Η αρχική πρόθεση ήταν να παρουσιαστεί σε αυτό το κεφάλαιο το σύνολο της διδασκαλίας των γνωστικών σεκτών αθροιστικά. Κατά την μελέτη, όμως, του αντικειμένου έγινε κατανοητό, ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα. Δηλαδή, ενώ η πρόθεση είναι να παρουσιασθούν ταξινομημένα και κατά κατηγορία, οι πεποιθήσεις των γνωστικών, αν αυτό γίνει επί του συνόλου τους, τότε ή θα πρέπει κάποιες να παραληφθούν για χάρη κάποιων άλλων, διαφορετικά σε πολλά σημεία θα παρουσιάζονταν αντιφάσεις, η να καταλήξει σε στατιστική έρευνα.

3.1 Προϋποθέσεις κατανόησης της γνωστικής διδασκαλίας
Η αρχική πρόθεση ήταν να παρουσιαστεί σε αυτό το κεφάλαιο το σύνολο της διδασκαλίας των γνωστικών σεκτών αθροιστικά. Κατά την μελέτη, όμως, του αντικειμένου έγινε κατανοητό, ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα. Δηλαδή, ενώ η πρόθεση είναι να παρουσιασθούν ταξινομημένα και κατά κατηγορία, οι πεποιθήσεις των γνωστικών, αν αυτό γίνει επί του συνόλου τους, τότε ή θα πρέπει κάποιες να παραληφθούν για χάρη κάποιων άλλων, διαφορετικά σε πολλά σημεία θα παρουσιάζονταν αντιφάσεις, η να καταλήξει σε στατιστική έρευνα.
Γι’ αυτό αποφασίστηκε να μετατεθούν οι επιμέρους διδαχές στην οικία θέση, εδώ να παρουσιαστούν μόνο τα κοινά σημεία των γνωστικών πεποιθήσεων, όχι για να μπορέσει να συντεθεί μια ομοιογενής διδασκαλία – κάτι τέτοιο δεν θα ανταποκρίνονταν στην γνωστική πραγματικότητα – αλλά μια παρουσίαση των κεντρικών ιδεών, επί των οποίων αναπτύχθηκαν οι επί μέρους. Έτσι, αν κάποιος ασχοληθεί με την μελέτη των επί μέρους συστημάτων, θα είναι εφοδιασμένος με τα απαραίτητα στοιχεία για την αναγνώριση και την κατανόησή τους.
Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο να γίνει και ειδικά με τον τρόπο αυτό. Ο πλουραλισμός των συστημάτων καθιστά πολλές φορές κοπιώδη την μελέτη τους. Παρόμοια συστήματα διαφέρουν μόνο στο ποια σημεία τονίζουν περισσότερο και ποια λιγότερο. Από την άλλη σύγχρονες μελέτες-συμπιλήματα, με τον τρόπο που διαχειρίζονται το υλικό τους δείχνουν να παράγουν καινούργια συστήματα, περιπλέκοντας μια κατάσταση ήδη περίπλοκη. Η σύγκριση στοιχείων ανόμοιων είναι αδιανόητη, πολύ δε περισσότερο η σύνθεσή τους. Και ενώ στη σκέψη των γνωστικών η δημιουργία ενός θεωρητικού κατασκευάσματος απέβλεπε στην απάντηση υπαρξιακών ερωτημάτων, η παρουσίασή τους σήμερα, με τον τρόπο που γίνεται κάποιες φορές, και τα ερωτήματα αυτά αφήνει αναπάντητα, και καινούργια δημιουργεί.
Η έλλειψη ιερών γραφών που να αποδίδονται με μοναδικό τρόπο σε κάθε σέκτα, καθιστά την χάραξη διαχωριστικών γραμμών, οριοθετικών της κάθε διδασκαλίας δυσχερή. Κείμενα υπήρχαν και σήμερα έχουμε αρκετά στην διάθεσή μας. Αλλά αυτά χρησιμοποιούνταν από περισσότερες της μίας σέκτες. Και ενώ εξωτερικά η πρακτική αυτή φαίνεται να διευκολύνει την μελέτη της συνόλου διδασκαλίας, στην πραγματικότητα την περιπλέκει, εξαιτίας του τρόπου, με τον οποίο ερμήνευαν τα κείμενά τους οι ίδιοι οι γνωστικοί.
Η ερμηνεία των κειμένων, κυρίως αυτών που παρουσιάζονταν ως αποκαλυπτικά, γινόταν από τους γνωστικούς με αλληγορικό και τυπολογικό τρόπο. Αυτό έδινε μεγάλη ελευθερία κινήσεων, οπότε το ίδιο κείμενο γεννούσε διαφορετικές αντιλήψεις ανά σέκτα. Δυστυχώς η ίδια τακτική εφαρμόζονταν και σε κείμενα διαφορετικής προέλευσης, όπως η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Η παρερμηνεία τους έδιδε διαφορετικά κάθε φορά αποτελέσματα, και σ’ αυτά προστίθονταν και δικά τους λόγια, οπότε οδηγούσαν τα κείμενα σε αλλοίωση.
Η μελέτη της χρήσης των εξω-γνωστικών κειμένων ενέχει και μια ακόμη δυσκολία σε σχέση με την χρήση των δικών τους κειμένων. Και αυτή αφορά τον εκλεκτικό τρόπο επιλογή αποσπασμάτων. Ενώ δηλαδή ένα αποκαλυπτικό κείμενο έπρεπε να γίνει πλήρως αποδεκτό, στις άλλες περιπτώσεις δεν υπήρχε αυτή η υποχρέωση. Ο κάθε διδάσκαλος, μπορούσε να επιλέγει μόνο τα εδάφια εκείνα που εξυπηρετούσαν ή νόμιζε ότι εξυπηρετούσαν τον σκοπό του. Μπορούσε κάλλιστα να συνδυάσει εδάφια και αποσπάσματα από κείμενα διαφορετικής θεματολογίας ή προέλευσης. Μπορούσε να συνδυάσει θρησκευτικά, φιλοσοφικά ή επιστημονικά κείμενα, ακόμη και μύθους, για να εξάγει το επιδιωκόμενο συμπέρασμα. Μπορούσε να συνδυάσει ανομοιογενή κείμενα, χριστιανικά, βαβυλωνιακά, ειδωλολατρικά με την ίδια ελευθερία και άνεση.
Εδώ υπάρχει μια μεγάλη παγίδα για τον μελετητή του φαινομένου. Δίνεται η εντύπωση, ότι αν καταφέρει να εντοπίσει, να αναγνωρίσει και να αποδώσει τα επιμέρους συστατικά στις κοιτίδες δανεισμού τους, θα έχει καταφέρει να εξιχνιάσει τις πηγές και συνεπώς την προέλευση του γνωστικισμού. Αυτή είναι μια απόλυτα αιτιοκρατική αντίληψη και είναι πιθανόν οι ίδιοι οι αιρεσιάρχες να μην την είχαν κατά νου. Κανείς δεν αμφιβάλλει βέβαια, ότι και αυτοί ως άνθρωποι ήταν υποκείμενοι στις επιρροές του περιβάλλοντός τους, αλλά και κανείς δεν μπορεί ν’ αποδείξει ότι οι επιρροές αυτές είναι μονοσήμαντες, οι ότι ημιμάθεια των αιρεσιαρχών τους έδινε την απαιτούμενη επίγνωση στην χρήση των πηγών τους.
Θα πρέπει λοιπόν, να συνεκτιμάται η γέννηση και η εξέλιξη της γνωστικής διδασκαλίας τελεολογικά, ώστε να μπορεί ο μελετητής να αντιλαμβάνεται τον τρόπο σκέψης του κάθε αιρεσιάρχη. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις μια σέκτα να δημιουργείται χωρίς να αναφέρεται αρχηγός, και αυτό συμβαίνει κυρίως σε περιπτώσεις διάσπασης. Έχοντας λοιπόν, προ οφθαλμών την προσωπικότητα του αρχηγού, αφ’ ενός, και έχοντας κατανοήσει τις επιδιώξεις του αφετέρου, λίγα είναι τα σκοτεινά σημεία που απομένουν ανερμήνευτα. Και γι’ αυτά υπάρχει πάντα η χριστιανική θεώρηση περί της δαιμονικής επιρροής, ως διαδραστικό παράγοντα ισχυρότερου του περιβάλλοντος. Αυτήν την μέθοδο ακολουθούσαν όλοι οι αντιαιρετικοί συγγραφείς.
Από την άλλη το κύριο στοιχείο, το οποίο βοηθά στην παρουσίαση μια συστηματοποιημένης κατά το δυνατόν γνωστικής διδασκαλίας είναι ο γνωστικός μύθος. Η πατρότητα της δημιουργίας αφενός ανάγεται πάντα στον ιδρυτή του συστήματος, ακόμη και όταν περιέχει μεταγενέστερα στοιχεία, αφετέρου παρουσιάζει την διδασκαλία με ενοποιημένο τρόπο καθ’ όλη την ιστορική πορεία της σέκτας. Αυτό, ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν είναι αλήθεια, και αυτές είναι οι περισσότερες, έχει τα πλεονεκτήματά του. Απαλλάσσει τον μελετητή από πολύωρη εξέταση των μεταβολών της διδασκαλίας, οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι αδιόρατες, διότι δεν συνέβαιναν «κοσμογονικές» μεταβολές των πεποιθήσεων εντός της σέκτας, ενέργεια που εκτός από κοπιώδης θα ήταν ενδεχομένως και άσκοπη, πέραν των ιστορικών λόγων.
Επίσης ο γνωστικός μύθος γίνεται το απαραίτητο εργαλείο για την παρατήρηση της εξάπλωσης μιας διδασκαλίας, καθότι εντάσσει τα δανεικά στοιχεία σε ένα σύνολο χωρίς να τα αλλοιώνει, επειδή τα παρερμηνεύει. Έτσι προς μεν το εξωτερικό περιβάλλον ο μύθος διαθέτει τα απαραίτητα στοιχεία που του επιτρέπουν να παρασιτεί, προς μεν το εσωτερικό του επιτρέπει να διατηρεί τα ξένα στοιχεία, υπό συνοχή και έλεγχο. Ο γνωστικός μύθος είναι πολύπλοκος και συνήθως δύσμορφος.
Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν μπορεί να τ’ αποφύγει. Ο δημιουργός μιας διδασκαλίας προσπαθεί να συνδυάσει την απάντηση των υπαρξιακών ερωτημάτων με το προσωπικό του όφελος. Καταπιάνεται με θέματα, τα οποία ξεπερνούν κατά πολύ τις προσωπικές του ικανότητες, αλλά δεν αποθαρρύνουν τις επιδιώξεις του. Αναγκαστικά συρράπτει στοιχεία ξένα μεταξύ τους, τα οποία θα πρέπει να είναι κατανοητά ή και οικεία στον πολύ λαό. Ταυτόχρονα θα πρέπει να του προκαλούν και δέος, ώστε να του δίνουν την εντύπωση ότι έχουν θεϊκή προέλευση, οπότε μια δόση ασυναρτησίας είναι αναγκαία, επειδή οι δύσκολες έννοιες θα δυσκόλευαν και τον ίδιο τον αιρεσιάρχη. Η επιτυχία βρίσκεται στο νόστιμο μαγείρεμα και το εντυπωσιακό σερβίρισμα. Η λογική ασυνάφεια και η αισθητική απαξία αντικαθίστανται από την αποκάλυψη.
Η χριστιανική διδασκαλία για τους γνωστικούς, είναι μεν αποκαλυπτική, οπότε μπορούν να δανείζονται από αυτήν, πολύ περισσότερο λόγο της κοινά αποδεκτής αυθεντίας της από πλήθος λαών. Είναι, όμως, υπερβολικά απλή, μέσα σε έναν κόσμο που έχει συνηθίσει να θαυμάζει τους ακαταλαβίστικους φιλοσόφους. Θέλοντας λοιπόν, να επαίρονται και να παρουσιάζονται ως διάνοιες, περιπλέκουν την διδασκαλία για να δώσουν περισσότερη αξία στην θεολογία τους. Αλλά ελλείψει των απαραίτητων ικανοτήτων για την επεξεργασία λεπτών νοημάτων καταλήγουν στην δημιουργία ατελείωτων ιεραρχιών τονίζοντας το μυθολογικό στοιχείο.
Εκεί που επιτυγχάνει είναι στην διάδοση της ιδέας του λυτρωτικού χαρακτήρα της γνώσης. Αυτή είναι και η πρώτη κοινή προϋπόθεση του Γνωστικισμού. Τη εξέφρασαν άριστα οι Οφίτες, όταν έλεγαν ότι αρχή της τελείωσης είναι η γνώση του ανθρώπου, τέλος αυτής η γνώση του θεού. Η ιδέα της γνώσης είναι κοινή σε κάθε γνωστικό σύστημα. Τα χαρακτηριστικά της είναι α) το θρησκευτικό περιεχόμενό της β) η αποκαλυπτική προέλευση και η εκλεκτική παράδοση γ) ο λυτρωτικός της χαρακτήρας.
Το αντικείμενο της γνώσης είναι η θεϊκή φύση. Μ’ αυτήν ο γνωστικός προσπαθεί να βρει κάποια συγγένεια και προς αυτήν να κατευθυνθεί διά της λυτρωτικής γνώσης. Το υποκείμενο, ο πιστός έχει μόνο μία υποχρέωση απέναντί της. Να την κατέχει.
Αντίπαλοι της γνώσης είναι η αγνωσία και η πίστη. Οι γνωστικοί αντιλαμβάνονται εαυτούς με τρόπο ελιτίστικο. Οι ίδιοι είναι πνευματικοί ως κατέχοντες την γνώση και θέσει σεσωσμένοι. Αμέσως μετά είναι οι ψυχικοί, αυτοί που θρησκεύουν δια της πίστεως, συνηθέστερα οι Χριστιανοί. Μεγάλο μέρος του έργου του Κλήμεντα Αλεξανδρέα είναι απολογητικό υπέρ της πίστεως, έναντι της γνώσεως. Τελευταίοι στην θρησκευτική κατάσταση των ανθρώπων είναι οι σαρκικοί, όσοι δεν έχουν ιδέα περί θεού, είτε ως έχοντες την γνώση, είτε ως έχοντες την πίστη. Αυτοί έχουν αγνωσία.
Αναφέρθηκε παραπάνω ότι μία από τις επιδιώξεις του γνωστικισμού είναι η απάντηση των υπαρξιακών προβληματισμών. Στο θέμα αυτό οι γνωστικοί έχουν πολύ συγκεκριμένη θεώρηση, η οποία ξεκινά από την προκατάληψή τους έναντι του κόσμου. Προκατάληψη που είναι άμεσα εξαρτώμενη από την επιδίωξή τους. Οι γνωστικοί αναγνωρίζουν την δυστυχία στον κόσμο και την αποδίδουν στο κακό. Το κακό το αποδίδουν στην ύλη, πλατωνική θεώρηση από την οποία δεν ξέφυγε καμιά σέκτα.
Η επιδίωξη των γνωστικών δεν μένει μόνο στον καθορισμό της δυστυχίας, αλλά επιβάλλεται να δοθεί λύση κι έτσι να μπορέσει ν’ απαλλαγεί από αυτήν τουλάχιστον ο αρχηγός. Εδώ έγκειται όλη η δυσκολία. Ο άνθρωπος δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί από την ύλη, οπότε δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί από το κακό. Η επίτευξη λοιπόν, της μακαριότητας - θέμα που απασχόλησε και το μεγάλο φιλοσοφικό ρεύμα της εποχής, τον εκλεκτισμό – μετατίθεται στην επόμενη ζωή. Τι μένει, λοιπόν, για την παρούσα ζωή; Αναγκαστικά, μόνο η επαγγελία και η παραίτηση από τον αγώνα και την επιδίωξη.
Για να δώσουν κάτι πιο χειροπιαστό οι αιρεσιάρχες στους πιστούς τους απαλλάσσουν από τις ηθικές υποχρεώσεις. Παρατηρείται έτσι το εξής παράξενο, ενώ πιστεύουν ότι το σώμα είναι φυλακή, ταυτόχρονα το υπηρετούν. Πολλές φορές ενδύουν τον λιμπερτινισμό τους με θεωρητική δικαίωση, κι εκεί που υιοθετούν την πλατωνική άποψη περί κακού, απομακρύνονται από την απορρέουσα συνέπεια ως προς τον τρόπο ζωής. Όλα τα γνωστικά συστήματα σε αυτό το θέμα είναι αντινομικά.
Εφόσον ο νόμος είναι καταγεγραμμένος στην Παλαιά Διαθήκη αυτή έπρεπε να εξουδετερωθεί. Αναγκαστικά ο νομοθέτης διαφοροποιείται από τον ύψιστο θεό, ώστε ο νόμος του να μην έχει το απαιτούμενο κύρος. Οπότε αμέσως προκύπτει μια δυαρχία ικανή να ανταποκριθεί στην αναλογία καλού-κακού, ψυχής-ύλης. Η δυαρχία Ύψιστου Θεού-Δημιουργού είναι μεν υστερογενής, αλλά αυτό συμφωνεί και με την απλή παρατήρηση ότι τα γνωστικά συστήματα είναι στην κορυφή της θεϊκής ιεραρχίας αυστηρά μονιστικά. Ο Ύψιστος Θεός είναι ο πρώτος, ο καλός, ο δυνατός, ο φωτεινός, υπόσχεται την λύτρωση κτλ, οπότε δεν υπάρχει περίπτωση να θέλει κάποιος να είναι με τον δημιουργό.
Έπειτα, από μόνη της η επαγγελία για την μετά θάνατον μακαριότητα ίσως να μην δίνει την ικανοποίηση του αισθήματος του δικαίου. Προς ικανοποίηση αυτού τίθεται η απειλή της μετενσάρκωσης. Η προέλευσή της ίσως είναι πλατωνική, ίσως είναι ανατολικότερη, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι με την απειλή της επανάληψης της δυστυχίας, όσες φορές χρειάζεται για να γίνει κάποιος γνωστικός, επιτυγχάνει εκεί που μόνη η επαγγελία της μετά θάνατον μακαριότητας ν’ αποτύγχανε. Αν, λοιπόν, κάποιος είχε να διαλέξει μεταξύ του εκλεκτισμού, που υπόσχεται μεν ψυχική μακαριότητα μέσα από μια σειρά φιλοσοφικών ασκήσεων, και του γνωστικισμού, που υπόσχεται μακαριότητα χωρίς άσκηση και απειλεί την αποτυχία με την μετενσάρκωση, είναι φανερό ότι θα επέλεγε το δεύτερο, ακόμη και αν το πρώτο υπόσχεται την μακαριότητα σ’ αυτήν την ζωή. Εξάλλου, η αδυναμία του εκλεκτισμού να επιδείξει παραδείγματα μακάρων σε αυτή την ζωή απέβη εις βάρος του, την στιγμή, που ενώ και ο γνωστικισμός δεν είχε επίσης αποτελέσματα, αυτό δεν θεωρούνταν αδυναμία, αλλά επόμενο της επαγγελίας. Η αποτυχία του γνωστικισμού δεν μπορούσε να αποδειχθεί.
Η δυιστική θεώρηση του κόσμου καθορίζει-αποφασίζει και για τα άλλα επιμέρους θέματα της διδασκαλίας του (κοσμογονία, ανθρωπολογία κτλ.). Εκεί που χρειάζεται γίνεται μονισμός. Αυτό είναι απαραίτητο για να μπορεί να ενταχθεί ο λυτρωτικός χαρακτήρας της γνώσης στο σύστημα. Ταυτόχρονα διατηρείται η απλότητα του χαρακτήρα της λύτρωσης. Ο σπινθήρας που ανεβοκατεβαίνει στον ουρανό πρέπει να έχει μόνο ένα τέρμα, διαφορετικά η κατάσταση περιπλέκεται. Σε αυτό το ζήτημα το μόνο έντιμο δυιστικό σύστημα ήταν ο Μανιχαϊσμός. Έπρεπε όμως να περάσουν πάνω από δύο αιώνες για να μπορέσει ο γνωστικισμός να παρουσιάσει έναν αμιγή δυισμό, στον οποίο να εμφανίζονται δύο ισοδύναμες οντότητες, και συνάμα να κρατά ανοικτό ένα εύκολα προσπελάσιμο λυτρωτικό μονοπάτι μέσα από την πεπλεγμένη αυτή κατάσταση. Αυτό είναι ενδεικτικό περί των νοητικών ικανοτήτων των γνωστικών αιρεσιάρχων.

3.2 Θεογονία
Από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω γίνονται κατανοητές οι προϋποθέσεις, οι οποίες ανάγκασαν τους γνωστικούς να διασπάσουν το θείο σε τουλάχιστον δύο οντότητες. Από τη μια ο Ύψιστος θεός, αγαθός και αναίτιος του κακού στον κόσμο. Από την άλλη ο δημιουργός του κακού είναι αναγκαστικά και δημιουργός του κόσμου.
Για να υπάρχει ελπίδα στον κόσμο πρέπει ο δημιουργός να είναι υποδεέστερος του υψίστου, αλλά και στην περίπτωση που είναι ισοδύναμος (π.χ μανιχαϊσμός), δεν μπορεί να είναι παντοδύναμος. Η δεύτερη περίπτωση είναι αρκετά πιο περίπλοκη, διότι πρέπει να εισαχθούν και άλλες δυνάμεις προς διατήρηση της ισσοροπίας. Υπάρχει πάντα η λύση της ειμαρμένης, αλλά αφαιρεί από την αρμοδιότητα της γνώσης και γι’ αυτό αποφεύγεται όπου αυτό είναι δυνατόν. Ειδάλλως το σύστημα χάνει την ισσοροπία του.
Γεννάται φυσικά το ερώτημα, γιατί ο ύψιστος ανέχεται τον κακό δημιουργό, ενώ ο ίδιος είναι αγαθός; Μόνο μια πειστική απάντηση υπάρχει. Δεν ενδιαφέρεται. Τότε παρουσιάζεται δεύτερο ερώτημα. Πως είναι δυνατόν να μην ενδιαφέρεται και ταυτόχρονα να μένει αγαθός; Η απάντηση πρέπει να είναι ακόμη πιο πειστική. Αυτόικανοποιείται στην μακαριότητά του και μένει εκτός της δημιουργίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι κανένας γνωστικός δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι ο θεός του είναι ο θεός της αγάπης.
Στο σημείο αυτό γίνεται φανερή η ανωτερότητα του Χριστιανισμού. Καλείται ν’ απαντήσει τα ίδια ερωτήματα και δίνει απλές απαντήσεις. Ο Θεός είναι αναίτιος κακών. Δημιουργεί από αγάπη και προνοεί από αγάπη. Το κακό είναι διαστροφή από το κατά φύση στο παρά φύση και οντολογικά ανύπαρκτο.
Μεταξύ του γνωστικού υψίστου θεού και της ύλης η απόσταση είναι τεράστια. Αφήνει, λοιπόν, αρκετό χώρο για να γεμίσει με πλήθος ουράνια όντα, θεϊκά, ημίθεα, ορατά, αόρατα, αγαθά ή μη. Το κενό πληρούται με τους αιώνες. Κανένα από αυτά τα όντα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον ύψιστο. Άλλα όντα εγγίζουν τον κόσμο, είτε ως άγγελοι, είτε ως δαίμονες. Η εγγύτητά τους προς τον κόσμο καθορίζει την σημασία τους για το γνωστικό σύστημα. Η εγγύτητά τους προς την ύλη καθορίζει την φύση τους αγαθή ή κακή.
Ο τρόπος γέννησης των θείων όντων διαφέρει κατά συστήματα. Όλες οι περιπτώσεις μπορούν να ενταχθούν στις επόμενες δύο επιλογές. Οι αιώνες είτε γεννούνται από τον ύψιστο, κάτι που συνεπάγεται την συγκατάβασή του, είτε απορρέουν από αυτόν, οπότε αυτό γίνεται ακούσια κι έτσι δεν ταράζεται η μακαριότητά του. Τυπικότερος τρόπος είναι ο της απορροής, στον οποίο έχουμε εκδίπλωση της μονάδος, κατά πυθαγορικό τρόπο (Σίμων, Βαλεντίνος, Βασιλείδης). Και στις δύο περιπτώσεις ο ύψιστος γίνεται άμεσα ή έμμεσα δημιουργός, αλλά αυτό που ενδιαφέρει τους γνωστικούς είναι να αποφύγουν να τον παρουσιάσουν ως δημιουργό της ύλης και κατά συνέπεια του κακού.
Ένα γνωστικό σύστημα με δύο θεούς δεν θα ήταν αρκούντως εντυπωσιακό. Γι’ αυτό και οι αιρεσιάρχες φρόντιζαν να αναπτύσσουν πολυπλοκότερες ιεραρχίες, ώστε να δικαιολογείται εκ της πολυπλοκότητας η ενέργεια της αποκάλυψης. Συν τω χρόνω έπρεπε να προστίθονται και νέες θεότητες, ώστε κανένα καινούργιο σύστημα να μην ταυτίζεται με τα προηγούμενα. Η καινοτομία ήταν υποχρεωτική. Έτσι αναπτύχθηκαν ολόκληρες γνωστικές μυθολογίες. Από τα ονόματα και τις ιδιότητες των θεοτήτων βγαίνουν τα συμπεράσματα για τον χώρο προέλευσης και τον χώρο ανάπτυξης του κάθε συστήματος. Τυπικό παράδειγμα ο μανιχαϊσμός.
Σε άλλες ομάδες επικρατούν τα αστρολογικά στοιχεία. Οι Αιώνες είναι οι επτά πλανήτες, τα 12 ζώδια, οι 365 κόσμοι κτλ. Σε άλλες επικρατούν ιουδαϊκά ονόματα ή προσωπικότητες. Οι γνωστικοί δανείζονται από τις ιστορικές προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, κατά προτίμηση πριν τον Μωυσή, οπότε δεν υπάρχει κίνδυνος να δώσουν κύρος στον Νόμο. Αλλού οι Αιώνες φέρουν ονόματα φιλοσοφικών εννοιών, π.χ. Νους, Λόγος, Σοφία κτλ. Αυτό είναι αναπόφευκτο αν σκεφτεί κανείς την θεμελιώδη επίδραση της πλατωνικής φιλοσοφίας επί του γνωστικισμού. Επόμενο είναι να εμφανίζεται και η έννοια του Πρώτου Ανθρώπου ως το αρχέτυπο του ανθρώπου.
Όπως προαναφέραμε, πολλοί από τους Αιώνες είναι εγγύτερα του κόσμου και δεδομένου του περιορισμένου ρόλου του υψίστου, αναλαμβάνουν αυτοί να ενεργήσουν για χάρη του ανθρώπου. Έτσι δικαιολογούνται με απόλυτο τρόπο η μαγεία και ο αποκρυφισμός των ομάδων αυτών.
3.3 Δημιουργία
Η γνωστική αντίληψη περί δημιουργίας είναι σχετικά απλή. Υπάρχει πάντα ένας δημιουργός, διάφορος του υψίστου θεού και αυτός είναι ο αίτιος του κόσμου. Ο δημιουργός αυτός μορφοποιεί προϋπάρχον υλικό, κατά πλατωνική αντίληψη. Δεν παράγει εκ του μηδενός, οπότε η μελέτη της δημιουργίας στα γνωστικά συστήματα περιλαμβάνει δύο σκέλη. Πρώτον την δημιουργία της ύλης και δεύτερον την δημιουργία του κόσμου από προϋπάρχον υλικό.
Στην δημιουργία της ύλης παρατηρείται εξελικτική διαδικασία. Απορρέουσα ουσία εκ του υψίστου θεού φθίνει σε κατώτερες καταστάσεις. Στην αρχή της διαδικασίας η μονάς ξεδιπλώνεται δημιουργώντας τους αιώνες. Στην συνέχεια διασπάται ακόμη περισσότερο και την βαθμιαία εκδίπλωση συνοδεύει εκφυλισμός, οπότε παράγεται η ύλη. Τα πρότυπα είναι πυθαγόρεια.
Εκ πρώτης όψεως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η κακότητα της ύλης. Για την αιτιολόγηση δύο λύσεις προτείνονται από τους ίδιους τους γνωστικούς. Στην πρώτη, ο εκφυλισμός του φωτός οδηγεί σε σταδιακή απομάκρυνση από την πηγή, δηλαδή τον ύψιστο. Η δημιουργική δύναμη παρουσιάζεται ως αναγκαστική εξελικτική φορά. Η απουσία της βούλησης για την δημιουργία συνεπάγεται αδυναμία ανακοπής της πορείας αυτής, οπότε η όλη εξέλιξη οδηγεί στην ατέλεια. Ακόμη και οι Αιώνες ως υποδεέστεροι απομακρύνονται της πηγής αδυνατούντες να επιστρέψουν. Την αμαρτία της ύλης δεν την δημιουργεί κάποια ηθική επιλογή, αλλά η μεταβολή της κατάστασης. Κι επειδή η εξέλιξη είναι αναπόφευκτη, η αμαρτία γίνεται αναπόφευκτη ιδιότητα της ύλης. Σε αυτή την περίπτωση η ύλη είναι κακή, επειδή είναι ατελής και ως εκ τούτου μπαρασύρει στην ατέλεια ό,τι προέρχεται από αυτήν.
Στην δεύτερη περίπτωση η ύλη είναι κακή επειδή εξ αυτής ο δημιουργός ικανοποιεί την εκδικητικότητά του. Αυτό ισχύει για παράδειγμα στην διδασκαλία των Βασιλειδιανών και των Μαρκιωνιτών. Σε αυτές τις διδασκαλίες ο δημιουργός ταυτίζεται με τον ιουδαϊκό θεό και παρουσιάζεται αυστηρός και τυραννικός. Στον Μανιχαϊσμό και άλλα συστήματα χρησιμοποιεί την ύλη για να παγιδέψει το θείο φως. Εκείνο που μένει αναπάντητο είναι η αιτία της κακότητας του δημιουργού. Υπάρχει η καθολική τάση να εμφανίζεται ως κακός ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης αναίτια.
3.4 Ανθρωπολογία
Ο δυισμός της θεογονίας γίνεται διπολισμός στην ανθρωπολογία των γνωστικών. Ο άνθρωπος δημιουργείται από την κακή ύλη και την αγαθή θεία ουσία-φως. Σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπινου σώματος είναι να φυλακιστεί εντός αυτού η θεία ουσία. Αυτό το καταφέρνει ο κακός δημιουργός είτε αυτόματα, χρησιμοποιώντας προϋπάρχουσα ψυχή, δημιουργημένη σε κάποιο στάδιο της φθίνουσας πορείας, είτε με τέχνασμα. Για τους Οφίτες ο δημιουργός πλάθει το υλικό σώμα, αλλά δεν καταφέρνει να το δραστηριοποιήσει. Καταφεύγει στον ύψιστο και ο τελευταίος από λύπηση για το πλάσμα που σέρνεται προσφέρει την φωτεινή ψυχή. Το ίδιο και για τον Σατορνείλο και τους οπαδούς του.
Εφόσον οι γνωστικοί παραδέχονταν την ύπαρξη δύο πραγματικοτήτων, διέκριναν δύο τάξεις ανθρώπων, τους πνευματικούς και τους σαρκικούς. Πνευματικοί είναι οι άνθρωποι, οι οποίοι κυριαρχούνται από το πνευματικό στοιχείο. Αυτό το έχουν κοινό με τον θεό γι’ αυτό και καλούνται ομοούσιοι με τον θεό. Σαρκικοί είναι όσοι κυριαρχούνται από το υλικό στοιχείο, δηλαδή το σώμα. Αυτό το ονομάζουν δερμάτινο χιτώνα και φυλακή του πνεύματος.
Αργότερα προστίθεται και μια τρίτη κατηγορία οι ψυχικοί. Ψυχικοί καλούνται όσοι κυριαρχούνται από το συναίσθημα και την πίστη και σ’ όλες τις περιπτώσεις ταυτίζονται με τους Χριστιανούς. Είναι φανερό ότι η ορολογία είναι δανεισμένη από τον Απόστολο Παύλο.
Για τους τρεις τύπους ανθρώπων υπάρχουν αντίστοιχα και οι εκπρόσωποί τους. Τύπος του σαρκικού ανθρώπου είναι ο Άβελ (υπηρέτης του δημιουργού). Τύπος του ψυχικού ο Σηθ και τύπος του πνευματικού ο Κάιν, διότι εναντιώθηκε στην εντολή του δημιουργού. Γίνεται φανερή η προσπάθεια προβολής της αντινομικής συμπεριφοράς μέσα από γνωστά και κατανοητά πρότυπα και η εξιδανίκευσή της.
Η διάκριση των κατηγοριών δείχνει την ελιτίστικη νοοτροπία των γνωστικών, ειδικά όταν λαμβάνεται υπόψη ότι οι ίδιοι κατατάσσουν τους εαυτούς τους στους πνευματικούς. Προχωρώντας ακόμη παραπέρα, θεωρούν εαυτούς ως τους μόνους πνευματικούς μονοπωλώντας την κατηγορία. Όλοι οι άλλοι πλην των γνωστικών είναι υποδεέστεροι. Η τακτική αυτή είναι απόλυτα σύμφωνη με την σεχταριστική νοοτροπία, χαρακτηριστική κάθε καταστροφικής λατρείας.
Σε κάποιες περιπτώσεις ο ελιτισμός οδηγεί σε αριστοκρατικές πεποιθήσεις. Οι γνωστικοί παρουσιάζονται ως απόγονοι των ανθρώπων στους οποίους εναποτέθηκε το πνευματικό στοιχείο, εξασφαλίζοντας κληρονομική ευγενική καταγωγή.
Το ίδιο προκύπτει και με την εμφάνισή τους ως κατόχων της γνώσης, του λυτρωτικού μυστικού, το οποίο εμπιστεύθηκαν τα ανώτερα όντα με αποκάλυψη, ή ο γνωστικός λυτρωτής με την φαινομενική ενσάρκωση στον αρχηγό της αίρεσης. Ο ίδιος στην συνέχεια γίνεται ο διανομέας του μυστικού σε λίγους οι περισσότερους και τους αναβαθμίζει έτσι σε εκλεκτούς.
Για τις σχέσεις με τον έξωεκκλησιαστικό τους περίγυρο ισχύει η ευγενική τους καταγωγή. Για τις σχέσεις με τους αδελφούς της σέκτας, ο ελιτισμός εκδηλώνεται με την εγγύτητα προς τον αρχηγό, όπως αυτή αποτυπώνεται στους βαθμούς μύησης ή στα ιεραρχικά αξιώματα που ο ίδιος μοιράζει.
Το σημαντικότερο σημείο της γνωστικής ανθρωπολογίας συνδέει όλα τα παραπάνω αρχιτεκτονήματα, τον εντός του ανθρώπου θείο σπινθήρα, την έννοια του πνευματικού ανθρώπου, την αριστοκρατική καταγωγή και την ελιτίστικη αντίληψη. Αφορά τον εντοπισμό της πραγματικής θέσης του ανθρώπου στον πνευματικό κόσμο και όχι στην δημιουργία. Ενώ στην αντίληψη περί θεογονίας των γνωστικών δεν αντιπροσωπεύεται η θεωρία των ιδεών, στην ανθρωπογονία έχει την τιμητική της. Ο άνθρωπος εμφανίζεται για πρώτη φορά ως θεός. Αντίτυπα του ανθρώπου-θεού είναι οι άνθρωποι στην γη.
Έτσι σε κάθε γνωστικό σύστημα υπάρχει ένας πρωτάνθρωπος, μόλις υποδεέστερος του υψίστου και πάντως ανώτερος του δημιουργού. Άλλες φορές ως «υιός του ανθρώπου» εμφανίζεται να παρέχει το καλούπι της κατασκευής του γήινου ανθρώπου, άλλες φορές είναι ο ίδιος που φυλακίζεται στο σώμα. Μέσω αυτού επιβεβαιώνεται η συγγένεια του ανθρωπίνου γένους με τον ύψιστο. Αυτός εμφανίζεται σχεδόν σε όλα τα συστήματα ως Αδάμ. Επίσης εμφανίζεται ως ερμαφρόδιτος και δίνει το πρότυπο της ηθικής συμπεριφοράς στους οπαδούς των σεκτών που επιδιώκουν να του μοιάσουν.
Συνδεδεμένος με την ιδέα της θεότητας του ανθρώπου είναι και ο όφης. Αυτός προσφέρει στον άνθρωπο την γνώση της αληθινής φύσης του, την οποία έχει ξεχάσει. Υπό αυτή την έννοια η διακήρυξη των Οφιτών «ότι αρχή της τελείωσης είναι η γνώση του ανθρώπου, τέλος αυτής η γνώση του θεού» βρίσκει την εσωτερική ερμηνεία της. Αρχή της τελείωσης είναι η υπενθύμιση στον άνθρωπο ότι είναι θεός. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο ότι πολλοί αιρεσιάρχες, όπως ο Σίμων Μάγος ο Μένανδρος και άλλοι, απολάμβαναν τιμές θεών.
Από το σημείο αυτό ξεκινά και η ταυτοποίηση της δαιμονικής προέλευσης της διδασκαλίας. Το αρχαίο ψέμα του όφη που πλάνησε τους πρωτόπλαστους, τέθηκε και πάλι σε εφαρμογή. Μετά την σταυρική θυσία και την Ανάσταση του Κυρίου ο διάβολος αλυσοδέθηκε, η λατρεία του ως θεού δεν είχε αντίκρισμα, η ανθρώπινη φύση ενωμένη με την θεία στο πρόσωπο του Θεανθρώπου ελευθερώθηκε από τα δεσμά του φόβου και του θανάτου, αποκαταστάθηκε η δυνατότητα της άμεσης επικοινωνίας με τον Θεό, όπως συνέβαινε στον παράδεισο. Όλα αυτά εντός της Εκκλησίας. Η προσπάθεια των αντίθετων πνευματικών δυνάμεων επικεντρώνεται στην έξωση του ανθρώπου από την Εκκλησία. Μέσω του γνωστικισμού διαδίδεται ξανά το αρχαίο ψέμα του ανθρώπου-θεού. Έχει παρατηρηθεί ότι η διαφορά του γνωστικισμού σε σχέση με τις θρησκείες της εποχής είναι αυτή ακριβώς. Και ενώ από τους μελετητές θεωρείται καινοτομία, από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς θεωρείται επανεμφάνιση της διδασκαλίας του όφεος. Γι’ αυτό θεωρήθηκε αίρεση, εφόσον στόχευε τα μέλη της Εκκλησίας, και πολεμήθηκε ως τέτοια.
Αυτή η διδασκαλία προβάλλεται έντονα και στις μέρες μας, κατά την αναβίωση του γνωστικισμού στις σέκτες της Νέας Εποχής.

3.5 Σωτηριολογία
Η ολοκλήρωση της γνωστικής διδασκαλίας του ανθρώπου-θεού γίνεται στον τομέα της σωτηριολογίας. Τελική επιδίωξη είναι να καταστεί συνειδητή η θεότητα του συσκοτισμένου ανθρώπου. Αυτή είναι η γνώση, η οποία υποτίθεται ότι θα σώσει τον άνθρωπο. Αυτή είναι η λύτρωση του θεϊκού σπινθήρα, του φυλακισμένου στην ύλη. Αυτή είναι η απελευθέρωση από την τυραννία του δημιουργού Ιαχβέ, την οποία επαγγέλλονται οι γνωστικοί.
Σε όλες τις σέκτες διατηρείται η προσωπικότητα του σωτήρα. Ως τέτοιον θεωρούν κάποιον από τους αιώνες και τον ταυτίζουν με τον Χριστό. Η σχέση Χριστού-Ιησού ποικίλει στα διάφορα γνωστικά συστήματα, αλλά σε όλα υπάρχει η ιδέα του δοκητισμού. Η ενσάρκωση ή ενανθρώπηση του σωτήρα εκλαμβάνεται υπό την έννοια της εγκατοίκισης της θείας δύναμης στον Ιησού. Η επιλογή του γίνεται συνήθως λόγω της καθαρότητας της ψυχής του. Λίγο πριν την σταύρωση τον εγκαταλείπει.
Ο δοκητισμός των γνωστικών είναι σύμφωνος με την άποψή τους για την κακότητα της ύλης. Εξαιτίας της δεν μπορεί να ενωθεί η θεία δύναμη με την σάρκα πραγματικά, μόνο φαινομενικά. Δεν τονίζεται κάποιος ιδιαίτερος ρόλος στην ιστορικότητα της σαρκώσεως. Για τους γνωστικούς ο Χριστός έρχεται μόνο για ν’ αποκαλύψει την γνώση. Διαφωτίζει την ανθρωπότητα για την ύπαρξη του ύψιστου θεού και μόνο. Η σταύρωση του δεν σώζει κανέναν. Γι’ αυτό και η δραπέτευση της θείας δυνάμεως πριν την σταύρωση δεν έχει κανένα αντίκτυπο. Και να παρέμενε εντός του Ιησού δεν θ’ άλλαζε κάτι, δεν θα προσφέρονταν κάτι παραπάνω. Η λύτρωση έτσι κι αλλιώς βρίσκεται στην γνώση.
Ως φορέας αποκάλυψης σωτηριολογικό χαρακτήρα αποκτά και ο όφης. Σε μεταγενέστερο χρόνο προβάλλονται και άλλες προσωπικότητες με παρόμοιο ρόλο, είτε ιστορικές είτε μυθολογικές. Από τις ιστορικές προσωπικότητες ιδιαίτερη προτίμηση έχουν οι γνωστικοί στα πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, κυρίως όσα αντιστρατεύτηκαν στο θέλημα του Θεού. Τελευταίος ο Μάνης εισάγει και τους αιρεσιάρχες, όπως τον εαυτό του ή τους ιδρυτές των άλλων θρησκειών, όπως ο Βούδας και ο Ζωροάστρης. Ακόμη και μυθολογικά πρόσωπα με ξεχωριστό ρόλο, όπως ο Άττης ή ο Μίθρας μπορούν να παραλληλιστούν με τον Χριστό των γνωστικών, διότι δεν προσφέρουν σωτηρία, αλλά εσωτερική γνώση.
Δημιουργείται η εντύπωση ότι η σωτηρία ήταν μια εύκολη ή αυτόματη υπόθεση για τους γνωστικούς. Αποδέχονταν απλώς την γνώση και σώζονταν. Ο γνωστικός μύθος του μαργαριταριού δείχνει ότι δεν είναι ακριβώς έτσι. Η απελευθέρωση του θείου σπινθήρα δεν σημαίνει μόνο την σωτηρία του ανθρώπου, αλλά και την σωτηρία του θεού! Γι’ αυτό χρειάζεται μία προκαταρτική αφύπνιση, η οποία προκαλείται από την φωνή, την οποία πρέπει ν’ ακούσει κάποιος μέσα του, όπως ο ηγεμονίδης της ωδής του μαργαριταριού, ως αντήχηση της σωτηριώδους διαφωτίσεως. Είναι το ακριβές αντίστοιχο της χαρισματικής αναγέννησης των πεντηκοστιανών, αναγκαία συνθήκη και ενδεικτικό σημάδι της οποίας είναι η γλωσσολαλία.
Εκτός τούτου δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο. Η σωτηρία δεν είναι αποτέλεσμα αγώνος, ούτε υπάρχει φόβος έκπτωσης. Συνέπεια αυτών είναι η έλλειψη άσκησης και η ηθική ουδετερότητα. Η διαγωγή τους καθορίζεται μόνο από την αντίληψή τους για τα αρχέτυπα. Όπως ειπώθηκε και στην ανθρωπολογία, στο Πλήρωμα υπάρχει το θείο αρχέτυπο του ανθρώπου, στο οποίο θέλουν να μοιάσουν. Επειδή αυτό είναι ερμαφρόδιτο, επιδίωξη των γνωστικών καθίσταται η ενοφυλία (το γνωστό σήμερα κίνημα unisex). Ένας δρόμος οδηγεί στην επίτευξη του στόχου και αυτός είναι της κατάχρησης του φύλου. Η ασκητική, οσάκις προβάλλεται αφορά μόνο την αποφυγή της τεκνογονίας, και όχι των αφροδισίων. Ως ιδεώδες ενδέχεται να υπήρχε στην σκέψη κάποιων αιρεσιάρχων, αλλά εγκαταλείπονταν τάχιστα από τους οπαδούς.
Το παραπάνω σχέδιο φέρει αναγκαστικά στο προσκήνιο την εσχατολογία των γνωστικών. Η ενοφυλία εξεικονίζει, ως αντίτυπο ουράνιων αρχετύπων, την ένωση των ψυχών των πνευματικών με τους αγγέλους τους στον ουράνιο νυμφώνα. Γι’ αυτό και πολλές σέκτες είχαν τελετές νυμφώνος στο τυπικό τους, ενώ οι υπόλοιπες επιδίδονταν σε όργια.
Εσχατολογικά, αναμένονταν η καταστροφή της κακής ύλης, δηλαδή καταστροφή του κόσμου. Πρωταγωνιστές τις εσχατολογίας ήταν οι ίδιοι οι γνωστικοί, διότι αυτοί καθόριζαν το πότε θα έρθει το τέλος, με τις προσπάθειες απελευθέρωσης του θεϊκού στοιχείου. Το τέλος θα γίνονταν είτε με εκπύρωση είτε με διάλυση. Εκτός πληρώματος θα έμεναν οι ψυχικοί την στιγμή που οι σαρκικοί άνθρωποι θα καταστρέφονταν μαζί με την σάρκα.
Αυτές είναι σε γενικές γραμμές οι κεντρικές ιδέες της γνωστικής διδασκαλίας. Γύρω από αυτές τις αρχές αναπτύσσονται και εκτυλίσσονται οι επιμέρους πεποιθήσεις των σεκτών. Γίνεται φανερό, ότι οι θεμελιώδεις αρχές του γνωστικισμού καθορίζονται από την ελληνική φιλοσοφία και τον Χριστιανισμό. Τα υπόλοιπα στοιχεία, όσα θεωρούνται δανεισμένα από διαφορετικές πηγές, δεν εμφανίζουν καθολικό χαρακτήρα. Αυτό επιτρέπει να βγουν συγκεκριμένα συμπεράσματα για την προέλευση και την εξάπλωση του γνωστικισμού.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

Η κατανόηση και καταγραφή ενός ιστορικού γεγονότος ή φαινομένου εξαρτάται, στο μεγαλύτερο μέρος της, από την μελέτη και την ερμηνεία των πηγών. Αυτό ισχύει και για την μελέτη του γνωστικισμού. Μέχρι τα μέσα του ΙΘ’ αιώνα περίπου, οι μόνες διαθέσιμες πηγές ήταν τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων, όσων έζησαν την ίδια εποχή, κατά την οποία το φαινόμενο του γνωστικισμού γεννήθηκε και εξελίχθηκε. Με τις ανακαλύψεις των κειμένων των ίδιων των γνωστικών, δόθηκε η ευκαιρία για μια πιο άμεση ματιά και απ’ ευθείας μελέτη της διδασκαλίας τους.
Μέσα από την μελέτη αυτών των κειμένων αποδείχθηκε η ακρίβεια των όσων κατέγραψαν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Η πολεμική, την οποία άσκησαν στα έργα τους, δεν στάθηκε ικανή να διαστρεβλώσει την οπτική τους. Η απαραίτητα σκληρή στάση τους δεν οδήγησε σε συκοφαντίες και ψεύδη, αλλά σε ορθή ενημέρωση, ακριβή καταγραφή και πλήρη αντιμετώπιση των γνωστικών ομάδων, τις οποίες θεωρούσαν αιρέσεις στους κόλπους της εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό σεβάστηκαν τον αναγνώστη τους, τον πιστό της εκκλησίας, και ήταν αναγκαίο να γίνει με αυτό τον τρόπο, εφόσον η πρόθεσή τους ήταν να τον προστατέψουν, ώστε να μην πέσει θύμα αυτών που επιχειρούσαν με συγκεκαλυμμένο τρόπο να τον παραπλανήσουν. Σκοπός τους δηλαδή ήταν ν’ αποκαλύψουν στους Χριστιανούς την πραγματική φύση της γνωστικής διδασκαλίας και το πραγματικό ποιόν των γνωστικών.
Οι πληροφορίες αυτές που διασώθηκαν στα έργα τους είναι ανεκτίμητης αξίας για τους σύγχρονους ερευνητές, περισσότερο και από τα ίδια τα κείμενα. Χωρίς αυτές θα ήταν αδύνατη η ορθή κατανόηση των κειμένων. Οι γνωστικοί θέλοντας να καλύψουν την διαφοροποίησή τους από την διδασκαλία της Εκκλησίας, χρησιμοποιούσαν την μορφή που είχαν οι εκκλησιαστικές γραφές. Απέδιδαν, μάλιστα, ψευδώς τα έργα τους σε αναγνωρισμένα πρόσωπα της Εκκλησίας. Δεν εμφάνιζαν τους πραγματικούς συγγραφείς των έργων τους, ούτε οριοθετούσαν την διδασκαλία τους. Δεν αυτοπροσδιορίζονταν. Γι’ αυτό τον λόγο και δεν υπάρχουν έργα που να απαντάνε στις κατηγορίες εκ μέρους της επίσημης Εκκλησίας. Όλη η γνωστική γραμματεία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πλαστογραφία.
Αν, λοιπόν, δεν υπήρχαν τα αντιαιρετικά έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων, δεν θα μπορούσε να γίνει αναγνώριση ταυτότητας των γνωστικών κειμένων, δεν θα μπορούσαν ν’ αποδοθούν αυτά στις σέκτες που τα δημιούργησαν, δεν θα μπορούσε να γίνει σωστή κατανόηση του φαινομένου. Από την άλλη υπήρχε ο κίνδυνος να θεωρηθούν ως έργα της πρώιμης εκκλησιαστικής γραμματείας, να εκληφθούν ως προϊόντα μιας πνευματικής ζύμωσης, που δεν έγινε, εντός της Εκκλησίας, αλλά στο περιθώριό της. Η ίδια η ευαγγελική αλήθεια θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η επικρατέστερη μεταξύ πολλών, και όχι ως η μία αποστολική παράδοση. Συνεπώς, τα αντιαιρετικά έργα της Εκκλησίας είναι πολλαπλώς χρήσιμα.
Για την μελέτη των πηγών της γνωστικής διδασκαλίας, λοιπόν, θα ακολουθήσουμε την παραδοσιακή κατηγοριοποίηση.
2.1 Εκκλησιαστική γραμματεία
Παραπάνω μιλήσαμε σε γενικές γραμμές για την ακρίβεια και την χρησιμότητα της μελέτης των έργων αυτών στην έρευνα του γνωστικισμού. Οι λόγοι που ανάγκασαν τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ν’ αντιμετωπίσουν με ένταση την εξάπλωση της γνωστικής διδασκαλίας αναφέρθηκαν επίσης. Ήδη από την αποστολική εποχή οι κήρυκες του Ευαγγελίου χρειάστηκε να στιγματίσουν τις προσπάθειες παραπλάνησης των γνωστικών. Οι πρώτες πληροφορίες λοιπόν, γι’ αυτούς βρίσκονται στα κείμενα της Αγίας Γραφής.
Στην συνέχεια ασχολήθηκαν με το θέμα Χριστιανοί απολογητές και θεολόγοι, πολλοί εκ των οποίων κατείχαν το επισκοπικό αξίωμα (π.χ. άγιος Ειρηναίος της Λυών, άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, άγιος Επιφάνιος Σαλαμίνος). Πολλοί εξ αυτών κατείχαν και την θύραθεν παιδεία (όπως ο άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και ο Ωριγένης), ως τμήμα της ευρείας μόρφωσής τους. Στους περισσότερους, τα αντιαιρετικά κείμενα είναι τμήμα ενός μεγαλύτερου συγγραφικού έργου.
Στην προσπάθεια αποκάλυψης και ενημέρωσης μέσω των κειμένων τους, ακολουθούν μια απλή μέθοδο. Αρχικά παραθέτουν γενικές γνώσεις για την εξέλιξη της ειδωλολατρικής σκέψης. Στην συνέχεια εκθέτουν όσες πληροφορίες μπόρεσαν να συλλέξουν για τους ίδιους τους αιρεσιάρχες, την διδασκαλία και τις πρακτικές τους. Τέλος παραθέτουν την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας. Μέσα από τις απαραίτητες συγκρίσεις έβγαινε το συμπέρασμα για τον πραγματικό χαρακτήρα των γνωστικών.
Η κατάταξη της ύλης τους γίνεται σε κάποια έργα με συστηματικά τρόπο, ενώ σε άλλα περιστασιακά. Μερικά από τα συστηματικά έργα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως εγκυκλοπαίδειες του γνωστικισμού. Περιστασιακά γινόταν όταν έπρεπε να αντιμετωπιστούν κάποιες συγκεκριμένες αιρέσεις. Και σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν πολύτιμες πληροφορίες και μάλιστα εξειδικευμένες.
Στα έργα αυτά, όμως δεν καταγράφεται μόνο η αιρετική διδασκαλία. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, γίνεται έκθεση και της ορθής εκκλησιαστικής διδαχής, οπότε έχουμε καταγραφή και της αποστολικής παράδοσης, όχι στην πλήρη της μορφή, αλλά του απαραίτητου τμήματος προς αντιμετώπιση της αντίστοιχης αιρετικής. Αυτό είναι εξίσου σημαντικό καθώς έχουμε έκθεση του ορθόδοξου δόγματος σε εποχή προ των Οικουμενικών Συνόδων, από ανθρώπους που έζησαν πολύ κοντά στην αποστολική εποχή. Δεν έχουμε ανάπτυξη του δόγματος μέσω της αντιπαράθεσης αυτής, όπως θέλουν να νομίζουν οι υπέρμαχοι της εξέλιξης αυτού. Έχουμε καταγραφή της αποστολικής διδασκαλίας προς εξακρίβωση της διαφοράς της αιρετικής διδασκαλίας. Φυσικό είναι η καταγραφή αυτή να μην χρησιμοποιεί την ορολογία που υιοθετήθηκε αργότερα από τις Οικουμενικές Συνόδους. Αλλά η διαφορά στην φράση δεν δείχνει σε καμιά περίπτωση εξέλιξη στην διδασκαλία της Εκκλησίας.
Παρακάτω παρουσιάζονται οι σημαντικότεροι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τους γνωστικούς και τα έργα τους περιληπτικά.
2.1.1. Άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς
Ο άγιος Ιουστίνος ήταν γιος του Πρίσκου και εγγονός του Βακχείου. Εξαιτίας του ονόματος αυτού και του πατέρα του, θεωρήθηκε αρχικά Ρωμαίος. Στην πραγματικότητα ήταν Έλληνας, όπως φαίνεται από το όνομα του παππού του. Την εποχή εκείνη όσοι λάμβαναν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη έπαιρναν αναγκαστικά κι ένα ρωμαϊκό όνομα.
Ο Μεθόδιος Ολύμπου τον μνημονεύει ως άνδρα που δεν απείχε πολύ από την αποστολική εποχή. Η ημερομηνία γέννησής του τοποθετείται περίπου το 110 μ. Χ. Αυτό προκύπτει από τον Διάλογο προς Τρύφωνα, γραμμένο το 135 μ. Χ. όπου αναφέρει ότι έχει τελειώσει τις φιλοσοφικές του σπουδές.
Τόπος γέννησής του είναι η Φλαβία Νεάπολη. Αυτή κτίσθηκε το 70 μ. Χ. στα ερείπια της αρχαίας Συχέμ. Αρχικά ήταν εθνικός[1]. Οι υπαρξιακές του ανησυχίες τον οδήγησαν στην μελέτη της φιλοσοφίας. Καταστάλαξε στον πλατωνισμό. Τις σπουδές του ολοκλήρωσε ή στην Καισάρεια της Παλαιστίνης ή στην Αθήνα. Η δεύτερη είναι και η πιθανότερη περίπτωση, όπως προκύπτει από την περιγραφή του σκηνικού στον Διάλογο προς Τρύφωνα. Εκεί έγινε και η μεταστροφή του στον Χριστιανισμό, λίγο πριν το 135 μ. Χ.
Το 136 μ. Χ. μετακόμισε στην Ρώμη. Εκεί άνοιξε φιλοσοφική σχολή, όπου αντί άλλου φιλοσοφικού συστήματος δίδασκε τον Χριστιανισμό. Η σχολή του ήταν συνάμα και ναός. Αυτή ήταν και η πρώτη ορθόδοξη σχολή ανωτέρας στάθμης. Μαθητές του υπήρξαν ο Τατιανός και ο άγιος Ειρηναίος. Περί το 160 μ. Χ. αναζωπυρώθηκε ο διωγμός κατά των Χριστιανών. Την εποχή εκείνη ανέλαβε την διοίκηση της αυτοκρατορίας ο Μάρκος Αυρήλιος, ο οποίος θέλοντας να εμφανίσει εαυτόν ως φιλόσοφο, τήρησε σκληρή στάση έναντι του Χριστιανισμού[2].
Ο άγιος Ιουστίνος αναγκάστηκε να φύγει από την Ρώμη, μετά το μαρτύριο του μαθητή του Πτολεμαίου, μάλλον την ίδια χρονιά. Αιτία ήταν η επιβουλή του κυνικού φιλοσόφου Κρήσκεντος κατά του αγίου, ο οποίος έβλεπε ανταγωνιστικά την αύξηση των μαθητών του Ιουστίνου και την πτώχευση των άλλων φιλοσοφικών σχολών. Ο άγιος επέστρεψε βραδύτερον[3] και συνελήφθη επί επάρχου Ρώμης Ρουστικού (162-167), στωικού και παιδαγωγού του Μ. Αυρήλιου. Καταδικάσθηκε σε θάνατο και αποκεφαλίσθηκε μαζί με ομάδα έξι μαθητών του, το 165 μ. Χ.
Το έργο που περιέχει πληροφορίες για τους γνωστικούς είναι η Α’ Απολογία[4]. Δεν πρόκειται για αντιαιρετικό σύγγραμμα αλλά για απολογητικό. Ο άγ. Ιουστίνος το απευθύνει στον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή (Πίο, 138-161), τους γιους του, την ρωμαϊκή σύγκλητο και τον δήμο. Μέσα από αυτό απολογείται για την υπόθεση των Χριστιανών, επί τη ευκαιρία της αναζωπύρωσης των διωγμών. Εκθέτει την χριστιανική άποψη με νηφαλιότητα και ευγένεια χωρίς ιδιαίτερα ρητορικά σχήματα. Είναι ένα έργο γραμμένο για να το διαβάσουν λόγιοι. Δικαίως έχει ειπωθεί ότι ο Ιουστίνος με το έργο του έδωσε τα όπλα στον Χριστιανισμό, για να επεκταθεί στους κύκλους των μορφωμένων[5].
Σχετικά με τους γνωστικούς, παρέχει πληροφορίες για τους πρώτους εξ αυτών. Αναφέρεται στον Σίμωνα Μάγο, τον Μένανδρο και τον Μαρκίωνα. Σύντομη αναφορά στους γνωστικούς βρίσκουμε και στον Διάλογο προς Τρύφωνα[6]. Εκεί αναφέρεται στις ομάδες αυτών.
2.1.2. Άγιος Ειρηναίος επίσκοπος Λουγδούνου (Λυών)
Η γέννηση του αγίου Ειρηναίου τοποθετείται υποθετικά το 140 μ. Χ. Ο ίδιος αναφέρει, ότι κατά την παιδική του ηλικία συναναστρέφονταν τον άγιο Πολύκαρπο, επίσκοπο Σμύρνης, οπότε συμπεραίνεται ότι η καταγωγή του ήταν από αυτή την πόλη[7]. Υπήρξε, λοιπόν, μαθητής του αγίου Πολυκάρπου και διατήρησε το κείμενο του μαρτυρίου του. Ο άγιος Ιερώνυμος αναφέρει[8] ότι ήταν και μαθητής του Παπία. Από τα συγγράμματά του φαίνεται κάτοχος της εγκύκλιας και ανωτέρας κοσμικής μόρφωσης. Ο Τερτυλλιανός τον χαρακτηρίζει «ακριβέστατο μελετητή πάσης παιδείας»[9]. Κάνει χρήση των έργων του Ιουστίνου, οπότε δεν αποκλείεται να τον άκουσε να διδάσκει στην Ρώμη.
Ο άγιος Ειρηναίος εμφανίζεται στην Λυών το 177 μ. Χ. Ο Γρηγόριος Τουρώνης αναφέρει ότι εστάλη εκεί από τον άγιο Πολύκαρπο[10]. Την εποχή εκείνη στην Λυών υπήρχε ακμάζων ελληνόφωνο στοιχείο και ισχυροί δεσμοί της πόλης με την Μικρά Ασία.. Γι’ αυτό εκτός του ορθόδοξου χριστιανισμού, ίσως να είχε διαδοθεί στην πόλη και ο μοντανισμός[11]. Παράλληλα βρίσκονταν σε πλήρη έξαρση ο διωγμός του Μ. Αυρηλίου. Για τα όσα συνέβησαν στους Χριστιανούς της Λυών επί του διωγμού αυτού, πληροφορούμαστε από την επιστολή-μαρτυρολόγιο των Εκκλησιών Λυώνος και Βιέννης[12]. Ο άγνωστος συντάκτης της επιστολής ενδέχεται να ήταν ο άγιος Ειρηναίος[13].
Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του επισκόπου Ποθεινού, ανέβηκε στον θρόνο της Λυών ο άγιος Ειρηναίος. Έντονη υπήρξε η ιεραποστολική δράση του και παράλληλα το αντιαιρετικό του έργο. Αυτός αντιλήφθηκε ότι για την καταπολέμηση τους δεν αρκούσε μόνο η αναίρεση των κακοδοξιών τους, αλλά απαιτούνταν και αναδιοργάνωση της εκκλησίας, όπως και καθορισμός της διδασκαλίας της. Ο Γρηγόριος Τουρώνης[14] μας πληροφορεί ότι ο άγιος Ειρηναίος μαρτύρησε στον διωγμό του Σεπτίμιου Σεβήρου το 202 μ. Χ.
Το κύριο αντιαιρετικό του σύγγραμμα είναι το «Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως»[15]. Το έργο αυτό δεν σώζεται στο πρωτότυπο, εκτός εκτεταμένων αποσπασμάτων κυρίως από το πρώτο βιβλίο. Σώζεται σχεδόν πλήρης λατινική μετάφραση. Εγράφη κατά την περίοδο της επισκοπείας του Ελευθέρου Ρώμης, δηλαδή μεταξύ των ετών 185-190 (Πηγή: Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία).
Το σύγγραμμα αυτό διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του γνωστικισμού. Κατοχύρωσε την πολεμική στην συνείδηση της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα από την εποχή αυτή ν’ αρχίσει η φθίνουσα πορεία της αιρετικής διδασκαλίας και να σταματήσει η εξάπλωση των αιρετικών σεκτών. Το μνημονεύει ο Ιππόλυτος[16], ο Τερτυλλιανός[17], ο Κλήμης Αλεξανδρεύς και πολλοί μεταγενέστεροι αιρεσιολόγοι.
Εκτός του Ελέγχου έγραψε κι άλλα έργα με αντιαιρετικό χαρακτήρα, τα οποία δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Δεν χρειάζεται ν’ αναφερθούν εδώ, διότι, ως απολεσθέντα, δεν αποτελούν πηγές.

2.1.3 Άγιος Ιππόλυτος επίσκοπος Ρώμης
Δύο πολύ σημαντικές ανακαλύψεις βοήθησαν στο να διαμορφωθεί η εικόνα για την ζωή και το έργο του αγίου Ιππολύτου, πέραν των λίγων στοιχείων που διασώζουν οι αρχαίοι ιστορικοί. Η πρώτη είναι η ανακάλυψη ενός ανδριάντα στην Via Triburtina το 1551. Ο ανδριάντας παριστάνει αυτόν με φιλοσοφικό τρίβωνα καθισμένο σε θρόνο. Στην μια πλευρά του θρόνου αναγράφεται κατάλογος έργων του αγίου. Αντίθετη άποψη από την επικρατέστερη εξέφρασε ο P. Nautin[18], ο οποίος υποστήριξε ότι ο ανδριάντας δεν παριστάνει τον Ιππόλυτο.
Στον κατάλογο περιλαμβάνεται και το Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος, έργο απωλεσθέν μέχρι το 1842. Την χρονιά εκείνη ο Μηνάς Μηνωίδης ανεύρε σε χειρόγραφο του ΙΔ’ αι. στο Άγιο Όρος τα βιβλία δ’- ι’. Μετέφερε το χειρόγραφο στο Παρίσι και εκδόθηκαν με τον τίτλο Φιλοσοφούμενα, ως έργο του Ωριγένη[19]. Μόλις το 1859 αποδόθηκε η πατρότητα του έργου στον άγιο Ιππόλυτο από τους εκδότες του κειμένου L. Dunker & F. G. Schneidewin (Göttingen).
Κατά τον Μέγα Φώτιο οι αιρέσεις που εξετάζονται στο πόνημα του Ιππολύτου «ελέγχθηκαν κατά τις ομιλίες του Ειρηναίου, και κάνοντας σύνοψη αυτών, συνέγραψε, λέγει ο Ιππόλυτος, αυτό το βιβλίο[20]». Από αυτήν την πληροφορία, αν είναι ακριβής, φαίνεται ότι ο Ιππόλυτος υπήρξε ακροατής του αγ. Ειρηναίου. Ίσως, λοιπόν, η Λυών να ήταν ο τόπος γέννησής του. Αυτή τοποθετείται το 170 μ.Χ. Από τους αρχαίους ιστορικούς, άλλοι λένε ότι ήταν επίσκοπος Ρώμης (Λεόντιος Βυζάντιος[21], Αναστάσιος Σιναΐτης[22]), ενώ άλλοι επίσκοπος Πόρτου Ρώμης (Αναστάσιος Αποκρισάριος[23], Ιωάννης Ζωναράς[24], Νικηφόρος Κάλλιστος[25]). Έχει αποδειχθεί ότι τελικά έζησε και έδρασε στη Ρώμη, ως πρεσβύτερος επί Ζεφυρίνου (198-217), και μετέπειτα ως επίσκοπος.
Με την άνοδο του Μαξιμίνου Θρακός εξορίστηκε στην Σαρδηνία, το 235 μ.Χ. Το επόμενο χρόνο πέθανε και το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Ρώμη, όπου και ετάφη στο σημείο που βρέθηκε ο ανδριάντας.
Έγραψε πάρα πολλά συγγράμματα, σύμφωνα με τον κατάλογο που αναγράφεται στον ανδριάντα, και που συμπληρώνεται από τα έργα που αναφέρουν οι Ευσέβιος Καισαρείας, Ιερώνυμος, Αναστάσιος Σιναΐτης, Γεώργιος Σύγκελος, Μέγας Φώτιος κ.α. Μέχρι τον ΙΘ’ αι. όλα τα έργα του θεωρούνταν χαμένα, αλλά συνεχείς ανακαλύψεις έφεραν στο φως τα σπουδαιότερα εξ αυτών, άλλα στο πρωτότυπο και άλλα σε μεταφράσεις.
Το σπουδαιότερο σύγγραμμά του είναι το Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος[26]. Αναφέραμε παραπάνω το ιστορικό της εύρεσης και έκδοσης του κειμένου, εδώ να σημειώσουμε ότι εξακολουθούν να λείπουν τα βιβλία 2-3. Σκοπός του έργου ήταν ν’ αποδείξει ότι οι αιρετικοί ήταν στην ουσία άθεοι, εφόσον αντλούσαν τις δοξασίες τους από τα φιλοσοφικά δόγματα και μυστηριακά θρησκεύματα[27].
Η διαίρεση της ύλης κατά βιβλίο είναι η εξής: (α) Βιβλία 1-4, Φιλοσοφικά και παραφιλοσοφικά δόγματα (Φιλοσοφούμενα): (1) Συστήματα φιλοσόφων φυσικών, ηθικών, διαλεκτικών, Επικούρειων, Αγνωστικών, Βραχμάνων, Δρυϊδών, Ησιόδου. Πρόκειται περί είδους ιστορίας της σκέψεως των Ελλήνων και των Ινδών, (2) Απολεσθέν (πιθανώς περί μυστηριακών θρησκευμάτων), (3) Απολεσθέν (πιθανώς περί μαγείας), (4) Περί αστρολογίας, (β) Βιβλία 5-9, Τα αιρετικά συστήματα και η από της φιλοσοφίας προέλευσής τους: (5) Οφιανοί, Περάτες, Σηθιανοί, Ιουστίνος Γνωστικός, (6) Σίμων, Βαλεντίνος, Ηρακλέων, Πτολεμαίος, Σεκούνδος, μάρκος, (7) Βασιλείδης, Ισίδωρος, Σατορνίλος, Μαρκίων, Πρέπων, Καρποκράτης, Κήρινθος, Εβιωναίοι, Θεόδοτος Σκυτεύς, Θεόδοτος τραπεζίτης, Νικόλαος, Κέρδων, Απελλής, (8) Δοκήτες, Μονόϊμος, Τατιανός, Ερμογένης, Τεσσαρεσκαιδεκατίτες, Μοντανιστές, Εγκρατίτες, (9) Νόητος, Κάλλιστος, Ελκεσαίτες. Ιουδαϊκές αιρέσεις: Εσσηνοί, Ζηλωτές, Φαρισαίοι, Σαδδουκαίοι, (γ) Βιβλίο 10, Επίλογος: 1-8 Επιτομή της εκθέσεως περί φιλοσοφημάτων, 9-29 Επιτομή της εκθέσεως περί χριστιανικών αιρέσεων, 30-31 Ιουδαϊκή χρονολογία, 32-34 Απόδειξη της αλήθεια, σύντομη έκθεση της χριστιανικής αλήθειας (πηγή: Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία). Κανένα άλλο από τα αντιαιρετικά συγγράμματά του δεν είναι πλέον διαθέσιμο.
2.1.4 Άγιος Επιφάνειος επίσκοπος Σαλαμίνος Κύπρου
Ο άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε στο χωριό Βησανδούκη, κοντά στην Ελευθερούπολη της Παλαιστίνης, το 315 μ.Χ., από γονείς Χριστιανούς. Από νεαρή ηλικία επιδόθηκε στις σπουδές του και έλαβε πλούσια ιστορική και χριστιανική παιδεία. Γνώριζε πέντε γλώσσες, την ελληνική, την εβραϊκή, τη συριακή, την κοπτική και την λατινική[28]. Γνώρισε τον μοναχικό βίο από τον ασκητή Ιλαρίωνα στη Γάζα.
Νέος ταξίδευσε στην Αίγυπτο. Εκεί γνώρισε διάφορες ομάδες, χριστιανικές και μη. Έτσι απεκόμισε γνώση κι εμπειρία από τον τρόπο σκέψης των γνωστικών. Μετά την επιστροφή του από την Αίγυπτο, ίδρυσε μοναστήρι στην πατρίδα του, το οποίο διηύθυνε επί τριακονταετία[29].
Στην Αίγυπτο, εκτός του γνωστικισμού γνώρισε και τον Ωριγενισμό. Θεωρείται ότι αυτός ανακίνησε το ζήτημα της καταδίκης του, την τελευταία δεκαετία του Δ’ αι[30]. Η επίδραση του στην στάση του αγίου Ιερωνύμου επί του θέματος, είναι γνωστή. Αντίθετα, ήρθε σε σύγκρουση με τον Ιωάννη Ιεροσολύμων, φιλοωριγενιστή. Στα πλαίσια αυτής της σύγκρουσης εξηγείται η αντικανονική στάση του να σχίσει το παραπέτασμα του ναού στη Βαιθήλ. Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο, έστειλε την γνωστή επιστολή στον Ιωάννη, η οποία χειροτέρευσε τις μεταξύ τους σχέσεις.
Πέθανε το 403 μ.Χ. κατά την επιστροφή του από την Κωνσταντινούπολη στην Κωνστανία. Ο λαός της πόλεώς επεφύλαξε τιμητική υποδοχή στο λείψανό του. Η μνήμη του τιμάται την 12η Μαΐου.
Τα συγγράμματά του, κυρίως τα αντιαιρετικά είναι ιδιαίτερης σημασίας για την μελέτη του γνωστικισμού, επειδή ταξιδεύοντας γνώρισε προσωπικά πολλές από τις ομάδες, για τις οποίες γράφει. Επίσης πολλές από τις πηγές που χρησιμοποίησε έχουν απολεσθεί[31]. Ο Αγκυρωτός[32] είναι έργο δογματικό με παρεμβολές αιρετικών διδασκαλιών, χάριν αναιρέσεως. Γράφτηκε το 374 μετά από αίτηση της κοινότητας Σουέδρων της Παμφιλίας προς αντιμετώπιση των Πνευματομάχων.
Το σημαντικότερο αντιαιρετικό του έργο είναι το Πανάριον, στο οποίο γίνεται συστηματική έκθεση και αντιμετώπιση των αιρέσεων. Εδώ θα χρειαστεί να εξηγήσουμε κάποια πράγματα για τις εκδόσεις του έργου. Τέσσερις είναι οι πρώτες εκδόσεις του έργου, εκτός της editio princeps (J. Oporinus, Βασιλεία 1544):
α) D.Petavius, Paris 1622, η οποία περιλαμβάνεται στην PG 41-43.
β) F. Oehler, Corpus Haereseologicum 2-3, Berlin 1859-61.
γ) W. Dindorf, Opera 1-5, Leipzig 1859-62.
δ) Karl Holl, GCS 25 (1915), 31 (1922), 37 (1933).
Η διαφορά των δύο πρώτων εκδόσεων από τις δύο επόμενες είναι ότι στις εκδόσεις του W. Dindorf και του Karl Holl[33] ελήφθη υπόψη ο κώδ. Marcianus Graecus 125 (Μ). Έτσι το κείμενο συμπληρώθηκε με αποσπάσματα που δεν υπάρχουν σε κανέναν άλλο κώδικα. Ο Μαρκιανός αυτός κώδικας προέρχεται από την συλλογή του καρδινάλιου Βησσαρίωνα, πρώην Νικαίας. Στην αυλή του συναγελάζονταν όλοι εκείνοι οι αρχαιολάτρες μαθητές του Γεωργίου Πλήθωνος, μαθητή του νέο-γνωστικού (τότε) Ελισαίου, του Εβραίου[34]. Όλοι αυτοί που προσπάθησαν ν’ αναβιώσουν τον παγανισμό τον ΙΕ’ αι. , όπως ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Μιχαήλος Αποστόλης, ο Ερμώνυμος ο Σπαρτιάτης[35] κ.α., αρνούμενοι να μοιραστούν την θλίψη της άτυχης πατρίδας τους, προτίμησαν τις τιμές και τις δόξες της Δύσης και κατέφυγαν στην αυλή του Βησσαρίωνα. Είναι δύσκολο να καθοριστεί, λοιπόν, τι είδους επεμβάσεις μπορεί να έγιναν στο κείμενο του κώδικα. Γι’ αυτό κάποιες πληροφορίες, όπως για παράδειγμα αυτή περί του «Κορείου» της Αλεξάνδρειας[36], πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή κι επιφύλαξη. Υπάρχουν μόνο σε αυτόν τον κώδικα[37].
Η συγγραφή του έργου ξεκίνησε το 376 και αποπερατώθηκε το 377 μ.Χ. Είναι το εκτενέστερο από όλα τα υπόλοιπα αντιαιρετικά, καθώς αντιμετωπίζει 80 αιρέσεις. Χωρίζεται σε τρία βιβλία και επτά τμήματα. Ακολούθησε η συγγραφή του Ανακεφαλαίωσις των αιρέσεων[38], το οποίο αποτελεί επιτομή του Παναρίου. Πρόκειται για είδος αναλυτικού πίνακα περιεχομένων. Στο τέλος του Παναρίου και πριν από την Ανακεφαλαίωση επισυνάπτεται Αληθής Λόγος περί πίστεως της καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας[39]. Πιθανόν να είναι νόθος. Τα έργα του υπήρξαν πηγές για τον άγιο Αυγουστίνο και τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό.
Αυτά είναι περιληπτικά τα σημαντικότερα εκκλησιαστικά συγγράμματα, απ’ όσα ασχολήθηκαν με το θέμα. Ακολουθεί πλήρης κατάλογος των έργων των εκκλησιαστικών συγγραφέων, στα οποία υπάρχουν πληροφορίες για τον γνωστικισμό:
(1) Ιουστίνος: Α' «Απολογία»,
(2) Ειρηναίος: «Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου Γνώσεως»,
(3) Ιππόλυτος: «Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος»,
(4) Κλήμης Αλεξανδρεύς: «Στρωματείς», «Επιτομαί εκ των Θεοδότου»,
(5) Τερτυλλιανός: «De praescriptione haereticorum», «De anima», «Adversus Valentinianos», «Adversus Marcionem», «Ad Hermogenen»,
(6) Ωριγένης: «Κατά Κέλσου», «Εις Ιωάννην»,
(7) Αδαμάντιος: «Διάλογος περί ορθής πίστεως»,
(8) Μεθόδιος Ολύμπου: «Περί αυτεξουσίου»,
(9) Αλέξανδρος: «Κατά Μανιχαίων», «Λυκοπολίτης»,
(10) Ηγεμόνιος: «Πράξεις Αρχελάου»,
(11) Σεραπίων: «Θμουέως Κατά Μανιχαίων»,
(12) Τίτος Βόστρων: «Κατά Μανιχαίων»,
(13) Επιφάνιος: «Πανάριον»,
(14) Κύριλλος Ιεροσολύμων: «Κατηχήσεις»,
(15) Εφραίμ Σύρος: «Κατά Βαρδεσάνους», «Κατά Μαρκίωνος», «Κατά Μάνητος»,
(16) Αφραάτ: «Αποδείξεις»,
(17) Αυγουστίνος: «De utilitate credenda», «De duabus animabus», «Contra Fortunatum», «Contra Felicem», «De natura boni», «Contra Secundinum», «Evodii de fide contra Manichaeos», «De moribus Manichaeorum», «De haeresibus ad Quodvultdeum»,
(18) Θεοδώρητος Κύρου: «Αιρετικής κακομυθίας επιτομή»,
(19) Σεβήρος Αντιοχείας: «Ομιλία 123», «Αναθεματισμοί ελληνικοί», «Αναθεματισμοί λατινικοί»,
(20) Σιμπλίκιος: «Υπόμνημα εις εγχειρίδιον Επικτήτου»,
(21) Ιωάννης Δαμασκηνός: «Κατά αιρέσεων», «Κατά Μανιχαίων»,
(22) Πέτρος Σικελιώτης: «Ιστορία Μανιχαίων», «Λόγος κατά Μανιχαίων»,
(23) Φώτιος: «Κατά Μανιχαίων»

2.2 Γνωστικές πηγές
Μέχρι τα μέσα περίπου του ΙΘ’ αι. η παλαιότερη έρευνα δεν διέθετε σχεδόν κανένα γνωστικό κείμενο, για να μπορεί να ερευνήσει τη διδασκαλία τους από πρώτο χέρι. Γι’ αναπληρώσουν το κενό, παλαιότεροι ερευνητές παρουσίασαν τα ερμητικά κείμενα ( ή αλλιώς Corpus Hermeticorum) ως γνωστικά[40]. Τα οκτώ κείμενα του Corpus είναι μεν προϊόντα του ελληνο-αιγυπτιακού συγκρητισμού, αλλά έχουν βασικές διαφορές με τα γνωστικά κείμενα, οι οποίες δεν μπορούν να παραβλεφθούν επειδή φέρουν και ομοιότητες, όχι το σύνολο αλλά κυρίως το πρώτο βιβλίο εξ αυτών ο Ποιμανδρής. Η θεμελιώδης διαφορά είναι ότι παρουσιάζονται ως διδασκαλία του Ερμή του Τρισμέγιστου, δηλ. του αιγυπτιακού Θωθ, προς τον μαθητή του Ασκληπιό. Και οι δύο αυτές φιγούρες απουσιάζουν από την γνωστική μυθολογία. Επίσης είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι είναι γραμμένες πρωτότυπα στα ελληνικά, την στιγμή που το συντριπτικό ποσοστό της γνωστικής γραμματείας έχει γραφεί ή διασωθεί στην κοπτική, και σε μικρότερο ποσοστό στην συριακή ή αρμενική. Είναι πιθανότερο τα ερμητικά κείμενα ν’ ακολούθησαν την σύζευξη μεταξύ ελληνικού και αιγυπτιακού μυστικισμού, που πρώτος εισήγαγε ο Πλούταρχος στο Περί Ίσιδος και Οσίριδος, ενώ σε κάποια σημεία είναι έντονος ο νεοπλατωνικός τους χαρακτήρας. Επίσης, μπορεί ν’ αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τα ύστερα γνωστικά συστήματα, και γι’ αυτό αντιπροσωπεύονται στην βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου (Αποκάλυψη Ασκληπιού στον κώδικα VI), αλλά στον ίδιο κώδικα υπάρχει και η Πολιτεία του Πλάτωνα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι γνωστικό κείμενο.
2.2.1 Παλαιότερες Πηγές
Εκτός των ερμητικών κειμένων, οι παλαιότερες πηγές ήταν δύο κώδικες που ανακαλύφθηκαν το ΙΗ’ αι. ο ένας από τον Άγγλο γιατρό δρ Askew, οπότε ονομάστηκε Codex Askewianus, και έτερος από τον Scot James Bruce, οπότε ονομάστηκε Codex Brucianus. Ο πρώτος βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο και ο δεύτερος στην Βοντλειανή Βιβλιοθήκη στην Οξφόρδη.
Ο Codex Ascewianus εκδόθηκε για πρώτη φορά μαζί με λατινική μετάφραση από τον M. G. Schwartze (Berlin 1851). Ακολούθησε γαλλική μετάφραση από τον E. Amélinau (Paris 1895) και γερμανική μετάφραση υπό την αιγίδα της Πρωσικής Ακαδημίας των Επιστημών στο Βερολίνο από τον Karl Schmidt (1905).
Ο Κώδικας διαιρείται σε τρία μέρη, στα οποία περιέχονται τα εξής έργα: 1) Πίστις Σοφία α’ 2) Πίστις Σοφία β’ 3) Τεύχος Σωτήρος α’ & β’. Υπάρχει και τέταρτο ξεχωριστό τεύχος, το οποίο περιλαμβάνει το Διάλογος Ιησού και μαθητών (συμβατικός τίτλος). Τα έργα αυτά γράφτηκαν τον Γ’ αι.. Δεν έχουν ιδιαίτερες φιλολογικές αξιώσεις, ούτε βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο έμπνευσης. Είναι χρήσιμα διότι παρουσιάζουν ένα επίπεδο εξέλιξης της γνωστικής σκέψης.
Ο Κώδικας Brucianus, περιλαμβάνει τρία ημιτελή έργα, γραμμένα την ίδια εποχή. Πρόκειται για τα Μέγα κατά μυστήριον λόγος α’, β’ και Βιβλίον Σηθέως. Πρώτη έκδοση έχουμε από τον E. Amélinau (1891), με γαλλική μετάφραση, ενώ περιλήφθηκαν στην ίδια έκδοση με τον κώδικα Askewianus του Schmidt. Αυτός πρόσεξε για πρώτη φορά ότι τα δύο πρώτα έργα αναφέρονται στο Πίστις Σοφία με το όνομα Βίβλοι Δύο Ιεού. Επικράτησε όμως το όνομα που αναγράφεται στον κώδικα. Σ’ αυτά έχουμε επίσης "αποκαλύψεις" του Ιησού στους μαθητές του, μετά την Ανάσταση.
2.2.2 Ο Κώδικας του Βερολίνου 8502
Με τους δύο πρώτους κώδικες φάνηκε η σπουδαιότητα της Αιγύπτου στην ιστορία του γνωστικισμού. Το 1896 ο Karl Schmidt ανακοίνωσε σε συνεδρίαση της Πρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, την απόκτηση ενός παπύρινου κώδικα, εκ μέρους του Μουσείου του Βερολίνου. Ο κώδικας είχε αγορασθεί στο Κάιρο. Περιείχε τα εξής κείμενα: 1) Ευαγγέλιον Μαρίας 2) Ευαγγέλιον Ιωάννου Απόκρυφον, γ) Σοφία Ιησού Χριστού και δ) Πράξεις Πέτρου. Το Πράξεις Πέτρου δεν είναι γνωστικό κείμενο, αλλά απόκρυφο. Φαίνεται όμως, ότι στα αγαπημένα αναγνώσματα των γνωστικών συγκαταλέγονταν οποιοδήποτε ανορθόδοξο κείμενο.
Η έκδοση του κώδικα αυτού είχε μυθιστορηματική πορεία. Η πρώτη έκδοση ετοιμάστηκε από τον ίδιο τον K. Schmidt, αλλά το χειρόγραφο καταστράφηκε από πλημμύρα στο κελάρι του τυπογραφείου. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ανέβαλε την προσπάθεια μέχρι το 1938, οπότε επιχειρήθηκε εκ νέου η ετοιμασία της έκδοσης. Αυτήν την φορά η αναβολή οφείλονταν στον θάνατο του K. Schmidt. Την συνέχιση της προσπάθειας ανέλαβε το 1941 ο Walter Till, και την έφερε εις πέρας το 1943. Δεν μπόρεσε, όμως, να εκδώσει για αρκετό χρόνο λόγο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά ακολούθησε η ανακάλυψη της βιβλιοθήκης του Χηνοβοσκίου. Σε αυτήν περιλαμβάνονταν και τα έργα Ευαγγέλιον Ιωάννου Απόκρυφον & Σοφία Ιησού Χριστού, οπότε έπρεπε ν’ αναθεωρηθούν τα πρώτα κείμενα. Τελικά εκδόθηκαν το 1955, από την Akademie-Verlag, με τον τίτλο Die gnostischen Schriften des Koptischen Papyrus Berolinensis 8502. Το εγχείρημα δηλαδή ολοκληρώθηκε 59 χρόνια μετά την ανακάλυψη του παπύρου.
2.2.3 Ωδαί Σολομώντος
Το 1812 εκδόθηκαν για πρώτη φορά πέντε ωδές, σε πρωτότυπο κοπτικό κείμενο και λατινική μετάφραση. Αυτές προέρχονταν από το έργο Πίστις Σοφία, το οποίο δεν είχε ακόμη εκδοθεί. Η έκδοση ήταν του Δανού επισκόπου F. Münter. Το 1909 ο Άγγλος ακαδημαϊκός J. Rendel Harris ανακάλυψε ένα παλιό Συριακό χειρόγραφο, που περιείχε 40 ωδές από ένα σύνολο 42 (έλειπαν οι δύο πρώτες). Επρόκειτο για τους 18 λεγόμενους Ψαλμούς Σολομώντος, έργο του ζηλωτή Ιουδαίου μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων (που σώζονται και σε ξεχωριστά χειρόγραφα), μαζί με τις Ωδές Σολομώντος[41]. Ένα δεύτερο συριακό χειρόγραφο περιείχε τις ωδές από το μέσο της 17ης έως τέλους της 42ας. Αυτές ήταν γνωστές μέχρι τότε μέσα από κείμενο του Λακταντίου[42]. Οι πέντε ωδές που είχαν εκδοθεί ήδη ήταν η 1η , 5η , 6η , 22η , 25η.
Το γνωστικό χρώμα τους είναι αδιόρατο. Δι’ αυτών απευθύνεται αίνος ή ευχαριστία ή παράκληση προς τον Θεό. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα η περιγραφή μιας καταστάσεως πνευματικής ευφροσύνης, η οποία δημιουργείται από την κονωνία των ανθρώπων με το Θεό και οφείλεται στην έλευση του Χριστού[43].
2.2.4 Μανδαίοι
Οι Μανδαίοι αποτελούν παρακλάδι γνωστικό, το οποίο αναπτύχθηκε αυτόνομα κι επέζησε μέχρι τα νεότερα χρόνια. Δείγματα της γραμματείας τους έφθασαν στην Ευρώπη ήδη από τον ΙΣΤ’ αι. από τους Πορτογάλους μοναχούς. Η μελέτη της κουλτούρας τους ανανεώθηκε τον ΙΘ’ αι., αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάτι παραπάνω από γενικά συμπεράσματα. Η έκδοση τον βιβλίων τους δεν έχει ολοκληρωθεί, παρότι κυκλοφορούν ανεξάρτητες εργασίες, συνεπώς μέχρι στιγμής δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι παραπάνω ως πηγές.
2.2.5 Η βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου (Nag Hammadi)
Όλες οι προηγούμενες ανακαλύψεις ήταν μια πρόβα για την μεγάλη ανακάλυψη του 1946, μιας συλλογής παπύρινων κωδίκων στην τοποθεσία του αρχαίου Χηνοβοκσίου, κοντό στο χωριό Nag Hammadi, στην Αίγυπτο. Μέσω αυτής ήρθαν στο φως πλήθος χειρογράφων γνωστικού περιεχομένου, γραμμένων στην κοπτική γλώσσα. Η πορεία των γεγονότων που οδήγησαν στην εμφάνιση των χειρογράφων είναι πολύ ενδιαφέρουσα, κι έχει ως εξής.
Στις 4 Οκτωβρίου του 1946, ο Togo Mina, έφορος του Κοπτικού Μουσείου του Καΐρου, αγόρασε έναν ημιτελή κοπτικό πάπυρο έναντι του ποσού των 250 αιγυπτιακών λιρών. Πωλητής ήταν ένας Κόπτης δάσκαλος από το χωριό Nag Hammadi, με το όνομα Raghib Andrawus al Quss Abd as-Sajjid. Επρόκειτο για τον Κώδικα III της συλλογής. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ο Togo Mina έδειξε τον πάπυρο στον Γάλλο Ανατολιστή Francois Daumas και τον Henri Corbin. Αυτοί παρατήρησαν τον τίτλο του περιεχομένου έργου, Ευαγγέλιον Ιωάννου Απόκρυφον. Όπως είδαμε παραπάνω το συγκεκριμένο έργο περιλαμβάνονταν και στον Κώδικα του Βερολίνου. Κατάλαβαν, λοιπόν, ότι πρόκειται για γνωστικό κείμενο. Ο Daumas επέστρεψε στο Παρίσι, ενημέρωσε τον Antoine Guillaumont, και σχεδίασε την έκδοση του χειρογράφου.
Τον Σεπτέμβριο του 1947, ένας άλλος Γάλλος, ο Jean Doresse, ήρθε στην Αίγυπτο για σπουδές και ενημερώθηκε από τον Togo Mina για την ανακάλυψη. Αναγνώρισε αμέσως την σπουδαιότητα του χειρογράφου και ανέλαβε να το εξετάσει. Με την σειρά του ενημέρωσε τον διευθυντή του τμήματος Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων, Etienne Drioton και τον θρησκειολόγο Henri-Charles Puech. Το κοινό ενημερώθηκε από τις αιγυπτιακές εφημερίδες στις 11-12 Ιανουαρίου 1948. Η ακαδημαϊκή κοινότητα ενημερώθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1948 με αναφορά των Puech και Doresse στην Académie des Inscriptions et Belles-Lettres και του Togo Mina στο Bulletin de l’ Institut d’ Egypt.
Στο μεταξύ, τμήματα ενός άλλου χειρογράφου (Κώδικα Ι) ήλθαν στην κατοχή του Βέλγου αντικέρ Albert Eid. Αυτός τα έθεσε στην διάθεση των Doresse & Mina στο τέλος του 1947. Αλλά ο σκοπός του Eid ήταν να πουλήσει το χειρόγραφο. Έτσι, απευθύνθηκε πρώτα στο ίδρυμα Bollingen της Νέας Υόρκης και στην συνέχεια στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων, χωρίς να καταφέρει να έλθει σε συμφωνία. Ο θάνατος του Albert Eid ανησύχησε την επιστημονική κοινότητα, διότι υπήρχε κίνδυνος να χαθούν τα ίχνη του χειρογράφου. Την υπόθεση ανέλαβε ο θεοσοφίτης ψυχίατρος Carl Gustav Jung, και κατάφερε να μεταφέρει τον κώδικα σε ασφαλή θυρίδα τράπεζας στις Βρυξέλλες, το 1950. Ο πράκτοράς του C. A. Meier, κατάφερε να βρει σπόνσορα στην Ελβετία το 1952, στο πρόσωπο του George Page, ο οποίος κατέβαλε το ποσό των 35.000 ελβετικών Φράγκων. Στις 10 Μαΐου του 1952, το χειρόγραφο μεταφέρθηκε στο Ινστιτούτο C. G. Jung, και ονομάστηκε κώδικας Γιούνγκ.
Η πρώτη περιγραφή του κώδικα Γιουνγκ μαζί με το περιεχόμενό του, κυκλοφόρησε το 1955, από τους H. C. Puech & G. Quispel, με τίτλο The Jung Codex, A Newly recovered Gnostic Papyrus. Την ίδια χρονιά ο Quispel βρήκε στην Αίγυπτο και άλλες χαμένες σελίδες του κώδικα. Μετά τον θάνατο του C. Jung τέθηκε θέμα αντεκδίκησης για την κυριότητα του κώδικα μεταξύ των κληρονόμων του και του Ινστιτούτο. Εν τέλει κανονίστηκε η μεταφορά του στο Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου, μετά την έκδοσή του. Το δερμάτινο δέσιμο του κώδικα είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία του Institute for Antiquity and Christianity στο Claremont. Μόλις το 1975 έγινε κατορθωτό να συγκεντρωθούν όλα τα τμήματα του κώδικα στο Κάιρο.
Το 1948 εμφανίστηκαν άλλοι εννιά σχεδόν ολοκληρωμένοι κώδικες στο Κάιρο, από άγνωστους μεσάζοντες. Στις διαπραγματεύσεις εμφανιζόταν η κόρη γνωστού Ιταλού νομισματολόγου της εποχής, η Maria Dattari. Αυτή εκπροσωπούσε τον ονομαστό Κύπριο αντικέρ Φωκίωνα Θάνου. Η πρώτη επαφή έγινε με τον Jean Doresse, ο οποίος αναγνώρισε μερικούς από τους τίτλους των έργων (Αποκάλυψις Αδάμ, Ευαγγέλιον Θωμά, Παράφρασις Σημ), και χαρακτήρισε τους κώδικες ως γνωστικούς. Ενημέρωσε τον E. Drioton και έδρασε ως σύμβουλος, για λογαριασμό του Κοπτικού Μουσείου. Την άνοιξη του 1949 οι κώδικες παραδόθηκαν στον Togo Mina, ο οποίος ανέθεσε στον Doresse να τους καταλογραφήσει. Ο κατάλογος αυτός υπήρξε για χρόνια η μόνη πηγή πληροφόρησης για το περιεχόμενο των κωδίκων.
Στις 17 Ιουνίου 1949, στάλθηκε η πρώτη αναφορά στην Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, και το 1950 η πρώτη επιθεώρησή τους από τον H.C. Puech. Όσο το Κοπτικό Μουσείο προσπαθούσε να εξασφαλίσει τους πόρους για την αγορά τους, οι κώδικες παρέμεναν σφραγισμένοι σε κιβώτιο στο γραφείο του Drioton. Η ανώμαλη εξέλιξη των πολιτικών γεγονότων και η εμπλοκή της αιγυπτιακής κυβέρνησης σε κρίσεις, όπως αυτή του Σουέζ, καθιστούσαν αδύνατη της εξεύρεση του απαιτούμενου ποσού (50.000 αιγυπτιακών λιρών) για την αγορά των κωδίκων. Ο θάνατος του Togo Mina το 1949 και η αιγυπτιακή επανάσταση το 1952, περιέπλεξαν την κατάσταση. Ο νέος υπουργός πληροφοριών Taha Hussain επέτρεψε τελικά την μελέτη των κωδίκων πριν την αγοραπωλησία τους, οπότε μεταφέρθηκαν στο Κοπτικό Μουσείο, στις 9 Ιουνίου το 1952. Παρέμειναν στο γραφείο του Drioton ανέγγιχτοι μέχρι το 1956.
Ο P. Labib ξεκίνησε το 1956 την διαδικασία συντήρησης των κωδίκων, μαζί τον Αιγύπτιο Κοπτολόγο Victor Girgis και τον Δυτικο-Γερμανό συνάδελφό του Martin Krause. Αυτό κράτησε μέχρι το 1961. Από τους 13 κώδικες μόνο οι 11 ήταν ολοκληρωμένοι. Από τον 12 έλειπε το δέσιμο και μετά από εξέταση φάνηκε ότι είχε ακρωτηριαστεί κατά την ανακάλυψη, και δεν ήταν φθορές λόγω χρόνου. Αντίθετα ο 13ος κώδικας ήταν ημιτελής ήδη από την αρχαιότητα. Υπολογίστηκε ότι επρόκειτο για χειρόγραφα του Δ’ αι.
Για 30 χρόνια τίποτα παραπάνω δεν ήταν γνωστό για τον τρόπο που ανακαλύφθηκαν. Το που και το πώς παρέμεναν μυστήρια. Οι κώδικες είχαν εμφανιστεί από το πουθενά. Σε αποστολές του ο Jean Doresse κατάφερε να μάθει ότι είχαν βρεθεί κάπου στην περιοχή του μικρού χωριού Nag Hammadi, χωρίς να μπορέσει να συγκεντρώσει περισσότερες πληροφορίες. Στην αναφορά του ο Puech είχε γράψει ότι η ανακάλυψη είχε γίνει από τυμβωρύχους, αλλά αυτή ήταν μια βολική δικαιολογία για να μην ανακινηθεί το θέμα.
Περισσότερα στοιχεία έγιναν γνωστά ύστερα από ιδιαίτερα επίπονη προσπάθεια του James M. Robinson. Ξεκινώντας από την πρώτη αναφορά για τον κώδικα ΙΙΙ, ήρθε σ’ επαφή με τον Raghib Andrawus, και κατόπιν προσωπικής αναζήτησης κατέληξε στα εξής. Την ανακάλυψη είχε κάνει ένας καμηλιέρης ο Mohammed Ali es-Samman από το χωριό El Qasr, το αρχαίο Χηνοβοσκίο. Αυτός βρήκε τα χειρόγραφα το 1945 σε μεγάλο πήλινο δοχείο σε μια σπηλιά στην τοποθεσία Hamra Dom, στην ευρύτερη περιφέρεια του Nag Hammadi. Βρήκε το δοχείο σκάβοντας για λίπασμα. Ισχυρίστηκε, ότι 4 εβδομάδες μετά την ανακάλυψη εκδικήθηκε τον φονιά του πατέρα του από το Hamra Dom, οπότε λόγω της βεντέτας έπρεπε να φύγει από την περιοχή. Περιέγραψε ως τόπο ανεύρεσης, πρώτα ένα αρχαίο αιγυπτιακό τάφο στο Thauti, μετά μια σπηλιά στους πρόποδες του Djebel el-Tarif. Αλλά οι αρχαιολογικές ανασκαφές στις τοποθεσίες που υπέδειξε, δεν έφεραν στο φως πειστήρια (πήλινα όστρακα ή τεμάχια των παπύρων), ώστε να επιβεβαιωθούν τα λεγόμενά του. Ούτε στάθηκε δυνατόν ν’ αναγνωριστεί το υποτιθέμενο νεκροταφείο. Σημειωτέον ότι στην περιοχή υπήρχαν την εποχή εκείνη τρεις αποστολές (1975, 1976, 1978) από το Institute for Antiquity and Cristianity του Claremont, που μελετούσαν αιγυπτιακούς τάφους της 6ης Δυναστείας, καθώς και το καθολικό της Μονής του Αγίου Παχωμίου (σημ. στο Faw Qibli).
Εφόσον δεν έγινε κατορθωτό να εξακριβωθεί ο τόπος της ανακάλυψης οι προσπάθειες στράφηκαν στην χρονολόγηση των κωδίκων. Κάποιες αποδείξεις που χρησιμοποιήθηκαν στο δέσιμο ενός από τους κώδικες, φέρουν ημερομηνίες 333, 341, 346, 348 μ.Χ. Έτσι επιβεβαιώθηκε η υπόθεση ότι επρόκειτο για χειρόγραφα του Δ’ αι. Στις αποδείξεις κατονομάζεται κάποιος «π. Παχώμιος», οπότε υποτέθηκε ότι οι κώδικες προέρχονται από την βιβλιοθήκη κάποιας μονής. Μπορεί να θάφτηκαν μέσα στο πήλινο δοχείο, είτε λόγω του αιρετικού τους χαρακτήρα, είτε για λόγους ασφαλείας.
Αν όντως έτσι έχει γίνει, τότε μπορεί η ενέργεια αυτή να συνδέεται με τον αντιαιρετικό αγώνα του Μ. Αθανασίου. Στην ΛΘ’ Εορταστική Επιστολή του ο Μ. Αθανάσιος γράφει τα εξής:
«Ἀλλ’ ἐπειδή περί μέν τῶν αἱρετικῶν ἐμνήσθημεν ὡς νεκρῶν περί δέ ἡμῶν ὡς ἐχόντων προς σωτηρίαν τάς θείας Γραφάς, καί “φοβοῦμαι μήπως”, ὡς ἔγραψε Κορινθίοις[44] Παῦλος, ὀλίγοι τῶν ἀκεραίων ἀπό τῆς “ἀπλότητος” καί τῆς ἀγνότητος πλανηθῶσιν ἀπό τῆς “πανουργίας” τινῶν ἀνθρώπων καί λοιπόν ἐντυγχάνειν ἑτέροις ἄρξονται τοῖς λεγομένοις άποκρύφοις, ἀπατῶμενοι τῇ ὁμωνυμίᾳ τῶν ἀληθινῶν βιβλίων, “παρακαλῶ ἀνέχεσθαι”, εἰ περί ὧν ἐπίστασθε περί τούτων κἀγώ μνημονεύων γράφω διά τε τήν ἀνάγκην καί τό χρήσιμον τῆς Ἐκκλησίας[45]»
Και παρακάτω:
«Καί ὅμως, ἀγαπητοί, κἀκείνων κανονιζομένων καί τούτων ἀναγιγνωσκομένων, οὐδαμού τῶν αποκρύφων μνήμη˙ ἀλλά αἱρετικῶν ἐστιν ἐπίνοια, γραφόντων μέν ὅτε θέλουσιν αὐτά, χαριζομένων δέ καί προστιθέντων αὐτοῖς χρόνους, ἵν’ ὡς παλαιά προσφέροντες πρόφασινἕχωσιν ἀπατᾶν ἐκ τούτου τους ἀκεραίους. Ἔστι δέ πολλή τις ἡ σκληροκαρδία τῶν τοῦτο ποιούντων καί μή φοβουμένων τό ῥῆμα τό γεγραμένον˙ “ Οὐ προσθήσετε προς τό ῥῆμα ὅ ἐγώ ἐντέλλομαι ὑμῖν, καί οὐκ ἀφελεῖτε ἀπ’ αὐτοῦ[46]”. Τίς ἔπεισε τους ἀκεραίους πιστεύειν τοῖς τοῦ Ἐνώχ βίβλοις, Γραφῶν μή οὐσῶν πρό Μωυσέως; Πόθεν ἔχουσι λέγειν, ὅτι Ἠσαΐας ἔχει βιβλία ἀπόκρυφα, ὅς “ ἐπ’ ὄρος ὑψηλόν” παρρησία “εὐαγγελίζεται[47]” λέγων˙ “ Οὐκ ἐν κρυφῇ λελάληκα οὐδέ ἐν τόπῳ γῆς σκοτεινῷ[48]”; Πῶς Μωυςῆς ἔχει βιβλία ἀπόκρυφα, ὅς το Δευτερονόμιον συγγραψάμενος “διαμαρτύρεται τον τε οὐρανόν καί τήν γῆν”; Ἀλλά τοῦτο οὐδενός ἑτέρου ἐστίν, εἰ μή τι τῶν “κνηθομένων τήν ἀκοήν” καί “νομιζόντων πορισμόν εἶναι τήν εὐσέβειαν” και ἀρεσκόντων “γυναικαρίοις”… Μύθοι γάρ ὄντως εἰσί τά ἀπόκρυφα καί μάταιον τό τούτοις προσέχειν, ὅτι “βέβηλοι κενοφωνίαι[49]” εἰσί. Ταῦτα γάρ ἐστιν αρχαί στάσεων, καί τούτων σκοπός ἠ έρίθεια τῶν ἀνθρώπων, οἵτινες οὐ τήν οἰκοδομήν τῆς Ἐκκλησίας ζητοῦσιν, ἀλλ’ ἐπιθυμοῦσι τιμᾶσθαι παρά τῶν ὑπ’ αὐτῶν ἠπατημένων, ἵν’ ὡς μεγάλους αὐτούς ἔχωσι διά τό κηρύττειν ῥήματα “νεωτερικά”. Οὐκοῦν τῶν τοιούτων βιβλίων χρή παραιτεῖσθαι˙ κἄν γάρ τις ἐν αὐτοῖς χρήσιμόν τι εὐρίσκῃ, ἀλλά κρεῖττον ἐστι τό μή τούτοις πιστεύειν[50]».
Η επιστολή αυτή γράφτηκε το 367 μ.Χ. Μεταφράστηκε στα κοπτικά από τον διάδοχο του οσίου Παχωμίου στο μοναστήρι των Ταβενησιωτών, Θεόδωρο. Υπάρχει λοιπόν, περίπτωση, η σύσταση του Μ. Αθανασίου να εισακούσθηκε και αποτέλεσμα αυτής να ήταν το παράχωμα του πήλινου δοχείου με τα γνωστικά κείμενα. Αυτή βέβαια, είναι υπόθεση. Δεν υπάρχουν στέρεες ενδείξεις ότι έτσι συνέβη. Είναι γνωστή δηλαδή η ημερομηνία στάχωσης των κωδίκων, αλλά μπορεί να θάφτηκαν οποιαδήποτε στιγμή μετά. Απλώς οι συνθήκες να έγινε αυτό επί Μ. Αθανασίου ήταν πρόσφορες.
Η έκδοση των κειμένων ολοκληρώθηκε μόλις το 1971, υπό την καθοδήγηση του J. M. Robinson[51], και την χρηματοδότηση της Ουνέσκο. Ακολουθεί πλήρης κατάλογος κειμένων ανά κώδικα, από την έκδοση Robinson.
Κώδικας Ι (Jung codex, Στα Κοπτικά)
α) Προσευχή Αποστόλου Παύλου (δύο σελίδες αποσπασμένες)
β) Επιστολή Ιακώβου Απόκρυφος (σελ. 1-16)
γ) Ευαγγέλιον Αληθείας (σελ. 16-43, το έργο δεν φέρει τίτλο, αλλά έχει ονομαστεί από την πρώτη φράση)
δ) Περί της Αναστάσεως δοκίμιον (σελ. 43-50, γνωστό επίσης και ως Επιστολή εις Ρηγίνον, επειδή έτσι απευθύνεται μέσα στο κείμενο)
ε) Περί τριών φύσεων δοκίμιον (51-140, και αυτό χωρίς τίτλο)
Κώδικας ΙΙ (στα Κοπτικά)
α) Ευαγγέλιον Ιωάννου απόκρυφον ( 1-32, σε αυτόν τον κώδικα υπάρχει στην εκτενέστερη μορφή από τις τρεις, σε όλη τη βιβλιοθήκη)
β) Ευαγγέλιον Θωμά (32-51, συλλογή ρητών του Ιησού)
γ) Ευαγγέλιον Φιλίππου (51-86, ο τίτλος ευαγγέλιο καταχρηστικός)
δ) Υπόστασις αρχόντων (86-97, αποκαλυπτικό κείμενο για την καταγωγή του κόσμου και του ανθρώπου, συνεχίζεται στο επόμενο)
ε) Ανώνυμο χειρόγραφο (97-127, που του δόθηκε ο τίτλος Περί γενέσεως του Κόσμου)
στ) Εξήγησις περί ψυχής (127-137, μιλά για την πτώση της ψυχής και την επιστροφή της στον ανώτερο κόσμο)
ζ) Βιβλίον Θωμά αθλητού (138-145, αποκαλυπτικός διάλογος μεταξύ Ιησού και Θωμά για διάφορα κυρίως εσχατολογικά θέματα)
Κώδικας ΙΙΙ (Κοπτικά, ο παλιότερος κώδικας, που πριν αριθμούνταν πρώτος)
α) Ευαγγέλιον Ιωάννου απόκρυφον ( σελ. 1-40, συντομότερη εκδοχή)
β) Ευαγγέλιον Αιγυπτίων (40-69, αλλιώς γνωστό ως Βίβλος απόκρυφη του Μεγάλου Αοράτου Πνεύματος, αφορά το πεπρωμένο των γνωστικών στην ιστορία)
γ) Εύγνωστος ο Ευλογημένος (70-90, σε μορφή επιστολής, έχει άμεση σχέση με το επόμενο)
δ) Σοφία Ιησού Χριστού (90-119, αποκαλυπτικό κείμενο)
ε) Διάλογος Σωτήρος (120-149, αποκαλυπτικός διάλογος του Ιησού με τους μαθητές του για διάφορα θέματα)
Κώδικας ΙV (Κοπτικά)
α) Ευαγγέλιον Ιωάννου απόκρυφον (1-49, σύντομη εκδοχή)
β) Ευαγγέλιον Αιγυπτίων (50-81)
Κώδικας V (Κοπτικά)
α) Εύγνωστος ο Ευλογημένος (1-17)
β) Αποκάλυψις Παύλου (17-24, περιγράφει ταξίδι του Παύλου στον ουρανό)
γ) Αποκάλυψις Ιακώβου α’ (24-44, αποκαλυπτικοί διάλογοι Ιησού και Ιακώβου)
δ) Αποκάλυψις Ιακώβου β’ (44-63, αφορά το μαρτύριο Ιακώβου, ύμνοι και ομιλίες σχετικές)
ε) Αποκάλυψις Αδάμ (63-85, παραδίδεται στον Σηθ και αφορά την γνωστική ιστορία του κόσμου)
Κώδικας VI (Κοπτικά)
α) Πράξεις Πέτρου και Δώδεκα Αποστόλων (1-12, απόκρυφο χωρίς γνωστικό χρωματισμό)
β) Βροντή, Τέλειος Νους (13-21, αποκάλυψη της ερμαφρόδιτης Σοφίας)
γ) Αυθεντικός Λόγος (22-35, ομιλία για τον προορισμό της ψυχής)
δ) Η Έννοια της μεγάλης Δυνάμεως ημών (γνωστική Αποκάλυψη)
ε) Πλάτωνος Πολιτεία (48-51, χωρίς τίτλο, μετάφραση του τμήματος 588Β-589Β)
στ) Λόγος περί Οκτώ και Εννέα (52-63, άγνωστο ερμητικό κείμενο, διάλογος Ερμού-Πατέρα και Τατ-Υιού για τον ουράνιο κόσμο)
ζ) Προσευχή Ευχαριστίας (63-65, ερμητικό κείμενο γνωστό στα ελληνικά [Πάπυρος Mimaut] και στα λατινικά, Ασκληπιός κεφ. 41)
η) Αποκάλυψις Ασκληπιού (65-78, ερμητικό από το Ασκληπιός κεφ.21-29)
Κώδικας VII (Κοπτικά)
α) Παράφρασις Σημ (1-49, γνωστική κοσμογονία, προσπαθεί να κάνει σύνδεση με την Γένεση)
β) Δεύτερος Λόγος του Μεγάλου Σηθ (49-70, περιέχει πληροφορίες για την λύτρωση της ψυχής, μέσω του εξόριστου Χριστού, που θεωρείται μετενσάρκωση του Σηθ, ακολουθεί την γραμμή του Ευαγγελίου Αιγυπτίων)
γ) Αποκάλυψις Πέτρου (70-84, παρουσιάζει τον Πέτρο ως αποδέκτη ξεχωριστής αποκάλυψης κατά την διάρκεια της φυλάκισής του)
δ) Διδαχαί Σιλουανού (84-118, κείμενο θεοσοφικό με έντονο πεσιμιστικό χαρακτήρα)
ε) Αι τρεις Στήλαι το Σημ (118-127, γνωστικός τριμερής ύμνος, που υποτίθεται ότι παραδόθηκε από τον Δοσίθεο)
Κώδικας VIII (Κοπτικά)
α) Ζωστριανός (1-132, εκτεταμένος τίτλος Ζωστριανού Λόγοι Αληθείας, Θεού Αληθείας, Διδαχαί Ζωροάστρου, αποκαλυπτικό κείμενο που ισχυρίζεται ότι προέρχεται από το ταξίδι στον ουρανό του Ζωροάστρου)
β) Επιστολή Πέτρου προς Φίλιππον (132-140, απόκρυφες συζητήσεις μεταξύ Ιησού και Αποστόλων, γεγονότα κατά την διάρκεια και μετά την Σταύρωση)
Κώδικας IX (Κοπτικά, σε σπαράγματα, τα κείμενα ανασυντέθηκαν με συμβατικούς τίτλους)
α) Μελχισεδέκ (1-27, γνωστική αποκάλυψη για το πεπρωμένο του Ιησού και του Αρχιερέα Μελχισεδέκ)
β) Έννοια Νωραίας (27-29)
γ) Μαρτυρία Αληθείας (29-74, πολεμική ομιλία κατά της ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων γνωστικών ομάδων
Κώδικας X (Κοπτικά, σε κακή κατάσταση)
α) Μαρσάνης (1-68, μαρκιωνίτικες απόψεις για την ψυχή και τους αγγέλους)
Κώδικας XI (Κοπτικά, σε κακή κατάσταση)
α) Ερμηνεία της Γνώσεως (1-21, εισαγωγή στη Γνώση)
β) ανώνυμο (22-44, κείμενο βαλεντιανής σχολής, παρέχει πληροφορίες για το Πλήρωμα, 40-44, λειτουργικά κείμενα για το βάπτισμα, το χρίσμα, την ευχαριστία)
γ) Αλλογενής (45-69, αποκάλυψη του Αλλογενή στον γιο του Μέσσο)
δ) Υψίφρων (69-72, αποκαλυπτικού χαρακτήρα)
Κώδικας XII (Κοπτικά, περιέχει 10 σελίδες και 15 σπαράγματα, εκ των οποίων προκύπτουν δύο πραγματείες)
α) Αι Γνώμαι του Σέξτου (15-16, 27-34, ρήσεις παγανιστικού χαρακτήρα)
β) Αποσπάσματα από το Ευαγγέλιο Αληθείας
Κώδικας XIII (Κοπτικά, διατηρούνται μόνο 16 σελίδες και σπαράγματα)
α) Τρίμορφος Πρωτέννοια (35-50, αποκαλυπτικός διάλογος σε τρία μέρη της πρώτης έκλαμψης του αρχικού θεού, με το όνομα Πρωτέννοια ή Βαρβυλώ, σχετικά με τις τρεις εκδηλώσεις της ως Πατέρα, Μητέρα, Υιός)
β) Περί Γενέσεως Κόσμου ( δέκα πρώτες γραμμές του κειμένου που βρίσκεται και στον Κώδικα ΙΙ)
Η σημασία της ανακάλυψης των χειρογράφων αυτών έγκειται κυρίως στο ότι επιτρέπει την έρευνα του φαινομένου, ανεξάρτητα από τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Το καινούργιο και ογκώδες υλικό θα παρέχει πεδίο έρευνας για αρκετά χρόνια.

[1] Αγ. Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα, 41.2
[2] Αγ. Ιουστίνου, Β’ Απολογία, 3 & Τατιανού, Προς Έλληνας, 19.
[3] Μαρτυρολόγιον Ιουστίνου, 3.
[4] Εκδόσεις: Pr. Maran (περιλαμβάνεται στο PG 6), G. Krüger, Freiburg 41915.
[5] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1978, τ. Β’ σελ. 542.
[6] Αγ. Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα, 35.4-6.
[7] Αναφέρεται στην Επιστολή προς Φλωρίνον που διασώζεται τμηματικά στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου, Ε’ 20.5-7.
[8] Epistola 75 ad Theodoram,3. Επίσης αγ. Ειρηναίου, Έλεγχος.., V.33.4.
[9] Ad Valentinianos, 5.
[10] Historia Francorum, I.29.
[11] Ο W. C. Frend θεωρεί μοντανιστική την νοοτροπία της Εκκλησίας της Λυώνος (Martyrdom and persecution in the early church, p. 4 κ.ε.), αλλά εκτός από μια εισπήδηση δεν υπάρχουν άλλα σημεία που να στηρίζουν την άποψη.
[12] Rudolf Kopf, Ausgewählte Märtyrerakten, Tübingen 1913, 19-31.
[13] Βλ. σχ. Την εισαγωγή του Π. Χρήστου στο Τα Μαρτύρια των Αρχαίων Χριστιανών, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1978, σ.σ. 52-57.
[14] Historia Francorum, I.29.
[15] Κυριότερες εκδόσεις: R. Massuet, Paris 1710 (περιλαμβάνεται στο PG 7), W.W. Harvey, Cambridge 1857.
[16] Κατά αιρέσεων, VI.42.
[17] Ad Valentinianos, 5.
[18] P. Nautin, Hippolyte et Josipe, Paris 1947:
- La controverse sur l’ auteur de l’ Elenchos, Revue d’ Histoire Eccl. 47 (1952), 5-43
- Le dossier d’ Hippolyte et de Méliton, Paradosis 15, Paris 1953.
[19] Έκδοση Emmanuel Miller, Oxonii 1851.
[20] Μυριόβιβλος, 121: « Ταῦτας δέ φησιν ἐλέγχοις ὑποβληθῆναι ὁμιλοῦντος Εἰρηναίου, ὧν καί σύνοψιν ὁ Ἱππόλυτος ποιούμενος τόδε τό βιβλίον φησί συντεταχέναι».
[21] Σχόλια, Πράξις γ’.1: «Ἐγένοντο δέ ἐν τοῖς χρόνοις ἀπό τ[ς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως μέχρι τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου, διδάσκαλοι καί πατέρες οἵδε˙ Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, Εἰρηναῖος, Ιουστίνος φιλόσοφος καί μάρτυς, Κλήμης καί Ἱππόλυτος ἐπίσκοποι Ῥώμης, Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, Μεθόδιος Πατάρων, Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός, Πέτρος ὁ Ἀλεξανδρείας ἐπίσκοπος καί μάρτυς». (PG 86A,12313A)
[22] Οδηγός, κεφ. κγ’: «Ἱππολύτου ἐπισκόπου Ῥώμης ἐκ τοῦ περί ἀναστάσεως καί ἀφθαρσίας λόγου». (PG 89,301C)
[23] PG 10.467 : “Anastasius Romanae Ecclesiae apocrisarius , qui VII saecuIo floruit, in epistola ad Theodosium presbyterum Ganrensem, quam primum vulgavit Jacobus Sirmondus, perspicue scribit S. Hippolytum episcopum Portuensem fuisse;”
[24] Χρονικόν, XII.15: «Τοῦ Οὐρβανού τῆς ἐπισκοπῆς τῶν ‘Ρωμαίων πόλεως προεστῶτος καί Ἱππόλυτος ἦνθει, ἀνήρ ἱερώτατος καί σοφώτατος, ἐπίσκοπος τοῦ κατά Ῥώμην Πόρθου γενόμενος, ὅς καί πολλά συγράμματα συνεγράψατο, διάφορα τῆς θείας Γραφῆς ἐξηγησάμενος». (ed. M. Pinder ,CFHB, v.II 575.1-5)
[25] Εκκλησιαστική Ιστορία, Δ’.31.
[26] Ed. P Wendland, Griechischen Christlichen Schriftsteller der drei esten Jahrhunderte 26, Leipzig 1916 (ανατυπ. ΒΕΠ τ. 5-6).
[27] Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος, Βίβλος Α’ Προοίμιον 1.
[28] Ιερώνυμος, Contra Rufinum, II.22 & III.6.
[29] Επιφάνιος, Αγκυρωτός, Προοίμιον (GCS 25 (1915) 1, PG 43.12A).
[30] Ιερώνυμος, Epistola 51.3.
[31] Π .Χ το Σύνταγμα Αιρέσεων του Ιππολύτου και το ελληνικό κείμενο του Ελέγχου του Ειρηναίου.
[32] Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915), 1-149 & PG 43.17-236.
[33] Karl Holl, Handschriftliche Überlieferung des Epiphanius, Texte und Untersuchungen 36.2 (1910).
[34] Γεννάδιου του ταπεινού επιστολή τη βασιλίσση περί του βιβλίου του Γεμιστού : « Καί οὗτος (ο Πλήθων) γάρ, πρίν τελειωθῆναι τᾦ λόγῳ καί τῇ παιδεύσει καί τᾖ τοῦ κρίνειν τα τοιαῦτα δυνάμει, μᾶλλον δέ καί πρίν σχεδόν αὐτῶν ἄψασθαι, τοσοῦτον ἥττητο τῶν ἑλληνικῶν δοξῶν, ὥστε ὀλίγα φροντίσαι μαθεῖν τόν πάτριον αὐτῷ χριστιανισμόν, εἰ μή ὅσον αὐτοῦ καί ιδιώταις δῆλόν ἐστιν. Οὐ γάρ ἕνεκα τοῦ κατά τήν φωνήν ἑλληνισμοῦ, ὡς Χριστιανοί πάντες τάς τῶν ἑλλήνων ἀνεγίνωσκεν καί εδιδάσκετο βίβλους ποιητῶν μέν πρῶτον, ἔπειτα δέ καί φιλοσόφων, άλλα τοῦ προστεθῆναι αύταῖς χάριν˙ διό καί προσέθετο, καί τοῦτ’ ἀκριβῶς ᾒδειμεν ἐκ πολλῶν τῶν γνωρισάντων καλῶς έν τῇ αὐτοῦ νεότητι. Οὕτω δέ προκαταληφθέντι πάνυ εἰκός ἐστι διά τήν ἔλλειψιν τῆς ἐκ Θεοῦ χάριτος καί ῥοπήν τινα αὐτῷ προσγενέσθαι ἀπό δαιμόνων, οἷς προσεστάθη, προς τό ἀμεταποιήτως προσκολληθῆναι τᾖ πλάνῃ, ὅ καί Ιουλιανῷ καί πολλοῖς ἄλλοις ἀποστάταις συνέβη. Τό δέ κεφάλαιον αὐτῷ τῆς ἀποστασίας Ἰουδαῖός τις ὕστερον ἐνειργάσατο, ὅ ἐφοίτησεν ὡς εἰδότι τά Αριστοτέλους έξηγεῖσθαι καλῶς. Ὅ δέ ἦν Ἀβερόῃ προσεσχηκώς καί τοῖς ἄλλοις ἐκ Περσῶν καί Ἀράβων ἐξηγηταῖς τῶν Ἀριστοτελικῶν βίβλων, ἅς Ιουδαῖοι προς τήν οἰκείαν γλῶτταν μετήγαγον, Μωσέως δε καί ὧν Ιουδαῖοι πιστεύουσιν ἤ θρησκεύουσι δι’αυτόν ἥκιστα ἧν φροντίζων. Ἐκείνος αὐτῷ καί τά τοῦ Ζωροάστρου καί τῶν ἄλλων ἐξέθετο. Ἐκείνῳ δή τῷ φαινομένῳ Ιουδαῖο, ἑλληνιστῇ δέ ἀκριβῶς, οὐ μόνον ὡς διδασκάλῳ πολύ συνών χρόνον, ἀλλά καί ὑπηρετῶν ἐν οἷς έδει καί ζωαρκούμενος υπ’ εκείνῳ˙ τῶν γάρ τά μάλιστα δυναμένων ἧν ἐν τῇ τῶν βαρβάρων αὐλᾖ˙ Ἐλισαῖος ὄνομα ἧν αὐτῷ˙ τοιοῦτος ἀπετελέσθη».
«Γιατί κι αυτός (ο Πλήθων), πριν τελειώσει τις σπουδές του στα γράμματα και στην ικανότητα να κρίνει αυτά, μάλλον πριν σχεδόν τις αρχίσει, τόσο πολύ νικήθηκε από τις εθνικές ειδωλολατρικές δοξασίες, ώστε σχεδόν καθόλου δεν φρόντισε να μάθει τον πάτριο Χριστιανισμό, παρά μόνο όσο είναι γνωστό και στους βλάκες. Διότι εξ αιτίας αυτού δεν φρόντισε να μάθει τα ελληνικά γράμματα, όπως και όλοι οι Χριστιανοί, αρχίζοντας από τους ποιητές και τους φιλοσόφους, αλλά για να τιμηθεί μέσω αυτών. Και αυτό το μάθαμε με ακρίβεια από αυτούς που τον γνώριζαν από την νεότητά του. Έτσι γέμισε προκαταλήψεις από την έλλειψη της Θείας χάριτος, και του ‘ρθε μια τάση δαιμονισμού, επειδή προσκολλήθηκε στην πλάνη αμετανόητα, όπως συνέβη και στον Ιουλιανό και σε πολλούς άλλους αποστάτες. Αλλά ο άνθρωπος που τον έσπρωξε αργότερα στην αποστασία ήταν κάποιος Ιουδαίος, στον οποίο εφοίτησε επειδή τάχα ήξερε να εξηγεί τον Αριστοτέλη καλά. Αυτός πίστευε τον Αβερόη και άλλους Πέρσες και Άραβες εξηγητές των βιβλίων του Αριστοτέλη, τα οποία οι Ιουδαίοι είχαν μεταφράσει στην γλώσσα τους, αλλά δεν ενδιαφέρονταν για τα βιβλία του Μωυσή και τα άλλα όσα πιστεύουν και θρησκεύουν οι Ιουδαίοι. Εκείνος σ’ αυτόν και τα δόγματα του Ζωροάστρη και των άλλων εξέθεσε. Εκείνο λοιπόν, που φαινόταν Ιουδαίος, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ελληνιστής, δεν τον είχε μόνο για διδάσκαλο για πολύ καιρό, αλλά τον εξυπηρετούσε κιόλας σε όσα έπρεπε και τρέφονταν απ’ αυτόν, διότι μπορούσαν πολύ καλά να τα κάνουν αυτά στην αυλή των βαρβάρων. Το όνομά του ήταν Ελισαίος. Κατήντησε λοιπόν τοιούτος». (ed. L. Petit, X. Sideridès, M. Jugie, t.IV 151-2). Αν από αυτά συμπεράνουμε ότι ο νεοπαγανισμός έχει τις ρίζες του στον νεογνωστικισμό και δεν έλκει την καταγωγή του από την αρχαιότητα, δεν θα σφάλλουμε.
[35] Βλ. Σχετ. Κ. Σαθά, Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήναι 1868, σ.σ. 45-48, 70—73, 67-70, αντίστοιχα.
[36] Πανάριον 51.22.9 (ed K. Holl, 285, ed. W. Dindorf, 483).
[37] Οι υπόλοιποι, όσοι περιλαμβάνονται στις εκδόσεις των Petavius & Oehler, και δεν περιέχουν τα αμφίβολα αποσπάσματα είναι οι:
V = Vaticanus 503 L = Laurentianus VI 12 b = Barberinus 441 s. XIV f. 43r-v.
G = Genuensis 4 J = Jenensis mscr. Bose 1.
U = Urbinas 17/18 v = Vaticanus 1196 s. XV f. 23r – 24v.
[38] PG 42.833-886.
[39] PG 42.773-778.
[40] Πρώτος σ’ αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε ο R. Reitzenstein.
[41] Ed. J. R. Harris, The Odes and Psalms of Solomon, Cambridge 1909, 21911.
[42] Institutiones divinae IV 12,3.
[43] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. β’ σελ. 87.
[44] Β’ Κορ. 11.3.
[45] «Αλλ’επειδή εκάμαμεν λόγον περί μεν των αιρετικών και τους εχαρακτηρίσαμεν ωσάν νεκρούς, δι’ ημάς δε είπαμεν ότι έχομεν τας θείας Γραφάς προς σωτηρίαν, και επειδή φοβούμαι μήπως, όπως έγραψεν ο Παύλος προς Κορινθίους, μερικοί απ’ αυτούς που δεν γνωρίζουν, ένεκα της ειλικρίνειας και της αγνότητός των, παρασυρθούν από την πονηρίαν μερικών ανθρώπων, και έτσι αρχίσουν εις το μέλλον να αναγιγνώσκουν άλλα βιβλία, τα λεγόμενα απόκρυφα, επειδή θα εξαπατώνται από την ομωνυμίαν με τα αληθινά βιβλία, δια τούτο παρακαλώ να με ανεχθήτε, εάν σας γράφω και σας κάνω εγώ λόγον δια πράγματα που γνωρίζετε, διότι το κάνω και εξ ανάγκης, αλλά και διότι είναι χρήσιμον εις την Εκκλησίαν» (μετ. Βασίλειου Φανουργάκη, Μ. Αθανασίου Έργα, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1976, τ. 10 σελ. 339). Οι εορταστικές ήταν επιστολές, οι οποίες στέλνονταν από την Αλεξάνδρεια στις άλλες επισκοπές, ενημερώνοντας αυτές για τον εορτασμό του Πάσχα. Επί τη ευκαιρεία, ο Μ. Αθανάσιος ανέπτυσσε και θέματα σχετικά. Συνεπώς η 39 επιστολή αντιστοιχεί στο 39 έτος της πατριαρχείας του (επί συνόλου 47 ετών) δηλ. στο έτος 367 μ. Χ.
[46] Δευτ. 4.2.
[47] Ησα. 40.9.
[48] Ησα. 45.19.
[49] Α’ Τιμ. 6.20.
[50] «Και όμως αγαπητοί, ενώ εκείνα έχουν θεσπισθεί ως κανονικά, και αυτά ως αναγιγνωσκόμενα, πουθενά δεν γίνεται λόγος δια τα απόκρυφα. Αλλ’ αυτά είναι επινόησις των αιρετικών, οι οποίοι γράφουν μεν αυτά οπόταν θέλουν, τους χαρίζουν δε και τους προσθέτουν χρόνια, ώστε με το να τα εμφανίζουν ως παλαιά, έχουν δικαιολογία να εξαπατούν με αυτό τους απλοϊκούς. Είναι δε μεγάλη η σκληροκαρδία αυτών που κάνουν αυτό το πράγμα χωρίς να φοβούνται τον λόγο που έχει γραφεί˙ “Μην προσθέτετε τίποτε εις τον λόγον που σας προστάζω και ούτε να αφαιρέσετε κάτι απ’ αυτόν”. Ποιος έπεισε τους απλοϊκούς να πιστεύουν εις τα βιβλία του Ενώχ, αφού δεν υπήρχαν Γραφαί προ Μωυσέως; Πού στηρίζονται όταν λέγουν, ότι ο Ησαΐας έχει απόκρυφα βιβλία, αφού αυτός με παρρησία “κηρύσσει επάνω εις υψηλόν όρος” λέγοντας˙ “Δεν ωμίλησα εις τα κρυφά, ούτε εις σκοτεινόν μέρος της γης”; Πως ο Μωυσής έχει απόκρυφα βιβλία, ο οποίος όταν συνέγραψε το Δευτερονόμιον, “ορκίζεται εις τον ουρανόν και την γην”; Αλλ’ αυτό δεν ανήκει εις κανέναν άλλον παρά εις εκείνους που αισθάνονται γαργαλισμόν εις τ’ αυτιά των, και θεωρούν την ευσέβειαν μέσον υλικού κέρδους και είναι αρεστοί εις τα γυναικάρια. … Διότι μύθοι είναι πραγματικά τα απόκρυφα βιβλία και είναι μάταιον να δίδη κανείς προσοχήν εις αυτά, διότι είναι “βέβηλα και κούφια λόγια”. Διότι αυτά είναι αρχαί αναστατώσεων και σκοπός των είναι η ημισθαρνία των ανθρώπων, οι οποίοι δεν επιδιώκουν την οικοδομήν της Εκκλησίας, αλλά θέλουν αν τιμώνται απ’ αυτούς που εξηπάτησαν, ώστε να τους έχουν αυτούς ωσάν μεγάλους κήρυκας νεωτεριστικών λόγων. Λοιπόν, από τα τοιαύτα βιβλία πρέπει να παρετούμεθα, και αν ακόμη κανείς ευρίσκει εις αυτά κάτι χρήσιμον, όμως είναι καλύτερον να μην πιστεύη κανείς εις αυτά» (μετ. Βασίλειου Φανουργάκη, Μ. Αθανασίου Έργα, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1976, τ. 10 σελ. 343-5). Ο David Brake πιστεύει ότι η οδηγία του Μ. Αθανασίου αφορά τους Μελιτιανούς και την γραμματεία τους, Canon Formation and Social Conflict in Forth-century Egypt: Athanasius of Alexandria ‘s Thirty-Ninth Festal Letter, The Harvard Theoloical Review 87.4 (Oct. 1994) pp. 395-419. Την επιστολή συνδέει με τα κείμενα της βιβλιοθήκης του Χηνοβοσκίου ο Tito Orlandi, A Catechesis Against Apocryphal Texts by Shenute and the Gnostic Texts of Nag Hammadi, HTR 75 (1982) pp. 88-89.
[51] Nag Hammadi Codices, Fascimile edition, 11 volumes, Leiden.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Η κατανόηση και καταγραφή ενός ιστορικού γεγονότος ή φαινομένου εξαρτάται, στο μεγαλύτερο μέρος της, από την μελέτη και την ερμηνεία των πηγών. Αυτό ισχύει και για την μελέτη του γνωστικισμού. Μέχρι τα μέσα του ΙΘ’ αιώνα περίπου, οι μόνες διαθέσιμες πηγές ήταν τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων, όσων έζησαν την ίδια εποχή, κατά την οποία το φαινόμενο του γνωστικισμού γεννήθηκε και εξελίχθηκε. Με τις ανακαλύψεις των κειμένων των ίδιων των γνωστικών, δόθηκε η ευκαιρία για μια πιο άμεση ματιά και απ’ ευθείας μελέτη της διδασκαλίας τους.
Μέσα από την μελέτη αυτών των κειμένων αποδείχθηκε η ακρίβεια των όσων κατέγραψαν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Η πολεμική, την οποία άσκησαν στα έργα τους, δεν στάθηκε ικανή να διαστρεβλώσει την οπτική τους. Η απαραίτητα σκληρή στάση τους δεν οδήγησε σε συκοφαντίες και ψεύδη, αλλά σε ορθή ενημέρωση, ακριβή καταγραφή και πλήρη αντιμετώπιση των γνωστικών ομάδων, τις οποίες θεωρούσαν αιρέσεις στους κόλπους της εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό σεβάστηκαν τον αναγνώστη τους, τον πιστό της εκκλησίας, και ήταν αναγκαίο να γίνει με αυτό τον τρόπο, εφόσον η πρόθεσή τους ήταν να τον προστατέψουν, ώστε να μην πέσει θύμα αυτών που επιχειρούσαν με συγκεκαλυμμένο τρόπο να τον παραπλανήσουν. Σκοπός τους δηλαδή ήταν ν’ αποκαλύψουν στους Χριστιανούς την πραγματική φύση της γνωστικής διδασκαλίας και το πραγματικό ποιόν των γνωστικών.
Οι πληροφορίες αυτές που διασώθηκαν στα έργα τους είναι ανεκτίμητης αξίας για τους σύγχρονους ερευνητές, περισσότερο και από τα ίδια τα κείμενα. Χωρίς αυτές θα ήταν αδύνατη η ορθή κατανόηση των κειμένων. Οι γνωστικοί θέλοντας να καλύψουν την διαφοροποίησή τους από την διδασκαλία της Εκκλησίας, χρησιμοποιούσαν την μορφή που είχαν οι εκκλησιαστικές γραφές. Απέδιδαν, μάλιστα, ψευδώς τα έργα τους σε αναγνωρισμένα πρόσωπα της Εκκλησίας. Δεν εμφάνιζαν τους πραγματικούς συγγραφείς των έργων τους, ούτε οριοθετούσαν την διδασκαλία τους. Δεν αυτοπροσδιορίζονταν. Γι’ αυτό τον λόγο και δεν υπάρχουν έργα που να απαντάνε στις κατηγορίες εκ μέρους της επίσημης Εκκλησίας. Όλη η γνωστική γραμματεία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πλαστογραφία.
Αν, λοιπόν, δεν υπήρχαν τα αντιαιρετικά έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων, δεν θα μπορούσε να γίνει αναγνώριση ταυτότητας των γνωστικών κειμένων, δεν θα μπορούσαν ν’ αποδοθούν αυτά στις σέκτες που τα δημιούργησαν, δεν θα μπορούσε να γίνει σωστή κατανόηση του φαινομένου. Από την άλλη υπήρχε ο κίνδυνος να θεωρηθούν ως έργα της πρώιμης εκκλησιαστικής γραμματείας, να εκληφθούν ως προϊόντα μιας πνευματικής ζύμωσης, που δεν έγινε, εντός της Εκκλησίας, αλλά στο περιθώριό της. Η ίδια η ευαγγελική αλήθεια θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η επικρατέστερη μεταξύ πολλών, και όχι ως η μία αποστολική παράδοση. Συνεπώς, τα αντιαιρετικά έργα της Εκκλησίας είναι πολλαπλώς χρήσιμα.
Για την μελέτη των πηγών της γνωστικής διδασκαλίας, λοιπόν, θα ακολουθήσουμε την παραδοσιακή κατηγοριοποίηση.
2.1 Εκκλησιαστική γραμματεία.
Παραπάνω μιλήσαμε σε γενικές γραμμές για την ακρίβεια και την χρησιμότητα της μελέτης των έργων αυτών στην έρευνα του γνωστικισμού. Οι λόγοι που ανάγκασαν τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ν’ αντιμετωπίσουν με ένταση την εξάπλωση της γνωστικής διδασκαλίας αναφέρθηκαν επίσης. Ήδη από την αποστολική εποχή οι κήρυκες του Ευαγγελίου χρειάστηκε να στιγματίσουν τις προσπάθειες παραπλάνησης των γνωστικών. Οι πρώτες πληροφορίες λοιπόν, γι’ αυτούς βρίσκονται στα κείμενα της Αγίας Γραφής.
Στην συνέχεια ασχολήθηκαν με το θέμα Χριστιανοί απολογητές και θεολόγοι, πολλοί εκ των οποίων κατείχαν το επισκοπικό αξίωμα (π.χ. άγιος Ειρηναίος της Λυών, άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, άγιος Επιφάνιος Σαλαμίνος). Πολλοί εξ αυτών κατείχαν και την θύραθεν παιδεία (όπως ο άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και ο Ωριγένης), ως τμήμα της ευρείας μόρφωσής τους. Στους περισσότερους, τα αντιαιρετικά κείμενα είναι τμήμα ενός μεγαλύτερου συγγραφικού έργου.
Στην προσπάθεια αποκάλυψης και ενημέρωσης μέσω των κειμένων τους, ακολουθούν μια απλή μέθοδο. Αρχικά παραθέτουν γενικές γνώσεις για την εξέλιξη της ειδωλολατρικής σκέψης. Στην συνέχεια εκθέτουν όσες πληροφορίες μπόρεσαν να συλλέξουν για τους ίδιους τους αιρεσιάρχες, την διδασκαλία και τις πρακτικές τους. Τέλος παραθέτουν την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας. Μέσα από τις απαραίτητες συγκρίσεις έβγαινε το συμπέρασμα για τον πραγματικό χαρακτήρα των γνωστικών.
Η κατάταξη της ύλης τους γίνεται σε κάποια έργα με συστηματικά τρόπο, ενώ σε άλλα περιστασιακά. Μερικά από τα συστηματικά έργα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως εγκυκλοπαίδειες του γνωστικισμού. Περιστασιακά γινόταν όταν έπρεπε να αντιμετωπιστούν κάποιες συγκεκριμένες αιρέσεις. Και σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν πολύτιμες πληροφορίες και μάλιστα εξειδικευμένες.
Στα έργα αυτά, όμως δεν καταγράφεται μόνο η αιρετική διδασκαλία. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, γίνεται έκθεση και της ορθής εκκλησιαστικής διδαχής, οπότε έχουμε καταγραφή και της αποστολικής παράδοσης, όχι στην πλήρη της μορφή, αλλά του απαραίτητου τμήματος προς αντιμετώπιση της αντίστοιχης αιρετικής. Αυτό είναι εξίσου σημαντικό καθώς έχουμε έκθεση του ορθόδοξου δόγματος σε εποχή προ των Οικουμενικών Συνόδων, από ανθρώπους που έζησαν πολύ κοντά στην αποστολική εποχή. Δεν έχουμε ανάπτυξη του δόγματος μέσω της αντιπαράθεσης αυτής, όπως θέλουν να νομίζουν οι υπέρμαχοι της εξέλιξης αυτού. Έχουμε καταγραφή της αποστολικής διδασκαλίας προς εξακρίβωση της διαφοράς της αιρετικής διδασκαλίας. Φυσικό είναι η καταγραφή αυτή να μην χρησιμοποιεί την ορολογία που υιοθετήθηκε αργότερα από τις Οικουμενικές Συνόδους. Αλλά η διαφορά στην φράση δεν δείχνει σε καμιά περίπτωση εξέλιξη στην διδασκαλία της Εκκλησίας.
Παρακάτω παρουσιάζονται οι σημαντικότεροι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τους γνωστικούς και τα έργα τους περιληπτικά.
2.1.1. Άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς.
Ο άγιος Ιουστίνος ήταν γιος του Πρίσκου και εγγονός του Βακχείου. Εξαιτίας του ονόματος αυτού και του πατέρα του, θεωρήθηκε αρχικά Ρωμαίος. Στην πραγματικότητα ήταν Έλληνας, όπως φαίνεται από το όνομα του παππού του. Την εποχή εκείνη όσοι λάμβαναν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη έπαιρναν αναγκαστικά κι ένα ρωμαϊκό όνομα.
Ο Μεθόδιος Ολύμπου τον μνημονεύει ως άνδρα που δεν απείχε πολύ από την αποστολική εποχή. Η ημερομηνία γέννησής του τοποθετείται περίπου το 110 μ. Χ. Αυτό προκύπτει από τον Διάλογο προς Τρύφωνα, γραμμένο το 135 μ. Χ. όπου αναφέρει ότι έχει τελειώσει τις φιλοσοφικές του σπουδές.
Τόπος γέννησής του είναι η Φλαβία Νεάπολη. Αυτή κτίσθηκε το 70 μ. Χ. στα ερείπια της αρχαίας Συχέμ. Αρχικά ήταν εθνικός[1]. Οι υπαρξιακές του ανησυχίες τον οδήγησαν στην μελέτη της φιλοσοφίας. Καταστάλαξε στον πλατωνισμό. Τις σπουδές του ολοκλήρωσε ή στην Καισάρεια της Παλαιστίνης ή στην Αθήνα. Η δεύτερη είναι και η πιθανότερη περίπτωση, όπως προκύπτει από την περιγραφή του σκηνικού στον Διάλογο προς Τρύφωνα. Εκεί έγινε και η μεταστροφή του στον Χριστιανισμό, λίγο πριν το 135 μ. Χ.
Το 136 μ. Χ. μετακόμισε στην Ρώμη. Εκεί άνοιξε φιλοσοφική σχολή, όπου αντί άλλου φιλοσοφικού συστήματος δίδασκε τον Χριστιανισμό. Η σχολή του ήταν συνάμα και ναός. Αυτή ήταν και η πρώτη ορθόδοξη σχολή ανωτέρας στάθμης. Μαθητές του υπήρξαν ο Τατιανός και ο άγιος Ειρηναίος. Περί το 160 μ. Χ. αναζωπυρώθηκε ο διωγμός κατά των Χριστιανών. Την εποχή εκείνη ανέλαβε την διοίκηση της αυτοκρατορίας ο Μάρκος Αυρήλιος, ο οποίος θέλοντας να εμφανίσει εαυτόν ως φιλόσοφο, τήρησε σκληρή στάση έναντι του Χριστιανισμού[2].
Ο άγιος Ιουστίνος αναγκάστηκε να φύγει από την Ρώμη, μετά το μαρτύριο του μαθητή του Πτολεμαίου, μάλλον την ίδια χρονιά. Αιτία ήταν η επιβουλή του κυνικού φιλοσόφου Κρήσκεντος κατά του αγίου, ο οποίος έβλεπε ανταγωνιστικά την αύξηση των μαθητών του Ιουστίνου και την πτώχευση των άλλων φιλοσοφικών σχολών. Ο άγιος επέστρεψε βραδύτερον[3] και συνελήφθη επί επάρχου Ρώμης Ρουστικού (162-167), στωικού και παιδαγωγού του Μ. Αυρήλιου. Καταδικάσθηκε σε θάνατο και αποκεφαλίσθηκε μαζί με ομάδα έξι μαθητών του, το 165 μ. Χ.
Το έργο που περιέχει πληροφορίες για τους γνωστικούς είναι η Α’ Απολογία[4]. Δεν πρόκειται για αντιαιρετικό σύγγραμμα αλλά για απολογητικό. Ο άγ. Ιουστίνος το απευθύνει στον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή (Πίο, 138-161), τους γιους του, την ρωμαϊκή σύγκλητο και τον δήμο. Μέσα από αυτό απολογείται για την υπόθεση των Χριστιανών, επί τη ευκαιρία της αναζωπύρωσης των διωγμών. Εκθέτει την χριστιανική άποψη με νηφαλιότητα και ευγένεια χωρίς ιδιαίτερα ρητορικά σχήματα. Είναι ένα έργο γραμμένο για να το διαβάσουν λόγιοι. Δικαίως έχει ειπωθεί ότι ο Ιουστίνος με το έργο του έδωσε τα όπλα στον Χριστιανισμό, για να επεκταθεί στους κύκλους των μορφωμένων[5].
Σχετικά με τους γνωστικούς, παρέχει πληροφορίες για τους πρώτους εξ αυτών. Αναφέρεται στον Σίμωνα Μάγο, τον Μένανδρο και τον Μαρκίωνα. Σύντομη αναφορά στους γνωστικούς βρίσκουμε και στον Διάλογο προς Τρύφωνα[6]. Εκεί αναφέρεται στις ομάδες αυτών.
2.1.2. Άγιος Ειρηναίος επίσκοπος Λουγδούνου (Λυών)
Η γέννηση του αγίου Ειρηναίου τοποθετείται υποθετικά το 140 μ. Χ. Ο ίδιος αναφέρει, ότι κατά την παιδική του ηλικία συναναστρέφονταν τον άγιο Πολύκαρπο, επίσκοπο Σμύρνης, οπότε συμπεραίνεται ότι η καταγωγή του ήταν από αυτή την πόλη[7]. Υπήρξε, λοιπόν, μαθητής του αγίου Πολυκάρπου και διατήρησε το κείμενο του μαρτυρίου του. Ο άγιος Ιερώνυμος αναφέρει[8] ότι ήταν και μαθητής του Παπία. Από τα συγγράμματά του φαίνεται κάτοχος της εγκύκλιας και ανωτέρας κοσμικής μόρφωσης. Ο Τερτυλλιανός τον χαρακτηρίζει «ακριβέστατο μελετητή πάσης παιδείας»[9]. Κάνει χρήση των έργων του Ιουστίνου, οπότε δεν αποκλείεται να τον άκουσε να διδάσκει στην Ρώμη.
Ο άγιος Ειρηναίος εμφανίζεται στην Λυών το 177 μ. Χ. Ο Γρηγόριος Τουρώνης αναφέρει ότι εστάλη εκεί από τον άγιο Πολύκαρπο[10]. Την εποχή εκείνη στην Λυών υπήρχε ακμάζων ελληνόφωνο στοιχείο και ισχυροί δεσμοί της πόλης με την Μικρά Ασία.. Γι’ αυτό εκτός του ορθόδοξου χριστιανισμού, ίσως να είχε διαδοθεί στην πόλη και ο μοντανισμός[11]. Παράλληλα βρίσκονταν σε πλήρη έξαρση ο διωγμός του Μ. Αυρηλίου. Για τα όσα συνέβησαν στους Χριστιανούς της Λυών επί του διωγμού αυτού, πληροφορούμαστε από την επιστολή-μαρτυρολόγιο των Εκκλησιών Λυώνος και Βιέννης[12]. Ο άγνωστος συντάκτης της επιστολής ενδέχεται να ήταν ο άγιος Ειρηναίος[13].
Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του επισκόπου Ποθεινού, ανέβηκε στον θρόνο της Λυών ο άγιος Ειρηναίος. Έντονη υπήρξε η ιεραποστολική δράση του και παράλληλα το αντιαιρετικό του έργο. Αυτός αντιλήφθηκε ότι για την καταπολέμηση τους δεν αρκούσε μόνο η αναίρεση των κακοδοξιών τους, αλλά απαιτούνταν και αναδιοργάνωση της εκκλησίας, όπως και καθορισμός της διδασκαλίας της. Ο Γρηγόριος Τουρώνης[14] μας πληροφορεί ότι ο άγιος Ειρηναίος μαρτύρησε στον διωγμό του Σεπτίμιου Σεβήρου το 202 μ. Χ.
Το κύριο αντιαιρετικό του σύγγραμμα είναι το Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως[15]. Το έργο αυτό δεν σώζεται στο πρωτότυπο, εκτός εκτεταμένων αποσπασμάτων κυρίως από το πρώτο βιβλίο. Σώζεται σχεδόν πλήρης λατινική μετάφραση. Εγράφη κατά την περίοδο της επισκοπείας του Ελευθέρου Ρώμης, δηλαδή μεταξύ των ετών 185-190 (Πηγή: Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία).
Το σύγγραμμα αυτό διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του γνωστικισμού. Κατοχύρωσε την πολεμική στην συνείδηση της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα από την εποχή αυτή ν’ αρχίσει η φθίνουσα πορεία της αιρετικής διδασκαλίας και να σταματήσει η εξάπλωση των αιρετικών σεκτών. Το μνημονεύει ο Ιππόλυτος[16], ο Τερτυλλιανός[17], ο Κλήμης Αλεξανδρεύς και πολλοί μεταγενέστεροι αιρεσιολόγοι.
Εκτός του Ελέγχου έγραψε κι άλλα έργα με αντιαιρετικό χαρακτήρα, τα οποία δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Δεν χρειάζεται ν’ αναφερθούν εδώ, διότι, ως απολεσθέντα, δεν αποτελούν πηγές.
2.1.3 Άγιος Ιππόλυτος επίσκοπος Ρώμης
Δύο πολύ σημαντικές ανακαλύψεις βοήθησαν στο να διαμορφωθεί η εικόνα για την ζωή και το έργο του αγίου Ιππολύτου, πέραν των λίγων στοιχείων που διασώζουν οι αρχαίοι ιστορικοί. Η πρώτη είναι η ανακάλυψη ενός ανδριάντα στην Via Triburtina το 1551. Ο ανδριάντας παριστάνει αυτόν με φιλοσοφικό τρίβωνα καθισμένο σε θρόνο. Στην μια πλευρά του θρόνου αναγράφεται κατάλογος έργων του αγίου. Αντίθετη άποψη από την επικρατέστερη εξέφρασε ο P. Nautin[18], ο οποίος υποστήριξε ότι ο ανδριάντας δεν παριστάνει τον Ιππόλυτο.
Στον κατάλογο περιλαμβάνεται και το Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος, έργο απωλεσθέν μέχρι το 1842. Την χρονιά εκείνη ο Μηνάς Μηνωίδης ανεύρε σε χειρόγραφο του ΙΔ’ αι. στο Άγιο Όρος τα βιβλία δ’- ι’. Μετέφερε το χειρόγραφο στο Παρίσι και εκδόθηκαν με τον τίτλο Φιλοσοφούμενα, ως έργο του Ωριγένη[19]. Μόλις το 1859 αποδόθηκε η πατρότητα του έργου στον άγιο Ιππόλυτο από τους εκδότες του κειμένου L. Dunker & F. G. Schneidewin (Göttingen).
Κατά τον Μέγα Φώτιο οι αιρέσεις που εξετάζονται στο πόνημα του Ιππολύτου «ελέγχθηκαν κατά τις ομιλίες του Ειρηναίου, και κάνοντας σύνοψη αυτών, συνέγραψε, λέγει ο Ιππόλυτος, αυτό το βιβλίο[20]». Από αυτήν την πληροφορία, αν είναι ακριβής, φαίνεται ότι ο Ιππόλυτος υπήρξε ακροατής του αγ. Ειρηναίου. Ίσως, λοιπόν, η Λυών να ήταν ο τόπος γέννησής του. Αυτή τοποθετείται το 170 μ.Χ. Από τους αρχαίους ιστορικούς, άλλοι λένε ότι ήταν επίσκοπος Ρώμης (Λεόντιος Βυζάντιος[21], Αναστάσιος Σιναΐτης[22]), ενώ άλλοι επίσκοπος Πόρτου Ρώμης (Αναστάσιος Αποκρισάριος[23], Ιωάννης Ζωναράς[24], Νικηφόρος Κάλλιστος[25]). Έχει αποδειχθεί ότι τελικά έζησε και έδρασε στη Ρώμη, ως πρεσβύτερος επί Ζεφυρίνου (198-217), και μετέπειτα ως επίσκοπος.
Με την άνοδο του Μαξιμίνου Θρακός εξορίστηκε στην Σαρδηνία, το 235 μ.Χ. Το επόμενο χρόνο πέθανε και το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Ρώμη, όπου και ετάφη στο σημείο που βρέθηκε ο ανδριάντας.
Έγραψε πάρα πολλά συγγράμματα, σύμφωνα με τον κατάλογο που αναγράφεται στον ανδριάντα, και που συμπληρώνεται από τα έργα που αναφέρουν οι Ευσέβιος Καισαρείας, Ιερώνυμος, Αναστάσιος Σιναΐτης, Γεώργιος Σύγκελος, Μέγας Φώτιος κ.α. Μέχρι τον ΙΘ’ αι. όλα τα έργα του θεωρούνταν χαμένα, αλλά συνεχείς ανακαλύψεις έφεραν στο φως τα σπουδαιότερα εξ αυτών, άλλα στο πρωτότυπο και άλλα σε μεταφράσεις.
Το σπουδαιότερο σύγγραμμά του είναι το Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος[26]. Αναφέραμε παραπάνω το ιστορικό της εύρεσης και έκδοσης του κειμένου, εδώ να σημειώσουμε ότι εξακολουθούν να λείπουν τα βιβλία 2-3. Σκοπός του έργου ήταν ν’ αποδείξει ότι οι αιρετικοί ήταν στην ουσία άθεοι, εφόσον αντλούσαν τις δοξασίες τους από τα φιλοσοφικά δόγματα και μυστηριακά θρησκεύματα[27] (Πηγή: Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία). Κανένα άλλο από τα αντιαιρετικά συγγράμματά του δεν είναι πλέον διαθέσιμο.
2.1.4 Άγιος Επιφάνειος επίσκοπος Σαλαμίνος Κύπρου.
Ο άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε στο χωριό Βησανδούκη, κοντά στην Ελευθερούπολη της Παλαιστίνης, το 315 μ.Χ., από γονείς Χριστιανούς. Από νεαρή ηλικία επιδόθηκε στις σπουδές του και έλαβε πλούσια ιστορική και χριστιανική παιδεία. Γνώριζε πέντε γλώσσες, την ελληνική, την εβραϊκή, τη συριακή, την κοπτική και την λατινική[28]. Γνώρισε τον μοναχικό βίο από τον ασκητή Ιλαρίωνα στη Γάζα.
Νέος ταξίδευσε στην Αίγυπτο. Εκεί γνώρισε διάφορες ομάδες, χριστιανικές και μη. Έτσι απεκόμισε γνώση κι εμπειρία από τον τρόπο σκέψης των γνωστικών. Μετά την επιστροφή του από την Αίγυπτο, ίδρυσε μοναστήρι στην πατρίδα του, το οποίο διηύθυνε επί τριακονταετία[29].
Στην Αίγυπτο, εκτός του γνωστικισμού γνώρισε και τον Ωριγενισμό. Θεωρείται ότι αυτός ανακίνησε το ζήτημα της καταδίκης του, την τελευταία δεκαετία του Δ’ αι[30]. Η επίδραση του στην στάση του αγίου Ιερωνύμου επί του θέματος, είναι γνωστή. Αντίθετα, ήρθε σε σύγκρουση με τον Ιωάννη Ιεροσολύμων, φιλοωριγενιστή. Στα πλαίσια αυτής της σύγκρουσης εξηγείται η αντικανονική στάση του να σχίσει το παραπέτασμα του ναού στη Βαιθήλ. Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο, έστειλε την γνωστή επιστολή στον Ιωάννη, η οποία χειροτέρευσε τις μεταξύ τους σχέσεις.
Πέθανε το 403 μ.Χ. κατά την επιστροφή του από την Κωνσταντινούπολη στην Κωνστανία. Ο λαός της πόλεώς επεφύλαξε τιμητική υποδοχή στο λείψανό του. Η μνήμη του τιμάται την 12η Μαΐου.
Τα συγγράμματά του, κυρίως τα αντιαιρετικά είναι ιδιαίτερης σημασίας για την μελέτη του γνωστικισμού, επειδή ταξιδεύοντας γνώρισε προσωπικά πολλές από τις ομάδες, για τις οποίες γράφει. Επίσης πολλές από τις πηγές που χρησιμοποίησε έχουν απολεσθεί[31]. Ο Αγκυρωτός[32] είναι έργο δογματικό με παρεμβολές αιρετικών διδασκαλιών, χάριν αναιρέσεως. Γράφτηκε το 374 μετά από αίτηση της κοινότητας Σουέδρων της Παμφιλίας προς αντιμετώπιση των Πνευματομάχων.
Το σημαντικότερο αντιαιρετικό του έργο είναι το Πανάριον, στο οποίο γίνεται συστηματική έκθεση και αντιμετώπιση των αιρέσεων. Εδώ θα χρειαστεί να εξηγήσουμε κάποια πράγματα για τις εκδόσεις του έργου. Τέσσερις είναι οι πρώτες εκδόσεις του έργου, εκτός της editio princeps (J. Oporinus, Βασιλεία 1544):
α) D.Petavius, Paris 1622, η οποία περιλαμβάνεται στην PG 41-43.
β) F. Oehler, Corpus Haereseologicum 2-3, Berlin 1859-61.
γ) W. Dindorf, Opera 1-5, Leipzig 1859-62.
δ) Karl Holl, GCS 25 (1915), 31 (1922), 37 (1933).
Η διαφορά των δύο πρώτων εκδόσεων από τις δύο επόμενες είναι ότι στις εκδόσεις του W. Dindorf και του Karl Holl[33] ελήφθη υπόψη ο κώδ. Marcianus Graecus 125 (Μ). Έτσι το κείμενο συμπληρώθηκε με αποσπάσματα που δεν υπάρχουν σε κανέναν άλλο κώδικα. Ο Μαρκιανός αυτός κώδικας προέρχεται από την συλλογή του καρδινάλιου Βησσαρίωνα, πρώην Νικαίας. Στην αυλή του συναγελάζονταν όλοι εκείνοι οι αρχαιολάτρες μαθητές του Γεωργίου Πλήθωνος, μαθητή του νέο-γνωστικού (τότε) Ελισαίου, του Εβραίου[34]. Όλοι αυτοί που προσπάθησαν ν’ αναβιώσουν τον παγανισμό τον ΙΕ’ αι. , όπως ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Μιχαήλος Αποστόλης, ο Ερμώνυμος ο Σπαρτιάτης[35] κ.α., αρνούμενοι να μοιραστούν την θλίψη της άτυχης πατρίδας τους, προτίμησαν τις τιμές και τις δόξες της Δύσης και κατέφυγαν στην αυλή του Βησσαρίωνα. Είναι δύσκολο να καθοριστεί, λοιπόν, τι είδους επεμβάσεις μπορεί να έγιναν στο κείμενο του κώδικα. Γι’ αυτό κάποιες πληροφορίες, όπως για παράδειγμα αυτή περί του «Κορείου» της Αλεξάνδρειας[36], πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή κι επιφύλαξη. Υπάρχουν μόνο σε αυτόν τον κώδικα[37].
Η συγγραφή του έργου ξεκίνησε το 376 και αποπερατώθηκε το 377 μ.Χ. Είναι το εκτενέστερο από όλα τα υπόλοιπα αντιαιρετικά, καθώς αντιμετωπίζει 80 αιρέσεις. Χωρίζεται σε τρία βιβλία και επτά τμήματα. Ακολούθησε η συγγραφή του Ανακεφαλαίωσις των αιρέσεων[38], το οποίο αποτελεί επιτομή του Παναρίου. Πρόκειται για είδος αναλυτικού πίνακα περιεχομένων. Στο τέλος του Παναρίου και πριν από την Ανακεφαλαίωση επισυνάπτεται Αληθής Λόγος περί πίστεως της καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας[39]. Πιθανόν να είναι νόθος. Τα έργα του υπήρξαν πηγές για τον άγιο Αυγουστίνο και τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό.
Αυτά είναι περιληπτικά τα σημαντικότερα εκκλησιαστικά συγγράμματα, απ’ όσα ασχολήθηκαν με το θέμα. Ακολουθεί πλήρης κατάλογος των έργων των εκκλησιαστικών συγγραφέων, στα οποία υπάρχουν πληροφορίες για τον γνωστικισμό. (1) Ιουστίνος: Α' «Απολογία», (2) Ειρηναίος: «Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου Γνώσεως», (3) Ιππόλυτος: «Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος», (4) Κλήμης Αλεξανδρεύς: «Στρωματείς», «Επιτομαί εκ των Θεοδότου», (5) Τερτυλλιανός: «De praescriptione haereticorum», «De anima», «Adversus Valentinianos», «Adversus Marcionem», «Ad Hermogenen», (6) Ωριγένης: «Κατά Κέλσου», «Εις Ιωάννην», (7) Αδαμάντιος: «Διάλογος περί ορθής πίστεως», (8) Μεθόδιος Ολύμπου: «Περί αυτεξουσίου», (9) Αλέξανδρος: «Κατά Μανιχαίων», «Λυκοπολίτης», (10) Ηγεμόνιος: «Πράξεις Αρχελάου», (11) Σεραπίων: «Θμουέως Κατά Μανιχαίων», (12) Τίτος Βόστρων: «Κατά Μανιχαίων», (13) Επιφάνιος: «Πανάριον», (14) Κύριλλος Ιεροσολύμων: «Κατηχήσεις», (15) Εφραίμ Σύρος: «Κατά Βαρδεσάνους», «Κατά Μαρκίωνος», «Κατά Μάνητος», (16) Αφραάτ: «Αποδείξεις», (17) Αυγουστίνος: «De utilitate credenda», «De duabus animabus», «Contra Fortunatum», «Contra Felicem», «De natura boni», «Contra Secundinum», «Evodii de fide contra Manichaeos», «De moribus Manichaeorum», «De haeresibus ad Quodvultdeum», (18) Θεοδώρητος Κύρου: «Αιρετικής κακομυθίας επιτομή», (19) Σεβήρος Αντιοχείας: «Ομιλία 123», «Αναθεματισμοί ελληνικοί», «Αναθεματισμοί λατινικοί», (20) Σιμπλίκιος: «Υπόμνημα εις εγχειρίδιον Επικτήτου», (21) Ιωάννης Δαμασκηνός: «Κατά αιρέσεων», «Κατά Μανιχαίων», (22) Πέτρος Σικελιώτης: «Ιστορία Μανιχαίων», «Λόγος κατά Μανιχαίων», (23) Φώτιος: «Κατά Μανιχαίων»
2.2 Γνωστικές πηγές
Μέχρι τα μέσα περίπου του ΙΘ’ αι. η παλαιότερη έρευνα δεν διέθετε σχεδόν κανένα γνωστικό κείμενο, για να μπορεί να ερευνήσει τη διδασκαλία τους από πρώτο χέρι. Γι’ αναπληρώσουν το κενό, παλαιότεροι ερευνητές παρουσίασαν τα ερμητικά κείμενα ( ή αλλιώς Corpus Hermeticorum) ως γνωστικά[40]. Τα οκτώ κείμενα του Corpus είναι μεν προϊόντα του ελληνο-αιγυπτιακού συγκρητισμού, αλλά έχουν βασικές διαφορές με τα γνωστικά κείμενα, οι οποίες δεν μπορούν να παραβλεφθούν επειδή φέρουν και ομοιότητες, όχι το σύνολο αλλά κυρίως το πρώτο βιβλίο εξ αυτών ο Ποιμανδρής. Η θεμελιώδης διαφορά είναι ότι παρουσιάζονται ως διδασκαλία του Ερμή του Τρισμέγιστου, δηλ. του αιγυπτιακού Θωθ, προς τον μαθητή του Ασκληπιό. Και οι δύο αυτές φιγούρες απουσιάζουν από την γνωστική μυθολογία. Επίσης είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι είναι γραμμένες πρωτότυπα στα ελληνικά, την στιγμή που το συντριπτικό ποσοστό της γνωστικής γραμματείας έχει γραφεί ή διασωθεί στην κοπτική, και σε μικρότερο ποσοστό στην συριακή ή αρμενική. Είναι πιθανότερο τα ερμητικά κείμενα ν’ ακολούθησαν την σύζευξη μεταξύ ελληνικού και αιγυπτιακού μυστικισμού, που πρώτος εισήγαγε ο Πλούταρχος στο Περί Ίσιδος και Οσίριδος, ενώ σε κάποια σημεία είναι έντονος ο νεοπλατωνικός τους χαρακτήρας. Επίσης, μπορεί ν’ αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τα ύστερα γνωστικά συστήματα, και γι’ αυτό αντιπροσωπεύονται στην βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου (Αποκάλυψη Ασκληπιού στον κώδικα VI), αλλά στον ίδιο κώδικα υπάρχει και η Πολιτεία του Πλάτωνα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι γνωστικό κείμενο.
2.2.1 Παλαιότερες Πηγές
Εκτός των ερμητικών κειμένων, οι παλαιότερες πηγές ήταν δύο κώδικες που ανακαλύφθηκαν το ΙΗ’ αι. ο ένας από τον Άγγλο γιατρό δρ Askew, οπότε ονομάστηκε Codex Askewianus, και έτερος από τον Scot James Bruce, οπότε ονομάστηκε Codex Brucianus. Ο πρώτος βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο και ο δεύτερος στην Βοντλειανή Βιβλιοθήκη στην Οξφόρδη.
Ο Codex Ascewianus εκδόθηκε για πρώτη φορά μαζί με λατινική μετάφραση από τον M. G. Schwartze (Berlin 1851). Ακολούθησε γαλλική μετάφραση από τον E. Amélinau (Paris 1895) και γερμανική μετάφραση υπό την αιγίδα της Πρωσικής Ακαδημίας των Επιστημών στο Βερολίνο από τον Karl Schmidt (1905).
Ο Κώδικας διαιρείται σε τρία μέρη, στα οποία περιέχονται τα εξής έργα: 1) Πίστις Σοφία α’ 2) Πίστις Σοφία β’ 3) Τεύχος Σωτήρος α’ & β’. Υπάρχει και τέταρτο ξεχωριστό τεύχος, το οποίο περιλαμβάνει το Διάλογος Ιησού και μαθητών (συμβατικός τίτλος). Τα έργα αυτά γράφτηκαν τον Γ’ αι.. Δεν έχουν ιδιαίτερες φιλολογικές αξιώσεις, ούτε βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο έμπνευσης. Είναι χρήσιμα διότι παρουσιάζουν ένα επίπεδο εξέλιξης της γνωστικής σκέψης.
Ο Κώδικας Brucianus, περιλαμβάνει τρία ημιτελή έργα, γραμμένα την ίδια εποχή. Πρόκειται για τα Μέγα κατά μυστήριον λόγος α’, β’ και Βιβλίον Σηθέως. Πρώτη έκδοση έχουμε από τον E. Amélinau (1891), με γαλλική μετάφραση, ενώ περιλήφθηκαν στην ίδια έκδοση με τον κώδικα Askewianus του Schmidt. Αυτός πρόσεξε για πρώτη φορά ότι τα δύο πρώτα έργα αναφέρονται στο Πίστις Σοφία με το όνομα Βίβλοι Δύο Ιεού. Επικράτησε όμως το όνομα που αναγράφεται στον κώδικα. Σ’ αυτά έχουμε επίσης "αποκαλύψεις" του Ιησού στους μαθητές του, μετά την Ανάσταση.
2.2.2 Ο Κώδικας του Βερολίνου 8502.
Με τους δύο πρώτους κώδικες φάνηκε η σπουδαιότητα της Αιγύπτου στην ιστορία του γνωστικισμού. Το 1896 ο Karl Schmidt ανακοίνωσε σε συνεδρίαση της Πρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, την απόκτηση ενός παπύρινου κώδικα, εκ μέρους του Μουσείου του Βερολίνου. Ο κώδικας είχε αγορασθεί στο Κάιρο. Περιείχε τα εξής κείμενα: 1) Ευαγγέλιον Μαρίας 2) Ευαγγέλιον Ιωάννου Απόκρυφον, γ) Σοφία Ιησού Χριστού και δ) Πράξεις Πέτρου. Το Πράξεις Πέτρου δεν είναι γνωστικό κείμενο, αλλά απόκρυφο. Φαίνεται όμως, ότι στα αγαπημένα αναγνώσματα των γνωστικών συγκαταλέγονταν οποιοδήποτε ανορθόδοξο κείμενο.
Η έκδοση του κώδικα αυτού είχε μυθιστορηματική πορεία. Η πρώτη έκδοση ετοιμάστηκε από τον ίδιο τον K. Schmidt, αλλά το χειρόγραφο καταστράφηκε από πλημμύρα στο κελάρι του τυπογραφείου. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ανέβαλε την προσπάθεια μέχρι το 1938, οπότε επιχειρήθηκε εκ νέου η ετοιμασία της έκδοσης. Αυτήν την φορά η αναβολή οφείλονταν στον θάνατο του K. Schmidt. Την συνέχιση της προσπάθειας ανέλαβε το 1941 ο Walter Till, και την έφερε εις πέρας το 1943. Δεν μπόρεσε, όμως, να εκδώσει για αρκετό χρόνο λόγο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά ακολούθησε η ανακάλυψη της βιβλιοθήκης του Χηνοβοσκίου. Σε αυτήν περιλαμβάνονταν και τα έργα Ευαγγέλιον Ιωάννου Απόκρυφον & Σοφία Ιησού Χριστού, οπότε έπρεπε ν’ αναθεωρηθούν τα πρώτα κείμενα. Τελικά εκδόθηκαν το 1955, από την Akademie-Verlag, με τον τίτλο Die gnostischen Schriften des Koptischen Papyrus Berolinensis 8502. Το εγχείρημα δηλαδή ολοκληρώθηκε 59 χρόνια μετά την ανακάλυψη του παπύρου.
2.2.3 Ωδαί Σολομώντος
Το 1812 εκδόθηκαν για πρώτη φορά πέντε ωδές, σε πρωτότυπο κοπτικό κείμενο και λατινική μετάφραση. Αυτές προέρχονταν από το έργο Πίστις Σοφία, το οποίο δεν είχε ακόμη εκδοθεί. Η έκδοση ήταν του Δανού επισκόπου F. Münter. Το 1909 ο Άγγλος ακαδημαϊκός J. Rendel Harris ανακάλυψε ένα παλιό Συριακό χειρόγραφο, που περιείχε 40 ωδές από ένα σύνολο 42 (έλειπαν οι δύο πρώτες). Επρόκειτο για τους 18 λεγόμενους Ψαλμούς Σολομώντος, έργο του ζηλωτή Ιουδαίου μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων (που σώζονται και σε ξεχωριστά χειρόγραφα), μαζί με τις Ωδές Σολομώντος[41]. Ένα δεύτερο συριακό χειρόγραφο περιείχε τις ωδές από το μέσο της 17ης έως τέλους της 42ας. Αυτές ήταν γνωστές μέχρι τότε μέσα από κείμενο του Λακταντίου[42]. Οι πέντε ωδές που είχαν εκδοθεί ήδη ήταν η 1η , 5η , 6η , 22η , 25η .
Το γνωστικό χρώμα τους είναι αδιόρατο. Δι’ αυτών απευθύνεται αίνος ή ευχαριστία ή παράκληση προς τον Θεό. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα η περιγραφή μιας καταστάσεως πνευματικής ευφροσύνης, η οποία δημιουργείται από την κονωνία των ανθρώπων με το Θεό και οφείλεται στην έλευση του Χριστού[43].
2.2.4 Μανδαίοι
Οι Μανδαίοι αποτελούν παρακλάδι γνωστικό, το οποίο αναπτύχθηκε αυτόνομα κι επέζησε μέχρι τα νεότερα χρόνια. Δείγματα της γραμματείας τους έφθασαν στην Ευρώπη ήδη από τον ΙΣΤ’ αι. από τους Πορτογάλους μοναχούς. Η μελέτη της κουλτούρας τους ανανεώθηκε τον ΙΘ’ αι., αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάτι παραπάνω από γενικά συμπεράσματα. Η έκδοση τον βιβλίων τους δεν έχει ολοκληρωθεί, παρότι κυκλοφορούν ανεξάρτητες εργασίες, συνεπώς μέχρι στιγμής δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι παραπάνω ως πηγές.
2.2.5 Η βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου (Nag Hammadi)
Όλες οι προηγούμενες ανακαλύψεις ήταν μια πρόβα για την μεγάλη ανακάλυψη του 1946, μιας συλλογής παπύρινων κωδίκων στην τοποθεσία του αρχαίου Χηνοβοκσίου, κοντό στο χωριό Nag Hammadi, στην Αίγυπτο. Μέσω αυτής ήρθαν στο φως πλήθος χειρογράφων γνωστικού περιεχομένου, γραμμένων στην κοπτική γλώσσα. Η πορεία των γεγονότων που οδήγησαν στην εμφάνιση των χειρογράφων είναι πολύ ενδιαφέρουσα, κι έχει ως εξής.
Στις 4 Οκτωβρίου του 1946, ο Togo Mina, έφορος του Κοπτικού Μουσείου του Καΐρου, αγόρασε έναν ημιτελή κοπτικό πάπυρο έναντι του ποσού των 250 αιγυπτιακών λιρών. Πωλητής ήταν ένας Κόπτης δάσκαλος από το χωριό Nag Hammadi, με το όνομα Raghib Andrawus al Quss Abd as-Sajjid. Επρόκειτο για τον Κώδικα III της συλλογής. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ο Togo Mina έδειξε τον πάπυρο στον Γάλλο Ανατολιστή Francois Daumas και τον Henri Corbin. Αυτοί παρατήρησαν τον τίτλο του περιεχομένου έργου, Ευαγγέλιον Ιωάννου Απόκρυφον. Όπως είδαμε παραπάνω το συγκεκριμένο έργο περιλαμβάνονταν και στον Κώδικα του Βερολίνου. Κατάλαβαν, λοιπόν, ότι πρόκειται για γνωστικό κείμενο. Ο Daumas επέστρεψε στο Παρίσι, ενημέρωσε τον Antoine Guillaumont, και σχεδίασε την έκδοση του χειρογράφου.
Τον Σεπτέμβριο του 1947, ένας άλλος Γάλλος, ο Jean Doresse, ήρθε στην Αίγυπτο για σπουδές και ενημερώθηκε από τον Togo Mina για την ανακάλυψη. Αναγνώρισε αμέσως την σπουδαιότητα του χειρογράφου και ανέλαβε να το εξετάσει. Με την σειρά του ενημέρωσε τον διευθυντή του τμήματος Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων, Etienne Drioton και τον θρησκειολόγο Henri-Charles Puech. Το κοινό ενημερώθηκε από τις αιγυπτιακές εφημερίδες στις 11-12 Ιανουαρίου 1948. Η ακαδημαϊκή κοινότητα ενημερώθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1948 με αναφορά των Puech και Doresse στην Académie des Inscriptions et Belles-Lettres και του Togo Mina στο Bulletin de l’ Institut d’ Egypt.
Στο μεταξύ, τμήματα ενός άλλου χειρογράφου (Κώδικα Ι) ήλθαν στην κατοχή του Βέλγου αντικέρ Albert Eid. Αυτός τα έθεσε στην διάθεση των Doresse & Mina στο τέλος του 1947. Αλλά ο σκοπός του Eid ήταν να πουλήσει το χειρόγραφο. Έτσι, απευθύνθηκε πρώτα στο ίδρυμα Bollingen της Νέας Υόρκης και στην συνέχεια στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων, χωρίς να καταφέρει να έλθει σε συμφωνία. Ο θάνατος του Albert Eid ανησύχησε την επιστημονική κοινότητα, διότι υπήρχε κίνδυνος να χαθούν τα ίχνη του χειρογράφου. Την υπόθεση ανέλαβε ο θεοσοφίτης ψυχίατρος Carl Gustav Jung, και κατάφερε να μεταφέρει τον κώδικα σε ασφαλή θυρίδα τράπεζας στις Βρυξέλλες, το 1950. Ο πράκτοράς του C. A. Meier, κατάφερε να βρει σπόνσορα στην Ελβετία το 1952, στο πρόσωπο του George Page, ο οποίος κατέβαλε το ποσό των 35.000 ελβετικών Φράγκων. Στις 10 Μαΐου του 1952, το χειρόγραφο μεταφέρθηκε στο Ινστιτούτο C. G. Jung, και ονομάστηκε κώδικας Γιούνγκ.
Η πρώτη περιγραφή του κώδικα Γιουνγκ μαζί με το περιεχόμενό του, κυκλοφόρησε το 1955, από τους H. C. Puech & G. Quispel, με τίτλο The Jung Codex, A Newly recovered Gnostic Papyrus. Την ίδια χρονιά ο Quispel βρήκε στην Αίγυπτο και άλλες χαμένες σελίδες του κώδικα. Μετά τον θάνατο του C. Jung τέθηκε θέμα αντεκδίκησης για την κυριότητα του κώδικα μεταξύ των κληρονόμων του και του Ινστιτούτο. Εν τέλει κανονίστηκε η μεταφορά του στο Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου, μετά την έκδοσή του. Το δερμάτινο δέσιμο του κώδικα είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία του Institute for Antiquity and Christianity στο Claremont. Μόλις το 1975 έγινε κατορθωτό να συγκεντρωθούν όλα τα τμήματα του κώδικα στο Κάιρο.
Το 1948 εμφανίστηκαν άλλοι εννιά σχεδόν ολοκληρωμένοι κώδικες στο Κάιρο, από άγνωστους μεσάζοντες. Στις διαπραγματεύσεις εμφανιζόταν η κόρη γνωστού Ιταλού νομισματολόγου της εποχής, η Maria Dattari. Αυτή εκπροσωπούσε τον ονομαστό Κύπριο αντικέρ Φωκίωνα Θάνου. Η πρώτη επαφή έγινε με τον Jean Doresse, ο οποίος αναγνώρισε μερικούς από τους τίτλους των έργων (Αποκάλυψις Αδάμ, Ευαγγέλιον Θωμά, Παράφρασις Σημ), και χαρακτήρισε τους κώδικες ως γνωστικούς. Ενημέρωσε τον E. Drioton και έδρασε ως σύμβουλος, για λογαριασμό του Κοπτικού Μουσείου. Την άνοιξη του 1949 οι κώδικες παραδόθηκαν στον Togo Mina, ο οποίος ανέθεσε στον Doresse να τους καταλογραφήσει. Ο κατάλογος αυτός υπήρξε για χρόνια η μόνη πηγή πληροφόρησης για το περιεχόμενο των κωδίκων.
Στις 17 Ιουνίου 1949, στάλθηκε η πρώτη αναφορά στην Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, και το 1950 η πρώτη επιθεώρησή τους από τον H.C. Puech. Όσο το Κοπτικό Μουσείο προσπαθούσε να εξασφαλίσει τους πόρους για την αγορά τους, οι κώδικες παρέμεναν σφραγισμένοι σε κιβώτιο στο γραφείο του Drioton. Η ανώμαλη εξέλιξη των πολιτικών γεγονότων και η εμπλοκή της αιγυπτιακής κυβέρνησης σε κρίσεις, όπως αυτή του Σουέζ, καθιστούσαν αδύνατη της εξεύρεση του απαιτούμενου ποσού (50.000 αιγυπτιακών λιρών) για την αγορά των κωδίκων. Ο θάνατος του Togo Mina το 1949 και η αιγυπτιακή επανάσταση το 1952, περιέπλεξαν την κατάσταση. Ο νέος υπουργός πληροφοριών Taha Hussain επέτρεψε τελικά την μελέτη των κωδίκων πριν την αγοραπωλησία τους, οπότε μεταφέρθηκαν στο Κοπτικό Μουσείο, στις 9 Ιουνίου το 1952. Παρέμειναν στο γραφείο του Drioton ανέγγιχτοι μέχρι το 1956.
Ο P. Labib ξεκίνησε το 1956 την διαδικασία συντήρησης των κωδίκων, μαζί τον Αιγύπτιο Κοπτολόγο Victor Girgis και τον Δυτικο-Γερμανό συνάδελφό του Martin Krause. Αυτό κράτησε μέχρι το 1961. Από τους 13 κώδικες μόνο οι 11 ήταν ολοκληρωμένοι. Από τον 12 έλειπε το δέσιμο και μετά από εξέταση φάνηκε ότι είχε ακρωτηριαστεί κατά την ανακάλυψη, και δεν ήταν φθορές λόγω χρόνου. Αντίθετα ο 13ος κώδικας ήταν ημιτελής ήδη από την αρχαιότητα. Υπολογίστηκε ότι επρόκειτο για χειρόγραφα του Δ’ αι.
Για 30 χρόνια τίποτα παραπάνω δεν ήταν γνωστό για τον τρόπο που ανακαλύφθηκαν. Το που και το πώς παρέμεναν μυστήρια. Οι κώδικες είχαν εμφανιστεί από το πουθενά. Σε αποστολές του ο Jean Doresse κατάφερε να μάθει ότι είχαν βρεθεί κάπου στην περιοχή του μικρού χωριού Nag Hammadi, χωρίς να μπορέσει να συγκεντρώσει περισσότερες πληροφορίες. Στην αναφορά του ο Puech είχε γράψει ότι η ανακάλυψη είχε γίνει από τυμβωρύχους, αλλά αυτή ήταν μια βολική δικαιολογία για να μην ανακινηθεί το θέμα.
Περισσότερα στοιχεία έγιναν γνωστά ύστερα από ιδιαίτερα επίπονη προσπάθεια του James M. Robinson. Ξεκινώντας από την πρώτη αναφορά για τον κώδικα ΙΙΙ, ήρθε σ’ επαφή με τον Raghib Andrawus, και κατόπιν προσωπικής αναζήτησης κατέληξε στα εξής. Την ανακάλυψη είχε κάνει ένας καμηλιέρης ο Mohammed Ali es-Samman από το χωριό El Qasr, το αρχαίο Χηνοβοσκίο. Αυτός βρήκε τα χειρόγραφα το 1945 σε μεγάλο πήλινο δοχείο σε μια σπηλιά στην τοποθεσία Hamra Dom, στην ευρύτερη περιφέρεια του Nag Hammadi. Βρήκε το δοχείο σκάβοντας για λίπασμα. Ισχυρίστηκε, ότι 4 εβδομάδες μετά την ανακάλυψη εκδικήθηκε τον φονιά του πατέρα του από το Hamra Dom, οπότε λόγω της βεντέτας έπρεπε να φύγει από την περιοχή. Περιέγραψε ως τόπο ανεύρεσης, πρώτα ένα αρχαίο αιγυπτιακό τάφο στο Thauti, μετά μια σπηλιά στους πρόποδες του Djebel el-Tarif. Αλλά οι αρχαιολογικές ανασκαφές στις τοποθεσίες που υπέδειξε, δεν έφεραν στο φως πειστήρια (πήλινα όστρακα ή τεμάχια των παπύρων), ώστε να επιβεβαιωθούν τα λεγόμενά του. Ούτε στάθηκε δυνατόν ν’ αναγνωριστεί το υποτιθέμενο νεκροταφείο. Σημειωτέον ότι στην περιοχή υπήρχαν την εποχή εκείνη τρεις αποστολές (1975, 1976, 1978) από το Institute for Antiquity and Cristianity του Claremont, που μελετούσαν αιγυπτιακούς τάφους της 6ης Δυναστείας, καθώς και το καθολικό της Μονής του Αγίου Παχωμίου (σημ. στο Faw Qibli).
Εφόσον δεν έγινε κατορθωτό να εξακριβωθεί ο τόπος της ανακάλυψης οι προσπάθειες στράφηκαν στην χρονολόγηση των κωδίκων. Κάποιες αποδείξεις που χρησιμοποιήθηκαν στο δέσιμο ενός από τους κώδικες, φέρουν ημερομηνίες 333, 341, 346, 348 μ.Χ. Έτσι επιβεβαιώθηκε η υπόθεση ότι επρόκειτο για χειρόγραφα του Δ’ αι. Στις αποδείξεις κατονομάζεται κάποιος «π. Παχώμιος», οπότε υποτέθηκε ότι οι κώδικες προέρχονται από την βιβλιοθήκη κάποιας μονής. Μπορεί να θάφτηκαν μέσα στο πήλινο δοχείο, είτε λόγω του αιρετικού τους χαρακτήρα, είτε για λόγους ασφαλείας.
Αν όντως έτσι έχει γίνει, τότε μπορεί η ενέργεια αυτή να συνδέεται με τον αντιαιρετικό αγώνα του Μ. Αθανασίου. Στην ΛΘ’ Εορταστική Επιστολή του ο Μ. Αθανάσιος γράφει τα εξής:
«Ἀλλ’ ἐπειδή περί μέν τῶν αἱρετικῶν ἐμνήσθημεν ὡς νεκρῶν περί δέ ἡμῶν ὡς ἐχόντων προς σωτηρίαν τάς θείας Γραφάς, καί “φοβοῦμαι μήπως”, ὡς ἔγραψε Κορινθίοις[44] Παῦλος, ὀλίγοι τῶν ἀκεραίων ἀπό τῆς “ἀπλότητος” καί τῆς ἀγνότητος πλανηθῶσιν ἀπό τῆς “πανουργίας” τινῶν ἀνθρώπων καί λοιπόν ἐντυγχάνειν ἑτέροις ἄρξονται τοῖς λεγομένοις άποκρύφοις, ἀπατῶμενοι τῇ ὁμωνυμίᾳ τῶν ἀληθινῶν βιβλίων, “παρακαλῶ ἀνέχεσθαι”, εἰ περί ὧν ἐπίστασθε περί τούτων κἀγώ μνημονεύων γράφω διά τε τήν ἀνάγκην καί τό χρήσιμον τῆς Ἐκκλησίας[45]»
Και παρακάτω:
«Καί ὅμως, ἀγαπητοί, κἀκείνων κανονιζομένων καί τούτων ἀναγιγνωσκομένων, οὐδαμού τῶν αποκρύφων μνήμη˙ ἀλλά αἱρετικῶν ἐστιν ἐπίνοια, γραφόντων μέν ὅτε θέλουσιν αὐτά, χαριζομένων δέ καί προστιθέντων αὐτοῖς χρόνους, ἵν’ ὡς παλαιά προσφέροντες πρόφασινἕχωσιν ἀπατᾶν ἐκ τούτου τους ἀκεραίους. Ἔστι δέ πολλή τις ἡ σκληροκαρδία τῶν τοῦτο ποιούντων καί μή φοβουμένων τό ῥῆμα τό γεγραμένον˙ “ Οὐ προσθήσετε προς τό ῥῆμα ὅ ἐγώ ἐντέλλομαι ὑμῖν, καί οὐκ ἀφελεῖτε ἀπ’ αὐτοῦ[46]”. Τίς ἔπεισε τους ἀκεραίους πιστεύειν τοῖς τοῦ Ἐνώχ βίβλοις, Γραφῶν μή οὐσῶν πρό Μωυσέως; Πόθεν ἔχουσι λέγειν, ὅτι Ἠσαΐας ἔχει βιβλία ἀπόκρυφα, ὅς “ ἐπ’ ὄρος ὑψηλόν” παρρησία “εὐαγγελίζεται[47]” λέγων˙ “ Οὐκ ἐν κρυφῇ λελάληκα οὐδέ ἐν τόπῳ γῆς σκοτεινῷ[48]”; Πῶς Μωυςῆς ἔχει βιβλία ἀπόκρυφα, ὅς το Δευτερονόμιον συγγραψάμενος “διαμαρτύρεται τον τε οὐρανόν καί τήν γῆν”; Ἀλλά τοῦτο οὐδενός ἑτέρου ἐστίν, εἰ μή τι τῶν “κνηθομένων τήν ἀκοήν” καί “νομιζόντων πορισμόν εἶναι τήν εὐσέβειαν” και ἀρεσκόντων “γυναικαρίοις”… Μύθοι γάρ ὄντως εἰσί τά ἀπόκρυφα καί μάταιον τό τούτοις προσέχειν, ὅτι “βέβηλοι κενοφωνίαι[49]” εἰσί. Ταῦτα γάρ ἐστιν αρχαί στάσεων, καί τούτων σκοπός ἠ έρίθεια τῶν ἀνθρώπων, οἵτινες οὐ τήν οἰκοδομήν τῆς Ἐκκλησίας ζητοῦσιν, ἀλλ’ ἐπιθυμοῦσι τιμᾶσθαι παρά τῶν ὑπ’ αὐτῶν ἠπατημένων, ἵν’ ὡς μεγάλους αὐτούς ἔχωσι διά τό κηρύττειν ῥήματα “νεωτερικά”. Οὐκοῦν τῶν τοιούτων βιβλίων χρή παραιτεῖσθαι˙ κἄν γάρ τις ἐν αὐτοῖς χρήσιμόν τι εὐρίσκῃ, ἀλλά κρεῖττον ἐστι τό μή τούτοις πιστεύειν[50]».
Η επιστολή αυτή γράφτηκε το 367 μ.Χ. Μεταφράστηκε στα κοπτικά από τον διάδοχο του οσίου Παχωμίου στο μοναστήρι των Ταβενησιωτών, Θεόδωρο. Υπάρχει λοιπόν, περίπτωση, η σύσταση του Μ. Αθανασίου να εισακούσθηκε και αποτέλεσμα αυτής να ήταν το παράχωμα του πήλινου δοχείου με τα γνωστικά κείμενα. Αυτή βέβαια, είναι υπόθεση. Δεν υπάρχουν στέρεες ενδείξεις ότι έτσι συνέβη. Είναι γνωστή δηλαδή η ημερομηνία στάχωσης των κωδίκων, αλλά μπορεί να θάφτηκαν οποιαδήποτε στιγμή μετά. Απλώς οι συνθήκες να έγινε αυτό επί Μ. Αθανασίου ήταν πρόσφορες.
Η έκδοση των κειμένων ολοκληρώθηκε μόλις το 1971, υπό την καθοδήγηση του J. M. Robinson[51], και την χρηματοδότηση της Ουνέσκο. Ακολουθεί πλήρης κατάλογος κειμένων ανά κώδικα, από την έκδοση Robinson.
Κώδικας Ι (Jung codex, Στα Κοπτικά)
α) Προσευχή Αποστόλου Παύλου (δύο σελίδες αποσπασμένες)
β) Επιστολή Ιακώβου Απόκρυφος (σελ. 1-16)
γ) Ευαγγέλιον Αληθείας (σελ. 16-43, το έργο δεν φέρει τίτλο, αλλά έχει ονομαστεί από την πρώτη φράση)
δ) Περί της Αναστάσεως δοκίμιον (σελ. 43-50, γνωστό επίσης και ως Επιστολή εις Ρηγίνον, επειδή έτσι απευθύνεται μέσα στο κείμενο)
ε) Περί τριών φύσεων δοκίμιον (51-140, και αυτό χωρίς τίτλο)
Κώδικας ΙΙ (στα Κοπτικά)
α) Ευαγγέλιον Ιωάννου απόκρυφον ( 1-32, σε αυτόν τον κώδικα υπάρχει στην εκτενέστερη μορφή από τις τρεις, σε όλη τη βιβλιοθήκη)
β) Ευαγγέλιον Θωμά (32-51, συλλογή ρητών του Ιησού)
γ) Ευαγγέλιον Φιλίππου (51-86, ο τίτλος ευαγγέλιο καταχρηστικός)
δ) Υπόστασις αρχόντων (86-97, αποκαλυπτικό κείμενο για την καταγωγή του κόσμου και του ανθρώπου, συνεχίζεται στο επόμενο)
ε) Ανώνυμο χειρόγραφο (97-127, που του δόθηκε ο τίτλος Περί γενέσεως του Κόσμου)
στ) Εξήγησις περί ψυχής (127-137, μιλά για την πτώση της ψυχής και την επιστροφή της στον ανώτερο κόσμο)
ζ) Βιβλίον Θωμά αθλητού (138-145, αποκαλυπτικός διάλογος μεταξύ Ιησού και Θωμά για διάφορα κυρίως εσχατολογικά θέματα)
Κώδικας ΙΙΙ (Κοπτικά, ο παλιότερος κώδικας, που πριν αριθμούνταν πρώτος)
α) Ευαγγέλιον Ιωάννου απόκρυφον ( σελ. 1-40, συντομότερη εκδοχή)
β) Ευαγγέλιον Αιγυπτίων (40-69, αλλιώς γνωστό ως Βίβλος απόκρυφη του Μεγάλου Αοράτου Πνεύματος, αφορά το πεπρωμένο των γνωστικών στην ιστορία)
γ) Εύγνωστος ο Ευλογημένος (70-90, σε μορφή επιστολής, έχει άμεση σχέση με το επόμενο)
δ) Σοφία Ιησού Χριστού (90-119, αποκαλυπτικό κείμενο)
ε) Διάλογος Σωτήρος (120-149, αποκαλυπτικός διάλογος του Ιησού με τους μαθητές του για διάφορα θέματα)
Κώδικας ΙV (Κοπτικά)
α) Ευαγγέλιον Ιωάννου απόκρυφον (1-49, σύντομη εκδοχή)
β) Ευαγγέλιον Αιγυπτίων (50-81)
Κώδικας V (Κοπτικά)
α) Εύγνωστος ο Ευλογημένος (1-17)
β) Αποκάλυψις Παύλου (17-24, περιγράφει ταξίδι του Παύλου στον ουρανό)
γ) Αποκάλυψις Ιακώβου α’ (24-44, αποκαλυπτικοί διάλογοι Ιησού και Ιακώβου)
δ) Αποκάλυψις Ιακώβου β’ (44-63, αφορά το μαρτύριο Ιακώβου, ύμνοι και ομιλίες σχετικές)
ε) Αποκάλυψις Αδάμ (63-85, παραδίδεται στον Σηθ και αφορά την γνωστική ιστορία του κόσμου)
Κώδικας VI (Κοπτικά)
α) Πράξεις Πέτρου και Δώδεκα Αποστόλων (1-12, απόκρυφο χωρίς γνωστικό χρωματισμό)
β) Βροντή, Τέλειος Νους (13-21, αποκάλυψη της ερμαφρόδιτης Σοφίας)
γ) Αυθεντικός Λόγος (22-35, ομιλία για τον προορισμό της ψυχής)
δ) Η Έννοια της μεγάλης Δυνάμεως ημών (γνωστική Αποκάλυψη)
ε) Πλάτωνος Πολιτεία (48-51, χωρίς τίτλο, μετάφραση του τμήματος 588Β-589Β)
στ) Λόγος περί Οκτώ και Εννέα (52-63, άγνωστο ερμητικό κείμενο, διάλογος Ερμού-Πατέρα και Τατ-Υιού για τον ουράνιο κόσμο)
ζ) Προσευχή Ευχαριστίας (63-65, ερμητικό κείμενο γνωστό στα ελληνικά [Πάπυρος Mimaut] και στα λατινικά, Ασκληπιός κεφ. 41)
η) Αποκάλυψις Ασκληπιού (65-78, ερμητικό από το Ασκληπιός κεφ.21-29)
Κώδικας VII (Κοπτικά)
α) Παράφρασις Σημ (1-49, γνωστική κοσμογονία, προσπαθεί να κάνει σύνδεση με την Γένεση)
β) Δεύτερος Λόγος του Μεγάλου Σηθ (49-70, περιέχει πληροφορίες για την λύτρωση της ψυχής, μέσω του εξόριστου Χριστού, που θεωρείται μετενσάρκωση του Σηθ, ακολουθεί την γραμμή του Ευαγγελίου Αιγυπτίων)
γ) Αποκάλυψις Πέτρου (70-84, παρουσιάζει τον Πέτρο ως αποδέκτη ξεχωριστής αποκάλυψης κατά την διάρκεια της φυλάκισής του)
δ) Διδαχαί Σιλουανού (84-118, κείμενο θεοσοφικό με έντονο πεσιμιστικό χαρακτήρα)
ε) Αι τρεις Στήλαι το Σημ (118-127, γνωστικός τριμερής ύμνος, που υποτίθεται ότι παραδόθηκε από τον Δοσίθεο)
Κώδικας VIII (Κοπτικά)
α) Ζωστριανός (1-132, εκτεταμένος τίτλος Ζωστριανού Λόγοι Αληθείας, Θεού Αληθείας, Διδαχαί Ζωροάστρου, αποκαλυπτικό κείμενο που ισχυρίζεται ότι προέρχεται από το ταξίδι στον ουρανό του Ζωροάστρου)
β) Επιστολή Πέτρου προς Φίλιππον (132-140, απόκρυφες συζητήσεις μεταξύ Ιησού και Αποστόλων, γεγονότα κατά την διάρκεια και μετά την Σταύρωση)
Κώδικας IX (Κοπτικά, σε σπαράγματα, τα κείμενα ανασυντέθηκαν με συμβατικούς τίτλους)
α) Μελχισεδέκ (1-27, γνωστική αποκάλυψη για το πεπρωμένο του Ιησού και του Αρχιερέα Μελχισεδέκ)
β) Έννοια Νωραίας (27-29)
γ) Μαρτυρία Αληθείας (29-74, πολεμική ομιλία κατά της ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων γνωστικών ομάδων
Κώδικας X (Κοπτικά, σε κακή κατάσταση)
α) Μαρσάνης (1-68, μαρκιωνίτικες απόψεις για την ψυχή και τους αγγέλους)
Κώδικας XI (Κοπτικά, σε κακή κατάσταση)
α) Ερμηνεία της Γνώσεως (1-21, εισαγωγή στη Γνώση)
β) ανώνυμο (22-44, κείμενο βαλεντιανής σχολής, παρέχει πληροφορίες για το Πλήρωμα, 40-44, λειτουργικά κείμενα για το βάπτισμα, το χρίσμα, την ευχαριστία)
γ) Αλλογενής (45-69, αποκάλυψη του Αλλογενή στον γιο του Μέσσο)
δ) Υψίφρων (69-72, αποκαλυπτικού χαρακτήρα)
Κώδικας XII (Κοπτικά, περιέχει 10 σελίδες και 15 σπαράγματα, εκ των οποίων προκύπτουν δύο πραγματείες)
α) Αι Γνώμαι του Σέξτου (15-16, 27-34, ρήσεις παγανιστικού χαρακτήρα)
β) Αποσπάσματα από το Ευαγγέλιο Αληθείας
Κώδικας XIII (Κοπτικά, διατηρούνται μόνο 16 σελίδες και σπαράγματα)
α) Τρίμορφος Πρωτέννοια (35-50, αποκαλυπτικός διάλογος σε τρία μέρη της πρώτης έκλαμψης του αρχικού θεού, με το όνομα Πρωτέννοια ή Βαρβυλώ, σχετικά με τις τρεις εκδηλώσεις της ως Πατέρα, Μητέρα, Υιός)
β) Περί Γενέσεως Κόσμου ( δέκα πρώτες γραμμές του κειμένου που βρίσκεται και στον Κώδικα ΙΙ)
Η σημασία της ανακάλυψης των χειρογράφων αυτών έγκειται κυρίως στο ότι επιτρέπει την έρευνα του φαινομένου, ανεξάρτητα από τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Το καινούργιο και ογκώδες υλικό θα παρέχει πεδίο έρευνας για αρκετά χρόνια.
[1] Αγ. Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα, 41.2
[2] Αγ. Ιουστίνου, Β’ Απολογία, 3 & Τατιανού, Προς Έλληνας, 19.
[3] Μαρτυρολόγιον Ιουστίνου, 3.
[4] Εκδόσεις: Pr. Maran (περιλαμβάνεται στο PG 6), G. Krüger, Freiburg 41915.
[5] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1978, τ. Β’ σελ. 542.
[6] Αγ. Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα, 35.4-6.
[7] Αναφέρεται στην Επιστολή προς Φλωρίνον που διασώζεται τμηματικά στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου, Ε’ 20.5-7
[8] Epistola 75 ad Theodoram,3. Επίσης αγ. Ειρηναίου, Έλεγχος.., V.33.4
[9] Ad Valentinianos, 5
[10] Historia Francorum, I.29
[11] Ο W. C. Frend θεωρεί μοντανιστική την νοοτροπία της Εκκλησίας της Λυώνος (Martyrdom and persecution in the early church, p. 4 κ.ε.), αλλά εκτός από μια εισπήδηση δεν υπάρχουν άλλα σημεία που να στηρίζουν την άποψη.
[12] Rudolf Kopf, Ausgewählte Märtyrerakten, Tübingen 1913, 19-31.
[13] Βλ. σχ. Την εισαγωγή του Π. Χρήστου στο Τα Μαρτύρια των Αρχαίων Χριστιανών, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1978, σ.σ. 52-57.
[14] Historia Francorum, I.29
[15] Κυριότερες εκδόσεις: R. Massuet, Paris 1710 (περιλαμβάνεται στο PG 7), W.W. Harvey, Cambridge 1857.
[16] Κατά αιρέσεων, VI.42
[17] Ad Valentinianos, 5
[18] P. Nautin, Hippolyte et Josipe, Paris 1947
- La controverse sur l’ auteur de l’ Elenchos, Revue d’ Histoire Eccl. 47 (1952), 5-43
- Le dossier d’ Hippolyte et de Méliton, Paradosis 15, Paris 1953.
[19] Έκδοση Emmanuel Miller, Oxonii 1851.
[20] Μυριόβιβλος, 121: « Ταῦτας δέ φησιν ἐλέγχοις ὑποβληθῆναι ὁμιλοῦντος Εἰρηναίου, ὧν καί σύνοψιν ὁ Ἱππόλυτος ποιούμενος τόδε τό βιβλίον φησί συντεταχέναι».
[21] Σχόλια, Πράξις γ’.1: «Ἐγένοντο δέ ἐν τοῖς χρόνοις ἀπό τ[ς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως μέχρι τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου, διδάσκαλοι καί πατέρες οἵδε˙ Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, Εἰρηναῖος, Ιουστίνος φιλόσοφος καί μάρτυς, Κλήμης καί Ἱππόλυτος ἐπίσκοποι Ῥώμης, Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, Μεθόδιος Πατάρων, Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός, Πέτρος ὁ Ἀλεξανδρείας ἐπίσκοπος καί μάρτυς». (PG 86A,12313A)
[22] Οδηγός, κεφ. κγ’: «Ἱππολύτου ἐπισκόπου Ῥώμης ἐκ τοῦ περί ἀναστάσεως καί ἀφθαρσίας λόγου». (PG 89,301C)
[23] PG 10.467 : “Anastasius Romanae Ecclesiae apocrisarius , qui VII saecuIo floruit, in epistola ad Theodosium presbyterum Ganrensem, quam primum vulgavit Jacobus Sirmondus, perspicue scribit S. Hippolytum episcopum Portuensem fuisse;”
[24] Χρονικόν, XII.15: «Τοῦ Οὐρβανού τῆς ἐπισκοπῆς τῶν ‘Ρωμαίων πόλεως προεστῶτος καί Ἱππόλυτος ἦνθει, ἀνήρ ἱερώτατος καί σοφώτατος, ἐπίσκοπος τοῦ κατά Ῥώμην Πόρθου γενόμενος, ὅς καί πολλά συγράμματα συνεγράψατο, διάφορα τῆς θείας Γραφῆς ἐξηγησάμενος». (ed. M. Pinder ,CFHB, v.II 575.1-5)
[25] Εκκλησιαστική Ιστορία, Δ’.31
[26] Ed. P Wendland, Griechischen Christlichen Schriftsteller der drei esten Jahrhunderte 26, Leipzig 1916 (ανατυπ. ΒΕΠ τ. 5-6)
[27] Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος, Βίβλος Α’ Προοίμιον 1.
[28] Ιερώνυμος, Contra Rufinum, II.22 & III.6
[29] Επιφάνιος, Αγκυρωτός, Προοίμιον (GCS 25 (1915) 1, PG 43.12A)
[30] Ιερώνυμος, Epistola 51.3
[31] Π .Χ το Σύνταγμα Αιρέσεων του Ιππολύτου και το ελληνικό κείμενο του Ελέγχου του Ειρηναίου.
[32] Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915), 1-149 & PG 43.17-236.
[33] Karl Holl, Handschriftliche Überlieferung des Epiphanius, Texte und Untersuchungen 36.2 (1910).
[34] Γεννάδιου του ταπεινού επιστολή τη βασιλίσση περί του βιβλίου του Γεμιστού : « Καί οὗτος (ο Πλήθων) γάρ, πρίν τελειωθῆναι τᾦ λόγῳ καί τῇ παιδεύσει καί τᾖ τοῦ κρίνειν τα τοιαῦτα δυνάμει, μᾶλλον δέ καί πρίν σχεδόν αὐτῶν ἄψασθαι, τοσοῦτον ἥττητο τῶν ἑλληνικῶν δοξῶν, ὥστε ὀλίγα φροντίσαι μαθεῖν τόν πάτριον αὐτῷ χριστιανισμόν, εἰ μή ὅσον αὐτοῦ καί ιδιώταις δῆλόν ἐστιν. Οὐ γάρ ἕνεκα τοῦ κατά τήν φωνήν ἑλληνισμοῦ, ὡς Χριστιανοί πάντες τάς τῶν ἑλλήνων ἀνεγίνωσκεν καί εδιδάσκετο βίβλους ποιητῶν μέν πρῶτον, ἔπειτα δέ καί φιλοσόφων, άλλα τοῦ προστεθῆναι αύταῖς χάριν˙ διό καί προσέθετο, καί τοῦτ’ ἀκριβῶς ᾒδειμεν ἐκ πολλῶν τῶν γνωρισάντων καλῶς έν τῇ αὐτοῦ νεότητι. Οὕτω δέ προκαταληφθέντι πάνυ εἰκός ἐστι διά τήν ἔλλειψιν τῆς ἐκ Θεοῦ χάριτος καί ῥοπήν τινα αὐτῷ προσγενέσθαι ἀπό δαιμόνων, οἷς προσεστάθη, προς τό ἀμεταποιήτως προσκολληθῆναι τᾖ πλάνῃ, ὅ καί Ιουλιανῷ καί πολλοῖς ἄλλοις ἀποστάταις συνέβη. Τό δέ κεφάλαιον αὐτῷ τῆς ἀποστασίας Ἰουδαῖός τις ὕστερον ἐνειργάσατο, ὅ ἐφοίτησεν ὡς εἰδότι τά Αριστοτέλους έξηγεῖσθαι καλῶς. Ὅ δέ ἦν Ἀβερόῃ προσεσχηκώς καί τοῖς ἄλλοις ἐκ Περσῶν καί Ἀράβων ἐξηγηταῖς τῶν Ἀριστοτελικῶν βίβλων, ἅς Ιουδαῖοι προς τήν οἰκείαν γλῶτταν μετήγαγον, Μωσέως δε καί ὧν Ιουδαῖοι πιστεύουσιν ἤ θρησκεύουσι δι’αυτόν ἥκιστα ἧν φροντίζων. Ἐκείνος αὐτῷ καί τά τοῦ Ζωροάστρου καί τῶν ἄλλων ἐξέθετο. Ἐκείνῳ δή τῷ φαινομένῳ Ιουδαῖο, ἑλληνιστῇ δέ ἀκριβῶς, οὐ μόνον ὡς διδασκάλῳ πολύ συνών χρόνον, ἀλλά καί ὑπηρετῶν ἐν οἷς έδει καί ζωαρκούμενος υπ’ εκείνῳ˙ τῶν γάρ τά μάλιστα δυναμένων ἧν ἐν τῇ τῶν βαρβάρων αὐλᾖ˙ Ἐλισαῖος ὄνομα ἧν αὐτῷ˙ τοιοῦτος ἀπετελέσθη».
«Γιατί κι αυτός (ο Πλήθων), πριν τελειώσει τις σπουδές του στα γράμματα και στην ικανότητα να κρίνει αυτά, μάλλον πριν σχεδόν τις αρχίσει, τόσο πολύ νικήθηκε από τις εθνικές ειδωλολατρικές δοξασίες, ώστε σχεδόν καθόλου δεν φρόντισε να μάθει τον πάτριο Χριστιανισμό, παρά μόνο όσο είναι γνωστό και στους βλάκες. Διότι εξ αιτίας αυτού δεν φρόντισε να μάθει τα ελληνικά γράμματα, όπως και όλοι οι Χριστιανοί, αρχίζοντας από τους ποιητές και τους φιλοσόφους, αλλά για να τιμηθεί μέσω αυτών. Και αυτό το μάθαμε με ακρίβεια από αυτούς που τον γνώριζαν από την νεότητά του. Έτσι γέμισε προκαταλήψεις από την έλλειψη της Θείας χάριτος, και του ‘ρθε μια τάση δαιμονισμού, επειδή προσκολλήθηκε στην πλάνη αμετανόητα, όπως συνέβη και στον Ιουλιανό και σε πολλούς άλλους αποστάτες. Αλλά ο άνθρωπος που τον έσπρωξε αργότερα στην αποστασία ήταν κάποιος Ιουδαίος, στον οποίο εφοίτησε επειδή τάχα ήξερε να εξηγεί τον Αριστοτέλη καλά. Αυτός πίστευε τον Αβερόη και άλλους Πέρσες και Άραβες εξηγητές των βιβλίων του Αριστοτέλη, τα οποία οι Ιουδαίοι είχαν μεταφράσει στην γλώσσα τους, αλλά δεν ενδιαφέρονταν για τα βιβλία του Μωυσή και τα άλλα όσα πιστεύουν και θρησκεύουν οι Ιουδαίοι. Εκείνος σ’ αυτόν και τα δόγματα του Ζωροάστρη και των άλλων εξέθεσε. Εκείνο λοιπόν, που φαινόταν Ιουδαίος, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ελληνιστής, δεν τον είχε μόνο για διδάσκαλο για πολύ καιρό, αλλά τον εξυπηρετούσε κιόλας σε όσα έπρεπε και τρέφονταν απ’ αυτόν, διότι μπορούσαν πολύ καλά να τα κάνουν αυτά στην αυλή των βαρβάρων. Το όνομά του ήταν Ελισαίος. Κατήντησε λοιπόν τοιούτος». (ed. L. Petit, X. Sideridès, M. Jugie, t.IV 151-2). Αν από αυτά συμπεράνουμε ότι ο νεοπαγανισμός έχει τις ρίζες του στον νεογνωστικισμό και δεν έλκει την καταγωγή του από την αρχαιότητα, δεν θα σφάλλουμε.
[35] Βλ. Σχετ. Κ. Σαθά, Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήναι 1868, σ.σ. 45-48, 70—73, 67-70, αντίστοιχα.
[36] Πανάριον 51.22.9 (ed K. Holl, 285, ed. W. Dindorf, 483).
[37] Οι υπόλοιποι, όσοι περιλαμβάνονται στις εκδόσεις των Petavius & Oehler, και δεν περιέχουν τα αμφίβολα αποσπάσματα είναι οι:
V = Vaticanus 503 L = Laurentianus VI 12 b = Barberinus 441 s. XIV f. 43r-v
G = Genuensis 4 J = Jenensis mscr. Bose 1
U = Urbinas 17/18 v = Vaticanus 1196 s. XV f. 23r – 24v
[38] PG 42.833-886
[39] PG 42.773-778.
[40] Πρώτος σ’ αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε ο R. Reitzenstein.
[41] Ed. J. R. Harris, The Odes and Psalms of Solomon, Cambridge 1909, 21911.
[42] Institutiones divinae IV 12,3.
[43] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. β’ σελ. 87
[44] Β’ Κορ. 11.3
[45] «Αλλ’επειδή εκάμαμεν λόγον περί μεν των αιρετικών και τους εχαρακτηρίσαμεν ωσάν νεκρούς, δι’ ημάς δε είπαμεν ότι έχομεν τας θείας Γραφάς προς σωτηρίαν, και επειδή φοβούμαι μήπως, όπως έγραψεν ο Παύλος προς Κορινθίους, μερικοί απ’ αυτούς που δεν γνωρίζουν, ένεκα της ειλικρίνειας και της αγνότητός των, παρασυρθούν από την πονηρίαν μερικών ανθρώπων, και έτσι αρχίσουν εις το μέλλον να αναγιγνώσκουν άλλα βιβλία, τα λεγόμενα απόκρυφα, επειδή θα εξαπατώνται από την ομωνυμίαν με τα αληθινά βιβλία, δια τούτο παρακαλώ να με ανεχθήτε, εάν σας γράφω και σας κάνω εγώ λόγον δια πράγματα που γνωρίζετε, διότι το κάνω και εξ ανάγκης, αλλά και διότι είναι χρήσιμον εις την Εκκλησίαν» (μετ. Βασίλειου Φανουργάκη, Μ. Αθανασίου Έργα, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1976, τ. 10 σελ. 339). Οι εορταστικές ήταν επιστολές, οι οποίες στέλνονταν από την Αλεξάνδρεια στις άλλες επισκοπές, ενημερώνοντας αυτές για τον εορτασμό του Πάσχα. Επί τη ευκαιρεία, ο Μ. Αθανάσιος ανέπτυσσε και θέματα σχετικά. Συνεπώς η 39 επιστολή αντιστοιχεί στο 39 έτος της πατριαρχείας του (επί συνόλου 47 ετών) δηλ. στο έτος 367 μ. Χ.
[46] Δευτ. 4.2
[47] Ησα. 40.9
[48] Ησα. 45.19
[49] Α’ Τιμ. 6.20
[50] «Και όμως αγαπητοί, ενώ εκείνα έχουν θεσπισθεί ως κανονικά, και αυτά ως αναγιγνωσκόμενα, πουθενά δεν γίνεται λόγος δια τα απόκρυφα. Αλλ’ αυτά είναι επινόησις των αιρετικών, οι οποίοι γράφουν μεν αυτά οπόταν θέλουν, τους χαρίζουν δε και τους προσθέτουν χρόνια, ώστε με το να τα εμφανίζουν ως παλαιά, έχουν δικαιολογία να εξαπατούν με αυτό τους απλοϊκούς. Είναι δε μεγάλη η σκληροκαρδία αυτών που κάνουν αυτό το πράγμα χωρίς να φοβούνται τον λόγο που έχει γραφεί˙ “Μην προσθέτετε τίποτε εις τον λόγον που σας προστάζω και ούτε να αφαιρέσετε κάτι απ’ αυτόν”. Ποιος έπεισε τους απλοϊκούς να πιστεύουν εις τα βιβλία του Ενώχ, αφού δεν υπήρχαν Γραφαί προ Μωυσέως; Πού στηρίζονται όταν λέγουν, ότι ο Ησαΐας έχει απόκρυφα βιβλία, αφού αυτός με παρρησία “κηρύσσει επάνω εις υψηλόν όρος” λέγοντας˙ “Δεν ωμίλησα εις τα κρυφά, ούτε εις σκοτεινόν μέρος της γης”; Πως ο Μωυσής έχει απόκρυφα βιβλία, ο οποίος όταν συνέγραψε το Δευτερονόμιον, “ορκίζεται εις τον ουρανόν και την γην”; Αλλ’ αυτό δεν ανήκει εις κανέναν άλλον παρά εις εκείνους που αισθάνονται γαργαλισμόν εις τ’ αυτιά των, και θεωρούν την ευσέβειαν μέσον υλικού κέρδους και είναι αρεστοί εις τα γυναικάρια. … Διότι μύθοι είναι πραγματικά τα απόκρυφα βιβλία και είναι μάταιον να δίδη κανείς προσοχήν εις αυτά, διότι είναι “βέβηλα και κούφια λόγια”. Διότι αυτά είναι αρχαί αναστατώσεων και σκοπός των είναι η ημισθαρνία των ανθρώπων, οι οποίοι δεν επιδιώκουν την οικοδομήν της Εκκλησίας, αλλά θέλουν αν τιμώνται απ’ αυτούς που εξηπάτησαν, ώστε να τους έχουν αυτούς ωσάν μεγάλους κήρυκας νεωτεριστικών λόγων. Λοιπόν, από τα τοιαύτα βιβλία πρέπει να παρετούμεθα, και αν ακόμη κανείς ευρίσκει εις αυτά κάτι χρήσιμον, όμως είναι καλύτερον να μην πιστεύη κανείς εις αυτά» (μετ. Βασίλειου Φανουργάκη, Μ. Αθανασίου Έργα, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1976, τ. 10 σελ. 343-5). Ο David Brake πιστεύει ότι η οδηγία του Μ. Αθανασίου αφορά τους Μελιτιανούς και την γραμματεία τους, Canon Formation and Social Conflict in Forth-century Egypt: Athanasius of Alexandria ‘s Thirty-Ninth Festal Letter, The Harvard Theoloical Review 87.4 (Oct. 1994) pp. 395-419. Την επιστολή συνδέει με τα κείμενα της βιβλιοθήκης του Χηνοβοσκίου ο Tito Orlandi, A Catechesis Against Apocryphal Texts by Shenute and the Gnostic Texts of Nag Hammadi, HTR 75 (1982) pp. 88-89.
[51] Nag Hammadi Codices, Fascimile edition, 11 volumes, Leiden.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου https://www.impantokratoros.gr/gnostikismos-b.el.aspx