
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
«Καὶ ὅμολογουμενως μέγα ἐστὶ τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον Θεὸς ἐφανερώθη ἓν σαρκί...»
(Ἃ' Τιμ. 3,16)
Τῇ ἀεΐπαρθενω ΜΗΤΡΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, τῇ διὰ τῆς συλλήψεως, τῆς κυοφορίας καὶ τοῦ ἀχράντου αὐτῆς τόκου κατὰ μοναδικὸν τρόπον ὑπουργησάσῃ εἰς τὸ μέγα μυστήριον τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου καὶ τῆς ἀναπλάσεως τοῦ γένους τῶν βροτῶν, υἱοπρεπῶς τὸ παρὸν ἔργον προσφέρεται.
Ὃ κοπιάσας.
Τὸ βιβλίο αὐτὸ (ΕΔΩ ἐκτυπώσιμη μορφὴ Pdf)
Ομιλία Νο 75
1. Η σημασία των Χριστουγέννων
Τα Χριστούγεννα, είναι Θεοφανεία. Φανέρωσις του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος, στην Α’ προς Τιμόθεον επιστολή του κεφ. Γ: 16, γράφει: «Θεός εφανερώθη εν σαρκί». Και πώς εφανερώθη ο Θεός εν σαρκί; Αφού γεννήθηκε ως άνθρωπος. Δηλαδή, άνθρωπος σαν κι εμάς, από σάρκα και αίμα. «Κεκοινώνηκεν σαρκός και αίματος», όπως αναφέρει στην Προς Εβραίους επιστολή 2/β: 14.
Τα Χριστούγεννα είναι η ημέρα που η αγία Ορθόδοξη Εκκλησία μας εορτάζει την κατά σάρκα γέννηση του Υιού του Θεού εκ της Υπεραγίας Θεοτόκου στο σπήλαιο της Βηθλεέμ της Ιουδαίας επί Καίσαρος Αυγούστου. Από τότε δε, αρχίζει και η εκκλησιαστική μας ιστορία. Αυτή η φανέρωση του Θεού εν σαρκί, αυτή η γέννηση του Θεού ως ανθρώπου, είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό γεγονός διότι αυτό, αν εξαιρέσει κανείς τον Ευαγγελισμό προς την Παρθένο Μαρία που προηγήθηκε στην ουσία, σηματοδοτεί την έναρξη της σωτηριώδους οικονομίας και των γεγονότων που οδήγησαν τον άνθρωπο στην λύτρωση από την αμαρτία και στη δυνατότητα της αναστάσεως και της θεώσεως. Διότι φυσικά αν δεν υπήρχε το μυστήριον της σάρκωσης του Υιού του Θεού,, δεν θα υπήρχε και το σωτηριώδες Πάθος και δεν θα ακολουθούσε η Ανάστασις δια της οποίας αναστήθηκε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος από τον θάνατο και την πτώση της αμαρτίας.
Γιατί όμως είναι εορτή, και γιατί εορτάζεται; Στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού, που είναι το σώμα του σαρκωθέντος Θεού, δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ των εκκλησιαστικών εορτών και των γεγονότων που η Εκκλησία εορτάζει στις ιερές ακολουθίες της. Γιατί, ένα σωτηριώδες και θεόσταλτο γεγονός που κατά τη Θεία Οικονομία της Σωτηρίας του Κόσμου συνέβη σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή, συνέβη με τέτοιο τρόπο και με τέτοιο σκοπό, ώστε να μείνει μετά για πάντα. Δηλαδή συνέβη κατά τέτοιον τρόπο, για να γίνει λειτουργικό, που σημαίνει ανθρωποσωτήριο, συνεχώς παρατεινόμενο, μέσω όλης της ιστορίας της εκκλησίας επί γης, μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία και σ’ όλη την αιωνιότητα. Και αυτή η λειτουργική για τον άνθρωπο σωτήριος μεταφορά και προέκταση των θείων γεγονότων μέσω της ζωής μας σ’ αυτή τη γη, είναι πράγματι η ζωή της Εκκλησίας, και το εορτολόγιο της εκκλησίας είναι πράγματι η λειτουργία της. Η λειτουργία του ζώντος Θεού που με ζωοποιεί και μας σώζει.
Ολόκληρο το Ευαγγέλιο και τα Καινοδιαθηκικά γεγονότα της ιστορίας της σωτηρίας, συνοψίζονται στο Ευαγγέλιο, δηλαδή στη χαρμόσυνη αγγελία της ενσαρκώσεως του Θεού, της ενανθρωπίσεως του Χριστού. Ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί, ο Θεός Λόγος έλαβε σώμα, έγινε άνθρωπος. Και αυτό ακριβώς το Θεανθρώπινο γεγονός είναι εκείνο που εμείς εορτάζομε τα Χριστούγεννα. Το συγκεκριμένο γεγονός είναι η κατά σάρκα γέννηση του Ιησού Χριστού ως ανθρώπου. Και γι’ αυτό είναι επίσης ένα συγκεκριμένο γεγονός και η Ορθόδοξη χριστιανική εορτή των Χριστουγέννων μας. Γιατί κάθε Ορθόδοξη εκκλησιαστική εορτή και ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα, είναι για μας ορθόδοξη, λειτουργική και ευχαριστιακή μετοχή και κοινωνία μας, και οικείωσή μας, προς το μυστηριακό αλλά και πραγματικό γεγονός της σαρκώσεως του σωτήρος Ιησού Χριστού, «δι’ ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν», ως λέγει η Εκκλησία. «Ότι ετέχθη ημίν σήμερον, Σωτήρ, ος εστίν Χριστός, Κύριος εν πόλει Δαυίδ».
2. Αντιρρήσεις για τη γιορτή των Χριστουγέννων
Εν τούτοις υπάρχουν πολλοί οι οποίοι ονομάζονται «Χριστιανοί» οι οποίοι αρνούνται, (όσο παράξενο και αν φαίνεται αυτό) να εορτάσουν αυτό το συγκλονιστικό και συνάμα χαρμόσυνο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητος. Έχουμε κατά νου τους επονομαζόμενους «Μάρτυρες του Ιεχωβά» οι οποίοι προβάλλουν τις αντιρρήσεις τους για το εάν πρέπει να εορτάζεται το γεγονός αυτό της σαρκώσεως του Κυρίου και όσο μας επιτρέψει ο χρόνος, καλούμαστε να δώσουμε όσες απαντήσεις μπορούμε, δίνοντας ταυτόχρονα και την πραγματική διάσταση αυτού του χαρμόσυνου γεγονότος.
Ας αρχίσουμε όμως θέτοντας τα βασικά ερωτηματικά που καλούμαστε να απαντήσουμε και να αναλύσουμε. Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι «εάν πρέπει να εορτάζονται τα Χριστούγεννα», και γενικότερα «εάν υπάρχουν εορτές για τους χριστιανούς». Εάν δηλαδή οι Χριστιανοί αρμόζει να εορτάζουν ορισμένα θρησκευτικά γεγονότα.
Στη συνέχεια το επόμενο ερώτημα, έχει πολλές όψεις. Θα μπορούσαμε λοιπόν να το θέσουμε ως εξής: «Πότε και πώς και τι πρέπει να εορτάζουν οι χριστιανοί;» Αυτό βέβαια το ερώτημα μπορούμε να το συγκεκριμενοποιήσουμε και πρέπει για την εορτή των Χριστουγέννων. Ένα άλλο ερώτημα που ακολουθεί, είναι το «από πότε άρχισαν οι Χριστιανοί να εορτάζουν τα Χριστούγεννα;» Και αυτό το θέτουμε όχι μόνο για την ιστορική διάσταση του θέματος, αλλά και διότι έχουν προσπαθήσει οι επονομαζόμενοι «Μάρτυρες του Ιεχωβά» που προηγουμένως αναφέραμε, να «αποδείξουν» ιστορικά, ότι αυτή είναι μία εορτή η οποία δήθεν εισήχθη πολύ αργότερα και κατ’ αυτό τον τρόπο επιχειρούν να δικαιολογήσουν το γιατί αρνούνται τον εορτασμό της. Ένα επιπλέον ερώτημα ή θέμα που μπαίνει και που έχει σχέση με αυτή την εορτή των Χριστουγέννων, είναι τα περί της προσκύνησης των Μάγων και περί του Αστέρος, που τους οδήγησε στο να αναζητήσουν και να προσκυνήσουν τον βασιλιά των Ιουδαίων.
Τέλος, θα διερευνήσουμε το πότε πρέπει να εορτάζομε τα Χριστούγεννα και αυτό διότι έχουν αναφερθεί αντιρρήσεις από την προαναφερθείσα ομάδα ανθρώπων, ότι δεν είναι αυτή η ορθή ημερομηνία, (ο Δεκέμβριος μήνας), αλλά τοποθετούν τη Γέννηση του Χριστού στο μήνα Οκτώβριο. Αυτές και άλλες ερωτήσεις, γύρω από το ζήτημα του εορτασμού της του Χριστού Γεννήσεως, θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε και να απαντήσουμε. Ας είμαστε λοιπόν πολύ συγκεκριμένοι, γιατί είναι σημαντικό να δούμε από κοντά τις θέσεις αυτών των μικρών ομάδων των λεγομένων «Χριστιανών», όπως είναι οι λεγόμενοι «Μάρτυρες του Ιεχωβά».
Μια πρώτη δικαιολογία που προβάλλεται, είναι η ακόλουθη: «Οι εορτές γενικώς και ειδικά αυτή της Γεννήσεως του Κυρίου, δεν είναι αυτό που φαίνεται, αλλά έχει (και έχουν οι εορτές), μία παγανιστική, μη Χριστιανική προέλευση, και μάλιστα συχνά συνοδεύονται από ελευθεριάζουσες πράξεις και δραστηριότητες, όπως είναι η οινοποσία, η μέθη, η πορνεία και άλλα». Αυτό αναφέρεται και αυτή τη δικαιολογία επικαλείται, το βιβλίο «Τα Πάντα Δοκιμάζετε..» στη σελίδα 241. Είναι βιβλίο των λεγομένων «Μαρτύρων του Ιεχωβά».
Ένα δεύτερο επιχείρημα που προβάλλεται, είναι ότι οι γιορτές δεν μνημονεύονται στην Αγία Γραφή εκτός κάτω από αρνητικές περιστάσεις, όπως οι συντροφιές των γεννεθλίων, στις οποίες κάποιος πάντοτε θανατώθηκε. Και προβάλλεται η περίπτωση τόσο των γεννεθλίων του Φαραώ όπου άνθρωποι θανατώθηκαν, όσο και των γεννεθλίων του Ηρώδη κατά τα οποία θανατώθηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής. Προβάλλεται αντ’ αυτού η αντίληψη ότι η μόνη προσταγή του Κυρίου για να γιορτάζουμε κάτι, είναι «το Δείπνο του Κυρίου». Όλα αυτά βρίσκονται στο ίδιο βιβλίο «Τα Πάντα Δοκιμάζετε» στη σελίδα 235 -236.
Και ένα τελευταίο επιχείρημα και αντίληψη - αιτιολογία που προβάλλεται, είναι ότι οι γιορτές γενικώς ειδωλοποιούν κάτι ή κάποιον άλλον εκτός του Θεού, και η Αγία Γραφή λέει «φεύγετε από την ειδωλολατρία» και δεν είναι οι Χριστιανοί μέρος του κόσμου, δεν είναι εκ του κόσμου, και συνεπώς γιατί να γιορτάζουν πράγματα τα οποία ειδωλοποιούν οτιδήποτε; Αυτά από το ίδιο βιβλίο που αναφέραμε, από τη σελίδα 241 και 242.
Τέλος σχετικά με τα Χριστούγεννα, προβάλλουν το επιχείρημα ότι ο Χριστός δεν γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, και έτσι, γιατί να γιορτάζει κανείς, κάποια ημερομηνία που συμπίπτει με το χειμερινό ηλιοστάσιο που εορταζόταν παλιά από τους λάτρεις του ήλιου;
Προτού να εξετάσουμε αυτές τις αντιρρήσεις, ας δούμε κάποιες αρχές, γενικές αρχές πρώτα, που τόσο οι λεγόμενοι Μάρτυρες του Ιεχωβά, όσο και οι Χριστιανοί συμφωνούμε, ότι είναι βασικές και δεν επιδέχονται περαιτέρω διαπραγμάτευση. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε την ερμηνεία που δίνουν οι λεγόμενοι Μάρτυρες του Ιεχωβά σ’ αυτά, και θα αποκαλύψουμε την ασυνέπεια της Εταιρίας Σκοπιά και την αποτυχία τους να αντιληφθούν τη Χριστιανοσύνη.
Κατ’ αρχήν να πούμε ότι η Αγία Γραφή είναι πολύ σαφής όταν λέει μερικά πράγματα, τα οποία δεχόμαστε: Ότι δεν είμαστε εκ του κόσμου. Και εμείς πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να έχουμε κοσμικό φρόνημα, κατά το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, 17/ιζ κεφάλαιο, 16 εδάφιο. Ότι πρέπει να απέχουμε από το πονηρό, σύμφωνα με την προτροπή του αποστόλου Παύλου, στην Α΄ Θεσσαλονικείς, 5/ε: 22. Ότι δεν συμμετέχουμε, και πρέπει να αποφεύγουμε να συμμετέχουμε στα έργα τα άκαρπα του σκότους, σύμφωνα με την προς Εφεσίους επιστολή επίσης του αποστόλου Παύλου, 5/ε: 11, και 13/ιγ: 12. Και ότι δεν υπάρχει κοινωνία ανάμεσα στο φως και στο σκότος, σύμφωνα με τη Β΄ Κορινθίους επιστολή του αποστόλου Παύλου, 6/στ: 14. Όλοι όσοι ισχυριζόμαστε ότι είμαστε Χριστιανοί, πράγματι πιστεύουμε, και θέλουμε να ζούμε μ’ αυτές τις αρχές. Η αντιπαράθεση αρχίζει, όταν αυτές οι αρχές ερμηνεύονται για να τεθούν σε εφαρμογή στην καθημερινή ζωή. Ας δούμε λοιπόν, αναλυτικότερα τις αντιρρήσεις που προαναφέραμε.
3. Ειδωλολατρική προέλευση;
Θα εξετάσουμε πρώτα, την αντίρρηση ότι οι γιορτές γενικά, (αλλά και τα Χριστούγεννα), έχουν μία ειδωλολατρική προέλευση, μια μη Χριστιανική προέλευση, και ότι συνοδεύονται από έργα όπως είναι η μέθη ή η πορνεία.
Είναι αλήθεια, ότι μπορεί να φαίνεται πως διάφορες γιορτές, συμπίπτει να γίνονται σε χρόνο που παλιά, αρχαίοι λαοί, γιόρταζαν τις δικές τους γιορτές. Να φαίνεται ότι τάχα αυτές οι γιορτές έχουν προέλευση που σχετίζονται με έθιμα και ήθη και πράξεις ειδωλολατρείας, ή παγανισμού. Είναι επίσης αλήθεια όμως, ότι υπάρχουν ένα σωρό πράγματα, τα οποία έχουν την προέλευσή τους στον παγανισμό και τα χρησιμοποιούμε. Ένα παράδειγμα είναι το ημερολόγιό μας! Ο μήνας Ιανουάριος φερ’ ειπείν. Έχει το όνομά του παρμένο από έναν αρχαίο «θεό». Ή ο Αύγουστος, είναι τίτλος τιμής, ενός ειδωλολάτρη βασιλέα. Πολλές φορές, ζευγάρια γιορτάζουν την επέτειο του γάμου τους. Αλλά το ίδιο συνήθιζαν ζευγάρια στην ειδωλολατρική εποχή των αρχαίων λαών. Το ίδιο συνηθίζουν και οι λεγόμενοι «Μάρτυρες του Ιεχωβά». Τα δαχτυλίδια στο γάμο, έχουν επίσης ρίζες παγανιστικές. Και άλλα παρόμοια σύμβολα χρησιμοποιούνται και στον καθημερινό κόσμο των επιχειρήσεων. Μήπως πρέπει να ξεδιαλέγουμε, όλα τα μικρά και μεγάλα πράγματα, για να βρούμε τι ρίζα έχει το καθένα, και έτσι να τα απορρίψουμε; Αυτός είναι ο στόχος της Χριστιανικής μας πορείας; Μήπως αυτό φέρνει στη μνήμη μας τους Φαρισαίους οι οποίοι «διύλιζαν τον κώνωπα, και κατάπιναν την κάμηλο», ψάχνοντας να βρουν τι είναι καθαρό και τι είναι ακάθαρτο; Αυτός είναι ο στόχος της σωτηρίας μας;
Σε αυτό το σημείο η εταιρία Σκοπιά λέει: «όχι, χρειάζεται να έχουμε μια ισορροπία, και υπάρχει ένα άρθρο στο περιοδικό της «Ξύπνα» της 22ας Δεκεμβρίου 1976, (στην Αγγλική), στις σελίδες 12-15, που εκεί αναφέρεται πολύ συγκεκριμένα, ότι «το γεγονός ότι άλλες θρησκείες μπορεί να χρησιμοποιούν κάποια πράγματα που είναι της φύσης που ο Θεός δημιούργησε, και να τα χρησιμοποιούν ως σύμβολα στη λατρεία των ειδώλων, δεν καθιστά αυτά τα πράγματα εσφαλμένα για τους αληθινούς λάτρεις, που τα χρησιμοποιούν διαφορετικά». Οποιοσδήποτε επισκεπτόταν τον Ναό του Θεού του Σολομώντα, μπορούσε να αντιληφθεί ότι οι λάτρεις του Θεού, δεν λάτρευαν εκείνα τα διακοσμητικά σύμβολα που υπήρχαν στους τοίχους. Έτσι, οι Χριστιανικές ανάγκες, δεν πρέπει πρωτίστως να επικεντρώνονται σ’ ένα συγκεκριμένο σύμβολο, και να σκέπτονται τι μπορεί αυτό να εννοούσε και να σήμαινε πριν από χιλιάδες χρόνια, ή πώς μπορεί να το θεωρούν στην άλλη μεριά του κόσμου. Αλλά θα πρέπει να επικεντρώνονται στο ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ, για τους περισσότερους ανθρώπους, μεταξύ των οποίων οι Χριστιανοί ζουν. Αυτό λέει το περιοδικό «Ξύπνα» του 1976, και τα ίδια αναφέρει και η «Σκοπιά» 15 Μαϊου του 1972. Ότι εάν ένα αντικείμενο είναι είδωλο ή όχι, πρωτίστως εξαρτάται, από το πώς το θεωρεί κανείς.
Αυτά δείχνουν κάτι πολύ βασικό. Η εταιρία Σκοπιά, τονίζει ότι:
1. Ότι τα σχήματα ή τα σύμβολα καθεαυτά, δεν είναι κάτι κατ’ ανάγκην κακό, να χρησιμοποιούνται σήμερα, ακόμα και αν κάποτε χρησιμοποιούνταν από τους ειδωλολάτρες στην εσφαλμένη λατρεία.
2. Ότι είναι χάσιμο χρόνου, και δεν είναι αναγκαίο, να καθίσουμε να δούμε, τι σήμαινε κάθε αντικείμενο που βρίσκεται πάνω στη γη στο παρελθόν, ή σήμερα.
Κι εδώ φαίνεται η ασυνέπεια της εταιρίας Σκοπιά: Καμιά Χριστιανική γιορτή, δεν γιορτάζει ΤΙΠΟΤΑ από εκείνα που γιόρταζαν οι αρχαίοι ειδωλολάτρες. Και αν στην ημερομηνία κάποιας Χριστιανικής γιορτής, συνέπιπτε να υπάρχει κάποια ειδωλολατρική γιορτή, δεν έχει καμία τέτοια σημασία η ημέρα αυτή σήμερα για μας. Για παράδειγμα τα Χριστούγεννα. Πολύ πριν αρχίσουν να γιορτάζουν τη γέννηση του Χριστού οι Χριστιανοί, οι ειδωλολάτρες γιόρταζαν τον ήλιο, στις 25 Δεκεμβρίου. Ήταν η ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου. Ήταν τότε γι’ αυτούς, ένας καιρός που έδιναν δώρα, και βέβαια υπήρχε και κραιπάλη. Όταν άρχισαν οι Χριστιανοί να γιορτάζουν, την Χριστού Γέννηση, όλα αυτά αντικαταστάθηκαν. Και στην παλαιά γιορτή του αυτοκράτορα Αυρηλίου, που είχε ξεκινήσει τον 3ο αιώνα οι Χριστιανοί έβαλαν τη δική τους γιορτή. Τώρα τι θα πούμε; Ότι η σημερινή γιορτή, έχει σχέση, και είναι απομεινάρι της αρχαίας γιορτής; Μήπως οι Χριστιανοί εννοούν σήμερα με τη γιορτή των Χριστουγέννων, αυτά που εννοούσαν οι αρχαίοι ειδωλολάτρες; Μήπως εξακολουθούμε δηλαδή, να λατρεύουμε τον Ήλιο; Όχι! Μπορεί για μερικούς να είναι καιρός που υπάρχει κατάχρηση. Αλλά αυτό δεν είναι το Χριστιανικό μήνυμα. Για εμάς, η δόξα του Ήλιου της Δικαιοσύνης, που ανέτειλε στον κόσμο, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που γεννήθηκε για εμάς ως άνθρωπος, δεν έχει καμία σχέση με την τιμή που απέδιδαν στον ήλιο, (τον κτιστό ήλιο), οι αρχαίοι λάτρεις του.
Οι ίδιοι λοιπόν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, ερχόμενοι σε σύγκρουση με τους εαυτούς τους, αντιφάσκοντας, έχουν γράψει στα επίσημα έντυπά τους, ότι δεν χαρακτηρίζει την λατρεία η ιστορία των μέσων που χρησιμοποιούνται, αλλά η λατρεία χαρακτηρίζεται άμεσα, από το πώς χρησιμοποιείται και το πώς τελείται. Λέγουν λοιπόν, ότι δεν είναι ανάγκη αφ’ ενός να εξετάζει κανείς με λεπτομέρεια τα αντικείμενα που χρησιμοποιεί, εάν είχαν ειδωλολατρική προέλευση, και αφ’ ετέρου ότι εάν κανείς χρησιμοποιεί τρόπους ή μεθόδους για τη λατρεία του αληθινού Θεού, που πιθανόν χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν και από μη Χριστιανικούς λαούς, αυτό δεν αλλοιώνει την απόδοση της λατρείας. Έτσι λοιπόν, στηριζόμενοι στα ίδια τους τα λεγόμενα, μπορούμε να πούμε, ότι η γιορτή των Χριστουγέννων, όπως και κάθε άλλη Χριστιανική γιορτή, αποδίδει δόξα και τιμή και λατρεία και αίνο, στον αληθινό Θεό, και κατά συνέπειαν κανένας δεν πρέπει να εξετάζει και να ασχολείται, με το ποιοι και πότε στο παρελθόν, εόρταζαν πιθανόν σε παρόμοιες ημέρες θεούς ειδωλολατρικούς.
4. Πρέπει οι Χριστιανοί να έχουν γιορτές;
Και ερχόμαστε τώρα στο δεύτερο σημείο, στο σημείο που λένε ότι στην Αγία Γραφή και ιδιαίτερα στην Καινή Διαθήκη, δεν αναφέρονται εορτές, ότι πρέπει δηλαδή οι Χριστιανοί να εορτάζουν εορτές, αλλά μόνο την εορτή του «Δείπνου του Κυρίου».
Κατ’ αρχήν, θέλουμε να πούμε, ότι η Αγία Γραφή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι γεμάτη από εορτές για τον Κύριο. Ο Ίδιος ο Κύριος, και στην Παλαιά Διαθήκη, και στην Καινή, έχει θεσπίσει εορτές, και μάλιστα μέσω αυτών των εορτών, καθαγιάζεται και ο χρόνος.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:
Η πρώτη εορτή, που αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, είναι αυτή καθεαυτή αυτή η εορτή για την οποία μιλούμε σήμερα. Είναι δηλαδή, η εορτή της Γεννήσεως του Κυρίου. Χαρακτηριστικά, στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, στο 2/β: 6-14, αναφέρονται (συνοπτικά και αποσπασματικά) τα εξής: «Και είπεν αυτοίς, (δηλαδή στους ποιμένες ο άγγελος): Μη φοβείσθε, ιδού γαρ, ευαγγελίζομαι ημιν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ». Ο άγγελος λοιπόν, φέρνει ένα χαρμόσυνο άγγελμα στους ποιμένες, και μάλιστα αναφέρει τη χάρα σαν μεγάλη χαρά. Είναι πολύ χαρμόσυνο δηλαδή το γεγονός της Θείας Ενανθρωπίσεως. Και μάλιστα δεν αφορά μόνο αυτούς, αλλά και «παντί τω λαώ», όπως λέει ο άγγελος στη συνέχεια. Αλλά δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτούς η χαρά, δηλαδή στους ποιμένες, αλλά στη χαρά αυτή συμμετέχει και πλήρος αγγέλων. Στο στίχο 13 αναφέρεται: «Και εξαίφνης, εγένετο συν τω αγγέλω, πλήθος στρατιάς ουρανίου, αινούντων τω Θεώ και λεγόντων: "Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκίας"». Παρατηρούμε λοιπόν, ότι αυτό το χαρμόσυνο, το γιορταστικό γεγονός, γιορταζόταν και από τους ανθρώπους και από τους αγγέλους, και μάλιστα με αίνους προς τον Θεό.
Σ’ αυτό το σημείο, οι λεγόμενοι Μάρτυρες του Ιεχωβά με τη Σκοπιά 15 Δεκεμβρίου του 1991 στην Ελληνική, προβάλλουν στην 5 σελίδα την αντίρρηση, και λένε, ότι «αλλοίμονο, αν πρόκειται να γιορτάζουμε κάθε γεγονός, για το οποίο οι άγγελοι αλλαλάζουν! Να, λένε, οι άγγελοι χαίρονταν και ότι δημιουργήθηκε η γη. Μήπως πρέπει να γιορτάζουμε κάθε χρόνο και τη δημιουργία της γης;»
Η Χριστιανική απάντηση σε αυτό, είναι η εξής, ότι πράγματι ο Κύριος είχε θεσπίσει στον Ισραήλ την ημέρα του Σαββάτου, ως «ημέρα αναπαύσεως από πάντων των έργων αυτού», ημέρα κατά την οποία όλη η δημιουργία χαιρόταν, για το γεγονός ότι ο Κτίστης είχε συντελέσει αυτή τη δημιουργία. Και οι Χριστιανοί ποτέ δεν έπαψαν να τιμούν αυτό ακριβώς το γεγονός, αλλά πώς; Μέσα στην ημέρα της ΑΝΑ-δημιουργίας, μέσα στα πλαίσια της ανάστασης του Κυρίου. Όλη αυτή λοιπόν η χαρά των αγγέλων για τη δημιουργία, περιλαμβάνεται στην ανακαίνιση της κτίσεως, και του σύμπαντος, που είναι η ημέρα της ανάστασης του Κυρίου. Και όλα αυτά, και η ανάσταση και η δημιουργία, η αναδημιουργία, η προοπτική του μέλλοντος αιώνος, η ενανθρώπιση του Κυρίου μας…, όλα αυτά, περιλαμβάνονται σε αυτή τη σύναξη, γύρω από το τραπέζι του Δείπνου του Κυρίου. Τη Σύναξη την Ευχαριστιακή, που λέμε εμείς. Αυτή είναι η υπέρτατη γιορτή. Ειδικά μέσα στο δείπνο του Κυρίου, που είναι η σύναξη της Βασιλείας και η χαρά της Βασιλείας, περιλαμβάνονται όλα: Περιλαμβάνεται και η γέννηση του Χριστού, και η πορεία του στη γη, και η ανάστασή του, και ο θάνατός του και η ανάληψη, και η αναδημιουργία.
5. Περί εορτασμού γενεθλίων και αγιασμού του χώρου
Όσον αφορά το άλλο που λένε, ότι οι Χριστιανοί δεν γιορτάζουν γενέθλια, και αναφέρονται σε μία παραπομπή από την Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια του Βιβλίου, ότι οι πρώτοι Χριστιανοί δεν γιόρταζαν τη γέννηση οποιουδήποτε ατόμου, γιατί το θεωρούσαν ειδωλολατρικό έθιμο, έχουμε να πούμε τα εξής: Εντάξει, δεν διαφωνούμε. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν γιορτάζει γενέθλια. Εμείς γιορτάζουμε τη σχέση της αναγέννησης με τον Κύριο. Η αναγέννηση σχετίζεται με αυτό το όνομα το καινούργιο που δίνει ο Θεός στον άνθρωπο. Όχι με τη γέννηση κανενός ανθρώπου. Όσο δε για τον Κύριο Ιησού Χριστό, του Οποίου τη γέννηση γιορτάζουμε, δεν είναι ο Κύριος ένας «απλός άνθρωπος». Είναι ο Θεός που ενανθρώπισε! Και εκεί βρίσκεται η ουσία αυτής της υπόθεσης. Δεν είναι ένας απλός άνθρωπος, αλλά είναι ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ. Και δεν εντάσσεται σε μια τέτοια συλλογιστική, για μια δική του γιορτή, για μια γιορτή της γεννήσεώς Του. Συνεπώς, δεν πρόκειται για καμία γιορτή ειδωλολατρείας, αλλά για μια γιορτή τιμής στο πρόσωπο του Κυρίου μας, και συνεπώς η όλη ενέργεια της Εκκλησίας, είναι μια ενέργεια που χάριτι Θεού, δίνει αγιασμό δια του γεγονότος της δικής Του ενανθρωπίσεως και στον χρόνο και στον χώρο.
Αυτόν ακριβώς τον αγιασμό της κτίσεως, είναι εκείνο που επιδιώκει η Εκκλησία και τα μέλη της το καθένα ξεχωριστά, και γι’ αυτό γιορτάζουν όλα αυτά τα Θεία γεγονότα, μεταξύ των οποίων και το πολύ σημαντικό γεγονός της Θείας Ενανθρωπίσεως που εορτάζει η Χριστιανική Εκκλησία κατά την εορτή των Χριστουγέννων.
Όπως και προηγουμένως τονίσαμε, αποκορύφωμα και κέντρο του εορτασμού, είναι η Θεία Ευχαριστία, το Δείπνο του Κυρίου, και σε αυτό δεν υπάρχει καμία αντίρρηση και αμφιβολία. Μέσα σ’ αυτό το γεγονός, οι Χριστιανοί εορτάζουν ολόκληρη τη Θεία Οικονομία, η οποία βεβαίως περιλαμβάνει όλα τα στάδια και τις φάσεις της Θείας Ενανθρωπίσεως, και της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, που αυτή συνεπάγεται. Ωστόσο, ας δούμε αυτό το γεγονός, (το σημαντικό γεγονός), μέσα από κάποια χωρία της Αγίας Γραφής.
Κατ’ αρχήν, ας ανατρέξουμε στο βιβλίο της Εξόδου, 3/γ: 5. Εκεί ο Θεός λέει τα εξής στον Μωυσή, όταν εμφανίσθηκε εν μέσω της φλεγομένης και μη κατακαιομένης βάτου: «Λύσον τα υποδήματά σου εκ των ποδών σου, διότι ο τόπος επί του οποίου ίστασαι είναι γη αγία». Ο τόπος λοιπόν, με την εμφάνιση και την παρουσία του Κυρίου, αγιάσθηκε.
6. Ο αγιασμός του χρόνου και το γλέντι
Όμοια όμως, αγιάζεται και ο χρόνος. Ένα μικρό παράδειγμα θα αναφέρουμε από το βιβλίο του Νεεμία. Εκεί, στο 8ο κεφάλαιο και στίχους 8-11, αναφέρονται τα εξής: «Και ανέγνωσαν εν βιβλίω νόμου του Θεού, και εδίδασκεν Έσδρας και διέστελλεν εν επιστήμη Κυρίου, και συνήκεν ο λαός εν τη αναγνώσει. 9 και είπε Νεεμίας και Έσδρας ο ιερεύς και γραμματεύς και οι Λευίται και οι συνετίζοντες τον λαόν και είπαν παντί τω λαω· ημέρα αγία εστί τω Κυρίω Θεω ημών…». Και σημειώνουμε εδώ, ότι αυτή η ημέρα, ήταν η πρώτη ημέρα του 7ου μηνός. Δεν ήταν δηλαδή μία από τις καθιερωμένες ημέρες εορτής από τον Νόμο. Εδώ συμβαίνει ένα χαρούμενο γεγονός, ένα γεγονός που έχει σχέση με την επιστροφή των Ισραηλιτών από τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία, και ο λαός του Θεού ορίζει την ημέρα αυτή ως αγία, και μ’ αυτόν τον τρόπο στην ουσία νομοθετεί θα μπορούσαμε να πούμε, ως λαός του Θεού, και αγιάζει, καθαγιάζει τον χρόνο. Επανερχόμαστε λοιπόν, διαβάζοντας: «…ημέρα αγία εστί τω Κυρίω Θεω ημών, μη πενθείτε μηδέ κλαίετε· ότι έκλαιε πας ο λαός, ως ήκουσαν τους λόγους του νόμου. 10 και είπεν αυτοίς· πορεύεσθε φάγετε λιπάσματα και πίετε γλυκάσματα και αποστείλατε μερίδας τοις μη έχουσιν· ότι αγία εστίν η ημέρα τω Κυρίω ημών· και μη διαπέσητε, ότι εστί Κύριος ισχύς ημών. 11 και οι Λευίται κατεσιώπων πάντα τον λαόν λέγοντες· σιωπάτε, ότι ημέρα αγία, και μη καταπίπτετε». Παρατηρούμε λοιπόν, με ποιο τρόπο καθιερώθηκε η ημέρα αυτή ως αγία, ως ημέρα εορτής, και με ποιο τρόπο προτρέπει ο Νεεμίας και ο Έσδρας τους Ισραηλίτες να τη γιορτάσουν. Ποιος ήταν λοιπόν ο τρόπος τον οποίο υπεδείκνυε εμμέσως ο Θεός, για να εορτάζεται αυτή η αγία ημέρα; Ήταν η ανάγνωση και η ερμηνεία του Νόμου, του λόγου του Θεού, αλλά ήταν επίσης (εκτός από την πνευματική θα λέγαμε ευχαρίστηση και τροφή), ήταν και η υλική αγαλλίαση, και αυτό γινόταν με παράσταση τραπέζης, δηλαδή με φαγητό και ποτό. Παράλληλα όμως, η τράπεζα αυτή, είχε το χαρακτήρα και της κοινωνίας, και της ελεημοσύνης προς τους μη έχοντας.
Η αγία ημέρα, η εορτή δηλαδή για τον Κύριο, συμπεριλαμβάνει τη χαρά ολοκλήρου του λαού, και έτσι πρέπει να εορτάζονται και οι Χριστιανικές εορτές. Αυτό βέβαια πόρω απέχει, από το να οδηγείται κανείς σε κραιπάλη και μέθη, και τελικά να απομακρύνεται από το σκοπό της εορτής, που είναι ο αίνος και η δόξα προς τον Κύριο, αλλά και η υλική ευφροσύνη.
Ομιλία Νο 76
1. Εισαγωγή
Η πολύ σημαντική εορτή των Χριστουγέννων, της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, δυστυχώς, κακοποιείται από πολλούς, οι οποίοι ομολογούν ότι είναι Χριστιανοί και συχνά φέρουν επιχειρήματα για να στηρίξουν τις εσφαλμένες απόψεις τους ότι τα Χριστούγεννα δεν πρέπει να εορτάζονται διότι, δήθεν, δεν είναι χριστιανική εορτή ή ότι ο Θεός δεν αρέσκεται σε τέτοιου είδους λατρεία.
Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε συγκεκριμένα ερωτήματα σχετικά με το θέμα των Χριστουγέννων. Συνοπτικά, εάν πρέπει να εορτάζονται τα Χριστούγεννα και γενικότερα εάν υπάρχον χριστιανικές εορτές, εορτές που πρέπει να γιορτάζουν οι χριστιανοί σε τακτά χρονικά διαστήματα ή ημερομηνίες, και πότε και πώς και τι πρέπει να εορτάζουν οι χριστιανοί εν γένει. Πιο συγκεκριμένα όσον αφορά την εορτή των Χριστουγέννων, εορτή κατά την οποία η Εκκλησία μας ενθυμείται και χαίρεται και εορτάζει το γεγονός της Χριστού γεννήσεως, το γεγονός, δηλαδή, της σαρκώσεως του Λόγου, της ενανθρωπίσεως του Υιού του Θεού.
Το ερώτημα είναι για το πότε πρέπει να εορτάζονται τα Χριστούγεννα και συγκεκριμένα εάν πρέπει να εορτάζονται την 25η Δεκεμβρίου ή κάποια άλλη ημερομηνία, όπως τοποθετούν πολλοί από τους αιρετικούς, την ημερομηνία της γεννήσεως του Χριστού. Ένα άλλο ερώτημα στο οποίο υπάρχει εσφαλμένη πληροφόρηση από πλευράς των αντιθέτων είναι το από πότε άρχισαν να εορτάζουν οι χριστιανοί, η Εκκλησία μας, αυτή την εορτή. Τέλος, θα ασχοληθούμε και με το ζήτημα της προσκύνησης των Μάγων, για το οποίο πολλά λέγονται και παράλληλα με το ζήτημα του Αστέρος.
Είχαμε ήδη εξετάσει το εάν πραγματικά οι Χριστιανοί πρέπει να εορτάζουν την γιορτή αυτή της Γεννήσεως του Χριστού. Διαπιστώσαμε μέσα από τις αφηγήσεις της Καινής Διαθήκης, ιδιαίτερα, ότι το γεγονός της σαρκώσεως του Λόγου και της γεννήσεως του Χριστού από την Παρθένο Μαρία, αποτέλεσε ένα συγκλονιστικό γεγονός, όχι μόνο για την γη αλλά και για τον ουρανό. Παρατηρούμε ότι άγγελοι ευαγγελίζονται το γεγονός αυτό στους ποιμένες. Δηλαδή, άγγελος Κυρίου αναγγέλλει με χαρά, αυτό το χαρμόσυνο, το συγκλονιστικό γεγονός στους ποιμένες και τους προσκαλεί στην προσκύνηση του γεννηθέντος Χριστού και στον συνεορτασμό. Παράλληλα παρατηρούμε ότι πλήθος αγγέλλων υμνούν, δοξολογούν το Θεό και ψάλλουν ευχαριστιακούς ύμνους ορμώμενοι, ακριβώς, από αυτό το γεγονός.
Διαπιστώσαμε –άλλοτε– κάποιες από τις αιτίες γι’ αυτό τον χαρμόσυνο τρόπο και την χαρμόσυνη εκδήλωση από πλευράς των αγγέλων. Ταυτόχρονα παρατηρούμε ότι ένας Αστέρας ουράνιος καθοδηγεί τους Μάγους –άνθρωποι που μέχρι τότε δεν ήταν στην ορθή πορεία της πίστης– και τους οδηγεί στο να προσκυνήσουν τον γεννηθέντα Βασιλέα και να του προσφέρουν δώρα. Έτσι, λοιπόν, ήδη από την στιγμή που συνέβη το γεγονός αυτό αντιμετωπίστηκε με χαρμόσυνο και εορταστικό τρόπο. Είναι, λοιπόν, απολύτως φυσικό οι χριστιανοί να ακολουθήσουμε αυτή την παράδοση και με τον τρόπο μας κι εμείς να συμμετέχουμε σ’ αυτό το τόσο σπουδαίο γεγονός που αποτελεί, τρόπον τινά, την αφετηρία της σωτηρίας μας.
Ένα δεύτερο σημείο που είδαμε άλλοτε, είναι ότι πολλοί από αυτούς που κακόδοξα πιστεύουν ότι δεν πρέπει να εορτάζονται τα Χριστούγεννα, φέρουν –εκ των υστέρων, προφανώς– διάφορα επιχειρήματα για να πείσουν τους οπαδούς τους για κάτι τέτοιο, όπως ότι εορτάζεται σε μια ημερομηνία που συμπίπτει με κάποιες ειδωλολατρικές εορτές. Συγκεκριμένα οι Ευαγγελιστές, αλλά και οι λεγόμενοι Μάρτυρες του Ιεχωβά ισχυρίζονται ότι η 25η Δεκεμβρίου αποτελεί ημερομηνία κατά την οποία οι ειδωλολάτρες συνήθιζαν να εορτάζουν τα Σατουρνάλια. Εν τούτοις, οι ίδιοι αναιρούν τους εαυτούς τους και αντιφάσκουν με τα όσα λένε γιατί όπως είδαμε από δικές τους παραθέσεις, από δικά τους έντυπα, σε άλλες περιπτώσεις καθοδηγούν και διδάσκουν τους οπαδούς τους να μην ακολουθούν αυτή την συλλογιστική στο να ερευνούν με κάθε λεπτομέρεια ήθη, έθιμα, αντικείμενα για το εάν αποτελούσαν στο παρελθόν ειδωλολατρικές συνήθειες. Να μην ασχολούνται και να μη τρώνε τον χρόνο τους με αυτού του είδους τις ακαρποφόρητες έρευνες παρά να προσπαθούν με κάθε τρόπο στη σημερινή κοινωνία και με τις σημερινές αντιλήψεις, να προστρέχουν στη λατρεία του Θεού.
2. Μια εσφαλμένη προσπάθεια χρονολόγησης της γέννησης του Κυρίου
Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε απαντήσεις κατά το δυνατόν στα υπόλοιπα ερωτηματικά και πρώτα απ’ όλα ξεκινώντας από το πότε πρέπει να εορτάζονται τα Χριστούγεννα. Και πιο συγκεκριμένα, εάν θα πρέπει να εορτάζονται την 25η Δεκεμβρίου ή κάποια άλλη ημερομηνία όπως η 1η Οκτωβρίου –επί παραδείγματι– που κάποιοι τοποθετούν σ’ αυτή την ημερομηνία την Γέννηση του Χριστού.
Στο Λουκ. α΄/1, 5 (απόδοση Βάμβα), διαβάζουμε: «υπήρξε επί των ημερών Ηρώδου του βασιλέως της Ιουδαία βασιλεύς τις τω όνομα Ζαχαρίας εκ της εφημερίας Αβιά και η γυνή αυτού ήτο εκ των θυγατέρων του Ααρών και το όνομα αυτής Ελισσάβετ». Από το χωρίο αυτό, ξεκινώντας, οι Ευαγγελιστές αλλά και οι λεγόμενοι Μάρτυρες του Ιεχωβά, λένε ότι μπορούν να προσδιορίσουν πότε ήταν η εφημερία Αβιά, συνεπώς, πότε συνελήφθη από την Ελισσάβετ ο προφήτης Ιωάννης και άρα, προσθέτοντας στη συνέχεια έξι μήνες –επειδή τόσο ήταν η διαφορά ανάμεσα στον Ιωάννη και τον Κύριό μας– να προσδιορίσουν πότε συνελήφθη ο Κύριος Ιησούς Χριστός από την Παρθένο Μαρία, εκ Πνεύματος Αγίου. Λένε, λοιπόν, ότι με βάση το Α΄ Χρον. δ΄/4, 10 (απόδ. Βάμβα), ο Δαυίδ είχε χωρίσει τις ιερατικές οικογένειες κατά κλήρους, σε 24 ομάδες, για να υπηρετούν στη διάρκεια του έτους. Ο όγδοος κλήρος έπεσε στον Αβιά. Λένε, λοιπόν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, ότι επί 15 ημέρες ιεράτευαν ως εφημέριοι ιερείς η κάθε μια από αυτές τις ομάδες. Παίρνουν λοιπόν, το 8ο δεκαπενθήμερο του έτους κι από’ κει και πέρα ξεκινάει η μέτρηση.
Έχουμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις, οι οποίες πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν όταν κανείς μπαίνει σε τέτοια συλλογιστική. Και το λέμε αυτό γιατί στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν γιορτάζονται ημερομηνίες. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία κηρύττουμε το Ευαγγέλιο του Χριστού. Και την μια μέρα τονίζουμε την Γέννησή Του, την άλλη μέρα τονίζουμε το γεγονός ότι βαπτίστηκε, το γεγονός ότι υπάκουε στον προφήτη του Θεού, την άλλη μέρα τονίζουμε το γεγονός ότι σταυρώθηκε για μας, την άλλη μέρα τονίζουμε ότι αναλήφθηκε. Οποιαδήποτε μέρα του έτους θα μπορούσε να γίνει αυτό το πράγμα, διότι ο στόχος μας δεν είναι να τονίσουμε ημερομηνίες. Είναι να κηρύξουμε το Ευαγγέλιο του Χριστού, που περιλαμβάνει τα πάντα: την Γέννησή Του, την Βάπτισή Του, την Σάρκωση, την επι γης πρώτη Του Παρουσία, την σταυρική του Θυσία, την Ανάστασή Του.
Καμία από τις σοβαρές μελέτες που αφορούν το θέμα της ιερωσύνης του Ισραήλ λέει ότι επί 15 ημέρες ιεράτευε η εφημερία. Η εφημερία ήταν μόνο για μία εβδομάδα, από το Σάββατο έως το επόμενο Σάββατο. Και αυτό γινόταν περίπου 2 φορές το χρόνο. Παραπέμπουμε στο έργο του Φλαβίου Ιώσηππου »Αρχαιότητες», βιβλ. 7ο, 14-7: οι εφημερίες ήταν εβδομαδιαίες εναλλασσόμενες ανά Σάββατο, περίπου 2 φορές το χρόνο. Αλλά μη φανταστεί κανείς ότι κι έτσι μπορεί να βρει πότε ήταν η εφημερία Αβιά την εποχή του Ζαχαρία. Διότι άλλη κατάσταση έχουμε πριν από την Βαβυλώνια αιχμαλωσία και άλλη μετά από αυτήν.
Από τα δεδομένα του βιβλίου του Έσδρα β΄/2, 36 (απόδ. Βάμβα) πληροφορούμαστε ότι εκείνοι που επέστρεψαν από την Βαβυλώνια αιχμαλωσία ήταν οι εκπρόσωποι ΜΟΝΟ 4 ομάδων. Διαβάζουμε (στίχοι 36-39): «36 οι ιερείς υιοί Ιεδαΐα», που ήταν ένας από τους κλήρους του Ιεδαΐα. Παρακάτω: «37 υιοί Ιμμήρ», «38 υιοί Πασχώρ» και «39 υιοί Χαρήμ». Μόνο 4 κλήροι επιστρέφουν, μόνο 4 ομάδες. Οι άλλες 20 δεν επέστρεψαν.
Όταν, τον καιρό του Νεεμία ξεκινά πάλι η υπηρεσία στον Ναό, έχουμε και πάλι 24 ομάδες που υπηρετούν. Το ερώτημα είναι: η εφημερία του Αβιά στην οποία ο εμφανίζεται ο Ζαχαρίας να ανήκει, είναι με βάση τα αρχαία ονόματα ή με βάση τα ονόματα από τον καιρό του Νεεμία; Λ.χ. στο Νεεμ. ιβ΄/12, 17 αναφέρεται ο Αβιά και, ως εκπρόσωπος του Αβιά, ο Ζιχρί. Αλλά η διάταξη εδώ, μας δίνει 11ο τον Αβιά.
Τι θέλουμε να πούμε; Ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στο να προσδιορίσουμε:
α) ποια είναι η εφημερία Αβιά στην οποία ανήκει ο Ζαχαρίας, αν είναι η παλαιά ή μετά την Βαβυλώνια αιχμαλωσία, και,
β) δεν είναι δυνατόν, επίσης, να προσδιοριστεί με κανέναν τρόπο ποια στιγμή του χρόνου εμφανίζεται η δεδομένη εφημερία, όποια κι αν είναι αυτή, για το λόγο ότι οι εφημερίες προχωρούν καθέτως αλλά κάθε τρία χρόνια, περίπου, έχουμε έναν εμβόλιμο μήνα. Και στην διάρκεια του εμβόλιμου μήνα θα υπηρετήσουν κάποιες εφημερίες, οπότε το νέο έτος θα αρχίσει με κάποια άλλη κι όχι με την πρώτη εφημερία, όπως είχε κανονικά ξεκινήσει. Υπάρχουν, λοιπόν, όπως και να το πούμε, πολλά προβλήματα στο να προσδιορίσουμε με βάση τις εφημερίες, με βάση τους ιερατικούς κλήρους την ακριβή ημερομηνία στην οποία υπηρέτησε ο Ζαχαρίας.
Αρχαία πληροφορία μας λέει ότι ο Ζαχαρίας υπηρέτησε κατά μήνα Σεπτέμβριο. Αλλά δεν θα επιμείνουμε σ’ αυτήν εμείς, διότι είδαμε ότι δεν είναι η ημερομηνία αυτή που προσδιορίζει τα πράγματα. Επίσης, αρχαία πληροφορία και συγκεκριμένα από τον Ιώσηππο, μας λέει ότι η απογραφή στην οποία ο Κύριος Ιησούς εμφανίζεται να γεννάται, έγινε την 9η του μηνός Σαπέτ (από χειρόγραφο του Ιωσήππου που πάρθηκε μαζί με τα υπόλοιπα που πήρε ο Τίτος, ο αυτοκράτορας της Ρώμης, και φυλάσσεται αυτή τη στιγμή στα μουσεία της Ρώμης), που είναι περίπου 25 Δεκεμβρίου. Εκείνο που θέλουμε να υπογραμμίσουμε είναι ότι δεν είναι δυνατόν ούτε με βάση την ιερωσύνη, τις εφημερίες, ούτε με άλλη πληροφορία να προσδιοριστεί επακριβώς η ημερομηνία, τουλάχιστον μέχρι τώρα.
Διαπιστώσαμε μέχρι στιγμής ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία που εκτίθεται στην Καινή Διαθήκη περί της ιερωσύνης του Ζαχαρία και περί τις ιερατείας, κατά την τάξη του Αβιά, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η ημερομηνία της Γεννήσεως του Χριστού. Διότι αυτό το επιχείρημα, κυρίως, χρησιμοποιεί μια ομάδα καθ’ ομολογίαν χριστιανών, και συγκεκριμένα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, για να αποδείξουν με τον τρόπο που επιχειρούν, ότι δεν είναι ορθή η ημερομηνία την οποία η Εκκλησία μας έχει καθορίσει, όπως και άλλες επίσης, για τον εορτασμό της Χριστού Γεννήσεως. Το επιχείρημά τους αυτό, λοιπόν, όπως και άλλα επιχειρήματα ιστορικής φύσεως που χρησιμοποιούν, είναι βεβιασμένο, είναι ένα επιχείρημα που δεν απορρέει από τα ιστορικά δεδομένα αλλά πιέζουν τα ιστορικά γεγονότα, τα χωρία της Γραφής και κάποια συλλογιστική δική τους, ώστε να αποδείξουν ότι η ημερομηνία αυτή δεν είναι σωστή. Και με το ίδιο σκεπτικό, με τον συλλογισμό, οδηγούνται στην ημερομηνία της 1ης Οκτωβρίου. Είναι λοιπόν σαφές, από τα ιστορικά δεδομένα που υπάρχουν σήμερα, ότι δεν είναι δυνατόν από την εφημερία του Αβιά να προσδιοριστεί η ημερομηνία της Γεννήσεως του Χριστού και προφανώς, το επιχείρημα αυτό καταπίπτει.
3. Η καταλληλότητα του χρόνου της απογραφής
Παράλληλα, όμως, εκτός από αυτό το κεντρικό επιχείρημα που χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν και μια άλλη είδους συλλογιστική όπως ότι δεν μπορεί, –δήθεν–, να είναι η 25η Δεκεμβρίου η ημέρα Γεννήσεως του Χριστού διότι κατ’ εκείνον τον καιρό έγινε η απογραφή. Και δεν θα μπορούσε να βγει διάταγμα περί απογραφής καιρό χειμώνος, διότι δεν θα μπορούσαν –δήθεν– να μετακινηθούν οι άνθρωποι. Ή ότι αναφέρει το ευαγγελικό ανάγνωσμα ότι υπήρχαν ποιμένες αγραυλούντες. Σ’ αυτά τα δυο περιστασιακά, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε τα εξής με λίγα λόγια.
Κατ’ αρχήν, οι ποιμένες που ήταν αγραυλούντες φύλαγαν «φυλακάς», δηλαδή σκοπιές, την νύχτα. Δεν λέει το κείμενο ότι παρέμεναν όλη τη νύχτα στο ύπαιθρο. Γνωρίζουμε από τα κλιματολογικά στοιχεία για την περιοχή εκείνη ότι ο χειμώνας είναι αρκετά ήπιος και τουλάχιστον, για κάποια μικρή χρονική περίοδο της νύχτας και εναλλάξ, θα μπορούσαν οι ποιμένες να φυλούν πραγματικά σκοπιές χωρίς να υπάρχει άμεσο πρόβλημα ψύχους. Όσο δε, για το επιχείρημα που χρησιμοποιούν περί του ότι ο χειμώνας δεν είναι κατάλληλη εποχή για τις απογραφές, θα θέλαμε να πούμε ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Διότι οι περίοδοι της απογραφής πρέπει να επιλέγονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη συμπίπτουν με περιόδους κατά τις οποίες υπάρχουν αυξημένες γεωργικές ή κτηνοτροφικές εργασίες. Δηλαδή, δεν θα έπρεπε οι πολίτες, ο κόσμος που θα απεγραφόταν, να είναι απασχολημένος με αγροτικές εργασίες ούτως ώστε να μπορεί να μετακινηθεί όπως στη περίπτωσή μας, ο Ιωσήφ με την Παρθένο Μαρία. Αντίθετα, λοιπόν: το επιχείρημα που χρησιμοποιούν από τη συλλογιστική τους, και μάλλον αποδεικνύει ότι η 1η Οκτωβρίου όπου οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τοποθετούν σαν ημερομηνία την Γέννηση του Χριστού δεν θα ταίριαζε για περίοδο απογραφής διότι, όπως είναι γνωστό, η περίοδος αυτή είναι φορτισμένη με ένα σωρό από αγροτικές εργασίες.
4. Η Ορθόδοξη θεώρηση των Χριστουγέννων
Ωστόσο, επαναλαμβάνουμε και τονίζουμε, ότι η χριστιανική Εκκλησία δεν στέκεται σε ημερομηνίες, στέκεται όμως στα γεγονότα. Και αυτά είναι εκείνα τα οποία ενθυμείται, αυτά είναι τα οποία εορτάζει διότι αυτά τα γεγονότα σαν σύνολο είναι η ιστορία της Πρώτης Παρουσίας και κατ’ επέκταση είναι το περιεχόμενο του Ευαγγελίου, είναι το περιεχόμενο του σωτηριολογικού κηρύγματος.
Οι χριστιανοί, όταν γιορτάζουμε, είπαμε ότι τιμούμε και τονίζουμε κάθε φορά τα γεγονότα εκείνα της ζωής και της διδασκαλίας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Γιορτάζουμε πνευματικά, τιμούμε με τούτο. Δεν είπε ο Κύριός μας ότι, αν τηρούμε τις εντολές Του κι έτσι αν τον αγαπούμε, Αυτός και ο Πατέρας θα’ ρθούν και θα κατοικήσον μέσα μας; Έρχεται ο Χριστός και γεννιέται μέσα μας! Και κατοικεί και μορφώνεται μέσα μας. Αυτό είναι το Ευαγγέλιο, αυτή είναι η διδασκαλία της Ορθόδοξης χριστιανικής Εκκλησίας της πίστης μας. Μήπως ο Απόστολος Παύλος στην Γαλ. δ΄/4, 19 δεν μιλεί γι’ αυτή την πνευματική γέννηση, την πνευματική γέννηση του Χριστού μέσα μας; Λέει: «19 τεκνία μου, ους πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν!». Για χάρη των οποίων πάει, βρίσκεται σε ωδίνες τοκετού, «άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν», «μέχρις ότου πάρει μορφή, να σαρκωθεί μέσα σας ο Χριστός». Αυτή είναι η γέννηση του Χριστού. Για την οποία γέννηση ο πνευματικός πατέρας βρίσκεται σε ωδίνες. Αυτή τη γέννηση τονίζουμε κι έτσι θέλουμε να εορτάζουμε. Πως την επόμενη μέρα το πρωί, όταν έχουμε ένα βραδινό γλέντι ή γλεντοκόπι, για το οποίο μας κατηγορούν για οινοποσίες, θα συγκεντρωθούμε στην Θεία Ευχαριστία στο Δείπνο του Κυρίου θα υμνολογήσουμε και νωρίς το πρωί θα αποδεχτούμε τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, τον Κύριό μας, ο οποίος ήλθε ακριβώς για να φέρει τη ζωή και το φως, σε όλους μας; Ας είμαστε σοβαροί όταν κρίνουμε μερικά πράγματα.
Η Ορθόδοξη χριστιανική Εκκλησία διαφέρει σε πολλά από την Δυτική. Και ίσως για ορισμένα από όσα κατηγορούν τους χριστιανούς να εννοούν την δυτική, την Παπική Εκκλησία. Αλλά θα πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός στο τι λέει, γιατί το λέει και που το λέει.
5. Από πότε γιορτάζουμε Χριστούγεννα;
Ας δούμε τώρα από πότε έχουμε την εορτή των Χριστουγέννων. Κατ' αρχήν μας λένε εκείνοι που προσπαθούν να κρίνουν την πίστη μας ότι για πρώτη φορά καθιερώθηκε η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού των Χριστουγέννων, γύρω στο 335 από την εκκλησία της Ρώμης και κατόπιν στις υπόλοιπες εκκλησίες εμφανίζεται η εορτή των Χριστουγέννων. Θέλουμε να τονίσουμε ότι σαν μεμονωμένη ημερομηνία εορτής της Γεννήσεως του Χριστού ξεκινάμε από τον 4ο αιώνα να την εορτάζουμε. Αλλά την Γέννηση του Χριστού την γιορτάζουμε από την αρχή. Και μάλιστα, ως την Επιφάνεια του Κυρίου μας (ή Τα Επιφάνεια, αφού γιορτάζουμε την Γέννηση μαζί με την Βάπτιση). Τα γεγονότα αυτά που τονίζουν ότι ο Κύριός μας ήρθε και σαρκώθηκε, πήρε τη δική μας σάρκα κι έτσι σωζόμεθα. Μάλιστα από το 180 μ.Χ. έχουμε μια φιλολογία που αναφέρεται, ακριβώς, σ’ αυτό το ζήτημα, ότι προηγείται των ετών που μας λένε, το γεγονός της εορτής της Γεννήσεως του Κυρίου, προκύπτει και από επιστολή του Αρχιεπισκόπου Νικαίας Ιωάννου, προς Ζαχαρίαν τον Καθολικόν της Μεγάλης Αρμενίας όπου πληροφορούμαστε ότι ο Πάπας Ρώμης Ιούλιος ο Α΄, απαντάει στον Επίσκοπο Ιεροσολύμων, ο οποίος Επίσκοπος Ιεροσολύμων, έγραφε σ' εκείνον: «Πως να παραστώ συγχρόνως και στη γιορτή της γεννήσεως στη Βηθλεέμ, και στη γιορτή της Βαπτίσεως στον Ιορδάνη;» Και τότε ο Πάπας Ρώμης, του απάντησε ότι υπάρχει στα αρχεία της Ρώμης, τμήματα από διασωθέν έγγραφο του Ιωσήπου, που λέει ότι την 9η του μηνός Σαπέτ (25 Δεκεμβρίου), έγινε η γέννηση του Χριστού.
Εν πάση περιπτώσει δεν θα μείνουμε σ’ αυτά, εκείνο που έχουμε να πούμε είναι ότι πράγματι, οι χριστιανοί, από πάντα τιμούσαν την Σάρκωση του Κυρίου, την επί γης Παρουσία Του.
6. Οι κοσμικότητες και ο άγιος Βασίλειος
Ένα άλλο πράγμα για το οποίο κατηγορούν την Ορθόδοξη πίστη, γενικά τους χριστιανούς, είναι τα χριστουγεννιάτικα δώρα σαν μέρος της γιορτής και όσα έχουν σχέση με τον Άγιο Βασίλη. Κατ’ αρχήν έχουμε να πούμε ότι όταν κανείς γιορτάζει και όταν χαίρεται για όσα έκανε ο Κύριος για μας, πραγματικά μοιράζεται με τους αδερφούς του ό,τι έχει. Όπως λ.χ. ο Νεεμίας στο Νεεμ. η΄/8, 9: «αύτη είναι αγία εις Κύριον τον Θεόν σας μη πενθείτε μηδέ κλαίετε 10 και είπε προς αυτούς· υπάγετε φάγετε παχέα και πίετε γλυκάσματα και αποστείλατε μερίδας προς τους μη έχοντας μηδέν ητοιμασμένον διότι η ημέρα είναι αγία εις τον Κύριον ημών» (απόδ. Βάμβα). Το να μοιραζόμαστε με τους αδερφούς μας ό,τι έχουμε είναι άγιο. Δεν επιμένουμε ούτε στα δώρα που υπάρχουν στη Δύση, ούτε σε κραιπάλες, ούτε σε οινοποσίες. Αυτό να το πούμε και να το τονίσουμε ξανά. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έλεγε ότι «δεν εορτάζουμε κοσμικώς αλλά υπερκοσμίως». Τώρα, όσον αφορά τις ιστορίες σχετικά με τον Άγιο Βασίλειο: κατ’ αρχήν την πρώτη Ιανουαρίου, τιμούμε την περιτομή του Κυρίου μας. Βεβαίως, τιμούμε και την μνήμη του Αγίου Βασιλείου. Ο Άγιος Βασίλειος ήταν ένας άνθρωπος που έκανε πάρα πολλά για τον κόσμο, πνευματικώς και υλικώς. Στη Δύση υπάρχει ο Άγιος Νικόλαος, ο λεγόμενος Santa Claus, ένας άνθρωπος πολύ πλούσιος που τα μοίρασε όλα στους ανθρώπους που είχαν ανάγκες. Και μάλιστα κατά το αγιογραφικό «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» (Ματθ. ς΄/6, 3), πολλές φορές νύχτα πήγαινε μεταμφιεσμένος, για να μη τον γνωρίσουν. Μάλιστα ήταν πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση όπου πέταξε τρία τσουβάλια χρυσάφι σε έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν σε φοβερή ανάγκη, είχε πολλά χρέη και ήταν έτοιμος, κυριολεκτικά, να πουλήσει τις τρεις θυγατέρες του.
Υπάρχει μια βάση για όλα αυτά αλλά όχι και να φτάσουμε σ’ αυτή την εμπορική διαφήμιση που υπάρχει. Προς Θεού, δεν είναι ούτε μέρος της πίστης μας ούτε μέρος της χριστιανικής μας πορείας. Το τι κάνει ο υπόλοιπος κόσμος είναι δικό του θέμα και ο Θεός θα κρίνει, για όλα αυτά τα ζητήματα.
7. Επιλεγόμενα
Τονίζουμε λοιπόν, συμπερασματικά, ότι σχετικά με το πότε εμφανίζεται η εορτή των Χριστουγέννων, έχουμε να πούμε ότι δεν εμφανίζεται στον 4ο αιώνα. Τον 4ο αιώνα έχουμε την τοποθέτησή της σε μια ιδιαίτερη ημερομηνία. Αλλά οι χριστιανοί τιμούν τα Χριστούγεννα από την ΑΡΧΗ. Γι’ αυτό και υπάρχει η φιλολογία από τον 2ο αιώνα. Να το τονίσουμε γιατί υπάρχει και παραπλάνηση και ελλειπής πληροφόρηση.
Ας θίξουμε επίσης, έστω κατ’ ελάχιστον, το ζήτημα της προσκύνησης των Μάγων και του Αστέρος. Από την ευαγγελική αφήγηση ο Αστέρας οδήγησε τους Μάγους στο να προσκυνήσουν το Χριστό και να του προσφέρουν δώρα. Οι αυτο-ονομαζόμενοι Μάρτυρες του Ιεχωβά, ισχυρίζονται ότι ο Αστέρας ήταν όργανο του Σατανά που οδήγησε τους Μάγους όχι για να προσφέρουν αληθινή λατρεία στο Χριστό αλλά που τελικά, οδήγησε στη σφαγή των 14.000 νηπίων. Τούτο όμως, είναι πέρα για πέρα εσφαλμένο και αποδεικνύεται και μέσα από την ευαγγελική αφήγηση αλλά και από την Παράδοση της Εκκλησίας. Κατ’ αρχή, ποτέ ο Σατανάς δεν έχει οδηγήσει ανθρώπους πιστούς στο να προσκυνήσουν το Χριστό και να του προσφέρουν δώρα, να τον τιμήσουν, δηλαδή, ως Βασιλέα, ως Θεό και να τιμήσουν την Σταύρωση και την ταφή Του, όπως συμβολίζουν τα δώρα που προσεφέρθησαν. Αντιθέτως, η Παράδοσις, σε συμφωνία με την Αγία Γραφή, λέγει ότι ήταν σοφοί εκ της Αραβίας (γιατί η έννοια Μάγος είχε και αυτή την έννοια, μαζί με το «διδάσκαλος», «ιερέας», κ.ο.κ. την εποχή εκείνη). Πορεύτηκαν κατά πάσα πιθανότητα από την Αραβία και προσέφεραν αντίστοιχα δώρα. Έτσι, λοιπόν, εκπληρώνεται η προφητεία που αναφέρεται στο Ψαλμ οβ΄/72, 10, (Ψαλμ. οα΄/71, 10 κατά τους Ο΄) όπου αναφέρει «οι βασιλείς της Θαρσείς και των νήσων θέλουσι προσφέρει προσφοράς, οι βασιλείς της Αραβίας και της Σεβά θέλουσι προσφέρει δώρα». Ταυτόχρονα όμως, μας θυμίζει και μια άλλη προφητεία που έκανε ένας ανάλογος των Μάγων αλλά πολύ προγενέστερος και αυτός δεν είναι άλλος από τον Βαλαάμ. Η δε προφητεία του αναφέρεται στο Αριθ. κδ΄/24. Εκεί, ένας μάγος, ένας προφήτης εκτός Ισραήλ οδηγείται στο να δει σε όραση τον Παντοδύναμο και να προφητεύσει για τον ερχομό του Μεσσίου. Δεν ήταν, λοιπόν, στους λαούς αυτούς άγνωστος ο ερχομός του Χριστού και κατ’ επέκτασιν και κατά συνέπειαν αυτός ήταν ο λόγος που οδηγήθηκαν στο να τον βρουν, στο να τον αναζητήσουν και να Του προσφέρουν αυτού του είδους τα δώρα.
Εν κατακλείδι μεταφέρουμε τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου όπου φαίνεται με σαφή τρόπο το πως εμείς οι χριστιανοί βλέπουμε αυτή την εορτή των Χριστουγέννων και πως πρέπει να την εορτάζουμε: «Τοίνυν εορτάζομεν μη πανηγυρικώς αλλά θεϊκώς, μη κοσμικώς αλλά υπερκοσμίως, μη τα ημέτερα αλλά τα του Ημετέρου, μάλλον δε τα του Δεσπότου». Δηλαδή, όχι να τιμούμε τους εαυτούς μας αλλά να τιμούμε το Χριστό τον Δεσπότη. «Μη τα της ασθενείας αλλά τα της ιατρείας, μη τα της πλάσεως αλλά τα της αναπλάσεως».
Αυτό είναι το πραγματικό περιεχόμενο της εορτής των Χριστουγέννων και μ’ αυτό τον τρόπο πρέπει οι χριστιανοί να εορτάζουμε αυτή την αγία ημέρα.
Πηγή: (Απομαγνητοφώνηση από εκπομπές της Πειραϊκής Εκκλησίας της σειράς εκπομπών: «Ορθοδοξία και Αίρεση», του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του, που εκφωνήθηκαν για πρώτη φορά την 1-1-1994 η πρώτη και 21-1-1994 η δεύτερη) Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας (ακούστε εδώ), Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας (ακούστε εδώ)
«Παιδί μου, θά ἤθελα πολύ νά μοιάσω, στόν Ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη»
Ἕνα βράδυ, καθόταν ὁ ἀείμνηστος ἅγιος Πενταπόλεως στό Πανεπιστήμιο, πού εἶχε οἰκοδομηθεῖ καί λειτουργήσει μέ τίς κοπιώδεις φροντίδες και ἀγῶνες του. Μέσα στό κέντρο τοῦ χώρου κτιζόταν ὁ βυζαντινός καί περικαλλῆς Ναός τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ἦταν κουρασμένος, γιατί ἐκείνη τήν ἡμέρα εἴχαμε ἀργήσει πολύ δουλεύοντας στό Ναό καί τότε μοῦ εἶπε:
«Παιδί μου, θά ἤθελα πολύ νά μοιάσω στόν Ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη».
Τόν ρώτησα: «Γιατί Σεβασμιώτατε;»
Καί συνεχίζει καί λέει:
«Αὐτός δούλεψε γιά τό Θεό καί ἔπεσε ἀπό τίς σκαλωσιές καί μ’ αὐτό τόν τρόπο θυσίασε τήν ζωή του στόν Θεό, τόν ζηλεύω πολύ, ἀλλά δέν λέω τίποτα, γιατί τόσα ἔργα ἔκανα μέχρι σήμερα. Μέ ἐλέησε ὁ Θεός καί δέν ἐπέτρεψε κανένα κακό νά γίνη, οὔτε ἔσπασε κανένα πόδι, κανένα χέρι, γι’ αὐτό δέν ἔχω παράπονο…»
Καί νά σημειώσουμε αὐτή ἡ κουβέντα ἔγινε τό 2009.
Τόν εἶδα νά ἀνεβαίνη στό τροῦλλο πολλές φορές καί φοβόμουν μήν πέση κάτω, καί κάθε φορά τοῦ ἔλεγα:
«Σεβασμιώτατε μήν τό κάνετε αὐτό!»
Καί ἡ ἀπάντησι πάντα ἦταν:
«…Ἀνεβαίνω παιδί μου, νά δῶ τί κάνουν καί ἄν μπορῶ νά προλάβω νά σώσω καμμιά ψυχή πού πρόκειται νά πέση… δέν θέλω νά ἔχω εὐθύνες πάνω μου, καλό εἶναι νά εἶμαι μαζί τους, γιά νά βοηθήσω…»
Ὅταν τοῦ ἔλεγα: «Σεβασμιώτατε, θά κουραστῆτε», ἀπαντοῦσε ἀμέσως:
«… Αὐτό θέλω, νά κουρασθῶ γιά τό Θεό, μ’ αὐτό τόν τρόπο τοῦ δείχνω καί ἐγώ τήν εὐγνωμοσύνη μου. Ἔχω κάνει μαζί του συμφωνία, ὅσο ζῶ θά τοῦ χαρίζω τήν ζωή μου στά ἔργα τοῦ Εὐαγγελίου…»
Δέν μποροῦσα μέ κανένα τρόπο νά τοῦ πῶ νά μήν δουλέψη.
Μία μέρα τοῦ εἶπα:
«Σεβασμιώτατε ἐσεῖς νομίζετε, ὅτι ὁ Θεός θά σᾶς κρίνη ἀνάλογα μέ τά ἔργα σας;...»
Θύμωσε πολύ καί μοῦ ἀπάντησε:
«…Ὄχι δέν εἶπα αὐτό, δέν ξέρω τί θά πῆ ὁ Θεός γιά μένα, εἶναι ἁμαρτία ἄν σκεφτώμαστε ἔτσι. Πολλοί ἅγιοι δεν ἔκαναν κάτι ἀπό αὐτά, οὔτε ἔγραψαν, οὔτε ἔκτισαν, οὔτε ἱερεῖς ἔγιναν… καί σήμερα κάνουν πολλά θαύματα καί εἶναι μεγάλοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ… Ἀλοίμονο ἄν σκεφτώμαστε ἔτσι! Ἐγώ τά κάνω ἁπλά, γιατί ἔκανα συμφωνία μέ τό Θεό, ὅσο ζῶ θά τοῦ χαρίζω τήν ζωή μου, τήν δύναμί μου, τά πάντα ὅσα χρόνια μέ κρατάει στήν γῆ, χωρίς νά περιμένω τίποτα, γιατί τά πάντα μοῦ ἔδωσε, ἁπλά τήν εὐγνωμοσύνη μου θέλω νά τοῦ δείξω…»
Μία μέρα χωρίς νά ἔχει προηγηθῆ κάποια συζήτησι εἶπε:
«Τί ἄνθρωποι ἦταν αὐτοί;»
Χωρίς νά μοῦ πῆ τά ὀνόματά τους.
Τόν ρώτησα:
«Ποιούς λέτε;»
Καί ἀρχίζει καί μοῦ λέει:
«Ἡ Παναγία, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὁ Πρόδρομος…, τί νά σοῦ πῶ, τί ἦταν αὐτοί… δέν χωράει τό μικρό μυαλό μου, τί πνεῦμα εἶχαν. Ἄν μ’ ἀξιώση ὁ Θεός μία μέρα νά πάω νά τούς δῶ μέ τά μάτια μου, νά τούς ρωτήσω, τί ἦταν θά μάθω…»
Λένε ὅτι ἤξερε ἀπ’ ἔξω ὅλες τίς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί ποτέ-ποτέ του δέν ξεχνοῦσε νά ἀναφέρεται στό ὄνομα τοῦ Καθηγητοῦ του Τρεμπέλα, σ’ ὅλες τίς ὁμιλίες του καί πάντα μετά δακρύων ἀναφερόταν στό ὄνομά του.
Ὅλοι μας στό Κονγκό γνωρίζουμε τόν ἀείμνηστο Παναγιώτη Τρεμπέλα, χωρίς νά τόν ἔχουμε δεῖ.
Συχνά ἀναφερόταν στά πρόσωπα τῶν πατέρων Χρυσοστόμου Παπασαραντοπούλου καί Χαρίτωνος Πνευματικάκι μετά δακρύων καί πάντα ἔλεγε:
«Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, πώς μέ ἑτοίμαζαν μέ τήν ἀγάπη τους!».
Μία μέρα, μοῦ διηγήθηκε ἕνα περιστατικό μέ τόν πατέρα Χαρίτωνα, ὅταν τοῦ ἔλεγε:
«…Ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἄξιοι, νά μαρτυρήσουμε γιά τό Χριστό, μήν φοβάσαι, δέν θά πάθουμε τίποτε, δέν εἴμαστε ἄξιοι…»
«Θά σοῦ πῶ ἕνα καλό τροπάριο μέ τόν ἦχο πού θέλω καί μοῦ ἀρέσει»
Μία μέρα μέ κάλεσε στήν βεράντα τοῦ σπιτιοῦ του καί μοῦ λέει:
«Παιδί μου θέλω νά ἀφιερώσω τό τελευταῖο ἔργο μου στήν Παναγία, θέλω νά κάνω ἕναν ὡραῖο Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στό χωριό Μπάλα σταυροειδή με τροῦλλο.»
Ἔφτιαξε ὁ ἴδιος τό σχέδιο καί ἄρχισε ἡ δουλειά. Τό χωριό ἀπέχει ἀπό τήν Κανάνγκα 35 χιλιόμετρα καί πήγαινε κάθε μέρα νά ἐπιβλέπη τό ἔργο, γιατί ἐπέμενε στό ὅτι:
«Θά κάνω ὅ,τι μέ φωτίζει ἡ Παναγία, γιατί δέν ἔχω ξανακάνει ἕνα τέτοιο σχέδιο, γι’ αὐτό θά πηγαίνω κάθε μέρα… Ξέρω ὅτι εἶναι δύσκολος ὁ δρόμος καί κουραστικός, ἀλλά πρέπει νά τελειώση ἡ δουλειά καί δέν νομίζω ὅτι μετά ἀπό αὐτό θά κάνω ἄλλο. Ἔτσι ἐπιθυμῶ νά γίνη ὡραῖο καί ὄμορφο. Κουράστηκα καί δέν ἀντέχω ἄλλο, τό μυαλό μου ἀντέχει ἀκόμα, ἀλλά τά πόδια δέν μέ βοηθοῦν καί δέν μ’ ἀφήνουν νά δουλέψω καί ἀκόμη δέν ἔχω ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μου, γιατί καί τό σχέδιο εἶναι δύσκολο. Εἶναι ἀνάγκη νά εἶμαι ἐκεῖ κάθε μέρα μέ τήν βοήθεια τῆς Παναγίας νά τελειώσουμε…».
«Σοῦ λέω παιδί μου, ἄν τελειώσω αὐτό τό Ναό θά πῶ: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ Κύριε, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου, τὸ σωτήριόν σου. Φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν, καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ.». Κάνω προσευχή νά φροντίζη ἡ Παναγία μόνη της τό ἔργο αὐτό.»
Πραγματικά εἶχαμε παραδείγματα γιά τήν φροντίδα τῆς Παναγίας.
Νά σημειώσουμε ὅτι τήν τελευταῖα ἑβδομάδα τήν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Χαρίτωνος τοῦ Ὁμολογητοῦ στίς 28 Σεπτεμβρίου, ἡμέρα Πέμπτη, ἀφοῦ τό πρωῒ εἶχε πάει στήν Μπάλα, ὅπως πάντα, γύρισε στό ραδιοφωνικό σταθμό, ὅπου ἦμουν μέσα καί χτύπησε στήν πόρτα, μόλις βγῆκα μοῦ λέει:
«Κάθισε νά σοῦ πῶ κάτι, πού δέν σᾶς ἔχω πεῖ ποτέ!»
Μόλις κάθισα τόν ἄκουσα μέ προσοχή:
«… Παιδί μου δέν ἀντέχω πιά, σήμερα κατάλαβα ὅτι κουράστηκα πολύ. Τό σῶμα μου δέν ἔχει δυνάμεις. Ὅμως πρέπει νά τελειώση ὁ Ναός. Δοξάζω τό Θεό, γιατί ἔδωσε διά πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου ὅ,τι καλύτερο. Παρατήρησα ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα πού ξεκινήσαμε τίς ἐργασίες μέχρι σήμερα δέν μᾶς ἐμπόδισε οὔτε μία μέρα ἡ βροχή, ἀλλά εἶχαμε ἀνάγκη ἀπό τό νερό. Ἔβρεχε μόνο στίς ὧρες πού δέν δουλεύαμε. Αὐτό εἶναι ἡ μεγαλύτερη φροντίδα τῆς Θεοτόκου, γιά νά περατωθῆ ὁ Ναός της. Δοξάζω τό Θεό γιατί ὁλοκληρώσαμε τό ἔργο σ’ αὐτή τή δύσκολη περίοδο, πού εἴχαμε ἐπεισόδια (σοβαρές καί ἐπικίνδυνες ἐμφύλιες συρράξεις μέ πολλούς θανάτους), μᾶς φύλαξε καί τελειώσαμε…»
Μετά ἔφυγε γιά τό δωμάτιό του, ἀφοῦ αὐτή ἡ κουβέντα ἔγινε στίς 8 τό βράδυ.
Τό Σάββατο τό πρωΐ 30 Σεπτεμβρίου ἔφυγε γιά τό χωριό καί ἐκεῖ στίς 11.30 π.μ. δούλευε στό ἱερό, σέ ἡλικία 87 ἐτῶν. Εἶχε στό χέρι του ἕνα τρυπάνι καί τρυποῦσε στόν τοῖχο. Μόλις ἔβγαινε ἀπό τό ἱερό γλύστρισε στά σκαλοπάτια μέ τό τρυπάνι στό χέρι. Ἔπεσε κάτω καί ἔσπασε τό ἀριστερό του πόδι.
Ὅταν τόν φέρανε στό κέντρο τῆς Ἱεραποστολῆς, τόν ἔβαλαν στό δωμάτιό του. Μπῆκα μέσα. Εἶχε πολύ κόσμο. Τούς παρακάλεσε νά βγοῦν ἔξω ὅλοι.
Πονοῦσε πολύ. Μόλις βγῆκαν, μοῦ ζήτησε νά πάρω χαρτί καί μολύβι. Μοῦ εἶπε τί ἔπρεπε νά κάνουν στό Ναό ἀπό τήν Δευτέρα μέχρι τό τέλος.
Προσωπικά φοβήθηκα, γιατί κατάλαβα σάν νά μοῦ δίνει τελευταίες ἐντολές. Πράγματι ἦταν μέ λεπτομέρειες.
Ἀφοῦ τελειώσαμε συνέχισε:
«… Παιδί μου δέν λυπᾶμαι γιά ὅ,τι ἔγινε, δέν ἔχω παράπονα γι’ αὐτό πού μοῦ ἔχει συμβεῖ. Δοξάζω πολύ τό Θεό, γιατί ἐπέτρεψε νά τό πάθω ἐγώ καί ὄχι ἄλλος, γιά νά μήν ἔχω εὐθύνη. Τόσα χρόνια, τόσες δουλειές, τόσα ἔργα, μέ φύλαξε ὁ Θεός, δέν ἔπαθε κανένας τίποτε, δέν ἔσπασε κανένα κεφάλι, πόδια, χέρια τῶν ἄλλων. Μέ ἐλέησε. Τό θύμα εἶμαι ἐγώ ὁ ἴδιος. Τί θά Τοῦ ἔλεγα, ἄν εἶχα ἀφήσει πίσω μου μία οἰκογένεια νά κλαίη μία γυναίκα τόν ἄνδρα της, ἤ τά παιδιά τον πατέρα τους ἀπό τά ἔργα μου; Δέν εἶναι τίποτα αὐτό πού ἔπαθα (μοῦ τά ἔλεγε κλαίγοντας ἀπό τόν πόνο πού εἶχε). Κοίτα στόν τοῖχο, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι…».
Ἐννοοῦσε τούς ἁγίους, μοῦ ἔδειχνε τις εἰκόνες, πού βρίσκονταν στόν τοῖχο.
«Τούς ἔκοψαν τά κεφάλια, τούς ἔβγαλαν τά δέρματα, τά δόντια, τούς ἔκοψαν τά πόδια, χέρια,… τί δέν τούς ἔκαναν; Ἀλλά ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος γιά ἕνα τέτοιο θάνατο, αὐτό πού ἔχω δέν εἶναι τίποτα μπροστά τους. Ἀλλά ἄν ἐπιτρέψη ὁ Θεός νά φύγω ἀπό αὐτό τό χτύπημα θά εἶμαι πολύ εὐχαριστημένος, θά τόν δοξάζω.
Ἡ χαρά μου εἶναι, ὅτι εἶμαι ἐγώ τό θύμα, ὄχι ἄλλος. Ἀλλά νά ξέρης, ὅτι ὅταν θά μέ σηκώσετε νά μέ βάλετε στόν τάφο…»
Μόλις εἶπε στόν τάφο, τόν σταμάτησα καί τοῦ εἶπα:
«Ὄχι Σεβασμιώτατε θά σᾶς βάλουμε στό αὐτοκίνητο γιά τό ἀεροδρόμιο, νά πᾶτε στήν Ἑλλάδα γιά θεραπεία…»
«Ὡραία», μοῦ λέει, «τό ἴδιο εἶναι!»
«Ἀλλά σημασία ἔχει ὅτι θά μέ σηκώσετε γιά τό αὐτοκίνητο, θά σοῦ ψέλνω ἕνα πολύ καλό τροπάριο μέ τόν ἦχο πού θέλω καί μοῦ ἀρέσει, γιατί δέν ξέρω, πώς θά τό ψέλνουν οἱ ἄλλοι, μετά ὅταν δέν θά τό ἀκούω. Θά τό πῶ ἐγώ μόνος μου, νά χαρῶ…»
Τότε χωρίς νά ξέρω τί ἤθελε νά μοῦ πῆ, περίμενα νά ἀκούσω κάτι εὐχάριστο. Καί μόλις τόν σηκώσαμε, γιά νά τόν βάλουμε στό αὐτοκίνητο ἀρχίζει μέ δυνατή φωνή νά ψέλνη· «Αἰωνία ἡ μνήμη», μέ χαρά καί εὐχαριστημένος. Τό εἶπε τρεῖς φορές.
Ἔτσι μ’ αὐτό τόν τρόπο ἤθελε νά πῆ καθαρά· Σᾶς μίλησα καί δέν μέ καταλάβατε. Τώρα θέλω νά σᾶς ἀποχαιρετήσω μία καί καλή, χωρίς ἄλλα λόγια, φεύγω γιά πάντα καί δέν θά ξαναέρθω ἐδῶ. Ἦταν ἡ σκηνή αὐτή γιά μένα πολύ δύσκολη, γιατί εἶπα μέσα μου:
«Ἔτσι εἶχε κάνει ὁ Κύριος μέ τούς μαθητές του, στήν τελευταία ὧρα τούς μίλησε καθαρά, χωρίς εἰκόνες.»
Ἔχω πολλά νά πῶ, γιατί ἔμαθα πολλά δίπλα του σάν ἕνα παιδί μέ τόν πατέρα του καί δέν ξέρω ἄν ὑπάρχει κάποιος πού τόν ἔζησε σάν ἐμένα.
Γι’ αὐτό δοξάζω τό Θεό, γιά τήν εὐλογία πού μοῦ ἔδωσε νά εἶμαι δίπλα του καί νά μέ καθοδηγῆ.
Κλείνοντας θυμάμαι μετά τό Πάσχα μάζεψε τούς ἱερεῖς στήν ὧρα τῆς συνάξεως καί τούς εἶπε:
«Παιδιά μου, σήμερα τό μάθημα πού θά κάνω εἶναι νά σᾶς ζητήσω συγγνώμη, γιατί βλέπω ὅτι ἡ ὑγεία μου μέ προσβάλλει καί δέν νομίζω νά εἶμαι μαζί σας φέτος τά Χριστούγεννα 2017, γι’ αὐτό σκέφτηκα νά σᾶς ζητήσω συγγνώμη, ἄνθρωπος εἶμαι καί ἐγώ, λάθη κάνω, καί μπορῶ νά σᾶς ἔχω στενοχωρήσει μέ τή συμπεριφορά μου, τή συνεργασία μου, νά μέ συγχωρήσετε καί νά πῆτε ἕνα «Κύριε ἐλέησον» στίς προσευχές σας γιά μένα…».Ἔτσι ἄρχισε καί ἔτσι τελείωσε τή σύναξι.
Μᾶς δίδαξε μέ τή ζωή του καλά παραδείγματα.
Νά ἔχουμε τήν εὐχή του.
Σχόλιο Τ.Ι.: Ας ευχηθούμε να υλοποιηθεί.
Ύστερα από πολλά χρόνια, κλείνει ένα κεφάλαιο που χρόνια χώριζε διπλωματικά Ελλάδα και Αλβανία.
Μια νέα απόφαση της Αλβανικής κυβέρνησης μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρώτο αποτέλεσμα των συνομιλιών των ΥΠΕΞ Ελλάδας και Αλβανίας κ. Κοτζιά και κ. Μπουσάτι στην Κρήτη. Στις 13 Δεκεμβρίου, με απόφαση που φέρει την υπογραφή του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα, η Αλβανική κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει στην ανέγερση νεκροταφείων για του Έλληνες πεσόντες κατά τον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο.
Η απόφαση αφορά την εφαρμογή της συμφωνίας της Αλβανικής κυβέρνησης με την Ελληνική κυβέρνηση για την αναζήτηση, εκταφή , αναγνώριση και ενταφιασμό των πεσόντων Ελλήνων στρατιωτών σε νεκροταφεία που θα χτιστούν εντός της Αλβανικής επικράτειας. Η κυβερνητική αυτή απόφαση βασίζετε σε σχετική συμφωνία των δύο κρατών που επικυρώθηκε στην Αλβανική βουλή με το νόμο υπ. αρ. 1025 στις 25/3/2010, επί κυβέρνησης Μπερίσα.
Τυπικά η απόφαση βασίζεται σε πρόταση του Υπουργείου Άμυνας της Αλβανίας και στην συνέχεια εξουσιοδοτεί τα υπόλοιπα αρμόδια υπουργεία για την εφαρμογή της απόφασης αυτής. Το Υπουργείο Εσωτερικών θα είναι αρμόδιο για την απαλλοτρίωση και παραχώρηση εκτάσεων που θα χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή τον νεκροταφείων.
Στην απόφαση εμπλέκονται και τα δημαρχεία τα οποία θα πρέπει να συνεργαστούν με το Υπουργείο Εσωτερικών για την εύρεση και εκταφή των οστών.
Η απόφαση προβλέπει την δημιουργία μιας κοινής επιτροπής ειδικών που θα απαρτίζετε από εκπροσώπους των δύο χώρων και θα συνεργαστούν για την αναζήτηση και την αναγνώριση των πεσόντων στρατιωτών. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, το Αλβανικό Υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει να καλύψει τα αναγκαία κονδύλια για την διαδικασία αναζήτησης, εκταφής και λειτουργίας της κοινής επιτροπής.
Επιπροσθέτως, το Αλβανικό Υπουργείο Άμυνας υποχρεούται να οργανώνει κάθε χρόνο την 28η Οκτωβρίου επίσημη τελετή προς τιμήν των Ελλήνων πεσόντων.
Επί της ουσίας, η απόφαση προβλέπει την εφαρμογή όσων αποφασίστηκαν στην σχετική συμφωνία μεταξύ των δύο χώρων το 2010. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα χρειαστούν αλλά 7 χρόνια για την εφαρμογή της απόφασης.
Σούρλας: Θετική η απόφαση της Αλβανίας για τους άταφους ήρωες του 1940 στη Β. Ήπειρο
Ο Γ. Σούρλας, ως Επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Συγγενών Πεσόντων κατά το Έπος 1940 – 41, σχετικά με την απόφαση της Αλβανίας για τους άταφους ήρωες, δήλωσε: «Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της Αλβανίας, που υπέγραψε ο Πρωθυπουργός Έ. Ραμα και δημοσιεύτηκε στις 13.12.2017 για τους άταφους πεσόντες, αποτελεί ένα θετικό βήμα προς την κατεύθυνση επίλυσης του μεγάλου εθνικού και ανθρωπιστικού προβλήματος.
Πρόκειται για μια απόφαση που καθορίζει τους όρους και τις διαδικασίες για τον εντοπισμό και τον ενταφιασμό των οστών των ηρώων, που κινείται στο πλαίσιο της Συμφωνίας Ελλάδας και Αλβανίας για το θέμα αυτό, που κυρώθηκε με νόμο το 2010 από τα δύο Κοινοβούλια.
Το γεγονός ότι εντός της εβδομάδος συνέρχεται η Διακρατική Επιτροπή Ελλάδας – Αλβανίας στην Αθήνα, που αποτελείται από υψηλόβαθμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και του Υπουργείου Εξωτερικών, καταδεικνύει ότι ήρθε η ώρα για την αποκατάσταση της μεγάλης εθνικής εκκρεμότητας για τους 7.976 πεσόντες, που παραμένουν σχεδόν στο σύνολό τους άταφοι ή προσωρινά θαμμένοι επί 76 χρόνια στα πεδία των μαχών της Β. Ηπείρου».
Πηγή: Χειμάρα (Πρώτο Μέρος, Δεύτερο Μέρος)
4.3.1 Προοίμιο
Ένα δευτερεύων χαρακτηριστικό της διδασκαλίας των περισσότερων γνωστικών ομάδων είναι το αντι-ιουδαϊκό τους φρόνημα. Τις περισσότερες φορές εκφράζεται με την απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης. Η στάση αυτή είναι ευεξήγητη. Στην Παλαιά Διαθήκη ανήκει και το βιβλίο της Γενέσεως, στο οποίο αποκαλύπτεται η θεολογία και η κοσμογονία από τον ίδιο το Θεό μέσω του Μωυσή. Όταν λοιπόν, οι γνωστικοί διδάσκαλοι προσπάθησαν να διαδώσουν τις δικές τους πεποιθήσεις, ελέγχονταν η αλήθεια των λεγομένων του και ύστερα από απλή σύγκριση αποδεικνύονταν ότι ψεύδονταν. Εφόσον απευθύνονταν πρωτίστως σε Χριστιανούς, έρχονταν αντιμέτωποι με τις Γραφές, και από την στιγμή που η δική τους θεογονία, κοσμογένεση και ανθρωπολογία συγκρούονταν με την χριστιανική αποκάλυψη, δεν έμεναν πολλά περιθώρια δράσης.
Από την άλλη πλευρά, στην Παλαιά Διαθήκη είχε δοθεί ο Νόμος, που μπορεί να είχε αποδειχθεί ανώφελος σωτηριολογικά μετά την έλευση του Χριστού, και να καταργήθηκαν οι λειτουργικές διατάξεις του, παρέμενε, όμως, συμπληρωμένος ως ο ηθικός γνώμονας του Χριστιανικού βίου. Αυτό σημαίνει, ότι οι αιρεσιάρχες αναγκαστικά έπρεπε να αμφισβητήσουν το κύρος και την νομιμότητα της Παλαιάς Διαθήκης, για να μπορούν να παρουσιάζουν την δική τους τρυφηλότητα και φιληδονία, ως νομιμοποιημένη διδασκαλία και να επιβάλουν τις ανήθικες συνήθειές τους, ανεξέλεγκτα.
Αν, λοιπόν, εξαιρέσει κανείς τους Ιουδαιο-χριστιανούς που έδειχναν να σέβονται την Παλαιά Διαθήκη και τον νόμο, αλλά στην πραγματικότητα αυτό γινόταν αποσπασματικά και αλλοιωμένα, όλες οι υπόλοιπες ομάδες κράτησαν αρνητική στάση απέναντι στην Παλαιά Διαθήκη. Κάποια μερίδα αυτών ακολούθησε ανεπιφύλακτα αντι-ιουδαϊκή γραμμή, και προέβαλλε ως θεμελιώδες αξίωμα την αντίθεση στον μωσαϊκό νόμο, γι’ αυτό και ονομάστηκαν Αντινομιστές.
Στον Κλήμεντα Αλεξανδρέα ονομάζονται Αντιτάκτες. Οπωσδήποτε δεν παραδέχονταν τους πραγματικούς λόγους της αντίθεσής τους στις εντολές του Θεού. Πρότειναν θεωρητικά προσχήματα. Λέγαν δηλαδή:
«Ἄλλοι τινές οὕς καί Αντιτάκτας καλοῦμεν, λέγουσιν, ὅτι ὁ μέν Θεός ὁ τῶν ὅλων Πατήρ ημῶν ἐστι φύσει, καί πανθ’, ὅσα πεποίηκεν, ἀγαθά ἐστιν˙ εἷς δέ τις τῶν ὑπ’ αὐτοῦ γεγονότων ἐπέσπειρεν τά ζιζάνια, τήν τῶν κακῶν φύσιν γεννήσας, οἷς καί δή πάντας ἡμᾶς περιέβαλεν, ἀντιτάξας ἡμᾶς τῷ Πατρί. Διό δή καί αὐτοί ἀντιτασσόμεθα τούτῳ εἰς ἐκδικίαν τοῦ Πατρός, ἀντιπράσσοντες τῷ βουλήματι τοῦ δευτέρου. Ἐπεί οὖν οὗτος “Οὐ μοιχεύσεις” εἴρηκεν, ἡμεῖς φασί, μοιχεύομεν ἐπί καταλύσει τῆς ἐντολῆς αὐτοῦ[1]».
Οι προφάσεις τους δεν έπεισαν για την γνησιότητα της προαίρεσής τους. Γι’ αυτό και ο Κλήμης Αλεξανδρεύς ονομάζει το τέταρτο κεφάλαιο του τρίτου λόγου των Στρωματέων «προφάσεις, ἅς οἱ αἱρετικοί χρῶνται, ὅπως ἄν ἀπολαύωσι πᾶσάν τε ἐλευθερίαν καί ἡδονήν».
4.3.2 Νικολαΐτες
Οι Νικολαΐτες αναφέρονται πρώτη φορά στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Απευθυνόμενος ο Κύριος προς την Εκκλησία της Εφέσου λέγει:
«ἀλλά τοῦτο έχεις ὅτι μισεῖς τά ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, ἅ καγώ μισῶ» (Αποκ. 2.6)
Και παρακάτω απευθυνόμενος στην Εκκλησία της Περγάμου:
«ἀλλά ἔχω κατά σοῦ ὀλίγα, ότι έχεις ἐκεῖ κρατοῦντας τήν διδαχήν Βαλαάμ, ὅς ἐδίδαξε τόν Βαλάκ βαλεῖν σκάνδαλον ἐνώπιον τῶν υἱῶν Ἰσραήλ καί φαγεπν εἰδωλόθυτα καί πορνεῦσαι. οὕτως ἔχεις καί σύ κρατοῦντας τήν διδαχήν τῶν Νικολαϊτῶν ὁμοίως». (Αποκ. 2.15)
Φαίνεται, λοιπόν, ότι την εποχή που έγραψε ο απόστολος Ιωάννης την Αποκάλυψη, ο Νικολαϊτισμός είχε απλωθεί στην Μικρά Ασία. Από το παραπάνω εδάφιο οι Νικολαΐτες ονομάστηκαν και Βαλααμίτες.
Ο Βαλαάμ ήταν προφήτης από την Μεσοποταμία και αναφέρεται στο Βιβλίο των Αριθμών[2]. Προς αυτόν έστειλε ο Βαλάκ, ο βασιλιάς των Μωαβιτών, πρεσβεία, αρχικά για να καταραστεί τους Ισραηλίτες, και όταν αυτό δεν κατέστη δυνατό, να τον συμβουλευθεί τι να πράξει εναντίον τους. Εεπιδή ο Βαλαάμ δεν μπόρεσε να καταραστεί τους Ισραηλίτες, συμβούλευσε τους Μωαβίτες να μολύνουν τους αντιπάλους τους[3]. Πράγματι οι Ισραηλίτες μολύνθηκαν, τρώγοντας ειδωλόθυτα και πορνεύοντας με τις Μωαβίτισες[4]. Αποτέλεσμα ήταν να τους βρει η οργή του Θεού[5]. Την οργή του Θεού κατέπαυσε ο Φινεές, γιος του Ελεάζαρου, γιου του Ααρών[6]. Στην συνέχεια ακολούθησε ήττα των Μαδιανιτών[7]. Κατά την νίκη των Ισραηλιτών βρήκε τον θάνατο ο Βαλαάμ[8].
Η αναφορά του αγίου Ειρηναίου σ’ αυτούς είναι σύντομη. Επαναλαμβάνει σχεδόν ότι γράφτηκε στην Αποκάλυψη. Προσθέτει ότι είναι οπαδοί του Νικολάου[9] ενός των επτά διακόνων, που ορίστηκαν από τους Αποστόλους να διακονούν την Εκκλησία. Ο Νικόλαος καταγόταν από την Αντιόχεια και ήταν προσήλυτος στον Ιουδαϊσμό, που σημαίνει ότι είχε εθνική καταγωγή, στην συνέχεια προσήλθε στον Ιουδαϊσμό και στην συνέχεια πίστεψε στον Χριστό. Μαζί με τους Στέφανο, Φίλιππο, Πρόχορο, Νικάνορα, Τίμωνα και Παρμενά εκλέχθηκε από τους Αποστόλους και χειροτονήθηκε διάκονος του κοινωνικού έργου της εκκλησίας των Ιεροσολύμων[10].
Η αναφορά του αγίου Ιππολύτου στους Νικολαΐτες είναι επίσης σύντομη κι επαναλαμβάνει όσα έγραψε ο άγιος Ειρηναίος:
«Πολλῆς δέ αυτόῖς συστάσεως κακῶν αἴτιος γεγένηται Νικόλαος, εἷς τῶν ἑπτά εις διακονίαν ὑπό τῶν ἀποστόλων κατασταθείς, ὅς ἀποστάς τῆς κατ’ εὐθεῖαν διδασκαλίας ἐδίδασκεν ἀδιαφορίαν βίου τε καί βρώσεως, οὗ τους μαθητάς ἐνυβρίζον<τας> τό ἅγιον πνεῦμα διά τῆς αποκαλύψεως Ἰωάννης ἤλεγχε πορνεύοντας καί εἰδωλόθυτα ἐσθίοντας»[11].
Η παρουσίαση της σέκτας από τους αγίους Ιππόλυτο και Ειρηναίο είναι σχεδόν επιγραμματική. Δεν έχουν να προσθέσουν κάτι στα όσα αναφέρει η Αποκάλυψη, εκτός από την φήμη για την αρχή της αίρεσης από τον διάκονο Νικόλαο. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρχαν οργανώσεις νικολαΐτικες στην Δύση, τουλάχιστον την εποχή που έγραψαν οι εν λόγω συγγραφείς και ύστερα.
Αντίθετα, ο Κλήμης Αλεξανδρεύς, έχει να προσθέσει πολλά περισσότερα. Αναφέρει μια παράδοση για τον διάκονο Νικόλαο, την οποία ενδεχομένως είχαν υπόψη τους και χρησιμοποιούσαν οι Νικολαΐτες [12]. Στην παραπάνω παράδοση οι Νικολαΐτες έκαναν την εξής παρανόηση:
«ἀκόλουθον γάρ εἶναί φασι τήν πράξιν ταύτην ἐκείνῃ τῇ φωνῇ, τῇ “παραχρῆσθαι τῇ σαρκί δεῖ”. Καί δή κατακολουθήσαντες τῷ γενομένῳ τῷ τέ είρημένῳ άπλῶς καί άβασανίστως, ἐκπορνεύουσιν ἀναιδήν οἱ τήν αἵρεσιν αύτοῦ μετιόντες[13].»
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς έχει τις αντιρρήσεις του για το αν ήταν ο Νικόλαος ο αρχηγός της αίρεσης, τελικά. Αυτό εκ πρώτης όψεως φαίνεται αντίθετο σε αυτά που έγραψαν οι άγιοι Ιππόλυτος και Ειρηναίος, ο Κλήμης δείχνει καλύτερα πληροφορημένος επί του θέματος. Αν δεν είναι ο ίδιος αυτόπτης μάρτυς των όσων αναφέρει, τουλάχιστον οι πληροφορίες του είναι από πρώτο χέρι. Αναφέρει έναν διάλογο, ο οποίος διημείφθη μεταξύ ενός οπαδού της σέκτας και μιας Χριστιανής.
«Φασί γοῦν τινα αὐτῶν, ἡμετερᾳ παρθένῳ, ὡραίᾳ τήν ὄψιν, προσελθόντα φάναι˙ Γέγραπται, “Παντί τῷ αἰτοῦντί σε δίδου[14]”˙ τήν δέ σεμνῶς πάνυ ἀποκρίνασθαι, μή συνιεῖσαν τήν τἀνθρώπου ἀσέλγειαν˙ Ἀλλά περί γάμου τῇ μητρί διαλέγου[15].»
Ο ίδιος αντιλέγει και για την αληθινή αιτία προσαγωγής της γυναίκας του Νικολάου ενώπιον των αποστόλων:
«Ὧν οὕτως ἐχόντων, ἀποβολή πάθους ἦν, εἰς μέσον τῶν ἀποστόλων ἡ τῆς ζηλοτυπουμένης ἐκύκλησις γναικός˙ καί ἡ εγκράτεια τῶν περισπουδάστων ἡδονῶν, τό “παραχρῆσθαι τῇ σαρκί” έδίδασκεν[16]».
Ο άγιος Επιφάνιος αποδίδει με την σειρά του την αρχή της αίρεσης στον διάκονο Νικόλαο, παρουσιάζει, όμως, διαφορετική ερμηνεία των γεγονότων. Σύμφωνα με την δική του εκδοχή, ο Νικόλαος προσπάθησε να εγκρατευθεί, παρ’ όλο που είχε γυναίκα όμορφη. Επειδή απότυχε του σκοπού του, έπεσε στο άλλο άκρο και διακήρυξε, ότι «εἰ μη τις καθ’ ἑκάστην ἡμέραν λαγνεύῃ, ζωῆς μή δύνασθαι μετέχεις αιωνίου[17]».
Την εποχή του αγίου Επιφανίου δεν είχαν απομείνει ίχνη της συγκεκριμένης αίρεσης. Ο Ευσέβιος Καισαρείας μας πληροφορεί ότι ήδη από την εποχή του η αίρεση αυτή είχε εκλείψει:
«Ταῦτα μέν οὖν περί τῶν κατά τούς δηλουμένους χρόνους παραβραβεῦσαι τήν ἀλήθειαν ἐγκεχειρηκότων, λόγου γε μην θᾶττον εἰς τό παντελές ἀπεσβηκότων εἰρήσθω[18].»
Για να εκθέσει την αίρεση ο Ευσέβιος χρησιμοποιεί αποσπάσματα από το έργο του Κλήμη, χωρίς να προσθέτει κάτι περισσότερο. Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς επίσης, μας πληροφορεί ότι χρησιμοποιούσαν κάποιο απόκρυφο χωρίς να το κατονομάζει. Παραθέτει και ένα μικρό απόσπασμα, στο οποίο φαίνεται η προσπάθεια κατασκευής μυθολογικού προτύπου για την αναγωγή της σαρκολαγνέιας του σε αυτό:
«Ἐρρύη δέ αὐτοῖς τό δόγμα ἔκ τινος ἀποκρύφου, καί δή παραθήσομαι τήν λέξιν τήν τῆς τούτων ἀσελγείας μητέρα˙… “ Ἕν ἦν τά πάντα˙ ἐπεί δέ ἔδοξεν αὐτοῦ τῇ ἑνότητι μή εἶναι μόνῃ, ἐξῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ ἐπίπνοια καί ἐκοινώνησεν αὐτῇ καί ἐποίησε τόν ἀγαπητόν. Ἐκ δέ τούτου ἐξῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ ἐπίπνοια, ᾗ κοινωνήσας ἐποίησε δυνάμεις, μήτε ὁραθῆναι, μήτε ἀκουσθῆναι δυναμένας”, ἕως, “έπ’ ὀνόματος ἰδίου ἑκάστην”[19].»
Από το παραπάνω απόσπασμα φαίνεται καθαρά ο γνωστικός χαρακτήρας της αίρεσης. Ως απόρροια της σύμφωνης με τις υλιστικές επιθυμίες θεογονίας τους έθεταν «κοινωνίες», όχι όμως πνευματικές, όπως για παράδειγμα οι μαθητές του Ουαλεντίνου, αλλά καθαρά σαρκικές. Έτσι και την Αφροδίτη την ονόμαζαν «μυστική κοινωνία».
Τις κακοδοξίες των Νικολαϊτών διορθώνει ο Κλήμης με τα λόγια του Αποστολου Παύλου:
«Ὑμεῖς δέ οὐχ οὕτως ἐμάθατε τόν Χριστόν, εἰ γε αὐτόν ἠκούσατε, καί ἐν αυτῷ ἐδιδάχθητε, καθώς ἐστίν ἀλήθεια ἐν Χριστῷ Ιησοῦ, ἀποθέσθαι ὑμᾶς τά κατά τήν προτέραν ἀναστροφήν, τόν παλαιόν ἀνθρωπον, τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἀνανεοῦσθαι δέ τῷ πνεύματι τοῦ νοός ἡμῶν, καί ἐνδύσασθε τόν καινόν ἀνθρωπον, τόν κατά Θεόν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνη καί οσιότητι τῆς ἀληθείας[20]»,
προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να επιτύχουμε την εξομοίωση με τον Θεό.
«Γίνεσθε οὖν μιμηταί τοῦ Θεοῦ, ὡς τέκνα ἀγαπητά, καί περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ, καθώς καί ὁ Χριστός ἠγάπησεν ὑμᾶς, καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ είς ὀσμήν εὐωδίας. Πορνεία δέ καί πᾶσα ἀκαθαρσία ἠ πλεονεξία μηδέ ὀνομαζέσθω ἐν ὑμῖν, καθώς πρέπει ἁγίοις, καί αἰσχρότης καί μωρολογία[21].»
Και συνεχίζει προειδοποιώντας ότι:
«Τοῦτο γάρ ἰστε γινώσκοντες, ὁτι πᾶς πόρνος ἤ ἀκάθαρτος ἤ πλεονέκτης, ὅς ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ. Μηδείς ὑμᾶς ἀπατάτω κενοῖς λόγοις˙ διά ταῦτα γάρ ἔρχεται ἡ ὀργή του Θεοῦ ἐπί τους υἱούς τῆς ἀπειθίας. μή οὖν γίνεσθαι συμμέτοχοι αὐτῶν[22].»
4.3.3 Πρόδικος
Στους συνεχιστές των Νικολαϊτών συγκαταλέγεται ο Πρόδικος. Οι οπαδοί του αυτοχαρακτηρίζονταν ως γνωστικοί. Ισχυρίζονταν ότι είναι εκ φύσεως παιδιά του πρώτου θεού, οπότε η ελευθερία να ζουν έκλυτο βίο ήταν γι’ αυτούς συνέπεια της «ευγενικής» τους καταγωγής. Πίστευαν ότι δεν μπορεί να τους εμποδίσει τίποτα, διότι ήταν κύριοι του Σαββάτου, παιδιά του βασιλιά, για τα οποία ο νόμος είναι άγραφος. Γι’ αυτούς ο Κλήμης Αλεξανδρεύς γράφει:
«Πρῶτον μέν, ὅτι οὐ ποιοῦσιν ἅ βούλονται πάντα˙ πολλά γάρ αὐτούς κωλύσει καί ἐπιθυμοῦντας καί πειρωμένους καί ἅ ποιοῦσι δέ, οὐχ ὡς βασιλεῖς, ἀλλ’ ὡς μαστιγίαι ποιοῦσι˙ λάθρα γάρ μοιχεύουσιν, τό ἀλῶσαι δεδιότες, καί τό καταγνωσθῆναι ἐκκλίνοντες, καί φοβούμενοι κολασθῆναι[23].»
Ο Πρόδικος ισχυριζόταν ότι ο ανθρωπος έχει πλαστεί από διάφορες δυνάμεις, και ότι τα μέχρι τον αφαλό πλάστηκαν με θεϊκότερη τέχνη, ενώ από τον αφαλό και κάτω με κατώτερη, γι’ αυτό κι επιθυμούν την συνεύρεση. Αυτά, όμως, έρχονται σε αντίθεση με αυτό που είπε ο Κύριος στους Φαρισαίους:
«ἄφρονες! οὐχ ὁ ποιήσας τό ἔξωθεν καί τό ἔσωθεν ἐποίησε[24];»
Στην διαφημισμένη από τους ίδιους βασιλική τους ιδιότητα ο απόστολος Παύλος απαντά με την φανέρωση της δουλικής τους κατάστασης:
«οὐκ οἴδατε ὅτι ᾦ παριστάνετε ἑαυτούς δούλους εἰς ὑπακοήν, δοῦλοί ἐστε ᾦ ὑπακούετε, ἤτοι ἁμαρτίας εἰς θάνατον ἤ ὑπακοής εἰς δικαιοσύνην[25].»
Και παρακάτω εξηγεί το αποτέλεσμα της αμαρτίας:
«ὅτε γάρ δοῦλοι ἧτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἧτε τῇ δικαιοσύνῃ. τίνα οὖν καρπόν εἴχετε τότε εφ’ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε; τό γάρ τέλος ἐκείνων θάνατος[26].»
Αλλά και για την ίδια την επιθυμία ο Κύριος λέγει:
«Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ μοιχεύσεις. Εγώ δέ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα προς τό ἐπιθυμῆσαι αὐτήν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτήν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ[27].»
4.3.4 Καρποκράτης
Ο Καρποκράτης ήταν Αλεξανδρινός ακαδημαϊκός φιλόσοφος και διδάσκαλος της εγκυκλίου παιδείας. Η δράση του τοποθετείται στο πρώτο μισό του β’ αι. μ.Χ. Εκ της ακαδημαϊκής του ιδιότητας πηγάζει και η επίδραση της πλατωνικής φιλοσοφία στην γνωστική διδασκαλία του, όπως θα δούμε παρακάτω. Σύζυγός του αναφέρεται κάποια Αλεξάνδρεια, που καταγόταν από την Κεφαλληνία[28].
Κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας οι οπαδοί του αποκαλούνταν γνωστικοί και εφάρμοζαν τις μαγικές τέχνες, τις οποίες πρώτος εισήγαγε ο Σίμων ο Μάγος[29].
4.3.4α Διδασκαλία
Αυτοί δίδασκαν ότι ο αγέννητος θεός είναι πατέρας των πνευματικών όντων αλλά όχι δημιουργός του κόσμου. Γι’ αυτούς οι ψυχές προϋπήρχαν, σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία, και μαζί με τους αγγέλους αποτελούσαν τον νοητό κόσμο. Ο υλικός κόσμος φτιάχτηκε από τους κοσμοποιούς αγγέλους[30]. Το σώμα ήταν φυλακή της ψυχής και κλείστηκε σ’ αυτό όχι εξαιτίας κάποιας αμαρτίας, αλλά από την τυραννική δεσποτεία των δαιμονικών αρχόντων του κόσμου. Μετά θάνατον έμπαινε σε άλλο σώμα. Σκοπός του ανθρώπου να ξεφύγει από τον κύκλο αυτό των μετενσαρκώσεων, ώστε να καταφέρει η ψυχή ν’ ανέβει στον αγέννητο θεό.
Για τον διάβολο έλεγαν ότι ήταν ο αρχηγός των κοσμοποιών δυνάμεων και είχε πλασθεί με σκοπό να επαναφέρει τις καταδικασμένες ψυχές στον ύψιστο θεό. Όσες δεν κατάφερναν να σπάσουν τον κύκλο των μετενσαρκώσεων, τις παρέδιδε σε άγγελο επιφορτισμένο με ειδική αποστολή να τις φυλακίσει σε άλλο σώμα[31].
Πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν απλώς άνθρωπος, γιος του Ιωσήφ, με την διαφορά ότι η ψυχή του, επειδή ήταν δίκαιη και καθαρή, θυμόταν όσα είχε δει στον νοητό κόσμο, όταν παραβρίσκονταν στον θεό[32]. Μέχρι στιγμής η διδασκαλία τους έχει εμφανή δάνεια από τον πλατωνισμό σύμφωνα και με τα όσα εισαγωγικά εξηγήσαμε. Στο σημείο αυτό προβάλλεται η θεωρία της πλατωνικής ανάμνησης, η οποία αναπτύσσεται στον Φαίδρο:
«τοῦτο δ’ ἐστίν ἀνάμνησις ἐκείνων ἅ ποτ’εἶδεν ἡμῶν ἡ ψυχή συμπορευθεῖσα θεῷ καί ὑπεριδοῦσα ἅ νῦν εἶναί φαμεν, καί ἀνακύψασα εἰς τό ὄν ὄντως. διό δή δικαίως μόνη πτεροῦται ἡ τοῦ φιλοσόφου διάνοια˙ προς γάρ ἐκείνοις ἀεί ἐστιν μνήμη κατά δύναμιν, προς οἷσπερ θεός ὤν θεῖός ἐστιν. τοῖς δέ τοιούτοις ἀνήρ ὑπομνήμασιν ὀρθῶς χρώμενος, τελέους ἀεί τελετάς τελούμενος, τέλεος ὄντως μόνος γίγνεται[33].»
Εξαιτίας της αρετής της, η ψυχή του Ιησού έλαβε δύναμη από τον θεό, ώστε να καταφέρει να προσπεράσει τους κοσμοποιούς αγγέλους και να ανέλθει σε αυτόν[34]. Πραγματικά, αφού ασκήθηκε σύμφωνα με τον νόμο στα ιουδαϊκά ήθη, καταφρόνησε τα πάθη, όσα δόθηκαν στον άνθρωπο για τιμωρία[35].
Κατά παρόμοιο τρόπο, όσες ψυχές μοιάζουν με αυτήν του Ιησού, μπορούν ν’ αψηφήσουν τους δημιουργούς του κόσμου, που τις εμποδίζουν, να λάβουν δύναμη και να ανέλθουν[36]. Όπως ήταν επόμενο, υπήρξαν αιρετικοί που ισχυρίστηκαν ότι κατείχαν τέτοια ψυχή και ήταν ισάξιοι του Ιησού. Άλλοι προχώρησαν την παράνοια ακόμη περισσότερο και υπερηφανεύθηκαν ότι ήταν καλύτεροι από τους μαθητές του Χριστού, δηλαδή τους αποστόλους[37].
Όλο το παραπάνω θεωρητικό υπόβαθρο είχε ένα σκοπό, μόνο. Να εξαφανίσει κάθε ίχνος ηθικής από την ζωή των μελών της αίρεσης. Διότι αυτοί διέδιδαν, ότι μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να καταφέρει η ψυχή να ξεφύγει από τις αλυσιδωτές μετενσαρκώσεις. Και αυτός ήταν να δοκιμάσει στην πράξη κάθε είδος ασυδοσίας, κάθε είδος αμαρτίας, ώστε όταν θα πεθάνει ο άνθρωπος, να μην επιθυμεί η ψυχή του ο,τιδήποτε γήινο και επιστρέψει[38]. Κι εδώ είναι η μεγάλη αντίφαση στην διδασκαλία τους. Ενώ παραδέχονταν ότι ο Ιησούς ήταν δίκαιος και ενάρετος και υπέθεταν, έστω και ψευδώς, ότι γι’ αυτό κατάφερε ν’ ανέλθει, δεν λάμβαναν υπόψη τους το παράδειγμά του, ώστε να μιμηθούν την ζωή του. Αντίθετα, κήρυτταν στην πράξη βίο εντελώς αντίθετο από την ζωή του Ιησού και εντελώς ανήθικο.
Για να αναιρέσουν την οποιαδήποτε αναστολή προς επιτέλεση των φαύλων πράξεων, ισχυρίζονταν ότι η ηθική αξία ή απαξία των έργων προέρχεται από την ανθρώπινη άποψη και όχι από την φύση της πράξης[39].
4.3.4β Πρακτικές
Κατά τις μαρτυρίες των εκκλησιαστικών συγγραφέων, οι οπαδοί του Καρποκράτη χρησιμοποιούσαν εικόνες του Χριστού, λέγοντες ότι πρόκειται για αντίγραφα έργου φιλοτεχνημένου από τον ίδιο τον Πόντιο Πιλάτο. Ταυτόχρονα έφεραν και εικόνες των αρχαίων φιλοσόφων Πλάτωνα, Αριστοτέλη και Πυθαγόρα. Τις εικόνες αυτές προσκυνούσαν με ειδωλολατρικό τρόπο, που σημαίνει ότι πρόσφεραν θυσίες σε αυτές:
«ἔχουσι δέ καί εἰκόνας ἐνζωγράφους διά χρωμάτων, ἀλλά καί οἱ μέν ἐκ χρυσοῦ καί ἀργύρου καί λοιπῆς ὕλης, ἅτινα ἐκτυπώματά φασιν εἶναι τοῦ Ἰησοῦ καί ταῦτα ὑπό Ποντίου Πιλάτου γεγενῆσθαι, τουτέστιν τά ἐκτυπώματα τοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ ὅτε ἐνεδήμει τῷ τῶν ἀνθρώπων γένει. Κρύβδην δέ τάς τοιαύτας ἔχουσιν, ἀλλά καί φιλοσόφων τινῶν, Πυθαγόρου καί Πλάτωνος καί Ἀριστοτέλους καί λοιπῶν, μεθ’ ὧν φιλοσόφων καί ἕτερα ἐκτυπώματα τοῦ Ιησοῦ τιθέασιν, ἱδρύσαντές τε προσκυνοῦσι καί τά τῶν ἐθνῶν ἐπιτελοῦσι μυστήρια[40].»
Δύο είναι τα σημεία, τα οποία προκάλεσαν την αντίδραση του αγίου Επιφανίου στο συγκεκριμένο θέμα. Το πρώτο, ότι εξομοίωναν τον θεάνθρωπο Ιησού με τους «θεοποιημένους» φιλοσόφους, θέτοντας τις εικόνες του με αυτών (μεθ’ ὧν φιλοσόφων καί ἕτερα ἐκτυπώματα τοῦ Ιησοῦ τιθέασιν). Το δεύτερο ότι λάτρευαν τις εικόνες με ειδωλολατρικό τρόπο:
«στήσαντες γάρ ταυτάς τάς εἰκόνας τά τῶν ἐθνῶν ἔθη λοιπόν ποιοῦσι. τίνα δέ ἐστιν <τά> ἐθνῶν ἔθη ἀλλ’ ἤ θυσίαι καί τά ἄλλα;»
Με αυτόν τον τρόπο ερμηνεύει την θέση του Επιφανίου ο άγιος Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στο έργο του, Αντίῤῥησις καί ἀνασκευή τῶν Εὐσεβίου καί Ἐπιφανίδου λόγων, τῶν κατά τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ σαρκώσεως ληρωδηθέντων:
«Μάλιστα δέ τοιαῦτα ἔδει γράφειν Ἐπιφάνιον, ἡνίκα κατά τῆς τῶν Καρποκρατητῶν διελάμβανεν αἱρέσεως, ἥ ἐν ἀρχαῖς τοῦ θείου κηρύγματος χειρίστη ἔφυ αἵρεσις, ἐν οἷς γράφει˙ … είκόνας Χριστοῦ ἔχουσιν ἐκ διαφόρων ὑλῶν, ἅς φασίν εἶναι τοῦ Ιησοῦ, καί ὑπό Ποντίου Πιλάτου γεγενημένας, ὅτε ἐπεδήμει τῷ τῶν ἀνθρώπων γένει, εἶτα καί φιλοσόφων Πυθαγόρου καί Πλάτωνος καί Ἀριστοτέλους καί ἑτέρων. Ἅς δή καί ἱδρυσάμενοι προσκυνοῦσι˙ καί τά ἐθνῶν ἐπιτελοῦσι μυστήρια. … ὥσπερ κἀκεῖνοι, ἐπειδή χριστιανῶν ἴδιον καί τῆς χριστιανῶν θρησκείας ἤδεσαν σύμβολα, διά τούτων πιστοῦσθαι τους πολλούς ἑαυτούς δεικνύειν χριστιανίζοντας ἐπειρῶντο[41]˙» (2.4)
Αλλά αυτή η αντίδραση του αγίου Επιφανίου θα γίνει περισσότερο κατανοητή, όταν θα δούμε αμέσως παρακάτω, τις επιπτώσεις που είχαν στην κοινωνία και στην Εκκλησία οι πράξεις των Καρποκρατιανών.
Μετέρχονταν μαγγανείες, μαγικές τελετές και κάθε είδους αγυρτίες. Έκαναν επικλήσεις δαιμόνων, ψάλλοντας επωδές, παρασκεύαζαν φίλτρα και ελιξήρια:
«τέχνας οὖν μαγικάς ἐξεργάζονται καί ἐπαοιδάς, φίλτρα τε καί χαριτήρια, παρέδρους τε καί ὀνειροπομπούς καί τα λοιπά κακουργήματα, φάσκοντες έξουσίαν ἔχειν προς τό κυριεύειν ἤδη τῶν ἀρχόντων καί ποιητῶν τοῦδε τοῦ κόσμου, οὐ μην ἀλλά καί τῶν ἐν αὐτῷ ποιημάτων ἁπάντων[42].»
Η πλάνη είναι φανερή. με την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να κυριαρχήσουν επί των δαιμόνων, και να τους εξουσιάζουν, γίνονταν οι ίδιοι υποχείρια αυτών, και στο τέλος έχαναν και την ψυχή τους.
Μαρτυρούνται οργιαστικές τελετές, ένεκα των οποίων δυσφημούνταν το όνομα των Χριστιανών. Περιγράφει ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Καί ταῦτα μέν οἱ γενναίοι Καρποκρατιανοί δογματίζουσι˙ τούτους φασί, καί τινάς άλλους ζηλωτάς τῶν ὁμοίων κακῶν, εἰς τά δεῖπνα ἀθροιζομένους (οὐ γάρ “ἀγάπην” εἴποιμ’ ἄν ἔγωγε τήν συνέλευσιν αὐτῶν), ἄνδρας ὁμοῦ καί γυναῖκας, μετά δή τό κορεσθῆναι ἐν πλησμονῇ τῇ κυπρήσι φασί, τό κατασχῦνον αύτῶν τήν πορνικήν ταύτην δικαιοσύνην, ἐκποδῶν ποιησαμένους φῶς τῇ τοῦ λύχνου περιτροπῇ, μίγνυσθαι, ὅπως ἐθέλοιεν, αἷς βούλοιντο˙… Τοιαῦτα δέ, οἶμαι, ταῖς κυνῶν καί συῶν καί τράγων λαγνείαις νομοθετεῖν τόν Καρποκράτην ἔδει[43].»
Ο άγιος Ειρηναίος επεσήμανε πρώτος την βλάβη που υπέστη το ευαγγελικό κήρυγμα, από την κατασυκοφάντηση του ονόματος των Χριστιανών, ενώπιον των Εθνικών, εξαιτίας των παράνομων και ανήθικων πράξεων των Καρποκρατιανών:
«Αυτοί οι άνθρωποι έχουν αποσταλεί από τον Σατανά για να φέρουν ατιμία στην Εκκλησία, ενώπιον των Εθνικών, έτσι ώστε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι άνθρωποι ακούγοντας αυτά που λένε, και νομίζοντας ότι όλοι [οι Χριστιανοί] είναι ίδιοι μ’ αυτούς, ν’ αποστρέφονται το κήρυγμα της αληθείας˙ ή πάλι, βλέποντας τα πράγματα που κάνουν, να μας κακολογούν όλους, εμάς που στην πραγματικότητα δεν έχουμε σχέση μαζί τους, είτε στο δόγμα, είτε στην ηθική, ή στην καθημερινή μας συνάντηση. Αλλά διάγουν έκλυτο βίο, και για να καλύψουν τα ασεβή τους δόγματα, διασύρουν το όνομα [του Χριστού], ως μέσο για να κρύψουν την κακία τους˙ έτσι ώστε “ὧν τό κρίμα ἔνδικον ἐστι[44]”, όταν λάβουν από τον Θεό την μισθαποδοσία των έργων τους[45].»
Ομοίως και ο άγιος Επιφάνιος:
«εἰσί δέ ἐκ τοῦ Σατανᾶ παρεσκευασμένοι καί προβεβλημένοι εἰς ὄνειδος καί σκάνδαλον τῆς τοῦ θεοῦ εκκλησίας. ἐπέθεντο γάρ ἑαυτοῖς ἐπίκλην Χριστιανοί, τοῦτο τοῦ Σατανᾶ παρασκευάσαντος προς τό σκανδαλίζεσθαι τά ἔθνη…[46]»
Η χρήση του ονόματος των Χριστιανών από τους αιρετικούς προς δυσφήμιση, όπως και η χρήση των χριστιανικών συμβόλων από τους ίδιους, προς επικύρωση της απάτης, με ειδωλολατρικό τρόπο, προκάλεσαν την μήνιν του αγίου Επιφανίου και όχι η ορθόδοξη προσκύνηση των εικόνων, όπως ισχυρίζονταν οι εικονομάχοι, και επεξήγησε ο άγιος Νικηφόρος.
Επίσης ο άγιος Επιφάνιος πληροφορεί και για σφράγισμα ή χάραγμα που λάμβαναν οι Καρποκρατιανοί στον λοβό του δεξιού αυτιού τους:
«σφραγῖδα δέ ἐν καυτῆρι ἤ δι’ ἐπιτηδεύσεως ξυρίου ἤ ραφίδος ἐπιτιθέασιν οὗτοι οἱ ἀπό Καρποκρᾶ ἐπί τόν δεξιόν λοβόν τοῦ ὠτός τοῖς ὑπ’ αὐτῶν ἀπατωμένοις[47].»
4.3.5 Επιφάνης
Ο Επιφάνης ήταν γιος του Καρποκράτη και της Αλεξανδρείας. Διδάχθηκε τα εγκύκλια μαθήματα και την φιλοσοφία του Πλάτωνα από τον πατέρα του. Πέθανε σε ηλικία μόλις 17 ετών. Το σύντομο διάστημα της ζωής του ήταν αρκετό για να τον αναδείξει σε συνεχιστή του έργου του πατέρα του. Στο ενεργητικό του καταγράφεται η συγγραφή αιρετικής διατριβής με τίτλο Περί δικαιοσύνης[48].
Μερικά αποσπάσματα από το έργο αυτό σώζονται στον Κλήμεντα Αλεξανδρέα. Το υπόλοιπο δεν έχει διασωθεί. Σε αυτό αναπτύσσει τις ιδέες του για την κοινοκτημοσύνη, ως φυσικό τρόπο διαβίωσης. Επαναλαμβάνει θέσεις του Πλάτωνα και τις επεξεργάζεται παράλληλα με τις θεωρίες του πατέρα του.
Ξεκινά από την τετριμμένη θέση της κοινής χρήσης του ηλιακού φωτός από όλους τους ζώντες οργανισμούς, ανεξαρτήτου πνευματικής ή ηθικής καταστάσεως. Από δω ορμώμενος θεωρεί ότι η ιδέα της ιδιοκτησίας είναι μία παρά φύση κοινωνική συμβατικότητα, η οποία αντιβαίνει στο θέλημα του Θεού[49].
Στην συνέχεια επικεντρώνει στην ανδρική επιθυμία και την παρουσιάζει ως κατάσταση εκφράζουσα την δια της ανθρώπινης κατασκευής θεία βούληση. Συνεπώς η ερωτική επιθυμία είναι για τον Επιφάνη θείο δόγμα, και ως τέτοιο οφείλει να ικανοποιείται. Οι δύο παραπάνω διαπιστώσεις του οδηγούν, η μεν πρώτη στην κοινοκτημοσύνη, η δε δεύτερη στην κοινογαμία[50].
Ο Κλήμεντας Αλεξανδρεύς εξηγεί γιατί ο Επιφάνης παρερμηνεύει πρώτα τα όσα έγραψε ο Πλάτωνας στην Πολιτεία. Γράφει ο Πλάτων:
«Τάς γυναῖκας ταύτας τῶν ἀνδρῶν τούτων πάντων πάσας εἶναι κοινάς, ἰδία δέ μηδενί μηδεμίαν συνοικεῖν˙ καί τούς παῖδας αὖ κοινούς, καί μήτε γονέα ἔκγονον εἰδέναι τόν αὐτοῦ μήτε παῖδα γονέα.
Πολύ, ἔφη, τοῦτο ἐκείνου μεῖζον προς ἀπιστίαν καί τοῦ δυνατοῦ πέρι καί τοῦ ὠφελίμου.
Οὐκ οἶμαι, ἦν δ’ ἐγώ, περί γε τοῦ ὠφελίμου ἀμφισβητεῖσθαι ἄν, ὡς οὐ μέγιστον ἀγαθόν κοινάς μέν τάς γυναῖκας εἶναι, κοινούς δέ τους παῖδας, εἴπερ οἷον τε˙ ἀλλ’ οἶμαι περί τοῦ εῖ δυνατόν ἤ μή πλείστην ἄν ἀμφισβήτησιν γενέσθαι[51].»
Και ερμηνεύει ο Κλήμης:
«δοκεῖ δέ μοι καί τοῦ Πλάτωνος παρακηκοέναι ἐν τῇ Πολιτείᾳ φαμένου κοινάς εἶναι τάς γυναῖκας πάντων, κοινάς μεν τάς πρό τοῦ γάμου τῶν αἰτεῖσθαι μελλόντων, καθάπερ καί τό θέατρον κοινόν τῶν θεωμένων φάσκοντος, τοῦ προκαταλαβόντος δέ ἑκάστην ἑκαστου εἶναι καί οὐκέτι κοινήν τήν γεγαμημένην[52].»
Ως απάντηση στον Επιφάνη, ο Κλήμης θυμίζει την εντολή του Θεού:
«οὐκ ἐπιθυμίσεις τήν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου, οὐκ επιθυμίσεις τήν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου οὔτε τόν ἀγρό αὐτοῦ οὔτε τόν παίδα αὐτοῦ οὔτε τήν παιδίσκην αὐτοῦ οὔτε τοῦ βοός αὐτοῦ οὔτε τοῦ ὑποζυγίου αὐτοῦ οὔτε παντός κτήνους αὐτοῦ οὔτε ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί» (Εξ. 20.17),
και τον λόγο του Σωτήρος:
«Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ μοιχεύσεις. Εγώ δέ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα προς τό ἐπιθυμῆσαι αὐτήν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτήν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ».
Ο Κλήμης επίσης αναφέρει ότι αυτός ο Καρποκράτης λατρευόταν ως θεός στην Σάμη της Κεφαλλονιάς. Προφανώς εννοεί από τους οπαδούς του που ήταν εγκατεστημένοι στον τόπο καταγωγής της μητέρας του και όχι το σύνολο των κατοίκων της περιοχής:
«και θεός ἐν Σάμῃ τῆς Κεφαλληνίας τετίμηται, ἔνθα αὐτῷ ἱερόν ρυτῶν λίθων, βωμοί, τεμένη, μουσεῖον ὠκοδόμηταί τε καί καθιέρωται˙ καί συνιόντες εἰς τό ἱερον οἱ Κεφαλλῆνες κατά νουμηνίαν, γενέθλιον ἀποθέωσιν θύουσιν Ἐπιφάνει˙ σπένδουσί τε καί εὐωχοῦνται καί ὕμνοι λέγονται[53].»
4.3.6 Καϊνίτες
Αυτοί έλαβαν το όνομά τους από την λατρεία που απέδιδαν στον αδελφοκτόνο Κάιν. Τον θεωρούσαν ως θύμα του Δημιουργού, τον οποίον καλούσαν «Υστέρα». Γι’ αυτούς, όπως και για άλλες γνωστικές ομάδες ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης ήταν η αρχή του κακού.
Όλες οι φαύλες προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως ο Κάιν, ο Ησαύ, ο Κορέ, οι Σοδομίται, είναι παιδιά, όχι του Δημιουργού, αλλά της ανώτερης δύναμης[54]. Έτσι και αυτοί θεωρώντας ότι είναι συγγενείς αυτών, και συνεπώς παιδιά της ανωτέρας δύναμης και όχι του Δημιουργού, δεν ήταν εφικτό να υποστούν βλάβη από αυτόν. Με την βοήθεια της Σοφίας, η οποία τους ξεχώρισε ως δικούς της, είχαν καταφέρει να κρυφτούν[55].
Τιμούσαν επίσης τον Ιούδα, διότι τον θεωρούσαν παράγοντα της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους. Έφταναν στο συμπέρασμα αυτό ακολουθώντας δύο συλλογισμούς. Σύμφωνα με τον πρώτο, ο Χριστός δεν θα υπέφερε σταυρικό θάνατο χωρίς τον Ιούδα, εφόσον οι εξουσίες του κόσμου δεν ήθελαν να τον θίξουν[56]. Σύμφωνα με τον δεύτερο, ο Ιούδας εμπόδισε τον Χριστό από σχεδιαζόμενη διαστροφή της αλήθειας[57].
Σωτηριολογικά, πίστευαν κι αυτοί παρόμοια με τους Καρποκρατιανούς. Ο άνθρωπος έπρεπε να πράξει όλες τις αμαρτίες για να καταφέρει ν’ ανέλθει στις ανώτερες δυνάμεις:
«καί μή δύνασθαί φασι ἄλλως σωθήσεσθαι τινας, ἐάν μή διά πάντων χωρήσωσιν, ὡς καί ὁ Καρποκράτης λέγει[58].»
Ως εκ τούτου επιδίδονταν και αυτοί σε κάθε είδους ακολασία:
«Ἕκαστος γάρ αὐτῶν δῆθεν, διά τήν πρόφασιν ταύτην ἀρρητοποιῶν καί αἰσχρουργίας ἐπιτελῶν ἁμαρτήματά τε ὅσα ἔστιν πράττων, ἐπικαλεῖται ἑκάστου ἀγγέλου ὄνομα, τῶν τε ὄντων ἀγγέλων καί τῶν παρ’ αὐτοῖς πλαστῶν λεγομένων[59]»,
προέβαιναν δηλαδή σε επικλήσεις δαιμόνων,
«καί ἑκάστῳ τούτων προσάπτει τι ἔργον ἀθέμιτον τῶν ἐπί γῆς ἁμαρτημάτων, τήν πράξιν τήν ἰδίαν εἰς ὄνομα οὗ βούλεται ἀγγέλου ἀναφέρων. καί ὅταν ταῦτα πράττωσιν, οὕτως λέγουσιν “ὁ δεῖνα ἄγγελε, καταχρῶμαί σου τό ἔργον˙ ἡ δεῖνα ἐξουσία πράττω σου τήν πρᾶξιν”. καί τοῦτο γνῶσις τελεία παρ’ αὐτοῖς ἐστι λεγόμενον[60].»
Χρησιμοποιούσαν δικά τους βιβλία, όπως το "Ευαγγέλιο" του Ιούδα[61], και το Αναβατικόν Παύλου[62]. Αναφέρονται και αποσπάσματα από άλλα συγγράμματα, τα οποία δεν ονομάζονται.
Η δαιμονική προέλευση της διδασκαλίας του, τονίζεται από όλους τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς:
«δῆλον δέ ὅτι ἐκ τοῦ διαβόλου αὐτοῖς ταῦτα ὑπέσπαρται, τά τῆς ἀγνοίας λέγω καί ἀπάτης. πληροῦται δέ ἐπ’ αὐτοῖς τό γεγραμένον “οὐαί τοῖς λέγουσι τό καλόν πονηρόν καί τό πονηρόν ἀγαθόν, οἱ τιθέντες τό σκότος φῶς καί τό φῶς σκότος, οἱ λέγοντες τό γλυκύ πικρόν καί τό πικρόν γλυκύ[63]”. πάντῃ γάρ ἐκφωνεῖ παλαιά καί καινή διαθήκη τοῦ Κάϊν τήν ἀσέβειαν ἐπικηρυκευόμενη. οὗτοι δέ τοὐναντίον, τοῦ σκότους ὄντες ἐρασταί καί τῶν κακοποιῶν μιμηταί, τόν Ἀβελ μισοῦσι, τὀν δέ Κάϊν ἀγαπῶσι καί τῷ Ἰούδᾳ τόν ἔπαινον διδόασι[64].»
«ἵνα μή ἐν παρεκβάσει γενώμεθα τοῦ προκειμένου ἕτερα ἀνθ’ ἑτέρων σοφιζόμενοι καί δινοούμενοι, λέγων πατέρα αὐτῶν εἶναι τόν διάβολον Ἰούδαν, ὅν καί Σατανᾶν κέκληκεν καί διάβολον λέγων προς τους μαθητάς “οὐχί τους δώδεκα ὑμᾶς ἐξελεξάμην καί εἷς ἐξ ὑμῶν διάβολος;” οὐχί διάβολον λέγων φύσει, ἀλλά κατά τήν γνώμην[65].»
«Ἄρα γοῦν οὗτος ὁ Ἰούδας, πατήρ αὐτῶν γενόμενος κατά τήν ἀρνησιθεΐαν καί ρποδοσίαν, Σατανᾶς ὑπάρξας καί διάβολος οὐ τῇ φύσει, ἀλλά τῇ γνώμῃ, υἱός γεγένηται οὗτος κατά μίμησιν τοῦ Κάϊν τοῦ ἀνθρωποκτόνου τοῦ ψεύστου, ἐπειδή καί ὁ πατήρ αὐτοῦ πρό αὐτοῦ ψεύστης ἦν, οὐχί ὁ Ἀδά ἀλλ’ ὁ διάβολος, …οὕτω καί οὗτοι μᾶλλον φθονοῦντες τῷ Ἄβελ τῷ καλά ἔργα ἔχοντι, τόν δέ Κάϊν τιμῶντες, πῶς οὐκ ἐλέγχονται, διαρρήδην τοῦ σωτήρος λέγοντος καί ἀπότομον ἀπόφασιν ὁρίζοντος αὐτοῖς ὅτι “ζητηθήσεται ἀπό τῆς γενεᾶς ταύτης πᾶν αἷμα δίκαιον ἀπό Ἄβελ τοῦ δικαίου τό ἀπ’ ἀρχῆς ἐκκεχυμένον ἕως Ζαχαρίου τοῦ προφήτου, οὗ ἀπεκτείνατε μέσον τοῦ ναοῦ καί του θυσιαστηρίου[66]” καί τά εξής[67];»
Αντινομικά χαρακτηριστικά μπορούν να εντοπιστούν στα περισσότερα γνωστικά συστήματα. Σ’ εκείνα ο έκλυτος βίος είναι δευτερογενής, ενώ περισσότερη βαρύτητα δίδεται στο θεωρητικό κατασκεύασμα. Στις ομάδες που εξετάστηκαν εδώ, όλη η διδασκαλία αναλώνεται στο να στηρίξει έναν τρόπο ζωής εκ διαμέτρου αντίθετο προς τον χριστιανικό. Δηλαδή η διδασκαλία είναι δευτερεύουσας σημασίας. Οι άλλες ομάδες λοιπόν, κατατάσσονται με βάση τα κεντρικά σημεία της διδασκαλίας τους, άσχετα αν και αυτές υιοθετούσαν ηθική παραδομένη στην τρυφηλότητα και την φιληδονία.
[1] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 4.34: «Μερικοί άλλοι, που τους ονομάζουμε και Αντιτάκτες, λένε ότι ο Θεός των όλων είναι κατά φύση πατέρας μας και όλα όσα έκανε είναι αγαθά. Ένας από αυτούς που δημιούργησε έσπειρε τα ζιζάνια και γέννησε τη φύση των κακών, και μέσα σ’ αυτά μας περιτύλιξε όλους, αντιτάσσοντάς μας στον Πατέρα. Γι’ αυτό ακριβώς κι εμείς αντιτασσόμαστε σ’ αυτόν για να πάρομε εκδίκηση για τον Πατέρα, αντιπράττοντας στο θέλημα του δευτέρου. Επειδή λοιπόν αυτός μας είπε, “Δεν θα μοιχεύσεις”, εμείς, λένε, μοιχεύομε για να καταλύσομε την εντολή του» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 3 σελ. 373).
[2] Αριθμ. 22.5: «καί ἀπέστειλε πρέσβεις προς Βαλαάμ υἱόν Βεώρ Φαθουρά, ὅ ἐστιν ἐπί τοῦ ποταμοῦ γῆς υἱῶν λαοῦ αὐτοῦ λέγων˙ ἰδού λαός ἐξελύληθεν ἐξ Αἰγύπτου καί ἰδού κατεκάλυψε τήν ὄψιν τῆς γῆς καί οὗτος ἐγκάθηται ἐχόμενός μου».
[3] Αριθμ. 31.16
[4] Αριθμ. 25.1-3
[5] Αριθμ. 25.4-9
[6] Αριθμ. 25.11
[7] Αριθμ. 31.1-8
[8] Αριθμ. 31.8
[9] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 26.3: «Nicolaitae autem magistrum quidem habent Nicolaum, unum ex vii qui primi ad diaconium ab apostolic ordinate sunt» (PG 7.687A).
[10] Πραξ. 6.5-6
[11] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 36.3 {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 223}.
[12] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 4.6: «ὡραίαν, φασί, γυναῖκα ἔχων οὗτος, μετά τήν ἀνάληψιν τήν τοῦ σωτήρος προς τῶν ἀποστόλων ὀνειδισθείς ζηλοτυπίαν, εἰς μέσον ἀγαγών τήν γυναῖκα γῆμαι τῷ βουλομένῳ ἐπέτρεψεν» {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 207}
[13] «Γιατί λένε η πράξη αυτή συμφωνεί μ’ εκείνο το λόγο, ότι “πρέπει να μη κάνουμε πολύ χρήση της σάρκας”. Ακολούθησαν λοιπόν αυτό που έγινε και ειπώθηκε απλά και αβασάνιστα και εκπορνεύονται ανόητα όσοι ακολουθούν την αίρεσή του.» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 3 σελ. 365-7)
[14] Ματθ. 5.42, Λουκ. 6.30
[15] «Λένε λοιπόν πως κάποιος απ΄ αυτούς πήγε σε μια δική μας παρθένο, ωραία στην όψη, και της είπε˙ Έχει γραφεί, “Να δίνεις σ’ όποιον σου ζητεί”. Κι αυτή πολύ σεμνά του αποκρίθηκε χωρίς να υποπτεύεται την ασέλγεια του ανθρώπου˙ Για γάμο να μιλήσεις με την μητέρα μου». (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 3 σελ. 367)
[16] «Έπειτα από αυτά ήταν αποβολή του ελαττώματος, το κυκλογύρισμα, μπροστά στους αποστόλους, της γυναίκας που είχε επισύρει τη ζηλοτυπία˙ και η εγκράτεια από τις περιπόητες ηδονές δίδασκε το να παραχρησιμοποιούμε τη σάρκα» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 3 σελ. 367).
[17] Επιφανίου, Πανάριον XXV 1.5
[18] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 29.4: «Είναι αρκετά αυτά περί εκείνων οι οποίοι επεχείρησαν κατά τους εξεταζομένους χρόνους να διαστρέψουν την αλήθεια, αλλά εξηφανίσθησαν εντελώς γρηγορώτερα πό τον λόγον» (μετ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ, τ.1 σελ.323).
[19] «Το δόγμα τους πήγασε από κάποιο απόκρυφο και θα παραθέσω και τα λόγια που γέννησαν την ασέλγειά τους… “Τα πάντα ήταν ένα˙ κι επειδή φάνηκε καλό στην ενότητά του να μην είναι μόνη, βγήκε από αυτόν πνοή και την κοινώνησε κι έκανε τον αγαπτό. Έπειτα βγήκε πνοή από αυτόν και κοινωνώντας μαζί της έκανε τις δυνάμεις που δεν μπορούν ούτε να ιδωθούν ούτε ν’ ακουστούν”, ως τα λόγια, “με όνομα κάθε μια δικό της”». (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 3 σελ. 369)
[20] Εφ. 4.20-24
[21] Εφ. 5.1-4
[22] Εφ. 5.5-7
[23] «Κατά πρώτον δεν κάνουν όλα όσα θέλουν˙ γιατί είναι πολλά τα εμπόδια παρά τις επιθυμίες και τις απόπειρές τους. Και όσα κάνουν, δεν τα κάνουν σαν βασιλείς, αλλά ως δαρμένα κορμιά˙ γιατί λάθρα μοιχεύουν, επειδή φοβούνται μην πιαστούν και προσπαθώντας να ξεφύγουν την κατηγορία και την τιμωρία» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 3 σελ. 369-371).
[24] Λουκ. 11.40
[25] Ρωμ. 6.16
[26] Ρωμ. 6.20-21
[27] Ματθ. 5.28
[28] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 5.2 {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 197}.
[29] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 7.9: «Γράφει δε ο Ειρηναίος ότι σύγχρονος τούτων ήταν ο Καρποκράτης, πατήρ άλλης αιρέσεως της επονομασθείσης των Γνωστικών. Ούτοι είχον το θράσος να παραδίδουν τας μαγείας του Σίμωνος ουχί κρυφίως, όπως εκείνος, αλλά φανερά, ωσάν σπουδαία κατορθώματα,…» (μετ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ, τ.2 σελ.21).
[30] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.1: «Carpocrates autem, et qui ab eo, mundum quidem et ea quae in eo sunt, ab Angelis multo inferioribus ingenito Patre factum esse dicunt» (PG 7.680A).
Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.1: «Καρποκράτης τόν μέν κόσμον καί τά ἐν αὐτῷ ὑπό ἀγγέλων πολύ ὑποβεβηκότων τοῦ ἀγεννήτου πατρός γεγενῆσθαι λέγει,…» {ed. Paul Wendland, GCS 26 (1916) 218}
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 2.1: «Οὗτος δέ πάλιν ἄνω μέν μίαν ἀρχήν λέγει καί πατέρα τῶν ὄλων [καί]ἄγνωστον καί ἀκατονόμαστον ἴσα τοῖς ἄλλοις εἰσάγειν βούλεται, τόν δεν κόσμον καί τά εν τῷ κόσμῳ ὑπό ἀγγέλων γεγενῆσθαι, τῶν πολύ τι [«υπό] τοῦ πατρός τοῦ αγνώστου ὑποβεβηκότων˙ τούτους γάρ λέγει αποστάντας ἀπό τῆς ἄνω δυνάμεως οὕτω τόν κόσμον πεποιηκέναι» {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 301}
Ψευδο-Τερτυλλιανός, Adversus omnes haereses 3: «Carpocrates… unam esse dicit virtutem in superioribus principalem, ex haec prolatos angelos atque virtutes, quos distantes longe a superioribus virtutibus mundum istum in inferioribus partibus condidisse»
Φιλάστριου, Diversarum Haereseon Liber XXXV 1: «Carpocras… et ipse dicens unum principium, de quo principio id est de deo prolationes factae sunt, inquit, angelorum atque virtutum: quae autem virtutes deorsum sunt, fecerunt creaturam istam visibilem {ed. F. Marx, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 38 (1898) 19}
[31] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.4: «Et adversarium dicunt unum ex angelis, qui sunt in mundo, quem diabolum vocant dicentes factum eum ad id, ut ducat eas, quae perierunt, animas a mundo ad principem (et hunc dicunt esse primum ex mundi fabricatoribus); et illum alterum angelo, qui ministrant ei, trader tales animas, uti in alia corpora includat: corpus enim dicunt esse carcerem» (PG 7.683B-684A).
[32] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.1: «Jesum autem e Joseph natum, et cum similis reliquis hominibus fuerit, distasse a reliquis secundum id, quod anima ejus firma et munda cum esset, commemorate fuerit, quae visa essent sibi in ea circumlatione, quae fuisset ingenito Deo» (PG 7.680A)
Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.1: «… τόν δέ Ἰησοῦν ἐξ Ἰωσήφ γεγεννῆσθαι καί ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις γεγονότα δικαιότερον τῶν λοιπῶν γεέσθαι, τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ εὔτονον καί καθαράν γεγονυῖαν διαμνημονεῦσαι τά ὁρατά μέν αὐτῇ ἐν τῇ μετά τοῦ ἀγενήτου θεοῦ περιφορᾷ…».
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 2.2: «Ἰησοῦν δέ τόν κύριον ἡμῶν ἀπό Ἰωσήφ λέγει γεγεννῆσθαι, καθάπερ καί πάντες ἄνθρωποι ἐκ σπέρματος ἀνδρός καί γυναικός ἐγεννήθησαν. εἶναι δέ αὐτόν ὅμοιον τοῖς πᾶσι, βίῳ δέ διενηνοχέναι, σωφροσύνῃ τε καί ἀρετῇ καί βίῳ δικαιοσύνης. ἐπειδή δέ, φησίν, εὔτονον ἔσχε ψυχήν, παρά τους ἄλλους ἀνθρώπους καί ἐμνημόνευεν τά ὁραθέντα ὑπ’ αὐτῆς ἄνω, ὅτε ἦν ἐν τῇ περιφορᾷ τοῦ αγνώστου πατρός,…»
Φιλάστριου, Diversarum Haereseon Liber XXXV 2: «Christum autem dicit non de Maria Virgine et divino spiritu natum, sed de semine Ioseph hominem natum arbitrator, deque eo natum carnaliter, sicut omnes hominess, suspicatur» {ed. F. Marx, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 38 (1898) 19}.
[33] Πλάτωνος, Φαίδρος 249c: «Αυτό όμως το στάδιο είναι η ανάμνηση αυτών που κάποτε αντίκρισε η ψυχή μας, αφού συμπορεύτηκε με το θεό και περιφρόνησε αυτά που τώρα καλούμε όντα και ανυψώθηκε σ’ αυτό που πραγματικά υπάρχει. Γι’ αυτό ακριβώς μόνο ο νους του φιλοσόφου δίκαια αποκτά φτέρωμα˙ διότι εκτός από τα τελευταία, συνεχώς προσηλώνεται ο θεός μέσω της ανάμνησης, κατά τη δύναμή του, σ’ αυτά για τα οποία ονομάζεται θείος. Ο άνδρας λοιπόν που χρησιμοποιεί με τον ορθό τρόπο τις αναμνήσεις αυτές, με το να μυείται ακριβώς στις θεϊκές τελετές, μόνο υτός γίνεται αληθινά τέλειος» (μετ. Δημ. Τσιλιβέρης, Κακτος, σελ. 101-3).
[34] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.1: «et propter hoc ab eo missam esse ei virtutem, uti mundi fabricators effugere posset, et per omnes transgressa, et in omnibus liberate, ascenderet ad eum: et eas, quae similia ei amplecterentur, similiter».
Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.1: «καί διά τοῦτο ὑπ’ ἐκείνου αὐτ(ῇ) καταπεμφθῆναι δύναμιν, ὅπως τους κοσμοποιούς ἐκφυγεῖν δι’ αὐτῆς δυνηθῇ».
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 2.4-5: «ἀπέσταλθαι ὑπό τοῦ αὐτοῦ πατρός, φησίν, εἰς τήν αὐτοῦ ψυχήν δυνάμεις, ὅπως τά ὁραθέντα αὐτῇ αναμνημονεύσασα καί ἐνδυνμωθείσα φύγῃ τους κοσμοποιούς ἀγγέλους ἐν τῷ διά πάντων χωρῆσαι τῶν ἐν τῷ κόσμῳ πραγμάτων καί πράξεων τῶν ὑπό τῶν ἀνθρώπων γινομένων καί ἐν παραβύστῳ ἀτόπων ἔργων καί ἀθεμίτων, καί ὅπως διά παςῶν τῶν πράξεων ἐλευθερωθεῖσα ἡ αὐτή ψυχή, φησί, τοῦ Ἰησοῦ ἀνέλθῃ προς τόν αὐτόν πατέρα τόν ἄγνωστον, τόν δυνάμεις αὐτῇ ἀποστείλαντα ἄνωθεν, ἵνα διά πασῶν τῶν πράξεων χωρήσασα καί ἐλευθερωθεῖσα διέλθοι προς αὐτόν ἄνω». {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 301-2}.
[35] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.1: «Jesu autem dicunt animam in Judaerum consuetudine nutritam contempsisse eos, et propter hoc virtutes accepisse, per quas evacuavit quae fuerunt in poenis passions, quae inerrant hominibus».
Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.2: «τήν δέ του Ἰησοῦ λέγουσι ψυχήν ἐννόμως ἠσκημένην ἐν Ἰουδαϊκοῖς ἔθεσι καταφρονῆσαι αὐτῶν καί διά τοῦτο δυνάμεις εἰληφέναι, δι’ ὧν κατήργησε τά ἐπί κολάσει πάθη προσόντα τοῖς ἀνθρώποις».
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 2.7: «Τήν δέ ψυχήν τοῦ Ἰησοῦ ἐν ταῖς τῶν Ἰουδαίων ἔθεσιν ἀνατραφεῖσαν καταφρονῆσαι ααὐτῶν καί διά τοῦτο δυνάμεις εἰληφέναι, δι’ ὧν τά ἐπί κολάσεσι πάθη προσόντα τοῖς ἀνθρώποις δυνηθεῖσα πρᾶξαι ϋπερβῆναι τους κοσμοποιούς ἴσχυσεν».
[36] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.2: «Eam igitur, quae similiter illa Jesu anima, potest cotemre mundi fabricators archontas, similiter accipere virtutes ad operandum similia». (PG 7.681A).
Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.3: «τήν οὖν ὁμοιως ἐκείνῃ τῇ τοῦ Χριστοῦ ψυχῇ δυναμένην καταφρονῆσαι τῶν κοσμοποιῶν αρχόντων ὁμοίως λαμβάνειν δύναμιν προς τό πρᾶξαι τά όμοια».
[37] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.3: «διό καί εῖς τοῦτο τό τῦφος κατεληλύθασιν, ὥστε αὐτοὐς μέν ομοίους αὐτῷ εἶναι λέγουσι τῷ Ἰησοῦ, τους δέ καί ἔτι <κατά τι> δυνατωτέρους, τινάς δε καί διαφορωτέρους τῶν έκείνου μαθητῶν, οἷον Πέτρου καί Παύλου καί τῶν λοιπῶν αποστόλων˙»{ed. Paul Wendland, GCS 26 (1916) 218-219}.
Επιφανίου, Πανάρον XXVII 2.9: ὅθεν εἰς τύφον μέγαν οὗτοι ἐληλακότες οἱ ὑπό τοῦ ἀπατεῶνος τούτου ἀπατηθένες ἑαυτούς προκριτέους ἡγοῦνται καί αὐτοῦ τοῦ Ἰησοῦ. ἄλλοι δέ ἐξ αὐτῶν οὐκ Ἰησοῦ φασιν, ἀλλά Πέτρου καί Ἀνδρέου καί Παύλου καί τῶν λοιπῶν ἀποστόλων ἑαυτούς ὑπερφερέστερους εἶναι διά τήν ὑπερβολήν τῆς γνώσεως καί τό περισσότερον τῆς διαπράξεως διαφόρων διεξόδων˙» {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 302-3}.
Τερτυλλιανού, De anima 23.2: « Sed et Carpocrates tantundem sibi de superioribus uindicat, ut discipuli eius animas suas iam et Christo, nedum apostolis, et peraequent et cum uolunt praeferant, quas perinde de sublimi uirtute conceperint despectrices mundipotentium principatuum».
[38] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.5: «si non praeoccupans quis in uno adventu omnia agat semel ac partier… uti secundum quod scripta eorum dicunt in omni usu vitae factae animae ipsorum exeuntes in nihilo adhuc minus habeant» (PG 7.682B-683A).
Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.6-7: «εἰς τοσοῦτον δέ μετενσωματοῦσθαι φάσκουσι τάς ψυχάς, ὅσον πάντα τά ἁμαρτήματα πληρώσωσιν˙ ὅταν δέ μηδέν λείπῃ, τότε ἐλευθερωθεῖσαν ἀπαλλαγῆναι προς ἐκεῖνον τόν ὑπεράνω τῶν κοσμοποιῶν ἀγγέλων θεόν, καί οὕτως σωθήσεσθαι πάσας τάς ψυχάς. [εἰ]τινές δέ φθάσασαι ἐν μιᾷ παρουσίᾳ ἀναμιγῆναι πάσαις ἁμαρτίαις οὐκέτι μετενσωματοῦνται, ἀλλά πάντα ὁμῦ ἀποδοῦσαι τά ὀφλήματα ἐλευθερωθήσονται τοῦ μηκέτι γενέσθαι ἐν σώματι».
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 4.4: «καί ταῦτα πάντα ἐάν τις πράξῃ ἐν τῇ μιᾷ ταύτη παρουσίᾳ, οὐκέτι μετενσωματοῦται αὐτοῦ ἡ ψυχή εἰς τό πάλιν αντικαταβληθῆναι, ἀλλά ὑπό ἕν ποιήσασα πᾶσαν πρᾶξιν ἀπαλλαγήσεται, ελευθερωθεῖσα καί μηκέτι χρεωστοῦσά τι τῶν προς πρᾶξιν ἐν τῷ κόσμῳ».
Τερτυλλιανού, De anima XXXV: «itaque metempsychosin necessarie imminere, si non in primo quoque vitae hius commeatu omnibus inlicitis satisfat».
[39] Ειρηναίου, Κατά αιρέσεων Ι 25.4: «et in tantum insania effrenati sunt, uti et omnia quaecumque sunt irreligiosa et inpia in potestate habere et operari se dicant. sola enim humana opinione negotia mala et bona dicunt».
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 4.3: «φασί γάρ ὅτι ὅσα νομίζεται παρά ἀνθρώποις κακά εἶναι οὐ κακά ὑπάρχει, ἀλλά φύσει καλά (οὐδέν γάρ ἐστι φύσει κακόν). τοῖς δέ ανθρώποις νομίζεται εἶναι φαῦλα» {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 305}.
Τερτυλλιανού, De anima XXXV: «nulli enim vitam istam rato fiery nisi universis quae arguunt eam expunctis, quia non natura quid malum habeatur sed opinione».
Θεοδώρητου Κύρρου, Αιρετικής κακομυθίας επιτομή Ι 5: «Διά πίστεως γάρ καί ἀγάπης σώζεσθαι, τά δέ λοιπά ἀδιάφορα ὄντα, κατά τήν δόξαν τῶν ἀνθρώπων, πῆ μέν ἀγαθά, πῆ δέ κακά νομίζεσθαι, οὐδενός φύσει κακοῦ ὑπάρχοντος» (PG 83.352C).
[40] Επιφανίου, Πανάριον XXVII 6.9-10 {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 310-11}.
[41] Ed. Jean Baptiste Pitra, Spicilegium Solemense, Paris 1858, t.4 297-8.
[42] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.5. Επίσης Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.3.
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 3.1: «Ἐπιχειροῦσι δέ οἱ τῆς ἀθεμίτου ταύτης σχολής παντοίας ἐπιχειρήσεις δεινῶν έργων καί ὀλετηρίων. μαγεῖαι γάρ παρ’ αὐτοῖς ἐπινενόηνται, ἐπῳδάς τε διαφόρους προς πᾶσαν μηχανήν ἐφηύραντο, [προς]φίλτρα <τε> καί αγώγιμα. οὐ μην δέ ἀλλά καί παρέδρους δαίμονας ἑαυτοῖς ἐπισπῶνται, εἰς τό διά πολλῆς μαγγανείας ἐν ἐξουσίᾳ μεγάλη πάντων <γενέσθαι>, <ὥστε>, φησί, κυριεύειν ὡν τε ἄν ἐθέλοι ἕκαστος καί ᾗ πράξει ἐπιχειρεῖν τολμήσειε˙» {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 303}.
[43] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 2.10: «Αυτά βέβαια διδάσκουν οι σπουδαίοι Καρποκρατιανοί. Αυτοί, λένε, και μερικοί άλλοι των όμοιων κακών, συναθροιζόμενοι στα δείπνα (γιατί δεν θα έλεγα εγώ τουλάχιστο “αγάπη” τη συνάθροισή τους), άνδρες μαζί και γυναίκες, αφού, λένε, κορεσθούν με άφθονα ερωτικά φαγητά, βγάζοντας από τη μέση αυτό το φως που ντρόπιαζε την πορνική τους αυτή δικαιοσύνη με το αναποδογύρισμα του λύχνου συνευρίσκονται όπως θέλουν και με όποιες θέλουν. … Τέτοια νομίζω έπρεπε ο Καρποκράτης να νομοθετεί για τη λαγνεία των σκυλιών, των χοίρων και των τράγων» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ.3 σελ. 353).
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 4.5: «ποίαν δέ πράξιν δέδια πάλιν εἰπεῖν, μή βορβόρου δίκην κεκαλυμμένου ὀχετόν ἀποκαλύψω καί τισι δόξω λοιμώδους δυσοδίας ἐργάζεσθαι τήν ἐμφόρησιν. ἀλλ’ ὅμως ἐπειδήπερ ἐξ ἀληθείας συνεχόμεθα τά παρά τοῖς ἠπατημένοις ἀποκαλύψαι, σεμνότερον εἰπεῖν τε καί τῆς ἀληθείας μή ἔξω βαίνειν ἐμαυτόν καταναγκάσω. τί δέ ἀλλ’ ὅτι πᾶσαν αρρητουργίαν καί αθέμιτον πρᾶξιν, ἥν οὐ θεμιτόν ἐπί στόματος φέρειν, οὗτοι πράτττουσιν καί πᾶν εἶδος ἀνδροβασιῶν καί λαγνιστέρων ὁμιλιῶν προς γυναῖκας ἐν ἕκάστῳ μέλει σὠματος˙ μαγείας τε καί φαρμακείας καί εἰδωλολατρείας ἐκτελοῦντες τοῦτο εἶναί φασιν ἐργασίαν ἀποδόσεως τῶν ἐν τῷ σώματι ὀφλημάτων εἰς τό μηκέτι ἐγκαλεῖσθαι ἤ μέλλειν τι πράξεως ἔργον ἀπαιτεῖσθαι». {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 305-6}.
[44] Ρωμ. 3.8.
[45] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι25.3: «Qui et ipsi ad detractionem divini Ecclesiae nominis, quemadmondum et gentes, a Satana praemissi sunt, uti secundum alium et alium modum, quae sunt illorum audientes hominess, et putantes omnes nos tales esse, avertant aures suas a praeconio veritatis: aut et videntes quae sunt illorum, omnes nos blasphement, in nullo eis communicantes, neque in doctrina, neque in moribos, neque in quotidiana conversatione. Sed vitam quidem luxoriosam, sententiam autem impiam ad velamen malitiae ipsorum nomine abutuntur, “quorum judicium justum est”, recipientium dignam suis operibus a Do retributionem» (PG 7.682A). Ομοίως Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.5-6.
[46] Επιφανίου, Πανάριον XXVII 3.3 {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 302-3}.
[47] Επιφανίου, Πανάριον XXVII 5.9 {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 308}.
[48] Κλημεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 2.5.1-2 {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 197}.
[49] Κλημεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 2.6.1-3 {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 198}.
[50] Κλημεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 2.8.1-3 {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 199}.
[51] Πλάτωνος, Πολιτεία 457d: «Όλες αυτές οι γυναίκες να είναι κοινές όλων αυτών των ανδρών, και μια να μη συζεί ξεχωριστά με κανέναν. Και τα παιδιά επίσης να είναι κοινά, και ούτε ο γονιός να ξέρει το παιδί του ούτε το παιδί τον γονιό του. Αυτό, είπε, είναι δυσκολότερο από το άλλο να γίνει πιστευτό, και ως προς το εφικτό και ως προς την ωφελιμότητα. Δεν νομίζω, είπα εγώ, να μπορεί να έχει αμφιβολίες κανείς για την ωφελιμότητά του, πως δεν είναι το μεγαλύτερο αγαθό το να είναι κοινές οι γυναίκες και τα παιδιά, αν αυτό μπορεί να γίνει˙ νομίζω όμως πως θ’ αμφισβητηθεί ιδιαίτερα το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή όχι» (μετ. Δ.Γ. Κολοκοντές-Ζωή Γκρουμούτη, Κάκτος, τ.3 σελ. 55).
Η θέση αυτή του Πλάτωνα είναι από τις πλέον δυσερμήνευτες. Οι W.Windelband – H. Heimsoeth θεωρούν ότι αυτό που προτείνει ουσιαστικά ο Πλάτων είναι εξομοίωση των δύο φύλων ως προς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. Βλ. σχετ. Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, μετ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, Αθήνα 1980, τ. Α’ σελ. 148 & 319.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλές από τις προτάσεις που διατυπώθηκαν στην Πολιτεία , δεν επαναλήφθηκαν στο έργο που εκφράζει την αναθεωρημένη πολιτική θεωρία του, δηλ. στους Νόμους. Δεν επαναλήφθηκαν για παράδειγμα, οι προτάσεις για κοινοκτημοσύνη γυναικών και παιδιών, για κατάργηση της ιδιοκτησίας – την οποία προτείνει και ο Επιφάνης -, εγκαταλείφθηκε ακόμη και η ιδέα για κυριαρχία των φιλοσόφων. Βλ. σχετ. Τσέλλερ – Νεστλε, Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, μετ. Χ. Θεοδωρίδη, Εστία 132000, σελ. 182.
[52] Κλήμεντος Αλεξανδρέως Στρωματεις ΙΙΙ 2.10.2: «Και νομίζω έχει παρερμηνεύσει και τον Πλάτωνα που είπε στην Πολιτεία να είναι οι γυναίκες κοινές σε όλους. Να είναι κοινές πριν από το γάμο σ’ εκείνους που πρόκειται να τις ζητήσουν, όπως και το θέατρο, λέγει, είναι κοινό στους θεατές. Κάθε γυναίκα όμως είναι εκείνου που πρόλαβε και την πήρε και όποια έχει κάνει γάμο δεν είναι πια κοινή» {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 200}.
[53] Κλήμεντος Αλεξανδρέως Στρωματεις ΙΙΙ 2.15.2 {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 197}.
[54] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 31.1: «Alii autem rursus Cain a superior principalitate dicunt; et Esau, et Core, et Sodomitas, et omnes tales cognates suos confitentur; et propter hoc a factore impugnatos, neminem ex eis male acceptos» (PG 7.704B).
Ψευδο-Τερτυλλιανός, Adversus omnes haereses 2: «et ipsi enim magnficant Cain, quasi ex quodam potenti virtute conceptum quae operata sit in ipso. nam Abel ex inferior virtute conceptum procreatum et ideo inferior repertum».
Θεοδώρητος Κύρρου, Αιρετικής κακομυθίας επιτομή Ι 15: «ἄλλοι δέ οὕς Καϊνούς ὀνομάζουσι καί τόν Κάϊν φασίν ἐκ τῆς ἄνωθεν αὐθεντίας λελυτρῶσθαι καί τον Ἠσαῦ καί τόν Κορέ καί τους Σοδομίτας καί πάντας δέ τους τοιούτους συγγενεῖς ἰδίους ὁμολογοῦσι» (PG 83.368B).
Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 1.2: «Οὗτοι φασι τόν Κάϊν ἐκ τῆς ἰσχυροτερας δυνάμεως ὑπάρχειν καί τῆς ἄνωθεν αὐθεντίας, ἀλλά καί τόν Ἠσαῦ καί τους περί Κορέ καί τους Σοδομίτας, τόν δέ Ἄβελ ἐκ τῆς ἀσθενεστέρας δυνάμεως εἶναι˙» {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 63}.
[55] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 1.3: «σεμνύνονται γάρ συγγνεῖς εἶναι τοῦ Κάϊν καί τῶν Σοδομιτῶν καί Ἠσαῦ καί Κορέ. καί οὗτοι, φασίν, εἰσί τῆς τελείας καί ἄνωθεν γνώσεως. διό καί τόν ποιητήν τοῦ κόσμου τούτου φασί περί τήν τούτων ἀνάλωσιν ἐσχολακότα μηδέν δεδυνῆσθαι αὐτούς βλάψαι… προς ἑαυτήν γάρ ἡ Σοφία αὐτούς προσήκατο, ἰδίους αὐτῆς ὄντας».
[56] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 3.4: «ἄλλοι δέ τῶν αὐτῶν˙ οὐχί, φασίν, ἀλλά ἀγαθόν αὐτόν ὄντα παρέδωκεν κατά τήν ἐπουράνιον γνῶσιν. ἔγνωσαν γάρ, φασίν, οἱ ἄρχοντες ὅτι ἐάν ὁ Χριστός παραδοθῇ σταυρῷ κενοῦται αὐτῶν ἡ ἀσθενής δύναμις. καί τοῦτο, φησί, γνούς ὁ Ἰούδας ἔσπευσεν καί πάντα ἐκίνησεν ὥστε παραδοῦναι αὐτόν, ἀγαθόν ἔργον ποιήσας ἡμῖν εἰς σωτηρίαν. καί δεῖ ἡμᾶς ἐπαινεῖν καί ἀποδιδόναι αὐτῷ τόν ἔπαινον, ὅτι δι’ αὐτοῦ κατασκευάσθη ἡμῖν ἡ τοῦ σταυροῦ σωτηρία καί ἡ διά τοιαῦτης ὑποθέσεως τῶν ἄνω ἀποκάλυψις» {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 66}.
Ψευδο-Τερτυλλιανού Adversus omnes haereses 2: «et alii sic contra disputant et dicunt: quia potestates huius mundi nolebant pati Christum ne humano generi per mortem ipsius salus pararetur, saluti consulens generis humani tradidit Christum, ut salus, quae impediebatur per virtutes quae obsistebant ne pateretur Christus, impediri omnimo non posset et ideo per passionem Christi non posset salus humani generis retardari»
[57] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 3.3: «οἱ μέν γάρ λέγουσι διά τό πονηρόν εἶναι τόν Χριστόν παραδοθῆναι αὐτόν ὑπό τοῦ Ἰούδα, βουλόμενον διαστρέφειν τά κατά τόν νόμον» {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 65}.
Ψευδο-Τερτυλλιανού, Adversus omnes haereses 2: «quidam enim ipsorum gratiarum actionem Judae propter hanc causam reddendam putant. animadvertens enim inquiunt Judas, quod Christus vellet veritatem subvertere, tradidit illum, ne subverti veritas posset.»
[58] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 1.6. Επίσης Ειρηναίου, Έλεγχος I 31.1: «nec enim aliter salvari eos nisi per omnia eant, quemadmodum et Carpocrates dixit.» (PG 7.704B).
[59] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 2.1 {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 64}.
[60] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 2.2 {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 64}.
Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 31.2: «et in unoquoque peccatorum et turpium operationum angelum assistere et operantem audire audaciam et immunditiam ifere, id quod inest ei operationi angeli nomine dicere: O tu angele, abutor opera tuo; o tu illa potestas, perficio tuam operationem. et hoc esse scientiam perfectam sine tremor in tales abire operations, quas ne nominare quidem fas est» (PG 7.705A).
[61] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 1.5: «ὤστε καί συνταγμάτιον τι φέρειν ἐξ ὀνόματος αὐτοῦ, ὅ εὐαγγέλιον τοῦ Ἰούδα καλοῦσι». Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 31.1: «et confictionem afferent huiusmundi, Judae evangelium illud vocantes».
[62] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 2.5: «πάλιν δε ἄλλο συνταγμάτιον ἄλλοι πλάττουσιν ἐξ ὀνόματος Παύλου τοῦ ἀποστόλου, ἀρρητουργίας ἔμπλεον, ᾦ καί οἱ Γνωστικοί λεγόμενοι χρῶνται, ὅ Ἀναβατικόν Παύλου καλοῦσι, τήν πρόφασιν εὑρόντες ἀπό τοῦ λέγειν τόν ἀπόστολον ἀναβεβηκέναι ἕως τρίτου οῦρανοῦ καί ἀκηκοέναι ἄρρητα ῥήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι».
Μιχαήλ Γλυκά, Βίβλος Χρονική 2: «καί βιβλίον δέ παρ’ αὐτοῖς Ἀναβατιανόν λεγόμενον, περιέχον ἅ εἶδεν ὁ Παύλος καθ’ ὅν ἀνέβη καιρόν εἰς τρίτον οὐρανόν. βιβλίον δέ τό τοιοῦτόν ἐστι παρ’ αὐτοῖς, ὅτι οὐ προσέσχον τῷ μεγάλῳ Παύλῳ, ῥήματα μέν ἀκοῦσαι λέγοντι κατ’ ἐκεῖνο καιροῦ, μή ἐξεῖναι δέ ταῦτα γλώσσαις ανθρώπων λαλῆσαι. ὅτι δέ τά ῥήματα ἐκεῖνα οὔτε ἐλαλήθησαν οὔτε τινί μέχρι τοῦ νῦν εγνώσθησαν, καί ὁ θεολόγος Γρηγόριος ἐν τῷ περί θεολογίας λόγῳ αὐτοῦ δείκνυσιν οὕτως εἰπών “εἰ μέν οὖν ἔκφορα γέγονεν ἅ τῷ Παύλῳ παρέσχεν ὁ τρίτος οὐρανός καί ἡ μέχρι ἐκείνου πρόοδος, τάχα ἄν περί θεοῦ πλέον ἔγνωμεν”. ἀλλά καί ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης ἐν ταῖς εἰς τήν ἑξαήμερον αὐτοῦ ὁμιλίαις οὕτω φησίν “εἰ ὁ μέγας Παῦλος ὁ τῶν ἀρρήτων ἐκείνων ῤημάτων ἀκοῦσαι καταξιωθείς, ὧν μέχρι τῆς σήμερον οὐδείς ἄλλος ἤκουσε, γράφων ἔλεγεν ὑποπιάζω μου τό σῶμα καί δουλαγωγῶ, τί ἄν εἴποιμεν ἡμεῖς” καί περί τούτων οὕτως». {ed I. Bekker ,CSHB 24 (1837) 226-7}. Του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου το απόσπασμα από τον Λόγο ΚΗ, Θεολογικός Δεύτερος §20 (PG 36.52C). Του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από τον ΚΒ’ Λόγο εις την Γένεσην §7 (PG 53.196).
[63] Ιωαν. 6.70.
[64] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 3.8.
[65] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 4.6.
[66] Ματθ. 23.35.
[67] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 5.5.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος
Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου: Βίβλος τῶν Ἠθικῶν, Λόγος Α´.
Κεφάλαιο γ´. Περὶ τῆς τοῦ Λόγου Σαρκώσεως καὶ κατὰ τίνα τρόπον δι᾿ ὑμᾶς ἐσαρκώθη. (ἀρχικὸ κείμενο)
Γιὰ νὰ προσεγγίσουμε τὴν σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ τὴν ἀπόῤῥητη γέννησή του ἀπὸ τὴν ἀειπάρθενο Μαρία καὶ νὰ κατανοήσουμε καλὰ τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ γένους μας τὸ κρυμμένο πρὸ τῶν αἰώνων (Ἐφεσίους 3:9), θὰ μᾶς βοηθήσει ἡ ἑξῆς γνωστὴ εἰκόνα:
Κατὰ τὴν δημιουργία τῆς προμήτορος Εὔας ὁ Θεὸς πῆρε τὴν ἔμψυχη πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὴν ὁλοκλήρωσε σὲ γυναῖκα, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἐμφύσησε σ᾿ αὐτὴν πνοὴ ζωῆς καθὼς καὶ στὸν Ἀδάμ, ἀλλὰ τὸ μέρος ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴν σάρκα του τὸ τελειοποίησε σὲ ὁλόκληρο σῶμα γυναικός, τὴν δὲ ἀπαρχὴ τοῦ πνεύματος ποὺ ἔλαβε μαζὶ μὲ τὴν ἔμψυχη σάρκα τὴν τελειοποίησε σὲ ψυχὴ ζωντανὴ δημιουργώντας μὲ τὰ δυὸ μαζὶ ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο. Κατὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ὁ πλαστουργὸς καὶ κτίστης Θεὸς πῆρε ἀπὸ τὴν Ἁγία Μαρία ἔμψυχη σάρκα σὰν ζύμη καὶ μικρὴ ἀπαρχὴ ἀπὸ τὸ φύραμα τῆς φύσεώς μας - δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μαζὶ - καὶ τὴν ἕνωσε μὲ τὴν δική του ἀκατάληπτη καὶ ἀπρόσιτη Θεότητα. Ἢ μᾶλλον ἕνωσε πραγματικὰ ὅλη τὴν ὑπόσταση τῆς Θεότητός του μὲ τὴν δική μας φύση, τὴν ἔσμιξε ἄμικτα μ᾿ αὐτὴ καὶ τὴν ἔκανε ἅγιο ναό του. Ἔτσι ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀδὰμ ἔγινε ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως τέλειος ἄνθρωπος.
Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ ἔπλασε τὴν γυναῖκα, ἔτσι, ἀφοῦ δανείστηκε τὴν σάρκα ἀπὸ τὴν θυγατέρα τοῦ Ἀδὰμ τὴν ἀειπάρθενο καὶ Θεοτόκο Μαρία καὶ τὴν ἔλαβε χωρὶς σπορά, γεννήθηκε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν πρωτόπλαστο. Ὥστε ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴν παράβαση ἔγινε ἡ ἀρχὴ τῆς γεννήσεώς μας στὴν φθορὰ καὶ στὸν θάνατο, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας μὲ τὴν ἐκπλήρωση κάθε δικαιοσύνης ἔγινε ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἀναγεννήσεώς μας στὴν ἀφθαρσία καὶ τὴν ἀθανασία. Αὐτὸ ἐννοεῖ ὁ θεῖος Παῦλος ὅταν λέει: «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπὸ τὴ γῆ χοϊκός. Ὁ δεύτερος ἄνθρωπος, δηλαδὴ ὁ Κύριος, εἶναι ἐπουράνιος. Ὅ,τι λογῆς ἦταν ὁ χοϊκὸς τέτοιοι εἶναι καὶ ὅλοι οἱ χοϊκοὶ καὶ ὅ,τι λογῆς εἶναι ὁ ἐπουράνιος τέτοιοι εἶναι καὶ ὅλοι ὅσοι γίνονται ἐπουράνιοι δι᾿ αὐτοῦ.»
(Α´ Κορ. ιε´ 47-48). Καὶ πάλι: «Ἡ ἀπαρχὴ εἶναι ὁ Χριστός, ἔπειτα ὅσοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ.» (Α´ Κορ. ιε´ 23).
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ὅμοιος μέ μᾶς σὲ ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μᾶς μεταδίδει τὴν Θεότητά του λόγω τῆς πίστης μας σ᾿ αὐτὸν καὶ μᾶς καθιστᾷ συγγενεῖς του κατὰ τὴν φύση καὶ τὴν οὐσία τῆς Θεότητάς του. Πρόσεξε τὸ νέο καὶ παράδοξο μυστήριο: Ὁ Θεὸς Λόγος ἔλαβε ἀπὸ μᾶς σάρκα, ποὺ δὲν εἶχε ἐκ φύσεως καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἦταν. Ἀπὸ τότε μεταδίδει στοὺς πιστοὺς τὴν Θεότητά του - τὴν ὁποία κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους ἢ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶχε ἀποκτήσει - καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο γίνονται θεοὶ κατὰ χάρη καὶ θέση, ποὺ δὲν ἦταν. Ἔτσι χαρίζει σ᾿ αὐτοὺς τὴν ἐξουσία νὰ γίνονται τέκνα Θεοῦ (κατὰ Ἰωάννην 1:12) γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔγιναν καὶ πάντοτε θὰ γίνονται καὶ ποτὲ δὲν θὰ πάψουν νὰ γίνονται. Ἄκουσε καὶ τὸν θεῖο Παῦλο ποὺ παρακινεῖ σ᾿ αὐτό: «Ὅπως φορέσαμε τὴν εἰκόνα τοῦ γήινου, ἂς φορέσουμε καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουράνιου.» (Α´ Κορινθίους 15:49).
Ὁ Θεὸς λοιπὸν τοῦ παντὸς μὲ τὴν σωματική του παρουσία στὴν γῆ ἦλθε γιὰ νὰ ἀναπλάσει καὶ νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ εὐλογήσει ὅλη τὴν κτίση ποὺ ἐπέσυρε ἐπάνω της τὴν κατάρα ἐξαιτίας τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ πρῶτα ζωοποίησε τὴν ψυχὴ ποὺ ἔλαβε καὶ ἀφθαρτώντας την τὴν θέωσε, ἐνῶ τὸ ἄχραντο σῶμα του, ἂν καὶ τὸ θέωσε, ὅμως τὸ κρατοῦσε ἀκόμη φθαρτὸ καὶ ὑλικό. Γιατὶ τὸ σῶμα ποὺ τρώει καὶ πίνει, κοπιάζει καὶ ἱδρώνει, δένεται καὶ σέρνεται, ὑψώνεται στὸν σταυρὸ καὶ καρφώνεται, εἶναι βέβαια φθαρτὸ καὶ ὑλικό, ἀφοῦ μάλιστα πέθανε καὶ τοποθετήθηκε νεκρὸ στὸ μνημεῖο. Μετὰ δὲ τὴν ἀνάστασή του συνανέστησε καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἄφθαρτο, πνευματικό, ὅλο θεῖο καὶ ἄυλο, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν συνέτριψε τὶς σφραγῖδες τοῦ μνήματος, εἰσερχόταν δὲ καὶ ἐξερχόταν ἐλεύθερα μέσα ἀπὸ τὶς κλειστὲς πόρτες.
Ἀλλὰ γιατὶ μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ δὲν ἔκανε ἀμέσως καὶ τὸ σῶμα πνευματικὸ καὶ ἄφθαρτο; ἐπειδὴ καὶ ὁ Ἀδὰμ τρώγοντας τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ εὐθὺς μὲν μὲ τὴν παράβαση πέθανε κατὰ τὴν ψυχή, ἐνῷ κατὰ τὸ σῶμα ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς πρῶτα ἀνέστησε καὶ ζωοποίησε τὴν ψυχὴ ποὺ τιμωρήθηκε μὲ τὸ ἐπιτίμιο τοῦ θανάτου, ἔπειτα δὲ οἰκονόμησε νὰ ἀπολαύσει καὶ τὸ σῶμα τὴν ἀφθαρσία διὰ τῆς ἀναστάσεως, αὐτὸ ποὺ διὰ τοῦ θανάτου ἐπέστρεφε στὴν γῆ κατὰ τὴν ἀρχαία ἀπόφαση. Κι ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ κατέβηκε στὸν ᾅδη ἐλευθερώνοντας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἐκεῖ φυλακισμένων ἁγίων καὶ τὶς κατέταξε σὲ τόπο ἀναπαύσεως καὶ ἀνεσπέρου φωτός. Τὰ σώματά τους ὅμως δὲν τὰ ἀνέστησε, ἀλλὰ τὰ ἄφησε στοὺς τάφους μέχρι τὴν κοινὴ ἀνάσταση.
Τὸ μυστήριο λοιπὸν αὐτὸ ποὺ συντελέστηκε γιὰ ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὴν ἔνσαρκη οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ, τοῦτο τὸ ἴδιο γινόταν καὶ σὲ κάθε ἅγιο καὶ γίνεται ἀδιαλείπτως μέχρι σήμερα σὲ κάθε πιστό. Γιατὶ λαμβάνοντας τὸ πνεῦμα τοῦ Δεσπότη καὶ Θεοῦ μας συμμετέχουμε στὴν θεότητά του, τρώγοντας δὲ τὴν πανάμωμο σάρκα του γινόμαστε ἀληθινὰ καὶ ἐξ ὁλοκλήρου σύσσωμοι τοῦ Χριστοῦ καὶ συγγενεῖς του, καθὼς καὶ αὐτὸς ὁ θεῖος Παῦλος βεβαιώνει: «Εἴμαστε ὀστοῦν ἀπὸ τὰ ὀστά του καὶ σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα του» (Ἐφεσίους 5:30) καὶ ἀλλοῦ: «ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῆς θεότητός του ὅλοι ἐμεῖς λάβαμε ἀλλεπάλληλες δωρεές» (κατὰ Ἰωάννην 1:16 καὶ Κολασσαεῖς 2:9). Ἔτσι γινόμαστε κατὰ χάριν ὅμοιοι μὲ τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ καὶ Δεσπότη μας ἀνακαινισμένοι στὴν ψυχή, ἄφθαρτοι καὶ ἀναστημένοι ἀπὸ νεκροὶ ποὺ ἤμαστε. Τότε βλέπουμε αὐτὸν ποὺ καταδέχτηκε νὰ γίνει ὅμοιός μας καὶ βλεπόμαστε ἀπ᾿ αὐτόν, ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ γίνουμε ὅμοιοί του, ὅπως κάποιος βλέπει ἀπὸ μακριὰ τὸ πρόσωπο τοῦ φίλου του καὶ διαλέγεται μ᾿ αὐτὸν καὶ συνομιλεῖ καὶ ἀκούει τὴν φωνή του.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος ἅγιοι καὶ οἱ παλαιοὶ καὶ οἱ τωρινοὶ πνευματικὰ βλέποντες δὲν βλέπουν σχῆμα ἢ εἶδος ἢ ὁμοίωμα, ἀλλὰ φῶς ἀσχημάτιστο, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ εἶναι φῶς ἐκ τοῦ φωτός, δηλαδὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅμως ἂν καὶ φτάνουν σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση, τὰ σώματά τους δὲν γίνονται ἀμέσως ἄφθαρτα καὶ πνευματικά, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς τὸ σίδερο ποὺ πυρακτώνεται στὴν φωτιὰ παίρνει τὴν λαμπρότητά της, ὅταν ὅμως ἀπομακρυνθεῖ ἀπ᾿ αὐτὴν γίνεται πάλι ψυχρὸ καὶ μαῦρο, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ τὰ σώματα τῶν ἁγίων: Μετέχοντας καὶ αὐτὰ στὸ θεῖο πῦρ, δηλαδὴ στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἁγιάζονται, φλεγόμενα καθαρίζονται, γίνονται διαυγῆ καὶ πολυτιμότερα ἀπὸ τὰ ἄλλα σώματα. Ἀλλὰ ὅταν ἡ ψυχὴ βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀμέσως καὶ αὐτὰ παραδίδονται στὴν φθορὰ καὶ διαλύονται σιγὰ-σιγά. Ἄλλα ὅμως διατηροῦνται γιὰ πολλὰ χρόνια χωρὶς νὰ εἶναι οὔτε ἐντελῶς ἄφθαρτα οὔτε πάλι τελείως φθαρτά, ἀλλὰ διασῴζουν μέσα τοὺς τὰ γνωρίσματα καὶ τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς φθορᾶς, ὥσπου νὰ φτάσουν στὴν τέλεια ἀφθαρσία καὶ νὰ ἀνακαινιστοῦν τὴν τελευταία καὶ κοινὴ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γιὰ ποιὸ λόγο; Διότι δὲν ἔπρεπε νὰ ἀναστηθοῦν καὶ νὰ ἀφθαρτωθοῦν τὰ ἀνθρώπινα σώματα, πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνακαίνιση τῶν κτισμάτων, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς πρῶτα πλάστηκε ἡ φύση ἄφθαρτη καὶ ἔπειτα ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι πάλι πρῶτα ἡ κτίση πρέπει νὰ μεταποιηθεῖ ἀπὸ τὴν φθορὰ στὴν ἀφθαρσία καὶ μετὰ μαζὶ μ᾿ αὐτὴν ν᾿ ἀλλάξουν καὶ νὰ ἀνακαινιστοῦν τὰ φθαρτὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων, ὥστε ὁ ἄνθρωπος πνευματικὸς πιὰ καὶ ἀθάνατος νὰ κατοικήσει σὲ τόπο ἄφθαρτο, αἰώνιο καὶ πνευματικό. Καὶ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, ἄκουσε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο ποὺ τὸ βεβαιώνει: «Θὰ ἔρθει ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου σὰν κλέπτης τὴν νύχτα καὶ τότε οἱ οὐρανοὶ θὰ διαλυθοῦν ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως θὰ καοῦν καὶ θὰ λυώσουν» (Β´ Πέτρου 3:10,12), ὄχι γιὰ νὰ ἐξαφανιστοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναχωνευθοῦν καὶ νὰ ἀναστοιχειωθοῦν σὲ καλύτερη καὶ αἰώνια κατάσταση. Ἀπὸ ποῦ γίνεται φανερὸ αὐτό; Ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ προσθέτει στὴν συνέχεια ὁ Ἀπόστολος: «Καινούργιους οὐρανοὺς καὶ καινούργια γῆ προσδοκοῦμε κατὰ τὴν ἐπαγγελία σου» (Β´ Πέτρου 3:13). Τίνος τὴν ἐπαγγελία; Ἀσφαλῶς τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε: «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ παρέλθουν, οἱ λόγοι μου ὅμως δὲν θὰ παρέλθουν» (κατὰ Ματθαῖον 24:35). Παρέλευση τοῦ οὐρανοῦ ἐννοεῖ τὴν ἀλλαγή του, γι᾿ αὐτὸ λέει ὅτι ἂν καὶ ὁ οὐρανὸς θὰ ἀλλάξει, ὅμως οἱ δικοί του λόγοι θὰ μένουν ἀναλλοίωτοι καὶ σταθεροί. Αὐτὸ προανήγγειλε καὶ ὁ προφήτης Δαυίδ: «Σὰν μανδύα θὰ τοὺς τυλίξεις καὶ θὰ ἀλλάξουν, ἐσὺ ὅμως θὰ παραμείνεις ὁ ἴδιος καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς σου δὲν θὰ ἐκλείψουν» (Ψαλμοί, 101:27-28). Τί θὰ μποροῦσε νὰ γίνει σαφέστερο ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια;
Κεφάλαιο ι´. Ὅτι καὶ πάντες οἱ Ἅγιοι τὸν Λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ἑαυτοῖς συλλαμβάνουσι τῇ Θεοτόκῳ παραπλησίως καὶ γεννῶσιν αὐτὸν καὶ γεννᾶται ἐν αὐτοῖς καὶ γεννῶνται ὑπ᾿ αὐτοῦ καὶ πῶς υἱοὶ καὶ ἀδελφοὶ καὶ μητέρες αὐτοῦ χρηματίζουσιν. (ἀρχικὸ κείμενο)
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, ἀφοῦ εἰσῆλθε στὰ σπλάγχνα τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ ἔλαβε σάρκα ἀπ᾿ αὐτήν, γεννήθηκε, ὅπως εἴπαμε, τέλειος ἄνθρωπος καὶ τέλειος Θεὸς ἀσυγχύτως. Τί σημαντικότερο ἔγινε ποτὲ γιὰ μᾶς; Ὅλοι μας πιστεύουμε σ᾿ αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας καὶ γι᾿ αὐτὸ δεχόμαστε τὸν περὶ αὐτοῦ λόγο μὲ ἐμπιστοσύνη. Ἂν τὸν ὁμολογοῦμε λοιπὸν καὶ μετανοοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας γιὰ τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες μας, τότε ὁ λόγος τῆς εὐσεβείας, τὸν ὁποῖο δεχόμαστε, γεννιέται μέσα μας σὰν σπόρος, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Λόγος τοῦ Πατρὸς εἰσῆλθε στὴν γαστέρα τῆς Παρθένου. Θαύμασε τὸ μέγα τοῦτο καὶ ἐκπληκτικὸ μυστήριο καὶ δέξου τὸ μὲ κάθε πληροφορία καὶ πίστη.
Συλλαμβάνουμε λοιπὸν αὐτὸν τὸν Λόγο ὄχι σωματικά, ὅπως τὸν συνέλαβε ἡ Παρθένος καὶ Θεοτόκος, ἀλλὰ πνευματικὰ μὲν πραγματικὰ ὅμως. Καὶ ἔχουμε μέσα στὶς καρδιές μας αὐτὸν ποὺ τὸν ἴδιο ποὺ συνέλαβε καὶ ἡ Ἁγνὴ Παρθένος, ὅπως λέει ὁ θεῖος Παῦλος: «Ὁ Θεὸς ποὺ εἶπε νὰ λάμψει φῶς μέσα στὶς καρδιές μας πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τοῦ Υἱοῦ του» (Β´ Κορινθίους 4:6), σὰν νὰ λέει: Αὐτὸς ὅλος γεννήθηκε ἀληθινὰ μέσα μας. Καὶ ὅτι εἶναι ἔτσι τὸ φανερώνει μὲ ὅσα παραθέτει στὴν συνέχεια: «Ἔχουμε δὲ τὸν θησαυρὸν αὐτὸν μέσα σὲ πήλινα σκεύη» (Β´ Κορινθίους 4:6), ὀνομάζοντας θησαυρὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ὀνομάζει τὸ Πνεῦμα Κύριο: «Γιατὶ τὸ Πνεῦμα» λέει «εἶναι ὁ Κύριος» (Β´ Κορινθίους 4:6), ὥστε ὅπου ἀκοῦς Υἱὸν Θεοῦ νὰ ἐννοεῖς μαζὶ καὶ τὸ Πνεῦμα καὶ ἂν πάλι ἀκούσεις γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐννοεῖς μαζὶ μὲ αὐτὸ καὶ τὸν Πατέρα, ἐπειδὴ καὶ γι᾿ αὐτὸν λέει: «Πνεῦμα ὁ Θεός» (κατὰ Ἰωάννη 4:24), διδάσκοντάς σε παντοῦ τὸ ἀχώριστο καὶ ὁμοούσιο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι δηλαδὴ ὅπου εἶναι ὁ Υἱὸς ἐκεῖ εἶναι καὶ ὁ Πατήρ, καὶ ὅπου ὁ Πατὴρ ἐκεῖ καὶ τὸ Πνεῦμα, καὶ ὅπου τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκεῖ ὅλη ἡ τρισυπόστατη Θεότητα, ὁ ἕνας Θεὸς καὶ Πατὴρ μαζὶ μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τοὺς ὁμοουσίους, «αὐτὸς ποὺ εἶναι εὐλογητὸς στοὺς αἰῶνες, ἀμήν» (Ρωμαίους 1:25).
Ἔτσι ὅταν πιστεύσουμε ὁλόψυχα καὶ μετανοήσουμε θερμὰ θὰ συλλάβουμε ὅπως εἰπώθηκε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας, καθὼς τὸν συνέλαβεν ἡ Παρθένος, προσφέροντάς του κι ἐμεῖς τὶς ψυχές μας παρθενικὲς καὶ ἁγνές. Καὶ ὅπως ἐκείνη δὲν τὴν κατέφλεξε τὸ πῦρ τῆς θεότητας, ἐπειδὴ ἦταν ἁγνὴ καὶ ὑπεράμωμη, ἔτσι οὔτε καὶ ἐμᾶς μας κατακαίει, ὅταν τοῦ προσφέρουμε τὶς καρδιές μας ἁγνὲς καὶ καθαρές, ἀλλὰ γίνεται ἐντός μας δροσιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ πηγὴ ὕδατος καὶ ῥεῖθρον ἀθάνατης ζωῆς. Ὅτι δεχόμαστε καὶ ἐμεῖς παρόμοια τὸ ἄστεκτον πῦρ τῆς θεότητας, ἄκουσε τὸν Κύριο ποὺ τὸ λέει: «Πῦρ ἦλθα νὰ βάλω στὴν γῆ» (κατὰ Λουκᾶν 12:49). Τί ἄλλο ἐννοεῖ, παρὰ τὸ ὁμοούσιο πρὸς τὴν θεότητά του Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο συνεισέρχεται καὶ συνθεωρεῖται μέσα μας καὶ ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα;
Ἐπειδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μία φορὰ σαρκώθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴν σωματικά, ἀνέκφραστα καὶ ὑπὲρ λόγον καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σαρκωθεῖ πάλι ἢ νὰ γεννηθεῖ σωματικὰ ἀπὸ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς, τί προνοεῖ; Μᾶς μεταδίδει γιὰ τροφὴ ἐκείνη τὴν ἄχραντη σάρκα ποὺ προσέλαβε ἀπὸ τὴν πανάχραντη Θεοτόκο, κατὰ τὴν σωματική του γέννηση. Ἂν τὴν μεταλαμβάνουμε ἄξια, ἔχουμε μέσα μας ὅλον τὸν σαρκωθέντα Θεὸ καὶ Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς Παρθένου τὸν καθήμενο στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος λέει: «ἐκεῖνος ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου μένει μέσα μου καὶ ἐγὼ μέσα του» (κατὰ Ἰωάννη 6:56), χωρὶς ὅμως νὰ προέρχεται ἢ νὰ γεννιέται σωματικὰ ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ μᾶς ἀποχωρίζεται ποτέ. Διότι ἐμεῖς δὲν τὸν αἰσθανόμαστε σὰν σάρκα, ἂν καὶ βρίσκεται μέσα μας ὅπως ἀκριβῶς ἕνα βρέφος, ἀλλὰ ὑπάρχει ἀσωμάτως σὲ σῶμα, ἀναμιγνυόμενος ἀνέκφραστα μὲ τὴν φύση μας καὶ τὴν οὐσία μας καὶ θεοποιώντας μας, ἐπειδὴ γίναμε σύσσωμοι καὶ μ᾿ αὐτὸν δηλαδὴ σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα του καὶ ὀστοῦν ἀπὸ τὰ ὀστά του. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο καὶ φρικτότερο μυστήριο τῆς ἀνέκφραστης οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεώς του, ποὺ δίσταζα νὰ τὸ γράψω καὶ ἔτρεμα νὰ τὸ ἐπιχειρήσω.
Ὁ Θεὸς ὅμως πάντοτε θέλει νὰ ἀποκαλύπτεται καὶ νὰ φανερώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ σ᾿ ἐμᾶς, ὥστε καὶ ἐμεῖς κάποτε κατανοώντας τὴν μεγάλη του ἀγαθότητα καὶ αἰσθανόμενοι ντροπὴ νὰ προθυμοποιηθοῦμε νὰ τὸν ἀγαπήσουμε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐγὼ παρακινήθηκα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ φωτίζει τὶς καρδιές μας καὶ σᾶς φανέρωσα αὐτὰ τὰ μυστήρια γραπτῶς, ὄχι γιὰ νὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅμοιος μ᾿ αὐτὴν ποὺ γέννησε τὸν Κύριο – μὴ γένοιτο – αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο. Διότι ἄλλη εἶναι ἡ ἔνσαρκη καὶ ἄφραστη γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ ἄλλη ποὺ συντελεῖται σὲ μᾶς πνευματικῶς. Ἐκείνη γεννώντας ἔνσαρκο τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπεργάστηκε στὴν γῆ τὸ μυστήριό της ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μας καὶ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, αὐτὸς ποὺ ἕνωσε στὸν ἑαυτό του τὰ διεστῶτα καὶ ἐξάλειψε τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Ἐνῷ αὐτὴ (ποὺ συντελεῖται σὲ μᾶς) γεννώντας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὸν Λόγο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἀπεργάζεται ἀκατάπαυστα στὶς καρδιές μας τὸ μυστήριο τῆς ἀνακαινίσεως τῶν ἀνθρώπινων ψυχῶν καὶ τὴν κοινωνία καὶ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ Λόγο, αὐτὴν ὑπαινίσσεται καὶ τὸ θεῖο λόγιο: «Δι᾿ αὐτοῦ συλλάβαμε καὶ ἐγεννήσαμε μὲ πόνο τὸ πνεῦμα τῆς σωτηρίας, τὸ ὁποῖο κυοφορήσαμε πάνω στὴν γῆ» (Ἡσαΐας 26:18).
Λοιπὸν δὲν σᾶς φανέρωσα αὐτὰ τὰ μυστήρια γιὰ νὰ ἀποδείξω ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γεννήσει τὸν Χριστὸ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τὸν γέννησε ἡ Παναγία, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ ὑπεράπειρη καὶ γνήσια ἀγάπη του σ᾿ ἐμᾶς καὶ ὅτι ἂν τὸ θέλουμε ὅλοι μποροῦμε νὰ γίνουμε μητέρα καὶ ἀδελφοί του κατὰ τὸν προαναφερόμενο τρόπο, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος τὸ διακηρύττει: «Μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐκτελοῦν» (κατὰ Λουκᾶν 8:21). Ἔτσι θὰ γίνουμε ἴσοι μὲ τοὺς μαθητὲς καὶ ἀποστόλους του, ὄχι κατὰ τὴν ἀξία, οὔτε κατὰ τὶς περιοδίες καὶ τοὺς κόπους ποὺ ὑπέφεραν, ἀλλὰ κατὰ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δωρεὰ τὴν ὁποία ἐξέχεε σ᾿ ὅλους ποὺ τὸν πίστευαν καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν, χωρὶς νὰ στραφοῦν ποτὲ πίσω.
Εἶδες πὼς ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀκοῦνε καὶ πράττουν τὸν λόγο τοῦ τοὺς ἀνύψωσε στὴν ἀξία τῆς Μητέρας του καὶ τοὺς ἀποκαλεῖ ἀδελφοὺς καὶ συγγενεῖς του; Ὅμως μόνο ἐκείνη ὑπῆρξε ἡ κυρίως Μητέρα του, ἐπειδὴ ὅπως ἀνέφερα τὸν γέννησε ἀνερμηνεύτως καὶ χωρὶς ἄνδρα, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἅγιοι τὸν συλλαμβάνουν καὶ τὸν κατέχουν κατὰ χάριν καὶ δωρεάν. Καὶ ἀπὸ μὲν τὴν ἄμωμη Μητέρα του δανείστηκε τὴν παναμώμητη σάρκα του καὶ σὲ ἀντάλλαγμα τῆς δώρισε τὴν θεότητα – ὢ τί παράξενη καὶ ἀσυνήθιστη συναλλαγὴ – ἐνῷ ἀπὸ τοὺς ἁγίους δὲν παίρνει σάρκα, ἀλλὰ ἀντίθετα αὐτὸς τοὺς μεταδίδει τὴν θεωμένη σάρκα του. Ἂς ἐξετάσουμε λοιπὸν τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου.
Ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος στὸν Χριστό, δηλαδὴ τὸ πῦρ τῆς θεότητος, προέρχεται ἀπὸ τὴν θεία τοῦ φύση καὶ οὐσία. Ὅμως τὸ σῶμα του δὲν ἔχει τὴν ἴδια προέλευση, ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν πάναγνη καὶ ἅγια σάρκα τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία προσέλαβε κατὰ τὸ ἱερὸ λόγιο: «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα» (κατὰ Ἰωάννην 1:14). Ἔκτοτε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀχράντου Παρθένου μεταδίδει στοὺς ἁγίους, ἀπὸ μὲν τὴν φύση καὶ τὴν οὐσία τοῦ συναΐδιου Πατρός του τὴν χάρη τοῦ Πνεύματος, δηλαδὴ τὴν θεότητα, καθὼς καὶ μέσῳ τοῦ προφήτη λέγει: «Θὰ συμβεῖ τοῦτο κατὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες, θὰ ἐκχύσω ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου σὲ κάθε ἄνθρωπο» (Ἰωὴλ 3:1), ἐννοώντας κάθε πιστό, ἀπὸ δὲ τὴν φύση καὶ οὐσία ἐκείνης ποὺ κυρίως καὶ ἀληθῶς τὸν γέννησε τὴν σάρκα, τὴν ὁποία ἔλαβε ἀπὸ αὐτή.
Καὶ ὅπως ἀπὸ τὴν πληρότητά του λάβαμε ὅλοι ἐμεῖς, ἔτσι ἀκριβῶς μεταλαμβάνουμε ἀπὸ τὴν ἄμωμη σάρκα τῆς Παναγίας Μητέρας του, τὴν ὁποία καὶ ἐκεῖνος προσέλαβε καὶ ὅπως ἔγινε υἱὸς καὶ Θεός της ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας γενόμενος καὶ ἀδελφός μας, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἐμεῖς – ὢ τί ἀνέκφραστη φιλανθρωπία – γινόμαστε υἱοὶ τῆς Θεοτόκου Μητέρας του καὶ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ χάρη στὸν ὑπεράμωμο καὶ ὑπεράγνωστο γάμο ποὺ τελέστηκε μ᾿ αὐτὴν καὶ σ᾿ αὐτὴν γεννήθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν πάλι ὅλοι οἱ ἅγιοι. Πράγματι, ὅπως ἀπὸ τὴν συνουσία καὶ τὴν σπορὰ τοῦ Ἀδὰμ πρώτη ἡ Εὔα γέννησε καὶ ἀπὸ ἐκείνη καὶ μέσῳ ἐκείνης γεννήθηκαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος, ἀφοῦ δέχτηκε ἀντὶ σπορᾶς τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ συνέλαβε καὶ γέννησε μόνο τὸν πρὸ αἰώνων μονογενῆ του Πατρὸς καὶ μετέπειτα σαρκωθέντα δικό της μονογενῆ. Καὶ μολονότι ἡ ἴδια ἔπαψε νὰ συλλαμβάνει καὶ νὰ γεννᾷ, ὁ Υἱὸς τῆς γέννησε καὶ γεννᾷ καθημερινὰ ὅσους πιστεύουν σ᾿αὐτὸν καὶ τηροῦν τὶς ἅγιες ἐντολές του. Ἀσφαλῶς ἔπρεπε ἡ πνευματική μας ἀναγέννηση καὶ ἀνάπλαση νὰ γίνει διὰ τοῦ ἀντρός, δηλαδὴ τοῦ δευτέρου Ἀδὰμ καὶ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἡ γέννησή μας στὴν φθορὰ ἔγινε διὰ τῆς γυναικὸς Εὔας.
Καὶ πρόσεχε τὴν ἀκρίβεια τοῦ λόγου: ἀνδρὸς θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ ἡ σπορὰ φθαρτοὺς υἱοὺς καὶ θνητοὺς διὰ γυναικὸς γέννησε καὶ γεννᾷ, ἀθανάτου καὶ ἀφθάρτου Θεοῦ ὁ ἀθάνατος καὶ ἄφθαρτος Λόγος ἀθάνατα καὶ ἄφθαρτα τέκνα γέννησε καὶ διαρκῶς γεννᾷ, ἀφοῦ πρῶτα αὐτὸς γενννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο ἐν ἁγίῳ Πνεύματι βεβαίως.
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν εἶναι δέσποινα καὶ βασίλισσα καὶ κυρία καὶ Μητέρα ὅλων τῶν ἁγίων ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι καὶ δοῦλοι τῆς ἀφοῦ εἶναι Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ παιδιά της ἀφοῦ μεταλαμβάνουν ἀπὸ τὴν πανάχραντη σάρκα τοῦ Υἱοῦ της. Πιστὸς ὁ λόγος: ἡ σάρκα τοῦ Υἱοῦ τῆς εἶναι σάρκα τῆς Θεοτόκου. Μεταλαμβάνοντας καὶ ἐμεῖς ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν θεωμένη σάρκα τοῦ Κυρίου, ὁμολογοῦμε καὶ πιστεύουμε ὅτι μεταλαμβάνουμε ζωὴν αἰώνια, ἐκτὸς ἂν ἀναξίως καὶ εἰς κατάκριμα μεταλαμβάνουμε.
Πράγματι ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι συγγενεῖς πρὸς τὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ κατὰ τρεῖς τρόπους: Πρῶτον ἐπειδὴ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἴδιο πηλὸ μ᾿ αὐτὴν καὶ τὴν ἴδια πνοή, δηλαδὴ τὴν ψυχή. Δεύτερον ἐπειδὴ ἔχουν κοινωνία καὶ μετουσία μὲ αὐτὴν διὰ τῆς προσλήψεως τῆς σαρκός της ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ τρίτον ἐπειδή, λόγῳ τῆς ἐν Πνεύματι ἁγιωσύνης ποὺ ἐνυπάρχει σὲ αὐτούς, καθένας συλλαμβάνει ἐντός του καὶ κατέχει τὸν Θεὸ τῶν ὅλων, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἐκείνη τὸν εἶχε ἐντός της. Διότι ἂν καὶ τὸν γέννησε σωματικῶς, ὅμως πάντοτε τὸν εἶχε ὅλον καὶ πνευματικῶς μέσα της καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν ἔχει καὶ τώρα καὶ πάντοτε ἀχώριστον ἀπὸ αὐτήν.
Σ᾿ αὐτὸν πρέπει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰώνες. Ἀμήν.
Πηγή: (Ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Κάλαμος Ἀττικῆς), http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy
Τὸ συνταγματικὸ δικαστήριο τῆς Αὐστρίας ἀποφάσισε ὅτι τὰ ὁμόφυλα ζευγάρια θὰ μποροῦν νὰ παντρευτοῦν μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 2019, ἀποφασίζοντας ὅτι οἱ ὑφιστάμενοι νόμοι εἰσάγουν διακρίσεις.
Ἡ κίνηση αὐτὴ εὐθυγραμμίζει τὴν Αὐστρία μὲ πολλὰ ἄλλα εὐρωπαϊκὰ ἔθνη, ὅπως ἡ Γερμανία, ἡ Γαλλία, ἡ Βρετανία καὶ ἡ Ἱσπανία. Τὰ ὁμόφυλα ζευγάρια στὴν Αὐστρία εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ κατοχυρώσουν νομικὰ σχέσεις ἀπὸ τὸ 2010, ἀλλὰ μέχρι στιγμῆς δὲν μποροῦσαν νὰ παντρευτοῦν.
Τὸ Συνταγματικὸ Δικαστήριο ἐξέτασε νόμο τοῦ 2009 ὕστερα ἀπὸ καταγγελία δύο γυναικὼν ποὺ δὲν τοὺς ἐπετράπη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς Βιέννης νὰ παντρευτοῦν. Τὸ δικαστήριο ἀνέφερε σὲ ἀπόφαση ποὺ δημοσιεύθηκε, ὅτι οἱ περιορισμοὶ στὸ γάμο τοῦ ἰδίου φύλου θὰ ἀρθοῦν στὰ τέλη τοῦ 2018, ἐκτὸς ἐὰν ἡ ἴδια ἡ κυβέρνηση τὸ κάνει νωρίτερα. Ἐπίσης διευκρίνισε ὅτι θὰ παραμείνει ἐπιλογὴ ἰσάξια μὲ αὐτὴ τῶν ἑτερόφυλων ζευγαριῶν.
Σὲ δήλωσή του, τὸ συνταγματικὸ δικαστήριο τῆς Αὐστρίας δήλωσε ὅτι «ἡ διάκριση μεταξὺ γάμου καὶ ἀστικῆς σχέσης δὲν μπορεῖ πλέον νὰ διατηρηθεῖ διότι μαίνονται διακρίσεις ἐναντίον τῶν ὁμοφυλόφιλων ζευγαριῶν». Ὁ γάμος τῶν ὁμοφυλόφιλων ἔχει νομιμοποιηθεῖ σὲ πολλὲς χῶρες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, πιὸ πρόσφατα στὴ Γερμανία, ὅπου ὑπῆρχε ἔντονη ἀντίθεση στὴν ἀλλαγὴ ἐδῶ καὶ ἀρκετὰ χρόνια. Σχεδὸν δώδεκα ἄλλες εὐρωπαϊκὲς χῶρες ἔχουν κάποιο εἶδος ἑνώσεων ὁμοφύλων, σύμφωνα μὲ τὸ ἐρευνητικὸ κέντρο Pew.
Τὸ συντηρητικὸ Λαϊκὸ Κόμμα καὶ τὸ ἀκροδεξιὸ Κόμμα Ἐλευθερίας, ποὺ βρίσκονται σὲ διαπραγματεύσεις γιὰ κυβερνητικὸ συνασπισμὸ καὶ ἀμφότεροι ἀντιτάσσονται στὸν γάμο τοῦ ἴδιου φύλου, δὲν ἔχουν προβεῖ σὲ δηλώσεις-σχόλια. Ἡ ὁμοφυλοφιλικὴ πρωτοβουλία τῆς Βιέννης [Homosexual Initiative Vienna (HOSI)] χαιρέτισε τὴν ἀπόφαση. «Εἴμαστε πολὺ χαρούμενοι», δήλωσε ὁ πρόεδρος τῆς HOSI Christian Hoegl. «Θέλουμε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν εὐκαιρία γιὰ μία νέα ἔκκληση γιὰ μία θεμελιώδη μεταρρύθμιση τοῦ γάμου».
Πηγή: Independent, Ρωμαίικο Ὁδοιπορικὸ, Αβέρωφ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
|
3-7 |
|
8 |
|
9 |
|
10-13 |
|
13 |
|
14-15 |
|
16-17 |
|
18-23 |
|
24-26 |
|
27-28 |
|
28-31 |
Το περιοδικό ΕΔΩ σε εκτυπώσιμη μορφή Pdf
Προηγούμενα Τεύχη:
1. Περιοδικό «Φως Εθνών» τ. 152
2. Περιοδικό «Φως Εθνών» τ. 153
4.2.1 Προοίμιο
Από τα πρώτα ερωτηματικά, που προέκυψαν μόλις το ευαγγελικό κήρυγμα άρχισε να διαδίδεται στους Εθνικούς, ήταν η σχέση του Χριστιανισμού και των Χριστιανών με τον μωσαϊκό νόμο. Για τους Ιουδαίους Χριστιανούς το κήρυγμα των Αποστόλων Παύλου ήταν σκανδαλώδες[1]. Δεν μπορούσαν να δεχθούν ότι η προσέλευση στον Χριστιανισμό ήταν δυνατή χωρίς περιτομή. Ο απόστολος Παύλος αποφάσισε τότε να παρουσιαστεί ενώπιον των προκρίτων των Αποστόλων, Πέτρου, Ιακώβου και Ιωάννη, παραλαμβάνοντας μαζί του και τον νεοφώτιστο Τίτο:
«Καί γνόντες τήν χάριν τήν δοθεῖσάν μοι, Ιάκωβος καί Κηφᾶς καί Ἰωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιάς ἐδωκάν ἐμοί καί Βαρνάβα κοινωνίας, ἵνα ἡμεῖς εῖς τά ἔθνη, αὐτοί δέ εἰς τήν περιτομήν.» (Γαλάτ. 2.9)
Αλλά η έκβαση αυτή δεν ευχαρίστησε μερικούς εκ των εξ Ιουδαίων Χριστιανών, ειδικά αυτούς που πριν ήταν Φαρισαίοι. Αξίωναν άμεση και επίσημη λύση του θέματος. Γι’ αυτό συνεκλήθη η Αποστολική Σύνοδος. Αυτή διαπίστωσε την αδυναμία της σωτηρίας δια της τηρήσεως του Νόμου, και αποφάσισε τα τέσσερα σημεία υποχρεωτικής τήρησης:
«Ἔδοξε γάρ τῷ Αγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν μηδέν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν βάρος πλήν τῶν ἐπάναγκες τούτων, ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καί αἵματος καί πνικτοῦ καί πορνείας˙ εξ ὧν διατηροῦντες ἑαυτούς εὖ πράξετε.» (Πραξ. 15.28-29)
Στο στάδιο αυτό έγινε η απεξάρτηση των εξ Εθνικών Χριστιανών, από τον Νόμο. Την καταστροφή του Ναού και της Ιερουσαλήμ από τις ρωμαϊκές λεγεώνες, ακολούθησε η απεξάρτηση και των εξ Ιουδαίων Χριστιανών. Υπήρξαν, όμως μερίδες ζηλωτών που δεν αποδέχθηκαν την δεύτερη αποδέσμευση, αποστασιοποιήθηκαν από τις αποφάσεις της Εκκλησίας και πλησίασαν το περιθώριο αυτής.
Αρχικά, μοναδικό χαρακτηριστικό τους, ήταν η ακριβής τήρηση του Νόμου, χωρίς να απαιτούν το ίδιο και από τους υπόλοιπους Χριστιανούς. Αργότερα όμως, υπεισήλθαν και άλλα στοιχεία που απομάκρυναν την διδασκαλία τους από την ορθή, και την μετάλλαξαν σε αίρεση.
4.2.2 Εβιωναίοι
Οι Εβιωναίοι ήταν ιουδαιοχριστιανική σέκτα, που εμφανίστηκε πολύ νωρίς στην Παλαιστίνη. Το όνομά τους προέρχεται από την εβραϊκή λέξη Εβιωνείμ, που σημαίνει «οι φτωχοί».
«…μηδέ τοῦτο κατανοήσας (σ.σ. ο Κέλσος), ὅτι οἱ άπό Ἰουδαίων είς τόν Ἰησοῦν πιστεύοντες οὐ καταλελοίπασι τόν πάτριον νόμον. βιοῦσι γάρ κατ’ αὐτόν, έπώνυμοι τῆς κατά τήν ἐκδοχήν πτωχείας τοῦ νόμου γεγενημένοι. Ἐβίων τε γάρ ὁ πτωχός παρά Ἰουδαίοις καλεῖται, Ἐβιωνεαῖοι χρηματίζουσιν οἱ ἀπό Ἰουδαίων τόν Ἰησοῦν ὡς Χριστόν παραδεξάμενοι[2]».
Ο Ωριγένης μιλά επίσης για «διττούς Εβιωναίους»:
«οὗτοι δ’ εἰσίν οἱ διττοί Εβιαναῖοι, ἤτοι εκ παρθένου ὁμολογούντες ὁμοίως ἡμῖν τόν Ἰησοῦν ἤ οὐχ οὕτω γεγεννῆσθαι ἀλλά ἀπό τους λοιπούς ἀνθρώπους[3]».
Δηλαδή, για τους μεν, ότι αποδέχονταν την εκ Παρθένου γέννηση, για τους δε, ότι δεν δέχονταν ούτε την εκ Παρθένου γέννηση. Την διαφορά διευκρινίζει καλύτερα ο Ευσέβιος Καισαρείας:
«Ἄλλοι δέ παρά τούτους τῆς αὐτῆς ὄντες προσηγορίας, τήν μέν τῶν εἰρημένων ἔκτοπον διεδρίδασκον ἀτοπίαν, ἐκ παρθένου καί ἁγίου Πνεύματος μή αρνούμενοι γεγονέναι τόν Κύριον, οὐ μη ἔθ’ ὅμοίως καί οὗτοι προϋπάρχειν αὐτόν Θεόν Λόγον ὄντα καί σοφίαν ὁμολογοῦντες, τῇ των προτέρων περιτρέποντο δυσσεβείᾳ, μάλιστα ὅτε καί τήν σωματικήν περί τόν νόμον λατρείαν ὅμοίως ἐκείνοις περιέπειν ἐσπούδαζον[4]».
Συνεπώς, η μια ομάδα δέχονταν την εκ Παρθένου σύλληψη αλλά όχι την προΰπαρξη του Θεού Λόγου, ενώ η δεύτερη δεν δέχονταν ούτε την εκ Παρθένου σύλληψη. πρώτη ομάδα ήταν οι Ναζωραίοι, η δεύτερη οι Εβιωνίτες[5].
Ο άγιος Ιουστίνος κάνει αναφορά σε ανθρώπους Ιουδαίους, οι οποίοι δέχονταν τον Χριστό και υποχρέωναν τους εξ Εθνών να τηρούν τον Νόμο[6]. Ίσως να πρόκειται για Εβιωναίους. Αυτό δεν είναι ξεκάθαρο, διότι για πρώτη φορά το όνομα απαντάται στον άγιο Ειρηναίο[7]. Ο άγιος Επιφάνιος δέχεται αιρεσιάρχη Εβίωνα, ο οποίος μάλιστα κήρυξε μέχρι την Ρώμη:
«Οὗτος μέν οὖν ὁ Ἐβίων καί αὐτός ἐν τῇ Ἀσία ἔσχεν το κήρυγμα καί Ῥώμη, τάς δέ ῥίζας τῶν ἀκανθωδῶν παραφυάδων ἔχουσιν ἀπό τε τῆς Ναβαταῖας καί Πανεάδος τό πλεῖστον, Μωαβίτιδός τε καί Κωκάβων ἐν τῇ Βαανίτιδι γῇ ἐπέκεινα Ἀδραῶν, ἀλλά καί ἐν Κύπρῳ[8]».
Σε αυτές τις περιοχές επεκτάθηκε η αίρεση. Η Ρώμη δείχνει εντελώς έξω, οπότε θεωρείται απίθανο να υπήρχε οργανωμένη κοινότητα εκεί. Αντίθετα, η Κύπρος δείχνει να είναι το όριο. Πάντως την εποχή του Θεοδώρητου Κύρου είχαν εκλείψει.
4.2.2α Εβίων
Πολλοί από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς δέχονταν την ύπαρξη αιρεσιάρχη Εβίωνα. Πρώτος αναφέρει αυτόν ο Τερτυλλιανός σε διάφορα έργα[9]. Έτσι στο έργο De praescriptione haereticorum του Τερτυλλιανού, αναφέρεται μαζί με τον Μαρκίων και των Σίμωνα, ως γνωστικός, και όχι ως ιουδαΐζων. Ο ίδιος συγγραφέας πίστευε ότι η Προς Γαλάτας επιστολή του αποστόλου Παύλου αναφέρονταν σ’ αυτούς όταν μιλούσε για τους τηρητές του Νόμου[10]. Στο αμφίβολο έργο του Libellus adversus omnes haereses λέει ότι αυτός ήταν διάδοχος του Κήρινθου:
«Huius successor Ebion fuit, Cerinthonon in omni parte consentiens, quod a deo dicat mundum, non ab angelis factum, et quia scriptum sit, Nemo discipulus super magistrum, nec servus super dominum, legem etiam proponit, scilicet ad excludendum evangelium et vindicandum Iudaismum[11]».
Ο άγιος Ιερώνυμος πίστευε επίσης, ότι ο Εβίων ήταν διάδοχος του Κήρινθου. Τον τοποθετεί χρονικά σε εποχή που ο απόστολος Ιωάννης ήταν ακόμη ζωντανός[12]. Στο De viris illustribus θεωρεί ότι ο απόστολος Ιωάννης έγραψε το Ευαγγέλιο, ως απάντηση στους αιρετικούς, τον Κήρινθο και κυρίως τους Εβιωναίους, διότι αυτοί ισχυρίζονταν ότι ο Χριστός δεν ήταν προγενέστερος της Παρθένου.
«Ἰωάννης ὅν ὁ Ἰησοῦς πάνυ ἠγάπησεν, υἱός Ζεβεδαίου, ἀδελφός Ἰακώβου τοῦ ὑπό Ἠρώδου μετά τό πάθος τοῦ Κυρίου ἀποκεφαλισθέντος, ἔσχατος πάντων ἔγραψεν εὐαγγέλιον παρακληθείς παρά τῶν τῆς Άσίας Έπισκόπων, καί κατά Κηρίνθου καί ἄλλων αἱρετικῶν, καί μάλιστα τηνικαῦτα τοῦ τῶν Ἐβιωνιτῶν δόγματος ἀνακύψαντος, τῶν φασκόντων τόν Χριστόν προς Μαρίας μή γεγενῆσθαι.» (De viris illustribus 9)
Σε άλλο έργο του γράφει ότι ο Εβίων είχε κάνει δικιά του μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης[13]. Διασώζει μία μοναδική πληροφορία για το βάπτισμα του Εβίωνα[14].
Ο Φιλάστριος δέχεται επίσης την ύπαρξη του Εβίωνα, και τον θεωρεί διάδοχο του Κήρινθου[15]. Η καταγραφή του έχει ειδική σημασία διότι μαζί με την καταγραφή του Επιφανίου, παραπέμπει την πληροφορία στην κοινή πηγή τους που θεωρείται το χαμένο Σύνταγμα του Ιππολύτου. Αυτό στην ουσία, ανάγει την μεταγενέστερη καταγραφή σε πρώιμους συγγραφείς.
Πραγματικά η αναφορά του Ιππολύτου στον Εβίωνα είναι έμμεση:
«Θεόδοτος δέ τις ὤν Βυζάντιος εἰσήγαγεν αἵρεσιν καινήν, φάσκων τά περί μέν τῆς τοῦ παντός αρχῆς σύμφωνα ἐκ μέρους τοῖς τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας, ὑπό τοῦ θεοῦ πάντα ὁμολογῶν γεγονέναι, τόν δέ Χριστόν ἐκ τῆς τῶν γνωστικῶν Κηρίνθου καί Ἐβίωνος σχολής ἀποσπάσας φάσκει τοιοῦτῳ τινί τρόπῳ πεφηνέναι[16].»
Γενικά, δεν γίνεται αποδεκτό ότι υπήρξε Εβίωνας.
4.2.2β Διδασκαλία
Ήδη αναφέρθηκαν δύο σημεία της διδασκαλίας των Εβιωναίων. Το πρώτο αφορά την άρνηση τους να δεχθούν την εκ Παρθένου γέννηση του Χριστού. Καταγράφεται από τον Ωριγένη[17], τον Ευσέβιο Καισαρείας[18] και έμμεσα από τον Ιππόλυτο[19]. Ο άγιος καταλογίζει άρνηση της εκ Παρθένου γεννήσεως του Κυρίου στον Θεόδοτο, για τον οποίον είχε ήδη πει ότι ακολουθεί τα δόγματα των Εβιωναίων.
Ο άγιος Επιφάνιος αποδίδει την διδασκαλία αυτή στον Εβίωνα:
«Οὗτος γάρ ὁ Ἐβίων σύγχρονος μέν τούτων ὑπῆρχεν, ἀπ’ αὐτῶν δέ σύν αὐτοῖς <ὤν> ὁρμᾶται. τά πρῶτα δέ ἐκ παρατριβῆς καί σπέρματος ἀνδρός, τουτέστιν τοῦ Ιωσήφ, τόν Χριστόν γεγεννῆσαι ἔλεγεν[20]˙»
Συνεχίζοντας, όμως, αναφέρει ότι σταδιακά οι Εβιωνίτες δέχτηκαν επιρροές από τον Ηλξαίον, για τον οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω:
«ἐκ χρόνου δέ τινος καί δεῦρο οἱ αὐτοῦ, ὡς εἰς ἀσύστατον καί αμήχανον τρέψαντες τόν ἴδιον νουν ἄλλοι ἄλλως παρ’ αὐτοῖς περί Χριστοῦ διηγοῦνται˙ τάχα δέ οἶμαι ἀπό τοῦ συναφθῆναι αὐτοῖς Hλξαίον τόν ψευδοπροφήτην τόν παρά τοῖς Σαμψηνοῖς και Ὀσσηνοῖς καί Ἐλκεσαίοις καλουμένοις,…[21]»
Για τις χριστολογικές πεποιθήσεις των Εβιωνιτών, ζήτημα εγείρεται στο κατά πόσο αυτές ακολουθούσαν ή όχι, τις διδασκαλίες του Κήρινθου και του Καρποκράτη. Ο άγιος Ειρηναίος γράφει ότι δεν ταίριαζαν (non similiter[22]) οι απόψεις τους. Και ακολουθεί σιωπή, ενώ θα έπρεπε να συζητήσει τουλάχιστον τις διαφορές. Φέρεται δηλαδή σαν να έγραψε ότι ταιριάζουν.
Στην συνέχεια, ο άγιος Ιππόλυτος, ενώ ακολουθεί τον άγιο Ειρηναίο, γράφει ότι οι απόψεις τους στο θέμα ταιριάζουν:
«Ἐβιωναῖοι δέ ὁμολογοῦσι <μεν> τόν κόσμον ὑπό τοῦ ὄντως θεοῦ γεγονέναι, τά δέ περί τόν Χριστόν ὁμοίως τῷ Κηρίνθῳ καί Καρποκράτει μυθεύουσιν[23]».
Αυτή η αντίφαση υποχρεώνει ν’ απορρίψουμε την λέξη “non” από το κείμενο του αγίου Ειρηναίου, ως εμβόλιμη. Υπάρχουν και αυτοί που υποστηρίζουν, ότι ο Ειρηναίος δεν αναφέρεται στις απόψεις των Εβιωναίων για τον Χριστό, αλλά για τον Ιησού, τον οποίον θεωρούσαν υιό του Ιωσήφ, οπότε πρέπει να διατηρηθεί η γραφή. Αλλά μια τέτοια διάκριση δεν μπορεί να υπήρξε ούτε στο γραπτό του αγίου, ούτε στο μυαλό του. Αν έπρεπε να αναφερθεί σ’ αυτήν θα το έκανε με ξεκάθαρο τρόπο και δηλώνοντας την αντίθεσή του, ως συνήθως. Εξάλλου δεν είναι ίδιον ενός αντιαιρετικού συγγραφέα ν’ αφήνει ασάφειες. Δηλαδή, δεν έγραψε το κείμενο ένας Εβιωναίος, ώστε ν’ αναρωτιόμαστε, τι θεωρεί δεδομένο και τι όχι, και πώς να το εκλάβουμε. Το έγραψε Ορθόδοξος άγιος, που όταν γράφει “Dominum”, εννοεί τον θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Άρα η δεύτερη ερμηνεία είναι απίθανη.
Στον άγιο Επιφάνιο βρίσκουμε πιο αναλυτικά τις χριστολογικές δοξασίες των Εβιωναίων. Γι’ αυτούς ο Ιησούς ήταν υιός του Ιωσήφ και της Μαρίας. Γεννήθηκε με φυσικό τρόπο και όχι εκ Παρθένου[24]. Μερικοί πάλι, δέχονταν ότι ο Αδάμ ήταν ο Χριστός. Πλάσθηκε μεν Αδάμ, εισήλθε όμως μέσα του ο Χριστός με το εμφύσημα του Θεού[25]. Είναι δηλαδή ο Χριστός κτίσμα του Θεού και όχι Θεός. Πρόκειται για δοξασία που δανείσθηκαν από τους Ελκεσαΐτες[26]. Άλλοι Εβιωναίοι θεωρούσαν τον Χριστό ως το πρώτο κτίσμα. Ήταν ο Κύριος των αγγέλων, ένας των αρχαγγέλων[27] και χρησιμοποιούσε το σώμα του Αδάμ για να εμφανίζεται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη.
Δέχονταν ως ψιλό άνθρωπο τον Ιησού, στον οποίο εισήλθε ο Ιησούς με την μορφή περιστεράς κατά την Βάπτισή του[28]. Σε άλλο σημείο προσθέτουν ότι ο Ιησούς, αν και κτίσμα, ονομάσθηκε υιός του Θεού κατ’ εκλογήν[29]. Και μάλιστα επιλέχθηκε λόγω της αρετής του βίου του[30].
Με το να παρουσιάζουν, όμως, τον Χριστό ως κτίσμα και αρχάγγελο, τον εξομοίωναν με τον διάβολο. Για τον δεύτερο μάλιστα έλεγαν ότι είναι άρχων του παρόντος αιώνος, ενώ ο Χριστός του μέλλοντος. Και αυτό έγινε ύστερα από συμφωνία και αίτηση ααμφοτέρων[31].
Δεύτερο σημείο της διδασκαλίας τους, που αναφέρθηκε και παραπάνω αφορά την τήρηση του Νόμου. Ο άγιος Ιππόλυτος καταγράφει:
«ἔθεσιν Ἰουδαϊκοῖς ζῶσι, κατά νόμον φάσκοντες δικαιοῦσθαι καί τόν Ἰησοῦν λέγοντες δεδικαιῶσθαι ποιήσαντα τόν νόμον˙ διό καί Χριστόν αὐτόν τοῦ θεοῦ ὠνομάσθαι καί Ἰησοῦν, ἐπει μηδείς τῶν <ἑτέρων> ἐτέλεσε τόν νόμον˙ εἰ γάρ καί ἕτερός τις πεποιήκει τά ἐν νόμῳ προστεταγμένα, ἦν ἄν ἐκεῖνος ὁ Χριστός».
Έμμεσα έτσι παραδέχονταν ότι δεν ήταν δυνατή η τήρηση όλου του Νόμου. Θα δούμε παρακάτω ποιες διατάξεις τηρούσαν. Απόρροια της παραπάνω πεποιθήσεως ήταν η αντιπάθειά τους προς τον απόστολο Παύλο. ο άγιος Ειρηναίος αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο από το τρίτο βιβλίο του έργου του, καταδεικνύοντας το άτοπο και απαράδεκτο της απόρριψης του αποστόλου Παύλου[32].
Ο Ευσέβιος κάνει τον διαχωρισμό ανάμεσα στους Ναζωραίους (τους αποκαλεί επίσης Εβιωναίους) και στους Εβιωναίους. Και οι δυο ομάδες δέχονταν την τήρηση του Νόμου. Για τους δεύτερους αναφέρει:
«τῇ τῶν προτέρων περιετρέποντο δυσσεβείᾳ, μάλιστα ὅτε καί τήν σωματικήν περί τόν νόμον λατρείαν ὁμοίως ἐκείνοις περιέπειν εσπούδαζον. Οὗτοι δέ τοῦ μέν Αποστόλου πάμπαν τάς ἐπιστολάς ἀρνητέας ἡγοῦντο εἶναι δεῖν, αποστάτην αποκαλοῦντες αὐτόν τοῦ νόμου[33],» Στον άγιο Επιφάνιο είναι καταγεγραμένη μια ιστορία που διέδιδαν οι Εβιωναίοι, ότι τάχα ο απόστολος Παύλος ήταν Έλληνας:
«εἶτα φάσκουσιν αὐτόν εἶναι ἕλληνα καί ἑλληνίδος μητρός καί ἕλληνος πατρός παῖδα, ἀναβεβηκέναι δέ είς τά ἱεροσόλυμα καί χρόνον ἐκεῖ μεμενηκέναι, ἐπιτεθυμηκέναι δέ θυγατέρα τοῦ ἱερέως προς γάμον ἀγαγέσθαι καί τούτου ἕνεκα προσύλητον γενέσθαι καί περιτμηθῆναι. καί μηκέτι λαβόντα τήν τοιαύτην κόρην ὠργίσθαι καί κατά περιτομῆς γεγραφέναι καί κατά σαββάτου νομοθεσίας[34].»
Με τέτοια παραμύθια συκοφαντούσαν τον Απόστολο, διότι επέμεναν εγωιστικά στην τήρηση του νόμου, ενώ η Εκκλησία είχε απαλλάξει τους πιστούς από αυτήν.
4.2.2γ Έθιμα
Παρακάτω αναφέρει περιληπτικά τα έθιμά τους:
«καί τό μέν Σάββατον καί τήν ἄλλην ἰουδαϊκήν ἀγωγήν ὁμοίως ἐκείνοις παρεφύλαττον, ταῖς δέ αὖ Κυριακαῖς ἡμέραις ἡμῖν τά παραπλήσια είς μνήμην τῆς σωτηρίου ἀναστάσεως ἐπετέλουν[35].»
Ο άγιος Επιφάνιος τονίζει ότι η τήρηση του Νόμου από τους Εβιωνίτες έμοιαζε περισσότερο με εκείνη των Σαμαρειτών, παρά των Ιουδαίων[36]. Τηρούσαν τον σαββατισμό, και την περιτομή. Τηρούσαν συχνούς βαπτισμούς, ειδικά ύστερα επαφή με ξένους ή συνεύρεση με γυναίκες. Αν πάλι καθώς ανέρχονταν από το βάπτισμα, συναντούσαν κάποιον, έπρεπε πάλι να ανατρέξουν στο βάπτισμα[37]. Διέδιδαν μάλιστα, ψευδώς ότι ο απόστολος Πέτρος βαπτίζονταν καθημερινά, χάριν αγνισμού[38]. Ενώ πρώτα αποδέχονταν την παρθενία, χάριν του Ιακώβου του Αδελφοθέου, στην συνέχεια απέρριψαν αυτήν μαζί με την εγκράτεια, όπως και άλλες γνωστικές ομάδες[39]. Απέφευγαν την κρωφαγία, διότι έλεγαν ότι το κρέας προέρχεται από την επιμιξία των σωμάτων[40].
Το σημείο στο σημείο αποστασιοποιούνταν από τον ιουδαϊκό νόμο, αφορούσε τις θυσίες. Οι Εβιωναίοι απέρριπταν τις θυσίες που ζητούσε ο Νόμος σε διάφορες περιστάσεις. Στο ευαγγέλιο τους ανέφεραν ότι ο Χριστός ήρθε για να καταργήσει τις θυσίες, και αν δεν έπαυαν να θυσιάζουν δεν θα σταματούσε η τιμωρία τους[41]. Συνάμα δεν αναγνώριζαν κανέναν άλλο προφήτη μετά τον Μωυσή, παρά μόνο τον Χριστό.
Ανάγκαζαν ους νέους να παντρεύονται νωρίς, με προτροπή των δασκάλων τους. Επέτρεπαν το διαζύγιο και καθένας μπορούσε να συνάψει μέχρι επτά γάμους. Οι γάμοι γίνονταν στις δικές τους εκκλησίες, τις αποκαλούμενες συναγωγές, τις οποίες επάνδρωναν με πρεσβύτερους και αρχισυναγώγους[42]. Τελούσαν ευχαριστία με άρτο και ύδωρ, διότι απέφευγαν τον οίνο (υδροπαραστάτες).
4.2.2δ Συγγράμματα
Ο άγιος Ειρηναίος[43] αναφέρει ότι οι Εβιονίτες χρησιμοποιούσαν το Κατά Ματθαίον αποκλειστικά. Ο Ευσέβιος Καισαρείας[44], από την πλευρά του, πληροφορεί ότι χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά το Καθ’ Εβραίους. Ο άγιος Επιφάνιος εξηγεί ότι δέχονταν μεν το Κατά Ματθαίον, αλλά με κείμενο στην εβραική γλώσσα, και όχι ολόκληρο, αλλά κάποια τμήματα:
«καί δέχονται μέν καί αυτοί τό κατά Ματθαίον ευαγγέλιον. … καλοῦσι δέ αὐτό κατά Ἑβραίους, ὡς τά ἀληθῆ ἔστιν εἰπεῖν, ὅτι Ματθαῖος μόνος Ἑβραϊστί καί Ἑβραϊκοῖς γράμμασιν ἐν τῇ καινῇ διαθήκῃ ἐποιήσατο τήν τοῦ εύαγγελίου ἔκθεσίν τε καί κήρυγμα[45].»
Όπως οι Καρποκρατιανοί και ο Κήρινθος απέκοπταν την αρχή του Ευαγγελίου, που αναφέρεται στην γενεαλογία και την γέννηση του Ιησού, και ξεκινούσαν το κείμενο απ’ ευθείας από της Βαπτίσεως[46]. Η πιθανότητα να χρησιμοποιούσαν και το Κατά Ιωάννην μεταφρασμένο στα εβραϊκά[47] είναι μηδαμινή, διότι το συγκεκριμένο διδάσκει ακριβώς τα αντίθετα, απ’ ότι οι Εβιωνίτες.
Χρησιμοποιούσαν ένα έργο που του απέδιδαν το πλαστό όνομα Περίοδοι Πέτρου και το απέδιδαν στον άγιο Κλήμη Ρώμης:
«Χρῶνται δέ καί ἄλλαις βίβλοις, δῆθεν ταῖς Περιόδοις καλούμεναις Πέτρου ταῖς διά Κλήμεντος γραφείσαις, νοθεύσαντες μέν τά ἐν αὐταῖς, ὀλίγα δέ ἀληθινά ἐάσαντες, ὡς αὐτός Κλήμης αὐτούς κατά πάντα ἐλέγχει ἀφ’ ὧν ἔγραψεν ἐπιστολῶν ἐγκυκλίων τῶν ἐν ταῖς ἁγίαις ἐκκλησίαις αναγινωσκομένων, ὅτι ἄλλον ἔχει χαρακτήρα ἡ αὐτοῦ πίστις καί ὁ λόγος παρά τα ὑπό τούτων εἰς ὄνομα αὐτοῦ ἐν ταῖς Περιόδοις νενοθευμένα[48].»
Το έργο αυτό ανήκει στον κύκλο των Κλημεντείων, πλαστών έργων που χρησιμοποιούσαν το όνομα του Κλήμη Ρώμης για να διαδώσουν αιρετικές διδασκαλίες. Ο Ωριγένης το είχε υπόψη του σε κάποια αρχική μορφή[49], ενώ ο Επιφάνιος το γνώρισε ολοκληρωμένο. Άλλοι μελετητές θεωρούν ότι αναφέρεται στο Επιδήμια Κηρύγματα Πέτρου, αλλά το πιθανότερο είναι να πρόκειται για ξεχωριστό έργο.
Χρησιμοποιούσαν επίσης έργο με την ονομασία Πράξεις Αποστόλων, όπως επίσης και κάποιο που ονομαζόταν Αναβαθμοί Ιακώβου[50]. Στο δεύτερο δίνονταν προτεραιότητα στην προσωπικότητα του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, έναντι της του Παύλου. Υποτίθεται, ότι ο άγιος Ιάκωβος ήταν υπέρ της τήρησης του νόμου, και στο έργο του ερμήνευε την αλληγορική σημασία του ναού, των θυσιών και άλλα συμβολικά της ιουδαϊκής λατρείας. Κάποια απόκρυφα κείμενα που βρέθηκαν στην βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου, φέροντα το όνομα του Ιακώβου, ενδέχεται να προέρχονται από αυτή τη σέκτα.
4.2.3 Κήρινθος
Ο Κήρινθος είναι από τους πρώτους αιρεσιάρχες, οι οποίοι αναφέρονται ήδη από την αποστολική εποχή. Από τον άγιο Ειρηναίο είναι γνωστό επεισόδιο στην Έφεσο, όπου ο απόστολος Ιωάννης εισερχόμενος σε βαλανείο με τον Πολύκαρπο, αντίκρισε τον Κήρινθο και εξήλθε αμέσως λέγοντας: «φύγωμεν μή καί τό βαλανεῖον συμπέσῃ ἔνδον όντως Κηρίνθο, τοῦ τῆς ἀληθείας ἐχθροῦ[51]». Το περιστατικό αναπαράγει ο Ευσέβιος Καισαρίας[52]. Ο Οικουμένιος θεωρεί ότι η Α’ επιστολή του Ιωάννου αναφέρεται σ’ αυτόν[53].
Χαρακτηρίζεται ως ζηλωτής Εβιωναίος. Η διδασκαλία του αναμιγνύει τα ιουδαϊκά στοιχεία με τα χριστιανικά κατά τον τρόπο των Εβιωναίων. Εκτός αυτών προσθέτει και γνωστικά στοιχεία, τα οποία φαίνεται ότι παρέλαβε από την Αίγυπτο, όπου σπούδασε, και μάλιστα από την ομάδα που αργότερα γαλούχησε και τον Καρποκράτη[54]. Γι’ αυτό και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς θεωρούν ότι οι Καρποκράτης, Κήρινθος και Εβίωνας κήρυτταν τα ίδια, ειδικά σε χριστολογικά θέματα.
4.2.3α Διδασκαλία
Πρώτη καταγραφή της διδασκαλίας του Κηρίνθου έχουμε από τον άγιο Ειρηναίο. Στη λατινική μετάφραση του έργου του, τον αναφέρει ως άνθρωπο από την Ασία[55]. Στο απόσπασμα που διασώζει ο Ιππόλυτος, τον αναφέρει ως άνθρωπο που μορφώθηκε από τη σοφία των Αιγυπτίων[56].
Ο Κήρινθος κήρυττε ότι ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από τον ύψιστο θεό, αλλά από μια άλλη αρχή διαφορετική της πρώτης[57], απόμακρη, εξωκοσμική και άγνωστη.
«Κήρινθος δέ τις, αὐτός Αἰγυπτίων παιδείᾳ ασκηθείς, ἔλεγεν οὐχ ὑπό τοῦ πρώτου <θεοῦ> γεγονέναι τόν κόσμον, ἀλλ’ ὑπό δυνάμεώς τινος κεχωρισμένης τῆς ὑπέρ τά ὅλα ἐξουσίας καί αγνοούσης τόν ὑπέρ πάντα θεόν[58]».
Παρακάτω ο άγιος Επιφάνιος αναφέρει, ότι ο Κήρινθος θεωρεί την δύναμη αυτή αγγελική:
«οὐχ ὑπό θεοῦ τόν κόσμον γεγονέναι ηθέλησεν, ἀλλ’ ὑπό δυνάμεώς τινος ἀγγελικῆς, πολύ κεχωρισμένης καί διεστώσης τῆς ὑπέρ τά ὅλα αὐθεντίας καί αγνοούσης τόν ὑπέρ πάντα θεόν.» (Χ 21.1)
Στα ιουδαιογενή συστήματα, είναι συχνά δυσδιάκριτη η γνωστική απόχρωση της διδασκαλίας τους. Στην περίπτωση του Κηρίνθου, ο γνωστικός χαρακτήρας κρύβεται σε αυτή την δοξασία, γι’ αυτό και την αναφέρουν μετά τις σπουδές του στην Αίγυπτο.
Ο Ψευδο-Τερτυλλιανός επαναλαμβάνει την ίδια ιστορία, είναι δε θετικότερος στο ότι για τον Κήρινθο ο κόσμος φτιάχτηκε από τους αγγέλους[59]. Στον ίδιο επίσης υπάρχει μοναδική πληροφορία, ότι κατά Κήρινθο και ο νόμος δόθηκε από τους αγγέλους, καθώς και ότι ο θεός των Ιουδαίων ήταν άγγελος[60].
Η χριστολογία του, όπως μαρτυρήθηκε ανωτέρω, συμφωνούσε με αυτή των Εβιωνιτών. Γι’ αυτόν ο Ιησούς ήταν απλός άνθρωπος, γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας. Ξεχώριζε για την δικαιοσύνη του, τη σωφροσύνη του και την σοφία του, γι’ αυτό και ο Χριστός κατήλθε σε αυτόν μετά την Βάπτιση με την μορφή περιστεράς σταλμένης από τον ύψιστο. Κήρυξε τον ύψιστο θεό κι έκανε θαύματα. Πριν την σταύρωση τον εγκατέλειψε. Ο Ιησούς πέθανε και αναστήθηκε, ενώ ο Χριστός έμεινε απαθής[61]. Ο άγιος Ιππόλυτος αντιγράφει τον άγιο Ειρηναίο κατά λέξη, σε ότι αφορά τον Κήρινθο[62].
Ο άγιος Επιφάνιος αναφέρει για πρώτη φορά «Κηρινθιανούς[63]» και επιβεβαιώνει την πληροφορία του Ευσεβίου Καισαρείας, ότι ο Κήρινθος ήταν αρχηγός σέκτας[64]. Συμπληρώνει, ότι ο Κήρινθος συμφωνούσε με τον Καρποκράτη στις κακοδοξίες του. Επιβεβαιώνει ότι ο Κήρινθος διαχώριζε τον Ιησού από τον Χριστό[65], και ότι επέμενε στην τήρηση του νόμου, όχι όλου, αλλά μέρους αυτού[66]. Για την τήρηση του νόμου γράφει τονίζοντας το παράδοξο της διδασκαλίας του Κηρίνθου:
«Ἐκπέπτωκε δέ καί οὗτος, ὡς ὁρᾶτε πάντες οἱ τῆς ἀληθείας ἐρασταί. φάσκει γάρ τόν τόν νόμον δεδωκότα οὐκ ἀγαθόν, οὗ τῷ νόμῳ πείθεσθαι δοκεῖ, δῆλον δέ ὅτι ὡς ἀγαθῷ. πῶς οὖν ὁ πονηρός τόν ἀγαθόν νόμον δέδωκεν; εἰ γάρ καλόν τό μή μοιχεύειν καί καλόν τό μή φονεύειν, πόςῳ γε μᾶλλον ὁ ἐντειλάμενος βελτίων εἴη, ἐάν γε ὁ μή πράξας ἀγαθός ὁμολογῆται˙ πῶς δέ κατηγορηθήσεται κακά πράττων ὁ τό ἀγαθόν συμβουλεύων καί ἀγαθόν διδούς νόμον; ἀλλά μανιώδης ὁ ἀνήρ τοιούτοις εγχειρών».
Ο Επιφάνιος αναγνωρίζει ως ένα των «ψευδαποστόλων», που αναφέρονται στο Β’Κορ. 11.13, τον Κήρινθο[67]. Ενδεχομένως, έχει υπόψη του τις Διαταγαί Αποστόλων:
«Ἡνίκα δέ ἐξήλθομεν ἐν τοῖς ἔθνεσιν κηρύσσειν εἰς τόν κόσμον τόν λόγον τῆς ζωῆς, τότε ἐνήργησεν ὁ διάβολος εἰς τόν λαόν, ἀποστεῖλαι ὀπίσω ἡμῶν ψευδαποστόλους εἰς βεβήλωσιν τοῦ λόγου˙ καί προεβάλοντο Κλεόβιον τινα καί παρέζευξαν τῷ Σίμωνι, οὖτοι δέ μαθητεύουσι Δοσιθέῳ τινί, ὅν καί παρευδοκιμήσαντες ἐξώσαντο τῆς ἀρχῆς˙ εἶτα καί ἕτεροι ἑτέρων κατῆρξαν ἐκτόπων δογμάτων, Κήρινθος…[68]»
Για τον λόγο αυτό τον ονομάζει «ψευδαπόστολο[69]» και τον εμπλέκει σε κάποια περιστατικά που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη. Τον θεωρεί υπεύθυνο για την ταραχή που έγινε στα Ιεροσόλυμα εναντίον του αποστόλου Παύλου:
«Ἀλλά ταῦτα μέν τότε ἐπραγματεύθη κινηθέντα ὑπό τοῦ προειρημένου ψευδαποστόλου Κηρίνθου, ὠς καί ἀλλοτε στάσιν αὐτός τε καί οἱ μετ’αὐτοῦ εἰργάσαντο ἐν αὐτῇ τῇ ἱερουσαλήμ, ὁπηνίκα Παῦλος ἀνῆλθε μετά Τίτου καί ὡς οὗτος ἔφη ὅτι “ἄνδρας ἀκροβύστους εἰσήνεγκε μεθ’ ἑαυτοῦ”, ἤδη περί Τίτου λέγων, “καί κεκοίνωκε (φησί) τόν ἅγιον τόπον”[70]. διό καί Παύλος λέγει “ἀλλ’ οὐδέ Τίτος, ὁ σύν ἐμοί, ἕλλην ὤν, ἠναγκάσθη περιτμηθῆναι˙ διά δέ τους παρεισάκτους ψευδαδελφούς, οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τήν ἐλευθερίαν ἡμῶν ἥν ἔχομεν ἐν Χριστῷ, οἷς οὐδέ προς ὥραν εἴξαμεν τῇ ὑποταγῇ[71]”».
Τον Κήρινθο και τους περί αυτόν, επίσης, αναγνωρίζει στο περιστατικό που περιγράφεται στις Πραξεις 15.24, και προς τους οποίους απευθύνεται η επιστολή των Αποστόλων[72]:
«οὗτος δέ ἐστιν ἀγαπητοί, εἷς τῶν ἐπί τῶν ἀποστόλων τήν ταραχήν ἐργασαμένων, ὅτε οἱ περί Ἰάκωβον γεγράφασιν εἰς τήν Ἀντιόχειαν ἐπιστολήν,…[73]»
Επίσης, τον θεωρεί αναμεμιγμένο στην διαμαρτυρία κατά του αποστόλου Πέτρου, που αναφέρεται στις Πράξεις 11.2[74]:
«καί οὗτος εἷς έστι τῶν ἀντιστάντων Πέτρῳ, ἐπειδή εἰσῆλθε προς Κορνήλιον τόν ἅγιον[75]».
Όλα τα παραπάνω δεν αφήνουν αμφιβολία, για το αν ο Κήρινθος κήρυττε την τήρηση του νόμου, έστω και αν αρχικά η έκφραση του αγίου Επιφανίου αφήνει περιθώρια για διαφορετική ερμηνεία.
Παρακάτω πάλι αναφέρει ότι ο Κήρινθος δεν πίστευε στην ανάσταση του Χριστού:
«Οὗτος δέ Κήρινθος ἀνόητος καί ἀνοήτων διδάσκαλος φάσκει πάλιν τολμήσας Χριστόν πεπονθέναι καί ἐσταυρῶσθαι, μήπω δέ ἐγηγέρθαι, μέλλειν δέ ἀνίστασθαι ὅταν ἠ καθόλου γένηται τῶν νεκρῶν ἀνάστασις[76]».
Φαινομενικά, παρουσιάζεται αντίφαση με το προηγούμενο εδάφιο (28.1.7), όπου είπε ότι ο Κήρινθος πίστευε ότι ο Ιησούς αναστήθηκε. Αλλά στην δεύτερη περίπτωση, δεν γίνεται διάκριση μεταξύ Ιησού και Χριστού, όπως στην πρώτη. Αυτό είναι πιθανό να σημαίνει ότι το κήρυγμα του Κήρινθου δεν ήταν στατικό, αλλά μεταβλήθηκε συν τω χρόνω. Η δεύτερη πληροφορία ενδέχεται να συνδέεται με τις χιλιαστικές απόψεις που εξέφρασε ο Κήρινθος αργότερα.
Για τις χιλιαστικές απόψεις του Κηρίνθου πληροφορούμαστε εξαρχής από ένα απόσπασμα του Γαΐου, που διασώζει ο Ευσέβιος Καισαρείας στην Εκκλησιαστική Ιστορία:
«Ἀλλά καί Κήρινθος ὁ δι’ ἀποκαλύψεων ὡς ὑπό ἀποστόλου μεγάλου γεγραμμένων τερατολογίας ἡμῖν ὠς δι’ ἀγγέλων αὐτῷ δεδειγμένας ψευδόμενος ἐπεισάγει, λέγων μετά τήν ἀνάστασιν ἐπίγειον εἶναι τό βασίλειον τοῦ Χριστοῦ καί πάλιν ἐπιθυμίαις καί ἡδοναῖς ἐν ἱερουσαλήμ τήν σάρκα πολιτευομένην δουλεύειν. Καί ἐχθρός ὑπάρχων τα[ς Γραφαῖς τοῦ Θεοῦ, ἀριθμόν χιλιονταετείας ἐν γάμῳ ἑορτῆς, θέλων πλανᾶν, λέγει γίνεσθαι[77]».
Το παραπάνω απόσπασμα οδήγησε σε μια μεγάλη παρεξήγηση. Ο Διονύσιος bar-Salibi (1171) αναφέρει ότι ο Ιππόλυτος αντέκρουσε με έργο του, την άποψη του Γαΐου, ότι η Αποκάλυψη του Ιωάννου είναι έργο του Κηρίνθου[78].
Για τον Γάιο μαθαίνουμε πάλι από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου:
«οὐδέ δέ ἧττον καί ἐκκλησιαστικός ἀνήρ, Γάϊος ὄνομα, κατά Ζεφυρῖνον Ῥωμαίων γεγονώς ἐπίσκοπον˙ ὅς δή Πρόκλῳ τῆς κατά Φρύγας προϊσταμένῳ γνώμης ἐγγράφως διαλεχθείς, αὐτά δή ταῦτα περί τῶν τόπων, ἔνθα τῶν εἰρημένων ἀποστόλων τά ἱερά σκηνώματα κατατέθειται φησίν[79]».
Το απόσπασμα που παρέθεσε παραπάνω ο Ευσέβιος είναι από το έργο του Γαΐου κατά του Πρόκλου, του αρχηγού των Μοντανιστών, με όνομα Διάλογος προς Πρόκλον[80]. Αλλά στο απόσπασμα αυτό το σημείο «ὡς ὑπό ἀποστόλου μεγάλου γεγραμμένων» δεν συνεπάγεται ότι ο Κήρινθος είναι ο πραγματικός συγγραφέας της Αποκάλυψης, ούτε ότι ο Γάιος ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Το περισσότερο πιθανό είναι να χρησιμοποιούσε την Αποκάλυψη για να διαδίδει της δικές του κακοδοξίες, σαν να γράφτηκαν (οι δικές το κακοδοξίες και όχι η Αποκάλυψη) υπό αποστόλου μεγάλου.
Δεν γνωρίζουμε αν ο άγιος Ιππόλυτος παρερμήνευσε έτσι το σημείο αυτό. Γνωρίζουμε ότι έγραψε έργο κατά του Γάιου, με τίτλο Κεφάλαια κατά Γαΐου[81], το οποίο, όμως, δεν σώθηκε. Μένει λοιπόν, μόνο η μαρτυρία του Διονυσίου bar-Salibi. Όπως και να χει η μαρτυρία αυτή αρκεί για να φανεί ότι ο Ιππόλυτος γνώριζε τις χιλιαστικές διδασκαλίες του Κηρίνθου. Αυτές δεν μπορεί να διατυπώθηκαν πριν την συγγραφή της Αποκάλυψης, αυτό τουλάχιστον βγαίνει από την όλη εξέταση.
Συνεπώς, παρατηρείται μια εξέλιξη στη διδασκαλία του Κηρίνου, ικανή να ερμηνεύσει την φαινομενική διάσταση απόψεων στο θέμα της αναστάσεως του Χριστού.
Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας, δια του σωζόμενου στον Ευσέβιο αποσπάσματος, ερμηνεύει τις χιλιαστικές απόψεις του Κηρίνθου, ως αποτέλεσμα της φιληδονίας του[82].
Έχοντας κανείς υπόψη τα παραπάνω, και τη σύνδεση των σύγχρονων χιλιαστικών κινημάτων, όπως των Μαρτύρων του Ιεχωβά, με τις ιουδαϊκές-γνωστικές ρίζες τους, μπορεί να εντοπίσει την προέλευση και να κατανοήσει την διαμόρφωση των αιρετικών διδασκαλιών τους. Τέλος ο Φιλάστριος προσθέτει στα παραπάνω, ότι ο Κήρινθος τιμούσε τον Ιούδα και βλασφημούσε τους μάρτυρες:
«Apostolum Paulum beatum non accipit, Iudam traditorem honorat, et evangelium secundum Matheum solum accipit, tria evangelia spernit, Actus Apostolorum abicit, beatos martyres blaspemat[83]».
4.2.3β Συγγράμματα
Ο άγιος Επιφάνιος επιβεβαιώνει την πληροφορία του αγίου Ειρηναίου[84], ότι οι οπαδοί του Κήρινθου χρησιμοποιούσαν το ίδιο ευαγγέλιο με τους Εβιωνίτες, δηλ. το Κατά Ματθαίον, με περικοπές και αλλοιώσεις, όπως περιγράψαμε παραπάνω:
«καί δέχονται μέν καί αὐτοί τό κατά Ματθαῖον ευαγγέλιον. τούτῳ γάρ καί αῦτοί, ὡς καί οἱ κατά Κήρινθον καί Μήρινθον χρῶνται μόνῳ[85]».
Αυτό ονόμαζαν καθ’ Εβραίους ευαγγέλιο. Παρακάτω προσθέτει ότι ο Κήρινθος και ο Καρποκράτης κρατούσαν την γενεαλογία του Χριστού, στο ευαγγέλιο, διότι αποδείκνυε ότι ο Ιησούς ήταν γιος του Ιωσήφ:
«ὁ μέν Κήρινθος καί Καρποκρᾶς, τῷ αυτῷ χρώμενοι δήθεν παρ’ αὐτοῖς εὐαγγελίῳ, άπό τῆς ἀρχῆς τοῦ κατά Ματθαῖον εὐγγελίου διά τῆς γενεαλογίας βούλονται παριστᾶν ἐκ σπέρματος Ιωσήφ καί Μαρίας εἶναι τόν Χριστόν[86]».
Αλλά το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο αποδείκνυε την πλάνη και των δυο:
«Ματθαίου μέν γαρ κεκηρυχότος τόν Χριστόν γεννηθέντα καί ἐκ πνεύματος ἁγίου συλληφθέντα, ἐκ σπέρματός <τε> Δαυίδ καί Ἀβράαμ κατά σάρκα οικονομηθέντα, πλάνη τις γεγένηται τοῖς μή νενοηκόσιν (οὐ τοῦ εὐαγγελίου αἰτίου ὄντος αὐτοῖς εἰς τό πλανηθῆναι, ἀλλά τῆς αὐτῶν διανοίας πεπλανημένης) τά εἰς παράστασιν τῆς περί τῶν αὐτῶν πληροφορίας ἀπό τοῦ εὐαγγελίου καλῇ ὑπονοίᾳ ἐπινενοημένα. ἔνθεν γάρ οἱ περί Κήρινθον καί Ἐβίωνα ψιλόν αὐτόν ἄνθρωπον κατέσχον καί Μήρινθον καί Κλεόβιον εἴτ’ οὖν Κλεόβουλον καί Κλαύδιον καί Δημᾶν καί Ἐρμογένην, τους ἀγαπήσαντας τόν ἐνταῦθα αἰῶνα καί καταλείψαντας τήν ὁδόν τῆς ἀληθείας[87]».
Επίσης για τον ευαγγελιστή Λουκά πιστεύει ο άγιος Επιφάνιος, πως όταν λέει: «Ἐπειδήπερ πολλοί ἀνατάξασθαι διήγησιν περί τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων καθώς...» (Λουκ 1.1), αναφέρεται στον Κήρινθο. Από αυτό συμπεραίνουν μερικοί, ότι επρόκειτο για διαφορετικό ευαγγέλιο από του Ματθαίου και το ονομάζουν Ευαγγέλιον Κηρίνθου. Αυτό θεωρούν ως προγενέστερη μορφή του Καθ’ Εβραίους. Ενδέχεται να βρήκε αυτό στην Αίγυπτο, κατά τους χρόνους των σπουδών του, και στη συνέχεια να το προσαρμοσε στις απόψεις του[88].
4.2.3γ Πρακτικές
Ως Ιουδαιο-χριστιανική σέκτα, η ομάδα του Κηρίνθου ακολουθούσε μερική τήρηση του νόμου[89]. Επέβαλε την περιτομή, τον σαββατισμό και κάποιας μορφής βάπτισμα, για το οποίο λίγα είναι γνωστά.
Ειδικά στη Γαλατία, όπου άκμασε η διδασκαλία του Κηρίνθου, αναφέρεται ότι αν κάποιος δεν προλάβαινε να βαπτιστεί πριν πεθάνει, μπορούσε να βαπτιστεί άλλος στο όνομά του. Όσοι έφευγαν αβάπτιστοι θα δικάζονταν μετά την ανάσταση των νεκρών και θα ήταν υποχείριοι της κοσμοποιού εξουσίας[90]. Ο άγιος Επιφάνιος λαμβάνει ως απάντηση στην δοξασία των οπαδών του Κηρίνθου, τα όσα έγραψε ο Απόστολος Παύλος στην Α’ Κορ. 15.29:
«Ἐπεί τί ποιήσουσιν οἱ βαπτιζόμενοι ὑπέρ τῶν νεκρῶν, εἰ ὅλως νεκροί οὐκ ἐγείρονται; τί καί βαπτίζονται ὑπέρ τῶν νεκρῶν; τί καί ἡμεῖς κινδυνεύομεν πᾶσαν ὥραν».
για να δείξει το ασυμβίβαστο της βάπτισης υπέρ των νεκρών, με την δοξασία της μη αναστάσεως. Και αντιδιαστέλλοντας την δοξασία περί μη αναστάσεως του Χριστού γράφει:
«τούτων δέ οἱ μέν τόν Χριστόν μηδέπω ἐγηγέρθαι κεκηρύχασιν, ἀνίστασθαι δέ μετά πάντων, οἱ δέ ὅτι ὅλως νεκροί οὐκ ἀναστήσονται. διό μέσος χωρήσας ὁ ἀπόστολος προς ἀμφοτέρους τούτους καί τάς λοιπάς αἱρέσεις ἐν τῇ μιᾷ ἐργασίᾳ τήν άνατροπήν πεποίηται ἐν τῇ περί νεκρῶν ἀναστάσει καί ἐν ταῖς μαρτυρίαις αἷς κατά λεπτότητα διεξιών τήν βεβαίαν σύστασιν ἐποιήσατο τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως καί σωτηρίας καί ἐλπίδος, φάσκων “δεῖ τό φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καί τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν[91]” καί πάλιν ὅτι “Χριστός ἐγήγερται ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων[92]” ἵνα τάς ἀμφοτέρας σχέσεις τῶν αἱρέσεων ἐλέγξας τό ἀμόλυντον τῆς διδασκαλίας κήρυγμα ἐξ ἀληθείας διδάξῃ τους βουλομένους εἰδέναι τήν τοῦ Θεοῦ ἀλήθειαν καί σωτηριώδη διδασκαλίαν[93]».
4.2.3δ Παρατηρήσεις
Το συνονθύλευμα των δοξασιών του Κηρίνθου δεν είναι και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σύστημα. Του λείπει η ομοιογένεια και η λογική παραγωγή εξελιγμένων ιδεών από κάποιες προηγούμενες. Δείχνει περισσότερο να παρακολουθεί το χριστιανικό κήρυγμα των αποστόλων, μόνο για να το αλλοιώσει.
Γι’ αυτό παρουσιάζει έντονες αντιφάσεις. Αφενός παρουσιάζει έντονο αντιυλιστικό δοκητισμό και αφετέρου υλιστικής μορφής χιλιαστική εσχατολογία. Δεν χρειάζεται να μπει κάποιος στον κόπο και να προσπαθήσει ν’ αποδείξει την ύπαρξη δύο ατόμων με το ίδιο όνομα. Πρόκειται, για το ίδιο άτομο, που διαμορφώνει μια καινούργια αίρεση εισάγοντας σε παλιούς ασκούς νέο κρασί.
Ο Κήρινθος αρχικά τάχθηκε με την μερίδα των Ιουδαιο-χριστιανών. Παρέσυρε ικανό αριθμό εξ αυτών σε μια αντι-αποστολική εκστρατεία, ώστε να τους αποκόψει από την Εκκλησία και την επίδραση των Αποστόλων. Για να περιχαρακώσει την σέκτα του εισήγαγε στοιχεία γνωστικής απόχρωσης. Δεν κατάφερε να συγκεράσει τα στοιχεία αυτά, ώστε αφομοιωμένα να συνθέσουν μια ομοιογένεια. Στην ουσία ο Κήρινθος μετέτρεψε τον ακραίο Ιουδαιο-χριστιανισμό σε γνωστικισμό.
4.2.4 Ελκεσαΐτες
Ο άγιος Ιππόλυτος αναφέρει, ότι την εποχή του πάπα Ρώμης Καλλίστου Α’ (217-222), εμφανίστηκε κάποιος Αλκιβιάδης στην πόλη των Ρωμαίων. Αυτός καταγόταν από την Απάμεια της Συρίας. Έφερε μαζί του ένα βιβλίο, το οποίο περιείχε παράδοξη διδασκαλία, Υποτίθεται, ότι ήταν γραμμένο από κάποιον Ηλξαίο (ή Ηλχασαΐ)[94]. Αυτός είχε παραλάβει την διδασκαλία, από τα χέρια ενός αγγέλου στην Παρθία, την εποχή του αυτοκράτορα Τραϊανού. Ο άγιος Ιππόλυτος βεβαιώνει ότι είδε με τα μάτια του αυτό το βιβλίο.
Η μορφή του αγγέλου, με μια αλλαγή μετρικού συστήματος, περιγράφεται ως εξής: είχε ύψος 144 χλμ., περιφέρεια ώμων 24 χλμ., ενώ τ’ αποτυπώματα των ποδιών του είχαν διαστάσεις 21 χλμ. μήκος, 6 χλμ. πλάτος και 3 χλμ. βάθος. Αυτός υποτίθεται ότι ήταν ο υιός του θεού. Συνοδεύονταν και από θηλυκό πλάσμα, ιδίων διαστάσεων, που υποτίθεται ότι ήταν το άγιο πνεύμα[95].
Δύο πιθανότητες υπάρχουν. Ή το βιβλίο γράφτηκε από τον ίδιο τον Αλκιβιάδη, ο οποίος το διέδωσε, ή υπήρξε πραγματικά κάποιος Ηλξαίος, Εβιωνίτης, ο οποίος τροποποίησε την διδασκαλία τους στα σημεία που θα δούμε παρακάτω. Η πρώτη περίπτωση είναι πιο ασφαλής.
Ο Ιππόλυτος αναφέρει ότι το βιβλίο παρέλαβε ο Ηλξαίος από τους Σήρες της Παρθίας[96]. Ενδέχεται να πρόκειται για τους Κινέζους. Οι Σήρες την εποχή αυτή αναφέρονται και στα Κλημέντεια[97]. Παραθέτοντας ο Ευσέβιος Καισαρείας από χαμένο έργο του Ωριγένη, αναφέρει ότι το βιβλίο έπεσε από τον ουρανό:
«Καί βίβλον τινά φέρουσιν, ἥν λέγουσιν ἐξ οὐρανοῦ πεπτωκέναι καί τόν ἀκηκοότα ἐκείνης καί πιστεύοντα ἄφεσιν λήψεσθαι τῶν ἁμαρτημάτων, ἄλλην ἄφεσιν παρ’ ἥν Χριστός Ἰησοῦς ἀφῆκεν[98]».
Πέραν των μυθολογικών στοιχείων, το πιθανότερο είναι ότι το βιβλίο ονομαζόταν “Βίβλος el hasai” που σημαίνει Βίβλος της Κρυμμένης Δυνάμεως, όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο από τον Ιππόλυτο[99]. Λόγω αδυναμίας μετάφρασης του el hasai, το εξέλαβαν ως το όνομα του συγγραφέα του βιβλίου.
Η παρουσίαση του Αλκιβιάδη από τον άγιο Ιππόλυτο, ίσως να μην είναι άσχετη με την διαμάχη μεταξύ Ιππόλυτου και Καλλίστου. Αιτία της διαμάχης ήταν η επιείκια του δευτέρου έναντι των βαρέων αμαρτημάτων, παρά την επικρατούσα τότε συνήθεια, τα τρία βαρύτερα, δηλαδή, αποστασία, φόνος, μοιχεία, ν’ ανατίθενται στην μεγαλοθυμία του Θεού.
Ακριβώς, εξαιτίας αυτής της διαμάχης, και του γεγονότος, ότι ο Αλκιβιάδης παρουσίαζε δια της διδασκαλίας του βιβλίου, έναν σκανδαλιστικό τρόπο συγχώρησης και των βαρύτερων αμαρτημάτων, ο άγιος Ιππόλυτος έγραψε:
«Ἀλκιβιάδης τις καλούμενος, … γοργότερον ἑαυτόν καί ευφυέστερον ἐν κυβείαις κρίνας τοῦ Καλλίστου, ἐπῆλθε τῇ Ῥώμῃ φέρον βίβλον τινα,…»
4.2.4α Διδασκαλία
Οι Ελκεσαΐτες, είχαν πολλά κοινά στοιχεία με τους Εβιωνίτες. Δίδασκαν επιλεκτική υπακοή στον Νόμο, περιτομή κτλ. Ο άγιος Ιππόλυτος χαρακτηρίζει την πρακτική αυτή του Αλκιβιάδη υποκριτική. Σκοπός του ήταν να αποσπάσει πιστούς από τις άλλες αιρέσεις:
«Οὗτος νόμου πολιτείαν προβάλλεται δελεάσματος δίκην, φάσκων δεῖν περιτέμνεσθαι καί κατά νόμον ζῆν τους πεπιστευκότας, ἀποσπῶν τινα τῶν προειρημένων αἱρέσεων[100]».
Στην χριστολογία τους επαναλάμβαναν τις πεποιθήσεις των Εβιωνιτών, με μια μικρή τροποποίηση. Ισχυρίζονταν ότι ο Χριστός ήταν άνθρωπος, ότι δεν γεννήθηκε από παρθένο για πρώτη φορά, αλλά συμμετέχει σε έναν κύκλο μετενσαρκώσεων, στον οποίο επαναλαμβάνονται τα ίδια χαρακτηριστικά. Δηλαδή, κάθε φορά γεννιέται από παρθένο, και σε κάθε μετενσάρκωση σταυρώνεται[101]. Εδώ μπορεί να βρει κάποιος τις ρίζες της σύγχρονης θεοσοφικής-νεοεποχίτικης αντίληψης για τον Χριστό, και την εξήγηση των προσπαθειών τους να τον συνδέσουν με άλλες ηλιακές θεότητες, με κοινά χαρακτηριστικά (π.χ. ημερομηνία γέννησης). Βέβαια, οι σύγχρονες αυτές αιρέσεις δεν υποπίπτουν στο λάθος να μιλούν, ξεκάθαρα τουλάχιστον, για μετενσαρκώσεις, διότι τότε θα βρίσκονταν στην δύσκολη θέση να εξηγήσουν, πως συνδυάζεται ανάσταση και μετενσάρκωση. Ο άγιος Ιππόλυτος αποδίδει αυτή την θεωρία του Αλκιβιάδη σε πυθαγόρειες επιρροές.
Η σημαντική διαφορά των Ελκεσαϊτών με τους Εβιωναίους, αφορούσε το βάπτισμα, ως άφεση αμαρτιών. Σε αυτούς επιτρεπόταν και δεύτερο βάπτισμα, με σκοπό την κάθαρση από τα βαριά αμαρτήματα, ακόμη και τα παρά φύση. Το δεύτερο βάπτισμα ήταν η διαδικασία κάθαρσης. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία της κάθαρσης ήταν η ακρόαση του βιβλίου και η αποδοχή του. Το βάπτισμα πραγματοποιούνταν στο όνομα του υψίστου θεού και του υιού αυτού. Ο βαπτιζόμενος και αγνιζόμενος έπρεπε να επικαλεστεί τα ονόματα των επτά μαρτύρων, που αναφέρονταν στο βιβλίο, δηλ. τον ουρανό, το ύδωρ, τα άγια πνεύματα, τους αγγέλους της προσευχής, το έλαιον, το άλας και τη γη[102]. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μαγική τελετή επίκλησης. Το όνομα βάπτισμα, γι’ αυτό που περιγράφηκε είναι καταχρηστικό.
Αυτό μπορεί να γίνει περισσότερο κατανοητό από την ιματική χρής της τελετής, η οποία περιγράφεται παρακάτω, στο έργο του Ιππόλυτου:
«ἄν τιν’ οὖν ἄνδρα ἤ γυναίκα ἤ νεώτερον ἤ νεωτέραν κύων λυσσῶν καί μαινόμενος, ἐν ὧ ἐστι πνεῦμα διαφθορᾶς, δάκῃ ἤ περι(σχ)ίςῃ ἤ προσψαύσῃ, ἐν αῦτῇ τῇ ὥρᾳ δραμέτω σύν παντί τῷ φορέματι καί καταβάς εἰς ποταμόν ἤ πηγήν, ὅπου ἐάν ᾖ τόπος βαθύς, βαπτισάσθω <σύν> παντί τῷ φορέματι αὐτοῦ καί προσευξάσθω τῷ μεγάλῳ καί ὑψίστῳ θεῷ ἐν καρδίας πίστει, καί τότε ἐπιμαρτυρη(σά)σθω τους ἑπτά μάρτυρας τους γεγραμμένους ἐν τῇ βίβλῳ ταύτῃ[103]˙»
Στη συνέχεια παραθέτονται τα λόγια του εξορκισμού που πρέπει να πει ο «βαπτιζόμενος»:
«ἰδού μαρτύρομαι τόν ουρανόν καί τό ὕδωρ καί τά πνεύματα τά ἅγια καί τους ἀγγέλους τῆς προσευχῆς καί τό ἔλαιον καί τό ἅλας καί τήν γῆν. τούτους τους ἑπτά μάρτυρας μαρτύρομαι, ὅτι οὐκέτι ἁμαρτήσω, οὐ μοιχεύσω, οὐ κλέψω, οὐκ ἀδικήσω, οὐ πλεονεκτήσω, οὐ μισήσω, οὐκ ἀθετήσω οὐδέ ἐν πᾶσι πονηροῖς εὐδοκήσω[104]».
Από την πλευρά του ο άγιος Επιφάνιος αναφέρει τον Βιβλίο του Ηλξαίου δύο φορές. Την πρώτη όταν περιγράφει την αίρεση των Οσσηνών (κεφ. 19) και την δεύτερη όταν ασχολείται με τους Σαμψωνίτες (κεφ. 53). Τον καταγράφει ως Ιουδαίο, ο οποίος δεν ζούσε σύμφωνα με τα ιουδαϊκά έθιμα. Ονομάζει τον αδελφό του Ιεξαίο, κι επισημαίνει την προσθήκη του όρκου στην λατρεία. Κατονομάζει με ακρίβεια τους επτά μάρτυρες, και σε συμφωνία με τον Ιππόλυτο. Αυτό δείχνει ότι και οι δυο είχαν ενώπιόν τους το βιβλίο, αλλά κάνουν παραθέσεις από διαφορετικά αποσπάσματα.
Χαρακτηριστικά σημεία της διδασκαλίας του επισημαίνει:
«ἀπεχθάνεται δέ τῇ παρθενίᾳ, μισεῖ δέ τήν εγκράτειαν, αναγκάζει δέ γαμεῖν˙ φαντασιώδη δέ τινα ὡς δῆθεν <ἐξ> ἀποκαλύψεως παρεισφέρει, ὑπόκρισιν δε διδάσκςι, φήσας μή εἶναι ἁμαρτίαν, εἰ καί τις παρατύχοι εἴδωλα προσκυνήσας καιρῷ ἐνστάντος διωγμοῦ, ἐάν μόνον ἐν τῇ συνειδήσει μή προσκυνήσῃ, καί ὅ τι δἄν ὁμολογήσῃ στόματι, ἐν δέ τῇ καρδία μή[105]».
Ο Επιφάνιος δίνει και την ερμηνεία το ονόματος:
«φαντάζονται δέ δῆθεν καλεῖν τοῦτον δύναμιν ἀποκεκαλυμμένην, διά τό ἤλ καλεῖσθαι δύναμιν, ξαΐ δέ κεκαλυμένον[106]».
Για τον Χριστό έλεγε ότι είναι ο Μέγας Βασιλεύς. Παρακώλυε την προς ανατολάς προσευχή, λέγοντας ότι ο προσευχόμενος πρέπει να στρέφεται προς τα Ιεροσόλυμα. Εδώ η διδασκαλία του παρουσιάζει την εξής αντίφαση. Ενώ αρνούνταν την προσφορά θυσιών, σύμφωνα με το Νόμο, πρότεινε την προς Ιεροσόλυμα προσευχή διότι εκεί ήταν το θυσιαστήριο. Απαγόρευε την κρεωφαγία[107].
Στην δεύτερη αναφορά του σχετικά με την αίρεση των Σαμψωνιτών, εξηγεί την χρήση του βιβλίου από αυτούς, ως μεταγενέστερους Εβιωνίτες. Φέρνει στο προσκήνιο και δεύτερο βιβλίο, γραμμένο, υποτίθεται από τον αδελφό του Ηλξαίου, Ιεξαίο. Το πιο πιθανό είναι να πρόκειται για το ίδιο βιβλίο και να έγινε παραφθορά του ονόματος[108].
Στην περιοχή που εντοπίζονταν η αίρεση των Σαμψωνιτών, δηλαδή στην Περαία της Παλαιστίνης, συνάντησε κατά την περιοδεία του δύο γυναίκες απογόνους του Ηλξαίου. Αυτές λατρεύονταν από τους αιρετικούς ως θεές, διότι υποτίθεται ότι ήταν από ευλογημένο σπόρο. Τα ονόματά τους ήταν Μαρθού και Μαρθανά[109].
4.2.4β Πρακτικές
Αναφέρθηκαν παραπάνω οι τελετές μαγείας και εξορκισμού, που αποκαλούνταν «βάπτισμα» από τους αιρετικούς. Αξίζει να συμπληρώσουμε, ότι μελετούσαν την αστρολογία, και προχωρούσαν σε προβλέψεις, γι’ αυτό και αποκαλούνταν προγνωστικοί, ότι τάχα προγνώριζαν τα μέλλοντα. Σε αυτές τις πρακτικές ο άγιος Ιππόλυτος βλέπει την επίδραση των πυθαγόρειων:
«τοσοῦτον δέ πεφυσίωνται, ὡς καί προγνωστικούς ἑαυτούς λέγειν, δηλον<ότι> μέτροις καί ἀριθμοῖς τῆς προειρημένης Πυθαγορείου τέχνης ἀφορμαῖς χρωμένους. οὖτοι καί μαθηματικοῖς καί αστρολογικοῖς καί μαγικοῖς προσέχουσιν ὡς ἀληθέσι, καί τούτοις χρώμενοι ταράσσουσι τους ἄφρονας νομίζειν αὐτούς λόγου δυνατοῦ μετέχειν[110]».
Θα ήταν παράλογο να μην περιμένει κάποιος να συνδυάσουν μαγεία και αστρολογία. Διότι το έκαναν. Έτσι, κάποιες μέρες τα άστρα ευνοούσαν την διεξαγωγή των τελετών, ενώ κάποιες άλλες μέρες όχι. Επίσης υπήρχε εξάρτηση, του τι είδους τελετή θα συνδυάζονταν με ποια μέρα:
«τοῦτο νῦν ὑμῖν εἴρηται, εὐσεβείς καί μαθηταί˙ φυλάσσεσθε ἀπό τῆς ἐξουσίας τῶν ἡμερῶν αρχῆς αὐτῶν καί μή ποιεῖτε τήν καταρχήν τῶν ἔργων ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν, καί μή βαπτίζετε ἀνδρα ἠ γυναῖκα ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ἐξουσίας αὐτῶν, ὁποταν δαπορεύηται ἐξ αὐτῶν ἡ σελήνη καί συνοδεύῃ αὐτοῖς. αῦτήν τήν ἡμέραν φυλάσσεσθε, ἕως οὗ ἐκπορεύεται ἀπ’ αὐτῶν, καί τότε βαπτίζετε καί ἐνάρχεσθε ἐν πάςῃ ἀρχῇ τῶν ἔργων ὑμῶν. ἔτι δέ τιμήσατε τήν ἡμέραν τοῦ σαββάτου, ἐπειδή ἐστιν ἡμέρα μία ἐξ αὐτῶν. ἀλλά καί τήν τρίτην σαββάτου φυλάσσεσθε καί μή κατέρχεσθαι, επειδή πάλιν πληρουμένων τριῶν ἐτῶν Τραϊανοῦ Καίσαρος, ἀφ’ ὅτε ἐπληρώθη τρία ἔτη, αγγρίζεται ὁ πόλεμος μεταξύ τῶν αγγέλων τῆς ασεβείας τῶν ἄρκτων˙ διά τοῦτο ταράσσονται πᾶσαι βασιλείαι τῆς ἀσέβειας[111]».
Η απόδοση αστρολογικής ερμηνείας του σαββατισμού φανερώνει προσπάθεια συνδυασμού αστρολογίας και Ιουδαϊσμού. Στα παραπάνω να συμπληρώσουμε και το εξής. Την μαγική τελετή τους, την χρησιμοποιούσαν ως γιατροσόφι με δόση κομπογιαννιτισμού. Δηλαδή πρότειναν στους φυματικούς σαράντα «βαπτίσματα» σε ψυχρό νερό εντός επτά ημερών. Το ίδιο και για τους δαιμονισμένους. Εδώ μπορούμε να θυμηθούμε τις μαγγανείες των νεώτερων μαγισσών, που συνιστούσαν στα θύματά τους να πηδάν νύκτα σαράντα κύματα. Θα είχε πραγματικά ενδιαφέρον, αν διασώζονταν κάποια ιστορία, που να αφορά την εξέλιξη της αρρώστιας, μετά από την εφαρμηγή της «θεραπείας».
[1] Χρυσόστομου Παπαδόπουλου, Αρχιεπισκόπου, Ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, Αθήνα 21970, σελ. 30-31.
[2] Ωριγένους, Κατά Κέλσου ΙΙ 1.4 {ed. Paul Koetschau, GCS 2 (1899) 126-7}
[3] Ωριγένους, Κατά Κέλσου V 61 { ed. Paul Koetschau, GCS 3 (1899) 65}
[4] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία III 27.3: «Υπήρχον δε εκτός τούτων και άλλοι με την ίδια ονομασία. Ούτοι εξέφευγον την παράλογον ατοπίαν των προαναφερθέντων, αφού δεν ηρνούντο ότι ο Κύριος εγεννήθη εκ παρθένου και αγίου Πνεύματος, αλλά και αυτοί ομοίως δεν ωμολογούν ότι ούτος προϋπήρχεν ως Θεός Λόγος και Σοφία˙ ούτω κατήντον εις την δυσσέβιαν των προηγουμένων, μάλιστα εφόσον εφρόντιζον όπως εκείνοι να επιδίδονται εις την κατά γράμμα τήρησιν της νομικής λατρείας» (μετ. Π. Χρήστου, ΕΠΕ, τ. 1 σελ. 317)
[5] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 140.
[6] Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα 47.3: «Εάν δε, είπα, ώ Τρύφων, οι εκ του γένους σας πιστεύοντες εις τον Χριστόν τούτον υποχρεώνουν τους εκ των εθνικών πιστεύοντας εις τον Χριστόν τούτον να ζουν οπωσδήποτε κατά τον δια του Μωυσέως παραδοθέντα νόμον, άλλως να μην επικοινωνούν με αυτούς εις την τοιαύτην λατρείαν, ομοίως δεν αποδέχομαι και τούτους» (μετ. Π. Χρήστου, ΕΠΕ, τ.1 σελ. 391).
[7] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 26.2: «Qui autem dicuntur Ebionaei, consentiunt quidem mundum a Deo factum.» (PG 7.686B)
[8] Επιφάνιου, Πανάριον XXX 18.1 {ed. Karl Holl, GCS 25(1915) 357}
[9] Για παράδειγμα στο De Carne Christi XIV 5: «poterit haec opinio Hebioni convenire qui nudum hominem et tantum ex semine David, id est non et dei filium, constituit Iesum--plane prophetis aliquo gloriosiorem--ut ita in illo angelum fuisse dicatur quemadmodum in aliquo Zacharia» «αυτή η άποψη ταιριάζει με του Εβίωνα, ο οποίος θεωρεί τον Χριστό απλό άνθρωπ, εκ σπέρματος Δαβίδ, δηλαδή όχι υιό του Θεού, - αν και μιλά για τον εαυτό του με τρόπο διαφορετικό από τους προφήτες – ώστε να δηλωθεί ότι ήταν μέσα του ένας άγγελος, όπως και στον Ζαχαρία».
[10] Τερτυλλιανός, De praescriptione haereticorum XXXIII 1.5: «Et ad Galatas scribens inuehitur in obseruatores et defensores
circumcisionis et legis, Hebionis haeresis sic est».
[11] Ψευδο-Τερτυλλιανού, Libellus adversus omnes haereses III.3: «Ο διάδοχος του Κήρινθου ήταν ο Εβίων, που δεν συμφωνούσε μαζί του σε όλα˙ στο ότι ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο και όχι οι άγγελοι, κι επειδή έχει γραφτεί “κανένας μαθητής ανώτερος του διδασκάλου ή δούλος του κυρίου του” , έτσι προτάσσει τον νόμο ως δεσμευτικό, με σκοπό ν’ αποκλίσει το Ευαγγέλιο και να δικαιώσει τον ιουδαϊσμό».
[12] Ιερωνύμου, Dialogus adversus Luciferianos 23: «Ad eos venio haereticos, qui Evangelia laniaverunt. Saturninum quemdam, et Ophitas, et Cainaeos, et Setthoitas, et Carpocratem, et Cerinthum, et hujus successorem Ebionem, et caeteras pestes, quorum plurimi vivente adhuc Joanne apostolo eruperunt, et tamen nullum eorum legimus rebaptizatum» (PL 23.187A-B) «[έρχομαι] σε αυτούς τους αιρετικούς, που κατασπάραξαν τα Ευαγγέλια, τον Σατουρνίνο, και τους Οφίτες, τους Καϊνίτες και τους Σηθιανούς, και τον Καρποκράτη και τον Κήρινθο, και τον διάδοχό του Εβίωνα, και τις άλλες μάστιγες, οι περισσότεροι των οποίων ξανοίχτηκαν όσο ζούσε ακόμη ο απόστολος Ιωάννης, και δεν διαβάζουμε κάποιος από αυτούς να ξαναβαπτίστηκε».
[13] Ιερωνύμου, Commentarium in epistolas beati Pauli ad Galatas III.13-14.
[14] Ιερωνύμου, Dialogus adversus Luciferianos 26.
[15] Φιλάστριου, Diversarum Haereseon Liber XXXVII.1: “Hebion discipulus eius Cerinthi, in multis ei I similiter errans saluatorem nostrum hominem de Ioseph natum carnaliter aestimabat, nihilque diuinitatis in eo fuisse docebat, sed sicut omnes prophetas, sic et eum gratiam del habuisse adserebat, non tamen deum maiestatis et dei patris filium cum patre sempiternum esse credebat, cum diuinae. scripturae deum sempiternum cum patre uero ac sempiterno ubique testantur ac praedicant. {ed. F. Marx, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 38 (1898) 20}
[16] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 35.1 {ed. , GCS 26 (1916) 222} Επίσης X 23.1 { ed. Paul Wendland, GCS 26 (1916), 282}
[17] Ωριγένους, Κατά Κέλσου V 61 { ed. Paul Koetschau, GCS 3 (1899) 65} & In Epistolam ad Titum XIII,{ed. A. Schmidtke, Neue Fragmente zu den judenchristlichen Evangelien, Texte und Untersuchungen 37 (1911) 144, Εξηγητικά εις το κατά Ματθαίον XVI 12.
[18] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία III 27.3.
[19] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων X 23.1 { ed.Paul Wendland, GCS 26 (1916), 282}
[20] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 2.2 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 334}
[21] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 3.1 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 335-6}
[22] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 26.2: «ea autem, quae sunt erga Dominum, non similiter ut Cerinthus et Carpocrates opinantur.» (PG 7.689B)
[23] Ιππόλυτος, Κατά αιρέσεων VII 34.1 {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 221} Επίσης X 22 «Ἐβιωναῖοι δέ τόν μέν κόσμον ὑπό τοῦ ὄντως θεοῦ γεγονέναι λέγουσι, τόν δέ Χριστόν ὁμοίως Κηρίνθῳ» {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 281}
[24] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 3.1 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 335-6}
[25] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 3.3-4 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 336}
[26] Επιφάνιου, Πανάριον LIII 1.8 { ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 316}
[27] Επιφάνιου, Πανάριον ΧΧΧ 16.4: «οὐ φάσκουσι δέ ἐκ Θεοῦ πατρός αὐτόν γεγενῆσθαι, ἀλλά κεκτίσθαι ὡς ἕνα τῶν ἀρχαγγέλων [καί ἔτι περισσοτέρως], αὔτόν δέ κυριεύειν καί αγγέλων καί πάντων <τῶν> ὑπό τοῦ παντοκράτορος πεποιημένων, καί ἐλθόντα καί ὑφηγησάμενον» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 354}
[28] Επιφάνιου, Πανάριον ΧΧΧ 14.4: «ἐπειδή γάρ βούλονται τόν μέν Ἰησοῦν ὄντως ἄνθρωπον εἶναι, ὡς προεῖπον, Χριστόν δέ ἐν αὐτῷ γεγενῆσθαι τόν ἐν εἴδει περιστερᾶς καταβεβηκότα (καθάπερ ἤδη καί παρ’ ἄλλαις αἱρέσεσιν εὐρήκαμεν) συναφθέντα <τε> αὐτῷ, καί εἶναι αὐτόν τόν Χριστόν εκ σπέρματος ἀνδρός καί γυναικός γεγενημένον» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 351}. Επίσης ΧΧΧ 16.3 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 353} Επίσης Ιππόλυτος, Κατά αιρέσεων VII VII 5.2-3 {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 222}
[29] Επιφάνιος, Πανάριον ΧΧΧ 16.3: «καί τούτου ἕνεκα Ἰησοῦν γεγενημένον ἐκ σπέρματος ἀνδρόςλέγουσι καί ἐπιλεχθέντα καί οὕτω κατά ἐκλογήν υἱόν θεοῦ κληθέντα ἀπό τοῦ ἄνωθεν εἰς αὐτ΄ν ἥκοντος Χριστοῦ ἐν εἴδει περιστεράς». {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 353-4} [30] Επιφάνιος, Πανάριον ΧΧΧ 18.5-6: «τόν δέ Χριστόν προφήτην λέγουσι τῆς αλήθείας καί Χριστόν, υἱόν δέ θεοῦ κατά προκοπήν καί κατά συνάφειαν ἁναγωγῆς τῆς ἄνωθεν προς αὐτόν γεγενημένης˙ τους δέ προφήτας λέγουσι συνέσεως εἶναι προφήτας καί οὐκ ἀληθείας. αὐτόν δέ μόνον θέλουσιν εἶναι καί προφήτην καί ἄνθρωπον ὡς προείπαμεν, διά δέ ἀρετήν βίου ἥκοντα εἰς τό καλεῖσθαι υἱόν θεοῦ.» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 358}
[31] Επιφάνιος, Πανάριον ΧΧΧ 16.2: «δύο δέ τινας, ὡς ἔφην, συνιστῶσιν έκ θεοῦ τεταγμένους, ἕνα μέν τόν Χριστόν ἕνα δέ τόν διάβολον. καί τόν μέν Χριστόν λέγουσι τοῦ μέλλοντος αἰῶνος εἰληφέναι τόν κλῆρον, τόν δέ διάβολον τοῦτον πεπιστεῦσθαι τόν αἰῶνα, ἐκ προσταγῆς δῆθεν τοῦ παντοκράτορος κατά αἴτησιν ἑκατέρων αὐτῶν.» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 353}
[32] Ειρηναίος, Έλεγχος ΙΙΙ 15.1 (PG 7.917A-918A) όπου συνδέει την αυθεντία του αποστόλου με την αυθεντία του Ευαγγελιστή Λουκά.
[33] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 27.3-4: «ούτω κατήντων εις τήν δυσσέβειαν των προηγουμένων, μάλιστα εφόσον εφρόντιζον όπως εκείνοι να επιδίδωνται εις την κατά γράμμα τήρησιν της νομικής λατρείας. Ούτοι εξ άλλου ενόμιζον ότι πρέπει να απορρίψωμεν εντελώς τας επιστολάς του αποστόλου, αποκαλούντες αυτόν αποστάτη του νόμου,» (μετ. Παν. Χρηστου, ΕΠΕ, σελ. 317) Ίσως ως «σωματική περί τον νόμο λατρεία» να εννοεί ο Ευσέβιος την περιτομή, διότι είναι γνωστό ότι οι Εβιωναίοι περιτέμνονταν, αλλά δεν εφάρμοζαν όλο τον Νόμο κατά γράμμα.
[34] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 16.9.
[35] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 27.5.
[36] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 2.2: «ἔτι δέ πλείω οὗτος (σ.σ. ο Εβίων) παρά τους Ἰουδαίους ὁμοίως τοῖς Σαμαρίταις διαπράττεται» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 334}.
[37] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 2.3-5.
[38] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 15.3.
[39] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 2.7.
[40] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 15.3.
[41] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 16.5.
[42] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 17.2 -3.
[43] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 26.2: «Sole autem eo quod est secundum Matthaeum, Evangelio utuntur».
[44] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 27,4: «εὐα γγελίῳ δέ μόνῳ τῷ καθ’ Ἑβραίους λεγομένῳ χρώμενοι, τῶν λοιπών σμικρόν ἐποιοῦντο λόγον˙»
[45] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 3.7 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 338}
[46] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 14.1-4{ Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 351}
[47] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 3.8 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 338}
[48] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 15.1 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 352}
[49] Ωριγένους, Υπόμνημα εις την Γένεσην, φιλοκαλία 23.
[50] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 17.6-7 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 355}
[51] Ειρηναίου, Έλεγχος ΙΙΙ 3.4.
[52] Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 28.6: « Ἰωάννην τόν Ἀπόστολον εἰσελθεῖν ποτε ἐν βαλανείῳ, ὥστε λούσασθαι, γνόντα δέ ἔνδον ὄντα τόν Κήρινθον, ἀποπηδῆσαι τε τοῦ τόπου καί ἐκφυγεῖν θύραζε, μηδ’ ὑπομείναντα τήν αὐτήν αὐτῷ ὑποδῦναι στέγην, ταὐτό δέ τοῦτο καί τοῖς σύν αῦτῷ παραινέσαι φήσαντα˙ φύγωμεν, μή καί τό βαλανεῖο συμπέσῃ, ἔνδον ὄντος Κηρίνθου τοῦ τῆς ἀληθείας έχθροῦ».
[53] Οικουμένιου επισκόπου Τρίκκης, Ιωάννου Αποστόλου, η πρώτη επιστολή καθολική, κεφ. γ’ : «Εἰ γάρ, φησί, τόν Ἀντίχριστον ἐν ἐσχάτοις καιροῖς προσδοκῶμεν, νῦν δέ ἀντίχριστοι πολλοί ἐπεπόλασαν τῷ βίῳ (λέγει δέ Κήρινθον καί τους ὁμοίους ἐκείνῳ), εὔδηλον ὅτι καί καιρός τῆς συντελείας ἐφέστηκε, προειδοποιούντων τῶν πολλῶν αντιχρίστων ἐνί.» (PG 119,B)
[54] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 141.
[55] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 26.1: «Et Cerinthus autem quidam in Asia, …» (PG 7.686A)
[56] Ιππόλυτος, Κατά αιρέσεων VII 7.1: «Ὅτι ὁ Κήρινθος μηδέν έκ γραφῶν, ἀλλ’ ἐκ τῶν Αἰγυπτίοις δοξάντων δόξαν συνεστήσατο» {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 190} & VII 33.1 {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 220} Βλ. σχετ. Ante-Nicene Fathers 5 (1868) 97 σημ. 1 και την μετάφραση των A. Roberts & W. Rambaut.
[57] Ειρηναίος, Έλεγχος Ι 26.1: «non a primo Deo factm esse mundum docuit, sed a Virtute quodam valde separate, et distante ab ea principalitate, quae est super universa, et ignorante eum».
[58] Ιππόλυτος, Κατά αιρέσεων VII 33.1.
[59]Adversus omnes haereses 3.2: «Nam et ipse mundum institutum esse ab illis dicit;», όπου το “ab illis” κατά τους μεταφραστές (Thelwall) πρέπει να αντικατασταθεί με το “ab angelis”.
[60] Ο. π. «ipsam quoque legem ab angelis datam perhibens, Iudaeorum deum non dominum, sed angelum promens». { ed. F. OEHLER, Tertulliani Opera Quae Supersunt, editio maior (1851) vol. 2, pp.749-765}.
[61] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 26.1: «Jesum autem subject, non ex Virgine natum (impossibile enim hoc ei visum est); fuisse autem Joseph et Mariae filium similiter ut reliqui omnes hominess, et plus potuisse justitia et prudential, et sapientia ab hominibus. Et post baptismum descndisse in eum, ab ea principalitate quae est super omnia, Christum figura columbae; et tunc animitiasse incognitum patrem, et virtutes perfecisse; in fine autem revonisse Cristum de Jesu, et Jesum passum esse, et resurrexisse; Christum autem impassibilem perseverasse, exsistentem spiritalem».
[62] Ιππόλυτος, Κατά αιρέσεων VII 33.1.
[63] Επιφανίου, Πανάριον 28.1.
[64] Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 28.1.
[65] Επιφανίου, Πανάριον 28.5-7: «ἄνωθεν δέ ἐκ τοῦ ἄνω θεοῦ μετά τό αδρυνθῆναι τόν Ιησοῦν, τόν ἐκ σπέρματος Ιωσήφ καί Μαρίας γεγεννημένον, κατεληλυθέναι τόν Χιστόν εἰς αὐτόν τουτέστι τό πνεῦμα τό ἅγιον ἐν εἴδει περιστερᾶς ἐν τῷ Ιορδάνῃ καί ἀποκαλύψαι αῦτῷ καί δι’ αὐτοῦ τοῖς μετ’ αὐτοῦ τόν ἄγνωστον πατέρα. καί διά τοῦτο ἐπειδή ἦλθεν εἰς αὐτόν ἄνωθεν δύναμις, δυνάμεις έπιτετελκέναι˙ καί αὐτοῦ πεπονθότος τό ἐλθόν ἄνωθεν ἀναπτῆναι ἄνω ἀπο τοῦ Ἰησοῦ. πεπονθότα δέ τόν Ἰησοῦν καί πάλιν ἐγηγερμένον, Χριστόν δέ τόν ἄνωθεν ἐλθόντα είς αὐτόν ἀπαθῆ ἀναπτάντα, ὅπερ ἐστί τό κατελθόν ἐν εἴδει περιστερᾶς, καί οὐ τόν Ἰησοῦν εἶναι Χριστόν.» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 313}.
[66] Επιφανίου, Πανάριον 28.3: «οὐδέν γάρ οὗτος παρά τόν πρῶτον διήλλαξε τῇ εἰσαγωγῇ τῆς αὐτοῦ διδασκαλίας ἀλλ’ ἤ ἐν τούτῳ μόνον, ἐν τῷ προσέχειν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ἀπό μέρους.» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 313}
[67] «οἱ γάρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστού».
[68] Διαταγαί Αποστόλων VI 8.1: «Όταν όμως βγήκαμε στα έθνη για να κηρύξουμε στον κόσμο το λόγο της ζωής, τότε φρόντισε ο διάβολος στο λαό να στείλλουν πίσω μας ψευτοαποστόλους για να διαστρεβλώσουν τον λόγο. Έτσι παρουσίασαν κάποιο Κλεόβιο και τον έβαλαν δίπλα στο Σίμωνα. Οι δύο αυτοί μαθήτευσαν δίπλα σε κάποιο Δοσίθεο, τόν οποίο, όταν έγιναν ανώτεροί του, τον απομάκρυναν από την εξουσία. Έπειτα, και άλλοι έγιναν αρχηγοί παράδοξων δογμάτων, ο Κηρινθος…» (μετ. Παν. Παπαευαγγέλου, ΕΠΕ, Αποστολικοί Πατέρες 1 σελ. 283).
[69] Επιφανίου, Πανάριον 28.4.
[70] Επιφανίου, Πανάριον 28.4.1-2. Το περιστατικό καταγράφεται στις Πράξεις 21.28.
[71] Γαλ. 2.4.
[72] «Οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πρεσβύτεροι καί οἱ ἀδελφοί τοῖς κατά τήν Αντιόχειαν καί Συρίαν καί Κιλικίαν ἀδελφοῖς τοῖς ἐξ ἐθνῶν χαίρειν. Ἐπειδή ἠκούσαμεν ὅτι τινές ἐξ ἡμῶν ἐξελθόντες ἐτάραξαν ὑμᾶς λόγοις ἀνασκευάζοντες τάς ψυχάς ὑμῶν, λέγοντες περιτέμνεσθαι καί τηρεῖν τόν νόμον,…»
[73] Επιφανίου, Πανάριον 28.2.3.
[74] «καί ὅτε ἀνέβη Πέτρος εἰς Ἱεροσόλυμα, διεκρίνοντο προς αὐτόν οἱ ἐκ περιτομῆς λέγοντες ὅτι προς ἄνδρας ἀκροβυστίαν ἔχοντας εἰσῆλθες καί συνέφαγες αὐτοῖς».
[75] Επιφανίου, Πανάριον 28.2.4.
[76] Επιφανίου, Πανάριον 28.6.1.
[77] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία 28.2: «Αλλά και ο Κήρινθος δια μέσου αποκαλύψεων καταγεγραμμένων δήθεν υπό μεγάλου αποστόλου, εισάγει εις ημάς ψευδόμενος τερατολογίας παρουσιασθείσας τάχα εις αυτόν υπό αγγέλου, λέγων ότι μετά την ανάστασιν το βασίλειον του Χριστού θα είναι επίγειον και ότι πάλι η σαρξ θα δουλεύη εις επιθυμίας και ηδονάς ζώσα εις την Ιερουσαλήμ. Εχθρός των Γραφών του Θεού και θέλων να παραπλανήση, λέγει ότι θα υπάρξη χιλιετία ολόκληρος εις γαμήλιον εορτή.» (μετ. Π. Χρήστου, ΕΠΕ, τ.1 σελ. 319)
[78] Διονύσιος bar-Salibi, in Apocalysim, Actus et Epistolas Catholicas, Corpus Scriptorum Christianorum Orientalis, (εκδ-μετ. I. Sedlaček) Romae 1910, tom. CI p. 1-2.
[79] Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙ 25.6: «Επιβεβαιώνει επίσης τούτο και εκκλησιαστικός ανήρ ονομαζόμενος Γάιος, ο οποίος έζη υπό τον Ζεφυρίνον επίσκοπον των Ρωμαίων. Συζυτών εγγράφως με τον Πρόκλον, ηγέτην της Φρυγικής αιρέσεως, λέγει ακριβώς ταύτα περί των τόπων, όπου έχουν κατατεθή τα ιερά σκηνώματα των αναφερθέντων αποστόλων.» (μετ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ, τ. 1 σελ. 241)
[80] Βλ. σχετ. Παν Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 688.
[81] Βλ. σχετ. Παν Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 730.
[82] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 28.4-5: «Ο δέ Κήρινθος ο συστήσας την αίρεσιν η οποία από εκείνον ωνομάσθη Κηρινθιανή, ηθέλησε να δώση εις το πλαστογράφημά του έν αξιόπιστον όνομα. Πράγματι τούτο είναι το δόγμα της διδασκαλίας αυτού, ότι η βασιλεία του Χριστού θα είναι επίγειος˙ καθώς δε ήτο φιλοσώματος και πολύ σαρκικός, ωνειροπόλει ότι θα ευρίσκεται εις όσα αυτός επόθει, εις τας απολαύσεις της γαστρός και του υπογαστρίου, δηλαδή εις φαγητά, ποτά, έρωτας και εις εκείνα με τα οποία ενόμισεν ότι θα προμηθευθή αυτά τα πράγματα εντιμότερα, εις εορτάς, θυσίας, σφαγήν ζώων δια προσφοράν.»(μετ. Παν Χρηστου, ΕΠΕ, τ. 1 σελ. 319-21).
[83] Φιλάστριου, Diversarum Haereseon Liber XXXVI.3 {ed. F. Marx, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 38 (1898) 20}
[84] Ειρηναίος, Έλεγχος Ι 26.2.
[85] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 3.7.
[86] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 14.2.
[87] Επιφανίου, Πανάριον LI 6.6 {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 255}
[88] Π. Χρηστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 287.
[89] Εκτός από τις παραπάνω μαρτυρίες, ο άγιος Ιερώνυμος παρατηρεί ότι οι Πατέρες μέμφονταν τον Κήρινθο, διότι προσπαθούσε να συνδέσει τον Νόμο με το Ευαγγέλιο. Epist. CVII.13.
[90] Επιφανίου, Πανάριον 28.6.4.
[91] Α’ Κορ. 15.53
[92] Α’ Κορ. 15.20
[93] Επιφανίου, Πανάριον 28.6.6-8.
[94] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων IX 13.1 {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 251}
[95] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων IX 13.2-3.
[96] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων IX 13: «φάσκων ταύτην από Σηρῶν της Παρθίας παρειληφέναι».
[97] Επιδήμια Κηρύγματα Πέτρου VIII 48 & IX 19.25: «Ὧν πρώτοι Σῆρες οι τό ἄκρον τῆς χέρσου οἰκοῦντες, νόμον ἔχοντες τό πατρῷον ἔθος μή ἑταιρίζεσθαι μηδέ συλᾶν, μή μοιχᾶσθαι, μή ξοάνοις προσκυνεῖν ἤ ποτνιᾶσθαι δαίμοσι, μηδ’ ὅλως ἐν αὐτοῖς ὑπάρχειν εἴδωλον ἤ ἑταίραν ἤ μοιχαλίδα, οὐ συλήτην, οὐ φονέα, οὐ λωποδύτην˙ … καί ὅμως ἰσχυρότερος τῆς ἀνάγκης τῶν ἄστρων παρά Σηρσίν ὁ πάτριος νόμος».
[98] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία VI 38.
[99] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων Χ 29.1: «Ἕτεροι δέ τινες ὡς καινόν τι παρεισάγοντες ἐκ παςῶν αἱρέσεων ἐρανισάμενοι, ξένην βίβλον σκευάσαντες Ἠλχασαΐ τινος ἐπονομαζομένην,…»
[100] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων ΙΧ 14.1.
[101] Ο.π.
[102] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων ΙΧ 15.1-2.
[103] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων ΙΧ 15.4-5.
[104] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων ΙΧ 15.5-6.
[105] Επιφανίου, Πανάριον XIX 2.7-8.
[106] Επιφανίου, Πανάριον XIX 2.10.
[107] Επιφανίου, Πανάριον XIX 3.5-6.
[108] Επιφανίου, Πανάριον LIII 1.3 {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 315}
[109] Ο.π.
[110] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων ΙΧ 14.8.
[111] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων ΙΧ 16.3-4.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος
Σχόλιο Τ.Ι.: Το παγκόσμιο πείραμα της δημιουργίας πολυφυλετικών κοινωνιών θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε κατάρρευση και συγκρούσεις.
Είτε το παραδέχονται τώρα είτε όχι οι πολιτικοί, η πόλη βιώνει αναταραχές και λεηλασίες από ξένους μετανάστες ανά τακτά χρονικά διαστήματα, παρά το ότι υπάρχει έντονη στρατιωτική παρουσία στους δρόμους της.
Ακούμε συνέχεια για την Ελλάδα, για τις ταραχές στα Εξάρχεια και για το ρατσισμό των Ελλήνων επειδή εξανίστανται για την εισβολή μεταναστών στη χρεοκοπημένη χώρα τους που είναι βυθισμένη στην ύφεση και στην ανεργία, ενώ την εγκαταλείπουν μαζικά οι νέοι της λόγω του ότι δεν μπορούν πια να επιβιώσουν. Δεν ακούμε όμως σχεδόν τίποτα για τις Βρυξέλες, η οποία έχει μετατραπεί σε κόλαση από τη μαζική μετανάστευση.
Όταν δε το είπε ο πρόεδρος Trump το 2016, οι Ευρωπαίοι και οι Βέλγοι πολιτικοί διαμαρτυρήθηκαν έντονα, ισχυριζόμενοι πως είχε το θράσος να κατηγορεί άδικα την πρωτεύουσα της ΕΕ, την πεμπτουσία του μεταμοντέρνου κόσμου και την εκκολαπτόμενη ηγέτιδα του νέου πολιτισμού του πλανήτη! Ανέφεραν βέβαια πως η αφομοίωση των μεταναστών δεν είναι εύκολη υπόθεση και πως είναι λογικό να υπάρχουν πιέσεις και «τριβές» κάποιες στιγμές, αλλά δεν πρόκειται να προκληθεί το χάος και η αναρχία που προέβλεπε.
Εν τούτοις, ελάχιστο χρονικό διάστημα μετά τη δήλωση του Αμερικανού, οι Βρυξέλες βίωσαν μία ισλαμική τρομοκρατική επίθεση με 32 νεκρούς και 340 τραυματίες. Η επίθεση αυτή ήταν η κορυφή του τερατώδους παγόβουνου που έχει δημιουργηθεί στην πόλη και στη χώρα, ενώ τον περασμένο μήνα διαπιστώθηκαν τρεις μεγάλες εστίες ταραχών και λεηλασιών, τις οποίες δεν συναντά κανείς πουθενά αλλού (εκτός ίσως από τη Σουηδία).
Η πρώτη ήταν ο «εορτασμός» για την πρόκριση της μαροκινής ομάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου (εικόνα), όπου σχεδόν 500 «νέοι» ξένης καταγωγής λεηλάτησαν δεκάδες καταστήματα στο ιστορικό κέντρο των Βρυξελών, κατέστρεψαν λεωφόρους και τραυμάτισαν 22 αστυνομικούς.
Τρεις ημέρες αργότερα, όταν ένας αστέρας της ραπ μουσικής οργάνωσε μία γιορτή στο κέντρο της πόλης, καταστράφηκαν ξανά καταστήματα και οι Βέλγοι πολίτες δέχθηκαν ακόμη μία φορά επιθέσεις. Οι ταραχές μεταδόθηκαν κυρίως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και λιγότερο από τα καθεστωτικά ΜΜΕ που ελέγχονται με επιδοτήσεις από τους πολιτικούς που επιμένουν να κρύβουν τα πραγματικά γεγονότα (πηγή). Τέλος στις 25 Νοεμβρίου, όπου επετράπη από τις σοσιαλιστικές αρχές των Βρυξελών μία διαδήλωση εναντίον της δουλείας στη Λιβύη, καταστράφηκαν ξανά καταστήματα, πυρπολήθηκαν αυτοκίνητα και συνελήφθηκαν πάνω από 70 άτομα (πηγή: D. Godefridi).
Είτε το παραδέχονται τώρα είτε όχι οι πολιτικοί των Βρυξελών, η πόλη βιώνει αναταραχές και λεηλασίες από ξένους μετανάστες ανά τακτά χρονικά διαστήματα, παρά το ότι υπάρχει έντονη στρατιωτική παρουσία στους δρόμους της. Εάν αναρωτηθεί δε κανείς γιατί οι στρατιώτες δεν μπορούν να επιβάλλουν την τάξη, η απάντηση είναι πολύ απλή: επειδή κάτι τέτοιο δεν είναι εντός των αρμοδιοτήτων τους, ενώ κινδυνεύουν να τιμωρηθούν ποινικά εάν βλάψουν κάποιον, καθώς επίσης να αντιμετωπίσουν την οργή των ΜΜΕ.
Συνεχίζοντας, μετά τις δύο πρώτες αναταραχές η βελγική κρατική τηλεόραση διοργάνωσε μία συζήτηση με πολιτικούς και ειδικούς της πόλης για το συγκεκριμένο θέμα. Μεταξύ των συμμετεχόντων ήταν ο κ. A. Destexhe από το κεντροδεξιό κόμμα του πρωθυπουργού του Βελγίου, ο οποίος ανέφερε ότι, τα γεγονότα έχουν σχέση με τη μη «ένταξη» πολλών ξένων στις Βρυξέλες και με τη μαζική μετανάστευση των τελευταίων δεκαετιών.
Αμέσως μετά δέχθηκε την έντονη φραστική επίθεση του συντονιστή της τηλεοπτικής εκπομπής, ο οποίος του φώναξε πως η μετανάστευση δεν είναι το θέμα και το αντικείμενο της συζήτησης, οπότε έπρεπε να σταματήσει (πηγή). Ακολούθησε μία νέα κυρία, η οποία ισχυρίσθηκε πως το πρόβλημα ήταν το ότι οι γυναίκες που φορούν το ισλαμικό πέπλο δεν αισθάνονται ευπρόσδεκτες στις Βρυξέλες! Όταν τελείωσε δε την παρέμβαση της, το κοινό κλήθηκε να χειροκροτήσει για να δηλώσει τη συμφωνία του!
Είναι πάντως σκόπιμο να γνωρίζει κανείς εδώ πως η ανεργία στις Βρυξέλες τοποθετείται στο 16,9% (πηγή), ότι το 90% αυτών που λαμβάνουν κοινωνικά επιδόματα έχουν ξένες καταβολές (πηγή), πως οι φόροι είναι μεταξύ των υψηλοτέρων στον πλανήτη και ότι, παρά τους υψηλούς φόρους, τα δημόσια ταμεία είναι ελλειμματικά.
Επίσης πως δεν υπάρχουν μόνο στο Molenbeek, στο γκέτο των Βρυξελών και στην τζιχάντ πρωτεύουσα της Ευρώπης οι πιο επικίνδυνοι ισλαμιστές τρομοκράτες της Δύσης, αλλά σε πολλές άλλες πόλεις. Τέλος, πως δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα στην πόλη, ούτε στα άλλα κράτη, εάν οι απλοί πολίτες δεν το επιβάλλουν, αφού η παγκόσμια ελίτ σχεδιάζει να μεταβάλλει πάση θυσία την Ευρώπη σε μία πολυπολιτισμική περιοχή. Ο στόχος της είναι να ελέγχονται καλύτερα οι κοινωνίες και να εργάζονται οι άνθρωποι με μισθούς πείνας, οπότε να απολαμβάνει η ίδια πολύ μεγαλύτερα προνόμια.
Πηγή: Analyst
Η Εκκλησία το κέντρο της ζωής του πιστού λαού.
Η Εκκλησία αγιάζει όλες τις περιστάσεις της ζωής μας.
α) Ο λαός ζούσε τη ζωή του Ευχαριστιακά.
Πόσο διαφορετικά θα βλέπαμε τον συνάνθρωπό μας αν τον βλέπαμε ως δώρο του Θεού;
Αν δούμε τα υλικά και πνευματικά αγαθά ως δώρα του Θεού αποφεύγουμε τα δύο άκρα: την περιφρόνηση ή την απολυτοποίηση και την θεοποίησή τους (π.χ. μόρφωση).
Οι άνθρωποι που δεν δέχονται τον κόσμο ως δώρο του Θεού δεν ζουν με κέντρο τον Θεό αλλά το Εγώ τους.
Όλα στην Εκκλησία είναι Θεανθρώπινα.
β) Το ασκητικό πνεύμα βασικό χαρακτηριστικό της Ελληνορθοδόξου παραδόσεως.
Η πίστη του λαού Σταυροαναστάσιμη, γι’ αυτό ήταν χαρούμενος και ειρηνικός.
γ) Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό της Ελληνορθοδόξου παραδόσεως είναι η αξία του ανθρωπίνου προσώπου.
Η Εκκλησία δεν είναι ιδεολογία. Δεν είναι ελληνοχριστιανικός πολιτισμός ως ιδεολογία. Η Εκκλησία γέννησε τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό.
Στην Εκκλησία δεν θυσιάζεται ένα πρόσωπο χάριν μιας ιδέας, σε αντίθεση με την τακτική όλων των ιδεολογιών.
Ο Ντοστογιέφσκι έλεγε ότι «είναι άλλο πράγμα να αγαπάς την ανθρωπότητα ως ιδέα και άλλο πράγμα να αγαπάς τον συγκεκριμένο άνθρωπο».
Ο λαός δεν είναι μάζα. Είναι εικόνες του Θεού.
δ) Η αγάπη τηςΕλευθερίας ένα ακόμα χαρακτηριστικό της παραδόσεως μας.
Δεν μπορούμε να είμαστε Εθνικά ελεύθεροι αν είμαστε υποδουλωμένοι στα πάθη μας.
Ο λαός αν ζητάει την εθνική ελευθερία, την ζητάει για την πνευματική ελευθερία.
Η Ελληνορθόδοξος χριστιανική παράδοση σε τι μπορεί να μας βοηθήσει σήμερα;
Η παράδοση δεν είναι κάτι μουσειακό. Είναι αλήθεια και ζωή.
α) Η ελληνορθόδοξος παράδοση μας βοηθάει στην διατήρηση της εθνικής μας ενότητας και την εθνική μας ταυτότητας.
β) Η ελληνορθόδοξος παράδοση προϋπόθεση για να έχει η δική μας προσωπική ζωή νόημα.
γ) Η ελληνορθόδοξος παράδοση απαραίτητη γιατί μας δίδει την δυνατότητα να οικοδομήσουμε έναν καλύτερο κόσμοσήμερα.
Οι καπιταλιστικές κοινωνίες πάσχουν από τον ατομικισμό ή δε σοσιαλιστικές κοινωνίες για να αποφύγουν τον ατομικισμό πέφτουν στην μαζοποίηση. Δεν μπορούν να σώσουν το ανθρώπινο πρόσωπο που διασώζεται στο Ορθόδοξο κοινοβιακό πνεύμα.
Η Εκκλησία λύνει το κοινωνικό πρόβλημα.
Στην Ευρώπη θεοποιήθηκε ο άνθρωπος και γκρεμίστηκε ο Θεός. Τώρα που το είδωλο του ανθρώπου που υψώθηκε ως Θεός τσακίστηκε, ο Ευρωπαίος δεν έχει να πιαστεί από πουθενά. Βρέθηκε στο χάος.
Η μελέτη, η διατήρηση και βίωση της παραδόσεώς μας η λύση του δράματος του συγχρόνου ανθρώπου. Εάν και εμείς χάσουμε το φως της παραδόσεώς μας ποιός θα την προσφέρει στον δυτικό άνθρωπο;
Το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, τρία ίσον ένα και ένα ίσον τρία, αποτελεί υπέρβαση της ανθρώπινης λογικής. Όσο πιο αντινομικό είναι για την ανθρώπινη λογική τόσο πιο αληθινό είναι. Είναι μυστήριο που θέλει την ελευθερία μας και όχι την καταναγκαστική λογική μας. Αν ήταν λογικό θα ήταν ανθρώπινο. Επειδή είναι υπέρλογο είναι θείο. Και το πιστεύουμε γιατί είναι της λογικής του Θεού. Για να πιστέψουμε το τρία ίσον ένα και ένα ίσον τρία θα πρέπει να ξεπεράσουμε την αυτάρκεια της δικής μας λογικής και να δεχθούμε ότι η δική μας λογική είναι περιορισμένη. Το άλμα από την δική μας λογική στην λογική του Θεού γίνεται διά της πίστεως.
Η Ορθοδοξία δεν είναι κλειστή, δεν φοβάται να πάρει στοιχεία από άλλους πολιτισμούς και να τα αφομοιώσει. Όχι όμως ότι είναι αντίθετο με το Ευαγγέλιο του Θεού. Πολλά από αυτά που πήρε, τους έδωσε νέο νόημα.
Το Αγιον Όρος αγαπάει τις γυναίκες κατά Θεόν γι’ αυτό και έχει άβατον.
Οι νέοι, με ταπείνωση και με υπακοή, μπορούν να βοηθήσουν να εκφραστεί σύγχρονα η παράδοσή μας. Αλλά αυτή η προσπάθεια για να είναι επιτυχημένη θα πρέπει να ξεπεράσουμε το ορθολογιστικό ουμανιστικό πνεύμα και να σταυρωθούμε.
Τα μοναστήρια κέντρα ανανεώσεως της πνευματικής ζωής.
Πηγή: Η άλλη όψη
23 Ιουλίου 1908:
100 χρόνια από την ημέρα που ανέτειλε ο "ήλιος του θανάτου" στην καθ' ημάς Ανατολή
Η κατευθυνόμενη από τη Δύση ιστοριογραφία και πληροφόρηση των λαών, θέλει να μας παρουσιάσει τον "Διαφωτισμό" ως πρόοδο και ως θετική εξέλιξη στην ανθρώπινη ιστορία, αποκρύπτοντας το αληθινό φρικτό του πρόσωπο, στις περισσότερες από τις εκφράσεις του στην ιστορία. Όμως η ιστορία δεν αφήνει ατιμώρητη τη μνήμη των εγκληματιών. Η απάνθρωπη - σκοταδιστική ιδεολογία του Διαφωτισμού για τον "κοινωνικό Δαρβινισμό", ευθύνεται για το διωγμό και τη σφαγή 3.000.000 Χριστιανών στη Μικρά Ασία κατά τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν οι "προοδευτικές" δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποφάσισαν την εθνοκάθαρση των Χριστιανικών πληθυσμών, με τις ευλογίες της λοιπής "Διαφωτισμένης" Ευρώπης. Ένα ακόμα έγκλημα για το οποίο οι Έλληνες "Διαφωτιστές" πρέπει να ντρέπονται.
Συμπληρώνονται τις μέρες αυτές (το 2008 όταν γραφόταν το άρθρο), 100 χρόνια από την επικράτηση του στρατιωτικού κινήματος των Νεοτούρκων που ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη και ανάγκασε τον Σουλτάνο Αμβούλ Χαμίτ να επαναφέρει σε ισχύ το οθωμανικό Σύνταγμα του 1876. 0 ίδιος Σουλτάνος είχε αναστείλει το Σύνταγμα αυτό με πρόφαση τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78. Η ενασχόληση με την κατάληψη της εξουσίας το 1908 από το Κομιτάτο «Ενωσης και Προόδου», όπως ήταν η επίσημη ονομασία του συνωμοτικού πολιτικού κινήματος, σήμερα θα είχε μόνο ιστορική αξία αν οι πρακτικές και οι νοοτροπίες που καθιερώθηκαν από το Κομιτάτο αυτό δεν ήταν ολοζώντανες ακόμα. Η ανάληψη της εξουσίας από το Κομιτάτο «Ενωσης και Προόδου» σηματοδοτούν την έναρξη ενός αιώνα πρωτοεμφανιζόμενων πράξεων Εθνοκαθάρσεων και Γενοκτονιών κατά των ιστορικών λαών της Μικράς Ασίας. Οι πρόσφατες εξελίξεις με την υπόθεση «Ergenekon» αλλά και της δίκης για την απαγόρευση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Προόδου που εκλέχθηκε με πλειοψηφία περίπου 50% δείχνουν ότι οι μηχανισμοί που καθιερώθηκαν από το Κομιτάτο «Ενωσης και Προόδου» βρίσκονται εν ζωή. Τι ήταν όμως και από πού προήλθε το Κομιτάτο;
Οι ιστορικές συνθήκες τον 19ο αι. στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Ο 19ος αιώνας υπήρξε ο «πλέον μακρύς αιώνας» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον οποίο οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Η αυτοκρατορία που ξεκίνησε ως ένα μικρό κρατίδιο το έτος 1300 μ.Χ. στη Βιθυνία εξελίχτηκε σε αυτοκρατορία μέσα σε 150 χρόνια καταλαμβάνοντας εκτενείς περιοχές στην Ασία και την Ευρώπη και οργανωμένη με βάση τον ισλαμικό νόμο. Η αδυναμία της προσαρμογής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις εξελίξεις της εποχής στα τέλη του 18ου αιώνα για τη στοιχειώδη ισότητα των πολιτών ώστε να πάψουν οι χριστιανικοί λαοί να ζουν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας υπό την ανοχή των κυριάρχων μουσουλμάνων αλλά και ο ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) για εξασφάλιση των συμφερόντων τους εξανάγκασε το οθωμανικό κράτος να προσπαθήσει να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις στο νομικό του σύστημα. Οι προσπάθειες αυτές οδηγήθηκαν σε αποτυχία αρχίζοντας από τη διακήρυξη του Τανζιμάτ (1839) και στη συνέχεια του Χαπί Χουμαγιούν (1856) και της Ανακήρυξης του Συντάγματος το 1876. Παρά ταύτα, η έστω και σε περιορισμένη κλίμακα φιλελεύθερες συνθήκες την περίοδο αυτή έδωσαν τη δυνατότητα στους χριστιανικούς λαούς της αυτοκρατορίας vα αναπτυχθούν πολιτισμικά και οικονομικά.
Στις αρχές του 20ού αιώνα παρά τον σκληρό οικονομικό ανταγωνισμό των δυτικών δυνάμεων στις οποίες είχε προστεθεί και η Γερμανία για εξασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων, η ανάπτυξη της χώρας είχε αρχίσει να επιταχύνεται με γοργό ρυθμό χάρη στην εργατικότητα των χριστιανικών λαών. Οι Έλληνες και Αρμένιοι ήταν οι φιλοπρόοδοι πληθυσμοί που συνέβαλαν στην ανάπτυξη της μαζικής γεωργίας για παραγωγή προϊόντων αλλά ακόμα και της βιομηχανίας, που κυρίως βασιζόταν στην επεξεργασία γεωργικών και μεταλλευτικών προϊόντων. Είχαν όμως και σημαντική παρουσία στον τραπεζικό τομέα. Η ραγδαία ανάπτυξη της παιδείας στις κοινότητες των Ελλήνων συνέβαλε ουσιαστικά στην οικονομική πρόοδο της χώρας. Σήμερα διαπρεπείς Τούρκοι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι, αν δεν διακοπτόταν η ανοδική αυτή οικονομική πορεία που βασιζόταν στον μόχθο και την εργατικότητα των χριστιανικών λαών, σήμερα η Μικρά Ασία θα ήταν μια από τις πλέον αναπτυγμένες περιοχές της Ευρώπης λαμβάνοντας υπόψη τον απέραντο φυσικό πλούτο που διαθέτει. Εξάλλου η πολυπολιτισμική σύνθεση του λαού της αυτοκρατορίας με πυρήνα τη Μικρά Ασία ήταν μοναδικός πλούτος ανθρώπινου δυναμικού.
Η εμφάνιση του Κομιτάτου «Ενωση και Πρόοδος»
Το Κομιτάτο ιδρύθηκε το 1888 από μια ομάδα πέντε φοιτητών της στρατιωτικής ιατρικής σχολής στην Κωνσταντινούπολη. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, αν και τα στελέχη της συνελήφθησαν από τους πράκτορες του Σουλτάνου, συνέχισε τη συνωμοτική του δράση διεισδύοντας στο στράτευμα πρωτίστως στα ευρωπαϊκά εδάφη με κέντρο τη Θεσσαλονίκη αλλά και μεταξύ των εξόριστων διανοουμένων στην Ευρώπη. Στο πρώτο, συνέδριο του Κομιτάτου το 1902 σημειώνεται η διάσπαση μεταξύ των δύο παρατάξεων, της φιλελεύθερης του Πρίγκιπα Σαμπαχετίν και της ριζοσπαστικής του Αχμέτ Ριζά. Η επιστροφή το έτος 1906 των Δρ. Μεχμέτ Ναζίμ και Δρ. Μπαχεντίν Σακίρ (και οι δύο ιατροί από την κοινότητα Σαμπεθαϊστών της Θεσσαλονίκης που αργότερα ηγήθηκαν της μυστικής «Ειδικής Οργάνωσης Τεσκιλάτι Μαχσουσά») στη Θεσσαλονίκη επιτάχυνε την επικράτηση των ριζοσπαστών και την καλλιέργεια της ιδεολογίας «Κοινωνικού Δαρβινισμού», δηλαδή την υιοθέτηση της αρχής ότι ένα ισχυρότερο έθνος μπορεί να αφανίσει ένα άλλο με όποια μέσα μπορεί. Οι θεωρητικοί του Κομιτάτου έχοντας ζήσει στη Γαλλία είχαν επηρεαστεί επιφανειακά από διάφoρα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής, όπως του Μαρξισμού, του Θετικισμού και των ιδεών του Νίτσε. Σίγουρα, έβλεπαν πολύ ελκυστικά μεθόδους άσκησης πολιτικής βίας, όπως των Ιακωβινών κστά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, που θεωρούσε σωστή την άσκηση πολιτικής βίας για επιβολή της ιδεολογίας τους. Το 1906 συμμετέχουν στην ηγετική ομάδα ο Μεχμέτ Ταλάατ, Ενβέρ, Τζεμάλ προερχόμενοι από κατώτερα στρώματα του στρατού χωρίς καμιά μόρφωση. Επίσης, γίνονται μέλη του Κομιτάτου οι Μουσταφά Κεμάλ (αργότερα ηγέτης της νέας Τουρκίας), Ραχμί (αργότερα Νομάρχης της Σμύρνης την περίοδο 1912-18 οργανωτής της καταστροφής του Ελληνισμού της Ιωνίας) και Σουκρού.
Είναι η περίοδος που το Κομιτάτο αρχίζει και διεισδύει ευρύτατα στο οθωμανικό στράτευμα. Τον Ιουλιο του 1908 το Κομιτάτο έχοντας πετύχει να θέσει υπό τον έλεγχό του την Στρατιά των ευρωπαϊκών εδαφών της αυτοκρατορίας, επέτυχε με αναίμακτο πραξικόπημα να επιβάλει στον Σουλτάνο την επαναφορά του Συντάγματος του 1876 με το σύνθημα «Ανακήρυξη της Ελευθερίας». Το γεγονός αυτό προκαλεί ενθουσιασμό στους λαούς της Αυτοκρατορίας και στην Αθήνα γίνονται διαδηλώσεις με τουρκικές σημαίες υπέρ του νέου καθεστώτος. 0 μόνος, μα ο μόνος, που είδε τις θύελλες και την καταστροφή που ερχόταν ήταν ο Πατριάρχης ο Ιωακείμ Γ’, ο οποίος σε αυτούς που έσπευσαν να του ανακοινώσουν ότι «ήλθε η ελευθερία», δήλωσε με σιγουριά ότι «τίπoτε το καλό δεν μπορεί να περιμένει κανείς από τους φανατικούς αυτούς και θα χρειαστούν νέοι αγώνες για το γένος». Πράγματι, οι προθέσεις του Κομιτάτου φάνηκαν σε σύντομο διάστημα όταν ο Δρ. Μεχμέτ Ναζίμ τον Οκτώβριο του 1908 στη Σμύρνη δήλωνε ότι οι χριστιανοί δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να δεχτούν το εκπαιδευτικό σύστημα που θα υπαγόρευε το Κομιτάτο και όσο σύντομα το δεχτούν αυτό τόσο το καλύτερο για τους χριστιανούς. Την πρώτη περίοδο αμέσως από την επικράτηση του πραξικοπήματος το Κομιτάτο προσπάθησε να προσεταιριστεί ανώτατους αξιωματικούς για να επιτύχει την πλήρη υποταγή του κρατικού μηχανισμού.
Η αντεπανάσταση της 31 Μαρτίου 1909 που οργανώθηκε από τον Σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη για να μειωθεί η δύναμη του Κομιτάτου απέτυχε, αφού το κίνημα ήταν γνωστό από πριν στο Κομιτάτο. Ωστόσο, το κίνημα έδωσε τη δυνατότητα στο Κομιτάτο να αρχίσει να απαλλάσσεται από τους ανώτερους αξιωματικούς που είχαν συμμαχήσει με το Κομιτάτο. Την περίοδο αυτή αρχίζει και η πρακτική δολοφονίας δημοσιoγράφων που έχουν την τόλμη να καταγγείλουν την δράση του Κομιτάτου. Δολοφονείται ο διαπρεπής Τούρκος δημοσιογράφος Χασάν Φεχμί μέρα μεσημέρι, στη γέφυρα του Γαλατά, αρχές του 1909. Η πρώτη αυτή δολοφονία κατά της ελευθερίας του τύπου αποτελεί την αρχή μιας θλιβερής παράδοσης. Η πρακτική αυτή συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας και η Τουρκία βαρύνεται με τις περισσότερες δολοφονίες δημοσιογράφων, Με την αποτυχία της αντεπανάστασης εκθρονίζεται ο Σουλτάνος Αμδούλ Χαμίτ και στη θέση του τοποθετείται ο Μεχμέτ Ρεσάτ, που ήταν αλκοολικός και άβουλος.
Το πραγματικό προσωπείο του Κομιτάτου της «Ενωσης και Προόδου», που έχει μετονομαστεί σε πολιτικό κόμμα, φαίνεται στην Κιλικία τόν Απρίλιο του 1909, όταν σφαγιάζονται πάνω από 20.000 Αρμένιοι. Ως δικαιολογία της σφαγής χρησιμοποιείται το γεγονός ότι το ίδιο Κομιτάτο που είχε συνεργασία με ριζοσπαστικές αρμενικές οργανώσεις είχε εξοπλίσει μερικούς Αρμένιους για να υποστηρίξουν το Κομιτάτο κατά της σουλτανικής παράταξης. Τα ετήσια συνέδρια του Κομιτάτου από το 1908 μέχρι το 1911 που πραγματοποιούνται στη Θεσσαλονίκη είναι μυστικά. Η ιστορική έρευνα δείχνει ότι στα συνέδρια αυτά καταστρώθηκε στο σχέδια εξόντωσης των χριστιανικών λαών της αυτοκρατορίας και η προσπάθεια εκτουρκισμού των υπόλοιπων μουσουλμανικών, όπως των Βοσνίων, Αλβανών, Κούρδων, Αράβων, Κιρκασίων κτλ.
Οι βουλευτικές εκλογές που πραγματοποιούνται τον Φεβρουάριο του 1912 έχουν καταγραφεί στην ιστορία ως, «εκλoγές με ξύλο» και καθιερώνεται η μέθοδος της ανοικτής ψηφoφορίας και της μυστικής καταμέτρησης των ψήφων. Η εξουσία περιέρχεται στο Φιλελεύθερο Κόμμα που είχε αγγλόφιλη πολιτική. Η αδυναμία εφαρμογής στοιχειώδους κράτους δικαίου, η αδυναμία να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις που για 50 και πλέον χρόνια ήταν το αίτημα των χριστιανικών λαών στα ευρωπαϊκά εδάφη της Αυτοκρατορίας οδηγεί στον Βαλκανικό Πόλεμο το φθινόπωρο του έτους 1912, στον οποίο συμμαχούν τα βαλκανικά κράτη, Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο για πρώτη φορά στην ιστορία τους. Τα οθωμανικά στρατεύματα υποχωρούν σε όλα τα μέτωπα και παραμένει στο έλεγχο του οθωμανικού κράτους μόνο η Ανατολική Θράκη.
Η δεινή ήττα στον Βαλκανικό πόλεμο φέρνει στην εξουσία ξανά το Κόμμα της Ενωσης και Προόδου. Το πραξικόπημα που έχει καταγράψει η ιστορία ως «η Έφοδος του Μπαμπαλή (Βαbiali Baskini)» συμβαίνει όταν ο Ενβέρ εισβάλλοντας στο κτήριο της Υψηλής Πύλης δολοφονεί εν ψυχρώ τον Υπουργό Αμυνας και αναγκάζει υπό την απειλή του όπλου τον Πρωθυπουργό σε παραίτηση. Πλέον η χώρα είναι στα χέρια μιας τριανδρίας που δρα ανεξέλεγκτα με την καθιέρωση ασύστολα εγκληματικών μεθόδων. Η επανάκτηση της Αδριανούπολης από τον Ενβέρ, όταν η πόλη έχει εκκενωθεί από τους Βούλγαρους λόγω του Β' Βαλκανικού πολέμου, προβάλλεται ως μεγάλο επίτευγμα του Ενβέρ για ισχυροποίησή του. Η Γερμανία που από τη δεκαετία του 1890 έχει αρχίσει να διεισδύει πολιτικά και οικονομικά στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς το τέλος του έτους 1913 επικρατεί πλήρως, αφού σε θέσεις-κλειδιά του οθωμανικού στρατού διορίζονται Γερμανοί αξιωματικοί. 0 γερμανικός μιλιταρισμός βρίσκει πλήρη αντιστοιχία με την τριανδρία. Παράλληλα, ο Κούρδος Ζιγιά Γκιοκάλπ προτείνει την ιδεολογία της σύνθεσης του Ισλάμ με τον τουρκικό εθνικισμό. Πλέον όλα είναι έτοιμα για να εξαπολυθεί η εφαρμογή του σχεδίου αφανισμού των χριστιανικών λαών.
Το ξεκίνημα είναι προς το τέλος του 1913 με τους Έλληνες της Ανατολικής Θράκης που εκτοπίζονται βίαια από τα χωρία και τις πόλεις τους, Οι εκτοπίσεις συνοδεύονται με φοβερές κακουχίες και σφαγές. Πριν από την έναρξη των ανοικτών πογκρόμ εφαρμόζεται συστηματικός οικονομικός αποκλεισμός που οργανώνεται από τις παρακρατικές οργανώσεις της 'Ενωσης και Προόδου και την «Ειδική Υπηρεσία», γνωστή ως Teskilati Mahsusa. Παράλληλα, στις υπόλοιπες πυκνοκατοικημένες από Έλληνες περιoχές αρχίζει ένας σφοδρός οικονομικός πόλεμος. Στα ελληνικά καταστήματα αναρτώνται πινακίδες καλώντας τους μουσουλμάνους να μην εισέρχονται, επειδή οι 'Ελληνες είναι εχθροί του κράτους. Σαν πρόφαση χρησιμοποιείται η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η εφαρμογή του σχεδίου εξόντωσης συνεχίζεται αρχίζοντας από τη Δυτική Μικρά Ασία (Ιωνία) τον Μάρτιο του 1914 με μαζικές επιθέσεις, σφαγές, πογκρόμ και εκτοπίσεις των Ελληνικών πληθυσμών. Όλα αυτά συμβαίνουν χωρίς να υπάρχει κανένα ίχνος πολέμου και, ως εκ τούτου, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οι εκτοπίσεις γίνονταν λόγω αμυντικών αναγκών.
Οι επιθέσεις στα ελληνικά χωριά και κωμοπόλεις οργανώνονται με μυστικό τρόπο χρησιμοποιώντας τον κομματικό μηχανισμό του Κόμματος 'Ενωσης και Προόδου καθώς επίσης και την αστυνομία. Συμμετέχουν μεταμφιεσμένοι αξιωματικοί του στρατού, Η πλέον τραγική περίπτωση είναι η ολoκληρωτική καταστροφή της Φώκαιας την 14 Ιουνίου 1914 που καταγράφεται από τον Γάλλο αρχαιολόγο Φελιξ Σαρτιώ, που βρισκόμενος στην Φώκαια φωτογραφίζει τις σφαγές και την πυρπόλησή της ενημερώνοντας τη γαλλική κοινή γνώμη. Η Φώκαια είναι η μητέρα-πατρίδα της Μασσαλίας και τα γεγονότα ξεσηκώνουν θύελλα διαμαρτυριών σε όλη τη Γαλλία. Αν και οι διωγμοί μετριάζονται εν μέρει με την ανακήρυξη της εκκλησίας εν διωγμώ τον Μάιο του 1914 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η κατάσταση χειροτερεύει με την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο τέλη Οκτωβρίου. Σε πολλές εκθέσεις και αναφορές πρεσβευτών ουδέτερων χωρών αναφέρεται ο ρόλος της Γερμανίας στην παρότρυνση της οθωμανικής κυβέρνησης να εφαρμόσει μαζική εθνοκάθαρση με όλα τα χαρακτηριστικά που σήμερα θεωρείται ότι συνιστούν «Εθνοκάθαρση ή Γενοκτονία».
Οι εκτοπίσεις γίνονται κάτω από τραγικές συνθήκες σε όλες τις περιoχές της Δυτικής Μικράς Ασίας συμπεριλαμβανομένων των περιοχών Προποντίδας, όλης τα παραλιακής ζώνης του Αιγαίου και της Μεσογείου. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα μη έχοντας εμπλακεί ακόμα στον πόλεμο, μέχρι τον Ιούνιο του 1917 διατηρούσε προξενεία και υποπροξενεία σε πολλές πόλεις (π.χ. Σμύρνη, Βουρλά, Αίβαλί, Προύσα, Τσανάκκαλε, Αττάλεια, Σαμσούντα. Τραπεζούντα κτλ), από τα οποία καταφθάνουν αναφορές συνέχεια προς τήν Ελληνική Πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης και στην Αθήνα στο Υπ. Εξωτερικών. Η κυβέρνηση του Βενιζέλου απειλεί την κήρυξη πολέμου αλλά με την επικράτηση του εθνικού διχασμού από τις αρχές του 1915 η βοήθεια από την Ελλάδα για την προστασία των πληθυσμών περιορίζεται. Οι διωγμοί συνεχίζονται σε όλη τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, ενώ μαζικές επιχειρήσεις εθνοκάθαρσης αρχίζουν στον Δυτικό Πόντο το φθινόπωρο του 1916, ενώ ο Ανατολικός βρίσκεται υπό τον ρωσικό έλεγχο.
Η πραξικοπηματική είσοδος στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο
Η είσοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο γίνεται με πραξικοπηματικό τρόπο από τη δικτατορική τριανδρία Ενβέρ, Ταλαάτ και Τζεμάλ. Αρχές Αυγούστου του 1914 η οθωμανική Βουλή με μεθόδευση τίθεται σε διακοπές και σταματάει προσωρινά τις εργασίες της. Η Γερμανία πoλιορκεί ασφυκτικά τους τρεις δικτάτορες και εκβιάζει για την είσοδο του οθωμανικού Κράτους στον πόλεμο με την απειλή διακοπής της οικονομικής βοήθειας. Η επίσημη είσοδος γίνεται με την είσοδο των δύο Θωρηκτών πλοίων «Γκόμπεν» και «Μπρέσλαου» από τον Ελλήσποντο, τα οποία υψώνουν τουρκικές σημαίες και οι ναύτες φορούν φέσια και με δική τους πρωτoβουλία βγαίνουν στον Εύξεινο Πόντο και βομβαρδίζουν την Οδησσό, με αποτέλεσμα η Ρωσία να κηρύξει τον πόλεμο στο οθωμανικό κράτος. Πλέον το τυχοδιωκτικό γερμανικό σχέδιο συνωμοσίας έχει πετύχει και η αυτοκρατορία βρίσκεται εντός του πολέμου, χωρίς να το έχει αποφασίσει η Βουλή ή ακόμα το Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά ο Γερμανός πρέσβης με τον Ενβέρ, που κατέχει το αξίωμα του Υπουργού Αμυνας. Πλέον οι πολίτες ανεξάρτητα θρησκείας και εθνικότητας οδηγούνται σε ένα απέραντο σφαγείο.
Την 14η Νοεμβρίου 1914 η δικτατορική κυβέρνηση οργανώνει την κήρυξη του Ιερού Πολέμου-Τζιχάτ, που αποτελεί ένα από τα στάδια εφαρμογής του ολοκληρωτικού σχεδίου καταστροφής των χριστιανικών λαών. Μια από τις μεγαλύτερες εγκληματικές πράξεις συντελείται τον Δεκέμβριο του 1914 από τον Υπουργό Αμυνας Ενβέρ, που διατάσσει τους 100.000 φαντάρους της Γ' Στρατιάς που είχε ελαφριά εξάρτυση πολέμου, για να πολεμήσει στην αραβική έρημο, να επιτεθούν στα ρωσικά σύνορα στην περιοχή Σαρίκαμις, με αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο όλοι οι φαντάροι, στην πλειονότητά τους μουσουλμάνοι. Παρά αυτή την άνευ προηγουμένου ανθρώπινη τραγωδία, ο Ενβέρ παραμένει αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων. Σημειωτέον ότι ο Ενβέρ είχε αναρριχηθεί στην βαθμίδα του στρατάρχη με δική του απόφαση. Είναι τραγικό ότι ακόμα και σήμερα σύμφωνα με την επίσημη ιστορία της Τουρκίας ο Ενβέρ πασάς χαρακτηρίζεται ως ήρωας, πράγμα που δείχνει ότι στην Τουρκία ακόμα επικρατεί η νοοτροπία του Κομιτάτου Ένωσης και Προόδου.
Η ολοκληρωτική εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών
Η συνέχιση του πολέμου, η ναυτική επίθεση στα στενά των Δαρδανελίων και η απομόνωση της ενδοχώρας της Μικράς Ασίας από τον έξω κόσμο δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση της 'Ενωσης και Προόδου να εφαρμόσει το γενικό σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών λαών. Η εξόντωση των Αρμενίων και Ασσυρίων σε όλες τις περιοχές που ζούν κορυφώνεται τον Απρίλιο του 1915, χωρίς να σταματούν οι διωγμοί των Ελλήνων στις υπόλοιπες περιοχές. Στο πλαίσιο του γενικού σχεδίου εξόντωσης, εφαρμόζεται η σύλληψη της πνευματικής ηγεσίας των 250 Ελλήνων τον Μάρτιο και των 300 Αρμενίων την 24 Απριλίου στην Κωνσταντινούπολη.
Τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη, εξαιρούνται από τις εκτοπίσεις λόγω της παρουσίας πρεσβευτών ουδέτερων χωρών. Οι προσπάθειες για τη διάσωση των χριστιανικών λαών του μεγάλου ανθρωπιστή πρέσβη της Αμερικής Χ, Μοργκεντάου αποτυγχάνουν. Αργότερα ο ίδιος πρέσβης ονομάζει την γενοκτονία των Αρμενιών ως «τον θάνατο ενός Έθνους». Η επίθεση του αγγλογαλλικού στόλου τον Μάρτιο του 1915 στα στενά των Δαρδανελίων αποτυγχάνει, όμως τα οθωμανικά στρατεύματα σε όλη τη διάρκεια του 1915 και του 1916 υφίστανται ήττες στον Καύκασο και στις αραβικές ερήμους.
Η τραγική κατάσταση των λαών της αυτοκρατορίας, λόγω των σφαγών και εκτοπισμών των χριστιανικών πληθυσμών αλλά και του πολέμου, φθάνει σε τρομακτικό επίπεδο. Το σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών λαών εφαρμόζεται από την παραστρατιωτική οργάνωση «Τεσκιλάτι Mαχσouσά-Teskilati Mahsusa» που διοικείται από τους Μπεντρετίν Σακίρ, Μεχμέτ Ναζίμ και Εσρέφ Κουστσούμπαση. Τα εκτελεστικά όργανα της Τεσκιλάτι Mαχσους είναι τα εγκληματικά στοιχεία της Κοινωνίας που μαζεύονται από τις φυλακές βαρυποινιτών και στρατολογούνται για την εξόντωση γυναικόπαιδων, αφού οι χριστιανοί άντρες έχουν οδηγηθεί στα τρομερά Τάγματα Εργασίας γνωστά ως Αμελέ Ταμπουρλαρί.
Ο ρωσικός στρατός τον Απρίλιο του 1916 καταλαμβάνει την ανατολική παραλία του Πόντου συμπεριλαμβανομένης της Τραπεζούντας. 0 Μητροπολίτης Χρύσανθος, ως πρότυπο Ορθόδοξου ιεράρχη, οργανώνει την περίθαλψη όλων των πληθυσμών, μουσουλμάνων και χριστιανών, και εξασφαλίζει την ομαλότητα στην περιοχή του Ανατολικού Πόντου.
Όμως στον δυτικό Πόντο (Σαμσούντα και Μπάφρα) αρχίζουν από τον 0κτώβριο του 1916 τρομεροί εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου σε μέγεθος ολοκληρωτικής γενοκτονίας οι οποίοι συνεχίζονται μέχρι το τέλος του πολέμου. Το οθωμανικό κράτος καταρρέει το φθινόπωρο του 1918 και οι τρεις δικτάτορες Ενβέρ, Ταλάτ και Τζεμάλ διαφεύγουν μυστικά αρχές Οκτωβρίου με γερμανικό υποβρύχιο, ενώ το οθωμανικό κράτος αναγκάζεται να υπογράψει την ανακωχή του Μούδρου της 30 Οκτωβρίου 1918. Παρά τη διαφυγή των τριών δικτατόρων στο εξωτερικό, οι μηχανισμοί του Ιττιχάτι Τερρακί παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άθικτοι και το κόμμα αλλάζοντας ονομασία συνεχίζει τη δράση του στο οθωμανικό κοινοβούλιο. Η νέα κυβέρνηση που ορίζει ο Σουλτάνος Βαχντεντίν προσπαθεί να προσαγάγει στη δικαιοσύνη τους εγκληματίες κατά των Αρμενίων και Ελλήνων, αλλά η προσπάθεια αυτή σταματάει ουσιαστικά προς τα τέλη του 1919 με την έναρξη του εθνικιστικού κινήματος με πρωτεύουσα την Αγκυρα, στην οποία σπεύδουν όλα τα μέλη του Κόμματος της Ένωσης και Προόδου. Η προσπάθεια των Βρετανών να οργανώσουν δίκη των υπαιτίων της εξόντωσης των χριστιανικών λαών της Μικράς Ασίας οδηγείται σε αποτυχία λόγω της επικράτησης των οικονομικών συμφερόντων της Γαλλίας, Ιταλίας, Η.Π.Α. αλλά και της ίδιας της Βρετανίας, που δεν θέλει να μείνει εκτός του μοιράσματος σφαιρών οικονομικού επηρεασμού.
Τα πολλαπλά διαδοχικά σφάλματα που υποπίπτουν οι κυβερνήσεις τόσο του Βενιζέλου όσο και της βασιλικής παράταξης στη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, η ανοικτή υποστήριξη της νέας Σοβιετικής 'Ενωσης αλλά και της Ιταλίας και της Γαλλίας οδηγεί στην ήττα του ελληνικού στρατού και την ολοκληρωτική εξόντωση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και του Πόντου, που αποτελεί την ολοκλήρωση του σχεδίου εξόντωσης των χριστιανικών λαών. Το μεγαλύτερο κόστος πληρώνει ο Ποντιακός Ελληνισμός που εκτοπίζεται μαζικά στη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού Πολέμου και οδηγείται σε ολοκληρωτικό αφανισμό. 0 συνολικός αριθμός των θυμάτων των χριστιανικών λαών της Μικράς Ασίας υπερβαίνει τα 3 εκατομμύρια για την περίοδο 1913-1922. Η ατιμωρησία που επισημοποιήθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης, όπως επισήμανε ο Τσώρτσιλ από το 1928, αποτέλεσε κύρια αιτία που ο Χίτλερ κατέστρωσε με βάση την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού το ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ευρώπης. Όταν άρχιζε η επιχείρηση εθνοκάθαρσης των Εβραίων της Πολωνίας το 1939, στις επιφυλάξεις των στρατηγών της Βέρμαχτ ο Χίτλερ απάντησε κατά την κορύφωση του ολοκαυτώματος των Εβραίων της Ευρώπης: «ποιος θυμάται σήμερα τους Αρμένιους;».
Συμπερασματικά η 100ή επέτειος της επικράτησης του Κομιτάτου Ένωσης και Προόδου – Ιττιχάτι Τερακκί αποτελεί την πλέον μελανή επέτειο όχι μόνο για τους λαούς της περιοχής μας αλλά και για όλη την ανθρωπότητα. Το ότι οι νοοτροπίες και οι πολιτικές αντιλήψεις που εισήγαγαν οι οπαδοί του Κομιτάτου ακόμα και σήμερα αποτελούν σοβαρή απειλή για την ειρήνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να προβληματίσει όλους τους φιλειρηνικούς ανθρώπους και τη διεθνή κοινότητα.
Πηγή: (Ο Πολίτης των Κωνσταντινουπολιτών - Αύγουστος 2008), Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας
Πηγή: Ακτίνες
Ένας νέος από αρχοντική οικογένεια αφήνει τα εγκόσμια και πηγαίνει στο μοναστήρι. Αυτό βέβαια δεν είναι συνηθισμένο και φυσικό, όχι μόνο σήμερα, αλλά και σε κάθε καιρό. Το φυσικό και συνηθισμένο είναι μια καλή κοινωνική αποκατάσταση, να ακολουθήσει το παιδί το έργο του πατέρα και να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση. Αλλ’ όμως βρίσκονται νέοι, κι ας διαμαρτύρονται κι ας αντιδρούν οι γονείς τους, που βγαίνουν από τη συνήθεια και ξεπερνάνε τα ανθρώπινα μέτρα. Είναι, καθώς λέγει ο Ιησούς Χριστός, «οι δυνάμενοι χωρείν». Ποτέ βέβαια με τη δική τους μόνο θέληση και δύναμη, αλλά πάντα οπλισμένοι και δυνατοί με τη θεία χάρη.
Η ομιλία έγινε στις 03.12.2017, στο πνευματικό κέντρο του Αγίου Παντελεήμονα Γλυφάδας στα πλαίσια κύκλου ομιλιών με θεματική : Τα αντίχριστα νομοθετήματα και ο λόγος της Εκκλησίας. Συμμετέχουν :Πρωτ. π. ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΚΑΡΠΑΘΙΟΥ, Θεολόγος-ψυχίατρος ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΡΟΥΝΤΑΣ , Δικηγόρος ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΚΑΡΠΑΘΙΟΥ, Θεολόγος
Ι. ΘΩΡΗΚΤΟ «Γ. ΑΒΕΡΩΦ»
ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΠΟΥ ΕΝΩΝΕΙ ΠΝΟΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΤΕΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ*
τῆς κ. Πολυξένης Χούση, διευθύντριας Σύνταξης τοῦ περιοδικοῦ «Ναυτική Ἑλλάς» Θωρηκτό «Γ. ΑΒΕΡΩΦ», Θεσσαλονίκη, Ὀκτώβριος 2017.
Τά εἶδα, τά βίωσα. Εἰσέπραξα τόν παλμό τοῦ πλήθους καί τό πάθος τῶν Ἑλλήνων πού ἤθελαν νά ἀγκαλιάσουν τήν Ἑλλάδα, νά ζεσταθοῦν μέ τήν αὔρα της, νά κρατηθοῦν ἀπό τίς ἀντοχές της.
Τό Ἀβέρωφ παίρνει σάρκα καί ὀστᾶ Ἑλλάδας, μιά μορφή φυλαχτοῦ καί ὀνείρου, μιά πνοή ἀλύτρωτης ἐλπίδας καί ὑπερηφάνειας.
Δεκάδες χιλιάδες εἶναι οἱ Βορειοελλαδίτες πού περιμένουν νά πισωπλατήσουν τόν φόβο ἀπ τούς καιρούς ἀνεβαίνοντας στό θωρηκτό τῆς νίκης, νά στερεώσουν τό θάρρος τους πατώντας στό κατάστρωμά του, νά ἀναγεννηθοῦν ἐνθυλακώνοντας τήν ἱστορία του.
Κυριακή 21 Ὀκτωβρίου 2017. Δέκα ἡμέρες ἀφ ὅτου ἄνοιξε τό ἐπισκεπτήριο στό Ἀβέρωφ. Ἡ ὥρα εἶναι ὀκτώ καί μισή τό πρωΐ, τό ἐπισκεπτήριο ἀρχίζει στίς ἐννέα καί ὁ ἀριθμός τῶν ἀνθρώπων πού περιμένουν ν ἀνέβουν στό πλοῖο ἀγγίζει τούς ἐννιακόσιους. Συνολικά 4.440 ἄνθρωποι καταφέρνουν νά ἐπιβιβασθοῦν τήν ἡμέρα αὐτή, χωρίς ὡστόσο νά καταστεῖ δυνατή ἡ ἐπιβίβαση γιά ὅλους ὅσοι περιμένουν. Ἕνα μήνα τώρα παραμονῆς τοῦ Ἀβέρωφ στή Θεσσαλονίκη καί οἱ ἐπισκέπτες ἄγγιξαν τόν ἀριθμό τῶν 80.000, ὅταν στό Φάληρο, μόνιμο χῶρο ἐλλιμενισμοῦ τοῦ πλοίου, ἐτησίως ὁ ἀριθμός αὐτός φθάνει τίς 60.000.
Κάθε ἡμέρα περισσεύει ἡ λαχτάρα καί ἡ ζέση τῶν ἀνθρώπων νά «ταξιδέψουν» μέ τό Ἀβέρωφ. Κάθε ἡμέρα καί ὁ λαϊκός ξεσηκωτικός παλμός δυναμώνει.
Τά βλέμματα ὑγραίνονται ἀπό χαρά καί συγκίνηση. Μιά περιρρέουσα ἄνοιξη ἐθνικοκοινωνικῆς ὁμοψυχίας καί ἠθικῆς ἀνάτασης σκορπᾶ ἐνθουσιασμό.
Ἐπί τοῦ πλοίου
Ἡ ὑπερήλικη γυναίκα πού μόλις πατάει τό κατάστρωμα τοῦ Ἀβέρωφ γονατίζει καί τό φιλᾶ, ὁ ἀπόμαχος ἡλικιωμένος πού τρέχει στό κοντάρι τῆς σημαίας καί ἀγκαλιάζοντάς το ξεσπάει σέ λυγμούς, ὁ ταξίαρχος τοῦ στρατοῦ Ξηρᾶς, ἔνστολος, πού μέ σκυμμένο τό κεφάλι καί κατεβαίνοντας τήν κλίμακα τοῦ πλοίου κάνει τόν σταυρό του, ὅπως καί ἄλλοι πού ἀποχωρώντας σταυροκοπιοῦνται, οἱ ὁμάδες ἀπό μαθητές πού τραγουδᾶνε τό «Μακεδονία ἡ ξακουστή», ἡ ὁμάδα ἀπό νέους τῆς Κρήτης πού ἐπιδίδεται σέ ἕναν πολεμικό χορό στόν προβλήτα τοῦ πλοίου, ὁ ὀγδοντάχρονος πού προσφέρει κλαίγοντας μία χρυσή λίρα τοῦ 1900 γιά τήν ἐπισκευή τοῦ Ἀβέρωφ εἰς μνήμην τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε ναύτης σέ αὐτό, ὁ ἀνάπηρος στό καροτσάκι πού μέ τή βοήθεια ἀνδρῶν τοῦ πληρώματος ἀνεβαίνει στό καράβι καί δέν μπορεῖ νά συγκρατήσει τά δάκρυά του, ἡ γυναίκα μέ τό λευκό μπαστουνάκι (τυφλή) πού ἔχει κατέβει στό δεύτερο ὑπόστρωμα τοῦ πλοίου καί ρωτᾶ τόν ξεναγό-ναύτη ἄν μπορεῖ νά ἀγγίξει κάποιο ἀντικείμενο πού ἐκεῖνος περιγράφει γιά νά κατανοήσει τήν περιγραφή του, τό 5χρονο ἀγοράκι πού ρωτᾶ τόν πατέρα του «ἄν αὐτό τό πλοῖο πολέμησε» καί τοῦ ζητᾶ νά τό σηκώσει στά χέρια γιά νά ἀγγίξει τό πυροβόλο τοῦ Ἀβέρωφ, ὁ καθηγητής καί κοσμήτορας τῆς Σχολῆς Καλῶν Τεχνῶν τοῦ Α.Π.Θ. κ. Ξενοφῶν Σαχίνης πού δέν μπορεῖ νά κρύψει τά δάκρυά του, τή στιγμή κατά τήν ὁποία προσφέρει στόν Κυβερνήτη τοῦ πλοίου ἀρχιπλοίαρχο Σ. Χαραλαμπόπουλο ΠΝ, ἕναν ξυλόγλυπτο πίνακα μέ τό Ἀβέρωφ, πού ὁ ἴδιος φιλοτέχνησε μέ τήν ἔλευση τοῦ πλοίου στή Θεσσαλονίκη, ὁ παραολυμπιονίκης Ἀντώνης Τσαπατάκης πού μέ τή δάδα τῆς λαμπαδηδρομίας τῶν χειμερινῶν Ὀλυμπιακῶν τοῦ 2018, «πυρσώνει» τό πυροβόλο τοῦ Ἀβέρωφ, ἀκουμπώντας αὐτή στήν κάνη του, εἶναι μερικές ἀπό τίς εἰκόνες, πού διαπερνοῦν τίς αἰσθήσεις καί προκαλοῦν τήν ψυχή ν ἀναρριγήσει.
Πιό ἐκεῖ, ἕνας ἀνθυποπλοίαρχος τοῦ Ἐμπορικοῦ Ναυτικοῦ, πού ἦρθε ἀπό τή Λῆμνο, ὅπου ὑπηρετεῖ τή θητεία του στό Πολεμικό Ναυτικό, ἀποκλειστικά γιά νά δεῖ τό Ἀβέρωφ, ἀναζητᾶ τόν Κυβερνήτη.
Τόν βρίσκει: «Κύριε Κυβερνήτα, θέλω νά ἐπιβαίνω στό πλοῖο κατά τήν ἐπιστροφή του στό Φάληρο. Θέλω πολύ ἐπίσης νά μείνω μόνιμος στό Πολεμικό Ναυτικό, ἀλλά ἀποκλείομαι, μόλις γιά ἕξι μῆνες, λόγῳ ὁρίου ἡλικίας. Ἄν γινόταν κάτι κύριε Κυβερνήτα... Ἀφήνω τίς 4.000 εὐρώ πού παίρνω στά καράβια, γιά νά ὑπηρετήσω τή Σημαία μας». Ὁ Κυβερνήτης τοῦ σφίγγει τό χέρι καί τόν ἀγκαλιάζει.
Στιγμές καί σκηνές μιᾶς ὡραίας Ἑλλάδας, μιᾶς ζεστῆς κοινωνίας, ὅπου ἕνα κράμα ἀξιῶν καί ἰδανικῶν, χαλυβδώνει τόν ἄνθρωπο νά ἀντιστέκεται στήν εὐτέλεια καί στό γκρέμισμα τῶν κοινωνικῶν ἰσορροπιῶν.
Λυτρωτικό κράτημα
Ἡ παρουσία τοῦ Ἀβέρωφ στή Θεσσαλονίκη μοιάζει νά κινητοποίησε ἠθικά ἀνακλαστικά τῆς κοινωνίας, γνωρίζοντας στούς νεώτερους καί ἐνισχύοντας στούς παλαιότερους τήν Ἐθνική αὐτογνωσία. Ποιοί εἴμαστε ὡς λαός καί κοινωνία, ποῦ εἴμαστε καί ποῦ θέλουμε νά πᾶμε; Μέσα ἀπό τήν ἀφύπνιση τῆς Ἐθνικῆς συνείδησης πού προκαλεῖ τό ζωντανό αὐτό κειμήλιο, ἔμφορτο δόξας καί ἀξιοσύνης, ξεπροβάλλει τό χρέος ὡς δρομολογημένη πορεία, ἡ πίστη στήν ἐλευθερία ὡς ὑπέρτατο ἀγαθό, ἡ πίστη στόν Θεό ὡς ἀντιρρόπηση στήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἡ διαφύλαξη μιᾶς ἀδούλωτης πατρίδας ὡς καταφύγιο καί καταφυγή τῶν ἀνθρωπίνων κοινωνιῶν, συστατικά, πού ὁριοθετοῦν ἤ καί συγκροτοῦν κατά τό πλεῖστον ὑπαρξιακή θέση μέ προσανατολισμό καί στόχευση, μέ ἀσφάλεια καί δύναμη, ἐπιτρέποντας τήν ἐλπίδα καί τό ὄνειρο.
Ἔτσι λοιπόν, τό Ἀβέρωφ λειτουργεῖ ὡς λυτρωτικό κράτημα σέ μιά κοινωνία, πού ἀναζητᾶ ἀπεγνωσμένα τήν αἰσιοδοξία, τή σιγουριά καί τή δύναμή της.
«Πᾶμε Ἀβέρωφ»
Κοινωνικό φαινόμενο πού ἀνατρέπει τήν «κανονικότητα τοῦ γκρίζου» τῶν καιρῶν μας, θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθεῖ αὐτή ἡ λαϊκή λαχτάρα γιά τό Ἀβέρωφ στή Θεσσαλονίκη. Ἀκόμη καί τό βράδυ, ὅταν τά κιγκλιδώματα φράζουν τήν εἴσοδο τοῦ πλοίου, ὁ κόσμος καί εἰδικά ὁ νεαρόκοσμος μέ τό σύνθημα «Πᾶμε Ἀβέρωφ» συγκεντρώνεται γύρω ἀπό αὐτά, καί παραμένει γιά ὧρες σέ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπό τό πλοῖο, ὡς νά δηλώνει τό «παρών» του σέ μιά «εὐλαβική περιφρούρησή» του.
Τί εἰκόνες ἐθνικῆς ὡραιότητας, τί ἀναγεννητικά συναισθήματα ὁμοψυχίας καί κοινωνικῆς συνοδοιπορίας!
Τό Πολεμικό Ναυτικό κατορθώνει, μέ ἕνα πλοῖο-σύμβολο 106 ἐτῶν, νά ἐμφυσήσει ἐλευθερία καί ὀμορφιά, ἀπελευθερώνοντας καταπιεσμένες συνειδήσεις ἀπό τούς ἄπνοους κοινωνικά καί ἀφυδατωμένους ἐθνικά καιρούς μας, σέ μιά νικηφόρα ἀντιπαράθεση μέ τίς ὅποιες μηδενιστικές ἀντιλήψεις. Τό «μέγα τό τῆς θαλάσσης κράτος» ὑπογράφει τό εὔστοχο καί ἐπιτυχές αὐτό ἐγχείρημα, τῆς παρουσίας τοῦ θωρηκτοῦ Ἀβέρωφ, μετά ἀπό 72 χρόνια στή Θεσσαλονίκη, ἐπιτυγχάνοντας ἔτσι, στήν ἐμβέλεια τῆς τοπικῆς κοινωνίας καί ὄχι μόνο:
Ἡ ἱστορία νά εἶναι παρούσα, τό Ἔθνος σέ ἀφύπνιση, ἡ κοινωνία σέ ἀνάταση καί ὅλα αὐτά στοιχισμένα πίσω καί γύρω ἀπό ἕνα πλοῖο. Τό θωρηκτό «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ». Τό πλοῖο πού ἑνώνει πνοές καί συνθέτει δυνάμεις. Εἴθε ἀδιασάλευτα ἡ πορεία του νά κρατᾶ ἀρραγή τήν κοινωνική καί ἐθνική ἑνότητα, καί νά ὁρίζει ἐσαεί τή ρότα μιᾶς ἀναγεννητικῆς ὁρμῆς!
ΙΙ.
«ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΝΟΥΜΕ ΘΑΥΜΑΤΑ»
Ἀπόσπασμα συνεντεύξεως τοῦ Κυβερνήτη τοῦ «Γ. Ἀβέρωφ» Ἀρχιπλοιάρχου Π.Ν. κ. Σ. Χαραλαμπόπουλου
Ἄριστος ἐκφραστής τοῦ πνεύματος τοῦ «Γ. Ἀβέρωφ», τοῦ πλοίου-θρύλος, ὁ κυβερνήτης του κ. Σωτήριος Χαραλαμπόπουλος, Ἀρχιπλοίαρχος ΠΝ (τό ἀντίστοιχο τοῦ Ταξιάρχου στόν Στρατό Ξηρᾶς).
Νά τί λέγει σέ συνέντευξή του στήν κ. Ντέπυ Χιωτοπούλου στήν ἐφημ. Ἔθνος (Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017):
«Κατά τήν ἐπίσκεψή σας στό θωρηκτό θά διαπιστώσετε τή δυνατή συνύπαρξη τοῦ θρησκευτικοῦ στοιχείου μέ τό ἡρωϊκό. Αὐτό πού βλέπει πρῶτα κανείς στό πλοῖο εἶναι τό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὅπου οἱ Ἰταλοί τό εἶχαν πυριτοθήκη. Ἐμεῖς τό κάναμε ἐκκλησάκι καί πάντοτε ὑπηρετοῦσε στρατιωτικός ἱερέας, ὁ ὁποῖος εἶχε συμβολικό καί ἰδιαίτερο ρόλο. Εκτός ἀπό τή Λειτουργία, ἐμψύχωνε τό πλήρωμα, στά μηχανοστάσια καί σέ ἄλλους χώρους, μέ θερμοκρασίες πάνω ἀπό 50-55 βαθμούς στό λεβητοστάσιο. Καί ὅταν τό πλοῖο ἔπιανε σέ κάποιο λιμάνι, μάζευε τούς ναῦτες, πού οἱ περισσότεροι ἦταν ἀγράμματοι, καί τούς μάθαινε ἀνάγνωση καί γραφή».
Ὑπάρχουν πολλά θρησκευτικά ἀντικείμενα, ὅπως ὁ κουβάς μέ τό θαῦμα καί τήν ἀποτύπωση τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καθώς καί ὁ σταυρός πού φτιάχτηκε ἀπό τούς μηχανικούς τοῦ πλοίου τή Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 1941. «Τό πλοῖο βαδίζει ἔχοντας τό θρησκευτικό παράλληλα μέ τό ἡρωϊκό. Τό πλοῖο εἶναι ζωντανό καί τά μηνύματα πού μεταφέρει εἶναι ὅτι μέ τήν ἀγάπη στήν πατρίδα καί τήν πίστη στόν Θεό κάνουμε θαύματα. Οἱ ἄνθρωποι πού ἦταν μέσα ἦταν ἥρωες, ἀγαποῦσαν τήν πατρίδα τους, πίστευαν καί στόν Θεό» ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ κ. Χαραλαμπόπουλος.
ΙΙΙ.
«ΕΔΩ ΠΟΥ ΑΚΟΥΜΠΑΕΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΒΛΗΜΑ ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΣΕΙ»
(Ναύαχος Παῦλος Κουντουριώτης)
Ρεπορτάζ γιά τό πλοῖο-θρύλος ἔχει καί τό περιοδικό Metrosport. Στό History Metropoplus τῆς 14 Νοεμβρίου 2017, σ. 23, διαβάζουμε:
Εἶναι καθοριστικές, ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, οἱ Ναυμαχίες τῆς Ἕλλης καί τῆς Λήμνου. Εἶναι οἱ ναυμαχίες πού κερδίζει ἡ Ἑλλάδα στούς Βαλκανικούς Πολέμους, μέ μπροστάρη τό «Ἀβέρωφ» καί οὐσιαστικά διέλυσαν τίς προσδοκίες τοῦ Σουλτάνου γιά τόν ἔλεγχο τοῦ Αἰγαίου.
Ἡ ναυμαχία τῆς Ἕλλης (3 Δεκεμβρίου τοῦ 1912) πραγματοποιήθηκε στήν ἔξοδο τῶν στενῶν τῶν Δαρδανελλίων (τοῦ Ἑλλησπόντου) καί ἔληξε μέ τήν νίκη τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου καί τόν ἐγκλεισμό τοῦ ὀθωμανικοῦ ἐντός τῶν στενῶν. Λίγες μέρες μετά, στήν Ναυμαχία τῆς Λήμνου (18 Ἰανουαρίου τοῦ 1913) ἡ νέα νίκη τοῦ Ἑλληνικοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ, ἔκλεισε πάλι τόν τουρκικό στόλο στά στενά. Εἶναι συγκλονιστικός ὁ τρόπος τῆς περιγραφῆς ἀπό τόν κ. Χαραλαμπόπουλο:
«Εἶναι 3 Δεκεμβρίου τοῦ 1912 καί τό καράβι, ἐπικεφαλῆς τοῦ ̔Ελληνικοῦ Στόλου, κινεῖται ἐναντίον τοῦ τουρκικοῦ, πού βγαίνει ἀπό τά Δαρδανέλλια.
Ὁ Ναύαρχος ἀντί νά εἶναι στά διαμερίσματά του, ἀπρόσιτος καί μακριά ἀπό τό πλήρωμα, φωνάζει τόν Ἀρχιμανδρίτη, τόν Δάφνο, νά τοῦ φέρει ἕναν ξύλινο σταυρό ἀπό τήν Ἐκκλησία. Παίρνει τόν ξύλινο σταυρό καί ἀρχίζει νά περνάει ἀπό ὅλες τίς θέσεις. Ἀπό λεβητοστάσια, μηχανοστάσια, πυροβόλα καί κοιτάζει στά μάτια ἕναν-ἕναν ὅλο τό πλήρωμα.
Εἶχε ψυχική ἐπαφή μέ τόν καθένα τοῦ πληρώματος. Ἤθελε νά μιλάει στίς ψυχές τους καί τούς δείχνει ὅτι ὁ σταυρός αὐτός θά τούς δώσει τή νίκη. Μετά, μέ τόν σταυρό, πηγαίνει στήν κόντρα-γέφυρα, στήν ἀκάλυπτη γέφυρα. Δέν μπῆκε ποτέ νά προστατευτεῖ στή θωρακισμένη γέφυρα, πού προβλέπεται στή Ναυμαχία.»
Ἦταν ἀκάλυπτος. Ἀκουμπάει τόν σταυρό καί λέει: "Ἐδῶ πού ἀκουμπάει ὁ σταυρός, τούρκικο βλῆμα δέν θά πέσει". Ὅπως καί δέν ἔπεσε. Καί μετά φόρεσε τόν σταυρό στόν λαιμό. Οἱ Τοῦρκοι ἔριξαν 1800 βλήματα ἐναντίον τοῦ πλοίου καί πάνω ἔπεσαν μόνο 20, κάνοντας ἀμυχές. Τίποτα δέν ἔπαθε τό καράβι. Καί ἕναν μήνα μετά, στή Ναυμαχία τῆς Λήμνου, ὁ Ναύαρχος ἦταν μέ τόν σταυρό στό ἕνα χέρι καί τά κυάλια στό ἄλλο. Σέ ἕναν μήνα −παγκόσμια μοναδικότητα εἶναι αὐτό− ἕνα πλοῖο τά βάζει μέ ἕναν στόλο, δύο φορές, καί τόν βγάζει ἐκτός μάχης γιά πάνω ἀπό 12 μῆνες. Καί γιά 60 χρόνια δέν ξανατόλμησε ὁ τουρκικός στόλος νά βγεῖ στό Αἰγαῖο. Ἀπό τόν Ἰανουάριο τοῦ 1913, μέ τή Ναυμαχία τῆς Λήμνου πού ἔπαθε τό καθοριστικό χτύπημα, ξαναβγῆκε τή δεκαετία τοῦ 70. Καί δέν εἶναι μόνο αὐτό. Κλείνει τόν τουρκικό στόλο μέσα στά στενά καί κάνει τό Αἰγαῖο ἑλληνική θάλασσα. Ὑπάρχουν 250.000 Τοῦρκοι στά παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας πού περιμένουν νά περάσουν μέ τά πλοῖα, γιά νά ἐνισχύσουν τούς Τούρκους σέ Μακεδονία καί Θράκη. Αὐτοί δέν μεταφέρθηκαν ποτέ.
Γι αὐτό καί κερδίσαμε τούς Βαλκανικούς Πολέμους. Οὐσιαστικά διπλασιάστηκε ἡ Ἑλλάδα. Ἀκόμη καί ἀργότερα, στή Μικρασιατική Καταστροφή, οὐδέποτε βγῆκε ὁ τουρκικός στόλος στό Αἰγαῖο. Ἔτσι, ἀκόμη καί τότε, σέ δύσκολες καταστάσεις, μπόρεσε καί ὁ στρατός μας καί οἱ πρόσφυγες νά μεταφερθοῦν στήν Ἑλλάδα. Καί ὁ στρατός μας, ὅταν ὑποχώρησε, δέν ἔφτασε στά παράλια ἀτάκτως. Τά πλοῖα μας, τό Ναυτικό μας, κράτησαν στά ὑψώματα τούς Τούρκους καί τά στρατεύματα ἦρθαν πίσω τακτικά. Τό «Ἀβέρωφ» τότε ἦταν στό Ἀϊβαλί. Καί μετά, γιά τή συνθήκη τῆς Λωζάνης, ὁ Βενιζέλος εἶχε ἕνα ἰσχυρό χαρτί στά χέρια του. Τό Πολεμικό Ναυτικό εἶχε τόν ἔλεγχο τοῦ Αἰγαίου καί δέν φτάσανε τά σύνορά μας στή Βοιωτία ἀλλά χάσαμε τά λιγότερα δυνατά. Λόγῳ τοῦ ἰσχυροῦ στόλου μας.»
Συζητᾶμε γιά τήν εὐχή καί τό κατευόδιο ὅλων τῶν Ἑλλήνων. Στήν κουβέντα ὁ Κυβερνήτης βάζει πάνω ἀπό ὅλα τόν προστάτη, Ἅγιο Νικόλαο.
«Εἶναι τό καράβι μας, εἶναι ἡ ναυαρχίδα μας, εἶναι ὅλων τῶν Ἑλλήνων. Ὅταν ἀγοράστηκε ἀπό τούς Ἰταλούς, τό 1/3 τό ἔδωσε ὁ Ἀβέρωφ. Ἀπό τά 24 ἑκ. δραχμές, τά 8 ἦταν ἀπό τή διαθήκη του. Γιά τά ὑπόλοιπα ἔγινε ἔρανος ἀπό Ἕλληνες καί ἐντός συνόρων καί τοῦ ἐξωτερικοῦ. Εἶχε τήν εὐχή καί τό κατευόδιον ὅλου τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Γι αὐτό ἔκανε αὐτά πού ἔκανε. Δέν ἔπαθε τίποτα σέ καμία ναυμαχία. Εἶχε ἐλάχιστους νεκρούς. Εἶχε 2 νεκρούς καί 10 τραυματίες σέ ὅλη του τήν πορεία, ἀπό τό 1911 μέχρι τά 1952».
Κάποιος προστάτευε αὐτό τό πλοῖο...
«Μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, τάς εὐχάς τοῦ Βασιλέως καί ἐν ὀνόματι τοῦ δικαίου, πλέω μεθ ὁρμῆς ἀκαθέκτου καί μέ τήν πεποίθησιν τῆς νίκης, πρός συνάντησιν τοῦ ἐχθροῦ τοῦ γένους». Ναύαρχος Παῦλος Κουντουριώτης, Ἀρχηγός Στόλου «Σῆμα», ὀλίγον πρό τῆς νικηφόρου γιά τά ἑλληνικά ὅπλα Ναυμαχίας τῆς Ἕλλης (3 Δεκεμβρίου 1912)
* Ἀπό τό περιοδικό «Ναυτική Ἑλλάς», τ. 1009 (Νοέμβριος 2017), σσ. 6-7.
Πηγή: Περιοδικό «Παρακαταθήκη»
Τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων που ασχολήθηκαν με το θέμα είναι η κύρια πηγή πληροφόρησης, όπως και οι εκκλησιαστικές ιστορίες. Το πλήθος των γνωστικών σεκτών θα μπορούσε να μπερδέψει τον κάθε μελετητή, κυρίως εξαιτίας των ομοιοτήτων μεταξύ τους, στην διδασκαλία και στη μορφή. Με την βοήθεια των αντιαιρετικών έργων, είναι δυνατή η καταμέτρηση των σεκτών αυτών, ο εντοπισμός τους, η μελέτη της διδασκαλίας τους, η κατανόηση των επιδράσεων, τις οποίες δέχτηκαν. Ανάλογα με τις επιδράσεις αυτές, έχει επικρατήσει μια κατηγοριοποίηση των σεκτών. Θα την ακολουθήσουμε κι εμείς χάριν ευκολίας στην κατανομή της ύλης.
Συνεπώς, εξετάζοντας τα στοιχεία που δέχτηκαν από τις θρησκείες της ανατολικής Μεσογείου και τον ελληνισμό, οι γνωστικές σέκτες χωρίζονται σε:
1) Αρχαϊκά συστήματα
2) Ιουδαΐζοντα συστήματα
3) Αντινομιστές
4) Τριαρχικά ανθρωποθεογονικά
5) Βαλεντινιστές
6) Δυαρχικά συστήματα:
α) Μαρκιωνισμός
β) Μανιχαϊσμός
Οι πρώτοι γνωστικοί εμφανίστηκαν ήδη από την αποστολική εποχή. Αυτοί πρώτοι προσπάθησαν να προσκολληθούν στις νεότευκτες χριστιανικές εκκλησίες. Παρέλαβαν την διδασκαλία των αποστόλων και προσπάθησαν να την αλλοιώσουν, εισάγοντας στοιχεία ξένα. Ο σκοπός τους ήταν εμφανής, καθώς δεν εργάζονταν προς δόξαν Θεού, αλλά για το ίδιον όφελος. Πρώτοι, οι απόστολοι επεσήμαναν τον κίνδυνο που προέρχονταν από αυτούς τους ανθρώπους, και ενημέρωσαν την εκκλησία και τους πιστούς.
4.1.1 Σίμων ο Μάγος
Από αυτόν ξεκινούν οι εκκλησιαστικοί αιρεσιολόγοι, διότι τον θεωρούν ρίζα των γνωστικών αιρέσεων. Καταγόταν από την Γίτθα[1] της Σαμάρειας. Αναφέρεται ήδη στις Πράξεις των Αποστόλων. Αμέσως έγινε εμφανής η υστεροβουλία[2] και η αλαζονεία[3] του. Ήδη είχε αρκετό χρόνο δράσης στην Σαμάρεια, όταν έφτασε εκεί το ευαγγελικό κήρυγμα. Κίβδηλος ο ίδιος, αμέσως αναγνώρισε την γνησιότητα της δύναμης των αποστόλων, και εντυπωσιάστηκε από την αποδοχή του μηνύματος της Αναστάσεως. Οι οπαδοί του τον αποκαλούσαν «δύναμη του Θεού μεγάλη[4]». Ο Ιερώνυμος[5] αναφέρει, ότι αυτοαποκαλούνταν «Λόγος του Θεού», Sermo Dei, Παράκλητος.
Από τον Άγιο Ιουστίνο αναφέρεται τρεις φορές[6]. Από την μαρτυρία του φαίνεται ότι ο Σίμων έδρασε και στην Ρώμη, αν και η πληροφορία για τον ανδριάντα φαίνεται παραπλανητική. Δεν αποκλείεται, όμως, ο Σίμων να χρησιμοποίησε ως εφαλτήριο για την διάδοση του δικού του κηρύγματος την ομοιότητα του ονόματος του με αυτού στην επιγραφή. Ο αμοραλισμός του δείχνει ότι δεν θα είχε ενδοιασμούς να το κάνει, αρκεί να υπήρχαν εύπιστοι.
Περιέφερε μαζί του και μια πόρνη, την οποία περιμάζεψε από πορνείο της Τύρου[7]. Γι’ αυτήν έλεγε ότι είναι η «Επίνοια», ότι πρώτα κατοίκησε στο σώμα της Ελένης της Ιλιάδας, και στην συνέχεια μετενσαρκώθηκε διαδοχικά από τους αγγέλους και τις εξουσίες του κάτω κόσμου, ώσπου έφτασε να κατοικεί στο σώμα της ακολούθου του[8].
4.1.1α Διδασκαλία
Στον Σίμωνα αποδίδεται ένα έργο το Απόφασις Μεγάλη[9]. Δεν είναι σίγουρο αν είχε γραφεί από τον ίδιο ή τους μαθητές του, αλλά είναι αποδεκτό ότι είχε υποστεί μεταγενέστερη επεξεργασία. Ο Σίμων ξεκίνησε την διδασκαλία του από το «ὅτι ὁ Θεός πῦρ φλέγον ἐστί καί καταναλίσκον[10]», δεν δέχονταν με ορθό τρόπο αυτό που ειπώθηκε από τον Μωυσή, αλλά το μπέρδευε με την διδασκαλία του Ηράκλειτου[11], και δέχονταν ότι το πυρ είναι η αρχή των όλων. Αυτή την αρχή την ονομάζει Απέραντος Δύναμις, και την θεωρεί ρίζα τον όλον. Δεν δέχεται το πυρ απλό, αλλά ότι έχει διπλή φύση, την μία κρυφή και την άλλη φανερή[12]. Η πρώτη ήταν πηγή της δεύτερης[13]. Θεωρούσε επίσης ότι το πυρ είχε νόηση όπως ο Εμπεδοκλής[14].
Από το πυρ ξεπήδησαν έξι ρίζες σε τρεις συζυγίες: α) νους και επίνοια β) φωνή και όνομα γ) λογισμός και ενθύμηση. Σε αυτές ενυπάρχει όλη η Απέραντος Δύναμις, δυνάμει και όχι ενεργεία. Συνήθιζε ν’ αποκαλεί την Απέραντο Δυναμη «ὁ ἐστώς, ὁ στάς και ὁ στησόμενος», προφανώς κατ’ αντιγραφή του «ὁ ὧν, ὁ ἧν καί ὁ έρχόμενος».
Η πρώτη συζυγία χωρίζεται σε δύο παραφυάδες, τον ουρανό και την γη. Ο μεν ουρανός, είναι άρρεν, μένει άνω και προνοεί της συζύγου κάτω. Η δε σύζυγος λαμβάνει εκ του ουρανού καρπούς. Ο λόγος αποβλέπει σ’ αυτά που διαδραματίζονται μεταξύ ουρανού και γης και αναφωνεί «ἄκουε, ουρανέ, καί ἐνωτίζου, γη, ὅτι κύριος ἐλάλησεν˙ υἱούς ἐγέννησα καί ὕψωσα, αὐτοί δέ με ἠθέτησαν[15]», ισχυρίζεται εν συνεχεία, ότι αυτός που αναφωνεί έτσι είναι η έβδομη δύναμη, ο εστώς, ο στας και ο στησόμενος. Οι άλλες δύο συζυγίες είναι, η μεν φωνή και όνομα – ήλιος και σελήνη, ο δε λογισμός και ενθύμηση, αέρας και ύδωρ. Η έβδομη δύναμη προύπήρχε μέσα στην Απέραντο Δύναμη. Σε αυτήν αναφέρονταν ο Μωυσής όταν έγραψε «καί πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος» (Γέν. 1.2)
Γι’ αυτήν ο Σίμων Μάγος έλεγε «εἰκών ἐξ ἀφθάρτου μορφῆς, κοσμοῦσα μόνη πάντα[16]». Κατά την σιμωνανή ανθρωπολογία ο θεός έπλασε τον άνθρωπο διπλό «κατ’ εικόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν». Εικόνα είναι το πνεύμα το επιφερόμενο του ὐδατος, η έβδομη δύναμη. Αυτό το πνεύμα, αν εξεικονισθεί, μένει εις το διηνεκές, ειδάλλως καταστρέφεται με τον κόσμο.
Η δύναμη του πυρός, κατά την ανθρωπολογία του Σίμωνα, είναι η γενετήσια επιθυμία. Η δύναμη αυτή στον άνδρα μετατρέπεται σε σπέρμα, στην γυναίκα σε γάλα. Η μετατροπή γίνεται στον άνδρα, γέννηση, στην γυναίκα αύξηση. Συνεπώς η δύναμη αυτή είναι και γεννητική και αυξητική, πατήρ και μητηρ. Έτσι ερμηνεύει το «φλογίνη ῤομφαία ἡ στρεφομένη φυλάσσειν τήν ὁδόν τοῦ ξύλου τῆς ζωής» (Γεν. 3.24).
Για ν’ αποδώσει αλληγορική ερμηνεία στα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης περί του παραδείσου, ακολουθούσε ανατομικό μοντέλο. Έτσι, ως παράδεισο εκλάμβανε την μήτρα. Για να το στηρίξει χρησιμοποιούσε το «ἐγώ εἰμι ὁ πλάσσων σε ἐν μήτρᾳ μητρός σου[17]».
Επίσης στο «ποταμός ἐκπορευόμενος ἐξ Ἐδέμ ποτίζειν τόν παράδεισον» (Γεν. 2.10), αντιστοιχούσε τον ομφάλιο λώρο. Ο ποταμός διαχωρίζεται σε τέσσερεις, και σ’αυτούς αντιστοιχίζει τέσσερεις αισθήσεις και τέσσερα βιβλία του Μωυσή.
«αὕτη γάρ, φησιν, ἐστίν ἡ Γένεσις ὅρασις, είς ἥν άφορίζεται ποταμοῦ σχίσις μία˙ ἐθεάθη γάρ ὁ κόσμος ἐν ὁράσει. ἐπιγραφή βιβλίου δευτέρου Ἔξοδος˙ ἔδει γάρ τό γεννηθέν, τήν Ἐρυθράν διοδεύσαν θάλασσαν, ἐλεθεῖν ἐπί τήν ἔρημον - Ἐρυθράν δέ λέγει, φασί, τό αἷμα -, καί γεύσασθαι πικρόν ὕδωρ. … Λευιτικόν ὁμοίως τό τρίτον βιβλίο, ὅπερ ἐστίν ἡ ὄσφρησις ἤ ἀναπνοή. … Ἀριθμοί τό τέταρτον τῶν βιβλίων˙ γεῦσιν λέγει, ὅπου λόγος ἐνεργεῖ… Δευτερονόμιον δἐ, φησίν, ἐστί προς τήν ἁφήν τοῦ πεπλασμένου παιδίου ἐπιγεγραμένον[18]».
Η σωτηριολογία του Σίμωνα ήταν αρκετά απλή. Κατ’ αρχήν θεοποίησε τον εαυτό του βάσει της παραπάνω διαδικασίας, δηλαδή, ενώ ήταν γεννητός και παθητός, είχε το εν δυνάμει και «εξεικονίσθη», οπότε εξομοιώθηκε με την έβδομη δύναμη. Στην συνέχεια ταύτισε την επίνοια με την Ελένη των αρχαίων ποιητών και την προσωποποίησε στην πόρνη που ερωτεύθηκε. Έτσι οι δυο τους έγιναν το πρώτο ζεύγος, ο νους και η επίνοια. Όπως έσωσε την Ελένη, υπόσχονταν να σώσει και τους οπαδούς του. Τί σήμαινε σωτηρία για τον Σίμωνα; Ο υλικός κόσμος, στην κοσμογονία του δημιουργήθηκε από τους αγγέλους και τις κάτω εξουσίες. Όπως αυτοί κακομεταχειρίστηκαν την Ελένη (εδώ ταυτίζει τους αγγέλους και τις κάτω εξουσίες με τους πορνοβοσκούς των χαμαιτυπείων της Τύρου), παρόμοια ασκούσαν κακή διαχείριση του κόσμου. Συνεπώς ως σωτηρία εννοούσε την λύτρωση από την τυραννία των αγγέλων[19]. Μετά την θεοποίησή του λατρεύονταν από τους οπαδούς του ως ο Δίας και η Ελένη ως η Αθηνά[20].
Το σύστημα του Σίμωνα στερούνταν ηθικής διδασκαλίας. Εφόσον η σωτηρία προέρχονταν από τον ίδιο και την Ελένη, οι ίδιοι μπορούσαν να θέσουν τους κανόνες για την απόκτησή της. Και δεν έθεσαν κανέναν. Έτσι, δύο τινα επιτεύχθηκαν. Πρώτον, οι οπαδοί τους μπορούσαν να ζήσουν έκλυτο βίο, όσο το επιθυμούσαν χωρίς αναστολές. Δεύτερον, με την υπόσχεση της σωτηρίας, η οποία εξαρτιόνταν, μόνο από τον ίδιο και την ερωμένη του, κρατούσαν υπό ομηρία όσους τους ακολουθούσαν.
4.1.1β Πρακτικές
Ο Ευσέβιος Καισαρείας αναφέρει μόνο την προσφορά θυσιών, σπονδών και θυμιάματος στους θεοποιηθέντες αρχηγούς της σέκτας ή στις εικόνες αυτών. Αρνείται για λόγους κοσμιότητας να περιγράψει τις τελετές των σιμωνιανών:
«Αι δε περισσότερον απόρρητοι πράξεις των, από τας οποίας λέγουν ότι ο δια πρώτην φοράν ακούων αυτάς θα εκπλαγή και συμφώνως προς εν γραπτόν λόγιόν των “θα θαμβωθή”, πράγματι είναι γεμάται θάμβος, παραφροσύνην και μανίαν˙ είναι τοιαύται, ώστε να μη είναι δυνατόν όχι μόνον να παραδοθούν δια της γραφής αλλά ούτε απλώς να προφερθούν δια των χειλέων από σώφρωνας άνδρας ακριβώς λόγω της υπερβολικής αισχρότητος και βρωμερότητος. Πράγματι ό,τι μιαρώτερον πάσης αισχράς πράξεως είναι δυνατόν να επινοηθή, αυτό έχει υπερακοντισθη από την μυσαρωτάτην αίρεσιν των ανθρώπων τούτων, οι οποίοι εμπαίζουν τας αθλίας και βεβαρυμένας με παντοειδή πράγματι κακά γυναίκας[21]».
Ο άγιος Ιππόλυτος είναι λίγο πιο αποκαλυπτικός. Αναφέρει ότι ασκούσαν μαγείες και μαγγανείες. Κατασκεύαζαν φίλτρα και έστελναν τους ονειροπομπούς δαίμονες σε όποιον ήθελαν. Κατά την προσκύνηση των εικόνων απαγορευόταν να ονομάζουν Σίμωνα και Ελένη, με τιμωρία τον εξοβελισμό από την σέκτα, σε περίπτωση παραπτώματος. Όφειλαν να τους αποκαλούν κύριο και κυρία[22].
Στα Κλημέντεια αναφέρεται, ότι η Ελένη καλούνταν Luna-Σελήνη[23]. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι πολύ πιθανό, εφόσον ο Σίμων-ήλιος και Ελένη-σελήνη, θα έπρεπε ν’ αντιστοιχηθεί στη δεύτερη συζυγία. Πάντως σε αυτές τις σέκτες δεν μπορεί να περιμένει κάποιος ακρίβεια στην λογική σειρά. Αν Ελένη ήθελε να είναι Luna, κανείς δεν θα μπορούσε να εγείρει ενστάσεις.
4.1.1γ Το τέλος του Σίμωνα – κρίσεις
Όταν πια η απάτη του ξεσκεπάστηκε στη Σαμάρεια, ο Σίμων κατέφυγε στη Ρώμη. Εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα, κατάφερε να συνεχίσει τις γητείες του με επιτυχία. Εξακολουθούσε να ζητά από τους οπαδούς του να λατρεύεται ως θεός, όπως κατέγραψε ο άγιος Ιουστίνος. Στην Ρώμη κατέφθασε ο Απόστολος Πέτρος, για να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Αναγκαστικά, κάποια στιγμή έπρεπε να έρθει αντιμέτωπος με τον Σίμωνα.
Η δράση του Σίμωνα στη Ρώμη και η συνάντηση με τον απόστολο Πέτρο, αναφέρονται στις πράξεις Πέτρου, σε λατινική μετάφραση. Χαρακτηριστική φράση από την διδασκαλία του Σίμωνα, σώζεται στην παράγραφο 23:
«Άνδρες Ρωμαίοι, γεννάται ο Θεός; Σταυρώνεται; Ο έχων Κύριον δεν είναι Θεός. Αφού δε είπε αυτά πολλοί δε φώναξαν˙ Καλώς λέγεις, Σίμων[24].»
Αυτό που διακρίνουμε στο παραπάνω απόσπασμα, είναι ο διαβρωτικός χαρακτήρας της δράσης του Σίμωνος. Στόχος του δεν ήταν οι ειδωλολάτρες της Ρώμης, αλλά οι Χριστιανοί. Αυτούς προσπαθούσε να αποσπάσει από την Εκκλησία, με τα τεχνάσματά του, γι’ αυτό και οι αντιαιρετικοί συγγραφείς ομιλούν περί αιρέσεως.
Έμπλεος αυθάδειας και αυτοπεποίθησης, τόλμησε να προκαλέσει τον απόστολο Πέτρο:
«Ἄνδρες Ῥωμαίοι, νῦν δοκεῖτε μου κατισχῦσαι τόν Πέτρον ὡς δυνατώτερον καί μᾶλλον αὐτῷ προσέχετε˙ ἠπάτησθε. Αὔριον γάρ ἐγώ καταλιπών ὑμᾶς ἀθεοτάτους καί ἀσεβεστάτους, ἀναπτήσομαι πρός τόν θεόν, οὗ ἡ δύναμις ἐγώ ἐιμι ἀσθενήσασα.»(§ 31)
Από το παραπάνω φαίνεται, ότι ο ερχομός του αποστόλου Πέτρου στη Ρώμη είχε ευεργετική επίδραση στην διάθεση των πιστών. Η Εκκλησία ανασυγκροτήθηκε και οι οπαδοί του Σίμωνα καταισχύνονταν μαζί με τον ίδιο. Αυτός ετοίμασε μία θεαματική έξοδο, την οποία προανήγγειλε σε αυτούς που τον κορόιδευαν. Ότι δηλαδή την επομένη θα ανέρχονταν προς τον πατέρα και θεό του, την Απέραντο Δύναμη.
Πραγματικά, την επομένη συγκεντρώθηκε το πλήθος, στον τόπο που είχε υποδειχθή από τον Σίμωνα. Εκεί κατέφθασε και ο απόστολος Πέτρος κατόπιν πληροφορίας. Αφού απηύθυνε τις τελευταίες του προκλήσεις και ύβρεις, ο Σίμων άρχισε να ανεβαίνει στον αέρα προς τα πάνω:
«Καί ἰδού ἀρθέντος αὐτοῦ εἰς τό ὕψος καί πάντων ὁρώντων αὐτόν εἰς ὅλην τήν Ῥώμην, καί ὑπέρ τους ναούς αὐτῆς καί τά ὄρη ἠρμένον, ἀφεώρων οἱ πιστοί εἰς τόν Πέτρον. Καί ὁ Πέτρος ἰδών τό παράδοξον τοῦ θεάματος ἐβόησεν προς τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν˙
Ἐάν ἀφῆς τοῦτον ποιῆσαι ὅ ἐπεχείρησεν, νῦν πάντες οἱ εἰς σε πιστεύσαντες σκανδαλιθήσονται καί ἔσται ἅ δι’ ἐμοῦ ἔδωκας αὐτοῖς σημεῖα καί τέρατα ἄπιστα˙ τάχυνον κύριε την χάριν σου, καί καταπεσόντος αύτοῦ ἄνωθεν, ἐκλυθείς συστῇ καί μή ἀποθάνῃ, ἀλλά κενωθῇ καί τό σκέλος κατεάξη ἐκ τριῶν τόπων.
Καί καταπεσόντος αὐτοῦ ἄνωθεν τό σκέλος κατέαξεν ἐκ τριῶν τόπων. Τότε αὐτόν λιθοβολήσαντες ἕκαστος εἰς τά ἴδια ἀνεχώρησαν, Πέτρῳ τό λοιπόν πάντες πειθόμενοι». (§32)
Υπάρχει μία τάση απαξίωσης της παραπάνω διήγησης, διότι προέρχεται από την απόκρυφη γραμματεία. Οι συναξαριστές, όμως του αποστόλου Πέτρου, την χρησιμοποιούν και την έχουν συμπεριλάβει στο συναξάρι του, διασταυρώνοντας με την προφορική παράδοση. Εξάλλου δεν διαθέτουμε διαφορετική ενημέρωση για τον θάνατο του Σίμωνα. Αυτός λιθοβολήθηκε από το εξαπατημένο πλήθος, όταν αποκαλύφθηκε η απάτη του.
Ο Σίμων θεωρείται ο πρώτος αιρετικός:
«Έχουμε λοιπόν παραλάβει την πληροφορία, ότι πρώτος αρχηγός πάσης αιρέσεως ανεδείχθη ο Σίμων. Οι έκτοτε έως σήμερον ακολουθούντες την αίρεσή του, ενώ υποκρίνονται ότι πρεσβεύουν την σώφρονα και φημισμένη σ’ όλο τον κόσμο για την καθαρότητα του βίου χριστιανική φιλοσοφία, επιστρέφουν, όμως, πάλι στην ειδωλολατρική δεισιδαιμονία, από την οποία νόμιαζαν ότι είχαν απαλλαγεί[25].»
Και πάλι συναντούμε την θέση των εκκλησιαστικών συγγραφέων, ότι επρόκειτο για χριστιανική αίρεση. Και ο λόγος είναι, πρώτον όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, διότι απευθύνονταν προς τα μέλη της Εκκλησίας, προς όσους είχαν ήδη πιστέψει στην θεότητα του Ιησού Χριστού, προς τους Χριστιανούς[26]. Δεύτερον, για εξαπάτηση οι αιρετικοί διακήρυσσαν ότι ήταν και οι ίδιοι Χριστιανοί. Τρίτον, υποστήριζαν, είτε αληθώς είτε ψευδώς, ότι ήταν μαθητές των Αποστόλων. Έτσι ο Σίμων υποστήριζε ότι ήταν μαθητής του αποστόλου Πέτρου, ο Βασιλείδης ότι είχε για δάσκαλό του τον Γλαύκο, ερμηνευτή του Πέτρου, ο Βαλεντίνος επικαλούνταν τον Θευδά, γνώριμο του Παύλου[27]. Συνεπώς, και οι ίδιοι αναγνώριζαν και σφετερίζονταν την αυθεντία των Αποστόλων. Αλλά, όπως βεβαιώνει και ο Ευσέβιος, στην πραγματικότητα αποσπούσαν πιστούς από την Εκκλησία και τους παρέδιδαν στην ειδωλολατρία.
Υπάρχουν, βέβαια, διαφορές με τις αιρέσεις, όπως έχουμε συνηθίσει να τις βλέπουμε από την εποχή του Αρείου και μετά. Την περίοδο αυτή που εξετάζουμε, οι αιρέσεις έχουν εξόφθαλμες κακοδοξίες. Αργότερα οι κακοδοξίες θα γίνουν πιο εκλεπτυσμένες, θα καμουφλάρονται πίσω από καλοδιατυπωμένες εκφράσεις, ώστε να μην γίνονται αμέσως αντιληπτές. Αλλά θα πρέπει να προηγηθεί η αποτυχία των πρώτων αιρετικών και των τεχνασμάτων τους. Την αποστολική και άμεση μεταποστολική εποχή, οι αιρετικοί προσπαθούν ν’ ανταγωνισθούν τους αποστόλους, σε ένα κήρυγμα πρωτότυπο, καινοτόμο, πολλές φορές σκανδαλώδες, «Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δέ μωρίαν[28]», αλλά επιβεβαιώνεται με σημεία. Έτσι, στην προσπάθειά τους αυτή ν’ αντιγράψουν τους αποστόλους, μεταπίπτουν οι αιρετικοί στο άλλο άκρο και καταντούν να κηρύσσουν γελοιότητες. Με την βοήθεια των δαιμόνων, μετέρχονται μαγικών και ταχυδακτυλουργικών τεχνασμάτων, υιοθετούν στις σέκτες τους πρακτικές ελκυστικές, αλλά ευδιάκριτα αντιχριστιανικές.
Μόνο όταν απέτυχαν όλα τα παραπάνω κόλπα, και πτώχευσαν οι σέκτες που δημιουργήθηκαν αυτή την εποχή, με την σύντονη προσπάθεια των εκκλησιαστικών δυνάμεων, περνάνε οι αιρέσεις σε νέα φάση. Οι επόμενες αιρέσεις ή για να είμαστε πιο ακριβείς, οι ίδιοι υποκινητές και των επόμενων αιρέσεων, έχουν πάρει το μάθημά τους, και προσπαθούν με την επόμενη γενιά να μολύνουν την χριστιανική πίστη, με την εισαγωγή στοιχείων κυρίως από την ελληνική φιλοσοφία. Ενώ δηλαδή από την εποχή των αποστόλων, μέχρι τους τελευταίους γνωστικούς, έχουμε την γέννηση χριστιανικής απόχρωσης διδασκαλιών, με δράση εις βάρος της Εκκλησίας, από τον τέταρτο αιώνα και μετά έχουμε προσπάθεια μόλυνσης της ίδιας της ορθόδοξης διδασκαλίας, και μέσω αυτής, της Εκκλησίας.
Και στην μια και στην άλλη περίπτωση, μπορούμε να μιλάμε για αιρέσεις. Οι ίδιοι υποκινητές κρύβονταν από πίσω, τα πνεύματα της πονηρίας. Τον ίδιο στόχο είχαν και έχουν, να πλήξουν το ευαγγελικό κήρυγμα και την Εκκλησία. Ας μην μας παραπλανούν οι προσπάθειες που γίνονται, την σύγχρονη εποχή, να μας πείσουν ότι επρόκειτο για κάτι άλλο, για κίνημα με υψηλή πνευματικότητα. Αυτά είναι ψέματα και ξέρουμε ποιοι τα διαδίδουν.
Οὐ γάρ τά νοήματα αὐτῶν ἀγνοοῦμεν.
Ο Ευσέβιος ανέφερε παραπάνω, ότι στην εποχή του υπήρχαν ακόμη υπολείμματα της αίρεσης των σιμωνιανών. Το ίδιο λέει και ο Ωριγένης επισημαίνοντας ότι επρόκειτο για ασήμαντο αριθμό προσώπων:
«Ἠθέλησε δέ καί Σίμων ὁ Σαμαρεύς Μάγος τῇ μαγείᾳ ὑφελέσθαι τινάς. Καί τότε μέν ἠπάτησε˙ νυνί δέ τους πάντας ἐν τῇ οἰκουμένῃ οὐκ ἔστι Σιμωνιανούς εύρεῖν τόν ἀριθμόν, οἷ μια ριάκοντα. Καί τάχα πλείονας εἶπον τῶν ὅντων. Εἰσί δέ περί τήν Παλαιστίνην σφόδρα ἐλάχιστοι˙ τῆς δέ λοιπῆς οἰκουμένης οὐδαμοῦ τό ὅνομα αὐτοῦ, καθ’ ἥν ἠθέλησεν δόξαν περί ἑαυτοῦ διασκεδάσαι[29]».
4.1.2 Δοσίθεος
Για τον Δοσίθεο δεν είναι πολλά πράγματα γνωστά. Τα περισσότερα είναι γνωστά από τα έργα του Ωριγένη. Έτσι στο Περί Αρχών διαβάζουμε για τις ευρησιολογίες των Ιουδαίων περί του Σαββάτου:
«ἄλλοι δέ, ὧν ἐστι Δοσίθεος ὁ Σαμαρεύς, καταγινώσκοντες τῆς τοιαύτης διηγήσεως οἴονται ἐπί τοῦ σχήματος, οὗ ἄν καταληφθῇ τις ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου, μένειν μέχρι ἑσπέρας[30]».
Από αυτό το απόσπασμα φαίνεται ότι ο Δοσίθεος ήταν αυστηρός τηρητής του Νόμου, οπότε θεωρείται ότι πρόκειται περί Φαρισαίου, διακεκριμένου από τον Δοσίθεο που αναφέρεται στο Κατά Κέλσου:
«Καί μετά τοῦ Ίησοῦ δέ χρόνους ήθέλησε καί ὁ Σαμαρεύς Δοσίθεος πεῖσαι Σαμαρεῖς ὅτι αὐτός εἴη ὁ προφητευόμενος ὑπό Μωυσέως Χριστός, καί ἔδοξέ τινων τῇ ἑαυτοῦ διδασκαλίᾳ κεκρατηκέναι[31]».
Ο δεύτερος παρουσιάζεται δηλαδή ως συγκρητιστής, ενώ ο πρώτος ως Φαρισαίος. Δεδομένης όμως της αντιπαράθεσης των Σαμαρειτών με τους Φαρισαίους, είναι λίγο δύσκολο ο πρώτος, ενώ δηλώνεται ξεκάθαρα από τον Ωριγένη ως Σαμαρείτης, να είναι και Φαρισαίος. Πρόκειται μάλλον για το ίδιο πρόσωπο. Την προκύπτουσα αντίφαση εξηγεί ο άγιος Επιφάνιος:
«οὗτος συνεμίγη άπό Ἰουδαίων ὁρμώμενος είς τά τῶν Σαμαρειτῶν ἔθνη, έν παιδεύσει δέ <τῇ> κατά τόν νόμον προήκων δευτερώσεσί τε ταῖς παρ’ αὐτοῖς, θηρώμενος δέ τά πρωτεῖα καί ἀποτυχών καί μή ἀξιωθείς τι παρά Ἰουδαίοις νομισθῆναι, ἐξέκλινεν εἰς τό Σαμαρειτικόν γένος καί ταύτην τήν αἵρεσιν προεστήσατο[32].»
Στα Κλημέντεια αναφέρεται ότι ο Δοσίθεος, όπως και ο Σίμων ήταν μαθητές του Ιωάννη του Βαπτιστή[33]. Η μαρτυρία αυτή, βέβαια, δεν είναι γνήσια, ούτε γίνεται αποδεκτή. Ενδέχεται, όμως, να κρύβει κάποια σχέση μεταξύ Δοσιθέου και Σίμωνος. Αναφέρεται για παράδειγμα ότι κατά την απουσία του Σίμωνος στην Αίγυπτο, ο Δοσίθεος σφετερίστηκε την αρχηγία της αίρεσης[34].
Αυτός παρουσιάζονταν ως ο Μεσσίας, για τον οποίο είχε προφητεύσει ο Μωυσής[35]. Κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του ήταν ότι οι οπαδοί του δεν πεθαίνουν. Για τον ίδιο μάλιστα έλεγαν οι οπαδοί του την εποχή του Ωριγένη, ότι δεν πέθανε αλλά ζει κάπου:
«… ἀφ’ οὗ δεῦρο μέχρι εἰσίν οἱ Δοσιθεηνοί, φέροντες καί βίβλους τοῦ Δοσιθέου καί μύθους τινάς περί αὐτοῦ διηγούμενοι ὠς μή γευσαμένου θανάτου ἀλλ’ ἐν τῷ βίῳ που τυγχάνοντος[36]».
Από το παραπάνω εδάφιο προκύπτει ότι είχε συγγράψει και βιβλία. Γι’ αυτά έγραψε ο Ευλόγιος Αλεξανδρείας στον ενδέκατο λόγο του «Ὀρος εκφωνηθείς τοις Σαμαρείταις», ο οποίος διασώζεται περιληπτικά στην Μυριόβιβλο του Μ. Φωτίου:
«Μυρίαις δέ καί ποικίλαις ἄλλαις νοθείαις τήν Μωσαϊκήν Ὀκτάτευχον κατακιβδηλεύσας, καί ἕτερα τινα συγγράμματα μωρά τε καί ἀλλόκοτα καί ἀπεναντία πνευματικῆς νομοθεσίας συντεταχώς τοῖς πειθομένοις κατέλιπεν[37]».
Σύμφωνα με τον Ευλόγιο, ο Δοσίθεος, όχι μόνο πρόβαλε τον εαυτό του ως υπό του Μωυσέως προφητευμένο, αλλά αρνούνταν και την ύπαρξη του Υιού του Θεού:
«Πῶς δέ καί κατέβαινε καί προς τόν υἱόν μηδαμῶς κατά τόν Δοσίθεον δύσφημον λῆρον δυνάμενον εἷναι;»
Υποστήριζε επίσης, ότι η ψυχή είναι φθαρτή, ενώ ο κόσμος άφθαρτος. Για τους αγγέλους έλεγε ότι έλαβαν από την θεία ουσία και όχι ότι δημιουργήθηκαν εκ του μη όντος. Ταυτόχρονα υποστήριζε ότι μαζί με τους αγγέλους δημιουργήθηκαν και οι δαίμονες, σε αντίθεση με την θέση της Εκκλησίας, που θεωρεί τους δαίμονες, πεπτωκότες αγγέλους. Έτσι ο Δοσίθεος κατηγορούσε έμμεσα τον Θεό ως δημιουργό και του κακού[38].
Για τις πρακτικές τους είναι γνωστό ότι είχαν ημερολόγιο 30 ημερών, έκαναν καθαρμούς, ήταν ασκητικοί και φυτοφάγοι[39]. Τελικά ο Δοσίθεος έπεσε θύμα της υποκρισίας του. Θέλοντας να παρουσιάσει τον εαυτό του υπερβολικά ασκητικό, κατέφυγε σε σπήλαιο και πέθανε από ασιτία. Όταν αργότερα βρήκαν το σκωληκόβρωτο πτώμα του είχε γίνει ήδη αποχωρητήριο για τις μύγες, και περίγελος των δαιμόνων[40].
4.1.3 Μένανδρος
Ο Μένανδρος ήταν μαθητής του Σίμωνα του Μάγου και πιθανόν διάδοχός του στην αρχηγεία της αίρεσης[41]. Καταγόταν από την Καππαρεταία της Σαμάρειας, όπως μας πληροφορεί ο άγιος Ιουστίνος:
«Μένανδρον τε τινα, καί αὐτόν Σαμαρέα, τόν ἀπό κόμης Καππαρεταίας, γενόμενον μαθητήν τοῦ Σίμωνος, ἐνεργηθέντα καί αὐτόν ὑπό τῶν δαιμόνων καί ἐν Ἀντιοχείᾳ γενόμενον πολλούς ἐξαπατῆσαι διά μαγικῆς τέχνης οἴδαμεν, ὅς καί τοῦς αὐτᾦ ἐπομένους ὡς μηδέν ἀποθνήσκοιεν ἔπεισε[42].»
Πεδίο δράσης του ήταν η Αντιόχεια. Αυτός προσέλκυε τους οπαδούς του με την υπόσχεση της αθανασίας. Σ’ αυτό το σημείο ακολουθούσε το παράδειγμα του Δοσίθεου. Μιλούσε περί του υψίστου και αγνώστου Πατρός[43], του οποίου Υιός και απεσταλμένος ήταν ο ίδιος. Παραδέχονταν αιώνες και κοσμοποιούς αγγέλους[44], ακλουθώντας την θεογονία του Σίμωνα. Όπως και ο δάσκαλός του, έτσι και αυτός εμφανιζόταν ως σωτήρας.
Εφάρμοζε μαγικές πρακτικές, τις οποίες θεωρούσε απαραίτητες για την σωτηρία των οπαδών του. Αν κάποιος δεν περνούσε από τις μαγικές τελετές του δεν ήταν δυνατόν να σωθεί. Απαραίτητη προϋπόθεση για την σωτηρία ήταν και το εξ αυτού παραδεδομένο βάπτισμα. Η εξ αυτού πηγάζουσα σωτηρία ήταν η αθανασία σε αυτόν τον κόσμο. Όσοι την δέχονταν δεν θα πέθαιναν, αλλά θα παρέμεναν σε αυτή τη ζωή αγέραστοι και αθάνατοι[45]. Φαίνεται λοιπόν, ότι για τον Μένανδρο, ο υλικός κόσμος δεν ήταν κακός, όπως για τους περισσότερους γνωστικούς, αλλά διοικούνταν τυρρανικώς, υπό τον αγγέλων. Η ύλη προφανώς δεν ήταν φυλακή της ψυχής, από την οποία θα έπρεπε ν’ απαλλαγεί ο άνθρωπος, ώστε ν’ ανέλθει στον ουράνιο κόσμο. Αντίθετα επιδίωξή του ήταν η αθνασία σε αυτό τον κόσμο.
4.1.4 Σατορνείλος
Μαθητής του Μενάνδρου υπήρξε στην Αντιόχεια ο Σατορνείλος (ή Σατορνίνος). Ο Ευσέβιος Καισαρείας εξηγεί πως από την αρχική αίρεση του Σίμωνα ξεπήδησαν δύο παρακλάδια. Του ενός αρχηγός ήταν ο Σατορνείλος:
«Ἀπό γούν τοὺ Μενάνδρου, ὅν διάδοχον τοῦ Σίμωνος ἤδη πρότερον παραδεδώκαμεν, ἀμφίστομος ὥσπερ καί δικέφαλος ὀφιώδης τις προελθοῦσα δύναμις δυεῖν αἱρέσεων διαφόρων ἀρχηγούς κατεστήσατο, Σατορνῖνόν τε Ἀντιοχέα τό γένος καί Βασιλείδην Αλεξανδρέα˙ ὧν ὁ μέν κατά Συρίαν, ὁ δέ κατ’ Αἴγυπτον συνεστήσαντο θεομισῶν αἱρέσεων διδασκαλεῖα[46].»
Ο Σατορνείλος εξέλιξε ακόμη περισσότερο την διδασκαλία που παρέλαβε. Δέχονταν, όπως, και οι προηγούμενοι, έναν ύψιστο και άγνωστο θεό, την άνω δύναμη. Παραδεχόταν ότι από αυτήν την δύναμη προέρχονταν άγγελοι, αρχάγγελοι, αρχές και εξουσίες[47]. Δέχονταν δημιουργία και όχι απορροή. Για την δημιουργία του υλικού κόσμου και του ανθρώπου ήταν υπεύθυνοι επτά άγγελοι, οι επτά πλανήτικές θεότητες. Για την κατασκευή του ακολούθησαν κάποια φωτεινή εικόνα που παρουσιάστηκε άνωθεν. Επειδή δεν κατάφεραν να την συγκρατήσουν, το δημιούργημα ήταν ατελές, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να σέρνεται στη γη σαν υπερμεγέθης σκώληκας[48].
Η άνω δύναμη επίβλεψε οικτίροντας το πλάσμα κι επειδή ήταν «καθ’ ομοίωσιν» αυτής πλασμένο, απέστειλε σπινθήρα ζωής και ανόρθωσε τον άνθρωπο. Εδώ έχουμε εισαγωγή για πρώτη φορά του ουράνιου σπινθήρα. Αυτός μετά θάνατον επιστρέφει εις τον ουρανό, από όπου προήλθε ενώ το σώμα διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη. Στην διδασκαλία του Σατορνείλου ο κόσμος δεν είναι κακός, ο ουράνιος σπινθήρας στέλνεται προς ζωογόνηση του σώματος, δεν υπάρχει πτώση, δεν θεωρείται η ενσωμάτωση αυτού αναγκαστική τιμωρία για κάποια αμαρτία. Επιστρέφει στον ουρανό έτσι κι αλλιώς. Που λοιπόν, έγκειται η σωτηρία;
Προς λύσιν του προβλήματος εισάγεται από τον Σατορνείλο μια ελαφριά υστερογενής διαρχία. Ο Σατορνείλος θεωρούσε τον θεό των Ιουδαίων, ως ένα των αρχόντων, ο οποίος θέλησε να καταλύσει την εξουσία του αγνώστου πατρός, και προς τούτο έπεισε και τους υπόλοιπους να τον ακολουθήσουν και να συνεργαστούν μαζί του. Ως εκ τούτου πλάσθηκαν δύο γένη ανθρώπων, ένα αγαθό κι ένα πονηρό. Ο σωτήρας, λοιπόν, ήρθε να διαλύσει την συμμαχία των αρχόντων με τον θεό των Ιουδαίων και ν’ απαλλάξει τους αγαθούς από την τυραννία των κακών. Εξηγεί ο άγος Ιππόλυτος:
«καί τόν τῶν Ἰουδαίων θεόν ἕνα τῶν ἀγγέλων εἶναί φησι, καί διά [τοῦ] τό βούλεσθαι τόν πατέρα καταλῦσαι πάντας τους ἄρχοντας, παραγενέσθαι τόν Χριστόν ἐπί καταλύσει τοῦ τῶν Ἰουδαίων θεου καί έπί σωτηρία τῶν πειθομένων αὐτῷ˙ εἶναι δέ τούτους <τους> ἔχοντας τόν σπινθήρα τῆς ζωῆς ἐν αὐτοῖς. δύο γαρ γένη τῶν ἀνθρπων ὑπό τῶν ἀγγέλων πεπλάσθαι ἔφη, τό μέν πονηρόν, τό δέ ἀγαθόν, καί ἐπειδη οἱ δαίμονες τοῖς πονηροῖς ἐβοήθουν, ἐληλυθέναι τόν σωτῆρα ἐπί καταλύσει τῶν φαύλων ἀνθρώπων καί δαιμόνων, επί σωτηρία δέ τῶν ἀγαθῶν[49]».
Εδώ έχουμε δύο αντικείμενα της σωτηρίας, τους αγαθούς ανθρώπους και τους άρχοντες, οι οποίοι πλανήθηκαν από τον θεό των Ιουδαίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη δεν ταυτίζεται ο ιουδαϊκός θεός με τον δημιουργό. Αυτό οφείλεται στο ότι για τον Σατορνείλο ο κόσμος δεν είναι κακός, οπότε για να κηρύξει ως κακό τον ιουδαϊκό θεό, έπρεπε να εφεύρει κάτι άλλο. Αργότερα, στις διδασκαλίες που θα λάβουν πλατωνικά στοιχεία και θα ταυτίσουν την ύλη με το κακό, θ’ αποδοθεί η δημιουργία στον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι από την στιγμή που οι γνωστική διδασκαλία αποχωρεί από την Παλαιστίνη, ξεκινά η τάση απόρριψης και κατασυκοφάντησης του Ενός Τριαδικού Θεού, η υποβάθμισή Του σε κατώτερο θεό με ένταξη σε δυαρχικό σύστημα, και η ταύτισή του με την αρχή του κακού.
Οι πονηροί άγγελοι και ο ιουδαϊκός θεός επιδιώκουν την κυριαρχία επί του ανθρώπου, την οποία διαιωνίζουν με πονηρά τεχνάσματα. Τέτοιου είδους τεχνάσματα είναι ο γάμος και η γέννηση, που για τους οπαδούς του Σατορνίλου κρατούσαν εγκλωβισμένο τον ουράνιο σπινθήρα σε γήινα σχήματα. Γι’ αυτούς, διακοπή των γεννήσεων θα σήμαινε την οριστική επάνοδο στην ουράνια πατρίδα[50]. Επίσης για τις προφητείες έλεγε ότι προέρχονται από τον Σατανά, και όχι από τον Θεό[51]. Για τον Σατανά δίδασκε ότι ήταν ένας από τους κοσμοποιούς άγγελους, από αυτούς που δεν συμφώνησαν και δεν συνέπραξαν με τον θεό των Ιουδαίων.
Είναι εμφανείς οι πρώτες προσπάθειες τις δαιμονικής διδασκαλίας να παρουσιασθεί ο Διάβολος ως καλός και να εξισωθεί με τον θεό. Πρόκειται για το αρχαίο ψέμα, την αιτία της πτώσεώς του, την ρίζα της ειδωλολατρίας. Από την στιγμή, κατά την οποία το ευαγγελικό κήρυγμα εξήλθε των ορίων του ιουδαϊκού κόσμου και εξαπλώθηκε στον ειδωλολατρικό, τα έθνη ενημερώθηκαν για την ύπαρξη του διαβόλου, την πονηριά του, τις ενέργειές του στον κόσμο, τις μηχανουργίες του, τις επιδιώξεις του. Τα έθνη γνώρισαν τί ήταν οι θεοί που λατρεύονταν μέχρι τότε, και ποιος ήταν ο αληθινός Θεός. Αμέσως μετά εμφανίστηκαν οι αιρετικοί και προσπάθησαν με τις κακοδοξίες τους ν’ ανατρέψουν την αλήθεια και να διαμορφώσουν μια ψεύτικη εικόνα, παρουσιάζοντας τον αληθινό Θεό, τον αγαθό Θεό, τον Θεό της αγάπης, ως υποδεέστερο και κακό. Απέδιδαν στον Σατανά ισοθεΐα και αυτή ήταν η ρίζα των δυαρχικών συστημάτων, οποιασδήποτε μορφής. Γι’ αυτό και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς χαρακτήρισαν αυτού του είδους τις διδασκαλίες ως δαιμονικές.
Ο άγιος Επιφάνιος, κατά την παρουσίαση της παραπάνω αιρέσεως, προχώρησε και σε ανατροπή της με δύο τρόπους. Πρώτον έλεγξε τα παράδοξά της. Αν οι άγγελοι έπλασαν τον άνθρωπο και οι ίδιοι έλαβαν την ύπαρξη από μια ανώτερη δύναμη, τότε η ανώτερη δύναμη έπλασε και τον άνθρωπο. οι άγγελοι είναι όργανα, εργαλεία αυτής, κατά το «μή δοξασθήσεται πρίων ἄνευ τοῦ ἕλκοντος αὐτόν» (Ησαΐας 10.15).
Διότι δεν αποδίδεται άγνοια περί των μελλόντων στην ανώτερη δύναμη, ότι δεν γνώριζε την εκ των υστέρων κατασκευή του ανθρώπου. Και αν γνώριζε και δεν ήθελε, γεννάται το ερώτημα, γιατί δεν την εμπόδισε; Αν δεν μπορούσε, αμέσως παρουσιάζεται αντίφαση, διότι φαίνεται ότι δεν μπορούσε να εμποδίσει τον εαυτό της από την κατασκευή των αγγέλων. Αν μπορούσε και δεν το έκανε, τότε παρουσιάζεται ως συνεργούσα στην κατασκευή. Αν ήθελε και δεν μπορούσε, τότε φαίνεται ότι ήταν πιο αδύναμη από τους αγγέλους, και άρα δεν ήταν ανώτερη δύναμη. Άρα αντιφάσκει η αιρετική διδασκαλία, κηρύσσοντας ασύστατα και όχι αληθινά. Αν πάλι υπήκουσε σε κάποια άλλη ανάγκη, τότε η ανάγκη εμφανίζεται ανώτερη και η δύναμη υποδεέστερη. Οπότε καταργείται η μοναδικότητα της δύναμης, μαζί με την ανωτερότητά της.
Και αν πάλι οι άγγελοι γνώριζαν τι πρόκειται να πράξουν, ενώ η δύναμη αγνοούσε, τότε το κατασκεύασμα, δηλαδή οι άγγελοι, παρουσιάζονται τελειότεροι του κατασκευαστοί, δηλαδή της δυνάμεως. Αυτό είναι άτοπο. Άρα όλα οδηγούν στον ένα δημιουργό και κυβερνήτη του παντός[52].
Δεύτερον εκθέτει την ορθόδοξη διδασκαλία.
«Καί γάρ ὁ Θεός ὁ πατήρ ἐποίησε τόν ἄνθρωπον καί πάντα κατά τήν ἰδίαν εὐδοκίαν καί οὐχ οἱ ἄγγελοι, οὐδέ κατά τήν τῶν αγγέλων συμβουλίαν τι γέγονεν. ἐν τῷ γάρ εἰπεῖν τόν Θεόν “ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν” εἶπεν, καί οὐ “κατ’ εἰκόνα” μόνον. Συνεκάλει γάρ εἰς τήν ἑαυτοῦ δημιουργίαν συνδημιουργόν τόν αὐτοῦ Λόγον καί μονογενῆ,…, ὡς ὁ πατήρσυγκαλεῖται τόν υἱόν συνδημιουγεῖν τόν ἄνθρωπον, δι’ οὗ καί τα ἄλλα πάντα ἐποίησε. οὐ μόνον δέ συγκαλεῖν εἴποιμι τόν υἱόν, ἀλλά καί τό ἅγιον πνεῦμα.
τῷ γάρ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν καί τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν[53]»
Και για τις απόψεις του Σατορνείλου περί του γάμου φέρνει την εξής επιχειρηματολογία:
«καί ὅτι ὁ γάμος οὐκ ἐκ τοῦ Σατανᾶ, ἀλλ’ ἐκ τοῦ Θεοῦ τυγχάνει, πρῶτον μέν ὁ κύριος λέγει˙ “ὅ ὁ θεός” φησίν “συνέξευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω”˙ είτα ὁ ἅγιος ἀπόστολος “ τίμιος ὁ γάμος καί ἡ κοίτη ἀμίαντος”. ταῖς δέ φύσει χηρευσάσαις ὡσαύτως παραγγέλει, λέγων διά Τιμοθεόυ “νεωτέρας χήρας παραιτοῦ˙ μετά γάρ το καταστρηνιάσαι τοῦ Χριστοῦ γαμεῖν θέλουσι”, καί μεθ’ ἕτερα “γαμείτωσαν τεκνογονείτωσαν οἰκοδεσποτείτωσαν”, ἀνυπέρβατον νόμον τιθέμενος, ἐκ θεοῦ ὄντα καί κατά σεμνότητα ἀνθρώποις κεχαρισμένον[54]».
Αλλά και σε αυτά που ισχυρίζονταν ο Σατορνείλος για τις προφητείες απάντησε:
«Περί δέ τῶν κατά τῶν θεοῦ προφητειῶν ὑπ’ αὐτοῦ σεσυκοφαντημένων ὑπονοιῶν, ὡς μή εἶναι αὐτάς ἐκ Θεοῦ, μύρια ἔστιν εἰπεῖν, ὡς αὐτός λέγει ὁ μονογενής, ἐξ ὧν τόν κόσμον ἑαυτοῦ εὐαγγελιζόμενος λέγει, πρῶτον μέν ὅτι “Αβραάμ ὁ πατήρ ἠμῶν ἐπεθύμησεν ἰδεῖν τήν ἥμέραν μου, καί εἶδεν καί ἐχάρη”, καί πάλιν φησίν “ εἰ ἐπιστεύετε Μωυσῇ, ἐπιστεύετε ἄν ἐμοί˙ ἐκεῖνος γάρ περί ἐμοῦ ἔγραψεν”. … ἄλλα δέ ὅσα τοιαῦτα ἐστιν ἅ ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ κυρίου καί ἐν πάσῃ τῇ καινῇ διαθήκῇ λεγόμενα τήν σύστασιν ποιεῖται νόμου τε καί προφητῶν καί πάσης παλαιᾶς διαθήκης προς τήν καινήν διαθήκην, ὅτι ἑνός θεοῦ εἰσιν ἀμφότεραι[55]».
4.1.5. Βασιλείδης
Ο Βασιλείδης καταγόταν από την Συρία και υπήρξε μαθητής του Μένανδρου και συμμαθητής του Σατορνείλου. Στην συνέχεια έφυγε για την Αλεξάνδρεια[56], όπου και δραστηριοποιήθηκε. Ο χρόνος δράσης του τοποθετείται στην βασιλεία των αυτοκρατόρων Ανδριανού και Αντωνίνου Πίου, κατά τα έτη 120-145.
Παρέλαβε την διδασκαλία του Σίμωνα, στην οποία προσέθεσε πλήθος στοιχείων και την εξέλιξε σε μονιστικό σύστημα σε πρώτη φάση, ενώ σε δεύτερη την επαύξησε προσθέτοντας ολόκληρη ουράνια ιεραρχία, ώστε να θυμίζει την πλατωνική θεώρηση περί Θεού και ιδεών[57]. Διέδιδε ότι υπήρξε μαθητής του απ. Πέτρου και του Γλαυκία[58].
Συνέγραψε δικό του ευαγγέλιο, όπως πληροφορεί ο Ωριγένης:«Ἤδη δέ ἐτόλμησε καί Βασιλείδης γράψαι κατά Βασιλείδην εὐαγγέλιον[59]» . Ίσως να επρόκειτο για το Ευαγγέλιο του Ματθίου, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι μαθητές του, απωλεσθέν. Από τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα μαθαίνουμε και για ένα άλλο έργο του, τα Εξηγητικά[60]. Πρόκειται για έργο επεξηγηματικό του ευαγγελίου του. Αποτελούνταν από 24 βιβλία. Στον Κλήμη Αλεξανδρέα σώζονται αποσπάσματα περί του προβλήματος των θλίψεων[61], ενώ στον Ηγεμόνιο, αποσπάσματα περί πολέμου του φωτός προς το σκότος (σε λατινική μετάφραση). Συνέθεσε αριθμό ωδών και ψαλμών. Ο Ευσέβιος διέσωσε την πληροφορία, ότι συνέταξε και προφητικά βιβλία:
«ὧν εἰς ἡμᾶς κατῆλθεν ἐν τοῖς τότε γνωριμοτάτου συγγραφέως Ἀγρίππα Κάστορος ἰκανώτατος κατά Βασιλείδου ἔλεγχος, τήν δεινότητα τῆς τἀνδρός ἀποκαλύπτων γοητείας. Ἐκφαίνων δ’οὖν αὐτοῦ τά ἀπόρρητα, φησίν αὐτόν εἰς μέν τό εὐγγέλιον τέσσαρα προς τοῖς εἴκοσι συντάξαι βιβλία, προφήτας δέ ἐαυτῷ ὀνομάσαι Βαρκαββᾶν καί Βαρκώφ καί ἄλλους ανυπάρκτους τινάς ἑαυτῷ συστησάμενον, βαρβάρους τε αὐτοῖς εἰς κατάπληξιν τῶν τά τοιαῦτα τεθηπότων ἐπιφημίσαι προσηγορίας,…[62].»
4.1.5α Διδασκαλία
Η διδασκαλία του Βασιλείδη, όπως παραδίδεται μέσα από τα έργα των αγίων Ιππολύτου και Ειρηναίου, παρουσιάζει διαφορές. Δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για δυο διαφορετικά συστήματα. Μέσα από το έργο του αγίου Ιππολύτου παρουσιάζεται ένα μονιστικό πανθεϊστικό σύστημα. Θεωρεί ότι ο Βασιλείδης έχει πάρει τα δόγματά του από τον Αριστοτέλη[63].
Κατά τον Βασιλείδη, αρχή του σύμπαντος είναι το μη ον. Αυτό δεν ήταν κάτι, είτε ύλη, είτε ουσία, ούτε ανούσιο, ούτε απλό, ούτε σύνθετο, ούτε ανόητο, ούτε αναίσθητο, ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος, ούτε θεός. Ονομάζεται από τον Βασιλείδη, ο μη ών θεός[64]. Αθέλητα, ανόητα και αναίσθητα θέλησε να φτιάξει το σύμπαν. Η λέξη θέλησε είναι καταχρηστική. Έφτιαξε ένα σπέρμα, ένα ωόν, στο οποίο περιέχονταν η πανσπερμία όλων των μερών του σύμπαντος, το θείο, το αιθέριο, το ουράνιο, το γήινο. Όσα έγιναν στην συνέχεια, προέκυψαν από τα σπέρματα, που υπήρχαν μέσα στο ωόν[65].
Στο ωόν υπήρχε τριμερής υιότητα. Το ένα μέρος αυτής ήταν λεπτομερές, το δεύτερο παχυμερές και το τρίτο είχε ανάγκη καθάρσεως. Το λεπτομερές, μόλις ανεφύη, ανέδραμε προς τα πάνω, προς τον ουκ όντα θεό. Το παχυμερές δεν κατάφερε ν’ ανέλθει και παρέμεινε στο σπέρμα. Η προς τα επάνω φορά της υιότητος πυροδοτείται από το άγιο πνεύμα. Η σχέση αγίου πνεύματος και υιότητος, παρομοιάζονταν από το Βασιλείδη, όπως η σχέση πτηνού προς το πτέρωμα. Όπως το πτέρωμα άνευ του πτηνού δεν μπορεί να ανέβει ψηλά, το ίδιο και το πτηνό άνευ πτερώματος, έτσι και ο υιός άνευ του πνεύματος δεν μπορεί να ανέλθει και να μεταρσιωθεί, ούτε και το πνεύμα άνευ της υιότητος. Η σχέση δηλαδή υιότητος και αγίου πνεύματος είναι σχέση αμοιβαίας ευεργεσίας[66]. Επίσης το πνεύμα δεν ήταν ομοούσιο της υιότητος[67].
Μετά την άνοδο της υιότητος μαζί με το άγιο πνεύμα, προς τον μη όντα θεό, παρέμεινε κάποιο στοιχείο του αγίου πνεύματος κάτω, που ο Βασιλείδης το παρομοιάζει με την οσμή του μύρου. Κάτω έμεινε και το μέρος εκείνο της υιότητος που χρειαζόταν κάθαρση[68]. Στην συνέχεια προκύπτουν από το σπέρμα ο κόσμος και το υπερκόσμιο. Η μεταξύ τους απόσταση πληρώθηκε από την οσμή του πνεύματος που είχε αναχωρήσει, και της παχυμερούς υιότητος, που προσπάθησε ν’ ανέβει αλλά δεν τα κατάφερε[69].
Στην συνέχεια προήλθε από το σπέρμα ο μέγας άρχων, ο οποίος ανήλθε μέχρι του στερεώματος και παρέμεινε εκεί, διότι αγνοούσε ότι υπάρχει κάτι πάνω από αυτόν[70]. Αυτός γέννησε υιό πολύ καλύτερο του εαυτού του και σοφότερο. Θεωρώντας τον υιό του κατεπλάγη, τον θαύμασε και τον αγάπησε. Τον κάθησε στα δεξιά του[71]. Στην συνέχεια δημιούργησε τα αιθέρια μέχρι της σελήνης, την καλουμένη Ογδοάδα[72].
Από την πανσπερμία ξεπήδησε και άλλος άρχων, υποδεέστερος του πρώτου. Αυτός δημιούργησε επίσης υιό, καθώς και τον υποσελήνιο κόσμο, την καλουμένη εβδομάδα. Ο υιός και αυτού του άρχοντος αναδεικνύεται καλύτερος και σοφότερος του πατρός του, κάθεται στα δεξιά του και γίνεται συγκυβερνήτης του κόσμου[73]. Αυτός ο υποδεέστερος άρχοντας ήταν κατά τον Βασιλείδη ο θεός του Μωυσή[74].
Επειδή τελείωσε η κατασκευή του κόσμου και παρέμενε η Τρίτη υιότης, στην πανσπερμία, επιθυμούσε μεν ν’ ανέλθει στον μη όντα θεό, αλλά δεν μπορούσε διότι έχριζε καθάρσεως. Έπρεπε ν’ ανέλθει δια φωτισμού. Φωτισμός σήμαινε γνώσις των υπερκοσμίων, προερχομένη εκ του ευαγγελίου[75].
Για τον Βασιλείδη, το ευαγγέλιο είναι η γνώση των πραγμάτων που βρίσκονται πάνω και διέφευγαν της προσοχής των αρχόντων. Έτσι ο μέγας άρχων νόμιζε ότι είναι ο υπέρτατος θεός διότι δεν γνώριζε ότι υπάρχει ο μη ων θεός, το άγιο πνεύμα και τρεις υιότητες[76]. Το διάστημα από τον Αδάμ μέχρι τον Μωυσή είναι ο χρόνος άγνοιας του μεγάλου άρχοντα, και κατά συνέπεια ο χρόνος της μοναρχίας του.
Το ευαγγέλιο αποκαλύφθηκε από το άγιο πνεύμα πρώτα στον υιό του μεγάλου άρχοντα, τον Χριστό[77]. Αυτός με την σειρά του το αποκάλυψε στον πατέρα του. Ο τελευταίος αναγνώρισε την άγνοιά του και φοβήθηκε. Διδάχθηκε από τον Χριστό για τον ουκ όντα θεό, για την υιότητα, για το άγιο πνεύμα, για την κατασκευή του κόσμου και την αποκατάστασή του. Εξομολογήθηκε την αμαρτία του, δηλαδή ότι μεγάλυνε τον εαυτό του[78].
Στην συνέχεια το ευαγγέλιο έπρεπε ν’ αποκαλυφθεί στην εβδομάδα. Για να γίνει αυτό επέλαμψε ο υιός του μεγάλου άρχοντος το φως στον υιό του άρχοντος της εβδομάδος. Αυτός με την σειρά του αποκάλυψε το ευαγγέλιο στον πατέρα του. Ο άρχων της εβδομάδος φοβήθηκε κι εξομολογήθηκε παρόμοια[79].
Ταυτόχρονα έμαθαν το ευαγγέλιο και όλα όσα βρίσκονταν μέσα στην εβδομάδα δηλαδή η κτίση. Η κτίση για τον Βασιλείδη αποτελούνταν από 365 ουρανούς. Εδώ ο άγιος Ιππόλυτος αποκαλύπτει το όνομα του μεγάλου άρχοντος. Το όνομά του είναι Αβρασάξ, διότι το αριθμητικό άθροισμα των γραμμάτων δίνει 365 (τξε)[80].
Για να φωτισθούν και οι άνθρωποι από το φως του ευαγγελίου, κατήλθε από της εβδομάδος στον υιό της Μαρίας, Ιησού, και φωτίσθηκε. Έτσι η εναπομείνασα υιότης, διαμορφώνεται με την ευεργεσία των φωτισμένων ψυχών, γίνεται λεπτομερέστερη και μπορεί ν’ ανέβει και αυτή, όπως και η πρώτη, προς τα πάνω[81]. Αυτή είναι η σωτηρία.
Η παρουσίαση της διδασκαλίας του Βασιλείδη από τον άγιο Ειρηναίο είναι διαφορετική. Ο ύψιστος θεός παρουσιάζεται ως απρόσωπη φιλοσοφική δύναμη, η οποία δίνει το έναυσμα της θεογονίας με την απορροή του Νου. Από τον Νου γεννιέται ο Λόγος, από τον Λόγο η Φρόνηση, από την Φρόνηση η Σοφία και η Δύναμη. Από την Σοφία και την Δύναμη γεννιούνται οι Αιώνες – δυνάμεις, εξουσίες, άγγελοι, αρχάγγελοι -, οι οποίοι απαρτίζουν τον πρώτο ουρανό. Από τους πρώτους αιώνες προέκυψαν οι δεύτεροι και ο δεύτερος ουρανός. Με αυτό το εξακολουθητικό τρόπο συμπληρρώνεται ένα σύνολο 365 ουρανών[82]. Το σύνολο των 365 ουρανών αποτελεί το Πλήρωμα, το οποίο εκφράζεται με την μαγική λέξη Αβραξάς.
Τον κόσμο έφτιαξαν οι άγγελοι του κατώτερου προς εμάς ουρανού. Ο άρχοντας αυτού του ουρανού, στην εκδοχή του αγίου Ειρηναίου, ταυτίστηκε με τον θεό των Ιουδαίων. Αυτός θέλησε να υποτάξει όλα τα άλλα έθνη στην εξουσία των Ιουδαίων, αλλά αντέδρασαν οι άλλοι αιώνες. Γι’ αυτό και τα υπόλοιπα έθνη ήταν εχθρικά σ’ αυτούς[83]. Εδώ μπορούμε να βρούμε την πηγή του αντισημιτισμού των σύγχρονων νεοειδωλατρών και νεοεποχιτών εν γένει.
Για να μην επιτύχουν τα σχέδια του κατώτατου αιώνα, ο αγέννητος και άγνωστος θεός έστειλε τον μονογενή του υιό, τον Χριστό, στον κόσμο. Όσοι πίστευαν σ’ αυτόν θ’ απελευθερώνονταν από την τυραννία του δημιουργού του κόσμου. Δεν υπέστη ο ίδιος τον σταυρικό θάνατο, αλλά ο Σίμων ο Κυρηναίος που μετέφερε τον σταυρό και έλαβε την μορφή του Ιησού. Ο ίδιος ο Χριστός πήρε την μορφή του Σίμωνα και παρακολουθούσε από απόσταση γελώντας[84].
Για τους Βασιλιδειανούς, λοιπόν, η σταυρική θυσία του Κυρίου στερείται οποιασδήποτε αξίας, διότι δεν ήταν ο Χριστός αυτός που σταυρώθηκε. Λυτρωτική αξία έχει η γνώση, ότι ο Ιησούς δεν σταυρώθηκε, αλλά ο Σίμωνας στην θέση του. Όποιος λοιπόν δεν ομολογούσε Χριστό εσταυρωμένο, απελευθερώνονταν από την των αρχόντων του κόσμου, ενώ όποιος ομολογούσε παρέμενε σκλάβος τους. Πρόκειται δηλαδή για πλήρη διαστρέβλωση του ευαγγελικού κηρύγματος. Λέει ο απ. Παύλος:
«οὐχί ἐμώρανεν ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;ἐπειδή γάρ ἐν τῇ σοφία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνων ὁ κόσμος διά τῆς σοφίας τόν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεός διἀ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τούς πιστεύοντας. ἐπειδή καί Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καί Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δέ κηρύσσομεν Χριστόν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαῖοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δέ μωρίαν, αὐτοῖς δέ κλητοῖς, Ἰουδαῖοις τε καί Ἕλλησι, Χριστόν Θεοῦ δύναμιν καί Θεοῦ σοφίαν». (Α’Κορ. 1.20-25)
Φαίνεται καθαρά ότι πρόκειται για δυο διαφορετικές διδασκαλίες. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, το σύστημα που παρουσιάζει ο Ιππόλυτος είναι αριστοτελικό. Από την άλλη, το σύστημα που παρουσιάζει ο Ειρηναίος είναι πλατωνικό. Με τον Ιππόλυτο συμφωνούν οι Κλήμης Αλεξανδρεύς[85] και Ωριγένης. Με τον Ειρηναίο συμφωνεί ο Επιφάνιος[86]. Η πληροφορίες των Αλεξανδρινών, Κλήμεντα και Ωριγένη, έχουν ειδική βαρύτητα, καθώς κινούνταν στους ίδιους χώρους που δραστηριοποιήθηκε και ο Βασιλείδης. Αλλά και ο Επιφάνιος ερεύνησε επί τόπου τις σέκτες της Αιγύπτου, συνεπώς οι πληροφορίες του δεν μπορούν ν’ απορριφθούν. Αν οι Αλεξανδρινοί έχουν τελικά δίκιο, τότε την αυθεντική διδασκαλία του Βασιλείδη διέσωσε ο Ιππόλυτος, ενώ ο Ειρηναίος κάποια επόμενη επεξεργασία της. Αυτή η μεταγενέστερη μορφή της διδασκαλίας του Βασιλείδη, φαίνεται επικράτησε της αυθεντικής, η οποία ήταν περισσότερο φιλοσοφική, αφηρημένη και δύσπεπτη για τα στομάχια των απλών οπαδών του. Μπορεί να προήλθε και από τον γιο και διάδοχό του Ισίδωρο, και είναι η μορφή την οποία γνώρισε ο Επιφάνιος προσωπικά.
4.1.5β Μαρτύριο
Για τον Βασιλείδη και τους οπαδούς του το μαρτύριο ήταν ένα είδος τιμωρίας. Γράφει περί τούτου ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Βασιλείδης δέ ἐν τῷ εἰκοστῷ τρίτῳ τῶν Ἐξηγητικῶν περί τῶν κατά τό μαρτύριον κολαζομένων, αὐταῖς λέξεσι τάδε φησί˙
“Φημί γάρ τό, ὁπόσοι ὑποπύπτουσι ταῖς λεγομέναις θλίψεσιν, ἤτοι ἡμαρτηκότες ἐν ἄλλοις λανθάνοντες πταίσμασιν, εἰς τοῦτο ἄγονται τό ἀγαθόν χρηστότητι τοῦ περιάγοντος, ἄλλα ἐξ ἄλλων ὄντως ἐκγαλούμενοι, ἵνα μή ὡς κατάδικοι ἐπἰ κακοῖς ὁμολογουμένοις πάθωσι, μηδέ λοιδορούμενοι ὡς ὁ μοιχός, ἤ ὁ φονεύς, ἀλλ’ ὅτι Χριστιανοί πεφυκότες˙ ὅπερ αὐτούς παρηγορήσει μηδέ πάσχειν δοκεῖν. Κἄν μή ἡμαρτηκώς δ’ ὅλως τις ἐπί τό παθεῖν γένηται, σπάνιον μεν, ἀλλ’ ούδέ οὗτος κατ’ ἐπιβουλήν δυνάμεώς τι πείσεται, ἀλλά πείσεται ὡς ἔπασχε καί τό νήπιον τό δοκοῦν οὐ ἡμαρτηκέναι”. Εἶθ’ ὑποβάς, πάλιν ἐπιφέρει˙
“Ὡς οὖν τό νήπιον οὐ προημαρτηκός, ἠ ἐνεργῶς μέν οὐχ ἡμαρτηκός οὐδέν ἐν ἑαυτῷ, τῷ δέ τό ἡμαρτῆσαι ἔχον, ἐπᾶν ὑποβληθῇ τῷ παθεῖν, εὐεργετεῖταί τε, πολλά κερδαῖνον δύσκολα˙ οὐτωσί δή, κἄν τέλειος τέλειος μηδέν ἡμαρτηλώς ἔργῷ τύχῃ, πάσχῃ δέ καί πάθῃ, ταὐτό ἔπαθεν ἐμφερῶς τῷ νηπίῳ˙ ἔχων μέν ἐν ἑαυτῷ τό ἁμαρτητικόν, ἀφορμήν δέ προς τό ἡμαρτηκέναι μή λαβών, οὐχ ἡμάρτανεν. Ὥστ’ οὐκ αὐτῷ τό μή ἁμαρτῆσαι λογιστέον. Ὡς γάρ ὁ μοιχεῦσαι θέλων μοιχός ἐστι, κἄν τοῦ μοιχεῦσαι μή ἐπιτύχῃ, καί ὁ ποιῆσαι φόνον θέλων ανδροφόνος ἐστί, κἄν μή δύναται φονεῦσαι, οὑτωσί δέ καί τόν ἀναμάρτητον, ὅν λέγω, ἐάν ἴδω πάσχοντα, κἄν μηδέν ᾖ κακῷ πεπραχώς, κακόν ἐρῶ τό θέλειν ἁμαρτάνειν. Πάντ’ έρῶ γάρ μᾶλλον, ἤ κακόν τό προνοοῦν ἐρῶ”. Εἶθ’ ὑποβάς, καί περί τοῦ Κυρίου ἄντικρυς, ὡς περί ἀνθρώπου, λέγει˙
“Ἐάν μέντοι παραλιπών τοῦτους ἅπαντας τοῦς λόγους, ἔλθεῃς ἐπί τό δυσωπεῖν με, διά προσώπων τινῶν, εἰ τύχοι, λέγων, Ὁ δεῖνα οὖν ἥμαρτεν˙ ἔπαθεν γάρ ὁ δεῖνα˙ ἐάν μέν ἐπιτρέπῃς, έρῶ, Ἄνθρωπον ὅντιν’ ἀν ὀνομάςῃς, ἄνθρωπον εἶναι, δίκαιον δέ τόν Θεόν˙ Καθαρός γάρ οὐδείς, ὥσπερ εἶπέ τις, από ρύπου[87]”».
Ο Βασιλείδης διατυπώνει την πεποίθηση ότι το μαρτύριο είναι μια μορφή θεοδικίας. Αυτό προέρχεται από τις απόψεις του για την σταυρική θυσία του Χριστού. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, για τους ο Βασιλειδιανούς ο Χριστός δεν σταυρώθηκε, δεν αναστήθηκε, συνεπώς αρνούνται την Θεία Οικονομία, ως πηγή σωτηρίας. Ο Χριστός γι’ αυτούς δεν σώζει. Η γνώση, την οποία έφερε στον κόσμο σώζει. Βλέπουν λοιπόν το θέμα της αμαρτίας με σχολαστικό τρόπο.
Για να εξηγήσει την φαινομενική αντίφαση, του μαρτυρίου των δικαίων, κάνει ακροβατισμούς. Θεωρεί ότι δεν τιμωρούνται μόνο αυτοί που αμαρτάνουν κατ’ ενέργειαν, αλλά και όσοι επιθυμούν την αμαρτία. Και φέρνει το παράδειγμα του νηπίου. Εκείνο που μένει ανεξήγητο, είναι το που βρήκε το νήπιο την επιθυμία. Για ποια επιθυμία τιμωρείται το νήπιο, της μοιχείας ή του φόνου; Ή τελικά πως γίνεται να τιμωρούνται δίκαιοι, και αμαρτωλοί να μένουν ατιμώρητοι. Επειδή αδυνατούσε ν’ απαντήσει σε αυτά, κατέφυγε σε γενικεύσεις του τύπου, όλοι είναι αμαρτωλοί.
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς στο σημείο αυτό, διασώζει και μια ακόμη κακοδοξία του Βασιλείδη, με την οποία προσπαθούσε να στηρίξει τις αδυναμίες της θεωρίας του:
«Άλλά τῷ Βασιλείδη ἡ ὑπόθεσις προαμαρτήσασάν φησι τήν ψυχήν ἐν ἐτέρῳ βίῳ, τήν κόλασιν ὑπομένει ἐνταῦθα, τήν μέν ἐκλεκτήν ἐπιτίμως διά μαρτυρίου, τήν ἄλλην δέ οἰκείᾳ κολάσει[88]».
Πίστευαν, λοιπόν, στην μετεμψύχωση. Η ψυχή τιμωρείται για τις αμαρτίες κάποιας προηγούμενης ζωής. Τι γίνεται, όμως στην περίπτωση που αυτός που οδηγούνταν στο μαρτύριο, αρνούνταν και δεν τιμωρούνταν;
«Λύεται γάρ ἐπί τοῦ αρνησομένου ἡ κατά τόν Βασιλείδη πρόνοια[89]».
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς προχωρά στην αναίρεση των παραπάνω θεωριών του Βασιλείδη. Με τα όσα λέει ο τελευταίος, αφ ενός μεν η θεία πρόνοια παρουσιάζεται ως άδικη. Άλλους αφήνει ν’ αμαρτήσουν και άλλους όχι. Άλλους τους τιμωρεί για να καθαρισθούν και άλλους όχι. Αφ’ ετέρου καταργείται το αυτεξούσιο του ανθρώπου, διότι με τον βασιλειδιανό τρόπο η αμαρτία δεν είναι θέμα μόνο επιλογής, αλλά επιθυμίας και παραχώρησης. Παρουσιάζεται ο άνθρωπος να επιθυμεί την αμαρτία, αλλά να εμποδίζεται από την διάπραξή της.
Ταυτόχρονα υποτιμούνται η πίστη και η αγάπη προς τον Θεό. Η ενάρετη ζωή δεν έχει καμιά αξία, εφόσον δεν είναι θέμα προαίρεσης. Ο διάβολος με την σειρά του γίνεται όργανο της άδικης πρόνοιας, υπηρετώντας το σχέδιό της, κι έτσι απαλλάσσεται από την ευθύνη του. Το ίδιο και οι διώκτες, ενώ των κακών πρόξενος γίνεται ο Θεός.
Παρακάτω στο έργο του τονίζει ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Πλήν οὐδέ πάσας (σ.σ τας αμαρτίας) ὁ Βασιλείδης φησί, μόνας δέ τας ἀκουσίους καί κατ’ ἄγνοιαν ἀφίεσθαι, καθάπερ ἀνθρώπου τινος, ἀλλ’ οὐ Θεοῦ, τήν τασαύτην παρεχομένου δωρεάν. Τούτῳ φησίν ἡ Γραφή˙ “Ὑπέλαβες, ἄνομε, ὅτι ἔσομαί σοι ὅμοιος[90]”. Ἀλλ’ εἰ καί ἐπί ταῖς έκουσίοις κολαζόμεθα, οὐχ ἵνα μή γένωνται γενόμεναι, ἀλλ’ ὅτι ἐγένοντο, τιμωρούμεθα. Κόλασις δέ τόν ἁμαρτήσαντα ούκ ὠφελεῖ εἰς τό μή πεποιηκέναι, ἀλλ’ εἰς τό μηκέτι ἁμαρτάνειν, μηδέ μή ἄλλον τινά τοῖς ὁμοίοις περιπεσεῖν. Ἐνταῦθα οὖν ὁ ἀγαθός Θεός διά τρεῖς ταύτας παιδεύει αἰτίας˙ πρῶτον μέν, ἵν’ αύτός ἀμείνων αὐτοῦ γένηται ὁ παιδευόμενος˙ εἰσέπειτα, ὅπως οἱ δι’ ὑποδειγμάτων σωθῆναι δυνάμενοι προανακρούωνται νουθετούμενοι˙ καί τρίτον, ὡς μή ὁ ἀδικούμενος εὐκαταφρόνητος ᾖ, καί ἐπιτήδειος ἀδικεῖσθαι[91]».
4.1.5γ Τελετές
Πάλι από τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα μαθαίνουμε ότι ο οπαδοί του γιόρταζαν την ημέρα της Βαπτίσεως του Κυρίου.
«Οἱ δέ ἀπό Βασιλείδου καί τοῦ βαπτίσματος αὐτοῦ τήν ἡμέραν ἑορτάζουσι, προσδιανυκτερεύοντες ἀναγνώσεσι. Φασί δέ εἶναι τό πέντεκαι δέκατον ἔτος Τιβερίου Καίσαρος, τήν πέντεκαιδεκάτην του Τυβί μηνός, τινές δέ αὐτήν ἑνδεκάτην τοῦ αὐτοῦ μηνός[92]».
Οι μαγικές τελετές και επικλήσεις είχαν την τιμητική τους, ανάμεσα στους Βασιλειδιανούς. Τα ονόματα των αρχόντων των ουρανών ήταν μυστική γνώση που παραδίνονταν στα μέλη τους ύστερα από πενταετή μύηση (Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 7.5: «Πυθαγωρικῶς τε τοῖς προσιοῦσιν αὐτῷ πενταετή σιωπήν παρακελεύεσθαι»). Τα ονόματα αυτά έπρεπε να κρατούνται μυστικά από τους αμύητους. Όποιος τα γνώριζε, μπορούσε μετά θάνατον να περάσει από τους ουρανούς και να ανέλθει στον τόπο που βρισκόταν ο ύψιστος θεός. Είχαν δώσει στον Χριστό το μυστικό όνομα Καουλακάου. Υποτίθεται, ότι με την δύναμη αυτού του ονόματος είχε κατέλθει στην γη και είχε ανέλθει πάλι.
Έχει αναφερθεί παραπάνω η χρήση του ονόματος Αβραξάς από τον Βασιλείδη και τους οπαδούς του. Κατά τον άγιο Ιερώνυμο, ήταν το όνομα του ύψιστου άρχοντα και συνδέονταν με τον Μίθρα[93]. Αυτά έρχονταν σε απευθείας σύγκρουση με την απάντηση που έδωσε ο απόστολος Πέτρος στο αρχιερατικό συμβούλιο:
«καί οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία˙ οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἁνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πραξ. 4.12).
Κατά τον ίδιο άγιο[94], ο Βασιλείδης πέθανε στην Αλεξάνδρεια κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ανδριανού. Φαίνεται να συνδέεται ο θάνατός του με την εξέγερση των Ιουδαίων, με αρχηγό τον Bar Kokhba. Κατά την διάρκειά της, εκτελέστηκαν πολλοί Χριστιανοί με φρικτά βασανιστήρια. Συνεπώς ο θάνατός του τοποθετείται το 132-135.
Ερωτήματα εγείρονται από την ενέργεια του Βασιλείδη, να ονοματίσει ένα των προφητών του με το όνομα του ηγέτη της ιουδαϊκής εξέγερσης: «προφήτας δέ ἑαυτῷ ονομᾶσαι Βαρκαββᾶν καί Βαρκώφ» (Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 7.7). Υπονοείται κάποια σχέση, η οποία δεν μας είναι γνωστή. Στα προηγούμενα συστήματα η σχέση του γνωστικισμού με τις ακρώρειες του Ιουδαϊσμού είναι εμφανής. Ο Βασιλείδης έδινε την εντύπωση ότι αποστασιοποιήθηκε από τις δοσοληψίες των προκατόχων του. Αλλά απ’ ότι φαίνεται στήριξε με τα γραπτά του την προσωπικότητα του Βαρκαββά. Μήπως το λυντσάρισμα του ήταν πράξη σκοπιμότητας; Μήπως οι σχέσεις του με τον Βαρκαββά αποδείχθηκαν επικίνδυνες; Αυτά είναι ερωτήματα που δεν μπορούν ν’ απαντηθούν, δυστυχώς.
4.1.6 Ισίδωρος
Ο Ισίδωρος ήταν γιος του Βασιλείδη. Υπήρξε μαθητής και συνεχιστής του στην αρχηγεία της σέκτας. Πολλές από τις κακοδοξίες των Βασιλειδιανών ίσως να οφείλονται σε αυτόν και όχι στον Βασιλείδη. Μαρτυρούνται τρία συγγράμματά του.
Το πρώτο είναι το Περί προσφυούς ψυχής. Σ’ αυτό αποδίδει στον άνθρωπο δύο ψυχές, την αγαθή και την πονηρή. Αποτελεί συνέχεια της θεωρίας του πατέρα του περί των προσαρτημάτων της ψυχής, δηλαδή πολυειδών πονηρών πνευμάτων, τα οποία συνιστούσαν δεύτερο είδος ψυχής. Τονίζει, όμως ότι αυτό δεν έπρεπε ν’ αποτελεί δικαιολογία για την διάπραξη της αμαρτίας. Γράφει ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Αὐτός γοῦν ὁ τοῦ Βασιλείδου υἱός Ἰσίδωρος ἐν τῷ Περί προσφοῦς ψυχῆς, συναισθόμενος τοῦ δόγματος, οῖον ἑαυτοῦ κατηγορῶν, γράφει κατά λέξιν˙ “Ἐάν γάρ τινι πεῖσμα δῷς, ὅτι μή ἔστιν ἡ ψυχή μονομερής, τῇ δέ τῶν προσαρτημάτων βία τά τῶν χειρόνων γίνεται πάθη, πρόφασιν οὐ τήν τυχοῦσαν ἕξουσιν οἱ μοχθηροί τῶν ἀνθρώπων λέγειν˙ Ἐβιάσθην, απηνέχθην, ἄκων ἔδρασα, μή βουλόμενος ἐνήργησα˙ τῆς τῶν κακῶν ἐπιθυμίας αὐτός ἡγησάμενος, καί ού μαχεσάμενος ταῖς τῶν προσαρτημάτων βίαις. Δεῖ δέ, τῷ λογιστικῷ κρείττονας γενομένους, τῆς ἐλάττονος ἐν ἡμῖν κτίσεως φανῆναι κρατοῦντας”. Δύο γάρ δή ψυχάς ὑποτίθεται καί οὗτος ἐν ἡμῖν, καθάπερ οἱ Πυθαγόρειοι, περί ὧν ὕστερον ἐπισκεψόμεθα[95]».
Το δεύτερο έργο του ονομαζόταν Ηθικά. Σ’ αυτό διατυπώνονταν οι απόψεις του για τον γάμο. Κατά την γνώμη του ο άνθρωπος πρέπει να πράτει σε όλα το καλό και να προχωρεί σε γάμο μετά από προσεκτικό αυτοέλεγχο. Τα αφροδίσια θεωρούνταν ως φυσική, αλλά όχι αναγκαία ορμή. Πάλι από τον Κλήμεντα:
«Ἀντέχου τοίνυν, φησί κατά λέξιν ὁ Ἰσίδωρος ἐν τοῖς Ηθικοῖς , μαχίμης γυναικός, ἵνα μή ἀποσπασθῇς τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ, τό τε πῦρ ἀποσπερματίσας, εὐσυνειδήτως προσεύχῃ. Ὅταν δέ ἡ εὐχαριστία σου, φησίν, εἰς αἴτησιν ὑποπέςῃ, καί στῇς τό λοιπόν οὐ κατορθῶσαι, ἀλλά μή σφαλῆναι, γάμησον. Ἀλλά νέος τις ἐστιν ἤ πένης ἤ κατωφερής, καί οὐ θέλει γῆμαι κατά τόν λόγον˙ οὗτος τοῦ ἀδελφοῦ μή χωριζέσθω˙ λεγέτω ὅτι Εἰσελύληθα ἐγώ εἰς τά ἅγια˙ ουδέν δύναμαι παθεῖν. Ἐάν δέ ὑπόνοιαν ἔχῃ, εἰπατω˙ Ἀδελφέ, ἐπίθες μοι τήν χεῖρα, ἵνα μή ἁμαρτήσω˙ καί λήψεται βοήθειαν, καί νοητήν καί αἰσθητήν˙ θελησάτω μόνον ἀπαρτῆσαι τό καλόν, καί ἐπιτεύξεται. Ἐνίοτε δέ τῷ μέν στόματι λέγομεν, Οὐ θέλομεν ἁμαρτῆσαι, ἡ δέ διάνοια ἔγκειται ἐπί τό ἁμαρτάνειν. Ὁ τοιοῦτος διά φόβου οὐ ποιεῖ ὅ θέλει, ἵνα μή ἡ κόλασις αὐτῶ ἐλλογισθῇ. Ἡ δέ ἀνθρωπότης ἔχει τινά ἀναγκαῖα καί φυσικά μόνα˙ ἔχει τό περιβάλλεσθαι ἀναγκαῖον καί φυσικόν˙φυσικόν δέ τό τῶν ἀφροδισίων, οὐκ ἀναγκαῖον δέ. Ταύτας παρεθέμην τάς φωνάς εἰς ἔλεγχον τῶν μή βιούντων ὀρθῶς Βασιλειδιανῶν, ὡς ἤτοι ἐχόντων ἐξουσίαν καί τοῦ ἁμαρτεῖν διά τήν τελειότητα, ἤ πάντως γε σωθησομένων φύσει, κἄν νῦν ἁμάρτωσι, διά τήν ἔμφυτον ἐκλογήν˙ ἐπεί μηδέ ταῦτα αὐτοῖς πρἀττειν συγχωροῦσιν οἱ προπάτορες τῶν δογμάτων[96]».
Φαίνεται λοιπόν, ότι στους χρόνους του Κλήμεντα Αλεξανδρέως οι Βασιλειδιανοί είχαν περάσει σε κατάσταση αφροδίσιας ελευθεριότητας, αντίθετα με τις διδασκαλίες του Βασιλείδη και του Ισίδωρου.
Τρίτο έργο του Ισίδωρου μαρτυρείται το Εξηγητικά των του προφήτου Παρχώρ. Τρία αποσπάσματα από αυτό το έργο διατηρούνται στους Στρωματείς[97]. Αυτά αναφέρονται στην λογοκλοπή των προφητειών από τους έλληνες φιλοσόφους. Πρέπει να ξεκαθαριστεί, όμως, ότι εννοούσε τους προφήτες του Βασιλειδιανού συστήματος, εφόσον κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του ήταν η απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης. Οι προφήτες των Βασιλειδιανών μέμφονταν την ιουδαϊκή λατρεία και κατά συνέπεια τις εντολές του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης. Ένας τέτοιος φανταστικός προφήτης ήταν ο Παρχώρ.
4.1.7 Παρατηρήσεις
Μπορούμε εύκολα να παρακολουθήσουμε την δενδρική δομή της εξέλιξης του γνωστικισμού με βάσει τις σχέσεις των αρχηγών των διαφόρων σεκτών. Σχηματικά είναι η παρακάτω:
Η ανίχνευση της διαδοχής αυτής ήταν αρκετά εύκολη και δεν μαρτυρεί ούτε προΰπαρξη πριν την διάδοση του ευαγγελίου, ούτε την χρειάζεται. Συνηγορεί μάλλον στην άποψη που θέλει την προέλευση του γνωστικισμού από τις ιουδαϊκές αιρέσεις, και ταυτόχρονη, ανταγωνιστική διάδοση με τον Χριστιανισμό. Όπως και να ‘χει φαίνεται ότι οι πρώτοι γνωστικοί προήλθαν από τις ιουδαϊκές αιρέσεις, κυρίως τους Σαμαρείτες. Αν διατήρησαν τις προηγούμενες σχέσεις τους με τους Εβραίους, όχι μόνο σε επίπεδο προσηλυτισμού, δεν μπορεί να πιστοποιηθεί με βεβαιότητα. Έχουμε την περίπτωση του Βασιλείδη με τον Βαρκαββά, αλλά αν υπήρξαν σχέσεις, κρατήθηκαν μυστικές με επιτυχία.
Επίσης μπορούμε να παρακολουθήσουμε και τα διάφορα στάδια στην εξέλιξη της γνωστικής διδασκαλίας, εντοπίζοντας την χρονική στιγμή εισαγωγής των επιμέρους στοιχείων. Στα επόμενα συστήματα υπάρχουν σημεία επαφής με τον εβραϊκό μυστικισμό.
Αυτό που μπόρεσε να γίνει κατανοητό είναι, ότι η γνωστική διδασκαλία προσπάθησε εξαρχής να παρουσιαστεί ως χριστιανική. Η αντίδραση των αποστόλων και των διαδόχων τους ήταν άμεση. Ο όρος αίρεση που χρησιμοποιείται από τους αγίους Πατέρες για πρώτη φορά, βρίσκει τον ορισμό της και την εφαρμογή της στον γνωστικισμό.
Όλα τα στοιχεία που πάρθηκαν από τις διάφορες θρησκείες και φιλοσοφίες της εποχής, ήταν δανεικά και είχαν διπλό ρόλο. Αφ’ ενός μεν χρησιμοποιήθηκαν για την αλλοίωση του ευαγγελικού κηρύγματος από τους θεωρητικούς του γνωστικισμού, αφ’ ετέρου παρουσίαζαν την ερμαφρόδιτη διδασκαλία με επίχρισμα οικείων στους διαφόρους λαούς ιδεών. Έτσι περιστασιακά φαίνεται ο γνωστικισμός να υπερτερεί κατά τόπους.
Η διαφορά, όμως, του γνήσιου Ευαγγελίου από το νόθο φάνηκε κατά τους διωγμούς. Οι μεν Χριστιανοί μάρτυρες υπέμειναν ευχαριστώντας, οι δε γνωστικοί θεωρώντας ανύπαρκτα τα είδωλα, θυσίαζαν. Ήταν λοιπόν η συμφωνία θεωρίας και πράξης στη ζωή των Χριστιανών, που ανέδειξε την αλήθεια του Χριστιανισμού έναντι του γνωστικισμού.
[1] Ιουστίνου, Α’ Απολογία 26.1.1-3: «Τρίτον δέ ὅτι μετά την ἀνέλευσιν τοῦ Χριστοῦ εἰς οὐρανόν προεβάλλοντο οἱ δαίμονες ἀνθρώπους τινάς λέγοντας ἑαυτούς εἶναι θεούς, οἵ οὐ μόνον οὐκ ἐκδιώχθησαν ὑφ’ ὑμῶν, ἀλλά καί τιμῶν κατηξιώθησαν˙ Σίμωνα μέν τινά Σαμαρέα, τόν ᾶπό κώμης λεγομένης Γίτθων, ὅς ἐπί Κλαυδίου Καίσαρος διά τῆς τῶν ἐνεργούντων δαιμόνων τέχνης δυνάμεις ποιήσας μαγικάς ἐν τῇ πόλει ὑμῶν βασιλίδι Ρώμῃ θεός ἐνομίσθη καί ἀνδριάντι ἀνεγήγερται ἐν τῷ Τίβερι ποταμῷ μεταξύ τῶν δύο γεφυρῶν, ἔχων ἐπιγραφήν Ρωμαϊκήν ταύτην˙ Σίμωνι Δέῳ Σάγκτῳ[1]. Καί σχεδόν πάντες μέν Σαμαρεῖς, ὀλίγοι δε καί ἐν ἀλλαις ἔθνεσιν, ὡς τόν πρῶτον θεόν εκεῖνον ὁμολογοῦντες ἐκεῖνον καί πρόσκυνοῦσι˙ καί Ἑλένην τινά,… Μένανδρον δέ τινά,…Μαρκίωνα δέ τινά Ποντικόν,… ὅς κατά πᾶν γένος ἀνθρώπων διά τῆς τῶν δαιμόνων συλλήψεως πολλούς πεποίηκε βλασφημίας λέγειν καί αρνεῖσθαι τόν ποιητήν τοῦδε τοῦ παντός Θεόν,…[1]».
[2] Πραξ. η.18: «ἰδών δέ ὁ Σίμων ὅτι διά τῆς έπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἀποστολων δίδοται τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, προσήνεγκεν αύτοῖς χρήματα λέγων˙ δότε κἀμοί τήν ἐξουσίαν ταῦτην, ἵνα ᾦ ἐάν ἐπιθῶ τάς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα Ἅγιον».
[3] Πραξ. η.9: «Ανήρ δέ τις ὀνόματι Σίμων προϋπῆρχεν ἐν τᾖ πόλει μαγεύων καί ἐξιστῶν τό ἔθνος τῆς Σαμάρειας, λέγων εἶναι τνα μέγαν˙ ᾦ προσεῖχον πάντες άπό μικροῦ ἕως μεγάλου λέγοντες˙ οὗτός ἐστιν ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἡ μεγάλη».
[4] Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία 2.1.10: «Ἐπί τοσοῦτον δ’ ὁ Σίμων βεβοημένος κατ’ ἐκεῖνο καιροῦ τῶν ἠπατημένων έκράτει γοητείᾳ, ὡς τήν μεγάλην ἡγεῖσθαι εἶναι δύναμιν τοῦ Θεοῦ».
[5] In Matthaeum XXIV.5 (PL 26.183).
[6] Α’Απολογία 26.1.1-3, 56.1-2, Διάλογος προς Τρύφωνα 120.6.
[7] Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία 2.13.4: «Καί Ἑλένην τινά, τήν συμπερινοστήσασαν αὐτῷ κατ’ ἐκεῖνο τοῦ καιροῦ, πρότερον ἐπί τέγους σταθεῖσαν ἐν Τύρῳ τῆς Φοινίκης, τήν ἀπ’ αὐτοῦ πρώτην ἔννοιαν λέγουσι».
[8] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων 4.19.2: «ἐν γάρ τῇ κατ’ ἐκεῖνον καιρόν γενομένῃ Ἐλένῃ ἐνώκησεν [ἐν αῦτῃ]ἡ ἐπίνοια, καί οὕτως παςῶν ἐπιδικαζομένων αὐτῆς τῶν ἐξουσιῶν, στάσις καί πόλεμος ἐπανέστη ἐν οἷς ἐφάνη ἔθνεσιν. οὕτως γοῦν τόν Στησίχορον διά τῶν ἐπῶν λοιδορήσαντα αὐτήν τάς ὄψεις τυφλωθῆναι˙ αὖθις έ μεταμεληθέντος αὐτοῦ καί γράψαντος τάς παλινῳδίας ἐν αἷς ὕμνησεν αὐτήν, ἀναβλέψαι˙ μετενσωματουμένην <δέ> ὐπό τῶν αγγέλων καί τῶν κάτω ἐξουσιῶν, οἵ καί τόν κόσμον, φησίν, ἐποίησαν, ὕστερον ἐπί τέγους ἐν Τύρῳ τῆς Φοινίκης πόλει στῆναι, ᾗ κατελθών εὗρεν… ὁ δέ ψυχρός ἐρασθείς τοῦ γυναίου τούτου, Ἑλένης καλουμένης, ὠνησάμενος εἶχε, καί τους μαθητάς αἰδούμενος τοῦτον τόν μύθον ἔπλασεν».
[9] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων IV.11: «Τούτου δε ὄντος, ὡς δι’ ὀλίγων εῖπεῖν, κατά τόν Σίμωνα τοῦ πυρός καί πάντων τῶν ὄντων ὁρατῶν καί άοράτων, ὧν αὐτός ἐνήχων καί <ἀν>ήχων, αριθμητῶν και <ἀν>αρίθμων ἐν τῇ Ἀποφάσει τῇ μεγάλῃ καλεῖ, τελείων νοερῶν, οὕτως ὡς ἕκαστον τῶν ἀπειράκις ἀπείρως ἐπινοηθῆναι δυναμένων καί λαλεῖν καί διανοεῖσθαι καί ἐνεργεῖν, ὥς φησιν Ἐμπεδοκλής˙».
[10] Δευτερ. 4.24: «Κύριος ὁ Θεός σου πῦρ καταναλίσκον ἐστίν» πρβλ Εξοδ. 24.17: «τό δέ εἶδος τῆς δόξης κυρίου ὡσεί πῦρ φλέγον».
[11] Ιππολύτου, Κατά αιρεσεων VI.9.3. Για τον Ηράκλειτο, Διογένη Λαέρτιου, Βίοι ΙΧ.7: «ἐδόκει δέ αὐτῷ καθολικῶς μέν τάδε˙ έκ πυρός τά πάντα συνεστάναι καί εἰς τοῦτο ἀναλύεσθαι».
[12] Ιππολύτου, Κατά αιρεσεων VI.9.5: «τό πῦρ κατά τον Σίμωνα οὐδέν ἀπλοῦν, καθάπερ οἱ πολλοί ἁπλᾶ λέγοντες εἶναι τά τέσσαρα στοιχεῖα καί τό πῦρ ἁπλοῦν εἶναι νενομίκασιν, ἀλλά γάρ εἶναι [τήν] τοῦ πυρός διπλῆν τινά τήν φύσιν, καί τῆς διπλῆς ταύτης καλεῖ τό μέν τι κρυπτόν, τό δέ τι φανερόν˙».
[13] Ιππολύτου, Κατά αιρεσεων VI.9.6: «κέκρυφαθι δέ τά κρυπτά έν τοῖς φανεροῖς τοῦ πυρός, καί τά φανερά τοῦ πυρός ὑπό τῶν κρυπτῶν γεγονέναι.
[14] Ιππολύτου, Κατά αιρεσεων VI.11 παραθέτει από Εμπεδοκλή, Fragmenta IV.109.7. Το απόσπασμα αυτό του Εμπεδοκλή κάνει χρήση και ο Αριστοτέλης, Περί ψυχής Α 2.404b.8 και Μετά τα φυσικά Β’ 4. 1000β.5.
[15]Ησαΐας 1.2. Η ερμηνεία των Σιμωνιανών στο Ιππολύτου Κατά αιρέσεων VI 13.4.
[16] Ιππολύτου Κατά αιρέσεων VI 14.6.
[17] Ίσως Ης. 44.2: «οὕτω λέγει Κύριος ὁ Θεός ὁ ποιήσας σε καί ὁ πλάσας σε ἐκ κοιλίας».
[18] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 15-16.
[19] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 19.5-6: «τήν δέ Ἑλένην λυτρωσάμενος οὕτως τοῖς ανθρώποις σωτηρίαν παρέσχε διά τῆς ἰδίας ἐπιγνώσεως. κακῶς γάρ διοικούντων τῶν ἀγγέλων τόν κόσμον διά τό φυλαρχεῖν αὐτούς, εἰς ἐπανόρθωσιν ἐληλυθέναι αὐτόν ἔφη μεταμορφούμενον καί ἐξομοιούμενον ταῖς αρχαῖς καί ταῖς ἐξουσίαις καί τοῖς ἀγγέλοις, ὥς καί ἄνθρωπον φαίνεσθαι αὐτόν μή ὄντα ἄνθρωπον,…».
[20] Ειρηναίου, Έλεγχος I 23.4: «Imaginem quoque Simonis habent factam ad figuram Jovis, et Helene in figuram Minervae, et has adorant»και Ιππολύτου Κατά αιρέσεων VI 20.1.
[21] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙ 13.7-8: «Τά δέ τούτων αὐτοῖς ἀπορρητότερα, ὧν φασι τόν πρῶτον ἐπακούσαντα ἐκπλαγήσεσθαι καί κατά τι παρ’ αὐτοῖς λόγιον ἔγγραφον «θαμβωθήσεσθαι», θάμβους ὡς ἀληθῶς καί φρενῶν ἐκστάσεως καί μανίας ἔμπλεα τυγχάνει, τοιαῦτα ὄντα, ὡς μή μόνον μή δυνατά εἶναι παραδοθῆναι γραφῇ, ἀλλ’ οὐδέ χείλεσιν αὐτό μόνον δι’ ὑπερβολήν αἰσχρουργίας τε και αρρητοποίας ἀνδράσι σώφρονα λαληθῆναι. ὅτι ποτε γάρ ἄν ἐπινοηθείη παντός αἰσχροῦ μιαρῶτερον, τοῦτο πᾶν ὐπερηκόντισεν ἠ τῶνδε μυσαρωτάτη αἵρεσις, ταῖς ἀθλίαις καί παντοίων ὡς ἀληθῶς κακῶν σεσωρευμέναις γυναιξίν ἐγκαταπαιζόντων». (μετ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1977, τ.1 σελ. 199).
[22] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 20.2. Επίσης Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 23.4: «Exorcismis et incantationibus utuntur. Amatoria quoque et agogima, et qui dicuntur paredri et oniropompi, et quaecunque sunt alia perierga apud eos studiose exercentur. Imaginem quoque Simonis habent factam ad figuram Jovis, et Helene in figuram Minervae, et has adorant». (PG 7.673A).
[23] Επιδήμια Κηρύγματα Πέτρου ΙΙ 8.9.
[24] «Viri Romani, dues nascitur? crucificitur? qui dominum habet, non est dues. Haec autem eo dicente multi dicebant˙ Bene dicis, Simon».
[25] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙ 13.6: «Πάσης μέν οὖν ἀρχηγόν αἰρέσεως πρῶτον γενέσθαι τόν Σίμωνα παρειλήφαμεν˙ ἐξ οὗ καί εἰς δεῦρο οἱ τήν κατ’ αὐτόν μετιόντες αἵρεσιν τήν σώφρονα καί διά καθαρότητα βίου παρά τοις πάσιν βεβοημένην Χριστιανῶν φιλοσοφίαν ὑποκρινόμενοι, ἧς μέν ἔδοξαν ἀπαλλάτεσθαι περί τά εἴδωλα δεισιδαιμονίας οὐδέν ἧττον αὖθις ἐπιλαμβάνονται» (μετ. Παν Χρήστου, ο. π. σελ. 197-9).
[26] Ωριγένη, Κατά Κέλσου Ι.57: «Χριστιανοί δ’εἰσίν οἰ ταῦτα περί αὐτοῦ λέγοντες…».
[27] Κλήμη Αλεξανδρέως, Στρωματείς VII 17.106.4 – 107.1: «καθάπερ ὁ Βασιλείδης, κἄν Γλαυκίαν ἐπιγράφηται διδάσκαλον, ως αὐχοῦσιν αὐτοί, τόν Πέτρου ερμηνέα. Ὡσαύτως δέ καί Οὐαλεντίνον Θεοδᾶ διακηκοέναι φέρουσιν˙ γνώριμος δ’ οὗτος ἐγεγόνει Παύλου. Μαρκίων γάρ, κατά τήν αὐτήν αὐτοῖς ἡλικίαν γενόμενος, ὡς πρεσβύτης νεωτέροις συνεγέτετο. Μεθ’ ὅν Σίμων ἐπ’ ὀλίγων κηρύσσοντος τοῦ Πέτρου ὑπήκουσεν» {ed. Otto Stählin, GCS 17 (1909) 75}.
[28] Α’ Κορ. 1.23.
[29] Ωριγένη, Κατά Κέλσου Ι.57 & VI.11: «οὐδαμοῦ γάρ τῆς οἰκουμένης Σιμωνιανοί».
[30] Περί Αρχών IV 3.2, {ed Paul Koetschau, GCS 22 (1913) 326}.
[31] Κατά Κέλσου Ι.57 {ed. Paul Koetschau, GCS 2 (1899) 108}.
[32] Επιφανίου, Πανάριον XIII 1.1 {ed. Karl Holl , GCS 25 (1915) 206}.
[33] Ομιλίες 2.23.4.
[34] Ομιλίες 2.24.1.
[35] Κατά Κέλσου Ι.57 {ed. Paul Koetschau, GCS 2 (1899) 108}.
[36] Ωριγένη, Εις Ιωάννην XIII.27 {ed. Erwin Preuschen, GCS 10 (1903) 251}.
[37] Μ. Φωτίου, Μυριόβιβλος 230.
[38] ο. π. «Οὕτω το δυσσεβές περί ἀναστάσεως διά τῶν ἱερολογιῶν Δοσιθέου κήρυγμα καταβαλών, καί ὅτι φθαρτός ο κόσμος (ἐκεῖνος γάρ φθαρτήν την ψυχήν, ἄφθαρτον δέ τοῦτον ἐτερατολόγει), καί ὅτι τῶν ἀγγέλων ἡ φύσις παρά Θεοῦ ὑπέστη (τῶν γάρ μή ὀντων καί τούτων τήν φύσιν ἐκεῖνος ὁ ληρώδης ἐνόμιζε), ναι δή καί ὅτι τό δαιμόνων γέγονέ τε καί διαμένει φῦλον (οἱ γάρ Δοσθηνοί τά μέν εἴδωλα δαίμονες ἔλεγον, ἄλλο δέ τι δαιμόνιον φῦλον ούκ εγίνωσκον), είς πολλήν αὐτόν έλάσαι φρενοβλάβειαν διήλεγξεν».
[39] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 138.
[40] Επιφάνιος, Πανάριον XIII 1.4: «ἐν σπηλαίῳ δέ που ἀναχωρῶν δι’ ὑπερβολήν εθελοσοφίας, ματαίως καί υποκριτικῶς ἐν νηστείᾳ καρτερῶν ὡς λόγος ἔχει οὕτως ἀπέθανεν ἐν ἐνδείᾳ ἄρτου καί ὕδατος, ἐκουσίᾳ δήθεν τῇ γνώμῃ. μετά ημέρας δέ τινας ἐλθόντας ἐπί τήν τούτου ἐπίσκεψιν εὑρηκέναι τό σῶμα ὀδωδός ἐξέρψαν τε σκώληκας καί νέφος μυιῶν ἐπ’ αὐτῷ ἐσμηκέναι». {ed. Karl Holl , GCS 25 (1915) 206}.
[41] Ευσεβίου Καισαρίας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 26.1: «Σίμωνα τόν μάγον Μένανδρος διαδεξάμενος, ὅπλον δεύτερον οὐ χεῖρον τοῦ προτέρου τῆς διαβολικῆς ἐνεργείας ἀποδείκνυται τόν τρόπον».
[42] Ιουστίνου, Απολογία Α’ 26.4.
[43] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 28.1 {ed Paul Wendland, GCS 26 (1916) 208}.
[44] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 23.5: «Mundum autem factum ab Angelis».
[45] Ευσεβίου Καισαρίας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 26.1-2: «Ἦν καί οὗτος Σαμαρεύς, εἰς ἄκρον δέ γοητείας οῦκ ἔλαττον τοῦ διδασκάλου προελθών, μείζοσιν ἐπιδαψιλεύεται τερατολογίαις, ἐαυτόν μεν ὡς ἄρα εἴη, λέγων, ὁ Σωτήρ ἐπί τῃ τῶν άνθρώπων ἄνωθέν ποθεν ἐξ ἀοράτων αἰώνων ἀπεσταλμένος σωτηρίᾳ, διδάσκων δέ μή ἄλλως δύνασθαί τινα καί αὐτῶν τῶν κοσμοποιῶν ἀγγέλων περιγενήσεσθαι, μή πρότερον διά τῆς προς αύτοῦ παραδιδομένης μαγικῆς ἐμπειρίας ἀχθέντα καί διά τοῦ μεταδιδομένου προς αὐτοῦ βαπτίσματος, οὗ τους καταξιουμένους ἀθανασίαν ἀίδιον ἐν αὐτῳ τούτου μεθέξειν τῷ βίῳ, μηκέτι θνήσκοντας, αύτοῦ δέ παραμένοντας εἰς τό ἀεί ἀγήρως τινάς καί ἀθανάτους εσομένους».
Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 23.5: «Ressurectionem enim per id, quod est in eum baptisma, accipere ejus discipulos, et ultra non posse mori, sed persevere non senescentes et immortales» (PG 7.673B).
[46] Ευσεβίου Καισαρίας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 7.1: «Ούτω από τον Μένανδρον, τον οποίον ήδη προηγουμένως αναφέραμεν ως διάδοχον του Σίμωνος, προήλθεν εν είδος αμφιστόμου και δικεφάλου οφιώδους δυνάμεως, η οποία παρήγαγεν αρχηγούς δύο διαφορετικών αιρέσεων, τον Σατορνίνον Αντιοχέα την καταγωγήν και τον Βασιλείδην Αλεξανδρέα, οι οποίοι ίδρυσαν διδασκαλεία των θεομισών αιρέσεων, ο μεν εις την Συρίαν, ο δε άλλος εις την Αίγυπτον» (μετ. Π. Χρήστου, ΕΠΕ, τ. 2 σελ. 19).
[47] Ιππολύτου, Κατά Αιρέσεων VII 28.1: «Λέγει δέ ἕνα πατέρα ἄγνωστον τοῖς πᾶσιν ὑπάρχειν, [τοῦ]τον ποιήσαντα ἀγγέλους, ἀρχαγγέλους, δυνάμεις, ἐξουσίας» {ed Paul Wendland, GCS 26 (1916) 208}.
[48] Ιππολύτου, Κατά Αιρέσεων VII 28.2-4: «ἀπό δέ ἑπτά τινων ἀγγέλων τόν κόσμον γεγενῆσθαι καί πάντα τά ἐν αὐτῷ, καί τόν ἄνθρωπον δέ ἀγγέλων εἶναι ποίημα, ἄνωθεν ἀπό τῆς αὐθεντίας φωτεινῆς εῖκόνος ἐπιφανείσης, ἤν κατασχεῖν μή δυνηθέντες διά τό παραχρῆμα, φησίν, ἀναδραμεῖν ἄνω[θεν], ἐκέλευσαν ἑαυτοῖς λέγοντες˙ ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν˙ οὗ γενομένου, φησίν, καί <μἠ> δυναμένου ἀνορθούσθαι τοῦ πλάσματος διά τό ἀδρνές τῶν ἀγγέλων, ἀλλά ὡς σώληκος σκαρίζοντος, οἰκτείρασα αὐτόν ἡ ἄνω δύναμις διά τό ἐν ὁμοιώματι αὐτῆς γεγονέναι, ἔπεμψε σπινθήρα ζωής, ὅς διήγειρε τόν άνθρωπον καί ζῆν ἐποίησε». {ed Paul Wendland, GCS 26 (1916) 208-9}.
[49] Ιππολύτου, Κατά Αιρέσεων VII 28.5-7, {ed Paul Wendland, GCS 26 (1916) 208}.
[50] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 28.7: «τό δέ γαμεῖν καί γεννᾶν ἀπό τοῦ σατανᾶ φησιν εἶναι˙ οἰ πλείους τε τῶν απ’ εκείνου καί ἐμψύχων ἀπέχονται, διά τῆς προσποιήτου ταύτης ἐγκρατείας <πλανῶντες πολλούς>. τάς δέ προφητείας ἅς μέν ἀπό τῶν κοσμοποιῶν ἀγγέλων λελαλῆσθαι, ἅς δέ ἀπό τοῦ σατανᾶ, ὅν καί αὐτόν ἄγγελον ἀντιπράττοντα τοῖς κοσμοποιοῖς ὑπέθετο, μάλιστα δέ τῷ τῶν Ἰοδαίων θεῷ».
[51] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΙΙΙ 2.5: «Τάς δέ προφητείας φάσκει ὁ αὐτός πάλιν γόης τάς μέν ὐπό τῶν κοσμοποιῶν ἀγγέλων πεπροφητεῦσθαι, τάς δέ ὑπό τοῦ Σατανᾶ. καί αὐτόν γάρ τόν Σατανᾶν ἄγγελον φάσκει, αντιπράττοντα τοῖς κοσμοποιοῖς ἀγγέλοις, μάλιστα τῷ Θεῷ τῶν Ιουδαίων» {ed. Karl Holl , GCS 25 (1915) 251}.
[52] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΙΙΙ 3-4 {ed. Karl Holl , GCS 25 (1915) 252-3}.
[53] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΙΙΙ 5 {ed. Karl Holl , GCS 25 (1915) 253}: «Διότι ο Θεός Πατήρ έπλασε τον άνθρωπο και όλα σύμφωνα με την δική του ευδοκία, και σε τίποτα δεν έγιναν σύμβουλοι οι άγγελοι. Διότι είπε “ ας πλάσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την δική μας εικόνα” και όχι μόνο κατ’ εικόνα. Συγκάλεσε ως συνδημιουργό στο δικό Του δημιούργημα και τον Λόγο Του τον μονογενή, …, όπως ο Πατέρας προσκαλεί τον Υιό για να δημιουργήσει τον άνθρωπο, δια του οποίου δημιούργησε και τα υπόλοιπα όλα. Και δεν λέμε ότι προσκάλεσε μόνο τον Υιό, αλλά και το Άγιο Πνεύμα. “ Με τον λόγο του Κυρίου οι ουρανοί στέριωσαν και με την πνοή του στόματος αυτού όλη η δύναμή τους” (Ψαλμ. 32.6)».
[54] Ο.π. «Και ότι ο γάμος δεν είναι από τον Σατανά, αλλά από τον Θεό, πρώτον το λέει ο Κύριος “ ὅ ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω” (Ματθ. 19.6) και ύστερα ο άγιος απόστολος “τίμιος ὁ γάμος καί ἡ κοίτη ἀμίαντος” (Εβρ. 13.4). Σε όσες έμειναν χήρες εξ αιτίας θανάτου παραγγέλνει τα ίδια, λέγοντας μέσω του Τιμοθέου “νεωτέρας χήρας παραιτοῦ˙μετά γάρ τό καταστρηνιάσαι τοῦ Χριστοῦ γαμεῖν θέλουσι” (Α’ Τιμ. 5.11) καί μετά από λίγα “γαμείτωσαν τεκνογονείτωσαν οἰκοδεσποτείτωσαν”, θέτοντας ανυπέρβατο νόμο, ο οποίος είναι εκ Θεού και δόθηκε στους ανθρώπους χάριν σεμνότητος».
[55] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΙΙΙ 6 {ed. Karl Holl , GCS 25 (1915) 254-5}: «για τις όσες συκοφαντημένες υπόνοιες λέγει για τις εκ Θεού προφητείες, ότι δηλαδή δεν είναι αυτές εκ Θεού, πολλά υπάρχουν να πει κανείς, όπως λέει και ο ίδιος ο Μονογενής, με τα οποία ευαγγέλισε τον κόσμο κηρύσσοντας τον εαυτό Του, πρώτον ότι “Αβραάμ ὁ πατήρ ἡμῶν ἐπεθύμησεν ἰδεῖν τήν ἡμέραν μου, καί εἶδεν καί ἐχάρη” (Ιωάν. 8.56), και πάλι λέει “εἰ ἐπιστεύετε Μωυσῇ, ἐπιστεύετε ἄν ἐμοί˙ ἐκεῖνος γάρ περί ἐμοῦ ἔγραψεν” (Ιωάν. 5.46).
[56] Επιφανίου, Πανάριον XXIV 1.
[57] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 148.
[58] Κλήμη Αλεξανδρέως, Στρωματείς VII 17.106.4.
[59] Ωριγένους, Εις κατά Λουκάν, Ομιλία Α’ {ed. Max Rauer, GCS 35 (1931), 5}.
[60] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς IV 12.81: «Βασιλείδης δἐ ἐν τῷ εἰκοστῷ τρίτῳ τῶν Εξηγητικῶν περί τῶν κατά τό μαρτύριον κολαζομένων αῦταῖς λέξεσι τάδε φησί» {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 284}.
[61] Ηγεμόνιου, Πράξεις Αρχελάου 67.4 κ.ε. {ed. Charles Henry Beeson, GCS 16 (1906) 98}.
[62] Ευσεβίου Καισαρίας, Εκκλησιαστική Ιστορίαι IV 7.6-7.
[63] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 14: «Ἐπειδή οὖν ἐν ταῖς πρό ταύτης τῆς βίβλοις ἕξ ἐκτεθείμεθα τά πρότερα, δοκεῖ νῦν τά Βασιλείδου μή σιωπᾶν <ὄν>τα Ἀριστοτέλους τοῦ Σταγειρίτου δόγματα, οὐ Χριστοῦ». {ed Paul Wendland, GCS 26 (1916) 191}.
[64] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 21.1: «Επεί <οὖν> οὐδέν <ἦν>, οὐχ ὕλη, οὐκ οὐσία, οὐκ ἀνούσιον, οὐχ ἁπλοῦν, οὐ σύνθετον, οὐκ ἀνόητον, οὐκ ἀναίσθητον, οὐκ ἄνθρωπος, οὐκ ἄγγελος, οὐ θεός, οὐδέ ὅλως τι τῶν ὀνομαζομένων ἤ δι’ αίσθήσεως λαμβανομένων ἤ νοητῶν πραγμάτων, ἀλλ’ οὕτω καί ἔτι λεπτομερεστέρως πάντων ἁπλῶς περιγεγραμένων, <ὁ> οὐκ ὤν θεός,…».
[65] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 21.4: «οὕτως <ὁ> οὐκ ὤν θεός ἐποίησε κόσμον οὐκ ὄντα ἐξ οὐκ ὄντων, καταβαλόμενος καί ὑποστήσας σπέρμα τι ἕν ἔχον πᾶσαν ἐν ἑαυτῷ τήν τοῦ κόσμου πανσπερμίαν.
[66] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 22.7-12.
[67] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 22.12: «ἦν γάρ οὐχ ὁμοούσιον οὐδέν φύσιν εἶχε μετά τῆς υἱότητος˙ ἀλλἀ ὥσπερ ἐστί παρά φύσιν καί ὀλέθριος τοῖς ἰχθύσιν ἀήρ καθαρός καί ξηρός, οὕτω τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῷ ἦν παρά φύσιν ἐκεῖνο τό ἀρρητων ἀρρητότερον καί πάντων ἀνώτερον ὀνομάτων τοῦ οὐκ ὄντος ὁμοῦ θεοῦ χωρίον καί τῆς υιότητος».
[68] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 22.15-16.
[69] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 23.1-2.
[70] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 23.3-4.
[71] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 23.6-7.
[72] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 24.2-3.
[73] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 24.4-5.
[74] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 25.4: «οὗτος ἐστι, φησίν, ὁ τῆς ἑβδομάδος ἄρχων ὁ λαλήλας τῷ Μωυςῆ και εἰπών˙ ἐγώ ὁ θεός Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, καί τό ὄνομα τοῦ θεοῦ οὐκ ἐδήλωσα αὐτοῖς».
[75] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 25.1-2.
[76] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 25.6-7.
[77] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 25.7: «ἡ γάρ ἐν μέσω τοῦ αγίου πνεύματος ἐν τῷ μεθορίῳ τῆς υἱότητος δύναμις ῥέοντα καί φερόμενα τά νοήματα τῆς υἱότητος μεταδίδωσι τῷ υἱῷ τοῦ μεγάλου ἄρχοντος».
[78] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 26.1-3.
[79] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 26.4-5.
[80] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 26.6: «καί τόν μέγα ἄρχοντα αὐτῶν εἶναι τόν Ἁβρασαξ διά τό περιέχειν τό ὄνομα αὐτοῦ ψῆφον τξε, ὡς δή τοῦ ὀνόματος τήν ψήφον περιέχειν πάντα, καί διά τοῦτο τόν ἐνιαυτόν τοσαύταις ἡμέραις συνεστάναι».
[81] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 26.10.
[82] Ειρηναίου, Έλεγχος XXIV.3: «Basilides autem, ut altius aliquid et verisimilius invenisse videatur, in immensum extendit sentetiam doctrina suae, ostendens Nun primo ab innato natum Patre, ab hoc autem natum Logon, deinde a Logo Phronesn, a Phronesi autem Sophiam et Dynamin, a Dynami autem et Sophia Virtutes, et Principes, et Angelos, quos et primos vocat, et ab iis primum coelum factum. Dehinc ab horum derivatione alios autem factos, aliud coelum simile priori fecisse, et simili modo ex eorum derivatione cum alii facti essent, antitypi eis qui super eos essent aliud tertium deformasse coelum» (PG 7.675B-676A).
[83] Ειρηναίου, Έλεγχος XXIV.4: «Eos autem, qui posterius continent coelum, Angelos, quod etiam a nobis videtur, constituisse ea quae sunt in mundo omnia, et partes sibi fecisse terrae, et earum, quae super eam sunt, gentium. Esse autem principem ipsorum eum, qui Judaeorum putatur esse Deus. Et quoniam hic suis hominibus, id est Judaeis, voluit subjicere reliquas gentes, reliquos ones principles contra stetisse ei et contra egisse» (PG 7.676A-B).
[84] Ο. π.: «Quapropter neque passum eum, sed Simonem quemdam Cyrenaeum angariatum portasse crucem ejus pro eo: et hunc secundum ignorantiam et errorem crucifixum, transfiguratum ab eo, uti putaretur ipse esse Jesus: et ipsum autem Jesum Simonis accepisse formam, et stantem irrisisse eos» (PG 7.677A).
[85] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς II 8: «Ἐνταῦθα οἱ αμφί τόν Βασιλείδην, τοῦτο εξηγούμενοι τὀ ρητόν, “αὐτόν φασιν Ἄρχοντα, επακούσαντα τήν φάσιν τοῦ διακονουμένου Πνεύματος, ἐκπλαγῆναι τῷ τε άκούσματι καί τῷ θεάματι, παρ’ ἐλπίδας εὐηγγελισμένον˙ καί τήν ἔκπληξην αὐτοῦ φόβον κληθῆναι, ἀρχήν γενόμενον σοφίας φυλοκρινητικῆς τε καί διακριτικῆς καί τελεωτικῆς καί ἀποκαταστατικῆς. Οὐ γάρ μόνον τόν κόσμον, ἀλλά καί τήν ἐκλογήν διακρίνας, ὁ ἐπί πᾶσι παραπέμπει”». Εδώ ο Κλήμης αναφέρεται στην ερμηνεία που έδινα οι Βασιλιδειανοί στο χωρίο «Ἀρχή σοφίας, φόβος Θεοῦ» (Παροιμ. 1.7). Η ερμηνεία παραπέμπει στην διδασκαλία που καταγράφεται στον άγιο Ιππόλυτο, ειδικά στο Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 26.1-3.
Στρωματείς IV 25: «Βασιλείδης δέ ὁ ἀποστατήσας, δικαιοσύνην δέ καί τήν θυγατέρα αὐτῆς τήν εἰρήνην ὐπολαμβάνει ἐν ὀγδοάδι μένειν ἐνδιατεταγμένας», εδώ γίνεται λόγος για την ογδοάδα.
[86] Πανάριον 24.1-4.
[87] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στωματεῖς IV 81.1-83.1:
«Ο Βασιλείδης στο εικοστό τρίτο βιβλίο των Εξηγητικών του, γι’ αυτούς που βασανίζονται από μαρτύριο λέγει αυτολεξεί τα εξής˙
“Η γνώμη μου δηλαδή είναι η εξής˙ Όσοι υποπίπτουν στις λεγόμενες θλίψεις, ή διαφεύγουν τη σύλληψη έχοντας αμαρτήσει σε άλλες παραβάσεις, οδηγούνται σε αυτό το αγαθό από καλοσύνη εκείνου που τους οδηγεί, αλλά στην πραγματικότητα κατηγορούνται για άλλους λόγους, ώστε να μην τιμωρηθούν ως κατάδικοι για αποδεδειγμένα κακά, ούτε να ακούν τις κατηγορίες, όπως ο μοιχός, ο φονιάς, αλλά επειδή είναι Χριστιανοί, πράγμα που θα τους παρηγορήσει, νομίζοντας ότι ούτε καν υποφέρουν. Κι αν φτάσει κανείς στο πάθος χωρίς να έχει αμαρτήσει καθόλου, σπάνιο βέβαια, όμως ούτε αυτός θα πάθει τίποτα από τις επιβουλές της εξουσίας, αλλά θα πάθει ό,τι θα έπασχε και το νήπιο που είναι φανερό ότι δεν έχει αμαρτήσει”. Έπειτα προχωρώντας λίγο λέγει˙
“Όπως λοιπόν το νήπιο που δεν έχει αμαρτήσει στην πράξη καθόλου, έχει όμως την τάση για αμαρτία, αν υποβληθεί σε τιμωρία ευεργετείται κερδίζοντας πολλά δύσκολα, έτσι κι αν κάποιος τέλειος τύχει να μην έχει διαπράξει καμιά αμαρτία, τιμωρείται όμως και θα τιμωρηθεί, έπαθε όμοια με αυτό που έπαθε το νήπιο. Είχε την τάση για αμαρτία, επειδή όμως δεν βρήκε αφορμή να αμαρτήσει, δεν αμάρτησε. Γιατί, όπως εκείνος που θέλει να μοιχεύσει είναι μοιχός, έστω κι αν δεν προχώρησε στην πράξη της μοιχείας, κι όποιος θέλει να διαπράξει φόνο είναι φονιάς, έστω κι αν δεν μπορεί να σκοτώσει, έτσι κι ο αναμάρτητος που λέγω˙ αν τον δω να τιμωρείται, ενώ δεν έχει πράξει κανένα κακό , εγώ θα τον χαρακτηρίσω κακό, επειδή θέλει ν’ αμαρτήσει. Γιατί προτιμώ να πω τα πάντα, παρά να πω ότι είναι κακή η πρόνοια”. Έπειτα λίγο παρακάτω μιλά και για τον Κύριο απερίφραστα, σαν για κάποιον άνθρωπο, λέγοντας˙
“Αν όμως παραλείψεις όλους αυτούς τους λόγους και φτάσεις στο να με ελέγχεις με όποιο τύχει παράδειγμα ανθρώπων, λέγοντας˙ Ο τάδε λοιπόν αμάρτησε, γιατί όμως έπαθε ο τάδε; αν μου επιτρέπεις θα σου πω˙ δεν αμάρτησε βέβαια, αλλά ήταν όμοιος με το νήπιο που πάσχει. Κι αν ο έλεγχός του γίνει εντονότερος, θα του πω˙ Είναι άνθρωπος αυτός που θα ονομάσεις άνθρωπο, ενώ δίκαιος είναι ο Θεός. Γιατί όπως είπε κάποιος, κανένας δεν είναι καθαρός από ρύπο”». (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ.3 σελ. 513-5).
[88] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στωματεῖς IV 83.2.
[89] Ο. π.
[90] Ψαλμ. 49.21.
[91] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς IV 153.3-154.1: «Όμως ο Βασιλείδης λ΄γει, ότι ούτε όλες συγχωρούνται, αλλά μόνο οι ακούσιες και όσες προέρχοντι από άγνοια˙ σα να παρέχει αυτή τη δωρεά κάποιος άνθρωπος και όχι ο Θεός. Σ’ αυτόν απαντά η Γραφή˙ “Υπέθεσες άνομε άνθρωπε, ότι θα γίνω όμοιός σου”. Αλλά, αν και τιμωρούμαστε για τα εκούσια σφάλματά μας, όχι για να μη γίνουν, αφού έγιναν, αλλά τιμωρούμαστε επειδή έγιναν. Η τιμωρία δεν ωφελεί αυτόν που αμάρτησε στο να μην έχει αμαρτήσει, αλλά για να μην αμαρτήσει στο μέλλον ούτε να πέσει στα ίδια παραπτώματα και κάποιος άλλος. Εδώ λοιπόν, ο αγαθός Θεός παιδεύει για τις εξής τρεις αιτίες˙ πρώτον για να γίνει ο παιδευόμενος καλύτερος από τον εαυτό του. Δεύτερο, με σκοπό όσοι μπορούν να σωθούν με το παράδειγμα να προετοιμάζονται με τη νουθεσία. Και τρίτο για να μην περιφρονείται ο αδικούμενος και γίνεται κατάλληλος για αδικία».
[92] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στωματείς I 146.1.
[93] Jerome, on Amos I.3: «Basileides, qui omnipotentem Deum portentoso nomine appellat Abraxas, et eudem secundum graecas litteras, et annui cursus numerum dicit in solis circulo contineri, quem ethnici sub eodem numero aliarum litterarum vocant Μείθραν» (PL 25.1018D).
[94] Jerome, De viris illustribus XXI: «Τελευτῶντος Βασιλείδου γνωστικοί ἐν Άλεξάνδρείᾳ έκλήθησαν ἐν τοῖς χρόνοις Ἀνδριανοῦ, ὅτε καί Κοχίβος ὁ τῶν Ιουδαίων ἡγούμενος πολλούς τῶν Χριστιανῶν ποικίλαις τιμωρίαις ἀνήλωσεν».
[95] Κλήμεντος Αλεξανδρέως Στρωματείς ΙΙ 20.113: «Ο ίδιος βέβαια ο γιιος του Βασιλείδη ο Ισίδωρος στο έργο του Περί προσφυούς ψυχής, ενώ συμφωνεί με τη διδασκαλία, σαν να κατηγορεί τον εαυτό του, γράφει κατά λέξη˙ “Αν πείσεις κάποιον, ότι η ψυχή δεν είναι μονομερής, αλλά με την πίεση των προσαρτημάτων γίνονται τα πάθη των χειρότερων, δεν θα έχουν μια πρόχειρη πρόφαση όσοι είναι μοχθηροί να λένε˙ Εξαναγκάστηκα, παρασύρθηκα, έπραξα ακούσια, ενήργησα χωρίς να θέλω. Ενώ αυτός ο ίδιος ήταν που ηγήθηκε στην επιθυμία των κακών και δεν πολέμησε την βία των προσαρτημάτων. Πρέπει όμως να γίνουμε ισχυρότεροι στο λογιστικό και να εμφανιστούμε κύριοι της κατώτερης μέσα μας δημιουργίας”. Γιατί κι αυτός υποθέτει δυο ψυχές μέσα μας, όπως οι Πυθαγόρειοι, για τους οποίους θα μιλήσουμε αργότερα».
[96] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 1.1: «Λέγει λοιπόν κατά λέξη ο Ισίδωρος στα Ηθικά του˙ Ν’ αντιστέκεσαι στη μαχητική γυναίκα, για να μην αποσπασθείς από τη χάρη του θεού και σαν σπέρμα, αποβάλλοντας τη φωτιά, να προσεύχεσαι με αγαθή συνείδηση. Κι όταν η ευχαριστία σου, λέγει, ολισθήσει σε αίτηση και σταματήσεις, επειδή δεν κατόρθωσες το υπόλοιπο, σύναψε γάμο για να μν αμαρτήσεις. Αλλά είναι κάποιος νέος ή φτωχός ή κατώτερος και δεν θέλει κατά τον λόγο να νυμφευθεί˙ αυτός ας μη χωρίζει από έναν αδελφό. Ας λέγει˙ Εισήλθα εγώ στα άγια˙ δεν μπορώ να πάθω τίποτα. Εάν πάλι έχει υπόνοια, ας πει˙ Αδελφέ μου, βάλε το χέρι σου επάνω μου να μην αμαρτήσω, και θα λάβει βοήθεια και ψυχική και σωματική. Να επιθυμήσει μόνο να ολοκληρώσει το καλό και θα το πετίχει. Μερικές φορές με το στόμα βέβαια λέμε, Δε θέλομε ν’ αμαρτήσομαι, ο νους μας όμως κλίνει στην αμαρτία. Ο άνθρωπος αυτός από φόβο δεν κάμει αυτό που θέλει, για να μην του καταλογισθεί τιμωρία. Γενικά ο άνθρωπος έχει κάποια αναγκαία και κάποια μόνο φυσικά˙ έχει την ένδυση αναγκαία και φυσική˙ φυσική είναι η αφροδίσια ανάγκη όχι όμως απαραίτητη. Παρέθεσα τους λόγους αυτούς για έλεγχο των Βασιλειδιανών που δεν ζούνε ορθά, νομίζοντας ότι ή έχουν εξουσία να αμαρτάνουν χάρη στην τελειότητά τους, ή θα σωθούν οπωσδήποτε σύμφωνα με την φύση ακόμα κι αν τώρα αμαρτήσουν εξαιτίας της έμφυτης εκλογής, επειδή οι προπάτορες των δογμάτων ούτε αυτό δεν τους συγχωρούν να πράττουν» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ.3 σελ. 345-7).
[97] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς VI 6.53: «Και ο Ισίδωρος, ο γιος και μαθητής μαζί του Βασιλείδη, στο πρώτο βιβλίο των Εξηγητικών προφήτου Παρχώρ γράφει κι αυτός κατά λέξη˙ “Λένε οι Αθηναίοι ότι είχαν φανερωθεί μερικά στον Σωκράτη από τον δαίμονα που τον ακολουθούσε. Και ο Αριστοτέλης λέει, ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τους δαίμονές τους, που τους συνοδεύουν από την ώρα που μπαίνουν στο σώμα τους. Αυτό είναι ένα μάθημα που το πήρε από τους προφήτες και το κατέθεσε στα βιβλία του˙ δεν ομολόγησε βέβαια από πού αφαίρεσε αυτόν τον λόγο”. Και πάλι στο δεύτερο βιβλίο της ίδιας συγγραφής γράφει τα εξής˙ “Κι ας μη νομίζει κανείς, ότι αυτό έχει προειπωθεί από μερικούς φιλοσόφους˙ δν είναι δικό τους εύρημα. Το σφετερίσθηκαν από τους προφήτες και το πρόσθεσαν σε ό,τι σοφό ειπαν”. Και πάλι στο ίδιο βιβλίο˙ “Γιατί μου φαίνεται, όσοι υποκρίνονται πως φιλοσοφούν, για να μάθουν τι είναι η φτερωτή δρυς και το πολυποίκιλο φόρεμά της, όλα αυτά είναι αλληγορίες της θεολογίας Φεερεκύδη, που τις έλαβε από την προφητεία του Χαμ”». (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 4 σελ. 217-9).
Η Π.Δ. περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού: Χριστολογικά χωρία, μεσσιανικές προφητείες
Αυτός ο Κύριος αποκάλυψε, ότι ‘'οι Γραφές (δηλαδή η Π.Δ.), μαρτυρούν για Αυτόν''[i] και ότι ο Μωυσής έγραψε για Αυτόν και έτσι ‘'όσοι εκ των Ιουδαίων απιστούν είναι αναπολόγητοι ενώπιον του Θεού''[ii] και ότι ο Αβραάμ ‘'αναγάλλιασε στη σκέψη πως μπορεί να δει τις δικές μου ημέρες τις είδε και χάρηκε''[iii]. Δι' αυτών ο Κύριος αναφέρεται προφανώς στην παγκόσμια σωτηρία για την οποία είχε λάβει υπόσχεση ο Αβραάμ.
Στην συνέχεια δε ο Κύριος δηλώνει για τον εαυτό Του στους Ιουδαίους: ‘'Σας βεβαιώνω πως πριν γεννηθεί ο Αβραάμ εγώ υπάρχω''[iv]. Κατ' εκείνη δε τη μεγάλη προ του πάθους προσευχή Του, λέγει απευθυνόμενος προς τον Πατέρα· ‘'με αγάπησες προτού να δημιουργηθεί ο κόσμος''[v], παρουσιάζοντας τον εαυτό Του ως τον συναΐδιο προαιώνιο Λόγο, τον συνάναρχο Λόγο με τον Πατέρα και το Πνεύμα, τον εκ Παρθένου γεννηθέντα για την σωτηρία μας, όπως θριαμβευτικά ψάλλει η Αγία Εκκλησίας μας.
Στον εαυτό Του αναφέρει ο Κύριος και την από τον Μωυσή ύψωση του ορειχάλκινου όφεως στην έρημο ως τύπο της υψώσεως στον σταυρό του Υιού του ανθρώπου με την αναλογία των σωτήριων αποτελεσμάτων των δύο αυτών γεγονότων[vi]. Μετά δε την Ανάστασή Του εμφανισθείς στους πορευόμενους εις Εμμαούς Λουκά και Κλεόπα, ‘'αρχίζοντας από τα βιβλία του Μωυσή και όλων των προφητών, τους εξήγησε όσα αναφέρονταν σε όλες τις Γραφές για τον εαυτό Του''[vii] Ακολούθως δε στους συγκεντρωμένους μαθητές Του δήλωνε, ότι ‘' πρέπει να εκπληρωθούν όλα όσα είναι γραμμένα για μένα στο νόμο του Μωυσή και στους προφήτες και στους ψαλμούς. Τότε τους φώτισε τον νου, για να καταλαβαίνουν τις Γραφές· και είπε σ' αυτούς, ότι έτσι έχει γραφεί...''[viii]. Επομένως από αυτόν τον Θεάνθρωπο βεβαιώνεται η αναφορά της Π. Διαθήκης σ' Αυτόν από την αρχή μέχρι το τέλος της.
Όταν ο από την Βηθσαΐδα της Γαλιλαίας Φίλιππος, μόλις είχε γίνει μαθητής του Κυρίου, σπεύδει να γίνει ευαγγελιστής Του προς τον Ναθαναήλ, του ανακοίνωσε το ευχάριστο γεγονός με την εξής χαρακτηριστική αναδρομή προς εκείνα, που είχαν προαναγγελθεί περί Μεσσίου στην Π.Δ.: ‘'Βρήκαμε Εκείνον τον οποίον ανέφερε ο Μωυσής στον Νόμο και οι Προφήτες, τον Ιησού, τον υιό του Ιωσήφ από την Ναζαρέτ''· έκφραση, κάτω από την οποία υπονοούνται τα μεσσιανικά ή χριστολογική χωρία της Πεντατεύχου και των προφητών[ix], περί των οποίων γίνεται λόγος κατωτέρω.
Πράγματι δε από την διεξοδική μελέτη των χριστολογικών μεσσιανικών χωρίων της Π.Δ. διαπιστώνεται ότι σ' αυτήν προφητεύεται όλο το λυτρωτικό σχέδιο του Θεού, που ξετυλίχθηκε στην παγκόσμια Ιστορία, το οποίο τελεσιουργήθηκε στην Κ.Δ. δια του εν Χριστώ Ιησού ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου.
Έτσι, α) κατά την προπατορική περίοδο αναγγέλλεται στους πεσόντες πρωτόπλαστους το λεγόμενο ‘'πρωτοευαγγέλιο'' της λύτρωσής τους μέσω εκείνου, που θα γινόταν άνθρωπος από μία γυναίκα, ο οποίος, τραυματιζόμενος στην πτέρνα από τον διάβολο (υπαινιγμός της σταύρωσης), θα κτυπηθεί στην κεφαλή και θα συντριβεί, ώστε έτσι να τερματιστεί η μεταξύ Θεού και ανθρώπου διάσταση και να αποκατασταθεί η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό[x].
Αποκαλύπτεται έτσι η εν καιρώ από την άπειρη αγάπη του Θεού προς τον πεσόντα άνθρωπο προηθελημένη αποκατάσταση και λύτρωσή του από τις συνέπειες της πτώσης. Ο Θεός θα κατασκηνώσει ‘'στους οίκους του Σημ''[xi], σαρκούμενος εξ Εβραίων.
β) Κατά την πατριαρχική περίοδο. Στους Πατριάρχες παρέρχεται υπόσχεση περί ευλογίας όλων των απογόνων τους, οι οποίοι θα είναι και οι πρόγονοι του Μεσσία[xii], περί σωτηρίας πάντων των εθνών[xiii].
‘'Ουδέποτε θα λείψει το σκήπτρο από τον Ιούδα, ούτε η ηγεμονική ράβδος απ' το μέσο των ποδιών του, μέχρις ότου έλθει εκείνος, στον οποίο τούτο (το σκήπτρο) ανήκει και στον οποίο υπακούουν οι λαοί (Ο', ‘'και αυτός θα είναι η προσδοκία των εθνών'')[xiv], ο οποίος θα βρει μαρτυρικό θάνατο''[xv]. Άστρο θα ανατείλει από τον Ιακώβ, σκήπτρο θα αναστηθεί από τον Ισραήλ και θα κτυπήσει τους ναούς του Μωάβ και τα κρανία όλων των υιών του Σηθ''[xvi].
Ο Μωυσής αναγγέλλει στον λαό: ‘'προφήτη εκ των αδελφών σου, ως εμέ, θα αναδείξει σε σένα Κύριος ο Θεός σου, αυτόν να ακούτε... Και είπε ο Κύριος προς εμέ... προφήτη θα αναδείξω σ' αυτούς από τους αδελφούς τους, όπως εσένα, και θα βάλω τα λόγια στο στόμα του...''[xvii].
γ) Επί των βασιλέων, η μητέρα του Σαμουήλ Άννα προφητεύει, ότι ο Κύριος ‘'θα εξυψώσει τη δύναμη του χριστού του''[xviii].
Εφεξής προλέγεται, ότι ο οίκος Δαβίδ, απ' τον οποίον θα κατάγεται ο Μεσσίας, θα βασιλεύσει επί θρόνου αιωνίως[xix].
Αυτός ο Δαβίδ αναγγέλλει την κατά σάρκα εκ γαστρός γέννηση του προαιώνιου Θεού Λόγου, ως κυρίαρχου των εθνών[xx] και προεικονίζει λεπτομερώς τα παθήματα και την δόξα του Μεσσία, ο οποίος θα είναι υιός του Θεού[xxi].
Ολόκληρος ο 2ος Ψαλμός είναι χριστολογικός, όπως και ο 71ος περί του Μεσσία ως ισχυρού βασιλέα, που θα κρίνει δίκαιους και άδικους. Στον ψαλμό αυτό προφητεύεται και η προσκύνηση του Κυρίου από τους μάγους[xxii]. Ο Μεσσίας θα είναι ο πνευματικός ηγέτης και κύριος των λαών[xxiii], ο άδολος και αναμάρτητος[xxiv], ο οποίος, αφού προδοθεί[xxv] και καταδικαστεί βάσει ψευδομαρτυριών[xxvi] και με αγωνία υποστεί πάθη[xxvii], θα βγει από τον τάφο δοξασμένος[xxviii] και θα αναληφθεί[xxix], προτυπώνεται δε και το μυστήριο της θείας ευχαριστίας που θα συσταθεί από αυτόν[xxx].
Ορθώς δε και τελευταίως παρατηρήθηκε, ότι και ο 50ος Ψαλμός είναι χριστολογικός, διότι προς άφεση αμαρτιών επικαλείται την εξιλαστήρια χάρη του Θεού στην συντετριμμένη καρδία, και ότι ο 19ος στίχος του, κατά τον οποίο η αρμόζουσα στον Θεό αληθινή θυσία είναι η πνευματική, από καρδιά συντετριμμένη και ταπεινωμένη, την οποία και μόνη δεν εξουθενώνει ο Θεός, είναι γνήσιο ευαγγέλιο στην Π.Δ. Χριστολογικός είναι και ολόκληρος ο 21ος Ψαλμός, όπως αποδείχτηκε από την αντιπαραβολή κάθε στίχου αυτού με γεγονότα μαρτυρημένα στην Κ.Δ.
- Ο Σολομών, υμνεί την προαιώνια προσωπική Σοφία του Θεού, η οποία θα έλθει στον κόσμο[xxxi], το δε Άσμα των Ασμάτων, που είναι διθύραμβος προς τον θεσμό της μονογαμίας, της έννομης συζυγίας και της με αγάπη και αποκλειστική αφοσίωση συζυγικής πίστης, προκατοπτρίζει τη μυστηριακή ένωση Χριστού και Εκκλησίας, προς την οποία στην Κ.Δ. παρομοιάζεται ο θεοσύστατος θεσμός του γάμου.
δ) Κατά την προφητική περίοδο, προπάντων ο μεγαλοφωνότατος Ησαΐας περιγράφει τα σχετιζόμενα με τον Μεσσία τόσο ζωηρά, ως να ήταν όχι προφήτης, αλλά ευαγγελιστής: εκ παρθένου θα γεννηθεί ο Εμμανουήλ[xxxii], φως σε εκείνους που βρίσκονται στο σκοτάδι[xxxiii], φως εθνών[xxxiv], θεός ισχυρός[xxxv], θείες έχοντας ιδιότητες[xxxvi], κατά σάρκα καταγόμενος από τον Δαυίδ από την ρίζα του Ιεσσαί[xxxvii], θα ανεβεί στη Σιών φέρνοντας το ευχάριστο μήνυμα[xxxviii] και θα καθίσει ως βασιλέας στον θρόνο του Δαβίδ κρίνοντας την οικουμένη[xxxix], θα είναι ο ποιμένας[xl], και ο λυτρωτής του κόσμου όλου[xli], θα αναστηθούν οι νεκροί και θα εγερθούν οι ευρισκόμενοι στα μνήματα και όλοι οι κατοικούντες στη γη θα χαρούν[xlii], θα είναι ο ακρογωνιαίος λίθος στα θεμέλια της Σιών[xliii], θα εγκαινιάσει χρυσή εποχή στη γη[xliv].
Προαναγγέλλεται συγχρόνως ο πρόδρομός του[xlv] και περιγράφεται το έργο του[xlvi], το κήρυγμα του Ευαγγελίου και οι θαυματουργικές θεραπείες[xlvii], η γλυκύτητα και η ταπεινότητα του Κυρίου[xlviii] και εκτενώς τα παθήματά του[xlix], δια των οποίων θα στερεωθεί η Εκκλησία του, θα επιστραφούν σ' αυτόν οι λαοί και θα επέλθει η οριστική θριαμβευτική νίκη του Μεσσία, ‘'ουρανός καινός και γη καινή''[l].
- Ο προφήτης Ιερεμίας προλέγει την εμφάνιση δίκαιου βασιλέα από τον Δαβίδ, του οποίου το όνομα ‘'Κύριος Ιωσεδέκ'' (= Κύριος θεός Δικαιοσύνης)[li], τον θρήνο της Ραχήλ για τα τέκνα της, τέτοιος που ακούστηκε κατά την σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη[lii], την ‘'καινούργια καταφύτευση'', την οποία θα πραγματοποιήσει ο Προσδοκώμενος[liii], και την έναντι του Μεσσία απιστία του Ισραήλ[liv].
- Στο βιβλίο Βαρούχ προφητεύεται η ενσάρκωση της Σοφίας του Θεού και η αναστροφή του με τους ανθρώπους: ‘'φανερώθηκε πάνω στη γη και συναναστράφηκε τους ανθρώπους''[lv].
- Ο Ιεζεκιήλ προφητεύει την επιστροφή του Ισραήλ[lvi] και προαναγγέλλει εκείνον που θα αναστηθεί από τον Δαβίδ, έναν αιώνιο ποιμένα[lvii].
- Ο προφήτης Δανιήλ λέγει στον βασιλέα Νεβουκαδενάσαρ, που είδε όνειρα, ότι ‘'υπάρχει στον ουρανό που αποκαλύπτει μυστήρια και φανερώνει στον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα όσα πρέπει να γίνουν στις έσχατες μέρες''[lviii]. Αρχίζοντας δε από την ερμηνεία του ονείρου αυτού του βασιλέως και ερμηνεύοντας την εικόνα[lix], την οποία κατέστρεψε[lx] ο αποσπασθείς απ' το βουνό, χωρίς να κοπεί από χέρι, λίθος[lxi], αναφέρει αυτόν και το μεγάλο βουνό, το οποίο ‘'γέμισε όλη τη γη''[lxii], στον Μεσσία και τη βασιλεία του: ‘'θα αναστήσει ο Θεός του ουρανού βασιλεία, η οποία δεν θα καταστραφεί στους αιώνες'', η οποία θα ανατρέψει τον κολοσσό της ειδωλολατρίας και ο υιός του ανθρώπου θα βασιλεύσει αιώνια σε όλους τους λαούς[lxiii]. Ο προφήτης προσδιορίζει τον χρόνο της έλευσης του Μεσσία[lxiv] και την καταστροφή της Ιερουσαλήμ[lxv].
- Ο Ωσηέ, προφητεύει την επιστροφή του Ισραήλ στον Κύριο[lxvi].
- Ο Ιωήλ, την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος σε όλους τους ανθρώπους και τον ευαγγελισμό της σωτηρίας από την Σιών[lxvii].
- Ο Αμώς, την αναστήλωση της πεσμένης σκηνής του Δαβίδ[lxviii].
- Ο Οβδιού, την ανατολή της σωτηρίας από το όρος Σιών και την αιώνια βασιλεία του Κυρίου στην Σιών[lxix].
- Ο Ιωνάς, την τριήμερη ταφή του Κυρίου[lxx].
- Ο Μιχαίας, βλέπει τους λαούς να συρρέουν στην Ιερουσαλήμ, την πόλη της σωτηρίας[lxxi] και τον Μεσσία να γεννιέται στη Βηθλεέμ[lxxii].
- Ο Ναούμ, προφητεύει εκείνον, που ευαγγελίζεται την ειρήνη και εγκαινιάζει αμετάκλητα νέα εποχή, διάδοχο της παλαιάς[lxxiii].
- Ο Αββακούμ, τον ερχομό στην γη και την κυριαρχία σε αυτήν του Θεού, που θα εγκαινιάσει νέα περίοδο[lxxiv] δικαίωσης με την πίστη σ' αυτόν σε ζωή αιώνια[lxxv], περίοδο σωτηρίας[lxxvi].
- Ο Σοφονίας, προφητεύει τον εκχριστιανισμό όλης της ανθρωπότητας υπό έναν ποιμένα[lxxvii], τη μεγάλη χαρά της νέας Ιερουσαλήμ για την παρουσία σ' αυτήν του αιώνιου βασιλέα, ο οποίος, νικητής του κακού, θα σκορπίσει ειρήνη, χαρά, αγάπη, ευτυχία· θα σώσει τους ασθενείς, θα συγκεντρώσει γύρω του όλους τους σκορπισμένους, αποκαθιστώντας και τον Ισραήλ στην παλαιά δόξα του[lxxviii].
- Ο Αγγαίος προφητεύει την εποχή, κατά την οποία η τελευταία δόξα του Ναού θα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη της παλαιάς, υπαινισσόμενος προφανώς την προσκόμιση στον Ναό του θείου Βρέφους και την ολοκληρωτική παραμονή του Κυρίου σ' αυτόν[lxxix].
- Ο Ζαχαρίας, τον Μεσσία ως ‘'ανατολή'', ο οποίος θα σηκώσει τον αληθινό οίκο του Θεού και θα εισέλθει στην Ιερουσαλήμ ‘'καθισμένος σε υποζύγιο και νέο πουλάρι''[lxxx], θα προδοθεί για τριάντα αργύρια[lxxxi], θα χτυπηθεί ο ποιμένας και θα διασκορπιστούν τα πρόβατα[lxxxii], αλλά θα ανοιχτεί πηγή αφέσεως αμαρτιών για όλο τον κόσμο και ο Μεσσίας θα κυριαρχήσει στη γη· ‘'κατά την ημέρα εκείνη ένας θα είναι Κύριος και ένα το όνομά του, το οποίο θα κυκλώνει όλη τη γη και την έρημο[lxxxiii], τα οποία προφανώς αναφέρονται στον εκχριστιανισμό της ανθρωπότητας σε μία ποίμνη υπό έναν ποιμένα. Τέλος, της παγκοσμιότητας του Χριστιανισμού υποτύπωση είναι η διαπίστωση από τον Μαλαχία, ότι όλοι οι λαοί, παρά τους πολυθεϊσμούς τους, έχουν αρθεί στην περινόηση και λατρεία του ενός αληθινού Θεού και λατρεύουν αυτόν με την διαίσθηση ως μόνον υπέρθεο, που υπέρκειται του πανθέου τους[lxxxiv]. Προφητεύει επίσης την έλευση του Προδρόμου του Κυρίου και αυτή την ενανθρώπησή Του[lxxxv]: ‘'σε σας που σέβεσθε το όνομά μου, θα ανατείλει μέσα σας ήλιος δικαιοσύνης και θεραπεία στις φτερούγες του''[lxxxvi]: ‘'με την σωτηρία στις ακτίνες του''[lxxxvii], μετά την οποία τελικά θα επακολουθήσει η μέλλουσα κρίση της ανθρωπότητας[lxxxviii].
- Τέλος σαφώς χριστολογικές είναι και οι περικοπές Σοφ. Σολ. 2, 12-20. 18, 15-16.
Έτσι προφητεύτηκαν: η κατά σάρκα πατρίδα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού[lxxxix], οι κατά σάρκα πρόγονοί Του[xc], η Παρθένα Μητέρα Του[xci], η θεανθρώπινη υπόστασή Του[xcii], η προσκόμισή Του ως βρέφους στον Ναό[xciii], η προσκύνηση των μάγων[xciv], η σφαγή των αθώων νηπίων[xcv], ο Πρόδρομος[xcvi], το κήρυγμα του Προδρόμου[xcvii], το πρώτο άκουσμα του κηρύγματος της νέας θρησκείας[xcviii], οι υπό του Κυρίου θαυματουργικές θεραπείες[xcix], το κήρυγμα του ευαγγελίου[c], η γλυκύτητα και ταπεινοφροσύνη του Κυρίου[ci], η θριαμβευτική είσοδός Του στα Ιεροσόλυμα[cii], η ενέδρα κατά ‘'του δικαίου'' από τους ελεγχομένους από Αυτόν για τη θανάτωσή Του, ο οποίος, έλεγαν, ‘'μας κατηγορεί ότι παραβαίνουμε τον Νόμο... προσποιείται ότι έχει γνώση του Θεού και ονομάζει τον εαυτό του παιδί του Κυρίου... διότι εάν πράγματι είναι ο δίκαιος υιός Θεού, θα τον βοηθήσει και θα τον γλυτώσει απ' τα χέρια των εχθρών του''[ciii]. Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας που τελέστηκε και συστάθηκε από Αυτόν[civ], η αγωνία του Ιησού[cv], η προδοσία του Ιούδα[cvi], η καταδίκη του Ιησού[cvii], τα πάθη του Κυρίου[cviii], η ανάστασή Του[cix], η άφεση των αμαρτιών δι' Αυτού[cx], και η σωτηρία εκείνων, που πιστεύουν στον Εσταυρωμένο[cxi], η ανάληψή Του[cxii], η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος[cxiii] και η επιστροφή των εθνών στον Χριστό[cxiv].
Επίσης στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό αναφέρονται στην Κ.Δ. και άλλα χωρία της Π.Δ.[cxv], χριστολογικά δε είναι και το χωρίο Σοφ. Σολ. 2, 12-30 και τα μεσσιανικά χωρία των ιουδαϊκών αποκρύφων, στα οποία προλέγεται, ότι στον φυσικό, κοινωνικό και ηθικό κόσμο θα συμβούν ταραχές και ακαταστασία παντός είδους, θα εμφανιστεί ως πρόδρομος του Μεσσία ο Ηλίας[cxvi] και ακολούθως αιφνιδιαστικά[cxvii] ο ‘'Μεσσίας'', ο ‘'Χριστός'', ο ‘'υιός του ανθρώπου'', ο ‘'εκλεκτός'', ο ‘'υιός του Θεού'', ο ‘'υιός του Δαβίδ'', ο ‘'αγνός βασιλιάς''[cxviii], νικητής των εχθρικών δυνάμεων, των οποίων κορυφαίος είναι ο αντίχριστος, οι οποίες θα εκμηδενιστούν, η δε Ιερουσαλήμ θα ανακαινισθεί σε πνευματική μητρόπολη του νέου Ισραήλ της χάριτος.
Σε αντίθεση προς το σαφές αυτό νόημα της Μεσσιανικής προφητείας στην Π.Δ., η οποία εκπληρώθηκε στον Ιησού Χριστό, οι Ιουδαίοι θεωρούσαν και περίμεναν επίγειο Μεσσία, ο οποίος θα καθιστούσε τον Ιουδαϊσμό κυρίαρχο όλου του κόσμου υπό τον Μεσσία, ως βασιλέα επίγειο, κατά πλήρη παρανόηση χωρίων της Π.Δ.[cxix], ερμηνεύοντες κατά γράμμα μέσα στο πλαίσιο και υπό το πρίσμα του αυστηρού και κλεισμένου στον εαυτό του ιουδαϊκού εθνικισμού. Στο βασίλειο αυτό, το επίγειο κατά την Ιουδαϊκή εκδοχή, θα υπάρχουν όλα τα αγαθά, θα σημειώσει αυτό επάνοδο στην χρυσή εποχή και της βασιλείας αυτής δεν θα υπάρχει τέλος. Τελευταία θα επακολουθήσει η ανακαίνιση του κόσμου (‘'παλιγγενεσία'')[cxx], ανάσταση των δικαίων ψυχών και τελική κρίση.
Για όλες τις προσδοκίες επίγειου Μεσσιανισμού οι Ιουδαίοι επεκαλούντο χωρία της Π.Δ., ιδιαιτέρως προφητικά, από τα οποία προσδοκούσαν κοσμικό βασιλέα, αλλοιώνοντας το πραγματικό μεσσιανικό τους νόημα με βάση τις εθνικιστικές τους προκαταλήψεις, ενώ τα χωρία αυτά αναφέρονταν στην ενανθρώπηση του αιώνιου βασιλέα και στον εγκαινιασμό απ' αυτόν της ουράνιας αιώνιας βασιλείας, ήτοι στο πρόσωπο και το έργο του πραγματικού Μεσσία Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, όπως ο ίδιος αποσαφηνίζει αυτό εξ αφορμής ερωτήσεως του Πιλάτου[cxxi].
Και στην Κ.Δ. αντικατοπτρίζονται οι ιδέες αυτές, αλλά αποδίδεται σ' αυτές η αληθινή τους έννοια. Έτσι λ.χ. μεγάλες καταστροφές αναμένονται ως επικείμενες, ως εκδήλωση ‘'οργής'' του Θεού[cxxii], αλλ' αυτές αναφέρονται στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ, που σκοτώνει τους προφήτες και τον Χριστό.
Αναμενόταν από τους σύγχρονους του Κυρίου Ιουδαίους ο Ηλίας[cxxiii], αλλά ο Κύριος αποσαφηνίζει, ότι ο Ηλίας ήλθε[cxxiv] στο πρόσωπο του Ιωάννη του Προδρόμου και Βαπτιστή[cxxv]. Ο λαός αναμένει τον Μεσσία-Χριστό την εποχή, κατά την οποία Αυτός πραγματικά φάνηκε και χαιρετίζει τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ως τον προσδοκώμενο Μεσσία. Για την καταγωγή του, οι άνθρωποι του λαού ή αναφέρονται στην προφητεία για την Βηθλεέμ, αποκλειομένης της Ναζαρέτ, ή ομολογούν άγνοια[cxxvi]. Πάθη και ανάσταση του Μεσσίου δεν περίμενε ο σύγχρονος με τον Ιησού Χριστό ιουδαϊκός κόσμος[cxxvii], ως εκ τούτου, διαμαρτυρόμενοι έλεγαν προς αυτόν: ‘'Εμείς ακούσαμε από τον Νόμο, ότι ο Χριστός μένει στον αιώνα και πως εσύ λέγεις, ότι πρέπει να υψωθεί ο υιός του ανθρώπου;''[cxxviii], η οποία όμως ένσταση προφητεύεται[cxxix]. Εξ αυτού και η μεταμέλεια και αυτοκτονία του Ιούδα, όταν διαπίστωσε την ταύτιση του Ιησού με τον αναμενόμενο Μεσσία[cxxx].
Και αυτοί οι Απόστολοι μέχρι της αναστάσεως του Κυρίου ‘'δεν είχαν έως τότε καταλάβει τη Γραφή, ότι πρέπει αυτός να αναστηθεί από τους νεκρούς''[cxxxi], όπως ακριβώς διαπιστώνεται και από τον διάλογο μεταξύ του αναστημένου Κυρίου και των πορευομένων στους Εμμαούς.
Η μάχη κατά των εχθρικών δυνάμεων είναι στην Κ.Δ. μάχη του Χριστού προς εξόντωση του διαβόλου[cxxxii], του οποίου η δύναμη εκμηδενίζεται[cxxxiii]. Η ανακαινιζόμενη Ιερουσαλήμ δεν είναι η επίγεια, η οποία, καθώς προείπε ο Κύριος[cxxxiv], κατασκάφθηκε και ερημώθηκε το 70 μ.Χ. από τον Τίτο, αλλά η ουράνια και πνευματική, η νέα Ιερουσαλήμ, η Εκκλησία του Χριστού[cxxxv]. Μέλη αυτής είναι οι πιστοί, εκείνοι που συναποτελούν τον νέο Ισραήλ, οι διασκορπισμένοι δε του Ισραήλ είναι όλοι οι λαοί, που βρίσκονται εκτός του Χριστιανισμού[cxxxvi], οι οποίοι θα λάβουν τη θέση, την οποία ήδη δυνάμει έχουν στην Εκκλησία του Κυρίου, στην μία ποίμνη υπό έναν ποιμένα[cxxxvii]. Η ιδέα αυτή, ότι ο Μεσσίας μπορεί να στραφεί και προς τα έθνη, εκπλήσσει τον εθνικισμό των Ιουδαίων[cxxxviii]. Τέλος, η αιώνια βασιλεία είναι η βασιλεία του Ιησού Χριστού[cxxxix]. Ο ίδιος χαρακτηρίζει την Ιερουσαλήμ ως πόλη του μεγάλου βασιλέως[cxl] και αποστέλλει τους μαθητές Του, για να κηρύξουν το ‘'ευαγγέλιο της βασιλείας'' και ‘'την βασιλεία των ουρανών''[cxli] ή ‘'την βασιλεία του Θεού''[cxlii].
Η βασιλεία αυτή δεν είναι επίγεια, ‘'εκ του κόσμου τούτου'', όπως περίμεναν και οι Ιουδαίοι και αυτοί ακόμη οι μαθητές του Χριστού[cxliii], αποδίδοντες σ' Αυτόν τον κοσμικό τίτλο, άλλοτε μεν σοβαρά, άλλοτε δε ειρωνικά - κατ' αυτού του τίτλου διαμαρτυρόντουσαν οι αρχιερείς[cxliv] - αλλά είναι βασιλεία πνευματική[cxlv]. Ο Κύριος, ο ίδιος, αποκαλύπτει, ότι είναι ο προσδοκώμενος Μεσσίας με ομολογία για τον εαυτό Του επισημότατη, αυθεντικότατη και κατηγορηματική[cxlvi]. Οι σύγχρονοί Του Τον αποδέχονται ως κοσμικό βασιλέα, που κατάγεται από ορισμένο τόπο[cxlvii], ενώ Εκείνος αποκαλύπτει την ουράνια προέλευσή Του[cxlviii], υπενθυμίζοντας, ότι, αν και αποκαλείται ‘'υιός Δαβίδ'', όμως καλείται από τον Δαβίδ ‘'κύριος'', όντας, ως Θεός, ανώτερος των αγγέλων[cxlix].
Διευκρίνησε δε ο Κύριος στους σύγχρονούς του, ότι ο Μεσσίας, που τους είχε υποσχεθεί θα ήταν ταπεινός, θα υφίστατο διωγμούς και προπηλακισμούς, θα αποκρουόταν από τις ιουδαϊκές αρχές και θα θανατωνόταν απ' τους εθνικούς, στους οποίους θα τον παρέδιδαν οι Ιουδαίοι[cl]. Λίγο πριν τον θάνατό Του υπενθυμίζει, ότι αυτά όλα έχουν προλεχθεί στις Γραφές από τους προφήτες[cli], ενώ οι σύγχρονοί Του ξαφνιάζονται, έχοντας άλλη ιδέα για τον Μεσσία[clii].
Τα γεγονότα απέδειξαν, ότι η πλήρης έννοια των μεσσιανικών προφητειών, την οποία ο Κύριος αποκάλυψε, ήταν άγνωστη στο σύγχρονο περιβάλλον Του[cliii]. Τον Μεσσία οι Ιουδαίοι τον φαντάζονταν ως κοσμικό βασιλέα αιωνίου διαρκείας[cliv]. Η βασιλεία του Θεού θα ήταν, κατ' αυτούς, βασιλεία του Ισραήλ σε όλα τα έθνη, εγκαινιαζόμενη με την ανάρρηση κοσμικού βασιλέα στον θρόνο Δαβίδ στην επίγεια Ιερουσαλήμ[clv]. Την ελπίδα αυτή διέψευσε ο Κύριος, ομιλώντας προς τους Φαρισαίους[clvi]. Διευκρίνησε ο Κύριος, ότι η βασιλεία του Θεού δεν είναι βασιλεία κοσμικών αξιωμάτων και φιλοδοξιών[clvii]. Υπήκοοί της είναι οι πτωχοί, οι καταδιωγμένοι, οι θλιμμένοι, οι πράοι και ειρηνοποιοί, οι αδικούμενοι, οι ελεήμονες, οι καθαροί στην καρδιά, εκείνοι που περνούσαν τη ζωή τους θεοφιλώς, σύμφωνα με τις εντολές του Θεού[clviii], οι ταπεινοί και αγνοί και μικροί, όπως τα παιδιά[clix], εκείνοι που αρνούνται τις απολαύσεις και τα πλούτη[clx], οι απαρνούμενοι τους εαυτούς τους και υπομένοντες τις δοκιμασίες[clxi], εκείνοι που αναγεννώνται στη νέα ζωή[clxii], στους οποίους αποκαλύπτει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ότι η βασιλεία του Θεού είναι μέσα τους[clxiii], αυτή δε, κατά κύριο λόγο, πρέπει κάποιος να ζητεί''[clxiv].
Η εκδίωξη των δαιμόνων[clxv] και το περί της βασιλείας του Θεού κήρυγμα των Αποστόλων και Μαθητών του Χριστού[clxvi] είναι εξωτερικές εκδηλώσεις της σύγχρονης με την ενανθρώπηση του Κυρίου εγκαινιασθείσης αιώνιας πνευματικής βασιλείας, η οποία είναι ριζικά διαφορετική από τη γήϊνη βασιλεία, λόγω της προελεύσεως και της ουσίας της[clxvii].
Η βασιλεία του Θεού, λόγω της φύσεώς της, είναι πάντοτε ‘'εν τω γίγνεσθαι''[clxviii], γι' αυτό και οι μαθητές του Χριστού πρέπει να προσεύχονται διαρκώς υπέρ αυτής[clxix]. Για να διαφωτίσει ο Κύριος την αλήθεια περί της βασιλείας του Θεού μεταχειριζόταν παραβολές[clxx]. Αν και πνευματική η βασιλεία του Θεού, δεν είναι αόρατη. Ταυτίζεται με την Εκκλησία του Χριστού· έχει ιδρυθεί επί της γης ως αναβίωση του αρχαίου παραδείσου της προπτωτικής περιόδου, επεκτείνεται στην άλλη ζωή, ανάγοντας τα μέλη της στους ουρανούς και εξασφαλίζοντας σ' αυτά αιώνια ζωή με ατελείωτη μακαριότητα[clxxi].
Σύμφωνα μ' αυτά, η μεσσιανική Αλήθεια είναι η μεσσιανική συνείδηση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος πραγματοποίησε στον εαυτό Του την μεσσιανική προφητεία της Π.Δ. σύμφωνα με το αληθινό της νόημα, είναι δε διαφορετική από την παρανόηση των μεσσιανικών αντιλήψεων του Ιουδαϊσμού. Αυτός δέχεται τον Μεσσία πρωτίστως ως πολεμιστή και κρατικό άνδρα, ο οποίος στο τέλος των χρόνων θα θεμελίωνε ιουδαϊκή κοσμοκρατορία, που θα είχε κέντρο την Ιερουσαλήμ. Ότι και μεταξύ των Ιουδαίων υπήρχαν οι αντιφρονούντες προς αυτά, αποδεικνύει το πλήθος των Ιουδαίων που πίστεψαν στον Χριστό και η φαεινή εξαίρεση Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος δεν περιορίζει την λύτρωση στα τέκνα του Αβραάμ[clxxii], αλλά δίδει πνευματικό περιεχόμενο στην έννοια του Μεσσία[clxxiii], τον οποίο και διακρίνει μεταξύ του λαού[clxxiv], κατά θεία αποκάλυψη[clxxv], και δεικνύει τον προσερχόμενο στον Βάπτισμα[clxxvi] ως Εκείνον, που υπάρχει προαιωνίως[clxxvii] και ο οποίος φάνηκε στη γη για να άρει με τη θυσία τους τις αμαρτίες του κόσμου[clxxviii], προσδιορίζοντας συγχρόνως και την διαφορά του βαπτίσματος του Προδρόμου με νερό, από το βάπτισμα του Κυρίου με το Άγιο Πνεύμα[clxxix] και βεβαιώνοντας την πραγματοποίηση στον Χριστό της θείας αποκαλύψεως γι' αυτόν[clxxx], δια της οποίας ευθυγραμμίζεται η μεσσιανική ιδιότητα του Κυρίου προς το αληθινό νόημα της μεσσιανικής προφητείας στην Π.Δ.
Ο Κύριος, εξ άλλου, όπως λέχθηκε, δηλώνει, ότι η βασιλεία του δεν είναι εκ του κόσμου τούτου[clxxxi] και διαχωρίζει σαφώς από αυτή τη δύναμη των κοσμικών εξουσιών[clxxxii], θεωρώντας σατανική και αποκρούοντας ως τέτοια την συνάρτηση της προσωπικότητάς Του και του έργου Του προς κοσμοκρατορία[clxxxiii]. Κηρύσσει την πνευματική παγκοσμιότητα του χριστιανισμού με προτεραιότητα των εθνικών[clxxxiv] και περιμένει τον θάνατο[clxxxv]. Οι πολεμικές εκφράσεις του Κυρίου αφορούν στον πνευματικό πόλεμο[clxxxvi]. Τέλος, ταυτίζει ο Κύριος τον εαυτό του προς τον προσδοκώμενο από τους Σαμαρείτες Μεσσία[clxxxvii].
Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΛΥΤΡΩΤΟΥ
[i] Ιω. 5, 39.
[ii] Ιω. 5, 45 ε.
[iii] Ιω. 8, 56.
[iv] Ιω. 8, 58.
[v] Ιω. 17, 24.
[vi] Αριθμ. 21, 8-9, Ιω. 3, 14-15.
[vii] Λουκ. 24, 27.
[viii] Λουκ. 24, 44.
[ix] Γεν. 3, 15 και 49, 9-10, Δευτ. 18, 15 και 18.
[x] Γεν. 3, 15.
[xi] Γεν. 9, 27.
[xii] Γεν. 1, 3. 22, 18. 26, 4. 28, 14. 49, 8-12. Α' Παραλ. 17, 11.
[xiii] Γεν. 12, 1, 7. 13, 14-17. 17, 1-9. 18, 17-19. 22, 16-18. Γεν. 26, 1-5. Γεν. 28, 10-15.
[xiv] Γεν. 49, 10.
[xv] Γεν. 49, 11.
[xvi] Προφητεία του Βαρλαάμ, Αριθμ. 24, 17.
[xvii] Δευτ. 18, 15-19.
[xviii] Α' Βασ. 2, 10.
[xix] Β' Βασ. 7, 16 & Γ' Βασ. 11, 36-37.
[xx] Ψαλμ. 109, (Εβρ. 110) 3β ε.
[xxi] Ψαλμ. 2, 7.
[xxii] Ψαλμ. 71, (Εβρ. 72) 10-15.
[xxiii] Ψαλμ. 109, 110 (Εβρ. 110, 111), 111 (Εβρ. 112), 9.
[xxiv] Ψαλμ. 14. (Εβρ. 15).
[xxv] Ψαλμ. 40 (Εβρ. 41), 8-10.
[xxvi] Ψαλμ. 34, (Εβρ. 35) 11-12.
[xxvii] Ψαλμ. 54, (Εβρ. 55), 5, 6 & Ψαλμ. 2, 2. 21.
[xxviii] Ψαλμ. 15, 10 ε.
[xxix] Ψαλμ. 109, 1.
[xxx] Ψαλμ. 21, (Εβρ. 22), 27, 30. 109, 4. 110, 5, 9.
[xxxi] Παροιμ. 8, 22-9, 6.
[xxxii] Ησ. 7, 14.
[xxxiii] Ησ. 9, 1 ε.
[xxxiv] Ησ. 49, 6 ε.
[xxxv] Ησ. 8, 3 ε.
[xxxvi] Ησ. 9, 6 και 11, 2 ε.
[xxxvii] Ησ. 11, 1.
[xxxviii] Ησ. 40, 9.
[xxxix] Ησ. 16, 5.
[xl] Ησ. 40, 11.
[xli] Ησ. 25, 6 ε.
[xlii] Ησ. 26, 19 ε.
[xliii] Ησ. 28, 16.
[xliv] Ησ. κεφ. 35΄ 6, 11 ε.
[xlv] Ησ. κεφ. 40, 3-5.
[xlvi] Ησ. κεφ. 42.
[xlvii] Ησ. 35, 5-6΄ 61, 1.
[xlviii] Ησ. 42, 1-3.
[xlix] Ησ. 50, 6΄ 52, 13 ε.
[l] Ησ. 60, 1-4΄ 65, 17.
[li] Ιερ. 23, 5-6.
[lii] Ματθ. 2, 16 ε.
[liii] Ιερ. 38, 22.
[liv] Ιερ. 2, 13-18.
[lv] Βαρούχ, 3, 38.
[lvi] Ιεζ. 11, 14-21 & 36, 16-32.
[lvii] Ιεζ. 34, 23-31 και κεφ. 37.
[lviii] Δαν. 2, 28.
[lix] Δαν. 2, 37 ε.
[lx] Δαν. 2, 32 ε.
[lxi] Δαν. 2, 34 ε.
Πηγή: (Απόσπασμα από το βιβλίο του: Ιστορία της εποχής της Κ. Διαθήκης εξ απόψεως παγκοσμίου και πανθρησκειακής, Λεωνίδου Ι Φιλιππίδου Καθηγητού και Πρυτάνεως του Πανεπιστημίου Αθηνών), Αντιαιρετικό Εγκόλπιον, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Συγκλονιστικές μαρτυρίες αυτόπτη μάρτυρα που επέζησε από το Ολοκαύτωμα και την καταστροφή της Μονής της Αγίας Λαύρας, γέροντος Ευσεβίου Γιαννακάκη
Οι Γερμανοί στη Λαύρα
Δεκέμβριος του 1943. Ή Μονή τής Αγίας Λαύρας υφίσταται βαρύ πλήγμα από τους Γερμανούς κατακτητές. Ο π. Εύσέβιος έζησε από πολύ κοντά την ωμότητα τής πυρπολήσεως του Μοναστηριού και τής εκτελέσεως των πατέρων. Γεγονότα δραματικά, πού αποτέλεσαν σταθμό όχι μόνο στην Ιστορία τής Μονής άλλα και στην προσωπική του πορεία’ σκηνές φρικτές, στιγμές βαθιάς οδύνης, πού χαράχθηκαν ανεξίτηλα στην καρδιά του και στη μνήμη του. Κάθε χρόνο, στη θλιβερή αυτή επέτειο, χρέος ιερό τον έφερνε στη Μονή τής Μετανοίας του, για να λάβει μέρος στη Θεία Λειτουργία και στο Μνημόσυνο των εκτελεσθέντων. .
Την Κυριακή 12 Δεκεμβρίου, ανέβηκαν οί Γερμανοί στην Αγία Λαύρα. Επισκέπτονταν συχνά το Μοναστήρι, περιεργάζονταν τα κειμήλια, έπαιρναν το κέρασμα των μοναχών και έφευγαν. Αυτή τη φορά όμως ή συμπεριφορά τους ήταν διαφορετική. Ό αρχηγός τους και το επιτελείο του ανέβηκαν στο ηγουμενείο και ζήτησαν νά δουν το μοναχολόγιο. Οί στρατιώτες δέν πήγαν όπως άλλες φορές νά δουν το Μοναστήρι, άλλα έμειναν με τους μοναχούς κάτω στο προαύλιο. Όπως φάνηκε εκ τών υστέρων, περίμεναν εντολή νά τους εκτελέσουν, και δέν θά γλύτωνε κανείς.
Ύστερα άπό αρκετή ώρα ό αρχηγός τους, κάποιος Τένερ, κατέβηκε. Κάθισε λίγο πιο πέρα άπό τον πλάτανο μόνος του έπι δεκαπέντε περίπου λεπτά, με σκυμμένο το κεφάλι. Προφανώς θά σκεπτόταν: «’Άν σκοτώσω πρώτα αυτούς έδώ πού έχω στά χέρια μου, θά το μάθουν οί Καλαβρυτινοί και θά φύγουν». Σφύριξε λοιπόν και έφυγαν εις φάλαγγα κατά δυάδες. Είχε ήδη καταστρώσει το εγκληματικό του σχέδιο” θά άρχιζαν άπό τά Καλάβρυτα.
Εκείνο το πρωί ό π. Εύσέβιος δέν ένιωσε κανένα φόβο, παρ’ ότι οί Γερμανοί δέν απομακρύνθηκαν στιγμή άπό κοντά τους. Μάλιστα, φιλόξενος όπως ήταν, κρατούσε ένα μεγάλο δίσκο και τους προσέφερε ψωμί και τυρί, κι εκείνοι, πού γνώριζαν τί θά ακολουθούσε, τον κοίταζαν περίεργα. Άπό τή στιγμή όμως πού έφυγαν οί Γερμανοί, ένας αδιόρατος φόβος κυριάρχησε στην ψυχή του.
Φύλαξη των κειμηλίων
Τις τελευταίες ήμερες οί κατακτητές είχαν σκορπίσει τον όλεθρο στά γύρω χωριά. Οί πατέρες, γιά κάθε ενδεχόμενο, είχαν ήδη αρχίσει νά ασφαλίζουν ό,τι πολύτιμο διέθετε ή Μονή. Ό π. Εύσέβιος, δραστήριος και επινοητικός, ήταν ένας άπό εκείνους πού πρωτοστάτησαν στην προσπάθεια αυτή. Είχε τότε και το διακόνημα τού «εκκλησιαστικού». Συγκέντρωσε τά καλύτερα ιερά σκεύη και πολλά άπό τά κειμήλια, τά όποια τοποθέτησε σε μιά κρύπτη του ισογείου, πού στή συνέχεια τήν έκτισε άπό μπροστά, όπως αναφέρει και ό π. Δωρόθεος Θεοδώνης στη μαρτυρία του.
Επίσης, μαζί με τον π. Νεόφυτο έβαλαν τά καλύτερα ίερατικά άμφια, ράσα, κοντόρασα και άλλα ρούχα σέ κασέλες, τις όποιες έκρυψαν σ’ ένα λάκκο πού άνοιξαν στο περιβόλι. Τον πο λυτιμότερο θησαυρό της Μονής, τή θαυματόβρυτη Κάρα του Αγίου Αλεξίου -σύμφωνα και με τή μαρτυρία τοΰ π. Δωροθέου ό π. Εύσέβιος και ό π. Άνθιμος τήν ανέβασαν επάνω στο τέμπλο, το όποιο ήταν αρκετά φαρδύ και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ώς κρύπτη. Το Λάβαρο της Επαναστάσεως, αφού το προστάτευσαν ανάμεσα σε λαμαρίνες, το έκρυψαν στη σκεπή του Ναού·
Μέ πρόταση του Πνευματικού της Μονής π. Βασιλείου, οί πατέρες άνοιξαν μιά μεγάλη γούβα στο υπόγειο κάτω άπό τήν αίθουσα τών κειμηλίων. Τήν έκτισαν εσωτερικά γύρω γύρω και έκρυψαν έκεί τά υπόλοιπα κειμήλια. Επίσης, φύλαξαν μέσα σε μπαούλα πολύτιμα χειρόγραφα και όσα βιβλία μπόρεσαν.
Ο κίνδυνος πλησιάζει
Τήν επομένη, Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου, είχε πέσει μιά παρά ξένη καταχνιά προς τά Καλάβρυτα. Ό π. Εύσέβιος ήταν πολύ ανήσυχος. Χωρίς νά τοΰ έχει πει κανείς τίποτε, ένας δυνατός φόβος είχε καταλάβει τή σκέψη και τήν καρδιά του. Πήγε νά παρακολουθήσει τά ζώα, που έβοσκαν σέ μιά πλαγιά. Ό νους του όμως ήταν κάτω στην πόλη. «Τί νά γίνεται άραγε στά Καλάβρυτα;» συλλογιζόταν μέ αγωνία. Θά ήταν δώδεκα και μισή το μεσημέρι, όταν ξαφνικά, στην ησυχία της υπαίθρου, ακούει τά μυδραλλιοβόλα νά δουλεύουν επί πέντε ώς δέκα περίπου λεπτά.Ή καρδιά του σφίχθηκε περισσότερο. «Μεγάλο κακό γίνεται στά Καλάβρυτα» σκέφθηκε.
Εν τω μεταξύ πήγαν εκεί και άλλοι πατέρες. Ατένιζαν προς την πόλη με ανησυχία. Ο ορίζοντας στο βάθος ήταν κόκκινος. Σε λίγο άκουσαν μεμονωμένους πυροβολισμούς. «Θά είναι χαριστικές βολές» είπε 0 π. Εύσέβιος, πού ήξερε από τον πόλεμο της Αλβανίας. Δύο αρχιμανδρίτες της Λαύρας, ό π. Παρθένιος και ό π. Δωρόθεος, καθηγητές θεολόγοι στο Γυμνάσιο των Καλαβρύτων, είχαν καταφύγει στην πόλη άπό το βράδυ. Μαζί τους ήταν και ο δόκιμος Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, φοιτητής θεολογίας. Ή ώρα όμως περνούσε και κανένας δεν ε!χε επιστρέψει.
Οι Γερμανοί είχαν απαγορεύσει αυστηρά την είσοδο και την έξοδο από τα Καλάβρυτα, και έτσι οί πατέρες δεν μπόρεσαν νά μάθουν τι ακριβώς έγινε έκεί.
Στό Μοναστήρι επικρατούσε φαινομενικά ησυχία, όμως όλοι είχαν το φόβο ότι θά έρχονταν ξανά οί Γερμανοί, με κακό σκοπό. Πολλοί σκέπτονταν νά φύγουν. Μάλιστα, ό π. Άγαθάγγελος είχε ετοιμάσει ένα μίγμα άπό καρύδια και σταφίδες και μοίραζε σέ όσους ήθελαν, γιά νά το πάρουν μαζί τους.
Σωτήρια πρωτοβουλία
Το βράδυ αποφασίσθηκε νά εξομολογηθούν όλοι οί πατέρες και τήν επομένη νά γίνει θεία Λειτουργία, γιά νά κοινωνήσουν. Ό ηγούμενος και αρκετοί μοναχοί διανυκτέρευσαν στό βουνό, και το πρωί επέστρεψαν στό Μοναστήρι γιά τή Θεία Λειτουργία.
Ξημέρωνε ή 14η Δεκεμβρίου, ήμερα Τρίτη, ιστορική γιά τήν Ιερά Μονή της Άγιας Λαύρας. Ό π. Εύσέβιος έπρεπε κανονικά νά σημάνει γιά τήν Ακολουθία στις τεσσερισήμισι. Είχε όμως μιά πολύ κακή προαίσθηση. «Έβλεπα μπροστά μου τους Γερμανούς νά δρουν» έλεγε ό Ίδιος αργότερα. Με δική του, λοιπόν, πρωτοβουλία σήμανε στις τρεις και τέταρτο. Εντούτοις, ούτε ό ηγούμενος ούτε κανείς άλλος τοΰ έκανε παρατήρηση.
Άν ό π. Εύσέβιος δεν κτυπούσε μία ώρα και πλέον ενωρίτερα, οί Γερμανοί θά τους έπιαναν όλους μέσα στό Ναό και ή Άγια Λαύρα θά αφανιζόταν. Άλλα «όλα τά κατευθύνει ή αγάπη του Θεού», όπως έλεγε ό ταπεινός Γέροντας, αναφερόμενος σ’ εκείνο το γεγονός. Είναι δύσκολο νά διανοηθεί κανείς μέ τι συναισθήματα παρακολούθησαν οί πατέρες εκείνη τή Λειτουργία, πού γιά μερίκούς επρόκειτο νά είναι και ή τελευταία. Είχε ήδη αρχίσει νά φωτίζει – ήταν περίπου επτά ή ώρα- όταν τελείωσαν και βγήκαν στό προαύλιο. Ό π. Εύσέβιος έβαλε βιαστικά σ’ ένα κοφίνι τά κα λύτερα καλύμματα της άγιας Τραπέζης κι έτρεξε νά τά κρύψει και αυτά στό περιβόλι.
Αμέσως ό ηγούμενος κάλεσε τήν Αδελφότητα σέ σύναξη, γιά ν’ αποφασίσουν τελικά τι έπρεπε νά κάνουν, σέ περίπτωση πού οί Γερμανοί θά εμφανίζονταν ξανά’ νά μείνουν στό Μοναστήρι ή νά φύγουν; Οί Γέροντες συζητούσαν, χωρίς νά καταλήγουν κάπου. Το λόγο τότε πήρε ό π. Άγαθάγγελος, ό γραμματέας τής Μονής και υπεύθυνος των συνάξεων: «Εχω διαβάσει ότι οί Ταβεννησιώτις πατέρες σέ περίπτωση βαρβαρικής επιδρομής έφευγαν πρόσωρινά άπό τά Μοναστήρια τους, έως ότου περάσει ό κίνδυνος». Αυτή ή άποψη φάνηκε καλή σέ όλους. Ή συζήτηση όμως παρατεινόταν.
Τήν ώρα πού ό ιεροδιάκονος π. Τιμόθεος πήγαινε προς τό κελλί του νά πάρει λίγη τροφή και ένα κοντόρασο γιά νά φύγει, φάνηκαν οί Γερμανοί απέναντι στά κυπαρίσσια. «Πραγαλά-πραγαλά, ένας-ένας, σάν κυνηγοί έρχονταν στη Μονή’ άθόρυβα. Είχε και ομίχλη. Τρέχει ό π. Τιμόθεος και φωνάζει: “Μάς πιάσανε οι Γερμανοί!”. Τό τι ακολούθησε δεν περιγράφεται» διηγείτο ό Γέροντας.
Οί Μοναχοί έτρεχαν τρομαγμένοι, άλλοι άπό δω και άλλοι άπό κει. Μόλις πού πρόλαβαν νά φύγουν, όχι όμως όλοι. Ο ηγούμενος τράβηξε προς τον Προφήτη Ηλία μαζί μέ άλλους, πατέρες. Τον π. Χαρίτωνα τον έβλεπαν πού έφευγε, αλλά δεν τον πυροβόλησαν. Ό π. Εύσέβιος με τον π. Πολύκαρπο, τον ύποτατικό του Γέροντα Άγαθαγγέλου, έτρεξαν προς το περιβόλι. Τους ακολούθησε καΐ ό δόκιμος Φίλιππος. Καθώς ροβολούσαν στο μονοπάτι, ό π. Πολύκαρπος είπε: “Πάτερ Εύσέβιε, οι Γερμανοί κει πάνω!».Έπεσαν κάτω και μπουσουλώντας κρύφθηκαν κάτω άπό ένα πουρνάρι.
Οί Γερμανοί έφθασαν στο προαύλιο και φώναζαν: «Να μη φύγει κανείς! Δεν θα σας κάνουμε τίποτα. Μόνο το Μοναστήρι θα κάψουμε».
-Φωνάξτε και τους άλλους να γυρίσουν πίσω, είπαν στους πατέρες πού βρήκαν εκεί. Ο Γ. Νεόφυτος προχώρησε προς το Παλιομονάστηρο για το σκοπό αυτό και μπορούσε νά τους είχε ξεφύγει, όμως γύρισε πίσω.
Πυρπόληση της Μονής και εκτέλεση των πατέρων
Ο π. Εύσέβιος, πενήντα μόλις μέτρα πιο κάτω, άκουγε τις φωνές τους. «Φασαρία, μεγάλο κακό γινόταν επάνω. Σέ λίγο άρχισαν τά φλογοβόλα. Ξύλινο το Μοναστήρι, πήρε φωτιά και άρχιζε νά τριζοβολάει. Χάλαγε ό κόσμος άπό τις οκτώ ως τις έντεκα…» διηγείτο με πόνο ψυχής.
Οι ώρες εκείνες ήταν δραματικές. Το αγαπημένο του Μοναστήρι καιγόταν και -το πιο λυπηρό- κάποιοι πατέρες είχαν μείνει πίσω, Αλλά και ό ίδιος διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο. Λίγα βήματα άν κατηφόριζαν οι Γερμανοί, θά τον έβρισκαν. Ακίνητος κάτω άπό το πουρνάρι προσευχόταν θερμά και ακατάπαυστα.
Κάποτε τελείωσαν’ το έκαψαν το Μοναστήρι. Και ξαφνικά ακούσθηκαν δεκατρείς πυροβολισμοί. «Πάτερ Πολύκαρπε, ψιθύρισε με αγωνία “φοβάμαι για τους πατέρες». Μετά άπό λίγο ακουσαν τους Γερμανούς νά φεύγουν «χασκαρίζοντας», όπως έλεγε ο Γέροντας.
Άφησαν νά περάσει κάμποση ώρα. Βγήκαν άπό το πουρνάρι και προχώρησαν προς το Μοναστήρι.Ήταν οι πρώτοι πού επέστρεφαν. Ό π. Εύσέβιος προπορευόταν. “Οταν έφθασε στο προαύλιο και κοίταξε προς τον πλάτανο, τί νά δει! «Παναγία μου!» φώναξε. Τέσσερις πατέρες σκοτωμένοι κάτω άπό τον πλάτανο” πεσμένοι ό ένας κοντά στον άλλον. Ό φύλακας τής Μονής, ό Παναγιώτης Μπράτσικας, ήταν καθιστός στο πεζούλι και έμοιαζε σάν ζωντανός άπό μακριά. Ήταν όλοι νεκροί” «ίερεία έμψυχα, ολοκαυτώματα λογικά», πού πότισαν με το μαρτυρικό αίμα τους τα αγιασμένα χώματα τής Λαύρας.
Φρίκη και σπαραγμός! Ό π. Εύσέβιος ξέσπασε σέ βουβό, ασταμάτητο κλάμα.Ήταν ό άγιος Πνευματικός του π. Βασίλειος, ό π. Άγαθάγγελος, τον όποιο τόσο θαύμαζε και σεβόταν, ό συνυποτακτικός του π. Νεόφυτος και ό π. Ευθύμιος ό παράλυτος. Όλοι εκλεκτοί και αγαπημένοι συμμοναστές του. Γονάτισε, έκανε το σταυρό του καΐ ασπάσθηκε στο μέτωπο τους μάρτυρες. Το Ίδιο έκαναν και οι άλλοι δύο.
Το Μοναστήρι δίπλα τους καιγόταν. Φλόγες και καπνοί παντού. Ή ιστορική και όμορφη Αγία Λαύρα ήταν τώρα ένας σωρός από ερείπια. Εικόνα θλιβερή, πού πρόσθετε πόνο επάνω στον πόνο τους. Παρ’ όλο πού υπήρχε κίνδυνος να ξαναγύριζαν άπό στιγμή σέ στιγμή οι Γερμανοί, εκείνοι έμειναν νά εκτελέσουν το χρέος τους.
Ό π. Εύσέβιος μαζί με τον π. Πολύκαρπο μετέφεραν με τήν κουβέρτα ένα-ένα τά ιερά λείψανα των πατέρων στο Ναό του κοιμητηρίου. Στήν τσέπη του Πνευματικού βρήκε το άγιο Αρτοφόριο με τον Αμνό τής Μεγάλης Πέμπτης. Το ασπάσθηκε με ευλάβεια και το μετέφερε στην εκκλησία, ή οποία δεν είχε καεί.
Την ίδια ημέρα μόνο εκείνοι γύρισαν στό Μοναστήρι, γιατί είχαν κρυφθεί πολύ κοντά. Την επομένη, κατά το μεσημέρι, λίγοι-λίγοι επέστρεφαν και οι άλλοι μοναχοί. «Το τι έγινε δεν περιγράφεται» διηγείτο ό Γέροντας. «Ιδίως ό ηγούμενος θρηνούσε απαρηγόρητα, πού βρήκε πέντε δικούς του ανθρώπους σκοτωμένους». Διάβασαν τη νεκρώσιμη ακολουθία, ένώ δύο μοναχοί φύλαγαν έξω για το φόβο των Γερμανών. Με βαθύ πόνο ενταφίασαν τους πατέρες στον κοινό τάφο πού άνοιξαν.
«Πονέσαμε για το βίαιο και μαρτυρικό τέλος τους, άλλα και τους μακαρίσαμε, έλεγε αργότερα –εξασφάλισαν την αιωνιότητα. Τι ώραίος θάνατος μετά τη Θεία Λειτουργία και τη Θεία Κοινωνία!Μακάρι νά ήμουν κι εγώ ένας άπ’ αυτούς… Με άφησε γιά τις αμαρτίες μου ό Θεός…».
Στήν Αθήνα άλλα και στό Γεωργίτσι είχε διαδοθεί δτι μεταξύ τών εκτελεσθέντων ήταν κι εκείνος. Ό Θεός όμως, «κρεΐττόν τι προβλεψάμενος» (Έβρ. ια’, 40), είχε οικονομήσει τά πράγματα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε νά επιζήσει. Μόλις δύο μήνες πρίν, στις 11 Όκτωβρίου, είχε κοιμηθεί ό Γέροντας του, ό π. Σεραφείμ. Άπό το σημείο αυτό ξεκινάει το θαύμα της διασώσεως τοΰ π. Εύσεβίου.
«Ηταν φύσει αδύνατο, αν ζούσε ό Γέροντας μου, νά έφευγα. Αδύνατο τών αδυνάτων! Θα έμενα κοντά του νά τον φυλάω και θά το θεωρούσα καύχημα. Αποκλείεται νά τον άφηνα. Θά προτιμούσα νά πεθάνω μαζί του. Θά πίστευα, μάλιστα, ότι, αν ό Γέροντας ήταν κοντά μας, δεν θά μας έκαναν κακό οι Γερμανοί… Αφού όμως σκότωσαν τον παράλυτο στό στρώμα, θ’ άφηναν εμάς;»
Τά θύματα πού θρήνησε ή Αγία Λαύρα ήταν συνολικά εννέα. Τέσσερις μοναχοί και ό φύλακας εκτελέσθηκαν στο Μοναστήρι, τρεις στα Καλάβρυτα και ό π. Αμβρόσιος στο μετόχι του Αγίου Αθανασίου.
Πηγή: (Από το βιβλίο: “Ιερομόναχος Ευσέβιος Γιαννακάκης”, Ιερά Μονή αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Βερίνο , Αίγιο), Αντέχουμε…, Αβέρωφ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...