τάξεων αλλά των θεών, και αυτή η πάλη γίνεται μεταξύ των θεών της δυσαρμονίας και των θεών της αρμονίας».
Πολλά από τα θρησκεύματα προσπαθούσαν να επιλύσουν αυτά τα προβλήματα.
«Κατάλαβαν ότι στην φύση υπάρχει αρμονία και δυσαρμονία και για να επέλθει ισορροπία, πίστευαν ότι υπάρχει ο θεός του θανάτου, ο θεός της ζωής και της γονιμότητος λατρευόταν σαν θεά συνήθως της γονιμότητος και είχαν στις θρησκευτικές τελετές τους αναπαράσταση των δυνάμεων της φύσεως όπου θριάμβευαν οι θεές της γονιμότητος και οι καλοί θεοί εξουδετέρωναν την δύναμη των θεών του θανάτου και της δυσαρμονίας και κατ' αυτόν τον τρόπο, με την μαγεία αυτή των τελετών πίστευαν ότι εξασφαλίζουν και την αρμονία στην φύση. Οπότε, η αρμονία της φύσης ακολουθούσε τις επιταγές της μαγείας των παπάδων για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Αυτή η προσπάθεια κατ’ αρχήν δεν είχε σχέσεις με την ζωή μετά τον θάνατο, αλλά αυτή η θρησκευτικότητα υπήρχε για να εξασφαλισθούν τα προς το ζην σε αυτήν την ζωή, δηλαδή».
Έπειτα, θεωρείται αναγκαία η θρησκεία για την μέλλουσα ζωή των ανθρώπων, για την ζωή μετά τον θάνατο.
«Έθιξα το θέμα εάν η θρησκεία ταυτίζεται με μια διδασκαλία περί αυτής της ζωής και με μια διδασκαλία περί υπάρξεως Θεού για την μέλλουσα ζωή, για να γίνει η επικράτηση πλήρους δικαιοσύνης. Γιατί πρέπει να υπάρχει ένας δίκαιος Θεός, ο οποίος να κάνει την τελική αξιολόγηση περί της τελικής κρίσεως του ανθρώπου, για να τιμωρηθούν οι άδικοι στην κόλαση και να βραβευθούν τα καλά παιδιά στον παράδεισο, δηλαδή. Οπότε, πρέπει να υπάρχει θρησκεία για να επικρατήσει δικαιοσύνη και για να μη μείνει ανεκπλήρωτος ο πόθος του ανθρώπου για την ευδαιμονία».
Και οι δύο αυτοί λόγοι που δείχνουν ότι είναι αναγκαία η θρησκεία, στηρίζονται σε ψυχολογικά θεμέλια. Αλλά πέρα από αυτό υπάρχουν και τα μεταφυσικά θεμέλια της θρησκείας, όπως διδάσκει ο πλατωνισμός, ο νεοπλατωνισμός και άλλες φιλοσοφικές παραδόσεις της αρχαιότητος. Όταν όμως στην Δύση καταρρίφθηκε η μεταφυσική, καταρρίφθηκε και η θρησκεία η οποία συνδεόταν μαζί της.
«Ένα από τα κύρια γνωρίσματα του Κάρλ Μάρξ και του Λένιν και του Τρότσκι και όλων αυτών, είναι ότι αυτοί απορρίπτουν την μεταφυσική, διότι ταύτισαν την θρησκεία με την μεταφυσική».
«Οι ίδιοι οι μαρξιστές λένε ότι έχει χρεοκοπήσει η θρησκεία, αφού έχει χρεοκοπήσει η μεταφυσική, επειδή έχουν την αντίληψη ότι τα θεμέλια της θρησκείας είναι η μεταφυσική. Τώρα, εάν τα θεμέλια της θρησκείας είναι η μεταφυσική, τότε γιατί οι καλόγεροι πολεμούσαν την μεταφυσική; Μήπως είχαν άλλα θεμέλια;
Λοιπόν, πολεμώντας σήμερα την μεταφυσική οι κομμουνιστές νομίζουν ότι κατεδαφίζουν την θρησκεία, ενώ πρέπει να υποψιάζεται κανείς ότι, εφ' όσον η Εκκλησία αντιτάχθηκε στον Κοραή, μήπως δεν υπάρχουν θεμέλια μεταφυσικά στην Ορθοδοξία εφ' όσον βλέπουμε τους Πατέρες ότι αντιτάσσονταν και στον Αριστοτέλη και στον Πλάτωνα και σε όλους τους φιλοσόφους της εποχής τους; Είναι και αυτό ενδεικτικό».
Πάντως, η ειδωλολατρεία και η μεταφυσική, που είναι θρησκευτικές παραδόσεις, ταύτιζαν το άκτιστο με το κτιστό.
«Με τον όρο θρησκεία εννοούμε κάθε ταύτιση του ακτίστου με το κτιστόν και μάλιστα κάθε ταύτιση παραστάσεων του ακτίστου με νοήματα και ρήματα της ανθρωπίνης σκέψεως που είναι το θεμέλιο της λατρείας των ειδώλων».
Επίσης, η θρησκεία συγχέει και ταυτίζει την λογική με την νοερά ενέργεια του ανθρώπου. Αυτό δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα, διότι η νοερά ενέργεια, όταν λειτουργεί σωστά, κάνει τα αδιάβλητα πάθη να παραμένουν αδιάβλητα και να μη μετατρέπονται σε διαβλητά. Για παράδειγμα, μπορεί να ικανοποιείται το αδιάβλητο πάθος της πείνας, χωρίς να γίνεται διαβλητό πάθος, ήτοι γαστριμαργία. Συγχρόνως, η νοερά ενέργεια βοηθά τα διαβλητά πάθη (γαστριμαργία) να μετατραπούν σε αδιάβλητα (χρησιμοποίηση αναγκαίων για το ζην). Όταν, όμως, η νοερά ενέργεια δεν λειτουργεί φυσιολογικά, τότε ο άνθρωπος κυριαρχείται από τα πάθη και αυτό έχει συνέπειες και στην σχέση του με τον Θεό.

«Στην φυσική της κατάσταση η νοερά ενέργεια ρυθμίζει τα πάθη, δηλαδή της πείνας, της δίψας, του ύπνου, του ενστίκτου της αυτοσυντηρήσεως, δηλαδή της αυτοσυντηρήσεως, ώστε να είναι αδιάβλητα. Στην νοσούσα κατάσταση τα πάθη γίνονται διαβλητά. Αυτά, σε συνδυασμό με την αδέσποτη πλέον φαντασία, δημιουργούν μαγικές θρησκείες για την χαλιναγώγηση των στοιχείων της φύσεως ή και την επί πλέον σωτηρία της ψυχής από την ύλη στην κατάσταση της ευδαιμονίας ή και της ευδαιμονίας με σώμα και ψυχή».
«Τα νοήματα του εγκεφάλου, που είναι όλα από το περιβάλλον, γίνονται νοήματα της νοερός ενεργείας της ριζωμένης πάντα στην καρδιά. Έτσι, ο παθών (αυτός που έχει πάθη) γίνεται δούλος του περιβάλλοντός του. Ως εκ τούτου συγχέει ορισμένα νοήματα που προέρχονται από το περιβάλλον με τον θεό ή τους θεούς του».
Από όλα αυτά φαίνεται ότι οι θρησκείες συνδέονται στενά με την μαγεία, ως εξευμένιση του Θεού, την δεισιδαιμονία, ως ταύτιση του Θεού με την κτίση, όπως πρεσβεύει και ο πανθεϊσμός, αλλά και με τον μυστικισμό, ως επαναφορά της φύσει αθανάτου ψυχής στον αγέννητο κόσμο των ιδεών από τον οποίο εξέπεσε. Και οι τρεις αυτές περιπτώσεις (μαγεία, δεισιδαιμονία, μυστικισμός) συνιστούν πνευματική ασθένεια, αφού είναι πίστη σε έναν ανύπαρκτον θεό. Σε αυτό το σημείο επικεντρώνεται όλος ο αγώνας των Προφητών, Αποστόλων και Αγίων.
«Οι Πατριάρχες και οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, οι Απόστολοι και οι Προφήτες της Καινής Διαθήκης και οι διάδοχοί τους γνωρίζουν καλώς την νόσον της θρησκείας και τον ιατρό που την θεραπεύει, δηλαδή τον Κύριο (Ιαχβέ) της δόξης. Αυτός είναι ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών. Εθεράπευσε την νόσο αυτήν στους φίλους και πιστούς Του προ της ενσαρκώσεώς Του και συνεχίζει και ως Θεάνθρωπος να την θεραπεύει».
Έτσι, η Εκκλησία δεν είναι θρησκεία για να πιστεύει σε έναν ανύπαρκτον Θεό και να χρησιμοποιεί την μαγεία, την δεισιδαιμονία και τον μυστικισμό, αλλά είναι το Σώμα του Θεανθρώπου Χριστού. Εκείνο που διακρίνει την Εκκλησία από την μαγεία, την δεισιδαιμονία και τον μυστικισμό είναι τα Μυστήρια - Βάπτισμα, Χρίσμα, Θεία Ευχαριστία - σέ συνδυασμό με την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, που είναι μια συγκεκριμένη θεραπευτική πράξη. Με αυτήν την μεθοδολογία δεν συγχέεται η νοερά με την λογική ενέργεια, δεν επηρεάζεται ο νους από τα πάθη και το περιβάλλον, δεν ταυτίζεται το Άκτιστο με το κτιστό.
«Η μεθοδολογία που ακολουθεί ένας Ορθόδοξος Χριστιανός είναι πολύ διαφορετική από την μεθοδολογία που ακολουθεί ένας οπαδός μιας οποιασδήποτε άλλης θρησκείας. Αυτό τώρα, συναισθηματικά, μπορεί να σοκάρει, διότι έχουμε συνηθίσει να περιγράφουμε ως άθεους τους μαρξιστές και δεν περιγράφουμε ως άθεο κανέναν άλλον».
Όπως τονίσθηκε, με καθαρά θεολογικές προϋποθέσεις, οι οπαδοί των θρησκειών και οι αιρετικοί χαρακτηρίζονται από τους Πατέρες ως άθεοι, γιατί πιστεύουν και λατρεύουν έναν θεό που δεν υπάρχει, Αυτό δεν συμβαίνει με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
«Νομίζω ότι για να τοποθετήσουμε σωστά τα ερωτήματα αυτά, πρέπει να αποβάλλουμε την ιδέα ότι η Ορθοδοξία είναι θρησκεία σαν τις άλλες θρησκείες. Δεν είναι θρησκεία η Ορθοδοξία».
Βεβαίως, στην Ορθόδοξη Εκκλησία παρατηρούνται μερικά εξωτερικά γνωρίσματα που υπάρχουν στις άλλες θρησκείες, αλλά υπάρχει μεγάλη διαφορά στην μεθοδολογία γνώσεως του Θεού.
«Η Ορθοδοξία δεν είναι μόνον θρησκεία. Βέβαια, από μιας απόψεως δεν είναι καν θρησκεία η Ορθοδοξία. Εγώ θα έλεγα δεν είναι μόνον θρησκεία. Αλλά, τουλάχιστον, δεν είναι θρησκεία ταυτιζομένη με την δεισιδαιμονία».
«Η Ορθοδοξία, πιστεύω προσωπικά, έχει άμεση σχέση με την ψυχιατρική, με την ψυχολογία, με την ιατρική, με την βιολογία και με την χημεία, δηλαδή, γενικά με όλες τις θετικές επιστήμες. Και το μεγαλύτερο κακό που έχει γίνει στην Ελληνική Ορθοδοξία, και ίσως σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, είναι αυτός ο προσανατολισμός του νεοελληνισμού και της νεοελληνικής θεολογίας, ο προσανατολισμός αυτός, ο βλακώδης προσανατολισμός στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία και σε οποιαδήποτε φιλοσοφία. Έπρεπε η θεολογία να είναι προσαρμοσμένη προς τις θετικές επιστήμες και να χρησιμοποιηθεί η Ορθόδοξη πατερική αντίληψη περί ανθρώπου, που είναι, βέβαια, η βιβλική αντίληψη περί ανθρώπου».
Δυστυχώς, μετά την απελευθέρωση του Ελλαδικού χώρου και την συγκρότηση του Ελληνικού κράτους η Εκκλησία μετατράπηκε σε μια «ηθική θρησκεία», που χρησιμεύει στο Κράτος, γιατί επιβάλλει μια ισορροπία στην κοινωνία, και η ίδια χρειάζεται το Κράτος. Έτσι εξηγείται ο διωγμός εναντίον του μοναχισμού που βίωνε την θεραπευτική μέθοδο, ήτοι την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση.
«Στα χρόνια μετά την Ελληνική επανάσταση έγινε ο διωγμός εναντίον του μοναχισμού. Οι καλόγεροι ήσαν οι αίτιοι όλων των κακών του έθνους. Εξ αιτίας των μοναχών έπεσε η Κωνσταντινούπολη. Εξ αιτίας των μοναχών καταστράφηκε ο στρατός, διαλύθηκε το Κράτος, γίναμε αγράμματοι, δεν είμαστε τώρα ευρωπαίοι. Για όλα φταίνε οι καλόγεροι.
Εδώ ζήσαμε κάτω από τους Τούρκους συναγωνιζόμενοι έναν φοβερό εχθρό, που μπορούσε να μας εξοντώσει για το παραμικρό κάθε φορά, ενώ επιζήσαμε τόσους αιώνες. Κατ' αυτόν τον τρόπο, φθάσαμε σε ένα σημείο, που σχεδόν χρειαζόμαστε τα στηρίγματα του Κράτους για να στηριχθεί η Εκκλησία κ.ο.κ.
Όταν κανείς βλέπει την αρχαία Εκκλησία, βλέπει ότι ο αρχαίος Κλήρος μοιάζει περισσότερο με μια ομάδα από γιατρούς, παρά με μια ομάδα από τους σημερινούς Κληρικούς. Αν πάρει κανείς τον σημερινό Ορθόδοξο Κληρικό και τον συγκρίνει με τον αρχαίο παπά ή τον δεσπότη της αρχαίας Εκκλησίας και πάρει έναν ψυχίατρο και τον συγκρίνει με τον αρχαίο Κληρικό, θα δει περισσότερη ομοιότητα να υπάρχει μεταξύ του ψυχιάτρου του σημερινού και του Επισκόπου ή παπά της αρχαίας Εκκλησίας, παρ’ ότι υπάρχει μεταξύ του σημερινού Κληρικού και του αρχαίου Κληρικού. Όχι εξ επόψεως πίστεως, αλλ' εξ επόψεως μεθόδου».
Επομένως, η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει στον Θεό των Προφητών, των Αποστόλων και των Αγίων, είναι το Σώμα του Χριστού και αγιάζει τα μέλη της. Οι Χριστιανοί διδάσκονται και βοηθούνται από τον Χριστό να αποβάλλουν την μαγεία, την δεισιδαιμονία, τον μυστικισμό, να αρνηθούν τα είδωλα και την λατρεία τους και να μεθέξουν κατά ποικίλους βαθμούς τής Ακτίστου ενεργείας του Θεού. Έτσι, οι Χριστιανοί δεν είναι «άθεοι εν τω κόσμω» (Εφ. Β΄, 12), αλλά είναι εσταυρωμένοι, ως προς τα πάθη, και αποκτούν την γνώση του αληθινού Θεού.
("Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.)
Πηγή: Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

ΕΜΠΟΝΟΣ ΚΡΑΥΓΗ
ΚΕΛΛΙΩΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΗΜΩΝ
ΜΑΡΤΙΟΣ 2017
Ἀπὸ τὶς 27 Ἰουνίου 2016 ἔχουν εἰσέλθει εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ τὴν ζωὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας αἱ ἀποφάσεις τῆς συνόδου εἰς τὸ Κολυμπάριον Κρήτης. Τὰ κείμενα τῶν ἀποφάσεων ποὺ ἐδημοσιεύθησαν, κατ᾽ ἐντολὴν πρέπει νὰ ἔχουν «πανορθόδοξον κῦρος» (Κανονισμὸς ὀργανώσεως... Ἄρθρον 13, §2).
῾Όμως, κατὰ τούς παρελθόντας ἤδη ἐννέα μῆνας, αἱ ἀποφάσεις αὐταὶ ἔχουν γίνει «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» καὶ αἴτιον σφοδρᾶς διαμάχης. Ἔχουν δημοσιευθῆ πολλὰ σημαντικὰ ἐπικριτικὰ κείμενα ἀπὸ Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερὰς Συνόδους Ἐκκλησιῶν. Ἐπειδὴ τὰ κείμενα τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου ἅπτονται τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἡ ὁποία εἶναι ἡ βάσις καὶ τὸ θεμέλιον καὶ τῆς ἡμετέρας ἀσκήσεως ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καὶ τῆς ὅλης ἀφιερώσεως τῆς ζωῆς ἡμῶν εἰς Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ ἐπειδὴ μᾶς ἐπιβάλλονται ὡς ἔχοντα πανορθόδοξον κῦρος, διὰ τοῦτο μετὰ προσοχῆς καὶ προσευχῆς τὰ ἐμελετήσαμεν. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσπερασθοῦν μὲ ἀδιαφορίαν καὶ νὰ παραβλεφθοῦν, διότι δὲν εἶναι ἁπλαῖ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» προσωπικαὶ διακηρύξεις – ὅπως ἕως τώρα συνέβαινε – ἀλλ᾽ ἔχουν καὶ τὰς ὑπογραφὰς τῶν Προκαθημένων καὶ εὐαρίθμων Μητροπολιτῶν τῶν συνόδων δέκα αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἐκ τῶν δεκατεσσάρων εἰς τὸ σύνολον.
Πίστις, λοιπόν, τὸ προκείμενον καί «πίστις ἐστὶ τὸ πολεμούμενον καὶ κοινὸς σκοπὸς ἅπασι τοῖς ἐναντίοις καὶ ἐχθροῖς τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας, τὸ στερέωμα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως κατασεῖσαι...» (Μ. Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος § 25, ΒΕΠΕΣ 52, σελ. 251). Εἰς τὴν ἰδίαν «συχνότητα» τῶν λόγων τοῦ Μ. Βασιλείου, ἔχομε νωποὺς τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου: «Σήμερα προσπαθοῦν νὰ γκρεμίσουν τὴν πίστη, γι᾽ αὐτὸ ἀφαιροῦν σιγά-σιγὰ ἀπὸ καμμία πέτρα, γιὰ νὰ σωριασθῆ τὸ οἰκοδόμημα τῆς πίστεως. Ὅλοι ὅμως εὐθυνόμαστε γιὰ τὸ γκρέμισμα αὐτό. Ὄχι μόνον αὐτοὶ ποὺ ἀφαιροῦν τὶς πέτρες καὶ τὸ γκρεμίζουν, ἀλλὰ καὶ ὅσοι βλέπουμε νὰ γκρεμίζεται καὶ δὲν προσπαθοῦμε νὰ τὸ ὑποστυλώσουμε» (Ἁγίου Παϊσίου, Λόγοι Β´, Ἔκδ. Ἱ. Μ. Σουρωτῆς, σ.20).
Ἀκολουθοῦντες, λοιπόν, τὰς ἐντολὰς καὶ τὴν παράδοσιν τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, ἐμελετήσαμεν μετὰ προσοχῆς καὶ προσευχῆς, ὅπως ἐλέχθη, τὰ συνοδικὰ κείμενα. Κάτωθι, ἀναφέρομεν συνοπτικῶς τὰς ἡμετέρας διαπιστώσεις.
1. Εἰσαγωγικῶς καὶ γενικῶς, θὰ πρέπῃ νὰ ἐπισημανθῇ τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς τὰ κείμενα ὑπάρχουν καὶ ἀρκεταὶ φράσεις, ἐπιδεχόμεναι καὶ Ὀρθόδοξον καὶ αἱρετικὴν ἑρμηνείαν, ὅπως ἐπίσης καὶ μερικαὶ σαφῶς Ὀρθοδοξόταται διατυπώσεις. Τὸ τελευταῖον αὐτό, ὅμως, – πολλῷ μᾶλλον τὸ πρῶτον – οὐδόλως εἶναι ἱκανὸν νὰ μᾶς καθησυχάσῃ καὶ ἐπαναπαύσῃ, ἐφ᾽ ὅσον – ὅπως θὰ δειχθῇ κατωτέρω – παραλλήλως συνυπάρχουν καὶ αἱ ἀντίστοιχοι κακόδοξοι τοιαῦται. Ἁπλῶς εὑρισκόμεθα πρὸ φαινομένου κλασσικῆς διγλωσσίας. Ὅπως ἐδήλωσεν χαριτολογῶν ἱεράρχης, συμμετέχων μάλιστα εἰς τὴν σύνοδον: «Ἡ σύνοδος μᾶς τὰ ἔδωσε ὅλα. Ὁ καθεὶς διαλέγει καὶ παίρνει ὅ,τι θέλει!».
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, ὅμως, ἄλλως ἔπραττον καὶ ἄλλως μᾶς ἐδίδαξαν. Ὁ λόγος των δὲν ἦτο «ναὶ καὶ οὔ», ἀλλά «ναί, ναὶ καὶ οὔ, οὔ» (Β´ Κορ. α´, 17-20 καὶ Ἰακ. ε´, 12), ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας προστάσσει (Ματθ. ε´, 37). Εἰς τὰς Ἱερὰς Συνόδους δὲν προσεπάθουν διὰ τῆς διγλωσσίας νὰ ἐπαναπαύσουν εἰς τὴν πλάνην των τοὺς αἱρετικούς, ἐπιφέροντες οὕτω καὶ σύγχυσιν εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, οὔτε ἐφεύρισκον καὶ ἐχρησιμοποίουν ἀμφισήμους διατυπώσεις, συστεγαζούσας ἀλήθειαν καὶ πλάνην, πρὸς ἐπιτυχίαν μιᾶς κακῶς νοουμένης ψευδεπιγράφου ἑνότητος. Τοὐναντίον, ἠγωνίζοντο μέχρις ἐσχάτων διὰ τὴν ἐξάλειψιν καὶ τοῦ παραμικροῦ ι (ἰῶτα), τὸ ὁποῖον θὰ συνετέλει εἰς αἱρετικὴν διατύπωσιν (Πρβλ. τοὺς ἀγῶνας των κατὰ τοῦ «ὁμοιουσίου»), καὶ ἐπέμενον ἀνυποχωρήτως καὶ διὰ τὴν συμπερίληψιν καὶ τῆς παραμικρᾶς προθέσεως, ὥστε ἡ διατύπωσις νὰ ἀποκλείῃ αἱρετικὴν παρερμηνείαν καὶ νὰ διασφαλίζῃ τὴν Ὀρθόδοξον ἑρμηνείαν. (Πρβλ. τὴν ἐπιμονήν των διὰ τὴν ἀποδοχὴν καὶ τοῦ «ἐν δύο φύσεσιν», καὶ ὄχι μόνον τοῦ «ἐκ δύο φύσεων» τῶν μετριοπαθῶν Μονοφυσιτῶν).
2. Ἐπὶ τῶν ἄρθρων τοῦ Κανονισμοῦ τῆς συνόδου, ἔχομεν ἐν πρώτοις νὰ παρατηρήσωμεν ὅτι, βάσει τοῦ ἄρθρου 8 § 2 καὶ ἄρθρ. 9 § 3, ἀπαγορεύετο ἡ ἐλευθέρα τοποθέτησις τῶν ἐπισκόπων, ἢ καὶ αὐτῶν τῶν προκαθημένων, ἐπὶ νέων μὴ ὁμοφώνως συμπεφωνημένων ζητημάτων εἰς τὰς προσυνοδικὰς διασκέψεις τῶν ἐπιτροπῶν. Ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὅμως ἱστορίας γνωρίζομεν ὅτι, εἰς τὰς οἰκουμενικὰς ἁγίας καὶ μεγάλας Συνόδους, ὑπῆρχε ἡ πλήρης ἐλευθερία οἱουδήποτε ἐπισκόπου καὶ ποιμενάρχου, νὰ θέςῃ ἕνα ζήτημα, πίστεως ἢ ποιμαντικὸν, πρὸς συζήτησιν καὶ ἐπίλυσιν. Ὡς παράδειγμα, ἀναφέρομεν τὴν πρώτη πρᾶξιν τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς καὶ δὴ τὴν συζήτησιν τοῦ Πατριάρχου Ἁγίου Ταρασίου μετὰ τῶν μοναχῶν.
Εἰς τὸ ἄρθρο 11 § 2, καθορίζεται ἡ «ἀρχὴ τῆς ὁμοφωνίας» τῶν τροπολογιῶν ἐπὶ τῶν ἀρχικῶν προσυνοδικῶς συμπεφωνημένων κειμένων, πρὸς διαμόρφωσιν τῶν τελικῶν κειμένων, καθὼς καὶ ἡ ἀπόρριψις τῶν μὴ ὁμοφώνως ἀποδεκτῶν τροπολογιῶν. Κατ᾽ ἀρχάς, εἶναι ἐξόφθαλμον ὅτι καὶ μόνη ἡ διαφωνία καὶ ἡ μὴ συμμετοχὴ τῶν τεσσάρων Πατριαρχείων καταργεῖ τὸ ἄρθρον καί, κατὰ συνέπειαν, τὴν νομιμότητα τῆς συνόδου.
Πέραν τούτου, εἴδαμε ἐπὶ τοῦ πρακτέου, νὰ ὑπάρχῃ διαφωνία ἐπὶ δογματικῶν ζητημάτων, καὶ εἰς τὰ προσυμπεφωνημένα, καὶ εἰς τὰ τελικὰ μὲ τὰς τροπολογίας, καὶ νὰ συνεχίζουν οἱ πλειοψηφοῦντες καὶ οἱ διαφωνοῦντες ὡς νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε. Ἐρωτῶμεν εὐθαρσῶς, ἦτο σύναξις ἁγιοπνευματική, ποιμένων ὁμονοούντων ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ;
Διότι, δημιουργήθηκε ἔτσι νέα καὶ πρωτοφανὴς ἐκκλησιαστικὴ κατάστασις, ὅπου μειοψηφοῦντες ἀρχιερεῖς νὰ διαφωνοῦν ἐπὶ δογματικῶν ζητημάτων καὶ νὰ εἶναι ἀναγκασμένοι νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν αἱρετίζουσαν ἀπόφασιν τῆς πλειοψηφίας.
Εἰς τὸ ἄρθρο 12 § 1-3 καθορίζεται ἡ ψήφισις τῶν κειμένων τῆς συνόδου μόνον ὑπὸ τῶν προκαθημένων τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτό, ὑπενθυμίζομεν τὴν συνοδικὴν Ὀρθόδοξον παράδοσιν τῆς πλήρους καὶ ὁμοτίμου συμμετοχῆς τῶν ἀπανταχοῦ ἐπισκόπων, νοουμένων ὡς ποιμένων. Εἰς τὴν σύνοδον τοῦ Κολυμπαρίου ἔχομε διὰ πρώτην φορὰν νὰ ἐκπροσωποῦνται οἱ παρόντες ἐπίσκοποι ἀπὸ τὸν προκαθήμενόν τους.
Ἡ ὀδυνηρὰ συνέπεια εἶναι ὅτι ἀκυρώνεται ἡ διαχρονικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ τοῦ ὁμοτίμου, ἐπισκόπου πρὸς ἐπίσκοπον. Διεχωρίσθησαν οἱ ἐπίσκοποι εἰς τοὺς κυριαρχικὰ πρώτους, τοὺς προέδρους τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ἀπὸ τοὺς περὶ αὐτοὺς ἐπισκόπους, δίκην αὐλικῶν. Ἔτσι δημιουργήθηκε εἰς αὐτὴν τὴν σύνοδον μία τετραώροφος ἀρχιερωσύνη (δηλ. ὁ πρῶτος – προκαθήμενοι – λοιποὶ παρόντες – ἀποκλεισθέντες)· καὶ ἡ διαβάθμισις αὐτὴ τῆς ἑνιαίας ἀρχιερωσύνης δὲν παρουσιάζεται ἀπὸ τοὺς ἰθύνοντας τῆς συνόδου ὡς ἁπλῆ διοικητική, ἀλλὰ ὡς ἔχουσα θεολογικὰς βάσεις, κάτι τὸ ὁποῖον εἶναι ἀλλότριον τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας.
Τέλος, βάσει τοῦ ἄρθρου 14, «νομίμως» ἦσαν προσκεκλημένοι, εἰς τὴν ἔναρξιν καὶ εἰς τὴν λῆξιν τῶν ἐργασιῶν τῆς συνόδου, ἀνίεροι ἑτερόδοξοι ψευδεπίσκοποι, πρὸς τοὺς ὁποίους μάλιστα ἐξεφράσθησαν μὲ πλῆθος ἐπαίνων, ὁ πρῶτος τῆς συνόδου, οἱ προκαθήμενοι καὶ πλειὰς ἱεραρχῶν.
Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου, τὸν ὁποῖον ὅμως δὲν ἀκολουθοῦν οἱ διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, «τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ, τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; τὶς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ, ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;» (Β´ Κορ. στ΄, 14-15). Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ἐξεφώνουν τὸ «ἀνάθεμα» κατὰ τῶν ἀμετανοήτων αἱρετικῶν· ἐμεῖς τοὺς ἐγκωμιάζομε!
Παραλείπομε νὰ σχολιάσωμεν ἀνηκούστους παραβιάσεις τοῦ Κανονισμοῦ – ὡς λ.χ. τὴν ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Σερβίας ὑπογραφὴν κειμένου, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ διαφωνοῦντες ἐπίσκοποί του ἦσαν ὑπερδιπλάσιοι τῶν συμφωνούντων(!), ἢ τὴν ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου παράνομον τοποθέτησιν τῆς ὑπογραφῆς του ἀντὶ τῆς ὑπογραφῆς τῶν μὴ ὑπογραψάντων διαφωνούντων ἐπισκόπων του(!!!) - διότι τοιαῦτα ἐξωφρενικὰ δὲν συμβαίνουν, ὄχι εἰς Ἁγίαν Σύνοδον, ἀλλ᾽ οὔτε εἰς ἀρχαιρεσίας τοῦ εὐτελεστέρου συλλόγου, παρὰ μόνον εἰς δικτατορικὰ καθεστῶτα.
Τὸ συμπέρασμα αὐτῆς τῆς ἑνότητος εἶναι ὅτι καὶ ὁ Κανονισμὸς λειτουργίας τῆς συνόδου ἦταν καινοφανὴς καὶ ἀντορθόδοξος, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ πράξει καὶ αὐτὸς ὁ ἀντορθόδοξος Κανονισμὸς πολλάκις παρεβιάσθη!
3. Εἰς τὴν «Ἐγκύκλιον» τῆς συνόδου, κεφ. 1 § 1, ἀναφέρεται ἡ Ἐκκλησία, «ὡς εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ἡ ἀναφορὰ αὐτή δὲν ἔχει καμμίαν πατερικὴν παραπομπήν, οὔτε καὶ ἀναλύεται. Εἰς τὸ προσυνοδικὸν κείμενο «Ἡ Ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ», εἰς τὴν πρώτην παράγραφον τοῦ Β´ κεφαλαίου ὑπῆρχεν ἡ ἀναφορὰ διὰ τὸν ἄνθρωπον «ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατὰ χάριν διὰ τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τὴν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωὴν καὶ κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων». Ἡ ἀναφορὰ αὐτή, ἡ ὁποία ἡρμήνευεν τὴν ὡς ἄνω θέσιν, ἀπηλείφθη καὶ ἔτσι ἔμεινεν μόνον ὡς τίτλος τοῦ πρώτου κεφ. τῆς Ἐγκυκλίου. Ἡ ἀμάρτυρος αὐτὴ θέσις, εἰς ὅλην τὴν ἁγιοπατερικὴν παράδοσιν, δημιουργεῖ πρόβλημα, διότι γίνεται εἴσοδος ψευδωνύμου διδασκαλίας.
Εἰς τὰς 17 Νοεμβρίου 2016, ἔγινεν εἰς τὸ Κολυμπάρι σεμινάριον μὲ θέμα «Εἰσαγωγὴ εἰς τὰ κείμενα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου». Εἰς τὸ μήνυμά του πρὸς τὸ σεμινάριον, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δίδει τὴν κεκαλυμμένην ἑρμηνείαν τῆς ὡς ἄνω θέσεως, ἀναφέρων: «Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ οὐσία τῆς συνοδικότητος τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, καθὼς ἡ πηγὴ τῆς ἀρχῆς αὐτῆς εὑρίσκεται εἰς τὴν σχέσιν τῶν τριῶν προσώπων τῆς Παναγίας Τριάδος, τὰ ὁποῖα καὶ ἐνεργοῦν συνοδικῶς εἰς τὸ σχέδιον τῆς σωτηρίας ἑνὸς ἐκάστου μέλους» (panorthodoxSynod.blogspot.gr/Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016).
Περισσότερον ἀναλυτικὴν ἑρμηνείαν τῆς θέσεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «εἰκόνα τῆς ῾Αγίας Τριάδος», κάνει ὁ «θεολογικός» νοῦς τῆς συνόδου τῆς Κρήτης, ὁ Μητροπ. Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας, ὁ ὁποῖος, ἀναφερόμενος εἰς τὸ «Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» § 63 τοῦ Μεγ. Βασιλείου, γράφει: «Ἀντὶ νὰ κάνει λόγο γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ σὲ σχέση μὲ τὴ φύση του, προτιμᾶ νὰ ὁμιλεῖ γι᾽ αὐτὴ σὲ σχέση μὲ τὴν κοινωνία τῶν προσώπων· ἡ “κοινωνία” εἶναι γιὰ τὸν Βασίλειο ὀντολογικὴ κατηγορία. Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι κοινωνία. Τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι τὰ πρόσωπα προηγοῦνται ὀντολογικὰ τῆς κοινῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅτι ἡ μία οὐσία τοῦ Θεοῦ συμπίπτει μὲ τὴν κοινωνία τῶν Τριῶν Προσώπων». (Μητρ. Περγάμου Ἰωάννου, Ἔργα Α´, ἐκδόσεις ΔΟΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2016, σελ. 260-261). Βεβαίως μὲ μίαν ἁπλῆν ἀνάγνωσιν τοῦ κειμένου τοῦ Ἁγ. Βασιλείου, γίνεται φανερὸν ὅτι κακοποιεῖται καὶ διαστρεβλώνεται ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου.
Εἰς ἄλλα κείμενά του ὁ Μητροπολ. Περγάμου γίνεται περισσότερον ἑρμηνευτικὸς αὐτῆς τῆς θέσεως. «Πρωτεῖο ὑπάρχει ἀκόμη καὶ στὴ ζωὴ τῆς Τριάδος, ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ὁ Πατήρ ἡ “αἰτία” τῶν Τριαδικῶν Προσώπων... Τὸ πρωτεῖο στὴν τοπικὴ ἐκκλησία ἀναδύθηκε μέσα ἀπὸ τὴν Tριαδολογικὴ καὶ Xριστολογικὴ θεολογία, οἱ ρίζες του εἶναι βαθιὰ θεολογικές... Ὅτι τὸ πρωτεῖο αὐτὸ ἀποτυπώνεται στὴν Τριαδολογικὴ θεολογία καὶ στὴν Χριστολογία εἶναι προφανές, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ primus (ὁ ἐπίσκοπος) νοεῖται ὡς ἐπέχων στὴν Ἐκκλησία τὴν θέσι (τὸν τόπο) τοῦ Πατρός» (Conciliarity and Primacy, Metropolitan of Pergamon John Zizioulas, Θεολογία 2/2015, σελ. 29-30).
Ἐκ τῶν ἰθυνόντων, λοιπόν, τῆς συνόδου, βλέπομε σαφῶς ἀποκαλύπτεται ἡ ἑρμηνεία τῆς ὡς ἄνω θέσεως, ἡ ὁποία εἶναι: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος – Ἡ Ἁγία Τριὰς εἶναι μία σύνοδος Τριῶν προσώπων. Εἰς αὐτὴν τὴν σύνοδον ὁ Πατὴρ εἶναι ὁ πρῶτος, ὅστις καὶ διασφαλίζει τὴν ἑνότητα τῆς Ἁγιοτριαδικῆς συνόδου – Ἑπομένως, καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι μία διαρκὴς σύνοδος, ἥτις διὰ «Θεολογικούς» λόγους ἔχει ἀνάγκην ἕναν πρῶτον, καὶ μάλιστα παγκόσμιον.
Εἰς αὐτὸ τὸ θεολογικὸν κατασκεύασμα, ἔχομε συνοπτικῶς τὰς ἑξῆς αἱρέσεις.
Πρῶτον , οὐδέποτε οἱ Ἅγιοι Πατέρες θέτουν εἰς μίαν ἑνιαίαν ὑπαρκτικὴν ὁμοιότητα καὶ ἀναλογίαν, τὴν Θεολογίαν (δηλ. τὴν ἐνδοτριαδικὴν ζωήν) μὲ τὴν Οἰκονομίαν (δηλ. τὴν σχέσιν τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμον καὶ τὴν ἐκκλησίαν). Μόνον ἡ παπικὴ θεολογία τὸ δέχεται ὡς ὅρον πίστεως, συμφώνως πρὸς τὴν analogia entis. Κατ᾽ αὐτὴν τὴν ἀρχήν, ἡ κτιστὴ φύσις εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴν ἄκτιστον φύσιν. Μέσα ἀπὸ τὴν μελέτην τῆς κτιστῆς πραγματικότητος, κατανοεῖται καὶ περιγράφεται ἡ ἄκτιστος φύσις, μὲ ἐργαλεῖον τὴν ἀνθρωπίνην νόησιν. Ἡ Ὀρθόδοξος ὅμως Θεολογία, ἡ μόνη ἀληθινὴ πίστις, ὁμολογεῖ ὅτι ὁ ἄκτιστος Τριαδικὸς τρόπος ὑπάρξεως εἶναι ἀμέθεκτος καὶ ὑπὲρ πᾶσαν νόησιν. Οὐδέποτε μποροῦμε νὰ εἰποῦμε μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια εἴτε ὅτι εἶναι σύνοδος ἡ Ἁγία Τριάς, εἴτε ὅτι εἶναι κοινωνία.
Δεύτερον , ἐὰν ὅπως ἰσχυρίζονται, ἡ Ἁγία Τριὰς εἶναι σύνοδος (μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια), συνεπάγεται ὅτι κάθε θεῖον Πρόσωπον ἔχει ἰδικήν του ὑποστατικὴν ἐνέργειαν, ἡ ὁποία συνέρχεται ἐν συνόδῳ μὲ τὰ ὑπόλοιπα θεῖα πρόσωπα. Εἰς ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους, ποὺ μαθητεύουν καθημερινῶς εἰς τὰ κείμενα τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ Ἁγία Τριὰς ἔχει μίαν ἐνέργειαν, μίαν δόξαν, μίαν θέλησιν, μίαν πρόνοιαν, διότι ἔχει μίαν οὐσίαν (= ὁμοούσιος). Ἂν δεχθῶμεν τὴν Ἁγίαν Τριάδα ὡς σύνοδον, τότε συνεπάγεται ὅτι ἔχομεν τρεῖς ἐνεργείας προσώπων τὰ ὁποῖα συνέρχονται συνοδικῶς, ὁπότε αὐτομάτως ὁδηγούμεθα εἰς τρεῖς οὐσίας, διότι ἡ κάθε οὐσία ἔχει καὶ τὴν ἰδικήν της ἐνέργειαν. Ἑπομένως, χάνομε τὸ ὁμοούσιον, διὰ τὸ ὁποῖον οἱ Ἅγιοί μας ἔδωσαν μάχας καὶ αἷμα, καὶ καταλήγομεν εἰς τριθεΐαν, εἰς τρεῖς ἱεραρχημένους Θεούς, μὲ πρῶτον τὸν Πατέρα, ὁ ὁποῖος διαφυλάσσει τὴν ἑνότητα αὐτῆς τῆς Τριάδος, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ τὴν ἀληθινὴν Ἁγίαν Τριάδα.
4. Μελετῶντες τὰ κείμενα τῆς συνόδου, πολλάκις συνηντήσαμε φράσεις περί «ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος» («Σχέσεις τῆς Ὀρθοδ. Ἐκκλησίας...» §4, §19, §22, §24), περί «προωθήσεως τῆς ἑνότητος» («Σχέσεις...» §16), περί «φανερώσεως τῆς ἑνότητος» («Ὀρθόδ. Διασπορά» §2, γ), καὶ συγκρίνοντες μὲ τὸ Unitatis Redintegratio (τὸ διάταγμα περὶ Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β΄ Βατικανῆς), εἴδαμε ἀκριβῶς τὰς ἰδίας ἐκφράσεις καὶ ἐκεῖ, μὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα (UR § 1 § 5).
Τὴν λύπην αὐτῆς τῆς διαπιστώσεως μᾶς τὴν διεσκόρπισεν ἡ ἀπόφασις τῆς Ἱερὰς Συνόδου Πατριαρχ. Βουλγαρίας, ἡ ὁποία εἰς τὰ σημεῖα ποὺ σχολιάζει τὰς §4, §5 καὶ §12 τοῦ κειμένου «Σχέσεις», ἀναφέρει σχετικῶς: «Ἡ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ ἑνότητα ὅλων, δὲν σημαίνει τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μὲ ἄλλους χριστιανούς, λὲς καὶ ἡ ἑνότης εἶναι κάτι ποὺ ἔχει χαθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἐννοεῖ εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στοὺς κόλπους της, ὅσων ἔχουν ἐκπέσει ἐξ αὐτῆς, μέσα ἀπὸ τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα καὶ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Ἐπὶ πλέον, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος (τοῦ Πατριαρχ. Βουλγαρίας), δηλώνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχθῆ τὶς διάφορες θεωρίες περὶ αὐτῆς τῆς ἑνότητος ποὺ ἐπικρατοῦν στοὺς ἑτεροδόξους, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὴν θεωρία τῆς “ἀοράτου Ἐκκλησίας”, τὴν “θεωρία τῶν κλάδων” καὶ τὴν θεωρία τῆς “ἰσότητος τῶν δογμάτων”, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν νοεσύστατη θεωρία τῆς “βαπτισματικῆς θεολογίας”, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὑπάρχει μία ἀρχέγονη ἑνότητα σὲ ἕνα “κοινὸ βάπτισμα”. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Βουλγαρίας ἐδήλωσε ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ θεωρίες συνδέονται μὲ τὴν διδαχὴ περί “κτιστῆς χάριτος” τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἔχει καταδικασθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία».
«Τὴν δήλωσιν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συμμετέχει σὲ οἰκουμενιστικὲς πρωτοβουλίες “μὲ στόχο τὴν ἀναζήτησιν τῆς (ἀπωλεσθείσης) ἑνότητος ὅλων τῶν χριστιανῶν”, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τὴν θεωρεῖ ἀπαράδεκτη καὶ ἀνεπίτρεπτη, δεδομένου ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀπολέσει οὐδέποτε τὴν ἑνότητά της. Ἀντιθέτως, αὐτὸ ποὺ συνέβη εἶναι ὅτι οἱ αἱρέσεις, ποὺ ἐμφανίσθηκαν καὶ τὰ σχίσματα, ποὺ ἔγιναν, ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν».
«Ὁ δρόμος γιὰ τὴν ἐπίτευξιν τῆς ἑνότητος περνάει ἀπὸ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου βαπτίσματος» (orthodoxethos.com/Ἀπόφασις Ἱερᾶς Συνόδου Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας). Δηλαδή, διὰ νὰ ἑνωθοῦν οἱ αἱρετικοί μὲ τὴν Ἐκκλησίαν θὰ πρέπῃ νὰ μετανοήσουν, νὰ ὁμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξον πίστιν καὶ νὰ λάβουν τὸ Ὀρθόδοξον βάπτισμα.
Ἐμεῖς, ἀκολουθοῦντες τὴν διαχρονικὴν Πατερικὴν Διδασκαλίαν («ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι») καὶ συνακολουθοῦντες εἰς τὰς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Βουλγαρίας, ὁμολογοῦμεν ὅτι, ὅπως δὲν ἠμποροῦν νὰ ὑπάρχουν πολλὰ σώματα ἐν Χριστῷ, ἔτσι δὲν ἠμποροῦν νὰ ὑπάρχουν καὶ πολλαὶ Ἐκκλησίαι· «... μία τὲ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἕν τὸ τοῦ Χριστοῦ μυστήριον...» (Ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ε.Π.Ε, τομ. 3, σ. 150) Συνεπῶς, ὁ διχασμὸς καὶ ἡ διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πράγματα, ὀντολογικῶς καὶ οὐσιαστικῶς ἀδύνατα, διότι ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός. Διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας οὔτε ὑπῆρξε, οὔτε καὶ θὰ ὑπάρξῃ. Ὑπῆρξε καὶ θὰ ὑπάρξῃ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα της (πρβλ. Ἰω. ιε΄, 1-6). Εἰς τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἀπεσχίσθησαν καὶ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν Μίαν, μοναδικὴν καὶ ἀδιαίρετον Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν διάφοροι αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοί, οἱ ὁποῖοι ἔπαψαν νὰ εἶναι μέλη της καὶ σύσσωμοι τοῦ θεανθρωπίνου Σώματός της.
Ἔτσι, πρῶτοι ἀπὸ ὅλους, ἐξέπεσαν οἱ Γνωστικοί, μετὰ οἱ Ἀρειανοί, οἱ Πνευματομάχοι, οἱ Νεστοριανοί, οἱ Μονοφυσίται, οἱ Εἰκονομάχοι, οἱ Παπικοὶ, καὶ μετ᾽ αὐτῶν οἱ Προτεστάνται καὶ οἱ Οὐνίται, καὶ ὅσοι ἄλλοι ἀνήκουν εἰς τὴν αἱρετικο-σχισματικὴ λεγεῶνα, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων, δυστυχῶς, ἦσαν ἐπίσημα προσκεκλημένοι εἰς τὴν σύνοδον τοῦ Κολυμπαρίου.
Εἰς τὸ ἴδιον πνεῦμα εἶχεν ἐκφρασθῆ καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Γεωργιανῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (8 Ὀκτωβρ. 1998), εἰς μίαν σειρὰν ἀποφάσεων, ὅπου εἰς τὸ ἄρθρο 5 ἀναφέρει: «Ἡ αἱρετικὴ ἐκκλησιολογικὴ διδασκαλία, ποὺ ἀναπτύχθηκε στὰ βάθη τῆς μὴ Ὀρθοδόξου, μοντερνιστικῆς θεολογίας, ἀναφορικὰ μὲ τὴν ὕπαρξιν σωτηριώδους χάριτος πέραν τῶν κανονικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ ἡ ἀκραία ἐκδήλωσίς της, ἡ λεγομένη “Θεωρία τῶν κλάδων”, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ ποικίλοι χριστιανικοὶ κλάδοι, ποὺ ὑπάρχουν σήμερα, θεωροῦνται διαφορετικοὶ καὶ ἰσότιμοι κλάδοι τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀπαράδεκτη». (orthodoxethos.com / Ἡ Συνοδικὴ ἀπόφασις τῆς Ὀρθοδ. Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας τοῦ 1998).
5. Συναφὴς καὶ ἀλληλένδετος πλάνη μὲ τὴν προαναφερθεῖσαν («ἀναζήτησιν καὶ ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος»), ὑπάρχουσα εἰς ἀρκετὰ σημεῖα τῶν συνοδικῶν κειμένων, εἶναι καὶ ἡ ἐκκλησιοποίησις τῶν αἱρέσεων. Κατέστη πλέον ἐμφανὲς ὅτι αὐτὸς ἦτο καὶ ὁ κύριος στόχος αὐτῶν ποὺ ἐπρωτοστάτησαν κατὰ τὴν προετοιμασίαν καὶ τὴν διεξαγωγὴν τῆς συνόδου. Οὕτως ἑρμηνεύονται, ἄλλωστε, καὶ οἱ πανηγυρισμοὶ τοῦ Πάπα, καὶ δὴ διὰ τῆς δηλώσεώς του: «Τὸ πρῶτο βῆμα ἔγινε». (Πρωτοπρ. Θ. Ζήσης, «Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης σὲ σύγκριση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Σύνοδο τῆς Κωνσταντινούπολης (1273)», «Θεοδρομία», ἔτος ΙΗ΄, τ. 3 – 4, σ. 547).
Ἐξ ὅλων τῶν σχετικῶν σημείων τῶν συνοδικῶν κειμένων, τὸ ἀπόσπασμα, τὸ ὁποῖον ἐδέχθη τὰς περισσοτέρας καὶ ἐντονωτέρας ἐπικρίσεις, εἶναι τὸ ἐν τῇ § 6 τοῦ κειμένου «Σχέσεις...», τὸ ὁποῖον – ὅπως τελικῶς διεμορφώθη – ἀναφέρει: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν».
Δὲν θὰ ἐπαναλάβωμεν ἐδῶ τὰ ὅσα εὔστοχα ἀντέτειναν εἰς τὴν ἀνωτέρω διατύπωσιν παραδοσιακοὶ Ἱεράρχαι, οἱ ὁποῖοι, παρὰ τὰς ἐντόνους πιέσεις, ἀπειλὰς καὶ εἰρωνείας, παρέμειναν ἀνυποχώρητοι καὶ δὲν ὑπέγραψαν τὸ ἐν λόγῳ κείμενον. Ἁπλῶς, θὰ ἀπαντήσωμεν εἰς δύο δικαιολογίας, τὰς ὁποίας χρησιμοποιοῦν, εἴτε ἐξ ἀφελείας, εἴτε ἐκ πονηρίας –Κύριος οἶδεν-, ὅσοι ὑπερασπίζονται, ἔτι δὲ καὶ ἐγκωμιάζουν τὸ ἀνωτέρω ἀπόσπασμα ὡς Ὀρθοδοξότατον!
α´ Ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» (εἰς τὸ ἀπόσπασμα) δὲν χρησιμοποιεῖται ἐν δογματικῇ ἐννοίᾳ, ἀλλ᾽ ὡς «τεχνικὸς ὅρος», λόγῳ τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν Χριστιανικῶν κοινοτήτων ὡς «Ἐκκλησίαι». Ὅμως, πέραν τοῦ ὅτι ἡ τοιαύτη χρῆσις ἀντενδείκνυται διὰ συνοδικὸν κείμενον καὶ οὐδέποτε μέχρι τοῦδε ἐπεχειρήθη, ἐρωτῶμεν: Ἄν, ὄντως, αὐτὸ ἦτο τὸ πνεῦμα τῶν ἀγνώστων ἐφευρετῶν τῆς ἀμφισήμου ταύτης διατυπώσεως, διατὶ δὲν τὸ διετύπωσαν σαφέστερον; Λ.χ.: «τὴν ὀνομασίαν “Ἐκκλησία” τῶν διαφόρων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων», θέτοντές την μάλιστα ἐντὸς εἰσαγωγικῶν· ἤ «ἁπλῶς χρησιμοποιεῖ (ἡ Ὀρθ. Ἐκκλ.) κατ᾽ οἰκονομίαν καὶ καταχρηστικῶς τὸν ὅρον “Ἐκκλησία” ἐν τοῖς διαλόγοις». Διατί ἀντικατέστησαν τὸ προταθὲν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «γνωρίζει» διὰ τοῦ «ἀποδέχεται»; Διατί, τέλος, τὸ ἁπλούστατον, δὲν ἔβαλαν μίαν ὑποσημείωσιν, ἀναφέρουσαν τὴν ἐκ τῶν ὑστέρων δῆθεν ἑρμηνείαν των (τὸ ὅτι δηλαδή, ὁ ὅρος δὲν χρησιμοποιεῖται ἐν δογματικῇ - ἐκκλησιολογικῇ ἐννοίᾳ), ὥστε νὰ κατασιγάσῃ ἡ θύελλα τῶν ἀντιδράσεων, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιτύχουν τὴν πολυπόθητον ὑπ᾽ αὐτῶν ὁμόφωνον ψήφισιν τοῦ κειμένου; Σαφέστατα, διότι δὲν ἐπίστευον ὅσα προφορικῶς ἰσχυρίζονται καὶ διότι ἐπεδίωκον πάσῃ θυσίᾳ νὰ ἐπιτευχθῇ γραπτῶς καὶ συνοδικῶς ἡ Ἐκκλησιοποίησις τῶν αἱρέσεων.
β´ Ἀπαιτοῦν στέφανον ὁμολογίας (!), διότι ἐχαρακτήρισαν τάς «Ἐκκλησίας» αὐτὰς ὡς «ἑτεροδόξους». Ἐρωτῶμεν: Ἀγνοοῦν –ἤ προσποιοῦνται ἄγνοιαν– ὅτι εἰς τὴν Οἰκουμενιστικὴν γλῶσσαν (τόσον τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων ὅσον καὶ τῶν ἐκ τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν) ὁ ὅρος «ἑτερόδοξος» δὲν ἑρμηνεύεται ὡς «κακόδοξος», ἀλλ᾽ ὡς «ὀρθόδοξος πιστεύων εἰς μίαν ἑτέραν θεμιτὴν ποικιλομορφίαν καὶ ἰδιαιτερότητα»; Εἰς τὸ κείμενον, μάλιστα, τῆς Ι´ Συνελεύσεώς της, ἐν Ραβέννῃ (Ὀκτώβρ. 2007), ἡ Διεθνὴς Ἐπιτροπὴ διὰ τὸν Διάλογον Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν ἐγκωμιάζει καὶ ὑπογράφει τὴν θεωρίαν τῆς «ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως τῶν κανονικῶν νομοθετημάτων ἐν ταῖς θεμιταῖς τούτων ποικιλομορφίαις», καὶ τὴν ἀπαισιωτέραν θεωρίαν τῆς «ἑνότητος τῆς καλούσης μακριὰ ἀπὸ τὴν πτῶσιν στὴν ὁμοιομορφίαν πρὸς τὴν ποικιλομορφίαν καὶ ἰδιαιτερότητα» (ἄρθρα 16 καὶ 31 τῆς συμφωνίας τῆς Ραβέννης). Κατὰ τὰ ἀνωτέρω, ἡ ἑνότης μεταξὺ ἑτεροδόξων εἶναι τὸ ἰδεατόν (!), ἐνῷ ἡ ἑνότης μεταξὺ ὁμοδόξων μόνον εἶναι ἀπευκταία «πτῶσις»!!!
Ἄλλωστε καὶ ἡ προσθήκη τῆς λέξεως «ἄλλων» πρὸ τοῦ «ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» εἰς τὸ προαναφερθὲν ἀπόσπασμα («Σχέσεις...», § 6), προδίδει ὅτι οἱ ἀποκρυπτόμενοι ἐφευρεταί του θεωροῦν καὶ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς μίαν «ἄλλην» παράλληλον ποικιλομορφίαν καὶ ἰδιαιτερότητα. Διαφορετικά, ἦτο περιττὴ ἡ χρῆσις τῆς λέξεως.
Ἐπιτευχθείσης τῆς Ἐκκλησιοποιήσεως ἐν τῇ § 6, πλειστάκις καὶ ἀλλαχοῦ κατονομάζονται ἀπεριφράστως Ἐκκλησίαι ἡ πανσπερμία τῶν αἱρετικῶν (π.χ.: «Σχέσεις...» § 16, § 17, § 19, § 21).
Περαίνοντες ἐπ᾽ αὐτοῦ τοῦ θέματος, ἐπισημαίνομεν ὅτι εἰς τὸ αὐτό κείμενον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διακρίνεται, εἰς μέν τὴν § 4, τῆς «Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκησίας», τὴν δημιουργίαν τῆς ὁποίας ἐπιδιώκει δῆθεν διά τῆς ἑνώσεώς της μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν, εἰς δέ τὴν § 5, (διακρίνεται) τῆς «ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἐπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων». Ἐκ τῶν δύο αὐτῶν παραγράφων φανερώνεται, σύν τοῖς ἄλλοις, ὅτι ἡ σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἀποδέχεται καὶ υἱοθετεῖ τὴν δομικήν θεολόγησιν τοῦ Π.Σ.Ε., δηλαδή, τὴν «θεωρίαν τῶν κλάδων».
6. Πάντως, ὡς ὀλεθριώτερον καὶ κινδυνωδέστερον ἐξ ὅλων τῶν ἀποφασισθέντων εἰς τὴν σύνοδον τοῦ Κολυμπαρίου, θεωροῦμεν τὴν μακρὰν ἀναφοράν της εἰς τοὺς διμερεῖς διαλόγους καὶ εἰς τὸ Π.Σ.Ε. Ἐν αὐτῇ:
α´. Προτρέπει, πιέζει καὶ σχεδὸν ἐξαναγκάζει, ἁπάσας τὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας πρὸς συμμετοχὴν εἰς τοὺς διαιωνιζομένους σχεδὸν ἄνευ ὅρων διαλόγους, μέχρις ἐπιτεύξεως τοῦ τελικοῦ σκοποῦ τῆς ἑνώσεως, περιφρονοῦσα τὴν ἀποστολικὴν ἐντολήν: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. γ´, 10).
β´. Διὰ τῆς σιωπῆς της, εἰς τὴν οὐσίαν ἐπευλογεῖ πλείστας ὅσας φρικτὰς ἀντικανονικότητας (συμπροσευχάς, καὶ μάλιστα Λειτουργικάς, Οἰκουμενιστικὰς ἀκολουθίας κ.ἄ.), αἱ ὁποῖαι πραγματοποιοῦνται κατὰ τὴν διεξαγωγήν των, τῇ παρουσίᾳ καὶ συμμετοχῇ καὶ τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων, ἀδιαφοροῦσα, ὄχι μόνον δι᾽ ὅσα διακελεύουν οἱ σχετικοὶ Ἱεροὶ Κανόνες – τῶν ὁποίων οὐδεμίαν μνείαν ποιεῖται – ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν πρόσφατον σχετικῶς ἀπόφασιν διορθοδόξου Συνάξεως, τὴν ὁποίαν ἐπικαλεῖται καὶ ἡ κατωτέρω Συνοδικὴ ἀπόφασις τοῦ Πατριαρχείου Γεωργίας: «Τέλος, τόσον ἡ συμπροσευχή, ὅσον καὶ ἡ μετοχὴ στὰ μυστήρια, ἀπὸ κοινοῦ μὲ μὴ Ὀρθοδόξους, εἶναι ἀπαράδεκτες, ὅπως αὐτὸ ἐπαναβεβαιώθηκε στὸ τελικὸ κείμενο, τὸ ὁποῖον ἀπεδέχθη ἡ διορθόδοξος Σύναξις ὅλων τῶν κανονικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (Θεσσαλονίκη, 29 Ἀπριλίου – 2 Μαΐου 1998). Σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρον 13, § Β´ τοῦ κειμένου αὐτοῦ: «Οἱ Ὀρθόδοξες ἀντιπροσωπεῖες δὲν θὰ συμμετέχουν στὶς οἰκουμενικὲς ἀκολουθίες, τὴν κοινὴ προσευχὴ καὶ λατρεία τοῦ «Θεοῦ», οὔτε σὲ ἄλλες θρησκευτικὲς τελετὲς τῆς συνάξεως» (orthodoxethos.com, Ἡ Συνοδικὴ ἀπόφασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας τοῦ 1998).
Ἀλλ᾽ ἀκόμη καὶ ὁ δεδηλωμένος οἰκουμενιστὴς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας εἰς Ἐγκύκλιόν του πρὸς τοὺς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (31-1-52) εἶχεν ἐπισημάνη: «Δέον ἵνα οἱ Ὀρθόδοξοι κληρικοὶ ἀντιπρόσωποι ὦσιν ὅσῳ τὸ δυνατὸν ἐφεκτικοὶ ἐν ταῖς λατρευτικαῖς μετὰ τῶν ἑτεροδόξων συνάξεσιν, ὡς ἀντικειμέναις πρὸς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας καὶ ἀμβλυνούσαις τὴν ὁμολογιακὴν εὐθιξίαν τῶν Ὀρθοδόξων...» (εἰς τό: Καρμίρη, Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα, σ.σ. 962-963). Εἶναι φοβερὸν καὶ νὰ τὸ διανοηθῶμεν. Αὐτή «ἡ ἄμβλυνσις τῆς ὁμολογιακῆς εὐθιξίας τῶν Ὀρθοδόξων», ἀπὸ κινδυνώδης καὶ ἀπευκταία ποὺ ἐθεωρεῖτο ἐπὶ Ἀθηναγόρου, σήμερον ἔχει καταστῆ ἐπιδιωκόμενος σκοπός! Δι᾽ αὐτό, οὐδέποτε εἴδομεν νὰ ἐπιβάλλωνται ἱεροκανονικαὶ ποιναὶ καὶ κυρώσεις εἰς τοὺς κατ᾽ ἐξακολούθησιν συμμετέχοντας ἀντιπροσώπους. Ἀπ᾽ ἐναντίας, παραμένουν εἰς τὰς θέσεις των, ἀλλὰ καὶ ἐπιβραβεύονται. Αὐτὸν τὸν ἐπιδιωκόμενον σκοπὸν ὑπηρέτησε, δυστυχῶς, καὶ ἡ σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου.
γ´. Τὸ χείριστον. Διὰ τῶν προτροπῶν καὶ ἐγκωμίων της διὰ τοὺς διμερεῖς διαλόγους καὶ τὸ Π.Σ.Ε., ἐμμέσως πλὴν σαφῶς, νομιμοποιεῖ καὶ ἐπισφραγίζει σωρείαν αἱρετικῶν κειμένων, τὰ ὁποῖα ἔχουν συνυπογράψει καὶ οἱ «Ὀρθόδοξοι» ἀντιπρόσωποι. Λ.χ.:
- Μετὰ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων: Κοιναὶ συμφωνίαι (1989), (1990).
- Μετὰ τῶν Παπικῶν: Εἰς Μπάρι (1987), Μπάλαμαντ (1993), Ραβέννα (2007) κ.ἄ.
- Εἰς τὰς συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε.: Εἰς: Πόρτο-Ἀλέγκρε (2006), Πουσάν (2013) κ.ἄ.
Ἰδιαιτέρως μέσα εἰς τὸν «θεολογικόν» χῶρον τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι υἱοθετημέναι ὅλαι αἱ νέαι θεωρίαι περί «ἀοράτου Ἐκκλησίας», «θεωρία τῶν κλάδων», περί «ἰσότητος τῶν δογμάτων», «Βαπτισματικὴ Θεολογία».
Ἐπίσης, ὅλαι αἱ δραστηριότητες τοῦ Π.Σ.Ε ἔχουν ὡς στόχον τὴν ἀναζήτησιν τῆς χαμένης ἑνότητος ὅλων τῶν χριστιανῶν. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα κείμενον τοῦ Π.Σ.Ε., συμπεφωνημένον καὶ ὑπὸ τῶν «Ὀρθοδόξων», κατὰ τὰς περιοδικὰς γενικὰς συνελεύσεις των, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀποδεκτὸν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον Θεολογίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων μας.
Μέχρι στιγμῆς καθησυχάζαμε τὴν συνείδησίν μας – καὶ ἐν μέρει τὴν κατεπιέζαμε – καὶ ἀνεχόμεθα, χρησιμοποιοῦντες ὡς ἐπιχείρημα τὸ ὅτι τὰ ἀνωτέρω ἦσαν ἐνέργειαι ἐλαχίστων ἐκπροσώπων (ὁμιλοῦμεν ἐκ τῆς πλευρᾶς τῶν Ὀρθοδόξων) ἐνεργούντων αὐθαιρέτως. Καί, ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον τὰ ὑπογραφόμενα δὲν ἐτύγχανον τῆς ἐπισφραγίσεώς των ὑπὸ τῶν τοπικῶν συνόδων τῶν Ἱεραρχιῶν – αἵτινες τὰς περισσοτέρας φορὰς οὔτε κἂν ἐνημερώνοντο ὑπευθύνως –, εἶναι ἄνευ οὐδεμιᾶς ἰσχύος, καί, συνεπῶς, θὰ ἠδυνάμεθα νὰ ἀδιαφορήσωμεν. Ἁπλῶς προσηυχόμεθα, καὶ ἠλπίζαμε καὶ ἀνεμέναμε νὰ ἀκυρωθοῦν καὶ καταδικασθοῦν ἀπὸ μίαν γενικωτέραν – ἢ ἔστω τοπικήν – Σύνοδον. Καὶ ἐνῷ αὐτὸ ὤφειλε νὰ εἶναι τὸ μοναδικὸν ἔργον τῆς συνόδου τῆς Κρήτης, αὕτη, ἀπεναντίας, διὰ τῶν ὡς ἄνω ἐπαίνων καὶ προτροπῶν της, ἐπεσφράγισεν ἐμμέσως πάσας τὰς αἱρετικὰς ἀποφάσεις!
Καὶ ὄχι μόνον ἐμμέσως. Ἔχομεν καὶ ἄμεσον ἐπισφράγισιν! Εἰς τὴν § 19 τοῦ Κειμένου «Σχέσεις...» διακηρύσσεται ἀπεριφράστως ὅτι: «Αἱ ἐκκλησιολογικαὶ προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης “Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καὶ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν”, εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συμμετοχὴν εἰς τὸ Συμβούλιον». Καὶ ναὶ μέν, ἐν συνεχείᾳ παραθέτει μερικὰ “ἀθῶα” ἀποσπάσματα ἐξ αὐτῆς τῆς Δηλώσεως, ὅμως ἀποσιωπᾷ καὶ ἀποκρύπτει ἕτερα. Συγκεκριμένως, ἡ Δήλωσις καταλήγοντας ἀναφέρει: «Οἱ Ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ νὰ ἀποτελῆ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι εὐρύτερον καὶ περιεκτικώτερον (wider and more inclusive) ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτελῆ μέλος τῆς ἰδίας του Ἐκκλησίας»!!! Υἱοθετεῖται, δηλαδή, ἀμέσως, σαφέστατα καὶ ἀπροκάλυπτα ἡ αἱρετικὴ Ἐκκλησιολογία τοῦ Προτεσταντισμοῦ! Πέραν τοῦ ὅτι καὶ μόνον ὁ τίτλος τῆς Δηλώσεως, ὁ ὁποῖος καὶ περιέχεται εἰς τὸ συνοδικὸν κείμενον, διὰ τῆς διακρίσεως Ἐκκλησίας καὶ Ἐκκλησιῶν διατρανώνει τὴν αἱρετικὴν Ἐκκλησιολογίαν.
Ὁμοίως ἔχομεν ἄμεσον ἐπισφράγισιν αἱρετικῶν ἀποφάσεων τοῦ Π.Σ.Ε. ὑπὸ τοῦ ἰδίου συνοδικοῦ κειμένου ἄλλας δὺο φορὰς. Ἀφ᾽ ἐνός μὲν, εἰς τὴν § 17, τῶν ἀναφερομένων εἰς τὴν εἰσήγησιν τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τὸ Π.Σ.Ε.», τῶν τελικῶς ἐπικυρωθέντων ὑπὸ τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. τὸ 2002, ἀφ᾽ ἑτὲρου δέ, εἰς τὴν § 21, τῶν θεολογικῶν κειμένων τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» [ Ἀναλυτικήν ἀναφοράν περὶ αὐτῶν βλ. εἰς τὰ κείμενα: Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου «Παρέμβασις καὶ κείμενον εἰς τὴν Ἱεραρχίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», Ὀρθ. Τύπος, ἀρ. φύλ. 2148, σελ. 5 καὶ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου «Ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης καὶ τὸ Π.Σ.Ε.», Ὀρθ. Τύπος, ἀρ. φύλ. 2136, σελ. 1 καὶ 5].
Θεωροῦμεν ὅτι καὶ μόνον δι᾽ αὐτάς τάς τρεῖς ἀμέσους ἐπισφραγίσεις της, καὶ κυρίως δι᾽ αὐτάς, διότι εἶναι τόσον ἀπροκάλυπτοι, ὥστε νὰ μὴ ἐπιδέχωνται καμμίαν ὑπεκφυγὴν ἢ συγκάλυψιν, ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης καθίσταται καταδικαστέα.
7. Τὸ ἀναφερόμενον εἰς τὴν § 22 τοῦ κειμένου «Σχέσεις...»: «Ἡ διατήρησις τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος» εἶναι πάντῃ καινοφανὲς καὶ ξένον πρὸς τὴν διδασκαλίαν καὶ τὴν ζωὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἐν πρώτοις, δι᾽ αὐτοῦ ἀντιφάσκει καὶ πρὸς ἑαυτὴν ἡ σύνοδος, καθόσον, εἰς τὴν § 3 τῆς «Ἐγκυκλίου» της, ἀναγνωρίζει τὸ κῦρος τῆς Συνόδου τοῦ 1484, τῆς ἀποκηρυξάσης τὴν Σύνοδον τῆς Φλωρεντίας (1438-1439), καὶ δικαιωσάσης τὸν Ἅγιον Μᾶρκον τὸν Εὐγενικόν, τὸν μόνον κατ᾽ οὐσίαν ἀντιδράσαντα καὶ ἀνατρέψαντα αὐτήν. Ἐὰν ἤθελεν ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης νὰ εἶναι συνεπὴς πρὸς τὴν ἀνωτέρω § 22 τοῦ συνοδικοῦ κειμένου της, ὤφειλεν, ἀπεναντίας, νὰ καταδικάσῃ τὴν Σύνοδον τοῦ 1484, ὡς περιφρονήσασαν τὸ «συνοδικὸν σύστημα (δηλαδή__________, τὴν Σύνοδον τῆς Φλωρεντίας)... τὴν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπὶ θεμάτων πίστεως» καὶ δικαιώσασαν «ἄτομον» (τὸν Ἅγιον Μᾶρκον), συντελέσαν εἰς τὴν «διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἐπὶ προφάσει τηρήσεως ἢ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας» (πάντα τὰ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν προέρχονται ἀπὸ τὴν § 22). Ἀλλά, φυσικά, δὲν εἶχε τὴν τόλμην νὰ προχωρήσῃ – τοὐλάχιστον πρὸς τὸ παρόν – μέχρις ἐκεῖ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔλθῃ εἰς ἀντίθεσιν πρὸς ἑαυτήν.
Ἀντιτίθεται, φυσικά, διὰ τῆς § 22, καὶ πρὸς τὴν διαχρονικὴν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν καταδικάσασαν συνόδους καὶ χαρακτηρίσασαν αὐτὰς ὡς Αἱρετικάς, Ληστρικὰς καὶ Ψευδοσυνόδους [ὡς λ.χ. τὴν ἐν Ἐφέσῳ (449), τῆς Ἱερείας (754), τῆς Λυῶνος (1274) κ. ἄ.], καὶ συγχρόνως ἁγιοκατατάξασαν τοὺς ἀντιταχθέντας πρὸς αὐτὰς καὶ διωχθέντας καὶ μαρτυρήσαντας ὑπ᾽ αὐτῶν.
Ἀντιτίθεται ἀκόμη καὶ πρὸς τὴν Ἐγκύκλιον τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν (1848), ἡ ὁποία κηρύσσει ὅτι: «τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός» εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος διασφαλίζει τὴν διατήρησιν τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως, καὶ ὄχι τὸ συνοδικὸν σύστημα, –καὶ μάλιστα «μόνον» αὐτό–, ὅπως ἰσχυρίζεται ἡ σύνοδος εἰς τὴν § 22.
Ὡς ἐπισφράγισιν, παραθέτομε τὴν ἀπάντησιν τὴν ὁποίαν δίδει ἐν προκειμένῳ πρὸς τὴν σύνοδον τῆς Κρήτης, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Βουλγαρίας: «Τελικά, ὅσον ἀφορᾶ τὴν § 22, ἡ ὁποία δηλώνει ὅτι “ἡ διατήρησις τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος”, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος (ἐνν. τῆς Βουλγαρίας) δηλώνει, ἀντιθέτως, ὅτι τὸ τελικὸν κριτήριον γιὰ τὴν ἀποδοχὴν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συνόδων εἶναι ἡ ἐπάγρυπνη δογματικὴ συνείδησις ὅλου τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Δηλώνει ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὅτι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν χορηγεῖ μὲ αὐτόνομον ἢ μηχανιστικὸν τρόπον τὴν ὀρθὴν ἐκδοχὴν τῆς πίστεως, ἡ ὁποία ὁμολογεῖται ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους χριστιανούς» (orthodoxethos.com / Ἀπόφασις Ἱ. Συνόδου Πατριαρχείου Βουλγαρίας).
Τέλος, ἡ παραπομπὴ εἰς τὸν 6ον Κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία τίθεται ἐν κατακλεῖδι τῆς § 22 – πρὸς δῆθεν κατοχύρωσιν –, εἶναι τελείως ἄσχετος, ἐφ᾽ ὅσον ὁ κανὼν δὲν ἀναφέρεται εἰς θέματα πίστεως! Δι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ συντάξας τὴν ἐν λόγῳ § 22, δεδομένου ὅτι τὸ περιεχόμενόν της ὡμιλοῦσε διὰ τὴν διασφάλισιν τῆς πίστεως, προσέθεσε «ξεκάρφωτα» εἰς τὸ τέλος τὴν φράσιν «καὶ κανονικῶν διατάξεων», προφανῶς διὰ νὰ τὴν χρησιμοποιήσῃ ὡς “γέφυραν” πρὸς τὸν ἄσχετον κανόνα, τὸν ὁποῖον εἶχε ἀνάγκην πρὸς κατοχύρωσιν!
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, ἐκπλήσσει, θλίβει, ἀλλὰ καὶ προκαλεῖ ἱερὰν ἀγανάκτησιν ἡ εἴδησις, καθ᾽ ἥν, ὑπέρμαχοι τῆς συνόδου τῆς Κρήτης ἤρχισαν νὰ ἀπειλοῦν καὶ νὰ διώκουν τοὺς μὴ ἀποδεχομένους αὐτήν, βασιζόμενοι εἰς αὐτὴν τὴν ἀνυποστάτου περιεχομένου § 22· καὶ μόνον εἰς αὐτήν! Τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ ἐξαντλήσῃ τὴν ἀνοχὴν τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος, καὶ θὰ ἐπισπεύσῃ τὴν καταδίκην τῆς συνόδου καὶ ὅσων θὰ συνεχίσουν ἀμετανοήτως νὰ τὴν ὑποστηρίζουν.
8. Εἰς τὸ ἐπίσημον «Μήνυμα» τῆς συνόδου ἀνεγνώσαμεν ὅτι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐκφράζει τὴν ἑνότητα καὶ τὴν καθολικότητά της ἐν Συνόδῳ» («Μήνυμα», 1). Δηλαδή, ἡ σύνοδος θέλει νὰ μᾶς εἰπῇ ὅτι ἡ ἑνότης καὶ ἡ καθολικότης «πραγματοποιεῖται» εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἐπισκόπου, ἑπομένως τὸ πλήρωμα αὐτῶν εὑρίσκει τὴν ἔκφρασίν του ΜΟΝΟΝ ἐν Συνόδῳ καὶ ἐγγυητὴς καθίσταται ὁ πρῶτος τῆς Συνόδου. Ἀποφεύγουν νὰ μᾶς εἰποῦν εἰς τί ἔγκειται ἡ ἑνότης καὶ ἡ καθολικότης τῆς Ἐκκλησίας.
Κατὰ τὴν Παράδοσιν τῶν θεοφόρων Πατέρων μας, ἡ ἑνότης καὶ ἡ καθολικότης τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας ἀναφέρεται εἰς τὸ μυστήριον τῆς σωτηρίας, τὸ ὁποῖον εἶναι αὐτὴ αὕτη ἡ πίστις ἡμῶν, - «ἡ μητέρα τῆς αἰωνίου ζωῆς» κατὰ τόν Ἁγ. Κύριλλον Ἀλεξανδρείας - καὶ ὄχι εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἐπισκόπου. Εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν εἶναι δεδομένη ἡ ἑνότης, εἰς τὴν δευτέραν εἶναι ζητουμένη. Ἐξ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως, ἡ Σύνοδος προϋποθέτει τὴν ἑνότητα, δὲν τὴν ἀναζητεῖ. Τὸ Πανάγιον Πνεῦμα «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» καὶ εἰς τὴν ἑνότητα πάντας καλεῖ. Τὸ Πανάγιον Πνεῦμα εἶναι δεδομένον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ εἰς τοὺς μετέχοντας εἰς Αὐτήν, διότι δέν εἶναι κάτι τὸ ὁποῖον εἶναι ἀπωλεσμένο καὶ ἀναζητεῖται.
Εἰς τὸ «Μήνυμα» τῆς συνόδου, βλέπομεν λοιπὸν νὰ μεταθέτουν τὴν ἑνότητα καὶ τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ ἐπίπεδον τῆς πίστεως, εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἐπισκόπου, διὰ τὴν τοπικὴν ἐκκλησίαν, καὶ εἰς τὴν σύναξιν τῶν ἐπισκόπων, διὰ τὴν ἐπαρχιακήν, ἢ οἰκουμενικὴν σύνοδον. Ἡ μετάθεσις αὐτὴ γεννᾷ μεγάλα ἐκκλησιολογικὰ προβλήματα. Θὰ περιορισθῶμεν εἰς μίαν μόνον παρατήρησιν. Κατά τὸν Μητροπολίτην Περγάμου «Ἡ μοναδικότητα τοῦ ἐπισκόπου σὲ κάθε τοπικὴ ἐκκλησία εἶναι ἕνας ὅρος “ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ” γιὰ τὴν καθολικότητα αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας» (Μητρ. Περγάμου Ἰω. Ζηζιούλα, Ἔργα Α´, ὅπ.π., σελ. 586).
Δηλαδή, μὲ βάσιν τὰ ἀνωτέρω, αἱ τοπικαὶ Ἐκκλησίαι αἱ ὁποῖαι χηρεύουν λόγῳ θανάτου τοῦ ἐπισκόπου των, ἢ διὰ πολλοὺς ἄλλους λόγους, ἐπὶ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, αὐτομάτως παύουν νὰ ἔχουν τὴν καθολικότητα καὶ τὴν ἑνότητα, ἐφ᾽ ὅσον χρόνον τοὺς λείπει τὸ πρόσωπον τοῦ ἐπισκόπου; Αὐτὰ εἶναι πράγματα ἀπαράδεκτα διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν.
Διὰ νὰ μὴ πελαγοδρομοῦμεν εἰς ἀλλοτρίους καὶ πειρασμικὰς ἐννοίας, θὰ ἀναφέρωμεν τὸν Ὀρθόδοξον λόγον τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, τοῦ νέου ὁμολογητοῦ: «Στὴν οὐσία της ἡ καθολικότητα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν Θεανθρωπότητα, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς Λόγος, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἐν Ἑαυτῷ ἑνώνει, συνάγει, καθολικοποιεῖ, οἰκουμενικοποιεῖ ὅλα τὰ λογικὰ κτίσματα μὲ τὸν ἑαυτό του, τὸν Δημιουργό, ἀλλὰ καὶ τὰ λογικὰ κτίσματα μεταξύ τους. Ἡ εἴσοδος καὶ ἡ ζωὴ σὲ αὐτὴν τὴν καθολικοποίηση πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἐλεύθερη βούληση καὶ διὰ τῶν ἱερῶν μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν… Στὴν πραγματικότητα, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς, εἶναι ὅλο τὸ βάθος, ὅλο τὸ ὕψος καὶ ὅλο τὸ πλάτος τῆς καθολικότητος» (Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Ἡ Ἐκκλησία, τὸ παμμυστήριον τοῦ Χριστοῦ», σελ. 259).
9. Εἰς τὸ κείμενον τοῦ «Μηνύματος», καθὼς καὶ εἰς τὴν «Ἐγκύκλιον», ὑπάρχει ἡ προβληματικὴ φράσις, «ἡ Ἐκκλησία δὲν ζεῖ γιὰ τὸν ἑαυτόν της». Ἀρχικῶς, ὀφείλομεν νὰ ἀποκαλύψωμεν ὅτι ἡ φράσις αὐτὴ εἶναι ἀκριβὴς ἀντιγραφὴ ἀπὸ τὸ κείμενον τοῦ διατάγματος «Ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐλπίδα. Ἡ Ἐκκλησία μέσα στὸν σύγχρονο κόσμο» (GS) τῆς Β´ Βατικανῆς συνόδου. Ἐξ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως, ὅμως, ὁ ἑαυτὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Ἡ Ἐκκλησία ζεῖ ὄντως διὰ τὸν ἑαυτόν της, δηλ. τὸν Χριστὸν, καὶ εἶναι τελείως αὐτόνομος ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ κόσμου. Ἂν δεχθῶμεν τὴν φράσιν αὐτὴν τοῦ «Μηνύματος», ὁμιλοῦμεν πλέον διὰ τὴν ἐκκοσμίκευσιν τῆς Ἐκκλησίας.
Μέσα εἰς τὰ κείμενα τοῦ «Μηνύματος», τῆς «Ἐγκυκλίου» καὶ τῆς «Ἀποστολῆς» διακρίνομεν εὐκρινῶς μίαν γλῶσσαν ὅπως ἐκείνη τοῦ «κοινωνικοῦ Εὐαγγελίου» τῶν Προτεσταντῶν καὶ τοῦ κειμένου «Ἡ Ἐκκλησία μέσα στὸν σύγχρονον κόσμον», τῶν Παπικῶν. Βλέπομεν μίαν παρέμβασιν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὰ ἁπτὰ προβλήματα τῆς πολιτικῆς κοινωνίας καὶ εἰς τὰ ἀκανθώδη ζητήματα τοῦ συγχρόνου κόσμου, μέ μίαν γλῶσσαν ἀκινδύνου ρητορικῆς, ἀπογεγυμνωμένης ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τοῦ Σταυροῦ, τὴν ὁποίαν προσφέρει ἡ Θεία Χάρις.
10. Ὑπάρχουν βεβαίως, πολλὰ ἀκόμη τὰ ὁποῖα θὰ ἠμποροῦσαν νὰ ἐπισημανθοῦν. Ὡς παράδειγμα, ἀναφέρομεν τὰ «παραθυράκια» τὰ ὁποῖα ἔχουν δημιουργηθῆ, ὅσον ἀφορᾷ τὰ κωλύματα γάμου. Διὰ μὲν τὸν γάμον Ὀρθοδόξων μεθ᾽ ἑτεροδόξων τὸ «παράθυρον ἀνοίγεται» ὑπὸ τῆς συνόδου διὰ τῆς προσφερομένης δυνατότητος ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὑπὸ τῆς Ἱ. Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (§ 5ii)· ὁπότε δίδεται συνοδικὴ ἐπισφράγισις εἰς τὸ φαινόμενον, οἱ ἑτερόδοξοι σύζυγοι νὰ ἀνήκουν, εἰς τὸ ὀρθόδοξον ἐκκλησίασμα, παραμένοντες ἀβάπτιστοι καὶ ἀχαρίτωτοι. Διὰ δὲ τὸν γάμον μετὰ τὴν χειροτονίαν τὸ «παράθυρον παραμένει μισάνοικτον», καθ᾽ ὅσον δηλοῦται μὲν ὅτι ἡ ἰσχύουσα κανονικὴ παράδοσις τὸν κωλύει, προηγουμένως ὅμως ἔχει προδηλωθῆ ὅτι «ἡ ἱερωσύνη αὐτὴ καθ᾽ ἑαυτὴν δὲν ἀποτελεῖ κώλυμα γάμου» (§ 4). Τέλος, διὰ τὸν γάμον μετὰ τὴν μοναχικὴν κουρὰν καὶ διὰ τὸν γάμον Ὀρθοδόξων μετὰ μὴ Χριστιανῶν, τά «παράθυρα περιμένουν κλειστὰ μίαν ἑπομένην σύνοδον νὰ τὰ ἀνοίξῃ» –ἐντὸς τῆς ἑπομένης ἑπταετίας, κατὰ τὴν δήλωσιν τοῦ «Μηνύματος» –, καθ᾽ ὅσον κωλύονται μέν «κατ᾽ ἀκρίβειαν», χωρὶς ὅμως νὰ ἀναφέρεται ρητῶς ἡ ἔλλειψις δυνατότητος ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας (§ 3 καὶ § 5 iii).
Κατακλείοντες τὰς κυριωτέρας ἐπιλεκτικὰς καὶ συνοπτικὰς διαπιστώσεις, ἐπὶ τῆς συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, πιστεύομεν πώς ἐκ τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων, κατέστη ἐμφανὲς ὅτι τὰ κείμενα αὐτῆς δὲν ἠμποροῦν νὰ ἐνταχθοῦν εἰς τὴν θεολογικήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας· διότι δὲν ἀποτελοῦν συνεπῆ καὶ ἀκριβῆ συνέχειαν τῆς θεολογίας τῶν Θεοφόρων Πατέρων, τῶν ὁποίων τὰς εὐχὰς ἐπικαλούμεθα εἰς τὸ τέλος κάθε Ἐκκλησιαστικῆς πράξεως. Ἐπὶ Τριαδολογικοῦ καὶ Ἐκκλησιολογικοῦ ἐπιπέδου, ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου, εἶναι ἀπαράδεκτα. Ὅλως ἰδιαιτέρως τὰ κείμενα: «Μήνυμα», «Ἐγκύκλιος», «Ἀποστολή», «Σχέσεις» καὶ «Μυστήριον τοῦ γάμου», εἶναι ἐπηρεασμένα κατὰ τὸ μεγαλύτερον ποσοστόν, ἀπὸ τὰ ἀντίστοιχα διατάγματα τῆς Β´ Βατικανῆς συνόδου.
Εἶναι, λοιπόν, «ἡλίου φαεινότερον» ὅτι ἀδυνατοῦμε νὰ δεχθῶμεν τὰς ἀποφάσεις τῆς συνόδου τῆς Κρήτης, διότι ἐν αὐταῖς ὑπάρχουν κείμενα δογματικῶς μὴ ὀρθόδοξα, τὰ ὁποῖα ἡ Ὀρθόδοξος δογματικὴ συνείδησίς μας καὶ κυρίως ἡ ἱερὰ παράδοσις τῶν Ἁγίων Πατέρων μας δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀνεχθῶμεν, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ κείμενα αὐτά αὐτοτιτλοφοροῦνται ὡς ἔχοντα ἀναντίρρητον «πανορθόδοξον κῦρος».
Διὰ τοῦτο καὶ ὁ σκοπός τοῦ ἡμετέρου κειμένου εἶναι, ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν νὰ ὁμολογήσωμεν διὰ λόγους συνειδήσεως τὴν ἀντίθεσίν μας πρὸς τὴν σύνοδον τῆς Κρήτης, ἀφ᾽ ἑτέρου, νὰ ἐνημερώσωμεν τούς παραπληροφορημένους ἐκ τῶν ἀδελφῶν μας κληρικούς καὶ λαϊκούς καὶ τέλος, νὰ ἀντιδράσωμεν πρὸς τὰς διαρκῶς αὐξανομένας ἐκκλησιαστικάς ἀπειλάς καὶ διώξεις κατὰ τῶν μὴ ἀποδεχομένων τὴν σύνοδον, ὡς μὴ ἐκφράζουσαν τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν. Τὸ κείμενον αὐτὸ εἶναι ἔκφρασις πόνου καὶ ἀνησυχίας καὶ πολλῶν ἄλλων Ἁγιορειτῶν ἀδερφῶν μας τούς ὁποίους ἐκπροσωποῦμε οἱ κάτωθι ὑπογράφοντες.
Εὐχόμεθα καὶ κραυγάζομεν ἐμπόνως, ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ὅπως ὁ Ἅγιος Τριαδικὸς Θεὸς δώσῃ τὴν φωτοποιὸν Χάριν Του, καὶ μία ἄλλη μεταγενεστέρα Σύνοδος, ὡς χειρουργός, ἐκβάλῃ τὰ κείμενα αὐτὰ ἀπὸ τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπέλθῃ ἡ ἴασις.
Μετὰ πόνου καὶ ἀγάπης Χριστοῦ
οἱ κάτωθι Ἁγιορεῖται Κελλιῶται Πατέρες
Γ. Παΐσιος Μοναχός μετά τῆς συνοδίας αὐτοῦ - Ἱερ. Κελλίον Ἁγίων Ἀρχαγγέλων «Ἀβερκαίων», Καρυαί.
Γ. Ἀρσένιος Ἱερομόναχος μετά τῆς συνοδίας αὐτοῦ - Ἱερ. Κελλίον «Παναγούδα».
Γ. Εὐφρόσυνος Μοναχός μετά τῆς συνοδίας αὐτοῦ - Ἱερ. Κελλίον Τιμίου Προδρόμου, Καρυαί.
Γ. Νικόλαος Μοναχός - Ἱερ. Κελλίον Ἁγίου Δημητρίου, Καρυαί.
Γ. Παντελεήμων Ἱερομόναχος - Ἱερ. Ἡσυχαστήριο Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Κατουνάκια.
Γ. Νικόδημος Μοναχός - Ἱερ. Κελλίον Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Καρυαί.
Το έντυπο ΕΔΩ σε εκτυπώσιμη μορφή Pdf
Πηγή: Αγιότοκος Καππαδοκία, Ακτίνες

Ήταν σαν σήμερα, 31 Αυγούστου 1922 (14 Σεπτεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο). Η μικρασιατική τραγωδία φτάνει στο αποκορύφωμά της. Οι ορδές του Κεμάλ είχαν αποφασίσει να εξαφανίσουν καθετί ελληνικό από την πρωτεύουσα της Ιωνίας. Η Σμύρνη παραδίνεται στις φλόγες. Χιλιάδες Σμυρναίοι, κυρίως ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα καταφεύγουν στην προκυμαία της πρωτεύουσας του Μικρασιατικού Ελληνισμού, αναζητώντας σανίδα σωτηρίας και τρόπο διαφυγής.
Πίσω τους οι Τούρκοι στρατιώτες και οι απειλητικές φλόγες, μπροστά τους η θάλασσα. Καμιά βοήθεια από κανέναν, από πουθενά.
Ο ύπατος αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης, τον οποίο τοποθέτησε στη Σμύρνη ο Βενιζέλος, βριστόταν ήδη μακριά. Είχε διαφύγει στη Γαλλία, με αγγλικό πολεμικό πλοίο.
Ο ρόλος του κορυφαίου της μικρασιατικής τραγωδίας είχε πέσει στους ώμους του σεβάσμιου αρχιερέα από την Τρίγλια της Βιθυνίας, ο οποίος είχε γίνει ήδη το πρώτο θύμα της τουρκικής βαρβαρότητας . Ο Χρυσόστομος Σμύρνης παρά το γεγονός ότι γνώριζε ποια θα ήταν η τύχη του αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του. Στον Καθολικό Αρχιεπίσκοπο Σμύρνης, που τον επισκέφθηκε και του εισηγήθηκε να τον φυγαδεύσει από την ιωνική πρωτεύουσα απάντησε με τούτα τα λόγια:
«Παράδοσις του ελληνικού κλήρου αλλά και υποχρέωσις του καλού ποιμένος είνε να παραμείνη μαζί με το ποίμνιόν του. Αδυνατώ να σας ακολουθήσω». Το τραγικό τέλος του, όπως και των ιεραρχών Γρηγορίου Κυδωνιών και Αμβρόσιου Μοσχονησίων άφησε ανεξίτηλο το ίχνος του στη ψυχή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Το πρωί εκείνης της αποφράδας για τον ελληνισμό μέρας ένα τμήμα 400 τσετών του Κιορ Πεχλιβάν εισήρθε από τη δυτική πλευρά της Σμύρνης και αμέσως μετά πεζικά τμήματα του τουρκικού στρατού υπό τον στρατηγό Νουρεντίν Μπέη εισέβαλαν στην πόλη και προέβησαν σε μαζικούς διωγμούς και φόνους Ελλήνων.
(Φωτ.: National Geographic)
Έβαζαν φωτιές, λεηλατούσαν, έσφαζαν, βίαζαν, και επιδίδονταν σε κάθε είδους φρικαλεότητα εις βάρος των χριστιανών Ελλήνων και Αρμενίων.
Η πρώτη φωτιά ξεκίνησε από την αρμενική συνοικία. Οι Αρμένιοι, όταν είδαν τους εξαγριωμένους τσέτες, έτρεξαν στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου για να σωθούν. Οι θύτες τους όμως, χωρίς οίκτο, ανατίναξαν το ναό κι έβαλαν φωτιές παντού.
Μετά οι επιδρομές επεκτάθηκαν στις ελληνικές γειτονιές, και οι μόνες που δεν πειράχτηκαν ήταν η εβραϊκή γειτονιά και η τουρκική. Αφού επί ένα τριήμερο λεηλάτησαν και κατέστρεψαν σπίτια και μαγαζιά, παρέδωσαν την πόλη στις φλόγες. Πολλοί κρύφτηκαν στα υπόγεια και τις καταπακτές για να σωθούν προσωρινά, αλλά η ασφυξία από τους καπνούς τούς ανάγκασαν να βγουν στους δρόμους, όταν οι φλόγες κύκλωσαν τα σπίτια τους.
Σε 1,5 εκατομμύριο ανέρχονται οι πρόσφυγες της μικρασιατικής γης που αναζήτησαν σωτηρία καταφεύγοντας στην Ελλάδα. Υποχρεώθηκαν με βάναυσο τρόπο να αποχωριστούν τη γη που την πότισαν με το αίμα και τον ιδρώτα τους. Αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν νεκρούς και ζωντανούς, σπίτια, περιουσίες και τα αποκαΐδια μιας ολόκληρης ζωής.
Πηγή: Τμήμα σύνταξης Pontos news