
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Οἱ ξένοι ὅταν θέλουν νὰ δημιουργήσουν μιὰ λέξη, εἰδικὰ σὲ ἐπιστημονικὸ πεδίο, χρησιμοποιοῦν πάντοτε καὶ μόνο τὴν Ἑλληνική. Γιὰ παράδειγμα ἀναφέρω μιὰ ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἑταιρεῖες ἀθλητικῶν εἰδῶν, τὴν ἑταιρεία Nike (ἡ λέξη προφέρεται «νάϊκι» καὶ ὄχι «νάϊκ»). NIKE ὅμως σημαίνει Νίκη. Τὸ ὄνομα αὐτὸ ἐδόθη πρὸς τιμὴν τῆς Νίκης τῆς Σαμοθράκης, ἀντίγραφο τοῦ ἀγάλματος τῆς ὁποίας κοσμεῖ τὸ ἐργοστάσιο τῆς ἑταιρείας στὸ Ὄρεγκον, διότι νίκη στὴν ἑλληνικὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐπέρχεται μέσα ἀπὸ τὴν ψυχικὴ δύναμη, ἐνῶ victory εἶναι ἡ νίκη ποὺ ἐπέρχεται μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο.
Τὸ ὄνομα τῆς θεᾶς Νίκης ἐπέλεξε, ἐπίσης, καὶ ἡ γνωστὴ ἑταιρεία φωτογραφικῶν εἰδῶν ΝΙΚΟΝ γιὰ νὰ προωθήσει τὰ προϊόντα της. Ἀλλὰ καὶ ἡ γνωστὴ παγκοσμίως ἰαπωνικὴ ἑταιρεία φωτογραφικῶν εἰδῶν CANON πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια ἐφεῦρε τὸ περίφημο σύστημα αὐτόματης ἑστίασης (Auto Focus), τὸ ὁποῖο στὴ συνέχεια υἱοθέτησαν ὅλες οἱ ἑταιρεῖες γιὰ τὶς γενιὲς τῶν φωτογραφικῶν μηχανῶν τους. Τὸ σύστημα αὐτὸ ἡ CANON τὸ ὠνόμασε EOS ἀπὸ τὰ ἀρχικὰ τῶν λέξεων ELECTRONIC OPERATING SYSTEM, ποὺ σημαίνουν «Ἠλεκτρονικὸ σύστημα χειρισμοῦ». Οἱ ἴδιοι οἱ Ἰάπωνες, λοιπόν, ἔγραφαν στὶς ὁδηγίες χειρισμοῦ (Manual) τῶν μηχανῶν τὰ ἑξῆς: «Ὠνομάσαμε τὸ νέο σύστημα μὲ τὴν λεξη EOS (ἀπὸ τὰ ἀρχικὰ λέξεων ELECTRONIC OPERATING SYSTEM). Ἡ λέξη αὐτὴ δὲν εἶναι τυχαία. Εἶναι ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ λέξη «ΕΩΣ», ποὺ σημαίνει «αὐγή». Καὶ τὴν ἐπιλέξαμε σκοπίμως, διότι μὲ αὐτὸ τὸ σύστημα φέραμε τὴν αὐγὴ στὴν νέα τεχνολογία».
Ἱστορικὴ ὁμιλία τοῦ Ξενοφώντα Ζολώτα τὸ 1959 μὲ ἑλληνικὲς λέξεις δάνεια τῆς ἀγγλικῆς γλῶσσας.
Πράγματι, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Φώτιος στὸ λεξικό του: «Ἕως»: ἡ πρὸ τῆς τοῦ ἡλίου ἀνατολῆς ὥρα! Πόσο προηγμένοι, λοιπόν, εἶναι οἱ Ἰάπωνες! Καὶ παρ’ ὅλη τὴν πλούσια ἱστορία τους, μόνο στὴν Ἑλληνικὴ μποροῦσαν νὰ καταφύγουν γιὰ νὰ ἀποδώσουν μὲ ἀκρίβεια κάτι. Ὁ Martin Heidegger, Γερμανὸς φιλόσοφος, ἀπὸ τοὺς κυριώτερους ἐκπροσώπους τοῦ ὑπαρξισμοῦ τοῦ 20ου αἰῶνος, στὸ ἴδιο μῆκος κύματος δήλωνε τὰ ἑξῆς: «Ἡ Ἀρχαία Ἑλληνικὴ Γλῶσσα ἀνήκει στὰ πρότυπα, μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα προβάλλουν οἱ πνευματικὲς δυνάμεις τῆς δημιουργικῆς μεγαλοφυΐας, διότι ἀναφορικὰ πρὸς τὶς δυνατότητες ποὺ παρέχει στὴν σκέψη, εἶναι ἡ πιὸ ἰσχυρὴ καὶ συνάμα ἡ πιὸ πνευματώδης ἀπ’ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου».
Ὁ Ἄγγλος οἰκονομολόγος Τζέημς Μὴντ (βραβεῖο Νόμπελ 1997), σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ σχετικῶς νέα του βιβλία, ἀναπτύσσει μιὰ νέα οἰκονομικὴ θεωρία. Ὑποστηρίζει ὅτι ὁ κομμουνισμὸς ὡς οἰκονομικὴ λύση ἀπέτυχε. Ὁ καπιταλισμὸς εἶναι γεμᾶτος πληγές, ἄρα μὴ ἐφαρμόσιμος, στὴν ἀμιγῆ τουλάχιστον μορφή του. Τὸ καλὺτερο εἶναι νὰ δημιουργήσουμε ἕνα νέο οἰκονομικὸ πλαίσιο, μὲ τὰ ἀπαραίτητα στοιχεῖα τῆς κοινωνικῆς πολιτικῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν διατήρηση τῆς πρωτοβουλίας τοῦ ἀτόμου. Καὶ πῶς νὰ ὀνομάσουμε αὐτὸ τὸ νέο σύστημα, στὸ ὁποῖο θὰ ἄξιζε νὰ ζῆ κανείς; «Ἀγαθοτοπία». AGATHOTOPIA, λοιπόν, ὀνομάζει τὸ νέο βιβλίο του καὶ τὴν νέα θεωρία του (σελ.VI).
Ἀπὸ τὰ παραπάνω παραδείγματα, λοιπόν, φαίνεται ὅτι οἱ ξένοι καταφεύγουν πάντα στὸ ἑλληνικὸ λεξιλόγιο, ὅταν πρόκειται νὰ δημιουργήσουν λέξη ποὺ νὰ ἐκφράζη ἔννοια. Γιὰ νὰ μὴ μείνη ὅμως οὐδεμὶα ἀμφιβολία, μνημονεύω δύο ἀκόμη χωρία ἀπὸ ἕνα σημαντικὸ ἔργο, ποὺ ἀνέφερα καὶ λίγο παραπάνω. Τὸ βιβλίο τῶν Γάλλων λεξικογράφων Jean Bouffartigue καὶ AnneMarie Delrieu «Οἱ ἑλληνικὲς ρίζες στὴν γαλλικὴ γλῶσσα», ὅπου τονίζουν τὰ ἑξῆς: «Οἱ βάσεις καὶ ὁ ἐξοπλισμὸς τοῦ ἐπιστημονικοῦ λεξιλογίου ἦλθαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ἀκόμη καὶ στὴν Ἀρχαιότητα. Τὰ δάνεια ὅμως ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ ἐξακολούθησαν ἀκόμη καὶ μετὰ τὸν θάνατο τῆς ἑλληνικῆς ἐπιστήμης, καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ συνήθεια. Συνέχισαν, διότι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα προσφέρεται μὲ ἀξιοθαύμαστο τρόπο, πολὺ περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ἡ λατινική γιὰ τὴν δημιουργία νέων λέξεων ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες». Καὶ συνεχίζουν… «…Ὁ ἐπιστήμονας ποὺ πρέπει νὰ μιλήση γιὰ ἕνα ζῶο ποὺ τὰ δάχτυλά του εἶναι φτεροῦγες (dont les doigts des ailes) εἶναι πολὺ εὐτυχὴς ποὺ μπορεῖ νὰ κατασκευάση, μὲ βάση τὸ ἑλληνικὸ πρότυπο, τὴν λέξη «PTERODACTYLE» (πτεροδάκτυλος).
Ἡ ἐπιστήμη ἀνακαλύπτει ἀσταμάτητα νέα ἀντικείμενα ἢ ἔννοιες. Πρέπει νὰ τὰ ὀνομάση. Ὁ θησαυρὸς τῶν ἑλληνικῶν ριζῶν βρίσκεται μπροστά της, ἀρκεῖ νὰ τὰ ἀντλήση ἀπὸ ἐκεῖ. Θὰ ἦταν πολὺ περίεργο νὰ μὴ βρῆ αὐτὲς ποὺ χρειάζεται» (σελ.19). Καὶ λίγο παρακάτω ἀναφέρουν: «Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὅπως μιλήθηκε καὶ γράφτηκε στὴν ἀρχαιότητα, δὲν παρεῖχε πιὰ ὲπαρκεῖς λέξεις γιὰ ἕναν αὐξανόμενο ἀριθμὸ νέων ἐννοιῶν. Παρουσιάσθηκε, τότε, ἡ ἰδέα νὰ χρησιμοποιηθοῦν οἱ μέθοδοι ποὺ ἐφάρμοζαν οἱ Ἕλληνες γιὰ νὰ αὐξάνουν τὸ λεξιλόγιό τους. Ἡ δομὴ τῆς γλώσσης τους τοὺς ἐπέτρεπε νὰ συνθέτουν λέξεις μ’ ἕναν ἁπλὸ τρόπο καὶ ἀποτελεσματικό: τοὺς μιμήθηκαν. Προσπάθησαν νὰ φαντασθοῦν τὶ θὰ ἔκαναν οἱ Ἕλληνες, ἂν εἶχαν νὰ ὀνομάσουν τὴν νέα ἔννοια ἢ τὸ νέο ἀντικείμενο: κατασκεύασαν μιὰ νέα ἑλληνικὴ λέξη, τὴν ὁποία μετέγραψαν στὰ γαλλικά (ἢ στὰ ἀγγλικα ἢ στὰ γερμανικὰ ἢ στὰ ἰταλικά, διότι οἱ Γάλλοι δὲν ἦσαν πάντα οἱ πρῶτοι ποὺ ἔκαναν αὐτὴν τὴ δουλειά).
Ἡ μίμηση τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς ἦταν ἐπιτυχημένη, διότι οἱ κατασκευαστὲς ἑλληνικῶν λέξεων εἶναι γενικῶς ἐξαιρετικοὶ ἑλληνιστές. Τὸ «COSMONAUTE» καὶ «ASRONAUTE» βασίζονται στὰ ὑποθετικὰ κοσμοναύτης καὶ ἀστροναύτης (ναύτης τοῦ κόσμου, ναύτης τῶν ἄστρων: κόσμος καὶ ἄστρον + ναύτης), τὰ ὁποῖα συμμορφώνονται ἀπολύτως μὲ τοὺς κανόνες σύνθεσης τῶν ἑλληνικῶν λέξεων. Ὁ εἰδικὸς γιὰ τὶς ἀσθένειες τοῦ δέρματος δὲν λέγεται «DERMOLOGUE», παρ’ ὅλο ποὺ μιὰ ἑλληνικὴ λέξη «Δερμολόγος» δὲν θὰ ἦταν τελείως ἀδύνατη, ἀλλὰ «DERMATOLOGUE», ἐπειδὴ ὁ πιὸ πιθανὸς σχηματισμὸς στὰ ἑλληνικὰ θὰ ἦταν ἡ λέξη «Δερματολόγος», (σελ.21). Ἡ σπουδαία Γαλλίδα ἀκαδημαϊκὸς καὶ ἑλληνίστρια Ζακλὶν ντὲ Ρομιγὺ εἶχε διαπιστώσει ἀπὸ τὴν πολυετῆ ἐνασχόλησή της μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία, τὸ πόσο οἱ ξένοι καταφεύγουν στὸ ἀστείρευτο ἑλληνικὸ «γλωσσολογικὸ ὕδωρ» καὶ εἶχε πεῖ: «Ἀνατρέχουν στὰ ἑλληνικὰ γιὰ νὰ ὀνομάσουν τὶς σύγχρονες ἀνακαλύψεις καὶ ἐφευρέσεις (ἀπὸ τὴν εὐθανασία ὡς τὸν μεταβολισμό), χωρὶς νὰ ἀναφέρουμε τοὺς πυραύλους ἢ τοὺς μεγάλους ἐπιστημονικοὺς στόχους πού ὀνομάζονται «Ἀριάδνη» ἢ «Ἑρμῆς». Ἀναπνέουν μὲ τὸν ἀέρα τῆς Ἑλλάδος κάθε στιγμή, χωρὶς νὰ τὸ ξέρουμε. Ὁ Μίτος τῆς Ἀριάδνης, τὸ Οἰδιπόδειον σύμπλεγμα, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα, εἶναι ἀναμνήσεις ἑλληνικές. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες καὶ ὁ Μαραθώνιος δρόμος. Ἡ Εὐρώπη ποὺ σφυρηλατοῦμε ἔχει ἑλληνικὸ ὄνομα. Ἡ Ἀρχαία Ἑλλάδα μᾶς προσφέρει μιὰ γλῶσσα γιὰ τὴν ὁποία θὰ πῶ ἀκόμη μιὰ φορὰ ὅτι εἶναι οἰκουμενική».
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Τρεῖς φορές διώχθηκε καί ἐξορίστηκε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπό τήν ‘’ἐπίσημη ἐκκλησία’’. Τήν τελευταία του πνοή, στήν ἐξορία τήν ἄφησε.
Ὁ Μεγάλος μας Ἱεράρχης, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, δέν χαρίστηκε σέ κανέναν ἀπό τούς τότε ἰσχυρούς καί ὑπερήφανους. Ἀντιστάθηκε μέ αὐταπάρνηση στίς αὐθαιρεσίες τῶν δυναστῶν, ἤλεγξε μέ αὐστηρότητα τήν αὐτοκρατορική φαυλότητα, ἀπέβαλε ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας κάθε ἀνάξιον ἐπίσκοπο καί προπαντός ὕψωσε τεῖχος ὑψηλό καί ἀπροσπέλαστο ἀπέναντι στήν αἵρεση καί τήν ἀσέβεια.
Οἱ διδαχές του πάνω σέ θέματα διαφύλαξης τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν μάστιγα τῶν αἱρέσεων εἶναι σαφεῖς καί ἄκρως ἐπίκαιρες. Γράφει σχετικά:
‘’Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ. Ὀφείλετε μέ προσοχή πολλή νά διερευνᾶτε καί νά ψάχνετε τούς γύρω σας, μήπως εἰσχώρησε στίς τάξεις μας κάποιος ἀλλόφυλος (αἱρετικός ἤ ἀσεβής). Καί νά τόν φανερώνετε ἀμέσως. Ὄχι φυσικά γιά νά τόν φονεύσουμε ἤ νά τόν τιμωρήσουμε, ἀλλά γιά νά τόν ἀπαλλάξουμε ἀπό τήν πλάνη καί τήν ἀσέβεια καί νά τόν καταστήσουμε ἐξ ὁλοκλήρου δικό μας. Διότι ὅποιος ξέρει αὐτόν πού κάνει τό κακό καί τόν ἀνέχεται καί τόν ἀποκρύπτει, εἶναι σάν νά τοῦ δίνει τήν ἄδεια νά διαπράττει μέ μεγαλύτερη θρασύτητα τό κακό’’.(*)
Μέ φρόνημα ὑποδειγματικῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης, ὁ Χρυσορρήμων Ἰωάννης διαβλέποντας τούς κινδύνους ἀπό τήν συγκάλυψη τῶν αἱρετικῶν, συμβουλεύει τούς πιστούς καί λέει: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ. Βάλτε τριγύρω της ἐπισκόπους, φύλακες προσεχτικούς καί ἄγρυπνους. Τά μάτια σας δεκατέσσερα, μή τυχόν καί σᾶς ξεφύγει κανένας αἱρετικός καί περάσει ἀνενόχλητος μέσα στό στρατόπεδο.
Μόλις ἀντιληφθείτε αἱρετικόν ἤ ἀσεβή νά παραβιάζει τά συρματοπλέγματα καί νά μπαίνει παρανόμως στόν χῶρο τοῦ στρατοπέδου, χτυπῆστε ἀμέσως συναγερμό. Πρῶτον, γιατί χρειάζεται ὁ ἴδιος ὁ αἱρετικός βοήθεια -ἀπαλλαγή καί σωτηρία ἀπό τήν πλάνη- καί δεύτερον, νά προλάβουμε, μή τυχόν καί κάνει κακό στούς στρατιῶτες μας.
Προσέξτε καλά. Ὅποιος φρουρός ἐπισκοπών ἐπιτρέπει τήν εἰσοδο αἱρετικοῦ ἐντός τοῦ στρατοπέδου καί δέν τόν ξεμπροστιάζει, ἀλλά ἀντιθέτως συντρώγει μαζί του καί τόν περιποιεῖται, εἶναι σάν νά βάζει φωτιά στό στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή στήν Ἐκκλησία Του.
.............................................................................................................................................
(*) ’’Στρατόπεδόν ἐστε τοῦ Χριστοῦ. Μετά ἀκριβείας ἐρευνᾶτε καί περιεργάζεσθε, εἴ τις τῶν ἀλλοφύλων ὑμῖν ἀναμέμικται καί ποιεῖτε δῆλον, οὐχ ἵνα ἀποκτείνωμεν οὐδ’ ἵνα κολάσωμεν καί τιμωρησώμεθα, ἀλλ’ ἵνα αὐτόν ἀπαλλάξωμεν τῆς πλάνης καί τῆς ἀσεβείας καί ἡμέτερον ἐξ ὁλοκλήρου ποιήσωμεν. Ὁ γάρ συνειδώς τῷ τά πονηρά πράττοντί τινι, καί περιστέλλων αὐτόν καί ἀποκρύπτων, πλείονα αὐτῷ παρέχει ραθυμίας ὑπόθεσιν καί μετά μείζονος ἀδείας παρασκευάζει τήν πονηρίαν ἐργάζεσθαι’’. (Ε.Π.Ε. 34, 118)
(Ἀπό τό ‘’Χρυσοστομικό λεξικό’’ τοῦ π. Δανιήλ Ἀεράκη, σελ. 135)
22/4/2017
Φώτης Μιχαήλ
Ἰατρός
Πόσο ἔχουν ἐπιδράσει οἱ Προτεστὰντες, οἱ Καθολικοί! Τὸ ἄθεο πνεῦμα πόσο μπῆκε στὸν Καθολικισμό! Οἱ Καθολικοί πᾶνε σιγά-σιγὰ νὰ κουτσουρέψουν τούς Ἁγίους. «Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη, λένε, δὲν ἦταν μεγάλη Ἁγία· ἕνας μικρός βασιλίσκος ἦταν ὁ πατέρας της. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἦταν μικρός Ἅγιος. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος μύθος. Ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ δὲν ὑπῆρχε0183 ἦταν μία παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ». Μετά θὰ ποῦν: «Ὁ Χριστός δὲν εἶναι Θεός· ἦταν μόνον ἕνας δάσκαλος μεγάλος». Μετά θὰ προχωρήσουν καὶ ἄλλο: «Ὁ Θεὸς εἶναι μία δύναμη».
Καὶ μετά θὰ ποῦν: «Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ φύση»! ἐνῶ ὑπάρχουν γεγονότα χειροπιαστὰ, Προφῆτες, προφητεῖες, τόσο ζωντανά θαύματα, φθάνουν καὶ μερικοί δικοί μας στὸ σημεῖο νὰ πιστεύουν τέτοιες χαζομάρες.
Ἦρθε καὶ σ΄ ἐμένα κάποιος νὰ πάρη εὐλογία, γιὰ νὰ πάη στὴν Ἰταλία νὰ σπουδάση Λειτουργική καὶ νὰ κάνη διατριβή. «Εἶσαι στὰ καλά σου; τοῦ εἶπα. Θέλεις νὰ πᾶς στούς Ἰησουΐτες νὰ κάνης τὴν διατριβή σου καὶ ἦρθες νὰ σοῦ δώσω καὶ εὐλογία; Αὐτοί δὲν ξέρουν τί τούς γίνεται! Ἐκεῖ διδάσκουν Οὐνίτες, Ἰησουΐτες, δὲν ξέρω τί!».Θέλει προσοχή ἀπὸ ὅλες τὶς ἀπόψεις. Γιατί ἔτσι κάνουν· πᾶνε, σπουδάζουν στὴν Ἀγγλία, Γαλλία κ.λπ., πιάνουν τὰ εὐρωπαϊκά μικρόβια καὶ κάνουν μετά διατριβή. Μελετοῦν λ.χ. τούς Ἕλληνες Πατέρες σὲ μετάφραση ποὺ ἔκαναν οἱ ξένοι στὴν γλώσσα τους. Ἐκεῖνοι, εἴτε ἐπειδή ἀπὸ πονηριά, πρόσθεσαν καὶ τὰ δικά τους τὰ λανθασμένα. Οἱ δικοί μας πάλι, οἱ Ὀρθόδοξοι, ποὺ μάθανε τὶς ξένες γλῶσσες, παίρνουν ἀπὸ ΄κεῖ τὰ ξένα μικρόβια καὶ τὰ μεταφέρουν ἐδῶ καὶ μετά τὰ διδάσκουν κιόλας. Φυσικά, ὅταν προσέξη κανείς, εὔκολα ξεχωρίζει τὸν χρυσό ἀπὸ τὸ κεχριμπάρι.
Πηγή: (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α΄, Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἔκδ. Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης, 1998), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευαίσθητη περιοχή της Μεσογείου δεν αφήνουν αδιάφορη την Κίνα, που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν απούσα από τη «Μεγάλη Θάλασσα», γράφει η πανεπιστημιακός Έλενα Αβραμίδου σε άρθρο της στην Εφημερίδα των Συντακτών υπό τον τίτλο: «Η Κίνα και η Μεσόγειος».
Τα εμπορικά και οικονομικά συμφέροντα της Κίνας, το ενεργειακό, καθώς και θέματα ασφάλειας και σταθερότητας αναδεικνύουν τη σπουδαιότητα της περιοχής για το Πεκίνο και δικαιολογούν την ανησυχία του για τη σύνθετη πραγματικότητα στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο.
Η Κίνα έχει επενδύσει στις χώρες της Μεσογείου, κυρίως στις υποδομές, μεταφορές και ενέργεια, στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας «Μια ζώνη, ένας δρόμος», που εξήγγειλε ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, το 2013.
Στην προοπτική αυτή εντάσσεται η κινεζική παρουσία σε μερικά από τα σπουδαιότερα λιμάνια της Μεσογείου, όπως της Τρίπολης στον Λίβανο, του Πορτ Ασχοντ στο Ισραήλ, του Πορτ Σάιντ και του Πορτ Σουδάν, της Μασσαλίας, της Βαρκελώνης και του Πειραιά.
Από αυτά τα λιμάνια η Κίνα μπορεί να ελέγχει μια τεράστια περιοχή που φτάνει ως τον Κόλπο του Άντεν, όπου είναι υπό κατασκευή οι πρώτες στρατιωτικές εγκαταστάσεις της εκτός συνόρων.
Η διαπλάτυνση της Διώρυγας του Σουέζ τής επέφερε περαιτέρω οφέλη αφού το 60% των κινεζικών εξαγωγών στην Ευρώπη διέρχεται από εκεί.
Επιπλέον, τα κινεζικά προϊόντα θα μπορούν να φτάνουν στην αμερικανική αγορά συντομότερα μέσω της Μεσογείου χωρίς να χρειάζεται να κάνουν τον γύρο της Αφρικής.
Η γενικότερη κατάσταση στον μεσογειακό χώρο εμπνέει ωστόσο ανησυχία με την άνοδο ακραίων πολιτικών δυνάμεων, τη διάσταση ανάμεσα στον ευρωπαϊκό Βορρά και Νότο, την οικονομική, κοινωνική και προσφυγική κρίση, τον ρόλο των διεθνών και περιφερειακών παικτών και την αβεβαιότητα και ένταση στη Δυτική Ασία και τη Βόρεια Αφρική.
Η άμεση απειλή για τα κινεζικά συμφέροντα είναι εμφανής.
Η περιοχή της Δυτικής Ασίας – Βόρειας Αφρικής αποτελεί τον τέταρτο μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Κίνας, με τεράστια σημασία για τη σινική διπλωματία λόγω της δυνατότητας να απορροφήσει προϊόντα και επενδύσεις, αλλά και των ενεργειακών της αποθεμάτων.
Οι κινεζικές εισαγωγές σε πετρέλαιο από την περιοχή αγγίζουν το 60% και υπολογίζεται να φτάσουν το 70% το 2030.
Με τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στην Κίνα, οι ενεργειακές ανάγκες αλλά και η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας αυξάνονται.
Αυξάνεται, επίσης, η ανάγκη για προστασία των οικονομικών της συμφερόντων στο εξωτερικό, καθώς και των πολιτών της που εργάζονται σε χώρες υψηλού κινδύνου.
Το «καμπανάκι» που σήμανε τον κίνδυνο για τα κινεζικά συμφέροντα σε περίπτωση πολιτικών αλλαγών και πολεμικών συγκρούσεων υπήρξε η λιβυκή κρίση το 2011.
Οι κινεζικές επιχειρήσεις έχασαν συνολικά περίπου 20 δισ. δολάρια.
Έτσι, η China National Petroleum Company, με απώλειες 198 εκατ. δολαρίων, για να αποφύγει άλλες άσχημες εκπλήξεις, ίδρυσε δικό της ερευνητικό κέντρο για αξιολόγηση κινδύνων σε χώρες με πολιτική αστάθεια.
Η δε διάσωση των 36.000 Κινέζων, χάρη και στην ελληνική βοήθεια, ανέδειξε τη στρατηγική σημασία του λιμένος του Πειραιά σε περίπτωση περιφερειακών κρίσεων.
Το «Μαργαριτάρι της Μεσογείου», όπως χαρακτήρισε το λιμάνι του Πειραιά ο Κινέζος πρωθυπουργός, Λι Κετσιάν, πέρα από τη σπουδαιότητά του για την προώθηση των κινεζικών προϊόντων στην Ευρώπη, είναι στρατηγικής σημασίας για το Πεκίνο για πολιτικούς και γεωστρατηγικούς λόγους.
Και, σε περίπτωση μελλοντικής περιφερειακής κρίσης, για τη διάσωση των Κινέζων πολιτών που εργάζονται στη Μέση Ανατολή.
Από τη σταθερότητα στην περιοχή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία του Νέου Δρόμου του Μεταξιού.
Επιτυχία που, πέρα από οικονομικά οφέλη, συνεπάγεται επέκταση της επιρροής και βελτίωση της θέσης της Κίνας στη διεθνή σκηνή.
Το Πεκίνο προσβλέπει στην οικονομική ευημερία των χωρών κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού, η οποία μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για φυγόκεντρες και αποσταθεροποιητικές δυνάμεις.
Τα «τρία κακά» για την Κίνα είναι η τρομοκρατία, οι αποσχιστικές τάσεις και ο θρησκευτικός εξτρεμισμός.
Και εφόσον εξακολουθεί να υπάρχει πολιτική αστάθεια και θρησκευτικός εξτρεμισμός σε αρκετές χώρες της ευρύτερης περιοχής, η ανησυχία για διείσδυση του «Ισλαμικού κράτους» στις δυτικές κινεζικές περιοχές (Σιντζιάνγκ), λόγω των σχέσεων των τζιχαντιστών Ουιγούρων με την Αλ Κάιντα, δεν θα πάψει να υφίσταται.
Παράλληλα εκφράζεται ο φόβος ότι οι κινεζικές εμπορικές συμφωνίες μπορούν να επηρεάσουν πολιτικά, μετατρέποντας την οικονομική διπλωματία σε μέσο για τη δημιουργία σφαιρών επιρροής σε μια ασταθή περιοχή.
Η Κίνα αρνείται ανάλογες προθέσεις τονίζοντας το ενδιαφέρον της για επωφελή συνεργασία, διεθνή ειρήνη, ισορροπία και ευημερία.
Και δεν παύει να επαναλαμβάνει δια του προέδρου της την ανησυχία της για την «παγίδα του Θουκυδίδη» και την πίστη ότι μια σύγκρουση κυρίαρχης (ΗΠΑ) και ανερχόμενης (Κίνα) δύναμης μπορεί και πρέπει να αποφευχθεί.
Η Έλενα Αβραμίδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ελληνικών Σπουδών και μέλους του Κέντρου Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πεκίνου.
Πηγή: Tribune, Ινφογνώμων Πολιτικά
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α´:
Βίος καὶ Μαρτύριον τῶν Ἁγίων Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Πολυχρονίας.
α´
Ἡ πανύμνητος ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρός μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ ἐπὶ γῆς παρουσία καὶ βασιλεία Του ἔλαμπε ἤδη σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, τὴν ἐποχὴ τῆς πανίσχυρης ρωμαϊκῆς κυριαρχίας . Ἠ κυριαρχία της ἁπλωνόνταν σὲ ὅλο σχεδὸν τὸν τότε γνωστὸ κόσμο. Τὸ θεῖο ὅμως καὶ σωτήριο κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ μὲν τοὺς Ἰουδαίους ἦταν σκάνδαλο, γιὰ δὲ τοὺς ἐθνικοὺς μωρία. Γι᾿ αὐτό, τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν πλάνην καὶ τὴν ἀσέβειαν, ἐδίωξαν, μὲ μῖσος καὶ μανία, τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ.
Σκληροὶ Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες αἱματοκύλησαν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Στὰ μαρτυρικὰ καὶ ματωμένα αὐτὰ χρόνια βασίλευσε ὁ ἄγριος καὶ αἱμοβόρος Διοκλητιανός (284-305). Σκληροί, ἐπίσης, ἦταν καὶ οἱ συνάρχοντές του Αὔγουστος, Μαξιμιανὸς Αὐρήλιος (293-305), καθὼς καὶ ὁ γαμπρός του Καῖσαρ Γαλέριος Μαξιμιανός. Ἀκόμα ὁ Μαξέντιος καὶ ὁ Μαξιμίνος. Ἡ βασιλεία τοῦ Διοκλητιανοῦ ἔμεινε στὴν ἱστορία, γιὰ τοὺς φοβεροὺς διωγμούς της ὡς ἡ «ἐποχὴ τῶν Μαρτύρων».
* * *
Αὐτοὺς τοὺς χρόνους ζῆ ἕνας Ἕλληνας συγκλητικός, στρατηλάτης στὸ ἀξίωμα, ὁ Γερόντιος. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἀπὸ πλούσια καὶ ἐπίσημη γενιά.
Σὲ κάποιο παλιὸ χειρόγραφο ἀναφέρεται ὅτι γεννήθηκε στὴν Σεβαστούπολη τῆς Μικρῆς Ἀρμενίας. Ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ κάθε μέρα προσευχόταν στοὺς ψεύτικους θεούς, μὲ σπονδές, θυμιάματα καὶ θυσίες. Ἡ σύζυγός του ὀνομαζόταν Πολυχρονία καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν γνωστὴ Λύδδα (Διόσπολη) τῆς Παλαιστίνης. Ἀπὸ φημισμένο καὶ ἀρχοντικὸ γένος καὶ ἐκείνη. Οἱ γονεῖς της εἶχαν βαθειὰ καὶ μεγάλη εὐσέβεια. Ἦταν γυναίκα σεμνή, καὶ γενναία. Στολισμένη μὲ ἐκείνη τὴν ἐσωτερικὴ καὶ πνευματικὴ σοφία. Ἔλαμπε ἡ ψυχή της ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη στὸν Χριστό. Ἀλλὰ καὶ ἡ φυσικὴ ὡραιότητα τὴν ἔκανε πανέμορφη σὲ ὅλα. Ἦταν πλημμυρισμένη ἀπὸ σωφροσύνη, καλοσύνη καὶ γλυκύτητα. Ἀπ᾿ ὅλα πιὸ πολὺ αὐτὴ ἡ ἀγγελόψυχη ἀγαποῦσε μὲ θεῖον ἔρωτα τὴν προσευχή, καὶ τὴν ταπείνωση. Ὁ χρόνος της κυλοῦσε ἀνάμεσα στὴν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καὶ στὴν δοξολογία, τοὺς ὕμνους καὶ τὴν εὐχαριστία. Ἔτρεφε τὴν ψυχής μελετώντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ τὸ ἱερὸ Ψαλτήρι, «ἡμέραν καὶ νύκτα». Τὴ δὲ ζωή της, ρύθμιζε σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Κυρίου. Πῶς νὰ μὴ λάμψει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ μέσα της; Πῶς νὰ μὴ χαριτωθεῖ; Ἔτσι σιγὰ-σιγά, ἀξιώνεται πνευματικῶν δωρεῶν καὶ θείων χαρισμάτων.
Τὶς προσευχές, καὶ τὶς ἀγρυπνίες της ἡ μακαρία Πολυχρονία, τὶς συνόδευε μὲ ἐγκράτεια καὶ νηστεία. Ἔτσι, ἀποσπασμένος ὁ νοῦς της ἀπὸ τὴν γῆ, ὑψωνόταν στὸν οὐρανὸν καὶ βυθιζόταν στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Καὶ καταυγαζόταν ἀπὸ τὸ θεῖον φῶς, καὶ γινόταν δοχεῖο τοῦ Παρακλήτου. «Εἰρήνη πολλὴ τοῖς ἀγαπῶσι τὸν νόμον Σου». (Ψαλμ. ΡΙΗ´ 118, 165).
* * *
Ἔτσι ἦταν οἱ χριστιανοὶ ἐκείνων τῶν χρόνων. Ταπεινοί, εἰρηνικοί. Εὐλογημένοι ἄνθρωποι. Προσεύχονταν μὲ κατάνυξη. Μελετοῦσαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐργάζονταν τίμια, μὲ ὑπομονὴ καὶ προσευχή. Ἐκείνους τοὺς πονεμένους χρόνους, ἡ ταπείνωση ἦταν τὸ κόσμημά τους. Καὶ ἡ ψυχή τους, «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ», καθαριζόταν ἀπὸ τοὺς διωγμούς, καὶ τὰ μαρτύρια.
Μετέδιδαν τὴν χάρη καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ σὲ ὅσους τοὺς πλησίαζαν. Καὶ γεύονταν οἱ ψυχές τους, τὴν δικιά τους οὐράνια γλυκύτητα, καὶ μποροῦσαν μὲ μιὰ ἁπλότητα νὰ στέκονται ἐκεῖ ποὺ αὐτοὶ βρίσκονταν παντοτινά, στὸν Παράδεισο, κοντὰ στὸν Χριστόν, στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
* * *
Ἡ θεία Πολυχρονία ζοῦσε ὡς «πάροικος καὶ παρεπίδημος» σὲ αὐτὴ τὴν γῆ. Ὁ νοῦς της ἦταν ὑψωμένος στὴν οὐράνια ζωή, καὶ τὰ μέλλοντα ἀγαθά. Ψυχὴ ἀδάμαστη, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ, ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ σκληρότητα ποὺ μᾶς περιβάλλει, ὅλα μέσα στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ γίνονται εἰρηνικά, γαλήνια καὶ χαρούμενα. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, πραότης, γλυκύτητα, καὶ διδάσκει τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, καὶ γιὰ τὸ πλησίον. Ἔτσι μεταμόρφωνε «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» τὸν γύρω χῶρό της, καὶ στὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον τοῦ συζύγου της ἄφηνε νὰ διαχέεται ἡ πάντερπνος ὀσμὴ τῆς πνευματικῆς εὐωδίας. Πίστη ζωντανή, καὶ ἁγιότητα ἀληθινή!
* * *
Τὸ 280 μ. Χ. περίπου γεννᾶται ὁ Γεώργιος. Ἡ θεοτίμητη Πολυχρονία καὶ ὁ Γερόντιος γέμισαν ἀπὸ χαρά, καὶ εὐφροσύνη. Γεννήθηκε, πιθανώτατα, στὴν εὐλογημένη μητρικὴ γῆ, τὴν Λύδδα, καὶ ἔπειτα μετοίκησαν στὴν Καππαδοκία. Ἀπὸ τὶς πρῶτες μέρες τῆς ζωῆς του φάνηκε ὅτι ἦταν «ἡγιασμένος ἐκ κοιλίας μητρός». Μιὰ ἐξαιρετικὴ θεία ἐπιστασία καὶ σημεῖα διάφορα συνόδευαν αὐτὸ τὸ παιδί, ἀπὸ τὴν τρυφερή του ἠλικία. Ἀρχαῖο κείμενο ἀναφέρει, ὅτι ἕνας ἐνάρετος καὶ ἅγιος ἰερωμένος προεῖπε στὴν μητέρα του γιὰ τὴν ἁγία του γέννηση. Τῆς μίλησε γιὰ τὴν εἰδικὴ χάρη καὶ τὴν εὐλογία, ποὺ θὰ εἶχε ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ γιὰ τὴν δόξα ποὺ θὰ τὸν περιέβαλλε. Μέγα καύχημα τῆς Ἐκκλησίας στοὺς αἰῶνες! Τῆς ὑπέδειξε ἀκόμα καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ ὄνομά του, τὸ συμβολικό, Γεώργιος.
Ἡ Ἁγία Πολυχρονία μεγάλωνε κρυφὰ τὸν γιό της «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Τοῦ μετέδιδε τὴν θέρμη τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστό, καθὼς καὶ τὴν βαθειὰ εὐλάβειά της. Μὲ τὴν ἁγία ζωή της καὶ τὸ παράδειγμά της, μὲ τὴν προσευχή, καὶ τὴν ἀκλόνητη πίστη της, εὐλαβικά, μὲ φόβο Θεοῦ ἔσπερνε τὸν θεῖο σπόρο στὴν καθαρὴ καρδιὰ τοῦ μικροῦ Γεωργίου. Τοῦ μιλοῦσε κρυφά, καὶ μυστικά, γιὰ τὸν Κύριο. Τὸν παιδαγωγοῦσε μὲ τὸν διακριτικό τρόπο της καὶ τὶς θαυμαστὲς διηγήσεις, μὲ τὰ ἡρωϊκὰ κατορθώματα τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἀσκητῶν.
Φρόντισε ἀπὸ μικρὸν ἀκόμα, νὰ τοῦ δώσει τὸ ἅγιον Βάπτισμα, σὲ ἕνα μοναστήρι μὲ ἐπίσκοπο καὶ ἱερεῖς, ὅπως ἀναφέρεται σὲ ἱερὸ κείμενο. Ἡ καταυγασμένη ἀπὸ τὸ θεῖον φῶς μορφὴ τῆς Πολυχρονίας, φώτιζε τὸν ἀληθινὸ δρόμο τοῦ μικροῦ Γεωργίου πρὸς τὸν Θεό. Ἔβλεπε, πού, ὁ νοῦς καὶ ὁ λογισμός της ἦταν γυρισμένος συνέχεια στὸ Θεό, καὶ στὴν αἰωνιότητα, ἔβλεπε τὴν ἀσκητικότητα, τὴν πίστη καὶ κάθε ἀρετὴ πάνω της, καὶ ἐκεῖνος, μιμούμενος τὸ ἅγιον παράδειγμά της, τὴν ἀντέγραφε σὲ ὅλα. Ἀγαποῦσε τὶς ἱερὲς συνάξεις καὶ ἔτρεφε τὴν ψυχή του ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, μὲ φόβο Θεοῦ, ταπείνωση καὶ πολλὴ κατάνυξη. Συμπονοῦσε ὅπως καὶ ἡ μητέρα του, τοὺς ἀναγκεμένους, τοὺς πονεμένους καὶ καταφρονεμένους.
Ἀπὸ τὸν πατέρα του Γερόντιο, ἔμαθε νὰ ἀγαπᾶ τὶς γενναῖες πράξεις τῶν πολεμιστῶν. Αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ ἀκολουθήσει τὴν στρατιωτικὴ τέχνη.
* * *
Στὴν κατάλληλη ἡλικία, ὁ Γεώργιος κατατάχθηκε στὸν ρωμαϊκὸ στρατό. Ἐκεῖ θὰ διαπρέψει μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν γενναιότητά του. Ἔγινε περιζήτητος, καὶ ὅλοι τὸ θεωροῦσαν τιμή τους νὰ βρίσκονται κοντά του. Νὰ μιλοῦν μαζί του. Ἦταν περίπου τὸ 299. Οἱ Ρωμαῖοι μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Γαλέριο Μαξιμιανό, Καίσαρα καὶ γαμπρὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, κηρύττουν τὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ βασιλέως Ναρσῆ τῆς Περσίας. Θιγμένος ὁ Καῖσαρ, ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἦττά του, ζητᾶ νὰ πάρει πίσω τὰ χαμένα ἐδάφη καὶ τὴν τιμή του.
Στὸν ρωμαϊκὸ στρατό, διακρίνεται γιὰ τὴν τόλμη καὶ τὸν ἡρωϊσμό του ὁ νεαρὸς Γεώργιος, λαμβάνοντας καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ τριβούνου. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τὴν μητρικὴ εὐλογία, πέτυχε λαμπρὲς νίκες. Στὴν ἡλικία μόλις τῶν 18 χρονῶν, γοητευμένος ἀπὸ τὴν ἀνδρεία του καὶ τὴν ἀρετή του, ὁ Διοκλητιανὸς τὸν ἔκαμε Δούκα (διοικητή) μὲ τὸν τίτλο τοῦ Κόμητα στὸ τάγμα τῶν Ἀνικιώρων τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς: «πολλάκις πρότερον μεγαλοπρεπῶς διαπρέψας τοῦ τῶν σχολῶν μετὰ ταῦτα πρώτου τάγματος κόμης κατ᾿ ἐκλογὴν προεβλήθη».
* * *
Ὑπερήφανος γιὰ αὐτὲς τὶς διακρίσεις καὶ τὶς τιμὲς στὸν γιό του ὁ Γερόντιος τὸν παρακαλεῖ νὰ μεταβοῦν στὸν ναὸ τῶν θεῶν καὶ νὰ τοὺς προσφέρουν θυσίες καὶ θυμιάματα. Ἔπρεπε νὰ τοὺς εὐχαριστήσουν ποὺ τοὺς ἔκαμαν τόσο μεγάλες τιμές, σὲ τέτοια ἡλικία.
Ὁ Γερόντιος δὲν γνώριζε ὅτι ὁ γιός του Γεώργιος ἦταν χριστιανός. Ἔτσι σὲ αὐτὰ τὰ πατρικὰ λόγια, ἐκεῖνος ὑπομειδίασε καὶ σὰν νὰ στέναξε λιγάκι, τοῦ λέει: Δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω στὸν ναὸ τῶν θεῶν σου, γιατὶ εἶναι πλάνη νὰ θυσιάζεις σὲ πελεκητὲς πέτρες. Δὲν εἶναι αὐτοὶ οἱ θεοί, ποὺ ἔκαναν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ. Αὐτὰ εἶναι εἴδωλα δαιμόνων, ποὺ χάνονται καὶ τὰ ἴδια, καὶ ὅσοι πιστεύουν σὲ αὐτά. Ἄκου τὶ λέει ἡ Ἁγία Γραφή, γιὰ αὐτά· Τοὺς μιλᾶς καὶ δὲν σὲ ἀκοῦνε. Τοὺς γνέφεις καὶ δὲν σὲ βλέπουν. Πέφτουν κάτω καὶ δὲν σηκώνονται. Πῶς μποροῦν ἔτσι νὰ βοηθήσουν ἄλλους; Ἄν θέλεις, ἄκουσέ με, πατέρα μου. Ἐγὼ γνώρισα τὸν ἀληθινὸ Θεό, μέσα ἀπὸ τὶς ἁγίες Γραφές, καὶ αὐτὸν προσκυνῶ καὶ δοξάζω, ποὺ ἔκαμε τὸν οὐρανὸ καὶ ἐμᾶς καὶ ὅλη τὴν γῆ. Ἔλα νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ νὰ ζήσουμε τὴν αἰώνια ζωή, καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, θὰ μᾶς σώσει, γιατὶ ἀγαπᾶ ὅλους ὅσοι ἐλπίζουν σὲ Αὐτόν. Ἄκου καὶ τοῦτο· Ὁ Παῦλος, ποὺ ἦταν κάποτε διώκτης τῆς Ἐκκλησίας, ἄφησε τοὺς διωγμούς, καὶ ἔγινε διδάσκαλος, ὅταν ἦλθε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ πάνω του. Καὶ συμβούλευε τὰ καλὰ ἔργα καὶ ἀγαθά, γιατὶ πίστεψε βαθιὰ καὶ ἀγάπησε τὸν Ἰησοῦ Χριστό...
Ὅταν ἡ μητέρα του Πολυχρονία ἄκουσε αὐτὰ τὰ σοφὰ λόγια ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ παιδιοῦ της, ἔνιωσε μιὰ ἀνεκλάλητη χαρά, καὶ εὐφροσύνη. Καὶ μὲ καρδιὰ ἀγαλλόμενη δόξασε τὸν Θεό. Ὁ Γερόντιος δέ, ὁ πατέρας του, μὲ μεγάλη λύπη στρέφεται πρὸς τὸν Γεώργιο καὶ τοῦ λέει: Ἀλίμονο γλυκό μου παιδί, ποιὸς σὲ δίδαξε αὐτὲς τὶς τρέλες; Δὲν γνωρίζεις ὅτι ἡ θρησκεία τῶν χριστιανῶν εἶναι μιὰ ἀνοησία; Καὶ οἱ θεοὶ θὰ ὀργισθοῦν ποὺ τοὺς ὑβρίζεις, καὶ γρήγορα θὰ σὲ οδηγήσουν στὴν καταστροφή, καὶ τὸν θάνατο. Ἔλα λοιπόν, παιδί μου ἀγαπημένο, καὶ πρόσφερέ τους θυσία.
Ὁ Γερόντιος ἦταν εἰδωλολάτρης, ἀλλὰ κατὰ βάθος ἦταν θεοφοβούμενος καὶ ἄκακος ἄνθρωπος. Ἡ μακαρία σύζυγός του Πολυχρονία προσευχόταν μὲ πίστη θερμή, στὸν Κύριο, νὰ τὸν ὁδηγήσει καὶ αὐτὸν στὴν χαρὰ τῆς θεογνωσίας. Νὰ μὴν πεθάνει μέσα στὴν πλάνη, καὶ χάσει τὴν ψυχή του.
Τὸν ἴδιο πόνο εἶχε γιὰ τὸν πατέρα του καὶ ὁ Γεώργιος, καὶ προσευχόταν καὶ ἐκεῖνος μὲ πίστη νὰ λάμψει τὸ φῶς τῆς ἀληθείας στὴν καρδιά του. « Ὁ Θεός, θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι, καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Ἐπίσης καί: πολλὰ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη».
Τὴν ἴδια νύκτα, φανερώνεται ὁ Χριστὸς ἐν ὀπτασίᾳ στὸν Γερόντιο. Γιὰ νὰ δείξει τὴν ἄφατη εὐσπλαγχνία καὶ ἀγαθότητά Του, καὶ νὰ ἐπιστρέψει τὸν Γερόντιο στὴν ἀληθινὴ πίστη, διὰ προφάσεως, τὸν βασανίζει μὲ ἕναν πολὺ ὑψηλὸ πυρετό. Φωνάζει τὸν Γεώργιο καὶ τοῦ λέγει: Παιδί μου, ἀληθινὴ εἶναι ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν, καὶ ὁ Θεός του μεγάλος καὶ φοβερός. Γιὰ αυτὸ πήγαινε γρήγορα παιδί μου, καὶ ψάξε νὰ βρεῖς μερικοὺς χριστιανούς, νὰ ρθοῦν νὰ παρακαλέσουν, γιὰ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὴν βάσανο αὐτή, γιατὶ πολὺ ὑποφέρω
Ὁ Γεώργιος καὶ ἡ μητέρα του Πολυχρονία, ὕψωσαν τὰ μάτια στὸ οὐρανὸ καὶ δόξασαν τὸν Κύριο γιὰ τὸ μεγάλο τοῦτο θαῦμα. Τὸν εὐχαρίστησαν θερμὰ γιὰ τὸ ἔλεος ποὺ δείχνει σ᾿ αὐτοῦς ποὺ τὸν ἀγαποῦν, ποὺ ὁδήγησε κοντά Του, σὰν τὸν ἄσωτο υἱό, αὐτὸν ποὺ ἴσαμε τώρα ἦταν μακριά Του. Καὶ στρέφεται εὐτυχισμένος ὁ γιὸς πρὸς τὸ πατέρα, λέγοντάς του: Πατέρα μου, ἂν τώρα πιστέψεις στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ πᾶς κοντά Του, ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου τότε, ὄχι μόνο ἀπὸ ἀυτὴν τὴν δοκιμασία θὰ θεραπευτεῖς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου θὰ λυτρωθεῖς, καὶ θὰ ἀξιωθεῖς τῆς αἰωνίου ζωῆς. Γιατὶ, ὁ ἴδιος λέει: Δεῦτε, καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ (Ἡσ. α´ 18). Καὶ ὁ Γερόντιος μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς του φωνάζει: Πιστεύω στὸν Θεὸ ποὺ μοῦ φανερώθηκε αὐτὴν τὴν νύκτα, καὶ μοῦ φώτισε τὴν ψυχή.
Μιὰ μυστικὴ καὶ οὐράνια χαρά, γέμισε μάνα καὶ γιό. Καὶ ἄστραφτε ὁ Γεώργιος πηγαίνοντας γρήγορα σὲ ἕνα κοντινὸ μοναστήρι νὰ φέρει τοὺς εὐλαβεῖς ἱερεῖς ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐβαπτίσθη καὶ αὐτός, γιὰ τὸ βάπτισμα καὶ τὴν θεραπεία τοῦ πατέρα του. Ἦλθαν ἐκεῖνοι, διάβασαν εὐχές, προσευχήθηκαν καὶ ἔπεσε ὁ ὑψηλὸς πυρετός. Τὸν κατήχησαν, καὶ στὴν συνέχεια τὸν βάπτισαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐλευθερωμένος ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς πλάνης καὶ τῆς εἰδωλολατρίας, νιώθει τώρα νὰ τὸν καλύπτει μιὰ ὑπερκόσμια ἀγαλλίαση καὶ γλυκύτητα, καὶ μιὰ ἀνείπωτη χαρά. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σκήνωσε ἐντός του καὶ κατηύγασε τὴν καρδιά του μὲ φῶς καὶ τὸν πλήρωσε ἀπὸ τὴν ἄρρητη εὐωδία Του. Τοῦ ἀποκαλύφθηκε ὁ Χριστός, ἐπειδὴ ἦταν ταπεινός, καὶ ἄκακος. Πλημμυρισμένος εἰρήνη κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καὶ ἔνιωσε ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν. Ἡ πίστη του στηρίχθηκε στὸν Χριστό, ὄχι σὲ λόγια ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλ᾿ ἐν ὑποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμει (Α´ Κορ. β´ 4).
Ζώντας τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ παρηγορημένος ἀπὸ αὐτήν, ὁ Γερόντιος πορεύθηκε εἰρηνικῶς πρὸς τὸν θάνατον μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες καὶ κηδεύτηκε μὲ εὐχὲς καὶ ὑμνῳδίες, κατὰ τὴν ἀποστολικὴ πράξη.
Ὅπως ἀναφέρει κάποιο παλαιὸ κείμενο, ὁ Γεώργιος φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, γκρέμισε τὰ χρυσὰ καὶ ἀργυρὰ εἴδωλα τοῦ πατέρα του, καὶ μοίρασε τὰ πολύτιμα πετράδια, τὸ χρυσό, καὶ τὸ ἀσήμι, στὶς χῆρες, τὰ ὀρφανὰ καὶ τοὺς πτωχούς.
Ἕνας Ἕλληνας σχολαστικός, ὀνόματι Σιλβανός, τὸν κατήγγειλε γιὰ αὐτὸ στὸν δούκα Βαρδάνιο. Ἐκεῖνος τὸν κάλεσε σὲ ἀπολογία, ἀλλὰ ἀναγκάστηκε νὰ τὸν ἀφήσει ἐλεύθερο, ἐπειδὴ εἶχε πολλὲς διοικητικὲς ὑποχρεώσεις. Ἦταν καὶ κατώτερος στὸν βαθμό, καὶ ἔτσι ἁπλὰ τοῦ συνέστησε σύνεση καὶ ὑπακοὴ στοὺς αὐτοκρατορικοὺς νόμους, γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ συμφέρον του. Ὁ δὲ τοῦ Χριστοῦ γνήσιος δοῦλος τοῦ ἀπαντά: Γιὰ τὸ συμφέρον μου θὰ μερινήσει ὁ Κύριος.
* * *
Ὁ θεῖος Γεώργιος, μὲ τὶς νίκες, τὴν ἀνδρεία του τὴ μεγάλη, καὶ τὴν σπάνια ἀρετή του, ἀπέκτησε φήμη τρανή, καὶ ἀνέβηκε γρήγορα στὰ ἀνώτατα στρατιωτικὰ ἀξιώματα. Ὅμως, πέρα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐξωτερικά, ἦταν στολισμένος μὲ τὶς ἄφθαρτες ἀρετές. Ἡ σύνεση καὶ ἡ θεϊκὴ σοφία του, δὲν ἦταν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Πάνω του εἶχε μιὰ ταπείνωση. Ἦταν δίκαιος, εὐγενὴς καὶ εὐπροσήγορος. Ἀλλὰ μέσα του ἔλαμπε περισσότερο ἡ θερμὴ πίστη του καὶ ἡ μεγάλη καὶ δυνατὴ ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ζοῦσε ζωὴ ἀσκητικὴ καὶ ἁγία, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Πολυχρονία. Ἐκείνη, ἐλεύθερη πιά, ἦταν ὁλότελα δοσμένη στὸν Χριστό. Ἀσκοῦνταν στὴν προσευχή, καὶ στὰ ἀγαθὰ ἔργα. Ἐλεήμων στὸ ἔπακρον, μοίραζε ἄφθονα τὰ πλούτη της. Ἡ ἀγάπη της ἦταν ἀπεριόριστη. Τοὺς ἀγκάλιαζε ὅλους σὰν ἀληθινὴ μητέρα. Τὴν χαρά, καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε μέσα της, τὴν μετέδιδε πλούσια σὲ ὅσους τὴν πλησίαζαν. Γύρω της, ὅλα ἦταν ἕνας Παράδεισος, γιατὶ ἐσκόρπιζε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ ἀγάπη σοφία γλυκύτητα καὶ ἀνδροπεπῆ τρυφερότητα. Ἔτσι φανερώνονταν ὅλα τὰ πνευματικά, καὶ ψυχικὰ χαρίσματα, μὲ τὰ ὁποῖα τὴν εἶχε προικίσει ὁ Θεός.
Παρακολουθοῦσε μὲ μητρικὴ ἀγάπη τὴν λύπη τοῦ καθενὸς ποὺ τὴν πλησίαζε. Πήγαιναν κοντά της πὼς πάντα θὰ τοὺς ἔνιωθε. Ὅλους τοὺς παρηγοροῦσε. Δὲν ἀπόπαιρνε ποτὲ κανέναν. Καὶ ἄς ἦταν εἰδωλολάτρης ἢ ἀλλόφυλος. Πτωχός, ἢ πλούσιος. Δοῦλος ἢ ἐλεύθερος. Καὶ τοὺς δέχονταν μὲ μεγάλη καλωσύνη καὶ πολλὴ στοργή, καὶ τοὺς ἀνέπαυε. Κανεὶς δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸ σπίτι της μὲ ἄδεια τὰ χέρια καὶ τὴν καρδιά, χωρὶς ἐλπίδα καὶ παρηγοριά.
Ἡ συζήτηση μαζί της ἦταν ἰδιαίτερα ψυχοφελής. Ὁ λόγος της θέρμαινε καὶ τὶς πιὸ ψυχρὲς καρδιές, τὶς ἀπάλυνε, τὶς φώτιζε πνευματικά, τὶς στήριζε μὲ τὴν ἁγία ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Ἦταν τὸ ἀσφαλὲς καταφύγιο καὶ τὸ στήριγμα τῶν θλιβομένων καὶ ἀπελπισμένων, ἡ ἀναύπασις δὲ ὅλων τῶν κοπιώντων καὶ πεφορτισμένων ἀδελφῶν. Ἡ καρδιά της εἶχε γίνει ναὸς τοῦ Κυρίου καὶ ὁ νοῦς της θρόνος Του. Μὲ ταπείνωση εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα καὶ ἔτσι ζοῦσε μὲ τὸν Θεό. Τὰ πλούσιά της αὐτὰ χαρίσματα τὰ εἶχε κληροδοτήσει στὸν γιό της Γεώργιο. Ἔτσι πορευόταν, ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν, ζώντας μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Τὸ 302 ὁ Καῖσαρ Γαλέριος ξανακτύπησε τὸν Ναρσῆ τῆς Περσίας, μὲ σκοπὸ νὰ ἐπανακτήσει ὅ,τι εἶχε χάσει. Ὁ ἔνδοξος Γεώργιος καὶ πάλι πρῶτος, δίπλα στὸν Καίσαρα καὶ τοὺς ἀρχιστρατήγους του, σύμβουλος καὶ βοηθὸς πολύτιμος. Γεμάτος δύναμη, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς μητέρας του, πολεμοῦσε ἀτρόμητα καὶ κέρδιζε νέες νίκες καὶ δόξες.
Ὁ στρατηλάτης Γεώργιος ἀναδεικνύεται ὁ ἐνδοξότερος καὶ περισσότερο ἀγαπημένος στρατηγὸς τοῦ αὐτοκράτορος, καθὼς καὶ τοῦ στρατεύματος καὶ τοῦ λαοῦ ὁλοκλήρου. Αὐτὸς ὅμως παραμένει ἁπλὸς καὶ ταπεινός, στερεωμένος στὸν Χριστό. Μακριὰ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὸν ἐγωϊσμό. Τὸν διακρίνει ἡ ταπεινὴ σοφία, δώρημα τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν πιὸ πολύ, ἀπὸ κάθε τι ἄλλο στὸν κόσμο.
* * *
Πέρασε λίγο καιρός, ἀπὸ τὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Περσῶν. Ὁ Διοκλητιανός, πιεζόμενος ἀπὸ τὸν γαμπρό του Γαλέριο, συγκαλεῖ συμβούλιο στὴν ἕδρα του, στὴν Νικομήδεια, στὶς 24 Φεβρουαρίου τοῦ 303, μὲ εἰδικὸ διάταγμα. Κάλεσε ὅλους τοὺς μεγιστάνες, τοὺς ἄρχοντες καὶ τοὺς ἀξιωματικούς του, μαζὶ καὶ τὸν συνάρχοντά του Μαξιμιανὸ Αὐρήλιο, τὸν Μαγνέντιο καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους. Τοὺς συγκέντρωσε ἐκεῖ σὰν σὲ πραιτώριο μὲ τὸν Καϊάφα, γιὰ νὰ ἀποφασίσουν μὲ ποιὸν τρόπο θὰ πολεμήσουν τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Ἔστειλε ἀκόμα γράμμα σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία, συνιστώντας τὴν προσκύνηση τῶν εἰδώλων καὶ ἀπειλώντας μὲ σκληρὲς τιμωρίες αὐτοὺς ποὺ δὲν θὰ ὑπακούσουν.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος, μέσα ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν ταραχή, προβλέπει τί θὰ ἀκολουθήσει. Ἔτσι μοιράζει τὰ χρήματά του στοὺς πένητες, τοὺς δυστυχισμένους καὶ ἀναγκεμένους ἀδελφούς. Κανονίζει ἐπίσης μὲ τὴν μητέρα του νὰ περιέλθει ὅλη ἡ περιουσία του στὴν ἐκκλησία, καὶ ὅπου ὑπῆρχε ἀνάγκη.
Ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν ὅλοι, κάθησαν φοβισμένοι γιὰ τὸ συμβούλιο. Τὸν λόγο ἔλαβε πρῶτος ὁ Διοκλητιανός, ποὺ ἀφοῦ ὕμνησε τοὺς ψεύτικους θεούς, προέτρεψε ὅλους νὰ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα. Συνέστησε δέ, νὰ βασανίζουν τοὺς χριστιανοὺς μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο. Ὅλοι μὲ προθυμία δέχτηκαν τὶς διαταγὲς τοῦ αὐτοκράτορος. Ἀλλὰ σὲ αὐτὸ τὸ πηκτὸ σκοτάδι τῆς πλάνης ὁ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς Γεώργιος, ἀκτινοβολοῦσε σὰν ἥλιος λαμπρός. Καὶ φώτιζε ὅλους γύρω του, μὲ τὴν σοφία καὶ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε μέσα του πλούσια. Βλέποντας τὸν Θεὸ νὰ περιφρονεῖται καὶ τοὺς δαίμονες νὰ τιμῶνται, ζῆλος θεοσέβειας κατάκαψε τὴν ψυχή του.
Θυμήθηκε τότε τὰ λόγια τοῦ Δαβίδ: Εἶδον ἀσυνετοῦντες καὶ ἐξετηκόμην, ὅτι τὰ λόγια σου οὐκ ἐφυλάξαντο (Ψαλμ. ριη´ 158). Ἔλυωνε σὰν ἔβλεπε ἀνθρώπους χωρὶς σύνεση νὰ περιφρονοῦν τὸν Θεό, ἤ νὰ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὰ θεῖα λόγιά Του. Προσεύχονταν γιὰ αὐτούς, καὶ στὸν νοῦ του ἔφερνε λόγια ἀπὸ τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο, καὶ ἔτσι ἐστερέωνε τὴν καρδιά του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ συλλογίζοταν, ὅτι ὁ νυμφώνας εἶναι ἕτοιμος, ὅπως καὶ ὁ δεῖπνος. Σὰν νὰ ἀκούει τὸν ἴδιο τὸν Κύριο νὰ τοῦ λέει: Νὰ μὴ φοβᾶσαι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ σκοτώνουν τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴν ψυχή, δὲν μποροῦν νὰ τὴν βλάψουν σὲ τίποτε. Καὶ ἀκόμα: Ὅποιος μὲ ὁμολογήσει μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸν καὶ ἐγὼ θὰ ὁμολογήσω μπροστὰ στὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς. Συλλογιζόταν: Γεώργιε, μὴ ἀργοπορεῖς. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι τώρα ἐδώ. Ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ φθαρτά, καὶ τὰ γήϊνα, εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὰν τὸ ἄνθος ποὺ μαραίνεται. Κὰνε λίγο ὑπομονή, καὶ μετὰ θὰ ἀγάλλεσαι εὐτυχισμένος μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους! Αὐτὰ ἔλεγε μέσα του ὁ μακάριος, καὶ στήριζε τὸν λογισμό του, περιφρονώντας κάθε βάσανο καὶ κάθε ἀπειλή, μαζὶ καὶ τὸν θυμὸ τοῦ βασιλέως.
* * *
Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ συνεδρίαζε ἡ σύγκλητος, καὶ ὅλοι οἱ μεγιστάνες μὲ τὸν αὐτοκράτορα, σηκώνεται ὁ ἀληθινὸς στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος μὲ θάρρος καὶ ἀντρειώσυνη περισσὴ γιὰ νὰ ὑπερασπιστεὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Στηλιτεύει τοὺς μάταιους διαλογισμούς τους καὶ τὶς σκοτισμένες καὶ ἀσύνετες καρδιές τους, χαρακτηρίζοντας τὴν συναγωγή, ὡς πονηρά, καὶ ἀσεβῆ. Τοὺς καλεῖ νὰ ἀρνηθοῦν τοὺς θεούς τους, τὰ ξέπνοα εἴδωλα τῶν ἀκαθάρτων δαιμόνων, καὶ τοὺς καλεῖ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ φωτισθοῦν ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς, καὶ νὰ ζήσουν ἐλεύθεροι σὰν καὶ αὐτόν. Ἄστραφτε σὰν Ἄγγελος καθὼς μιλούσε παλληκαρίσια καὶ θαρρετά, δίχως φόβο κανένα. Τὸ πρόσωπό του ἦταν ἤρεμο καὶ διάχυτο ἀπὸ μιὰ ἀλλόκοτη οὐράνια χαρά.
Ὁ Μαγνέντιος, κοιτώντας τον καλά, τὸν ἐρωτᾶ: Ποιός εἶσαι ἐσὺ ποὺ στέκεις μὲ τόση τόλμη σὲ αὐτὸ τὸ φοβερὸ βῆμα; Πῶς σὲ λένε; Καὶ ἐκεῖνος, ἤρεμα καὶ μὲ εὐθύτητα τοῦ ἀπαντᾶ: Τὸ πρῶτο καὶ τιμημένο μου ὄνομα εἶναι χριστιανός. Τὸ ἄλλο μου ὄνομα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἤθελε ὁ Θεός, εἶναι Γεώργιος. Καὶ συνέχισε νὰ κηρύττει τὸν ἀληθινὸ Θεό, στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ Διοκλητιανός, παρατηροῦσε ἐπὶ ὥρα τὴν ἀρρενωπὴ ὀμορφιὰ καὶ τὴν γλυκύτητα τῆς μορφῆς τοῦ Γεωργίου. Τὸ ἄνθος τῆς νεότητος, τὴν κορμοστασιά. Τὸν εἶχε συμπαθήσει ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή. Γοητευμένος θαύμαζε τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν παλληκαριά του. Τὴν εὐγενικὴ ἀρχοντιά του καὶ τὴν καθαρότητα τῶν ματιῶν του, ποὺ ἀντιφέγγιζε κάτι ἄγνωστο καὶ πρωτόγνωρο γιὰ αὐτόν. Τώρα, μὲ ἠρεμία καὶ καταδεκτικότητα, προσπαθεῖ νὰ τὸν πείσει νὰ θυσιάσει στοὺς ψεύτικους θεούς. Τοῦ μιλεῖ γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν φρόνηση ποὺ ἐπέδειξε μέχρι σήμερα. Γιὰ τὶς τιμὲς ποὺ ἔλαβε, καὶ γιὰ πιὸ μεγάλες ἀκόμα, ποὺ θὰ λάβει ἂν προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Καὶ ὁ Γεώργιος τοῦ ἀπαντᾶ μὲ λόγια ποὺ τὰ βάζει στὸ στόμα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: Καὶ οἱ τιμές σου, καὶ οἱ ἀτιμίες σου βασιλιᾶ, γιὰ μένα εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα. Γιατὶ ὅλα σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο εἶναι φθαρτά, καὶ πρόσκαιρα. Ὑπάρχει ὅμως ἕνας ἄλλος κόσμος, ἄφθαρτος, ἀληθινός, αἰώνιος. Ἔλάτε καὶ σεῖς νὰ καταυγασθεῖτε ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Νὰ γνωρίσετε τὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖτε. Ὁ Διοκλητιανός, ἔκανε πὼς δὲν τὸν συνερίστηκε, καὶ μὲ γλυκόλογα τὸν παρακαλεῖ νὰ λυπηθεῖ τὴν νεότητα καὶ τὴν ὀμορφιά του, καὶ νὰ μὴν χαραμίσει τὴν ζωή του, τώρα ποὺ εἶναι τόσο εὐχάριστη. Ἀλλὰ ὁ πολυθαύμαστος Γεώργιος τοῦ λέει: Ὄχι βασιλιᾶ, αὐτὸ ποὺ νομίζεις δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ χαρά, καὶ ἀγαλλίαση. Καὶ δι᾿ αὐτοῦ ἐμεῖς κερδίζουμε τὴν αἰώνια ζωή, καὶ τὴν ἀΐδιον μακαριότητα, ἃ ὀφθαλμὸς οὐ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη –δηλαδή, ὅπου μάτι δὲν τὰ εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν τὰ ἄκουσε, καὶ ποὺ δὲν τὰ ἔνιωσε ἡ καρδιὰ κανενός ἀνθρώπου. Ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεός, γιὰ ὅσους πιστέψουν στὰ λόγια Του καὶ τὸν ἀγαπήσουνε.
Οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου ἔμοιαζαν ὅπως λέει καὶ ὁ Δαβίδ, πότε μὲ βολίδες, καὶ πότε ἦσαν ἁπαλοὶ ὑπὲρ ἔλαιον. Φρύαξε ὁ Διοκλητιανός, ἀπὸ αὐτὰ τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Ἁγίου. Καὶ σὰν εἶδε πόση ἀσάλευτη καὶ ἀμετακίνητη ἦσαν ἡ πίστη του στὸν Χριστό, ἀγρίεψε σὰν θεριό, καὶ πρόσταξε νὰ τὸν δέσουν πισθάγκωνα σὲ ἕναν ξύλινο κορμό, καὶ νὰ ρίχνουν πάνω του τὰ ἀκόντιά τους.
* * *
Καὶ στάθηκε ὁ Γεώργιος, σὰν τὸν Χριστό μας, νὰ τὸν βασανίσουν. Προσευχόμενος ὁλόψυχα, καὶ ὑπομένοντας μὲ ταπείνωση, ἔλεγε: Σὲ εὐχαριστῶ Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ, ποὺ μὲ ἀξίωσες αὐτῆς τῆς χάριτος. Δός μου πίστη ἀκλόνητον, καὶ φύλαξόν μου τὴν ψυχή, ἐκ τοῦ διαβόλου. Τότε συνέβη κάτι θαυμαστό. Ὅλα τὰ κοντάρια ποὺ ἔπεφταν πάνω του, γύριζαν πίσω, χωρὶς νὰ ἀγγίζουν τὴν ἁγιασμένη σάρκα του!
Ἀλλόφρων ὁ τύραννος, διατάζει νὰ τὸν φυλακίσουν καὶ νὰ τοῦ δέσουν μὲ βαρειὲς ἀλυσίδες χέρια καὶ πόδια, τεντώνοντάς τον ἀνάσκελα. Διατάσσει ἀκόμα, νὰ πλακώσουν τὸ στήθος του μὲ ἕναν ἀσήκωτο λίθο. Ἔτσι πίστευε ὁ δυσσεβής, ὅτι ὁ καρτερόψυχος δοῦλος τοῦ Θεοῦ θὰ πέθαινε ἀμέσως.
Στρατιῶτες ἔφεραν μὲ πολὺ κόπο τὸν λίθο, καὶ τὸν τοποθέτησαν στὸ στῆθος τοῦ Ἁγίου. Καὶ ἐκεῖνος δὲν ἔπαυε νὰ εὐχαριστεῖ καὶ νὰ δοξάζει τὸν Θεό: Σὲ εὐχαριστῶ Κύριε καὶ Θεέ μου, ποὺ μὲ ἀξίωσες τοιούτου βάρους ἐν τῇ καρδίᾳ μου. Κάνε το δὲ στηριγμό, στὸ ἀμετακίνητο τῆς ἀγάπης μου σὲ Σένα.
Ὅλη νύκτα ἔτσι δα ἦταν, παραδομένος στὴν προσευχή. Πληγωμένος ὄχι ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ λίθου, ἀλλὰ τετρωμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν τὸ ξημέρωμα ὁ Διοκλητιανὸς πληροφορήθηκε ὄτι ὁ Γεώργιος ἔμεινε ἄθικτος ἀπὸ ἐκείνη τὴν πέτρα, ζήτησε νὰ τὸν δεῖ. Τὸν καλόπιανε μὲ γλυκόλογα μήπως καὶ τὸν κέρδιζε, σὰν διαλεκτός, καὶ πολύτιμος στρατηγός, ποὺ ἦταν. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ἔμενε ἀμετακίνητος, σὰν ἐκείνη τὴν πέτρα ἀποβραδύς.
Μπῆκε ὁ σατανᾶς, μέσα στὸν τύραννο, καὶ ζήτησε καὶ τοῦ ἔφτιαξαν ἕναν τροχό, στηριγμένο πάνω σὲ δύο στύλους, ἔτσι ποὺ νὰ γυρίζει στὸν ἀέρα. Μὲ δαιμονικὴ ἔμπνευση, γύρω ἀπὸ τὸν τροχό, φύτεψαν δίστομα μαχαίρια καὶ κοφτερὰ λεπίδια. Ἀπὸ κάτω, καὶ πάνω σὲ ἕνα ξύλο, εἶχαν τοποθετηθεῖ καρφιά, ἄγκιστρα, καὶ ἀκονισμένα σπαθιά, μαζὶ μὲ τρυπάνια. Τὸ ἴδιο καὶ στὸ πάνω μέρος. Περιστρεφόμενος ὁ τροχός, κατέκοβε καὶ διαμέλιζε ὅποιον εἶχαν δέσει πάνω του.
Ὁλόκληρη ἡ πολιτεία ἀναστατώθηκε. Ὁ πρῶτος ἀξιωματικὸς τοῦ στρατοῦ, ὁ μέγας Γεώργιος, ἦταν χριστιανός! Σὰν μαθεύτηκε ἡ εἴδηση, ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ μαζεύτηκαν κρυφά, στὶς κατακόμβες, καὶ παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα, νὰ τοῦ δώσει ὁ Κύριος δύναμη καὶ ὑπομονὴ ἕως τὸ τέλος. Καὶ πρώτη ἀπὸ ὅλους ἡ τρισμακαρία μητέρα του. Ἄρχισε νὰ προσεύχεται νύκτα καὶ μέρα, μὲ πόνον καρδίας καὶ πολλὰ δάκρυα, ὑψώνοντας τὸν νοῦν της στὸν οὐρανό, μὲ ἀγάπη καὶ πόθο γιὰ τὸν γιό της, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς καὶ γιὰ αὐτοὺς τοὺς ἀπίστους καὶ τυράννους. Γιὰ τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Καὶ παράστεκε ἡ εὐλογημένη τὸ παιδί της μαζὶ μὲ ἄλλους ἀδελφούς, καὶ τὸν στήριζε μὲ τὴν προσευχή, καὶ τὴν παρουσία της. Ὅταν τέλος ἦταν ἕτοιμος ὁ τροχός, πῆγαν καὶ τὸν ἔφεραν. Βλέποντας αὐτὸς τὸ δαιμονικὸ ὄργανο, γύρισε τὰ μάτια του πρὸς τὸν οὐρανό, εὐχαρίστησε ἐκ βαθέων τὸν Κύριον, καὶ ζήτησε τὴν βοήθεια, καὶ τὴν θεία Του χάρη.
Ἐνῶ ἀκόμα προσεύχονταν, μὲ ἕνα νεῦμα τοῦ βασιλιᾶ, σὰν ἄγρια θηρία οἱ στρατιώτες ὅρμησαν καὶ τὸν ἔπιασαν. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ τὸν δέσουν στὴν φοβερὴ ἀσπίδα τοῦ τροχοῦ καὶ ἄρχισαν νὰ σφίγγουν μὲ τὰ μάγγανα καὶ τὶς ἀλυσίδες τ᾿ ἁγιασμένα μέλη του. Ἐδῶ νὰ ἰδῆ κανεὶς πίστη μεγάλη, καὶ ἀνδρεία καὶ προθυμία ὑψηλότερη ἀπὸ κάθε τί! Ἄρχισε νὰ γυρίζει ὁ τροχός, καὶ ὁ νοῦς τοῦ Ἁγίου ἦταν προσηλωμένος ὅλως διόλου στὸν Θεό. Ἡ πολλή του ἀγάπη καὶ ὁ πύρινος πόθος του γιὰ Αὐτόν, πνευματικῶς τὸν ἔκαμε νὰ βγεῖ ἐκτὸς κόσμου. Καὶ τὸ ἄλικο αἶμά του σκέπασε τὸν τόπο ὁλόγυρα ἀπὸ τὶς φρικτὲς πληγές. Κομμάτια ἀπὸ σάρκα πηδοῦσαν στὸν ἀέρα καὶ σκορπίζονταν τριγύρω. Κόκκαλα συντρίβονταν. Πλημμύρισε ἡ γῆ ἀπὸ τὰ αἵματα τοῦ μεγαλομάρτυρος. Νεκρικὴ σιγή, ἀπλώθηκε στὸ πλῆθος ποὺ εἶχε μαζευτεῖ. Ποιανοῦ ἡ καρδιά, νὰ βαστάξει σὲ τέτοιον ἀγῶνα; Καὶ ἔκλειναν ὅλοι τὰ μάτια γιὰ νὰ μὴν βλέπουν. Καὶ τὰ πρόσωπα γύρισαν ἀλλοῦ. Ὁ πόνος τῶν χριστιανῶν ἦταν ἀβάστακτος, καὶ ἀπὸ τὸ πρωί, δὲν εἶχαν βάλει τίποτε στὸ στόμα τους. Μιά ἡ Σαρακοστή, καὶ μιὰ ὁ πόνος τους γιὰ τὸν ἀδελφό τους. Μονάχα μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά τους ἔβγαινε μυστικὰ τὸ: Κύριε ἐλέησον.
* * *
Τί θεῖος ἔρωτας, βαθύς, καὶ γνήσιος! Τί φρόνημα γενναῖο καὶ ψυχὴ ἁγία κατοικοῦσε σὲ αὐτὸ τὸ πανάγιο σῶμα! Νὰ καταφρονεῖ τὰ πάντα γιὰ τὸν Χριστό, καὶ τὴν αἰωνιότητα! Ὁ Διοκλητιανός, καὶ οἱ δικοί του, βλέποντας τὸν τόπο κατάσπαρτο ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο κορμί, τοῦ θείου ἀθλητοῦ, κοροϊδεύουν τώρα μὲ πολλὴ ὑπερηφάνεια καὶ εἰρωνεία: Κοιτάξετε ὅλοι ἐσεῖς καὶ δεῖτε, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος θεός, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Δία, τὸν Ἀπόλλωνα, τὸν Ποσειδῶνα, καὶ τὴν Ἄρτεμι. Ποῦ εἶναι ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου; Γιατὶ δὲν ἦλθε νὰ τὸν λυτρώσει ἀπὸ αὐτὰ τὰ βάσανα; Ἐδῶ θὰ ταίριαζε γιὰ τὸν μεγάλο Ἅγιο τὸ ψαλμικό: «Ἐν τῷ καταθλᾶσθαι τὰ ὀστᾶ μου, ὠνείδιζόν με οἱ ἐχθροί μου, ἐν τῷ λέγει αὐτούς μοι καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν. Ποῦ ἔστιν ὁ Θεός σου;» -δηλαδή, ἐνῶ μοῦ σπάνε τὰ κόκκαλά μου, οἱ ἐχθροί μου μὲ κοροϊδεύουν, λέγοντάς μου κάθε μέρα, ποῦ εἶναι ὁ Θεός σου;
Πρὶν ἀναχωρήσει γιὰ τὰ ἀνακτορά του ὁ βασιλιάς, πρόσταξε νὰ μὴ ἀγγίξει κανεὶς τὶς σάρκες ποὺ εἶχαν ἀπομείνει στὸν τροχό, γιὰ νὰ ἐξευτελίσει τάχα τὴν πίστη στὸν Χριστό, καὶ πρὸς παραδειγματισμό. Δὲν πέρασε ὅμως πολλὴ ὥρα, καὶ ἕνα φῶς θεϊκὸ φάνηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ ἁπλώθηκε πάνω στὸ ἁγιασμένο λείψανο καὶ ὁλόγυρα. Καὶ ἔλαμψε στὴν γῆ μὲ τα χυμένα αἵματα καὶ τὰ μέλη τοῦ Μάρτυρος μιὰ λάμψη θεϊκή, καὶ γέμισε ἀπὸ τὸ φῶς ἐκεῖνο ὅλος ὁ τόπος! Συγχρόνως, ἀκούστηκε ἀπὸ ψηλά, γλυκειά, καὶ εἰρηνικὴ ἡ φωνή: Ἀνδρίζου Γεώργιε, καὶ ἀδίστακτος ἔσο, πολλοὶ γὰρ πιστεύουσι διὰ σοῦ εἰς ἐμέ. Ὕστερα, μιὰ πρωτάκουστη μυριόστομη ψαλμωδία ἁπλώθηκε στὸν αἰθέρα. Οἱ φρουροὶ στρατιῶτες, κατατρομαγμένοι, ἔφυγαν μακριά. Καὶ εὐθύς, Ἄγγελος Κυρίου ἔρσεται καὶ λύνει τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὸν τροχό. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸν ἐπαναφέρει στὴν ζωή, τὸν ἀσπάζεται ἐν φιλήματι ἁγίῳ, μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ οἰκειότητα καὶ τοῦ λέει: Χαῖρε, σφόδρα Γεώργιε, καὶ πίστευε στὸν Χριστό, ποὺ σὲ δυναμώνει.
Πλημμυρισμένος ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὸ φῶς, ἔμεινεν ἐκστατικός. Δὲν εἶχε τίποτα γήϊνο στὸν νοῦ του, ἀλλὰ ἑνώθηκε ὅλος καὶ ἔγινε ἕνα μὲ τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ θεϊκό, καὶ ἦταν ὅλος γεμάτος εἰρήνη καὶ μιὰ γλυκειά, καὶ ἄρρητη χαρά. Καὶ τὸ φθαρτόν του σκῆνος, γέγονε μέλος ἔκλαμπον, μέλος Ἅγιον ὄντως, μέλος τηλαυγές, καὶ διαυγές, καὶ λάμπον. Ἐνδεδυμένος τὴν λαμπροτάτη στολή, τὴν ἀπαστράπτουσαν αἴγλη ἀθανασίας, λέει αὐτὴν τὴν ποθητὴ στιγμή, τὸν λόγον ἑνὸς Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας: Ἀνέλαβε τὴν σάρκα μου καὶ δέδωκέ μοι Πνεῦμα! Ἐπίσης, μιὰ πάντερπνη εὐωδία σκορπίστηκε γύρω. Ὅταν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατέρχεται στὸν ἄνθρωπο καὶ μπαίνει μέσα μου, γεμίχει τὴν καρδια του μὲ μιὰν ἀνείπωτη χαρά, καὶ συνάμα τὸν πλημμυρίζει μὲ μιὰν ἀνέκφραστη εἰρήνη καὶ Ἅγιον Φῶς.
Καὶ πηγαίνοντας πρὸς τὰ ἀνάκτορα, εὐχαριστεῖ καὶ δοξάζει τὸν Κύριον: Ὑψώσω σε, ὁ Θεός μου ὁ βασιλεύς, καὶ εὐλογήσω τὸ ὄνομά σου εἰς τὸν αἰῶνα... (Ψαλμ. ρμδ´ 1), καί: Τὰ διαβήματά μου κατεύθυνον κατὰ τὸ λόγιόν σου, καὶ μὴ κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία... (Ψαλμ. ριη´ 133). Καὶ προχώρησε ἴσαμε τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνα, ὅπου στέκονταν ὁ βασιλιάς, καὶ οἱ ἄλλοι, καὶ θυσίαζαν στὰ ψεύτικα εἴδωλα.
Ἕνας ψίθυρος σηκώθηκε ἀπὸ τὸν κόσμο: Ὁ Γεώργιος! Ὁ Γεώργιος! Καὶ αὐτὸς πλησίασε τὸν βασιλιά, καὶ μὲ πίστη καὶ ζῆλο ἅγιο, τοῦ λέει: Δές, βασιλιά, ποιὸς εἶμαι. Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον κηρύττω, ὁ ἀληθινὸς Θεός, μὲ γλίτωσε ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἀνοῖξτε ταλαίπωροι τὰ μάτια σας νὰ δεῖτε τὸ Φῶς! Ζητήστε νὰ Τὸν γνωρίσετε. Πιστέψτε Τον, θὰ γίνετε καινούργιοι ἄνθρωποι καὶ θὰ σώσετε τὴν ψυχή σας. Προσδράμετε τῇ αἰωνίῳ ζωῇ. Καὶ ὁ Κύριος θὰ σᾶς καταστήσει τέκνα φωτός, καὶ συγκληρονόμους μου στὴν Βασιλεία Του.
Ἔκπληκτος ὁ βασιλιᾶς, δὲν ἐννοεῖ τί συμβαίνει. Ἀναρωτιόταν ποιὸς ἄραγε νὰ εἶναι αὐτός, καὶ δὲν ἤξερε τί νὰ βάλει μὲ τὸν νοῦ του. Ὅλοι πιστεύουν ὅτι πρόκειται γιὰ φάντασμα. Καὶ τὸν ἀποκαλεῖ ἀνόητο καὶ τὸν ἐπιπλήττει, ποὺ τοὺς ἀναστώσε τὴν ὥρα τῆς θυσίας. Καὶ ὁ Ἅγιος Μάρτυς τὸν διαβεβαιώνει: Ἐγὼ εἶμαι ὁ δοῦλος τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος! Βλέπετε καθαρά, τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ μου, πιστέψτε σὲ Αὐτόν, τὸν μόνον ἀληθινὸ Θεό, ποὺ μὲ ἕνα του λόγο κάνει τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ νεκροὺς ἀνασταίνει.
Ἀκόμα δὲν μποροῦν νὰ διανοηθοῦν πῶς συγκολλήθηκαν τὰ κομμάτια τοῦ κορμιοῦ του. Πῶς γιατρεύτηκαν οἱ φρικτὲς πληγές, καὶ τώρα ὁ ἀγγελόμορφος Γεώργιος εἶναι ἀκέραιος καὶ ὑγιής!
* * *
Συγκλονισμένοι ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα οἱ μεγάλοι στρατηλάτες Ἀνατόλιος καὶ Πρωτολέων, μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτές τους καὶ ὅλους τοὺς οἰκείους του, διακηρύττουν τὴν πίστην τους στὸν Χριστό: Μέγας ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου. Μέγας ὁ Θεός, τῶν χριστιανῶν!
* * *
Σὲ αὐτοὺς τοὺς εὐλογημένους ποὺ εἶδαν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, προστέθηκαν καὶ ἄλλοι πολλοί. Ἀνάμεσά τους ὁ Βίκτωρ μὲ τὸν Ἀκίνδυνο, τὸν Ζωτικό, τὸν Ζήνωνα, καὶ τὸν Σεβηριανό. Ὅλοι τους πρόσωπα ἐπίσημα. Γιὰ ὅλα αὐτά, ὀργισμένος ὁ Διοκλητιανός, πρόσταξε νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν σὲ κάποια ἐρημιά, ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἡ δὲ Ἐκκλησία μας τοὺς ἑορτάζει στὶς 20 Ἀπριλίου.
Οἱ γενναῖοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, βάδιζαν μὲ δάκρυα χαρᾶς στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, προσευχόμενοι ὅλοι μὲ μία φωνή: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεὲ τοῦ Γεωργίου, πρόσδεξαι ἐν εἰρήνῃ τὰς ψυχὰς ἡμῶν, καταξιῶν ἡμᾶς τοῦ κλήρου τῶν Ἁγίων Σου, τὴν τῆς εἰς σὲ πίστεως βραδυτάτην ὁμολογίαν ἡμῶν ταύτην λογισάμενος εἰς δικαιοσύνην καὶ ἀπολύτρωσιν τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν. Ἀλλὰ καὶ ἡ βασίλισσα Ἀλεξάνδρα, ὅταν ἔμαθε ὅλα αὐτὰ ποὺ συνέβησαν μὲ τὸν Ἅγιο Μάρτυρα, ἐπίστευσαν στὸν ἀληθινὸ Θεό, καὶ διακήρυξε μετὰ παρρησίας τὴν πίστη της. Καὶ οὔτε φοβήθηκε τὸν βασιλιά, ποὺ στέκονταν δίπλα της αὐτὴ τὴ στιγμή. Στὴν ἐπέμβαση τοῦ Μαγνεντίου καὶ στὴν ἐρώτησή του, γιατί περιφρονεῖ τοὺς θεούς, ἡ ἀγαθὴ βασίλισσα ἀπαντᾶ: Τοῦ κρείττονος ὀρεγομένη, τοῦ ἐλλάτονος κατεφρόνησα –δηλαδή, ἡ ἐπιθυμία μου γιὰ τὸ καλύτερο, μὲ κάνει νὰ περιφρονῶ τὸ χειρότερο!
Αὐτὰ εἶπε καὶ ἀναχώρησε, ἔχουσα στὴν καρδιά της ριζωμένη τὴν πίστη στὸν Χριστό. Ὅμως, κοντὰ σὲ αὐτήν, πολλαὶ τῶν συγκλητικῶν γυναικῶν, ἐπίστευσαν στὸν Κύριο, μετὰ καὶ ἑτέρων γυναικῶν πολλῶν.
* * *
Ὁ Διοκλητιανός, ὅταν εἶδε ὅλον αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ ἀρνεῖται τὰ εἴδωλα καὶ νὰ πιστεύει στὸν Δεσπότη Χριστό, λύσσαξε ἐναντίον τοῦ θείου Γεωργίου, καὶ ἔδωσε διαταγή, νὰ τὸν ρίξουν μέσα σὲ λάκκο μὲ ἀσβέστη ποὺ ἔβραζε. Τρεῖς μέρες εἶχαν ἐκεῖ τὸν τιμημένο Ἅγιο. Ὁ ἄθλιος τύραννος πίστευε ὅτι θὰ ἀφανιστεῖ τελείως, καὶ δὲν θᾶ μείνουν οὔτε τὰ ὀστᾶ ἀπὸ τὸ σῶμά του. Ἤξερε πόσο πολύ, τιμοῦσαν οἱ χριστιανοί, τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων. Ἀκόμα, ὅρισε καὶ στρατιῶτες νὰ περιφρουροῦν τὸν χῶρο.
Σὰν ἔφτασε ἡ Τρίτη μέρα, κόσμος πολὺς μαζεύτηκε. Ὅλοι περίμεναν νὰ ἰδοῦν τὶ θὰ συμβεῖ. Πάσχιζαν ὅλοι νὰ σιμώσουν στὸν λάκκο. Καὶ τράβηξαν τὸν ἀσβέστη. Βούϊξε ὅλο ἐκεῖνο τὸ πλῆθος σὰν μελίσσι: Μέγας ὀ Θεός, τοῦ Γεωργίου! Διότι εἶδαν ἀνέπαφο καὶ ὐγιῆ τὸν πολύαθλο καὶ ἀήττητο ἀθλητή. Τὸ πρόσωπό του λαμπερό, καὶ χαρούμενο, ἔμοιαζε μᾶλλον σὰν νὰ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ εὐωδιαστὰ ρόδα καὶ ἁπαλὰ λουλούδια. Ἄγγελος Θεοῦ τὸν φύλαγε, ὅπως καὶ τοὺς Τρεῖς Παῖδες ἐν καμίνῳ. Μεγάλος ἀριθμὸς στρατιωτῶν καὶ πλῆθος κόσμου, ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ παράδοξο θαῦμα πίστεψαν στὸν Χριστό. Καὶ ἄλλους ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς σκότωναν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, καὶ ἄλλους τοὺς φυλάκιζαν. Ὁ βασιλιᾶς, ὅταν ἔμαθε γιὰ αὐτὰ τὰ ἀπίστευτα, κυριεύτηκε ἀπὸ δέος καὶ ζήτησε νὰ δεῖ τὸν Γεώργιο. Μόλις τὸν εἶδε τὸν ρώτησε ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ τοῦ χαρίζει τὴν ζωή. Καὶ ὁ νοερὸς ἀδάμαε τῆς καρτερίας, γεμάτος ἀπὸ θεία σοφία τοῦ μιλεῖ γιὰ τὸν Χριστό. Ἐκεῖ βρίσκεται καὶ ἡ βασίλισα Ἀλεξάνδρα, ποὺ μοιάζοντας μὲ τὴν ἀγαθὴ γῆ, δέχεται ὡς σπέρματα τὰ θεῖα λόγια τοῦ Γεωργίου. Ἔτσι γεώργησε στὴν ψυχή της σὰν ὡραῖο στάχυ τὴν ἁγία πίστη. Πάλι τὸν ἁρπάζουν, καὶ τὸν ρίχνουν στὴν φυλακή. Καὶ ἐκεῖνος πυρπολούμενος ἀπὸ τὸν ἔρωτα τοῦ Δεσπότου, τῷ πόθῳ ζέων, προσευχόταν μὲ δάκρυα ὅλη τὴν νύκτα. Πλημμυρισμένος ἀπὸ τὸ χαροποιὸν φῶς τῆς Ἐλπίδος, πλήρης ἀθανασίας, μέσα σὲ βαθειὰ εἰρήνη καὶ κατάνυξη, προσδοκοῦσε τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἀποχωροῦσε γιὰ τὸν Κύριο. Ἀποθέτοντας τὰ πάντα στὸ ἅγιο θέλημά Του.
* * *
Ξημέρωσε ὁ Θεός, καὶ στρατὸς ἔρχεται νὰ πάρει τὸν γνήσιο φίλο τοῦ Χριστοῦ. Νέο μαρτύριο τοῦ ἑτοιμάζουν. Θὰ τοῦ φορέσουν ἕνα ζευγάρι παπούτσια σιδερένια, γεμάτα μυτερὰ καρφιά, ἀπὸ μέσα. Τὰ πυρώνουν ἴσαμε νὰ πετάξουν σπίθες. Μὲ τὴν βοήθεια λαβίδων τὰ φόρεσαν στὸν Ἅγιο καὶ τὸν πρόσταξαν νὰ πάει τρέχοντας ἕως τὴν φυλακή. Καὶ αὐτοὶ τὸν χλεύαζαν καὶ τὸν περιγελοῦσαν.
Θωρακίζεται μὲ τὸ Ἅγιο Σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ ξεκινάει. Φλεγόμενος τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν του, ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς θείας ἀγάπης Του, τὸ θεῖον καὶ ἐράσμιον Κάλλος, θερμαίνεται ὁ λογισμός του καὶ γίνεται ὅλος πύρινος. Καὶ ὁ μανικὸς ἔρωτάς του, καὶ ὁ πριστήριος πόθος του γιὰ τὸν Χριστό νικοῦσε τὴν φλόγα τῆς σαρκός. Ἔτρεχε καὶ καιγόταν ἀναζητώντας τὸν ἐραστὴ τῆς ψυχῆς του. Καὶ παρηγοροῦσε τὴν ψυχή του ψιθυρίζοντας: Τρέχα Γεώργιε, τρέχα πρὸς Αὐτὸν ποὺ τόσο ποθεῖς καὶ ἀγαπᾶς.
Ἐνῶ ἐκεῖνοι οἱ ἁγιοκτόνοι, σὰν λύκοι τὸν τυραννοῦσαν ἀπὸ κοντὰ μὲ ρόπαλα γιὰ νά τρέχει, ὁ Ἅγιος μὲ δάκρυα παρακαλοῦσε συνεχῶς τὸν Θεό νὰ τοῦ χαρίζει δύναμη καὶ ὐπομονή. Καὶ ἔλεγε: Μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου, ἴσχυσα πρὸς αὐτόν, οἱ θλίβοντές με ἀγαλλιάσονται ἐὰν σαλευθῶ (Ψαλμ. ιβ´ 5). Ἴσχυε γιὰ αὐτὸν τὸ δαυϊτικόν: Πορευόμενοι ἐπορεύοντο καὶ ἔκλαιον βάλλοντες τὰ σπέρματα αὐτῶν· ἐρχόμενοι δὲ ἤξουσιν ἐν ἀγαλλιάσει, αἴροντες τὰ δράγματα αὐτῶν (Ψαλμ. ρκε´ 6). Μόλις ἔφθασε στὴν κατασκότεινη φυλακή, φῶς οὐράνιον τὸν κάλυψε καὶ κατέλαμψε ὅλῳ τῷ φωτὶ τῆς Τριάδος, καὶ φεγγοβόλησε ὁλόκληρο τὸ κελλί. Μιὰ γλυκύτατη εὐωδία ἁπλώθηκε γύρω καὶ μελωδίες ἀγγελικὲς ἔφθαναν ἀπὸ ψηλά. Καὶ τότε ἀκούστηκε ἡ γνώριμη φωνή: Θάρσει Γεώργιε, ὁ διάπυρος ἐμοῦ ἐραστής, μετὰ σοῦ γὰρ εἰμί. Καὶ εἶδε ὀ λαμπρὸς ἀριστεύς, τὴν γλυκύτατη μορφὴ τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ ἄστραφτε σὰν ἥλιος. Ὡς ὄντως ἰερὰ καὶ πολύφωτος, αὕτη ἡ ὑπέρλαμπρὸς νύξ, καὶ φωταυγής. Καὶ ἔσκυψε καὶ τὸν φίλησε γλυκύτατα.
Καὶ ὅταν ὁ Δεσπότης μὲ τὴν πληθὺ τῶν Ἀγγέλων Του, ἀνέβηκε πάλι στοὺς οὐρανούς, καὶ ἔμεινε μόνος ὁ μεγαλώνυος ἀθλητὴς γονατισμένος ταπεινά, δὲν σταμάτησε τὶς εὐχαριστίες, τοὺς ὕμνους καὶ τὶς δοξολογίες. Θαμπωμένος ἀπὸ τὴν ἄφραστον καὶ ξένη δόξα, καὶ κάλλους τὴν εὐμορφίαν.
* * *
Τὴν ἑπομένη πῆραν πάλι τὸν Ἅγιον, καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ καινούργιες ὑποσχέσεις καὶ γλυκόλογα τὸν ρώτησε ἂν μετάνιωσε. Μὰ ὁ Ἅγιος τοῦ λέει: Μὲ βλέπετε νὰ εἶμαι ἐδῶ μπροστά σας τῇ δυνάμει τοῦ μόνου Θεοῦ, ἂν καὶ μὲ βασανίσατε φρικτά. Καὶ μὲ τὴν δική Του ἀντίληψη καὶ βοήθεια περιφρονῶ τελείως τὶς τιμωρίες καὶ τὶς κολάσεις. Διότι ὁ Χριστός, βρίσκεται ἐντός μου, ἔνδον ἐν τῇ καρδίᾳ μου. Ἐσεῖς ὅμως, χωρὶς καμιὰ ἐλπίδα λατρεύεται τὰ εἴδωλα, διότι εἶναι πωρωμένη ἡ ψυχή σας, καὶ τυφλὰ τὰ μάτιά σας.
Θηρίο ἔγινε ὁ διώκτης τύραννος μὲ αὐτὰ τὰ λόγια. Διατάσσει νὰ ξαπλώσουν τὸν Ἅγιο κατὰ γῆς καὶ νὰ τοῦ πληγώνουν τὸ σῶμα μὲ βούνευρα. Μέχρι ποὺ ἀπόκαμαν οἱ δήμιοι παρὰ ὁ θεῖος Γεώργιος! Ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλα φρικτὰ βασανιστήρια ἐπὶ ἡμέρες. Τὸν κρέμασαν, καὶ μὲ χειράγρες ἄρχισαν νὰ καταξέουν τὸ μαρτυρικὸ σῶμά του, ὥσπου νὰ φανοῦν τὰ σωθικά του. Μετὰ τοποθέτησαν στὸ ἁγιασμένο κεφάλι του πυρακτωμένη περικεφαλαία. Αὐτὸς δὲ οὐκ ἐκαίετο καταφλεγόμενος, ἀλλὰ ἔχαιρε δροσιζόμενος. Τοῦ τρύπησαν ἀκόμα τοὺς ἀστραγάλους μὲ τρυπάνια καὶ τὸν ξάπλωσαν σὲ κρεββάτι πυρακτωμένο. Τοῦ ἔχυσαν μολύβι λιωμένο στὸ στόμα. Ὅποιο μαρτύριο τοὺς βάζει στὸ νοῦ ὁ διάβολος, τὸν δοκιμάζουν στὸν μέγιστο καὶ κορυφαῖο ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ὅμως, τόσο γενναῖα στεκόταν, ποὺ οὔτε κἂν στὸ βλέμμα του φάνηκε νὰ λυγίζει. Συνήχθησαν ἐπ᾿ ἐμὲ μάστιγες, καὶ οὐκ ἔγνων –δηλαδή, ἔπεσαν πάνω μου πληγές, μὰ ἐγὼ δὲν τὶς λογάριαζα. Τὸ γλυκύτατο καὶ ἄχραντο πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ θεία χαρά, καὶ ἅγιον φῶς. Καὶ πολλοί, συγκλονίζονται καὶ πιστεύουν στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, βλέποντας αὐτὰ τὰ παράδοξα.
* * *
Ὁ στενὸς φίλος τοῦ Διοκλητιανοῦ, Μαγνέντιος, βλέποντας ὅτι ὁ Γεώργιος δὲν ἀλλάζει γνώμη, θέλησε νὰ πειράξει πνευματικὰ τὸν Ἅγιο καὶ ζήτησε νὰ σταματήσουν τὰ σωματικὰ μαρτύρια. Πλησιάζει τὸν ὁλόφωτο ταξίαρχο καὶ τοῦ λέει: Ἄν θέλεις Γεώργιε νὰ πιστέψουμε στὸν δικό σου Θεό, κάνε μας ἕνα σημεῖο καὶ ἀνάστησε ἕναν ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ποὺ βρίσκονται σὲ αὐτὸν τὸν τάφο, πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια.
Τοῦ τὰ εἶπε αὐτά, διότι νόμιζε ὅτι ἦταν κάτι τὸ ἀδιανόητο καὶ ἀκατόρθωτο. Ἀλλὰ γιὰ τὸν ἁγιώτατο Μάρτυρα ἦταν τόσο ῥάδιον καὶ εὐχερές, ἁπλὸ καὶ εὔκολο, σὰν νὰ ἔλεγε σὲ ἕναν ἀετὸ νὰ πετάξει, ἢ σὲ ἕνα δελφίνι νὰ κολυμπήσει.
Ὁ Γεώργιος ἀποκρίθηκε ὅτι θὰ γίνει καὶ αὐτό, επειδὴ στὸν Θεὸ τὰ πάντα εἶναι δυνατά. Ὅμως δὲν θὰ τὸ κάνει γιὰ αὐτούς, ἐπειδὴ γνωρίζει σὲ τὶ βαθὺ σκοτάδι ἀσέβειας βρίσκονται καὶ δὲν θὰ πιστέψουν. Ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἦσαν συγκεντρωμένοι ἐκεῖ. Νὰ δοῦν, νὰ θαυμάσουν, καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεό.
Γονάτισε ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ μὲ πίστη καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ ταπείνωση. Ὕστερα σηκώνεται, ὑψώνει τὰ χέρια στοὺς οὐρανούς, καὶ κάνει τὴν τελευταία εὐχή. Μὲ τὸ Ἀμήν -ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος καὶ τοῦ καινοῦ τερατουργήματος! Ἀμέσως ἀνασταίνεται ἕνας ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ποὺ εἶχε ζήσει στὴν γῆ, πρὶν νὰ ἔλθει ὁ Χριστός. Ἦταν ἱερέας τῶν εἰδώλων. Πέφτει στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν καταστήσει ἄξιο καὶ τὴν σωτήρια σφραγίδα τοῦ Κυρίου. Ἡ παράδοση ἀκόμα διασώζει σὲ ἕνα παλαιὸ συναξάρι, ὅτι προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος καὶ ἐκεῖ δόπλα του ἀνέβλυσε νερό, καὶ τὸν βάπτισε εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ταραχὴ μεγάλη, καὶ ἀναστάτωση παντοῦ. Καὶ ἀπὸ τὰ χείλη ὅλων ἀκούστηκε μιὰ φωνή, σὰν τροπάρι: Μέγας ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου! Μέγας ὁ Θεός, τῶν χριστιανῶν! Ἁπλοὶ ἄνθρωποι καὶ στρατιωτικοί, μὲ ταπεινὴ καὶ καθαρὴ τὴν καρδιά, πίστεψαν στὸν Χριστό. Καὶ ἄλλους ἀπὸ αὐτοὺς βασάνιζαν καὶ ἄλλους ἔρριχναν στὶς φυλακὲς. Ὁ θρασύς, καὶ σκληρόκαρδος βασιλιάς, ὅλα αὐτὰ τὰ χαρακτήρισε μαγεῖες. Ὤ καρδιά, ἄπιστη καὶ σκληρή, σάν πέτρα! Ὁ ἄπιστος τὰ ὦτα τῆς ψυχῆς του τὰ ἔχει βουλωμένα καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς σφαλισμένους. Δὲν θέλει νὰ δεῖ καὶ νὰ ἀκούσει γιὰ τὴν σωτηρία του. Ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ ὑπερηφάνεια δὲν τὸν ἀφήνουν. Ὅσοι ὅμως εἶναι ταπεινοί, καὶ ἁπλοὶ τῇ καρδίᾳ, ἐπειδὴ δὲν εἶναι πονηροί, δέχονται τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἀξιώνονται νὰ πιστέψουν καὶ νὰ δοῦν νοερῶς τὸν Κύριον. Θέλουν δὲ ἀπολαύσει καὶ θεϊκὰ μυστήρια.
Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ποὺ πίστεψαν ξεχώριζαν ὁ Χριστόφορος, ὁ Θεωνᾶς, ὁ Καισάριος, καὶ ὁ Ἀντώνιος. Ὅλοι, δορυφόροι –σωματοφύλακες- τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ἔρριξαν στὰ πόδια του τὶς ζῶνές τους καὶ ὁμολόγησαν. Τοὺς φυλάκισαν καὶ αὐτούς. Κατόπιν τοὺς βασάνισαν ἄγρια. Τοὺς κρέμασαν, τοὺς ξέσχισαν τὶς σάρκες, τοὺς κατέκαυσαν μὲ λαμπάδες καὶ τοὺς ἔρριξαν στὴν φωτιά. Ἔτσι, παρέδωσαν τὸ πνεῦμά τους στὸν Κύριο. Ἡ Ἐκκλησία μας, τιμᾶ τὴν μνήμη τους, στὶς 20 Ἀπριλίου.
* * *
Ἀλλά, ὁ ἀλάστωρ τύραννος, ἰδὼν τὰ γενόμενα καὶ μανίας ἀκαθέκτου πλησθείς, ζητεῖ ἀπὸ τὸν ξακουστὸ μάγο Ἀθανάσιο νὰ παρασκευάσει τὸ πιὸ δυνατὸ φάρμακο, γιὰ νὰ ἐξοντώσουν μὲ αὐτὸ τὸν Γεώργιο. Ἐπικαλούμενος ὁ μάγος τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ἑτοιμάζει ἕνα ὑγρό. Τὸ δίνει πρῶτα νὰ τὸ δοκιμάσει ἕνας κατάδικος. Ἀμέσως τὰ σπλάγχνα του ἔσπασαν, καὶ ἔβγαζε ἀφροὺς καὶ αἷμα ἀπὸ τὸ στόμα του. Ξεψύχισε σπαράττοντας καὶ μὲ φρικτοὺς πόνους ὁ ταλαίπωρος. Ἀγαλλόμενος ὁ Διοκλητιανός, μὲ αὐτὸ τὸ γεγονός, συγχάρηκε τὸν Ἀθανάσιο, γιατὶ ἐπιτέλους θὰ ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τοῦ βασάνιζε καὶ τοῦ τυραννοῦσε τόσο τὴν ζωή.
Ὁ Ἅγιος ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ σὰν τὸ ἐλάφι τὸ διψασμένο ποὺ τρέχει στὸ νερό, τὸ ἤπιε μὲ πίστη ἁπλή. Σὰν νὰ ἔπινε κάποιο ἡδύποτο. Μέσα του ἀντηχοῦσε ὁ θεῖος λόγος: Κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψῃ. Καὶ ἔμεινε ἀβλαβὴς καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν βάσανο. Ταράσσεται ὁ παμίαρος τύραννος μὲ αὐτὰ ποὺ βλέπουν τὰ μάτιά του. Μὰ πιὸ πολύ, γίνεται ἔξαλλος μὲ τὸ πλῆθος ποὺ κραύγαζε θριαμβικά, ἐνῶ πολλοί, ὁμολογοῦσαν τὴν πίστη τους στὸν Θεό, τοῦ Γεωργίου. Νέες συλλήψεις, νέα μαρτύρια. Ἀκόμα καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ λάμπει ὁ ἥλιος, οἱ κακοί, πορεύονται μέσα στὸ σκοτάδι. Οἱ ἄπιστοι, ἀπὸ πεῖσμα, δὲν σηκώνουν τὰ μάτια πρὸς τὸν Πατέρα τους. Οἱ ψυχές τους εἶναι γεμάτες ὑπερηφάνεια καὶ ἀλαζονεία. Χαμένοι καὶ αὐτοκαταδικασμένοι στὴν ἔρημο τοῦ κόσμου, χωρὶς νερό, χωρὶς ἐλπίδα. Ἄνθρωποι χωρὶς ἀπολογία, διότι τοὺς ἔρριξε φῶς νὰ δοῦν, καὶ αὐτοὶ σφαλίσανε τὰ μάτιά τους. Καὶ τὸ μυστήριο τοῦ φωτισμοῦ τελεῖται ἀνάλογα μὲ τὴν πρόθεση, τὴν διάθεση τῆς ψυχῆς. Τόση ἡ ἔπαρση καὶ τὸ σκοτάδι στὴν ψυχὴ τοῦ τυράννου, ὥστε νὰ γίνει ἴδια μὲ τὴν κατηραμένη ξηρανθεῖσαν συκῆν. Τὴν δύναμη τῆς πίστεως τὴν νιώθουν οἱ ἁπλοί, καθαροί, καὶ ταπεινοὶ τῇ καρδίᾳ. Αὐτοὶ γνωρίζουν τὸν Θεό, γεύονται τὰ θεῖα μυστήρια, καὶ ἔχουν ζωὴ αἰώνιον. Ἐν ἀφελότητι καρδίας γεωργοῦν τὸν σπόρο τῆς ἀληθείας καὶ καρποφοροῦν τὸν καρπὸ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πίστης. Σὲ αὐτούς, ἀνῆκε καὶ ὁ μάγος Ἀθανάσιος, ποὺ πρόθυμα ἐγκατέλειψε τὴν πλάνη του γιὰ νὰ πιστέψῃ στὸν Χριστό. Ζήτησε τὴν συγχώρεση καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου, καὶ εὐτυχὴς θανατώθηκε μὲ ξίφος.
* * *
Ἀπελπισμένος, σχεδὸν τρελλός, ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας, διέταξε νὰ φυλακίσουν πάλι τὸν Γεώργιο, μέχρι νὰ ἀποφασίσει τὶ νὰ πράξει. Εἶχε φθάσει ἡ φήμη τῶν θαυμάτων του σὲ ὅλη τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρα, καὶ κάθε φορά, ποὺ φυλάκιζαν τὸν Ἅγιο, πλῆθος κόσμου συγκεντρώνονταν στὸ κελλί του. Κάθε νύκτα γέμιζαν τὴν φυλακή, δίνοντας μεγάλα δώρα στοὺς δεσμοφύλασκες, καὶ τὴν εὐσεβῆ πίστιν παρ᾿ αὐτοῦ μυσταγωγούμενοι. Καὶ εκεῖνος τοὺς κατηχοῦσε στὴν ἀληθινὴ πίστη, καὶ τοὺς εὐλογοῦσε, μὲ ὅλη τὴν φλόγα καὶ τὸ φῶς τὴς ψυχῆς του. Καὶ ὅλοι ἔτρεχαν μὲ πνευματικὴ λαχτάρα καὶ δίψα, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸν θεῖο λόγο του, νὰ λουστοῦν στὸ φῶς του. Ἀπὸ πάνω του ἔβγαινε μιὰ δύναμη θεϊκή. Κοντά του εἰρήνευαν καὶ γέμιζαν χαρά. Καθὼς ὁ Ἅγιος τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι μόνο ἀγάπη, γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὴν καλωσύνη, τὴν ὑπομονὴ στὶς πίκρες, τὴν εἰρήνη, αὐτοὶ πλημμύριζαν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας καὶ ἐλευθερώνονταν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς πλάνης. Βασανισμένοι καὶ πικραμένοι ἄνοιγαν τὶς καρδιές τους, καὶ δέχονταν τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἔφευγαν ἀναπαυμένοι καὶ παρηγορημένοι καὶ ἐλάμβαναν πνεῦμα δυνάμεως, πνεῦμα εἰρήνης, πνεῦμα χαρᾶς καὶ πίστης, πνεῦμα ἀγάπης. Ἔπειτα τοὺς εὐλογοῦσε καὶ θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς. Εἴτε μὲ τὸ ἄγγιγμά του, εἴτε μὲ μόνο τὸν λόγο του. Ἀνάπηρους, τυφλούς, κωφούς, παράλυτους, πνεύμασιν ἀκαθάρτοις τυραννουμένους. Καὶ ἔγινε ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν πολλή του πίστη καὶ τὸν θεῖο ἔρωτα τῆς καρδιάς του, κατοικία καὶ μονή, τοῦ Χριστοῦ, ὃς τὰς ἀσθενεῖας ἡμῶν ἔλαβε καὶ τὰς νόσους ἡμῶν ἐβάστασε. Καὶ ἔγινε ἡ κατασκότεινη φυλακή, τόπος ἁγιάσματος καὶ δόξης. Κῆπος καὶ παράδεισος πλήρης ὀσμῆς εὐωδίας πνευματικῆς. Ἀγκάλιαζε μὲ μυστικὴ χαρά, τοὺς ταπεινούς, καὶ ἀπελπισμένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀπιστία, καὶ τοὺς μετάγγιζε τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἁγιότητα.
Ἀνάμεσα τους ἦταν καὶ ὁ φτωχὸς γεωργός, Γλυκέριος, ποὺ εἶχε μόνο ἕνα βόδι καὶ τοῦ ψόφησε, ἐκεῖ ποὺ ὅργωνε τὸ χωράφι του. Ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ ἱκέτευε μὲ δάκρυα τὸν Γεώργιο νὰ τὸν βοηθήσει. Στὴν εἰλικρινῆ ὁμολογία του ὅτι πιστεύει στὸν Θεό, ὁ Ἅγιος τὸν προπέμπει λέγοντάς του ὅτι τὸ βόδι του εἶναι ζωντανό. Ὅταν τὸ διεπίστωσε ὁ μακάριος Γλυκέριος, γύρισε πίσω σὰν τὸν λεπρὸ Σμαρείτη γιὰ νὰ εὐχαριστήση τὸν ἰατρὸ λέγοντας: Μέγας ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου! Καὶ ὁ Θεός, δὲν τὸν ἀφήνει πιὰ στὴν φτώχεια, ἀλλὰ τοῦ χαρίζει τὸ ἄφατο τοῦ Παραδείσου πλοῦτο. Στὸ δρόμο γιὰ τὴν φυλακή, καθὼς δόξαζε τὸν Θεό, τὸν συλλαμβάνουν, καὶ χωρὶς καμμιὰ ἐρώτηση τὸν κομμάτιασαν. Φωνὴ δὲ ἀκούστηκε ἐξ οὐρανοῦ: Δεῦρο, ἔλα Γλυκέριε σὲ Ἐμένα, χαίρων, διότι εἶσαι τέλειος ἑνώπιόν μου.
* * *
Ὁ τύραννος, ὅταν ἔμαθε γιὰ τὸν κόσμο ποὺ συνέρρεε στὴν φυλακή, γιὰ νὰ δεῖ τὸν Γεώργιο καὶ νὰ πιστεύει στὸν Χριστό, γιὰ τὶς διδαχές, καὶ τὶς θεοσημεῖες, δὲν τὸ ἄντεξε. Προστάζει καὶ τὸν βασανίζουν μὲ τὰ πιὸ σκληρὰ μαρτύρια. Τὸν ξαπλώνουν πάνω σὲ πυρακτωμένο χάλκινο κρεββάτι καὶ τὸν ραντίζουν μὲ ρητίνη. Ἀλλὰ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ὀδυνῶν αἱ τοῦ Θεοῦ παρακλήσεις τὴν τούτου ψυχήν, εὔφραναν. Ἡ θεία χάρις μετέβαλε τὸ πῦρ εἰς δρόσον. Ἔκθαμβος ἀπὸ τὸ γεγονός, ἀλλὰ καὶ φεμάτος θυμό, ἀναφωνεῖ ὁ βασιλεύς: Ὤ τῆς συμφορᾶς. Πῶς νὰ τὸν θανατώσω ὦ θεοί; Ὁ μιαρός, καὶ θεοστυγής, σοφίζεται καὶ ἄλλα μαρτύρια. Ὁ δὲ μέγας Γεώργιος, ἔπειθε ἄπειρα πλήθη νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνη τους καὶ νὰ προστρέξουν στὴν ἀληθινὴ θεοσέβεια.
* * *
Ἔπειτα ἀπὸ πολλὰ ἀκόμα, δίνει ἐντολὴ νὰ τὸν παρουσιάσουν ἑνώπιόν του. Ἐκείνην τὴν ὥρα ὁ Μαγνέντιος ἔλεγε στὸν Διοκλητιανό, ὅτι τὸ γένος τῶν χριστιανῶν δὲν φαίνεται νὰ πεθαίνει εὔκολα, γιὰ αὐτὸ τοῦ προτείνει νὰ σταματήσει τοὺς διωγμούς, καὶ τὰ μαρτύρια καὶ νὰ χρησιμοποιήσει ἄλλον τρόπο. Νόμιζε ὅτι μὲ τὴν γλυκύτητα καὶ τὶς κολακεῖες θὰ ἔκαμπτε τὸν στερρὸν ἀθλητήν. Καὶ ἐκεῖνος, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸν ἔπαιρναν ἀπὸ τὴν φυλακή ἔψαλλε τοὺς στίχους: Ὁ Θεός, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες, Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί μλοι σπεῦσον... (Ψαλμ. ξθ´ 1). Ὁ τύραννος, μόλις τὸν εἶδε τοῦ εἶπε μὲ γλυκὸ τρόπο ἀλλὰ καὶ μὲ πονηριά: Μὰ τοὺς θεούς, Γεώργιε, ἂν μὲ ἀκούσεις καὶ θυσιάσεις, θὰ λάβεις πολλὰ ἀγαθὰ καὶ πλούτη. Θα σὲ δοξάσω σὲ ὅλη τὴν γῆ μὲ τὸ ὑψηλότερο ἀξίωμα. Λυποῦμαι τὰ νιάτα σου. Γνωρίζω καὶ τὴν εὐγενικὴ καταγωγή σου. Γιὰ αὐτὸ θέλω νὰ ζήσεις εὐτυχισμένος. Καὶ ὁ Γεώργιος: Τώρα καλὰ τὰ λὲς βασιλιά μου. Μακάρι νὰ τὰ ἔλεγες αὐτὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὅμως, μετὰ ἀπὸ τόσα βασανιστήρια, μὲ ποίον τρόπο θὰ πάρω πίσω τὴν προσβολή, καὶ τὴν κακοποίηση ποὺ μοῦ ἔκαμες; Χαρούμενος ὁ τύραννος ποὺ δὲν εἶχε καταλάβει, τοῦ ἀπαντᾶ: Παιδί μου ἀγαπητό, συγχώρεσέ με γιὰ ὅτι κακὸ ἔπραξα. Θεώρησέ με πατέρα σου, καὶ ἔλα νὰ θυσιάσεις. Ἐπειδὴ βλέπω βασιλιά μου τὴν καλή σου διάθεση πρὸς τὸ πρόσωπό μου, λέει ὁ Γεώργιος θὰ σὲ τιμήσω καὶ ἐγὼ ὅπως τὸ ποθεῖς, διότι εἶναι μεγάλη ἀχαριστία νὰ ἀρνηθῶ τὴν φιλία σου. Ποῦ εἶναι οἱ θεοί σου. Ἄς πᾶμε ἐκεῖ. Γεμάτος χαρά, ἀναπήδησε τοῦ θρόνου του λέγοντας: Εὐφραίνεσθε θεοί, ἀγαλλιᾶσθε ἄνθρωποι, δὲχου ὦ Ἀπόλλων μετανοημένον τὸν Γεώργιον. Καὶ διέταξε ὅλους νὰ συγκεντρωθοῦν στὸν ναό, ἐπειδὴ ὁ ξακουστὸς Γεώργιος, θὰ θυσιάσει στὸν Ἀπόλλωνα. Καὶ ὅλοι οἱ Ἕλληνες, μὲ μουσικές, καὶ ἐμβατήρια, ἐπευφημοῦσαν ὡς νικητές, τὸν βασιλιά, καὶ τὸν Ἀπόλλωνα. Ὁ ἐκλεκτὸς ἐραστὴς τοῦ Θεοῦ, σὲ ὅλον τὸν δρόμο προσευχόταν νοερά: Κύριος γινώσκει τοὺς διαλογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων ὅτι εἰσὶ μάταιοι... (Ψαλμ. Ϟγ´ 11), καί: Ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη, καὶ λαοί, ἐμελέτησαν κενά; (Ψαλμ. β´ 1), ὡς καὶ τό: Ἐπὶ σοὶ Κύριε ἤλπισα, μὴ καταισχυνθείην εἰς τὸν αἰῶνα... (Ψαλμ. λ´ 1). Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε σὰν ἥλιος. Καὶ τὸ περπάτημά του ἀρχοντικὸ ἀλλὰ καὶ σεμνό. Ψηλός, καὶ πανέμορφος, μὲ χαρούμενη διάθεση καὶ μειλίχιος. Μέσα σὲ ἐκεῖνο τὸ πλῆθος φάνταζε σὰν Θεός. Τόσο ποὺ πολλοί, σκέφτηκαν μήπως ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόλλων ποὺ κατέβηκε στὴν γῆ. Ἀπόλυτη ἡσυχία ἐπικρατοῦσε. Ὅλων τὰ βλέμματα ἦσαν στραμμένα στὸν Γεώργιο καὶ οἱ ἀνάσσες κομμένες. Μόνο τὰ θυμιάματα ἔκαιγαν ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο καὶ γέμιζαν τὸν τόπο γύρω. Ὁ Ἅγιος πλησιάζει ἀργά, καὶ ἔχοντας τὸ πνεῦμά του ἄνω, ἐνῷ τὸ βλέμμα του κάτω πρὸς τὸ ἄγαλμα, λέει μὲ αὐστηρὴ τὴν φωνή: Σὺ εἶσαι θεός, καὶ σένα πρέπει νὰ προσκυνοῦν οἱ ἄνθρωποι; Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ποὺ κατοικοῦσε ἐκεῖ φοβήθηκε τὸν Γεώργιο καὶ φανέρωσε τὴν ἀλήθεια: Δὲν εἶμαι ἐγὼ θεός, ἀλλὰ καὶ οὔτε καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ κατοικοῦν ἐδῶ. Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἐμεῖς εἴμαστε δαίμονες καὶ παραπλανοῦνται μὲ μᾶς οἱ ἄνθρωποι. Ὁ Ἅγιος τοὺς ἐπιτίμησε ἐπειδὴ ἐξαπατοῦν τοὺς ἀνθρώπους: Πῶς τολμάτε νὰ παραμένετε ἐδῶ, ἀφοῦ μπῆκε ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Καὶ εὐθὺς ἔγινε μεγάλη ταραχή. Ἄγρια βογγητά, φωνὲς ἀπελπισμένες, κλάματα ἀκούστηκαν, λὲς καὶ μούγκριζαν τὰ θηρία τοῦ δάσους. Ἐνῶ οἱ δαίμονες δραπέτευαν, φόβος κυρίευσε τὶς ψυχὲς τῶν παρευρισκομένων. Καὶ ὁ ναὸς νὰ σείεται συθέμελα, καὶ τὰ εἴδωλα νὰ κατακρημνίζονται μόνα τους, δίχως νὰ τὰ πειράξει κανείς. Τὰ συνέτριψαν ὁ λόγος τοῦ μεγάλου Ἁγίου και τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ βασιλιάς, καὶ ἡ συνοδεία του δαιμονίστηκαν ἀπὸ τὴν ντροπή, καὶ τὸν πληγωμένο ἐγωϊσμό τους. Ἀντιθέτως οἱ πιστοί, χαίροντα, καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Θεό. Ἀγριεμένος ὁ Διοκλητιανός, ὑβρίζει σκαιότατα τὸν θεοφόρο Ἅγιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἄφοβος πάντα τοῦ ἐπισημαίνει ὅτι ἔκαμε τὴν θυσία του στὸν Χριστό, γιὰ αὐτὸ καὶ γκρεμίστηκαν οἱ ψεύτικοι θεοί τους, ἀνίκανοι ὄντες νὰ προστατεύσουν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτόν τους.
* * *
Γεμάτη ἀπὸ φόβο Θεοῦ ἡ βασίλισσα Ἀλεξάνδρα, πλησιάζει τὸν σύζυγό της καὶ φωνάζει δυνατά: Ὁ Θεός, τοῦ ἀηττήτου Γεωργίου, ἂς μὲ συγχωρήσει τὴν ἁμαρτωλὴ γιὰ ὅ,τι κακό, ἔκανα μέχρι τώρα ποὺ ζοῦσα στὴν ἁγνοια. Μνήσθητί μου Κύριες τῆς τελευταίας μου μεταβολῆς, καὶ δός μου τόπον πλησίον τοῦ ὑπηρέτη Σου Γεωργίου. Μέγα πλῆθος ἐμψυχωμένο ἀπὸ τὴν πίστι τῆς βασίλισσας Ἀλεξάνδρας, ζήτησε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ πίστεψε σὲ Αὐτόν.
Μπροστὰ σὲ αὐτὰ τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα, μένεα πνέοντες ὁ Διοκλητιανός, μὲ τὸν Μαγνέντιο καὶ τοὺς ἄλλους ἄρχοντες, διέταξε νὰ κρεμασθεῖ ἀπὸ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς της καὶ νὰ ξεσθεῖ. Ἡ Ἀλεξάνδρα, ἀφοῦ εἶχε κατηχηθεῖ ἀπὸ τὸν Γεώργιο, μὲ πίστη βαθειά, στὸν Χριστό, ἄρχισε νὰ προσεύχεται καὶ νὰ δοξάζει νοερῶς τὸ πανάγιον Ὄνομά Του. Ξεομένη, ἀτένιζε μόνον τὸν οὐρανό, δίχως νὰ βγάλει φωνή. Λέει στὸν Μάρτυρα: Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, εὐλόγησέ με σὲ αὐτὸ ποὺ κάνω. Ὁ δὲ γεωργὸς τῆς εὐσεβείας τῆς λέει: Ὑπόμεινον μικρόν, χαίρουσα, καὶ ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἁγία βάσταζε μὲ γενναιότητα. Ὕστερα τὴν ὑποβάλλουν σὲ νέο μαρτύριο, καὶ αὐτὴ μὴ ὑποφέρουσα τὸν πόνο, ρῶτᾶ μὲ ἀνησυχία τὸν Ἅγιο, τί νὰ κάνει ποὺ δὲν ἔλαβε τὸ βάπτισμα καὶ ἂν θὰ ἀνοιθεῖ ἡ θύρα τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ὁ πάνσοφος Μάρτυς τῆς λέει: Πορεύου Ἀλεξάνδρα στὸν Δεσπότη Χριστό καὶ ἔχεις τὸ Θεῖον Βάπτισμα διὰ τῆς πίστεως καὶ τοῦ αἴματός σου. Προσευχόμενη, ἔχοντας τὸν νοῦν της στὸν οὐρανὸ μὲ χαρά, θανατώθηκε μὲ ξίφος.
Κάποιο ἄλλο συναξάρι ἀναφέρει ὄτι, ἀποκαμωμένη καθὼς ἦταν ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία, παρέδωκε τὸ πνεῦμά της, προσευχόμενη μέσα στὴν φυλακή.
Τότε ἡ γλυκύτατη φωνὴ τοῦ Ἁγίου ἁπλώθηκε γύρω: Τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν...; (Ψαλμ. οϚ´ 14). Οἱ ἄρχοντες, ὅταν εἶδαν ὅτι δὲν πέτυχαν τίποτα, οὔτε μὲ τὰ βασανιστήρια οὔτε μὲ τὶς κολακεῖες, καὶ ὅταν ἐξευτελίζονταν καὶ οἱ ἴδιοι καὶ οἱ ψεύτικοι θεοί τους, ἀποφάσισαν μὲ διάταγμα τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἁγίου. Καὶ συζητοῦσαν μεταξύ των: Δὲν βλέπετε ὦ φίλοι ὅλους, μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσα νὰ τρέχουν πίσω ἀπὸ αὐτὸν τὸν πλάνο καὶ ἀπατεώνα; Σὲ ὅλην μου τὴν ζωή, πιὸ φοβερὸ καὶ ἀμείλικτο ἄνδρα δὲν ἔχω δεῖ. Μὲ τόλμη ἔπραξε σὲ ἐμᾶς, ὅσα κανεὶς ἄλλος ἐπὶ τῆς γῆς. Βαθύτατα συγκινημένοι ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς βασίλισσας, οἱ τρεῖς πιστοὶ δοῦλοί της Ἀπολλώ, Ἰσαάκιος καὶ Κορδᾶτος, παρουσιάστηκαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ τὸν ἤλεγξαν γιὰ τὸ κακό, ποὺ τῆς ἔκανε. Αὐτὸς δὲ ὁ παράνομος καὶ θεομάχος διέταξε τὸν μὲν Κορδᾶτο νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν, τὸν δὲ Ἀπολλὼ καὶ Ἰσαάκιο νὰ ρίξουν στὴν φυλακή. Ἐκεῖ παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὸν Θεό, ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν δίψα, καὶ ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τοὺς τρεῖς αὐτοὺς Ἁγίους Μάρτυρες, μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσά τους Ἀλεξάνδρα, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 21 Ἀπριλίου.
* * *
Ὅταν βγῆκε ἡ τελικὴ ἀπόφαση γιὰ τὸν νικηφόρο ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅταν τὴν ἔλαβε ἔψαλλε μὲ χαρά: Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἕργα Σου Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας! (Ψαλμ. ργ´ 25). Τὸ ἄκουσε ἡ ἁγία μητέρα του ὅτι ἐλήφθη ἡ φονικὴ ἀπόφασις καὶ ἀναγαλλίασε ἡ καρδίας της. Ἀτένιζε τὸν οὐρανὸ καὶ ἐδόξαζε μὲ εὐχαριστία τὸν Θεό: Κυρίε ὁ Θεός μου, σὲ εὐχαριστῶ καὶ τώρα ὅπως πάντοτε. Σὲ παρακαλῶ, πρόσδεξαι τὸν ἀγαπημένον μου υἱὸ Γεώργιο, τὸν γνήσιο δοῦλό Σου, ὅπως δέχτηκες τὴν θυσία τοῦ Ἀβραάμ, ὅταν Σοῦ ἔφερε τὸ παιδί του Ἰσαάκ. Πάρε τον στὴν ἐπουράνιο Βασιλεία Σου μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους Σου.
Ἡ θεία Πολυχρονία βρισκόταν διαρκῶς κοντὰ στὸ παιδί της. Καὶ στὴν φυλακή, καὶ στὸν τόπο τῶν μαρτυρίων. Φρόντιζε πάντα γιὰ τὴν ἐνίσχυσή του μὲ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τὸ πέρασε μὲ προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνία καὶ γονυκλίσιες.
Μόλις τελείωσε τὴν προσευχή της, πλησιάζει τὸν πολύαθλο γιό της καὶ τοῦ λέει:
Μακάρια καὶ ἅγια τὰ ἔργα τῆς πίστης σου παιδί μου, γιατὶ μιμήθηκες τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ προσευχήσου γιὰ μένα, ἐπειδὴ θὰ τελειώσω τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου πρὶν ἀπὸ σένα. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ σκληρὸς βασιλιάς, ὅτι ὁμιλεῖ στὸν Ἅγιο, τὴν καλεῖ κοντά του καὶ τὴν ἐρωτᾶ ποιὰ εἶναι. Καὶ αὐτὴ ἡ πανθαύμαστη μὲ ἀνδρεία ἀπαντᾶ: Πολυχρονία μὲ λένε καὶ εἶμαι χριστιανή, ὅπως καὶ ὁ γιός μου Γεώργιος, ποὺ νομίζεις ὅτι τιμωρεῖς, ἐνῶ αὐτὸς στεφανώνεται ἀπὸ τὸν Βασιλέα Χριστό. Ἀγριεμένος ὁ Διοκλητιανός, τὴν κατηγορεῖ: Σὺ τὸν ἐδίδαξες νὰ βρίζει τοὺς μεγάλους θεούς, χωρὶς νὰ προσκυνάει καὶ νὰ θυσιάζει σὲ αὐτούς. Ἡ γενναία ἀθλήτρια εἰρηνικὰ τοῦ λέει: Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ φωτίζουσα πάντα ἄνθρωπο ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμο. Ἐμεῖς βασιλιά, ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ μάθαμε νὰ λατρεύουμε τὸν ἀληθινὸ Θεό καὶ ὄχι τὰ εἴδωλα τῶν δαιμόνων.
Ὁ βασιλιὰς συγκράτησε τὸν θυμό του καὶ λέει στὴν θεοτίμητη Πολυχρονία νὰ σταματήσει τὶς ἀνοησίες καὶ νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς. Ἐὰν ὄχι, θὰ πεθάνει πολὺ πικρά, ὅπως καὶ ὁ μωρὸς γιός της Γεώργιος, ποὺ ὅπως ἀποφασίστηκε, θὰ ἀποκεφαλιστεῖ. Μὰ πάλι ἡ θεόσοφη Πολυχρονία ἀπαντᾶ μὲ σταθερότητα: Ἐγώ, ὅπως σοῦ εἶπα καὶ πρίν, εἶμαι καὶ παραμένω χριστιανή. Δὲν πιστεύω στοὺς δαίμονες, καὶ οὔτε πρόκειται νὰ θυσιάσω στὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ καὶ νὰ βασανίσεις τὸ σῶμά μου, ἐγὼ τὸ προσφέρω θυσία στὸν Θεό μου.
Πολὺ ὀργίστηκε ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ τύραννος καὶ πρόσταξε νὰ τὴν βασανίσουν ἀμέσως. Σὰν ἄγριοι λύκοι οἱ ποταποὶ ὑπηρέτες του ἄρπαξαν τὴν Ἁγία, τὴν τέντωσαν κατὰ γῆς καὶ τὴν ἔδερναν ἀλύπητα μὲ ὠμὰ βούνευρα. Ὅλο της τὸ σῶμα ἔγινε μιὰ πληγή. Ἀλλὰ ἡ γενναιότατη δούλη τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ κατὰ τὴν φύση ἦταν γυναίκα, εἶχε λογισμὸ ἀνδρικό. Εἶχε στραμμένο τὸν νοῦ της στὴν προσευχὴ μὲ θεῖο πόθο καὶ δόξαζε μὲ πολλὴ χαρὰ τὸν Κύριο. Ὅταν οἱ σκληροὶ δήμιοι κουράστηκαν πιά, εἶδαν ὅτι τὸ σῶμά της δὲν ἐσπάραζε, τὴν ἅφησαν γιὰ λίγο. Στὴ συνέχεια τὴν κρέμασαν πάνω σὲ ἕνα ξύλο καὶ τῆς ἔκαμαν ἀκόμα μεγαλύτερα βασανιστήρια. Κατέσχισαν τὶς σάρκες τοῦ ἱεροῦ ἀσκητικοῦ κορμιοῦ της μὲ σιδερένιες χειράγρες, τόσο πολύ, ποὺ φάνηκαν τὰ σπλάγχνα της. Ὕστερα πῆραν ἀναμμένες λαμπάδες, καὶ ἄρχισαν νὰ καίγουν τὶς πληγές της. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἐκείνη ἔμενε ἀσάλευτη στὴν πίστη της, καὶ ἀνδρεία στὸ λογισμό της. Εἶχε μέσα της τὸ θεῖον πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Τὸ γλυκοχάραμα τῆς τελευταίας ἡμέρας πλησίασε μὲ εὐλάβεια, προσκύνησε καὶ ἀσπάστηκε τὶς ἅγιες πληγὲς τῶν μεγάλων μαρτύρων τοῦ Θεοῦ. Τοὺς βρῆκε δοσμένους σὲ μυστικὴ προσευχή, ποὺ ἐκεῖνες τὶς ὧρες ἔγινε πιὸ βαθειά, καὶ πιὸ κατανυκτική. Κάποια στιγμή, ἦλθαν καὶ τὴν πῆραν. Τῆς φόρεσαν μὲ λαβίδες σιδερένια παπούτσια, τόσο πυρακτωμένα ποὺ πέταγαν σπίθες. Ἐκείνη ὅμως ἦταν ἀφοσιωμένη μόνο στὴν προσευχή. Οἱ πόνοι τώρα εἶναι φρικτοί, ἀνελέητοι, ἀλλὰ ἡ ψυχή της γεμάτη ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ νοῦς της ἀνεβασμένος στὸν οὐρανό. Ἕνα θεϊκὸ φῶς ὅλο γλυκύτητα, τὴν κάλυπτε καὶ μιὰ αὔρα μυρωμένη ὡς δρόσος Ἀεμών πλημύρισε τὸ χώρο γύρω. Μὲ τὴν παρηγοριὰ τοῦ Παρακλήτου νικᾶ ὅλους τοὺς πόνους καὶ τὰ μαρτύρια καὶ ἑνώνεται τῷ Παναχράντῳ Σώματι τοῦ Χριστοῦ. Θεώμενα πλέον ἔγιναν τὰ μέλη της, μέλη Χριστοῦ, τὰ φρικτά τε καὶ θεῖα! τὸ πρόσωπό της ἀκτινοβολεῖ ἀπὸ τὴν χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸ βλέμμα της ἀντιφεγγίζει τὴν εἰρήνη τοῦ θείου φωτός. Λὲς καὶ θεᾶται τὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Τόση ἡ ἐρωτικὴ φλόγα, καὶ τὸ θεῖον πύρωμα μέσα της, ὥστε λησμόνησε κόσμο καὶ σάρκα καὶ ὅλα τὰ μάταια πράγματα τοῦ κόσμου! Ἡ θεϊκὴ ἀγάπη καταλάμπει μὲ φῶς ὅλο τὸ εἶναί της. Τέλος, μόνο τὰ χείλη της ψιθυρίζουν μὲ δέος: Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου ἐν εἰρήνῃ. Ἔτσι ἡ ταπεινὴ Μάρτυς λάμπουσα παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή της καὶ κέρδισε τὴν αἰώνια χαρὰ τοῦ Παραδείσου. Τὸ τίμιο λείψανό της τὸ παρέλαβαν κρυφὰ οἱ χριστιανοί, καὶ τὸ ἔθαψαν δοξάζοντας τὸν Θεό.
Ὁ δὲ πανεύφημος καὶ μέγιστος Γεώργιος, πλημμυρισμένος θεία χαρά, γιὰ τὸ ἅγιο τέλος τῆς μητέρας του, δόξαζε ἀδιαλείπτως τὸν Κύριο. Ἀλλὰ ἦλθε ἡ ὥρα νὰ τὸν πάρουν καὶ ἐκεῖνον καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν ὁρισμένο τόπο. Κοντά του ὅλο τὸ ἐνθουσιώδες ἐκεῖνο πλῆθος, μὲ δάκρυα δακρυσμένα, πρὸσμενε νὰ δεῖ τὸ τέλος. Ὁ Ἅγιος ἦταν ἤρεμος, εἰρηνικός, σὰν νὰ πήγαινε σὲ χαρὰ μεγάλη. Ὅμορφος, ψηλός, λυγερός, μὲ χαρακτηριστικὰ ἀγγελικά. Τὰ μαλλιά του σγουρά, καὶ ἐκείνη ἡ δυνατὴ ματιά του ἡ πεντακάθαρη, ἔκρυβε μέσα της μιὰ καρδιὰ μικροῦ παιδιοῦ, γεμάτη ἀθωότητα καὶ ἀγάπη. Τὸ περπάτημά του σεμνό, καὶ συνάμα μεγαλόπρεπο, παλληκαρίσιο. Φάνταξε λές, καὶ φανερώθηκε μονομιᾶς ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ χάρη του ὁλόκληρη!
Τέλος, φθάνουν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ὁ Ἅγιος ζήτησε νὰ τὸν ἀφήσουν λίγο νὰ προσευχηθεῖ. Τοῦ τὸ ἐπέτρεψαν. Καὶ αὐτὸς ὁ μακάριος προσευχήθηκε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιάς του ἔχοντας τὸ θεῖο πρόσωπό του στραμμένο πρὸς τὸν οὐρανό: Δοξασμένος νὰ εἶσαι Κύριε ὁ Θεός μου, πρὸς ὃν κατέφυγον ἐκ νεότητός μου, ἡ ἐλπίδα καὶ τὸ στήριγμά μου σὲ τοῦτον τὸν ἀγῶνα, ὁ θεῖος ἔρωτας τῶν ἁγιασμένων ψυχῶν, ὁ παριδὼν πάντα τὰ ἁμαρτήματά μου. Δέσποτα Θεὲ ἐπουράνιε, ἔπιδε ἐπὶ τῇ ταπεινώσει μου, ἐπάκουσόν μου δέομαι, τῇ ὥρᾳ ταύτῃ, καὶ πρόσδεξαί μου τὴν ψυχὴ ἐν εἰρήνῃ, καὶ συναρίθμησόν με τοῖς ἀγαπηκόσι τὸ ἅγιον Ὄνομά Σου. Συγχώρησον δὲ καὶ τοῖς ἔθνεσιν, ὅσα εἰς ἡμᾶς διεπράξαντο, καὶ φώτισον Κύριε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας αὐτῶν εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τῆς σῆς ἀληθείας ὅτι πάντας θέλεις σωθῆναι. Ἐξαπόστειλον τοῖς ἐπικαλουμένοις σε βοήθειαν ἐξ ὕψους ἁγίου σου, δὸς αὐτοῖς τὸν φόβον σου καὶ τὸν πόθον τῆς εἰς τοὺς ἁγίους σου ἀγάπης, ἵνα τὴν μνήμην αὐτῶν ἐπιτελοῦντες μιμοῦνται τὴν πίστη καὶ ἀγάπην αὐτῶν ὅπως ἂν σὺν αὐτοῖς καταξιωθέντες τῆς ἐπουρανίου ζωῆς δοξάζωσί σου τὴν πολλὴν ἀγαθότητα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἔτι δὲ πρόσχες εἰς τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου καὶ παράσχου μοι τὴν αἴτησιν ταύτην, ἵνα πᾶς ἄνθρωπος ἐπικαλούμενος ἐν ἀνάγκαις, ἐν θλίψει, ἐν κινδύνῳ, ἐν πάσῃ ἀσθενείᾳ, ἐν λιμῷ, ἐν δικαστηρίῳ, ἐν φυλακῇ, ἐν κόσμῳ, ἐν πειρασμῷ, ἐν δυχερείαις πραγμάτων, τὴν βοήθειαν ἐμοῦ τοῦ δούλου Σου Γεωργίου... ῥῦσαι αὐτὸν Δέσποτα ἀπὸ πάσης θλίψεως καὶ ἀνάγκης. Σύντριψον τὸν σατανᾶν ἐν τάχει ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. Χάρισαι δὲ αὐτῷ πᾶν αἴτημα, ὅτι δεδοξασμένος εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Ἀφοῦ ἔκαμε μὲ εὐλάβεια τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ γονάτισε καὶ παρακάλεσε τὸν σπεκουλάτορα νὰ ἐκτελέσει τὴν βασιλικὴ διαταγή. Ὕψωσε τότε ἐκεῖνος τὸ σπαθί, καὶ ἔκοψε τὴν τιμία καὶ ἁγία κεφαλὴ τοῦ Γεωργίου, καθὼς ὁ ἴδιος τόσο ποθοῦσε. Καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τῶν χριστιανῶν ἔτρεξε πάνω στὸ ζεστὸ κορμί, μὲ θεῖο πόθο καὶ λαχτάρα, καὶ ἄλλοι μάζευαν ἀπὸ τὸ αἶμά του, ἄλλοι μόνο τὸ ἄγγιζαν καὶ δόξαζαν τὸν Θεό, ἄλλοι ξέσχιζαν μιὰ λωρίδα ἀπὸ τὰ ἱμάτιά του, καὶ ἄλλοι ἀσπάζονταν τὸ ἅγιο λείψανο! Ἀλλὰ οἱ στρατιῶτες τοὺς κτυποῦσαν καὶ τοὺς ἔδιωχναν!
Κρυφὰ σήκωσαν οἱ χριστιανοὶ τὸ πάντιμο λείψανό του καὶ τὸ ἔθαψαν μαζὶ μὲ αὐτὸ τῆς πανένδοξης μητέρας του Πολυχρονίας, σὲ τόπο ἐπίσημο. Ἦταν ἡμέρα Παρασκευή, 23 Ἀπριλίου, τοῦ ἔτους 303 μ.Χ. Κατὰ δὲ τὸν ὑπολογισμὸ τοῦ ἱστορικοῦ Εὐσεβίου, καὶ σύμφωνα μὲ τὸ μακεδονικὸ μηνολόγιο, ἀντιστοιχοῦσε στὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου τοῦ Πάσχα. Ἀναφέρεται ἀκόμα ὅτι ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Ἁγίου, Πασικράτης, ἐκτελώντας τὴν ἐπιθυμία τοῦ κυρίου του, παρέλαβε τὸ ἅγιο λείψανό του μαζὶ μὲ αὐτὸ τῆς μητέρας του, καὶ τὰ μετέφερε στὴν μητρικὴ γῆ, στὴν Λύδδα τῆς Παλαιστίνης.
Μετὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου, ἀποφυλάκισαν ὅλους τοὺς ἐκεῖ δέσμιους χριστιανούς, καὶ ἂν δὲν θυσίαζαν στὰ εἴδωλα, μὲ βασιλικὴ διαταγὴ τοὺς βασάνιζαν καὶ τοὺς θανάτωναν. Ἀνάμεσά τους ἦταν καὶ ὁ Εὐσέβιος, ὁ Νέων, ὁ Λεόντιος, ὁ Λογγῖνος καὶ ἄλλοι τέσσαρες μαζί, ποὺ τοὺς βασάνιζαν σκληρά, ἐπειδὴ ἔμεναν ἀκλόνητοι στὴν πίστη τους. Τοὺς ἔδεσαν, τοὺς χτύπησαν ἀφόρητα καὶ μετὰ τοὺς κρέμασαν καὶ ξέσχισαν τὸ σῶμά τους. Τέλος, τοὺς ἀποκεφάλισαν μὲ ξίφος. Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν στὶς 24 Ἀπριλίου καὶ εὐφραίνονται κοντὰ στὸν Δεσπότη Χριστό, ποὺ εἶπε: Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται. Καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θαυματουργοῦν σὲ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν στὴν χάρη τους.
* * *
Ὅταν ἔλαμψε ἡ εὐσέβεια στὸν κόσμο καὶ βασίλευσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἡ Ἁγία Ἑλένη ἡ μητέρα του, πῆγε μὲ πόθο ἱερὸ στοὺς Ἁγίους Τόπους. Μεγάλη ἦταν ἡ ἐπιθυμία της νὰ βρεῖ τὸν Τίμιο Σταυρὸ τοῦ Κυρίου καὶ νὰ κτίσει τὰ πανάγια προσκυνήματα. Πῆγε καὶ στὴν Λύδδα γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος καὶ Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Ἀπὸ μεγάλη εὐσέβεια καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Ἅγιον, ἔκτισε μεγαλοπρεπὴ καὶ ὡραιότατο ναὸ πρὸς τιμήν του. Ὅταν τελείωσε ὁ ναός, ὁ τότε ἀρχιερεύς, μὲ τὴν παρουσία κλήρου καὶ λαοῦ, ἀνεκόμισε τὸ σεπτὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου καθὼς πιθανότατα καὶ τῆς μητέρας του. Ἀλλά, τὶ θαῦμα μέγα! Βρῆκαν τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἀνέπαφο, ἄφθαρτο, ὁλόκληρο, μέσα σὲ μιὰ δυνατὴ καὶ ἄρρητη εὐωδία, ἐνῶ ἀπὸ τὸν τάφο ἀναπηδοῦσε μιὰ θεία λάμψη. Ρίγος ἱερὸ διαπέρασε τοὺς πιστούς, καὶ τὰ μάτια πλημύρισαν ἀπὸ δάκρυα πνευματικῆς ἀγαλλιάσεως. Ὅλοι σταυροκοπήθηκαν καὶ γονάτισαν νὰ προσκυνήσουν, δοξάζοντας τὸν Κύριο καὶ τὸν Ἅγιό Του. Κατάνυξη, πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἱερὴ συγκίνηση κατέκλυσε τὶς καρδιὲς ὅλων. Χέρια τίμια σήκωσαν εὐλαβικὰ τὸ εὐωδιάζον λείψανο μὲ ὕμνους καὶ δοξολογίες μὲ θυμιάματα καὶ φωτοχυσίες. Τὸ σεπτὸ σκήνωμα τοῦ Τροπαιοφόρου ἔλαμψε σὰν ἥλιος πάνω ἀπὸ τοὺς πιστούς. Ὁ οὐρανὸς τῆς Λύδδας λαμπύρισε. Φῶς ἱλαρόν, ἁγίας δόξης κατηύγασε ὁλόκληρη τὴν κτίση. Οἱ καρδιὲς τῶν ἐραστῶν τοῦ θείου Γεωργίου ἐμφοροῦνται τῆς αὐτοῦ ἀγάπης καὶ τοῦ κάλλους καὶ ἡδονῆς καὶ γλυκασμοῦ ἐπίπλανται τοῦ θείου, μετέχοντες τῆς δόξης, ἐν χαρᾷ πνευματικῇ, εὐφροσύνῃ τε ὑπερκοσμίῳ καὶ ἀγαλλιάματι. Ὅλα ἁγίασαν αὐτὴ τὴν ὥρα, καὶ ὅλοι γέμισαν μὲ παρηγοριά, μὲ τὸν Ἅγιο ποὺ θὰ τοὺς ἀποσκέπαζε ἀπὸ ἐδῶ καὶ μπρός.
Καὶ τοποθέτησαν τὸν πολύτιμο αὐτὸ θησαυρό, κατὼ ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, μέσα σὲ πολύτιμη θήκη, καὶ ἔκαναν τὰ ἐγκαίνια τοῦ μεγαλοπρεποῦς ναοῦ μὲ αὐτὴ τὴν κατάθεση τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἑορτάζομεν κατὰ παράδοση τὴν 3η Νοεμβρίου. Τὸ σεπτὸν σκήνωμα τοῦ Ἁγίου ἔμεινε ἀκέραιο καὶ εὐωδιάζον γιὰ πολλὰ χρόνια, ὡς μυροθήκη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πάμπολλα ἀπὸ τότε καὶ παράδοξα θαύματα καὶ ἰάσεις γίνονται στοὺς πιστούς ποὺ προσκυνοῦν καὶ ἐπικαλοῦνται τὸν Ἅγιο μὲ πίστη καὶ ἀγάπη. Τὸ ὄνομά του ἔγινε πασίγνωστο καὶ ἡ χάρις τῶν θαυμάτων του ἔφθασε ἴσαμε τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Καὶ ἔγινε ὁ ἁγιόλευκος καὶ ὑπερθαύμαστος Μάρτυς μέγας καὶ κοινὸς ἐυεργέτης πάντων τῶν Χριστιανῶν, καὶ πάσης τῆς οἰκουμένης. Ριζότομος τῆς δαιμόνων θρησκείας, καὶ φυτοκόμος τῆς τῆς Τριάδος λατρείας. Καὶ ἡ ἀγάπη του φθάνει πλούσια καὶ ἀπρόσκλητη παντοῦ, καὶ ἐκεῖ ἀκόμα ποὺ δὲν ὑπάρχει χριστιανός.
Ὁ σεβάσμιος γέροντας Ἰωσήφ, τὸν ὀνομάζει Τροπαιοφόρο τῆς Ἀγάπης, καὶ γράφει: Ἡ ἀγάπη του... εἶναι τόσο μεγάλη... ποὺ ἀγκάλιασε τὴν Εκκλησία, τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων στὰ τετραπέρατα τῆς οἰκουμένης. Τόση ἦταν ἡ ἀγάπη τῶν πιστῶν, ποὺ σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τοῦ κόσμου ἤθελαν νὰ ἔχουν κάτι δικό του. Τὰ ταξίδια βεβαίως ἦταν δύσκολα γιὰ νὰ πηγαίνουν συχνὰ στὸν τάφο του. Μετὰ ἀπὸ χρόνια, τὸ ἅγιο λείψανό του διαλύθηκε. Κύριος οἶδε πῶς, καὶ ἔτσι διαοιράστηκαν σὲ ὅλο τὸν κόσμο τμήματα τῶν λειψάνων του πρὸς εὐλογία καὶ ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν.
Ἐκεῖνος, ποὺ ὡραῖος ἐκ τοῦ Τάφου ἀνέτειλε, μᾶς ἄφησε νὰ καταλάβουμε ὡς ὄντως γλυκύκαρπον φυτὸν καρδιοτρόφον, πῶς μποροῦμε νὰ γευθοῦμε τὴν ἄκτιστη ὡραιότητα, τὸ θεῖον καὶ ἀΐδιον κάλλος...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ´.
Οἱ ἐπωνυμίες τοῦ Ἁγίου.
Ὑπάρχει συνήθεια νὰ δίνουμε διάφορα ἐπωνύμια στοὺς Ἁγίους μας, ἀπὸ εὐλάβεια ἢ ἀπὸ κάποιο θαῦμα, ἢ καὶ ἀπὸ ἄλλη αἰτία. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ὑπερέχει πάντων τῶν Ἁγίων στὰ ἐπωνύμια ποὺ Τῆς ἔδωσαν οἱ πιστοί. Ἐδῶ ἀνθολογήσαμε καὶ παραθέτουμε κάποια ἐπωνύμια τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀπὸ διαφόρους τόπους.
Στὸ Ὄφι τοῦ Πόντου, παλαιὰ ἔλεγαν τὸν Ἅγιο Ἁέρις. Ἐπίσης στὸν Πόντο, οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔλεγαν Ἁὲρτς ὁ Ζαντών, δηλαδὴ Ἅγιος Γεώργιος ὁ τρελλός, γιατὶ τοὺς τιμωροῦσε ἀφαιρώντας τους τὰ μυαλά. Στὴν Θράκη τὸν ὀνόμαζαν Ἀράπη ἤ Ἀρακλειανό (Ἡρακλειανό), ἐπειδὴ θαυματουργὴ εἰκόνα του βρισκόνταν στὴν Ἡράκλεια τῆς Προποντίδος. Ἀράπη δὲ γιὰ τὸν λόγο ὅτι ὁ Ἅγιος παρουσιάζεται μαῦρος σὲ αὐτὴν τὴν εἰκόνα, ποὺ εἶναι ἀνάγλυφη ἀπὸ μαύρη πέτρα, ἤ ἀπὸ σκληρὸ ξύλο. Στὸ Θησεῖο, ἔλεγαν τὸν Ἅϊ-Γιώργη Ἀκαμάτη, ἐπειδὴ οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐπέτρεπαν νὰ τελεῖται στὴν ἐκκλησία του Θεία Λειτουργία παρὰ μόνον στὴν ἑορτή του, τὴν 23 Ἀπριλίου.
Οἱ παλαιότεροι συνήθιζαν νὰ τὸν προσφωνοῦν Ἀφέντη Ἅϊ-Γιώργη. Στὴν Καστοριὰ κυρίως, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα μέρη, εἶναι γνωστὸς ὥς Ἅϊ-Γιώργης ὁ Γοργός. Καὶ τοῦτο γιατὶ εἶναι πολὺ ταχὺς Ἅγιος στὴν βοήθεια αὐτῶν ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται, ὅπως λέγουν καὶ τὰ τροπάριά του: ἡ ταχυτάτη βοήθεια, ἡ ταχεῖα ἐπίσκεψις, ταχινὲ προστάτα. Στὴν Κρήτη εἶναι πολὺ γνωστὸς ὁ Ἅϊ-Γιώργης ὁ Διασορίτης καὶ σχετίζεται ἴσως μὲ τὴν λατρεία τοῦ Δία (Διός-ἱεροῦ). Μιὰ ἄλλη ἐπωνυμία εἶναι Δυσουρίτης, θεραπεύει δηλαδὴ τὴν δυσουρία. Τοιχογραφία τοῦ Ἅϊ-Γιώργη τοῦ Δυσουρίτη ὑπάρχει στὴν Μονὴ Ξενοφῶντος.
Στὴν Ἴμβρο ἔχουμε τον Ἅϊ-Γιώργη τὸν Ζοῦρο, ἐπειδὴ θεραπεύει τὴν ζοῦρα, τὴν φυματίωση, τὸν μαρασμό, σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀφήνουν στὸ ἐκκλησάκι του τὰ ρακή τους.
Συνηθισμένα ἐπωνύμια εἶναι ακόμα Θαυματουργός, Τροπαιοφόρος, Μέγας ἢ Μεγάλος. Τὸν ὀνόμασαν ἔτσι ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ κάνει σὲ ὅποιον μὲ πίστη τὸν ἐπικαλεῖται. Ἐπίσης, ἐπειδὴ ἔστησε πολλὰ τρόπαια, δηλαδὴ νίκες καὶ θριάμβους στὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ὡς ἀξιωματικός. Ἀλλὰ κυρίως στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅπου θριάμβευσε ἐναντίον τοῦ κακοῦ καὶ νίκησε τὸν διάβολο. Καὶ Μέγας ἐπειδὴ θεωρεῖται ὁ μεγαλύτερος καὶ κορυφαῖος τῶν ἀθλητῶν καὶ Μαρτύρων.
Στὴν Κάσο ὀνομάζεται Ἅϊ-Καλλάρης, ἐνῶ ἀλλοῦ Ἅϊ-Καβαλάρης, ἐπειδὴ εἶναι ἔφιππος Ἅγιος. Ἄλλοι τὸν προσφωνοῦν Ἅϊ-Γιώργη Καππαδόκη, τὸπο καταγωγῆς του καὶ πατρίδα τοῦ πατέρα του. Καλεῖται ἀκόμα καὶ Παλαιστίνιος, ἀπὸ τὸ τοπο καταγωγῆς τῆς μητέρας του.
Στὴν πολη τῆς Χίου καὶ στὴ θέση Λίμνη ὑπάρχει ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Καταδότη. Ἐκεῖ συγκεντρώθηκαν οἱ χριστιανοὶ νὰ συννενοηθοῦν γιὰ τὴν ἐπανάσταση κατὰ τῶν Γενουατῶν. Κάποιος ὅμως τοὺς κατέδωσε καὶ ἐσφάγησαν ὅλοι.
Στὴν Πρίγκηπο ὀνομάζεται Κουδουνᾶς, καὶ τοῦτο διότι στὴν εἰκόνα του ἀπεικονίζονται κουδούνια, σύμβολα τῆς παραφροσύνης, τὴν ὁποίαν ὅλοι πιστεύουν ὅτι θεραπεύει. Ἐκεῖ ἂν θέλουν νὰ ποῦν γιὰ κάποιο ὅτι δὲν εἶναι καλά, λένε: αὐτὸς εἶναι γιὰ τὸν Κουδουνᾶ.
Τὴν γιορτή του, 3 Νοεμβρίου, τὴν ὀνομάζουν· τοῦ Κρασᾶ, ἢ τοῦ Μεθυστῆ, ἐπειδὴ προφανῶς τὴν ἡμέρα αὐτὴ γινόταν τὸ ἄνοιγμα τῶν νέων κρασιῶν.
Στὴν Κύπρο λέγεται Ἅϊ-Γιώργης τοῦ Σπόρου, ἤ ἀλλοῦ τοῦ Σποράρη, γιατὶ ἀπὸ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀρχίζει ἡ σπορὰ τῶν δημητριακῶν ἀπὸ τοὺς γεωργούς.
Στὰ Ψωμαθιὰ τῆς Πόλης ὑπάρχει ναὸς τοῦ Ἁγίου, στὸν αὐλόγυρο τοῦ ὁποίου παλιὰ ἦταν ἕνα μεγάλο κυπαρίσσι ποὺ κάηκε τὸ 1782. Ἀπὸ αὐτὸ ἔλεγαν τὸν Ἅγιο Κυπαρισσᾶ. Τὸ 1883 καὶ αὐτὸ γιὰ τὴν ἱστορία, ὁ Πατριάρχης Κωνστάντιος φύτεψε ἕνα νέο κυπαρίσσι.
Σὲ πολλὲς περιοχὲς ὁ Ἅγιος θεωρεῖται προστάτης τῶν ψαράδων καὶ συχνὰ τὸν παρακαλοῦν νὰ τοὺς βοηθήσει στὴν ψαριά. Καὶ ὅταν δὲν πάει καλὰ ἡ ψαριά, τὸν λένε Παξιμαδοκλέφτη.
Σὲ ἕνα χωριὸ τῆς Μεσσηνίας τὰ Γιαννιτσά, κοντὰ στὸ ναό του φαίνονται ἴχνη ἀπὸ πέταλα, ποὺ ὅλοι πιστεύουν πῶς εἶναι τοῦ ἀλόγου του, καὶ γιὰ αὐτὸ τὸν λένε Πεταλωτῆ.
Σὲ διάφορες περιοχὲς τὸν καλοῦν Ἅη-Στρατηγό, γιὰ τὸ ἀξίωμα φαίνεται ποὺ εἶχε. Στὴν Κρήτη ὅταν κάποτε ἔκτιζαν ἕνα ναό του, μερικοὶ πῆγαν νὰ ψαρέψουν γιὰ νὰ ταίσουν τοὺς ἐργάτες. Καὶ ἔπιασαν τόσα πολλὰ ψάρια ποὺ ὀνόμασαν καὶ τὴν ἐκκλησία του· τοῦ Ἅϊ-Γιώργη τοῦ Ψαροπιάστη.
Στὸ Ἅγιο Ὄρος ὑπάρχει κελλὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Φανερωμένου. Πρόκειται γιὰ ἕνα κελλὶ ἀπομακρυσμένο ἀπὸ τὶς Καρυές. Πρὶν ἀπὸ 200 τόσα χρόνια, μία νύκτα, πήγαν ληστὲς μὲ σκοπὸ νὰ κλέψουν τὰ δυὸ γεροντάκια ποὺ ἔμεναν ἐκεῖ. Τοὺς ἄνοιξε μὲ καλωσύνη ἕνας νέος καὶ τοὺς πῆγε στὸ ἀρχονταρίκι, ἴσαμε νὰ φωνάξει τὸν Γέροντα. Περίμεναν γιὰ πολὺ οἱ κλέφτες καὶ ἀφοῦ δὲν εἶδαν κανέναν εἶπαν νὰ ἀρχίσουν τὴν ληστεία. Ἀλλὰ τότε κατάλαβαν ὅτι ἦταν ἀοράτως δεμένοι. Ἀπὸ τὶς φωνές, σηκώθηκαν οἱ Γέροντες καὶ τοὺς εἶδαν. Ὅταν ἔμαθαν τί συνέβη, ἔφεραν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ οἱ ληστὲς ἀναγνώρισαν τὸ παλληκάρι ποὺ τοὺς ἄνοιξε. Καὶ ἀμέσως μετανοημένοι ἔπεσαν καὶ προσκύνησαν τὸν Ἅγιο. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς πῆγε καὶ ἀσκήτεψε τὰ Καρούλια, ὅπου καὶ ἔκτισε τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ θαῦμα, τὸ κελλὶ πῆρε τὸ ὄνομα: Ἅγιος Γεώργιος Φανερωμένος.
Πολλὲς φορὲς δίνουν στὸν Ἅγιο τὸ ὄνομα τοῦ κτήτορος τοῦ ναοῦ, π. χ. ὁ Ἅϊ-Γιώργης ὁ Μαχαιρᾶς, ἢ ὁ Ἅϊ-Γιώργης ὁ Τραχύς· καὶ οἱ δύο αὐτοὶ ναοὶ βρίσκονται στὴν Νάξο. Καὶ ὁ μὲν ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἀνήκει στὴν οἰκογένεια τῶν Μαχαιράδων, ὁ δὲ ἄλλος σὲ κάποιον ὀνόματι Τραχύ. Στὴν Πόλη ὑπάρχει ὁ Ἅϊ-Γιώργης ὁ Ἀγριδιανός (Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοὶ Πίνακες, Κωνσταντινούπολις 1885-90, σελ. 551), ἐνῶ στὴν Χίο τὸν καλοῦν Πεζόστρατο ἢ Κητοκτόνο (Γ. Σωτηρίου, Βυζαντινὰ μνημεῖα Κύπρου, Ἀθήνα 1935, πίν. 103).
Κατὰ τόπους ἔχουν δώσει στὸν Ἅγιό μας πολλὲς ἐπωνυμίες. Ἀπὸ αὐτὲς ἀναφέραμε ἐνδεικτικὰ λίγες μόνον ἐδῶ.
Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy
Βίος καὶ Μαρτύριον τῶν Ἁγίων Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου
καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Πολυχρονίας.
α´
Ἡ πανύμνητος ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρός μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ ἐπὶ γῆς παρουσία καὶ βασιλεία Του ἔλαμπε ἤδη σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, τὴν ἐποχὴ τῆς πανίσχυρης ρωμαϊκῆς κυριαρχίας . Ἠ κυριαρχία της ἁπλωνόνταν σὲ ὅλο σχεδὸν τὸν τότε γνωστὸ κόσμο. Τὸ θεῖο ὅμως καὶ σωτήριο κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ μὲν τοὺς Ἰουδαίους ἦταν σκάνδαλο, γιὰ δὲ τοὺς ἐθνικοὺς μωρία. Γι᾿ αὐτό, τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν πλάνην καὶ τὴν ἀσέβειαν, ἐδίωξαν, μὲ μῖσος καὶ μανία, τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ.
Σκληροὶ Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες αἱματοκύλησαν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Στὰ μαρτυρικὰ καὶ ματωμένα αὐτὰ χρόνια βασίλευσε ὁ ἄγριος καὶ αἱμοβόρος Διοκλητιανός (284-305). Σκληροί, ἐπίσης, ἦταν καὶ οἱ συνάρχοντές του Αὔγουστος, Μαξιμιανὸς Αὐρήλιος (293-305), καθὼς καὶ ὁ γαμπρός του Καῖσαρ Γαλέριος Μαξιμιανός. Ἀκόμα ὁ Μαξέντιος καὶ ὁ Μαξιμίνος. Ἡ βασιλεία τοῦ Διοκλητιανοῦ ἔμεινε στὴν ἱστορία, γιὰ τοὺς φοβεροὺς διωγμούς της ὡς ἡ «ἐποχὴ τῶν Μαρτύρων».
* * *
Αὐτοὺς τοὺς χρόνους ζῆ ἕνας Ἕλληνας συγκλητικός, στρατηλάτης στὸ ἀξίωμα, ὁ Γερόντιος. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἀπὸ πλούσια καὶ ἐπίσημη γενιά.
Σὲ κάποιο παλιὸ χειρόγραφο ἀναφέρεται ὅτι γεννήθηκε στὴν Σεβαστούπολη τῆς Μικρῆς Ἀρμενίας. Ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ κάθε μέρα προσευχόταν στοὺς ψεύτικους θεούς, μὲ σπονδές, θυμιάματα καὶ θυσίες. Ἡ σύζυγός του ὀνομαζόταν Πολυχρονία καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν γνωστὴ Λύδδα (Διόσπολη) τῆς Παλαιστίνης. Ἀπὸ φημισμένο καὶ ἀρχοντικὸ γένος καὶ ἐκείνη. Οἱ γονεῖς της εἶχαν βαθειὰ καὶ μεγάλη εὐσέβεια. Ἦταν γυναίκα σεμνή, καὶ γενναία. Στολισμένη μὲ ἐκείνη τὴν ἐσωτερικὴ καὶ πνευματικὴ σοφία. Ἔλαμπε ἡ ψυχή της ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη στὸν Χριστό. Ἀλλὰ καὶ ἡ φυσικὴ ὡραιότητα τὴν ἔκανε πανέμορφη σὲ ὅλα. Ἦταν πλημμυρισμένη ἀπὸ σωφροσύνη, καλοσύνη καὶ γλυκύτητα. Ἀπ᾿ ὅλα πιὸ πολὺ αὐτὴ ἡ ἀγγελόψυχη ἀγαποῦσε μὲ θεῖον ἔρωτα τὴν προσευχή, καὶ τὴν ταπείνωση. Ὁ χρόνος της κυλοῦσε ἀνάμεσα στὴν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καὶ στὴν δοξολογία, τοὺς ὕμνους καὶ τὴν εὐχαριστία. Ἔτρεφε τὴν ψυχής μελετώντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ τὸ ἱερὸ Ψαλτήρι, «ἡμέραν καὶ νύκτα». Τὴ δὲ ζωή της, ρύθμιζε σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Κυρίου. Πῶς νὰ μὴ λάμψει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ μέσα της; Πῶς νὰ μὴ χαριτωθεῖ; Ἔτσι σιγὰ-σιγά, ἀξιώνεται πνευματικῶν δωρεῶν καὶ θείων χαρισμάτων.
Τὶς προσευχές, καὶ τὶς ἀγρυπνίες της ἡ μακαρία Πολυχρονία, τὶς συνόδευε μὲ ἐγκράτεια καὶ νηστεία. Ἔτσι, ἀποσπασμένος ὁ νοῦς της ἀπὸ τὴν γῆ, ὑψωνόταν στὸν οὐρανὸν καὶ βυθιζόταν στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Καὶ καταυγαζόταν ἀπὸ τὸ θεῖον φῶς, καὶ γινόταν δοχεῖο τοῦ Παρακλήτου. «Εἰρήνη πολλὴ τοῖς ἀγαπῶσι τὸν νόμον Σου». (Ψαλμ. ΡΙΗ´ 118, 165).
* * *
Ἔτσι ἦταν οἱ χριστιανοὶ ἐκείνων τῶν χρόνων. Ταπεινοί, εἰρηνικοί. Εὐλογημένοι ἄνθρωποι. Προσεύχονταν μὲ κατάνυξη. Μελετοῦσαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐργάζονταν τίμια, μὲ ὑπομονὴ καὶ προσευχή. Ἐκείνους τοὺς πονεμένους χρόνους, ἡ ταπείνωση ἦταν τὸ κόσμημά τους. Καὶ ἡ ψυχή τους, «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ», καθαριζόταν ἀπὸ τοὺς διωγμούς, καὶ τὰ μαρτύρια.
Μετέδιδαν τὴν χάρη καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ σὲ ὅσους τοὺς πλησίαζαν. Καὶ γεύονταν οἱ ψυχές τους, τὴν δικιά τους οὐράνια γλυκύτητα, καὶ μποροῦσαν μὲ μιὰ ἁπλότητα νὰ στέκονται ἐκεῖ ποὺ αὐτοὶ βρίσκονταν παντοτινά, στὸν Παράδεισο, κοντὰ στὸν Χριστόν, στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
* * *
Ἡ θεία Πολυχρονία ζοῦσε ὡς «πάροικος καὶ παρεπίδημος» σὲ αὐτὴ τὴν γῆ. Ὁ νοῦς της ἦταν ὑψωμένος στὴν οὐράνια ζωή, καὶ τὰ μέλλοντα ἀγαθά. Ψυχὴ ἀδάμαστη, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ, ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ σκληρότητα ποὺ μᾶς περιβάλλει, ὅλα μέσα στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ γίνονται εἰρηνικά, γαλήνια καὶ χαρούμενα. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, πραότης, γλυκύτητα, καὶ διδάσκει τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, καὶ γιὰ τὸ πλησίον. Ἔτσι μεταμόρφωνε «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» τὸν γύρω χῶρό της, καὶ στὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον τοῦ συζύγου της ἄφηνε νὰ διαχέεται ἡ πάντερπνος ὀσμὴ τῆς πνευματικῆς εὐωδίας. Πίστη ζωντανή, καὶ ἁγιότητα ἀληθινή!
* * *
Τὸ 280 μ. Χ. περίπου γεννᾶται ὁ Γεώργιος. Ἡ θεοτίμητη Πολυχρονία καὶ ὁ Γερόντιος γέμισαν ἀπὸ χαρά, καὶ εὐφροσύνη. Γεννήθηκε, πιθανώτατα, στὴν εὐλογημένη μητρικὴ γῆ, τὴν Λύδδα, καὶ ἔπειτα μετοίκησαν στὴν Καππαδοκία. Ἀπὸ τὶς πρῶτες μέρες τῆς ζωῆς του φάνηκε ὅτι ἦταν «ἡγιασμένος ἐκ κοιλίας μητρός». Μιὰ ἐξαιρετικὴ θεία ἐπιστασία καὶ σημεῖα διάφορα συνόδευαν αὐτὸ τὸ παιδί, ἀπὸ τὴν τρυφερή του ἠλικία. Ἀρχαῖο κείμενο ἀναφέρει, ὅτι ἕνας ἐνάρετος καὶ ἅγιος ἰερωμένος προεῖπε στὴν μητέρα του γιὰ τὴν ἁγία του γέννηση. Τῆς μίλησε γιὰ τὴν εἰδικὴ χάρη καὶ τὴν εὐλογία, ποὺ θὰ εἶχε ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ γιὰ τὴν δόξα ποὺ θὰ τὸν περιέβαλλε. Μέγα καύχημα τῆς Ἐκκλησίας στοὺς αἰῶνες! Τῆς ὑπέδειξε ἀκόμα καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ ὄνομά του, τὸ συμβολικό, Γεώργιος.
Ἡ Ἁγία Πολυχρονία μεγάλωνε κρυφὰ τὸν γιό της «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Τοῦ μετέδιδε τὴν θέρμη τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστό, καθὼς καὶ τὴν βαθειὰ εὐλάβειά της. Μὲ τὴν ἁγία ζωή της καὶ τὸ παράδειγμά της, μὲ τὴν προσευχή, καὶ τὴν ἀκλόνητη πίστη της, εὐλαβικά, μὲ φόβο Θεοῦ ἔσπερνε τὸν θεῖο σπόρο στὴν καθαρὴ καρδιὰ τοῦ μικροῦ Γεωργίου. Τοῦ μιλοῦσε κρυφά, καὶ μυστικά, γιὰ τὸν Κύριο. Τὸν παιδαγωγοῦσε μὲ τὸν διακριτικό τρόπο της καὶ τὶς θαυμαστὲς διηγήσεις, μὲ τὰ ἡρωϊκὰ κατορθώματα τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἀσκητῶν.
Φρόντισε ἀπὸ μικρὸν ἀκόμα, νὰ τοῦ δώσει τὸ ἅγιον Βάπτισμα, σὲ ἕνα μοναστήρι μὲ ἐπίσκοπο καὶ ἱερεῖς, ὅπως ἀναφέρεται σὲ ἱερὸ κείμενο. Ἡ καταυγασμένη ἀπὸ τὸ θεῖον φῶς μορφὴ τῆς Πολυχρονίας, φώτιζε τὸν ἀληθινὸ δρόμο τοῦ μικροῦ Γεωργίου πρὸς τὸν Θεό. Ἔβλεπε, πού, ὁ νοῦς καὶ ὁ λογισμός της ἦταν γυρισμένος συνέχεια στὸ Θεό, καὶ στὴν αἰωνιότητα, ἔβλεπε τὴν ἀσκητικότητα, τὴν πίστη καὶ κάθε ἀρετὴ πάνω της, καὶ ἐκεῖνος, μιμούμενος τὸ ἅγιον παράδειγμά της, τὴν ἀντέγραφε σὲ ὅλα. Ἀγαποῦσε τὶς ἱερὲς συνάξεις καὶ ἔτρεφε τὴν ψυχή του ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, μὲ φόβο Θεοῦ, ταπείνωση καὶ πολλὴ κατάνυξη. Συμπονοῦσε ὅπως καὶ ἡ μητέρα του, τοὺς ἀναγκεμένους, τοὺς πονεμένους καὶ καταφρονεμένους.
Ἀπὸ τὸν πατέρα του Γερόντιο, ἔμαθε νὰ ἀγαπᾶ τὶς γενναῖες πράξεις τῶν πολεμιστῶν. Αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ ἀκολουθήσει τὴν στρατιωτικὴ τέχνη.
* * *
Στὴν κατάλληλη ἡλικία, ὁ Γεώργιος κατατάχθηκε στὸν ρωμαϊκὸ στρατό. Ἐκεῖ θὰ διαπρέψει μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν γενναιότητά του. Ἔγινε περιζήτητος, καὶ ὅλοι τὸ θεωροῦσαν τιμή τους νὰ βρίσκονται κοντά του. Νὰ μιλοῦν μαζί του. Ἦταν περίπου τὸ 299. Οἱ Ρωμαῖοι μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Γαλέριο Μαξιμιανό, Καίσαρα καὶ γαμπρὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, κηρύττουν τὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ βασιλέως Ναρσῆ τῆς Περσίας. Θιγμένος ὁ Καῖσαρ, ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἦττά του, ζητᾶ νὰ πάρει πίσω τὰ χαμένα ἐδάφη καὶ τὴν τιμή του.
Στὸν ρωμαϊκὸ στρατό, διακρίνεται γιὰ τὴν τόλμη καὶ τὸν ἡρωϊσμό του ὁ νεαρὸς Γεώργιος, λαμβάνοντας καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ τριβούνου. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τὴν μητρικὴ εὐλογία, πέτυχε λαμπρὲς νίκες. Στὴν ἡλικία μόλις τῶν 18 χρονῶν, γοητευμένος ἀπὸ τὴν ἀνδρεία του καὶ τὴν ἀρετή του, ὁ Διοκλητιανὸς τὸν ἔκαμε Δούκα (διοικητή) μὲ τὸν τίτλο τοῦ Κόμητα στὸ τάγμα τῶν Ἀνικιώρων τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς: «πολλάκις πρότερον μεγαλοπρεπῶς διαπρέψας τοῦ τῶν σχολῶν μετὰ ταῦτα πρώτου τάγματος κόμης κατ᾿ ἐκλογὴν προεβλήθη».
* * *
Ὑπερήφανος γιὰ αὐτὲς τὶς διακρίσεις καὶ τὶς τιμὲς στὸν γιό του ὁ Γερόντιος τὸν παρακαλεῖ νὰ μεταβοῦν στὸν ναὸ τῶν θεῶν καὶ νὰ τοὺς προσφέρουν θυσίες καὶ θυμιάματα. Ἔπρεπε νὰ τοὺς εὐχαριστήσουν ποὺ τοὺς ἔκαμαν τόσο μεγάλες τιμές, σὲ τέτοια ἡλικία.
Ὁ Γερόντιος δὲν γνώριζε ὅτι ὁ γιός του Γεώργιος ἦταν χριστιανός. Ἔτσι σὲ αὐτὰ τὰ πατρικὰ λόγια, ἐκεῖνος ὑπομειδίασε καὶ σὰν νὰ στέναξε λιγάκι, τοῦ λέει: Δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω στὸν ναὸ τῶν θεῶν σου, γιατὶ εἶναι πλάνη νὰ θυσιάζεις σὲ πελεκητὲς πέτρες. Δὲν εἶναι αὐτοὶ οἱ θεοί, ποὺ ἔκαναν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ. Αὐτὰ εἶναι εἴδωλα δαιμόνων, ποὺ χάνονται καὶ τὰ ἴδια, καὶ ὅσοι πιστεύουν σὲ αὐτά. Ἄκου τὶ λέει ἡ Ἁγία Γραφή, γιὰ αὐτά· Τοὺς μιλᾶς καὶ δὲν σὲ ἀκοῦνε. Τοὺς γνέφεις καὶ δὲν σὲ βλέπουν. Πέφτουν κάτω καὶ δὲν σηκώνονται. Πῶς μποροῦν ἔτσι νὰ βοηθήσουν ἄλλους; Ἄν θέλεις, ἄκουσέ με, πατέρα μου. Ἐγὼ γνώρισα τὸν ἀληθινὸ Θεό, μέσα ἀπὸ τὶς ἁγίες Γραφές, καὶ αὐτὸν προσκυνῶ καὶ δοξάζω, ποὺ ἔκαμε τὸν οὐρανὸ καὶ ἐμᾶς καὶ ὅλη τὴν γῆ. Ἔλα νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ νὰ ζήσουμε τὴν αἰώνια ζωή, καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, θὰ μᾶς σώσει, γιατὶ ἀγαπᾶ ὅλους ὅσοι ἐλπίζουν σὲ Αὐτόν. Ἄκου καὶ τοῦτο· Ὁ Παῦλος, ποὺ ἦταν κάποτε διώκτης τῆς Ἐκκλησίας, ἄφησε τοὺς διωγμούς, καὶ ἔγινε διδάσκαλος, ὅταν ἦλθε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ πάνω του. Καὶ συμβούλευε τὰ καλὰ ἔργα καὶ ἀγαθά, γιατὶ πίστεψε βαθιὰ καὶ ἀγάπησε τὸν Ἰησοῦ Χριστό...
Ὅταν ἡ μητέρα του Πολυχρονία ἄκουσε αὐτὰ τὰ σοφὰ λόγια ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ παιδιοῦ της, ἔνιωσε μιὰ ἀνεκλάλητη χαρά, καὶ εὐφροσύνη. Καὶ μὲ καρδιὰ ἀγαλλόμενη δόξασε τὸν Θεό. Ὁ Γερόντιος δέ, ὁ πατέρας του, μὲ μεγάλη λύπη στρέφεται πρὸς τὸν Γεώργιο καὶ τοῦ λέει: Ἀλίμονο γλυκό μου παιδί, ποιὸς σὲ δίδαξε αὐτὲς τὶς τρέλες; Δὲν γνωρίζεις ὅτι ἡ θρησκεία τῶν χριστιανῶν εἶναι μιὰ ἀνοησία; Καὶ οἱ θεοὶ θὰ ὀργισθοῦν ποὺ τοὺς ὑβρίζεις, καὶ γρήγορα θὰ σὲ οδηγήσουν στὴν καταστροφή, καὶ τὸν θάνατο. Ἔλα λοιπόν, παιδί μου ἀγαπημένο, καὶ πρόσφερέ τους θυσία.
Ὁ Γερόντιος ἦταν εἰδωλολάτρης, ἀλλὰ κατὰ βάθος ἦταν θεοφοβούμενος καὶ ἄκακος ἄνθρωπος. Ἡ μακαρία σύζυγός του Πολυχρονία προσευχόταν μὲ πίστη θερμή, στὸν Κύριο, νὰ τὸν ὁδηγήσει καὶ αὐτὸν στὴν χαρὰ τῆς θεογνωσίας. Νὰ μὴν πεθάνει μέσα στὴν πλάνη, καὶ χάσει τὴν ψυχή του.
Τὸν ἴδιο πόνο εἶχε γιὰ τὸν πατέρα του καὶ ὁ Γεώργιος, καὶ προσευχόταν καὶ ἐκεῖνος μὲ πίστη νὰ λάμψει τὸ φῶς τῆς ἀληθείας στὴν καρδιά του. « Ὁ Θεός, θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι, καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Ἐπίσης καί: πολλὰ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη».
Τὴν ἴδια νύκτα, φανερώνεται ὁ Χριστὸς ἐν ὀπτασίᾳ στὸν Γερόντιο. Γιὰ νὰ δείξει τὴν ἄφατη εὐσπλαγχνία καὶ ἀγαθότητά Του, καὶ νὰ ἐπιστρέψει τὸν Γερόντιο στὴν ἀληθινὴ πίστη, διὰ προφάσεως, τὸν βασανίζει μὲ ἕναν πολὺ ὑψηλὸ πυρετό. Φωνάζει τὸν Γεώργιο καὶ τοῦ λέγει: Παιδί μου, ἀληθινὴ εἶναι ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν, καὶ ὁ Θεός του μεγάλος καὶ φοβερός. Γιὰ αυτὸ πήγαινε γρήγορα παιδί μου, καὶ ψάξε νὰ βρεῖς μερικοὺς χριστιανούς, νὰ ρθοῦν νὰ παρακαλέσουν, γιὰ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὴν βάσανο αὐτή, γιατὶ πολὺ ὑποφέρω
Ὁ Γεώργιος καὶ ἡ μητέρα του Πολυχρονία, ὕψωσαν τὰ μάτια στὸ οὐρανὸ καὶ δόξασαν τὸν Κύριο γιὰ τὸ μεγάλο τοῦτο θαῦμα. Τὸν εὐχαρίστησαν θερμὰ γιὰ τὸ ἔλεος ποὺ δείχνει σ᾿ αὐτοῦς ποὺ τὸν ἀγαποῦν, ποὺ ὁδήγησε κοντά Του, σὰν τὸν ἄσωτο υἱό, αὐτὸν ποὺ ἴσαμε τώρα ἦταν μακριά Του. Καὶ στρέφεται εὐτυχισμένος ὁ γιὸς πρὸς τὸ πατέρα, λέγοντάς του: Πατέρα μου, ἂν τώρα πιστέψεις στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ πᾶς κοντά Του, ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου τότε, ὄχι μόνο ἀπὸ ἀυτὴν τὴν δοκιμασία θὰ θεραπευτεῖς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου θὰ λυτρωθεῖς, καὶ θὰ ἀξιωθεῖς τῆς αἰωνίου ζωῆς. Γιατὶ, ὁ ἴδιος λέει: Δεῦτε, καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ (Ἡσ. α´ 18). Καὶ ὁ Γερόντιος μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς του φωνάζει: Πιστεύω στὸν Θεὸ ποὺ μοῦ φανερώθηκε αὐτὴν τὴν νύκτα, καὶ μοῦ φώτισε τὴν ψυχή.
Μιὰ μυστικὴ καὶ οὐράνια χαρά, γέμισε μάνα καὶ γιό. Καὶ ἄστραφτε ὁ Γεώργιος πηγαίνοντας γρήγορα σὲ ἕνα κοντινὸ μοναστήρι νὰ φέρει τοὺς εὐλαβεῖς ἱερεῖς ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐβαπτίσθη καὶ αὐτός, γιὰ τὸ βάπτισμα καὶ τὴν θεραπεία τοῦ πατέρα του. Ἦλθαν ἐκεῖνοι, διάβασαν εὐχές, προσευχήθηκαν καὶ ἔπεσε ὁ ὑψηλὸς πυρετός. Τὸν κατήχησαν, καὶ στὴν συνέχεια τὸν βάπτισαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐλευθερωμένος ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς πλάνης καὶ τῆς εἰδωλολατρίας, νιώθει τώρα νὰ τὸν καλύπτει μιὰ ὑπερκόσμια ἀγαλλίαση καὶ γλυκύτητα, καὶ μιὰ ἀνείπωτη χαρά. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σκήνωσε ἐντός του καὶ κατηύγασε τὴν καρδιά του μὲ φῶς καὶ τὸν πλήρωσε ἀπὸ τὴν ἄρρητη εὐωδία Του. Τοῦ ἀποκαλύφθηκε ὁ Χριστός, ἐπειδὴ ἦταν ταπεινός, καὶ ἄκακος. Πλημμυρισμένος εἰρήνη κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καὶ ἔνιωσε ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν. Ἡ πίστη του στηρίχθηκε στὸν Χριστό, ὄχι σὲ λόγια ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλ᾿ ἐν ὑποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμει (Α´ Κορ. β´ 4).
Ζώντας τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ παρηγορημένος ἀπὸ αὐτήν, ὁ Γερόντιος πορεύθηκε εἰρηνικῶς πρὸς τὸν θάνατον μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες καὶ κηδεύτηκε μὲ εὐχὲς καὶ ὑμνῳδίες, κατὰ τὴν ἀποστολικὴ πράξη.
Ὅπως ἀναφέρει κάποιο παλαιὸ κείμενο, ὁ Γεώργιος φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, γκρέμισε τὰ χρυσὰ καὶ ἀργυρὰ εἴδωλα τοῦ πατέρα του, καὶ μοίρασε τὰ πολύτιμα πετράδια, τὸ χρυσό, καὶ τὸ ἀσήμι, στὶς χῆρες, τὰ ὀρφανὰ καὶ τοὺς πτωχούς.
Ἕνας Ἕλληνας σχολαστικός, ὀνόματι Σιλβανός, τὸν κατήγγειλε γιὰ αὐτὸ στὸν δούκα Βαρδάνιο. Ἐκεῖνος τὸν κάλεσε σὲ ἀπολογία, ἀλλὰ ἀναγκάστηκε νὰ τὸν ἀφήσει ἐλεύθερο, ἐπειδὴ εἶχε πολλὲς διοικητικὲς ὑποχρεώσεις. Ἦταν καὶ κατώτερος στὸν βαθμό, καὶ ἔτσι ἁπλὰ τοῦ συνέστησε σύνεση καὶ ὑπακοὴ στοὺς αὐτοκρατορικοὺς νόμους, γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ συμφέρον του. Ὁ δὲ τοῦ Χριστοῦ γνήσιος δοῦλος τοῦ ἀπαντά: Γιὰ τὸ συμφέρον μου θὰ μερινήσει ὁ Κύριος.
* * *
Ὁ θεῖος Γεώργιος, μὲ τὶς νίκες, τὴν ἀνδρεία του τὴ μεγάλη, καὶ τὴν σπάνια ἀρετή του, ἀπέκτησε φήμη τρανή, καὶ ἀνέβηκε γρήγορα στὰ ἀνώτατα στρατιωτικὰ ἀξιώματα. Ὅμως, πέρα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐξωτερικά, ἦταν στολισμένος μὲ τὶς ἄφθαρτες ἀρετές. Ἡ σύνεση καὶ ἡ θεϊκὴ σοφία του, δὲν ἦταν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Πάνω του εἶχε μιὰ ταπείνωση. Ἦταν δίκαιος, εὐγενὴς καὶ εὐπροσήγορος. Ἀλλὰ μέσα του ἔλαμπε περισσότερο ἡ θερμὴ πίστη του καὶ ἡ μεγάλη καὶ δυνατὴ ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ζοῦσε ζωὴ ἀσκητικὴ καὶ ἁγία, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Πολυχρονία. Ἐκείνη, ἐλεύθερη πιά, ἦταν ὁλότελα δοσμένη στὸν Χριστό. Ἀσκοῦνταν στὴν προσευχή, καὶ στὰ ἀγαθὰ ἔργα. Ἐλεήμων στὸ ἔπακρον, μοίραζε ἄφθονα τὰ πλούτη της. Ἡ ἀγάπη της ἦταν ἀπεριόριστη. Τοὺς ἀγκάλιαζε ὅλους σὰν ἀληθινὴ μητέρα. Τὴν χαρά, καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε μέσα της, τὴν μετέδιδε πλούσια σὲ ὅσους τὴν πλησίαζαν. Γύρω της, ὅλα ἦταν ἕνας Παράδεισος, γιατὶ ἐσκόρπιζε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ ἀγάπη σοφία γλυκύτητα καὶ ἀνδροπεπῆ τρυφερότητα. Ἔτσι φανερώνονταν ὅλα τὰ πνευματικά, καὶ ψυχικὰ χαρίσματα, μὲ τὰ ὁποῖα τὴν εἶχε προικίσει ὁ Θεός.
Παρακολουθοῦσε μὲ μητρικὴ ἀγάπη τὴν λύπη τοῦ καθενὸς ποὺ τὴν πλησίαζε. Πήγαιναν κοντά της πὼς πάντα θὰ τοὺς ἔνιωθε. Ὅλους τοὺς παρηγοροῦσε. Δὲν ἀπόπαιρνε ποτὲ κανέναν. Καὶ ἄς ἦταν εἰδωλολάτρης ἢ ἀλλόφυλος. Πτωχός, ἢ πλούσιος. Δοῦλος ἢ ἐλεύθερος. Καὶ τοὺς δέχονταν μὲ μεγάλη καλωσύνη καὶ πολλὴ στοργή, καὶ τοὺς ἀνέπαυε. Κανεὶς δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸ σπίτι της μὲ ἄδεια τὰ χέρια καὶ τὴν καρδιά, χωρὶς ἐλπίδα καὶ παρηγοριά.
Ἡ συζήτηση μαζί της ἦταν ἰδιαίτερα ψυχοφελής. Ὁ λόγος της θέρμαινε καὶ τὶς πιὸ ψυχρὲς καρδιές, τὶς ἀπάλυνε, τὶς φώτιζε πνευματικά, τὶς στήριζε μὲ τὴν ἁγία ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Ἦταν τὸ ἀσφαλὲς καταφύγιο καὶ τὸ στήριγμα τῶν θλιβομένων καὶ ἀπελπισμένων, ἡ ἀναύπασις δὲ ὅλων τῶν κοπιώντων καὶ πεφορτισμένων ἀδελφῶν. Ἡ καρδιά της εἶχε γίνει ναὸς τοῦ Κυρίου καὶ ὁ νοῦς της θρόνος Του. Μὲ ταπείνωση εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα καὶ ἔτσι ζοῦσε μὲ τὸν Θεό. Τὰ πλούσιά της αὐτὰ χαρίσματα τὰ εἶχε κληροδοτήσει στὸν γιό της Γεώργιο. Ἔτσι πορευόταν, ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν, ζώντας μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Τὸ 302 ὁ Καῖσαρ Γαλέριος ξανακτύπησε τὸν Ναρσῆ τῆς Περσίας, μὲ σκοπὸ νὰ ἐπανακτήσει ὅ,τι εἶχε χάσει. Ὁ ἔνδοξος Γεώργιος καὶ πάλι πρῶτος, δίπλα στὸν Καίσαρα καὶ τοὺς ἀρχιστρατήγους του, σύμβουλος καὶ βοηθὸς πολύτιμος. Γεμάτος δύναμη, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς μητέρας του, πολεμοῦσε ἀτρόμητα καὶ κέρδιζε νέες νίκες καὶ δόξες.
Ὁ στρατηλάτης Γεώργιος ἀναδεικνύεται ὁ ἐνδοξότερος καὶ περισσότερο ἀγαπημένος στρατηγὸς τοῦ αὐτοκράτορος, καθὼς καὶ τοῦ στρατεύματος καὶ τοῦ λαοῦ ὁλοκλήρου. Αὐτὸς ὅμως παραμένει ἁπλὸς καὶ ταπεινός, στερεωμένος στὸν Χριστό. Μακριὰ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὸν ἐγωϊσμό. Τὸν διακρίνει ἡ ταπεινὴ σοφία, δώρημα τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν πιὸ πολύ, ἀπὸ κάθε τι ἄλλο στὸν κόσμο.
* * *
Πέρασε λίγο καιρός, ἀπὸ τὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Περσῶν. Ὁ Διοκλητιανός, πιεζόμενος ἀπὸ τὸν γαμπρό του Γαλέριο, συγκαλεῖ συμβούλιο στὴν ἕδρα του, στὴν Νικομήδεια, στὶς 24 Φεβρουαρίου τοῦ 303, μὲ εἰδικὸ διάταγμα. Κάλεσε ὅλους τοὺς μεγιστάνες, τοὺς ἄρχοντες καὶ τοὺς ἀξιωματικούς του, μαζὶ καὶ τὸν συνάρχοντά του Μαξιμιανὸ Αὐρήλιο, τὸν Μαγνέντιο καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους. Τοὺς συγκέντρωσε ἐκεῖ σὰν σὲ πραιτώριο μὲ τὸν Καϊάφα, γιὰ νὰ ἀποφασίσουν μὲ ποιὸν τρόπο θὰ πολεμήσουν τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Ἔστειλε ἀκόμα γράμμα σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία, συνιστώντας τὴν προσκύνηση τῶν εἰδώλων καὶ ἀπειλώντας μὲ σκληρὲς τιμωρίες αὐτοὺς ποὺ δὲν θὰ ὑπακούσουν.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος, μέσα ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν ταραχή, προβλέπει τί θὰ ἀκολουθήσει. Ἔτσι μοιράζει τὰ χρήματά του στοὺς πένητες, τοὺς δυστυχισμένους καὶ ἀναγκεμένους ἀδελφούς. Κανονίζει ἐπίσης μὲ τὴν μητέρα του νὰ περιέλθει ὅλη ἡ περιουσία του στὴν ἐκκλησία, καὶ ὅπου ὑπῆρχε ἀνάγκη.
Ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν ὅλοι, κάθησαν φοβισμένοι γιὰ τὸ συμβούλιο. Τὸν λόγο ἔλαβε πρῶτος ὁ Διοκλητιανός, ποὺ ἀφοῦ ὕμνησε τοὺς ψεύτικους θεούς, προέτρεψε ὅλους νὰ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα. Συνέστησε δέ, νὰ βασανίζουν τοὺς χριστιανοὺς μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο. Ὅλοι μὲ προθυμία δέχτηκαν τὶς διαταγὲς τοῦ αὐτοκράτορος. Ἀλλὰ σὲ αὐτὸ τὸ πηκτὸ σκοτάδι τῆς πλάνης ὁ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς Γεώργιος, ἀκτινοβολοῦσε σὰν ἥλιος λαμπρός. Καὶ φώτιζε ὅλους γύρω του, μὲ τὴν σοφία καὶ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε μέσα του πλούσια. Βλέποντας τὸν Θεὸ νὰ περιφρονεῖται καὶ τοὺς δαίμονες νὰ τιμῶνται, ζῆλος θεοσέβειας κατάκαψε τὴν ψυχή του.
Θυμήθηκε τότε τὰ λόγια τοῦ Δαβίδ: Εἶδον ἀσυνετοῦντες καὶ ἐξετηκόμην, ὅτι τὰ λόγια σου οὐκ ἐφυλάξαντο (Ψαλμ. ριη´ 158). Ἔλυωνε σὰν ἔβλεπε ἀνθρώπους χωρὶς σύνεση νὰ περιφρονοῦν τὸν Θεό, ἤ νὰ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὰ θεῖα λόγιά Του. Προσεύχονταν γιὰ αὐτούς, καὶ στὸν νοῦ του ἔφερνε λόγια ἀπὸ τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο, καὶ ἔτσι ἐστερέωνε τὴν καρδιά του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ συλλογίζοταν, ὅτι ὁ νυμφώνας εἶναι ἕτοιμος, ὅπως καὶ ὁ δεῖπνος. Σὰν νὰ ἀκούει τὸν ἴδιο τὸν Κύριο νὰ τοῦ λέει: Νὰ μὴ φοβᾶσαι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ σκοτώνουν τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴν ψυχή, δὲν μποροῦν νὰ τὴν βλάψουν σὲ τίποτε. Καὶ ἀκόμα: Ὅποιος μὲ ὁμολογήσει μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸν καὶ ἐγὼ θὰ ὁμολογήσω μπροστὰ στὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς. Συλλογιζόταν: Γεώργιε, μὴ ἀργοπορεῖς. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι τώρα ἐδώ. Ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ φθαρτά, καὶ τὰ γήϊνα, εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὰν τὸ ἄνθος ποὺ μαραίνεται. Κὰνε λίγο ὑπομονή, καὶ μετὰ θὰ ἀγάλλεσαι εὐτυχισμένος μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους! Αὐτὰ ἔλεγε μέσα του ὁ μακάριος, καὶ στήριζε τὸν λογισμό του, περιφρονώντας κάθε βάσανο καὶ κάθε ἀπειλή, μαζὶ καὶ τὸν θυμὸ τοῦ βασιλέως.
* * *
Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ συνεδρίαζε ἡ σύγκλητος, καὶ ὅλοι οἱ μεγιστάνες μὲ τὸν αὐτοκράτορα, σηκώνεται ὁ ἀληθινὸς στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος μὲ θάρρος καὶ ἀντρειώσυνη περισσὴ γιὰ νὰ ὑπερασπιστεὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Στηλιτεύει τοὺς μάταιους διαλογισμούς τους καὶ τὶς σκοτισμένες καὶ ἀσύνετες καρδιές τους, χαρακτηρίζοντας τὴν συναγωγή, ὡς πονηρά, καὶ ἀσεβῆ. Τοὺς καλεῖ νὰ ἀρνηθοῦν τοὺς θεούς τους, τὰ ξέπνοα εἴδωλα τῶν ἀκαθάρτων δαιμόνων, καὶ τοὺς καλεῖ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ φωτισθοῦν ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς, καὶ νὰ ζήσουν ἐλεύθεροι σὰν καὶ αὐτόν. Ἄστραφτε σὰν Ἄγγελος καθὼς μιλούσε παλληκαρίσια καὶ θαρρετά, δίχως φόβο κανένα. Τὸ πρόσωπό του ἦταν ἤρεμο καὶ διάχυτο ἀπὸ μιὰ ἀλλόκοτη οὐράνια χαρά.
Ὁ Μαγνέντιος, κοιτώντας τον καλά, τὸν ἐρωτᾶ: Ποιός εἶσαι ἐσὺ ποὺ στέκεις μὲ τόση τόλμη σὲ αὐτὸ τὸ φοβερὸ βῆμα; Πῶς σὲ λένε; Καὶ ἐκεῖνος, ἤρεμα καὶ μὲ εὐθύτητα τοῦ ἀπαντᾶ: Τὸ πρῶτο καὶ τιμημένο μου ὄνομα εἶναι χριστιανός. Τὸ ἄλλο μου ὄνομα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἤθελε ὁ Θεός, εἶναι Γεώργιος. Καὶ συνέχισε νὰ κηρύττει τὸν ἀληθινὸ Θεό, στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ Διοκλητιανός, παρατηροῦσε ἐπὶ ὥρα τὴν ἀρρενωπὴ ὀμορφιὰ καὶ τὴν γλυκύτητα τῆς μορφῆς τοῦ Γεωργίου. Τὸ ἄνθος τῆς νεότητος, τὴν κορμοστασιά. Τὸν εἶχε συμπαθήσει ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή. Γοητευμένος θαύμαζε τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν παλληκαριά του. Τὴν εὐγενικὴ ἀρχοντιά του καὶ τὴν καθαρότητα τῶν ματιῶν του, ποὺ ἀντιφέγγιζε κάτι ἄγνωστο καὶ πρωτόγνωρο γιὰ αὐτόν. Τώρα, μὲ ἠρεμία καὶ καταδεκτικότητα, προσπαθεῖ νὰ τὸν πείσει νὰ θυσιάσει στοὺς ψεύτικους θεούς. Τοῦ μιλεῖ γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν φρόνηση ποὺ ἐπέδειξε μέχρι σήμερα. Γιὰ τὶς τιμὲς ποὺ ἔλαβε, καὶ γιὰ πιὸ μεγάλες ἀκόμα, ποὺ θὰ λάβει ἂν προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Καὶ ὁ Γεώργιος τοῦ ἀπαντᾶ μὲ λόγια ποὺ τὰ βάζει στὸ στόμα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: Καὶ οἱ τιμές σου, καὶ οἱ ἀτιμίες σου βασιλιᾶ, γιὰ μένα εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα. Γιατὶ ὅλα σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο εἶναι φθαρτά, καὶ πρόσκαιρα. Ὑπάρχει ὅμως ἕνας ἄλλος κόσμος, ἄφθαρτος, ἀληθινός, αἰώνιος. Ἔλάτε καὶ σεῖς νὰ καταυγασθεῖτε ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Νὰ γνωρίσετε τὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖτε. Ὁ Διοκλητιανός, ἔκανε πὼς δὲν τὸν συνερίστηκε, καὶ μὲ γλυκόλογα τὸν παρακαλεῖ νὰ λυπηθεῖ τὴν νεότητα καὶ τὴν ὀμορφιά του, καὶ νὰ μὴν χαραμίσει τὴν ζωή του, τώρα ποὺ εἶναι τόσο εὐχάριστη. Ἀλλὰ ὁ πολυθαύμαστος Γεώργιος τοῦ λέει: Ὄχι βασιλιᾶ, αὐτὸ ποὺ νομίζεις δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ χαρά, καὶ ἀγαλλίαση. Καὶ δι᾿ αὐτοῦ ἐμεῖς κερδίζουμε τὴν αἰώνια ζωή, καὶ τὴν ἀΐδιον μακαριότητα, ἃ ὀφθαλμὸς οὐ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη –δηλαδή, ὅπου μάτι δὲν τὰ εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν τὰ ἄκουσε, καὶ ποὺ δὲν τὰ ἔνιωσε ἡ καρδιὰ κανενός ἀνθρώπου. Ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεός, γιὰ ὅσους πιστέψουν στὰ λόγια Του καὶ τὸν ἀγαπήσουνε.
Οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου ἔμοιαζαν ὅπως λέει καὶ ὁ Δαβίδ, πότε μὲ βολίδες, καὶ πότε ἦσαν ἁπαλοὶ ὑπὲρ ἔλαιον. Φρύαξε ὁ Διοκλητιανός, ἀπὸ αὐτὰ τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Ἁγίου. Καὶ σὰν εἶδε πόση ἀσάλευτη καὶ ἀμετακίνητη ἦσαν ἡ πίστη του στὸν Χριστό, ἀγρίεψε σὰν θεριό, καὶ πρόσταξε νὰ τὸν δέσουν πισθάγκωνα σὲ ἕναν ξύλινο κορμό, καὶ νὰ ρίχνουν πάνω του τὰ ἀκόντιά τους.
* * *
Καὶ στάθηκε ὁ Γεώργιος, σὰν τὸν Χριστό μας, νὰ τὸν βασανίσουν. Προσευχόμενος ὁλόψυχα, καὶ ὑπομένοντας μὲ ταπείνωση, ἔλεγε: Σὲ εὐχαριστῶ Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ, ποὺ μὲ ἀξίωσες αὐτῆς τῆς χάριτος. Δός μου πίστη ἀκλόνητον, καὶ φύλαξόν μου τὴν ψυχή, ἐκ τοῦ διαβόλου. Τότε συνέβη κάτι θαυμαστό. Ὅλα τὰ κοντάρια ποὺ ἔπεφταν πάνω του, γύριζαν πίσω, χωρὶς νὰ ἀγγίζουν τὴν ἁγιασμένη σάρκα του!
Ἀλλόφρων ὁ τύραννος, διατάζει νὰ τὸν φυλακίσουν καὶ νὰ τοῦ δέσουν μὲ βαρειὲς ἀλυσίδες χέρια καὶ πόδια, τεντώνοντάς τον ἀνάσκελα. Διατάσσει ἀκόμα, νὰ πλακώσουν τὸ στήθος του μὲ ἕναν ἀσήκωτο λίθο. Ἔτσι πίστευε ὁ δυσσεβής, ὅτι ὁ καρτερόψυχος δοῦλος τοῦ Θεοῦ θὰ πέθαινε ἀμέσως.
Στρατιῶτες ἔφεραν μὲ πολὺ κόπο τὸν λίθο, καὶ τὸν τοποθέτησαν στὸ στῆθος τοῦ Ἁγίου. Καὶ ἐκεῖνος δὲν ἔπαυε νὰ εὐχαριστεῖ καὶ νὰ δοξάζει τὸν Θεό: Σὲ εὐχαριστῶ Κύριε καὶ Θεέ μου, ποὺ μὲ ἀξίωσες τοιούτου βάρους ἐν τῇ καρδίᾳ μου. Κάνε το δὲ στηριγμό, στὸ ἀμετακίνητο τῆς ἀγάπης μου σὲ Σένα.
Ὅλη νύκτα ἔτσι δα ἦταν, παραδομένος στὴν προσευχή. Πληγωμένος ὄχι ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ λίθου, ἀλλὰ τετρωμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν τὸ ξημέρωμα ὁ Διοκλητιανὸς πληροφορήθηκε ὄτι ὁ Γεώργιος ἔμεινε ἄθικτος ἀπὸ ἐκείνη τὴν πέτρα, ζήτησε νὰ τὸν δεῖ. Τὸν καλόπιανε μὲ γλυκόλογα μήπως καὶ τὸν κέρδιζε, σὰν διαλεκτός, καὶ πολύτιμος στρατηγός, ποὺ ἦταν. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ἔμενε ἀμετακίνητος, σὰν ἐκείνη τὴν πέτρα ἀποβραδύς.
Μπῆκε ὁ σατανᾶς, μέσα στὸν τύραννο, καὶ ζήτησε καὶ τοῦ ἔφτιαξαν ἕναν τροχό, στηριγμένο πάνω σὲ δύο στύλους, ἔτσι ποὺ νὰ γυρίζει στὸν ἀέρα. Μὲ δαιμονικὴ ἔμπνευση, γύρω ἀπὸ τὸν τροχό, φύτεψαν δίστομα μαχαίρια καὶ κοφτερὰ λεπίδια. Ἀπὸ κάτω, καὶ πάνω σὲ ἕνα ξύλο, εἶχαν τοποθετηθεῖ καρφιά, ἄγκιστρα, καὶ ἀκονισμένα σπαθιά, μαζὶ μὲ τρυπάνια. Τὸ ἴδιο καὶ στὸ πάνω μέρος. Περιστρεφόμενος ὁ τροχός, κατέκοβε καὶ διαμέλιζε ὅποιον εἶχαν δέσει πάνω του.
Ὁλόκληρη ἡ πολιτεία ἀναστατώθηκε. Ὁ πρῶτος ἀξιωματικὸς τοῦ στρατοῦ, ὁ μέγας Γεώργιος, ἦταν χριστιανός! Σὰν μαθεύτηκε ἡ εἴδηση, ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ μαζεύτηκαν κρυφά, στὶς κατακόμβες, καὶ παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα, νὰ τοῦ δώσει ὁ Κύριος δύναμη καὶ ὑπομονὴ ἕως τὸ τέλος. Καὶ πρώτη ἀπὸ ὅλους ἡ τρισμακαρία μητέρα του. Ἄρχισε νὰ προσεύχεται νύκτα καὶ μέρα, μὲ πόνον καρδίας καὶ πολλὰ δάκρυα, ὑψώνοντας τὸν νοῦν της στὸν οὐρανό, μὲ ἀγάπη καὶ πόθο γιὰ τὸν γιό της, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς καὶ γιὰ αὐτοὺς τοὺς ἀπίστους καὶ τυράννους. Γιὰ τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Καὶ παράστεκε ἡ εὐλογημένη τὸ παιδί της μαζὶ μὲ ἄλλους ἀδελφούς, καὶ τὸν στήριζε μὲ τὴν προσευχή, καὶ τὴν παρουσία της. Ὅταν τέλος ἦταν ἕτοιμος ὁ τροχός, πῆγαν καὶ τὸν ἔφεραν. Βλέποντας αὐτὸς τὸ δαιμονικὸ ὄργανο, γύρισε τὰ μάτια του πρὸς τὸν οὐρανό, εὐχαρίστησε ἐκ βαθέων τὸν Κύριον, καὶ ζήτησε τὴν βοήθεια, καὶ τὴν θεία Του χάρη.
Ἐνῶ ἀκόμα προσεύχονταν, μὲ ἕνα νεῦμα τοῦ βασιλιᾶ, σὰν ἄγρια θηρία οἱ στρατιώτες ὅρμησαν καὶ τὸν ἔπιασαν. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ τὸν δέσουν στὴν φοβερὴ ἀσπίδα τοῦ τροχοῦ καὶ ἄρχισαν νὰ σφίγγουν μὲ τὰ μάγγανα καὶ τὶς ἀλυσίδες τ᾿ ἁγιασμένα μέλη του. Ἐδῶ νὰ ἰδῆ κανεὶς πίστη μεγάλη, καὶ ἀνδρεία καὶ προθυμία ὑψηλότερη ἀπὸ κάθε τί! Ἄρχισε νὰ γυρίζει ὁ τροχός, καὶ ὁ νοῦς τοῦ Ἁγίου ἦταν προσηλωμένος ὅλως διόλου στὸν Θεό. Ἡ πολλή του ἀγάπη καὶ ὁ πύρινος πόθος του γιὰ Αὐτόν, πνευματικῶς τὸν ἔκαμε νὰ βγεῖ ἐκτὸς κόσμου. Καὶ τὸ ἄλικο αἶμά του σκέπασε τὸν τόπο ὁλόγυρα ἀπὸ τὶς φρικτὲς πληγές. Κομμάτια ἀπὸ σάρκα πηδοῦσαν στὸν ἀέρα καὶ σκορπίζονταν τριγύρω. Κόκκαλα συντρίβονταν. Πλημμύρισε ἡ γῆ ἀπὸ τὰ αἵματα τοῦ μεγαλομάρτυρος. Νεκρικὴ σιγή, ἀπλώθηκε στὸ πλῆθος ποὺ εἶχε μαζευτεῖ. Ποιανοῦ ἡ καρδιά, νὰ βαστάξει σὲ τέτοιον ἀγῶνα; Καὶ ἔκλειναν ὅλοι τὰ μάτια γιὰ νὰ μὴν βλέπουν. Καὶ τὰ πρόσωπα γύρισαν ἀλλοῦ. Ὁ πόνος τῶν χριστιανῶν ἦταν ἀβάστακτος, καὶ ἀπὸ τὸ πρωί, δὲν εἶχαν βάλει τίποτε στὸ στόμα τους. Μιά ἡ Σαρακοστή, καὶ μιὰ ὁ πόνος τους γιὰ τὸν ἀδελφό τους. Μονάχα μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά τους ἔβγαινε μυστικὰ τὸ: Κύριε ἐλέησον.
* * *
Τί θεῖος ἔρωτας, βαθύς, καὶ γνήσιος! Τί φρόνημα γενναῖο καὶ ψυχὴ ἁγία κατοικοῦσε σὲ αὐτὸ τὸ πανάγιο σῶμα! Νὰ καταφρονεῖ τὰ πάντα γιὰ τὸν Χριστό, καὶ τὴν αἰωνιότητα! Ὁ Διοκλητιανός, καὶ οἱ δικοί του, βλέποντας τὸν τόπο κατάσπαρτο ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο κορμί, τοῦ θείου ἀθλητοῦ, κοροϊδεύουν τώρα μὲ πολλὴ ὑπερηφάνεια καὶ εἰρωνεία: Κοιτάξετε ὅλοι ἐσεῖς καὶ δεῖτε, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος θεός, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Δία, τὸν Ἀπόλλωνα, τὸν Ποσειδῶνα, καὶ τὴν Ἄρτεμι. Ποῦ εἶναι ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου; Γιατὶ δὲν ἦλθε νὰ τὸν λυτρώσει ἀπὸ αὐτὰ τὰ βάσανα; Ἐδῶ θὰ ταίριαζε γιὰ τὸν μεγάλο Ἅγιο τὸ ψαλμικό: «Ἐν τῷ καταθλᾶσθαι τὰ ὀστᾶ μου, ὠνείδιζόν με οἱ ἐχθροί μου, ἐν τῷ λέγει αὐτούς μοι καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν. Ποῦ ἔστιν ὁ Θεός σου;» -δηλαδή, ἐνῶ μοῦ σπάνε τὰ κόκκαλά μου, οἱ ἐχθροί μου μὲ κοροϊδεύουν, λέγοντάς μου κάθε μέρα, ποῦ εἶναι ὁ Θεός σου;
Πρὶν ἀναχωρήσει γιὰ τὰ ἀνακτορά του ὁ βασιλιάς, πρόσταξε νὰ μὴ ἀγγίξει κανεὶς τὶς σάρκες ποὺ εἶχαν ἀπομείνει στὸν τροχό, γιὰ νὰ ἐξευτελίσει τάχα τὴν πίστη στὸν Χριστό, καὶ πρὸς παραδειγματισμό. Δὲν πέρασε ὅμως πολλὴ ὥρα, καὶ ἕνα φῶς θεϊκὸ φάνηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ ἁπλώθηκε πάνω στὸ ἁγιασμένο λείψανο καὶ ὁλόγυρα. Καὶ ἔλαμψε στὴν γῆ μὲ τα χυμένα αἵματα καὶ τὰ μέλη τοῦ Μάρτυρος μιὰ λάμψη θεϊκή, καὶ γέμισε ἀπὸ τὸ φῶς ἐκεῖνο ὅλος ὁ τόπος! Συγχρόνως, ἀκούστηκε ἀπὸ ψηλά, γλυκειά, καὶ εἰρηνικὴ ἡ φωνή: Ἀνδρίζου Γεώργιε, καὶ ἀδίστακτος ἔσο, πολλοὶ γὰρ πιστεύουσι διὰ σοῦ εἰς ἐμέ. Ὕστερα, μιὰ πρωτάκουστη μυριόστομη ψαλμωδία ἁπλώθηκε στὸν αἰθέρα. Οἱ φρουροὶ στρατιῶτες, κατατρομαγμένοι, ἔφυγαν μακριά. Καὶ εὐθύς, Ἄγγελος Κυρίου ἔρσεται καὶ λύνει τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὸν τροχό. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸν ἐπαναφέρει στὴν ζωή, τὸν ἀσπάζεται ἐν φιλήματι ἁγίῳ, μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ οἰκειότητα καὶ τοῦ λέει: Χαῖρε, σφόδρα Γεώργιε, καὶ πίστευε στὸν Χριστό, ποὺ σὲ δυναμώνει.
Πλημμυρισμένος ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὸ φῶς, ἔμεινεν ἐκστατικός. Δὲν εἶχε τίποτα γήϊνο στὸν νοῦ του, ἀλλὰ ἑνώθηκε ὅλος καὶ ἔγινε ἕνα μὲ τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ θεϊκό, καὶ ἦταν ὅλος γεμάτος εἰρήνη καὶ μιὰ γλυκειά, καὶ ἄρρητη χαρά. Καὶ τὸ φθαρτόν του σκῆνος, γέγονε μέλος ἔκλαμπον, μέλος Ἅγιον ὄντως, μέλος τηλαυγές, καὶ διαυγές, καὶ λάμπον. Ἐνδεδυμένος τὴν λαμπροτάτη στολή, τὴν ἀπαστράπτουσαν αἴγλη ἀθανασίας, λέει αὐτὴν τὴν ποθητὴ στιγμή, τὸν λόγον ἑνὸς Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας: Ἀνέλαβε τὴν σάρκα μου καὶ δέδωκέ μοι Πνεῦμα! Ἐπίσης, μιὰ πάντερπνη εὐωδία σκορπίστηκε γύρω. Ὅταν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατέρχεται στὸν ἄνθρωπο καὶ μπαίνει μέσα μου, γεμίχει τὴν καρδια του μὲ μιὰν ἀνείπωτη χαρά, καὶ συνάμα τὸν πλημμυρίζει μὲ μιὰν ἀνέκφραστη εἰρήνη καὶ Ἅγιον Φῶς.
Καὶ πηγαίνοντας πρὸς τὰ ἀνάκτορα, εὐχαριστεῖ καὶ δοξάζει τὸν Κύριον: Ὑψώσω σε, ὁ Θεός μου ὁ βασιλεύς, καὶ εὐλογήσω τὸ ὄνομά σου εἰς τὸν αἰῶνα... (Ψαλμ. ρμδ´ 1), καί: Τὰ διαβήματά μου κατεύθυνον κατὰ τὸ λόγιόν σου, καὶ μὴ κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία... (Ψαλμ. ριη´ 133). Καὶ προχώρησε ἴσαμε τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνα, ὅπου στέκονταν ὁ βασιλιάς, καὶ οἱ ἄλλοι, καὶ θυσίαζαν στὰ ψεύτικα εἴδωλα.
Ἕνας ψίθυρος σηκώθηκε ἀπὸ τὸν κόσμο: Ὁ Γεώργιος! Ὁ Γεώργιος! Καὶ αὐτὸς πλησίασε τὸν βασιλιά, καὶ μὲ πίστη καὶ ζῆλο ἅγιο, τοῦ λέει: Δές, βασιλιά, ποιὸς εἶμαι. Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον κηρύττω, ὁ ἀληθινὸς Θεός, μὲ γλίτωσε ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἀνοῖξτε ταλαίπωροι τὰ μάτια σας νὰ δεῖτε τὸ Φῶς! Ζητήστε νὰ Τὸν γνωρίσετε. Πιστέψτε Τον, θὰ γίνετε καινούργιοι ἄνθρωποι καὶ θὰ σώσετε τὴν ψυχή σας. Προσδράμετε τῇ αἰωνίῳ ζωῇ. Καὶ ὁ Κύριος θὰ σᾶς καταστήσει τέκνα φωτός, καὶ συγκληρονόμους μου στὴν Βασιλεία Του.
Ἔκπληκτος ὁ βασιλιᾶς, δὲν ἐννοεῖ τί συμβαίνει. Ἀναρωτιόταν ποιὸς ἄραγε νὰ εἶναι αὐτός, καὶ δὲν ἤξερε τί νὰ βάλει μὲ τὸν νοῦ του. Ὅλοι πιστεύουν ὅτι πρόκειται γιὰ φάντασμα. Καὶ τὸν ἀποκαλεῖ ἀνόητο καὶ τὸν ἐπιπλήττει, ποὺ τοὺς ἀναστώσε τὴν ὥρα τῆς θυσίας. Καὶ ὁ Ἅγιος Μάρτυς τὸν διαβεβαιώνει: Ἐγὼ εἶμαι ὁ δοῦλος τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος! Βλέπετε καθαρά, τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ μου, πιστέψτε σὲ Αὐτόν, τὸν μόνον ἀληθινὸ Θεό, ποὺ μὲ ἕνα του λόγο κάνει τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ νεκροὺς ἀνασταίνει.
Ἀκόμα δὲν μποροῦν νὰ διανοηθοῦν πῶς συγκολλήθηκαν τὰ κομμάτια τοῦ κορμιοῦ του. Πῶς γιατρεύτηκαν οἱ φρικτὲς πληγές, καὶ τώρα ὁ ἀγγελόμορφος Γεώργιος εἶναι ἀκέραιος καὶ ὑγιής!
* * *
Συγκλονισμένοι ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα οἱ μεγάλοι στρατηλάτες Ἀνατόλιος καὶ Πρωτολέων, μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτές τους καὶ ὅλους τοὺς οἰκείους του, διακηρύττουν τὴν πίστην τους στὸν Χριστό: Μέγας ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου. Μέγας ὁ Θεός, τῶν χριστιανῶν!
* * *
Σὲ αὐτοὺς τοὺς εὐλογημένους ποὺ εἶδαν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, προστέθηκαν καὶ ἄλλοι πολλοί. Ἀνάμεσά τους ὁ Βίκτωρ μὲ τὸν Ἀκίνδυνο, τὸν Ζωτικό, τὸν Ζήνωνα, καὶ τὸν Σεβηριανό. Ὅλοι τους πρόσωπα ἐπίσημα. Γιὰ ὅλα αὐτά, ὀργισμένος ὁ Διοκλητιανός, πρόσταξε νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν σὲ κάποια ἐρημιά, ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἡ δὲ Ἐκκλησία μας τοὺς ἑορτάζει στὶς 20 Ἀπριλίου.
Οἱ γενναῖοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, βάδιζαν μὲ δάκρυα χαρᾶς στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, προσευχόμενοι ὅλοι μὲ μία φωνή: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεὲ τοῦ Γεωργίου, πρόσδεξαι ἐν εἰρήνῃ τὰς ψυχὰς ἡμῶν, καταξιῶν ἡμᾶς τοῦ κλήρου τῶν Ἁγίων Σου, τὴν τῆς εἰς σὲ πίστεως βραδυτάτην ὁμολογίαν ἡμῶν ταύτην λογισάμενος εἰς δικαιοσύνην καὶ ἀπολύτρωσιν τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν. Ἀλλὰ καὶ ἡ βασίλισσα Ἀλεξάνδρα, ὅταν ἔμαθε ὅλα αὐτὰ ποὺ συνέβησαν μὲ τὸν Ἅγιο Μάρτυρα, ἐπίστευσαν στὸν ἀληθινὸ Θεό, καὶ διακήρυξε μετὰ παρρησίας τὴν πίστη της. Καὶ οὔτε φοβήθηκε τὸν βασιλιά, ποὺ στέκονταν δίπλα της αὐτὴ τὴ στιγμή. Στὴν ἐπέμβαση τοῦ Μαγνεντίου καὶ στὴν ἐρώτησή του, γιατί περιφρονεῖ τοὺς θεούς, ἡ ἀγαθὴ βασίλισσα ἀπαντᾶ: Τοῦ κρείττονος ὀρεγομένη, τοῦ ἐλλάτονος κατεφρόνησα –δηλαδή, ἡ ἐπιθυμία μου γιὰ τὸ καλύτερο, μὲ κάνει νὰ περιφρονῶ τὸ χειρότερο!
Αὐτὰ εἶπε καὶ ἀναχώρησε, ἔχουσα στὴν καρδιά της ριζωμένη τὴν πίστη στὸν Χριστό. Ὅμως, κοντὰ σὲ αὐτήν, πολλαὶ τῶν συγκλητικῶν γυναικῶν, ἐπίστευσαν στὸν Κύριο, μετὰ καὶ ἑτέρων γυναικῶν πολλῶν.
* * *
Ὁ Διοκλητιανός, ὅταν εἶδε ὅλον αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ ἀρνεῖται τὰ εἴδωλα καὶ νὰ πιστεύει στὸν Δεσπότη Χριστό, λύσσαξε ἐναντίον τοῦ θείου Γεωργίου, καὶ ἔδωσε διαταγή, νὰ τὸν ρίξουν μέσα σὲ λάκκο μὲ ἀσβέστη ποὺ ἔβραζε. Τρεῖς μέρες εἶχαν ἐκεῖ τὸν τιμημένο Ἅγιο. Ὁ ἄθλιος τύραννος πίστευε ὅτι θὰ ἀφανιστεῖ τελείως, καὶ δὲν θᾶ μείνουν οὔτε τὰ ὀστᾶ ἀπὸ τὸ σῶμά του. Ἤξερε πόσο πολύ, τιμοῦσαν οἱ χριστιανοί, τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων. Ἀκόμα, ὅρισε καὶ στρατιῶτες νὰ περιφρουροῦν τὸν χῶρο.
Σὰν ἔφτασε ἡ Τρίτη μέρα, κόσμος πολὺς μαζεύτηκε. Ὅλοι περίμεναν νὰ ἰδοῦν τὶ θὰ συμβεῖ. Πάσχιζαν ὅλοι νὰ σιμώσουν στὸν λάκκο. Καὶ τράβηξαν τὸν ἀσβέστη. Βούϊξε ὅλο ἐκεῖνο τὸ πλῆθος σὰν μελίσσι: Μέγας ὀ Θεός, τοῦ Γεωργίου! Διότι εἶδαν ἀνέπαφο καὶ ὐγιῆ τὸν πολύαθλο καὶ ἀήττητο ἀθλητή. Τὸ πρόσωπό του λαμπερό, καὶ χαρούμενο, ἔμοιαζε μᾶλλον σὰν νὰ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ εὐωδιαστὰ ρόδα καὶ ἁπαλὰ λουλούδια. Ἄγγελος Θεοῦ τὸν φύλαγε, ὅπως καὶ τοὺς Τρεῖς Παῖδες ἐν καμίνῳ. Μεγάλος ἀριθμὸς στρατιωτῶν καὶ πλῆθος κόσμου, ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ παράδοξο θαῦμα πίστεψαν στὸν Χριστό. Καὶ ἄλλους ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς σκότωναν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, καὶ ἄλλους τοὺς φυλάκιζαν. Ὁ βασιλιᾶς, ὅταν ἔμαθε γιὰ αὐτὰ τὰ ἀπίστευτα, κυριεύτηκε ἀπὸ δέος καὶ ζήτησε νὰ δεῖ τὸν Γεώργιο. Μόλις τὸν εἶδε τὸν ρώτησε ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ τοῦ χαρίζει τὴν ζωή. Καὶ ὁ νοερὸς ἀδάμαε τῆς καρτερίας, γεμάτος ἀπὸ θεία σοφία τοῦ μιλεῖ γιὰ τὸν Χριστό. Ἐκεῖ βρίσκεται καὶ ἡ βασίλισα Ἀλεξάνδρα, ποὺ μοιάζοντας μὲ τὴν ἀγαθὴ γῆ, δέχεται ὡς σπέρματα τὰ θεῖα λόγια τοῦ Γεωργίου. Ἔτσι γεώργησε στὴν ψυχή της σὰν ὡραῖο στάχυ τὴν ἁγία πίστη. Πάλι τὸν ἁρπάζουν, καὶ τὸν ρίχνουν στὴν φυλακή. Καὶ ἐκεῖνος πυρπολούμενος ἀπὸ τὸν ἔρωτα τοῦ Δεσπότου, τῷ πόθῳ ζέων, προσευχόταν μὲ δάκρυα ὅλη τὴν νύκτα. Πλημμυρισμένος ἀπὸ τὸ χαροποιὸν φῶς τῆς Ἐλπίδος, πλήρης ἀθανασίας, μέσα σὲ βαθειὰ εἰρήνη καὶ κατάνυξη, προσδοκοῦσε τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἀποχωροῦσε γιὰ τὸν Κύριο. Ἀποθέτοντας τὰ πάντα στὸ ἅγιο θέλημά Του.
* * *
Ξημέρωσε ὁ Θεός, καὶ στρατὸς ἔρχεται νὰ πάρει τὸν γνήσιο φίλο τοῦ Χριστοῦ. Νέο μαρτύριο τοῦ ἑτοιμάζουν. Θὰ τοῦ φορέσουν ἕνα ζευγάρι παπούτσια σιδερένια, γεμάτα μυτερὰ καρφιά, ἀπὸ μέσα. Τὰ πυρώνουν ἴσαμε νὰ πετάξουν σπίθες. Μὲ τὴν βοήθεια λαβίδων τὰ φόρεσαν στὸν Ἅγιο καὶ τὸν πρόσταξαν νὰ πάει τρέχοντας ἕως τὴν φυλακή. Καὶ αὐτοὶ τὸν χλεύαζαν καὶ τὸν περιγελοῦσαν.
Θωρακίζεται μὲ τὸ Ἅγιο Σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ ξεκινάει. Φλεγόμενος τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν του, ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς θείας ἀγάπης Του, τὸ θεῖον καὶ ἐράσμιον Κάλλος, θερμαίνεται ὁ λογισμός του καὶ γίνεται ὅλος πύρινος. Καὶ ὁ μανικὸς ἔρωτάς του, καὶ ὁ πριστήριος πόθος του γιὰ τὸν Χριστό νικοῦσε τὴν φλόγα τῆς σαρκός. Ἔτρεχε καὶ καιγόταν ἀναζητώντας τὸν ἐραστὴ τῆς ψυχῆς του. Καὶ παρηγοροῦσε τὴν ψυχή του ψιθυρίζοντας: Τρέχα Γεώργιε, τρέχα πρὸς Αὐτὸν ποὺ τόσο ποθεῖς καὶ ἀγαπᾶς.
Ἐνῶ ἐκεῖνοι οἱ ἁγιοκτόνοι, σὰν λύκοι τὸν τυραννοῦσαν ἀπὸ κοντὰ μὲ ρόπαλα γιὰ νά τρέχει, ὁ Ἅγιος μὲ δάκρυα παρακαλοῦσε συνεχῶς τὸν Θεό νὰ τοῦ χαρίζει δύναμη καὶ ὐπομονή. Καὶ ἔλεγε: Μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου, ἴσχυσα πρὸς αὐτόν, οἱ θλίβοντές με ἀγαλλιάσονται ἐὰν σαλευθῶ (Ψαλμ. ιβ´ 5). Ἴσχυε γιὰ αὐτὸν τὸ δαυϊτικόν: Πορευόμενοι ἐπορεύοντο καὶ ἔκλαιον βάλλοντες τὰ σπέρματα αὐτῶν· ἐρχόμενοι δὲ ἤξουσιν ἐν ἀγαλλιάσει, αἴροντες τὰ δράγματα αὐτῶν (Ψαλμ. ρκε´ 6). Μόλις ἔφθασε στὴν κατασκότεινη φυλακή, φῶς οὐράνιον τὸν κάλυψε καὶ κατέλαμψε ὅλῳ τῷ φωτὶ τῆς Τριάδος, καὶ φεγγοβόλησε ὁλόκληρο τὸ κελλί. Μιὰ γλυκύτατη εὐωδία ἁπλώθηκε γύρω καὶ μελωδίες ἀγγελικὲς ἔφθαναν ἀπὸ ψηλά. Καὶ τότε ἀκούστηκε ἡ γνώριμη φωνή: Θάρσει Γεώργιε, ὁ διάπυρος ἐμοῦ ἐραστής, μετὰ σοῦ γὰρ εἰμί. Καὶ εἶδε ὀ λαμπρὸς ἀριστεύς, τὴν γλυκύτατη μορφὴ τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ ἄστραφτε σὰν ἥλιος. Ὡς ὄντως ἰερὰ καὶ πολύφωτος, αὕτη ἡ ὑπέρλαμπρὸς νύξ, καὶ φωταυγής. Καὶ ἔσκυψε καὶ τὸν φίλησε γλυκύτατα.
Καὶ ὅταν ὁ Δεσπότης μὲ τὴν πληθὺ τῶν Ἀγγέλων Του, ἀνέβηκε πάλι στοὺς οὐρανούς, καὶ ἔμεινε μόνος ὁ μεγαλώνυος ἀθλητὴς γονατισμένος ταπεινά, δὲν σταμάτησε τὶς εὐχαριστίες, τοὺς ὕμνους καὶ τὶς δοξολογίες. Θαμπωμένος ἀπὸ τὴν ἄφραστον καὶ ξένη δόξα, καὶ κάλλους τὴν εὐμορφίαν.
* * *
Τὴν ἑπομένη πῆραν πάλι τὸν Ἅγιον, καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ καινούργιες ὑποσχέσεις καὶ γλυκόλογα τὸν ρώτησε ἂν μετάνιωσε. Μὰ ὁ Ἅγιος τοῦ λέει: Μὲ βλέπετε νὰ εἶμαι ἐδῶ μπροστά σας τῇ δυνάμει τοῦ μόνου Θεοῦ, ἂν καὶ μὲ βασανίσατε φρικτά. Καὶ μὲ τὴν δική Του ἀντίληψη καὶ βοήθεια περιφρονῶ τελείως τὶς τιμωρίες καὶ τὶς κολάσεις. Διότι ὁ Χριστός, βρίσκεται ἐντός μου, ἔνδον ἐν τῇ καρδίᾳ μου. Ἐσεῖς ὅμως, χωρὶς καμιὰ ἐλπίδα λατρεύεται τὰ εἴδωλα, διότι εἶναι πωρωμένη ἡ ψυχή σας, καὶ τυφλὰ τὰ μάτιά σας.
Θηρίο ἔγινε ὁ διώκτης τύραννος μὲ αὐτὰ τὰ λόγια. Διατάσσει νὰ ξαπλώσουν τὸν Ἅγιο κατὰ γῆς καὶ νὰ τοῦ πληγώνουν τὸ σῶμα μὲ βούνευρα. Μέχρι ποὺ ἀπόκαμαν οἱ δήμιοι παρὰ ὁ θεῖος Γεώργιος! Ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλα φρικτὰ βασανιστήρια ἐπὶ ἡμέρες. Τὸν κρέμασαν, καὶ μὲ χειράγρες ἄρχισαν νὰ καταξέουν τὸ μαρτυρικὸ σῶμά του, ὥσπου νὰ φανοῦν τὰ σωθικά του. Μετὰ τοποθέτησαν στὸ ἁγιασμένο κεφάλι του πυρακτωμένη περικεφαλαία. Αὐτὸς δὲ οὐκ ἐκαίετο καταφλεγόμενος, ἀλλὰ ἔχαιρε δροσιζόμενος. Τοῦ τρύπησαν ἀκόμα τοὺς ἀστραγάλους μὲ τρυπάνια καὶ τὸν ξάπλωσαν σὲ κρεββάτι πυρακτωμένο. Τοῦ ἔχυσαν μολύβι λιωμένο στὸ στόμα. Ὅποιο μαρτύριο τοὺς βάζει στὸ νοῦ ὁ διάβολος, τὸν δοκιμάζουν στὸν μέγιστο καὶ κορυφαῖο ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ὅμως, τόσο γενναῖα στεκόταν, ποὺ οὔτε κἂν στὸ βλέμμα του φάνηκε νὰ λυγίζει. Συνήχθησαν ἐπ᾿ ἐμὲ μάστιγες, καὶ οὐκ ἔγνων –δηλαδή, ἔπεσαν πάνω μου πληγές, μὰ ἐγὼ δὲν τὶς λογάριαζα. Τὸ γλυκύτατο καὶ ἄχραντο πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ θεία χαρά, καὶ ἅγιον φῶς. Καὶ πολλοί, συγκλονίζονται καὶ πιστεύουν στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, βλέποντας αὐτὰ τὰ παράδοξα.
* * *
Ὁ στενὸς φίλος τοῦ Διοκλητιανοῦ, Μαγνέντιος, βλέποντας ὅτι ὁ Γεώργιος δὲν ἀλλάζει γνώμη, θέλησε νὰ πειράξει πνευματικὰ τὸν Ἅγιο καὶ ζήτησε νὰ σταματήσουν τὰ σωματικὰ μαρτύρια. Πλησιάζει τὸν ὁλόφωτο ταξίαρχο καὶ τοῦ λέει: Ἄν θέλεις Γεώργιε νὰ πιστέψουμε στὸν δικό σου Θεό, κάνε μας ἕνα σημεῖο καὶ ἀνάστησε ἕναν ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ποὺ βρίσκονται σὲ αὐτὸν τὸν τάφο, πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια.
Τοῦ τὰ εἶπε αὐτά, διότι νόμιζε ὅτι ἦταν κάτι τὸ ἀδιανόητο καὶ ἀκατόρθωτο. Ἀλλὰ γιὰ τὸν ἁγιώτατο Μάρτυρα ἦταν τόσο ῥάδιον καὶ εὐχερές, ἁπλὸ καὶ εὔκολο, σὰν νὰ ἔλεγε σὲ ἕναν ἀετὸ νὰ πετάξει, ἢ σὲ ἕνα δελφίνι νὰ κολυμπήσει.
Ὁ Γεώργιος ἀποκρίθηκε ὅτι θὰ γίνει καὶ αὐτό, επειδὴ στὸν Θεὸ τὰ πάντα εἶναι δυνατά. Ὅμως δὲν θὰ τὸ κάνει γιὰ αὐτούς, ἐπειδὴ γνωρίζει σὲ τὶ βαθὺ σκοτάδι ἀσέβειας βρίσκονται καὶ δὲν θὰ πιστέψουν. Ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἦσαν συγκεντρωμένοι ἐκεῖ. Νὰ δοῦν, νὰ θαυμάσουν, καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεό.
Γονάτισε ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ μὲ πίστη καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ ταπείνωση. Ὕστερα σηκώνεται, ὑψώνει τὰ χέρια στοὺς οὐρανούς, καὶ κάνει τὴν τελευταία εὐχή. Μὲ τὸ Ἀμήν -ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος καὶ τοῦ καινοῦ τερατουργήματος! Ἀμέσως ἀνασταίνεται ἕνας ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ποὺ εἶχε ζήσει στὴν γῆ, πρὶν νὰ ἔλθει ὁ Χριστός. Ἦταν ἱερέας τῶν εἰδώλων. Πέφτει στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν καταστήσει ἄξιο καὶ τὴν σωτήρια σφραγίδα τοῦ Κυρίου. Ἡ παράδοση ἀκόμα διασώζει σὲ ἕνα παλαιὸ συναξάρι, ὅτι προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος καὶ ἐκεῖ δόπλα του ἀνέβλυσε νερό, καὶ τὸν βάπτισε εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ταραχὴ μεγάλη, καὶ ἀναστάτωση παντοῦ. Καὶ ἀπὸ τὰ χείλη ὅλων ἀκούστηκε μιὰ φωνή, σὰν τροπάρι: Μέγας ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου! Μέγας ὁ Θεός, τῶν χριστιανῶν! Ἁπλοὶ ἄνθρωποι καὶ στρατιωτικοί, μὲ ταπεινὴ καὶ καθαρὴ τὴν καρδιά, πίστεψαν στὸν Χριστό. Καὶ ἄλλους ἀπὸ αὐτοὺς βασάνιζαν καὶ ἄλλους ἔρριχναν στὶς φυλακὲς. Ὁ θρασύς, καὶ σκληρόκαρδος βασιλιάς, ὅλα αὐτὰ τὰ χαρακτήρισε μαγεῖες. Ὤ καρδιά, ἄπιστη καὶ σκληρή, σάν πέτρα! Ὁ ἄπιστος τὰ ὦτα τῆς ψυχῆς του τὰ ἔχει βουλωμένα καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς σφαλισμένους. Δὲν θέλει νὰ δεῖ καὶ νὰ ἀκούσει γιὰ τὴν σωτηρία του. Ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ ὑπερηφάνεια δὲν τὸν ἀφήνουν. Ὅσοι ὅμως εἶναι ταπεινοί, καὶ ἁπλοὶ τῇ καρδίᾳ, ἐπειδὴ δὲν εἶναι πονηροί, δέχονται τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἀξιώνονται νὰ πιστέψουν καὶ νὰ δοῦν νοερῶς τὸν Κύριον. Θέλουν δὲ ἀπολαύσει καὶ θεϊκὰ μυστήρια.
Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ποὺ πίστεψαν ξεχώριζαν ὁ Χριστόφορος, ὁ Θεωνᾶς, ὁ Καισάριος, καὶ ὁ Ἀντώνιος. Ὅλοι, δορυφόροι –σωματοφύλακες- τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ἔρριξαν στὰ πόδια του τὶς ζῶνές τους καὶ ὁμολόγησαν. Τοὺς φυλάκισαν καὶ αὐτούς. Κατόπιν τοὺς βασάνισαν ἄγρια. Τοὺς κρέμασαν, τοὺς ξέσχισαν τὶς σάρκες, τοὺς κατέκαυσαν μὲ λαμπάδες καὶ τοὺς ἔρριξαν στὴν φωτιά. Ἔτσι, παρέδωσαν τὸ πνεῦμά τους στὸν Κύριο. Ἡ Ἐκκλησία μας, τιμᾶ τὴν μνήμη τους, στὶς 20 Ἀπριλίου.
* * *
Ἀλλά, ὁ ἀλάστωρ τύραννος, ἰδὼν τὰ γενόμενα καὶ μανίας ἀκαθέκτου πλησθείς, ζητεῖ ἀπὸ τὸν ξακουστὸ μάγο Ἀθανάσιο νὰ παρασκευάσει τὸ πιὸ δυνατὸ φάρμακο, γιὰ νὰ ἐξοντώσουν μὲ αὐτὸ τὸν Γεώργιο. Ἐπικαλούμενος ὁ μάγος τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ἑτοιμάζει ἕνα ὑγρό. Τὸ δίνει πρῶτα νὰ τὸ δοκιμάσει ἕνας κατάδικος. Ἀμέσως τὰ σπλάγχνα του ἔσπασαν, καὶ ἔβγαζε ἀφροὺς καὶ αἷμα ἀπὸ τὸ στόμα του. Ξεψύχισε σπαράττοντας καὶ μὲ φρικτοὺς πόνους ὁ ταλαίπωρος. Ἀγαλλόμενος ὁ Διοκλητιανός, μὲ αὐτὸ τὸ γεγονός, συγχάρηκε τὸν Ἀθανάσιο, γιατὶ ἐπιτέλους θὰ ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τοῦ βασάνιζε καὶ τοῦ τυραννοῦσε τόσο τὴν ζωή.
Ὁ Ἅγιος ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ σὰν τὸ ἐλάφι τὸ διψασμένο ποὺ τρέχει στὸ νερό, τὸ ἤπιε μὲ πίστη ἁπλή. Σὰν νὰ ἔπινε κάποιο ἡδύποτο. Μέσα του ἀντηχοῦσε ὁ θεῖος λόγος: Κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψῃ. Καὶ ἔμεινε ἀβλαβὴς καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν βάσανο. Ταράσσεται ὁ παμίαρος τύραννος μὲ αὐτὰ ποὺ βλέπουν τὰ μάτιά του. Μὰ πιὸ πολύ, γίνεται ἔξαλλος μὲ τὸ πλῆθος ποὺ κραύγαζε θριαμβικά, ἐνῶ πολλοί, ὁμολογοῦσαν τὴν πίστη τους στὸν Θεό, τοῦ Γεωργίου. Νέες συλλήψεις, νέα μαρτύρια. Ἀκόμα καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ λάμπει ὁ ἥλιος, οἱ κακοί, πορεύονται μέσα στὸ σκοτάδι. Οἱ ἄπιστοι, ἀπὸ πεῖσμα, δὲν σηκώνουν τὰ μάτια πρὸς τὸν Πατέρα τους. Οἱ ψυχές τους εἶναι γεμάτες ὑπερηφάνεια καὶ ἀλαζονεία. Χαμένοι καὶ αὐτοκαταδικασμένοι στὴν ἔρημο τοῦ κόσμου, χωρὶς νερό, χωρὶς ἐλπίδα. Ἄνθρωποι χωρὶς ἀπολογία, διότι τοὺς ἔρριξε φῶς νὰ δοῦν, καὶ αὐτοὶ σφαλίσανε τὰ μάτιά τους. Καὶ τὸ μυστήριο τοῦ φωτισμοῦ τελεῖται ἀνάλογα μὲ τὴν πρόθεση, τὴν διάθεση τῆς ψυχῆς. Τόση ἡ ἔπαρση καὶ τὸ σκοτάδι στὴν ψυχὴ τοῦ τυράννου, ὥστε νὰ γίνει ἴδια μὲ τὴν κατηραμένη ξηρανθεῖσαν συκῆν. Τὴν δύναμη τῆς πίστεως τὴν νιώθουν οἱ ἁπλοί, καθαροί, καὶ ταπεινοὶ τῇ καρδίᾳ. Αὐτοὶ γνωρίζουν τὸν Θεό, γεύονται τὰ θεῖα μυστήρια, καὶ ἔχουν ζωὴ αἰώνιον. Ἐν ἀφελότητι καρδίας γεωργοῦν τὸν σπόρο τῆς ἀληθείας καὶ καρποφοροῦν τὸν καρπὸ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πίστης. Σὲ αὐτούς, ἀνῆκε καὶ ὁ μάγος Ἀθανάσιος, ποὺ πρόθυμα ἐγκατέλειψε τὴν πλάνη του γιὰ νὰ πιστέψῃ στὸν Χριστό. Ζήτησε τὴν συγχώρεση καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου, καὶ εὐτυχὴς θανατώθηκε μὲ ξίφος.
* * *
Ἀπελπισμένος, σχεδὸν τρελλός, ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας, διέταξε νὰ φυλακίσουν πάλι τὸν Γεώργιο, μέχρι νὰ ἀποφασίσει τὶ νὰ πράξει. Εἶχε φθάσει ἡ φήμη τῶν θαυμάτων του σὲ ὅλη τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρα, καὶ κάθε φορά, ποὺ φυλάκιζαν τὸν Ἅγιο, πλῆθος κόσμου συγκεντρώνονταν στὸ κελλί του. Κάθε νύκτα γέμιζαν τὴν φυλακή, δίνοντας μεγάλα δώρα στοὺς δεσμοφύλασκες, καὶ τὴν εὐσεβῆ πίστιν παρ᾿ αὐτοῦ μυσταγωγούμενοι. Καὶ εκεῖνος τοὺς κατηχοῦσε στὴν ἀληθινὴ πίστη, καὶ τοὺς εὐλογοῦσε, μὲ ὅλη τὴν φλόγα καὶ τὸ φῶς τὴς ψυχῆς του. Καὶ ὅλοι ἔτρεχαν μὲ πνευματικὴ λαχτάρα καὶ δίψα, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸν θεῖο λόγο του, νὰ λουστοῦν στὸ φῶς του. Ἀπὸ πάνω του ἔβγαινε μιὰ δύναμη θεϊκή. Κοντά του εἰρήνευαν καὶ γέμιζαν χαρά. Καθὼς ὁ Ἅγιος τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι μόνο ἀγάπη, γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὴν καλωσύνη, τὴν ὑπομονὴ στὶς πίκρες, τὴν εἰρήνη, αὐτοὶ πλημμύριζαν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας καὶ ἐλευθερώνονταν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς πλάνης. Βασανισμένοι καὶ πικραμένοι ἄνοιγαν τὶς καρδιές τους, καὶ δέχονταν τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἔφευγαν ἀναπαυμένοι καὶ παρηγορημένοι καὶ ἐλάμβαναν πνεῦμα δυνάμεως, πνεῦμα εἰρήνης, πνεῦμα χαρᾶς καὶ πίστης, πνεῦμα ἀγάπης. Ἔπειτα τοὺς εὐλογοῦσε καὶ θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς. Εἴτε μὲ τὸ ἄγγιγμά του, εἴτε μὲ μόνο τὸν λόγο του. Ἀνάπηρους, τυφλούς, κωφούς, παράλυτους, πνεύμασιν ἀκαθάρτοις τυραννουμένους. Καὶ ἔγινε ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν πολλή του πίστη καὶ τὸν θεῖο ἔρωτα τῆς καρδιάς του, κατοικία καὶ μονή, τοῦ Χριστοῦ, ὃς τὰς ἀσθενεῖας ἡμῶν ἔλαβε καὶ τὰς νόσους ἡμῶν ἐβάστασε. Καὶ ἔγινε ἡ κατασκότεινη φυλακή, τόπος ἁγιάσματος καὶ δόξης. Κῆπος καὶ παράδεισος πλήρης ὀσμῆς εὐωδίας πνευματικῆς. Ἀγκάλιαζε μὲ μυστικὴ χαρά, τοὺς ταπεινούς, καὶ ἀπελπισμένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀπιστία, καὶ τοὺς μετάγγιζε τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἁγιότητα.
Ἀνάμεσα τους ἦταν καὶ ὁ φτωχὸς γεωργός, Γλυκέριος, ποὺ εἶχε μόνο ἕνα βόδι καὶ τοῦ ψόφησε, ἐκεῖ ποὺ ὅργωνε τὸ χωράφι του. Ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ ἱκέτευε μὲ δάκρυα τὸν Γεώργιο νὰ τὸν βοηθήσει. Στὴν εἰλικρινῆ ὁμολογία του ὅτι πιστεύει στὸν Θεό, ὁ Ἅγιος τὸν προπέμπει λέγοντάς του ὅτι τὸ βόδι του εἶναι ζωντανό. Ὅταν τὸ διεπίστωσε ὁ μακάριος Γλυκέριος, γύρισε πίσω σὰν τὸν λεπρὸ Σμαρείτη γιὰ νὰ εὐχαριστήση τὸν ἰατρὸ λέγοντας: Μέγας ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου! Καὶ ὁ Θεός, δὲν τὸν ἀφήνει πιὰ στὴν φτώχεια, ἀλλὰ τοῦ χαρίζει τὸ ἄφατο τοῦ Παραδείσου πλοῦτο. Στὸ δρόμο γιὰ τὴν φυλακή, καθὼς δόξαζε τὸν Θεό, τὸν συλλαμβάνουν, καὶ χωρὶς καμμιὰ ἐρώτηση τὸν κομμάτιασαν. Φωνὴ δὲ ἀκούστηκε ἐξ οὐρανοῦ: Δεῦρο, ἔλα Γλυκέριε σὲ Ἐμένα, χαίρων, διότι εἶσαι τέλειος ἑνώπιόν μου.
* * *
Ὁ τύραννος, ὅταν ἔμαθε γιὰ τὸν κόσμο ποὺ συνέρρεε στὴν φυλακή, γιὰ νὰ δεῖ τὸν Γεώργιο καὶ νὰ πιστεύει στὸν Χριστό, γιὰ τὶς διδαχές, καὶ τὶς θεοσημεῖες, δὲν τὸ ἄντεξε. Προστάζει καὶ τὸν βασανίζουν μὲ τὰ πιὸ σκληρὰ μαρτύρια. Τὸν ξαπλώνουν πάνω σὲ πυρακτωμένο χάλκινο κρεββάτι καὶ τὸν ραντίζουν μὲ ρητίνη. Ἀλλὰ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ὀδυνῶν αἱ τοῦ Θεοῦ παρακλήσεις τὴν τούτου ψυχήν, εὔφραναν. Ἡ θεία χάρις μετέβαλε τὸ πῦρ εἰς δρόσον. Ἔκθαμβος ἀπὸ τὸ γεγονός, ἀλλὰ καὶ φεμάτος θυμό, ἀναφωνεῖ ὁ βασιλεύς: Ὤ τῆς συμφορᾶς. Πῶς νὰ τὸν θανατώσω ὦ θεοί; Ὁ μιαρός, καὶ θεοστυγής, σοφίζεται καὶ ἄλλα μαρτύρια. Ὁ δὲ μέγας Γεώργιος, ἔπειθε ἄπειρα πλήθη νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνη τους καὶ νὰ προστρέξουν στὴν ἀληθινὴ θεοσέβεια.
* * *
Ἔπειτα ἀπὸ πολλὰ ἀκόμα, δίνει ἐντολὴ νὰ τὸν παρουσιάσουν ἑνώπιόν του. Ἐκείνην τὴν ὥρα ὁ Μαγνέντιος ἔλεγε στὸν Διοκλητιανό, ὅτι τὸ γένος τῶν χριστιανῶν δὲν φαίνεται νὰ πεθαίνει εὔκολα, γιὰ αὐτὸ τοῦ προτείνει νὰ σταματήσει τοὺς διωγμούς, καὶ τὰ μαρτύρια καὶ νὰ χρησιμοποιήσει ἄλλον τρόπο. Νόμιζε ὅτι μὲ τὴν γλυκύτητα καὶ τὶς κολακεῖες θὰ ἔκαμπτε τὸν στερρὸν ἀθλητήν. Καὶ ἐκεῖνος, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸν ἔπαιρναν ἀπὸ τὴν φυλακή ἔψαλλε τοὺς στίχους: Ὁ Θεός, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες, Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί μλοι σπεῦσον... (Ψαλμ. ξθ´ 1). Ὁ τύραννος, μόλις τὸν εἶδε τοῦ εἶπε μὲ γλυκὸ τρόπο ἀλλὰ καὶ μὲ πονηριά: Μὰ τοὺς θεούς, Γεώργιε, ἂν μὲ ἀκούσεις καὶ θυσιάσεις, θὰ λάβεις πολλὰ ἀγαθὰ καὶ πλούτη. Θα σὲ δοξάσω σὲ ὅλη τὴν γῆ μὲ τὸ ὑψηλότερο ἀξίωμα. Λυποῦμαι τὰ νιάτα σου. Γνωρίζω καὶ τὴν εὐγενικὴ καταγωγή σου. Γιὰ αὐτὸ θέλω νὰ ζήσεις εὐτυχισμένος. Καὶ ὁ Γεώργιος: Τώρα καλὰ τὰ λὲς βασιλιά μου. Μακάρι νὰ τὰ ἔλεγες αὐτὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὅμως, μετὰ ἀπὸ τόσα βασανιστήρια, μὲ ποίον τρόπο θὰ πάρω πίσω τὴν προσβολή, καὶ τὴν κακοποίηση ποὺ μοῦ ἔκαμες; Χαρούμενος ὁ τύραννος ποὺ δὲν εἶχε καταλάβει, τοῦ ἀπαντᾶ: Παιδί μου ἀγαπητό, συγχώρεσέ με γιὰ ὅτι κακὸ ἔπραξα. Θεώρησέ με πατέρα σου, καὶ ἔλα νὰ θυσιάσεις. Ἐπειδὴ βλέπω βασιλιά μου τὴν καλή σου διάθεση πρὸς τὸ πρόσωπό μου, λέει ὁ Γεώργιος θὰ σὲ τιμήσω καὶ ἐγὼ ὅπως τὸ ποθεῖς, διότι εἶναι μεγάλη ἀχαριστία νὰ ἀρνηθῶ τὴν φιλία σου. Ποῦ εἶναι οἱ θεοί σου. Ἄς πᾶμε ἐκεῖ. Γεμάτος χαρά, ἀναπήδησε τοῦ θρόνου του λέγοντας: Εὐφραίνεσθε θεοί, ἀγαλλιᾶσθε ἄνθρωποι, δὲχου ὦ Ἀπόλλων μετανοημένον τὸν Γεώργιον. Καὶ διέταξε ὅλους νὰ συγκεντρωθοῦν στὸν ναό, ἐπειδὴ ὁ ξακουστὸς Γεώργιος, θὰ θυσιάσει στὸν Ἀπόλλωνα. Καὶ ὅλοι οἱ Ἕλληνες, μὲ μουσικές, καὶ ἐμβατήρια, ἐπευφημοῦσαν ὡς νικητές, τὸν βασιλιά, καὶ τὸν Ἀπόλλωνα. Ὁ ἐκλεκτὸς ἐραστὴς τοῦ Θεοῦ, σὲ ὅλον τὸν δρόμο προσευχόταν νοερά: Κύριος γινώσκει τοὺς διαλογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων ὅτι εἰσὶ μάταιοι... (Ψαλμ. Ϟγ´ 11), καί: Ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη, καὶ λαοί, ἐμελέτησαν κενά; (Ψαλμ. β´ 1), ὡς καὶ τό: Ἐπὶ σοὶ Κύριε ἤλπισα, μὴ καταισχυνθείην εἰς τὸν αἰῶνα... (Ψαλμ. λ´ 1). Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε σὰν ἥλιος. Καὶ τὸ περπάτημά του ἀρχοντικὸ ἀλλὰ καὶ σεμνό. Ψηλός, καὶ πανέμορφος, μὲ χαρούμενη διάθεση καὶ μειλίχιος. Μέσα σὲ ἐκεῖνο τὸ πλῆθος φάνταζε σὰν Θεός. Τόσο ποὺ πολλοί, σκέφτηκαν μήπως ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόλλων ποὺ κατέβηκε στὴν γῆ. Ἀπόλυτη ἡσυχία ἐπικρατοῦσε. Ὅλων τὰ βλέμματα ἦσαν στραμμένα στὸν Γεώργιο καὶ οἱ ἀνάσσες κομμένες. Μόνο τὰ θυμιάματα ἔκαιγαν ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο καὶ γέμιζαν τὸν τόπο γύρω. Ὁ Ἅγιος πλησιάζει ἀργά, καὶ ἔχοντας τὸ πνεῦμά του ἄνω, ἐνῷ τὸ βλέμμα του κάτω πρὸς τὸ ἄγαλμα, λέει μὲ αὐστηρὴ τὴν φωνή: Σὺ εἶσαι θεός, καὶ σένα πρέπει νὰ προσκυνοῦν οἱ ἄνθρωποι; Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ποὺ κατοικοῦσε ἐκεῖ φοβήθηκε τὸν Γεώργιο καὶ φανέρωσε τὴν ἀλήθεια: Δὲν εἶμαι ἐγὼ θεός, ἀλλὰ καὶ οὔτε καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ κατοικοῦν ἐδῶ. Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἐμεῖς εἴμαστε δαίμονες καὶ παραπλανοῦνται μὲ μᾶς οἱ ἄνθρωποι. Ὁ Ἅγιος τοὺς ἐπιτίμησε ἐπειδὴ ἐξαπατοῦν τοὺς ἀνθρώπους: Πῶς τολμάτε νὰ παραμένετε ἐδῶ, ἀφοῦ μπῆκε ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Καὶ εὐθὺς ἔγινε μεγάλη ταραχή. Ἄγρια βογγητά, φωνὲς ἀπελπισμένες, κλάματα ἀκούστηκαν, λὲς καὶ μούγκριζαν τὰ θηρία τοῦ δάσους. Ἐνῶ οἱ δαίμονες δραπέτευαν, φόβος κυρίευσε τὶς ψυχὲς τῶν παρευρισκομένων. Καὶ ὁ ναὸς νὰ σείεται συθέμελα, καὶ τὰ εἴδωλα νὰ κατακρημνίζονται μόνα τους, δίχως νὰ τὰ πειράξει κανείς. Τὰ συνέτριψαν ὁ λόγος τοῦ μεγάλου Ἁγίου και τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ βασιλιάς, καὶ ἡ συνοδεία του δαιμονίστηκαν ἀπὸ τὴν ντροπή, καὶ τὸν πληγωμένο ἐγωϊσμό τους. Ἀντιθέτως οἱ πιστοί, χαίροντα, καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Θεό. Ἀγριεμένος ὁ Διοκλητιανός, ὑβρίζει σκαιότατα τὸν θεοφόρο Ἅγιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἄφοβος πάντα τοῦ ἐπισημαίνει ὅτι ἔκαμε τὴν θυσία του στὸν Χριστό, γιὰ αὐτὸ καὶ γκρεμίστηκαν οἱ ψεύτικοι θεοί τους, ἀνίκανοι ὄντες νὰ προστατεύσουν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτόν τους.
* * *
Γεμάτη ἀπὸ φόβο Θεοῦ ἡ βασίλισσα Ἀλεξάνδρα, πλησιάζει τὸν σύζυγό της καὶ φωνάζει δυνατά: Ὁ Θεός, τοῦ ἀηττήτου Γεωργίου, ἂς μὲ συγχωρήσει τὴν ἁμαρτωλὴ γιὰ ὅ,τι κακό, ἔκανα μέχρι τώρα ποὺ ζοῦσα στὴν ἁγνοια. Μνήσθητί μου Κύριες τῆς τελευταίας μου μεταβολῆς, καὶ δός μου τόπον πλησίον τοῦ ὑπηρέτη Σου Γεωργίου. Μέγα πλῆθος ἐμψυχωμένο ἀπὸ τὴν πίστι τῆς βασίλισσας Ἀλεξάνδρας, ζήτησε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ πίστεψε σὲ Αὐτόν.
Μπροστὰ σὲ αὐτὰ τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα, μένεα πνέοντες ὁ Διοκλητιανός, μὲ τὸν Μαγνέντιο καὶ τοὺς ἄλλους ἄρχοντες, διέταξε νὰ κρεμασθεῖ ἀπὸ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς της καὶ νὰ ξεσθεῖ. Ἡ Ἀλεξάνδρα, ἀφοῦ εἶχε κατηχηθεῖ ἀπὸ τὸν Γεώργιο, μὲ πίστη βαθειά, στὸν Χριστό, ἄρχισε νὰ προσεύχεται καὶ νὰ δοξάζει νοερῶς τὸ πανάγιον Ὄνομά Του. Ξεομένη, ἀτένιζε μόνον τὸν οὐρανό, δίχως νὰ βγάλει φωνή. Λέει στὸν Μάρτυρα: Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, εὐλόγησέ με σὲ αὐτὸ ποὺ κάνω. Ὁ δὲ γεωργὸς τῆς εὐσεβείας τῆς λέει: Ὑπόμεινον μικρόν, χαίρουσα, καὶ ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἁγία βάσταζε μὲ γενναιότητα. Ὕστερα τὴν ὑποβάλλουν σὲ νέο μαρτύριο, καὶ αὐτὴ μὴ ὑποφέρουσα τὸν πόνο, ρῶτᾶ μὲ ἀνησυχία τὸν Ἅγιο, τί νὰ κάνει ποὺ δὲν ἔλαβε τὸ βάπτισμα καὶ ἂν θὰ ἀνοιθεῖ ἡ θύρα τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ὁ πάνσοφος Μάρτυς τῆς λέει: Πορεύου Ἀλεξάνδρα στὸν Δεσπότη Χριστό καὶ ἔχεις τὸ Θεῖον Βάπτισμα διὰ τῆς πίστεως καὶ τοῦ αἴματός σου. Προσευχόμενη, ἔχοντας τὸν νοῦν της στὸν οὐρανὸ μὲ χαρά, θανατώθηκε μὲ ξίφος.
Κάποιο ἄλλο συναξάρι ἀναφέρει ὄτι, ἀποκαμωμένη καθὼς ἦταν ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία, παρέδωκε τὸ πνεῦμά της, προσευχόμενη μέσα στὴν φυλακή.
Τότε ἡ γλυκύτατη φωνὴ τοῦ Ἁγίου ἁπλώθηκε γύρω: Τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν...; (Ψαλμ. οϚ´ 14). Οἱ ἄρχοντες, ὅταν εἶδαν ὅτι δὲν πέτυχαν τίποτα, οὔτε μὲ τὰ βασανιστήρια οὔτε μὲ τὶς κολακεῖες, καὶ ὅταν ἐξευτελίζονταν καὶ οἱ ἴδιοι καὶ οἱ ψεύτικοι θεοί τους, ἀποφάσισαν μὲ διάταγμα τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἁγίου. Καὶ συζητοῦσαν μεταξύ των: Δὲν βλέπετε ὦ φίλοι ὅλους, μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσα νὰ τρέχουν πίσω ἀπὸ αὐτὸν τὸν πλάνο καὶ ἀπατεώνα; Σὲ ὅλην μου τὴν ζωή, πιὸ φοβερὸ καὶ ἀμείλικτο ἄνδρα δὲν ἔχω δεῖ. Μὲ τόλμη ἔπραξε σὲ ἐμᾶς, ὅσα κανεὶς ἄλλος ἐπὶ τῆς γῆς. Βαθύτατα συγκινημένοι ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς βασίλισσας, οἱ τρεῖς πιστοὶ δοῦλοί της Ἀπολλώ, Ἰσαάκιος καὶ Κορδᾶτος, παρουσιάστηκαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ τὸν ἤλεγξαν γιὰ τὸ κακό, ποὺ τῆς ἔκανε. Αὐτὸς δὲ ὁ παράνομος καὶ θεομάχος διέταξε τὸν μὲν Κορδᾶτο νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν, τὸν δὲ Ἀπολλὼ καὶ Ἰσαάκιο νὰ ρίξουν στὴν φυλακή. Ἐκεῖ παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὸν Θεό, ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν δίψα, καὶ ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τοὺς τρεῖς αὐτοὺς Ἁγίους Μάρτυρες, μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσά τους Ἀλεξάνδρα, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 21 Ἀπριλίου.
* * *
Ὅταν βγῆκε ἡ τελικὴ ἀπόφαση γιὰ τὸν νικηφόρο ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅταν τὴν ἔλαβε ἔψαλλε μὲ χαρά: Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἕργα Σου Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας! (Ψαλμ. ργ´ 25). Τὸ ἄκουσε ἡ ἁγία μητέρα του ὅτι ἐλήφθη ἡ φονικὴ ἀπόφασις καὶ ἀναγαλλίασε ἡ καρδίας της. Ἀτένιζε τὸν οὐρανὸ καὶ ἐδόξαζε μὲ εὐχαριστία τὸν Θεό: Κυρίε ὁ Θεός μου, σὲ εὐχαριστῶ καὶ τώρα ὅπως πάντοτε. Σὲ παρακαλῶ, πρόσδεξαι τὸν ἀγαπημένον μου υἱὸ Γεώργιο, τὸν γνήσιο δοῦλό Σου, ὅπως δέχτηκες τὴν θυσία τοῦ Ἀβραάμ, ὅταν Σοῦ ἔφερε τὸ παιδί του Ἰσαάκ. Πάρε τον στὴν ἐπουράνιο Βασιλεία Σου μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους Σου.
Ἡ θεία Πολυχρονία βρισκόταν διαρκῶς κοντὰ στὸ παιδί της. Καὶ στὴν φυλακή, καὶ στὸν τόπο τῶν μαρτυρίων. Φρόντιζε πάντα γιὰ τὴν ἐνίσχυσή του μὲ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τὸ πέρασε μὲ προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνία καὶ γονυκλίσιες.
Μόλις τελείωσε τὴν προσευχή της, πλησιάζει τὸν πολύαθλο γιό της καὶ τοῦ λέει:
Μακάρια καὶ ἅγια τὰ ἔργα τῆς πίστης σου παιδί μου, γιατὶ μιμήθηκες τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ προσευχήσου γιὰ μένα, ἐπειδὴ θὰ τελειώσω τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου πρὶν ἀπὸ σένα. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ σκληρὸς βασιλιάς, ὅτι ὁμιλεῖ στὸν Ἅγιο, τὴν καλεῖ κοντά του καὶ τὴν ἐρωτᾶ ποιὰ εἶναι. Καὶ αὐτὴ ἡ πανθαύμαστη μὲ ἀνδρεία ἀπαντᾶ: Πολυχρονία μὲ λένε καὶ εἶμαι χριστιανή, ὅπως καὶ ὁ γιός μου Γεώργιος, ποὺ νομίζεις ὅτι τιμωρεῖς, ἐνῶ αὐτὸς στεφανώνεται ἀπὸ τὸν Βασιλέα Χριστό. Ἀγριεμένος ὁ Διοκλητιανός, τὴν κατηγορεῖ: Σὺ τὸν ἐδίδαξες νὰ βρίζει τοὺς μεγάλους θεούς, χωρὶς νὰ προσκυνάει καὶ νὰ θυσιάζει σὲ αὐτούς. Ἡ γενναία ἀθλήτρια εἰρηνικὰ τοῦ λέει: Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ φωτίζουσα πάντα ἄνθρωπο ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμο. Ἐμεῖς βασιλιά, ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ μάθαμε νὰ λατρεύουμε τὸν ἀληθινὸ Θεό καὶ ὄχι τὰ εἴδωλα τῶν δαιμόνων.
Ὁ βασιλιὰς συγκράτησε τὸν θυμό του καὶ λέει στὴν θεοτίμητη Πολυχρονία νὰ σταματήσει τὶς ἀνοησίες καὶ νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς. Ἐὰν ὄχι, θὰ πεθάνει πολὺ πικρά, ὅπως καὶ ὁ μωρὸς γιός της Γεώργιος, ποὺ ὅπως ἀποφασίστηκε, θὰ ἀποκεφαλιστεῖ. Μὰ πάλι ἡ θεόσοφη Πολυχρονία ἀπαντᾶ μὲ σταθερότητα: Ἐγώ, ὅπως σοῦ εἶπα καὶ πρίν, εἶμαι καὶ παραμένω χριστιανή. Δὲν πιστεύω στοὺς δαίμονες, καὶ οὔτε πρόκειται νὰ θυσιάσω στὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ καὶ νὰ βασανίσεις τὸ σῶμά μου, ἐγὼ τὸ προσφέρω θυσία στὸν Θεό μου.
Πολὺ ὀργίστηκε ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ τύραννος καὶ πρόσταξε νὰ τὴν βασανίσουν ἀμέσως. Σὰν ἄγριοι λύκοι οἱ ποταποὶ ὑπηρέτες του ἄρπαξαν τὴν Ἁγία, τὴν τέντωσαν κατὰ γῆς καὶ τὴν ἔδερναν ἀλύπητα μὲ ὠμὰ βούνευρα. Ὅλο της τὸ σῶμα ἔγινε μιὰ πληγή. Ἀλλὰ ἡ γενναιότατη δούλη τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ κατὰ τὴν φύση ἦταν γυναίκα, εἶχε λογισμὸ ἀνδρικό. Εἶχε στραμμένο τὸν νοῦ της στὴν προσευχὴ μὲ θεῖο πόθο καὶ δόξαζε μὲ πολλὴ χαρὰ τὸν Κύριο. Ὅταν οἱ σκληροὶ δήμιοι κουράστηκαν πιά, εἶδαν ὅτι τὸ σῶμά της δὲν ἐσπάραζε, τὴν ἅφησαν γιὰ λίγο. Στὴ συνέχεια τὴν κρέμασαν πάνω σὲ ἕνα ξύλο καὶ τῆς ἔκαμαν ἀκόμα μεγαλύτερα βασανιστήρια. Κατέσχισαν τὶς σάρκες τοῦ ἱεροῦ ἀσκητικοῦ κορμιοῦ της μὲ σιδερένιες χειράγρες, τόσο πολύ, ποὺ φάνηκαν τὰ σπλάγχνα της. Ὕστερα πῆραν ἀναμμένες λαμπάδες, καὶ ἄρχισαν νὰ καίγουν τὶς πληγές της. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἐκείνη ἔμενε ἀσάλευτη στὴν πίστη της, καὶ ἀνδρεία στὸ λογισμό της. Εἶχε μέσα της τὸ θεῖον πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Τὸ γλυκοχάραμα τῆς τελευταίας ἡμέρας πλησίασε μὲ εὐλάβεια, προσκύνησε καὶ ἀσπάστηκε τὶς ἅγιες πληγὲς τῶν μεγάλων μαρτύρων τοῦ Θεοῦ. Τοὺς βρῆκε δοσμένους σὲ μυστικὴ προσευχή, ποὺ ἐκεῖνες τὶς ὧρες ἔγινε πιὸ βαθειά, καὶ πιὸ κατανυκτική. Κάποια στιγμή, ἦλθαν καὶ τὴν πῆραν. Τῆς φόρεσαν μὲ λαβίδες σιδερένια παπούτσια, τόσο πυρακτωμένα ποὺ πέταγαν σπίθες. Ἐκείνη ὅμως ἦταν ἀφοσιωμένη μόνο στὴν προσευχή. Οἱ πόνοι τώρα εἶναι φρικτοί, ἀνελέητοι, ἀλλὰ ἡ ψυχή της γεμάτη ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ νοῦς της ἀνεβασμένος στὸν οὐρανό. Ἕνα θεϊκὸ φῶς ὅλο γλυκύτητα, τὴν κάλυπτε καὶ μιὰ αὔρα μυρωμένη ὡς δρόσος Ἀεμών πλημύρισε τὸ χώρο γύρω. Μὲ τὴν παρηγοριὰ τοῦ Παρακλήτου νικᾶ ὅλους τοὺς πόνους καὶ τὰ μαρτύρια καὶ ἑνώνεται τῷ Παναχράντῳ Σώματι τοῦ Χριστοῦ. Θεώμενα πλέον ἔγιναν τὰ μέλη της, μέλη Χριστοῦ, τὰ φρικτά τε καὶ θεῖα! τὸ πρόσωπό της ἀκτινοβολεῖ ἀπὸ τὴν χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸ βλέμμα της ἀντιφεγγίζει τὴν εἰρήνη τοῦ θείου φωτός. Λὲς καὶ θεᾶται τὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Τόση ἡ ἐρωτικὴ φλόγα, καὶ τὸ θεῖον πύρωμα μέσα της, ὥστε λησμόνησε κόσμο καὶ σάρκα καὶ ὅλα τὰ μάταια πράγματα τοῦ κόσμου! Ἡ θεϊκὴ ἀγάπη καταλάμπει μὲ φῶς ὅλο τὸ εἶναί της. Τέλος, μόνο τὰ χείλη της ψιθυρίζουν μὲ δέος: Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου ἐν εἰρήνῃ. Ἔτσι ἡ ταπεινὴ Μάρτυς λάμπουσα παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή της καὶ κέρδισε τὴν αἰώνια χαρὰ τοῦ Παραδείσου. Τὸ τίμιο λείψανό της τὸ παρέλαβαν κρυφὰ οἱ χριστιανοί, καὶ τὸ ἔθαψαν δοξάζοντας τὸν Θεό.
Ὁ δὲ πανεύφημος καὶ μέγιστος Γεώργιος, πλημμυρισμένος θεία χαρά, γιὰ τὸ ἅγιο τέλος τῆς μητέρας του, δόξαζε ἀδιαλείπτως τὸν Κύριο. Ἀλλὰ ἦλθε ἡ ὥρα νὰ τὸν πάρουν καὶ ἐκεῖνον καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν ὁρισμένο τόπο. Κοντά του ὅλο τὸ ἐνθουσιώδες ἐκεῖνο πλῆθος, μὲ δάκρυα δακρυσμένα, πρὸσμενε νὰ δεῖ τὸ τέλος. Ὁ Ἅγιος ἦταν ἤρεμος, εἰρηνικός, σὰν νὰ πήγαινε σὲ χαρὰ μεγάλη. Ὅμορφος, ψηλός, λυγερός, μὲ χαρακτηριστικὰ ἀγγελικά. Τὰ μαλλιά του σγουρά, καὶ ἐκείνη ἡ δυνατὴ ματιά του ἡ πεντακάθαρη, ἔκρυβε μέσα της μιὰ καρδιὰ μικροῦ παιδιοῦ, γεμάτη ἀθωότητα καὶ ἀγάπη. Τὸ περπάτημά του σεμνό, καὶ συνάμα μεγαλόπρεπο, παλληκαρίσιο. Φάνταξε λές, καὶ φανερώθηκε μονομιᾶς ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ χάρη του ὁλόκληρη!
Τέλος, φθάνουν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ὁ Ἅγιος ζήτησε νὰ τὸν ἀφήσουν λίγο νὰ προσευχηθεῖ. Τοῦ τὸ ἐπέτρεψαν. Καὶ αὐτὸς ὁ μακάριος προσευχήθηκε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιάς του ἔχοντας τὸ θεῖο πρόσωπό του στραμμένο πρὸς τὸν οὐρανό: Δοξασμένος νὰ εἶσαι Κύριε ὁ Θεός μου, πρὸς ὃν κατέφυγον ἐκ νεότητός μου, ἡ ἐλπίδα καὶ τὸ στήριγμά μου σὲ τοῦτον τὸν ἀγῶνα, ὁ θεῖος ἔρωτας τῶν ἁγιασμένων ψυχῶν, ὁ παριδὼν πάντα τὰ ἁμαρτήματά μου. Δέσποτα Θεὲ ἐπουράνιε, ἔπιδε ἐπὶ τῇ ταπεινώσει μου, ἐπάκουσόν μου δέομαι, τῇ ὥρᾳ ταύτῃ, καὶ πρόσδεξαί μου τὴν ψυχὴ ἐν εἰρήνῃ, καὶ συναρίθμησόν με τοῖς ἀγαπηκόσι τὸ ἅγιον Ὄνομά Σου. Συγχώρησον δὲ καὶ τοῖς ἔθνεσιν, ὅσα εἰς ἡμᾶς διεπράξαντο, καὶ φώτισον Κύριε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας αὐτῶν εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τῆς σῆς ἀληθείας ὅτι πάντας θέλεις σωθῆναι. Ἐξαπόστειλον τοῖς ἐπικαλουμένοις σε βοήθειαν ἐξ ὕψους ἁγίου σου, δὸς αὐτοῖς τὸν φόβον σου καὶ τὸν πόθον τῆς εἰς τοὺς ἁγίους σου ἀγάπης, ἵνα τὴν μνήμην αὐτῶν ἐπιτελοῦντες μιμοῦνται τὴν πίστη καὶ ἀγάπην αὐτῶν ὅπως ἂν σὺν αὐτοῖς καταξιωθέντες τῆς ἐπουρανίου ζωῆς δοξάζωσί σου τὴν πολλὴν ἀγαθότητα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἔτι δὲ πρόσχες εἰς τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου καὶ παράσχου μοι τὴν αἴτησιν ταύτην, ἵνα πᾶς ἄνθρωπος ἐπικαλούμενος ἐν ἀνάγκαις, ἐν θλίψει, ἐν κινδύνῳ, ἐν πάσῃ ἀσθενείᾳ, ἐν λιμῷ, ἐν δικαστηρίῳ, ἐν φυλακῇ, ἐν κόσμῳ, ἐν πειρασμῷ, ἐν δυχερείαις πραγμάτων, τὴν βοήθειαν ἐμοῦ τοῦ δούλου Σου Γεωργίου... ῥῦσαι αὐτὸν Δέσποτα ἀπὸ πάσης θλίψεως καὶ ἀνάγκης. Σύντριψον τὸν σατανᾶν ἐν τάχει ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. Χάρισαι δὲ αὐτῷ πᾶν αἴτημα, ὅτι δεδοξασμένος εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Ἀφοῦ ἔκαμε μὲ εὐλάβεια τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ γονάτισε καὶ παρακάλεσε τὸν σπεκουλάτορα νὰ ἐκτελέσει τὴν βασιλικὴ διαταγή. Ὕψωσε τότε ἐκεῖνος τὸ σπαθί, καὶ ἔκοψε τὴν τιμία καὶ ἁγία κεφαλὴ τοῦ Γεωργίου, καθὼς ὁ ἴδιος τόσο ποθοῦσε. Καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τῶν χριστιανῶν ἔτρεξε πάνω στὸ ζεστὸ κορμί, μὲ θεῖο πόθο καὶ λαχτάρα, καὶ ἄλλοι μάζευαν ἀπὸ τὸ αἶμά του, ἄλλοι μόνο τὸ ἄγγιζαν καὶ δόξαζαν τὸν Θεό, ἄλλοι ξέσχιζαν μιὰ λωρίδα ἀπὸ τὰ ἱμάτιά του, καὶ ἄλλοι ἀσπάζονταν τὸ ἅγιο λείψανο! Ἀλλὰ οἱ στρατιῶτες τοὺς κτυποῦσαν καὶ τοὺς ἔδιωχναν!
Κρυφὰ σήκωσαν οἱ χριστιανοὶ τὸ πάντιμο λείψανό του καὶ τὸ ἔθαψαν μαζὶ μὲ αὐτὸ τῆς πανένδοξης μητέρας του Πολυχρονίας, σὲ τόπο ἐπίσημο. Ἦταν ἡμέρα Παρασκευή, 23 Ἀπριλίου, τοῦ ἔτους 303 μ.Χ. Κατὰ δὲ τὸν ὑπολογισμὸ τοῦ ἱστορικοῦ Εὐσεβίου, καὶ σύμφωνα μὲ τὸ μακεδονικὸ μηνολόγιο, ἀντιστοιχοῦσε στὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου τοῦ Πάσχα. Ἀναφέρεται ἀκόμα ὅτι ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Ἁγίου, Πασικράτης, ἐκτελώντας τὴν ἐπιθυμία τοῦ κυρίου του, παρέλαβε τὸ ἅγιο λείψανό του μαζὶ μὲ αὐτὸ τῆς μητέρας του, καὶ τὰ μετέφερε στὴν μητρικὴ γῆ, στὴν Λύδδα τῆς Παλαιστίνης.
Μετὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου, ἀποφυλάκισαν ὅλους τοὺς ἐκεῖ δέσμιους χριστιανούς, καὶ ἂν δὲν θυσίαζαν στὰ εἴδωλα, μὲ βασιλικὴ διαταγὴ τοὺς βασάνιζαν καὶ τοὺς θανάτωναν. Ἀνάμεσά τους ἦταν καὶ ὁ Εὐσέβιος, ὁ Νέων, ὁ Λεόντιος, ὁ Λογγῖνος καὶ ἄλλοι τέσσαρες μαζί, ποὺ τοὺς βασάνιζαν σκληρά, ἐπειδὴ ἔμεναν ἀκλόνητοι στὴν πίστη τους. Τοὺς ἔδεσαν, τοὺς χτύπησαν ἀφόρητα καὶ μετὰ τοὺς κρέμασαν καὶ ξέσχισαν τὸ σῶμά τους. Τέλος, τοὺς ἀποκεφάλισαν μὲ ξίφος. Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν στὶς 24 Ἀπριλίου καὶ εὐφραίνονται κοντὰ στὸν Δεσπότη Χριστό, ποὺ εἶπε: Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται. Καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θαυματουργοῦν σὲ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν στὴν χάρη τους.
* * *
Ὅταν ἔλαμψε ἡ εὐσέβεια στὸν κόσμο καὶ βασίλευσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἡ Ἁγία Ἑλένη ἡ μητέρα του, πῆγε μὲ πόθο ἱερὸ στοὺς Ἁγίους Τόπους. Μεγάλη ἦταν ἡ ἐπιθυμία της νὰ βρεῖ τὸν Τίμιο Σταυρὸ τοῦ Κυρίου καὶ νὰ κτίσει τὰ πανάγια προσκυνήματα. Πῆγε καὶ στὴν Λύδδα γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος καὶ Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Ἀπὸ μεγάλη εὐσέβεια καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Ἅγιον, ἔκτισε μεγαλοπρεπὴ καὶ ὡραιότατο ναὸ πρὸς τιμήν του. Ὅταν τελείωσε ὁ ναός, ὁ τότε ἀρχιερεύς, μὲ τὴν παρουσία κλήρου καὶ λαοῦ, ἀνεκόμισε τὸ σεπτὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου καθὼς πιθανότατα καὶ τῆς μητέρας του. Ἀλλά, τὶ θαῦμα μέγα! Βρῆκαν τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἀνέπαφο, ἄφθαρτο, ὁλόκληρο, μέσα σὲ μιὰ δυνατὴ καὶ ἄρρητη εὐωδία, ἐνῶ ἀπὸ τὸν τάφο ἀναπηδοῦσε μιὰ θεία λάμψη. Ρίγος ἱερὸ διαπέρασε τοὺς πιστούς, καὶ τὰ μάτια πλημύρισαν ἀπὸ δάκρυα πνευματικῆς ἀγαλλιάσεως. Ὅλοι σταυροκοπήθηκαν καὶ γονάτισαν νὰ προσκυνήσουν, δοξάζοντας τὸν Κύριο καὶ τὸν Ἅγιό Του. Κατάνυξη, πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἱερὴ συγκίνηση κατέκλυσε τὶς καρδιὲς ὅλων. Χέρια τίμια σήκωσαν εὐλαβικὰ τὸ εὐωδιάζον λείψανο μὲ ὕμνους καὶ δοξολογίες μὲ θυμιάματα καὶ φωτοχυσίες. Τὸ σεπτὸ σκήνωμα τοῦ Τροπαιοφόρου ἔλαμψε σὰν ἥλιος πάνω ἀπὸ τοὺς πιστούς. Ὁ οὐρανὸς τῆς Λύδδας λαμπύρισε. Φῶς ἱλαρόν, ἁγίας δόξης κατηύγασε ὁλόκληρη τὴν κτίση. Οἱ καρδιὲς τῶν ἐραστῶν τοῦ θείου Γεωργίου ἐμφοροῦνται τῆς αὐτοῦ ἀγάπης καὶ τοῦ κάλλους καὶ ἡδονῆς καὶ γλυκασμοῦ ἐπίπλανται τοῦ θείου, μετέχοντες τῆς δόξης, ἐν χαρᾷ πνευματικῇ, εὐφροσύνῃ τε ὑπερκοσμίῳ καὶ ἀγαλλιάματι. Ὅλα ἁγίασαν αὐτὴ τὴν ὥρα, καὶ ὅλοι γέμισαν μὲ παρηγοριά, μὲ τὸν Ἅγιο ποὺ θὰ τοὺς ἀποσκέπαζε ἀπὸ ἐδῶ καὶ μπρός.
Καὶ τοποθέτησαν τὸν πολύτιμο αὐτὸ θησαυρό, κατὼ ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, μέσα σὲ πολύτιμη θήκη, καὶ ἔκαναν τὰ ἐγκαίνια τοῦ μεγαλοπρεποῦς ναοῦ μὲ αὐτὴ τὴν κατάθεση τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἑορτάζομεν κατὰ παράδοση τὴν 3η Νοεμβρίου. Τὸ σεπτὸν σκήνωμα τοῦ Ἁγίου ἔμεινε ἀκέραιο καὶ εὐωδιάζον γιὰ πολλὰ χρόνια, ὡς μυροθήκη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πάμπολλα ἀπὸ τότε καὶ παράδοξα θαύματα καὶ ἰάσεις γίνονται στοὺς πιστούς ποὺ προσκυνοῦν καὶ ἐπικαλοῦνται τὸν Ἅγιο μὲ πίστη καὶ ἀγάπη. Τὸ ὄνομά του ἔγινε πασίγνωστο καὶ ἡ χάρις τῶν θαυμάτων του ἔφθασε ἴσαμε τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Καὶ ἔγινε ὁ ἁγιόλευκος καὶ ὑπερθαύμαστος Μάρτυς μέγας καὶ κοινὸς ἐυεργέτης πάντων τῶν Χριστιανῶν, καὶ πάσης τῆς οἰκουμένης. Ριζότομος τῆς δαιμόνων θρησκείας, καὶ φυτοκόμος τῆς τῆς Τριάδος λατρείας. Καὶ ἡ ἀγάπη του φθάνει πλούσια καὶ ἀπρόσκλητη παντοῦ, καὶ ἐκεῖ ἀκόμα ποὺ δὲν ὑπάρχει χριστιανός.
Ὁ σεβάσμιος γέροντας Ἰωσήφ, τὸν ὀνομάζει Τροπαιοφόρο τῆς Ἀγάπης, καὶ γράφει: Ἡ ἀγάπη του... εἶναι τόσο μεγάλη... ποὺ ἀγκάλιασε τὴν Εκκλησία, τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων στὰ τετραπέρατα τῆς οἰκουμένης. Τόση ἦταν ἡ ἀγάπη τῶν πιστῶν, ποὺ σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τοῦ κόσμου ἤθελαν νὰ ἔχουν κάτι δικό του. Τὰ ταξίδια βεβαίως ἦταν δύσκολα γιὰ νὰ πηγαίνουν συχνὰ στὸν τάφο του. Μετὰ ἀπὸ χρόνια, τὸ ἅγιο λείψανό του διαλύθηκε. Κύριος οἶδε πῶς, καὶ ἔτσι διαοιράστηκαν σὲ ὅλο τὸν κόσμο τμήματα τῶν λειψάνων του πρὸς εὐλογία καὶ ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν.
Ἐκεῖνος, ποὺ ὡραῖος ἐκ τοῦ Τάφου ἀνέτειλε, μᾶς ἄφησε νὰ καταλάβουμε ὡς ὄντως γλυκύκαρπον φυτὸν καρδιοτρόφον, πῶς μποροῦμε νὰ γευθοῦμε τὴν ἄκτιστη ὡραιότητα, τὸ θεῖον καὶ ἀΐδιον κάλλος...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ´.
Οἱ ἐπωνυμίες τοῦ Ἁγίου.
Ὑπάρχει συνήθεια νὰ δίνουμε διάφορα ἐπωνύμια στοὺς Ἁγίους μας, ἀπὸ εὐλάβεια ἢ ἀπὸ κάποιο θαῦμα, ἢ καὶ ἀπὸ ἄλλη αἰτία. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ὑπερέχει πάντων τῶν Ἁγίων στὰ ἐπωνύμια ποὺ Τῆς ἔδωσαν οἱ πιστοί. Ἐδῶ ἀνθολογήσαμε καὶ παραθέτουμε κάποια ἐπωνύμια τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀπὸ διαφόρους τόπους.
Στὸ Ὄφι τοῦ Πόντου, παλαιὰ ἔλεγαν τὸν Ἅγιο Ἁέρις. Ἐπίσης στὸν Πόντο, οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔλεγαν Ἁὲρτς ὁ Ζαντών, δηλαδὴ Ἅγιος Γεώργιος ὁ τρελλός, γιατὶ τοὺς τιμωροῦσε ἀφαιρώντας τους τὰ μυαλά. Στὴν Θράκη τὸν ὀνόμαζαν Ἀράπη ἤ Ἀρακλειανό (Ἡρακλειανό), ἐπειδὴ θαυματουργὴ εἰκόνα του βρισκόνταν στὴν Ἡράκλεια τῆς Προποντίδος. Ἀράπη δὲ γιὰ τὸν λόγο ὅτι ὁ Ἅγιος παρουσιάζεται μαῦρος σὲ αὐτὴν τὴν εἰκόνα, ποὺ εἶναι ἀνάγλυφη ἀπὸ μαύρη πέτρα, ἤ ἀπὸ σκληρὸ ξύλο. Στὸ Θησεῖο, ἔλεγαν τὸν Ἅϊ-Γιώργη Ἀκαμάτη, ἐπειδὴ οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐπέτρεπαν νὰ τελεῖται στὴν ἐκκλησία του Θεία Λειτουργία παρὰ μόνον στὴν ἑορτή του, τὴν 23 Ἀπριλίου.
Οἱ παλαιότεροι συνήθιζαν νὰ τὸν προσφωνοῦν Ἀφέντη Ἅϊ-Γιώργη. Στὴν Καστοριὰ κυρίως, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα μέρη, εἶναι γνωστὸς ὥς Ἅϊ-Γιώργης ὁ Γοργός. Καὶ τοῦτο γιατὶ εἶναι πολὺ ταχὺς Ἅγιος στὴν βοήθεια αὐτῶν ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται, ὅπως λέγουν καὶ τὰ τροπάριά του: ἡ ταχυτάτη βοήθεια, ἡ ταχεῖα ἐπίσκεψις, ταχινὲ προστάτα. Στὴν Κρήτη εἶναι πολὺ γνωστὸς ὁ Ἅϊ-Γιώργης ὁ Διασορίτης καὶ σχετίζεται ἴσως μὲ τὴν λατρεία τοῦ Δία (Διός-ἱεροῦ). Μιὰ ἄλλη ἐπωνυμία εἶναι Δυσουρίτης, θεραπεύει δηλαδὴ τὴν δυσουρία. Τοιχογραφία τοῦ Ἅϊ-Γιώργη τοῦ Δυσουρίτη ὑπάρχει στὴν Μονὴ Ξενοφῶντος.
Στὴν Ἴμβρο ἔχουμε τον Ἅϊ-Γιώργη τὸν Ζοῦρο, ἐπειδὴ θεραπεύει τὴν ζοῦρα, τὴν φυματίωση, τὸν μαρασμό, σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀφήνουν στὸ ἐκκλησάκι του τὰ ρακή τους.
Συνηθισμένα ἐπωνύμια εἶναι ακόμα Θαυματουργός, Τροπαιοφόρος, Μέγας ἢ Μεγάλος. Τὸν ὀνόμασαν ἔτσι ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ κάνει σὲ ὅποιον μὲ πίστη τὸν ἐπικαλεῖται. Ἐπίσης, ἐπειδὴ ἔστησε πολλὰ τρόπαια, δηλαδὴ νίκες καὶ θριάμβους στὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ὡς ἀξιωματικός. Ἀλλὰ κυρίως στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅπου θριάμβευσε ἐναντίον τοῦ κακοῦ καὶ νίκησε τὸν διάβολο. Καὶ Μέγας ἐπειδὴ θεωρεῖται ὁ μεγαλύτερος καὶ κορυφαῖος τῶν ἀθλητῶν καὶ Μαρτύρων.
Στὴν Κάσο ὀνομάζεται Ἅϊ-Καλλάρης, ἐνῶ ἀλλοῦ Ἅϊ-Καβαλάρης, ἐπειδὴ εἶναι ἔφιππος Ἅγιος. Ἄλλοι τὸν προσφωνοῦν Ἅϊ-Γιώργη Καππαδόκη, τὸπο καταγωγῆς του καὶ πατρίδα τοῦ πατέρα του. Καλεῖται ἀκόμα καὶ Παλαιστίνιος, ἀπὸ τὸ τοπο καταγωγῆς τῆς μητέρας του.
Στὴν πολη τῆς Χίου καὶ στὴ θέση Λίμνη ὑπάρχει ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Καταδότη. Ἐκεῖ συγκεντρώθηκαν οἱ χριστιανοὶ νὰ συννενοηθοῦν γιὰ τὴν ἐπανάσταση κατὰ τῶν Γενουατῶν. Κάποιος ὅμως τοὺς κατέδωσε καὶ ἐσφάγησαν ὅλοι.
Στὴν Πρίγκηπο ὀνομάζεται Κουδουνᾶς, καὶ τοῦτο διότι στὴν εἰκόνα του ἀπεικονίζονται κουδούνια, σύμβολα τῆς παραφροσύνης, τὴν ὁποίαν ὅλοι πιστεύουν ὅτι θεραπεύει. Ἐκεῖ ἂν θέλουν νὰ ποῦν γιὰ κάποιο ὅτι δὲν εἶναι καλά, λένε: αὐτὸς εἶναι γιὰ τὸν Κουδουνᾶ.
Τὴν γιορτή του, 3 Νοεμβρίου, τὴν ὀνομάζουν· τοῦ Κρασᾶ, ἢ τοῦ Μεθυστῆ, ἐπειδὴ προφανῶς τὴν ἡμέρα αὐτὴ γινόταν τὸ ἄνοιγμα τῶν νέων κρασιῶν.
Στὴν Κύπρο λέγεται Ἅϊ-Γιώργης τοῦ Σπόρου, ἤ ἀλλοῦ τοῦ Σποράρη, γιατὶ ἀπὸ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀρχίζει ἡ σπορὰ τῶν δημητριακῶν ἀπὸ τοὺς γεωργούς.
Στὰ Ψωμαθιὰ τῆς Πόλης ὑπάρχει ναὸς τοῦ Ἁγίου, στὸν αὐλόγυρο τοῦ ὁποίου παλιὰ ἦταν ἕνα μεγάλο κυπαρίσσι ποὺ κάηκε τὸ 1782. Ἀπὸ αὐτὸ ἔλεγαν τὸν Ἅγιο Κυπαρισσᾶ. Τὸ 1883 καὶ αὐτὸ γιὰ τὴν ἱστορία, ὁ Πατριάρχης Κωνστάντιος φύτεψε ἕνα νέο κυπαρίσσι.
Σὲ πολλὲς περιοχὲς ὁ Ἅγιος θεωρεῖται προστάτης τῶν ψαράδων καὶ συχνὰ τὸν παρακαλοῦν νὰ τοὺς βοηθήσει στὴν ψαριά. Καὶ ὅταν δὲν πάει καλὰ ἡ ψαριά, τὸν λένε Παξιμαδοκλέφτη.
Σὲ ἕνα χωριὸ τῆς Μεσσηνίας τὰ Γιαννιτσά, κοντὰ στὸ ναό του φαίνονται ἴχνη ἀπὸ πέταλα, ποὺ ὅλοι πιστεύουν πῶς εἶναι τοῦ ἀλόγου του, καὶ γιὰ αὐτὸ τὸν λένε Πεταλωτῆ.
Σὲ διάφορες περιοχὲς τὸν καλοῦν Ἅη-Στρατηγό, γιὰ τὸ ἀξίωμα φαίνεται ποὺ εἶχε. Στὴν Κρήτη ὅταν κάποτε ἔκτιζαν ἕνα ναό του, μερικοὶ πῆγαν νὰ ψαρέψουν γιὰ νὰ ταίσουν τοὺς ἐργάτες. Καὶ ἔπιασαν τόσα πολλὰ ψάρια ποὺ ὀνόμασαν καὶ τὴν ἐκκλησία του· τοῦ Ἅϊ-Γιώργη τοῦ Ψαροπιάστη.
Στὸ Ἅγιο Ὄρος ὑπάρχει κελλὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Φανερωμένου. Πρόκειται γιὰ ἕνα κελλὶ ἀπομακρυσμένο ἀπὸ τὶς Καρυές. Πρὶν ἀπὸ 200 τόσα χρόνια, μία νύκτα, πήγαν ληστὲς μὲ σκοπὸ νὰ κλέψουν τὰ δυὸ γεροντάκια ποὺ ἔμεναν ἐκεῖ. Τοὺς ἄνοιξε μὲ καλωσύνη ἕνας νέος καὶ τοὺς πῆγε στὸ ἀρχονταρίκι, ἴσαμε νὰ φωνάξει τὸν Γέροντα. Περίμεναν γιὰ πολὺ οἱ κλέφτες καὶ ἀφοῦ δὲν εἶδαν κανέναν εἶπαν νὰ ἀρχίσουν τὴν ληστεία. Ἀλλὰ τότε κατάλαβαν ὅτι ἦταν ἀοράτως δεμένοι. Ἀπὸ τὶς φωνές, σηκώθηκαν οἱ Γέροντες καὶ τοὺς εἶδαν. Ὅταν ἔμαθαν τί συνέβη, ἔφεραν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ οἱ ληστὲς ἀναγνώρισαν τὸ παλληκάρι ποὺ τοὺς ἄνοιξε. Καὶ ἀμέσως μετανοημένοι ἔπεσαν καὶ προσκύνησαν τὸν Ἅγιο. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς πῆγε καὶ ἀσκήτεψε τὰ Καρούλια, ὅπου καὶ ἔκτισε τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ θαῦμα, τὸ κελλὶ πῆρε τὸ ὄνομα: Ἅγιος Γεώργιος Φανερωμένος.
Πολλὲς φορὲς δίνουν στὸν Ἅγιο τὸ ὄνομα τοῦ κτήτορος τοῦ ναοῦ, π. χ. ὁ Ἅϊ-Γιώργης ὁ Μαχαιρᾶς, ἢ ὁ Ἅϊ-Γιώργης ὁ Τραχύς· καὶ οἱ δύο αὐτοὶ ναοὶ βρίσκονται στὴν Νάξο. Καὶ ὁ μὲν ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἀνήκει στὴν οἰκογένεια τῶν Μαχαιράδων, ὁ δὲ ἄλλος σὲ κάποιον ὀνόματι Τραχύ. Στὴν Πόλη ὑπάρχει ὁ Ἅϊ-Γιώργης ὁ Ἀγριδιανός (Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοὶ Πίνακες, Κωνσταντινούπολις 1885-90, σελ. 551), ἐνῶ στὴν Χίο τὸν καλοῦν Πεζόστρατο ἢ Κητοκτόνο (Γ. Σωτηρίου, Βυζαντινὰ μνημεῖα Κύπρου, Ἀθήνα 1935, πίν. 103).
Κατὰ τόπους ἔχουν δώσει στὸν Ἅγιό μας πολλὲς ἐπωνυμίες. Ἀπὸ αὐτὲς ἀναφέραμε ἐνδεικτικὰ λίγες μόνον ἐδῶ.
Σχόλιο Ιστολογίου Κατάνυξις: Σαν να μην έφτανε η σκανδαλιστική παρουσία του οικουμενικού Πατριάρχη στο Taize, το γνωστό Οικουμενιστικό μόρφωμα που αυτοαποκελείται μοναστική αδελφότητα, στις 25 Απριλίου, έπεσε σαν βόμβα και ακόλουθη είδηση:
«O Oικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος θα μεταβεί στην Αίγυπτο μαζί με τον Πάπα Φραγκίσκο στις 28 και 29 Απριλίου», γράφει στην διαδικτυακή της έκδοση η ιταλική εφημερίδα Λα Στάμπα.
Για άλλη μια φορά ο ανθρώπινος πόνος, που προκαλούν οι πόλεμοι και η τρομοκρατία, τα ειδεχθέστερα των επιτευγμάτων του πολιτισμού μας, χειραγωγεί τη συνείδηση των πιστών και θεμελιώνει την Οικουμενιστική Βαβέλ της Παγκοσμιοποίησης, δηλαδή τον Οικουμενισμό.
Η θλίψη η προσευχή και η συμπόνοια στον πάσχοντα συνάνθρωπο, δεν πρέπει να ταυτίζεται με την επιχειρούμενη ισοπέδωση των δογματικών μας διαφορών με τους αιρετικούς και την ομογενοποίησή μας με τους αλλοθρήσκους.
Πώς εννοεί ο Οικουμενικός Πατριάρχης την προσφορά του εκεί, ποδοπατώντας τους Ιερούς κανόνες και τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας, ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΩΣ;
Ποια η ευαισθησία που ευαγγελίζεται, όταν με την Συνοδική εισαγωγή της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, την οποία ο ίδιος εισάγει, θα είναι υπεύθυνος για την απώλεια χιλιάδων ψυχών;
''τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;'' (Ματθ. 16, 25)
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης και ο Πάπας Φραγκίσκος θα επισκεφθούν μαζί την Αίγυπτο
«O Oικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος θα μεταβεί στην Αίγυπτο μαζί με τον Πάπα Φραγκίσκο στις 28 και 29 Απριλίου», γράφει στην διαδικτυακή της έκδοση η ιταλική εφημερίδα Λα Στάμπα.
Όπως γράφει η εφημερίδα του Τορίνο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης προσκλήθηκε από τον Μεγάλο Ιμάμη του Αλ 'Αζχαρ. «Πρόκειται για μια σημαντική παρουσία, για μια κοινή μαρτυρία ενότητας των χριστιανών, με ένα μήνυμα ειρήνης προς όλο τον κόσμο, σε αυτή την δύσκολη φάση, κατά την οποία πνέουν άνεμοι πολέμου», γράφει η Λα Στάμπα.
«Ο Πάπας Φραγκίσκος και ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα σταθούν δίπλα στον Πατριάρχη της Κοπτικής εκκλησίας, Πάπα Θεόδωρο τον Β', η χριστιανική κοινότητα του οποίου επλήγη θανάσιμα από τις τρομοκρατικές επιθέσεις των φονταμενταλιστών», προσθέτει η ιταλική εφημερίδα.
Στο άρθρο αναφέρεται, επίσης, ότι ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας προσκλήθηκε από τον Μεγάλο Ιμάμη του Αλ 'Αζχαρ να πάρει μέρος στην διεθνή διάσκεψη για την ειρήνη, κατά την οποία θα πάρουν τον λόγο και ο Πάπας με τον ίδιο τον ιμάμη.
Η είδηση της μετάβασης του Οικουμενικού Πατριάρχη στο Κάιρο επιβεβαιώθηκε στην εφημερίδα και από πηγές που διατηρούν στενές σχέσεις με το Φανάρι.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Κατάνυξις
Καί πῶς εἶναι ἤ πῶς γίνεται μέσα μας ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί μέ αὐτήν ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς. Ἐπίσης ποιό εἶναι τό μυστήριο αὐτῆς τῆς ἀναστάσεως. Λέχθηκε μετά τό Πάσχα, τή Δευτέρα τῆς δευτέρας ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα.
Ἥκω τὸ περιλειφθὲν ὄφλημα καταβαλεῖν ἐπειγόμενος. Εἰ γὰρ καὶ πένης εἰμὶ, ἀλλὰ τὴν εὐγνωμοσύνην ὑμῶν ἐκβιάζομαι. Ὑπεσχόμην ὑποδεικνύναι τοῦ Θωμᾶ τὴν ἀπιστίαν· καὶ δὴ πάρειμι ταύτην ἀποδώσων ὑμῖν· προθυμοῦμαι γὰρ τὰς πρώτας ὀφειλὰς πρῶτον ἀποτιννύειν, ἵνα μὴ τοῖς ἐπισυναγομένοις τόκοις κατασχεθῶ. Συμπράξατε οὖν μοι πρὸς τὴν τοῦ χρέους καταβολὴν, καὶ καθικετεύσατε τὸν Θωμᾶν, ἵνα τὴν ἁγίαν αὐτοῦ δεξιὰν τὴν ἁψαμένην τῆς τοῦ Δεσπότου πλευρᾶς τοῖς ἐμοῖς χείλεσιν ἐπιθεὶς, νευρώσῃ μου τὴν γλῶτταν πρὸς τὴν ἐξήγησιν τῶν ποθουμένων ὑμῖν. Ἐγὼ δὲ ταῖς πρεσβείαις τοῦ ἀποστόλου καὶ μάρτυρος Θωμᾶ θαῤῥῶν, κηρύττω τὴν προτέραν ἀμφιβολίαν αὐτοῦ, καὶ τὴν δευτέραν ὁμολογίαν, τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν κρηπῖδα τυγχάνουσαν καὶ θεμέλιον. Εἰσελθόντος τοῦ Σωτῆρος πρὸς τοὺς ἑαυτοῦ μαθητὰς κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καὶ πάλιν ἐξελθόντος ὥσπερ εἰσῆλθεν, ὁ Θωμᾶς ἀπελιμπάνετο μόνος. Ἦν δὲ καὶ τοῦτο θείας οἰκονομίας ἔργον, ὥστε τὸν χωρισμὸν τοῦ μαθητοῦ πρόξενον γενέσθαι πλείονος ἀσφαλείας καὶ βεβαιότητος. Εἰ γὰρ παρῆν ὁ Θωμᾶς, οὐκ ἂν πάντως ἀμφέβαλλεν· εἰ δὲ μὴ ἀμφέβαλλεν, οὐκ ἂν περιέργως ἐζήτησεν· εἰ δὲ μὴ ἐζήτησεν, οὐκ ἂν ἐψηλάφησεν· εἰ δὲ μὴ ἐψηλάφησεν, οὐκ ἂν Κύριον καὶ Θεὸν ἀνηγόρευσεν· εἰ δὲ μὴ Κύριον καὶ Θεὸν τὸν Χριστὸν ἀπεκάλεσεν, οὐκ ἂν ἡμεῖς οὕτως αὐτὸν ἀνυμνεῖν ἐδιδάχθημεν. Ὥστε καὶ μὴ παρὼν ὁ Θωμᾶς ἡμᾶς πρὸς τὴν ἀλήθειαν ἐποδήγησε, καὶ παραγενόμενος ὕστερον βεβαιοτέρους περὶ τὴν πίστιν ἐποίησεν. Ἔλεγον τοίνυν οἱ μαθηταὶ τῷ Θωμᾷ τελευταῖον ἐπεισελθόντι, Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον, ἑωράκαμεν τὸν εἰπόντα, Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ἑωράκαμεν τὸν εἰπόντα, Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθειᾳ· καὶ τῶν λόγων τὴν ἀλήθειαν εὕρομεν τοῖς πράγμασι λάμπουσαν· ἑωράκαμεν τὸν εἰπόντα, Μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι· καὶ τὴν ἀνάστασιν ἰδόντες, τὸν ἀναστάντα προσεκυνήσαμεν· ἠκούσαμεν αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς εἰπόντος, Εἰρήνη ὑμῖν, καὶ τὴν ζάλην τῆς λύπης πρὸς γαλήνης εὐφροσύνην ἐτρέψαμεν· ἐθεασάμεθα τὰς χεῖρας αὐτοῦ τὰς ὑποδεξαμένας τὰς τῶν ἥλων ἀκμάς, ἐθεασάμεθα τὰς χεῖρας τὰς καταβοώσας τῆς λύσσης τῶν θεομάχων κυνῶν, ἐθεασάμεθα τὰς χεῖρας τὰς ὑφανάσας τὴν ἀφθαρσίαν ἡμῖν, ἐθεασάμεθα καὶ τὴν πλευρὰν τὴν παντὸς κήρυκος λαμπρότερον βοῶσαν τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ πληγέντος· αὐτὴν ἐθεασάμεθα τὴν πλευράν, ἣν ὑμνοῦσιν ἄγγελοι, καὶ σέβουσιν οἱ πιστεύοντες, καὶ δαίμονες φρίττουσιν. Ὑπεδεξάμεθα καὶ φύσημα θεῖον ἐκ τοῦ θείου στόματος αὐτοῦ, φύσημα πνευματικόν, φύσημα πάσης χάριτος χορηγόν. Ἐχειροτονήθημεν ἐκ τοῦ Δεσπότου δεσπόται τῆς τῶν πλημμελημάτων ἀφέσεως· ἐγενόμεθα καὶ κύριοι τῆς τῶν ἁμαρτωλῶν κρίσεως, τοιοῦτον ῥῆμα παρ᾿ αὐτοῦ δεξάμενοι σύνθημα· Ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Τοιούτων λόγων κατετρυφήσαμεν τοῦ Σωτῆρος, τοιούτων δωρεῶν ἀπηλαύσαμεν· οὐ γὰρ ἐνῆν ἡμᾶς μὴ πλουτισθῆναι πλουσίου περιτυχόντας Δεσπότου· σὺ δὲ μό- νος πτωχὸς ἔμεινας μὴ παρών. Τί οὖν πρὸς αὐτοὺς ὁ Θωμᾶς; Ἑωράκατε τὸν Κύριον; καλῶς. Οὐκοῦν ὃν ἐθεάσασθε, μειζόνως σέβεσθε· ὃν κατωπτεύσατε, κηρύττοντες διαγίνεσθε. Ἐγὼ δὲ Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Ἀλλ᾿ ὑμεῖς οὐκ ἂν ἐπιστεύσατε, εἰ μὴ πρῶτον ἐθεάσασθε· οὕτω κἀγὼ, ἐὰν μὴ ἴδω, οὐ πιστεύσω. Ἐπίμεινον, ὦ Θωμᾶ, τῷ τοιούτῳ πόθῳ, σπουδαίως ἐπίμεινον, ἵνα σοῦ βλέποντος ἐγὼ βεβαιωθῶ τὴν ψυχήν· ἐπίμεινον, ζητῶν τὸν εἰπόντα, Ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε· μὴ παρέλθῃς ἁπλῶς ἐρευνῶν, ἐὰν μὴ εὑρήσῃς ὃν ζητεῖς θησαυρόν· ἐπίμεινον κρούων τὴν θύραν τῆς ἀναντιῤῥήτου γνώσεως. ἕως ἂν ὑπανοίξη σοι ταύτην ὁ εἰπών· Κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν. Φιλῶ σου τὴν διχόνοιαν τῶν λογισμῶν, ὡς πᾶσαν διχόνοιαν τέμνουσαν· ἀγαπῶ σου τὸν φιλομαθῆ τρόπον, ὡς πᾶσαν φιλονεικίαν ἐκκόπτοντα· ἡδέως ἀκούω σου πολλάκις λέγοντος· Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, οὐ μὴ πιστεύσω. Σοῦ γὰρ ἀπιστοῦντος, ἐγὼ πιστεύειν διδάσκομαι· σοῦ τῇ δικέλλῃ τῆς γλώττης ὀρύττοντος τὰς τοῦ θείου σώματος ἀρούρας, ἐγὼ τὸν καρπὸν ἀπόνως θερίζω καὶ σωρεύω πρὸς ἐμαυτόν. Ἐὰν μὴ ἴδω τούτοις μου τοῖς ὀφθαλμοῖς τοὺς ἐν ταῖς ἁγίαις αὐτοῦ χερσὶν αὔλακας, οὓς ἠροτρίασαν οἱ δυσσεβεῖς, οὐδαμῶς τοῖς ὑμετέροις συνθήσομαι ῥήμασιν· ἐὰν μὴ βάλω τοῦτόν μου τὸν δάκτυλον εἰς τὰ κοιλώματα τῶν ἥλων, οὐκ ἂν τὸ ὑμέτερον Εὐαγγέλιον παραδέξωμαι· ἐὰν μὴ κρατήσω ταύτῃ μου τῇ χειρὶ τὴν πλευρὰν ἐκείνην, τὴν ἀνύποπτον μάρτυρα τῆς ἀναστάσεως, οὐκ ἂν τῷ ὑμετέρῳ πιστεύσοιμι δόγματι. Ἅπας γὰρ λόγος κεκτημένος τὴν ἀπὸ πάντων πραγμάτων συνηγορίαν, ἰσχυρὸς ὑπάρχει καὶ βέβαιος· πᾶσα δὲ φωνὴ τῆς ἀπὸ τῶν ἔργων μαρτυρίας ἐστερημένη, ἐστὶν ἐξίτηλος, ἐκ τῶν χειλέων εἰς τὸν ἀέρα χεομένη. Μέλλω κηρύττειν τοῖς ἀνθρώποις τοῦ διδασκάλου τὰ θαύματα· πῶς οὖν ἃ μὴ παρέλαβον τοῖς ὀφθαλμοῖς, ταῦτα τοῖς λόγοις ἐξείπω; πῶς πείσω τοὺς ἀπίστους πιστεῦσαι, οἷς οὔτε αὐτὸς τέως παρηκολούθησα; Εἴπω τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς Ἕλλησιν, ὅτι Σταυρούμενον μὲν τὸν ἐμὸν Δεσπότην τεθέαμαι, ἀναστάντα δὲ οὐκ εἶδον, ἀλλ᾿ ἤκουσα; καὶ τίς οὐ γελάσει μου τὴν φωνήν; τίς οὐ διαπτύσει τὸ κήρυγμα; Ἕτερον γάρ ἐστιν ἀκοὴ, καὶ ἕτερον ὄψις· καὶ ἕτερόν ἐστι λόγων ἀπαγγελία, καὶ ἄλλο πραγμάτων θέα καὶ πεῖρα. Οὕτως ἀμφίβολον κεκτημένου τὴν γνῶσιν τοῦ Θωμᾶ, μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ὁ Δεσπότης πρὸς τοὺς ἑαυτοῦ μαθητὰς συνηθροισμένους ὁμοῦ παρεγένετο. Ἀφῆκε τὸν Θωμᾶν ἐν ταῖς μέσαις ἡμέραις κατηχηθῆναι πρῶτον ὑπὸ τῶν ἑταίρων αὐτοῦ, συνεχώρησεν αὐτὸν ἐκκαῆναι τῷ δίψει τῆς θέας αὐτοῦ· καὶ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ σφοδρῶς ἀναφλεχθείσης τῷ πόθῳ τῆς ὄψεως, τότε λοιπὸν εὐκαίρως ὁ ποθούμενος τὸν ποθοῦντα κατέλαβεν. Ὁμοίως δὲ, καθάπερ τὸ πρὶν, τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, τοῦτο πεποίηκε, καὶ πάλιν, καθάπερ καὶ πρότερον, εἶπεν αὐτοῖς, Εἰρήνη ὑμῖν, ἵνα καὶ τοῦ πράγματος καὶ τοῦ θαύματος ᾖ ταυτότης, καὶ τῶν ἀποστόλων τὴν ἐπαγγελίαν βεβαιώσῃ, καὶ παραστήσῃ τῆς δευτέρας αὐτοῦ ἐπελεύσεως τὸ ἀκριβές. Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου. Ὢ φιλανθρωπίας ἀπεράντου ὕψος! ὢ συγκαταβάσεως ἀμετρήτου πέλαγος! Οὐκ ἀνέμεινε τὴν πρόσοδον τοῦ μαθητοῦ, οὐ περιέμεινε τὸν δεόμενον προσελθεῖν καὶ δεηθῆναι καὶ τυχεῖν ὧν ἐβούλετο, οὐκ ἀπεστέρησεν αὐτὸν οὐδὲ πρὸς βραχὺ τῆς εὐχῆς, ἀλλ᾿ αὐτὸς ὁ ἐρώμενος τὸν ἐραστὴν πρὸς τὸν ποθούμενον ἐβίαζεν, αὐτὸς τῇ φωνῇ τὸν δάκτυλον τοῦ ποθοῦντος πρὸς αὐτὸν ἐπεσπάσατο, αὐτὸς τῇ Δεσποτικῇ γλώττῃ τὴν δουλικὴν δεξιὰν εἵλκυσεν εἰπὼν πρὸς αὐτόν· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου. Ἤκουσα, Θωμᾶ, μὴ παρὼν ὡς ἄνθρωπος, ἀλλὰ παρὼν ὡς Θεὸς, ἅπερ ἐλάλησας πρὸς τοὺς σοὺς ἀδελφούς· παρήμην ὑμῖν τῇ θεότητι, κεχωρισμένος ὑμῶν τῇ ἀνθρωπότητι. Θέλεις ὑπομνήσω σοι τῶν εἰρημένων πρώην ῥημάτων; οὐκ εἶπας, Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τόπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω; οὐ ταῦτα τὰ ῥήματα διὰ τῶν σῶν ἐῤῥύη χειλέων; οὐ ταῦτα τὰ ῥήματα τυγχάνει τῶν σῶν λογισμῶν; Διὰ ταῦτα πάλιν ἐλήλυθα, δι᾿ ἅπερ ἀμφιβάλλεις· τοῦτο δεύτερον ἐπλησίασα, δι᾿ ἅπερ ἐπιθυμεῖς, ἀφῖγμαι. Καὶ νῦν διὰ σὲ τὸν ἕνα παρεγενόμην πρὸς σὲ, ὁ διὰ τὸ πλανώμενον πρόβατον κατελθὼν ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ τοὺς οὐρανοὺς μὴ καταλιπών. Μὴ τοίνυν αἰσχυνθῇς μαθεῖν ἃ ποθεῖς, μὴ ἐντραπῇς περιεργάσασθαι ἅπερ ἐπιζητεῖς· μὴ παραιτήσῃ τὸν σὸν δάκτυλον ἐπιβαλεῖν ταύταις μου ταῖς χερσίν. Ἀνέχομαι καὶ δακτύλου περιέργου, ὡς ἠνεσχόμην τῶν ἥλων· ὑπομένω τοῦ φιλοῦντος τὴν περιεργίαν, ὡς ὑπέμεινα τὴν τῶν μισούντων ἐπήρειαν· σταυρούμενος ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν οὐκ ἠγανάκτησα, καὶ παρὰ σοῦ ἐρευνώμενος οὐχ ὑποίσω, Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου τὰς τραυματισθείσας ὑπὲρ ὑμῶν, ἵνα θεραπευθῶσιν οἱ μώλωπες τῶν ὑμετέρων ψυχῶν· ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ λόγισαι κατὰ σαυτόν, πότερον ἐκεῖνός εἰμι ὁ σταυρωθεὶς ἑκὼν, ἢ ἄλλος τις παρ᾿ ἐκεῖνον· ἴδε τὰς χεῖράς μου, ἃς ἔχειν ἀφῆκα τῆς Ἰουδαϊκῆς μανίας τὰ σύμβολα, ἵν᾿ ὅταν συνήθως ἀναισχυντήσωσιν οἱ Ἰουδαῖοι κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, καὶ εἴπωσι πρός με, Ἡμεῖς σε οὐκ ἐσταυρώσαμεν Δέσποτα, ὑποδείξω τοῖς πολεμίοις τὰς χεῖρας ἐν τούτῳ τῷ σχήματι, καὶ τῇ ὄψει καταισχύνωμαι τὰ πρόσωπα τῶν Ἰουδαίων. Ἴδε τὰς χεῖράς μου καὶ τὴν ἀλήθειαν τῆς ἐμῆς ἀναστάσεως· μὴ νομίσῃς φαντασίαν εἶναί τινα. Κράτησον ταύτας τὰς χεῖρας, ὡς ὁμήρους τῆς ὑμετέρας ἀναγεννήσεως· κράτησον ταύτας τὰς χεῖρας, ὡς ἐνέχυρα τῆς ἐκ τῶν μνημάτων ἐπαναδύσεως· κράτησον ταύτας τὰς χεῖρας, ἄγκυραν τοῦ ἐν τῷ ᾅδῃ βυθοῦ. Μὴ φοβηθῇς μηδένα χειμῶνα βιωτικόν, μὴ φρίξῃς μηδεμίαν ζάλην κοσμικὴν, μὴ φοβηθῇς τὰς τῶν ἐναντίων ἀνέμων πνοὰς, μὴ φροντίσῃς τῶν καταιγίδων καὶ τῶν σπιλάδων τῆς τῶν πολεμίων θαλάσσης. Πλέε θαῤῥῶν τοῦ βίου τὸ πέλαγος, πλέε κατέχων τὴν ἄγκυραν τοῦ πνεύματος, πλέε προσέχων ὡς λιμένι τῷ οὐρανῷ, πλέε φοβούμενος μόνον τῆς ἐμῆς ἀρνήσεως τὸ ναυάγιον· γέλα τὸν θάνατον ὡς νεκρόν, παῖζε τὴν φθορὰν ὡς ἀνίσχυρον, ἀσπάζου τὴν δι᾿ ἐμὲ τελευτὴν ὡς ἀρχὴν ἐνδοτέρας ζωῆς, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου· ἄντλησον διὰ τῆς σῆς χειρὸς ἐκ τῆς ζωηφόρου μου κρήνης τὸ ποθούμενον πόμα, καὶ τὸ δίψος παραμύθησαι τὸ σόν. Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου· εἰσάγαγε τὴν σὴν δεξιὰν εἰς τὸ ἰατρεῖον τῆς φύσεως, καὶ ἔκβαλε τὸ φάρμακον τῆς σῆς προαιρέσεως· φέρω χειρὸς φιλούσης ἐπιβολὴν, ὁ δεξάμενος λόγχῃ πληγήν. Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, ἵνα ἔχῃς ὑπὲρ αὐτῆς ἀγωνίζεσθαι, ἵνα ἔχῃς λέγειν πρὸς τοὺς ἀντιφθεγγομένους τῇ ἀληθείᾳ, ὅτι μετὰ τὴν ἀνάστασιν εἶδές με καὶ κατέμαθες καὶ ἐψηλάφησάς με ἀκριβῶς. Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου· διὰ σὲ γὰρ ταύτην οὕτω κατέλιπον, ὁ τῶν ἄλλων τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχὰς ἰασάμενος, προειδὼς ὡς Θεὸς, ὅτι θελήσεις αὐτὴν οὕτως ἰδεῖν, ἵνα σὺ τοῦ πάθους τῆς ἐμῆς σαρκὸς τοὺς τύπους ἰδὼν, τῆς σῆς ψυχῆς θεραπεύσῃς τὸ πάθος. Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, ἣν οὕτως, ὡς βλέπεις, ἐφύλαξα, ἵν᾿, ὅταν παραγένωμαι πάλιν ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ καθίσω κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν, ἴδωσιν οἱ Ἰουδαῖοι τῆς κακῆς αὐτῶν ἐργασίας ἀντιπρόσωπα τὰ ἔργα φαινόμενα, καὶ αὐτοκατάκριτοι γένωνται. Καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. Κακὸν ἡ ἀπιστία, βυθίζει τὸν νοῦν. Ἡ πίστις μετεωρίζει τοῦτον εἰς οὐρανόν· ἡ ἀπιστία τυφλοῖ τὴν ψυχήν· ἡ πίστις φωτίζει τοὺς λογισμούς· ἡ ἀπιστία καὶ τὰ ὁρατὰ παρορᾷ· ἡ πίστις καὶ τὰ ἀόρατα καθορᾷ· ὁ ἄπιστος παντάπασιν ἀγνοεῖ. Μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός· ἀποδίωξον τὸ νέφος τῆς ἀπιστίας, καὶ θέασαι τὰς καθαρὰς ἀκτῖνας τῆς πίστεως. Γενοῦ καὶ διὰ πάντων ἀπόστολος τῆς ἐμῆς θεότητος ἄξιος· γενοῦ τοιοῦτος, οἷον εἶναι χρὴ τὸν ἐμοὶ συντυχόντα καὶ τυχόντα τούτων, ὧνπερ τετύχηκας. Ὁμοίως τοῖς ἄλλοις ἀποστόλοις ἐκλήθης, ὁμοίως αὐτοῖς ἐτιμήθης, ὁμοίως αὐτοῖς καθοπλίσθητι· ὁμοίως αὐτοῖς ἅπερ εἶδον τεθέασαι, ὁμοίως αὐτοῖς ἐθαῤῥήθης, ὡς φίλος, ὅλον μου τὸ μυστήριον· ὁμοίως αὐτοῖς κήρυττε τὴν ἐμὴν δύναμιν. Μὴ πάλιν εἴπῃς μετὰ τὸ ἅπαξ ἰδεῖν· Ἐὰν μὴ πάλιν ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, οὐ μὴ πιστεύσω. Ἕως εἰμὶ μεθ᾿ ὑμῶν, ὡς βούλει, πολυπραγμόνησον· ἕως ἔχεις παρισταμένην σοι τὴν οὐράνιον ἄμπελον, πάντας τοὺς κλάδους αὐτῆς καὶ τοὺς βότρυας ἐρεύνησον. Ἀνελεύσομαι γὰρ εἰς οὐρανοὺς, ὅθεν ἦλθον εἰς γῆν, ἀνελεύσομαι ὅπου εἰμὶ, ἀνελεύσομαι τῇ ἀνθρωπότητι ὅθεν συγκατέβην ὑμῖν τῇ θεότητι, ἀνελεύσομαι μετὰ τούτου τοῦ σώματος, ὁ χωρὶς τούτου ἐκδημήσας ἐκεῖθεν, καὶ μείνας ἐκεῖ· ἀνελεύσομαι μετὰ τῆς ὑμετέρας φύσεως πρὸς τὸν πατρῷον κόλπον, Ὁ ὢν ἐν τοῖς κόλποις τοῦ πατρός· ἤνυσα γὰρ τὸ ἔργον, δι᾿ ὃ τὴν ὁδὸν ταύτην πεποίημαι. Ἁψάμενος τοίνυν ὁ Θωμᾶς τῶν Δεσποτικῶν χειρῶν καὶ τῆς θείας πλευρᾶς, καὶ μεστὸς γενόμενος δειλίας ὁμοῦ καὶ περιχαρείας ἐκ τῆς θέας ὧν ἐπεθύμησε, πρὸς ὑμνῳδίαν εὐθέως τὴν γλῶτταν κινεῖ, βοῶν πρὸς τὸν Κύριον· Ὁ Κύριός μου, καὶ ὁ Θεός μου· σὺ εἶ Κύριος καὶ Θεὸς, σὺ εἶ καὶ ἄνθρωπος καὶ φιλάνθρωπος, σὺ εἶ ξένος καὶ παράδοξος τῆς φύσεως ἰατρός· οὐ τέμνεις σιδήρῳ τὰ πάθη, οὐ καίεις πυρὶ τὰ ἕλκη, οὐκ ἐρανίζῃ παρὰ βοτανῶν τὴν τῶν φαρμάκων ἰσχὺν, οὐκ ἐπιδεσμεύεις ἐπιδέσμοις ὁρατοῖς τὰ κάμνοντα ἕλκη· ἔχεις οἰκτιρμῶν ἐπιδέσμους ἀοράτους, ἀοράτως τὰ διαλελυμένα συσφίγγοντας· ἔχεις λόγον σιδήρου τομώτερον, ἔχεις ῥῆμα πυρὸς δυνατώτερον, ἔχεις νεῦμα φαρμάκου προσηνέστερον. Ὡς δημιουργὸς ἀπόνως ἁγιάζεις τὸ ποίημα, ὡς πλάστης μεταπλάττεις ἀκαμάτως τὰ πλάσματα. Σὺ λέπραν ἀπέξεσας, ὡς ἠθέλησας, σὺ χωλοὺς δρομαίους ἀνέδειξας, σὺ παραλύτους βαστάζειν τὰς ἑαυτῶν κλίνας ἐποίησας, σὺ τυφλοὺς ἐκ γενετῆς ἀπονίψασθαι τὸν ζόφον ἐκέλευσας, σὺ τοὺς δαίμονας ἐκ τῶν σῶν ποιημάτων ἐξώρισας, σὺ παρὰ τῶν ἐχθρῶν ἐκρατήθης βουλόμενος, σὺ θέλων παρὰ τῶν Ἰουδαίων πάντα κατὰ σάρκα πέπονθας δι᾿ ἐμὲ, Ὁ Κύριός μου, καὶ ὁ Θεός μου. Ἐπέγνων τὸν ἐμὸν Δεσπότην, ἐπέγνων τὸν ἐμὸν ἁλιέα καὶ φύλακα, ἐπέγνων τὸν ἐμὸν βασιλέα καὶ κύριον, Ὁ Κύριός μου, καὶ ὁ Θεός μου. Πιστεύω σου, Δέσποτα, τῇ οἰκονομίᾳ, πιστεύω σου τῇ συγκαταβάσει, πιστεύω σου τῇ προσλήψει τῆς ἐμῆς ἀρχῆς, πιστεύω σου τὸν προσκυνούμενον σταυρόν, πιστεύω σου τοῖς παθήμασι τῆς σαρκὸς, πιστεύω σου τῷ τριημέρῳ θανάτῳ, πιστεύω σου τῇ ἀναστάσει· λοιπὸν οὐκ ἔτι πολυπραγμονῶ· πιστεύω, οὐκέτι λογοθετῶ· πιστεύω, οὐκέτι ζυγοστατῶ· πιστεύω, οὐκέτι περιεργάζομαι· πιστεύω τοῖς ἐμοῖς ὀφθαλμοῖς, πιστεύω τῇ ἐμῇ δεξιᾷ. Ἔμαθον ἀφ᾿ ὧν εἶδον μὴ λογοθετεῖν· ἔμαθον ἀφ᾿ ὧν ἐψηλάφησα προσκυνεῖν, μὴ ζυγομαχεῖν· ἕνα Κύριον καὶ Θεὸν ἐπίσταμαι, τὸν Δεσπότην Χριστόν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
Ἔρχομαι νὰ καταβάλλω χωρὶς ἄλλο τὴν ὀφειλή μου. Γιατὶ κι ἂν εἶμαι φτωχὸς ὅμως θέλω νὰ ἀποσπάσω βίαια τὴν εὐγνωμοσύνη σας. Ἔδωσα τὴν ὑπόσχεση νὰ σᾶς φανερώσω τὴν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ καὶ τώρα ἔρχομαι νὰ τὴν ἐκπληρώσω. Τὶς πρῶτες ὀφειλὲς πρῶτα βιάζομαι νὰ ἐξοφλῶ, γιὰ νὰ μὴ μὲ πνίξουν οἱ τόκοι ποὺ μαζεύονται. Συνεργαστῆτε καὶ σεῖς στὴν καταβολὴ τοῦ χρέους μου καὶ ἱκετέψετε τὸ Θωμᾶ, νὰ βάλῃ στὰ χείλη μου τὸ ἅγιο χέρι του, ποὺ ἄγγιξε τὴν πλευρὰ τοῦ Κυρίου, νὰ νευρώσῃ τὴ γλῶσσα μου, γιὰ νὰ σὰς ἐξηγήσῃ ὅσα ποθῆτε. Κι ἐγὼ παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἀποστόλου καὶ μάρτυρα Θωμᾶ διαλαλῶ τὴν πρώτη του ἀπιστία καὶ τὴν ὕστερη ὁμολογία, ποὺ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας κρηπίδα καὶ θεμέλιο. Ὅταν μπῆκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητάς του, ἐνῷ οἱ πόρτες ἦσαν κλεισμένες καὶ βγῆκε πάλι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὁ Θωμᾶς ἔλειπε μονάχα. Ἦταν κι αὐτὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας. Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ μαθητοῦ νὰ προξενήσῃ περισσότερη ἀσφάλεια καὶ βεβαιότητα. Γιατὶ ἂν ἦταν μαζὶ ὁ Θωμᾶς, δὲ θὰ εἶχε βέβαια ἀμφιβολία· κι ἂν δὲν εἶχε ἀμφιβολία, δὲν θὰ ζητοῦσε μ᾿ ἐπιμονή· καὶ ἂν δὲν ζητοῦσε, δὲ θὰ ψηλαφοῦσε· ἂν ὅμως δὲν ψηλαφοῦσε, δὲ θὰ ὡμολογοῦσε τὸν Κύριο καὶ Θεὸ κι ἂν δὲν ὡμολογοῦσε Κύριο καὶ Θεό, τὸ Χριστό, δὲ θὰ εἴχαμε ἐμεῖς διδαχθῆ νὰ τὸν δοξολογοῦμε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ὥστε μὲ τὴν ἀπιστία του ὁ Θωμᾶς μᾶς ποδηγέτησε πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ ὅταν ἦρθε ὕστερα σταθεροποίησε τὴν πίστη μας.
Έλεγαν λοιπὸν οἱ μαθηταὶ στὸ Θωμᾶ ὅταν ἦρθε. Ἔχομε δεῖ τὸν Κύριο, ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε· ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια· καὶ βρήκαμε τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων νὰ λάμπῃ μέσα στὰ πράγματα. Ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε· σὲ τρεῖς ἡμέρες σηκώνομαι, κι ἀφοῦ εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας τὴν ἀνάσταση προσκυνήσαμε αὐτὸν ποὺ ἀναστήθηκε. Τὸν ἀκούσαμε νὰ μᾶς λέῃ «εἰρήνη σ᾿ ἐσᾶς», κι ἀλλάξαμε τὸ σκοτισμὸ τῆς λύπης σὲ γαλήνια χαρά. Εἴδαμε τὰ χέρια του ποὺ δέχτηκαν τὶς αἰχμὲς τῶν καρφιῶν, εἴδαμε τὰ χέρια ποὺ κατηγοροῦν τὴ λύσσα τῶν θεομάχων σκυλιῶν, εἴδαμε τὰ χέρια ποὺ ὕφαναν τὴν ἀφθαρσία μας. Εἴδαμε καὶ τὴν πλευρὰ ποὺ κραυγάζει καθαρώτερα ἀπὸ κάθε κήρυκα τὴν καλωσύνη τοῦ πληγωμένου. Εἴδαμε τὴν ἴδια τὴν πλευρά, ποὺ οἱ ἄγγελοι ὑμνοῦν καὶ οἱ πιστοὶ σέβονται καὶ οἱ δαίμονες τρέμουν. Δεχτήκαμε καὶ τὴ θεϊκὴ πνοὴ ἀπὸ τὸ θεϊκὸ στόμα του, φύσημα πνευματικό, φύσημα ποὺ σκορπίζει κάθε χάρη. Ὁ ἐξουσιαστὴς ἔδωσε καὶ σ᾿ ἐμᾶς ἐξουσία νὰ συγχωροῦμε τὰ σφάλματα. Ἀποκτήσαμε τὸ δικαίωμα νὰ κρίνωμε τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε τέτοια ἐντολή. Ἂν ἀφήσετε τὶς ἁμαρτίες μερικῶν, ἀφήνονται· ἂν μερικῶν τὶς κρατήσετε, κρατοῦνται. Τέτοια βαθειὰ χαρὰ πήραμε ἀπ᾿ τὸ Σωτῆρα, τέτοια δῶρα ἀπολαύσαμε. Ἀδύνατο νὰ μὴν πλουτίσωμε, ἀφοῦ μας ἔτυχε τέτοιος Κύριος. Ἔμεινε φτωχὸς μόνο αὐτὸς ποὺ δὲ βρέθηκε μαζί μας. Κι ὁ Θωμᾶς τί τοὺς εἶπε. Ἔχετε δεῖ τὸν Κύριο; Καλά. Αὐτὸν ποὺ εἴδατε λοιπὸν νὰ τὸν σέβεστε πιὸ πολύ. Αὐτὸν ποὺ παρατηρήσατε, νὰ τὸν κηρύττετε ἀδιάκοπα. Ἐγὼ ὅμως, ἂν δὲ δῶ μέσα στὶς παλάμες του τὰ ἴχνη τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ δάχτυλό μου στὸ σημάδι ἀπ᾿ τὰ καρφιὰ καὶ δὲ βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲ θὰ πιστέψω. Κι ἐσεῖς δὲ θὰ πιστεύατε, ἂν δὲν βλέπατε πρῶτα· ἔτσι κι ἐγὼ ἂν δὲν ἰδῶ δὲ θὰ πιστέψω». Μεῖνε, Θωμᾶ, σταθερὸς στὸν πόθο σου αὐτόν, μεῖνε σταθερός με ἐπιμονή, γιὰ νὰ δῇς ἐσὺ καὶ νὰ βεβαιωθῇ ἡ ψυχή μου. Μεῖνε σταθερός, ζητώντας αὐτὸν ποὺ εἶπε, «Ζητᾶτε καὶ θὰ βρῆτε». Μὴν προσπεράσης ἁπλῶς, ἐρευνώντας, ἂν δὲν εὕρῃς τὸ θησαυρὸ ποὺ ζητᾷς, χτύπα μ᾿ ἐπιμονὴ τὴν πόρτα τῆς ἀναντίρρητης γνώσης, ὥσπου νὰ σοῦ τὴν ἀνοίξῃ αὐτὸς ποὺ εἶπε «χτυπᾶτε καὶ θὰ σᾶς ἀνοίξω». Ἀγαπῶ τὸ διχασμὸ τῶν λογισμῶν σου, γιατί κόβει κάθε διχασμό. Ἀγαπῶ τὴ φιλομάθειά σου, γιατί κόβει σύρριζα κάθε φιλονεικία. Μὲ χαρὰ ἀκούω πολλὲς φορὲς τὰ λόγια σου· ἂν δὲ δῶ στὰ χέρια του τὸ σημάδι ἀπ᾿ τὰ καρφιά, δὲ θὰ πιστέψω. Γιατί σὺ ἀπιστεῖς κι ἐγὼ μαθαίνω νὰ πιστεύω. Ἐσὺ σκάβεις μὲ τὸ δικέλλι τῆς γλώσσας τὸ θεῖο σῶμα, κι ἐγὼ θερίζω ἄκοπα τὸν καρπὸ καὶ τὸν μαζεύω γιὰ μένα. Ἂν δὲν ἰδῶ μ᾿ αὐτά μου τὰ μάτια μέσα στ᾿ ἅγια του χέρια, τ᾿ αὐλάκια ποὺ σὰν μὲ ἀλέτρι χάραξαν οἱ ἀσεβεῖς, μὲ κανένα τρόπο δὲ θὰ συμφωνήσω μὲ τὰ λόγιά σας. Ἂν δὲ βάλω αὐτό μου τὸ δάχτυλο στὶς λακκοῦβες τῶν καρφιῶν, δὲ θὰ δεχτῶ τὸ καλὸ μήνυμά σας. Ἂν δὲν κρατήσω μ᾿ αὐτό μου τὸ χέρι τὴν πλευρὰ ἐκείνη, ποὺ ἀνύποπτη μαρτυρεῖ τὴν ἀνάσταση, δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω τὴ γνώμη σας. Γιατί κάθε λόγος εἶναι ἰσχυρὸς καὶ βέβαιος, ἂν δεχτῇ τὴ συνηγορία ὅλων τῶν πραγμάτων· καὶ κάθε λόγος ποὺ δὲν ἔχει τὴ μαρτυρία τῶν ἔργων εἶναι χωρὶς σημασία καὶ ἀπὸ τὸ στόμα στὸν ἀέρα χάνεται. Θὰ κηρύξω στοὺς ἀνθρώπους τὰ θαύματα τοῦ Δασκάλου. Πῶς λοιπὸν μὲ τὰ λόγια νὰ πῶ αὐτὰ ποὺ δὲν ἀντιλήφθηκα μὲ τὰ μάτια μου; Πῶς θὰ κάνω τοὺς ἄπιστους νὰ πιστέψουν, αὐτὰ ποὺ μήτε ἐγὼ δὲν τἄχω παρακολουθήσει; Νὰ πῶ στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς Ἕλληνες ὅτι ἔχω δεῖ τὸν Κύριό μου νὰ τὸν σταυρώνουν. Δὲν τὸν εἶδα ὅμως νὰ ἔχει ἀναστηθῇ ἀλλὰ μόνο ἄκουσα. Καὶ ποιὸς δὲν θὰ περιπαίξῃ τὰ λόγια μου; Ποιὸς δὲ θὰ δείξη περιφρόνηση στὸ κήρυγμά μου; Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ν᾿ ἀκούσῃς κάτι καὶ ἄλλο νὰ τὸ δῇς, ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἀφήγηση λόγων κι ἄλλο ἡ θέα καὶ ἡ ἐμπειρία τῶν πραγμάτων. Ἔτσι ἐπειδὴ ὁ Θωμᾶς εἶχε ἀμφίβολη γνώση, σὲ ὀχτὼ μέρες ὁ Δεσπότης ξαναῆρθε πάλι στοὺς μαθητάς του ποὺ ἦταν συγκεντρωμένοι ὅλοι μαζί. Ἄφησε πρῶτα νὰ κατηχηθῆ ὁ Θωμᾶς ἀπὸ τοὺς συμμαθητάς του στὶς ἐνδιάμεσες μέρες. Παραχώρησε νὰ φλογιστῇ ἀπὸ τὴ δίψα νὰ τὸν ἀντικρύσῃ. Κι ὅταν ἡ ψυχή του ἄναψε ἀπὸ τὸν σφοδρὸ πόθο τῆς θέας του, τότε στὴν ὥρα πάνω ὁ ποθητὸς βρῆκε αὐτόν, ποὺ τὸν ποθοῦσε. Ὅμοια, ὅπως καὶ πρῶτα, μὲ κλεισμένες τὶς πόρτες τὸ ἔκανε αὐτὸ καὶ ξανά, ὅπως καὶ πρῶτα, τοὺς εἶπε· «εἰρήνη σ᾿ ἐσᾶς», γιὰ νὰ ταυτιστῇ τὸ πρᾶγμα μὲ τὸ θαῦμα καὶ γιὰ νὰ βεβαιώσῃ τὸ λόγο τῶν ἀποστόλων καὶ γιὰ νὰ παραστήσῃ τὴν ἀκρίβεια τοῦ δεύτερου ἐρχομοῦ του. Ἔπειτα εἶπε στὸ Θωμᾶ. Βάλε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου. Τί ὕψος ἀπέραντης φιλανθρωπίας! Τί πέλαγος ἀμέτρητης συγκαταβάσεως! Δὲν περίμενε τὴν προσέλευση τοῦ μαθητοῦ, δὲν περίμενε νὰ πλησιάσῃ αὐτὸς ποὺ εἶχε ἀνάγκη, νὰ παρακαλέσῃ καὶ νὰ ἐπιτύχῃ ὅτι ἤθελε. Μήτε γιὰ λίγο δὲν τὸν στέρησε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ ἀγαπημένος αὐτὸν ποὺ τὸν ἀγαποῦσε μὲ τὴ βία τραβοῦσε κοντά του, ὁ ἴδιος ἔσυρε στὴν πληγὴ τὸ δάχτυλο ἐκείνου ποὺ εἶχε τὸν πόθο, ὁ ἴδιος με τὴ δεσποτικὴ γλῶσσα του, τράβηξε τὸ δουλικὸ χέρι λέγοντας σ᾿ αὐτόν. Βάλε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου. Ἄκουσα, Θωμᾶ, ἀπὼν σὰν ἄνθρωπος ἀλλὰ παρὼν σὰν Θεός, ὅ,τι εἶπες στοὺς ἀδελφούς σου. Ἤμουν κοντά σας μὲ τὴ θεϊκότητά μου καὶ χώρια σας μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύση μου. Θέλεις νὰ σοῦ ὑπενθυμίσω τὰ λόγια ποὺ εἶπες προηγουμένως; Δὲν εἶπες, ἂν δὲ δῶ μέσα στὰ χέρια τοῦ τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ δάχτυλό μου στὰ σημάδια τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲ θὰ πιστέψω; Δὲ βγῆκαν ἀπὸ τὰ χείλη σου τὰ λόγια αὐτά; Τὰ λόγια αὐτὰ δὲ ἀνταποκρίνονται στοὺς λογισμούς σου; Γι᾿ αὐτὸ ξαναῆλθα· γιὰ νὰ μὴν ἀμφιβάλλῃς. Γι᾿ αὐτὸ εἶμαι κοντὰ σας δεύτερη φορά, γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμεῖς ἔχω φτάσει καὶ τώρα ἦρθα γιὰ σένα, τὸν ἕνα, ἐγὼ ποὺ γιὰ τὸ χαμένο πρόβατο κατέβηκα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς χωρὶς ἐν τούτοις νὰ τοὺς ἀφήσω. Μὴ διστάσῃς λοιπὸν νὰ μάθῃς ὅ,τι ποθεῖς, μὴν ντρέπεσαι νὰ κοιτάξῃς καλὰ ὅ,τι θέλεις. Μὴν ἀποφύγῃς νὰ βάλῃς τὸ δάχτυλό σου στὰ ἴδια τὰ χέρια μου. Ἀνέχομαι καὶ τὰ περίεργα δάχτυλα, ὅπως ἀνέχτηκα τὰ καρφιά. Ὑπομένω τὴν περιέργεια τοῦ φίλου, ὅπως ὑπόμεινα τὴν κακία τῶν ἐχθρῶν. Μὲ σταύρωσαν οἱ ἐχθροί μου καὶ δὲν ἀγανάκτησα καὶ δὲ θὰ ὑποφέρω τὴν δική σου ἐξέταση; Βάλε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου, ποὺ τραυματίστηκαν γιὰ σᾶς, γιὰ νὰ θεραπεύουν τὰ χτυπήματα τῶν δικῶν σὰς ψυχῶν. Ἰδὲς τὰ χέρια μου καὶ συλλογίσου ἂν εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ θεληματικὰ σταυρώθηκε ἡ κάποιος ἄλλος. Ἰδὲς τὰ χέρια μου, ποὺ ἄφησα νὰ διατηροῦν τὰ σύμβολα τῆς Ἑβραϊκῆς μανίας κι ὅταν μὲ τὴ συνηθισμένη ἀναίδειά τούς μοῦ ποῦν οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως ὅτι ἐμεῖς Κύριε, δὲ σὲ σταυρώσαμε, τότε θὰ δείξω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ μὲ πολέμησαν, τὰ χέρια μου μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφὴ καὶ θὰ ντροπιάσω τοὺς Ἑβραίους μόλις τ᾿ ἀντικρύσουν. Ἰδὲς τὰ χέρια μου, καὶ τὸ ἀληθινὸ γεγονὸς τῆς ἀναστάσεώς μου μὴ νομίσῃς πῶς εἶναι μία φαντασία. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ὁμήρους γιὰ τὸν ξαναγεννημό σας. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ἐνέχυρα γιὰ τὴν ἀνάστασή σας μέσα ἀπὸ τὸν τάφο. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ἄγκυρα ποὺ ἔπεσε στὸ βυθὸ τοῦ Ἅδη. Καμμιὰ χειμωνιὰ τῆς ζωῆς μὴ φοβηθῇς, καμμιὰ ζάλη τοῦ κόσμου ἂς μὴ σὲ ζαλίσῃ. Μὴ φοβηθῇς τὸ φύσημα τῶν ἀντιθέτων ἀνέμων, ἂς μὴ σὲ ἀνησυχήσουν οἱ καταιγίδες κι οἱ σκόπελοι τῆς θάλασσας τῶν ἐχθρῶν. Πέρνα μὲ θάρρος τὸ πέλαγος τῆς ζωῆς, ταξίδευε κρατώντας τὴν ἄγκυρα τοῦ πνεύματος, ταξίδευε ἔχοντας μπροστά σου σὰν λιμάνι τὸν οὐρανό. Ταξίδευε καὶ νὰ φοβᾶσαι μόνο τῆς ἀρνήσεώς μου τὸ ναυάγιο. Περιγέλα τὸ θάνατο σὰ νεκρό, περίπαιζε τὴ φθορὰ σὰν ἀνίσχυρη. Ἀποδέχου γιὰ χάρη μου τὸ τέλος τῆς ζωῆς σὰν ἀρχὴ μιᾶς πιὸ ἐσωτερικῆς ζωῆς καὶ φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Ἄντλησε μὲ τὸ χέρι σου ἀπὸ τὴ βρύση αὐτὴ τῆς ζωῆς τὸ νᾶμα ποὺ ποθεῖς, τὴ δίψα σου ἀνακούφισε. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Βάλε τὸ χέρι στὸ ἰατρεῖο τῆς πλάσης καὶ βγάλε τὸ φάρμακο τῆς ἐπιθυμίας σου. Δέχομαι ἄγγιγμα χεριοῦ ποὺ μ᾿ ἀγαπᾷ ἐγὼ ποὺ δέχτηκα τὴν πληγὴ τῆς λόγχης. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου, γιὰ νὰ μπορεῖς ν᾿ ἀγωνίζεσαι γι᾿ αὐτήν, γιὰ νὰ μπορεῖς ν᾿ ἀποκριθῇς σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πολεμοῦν τὴν ἀλήθεια, ὅτι μὲ εἶδες μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ μ᾿ ἀναγνώρισες καὶ μὲ ψηλάφησες προσεκτικά. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Γιὰ σένα τὴν ἄφησα ἔτσι ἐγὼ ποὺ θεράπευσα τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων. Πρόβλεψα σὰν Θεὸς ὅτι θὰ θελήσῃς νὰ τὴ δῇς ἔτσι καὶ βλέποντας τ᾿ ἀχνάρια τοῦ πάθους στὴν σάρκα μου θέλησα νὰ θεραπεύσῃς τὸ πάθος τῆς ψυχῆς σου. Φέρε τὸ χέρι σου, καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου ποὺ τὴ φύλαξα ἔτσι μὲ κάποιο σκοπό. Ὅταν γυρίσω πάλι ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθίσω σὲ θρόνο κριτὴς ζωντανῶν καὶ νεκρῶν νὰ ἰδοῦν οἱ Ἑβραῖοι κατάματα τὰ ἔργα τῆς κακίας τους καὶ μόνοι τους ν᾿ αὐτοδικαστοῦν - καὶ μὴ φανῇς ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. Κακὸ ἡ ἀπιστία, κάνει τὸν νοῦ νὰ βουλιάξῃ. Ἢ πίστη τὸν ἀναρπάζει στὸν οὐρανό. Ἡ ἀπιστία τυφλώνει τὴν ψυχή. Ἡ πίστη σκορπᾷ τὸ φῶς της στοὺς λογισμούς. ἡ πίστη καὶ τὰ ἀόρατα κατακάθαρα βλέπει, ὁ ἄπιστος εἶναι σ᾿ ἄγνοια ὁλοκληρωτική. Μὴ γίνῃς ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. Παραμέρισε τὸ νέφος τῆς ἀπιστίας καὶ κοίταξε τὶς καθαρὲς ἀκτῖνες τῆς πίστης. Γίνου μέσα σὲ ὅλους ἄξιος ἀπόστολος τῆς θεότητάς μου. Γίνου τέτοιος ὅπως πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ συνάντησε καὶ εἶδε τέτοια ὅπως ἐσύ. Ὅμοια μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους σὲ κάλεσα, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς σὲ τίμησα, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς ὁπλίσου. Ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς εἶδες ὅ,τι εἶδαν, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς σὲ ἐμπιστεύθηκα σὰ φίλο, ὅλο μου τὸ μυστήριο, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς κήρυξε τὴ δύναμή μου. Μὴν πῶς πάλι, ἀφοῦ μὲ εἶδες μία φορά. Ἂν δὲ δῶ πάλι στὰ χέρια του τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν δὲ θὰ πιστέψω. Ὅσο εἶμαι μαζί σας ἄφησε ἐλεύθερη, ὅπως θέλεις, τὴν περιέργειά σου. Ὅσο ἔχεις δίπλα σου τὸ οὐράνιο κλῆμα ὅλα τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ σταφύλια τοῦ ἐρεύνησε. Θ᾿ ἀνεβῶ στοὺς οὐρανούς, ἀπ᾿ ὅπου ἦρθα στὴ γῆ, θ᾿ ἀνεβῶ, ὅπου εἶμαι. Θ᾿ ἀνεβῶ μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύση μου ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου γιὰ χάρη σὰς κατέβηκα μὲ τὴ θεία μου φύση. Θ᾿ ἀνεβῶ μ᾿ αὐτό μου τὸ σῶμα, ἂν καὶ χωρὶς αὐτὸ ἦρθα ἀπὸ κεῖ κι ἔμεινα ἐκεῖ πέρα. Θ᾿ ἀνεβῶ στοὺς κόλπους τοὺς πατρικοὺς μὲ τὴ δική σας φύση, ἂν καὶ εἶμαι στοὺς κόλπους τοῦ πατέρα. Τελείωσα τὸ ἔργο μου γιὰ χάρη τοῦ ἔκανα αὐτὴ τὴν πορεία. Ἀφοῦ ἄγγιξε λοιπὸν ὁ Θωμᾶς τὰ χέρια τοῦ Κυρίου καὶ τὴ θεία πλευρὰ γέμισε ἀπὸ δειλία καὶ ἀπὸ χαρὰ μαζὶ βλέποντας αὐτὰ ποὺ ἐπιθύμησε καὶ ἀμέσως ξεσπᾷ σὲ ὕμνο τοῦ Κυρίου κραυγάζοντας. Κύριέ μου καὶ Θεέ μου. Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός. Σὺ εἶσαι ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ φιλάνθρωπος. Σὺ εἶσαι ξενόφερτος καὶ παράξενος γιατρὸς τῆς πλάσης. Δὲν κόβεις μὲ τὸ νυστέρι τ᾿ ἄρρωστα μέλῃ, δὲν καῖς μὲ τὴ φωτὰ τὶς πληγές, δὲν μαζεύεις ἀπ᾿ τὰ βοτάνια τὴν δύναμη τῶν φαρμάκων σου, δὲ δένεις μὲ ὁρατοὺς ἐπιδέσμους τὶς πληγὲς ποὺ μᾶς ἀφανίζουν. Διαθέτεις ἀόρατους ἐπιδέσμους ἀγάπης, ποὺ ἀόρατα τονώνουν τὰ καταπονημένα μέλη. Ἔχεις λόγο ποὺ εἶναι πιὸ κοφτερὸς ἀπὸ τὸ μαχαῖρι. Ἔχεις λόγο πιὸ δυνατὸ ἀπ᾿ τὴ φωτιά. Ἔχεις βλέμμα ἀπ᾿ τὸ φάρμακο πιὸ ἁπαλό. Σὰν δημιουργὸς ἁγιάζεις χωρὶς κόπο τὸ δημιούργημά σου, σὰν πλάστης χωρὶς νὰ κουραστῇς μεταπλάθεις τὰ πλάσματά σου. Σὺ κατὰ τὸ θέλημά σου τοὺς λεπροὺς καθάρισες, τοὺς κουτσούς τους ἔκανες νὰ τρέχουν, τοὺς παράλυτους νὰ σηκώνουν τὰ κρεβάτια τους, τοὺς γεννημένους τυφλοὺς τοὺς προστάζεις νὰ πετάξουν μὲ νίψιμο τὸ σκοτάδι. Ἐξώρισες τοὺς δαίμονες ἀπ᾿ τὰ δημιουργήματά σου, μὲ θέλημά σου πιάστηκες ἀπ᾿ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἑβραίους, τὰ πάντα δέχτηκες γιὰ μένα στὸ σῶμα σου. Ὦ Κύριε καὶ Θεέ μου. Ἀναγνώρισα τὸν Κύριό μου, ἀναγνώρισα τὸν ἁλιέα καὶ φύλακά μου, ἀναγνώρισα τὸ βασιλιὰ καὶ Κύριό μου. Ὦ Κύριέ μου καὶ Θεέ μου. Πιστεύω Κύριε στὴν οἰκονομία σου, πιστεύω στὴν συγκατάβασή σου, πιστεύω στὴν ἀνάληψη ἀπὸ μέρους σου τῆς φροντίδας μου, πιστεύω στὸν προσκυνητό σου σταυρό, πιστεύω στὰ παθήματα τῆς σάρκας σου, πιστεύω στὸν τριήμερο θάνατό σου, πιστεύω στὴν ἀνάστασή σου. Λοιπὸν δὲν ἔχω πιὰ περιέργεια. Πιστεύω, δὲν κάνω πιὰ ἔλεγχο. Πιστεύω, δὲν στήνω πιὰ τὴ ζυγαριὰ τοῦ νοῦ. Πιστεύω, δὲν ἔχω πιὰ περιέργεια. Πιστεύω στὰ μάτια μου καὶ στὰ χέρια μου. Μὲ δίδαξαν αὐτὰ ποὺ εἶδα νὰ μὴν κάνω ἔλεγχο. Ψηλάφησα κι ἔμαθα νὰ προσκυνῶ ὄχι νὰ φιλονικῶ. Ἕνα Κύριο καὶ Θεὸ γνωρίζω, τὸν Κύριό μου Χριστό. Ἂς εἶναι δεδοξασμένος καὶ δυνατὸς στοὺς αἰῶνες. |
(συμπεριλαμβάνονται καὶ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ἐκδήλωσιν τοῦ Σωματείου «Οἱ Φίλοι τοῦ Τάματος τοῦ Ἔθνους» τὴν 10.9.2014 στὸ Πολεμικὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν μὲ βράβευσιν τῆς ἡγουμένης τῆς Ἱ. Μονῆς Μααλούλα (αρχαία Σελεύκεια), ἀδελφῆς Πελαγίας καὶ τοῦ Προέδρου τῶν Ἑλληνορθοδόξων Μέσης Ἀνατολῆς κ. Δημήτριου El Khoury).
Ἡ Συρία εἶναι ἡ ὡραιότερη χώρα τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ἡ κοιτίδα τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Λίγα ἱστορικὰ στοιχεῖα γιὰ τοὺς «Ἑλληνορθόδοξους» τῆς Μέσης Ἀνατολῆς :
1. Ἀπὸ ἀπόψεως θρησκεύματος, οἱ χριστιανοὶ τῆς Συρίας εἶναι κυρίως οἱ λεγόμενοι «Ἑλληνορθόδοξοι» ἤ «Ρουμ Ορτοντόξ», δηλ. «Ρωμαιορθόδοξοι», ποὺ σημαίνει «Ρωμαῖοι» = Βυζαντινοὶ (Ρωμιοί) (ἀνεξαρτήτως ἄν εἶναι συριακῆς καταγωγῆς) καὶ «Συρορθόδοξοι» (οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τὴν αἳρεσιν τοῦ μονοφυσιτισμοῦ), ἐνῷ ὑπάρχουν καὶ Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ Προτεστάντες.
Οἱ «Ἑλληνορθόδοξοι» τῆς Συρίας ὑπάγονται στὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας.
2α. Ἀπὸ τοὺς δύο Ἐπισκόπους ποὺ ἀπήχθησαν ἀπὸ τοὺς σκληροὺς μουσουλμάνους (ἰσλαμιστές) τῆς Συρίας τὸν Ἀπρίλιον τοῦ 2013 (καὶ ἀγνοεῖται μέχρι σήμερα ἡ τύχη τους), ὁ ἕνας (ὁ Μητροπολίτης Χαλεπίου Παῦλος) εἶναι «Ἑλληνορθόδοξος» (δηλ. Ὀρθόδοξος – Σύριος στὴν καταγωγή) καὶ ὁ ἄλλος (ὁ Μητροπολίτης Ἰωάννης-Ἀβραάμ) εἶναι «Συρορθόδοξος», δηλ. μονοφυσίτης.
Ἀπὸ τὸ 2011, ὅπου μαίνεται ὁ ἐμφύλιος πόλεμος στὴ Συρία, οἱ φανατικοὶ ἰσλαμιστὲς ἀντάρτες (στὶς ὁμάδες τῶν ὁποίων, ὅπως λέγεται, ἔχουν συγκεντρωθῆ φανατικοὶ μουσουλμάνοι πολεμιστὲς (τζιχαντιστές, δηλαδὴ ὀπαδοὶ τῆς θεωρίας τῆς «τζιχάντ», τοῦ «ἱεροῦ πολέμου») μὲ τὴν βοήθεια τῶν ΝΑΤΟϊκῶν κατασφάζουν τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἄλλες μειονότητες μὲ παντὸς εἲδους παλαιὰ καὶ νέα ὅπλα, ποὺ τὰ χρηματοδοτοῦν τὰ Ἐμιράτα, ἡ Σαουδικὴ Ἀραβία καὶ δωρίζονται στοὺς ἀντάρτες, φανατικοὺς ἰσλαμιστές ! ! ! . . .
β. Πολὺ συχνὰ οἱ χριστιανοὶ συλλαμβάνονται καὶ βασανίζονται μέχρι θανάτου, γιὰ νὰ γίνουν μουσουλμάνοι, δηλαδὴ εἶναι μάρτυρες, σὰν τοὺς μάρτυρες τῶν ρωμαϊκῶν χρόνων, τοὺς νεομάρτυρες τῆς Τουρκοκρατίας καὶ τοὺς ἀμέτρητους μάρτυρες τοῦ 20οῦ αἰῶνα στὰ ἀθεϊστικὰ καθεστῶτα Ρωσίας, Ρουμανίας, Ἀλβανίας, Σερβίας κλπ! ! ! . . .
γ. Στὸν πόλεμο αὐτὸ βέβαια ὑπάρχουν καὶ θύματα μουσουλμάνοι. Ἐμεῖς πονᾶμε καὶ γι’αὐτοὺς καὶ τοὺς ἀγαπᾶμε, ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός, νὰ θεωροῦμε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀδέλφια μας. Ἐχθρός μας εἶναι τὸ Ἰσλάμ, ὄχι οἱ μουσουλμάνοι, θύματα καὶ αὐτοὶ ἐν τελευταίᾳ ἀναλύσει τῆς πιό ὀπισθοδρομικῆς θρησκείας τοῦ κόσμου (Ἰσλάμ)! ! ! . . .
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ ΑΠΟ ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΝ ΟΠΑΔΩΝ ΤΟΥΣ
1. Ὡς γνωστὸν, ὅλες οἱ θρησκεῖες, ἐξηπλώθησαν καὶ ἐξαπλώνονται διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου. Ἀναλόγως τὶ ἐπίστευαν οἱ διάφοροι βασιλεῖς, αὐτοκράτορες ἢ καὶ πολιτικοὶ τῆς κλίκας τους, ποὺ καθυπόταζαν τοὺς λαοὺς καὶ τοὺς ποδηγετοῦσαν, ἐπέβαλλαν καὶ τὴν θρησκεία τοῦ ἑκάστοτε βασιλέως, αὐτοκράτορος ἢ κυβερνήτου διὰ τῆς βίας.
2. Μόνον ὁ ἀλώβητος Χριστιανισμός, ἡ Ὀρθοδοξία, ἐκηρύχθηκε μὲ λόγια, ἐβεβαιώθηκε μὲ θαύματα καὶ σφραγίσθηκε μὲ αἷμα.
Ἀκόμη καὶ χριστιανικὰ δόγματα, ὅπως οἱ παπικοί (οἱ ὁποῖοι καταχρηστικῶς ὀνομάζονται καθολικοί, διότι καθολικοὶ εἶναι μόνον οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς ἀδιάφθορης Ὀρθοδοξίας), καθὼς καὶ τὰ διάφορα προτεσταντικὰ δόγματα καὶ παραφυάδες πολλῶν ἑκατοντάδων ἐπεβλήθηκαν καὶ ἑδραιώθηκαν διὰ τῆς βίας καὶ τῆς αὐταρχικῆς ἑρμηνείας τῶν γραφῶν! ! ! . . .
3. Ό Ἱδρυτής-Θεάνθρωπος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης ἐκήρυξεν : «εἲ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Ματθ. 16, 24). Μᾶς τονίζει δὲ ὃτι :
α) «...ἐγώ εἰμί ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ » (Ἰωάν., 14, 6),
β) «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν, 8, 32),
γ) «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς» (Ἰωά. 5, 39),
δ) «Ἕως θανάτου ἀγώνισαι περί τῆς ἀληθείας καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπέρ σου» (Σοφία Σειρὰχ 4, 28).
4. Ἀντίθετα, ὅσοι δὲν πιστεύουν καὶ δὲν ἀκολουθοῦν τὰ ἀνωτέρω δημιουργοῦν ἕνα Χριστιανισμό, κατὰ τὸν ὁποῖο, οἱ πάντες δύνανται νὰ εἶναι χριστιανοί, ἐκτὸς τοῦ Ἱδρυτοῦ - Θεανθρώπου. Εἶναι οἱ λεγόμενοι ἀνασταυροῦντες τὸν Χριστόν, διότι κάνουν τόσες πολλὲς ἀφαιρέσεις καὶ προσθέσεις, ποὺ ὁ Χριστιανισμός τους οὐδεμίαν σχέσι ἔχει μὲ τὴν ἁγνὴ διδασκαλία τοῦ Θεανθρώπου. Ἀμνηστεύουν τὰ πάντα καὶ ἡ πίστις τους εἶναι μᾶλλον δαιμονική, παρὰ χριστιανική, χωρὶς φόβο Θεοῦ ὅλα ἐπιτρέπονται καὶ γιατί ὄχι; ; ;
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ δῆθεν χριστιανοί ὅπως καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι μόνον στὴν ταυτότητα καὶ ὄχι στὴν οὐσία ὀρθοδόξως βιοῦντες, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλες θρησκεῖες χρειάζονται κατεπειγόντωςτὸν ἐπανευαγγελισμόν τους, διότι ἔχουν καταντήσει λίαν ἐπικίνδυνοι παλιμβάρβαροι. Ἀλλά, τί περιμένεις ἀπὸ μία θρησκεία ποὺ τὴν ἔφτιαξε ὁ μέγας θεομπαίχτης καὶ ἰδιοτελέστατος ἀτομιστὴς στὰ μέτρα του, ὅπως παραδείγματος χάριν, ὁ καθένας τους, καὶ ὄχι μόνον ὁ Μωάμεθ ἐδικαιοῦτο νὰ ἒχῃ σὰν γυναῖκες του ἀκόμη καὶ ἀνήλικα κοριτσάκια 8 ἐτῶν, ἀλλὰ καὶ κάτω τῶν 8 ἐτῶν, διὰ νὰ τοὺς κάνουν νεκρανάστασι στοὺς σεξουαλικοὺς ἀδένας! ! ! . . .
Ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ὑπήκοοί τους, πέραν τῶν καθαρῶς ἐπισήμων γυναικῶν, δύνανται νὰ ἔχουν καὶ ὅλες τὶς ὄμορφες γυναῖκες στὶς περιοχὲς ποὺ κατέκτησαν. Τὴν γυναίκα τὴν θεωροῦν σὰν ἕνα πρᾶγμα, διὰ νὰ τοὺς ἐρεθίζει σεξουαλικὰ καὶ νὰ τοὺς κάνει τὴν δουλειά! ! ! . . .
Τὰ δυστυχισμένα πλάσματα οἱ καμικάζι καὶ τζιχαντιστὲς ναρκώνονται μὲ τὶς διαβεβαιώσεις ποὺ τοὺς κάνουν οἱ Ἰμάμηδες καί οἱ ἑρμηνευτὲς τοῦ Κορανίου, ὄτι ἄν θυσιασθοῦν διὰ τὸ τρισάθλιον κοράνιον, θὰ ἀπολαμβάνουν ὡσὰν πασάδες τεράστια βουνὰ ἀπό πιλάφι, μέγιστους ποταμοὺς ἀπὸ μέλι καὶ ἄπειρες πανέμορφρες παρθένες! ! ! ! ! . . . . . .
Ἐὰν κάποια γυναίκα παρασυρθῇ καὶ ἁμαρτήσῃ μὲ κάποιον ἄνδρα, πρέπει νὰ χτίζεται στὸν χῶρον ποὺ ἐπορνεύετο καὶ νὰ πεθαίνῃ διὰ τῆς ἀσφυξίας! ! ! . . .
5. Οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν θεσπίσει νὰ λιθοβολῆται ἡ γυναίκα, ποὺ ἐπόρνευε-ἐμοιχᾶτο! ! ! . . . Ὃταν δὲ παρουσίασαν τὴν ἁμαρτωλὴ γυναίκα στὸν Θεάνθρωπον Ἰησοῦ, ὄχι μόνον δὲν τὴν λιθοβόλησε, ἀλλὰ ἀπεναντίας ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης τοὺς ἐτόνισε, κατὰ τέτοιον τρόπον τό : «…ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ’αὐτήν» (Ἰωάν. 8, 7)!!!...
6. Πολλοὶ αἰσθάνθηκαν τέτοια ρίγη καὶ ἐτράπησαν σὲ φυγή. Τότε ὅμως ὁ ὄντως Μόνος Ἀναμάρτητος λέγει εἰς τὴν μοιχαλίδα καὶ πόρνη : «γύναι, ποῦ εἰσιν ; οὐδείς σε κατέκρινεν ; Ἡ δὲ εἶπεν· οὐδείς, Κύριε. εἶπε δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐδὲ ἐγώ σε κατακρίνω· πορεύου καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε» (Ἰωαν. 8, 10-11)! ! ! . . .
7. Μὲ αὐτὴν τὴν γλυκύτητα ἡ ἄκρα ταπείνωσις-ὁ Θεάνθρωπος συμπεριεφέρετο καὶ ἐμαγνήτιζε τοὺς ἀδύναμους καὶ ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους, ἐρχόμενος σὲ ρήξι μὲ τὸ τρισάθλιο κατεστημένο τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων τονίζοντας : «…οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Μάρκ. Β, 17). Τοιουτοτρόπως, ὅλοι οἱ κοπιῶντες καὶ οἱ πεφορτισμένοι προσήρχοντο καὶ προσέρχονται εἰς τὸν Ἰατρόν - Θεραπευτὴ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων καὶ ἀπὸ κατάμαυρα κοράκια μετεβάλλοντο καὶ μεταβάλλονται σὲ κάτασπρες περιστερὲς καὶ ἐγκαταλείπουν ὅλη τὴν χλιδὴ καὶ τὴν ἀπόλαυσι τοῦ μάταιου τούτου κόσμου. Καὶ ἦταν τόσο πολὺ εὐτυχεῖς, ποὺ τὸν πακτωλὸ χρημάτων, χρυσοῦ, μαργαριταριῶν καὶ πολυτιμοτάτων λίθων τὰ περιφρονοῦσαν καὶ τὰ θεωροῦσαν σὰν σκύβαλα μπροστὰ στὸν γλυκύτατο Ἰησοῦ καὶ ἦσαν διατεθειμένοι νὰ ὑποστοῦν τὰ πάνδεινα, διὰ νὰ κερδίσουν τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦ! ! ! . . .
8. Δεκάδες ἑκατομμύρια μαρτύρων καὶ νεομαρτύρων, ἐγκατέλειπαν τὶς τεράστιες περιουσίες τους καὶ ὅλα τὰ θέλγητρα τοῦ μάταιου τούτου κόσμου καὶ προτιμοῦσαν νὰ ὑποστοῦν τὰ ἀπερίγραπτα μαρτύρια γιὰ νὰ παραμείνουν προσκολλημένοι στὸν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας, Θεάνθρωπο γλυκύτατο Ἰησοῦ! ! ! . . .
9. Βέβαια τώρα ἐμειώθησαν ἢ ἐξέλιπον στὴν χώρα μας τὰ σωματικὰ μαρτύρια, πλὴν ὅμως, βασιλεύει καὶ κυριαρχεῖ τὸ μαρτύριο τῶν συνειδήσεων. Πονηροὶ καὶ γόητες, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι, ἀμοραλιστές, πατοῦν ἐπὶ πτωμάτων ὀμνύοντες γῆ καὶ ὕδωρ εἰς τὸ αἰσχρότατον κατεστημένον, γιὰ νὰ ἀναρριχηθοῦν διὰ τῆς ἀναξιοκρατίας, φαυλοκρατίας καὶ τρισάθλιου ἐκμαυλισμοῦ τους καὶ παραγκωνίζουν μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη τοὺς ἄξιους καὶ ἐνάρετους μὲ ἦθος ἐργασίας, ἐπειδὴ δὲν ἀνακατεύονται μὲ σκοτεινὲς δυνάμεις καὶ δὲν γίνονται Ἐφιάλτες καὶ σύγχρονοι Ἰοῦδαι, ἀλλά προτιμοῦν νὰ ὑποφέρουν τὰ πάνδεινα ! ! ! . . .
10. Καὶ αὐτοὶ οἱ τότε μάρτυρες προσείλκυον τὴν Θεία Χάρι, ἁπαλύνοντας ἔτσι τὰ μαρτύριά τους, τὰ ὁποῖα διαρκοῦσαν μερικὲς ὧρες, ἡμέρες, ἑβδομάδες ἤ ἔστω μῆνες, τὸ δὲ τῶν σύγχρονων μαρτύρων τῆς συνειδήσεως εἶναι διηνεκές! ! ! . . .
Οἱ σύγχρονοι μάρτυρες ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ὑφίστανται τὸ μαρτύριο ἀπὸ τὸ φαῦλο καὶ αἰσχρότατο κατεστημένο μὲ χριστιανικὸ μανδύα, τὸ ὁποῖο δολοφονεῖ ἠθικὰ καὶ ἐμμέσως καὶ σωματικὰ τοὺς σύγχρονους μάρτυρες, ἐν ὀνόματι τοῦ χρηστοῦ κράτους δικαίου καὶ τῆς «χριστιανικῆς κοινωνίας καὶ πολιτείας»! ! ! . . .
ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΕΜΦΥΛΙΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ
1.Ὅπως καὶ ἄλλοτε ἔχουμε διεξοδικώτατα ἀναπτύξει, πρωτογενὴς αἰτία τοῦ κακοῦ εἶναι οἱ παλιμβάρβαροι χριστιανοὶ τῶν ἀποικιοκρατικῶν κρατῶν τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς. Αὐτοὶ οἱ παλιμβάρβαροι φροντίζουν νὰ ἀνέρχωνται εἰς τὰ καθεστῶτα καὶ νὰ διαιωνίζωνται στὴν ἐξουσία φαῦλα ὑποκείμενα, τύραννοι τῶν λαῶν, ἀρκεῖ νὰ εἶναι πειθήνια ὄργανα τῶν καταχθονίων σκοτεινῶν δυνάμεων. Ὅταν διαπιστώνουν, ὅτι οἱ λαοὶ ξεσηκώνονται, τότε ἐξοπλίζουν αὐτὲς τὶς λαϊκὲς μάζες, γιὰ νὰ ἀνατραποῦν οἱ μέχρι χθὲς «πουλημένοι» καὶ ἐφευρίσκουν ἄλλα «δοτὰ ἀνθρωπάκια» ποὺ εἶναι σὲ θέσι νὰ ὀμώσουν γῆ καὶ ὕδωρ στοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς, ὅπως π.χ. οἱ οὐτσεκάδες τοῦ Κοσσυφοπεδίου ἀπὸ ἐξτρεμιστὲς δολοφόνοι καὶ ἰσοπεδωτὲς βαπτίσθηκαν σὲ «ἐπιβολεῖς τῆς τάξεως» ! ! ! . . .
Εἶναι γνωστό, ποιὸ ὄλεθρο καὶ συμφορὰ ἐπέφερε τὸ διεφθαρμένο ὑποκείμενο, θρέμμα τῶν σιωνιστῶν, Ὀσάμα μπιν Λάντεν...
2.Οἱ σιωνιστὲς τῆς Δύσεως προκαλοῦν συνεχῶς ἄπειρες προβοκάτσιες παντοῦ καὶ ὁμοθυμαδὸν καταφέρονται ἐναντίον τῶν δικτατορικῶν καθεστώτων, ποὺ οἱ ἴδιοι ἐγκατέστησαν, ὡς παραδείγματος χάριν τὸν «χασάπην τῆς Βαγδάτης» Σαντὰμ Χουσεΐν, τὸν ὁποῖο προηγουμένως εἶχαν βάλει νὰ χτυπᾶ τὸ Ἰρὰν καὶ ἄνω τοῦ ἑνὸς ἑκατομμυρίου ἀνθρώπων δολοφονήθηκαν ἑκατέρωθεν. Ὃταν ὁ Σαντὰμ Χουσεΐν σταμάτησε νὰ ὑπακούῃ στοὺς σιωνιστές, τότε τὸν κατηγόρησαν, ὅτι δῆθεν εἶχε χημικὰ καὶ ἀτομικὰ ὅπλα, γιὰ νὰ τὸν γκρεμίσουν καὶ νὰ ἐκμεταλλευθοῦν τὸνμαῦρο χρυσό. Προηγουμένως, εἶχαν δημιουργήσει καὶ τὸν ἐμφύλιο σπαραγμὸ στὸ Ἀφγανιστάν, γιὰ νὰ ἐπικρατήσουν καὶ ἐκεῖ οἱ σιωνιστές.
Τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ μὲ τὴν Γιουγκοσλαβία. Οἱ ἀπαίσιοι καὶ εἰδεχθέστατοι φονιάδες αἱματοκύλησαν τὴν πρώην Γιουγκοσλαβία καὶ ξεσήκωσαν τὶς διάφορες θρησκεῖες, νὰ δημιουργηθῃ ὁ ἐμφύλιος πόλεμος μεταξὺ τῶν διαφόρων θρησκειῶν καὶ νὰ ἀλληλοσπαράζωνται οἱ πρώην Γιουγκοσλάβοι μεταξύ τους.
3.Τὴν 5.2.1994 ὀργάνωσαν καὶ τὴν προβοκάτσια τῆς ἀγορᾶς τοῦ Σαράγεβο, καθὼς καὶ τὴν σφαγὴ στὴν Σρεμπρένιτσα τὸ 1995, διὰ νὰ καταφέρωνται ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων Σέρβων, ὅτι δῆθεν αὐτοὶ ἔκαναν ἐγκλήματα πολέμου καὶ οἱ παλιμβάρβαροι νατοϊκοί τοὺς ἔρριχναν ἀπὸ τὴν Ἀδριατικὴ πυραύλους ἀκόμη καὶ ἀνήμερα τοῦ Πάσχα τῶν Ὀρθοδόξων, γράφοντας προηγουμένως ἀπάνω στοὺς πυραύλους μὲ σπρέι «Καλὸ Πάσχα καὶ Καλὴ Ἀνάστασι».
4.Αὐτοὶ οἱ ἀπαίσιοι καὶ ἀδίστακτοι σιωνιστές, γιὰ νὰ δύνανται νὰ ἐπεμβαίνουν σ’ ὅλη τὴν ὑφήλιο, χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἀντίστασι, ἀπεναντίας νὰ τυγχάνουν καὶ ἄπειρων διευκολύνσεων ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους, Γάλλους, Γερμανοὺς καὶ Ἀμερικάνους, ὡς γνωστὸν δημιούργησαν καὶ τὴν προβοκάτσια - καταστροφὴ τῶν διδύμων πύργων τῆς 11ης Σεπτεμβρίου 2001, θυσιάζοντας μερικὲς χιλιάδες ἐργαζομένους (παρόλον ποὺ ἐκεῖ οἱ περισσότεροι τῶν ἐργαζομένων εἶναι ἑβραϊκῆς καταγωγῆς, ἐν τούτοις, οὔτε ἕνας ἑβραῖος δὲν σκοτώθηκε, ἀλλὰ μόνον Ἰταλοί, Ἕλληνες, Κορεάτες, Ἰνδοὶ καὶ λοιποί). Ἔτσι καὶ μὲ αὐτὴ τὴν προβοκάτσια, ἐπέτυχαν ἑκατομμυριοπλάσια ἀπ’ ὅ,τι θὰ ἐπετύγχαναν, ἐὰν ἔστελναν χιλιάδες στρατιὲς ἐναντίον τῶν διαφόρων χωρῶν καὶ καθεστώτων. Ἔτσι ἐπέτυχαν νὰ ἐξουθενώσουν καὶ τὴν Λιβύη μὲ τὴν συμπαράστασι πάντοτε τῶν παλιμβάρβαρων νατοϊκῶν κρατῶν, μὲ ἀπώτερον σκοπὸ νὰ ἐξασφαλίσουν καὶ ἐκεῖ τὰ πετρέλαια καὶ νὰ ἔχουν σφαῖρες ἐπιρροῆς παντοῦ καὶ νὰ γίνωνται φόβος καὶ τρόμος, γιὰ τοὺς γύρω λαούς, νὰ μὴ βγάζουν ἀνάσα, διότι θὰ ὑποστοῦν τὰ δεινά τῶν ἂλλων λαών! ! ! . . .
ΛΙΑΝ ΔΥΣΜΕΝΕΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΚ ΤΩΝ ΕΠΙΔΡΟΜΕΩΝ ΑΛΛΟΦΥΛΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΟΙΚΩΝ
1.Ἡ κατεξοχὴν ἀνηθικότης ἐκδηλώνεται στὴν Ἑλλάδα μας ποὺ μετατρέπεται σὲ πολυπληθυσμικὴ καὶ πολυθρησκευτική. Οἱ καταχθόνιοι καὶ ἀπαίσιοι σιωνιστὲς ἐξώπλισαν καὶ ἐξοπλίζουν συνεχῶς τοὺς ἐξτρεμιστὲς μουσουλμάνους, τοὺς ἐβάπτισαν δημοκρατικοὺς ἀντιπάλους τοῦ καθεστῶτος καὶ τοὺς ἐνισχύουν παντοιοτρόπως, οὓτως ὥστε μὲ τὸν ἀλληλοσπαραγμὸ νὰ μὴ μείνῃ, εἰ δυνατόν, οὔτε ἕνας Σύριος στὴν πολιτισμένη χώρα τῆς Συρίας, γιὰ νὰ ἐπεκταθῇ ἡ Σιὼν καὶ νὰ εἶναι φόβος καὶ τρόμος γιὰ τοὺς ἐναπομείναντας. Μὲ τὴν ἐξουθένωσι τῆς Συρίας, ἐμμέσως, ἔχουμε ἐπιπτώσεις καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα μας, μὲ τὸ νὰ μᾶς ἀποστέλλουν οἱ «φίλοι» μας Τοῦρκοι, καθημερινῶς, ἑκατοντάδες ἤ καὶ χιλιάδες, ὄχι μόνο κατατρεγμένους Σύριους, ἀλλὰ καὶ Μαροκινούς, Ἀλγερινοὺς καὶ ἂλλους ἀπὸ λοιπὲς μωαμεθανικὲς χῶρες, βαπτίζοντάς τους, ὡς δῆθεν Σύριους πρόσφυγες.
Αὐτοί, πρὶν ἀποβιβασθοῦν στὴν Ἑλλάδα, σκίζουν καὶ πετοῦν εἰς τὴν θάλασσα ὅλα τὰ ταξειδιωτικά τους ἔγγραφα, γιὰ νὰ ταυτοποιοῦνται ὡς καὶ ἔποικοι Σύριοι, ἐνῶ οὐσιαστικὰ εἶναι, ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἀλλόφυλοι ἐπιδρομεῖς «κάθε καρυδιᾶς καρύδι» καὶ κινδυνεύουμε ἀφαντάστως ἀπὸ κάθε ἄποψι! ! ! . . .
2.Βέβαια οἱ ἰθύνοντες, γιὰ νὰ ρίξουν στάχτη στὰ μάτια τῶν Ἑλλήνων ψεύδονται ἀσυστόλως, ὅτι δῆθεν ἔχουμε μόνον 55.000 ἢ 80.000 πρόσφυγες. Ἡ πραγματικότης εἶναι, ὅτι μᾶς ἔχουν «ξεφορτώσει» οἱ φίλοι μας οἱ Τοῦρκοι πολλὲς ἑκατοντάδες χιλιάδες μωαμεθανοὺς ἢ καὶ ἑκατομμύρια ἀλλόφυλους ἐπιδρομεῖς - ἔποίκους . Ὅλοι αὐτοὶ εἶναι παθιασμένοι ἀπὸ τὶς πλάνες τοῦ κορανίου καὶ εἶναι λίαν δυσχερὲς νὰ προσαρμοσθοῦν μὲ τὰ ἑλληνικὰ ἤθη καὶ ἔθιμα, τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία! ! ! . . .
Ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν οἰ πρόσφυγες μουσουλμάνοι στὴν Νορβηγία ὠρύονται «δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε μαζὶ μὲ τὰ γουρούνια, τοὺς ἄπιστους χριστιανούς, ζητοῦμε αὐτονομίαν» ! ! ! . . .
3.Δυστυχῶς ὑπάρχουν ἀναίσχυντοι ἰθύνοντες στὴν Ἑλλάδα, οἱ ὁποῖοι βροντοφωνοῦν ἀπαντώντας σ’ ὅσους κρούουν τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου γιὰ τὸ τεράστιο δημογραφικὸ πρόβλημα, ποὺ διερχόμεθα καὶ γιὰ τὶς ἑκατοντάδες χιλιάδες ἐκτρώσεις (ποὺ γίνονται μάλιστα δημοσίᾳ δαπάνῃ), «δὲν χρειαζόμεθα πολλὲς γεννήσεις, ἤδη ἔρχονται ἕτοιμοι».
Οἱ χριστιανές, μὲ τὶς πρόωρες προγαμιαῖες σχέσεις παραμορφώνονται καί, ὅταν ἀργότερα νυμφεύονται, δὲν εἶναι ἐφικτὸ νὰ συλλάβουν τέκνα. Μαιευτῆρες χασάπηδες - σκιτζῆδες, μεθυσμένοι ἀπὸ τὰ τεράστια ποσὰ ποὺ λαμβάνουν γιὰ τὶς ἐκτρώσεις, πείθουν ἀνόητες Ἑλληνίδες νὰ μὴ γεννοῦν φυσιολογικά, ἀλλὰ διὰ καισαρικῆς τομῆς. Διὰ τῆς ὑπογεννητικότητας πολλαπλασιάζεται τὸ δημογραφικὸν πρόβλημα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ οἱ μουσουλμάνες τεκνοποιοῦν 5, 10 καὶ 20 παιδιὰ μὲ μέγιστον κίνδυνο οἱ Ἕλληνες νὰ καταντήσουν μειοψηφία στὸν τόπο τους καὶ θὰ ὀφείλουν νὰ ὑπακούουν στὴν πλειοψηφία τῶν μωαμεθανῶν ! ! ! . . .
Μελλοντικῶς θὰ ὑπάρχει κίνδυνος οἱ χριστιανόπαιδες νὰ ἀναγκάζωνται νὰ ἔχουν ὁδομαχίες μὲ τοὺς ἐξτρεμιστὲς μωαμεθανοὺς γιὰ νὰ προασπίζωνται τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια τῆς φυλῆς μας καὶ τῆς πίστεώς μας! ! ! . . .
4.Ἀνάγκη, λοιπόν, νὰ ἀντιδράσωμε παντοιοτρόπως ἐγκαίρως καὶ εὐκαίρως καὶ νὰ προλάβωμε τὸ κακόν, γιὰ νὰ μὴ μᾶς ἀναθεματίζουν τὰ παιδιά μας καὶ τὰ ἐγγόνια μας, γιὰ τὴν ἐγκληματικὴ ἀδιαφορία ποὺ δεικνύουμε, πρὶν αὔριον εἶναι ἀργά! ! ! . . .
5.Ὅμως οἱ χριστιανοὶ εἶναι στὸ στόχαστρο, ὅπως καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες χῶρες, π.χ. η Μπόκο Χαράμ στὴ Νιγηρία, ποὺ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 2014 αἰχμαλώτησε περίπου 250 μαθήτριες! ! ! . . .
6.Στὶς τηλεοράσεις, στὶς ἐφημερίδες καὶ στὸ διαδίκτυο κυκλοφοροῦν φρικιαστικὲς φωτογραφίες χριστιανῶν μὲ κομμένα κεφάλια, σταυρωμένων, βασανιζομένων! ! ! . . .
7.Εἶναι γνωστὴ σὲ ὅλους ἡ ἀπαγωγὴ 12 μοναζουσῶν (μαζὶ μὲ τὴν ἡγουμένη, γερόντισσα Πελαγία) τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2013 ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ Μονή τῆς Ἁγίας Θέκλας στὴ Μααλούλα (Ἀρχαία Σελεύκεια) τῆς Συρίας, οἱ ὁποῖες εὐτυχῶς ἀπελευθερώθηκαν σῶες τέλος Μαρτίου τοῦ 2014. Εὐτυχῶς ἡ ἡγουμένη εἶχε τὴν πρόνοια καὶ φώτισι, φεύγοντας νὰ πάρῃ μαζὶ τὰ ἅγια λείψανα τῆς Ἁγ.Θέκλας. Καὶ εὐτυχῶς ποὺ ἔγινε αὐτό. Διότι, ὅταν ἐπὶ τέλους ἐλευθερώθηκαν καὶ ἐπέστρεψαν, εὑρῆκαν τὴν ἱστορικὴ Μονὴ κατεστραμμένη, ἱστορικὲς εἰκόνες τοῦ 17 ου αἰῶνος, ἱερὰ σκεύη, πολυελαίους, ὅλα κλεμμένα ἤ καμένα. Τώρα ἡ ἡγουμένη ἀδελφὴ Πελαγία καὶ οἱ μοναχὲς φιλοξενοῦνται στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγ. Γεωργίου στὴ Συρία! ! ! . . .
8.Ἀνώνυμος χριστιανὸς ἔγραψε ἕνα μικρὸ τροπάριο γιὰ τοὺς σύγχρονους Ὀρθόδοξους μάρτυρες τοῦ «Ἰσλαμικοῦ τόξου» :
Μάρτυρες Συρίας τε καὶ Ἰράκ, Αἰγύπτου, Λιβύης, Τυνησίας τε καὶ Ἰράν, Σουδάν, Νιγηρίας καὶ πάσης Γῆς ἐν γένει, παρὰ τῶν μουσουλμάνων σφαγέντες, χαίρετε!...
https://www.youtube.com/watch?v=AXQyULP9VNU
Χρόνια ὁλόκληρα ἀδιαφοροῦσαν οἱ πάντες διὰ τὸν συστηματικὸν κατατρεγμὸ τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς. Δυστυχῶς ἔπρεπε νὰ σφάξουν οἱ ἀγροῖκοι τζιχαντιστές καὶ δύο ἀμερικανούς. Τότε συνεκινήθησαν οἱ πάντες καὶ ἄρχισαν νὰ χύνουν κορκοδείλια δάκρυα, ὄχι μόνον οἱ δυτικοί, ἀλλὰ καὶ οἱ ἡμέτεροι. Βαβαί τῆς ἀναλγησίας καὶ τῆς ὑποκρισίας τῶν ἰθυνόντων! ! ! . . .
Πηγή: Φωτεινή Γραμμή
Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσίας έκρινε σήμερα ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι «εξτρεμιστική οργάνωση», μετά τη σχετική προσφυγή που είχε καταθέσει το υπουργείο Δικαιοσύνης της χώρας, ζητώντας να κλείσουν τα κεντρικά γραφεία τους στην Αγία Πετρούπολη.
Πολλά από τα βιβλία και τα έντυπα που εκδίδονται από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Ρωσία έχουν μπει στη λίστα των "απαγορευμένων εξτρεμιστικών εντύπων". Οι ρωσικές εισαγγελικές αρχές υποστήριζαν ότι πρόκειται για μια οργάνωση που καταστρέφει οικογένειες, υποδαυλίζει το μίσος και απειλεί ζωές, μια περιγραφή που οι ίδιοι χαρακτηρίζουν ψευδή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε επίσης την κατάσχεση όλων των περιουσιακών στοιχείων των Μαρτύρων του Ιεχωβά, οι οποίοι απάντησαν ότι θα ασκήσουν έφεση στην απόφαση.
Ο Γιάροσλαβ Σιβούλσκι, ένας εκπρόσωπος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Ρωσία, δήλωσε "σοκαρισμένος" από την απόφαση του δικαστηρίου και επιβεβαίωσε ότι πρόκειται να ασκηθεί έφεση.
Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα του εκκλησιαστικού περιοδικού «Ο Σωτήρ» που εκδίδεται από την ομώνυμη αδελφότητα θεολόγων, τόσο η Εισαγγελία Τριπόλεως όσο και η Εισαγγελία Εφετών Ναυπλίου μετά από προκαταρκτική εξέταση που διενήργησαν και με σχετικές αποφάσεις τους στις 4 Νοεμβρίου και 22 Δεκεμβρίου 2016 αντίστοιχα, έθεσαν στο αρχείο την υπόθεση, με το σκεπτικό ότι «ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας δεν διέπραξε κάποιο αδίκημα με την τοποθέτησή του εκείνη, σύμφωνη κατά πάντα με την αλήθεια της πίστεως, που ως Ορθόδοξος Ιεράρχης οφείλει να διαγγέλλει».
Ολόκληρο το δημοσίευμα στο περιοδικό «ο Σωτήρ» αναφέρει:
Συντριβὴ τῆς ὁμοφυλοφιλικῆς δικτατορίας
Οἱ ὀργανωμένες ὁμοφυλοφιλικὲς ὁμάδες, μὲ τὸ ψευδοεπιχείρημα τῆς καταπατήσεως δῆθεν τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τους, ἐπιδιώκουν νὰ ἐπιβάλουν στὴν κοινωνικὴ ζωὴ νέα δικτατορία. Φίμωση δηλαδὴ ὅσων ἔχουν διαφορετικὴ ἀντίληψη, καὶ ἐπιβολὴ ἀπόλυτης λογοκρισίας, τέτοιας ποὺ μόνο οἱ πιὸ μαῦρες δικτατορίες ἔχουν ἐπινοήσει.
Δὲν διστάζουν νὰ καταθέτουν μηνύσεις ἐναντίον ἐπισκόπων καὶ ἄλλων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, ἀπαιτώντας τὴν τιμωρία τους βάσει τοῦ ἀντιρατσιστικοῦ νόμου, ὅταν αὐτοὶ ὁμολογοῦν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ τὴν διαστροφὴ τῆς ὁμοφυλοφιλίας.
Ἔτσι τὸ περασμένο ἔτος στράφηκαν ἐναντίον τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μαντινείας καὶ Κυνουρίας κ. Ἀλεξάνδρου γιὰ δηλώσεις ποὺ εἶχε κάμει τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2015 σχετικὰ μὲ τὸν νόμο περὶ Συμφώνου συμβιώσεως ὁμοφυλοφίλων. Ὁ Σεβασμιώτατος ἐρωτήθηκε δημοσίως γιὰ τὸ θέμα καί, ὅπως ὄφειλε, ἀπάντησε εὐθαρσῶς ὡς Ὀρθόδοξος Ἱεράρχης. Εἶπε: «Ἡ Ἐκκλησία ἀκολουθεῖ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κατάσταση τῆς φύσεως. Ἐδῶ ἔχουμε παρὰ φύση κίνηση καὶ εἶναι καταδικαστέα». Τόνισε ἀκόμη ὅτι οἱ ὁμοφυλόφιλοι «εἶναι ἄρρωστοι καὶ ἔχουν πάθος, καὶ θὰ πρέπει νὰ προσπαθήσουν νὰ θεραπεύσουν τὴν ἀρρώστια τους... Τοὺς λυπᾶμαι, προσεύχομαι νὰ τοὺς ἐλεήσει ὁ Θεός, νὰ μετανοήσουν, νὰ ἀλλάξουν τακτικὴ καὶ νὰ γίνουν τίμια μέλη τῆς κοινωνίας μας».
Λόγια ξεκάθαρα, χωρὶς ἴχνος μίσους ἢ ἐμπάθειας, ἀλλὰ μὲ πόνο καὶ ἀγάπη ἐκφερόμενα γιὰ τοὺς δυστυχεῖς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ὑποδουλωθεῖ στὸ δυσῶδες αὐτὸ πάθος. Πάθος ποὺ καταδικάζεται ἀπερίφραστα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴ δισχιλιετὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὑπῆρξαν δικαιότατες οἱ ἀποφάσεις τῆς Εἰσαγγελίας Τριπόλεως (4-11-2016) καὶ τῆς Εἰσαγγελίας Ἐφετῶν Ναυπλίου (20-12-2016) ποὺ ἐξέτασε τὸ θέμα σὲ δεύτερο βαθμό, νὰ θέσουν τὴν ὑπόθεση στὸ ἀρχεῖο, μὲ τὸ σκεπτικὸ ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος δὲν διέπραξε κάποιο ἀδίκημα μὲ τὴν τοποθέτησή του ἐκείνη, σύμφωνη κατὰ πάντα μὲ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, ποὺ ὡς Ὀρθόδοξος Ἱεράρχης ὀφείλει νὰ διαγγέλλει. Ὑπάρχουν δικαστὲς στὸν τόπο! Καὶ οἱ δίκαιες ἀποφάσεις τους συντρίβουν τὶς μεθόδους ὁλοκληρωτισμοῦ ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ὁμάδες κατατρομοκρατήσεως τῆς κοινωνίας μας.
Ἡ ὑπόθεση ὅμως αὐτὴ φανερώνει τὸ τραγικὸ κατάντημα, στὸ ὁποῖο ὁδηγεῖται μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα ἡ κοινωνία μας, ποὺ ὄχι μόνο ἀλλάζει παγκόσμιους νόμους χιλιάδων ἐτῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπειλεῖ μὲ δικτατορικὴ φίμωση τοὺς πολίτες.
Καὶ τὸ ἐρώτημα εἶναι τοῦτο: Πῶς ἀνέχονται οἱ πολιτικοὶ καὶ τὰ Μέσα Ἐνημέρωσης, ποὺ κόπτονται γιὰ τοὺς δημοκρατικοὺς θεσμούς, αὐτὴ τὴν ὕπουλα προωθούμενη νέα ἐφιαλτικὴ δικτατορία;
Πηγή: Κατάνυξις
Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Πατρός Ἡμῶν Ἀθανασίου, τοῦ Μετεωρίτου [20 Απριλίου]
῾Ο Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης, κατά κόσμον ᾿Ανδρόνικος, ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 1302 στήν πόλη τῶν Νέων Πατρῶν ἤ τῆς Νέας Πάτρας, τή σημερινή ῾Υπάτη, κοντά στό ὄρος Μολύβιον, ἀπό γονεῖς πού ἀνῆκαν στήν ἀριστοκρατική τάξη· «...γονέων ἐπιφανῶν υἱός καί τῆς πατρίδος αὐτοῦ τῶν πολλῶν ὑπερεχόντων».
῾Η μητέρα του ἀπέθανε κατά τήν ὥρα τοῦ τοκετοῦ καί μετά ἀπό λίγο χρονικό διάστημα ἀναπαύθηκε καί ὁ πατέρας του. ῎Ετσι, ὁ μικρός ᾿Ανδρόνικος ἔχασε καί τούς δύο γονεῖς του σέ πολύ μικρή λικία. Τότε εὑρῆκε συμπαράσταση, στοργή καί ἀγάπη ἀπό τόν ἀδελφό τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τήν κηδεμονία του, φροντίζοντας γιά ὅλα του τά ἀναγκαῖα καί γιά τή μάθηση τῶν ἱερῶν γραμμάτων.
῞Οταν τό ἔτος 1319 Νέα Πάτρα καταλήφθηκε ἀπό τούς Φράγκους, ὁ ᾿Ανδρόνικος αἰχμαλωτίσθηκε καί μάλιστα, χαριτωμένος καθώς ἦταν στή μορφή, ἐκινδύνευσε νά σταλεῖ στό σπίτι τοῦ κατακτητοῦ ᾿Αλφόνσου Φαδρίγου σάν ζωντανό λάφυρο. ῾Ο ᾿Ανδρόνικος ὅμως κατάλαβε τίς προθέσεις του καί ἐσώθηκε μέ τή φυγή. ᾿Αφοῦ συναντήθηκε μέ τόν ἐξόριστο κηδεμόνα του, ἀπέπλευσαν μαζί καί κατέληξαν στή Θεσσαλονίκη. Μετά ἀπό λίγο καιρό ἀπέθανε ὁ θεῖος του, ἄρρωστος ἀπό βαριά ἀρθρίτιδα, στή μονή τοῦ ᾿Ακαπνίου στή Θεσσαλονίκη. ῎Ετσι ὁ νεαρός ᾿Ανδρόνικος, τό ἔτος 1319 (σέ λικία 16-17 ἐτῶν), ἔμεινε γιά τρίτη φορά ὀρφανός χωρίς κανένα προστάτη καί, προκειμένου νά ἐξοικονομήσει τά ἀναγκαῖα γιά τή διαβίωσή του, προσελήφθη στήν ὑπηρεσία ἑνός γραμματέως βασιλικῶν ὁρισμῶν στή Θεσσαλονίκη. ῾Η μεγάλη του ἀγάπη γιά τά γράμματα ἀφ᾿ ἑνός καί ἔλλειψη χρημάτων ἀφ᾿ ἑτέρου τόν ἀναγκάζουν νά πηγαίνει στά σχολεῖα τῶν διδασκάλων καί καθισμένος ἔξω ἀπό τήν πόρτα νά παρακολουθεῖ τά μαθήματα.
Η ροπή του πρός τόν ἀσκητισμό καί ἀναζήτηση τῆς ἀπερίσπαστης ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό τόν ὁδήγησαν στό ῞Αγιον ῎Ορος. Νεαρός ὅμως καθώς ἦταν καί ἀγένειος δέν ἔγινε δεκτός ἀπό τούς πατέρες. Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὅμως δέν ἐκάμφθηκε. Παίρνοντας τήν εὐχή τῶν πατέρων πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀσπάσθηκε τούς ἱερούς ναούς καί τά τίμια λείψανα τῶν ῾Αγίων. Συγκατοίκησε μέ δύο μοναχούς, οἱ ὁποῖοι διαβλέποντας τά ἐξαιρετικά καί σπάνια χαρίσματα τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος ἐπλησίαζε\τά\χαρακτηριστικά ἑνός παιδαριογέροντα, τοῦ πρότειναν νά μείνει στό συχαστήριό τους καί νά τόν κάνουν προεστῶτα. ῾Ο ἴδιος ὅμως μέ ταπείνωση ἀρνήθηκε.
Στήν Κωνσταντινούπολη συναναστράφηκε μέ κορυφαῖες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, πού ἐπηρέασαν τή ζωή του, ὅπως τόν ῞Οσιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη, τόν πατέρα τῆς νηπτικῆς θεολογίας, τόν Δανιήλ τόν ῾Ησυχαστή, τόν ᾿Ισίδωρο, ὁ ὁποῖος μετέπειτα ὡς Οἰκουμενικός Πατριάρχης (1347-1350) ὑποστήριξε τόν ῞Αγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί κατόπιν τόν κατέστησε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, καί πολλούς ἄλλους ῾Αγίους Πατέρες, ἀπό τούς ὁποίους ὠφελήθηκε πνευματικά σάν\τή\μέλισσα\πού «συλλέγει τά καίρια».
Στή συνέχεια, μάλλον γιά βιοποριστικούς λόγους, μετέβη στήν Κρήτη γιά ὁρισμένο χρονικό διάστημα. ᾿Εκεῖ ἐγνωρίσθηκε μέ κάποιο φιλάνθρωπο Κρητικό, ὁ ὁποῖος ἐκτιμώντας τίς ἀρετές του ἐσκέφθηκε νά τόν παντρέψει μέ τή θυγατέρα του. ῾Ο ᾿Ανδρόνικος ὅμως, καταλαβαίνοντας τίς βλέψεις του καί γιά νά μήν ἐμπλακεῖ «ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις», ἐγκατέλειψε ἀμέσως τήν Κρήτη, συνάμα καί τήν κοσμική ζωή, καί ἐπέστρεψε καί πάλι στό ῞Αγιον ῎Ορος, γιά νά ἀφιερωθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό «ὡς καλός στρατιώτης ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ», διότι ἐπίστευε ὅτι μόνο ἐκεῖ μποροῦσε νά βιώσει τό ἀσκητικό ἰδεῶδες.
᾿Αρχικά κατέφυγε στή σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ καί εἰδικά στήν ὀρεινή τοποθεσία τήν λεγόμενη Μηλέα. ᾿Εκεῖ ἔγινε δεκτός ἀπό δύο ἁγιορεῖτες ἀσκητές, τόν ἱερομόναχο Γρηγόριο τόν Κωνσταντινουπολίτη καί τόν Μωυσῆ. Σέ λικία τριάντα ἐτῶν ἔγινε ρασοφορία του ἀπό τόν γέροντά του Γρηγόριο καί μετονομάσθηκε ᾿Αντώνιος.\Πολύ γρήγορα ἔγινε καί μεγαλόσχημος μοναχός παίρνοντας τό ὁριστικό του πιά μοναχικό ὄνομα ᾿Αθανάσιος, μέ τό ὁποῖο ἔγινε γνωστός καί ἐπέρασε μέσα στό χορό τῶν ῾Οσίων τῆς ᾿Εκκλησίας, καθώς καί τῶν ὑψηλῶν ἀναστημάτων τοῦ ᾿Ορθοδόξου μοναχισμοῦ, καί εἰδικότερα στήν ἱστορία τοῦ μετεωρίτικου μοναχισμοῦ.
῾Ο ᾿Αθανάσιος κατά τήν παραμονή του στό ῎Ορος ἀσκήθηκε στίς κατά Θεόν ἀρετές, στήν προσευχή, στήν ὑπακοή καί στήν ὑποταγή, ἀντιμετωπίζοντας τίς δοκιμασίες καί τίς διάφορες κακουχίες ἀγόγγυστα καί ὑπομονετικά.
Τίς σκληρές μά ἥσυχες στιγμές τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἦρθαν νά ταράξουν οἱ ληστρικές ἐπιδρομές τῶν ᾿Αγαρηνῶν Τούρκων καί οἱ ἄγριες διώξεις ἐναντίον τῶν κατοίκων τῶν ᾿Αθωνικῶν παραλίων. ᾿Εξ αἰτίας αὐτῶν τῶν γεγονότων οἱ μοναχοί ἀναγκάσθηκαν νά ἐγκαταλείψουν τό ῞Αγιον ῎Ορος καί νά καταφύγουν σέ μέρος ἀσφαλέστερο. ῾Ο μέν Μωυσῆς μετέβη στή μονή τῶν ᾿Ιβήρων, ὁ δέ ᾿Αθανάσιος μαζί μέ τόν γέροντα καί θεῖο του Γρηγόριο καί μέ ἕναν ἄλλο μοναχό\μέ\τό\ὄνομα Γαβριήλ κατέφυγαν πρός τά δυτικά μέρη τῆς ῾Ελλάδος.
᾿Αφοῦ ἐπέρασαν ἀπό τή Θεσσαλονίκη ἔφθασαν στή Βέροια, πόλη καλῶς τειχισμένη. ᾿Εκεῖ πολλοί ἐπιφανεῖς ἠθέλησαν νά κρατήσουν κοντά τους τούς ἁγιορεῖτες ἀσκητές καί νά τούς προσφέρουν τά ἀναγκαῖα γιά τή συντήρησή τους. Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὅμως δέν ἐδέχθησαν, κυρίως γιατί ὁ ᾿Αθανάσιος ἀποστρεφόταν τήν κοσμική καί πολυθόρυβη ζωή τῶν πόλεων καί ἐπιζητοῦσε χῶρο ἰδανικό γιά ἄσκηση, ἀπομόνωση καί συχία.
Μετά ἀπό κάποια ἀγνώστου χρόνου παραμονή τῶν δύο ῾Οσίων στή Σκήτη τῆς Βεροίας, στή μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἐπορεύθησαν πρός τόν ᾿Επίσκοπο Σερβίων. Κατόπιν, μέ ὑπόδειξη τοῦ ἐν λόγῳ ᾿Επισκόπου, κατέφυγαν στούς θεόκτιστους Θεσσαλικούς βράχους τῶν Σταγῶν.
Φθάνοντας περί τό 1333-1334 στόν τόπο ἐκεῖνο εὑρῆκαν μέν τούς λίθους, ὅπως τούς εἶχε περιγράψει ὁ ᾿Ιάκωβος, ἀλλά «οὐκ ἦν τις ὁ κατοικῶν ἐν αὐτοῖς, πλήν γυπῶν καί κοράκων». ῞Ενας μόνο λίθος ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ πιό γειτονικός πρός τήν πόλη τῶν Σταγῶν, εἶχε κατά τήν παράδοση κατοικηθεῖ παλιότερα ἀπό κάποιο βοσκό, ὁ ὁποῖος μεταμόρφωσε ἕνα κοίλωμα τοῦ βράχου σέ λαξευτό ναό τῶν Ταξιαρχῶν καί μετονόμασε τό βράχο Στύλο. Σ᾿ αὐτό τό λίθο λοιπόν πηγαίνοντας ὁ ᾿Αθανάσιος μέ τόν γέροντά του Γρηγόριο εὑρῆκαν μέσα ἕναν λικιωμένο μοναχό, ὀνομαζόμενο Τρυφερό, καί ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκαν.
῾Ο γέροντας Γρηγόριος βλέποντας τή σκληρότητα τοῦ τόπου ἠθέλησε νά φύγει καί νά γυρίσει πίσω. ῾Ο ᾿Αθανάσιος ὅμως, ἀ-ντιλαμβανόμενος τίς προθέσεις του, τόν ἐνεθάρρυνε. Καί\ἐπειδή πολύς θόρυβος ἔφθανε ἐκεῖ ἀπό τήν πόλη, καθώς αὐτό τό μέρος τοῦ Στύλου ἦταν κοντά της, μέ τή συγκατάθεση τοῦ γέροντος κατέβηκε σέ ἐρημικότερο μέρος τοῦ βράχου, ὅπου καί ἐγκαταστάθηκε. ᾿Εκεῖ ὁ ᾿Αθανάσιος σύχαζε τίς ἕξι μέρες τῆς ἑβδομάδος καί ἀνέβαινε στό Στύλο μόνο κάθε Κυριακή γιά τήν ἀγρυπνία· ἀφοῦ μετελάμβανε τῶν ᾿Αχράντων Μυστηρίων καί ἔτρωγε στήν κοινή τράπεζα, κατέβαινε καί πάλι κάτω στό κελλί του.
Μετά ἀπό μικρό διάστημα παραμονῆς του ἐκεῖ, κάποια νύχτα ἐδέχθηκε ἐπίθεση ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπίστευαν ὅτι κάτι θά εὕρισκαν νά ἁρπάξουν ἀπό τό κελλί του. ᾿Εκεῖ ὅμως δέν ὑπῆρχε τίποτε ἄλλο παρά μόνο λίγο λάδι καί λίγα ξερά ψωμιά. Τούς ληστές τότε ἀντιλήφθηκε ἀπό ψηλά ἕνας ἄλλος ἀδελφός, Βαρλαάμ ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος τούς ἔδιωξε μέ τή σφενδόνα του, ὅπως τούς λύκους.
Στή συνέχεια ὁ ᾿Αθανάσιος, προκειμένου νά εὑρίσκεται μακριά ἀπό ληστές καί νά συχάζει ἀπερίσπαστα, ζητεῖ εὐλογία ἀπό τό γέροντά του γιά ν᾿ ἀνεβεῖ στόν Πλατύλιθο, δηλαδή στό σημερινό βράχο τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Σ᾿ αὐτόν λοιπόν τό βράχο, «τόπον ἀναχωρητικόν, πέτραν εἰς αἰθέριον ὕψος ἠρμένην», ἀνέβηκε γύρω στά 1343-1344 ὁ ᾿Αθανάσιος καί ἐγκαταστάθηκε ὁριστικά πιά, ποθώντας τήν ἀνεύρεση περισσότερης συχίας καί τήν τελειότερη ἄσκηση.
᾿Αρχικά ὁ ᾿Αθανάσιος ἔμεινε μόνος του σέ μιά σπηλιά τοῦ βράχου. Λίγο ἀργότερα ὅμως\ἐδέχθηκε καί δύο ἄλλους ἀδελφούς, πού\ἦρθαν\γιά νά συγκατοικήσουν μέ αὐτόν, σύμφωνα μέ τόν ὅρο πού τοῦ εἶχε θέσει ὁ γέροντάς του. Τόν ἕνα ἀπό αὐτούς, τόν ᾿Ιάκωβο, τόν ἔστειλε στόν ᾿Επίσκοπο καί τόν ἐχειροτόνησε ἱερέα. Στό βράχο ὁ ῞Οσιος ἀσκητής ἐδημιούργησε πρόχειρη τήν κατοικία του καί ὀργάνωσε τήν πρώτη συστηματική μοναστική κοινότητα τῶν Μετεώρων. Πρῶτα ὅμως οἰκοδόμησε ναό τῆς Θεομήτορος, τῆς Παναγίας τῆς Μετεωρίτισσας Πέτρας, στήν ὁποία ἀφιέρωσε καί τή μονή.
Μέ δαπάνη κάποιου τοπικοῦ ἄρχοντα ὁ ᾿Αθανάσιος διευκόλυνε τόν τρόπο ἀνόδου στό βράχο μέ τή δημιουργία στοᾶς καί τήν ἐλάττωση τῶν βαθμίδων τῆς κλίμακος. Τό γεγονός αὐτό φανερώνει ἐπίσης τήν ἐπίδραση, τήν πνευματική ἀκτινοβολία καί αἴγλη πού ἀσκοῦσε ὁ ᾿Αθανάσιος καί στούς πολιτικούς ἄρχοντες τῆς περιοχῆς.
Μέ τή χρηματική συνεισφορά κάποιου Τριβαλλοῦ, δηλαδή Σέρβου μεγιστάνα, καί μέ τή βοήθεια τῶν συμμοναστῶν του, ὁ ᾿Αθανάσιος οἰκοδόμησε ἄλλον ὡραιότατο ναό, πρός τιμήν τοῦ Μεταμορφωθέντος Σωτῆρος Χριστοῦ. Μέ τήν πάροδο ὅμως τῶν χρόνων καί μέ τήν καθημερινή αὔξηση τῶν μοναχῶν ὁ ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος διαπίστωσε ὅτι τό νά ζεῖ ὁ καθένας ἀνεξάρτητα καί νά φροντίζει μόνος του τόν ἑαυτό του θά εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ὄχι τήν ὁμόνοια, ἀλλά τή διχόνοια καί τή φιλονικία. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ἀπεφάσισε νά ἐπιβάλει στούς ἀδελφούς πού εἶχε στήν ὑποταγή του κοινοβιακό τύπο ζωῆς μέ αὐστηρό μοναστικό κανονισμό.
῾Η φήμη τοῦ συχαστοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε καί γεροντάδες ἦλθαν μέ τή συνοδεία τους νά ὑποταχθοῦν σ᾿ αὐτόν,\ὅπως ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος\καί πνευματικότατος ᾿Ιγνάτιος, ὁ ὁποῖος μέ πέντε ἄλλους μαθητές του ἦλθε καί ἔμεινε κοντά στόν ᾿Αθανάσιο καί ὁ πνευματικός ᾿Αγάθων, πού πρίν ὑπῆρξε συμμοναστής του στό ῞Αγιον ῎Ορος. ῞Ολοι τους διακρίθηκαν γιά τήν ἀγάπη, τήν ὑπακοή καί τήν ὑποταγή, τόσο πρός τόν ῞Οσιο ᾿Αθανάσιο, ὅσο καί μεταξύ τους.
῾Ο ῞Οσιος, πού καμιά στιγμή δέν ἔπαψε νά νουθετεῖ ὅσους ἦταν κοντά του, εὑρισκόμενος πλέον σέ προχωρημένη λικία, ἀσθένησε.\Μετά καί\ἀπό τίς τελευταῖες του νουθεσίες καί τήν παράταση τῆς ἀσθένειάς του γιά σαράντα περίπου μέρες, σέ λικία 78 ἐτῶν, ὁ ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, περί τό ἔτος 1380, συναριθμούμενος καί αὐτός στή χορεία τῶν μεγάλων ῾Οσίων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
Πηγή: Άγια Μετέωρα, Ακτίνες
Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Πατρός Ἡμῶν ᾿Ιωάσαφ, τοῦ Μετεωρίτου [20 Απριλίου]
Δεύτερος κτίτορας τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου καί διάδοχος τοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου ὑπῆρξε ὁ «᾿Ιωάννης Οὔρεσης Παλαιολόγος, ὁ διά τοῦ θείου καί ἀγγελικοῦ σχήματος ἐπικληθείς ᾿Ιωάσαφ μοναχός». Δυστυχῶς δέν εὑρέθηκε βιογραφία τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάσαφ τοῦ Μετεωρίτου καί ὅλες τίς πληροφορίες πού ἔχουμε γι᾿ αὐτόν τίς ἀντλοῦμε ἀπό τή βιογραφία τοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου καί ἀπό διάφορα ἐπίσημα ἔγγραφα.
῾Ο ᾿Ιωάννης - ᾿Ιωάσαφ ὁ Μετεωρίτης ἦταν υἱός τοῦ ῾Ελληνοσέρβου βασιλέως ᾿Ηπείρου καί Μεγάλης Βλαχίας, δηλαδή Θεσσαλίας, μέ ἕδρα τά Τρίκαλα, Συμεών Οὔρεση Παλαιολόγου (1359-1370). ῾Η μητέρα του, Θωμαΐς, ἦταν θυγατέρα τοῦ δεσπότου τῆς ᾿Ηπείρου ᾿Ιωάννου Βύ ᾿Ορσίνη (1323-1335) καί ἀδελφή τοῦ μετέπειτα δεσπότου τῆς ᾿Ηπείρου Νικηφόρου Βύ ᾿Ορσίνη.
῾Ο ᾿Ιωάννης ἐγεννήθηκε κατά τό 1349-1350. ᾿Από τή μητέρα του συγγένευε μέ τή βυζαντινή αὐτοκρατορική οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων, ἐκ τῶν ὁποίων διετήρησε καί τό ἐπώνυμο. ῾Η γιαγιά του, Μαρία Παλαιολογίνα, δισέγγονη τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος Μιχαήλ Ηύ Παλαιολόγου (1259-1282) ἀπό τόν πατέρα της ᾿Ιωάννη Παλαιολόγο, καί ἐγγονή ἀπό τή μητέρα της Εἰρήνη, τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιωματούχου Θεοδώρου Μετοχίτη, κτίτορος τῆς περιώνυμης μονῆς τῆς Χώρας στήν Κωνσταντινούπολη, εἶχε νυμφευθεῖ τόν παππού τοῦ ᾿Ιωάννου - ᾿Ιωάσαφ, τό Σέρβο βασιλέα Στέφανο Γύ Οὔρεση (1321-1331). ᾿Ακόμη ὁ ᾿Ιωάννης εἶχε καί ἕνα νεότερο ἑτεροθαλή ἀδελφό, τόν Στέφανο, καί μία ἀδελφή, τή Μαρία ᾿Αγγελίνα Κομνηνή Δούκαινα Παλαιολογίνα, νυμφευμένη μέ τόν δεσπότη τῶν ᾿Ιωαννίνων Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς.
Τό 1359-1360 ὁ ᾿Ιωάννης Παλαιολόγος ἀναγορεύθηκε στήν Καστοριά συναυτοκράτορας τοῦ πατέρα του, σέ λικία μόλις 10 ἐτῶν. Περί τό 1370 ἀπέθανε ὁ πατέρας του, ὁ Συμεών Οὔρεσης, καί ὁ ᾿Ιωάννης τόν διαδέχθηκε στήν ἐξουσία. Δέν ἐκυβέρνησε ὅμως γιά πολύ. Σύντομα ἐγκατέλειψε τά ἀνώτατα κοσμικά ἀξιώματα, ἀνταλλάσσοντας τή βασιλική πορφύρα μέ τόν τρίχινο σάκκο τοῦ μοναχοῦ. ᾿Αρνήθηκε τό βασιλικό στέμμα γιά τήν ἀγάπη τοῦ ἀκανθοστεφανωμένου Βασιλέως Χριστοῦ, παραδίδοντας τή διοίκηση τῆς Θεσσαλίας στόν Καίσαρα ᾿Αλέξιο ῎Αγγελο Φιλανθρωπηνό. ῎Ετσι λοιπόν, τό Νοέμβριο τοῦ 1372 καί πρίν ἀπό τόν ᾿Ιούνιο τοῦ 1373, ὁ ᾿Ιωάννης Οὔρεσης ὁ Παλαιολόγος, σέ λικία περίπου εἴκοσι δύο ἐτῶν, κατέφυγε στή μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Μετεώρου, ὅπου ἐδέχθηκε τό μοναχικό σχῆμα καί μετονομάσθηκε ᾿Ιωάσαφ, συνασκούμενος δίπλα στόν ῞Οσιο ᾿Αθανάσιο τόν Μετεωρίτη.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος λίγο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του, σύμφωνα μέ τά ἀναφερόμενα στό βίο του, ἐκτιμώντας τήν προσωπικότητα τοῦ ῾Οσίου ᾿Ιωάσαφ, καί ἔχοντας σύμφωνους τούς ὑπόλοιπους ἀδελφούς, τοῦ παρεχώρησε κάθε ἐξουσία καί δικαιοδοσία καθιστώντας τον διάδοχό του.
Μετά ἀπό μικρό χρονικό διάστημα ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ γιά ἄγνωστους λόγους ἐγκατέλειψε τό μοναστήρι μεταναστεύοντας στή Θεσσαλονίκη. Τό γεγονός αὐτό πρέπει νά συνέβη περί τό 1379-1380.
Λίγο μετά τήν κοίμηση τοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου ξαναγύρισε στή μονή τοῦ Μετεώρου, ὅπου καί ἀνέλαβε τά καθήκοντα ὡς διάδοχός του, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ ῾Οσίου πνευματικοῦ του πατέρα, ὁ ὁποῖος στίς τελευταῖες του παραγγελίες καί ὑποθῆκες πρός τούς ἀδελφούς τῆς μονῆς συμπλήρωσε γιά τόν ῞Οσιο ᾿Ιωάσαφ, πού τότε ἀπουσίαζε· «᾿Επειδή διά τήν μετέραν ἁμαρτίαν ἐξῆλθε τοῦ κελλίου ὁ κῦρις ᾿Ιωάσαφ καί οὐκ ἐνέμεινε μεθ᾿ ἠμῶν καθά συνέταξεν, ὅμως, ὅταν ἐπιστρέψῃ ἐνταῦθα καί στέρξῃ τά συνταγέντα, ἵνα πολιτεύηται κατά τήν ἀκολουθίαν τοῦ τυπικοῦ τοῦ κελλιοῦ, ἄς εἶναι, ἐλπίζω γάρ ὅτι ἐπιστρέψει πάλιν, καί ἄς ἄρχῃ γοῦν καί ἀποδότε αὐτῷ πάντες οἱ εὑρισκόμενοι πᾶσαν ὑποταγήν καί εὐπείθειαν».
Στά τέλη Δεκεμβρίου τοῦ 1384 καί στίς ἀρχές ᾿Ιανουαρίου τοῦ 1385 ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ γιά οἰκογενειακούς λόγους πῆγε στά ᾿Ιωάννινα. Μετά τή δολοφονία τοῦ Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς (23 Δεκεμβρίου 1384), τοῦ δεσπότου τῆς πόλεως αὐτῆς, οἱ ὑπήκοοι τοῦ δεσποτάτου ἀνακήρυξαν κυβερνήτρια τῆς δεσποτείας τῆς ᾿Ηπείρου τή σύζυγό του καί ἀδελφή τοῦ ᾿Ιωάσαφ, Μαρία ᾿Αγγελίνα.
῎Ετσι, κατόπιν προσκλήσεως ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ μετέβη στά ᾿Ιωάννινα προκειμένου νά στηρίξει τήν ἀδελφή του στή διακυβέρνηση τοῦ κράτους.
Μέ βάση τίς πληροφορίες πού μᾶς παρέχει βιογραφία τοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου, ἐπεξέτεινε σέ μῆκος καί σέ ὕψος καί ἀνοικοδόμησε λαμπρότερο τόν ἀρχικό ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, πού εἶχε ἀνεγείρει ὁ ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος.
Στά τέλη τοῦ 1393 - ἀρχές τοῦ 1394 ἔγινε εἰσβολή τῶν Τούρκων στή Θεσσαλία καί κατάληψή της ἀπό τόν Σουλτάνο Βαγιαζίτ Αύ. ᾿Εξαιτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ μαζί μέ τόν ἱερομόναχο Σεραπίωνα καί τούς μοναχούς Φιλόθεο καί Γεράσιμο κατέφυγαν στό ῞Αγιον ῎Ορος καί ἐγκαταστάθηκαν στή μονή Βατοπαιδίου. ᾿Εκεῖ, σύμφωνα μέ ἐπίσημο ἔγγραφο τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, στίς 17 ᾿Οκτωβρίου τοῦ 1394, συγκρότησε ἀδελφότητες καί τοῦ παραχωρήθηκαν δύο κελλιά, ἐνῶ τοῦ δόθηκε μάλιστα ὡς ἀντάλλαγμα καί ἕνας χρυσός σταυρός.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη κατά τά ἔτη 1422-1423.
Πηγή: Άγια Μετέωρα, Ακτίνες
Πάλιν ἑορτὴ καὶ πάλιν πανήγυρις. Καὶ διὰ νὰ εἰπῷ καλύτερα, μέσα εἰς τὴν ἑορτὴν ἐπεφάνη ἡμῖν καὶ ἄλλη χαρμόσυνος ἑορτή, αὐξάνουσα τοῖς πιστοῖς τὴν χαράν, καὶ πληροῦσα τὰς καρδίας αὐτῶν ἀῤῥήτου ἀγαλλιάσεως. Διότι ἐνῷ πανηγυρίζομεν ἀκόμη τὴν λαμπροφόρον καὶ κοσμοσωτήριον Ἀνάστασιν Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν, ἰδοὺ ἐπέλαμψεν εἰς ἡμᾶς καὶ ἄλλη πανήγυρις τῆς Ἁγνῆς καὶ Ἀχράντου Αὐτοῦ Μητρός, τῆς Κυρίας ἡμῶν καὶ Δεσποίνης, τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ἡ ὁποία μὲ δίκαιον τρόπον παρακινεῖ ὅλους τοὺς πιστούς, νὰ ἑορτάσωμεν πάλιν καὶ σήμερον, καὶ νὰ εὐφρανθῶμεν ἅπαντες μίαν πνευματικὴν χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν, δοξάζοντες μὲ ὕμνους καὶ δοξολογίας τὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστάντα Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ τὴν Ὑπεραγίαν αὐτοῦ Μητέρα καὶ Δέσποιναν πάσης τῆς κτίσεως, τὴν εὐεργέτιδα καὶ μεσίτριαν ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν, διὰ νὰ λάβωμεν χάριν καὶ μισθὸν παρ᾿ Αὐτῆς πνευματικόν.
ΕΙΝΑΙ ανησυχητικό το φαινόμενο οι μεγαλόσχημοι κληρικοί της εκκλησίας της Ελλάδος να τηρούν ανεκτική στάση απέναντι στους αιρετικούς, παπικούς κα προτεστάντες, κα να συμφωνούν με τους οικουμενιστές, οι οποίοι ως κύριο - και μοναδικό θα έλεγα- έργο της ζωής τους έχουν την ένωση της Ορθοδοξίας με ετερόδοξους, μια ένωση χωρίς μετάνοια εκ μέρους των αιρετικών, χωρίς απάρνηση των δοξασιών τους και χωρίς καθαρές προθέσεις.
Ο οικουμενισμός στοχεύει στην ένωση των «εκκλησιών», ενώ φαίνεται από παντού ότι είναι αδύνατη, εκτός και αν οι πρωτεργάτες του εννοούν ένωση την υποταγή στον πάπα, ο οποίος είναι εγκόσμιος άρχοντας, βαθύτατα αλλοτριωμένος πνευματικά. Ένωση της Ορθοδοξίας με τους αιρετικούς δεν πρόκειται να γίνει ποτέ. Όσο και να αγωνίζονται οι οικουμενιστές του Φαναρίου και της διασποράς, αλλά και οι περισσότεροι μητροπολίτες της πατρίδας μας με την ένοχη σιωπή τους.
Κοινή αίσθηση είναι ότι οι οικουμενιστές δεν έχουν πνευματική ευαισθησία, ούτε και ανησυχούν για την απομάκρυνση του λαού από το θέλημα του Θεού. Μένουν στους θρόνους τους, σαν κοσμικοί άρχοντες, ζουν αριστοκρατικά και απεργάζονται την καταστροφή της Ορθοδοξίας! Βέβαια, δεν θα το πετύχουν αυτό ποτέ. Προκαλούν όμως κλυδωνισμό στην εκκλησία και πλήττουν την ενότητα των πιστών.
Το έργο των οικουμενιστών μοιάζει σε πολλά σημεία με εκείνο των αντίχριστων και αθέων, οι οποίοι πολεμούν την εκκλησία, χωρίς όμως να μπορούν να την διαλύσουν! Δεν είναι υπερβολικός ο λόγος μου. Δυστυχώς οι οικουμενιστές είναι αμετανόητοι -όπως και οι αιρετικοί- και απειλούν τους Ορθόδοξους, γιατί αντιδρούν στα ολέθρια σχέδιά τους. Αποτολμούν τα πάντα. Είναι αποκαλυπτική η τακτική του οικουμενικού πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και της συνόδου του απένατι στους Αγιορείτες πατέρες που διαφωνούν δημοσίως με τον οικουμενισμό και διακόπτουν τη μνημόνευσή του. Υψώνει πάντα τη δαμόκλειο σπάθη της απομόνωσης ή και απομάκρυνσής τους από το Άγιον Όρος! Ειναι επίσης προκλητική η αφωνία των αρχιερέων της ημιαυτόνομης εκκλησίας της Κρήτης απέναντι στις οικουμενιστικές δραστηριότητες του πατριαρχείου. Δυστυχώς, χάθηκε η διαφημιζόμενη κρητική λεβεντιά και η παρρησία! Αλλά και στη διασπορά, ο φόβος είναι μόνιμη κατάσταση στους αρχιερείς και κανείς δεν τολμά να διατυπώσει την παραμικρή διαφωνία. Δυστυχώς το οικουμενικό πατριαρχείο διατηρεί την ενότητα δια της απειλής και βίας!
Η εκκλησία, που καυχάται για το συνοδικό της σύστημα, στην πραγματικότητα στενάζει από το στυγνό οικουμενιστικό σύστημα. Έχουμε χάσει την παρρησία, γεμίσαμε απόγνωση κα κινδυνεύουμε να χάσουμε το φως της πίστεως. Παντού χειροκροτήματα, δουλικές υποκλίσεις, χαμόγελα και εμετικές εκδηλώσεις, που δεν έχουν καμιά σχέση με την αληθινή ευσέβεια και το μαρτυρικό φρόνημα της εκκλησίας. Όλα αυτά εξ αιτίας των επίμονων και τυφλών οικουμενιστών! Μας περιμένουν δύσκολες μέρες. Ο εχθρός είναι εντός των τειχών. Οι επιθέσεις είναι από μέσα και όχι από έξω.
Εάν δεν υπήρχε ο οικουμενισμός, το έργο της εκκλησίας θα ήταν μεγαλύτερο, ουσιαστικότερο κα αποτελεσματικότερο. Η πίστη θα απέδιδε πολλούς καρπούς. Η Ορθοδοξία θα έλαμπε, θα συγκινούσε και θα προκαλούσε πνευματική αφύπνιση σ΄ αυτούς που την εγκατέλειψαν ή δεν τη γνώρισαν ποτέ. Τότε θα φαίνονταν οι μεγάλες διαφορές με τις άλλες «εκκλησίες» και η αγιότητα θα καθοδηγούσε τους καλοπροαίρετους. Όλοι θα έβλεπαν ότι ο πάπας εμπαίζει τους λαούς χρησιμοποιώντας χωρίς φόβο Θεού την πίστη, τους οδηγεί σε εγκόσμιους λειμώνες και όχι στη βασιλεία των ουρανών. Θα διαπίστωναν επίσης την απομάκρυνση των προτεσταντών από τη διδασκαλία του Χριστού και την περιπλάνησή τους σε σκοτεινούς δρόμους, γεγονός που δημιουργεί αγεφύρωτο χάσμα και κόβει κάθε ελπίδα προσέγγισης και επικοινωνίας. Οι προτεστάντες δεν μπορούν να συνεννοηθούν ούτε μεταξύ τους. Πολύ περισσότερο με τους Ορθόδοξους. Είναι ματαιοπονία κάθε προσπάθεια διαλόγου μαζί τους. Μοιάζει με την προσπάθεια να θέλει κάποιος να ισορροπήσει ένα κώνο με την κορυφή προς τα κάτω. Οι οικουμενιστές όμως βλέπουν καλή προαίρεση στους προτεστάντες και έχουν την ψευδαίσθηση ότι στήθηκαν οι γέφυρες και μηδενίστηκαν οι αποστάσεις! Μας διαβεβαιώνει και ο ίδιος ο Πατριάρχης!
Ευχή των Ορθόδοξων χριστιανών είναι να εγκαταλείψει το Φανάρι τον οικουμενισμό και να αρχίσει να εργάζεται για τη δόξα της Ορθοδοξίας. Οι μεγαλόσχημοι κληρικοί του ας μη συχνάζουν στις αυλές των αιρετικών, για να μη δημιουργούνται ψεύτικες εντυπώσεις στο λαό. Αν όμως η συμπάθειά τους προς αυτούς είναι μεγάλη και δεν μπορούν να ζήσουν δίχως αυτούς, ας μετακομίσουν εκεί, για να ηρεμήσουν οι ίδιοι και να ησυχάσουμε και εμείς. Δεν θα νιώσουμε και μεγάλο κενό από την απουσία τους. Εμείς θα συνεχίσουμε την ιερή μας αποστολή και θα διδάσκουμε ότι μόνο στην Ορθοδοξία υπάρχει σωτηρία. Θα τονίζουμε επίσης ότι μπορούν να επιστρέψουν στην εκκλησία απαρνούμενοι τις αιρετικές τους θέσεις.
Από τους ετερόδοξους δεν πρέπει να περιμένουμε καμιά βοήθεια. Οι υποσχέσεις τους ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν. Το σχέδιό τους ήταν πάντα η άλωση της Ορθοδοξίας. Αυτό το ξεχνουν οι Φαναριώτες, οι οποίοι ξανοίγονται στους αιρετικούς κα περιμένουν τη συμπαράστασή τους. Είναι σαν να περιμένουν στοργική συμπεριφορά προς ένα κοπάδι πρόβατα από μια αγέλη λύκων! Μα δεν καταλαβαίνουν τι γίνεται; Δεν θυμουνται τα «κατορθώματα» των σταυροφόρων; Δεν υποψιάζονται τη δολιότητα των παπικών και των προτεσταντών; Επιτέλους, εάν εκείνοι έχασαν την όρασή τους και λησμόνησαν την ιστορία, εμείς δεν θα τους ακολουθήσουμε. Ας πάνε μόνοι τους στο γκρεμό. Δική τους η επιλογή, δική τους και η ευθύνη. Εμείς δεν θα γίνουμε αναβάτες στα αφηνιασμένα άλογα του οικουμενισμού, ούτε θα συνεργήσουμε σ΄ οποιαδήποτε υποκριτική και κοσμική συμπεριφορά. Η προκλητική τους στάση απέναντι στους αιρετικούς στην πραγματικότητα υψώνει τοίχο απομόνωσής τους από το Ορθόδοξο πλήρωμα. Είναι τραγωδία που οι πνευματικοί μας πατέρες, δηλ. οι πατριάρχες, οι αρχιεπίσκοποι κα οι μητροπολίτες, αδιαφορούν μπροστά στην αγωνία του απλού και άδολου λαού, που προκαλείται από τις οικουμενιστικές τους δραστηριότητες. Γι΄ αυτό οι πιστοί στρέφονται στους ενάρετους γέροντες, οι οποίοι, ενώ δεν έχουν ανώτερη θέση στην εκκλησία, αποτελούν το στήριγμά τους. Είναι το πνευματικό αλεξικέραυνο, που προφυλάσσει από τους αιρετικούς. Το γεγονός αυτό δεν μας αφήνει να απογοητευθούμε. Ο Θεός έχει αναθέσει σ’ αυτούς το ιερό έργο της σωτηρίας μας. Αυτοί πηδαλιουχούν το καράβι της εκκλησίας, ματαιώνουν τα σχέδια των οικουμενιστών και αντικρούουν τις θεωρίες των αιρετικών. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι μια απλή διδαχή ενός ενάρετου ανθρώπου έχει πολύ μεγαλύτερη αποδοχή και αποτελεσματικότητα από όση έχουν τα βαθυστόχαστα κα σοφιστικά κείμενα των φημισμένων θεολόγων, οι οποίοι υστερούν στην πνευματικότητα και ο λαός δεν τους εμπιστεύεται.
Η παναίρεση του οικουμενισμού πρέπει συνεχώς να καταπολεμείται από τους Ορθόδοξους και όταν ακόμα οι μεγαλόσχημοι οικουμενιστές υψώνουν την «ποιμαντική» τους ράβδο…
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 31.03.2017, Ακτίνες
Ο αριθμός των παιδιών που νιώθουν ότι είναι παγιδευμένα σε λάθος σώμα διπλασιάζεται κάθε χρόνο στη Σουηδία, με παιδιά από την ηλικία των έξι να θέλουν να γίνουν το αντίθετο φύλο, λένε οι γιατροί σύμφωνα με τα τοπικά μέσα ενημέρωσης.
Πέρυσι, μια Σουηδική ομάδα έρευνας των δύο φύλων ανέφερε ότι 197 παιδιά και νέοι ήταν πρόθυμοι να υποβληθούν σε ανάλυση για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του φύλου τους και να γίνουν το αντίθετο φύλο, η Louise Frisén, παιδοψυχίατρος στο Παιδικό Νοσοκομείο Άστριντ Λίντγκρεν στη Στοκχόλμη, είπε στην Σουηδική καθημερινή Aftonbladet.
”Υπάρχει μια 100% αύξηση του αριθμού κάθε χρόνο”, δήλωσε η Frisén.
”Όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι και περισσότερα παιδιά έρχονται σε πολύ νεαρή ηλικία. Η αύξηση είναι πανομοιότυπη και από την πλευρά των ενηλίκων”, πρόσθεσε.
Η χώρα έχει έξι κλινικές για ανθρώπους που αναζητούν την έρευνα φύλων. Η συνολική αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που πιστεύουν ότι γεννήθηκαν σε λάθος σώμα δείχνει μια “μεγαλύτερη διαφάνεια” στη Σουηδική κοινωνία, είπε η Cecilia Dhejne, επικεφαλής της ομάδας έρευνας της ταυτότητας φύλου στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Karolinska.
Η Dhejne προειδοποίησε, ωστόσο, ότι οι πόροι του τομέα της υγείας έχουν ήδη ταλαιπωρηθεί. “Το πρόβλημα στη Σουηδία είναι ότι υπάρχει μια μεγάλη ουρά για ανθρώπους, τόσο για την έναρξη έρευνας για την ταυτότητα του φύλου τους όσο και για τα διάφορα στάδια της θεραπείας σε όλη τη χώρα. Είναι ανησυχητικό.”
Στο μεταξύ το Αμερικανικό Κολλέγιο Παιδιάτρων έχει καλέσει επαγγελματίες υγείας και νομοθέτες να καταργήσουν όλες τις πολιτικές που επηρεάζουν τα παιδιά να “αποδεχθούν ως φυσιολογική” μια ζωή “χημικής και χειρουργικής πλαστοπροσωπίας του αντίθετου φύλου.”
“Το να επηρεάζεις τα παιδιά στο να πιστεύουν ότι μια ζωή χημικής και χειρουργικής πλαστοπροσωπίας του αντίθετου φύλου είναι φυσιολογικό και υγιεινό, είναι κακοποίηση παιδιών”, είπε η ομάδα σε μια ανοικτή επιστολή.
”Το να εγκρίνεις την ασυμφωνία μεταξύ των φύλων ως φυσιολογική μέσω δημόσιας εκπαίδευσης και νομικών πολιτικών θα μπερδέψει τα παιδιά και τους γονείς, οδηγώντας περισσότερα παιδιά να παρουσιαστούν σε «κλινικές φύλων», όπου θα τους δοθούν φάρμακα αποκλειστμού της εφηβείας”, ανέφερε η δήλωση. Αυτό σε αντάλλαγμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε “περιττό χειρουργικό ακρωτηριασμό υγιών τμημάτων του σώματος τους ως νέοι ενήλικες.”
Η θεωρία του ”κοινωνικού φύλου” που ενδεχομένως επηρεάζει τα παιδιά καθώς διδάσκει αυτή καθαυτή την αλλαγή στο αντίθετο φύλο ως φυσιολογική χωρίς καν κάποια βιολογική αιτία, υιοθετήθηκε και από την Ελληνική κυβέρνηση και έχει περάσει στην διδασκαλία της θεματικής εβδομάδας καθώς και στην αναμενόμενη ”σεξουαλική αγωγή” για τα σχολεία.
Πηγή: RT, offtherecord, Ακτίνες
Πόσο εφικτή είναι και πως θα επηρεάσει την καθημερίνη ζωή;
Το ψηφιακό νόμισμα θα αντικαταστήσει τελικά τα μετρητά; Ποιοι οι προβληματισμοί, τα υπέρ και τα κατά;
Η Γερμανία τίθεται υπέρ της διατήρησης του χρήματος, ενώ η Κομισιόν ετοιμάζεται να θέσει αυστηρότερους κανόνες για τη χρήση των μετρητών, ώστε να τερματιστεί η χρηματοδότηση τρομοκρατών.
Η Σουηδία έχει ήδη ατύπως μπει σε ψηφιακή εποχή συναλλαγών.
Τα τελευταία δύο χρόνια εντείνεται η συζήτηση στην Ευρωζώνη με θέμα την κατάργηση των μετρητών και τη χρήση αποκλειστικά ψηφιακών νομισμάτων, καρτών, μικροτσίπ ή απλώς εφαρμογών σε κινητά τηλέφωνα (applications) για όλες τις οικονομικές συναλλαγές. Όσοι τάσσονται υπέρ της «αχρήματης κοινωνίας» υποστηρίζουν ότι χωρίς τη χρήση μετρητών θα καταπολεμηθεί η τρομοκρατία, ενώ όσοι τάσσονται κατά υποστηρίζουν ότι θα χρειαστεί πολλή προεργασία πριν τα μετρητά καταστούν εντελώς παρελθόν, ενώ εκφράζουν προβληματισμό για τους τρόπους, με τους οποίους θα εφαρμοσθεί η αχρήματη κοινωνία, αλλά και για την εύκολη πρόσβαση μέσω της τεχνολογίας, κυρίως των ηλικιωμένων ατόμων.
Υπέρ των μετρητών η Γερμανία
Την περασμένη Τετάρτη, πάντως, ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, υπερασπιζόμενος τον ρόλο των χαρτονομισμάτων και των κερμάτων, δήλωσε ότι τα μετρητά είναι ζωτικής σημασίας. Η δήλωση έγινε, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ετοιμάζεται να θέσει αυστηρότερους κανόνες για τη χρήση των μετρητών, ώστε να τερματιστεί η χρηματοδότηση τρομοκρατών. Το Γερμανικό Υπουργείο Οικονομικών έχει δηλώσει ότι το Βερολίνο θα μπορούσε να συζητήσει την εφαρμογή ανωτάτου ορίου 5.000 ευρώ. Η Bundesbank, η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας, ωστόσο, έχει προειδοποιήσει ότι η εφαρμογή ανωτάτου ορίου για πληρωμές σε μετρητά θα μπορούσε να οδηγήσει στο να χαθεί η εμπιστοσύνη στο ευρώ.
Πάντως μια τέτοια προοπτική δεν είναι επιθυμητή από πολλούς Γερμανούς, οι οποίοι είναι γνωστοί για την αγάπη τους στα μετρητά.
Την ίδια θέση με αυτή του Σόιμπλε διατύπωσε και η σοσιαλδημοκράτης Υπουργός Οικονομίας Brigitte Zypries, σε ανακοίνωσή της. «Τα μετρητά πρέπει να παραμείνουν ένα σημαντικό μέσο πληρωμής. Ακόμα και στην εποχή της ψηφιοποίησης, τα μετρητά είναι έγκυρα», υπογράμμισε.
Με βάση στοιχεία που έδωσε η Bundesbank, ο μέσος όρος των μετρητών που μεταφέρουν μαζί τους οι Γερμανοί ανέρχεται στα 103 ευρώ ανά άτομο.
Συμφωνεί και ο Ντράγκι
Παρόμοια με των Γερμανών είναι και η θέση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, όπως εκφράσθηκε σε μήνυμά του την περασμένη Τρίτη κατά την έναρξη της κυκλοφορίας του νέου χαρτονομίσματος των 50 ευρώ. Ο κ. Ντράγκι δήλωσε συγκεκριμένα ότι τα τρία τέταρτα των πληρωμών της ζώνης του ευρώ γίνονται σε μετρητά και ότι αυτά εξακολουθούν να είναι απαραίτητα για την οικονομία, παρά την αύξηση των ψηφιακών πληρωμών.
«Ακόμη και στη σημερινή ψηφιακή εποχή, τα μετρητά εξακολουθούν να είναι ουσιώδη για την οικονομία μας», δήλωσε ο Πρόεδρος της ΕΚΤ και πρόσθεσε: «Βάσει των αποτελεσμάτων έρευνας σχετικά με τη χρήση μετρητών που διενεργήθηκε για λογαριασμό της ΕΚΤ και θα δημοσιευθεί σύντομα διαπιστώνεται ότι πάνω από τα τρία τέταρτα όλων των πληρωμών σε σημεία πώλησης στη ζώνη του ευρώ γίνονται σε μετρητά. Κάτι παραπάνω, δηλαδή, από το 50%, αν λάβουμε υπ' όψιν την αξία των συναλλαγών».
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, τα πλήρη αποτελέσματα της έρευνας θα είναι διαθέσιμα το καλοκαίρι του 2017. Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση της ΕΚΤ τον περασμένο χρόνο για σταδιακή κατάργηση του χαρτονομίσματος των 500 ευρώ ενόχλησε ορισμένους στην Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας, οι οποίοι φοβούνταν ότι θα περιοριστεί η ελευθερία των πολιτών να αποταμιεύουν σε μετρητά.
Η Σουηδία πρωτοπορεί, αλλά και προβληματίζεται
Η Σουηδία, πάντως, είναι η χώρα που έχει σχεδόν καταργήσει τα μετρητά και η Riksbank, η Κεντρική Τράπεζα της χώρας, εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να γίνει μια από τις πρώτες κεντρικές τράπεζες που θα εκδίδει ψηφιακό νόμισμα, ως απάντηση στην ολοένα και αυξανόμενη αποστροφή που εμφανίζουν οι Σουηδοί για τα μετρητά. Η αρχαιότερη κεντρική τράπεζα του πλανήτη - ήταν η πρώτη που εξέδωσε χαρτονόμισμα το 1660 - έχει ήδη αρχίσει να εξετάζει πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει μια κεντρική τράπεζα με ψηφιακό νόμισμα, αλλά και τι είδους προκλήσεις ενέχει μια τέτοια κίνηση. Η Riksbank επιθυμεί μάλιστα να πάρει οριστική απόφαση αν θα υιοθετήσει ή όχι την ιδέα του ψηφιακού νομίσματος - το «ekrona», όπως το έχει πρόχειρα ονομάσει - σε ορίζοντα δύο ετών.
Επαναστατική ιδέα
Σύμφωνα με δημοσιεύματα στον ευρωπαϊκό Τύπο, η αναπληρώτρια διοικήτρια της Σουηδικής Κεντρικής Τράπεζας, η Cecilia Skingsley, φέρεται να προβληματίζεται για την έκδοση ψηφιακού νομίσματος. «Πρόκειται για μια ιδέα, τόσο επαναστατική, όσο η έκδοση χαρτονομίσματος πριν από 300 χρόνια. Τι μπορεί να σηματοδοτεί η κίνηση αυτή για τη νομισματική πολιτική και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα; Πώς θα στήσουμε την όλη ιδέα; Πώς θα σχεδιάσουμε το ψηφιακό νόμισμα; Θα είναι κάρτα, θα είναι εφαρμογή (app) ή κάτι άλλο;», διερωτάται, σε μια προσπάθεια να αποτυπώσει και τους προβληματισμούς της Σουηδικής Κεντρικής Τράπεζας.
Ωστόσο, η δραματική υποχώρηση της χρήσης των μετρητών στη Σουηδία - κατά 40% από το 2009 - αναγκάζουν τη Riksbank να αναλάβει πιθανότατα δράση πολύ νωρίτερα από τις άλλες ισχυρές κεντρικές τράπεζες του πλανήτη. «Πραγματικά δεν έχουμε από κανέναν να αντλήσουμε διδάγματα, όταν εξετάζουμε το πώς θα μπορούσαμε να σχεδιάσουμε ένα ψηφιακό νόμισμα, αλλά και ποιες θα μπορούσαν να είναι οι πιθανές επιπτώσεις από ενδεχόμενη εφαρμογή του», δήλωσε η Skingsley. «Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως δεν θα δράσουμε. Το να μην κάνουμε τίποτα δεν αποτελεί επιλογή για εμάς», επεσήμανε και πρόσθεσε:
«Απαιτείται πολλή δουλειά - την οποία πρέπει να κάνουμε - γιατί δεν επιθυμούμε να δούμε τον δημόσιο τομέα να κάθεται στο περιθώριο, την ώρα που ο ιδιωτικός τομέας ενισχύει την πρόσβασή του στα χρήματα της Κεντρικής Τράπεζας». Πάντως, η Cecilia Skingsley διευκρίνισε ότι η Riksbank αντιμετωπίζει την ιδέα του ψηφιακού νομίσματος ως συμπλήρωμα στο χαρτονόμισμα και όχι ως μια κίνηση πλήρους αντικατάστασής του. «Θεωρώ», είπε, «πως, εάν αποφασίσουμε να προχωρήσουμε στην έκδοση ψηφιακού νομίσματος, τότε θα πρέπει να το σχεδιάσουμε με έναν τρόπο που θα βρίσκεται κοντά στα χαρτονομίσματα».
Περίεργες συμπεριφορές
Τραπεζικοί κύκλοι στη Σουηδία λένε ότι εκείνο που πρωτίστως πρέπει να εξετάσει η Riksbank είναι ποιος ακριβώς θα είναι ο αντίκτυπος της έκδοσης ενός ψηφιακού νομίσματος στην κατεύθυνση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Πρέπει να εξετασθεί, λένε, αν θα επηρεαστεί ή όχι η καταθετική βάση των εμπορικών τραπεζών της Σουηδίας. Και εάν ναι, σε ποιο βαθμό.
Η Skingsley δείχνει να συμμερίζεται τις γενικές ανησυχίες. Όπως χαρακτηριστικά είπε:
«Ανησυχώ, γιατί σε καιρούς χρηματοπιστωτικής αστάθειας, οι πολίτες τείνουν να υιοθετούν περίεργες συμπεριφορές σε ό,τι αφορά τις καταθέσεις και τις περιουσίες τους. Περίεργες συμπεριφορές που συνήθως εντείνουν το κλίμα αστάθειας και αβεβαιότητας». Όπως γράφει ο διεθνής Τύπος, οι ισχυρότερες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη έχουν αρχίσει δειλά - δειλά να εξετάζουν τα πιθανά οφέλη, αλλά και τις ενδεχόμενες προκλήσεις που μπορεί να συνοδεύουν την υλοποίηση της ιδέας του ψηφιακού νομίσματος, σαν το bitcoin.
Η έκδοση του νέου 50ευρω
Κι ενώ οι συζητήσεις για μια αγορά χωρίς μετρητά εντείνονται ολοένα και περισσότερο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έθεσε την περασμένη Τρίτη σε κυκλοφορία το νέο τραπεζογραμμάτιο των 50 ευρώ, το τέταρτο της σειράς «Ευρώπη», με τα αναβαθμισμένα χαρακτηριστικά ασφαλείας. Ταυτόχρονα ανακοίνωσε ότι τα νέα τραπεζογραμμάτια των 100 και των 200 ευρώ θα εκδοθούν στις αρχές του 2019. Σύμφωνα με την ΕΚΤ, το νέο τραπεζογραμμάτιο των 50 ευρώ με την προσωπογραφία της Ευρώπης και τον αριθμό με βαθυπράσινο χρώμα είναι πιο ανθεκτικό έναντι της παραχάραξης.
Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ ανέφερε σε ανακοίνωσή της ότι «τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του, τα οποία συνιστούν ένα ακόμη βήμα στην προσπάθεια να καταστούν τα τραπεζογραμμάτια ευρώ ακόμη πιο ανθεκτικά έναντι της παραχάραξης, περιλαμβάνουν ένα παράθυρο με προσωπογραφία προς το επάνω μέρος του ολογράμματος, το οποίο γίνεται διαφανές, όταν κοιτάζει κανείς το τραπεζογραμμάτιο στο φως».
Το παράθυρο αποκαλύπτει μια προσωπογραφία της Ευρώπης, μιας μορφής της ελληνικής μυθολογίας, η οποία είναι ορατή και στις δύο όψεις του τραπεζογραμματίου. Η ίδια προσωπογραφία είναι ορατή και στο υδατογράφημα, κοντά στον αριθμό με βαθυπράσινο χρώμα στον οποίο, όταν το τραπεζογραμμάτιο παρατηρείται υπό γωνία, δημιουργείται μια αίσθηση κίνησης του φωτός από πάνω προς τα κάτω και αντίστροφα. Το τραπεζογραμμάτιο περιλαμβάνει, επίσης, ανάγλυφη εκτύπωση για άτομα με προβλήματα όρασης.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, το τραπεζογραμμάτιο των 50 ευρώ είναι η ονομαστική αξία των τραπεζογραμματίων ευρώ με την ευρύτερη χρήση. Πάνω από 9 δισεκατομμύρια τραπεζογραμμάτια των 50 ευρώ βρίσκονται σε κυκλοφορία, αντιπροσωπεύοντας 46% του συνόλου των τραπεζογραμματίων ευρώ. Σημειώνεται ότι τα τραπεζογραμμάτια των 50 ευρώ της πρώτης σειράς θα εξακολουθήσουν να έχουν ισχύ νόμιμου χρήματος και θα συνεχίσουν να κυκλοφορούν παράλληλα με τα νέα τραπεζογραμμάτια, αλλά σταδιακά θα αποσυρθούν από την κυκλοφορία.
Πηγή: Sigmalive
Η Ελλάδα στην πρώτη γραμμή του νέου μεγάλου πειράματος για την εξάλειψη των μετρητών. Η «πρώτη φορά αριστερά» έχει εμπλέξει την Ελλάδα σε ένα πρωτοφανές πείραμα των διεθνών κέντρων για την ταχεία και χωρίς αντιδράσεις εξάλειψη των μετρητών ανά τον κόσμο.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στην Ουάσιγκτον δημοσίευσε ένα έγγραφο εργασίας για τις συνέπειες στις οικονομίες από την «εξάλειψη των μετρητών». Το έγγραφο αυτό καταδεικνύει σαφώς ό,τι ακριβώς αυτή είναι η κεντρική τους κατεύθυνση. Παρέχει συμβουλές σε κυβερνήσεις που θέλουν να ενταχθούν σε αυτήν την τελευταία οδηγία για – την κατάργηση των μετρητών. Ο αναλυτής του ΔΝΤ Alexei Kireyev συνιστά στα συμπεράσματά του:
«Παρά το γεγονός ότι ορισμένες χώρες πιθανότατα μέσα σε λίγα χρόνια, θα καταργήσουν εντελώς τα μετρητά, αυτή η διαδικασία θα πρέπει να εφαρμοστεί με σταδιακά βήματα. Η διαδικασία –απομετρητοποίησης- (σημ. κάνω νεολογισμό για τη διαδικασία εξάλειψης των μετρητών) θα μπορούσε να βασιστεί αρχικά σε μεγάλο βαθμό από μη αμφισβητούμενα βήματα, όπως η σταδιακή κατάργηση των μεγάλων ανώνυμων λογαριασμών, η τοποθέτηση ανώτατων ορίων στις συναλλαγές με μετρητά και η αναφορά για τα μετρητά που διακινούνται με διασυνοριακές συναλλαγές. Περαιτέρω μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τη δημιουργία οικονομικών κινήτρων για τη μείωση της χρήσης των μετρητών στις συναλλαγές, απλοποιώντας το άνοιγμα και τη χρήση των μεταβιβάσιμων καταθέσεων, και την περαιτέρω μηχανοργάνωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος».
………. Οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν τον αριθμό 14, αν και οι ερωτήσεις δεν έδειχναν να τελειώνουν σύντομα.
- Παιδιά, είπε αίφνης ο κ. Αδάμος, μην ξεχνάτε ότι με περιμένουν για φαγητό. Θέλετε να μαλώσω με την οικογένειά μου εξαιτίας σας;
Γέλασαν όλοι χαλαρωτικά, αίσθηση που την είχαν άλλωστε ανάγκη. Ο ιδιοκτήτης προσέφερε κρύο νερό και άλλη μια μερίδα ζεστά κουλουράκια, για τα οποία όλοι τον ευχαρίστησαν. Η παρέα είχε ήδη πιεί τον καφέ της προ πολλού, πλην όμως κανείς δεν τολμούσε να παραγγείλει άλλον ένα γύρο από καφεΐνη, αφού τον κ. καθηγητή κρατούσαν εξάλλου με δυσκολία κοντά τους. Η ‘ομάδα των 5’ επιτάχυνε:
- κ. καθηγητά, είπε η Γιάννα, φτάνουμε προς το τέλος. Δεν θα σας καθυστερήσουμε πολύ ακόμη. Σας παρακαλούμε, λόγω των ημερών εξάλλου, να συζητήσουμε λίγο το φλέγον θέμα της Ανάστασης του Ιησού. Είναι δυνατόν να αποδειχθεί το γεγονός της αναστάσεως;
Μια έρευνα του Associated Press για τις αποστολές των Ηνωμένων Εθνών κατά τα τελευταία 12 χρόνια βρήκε σχεδόν 2.000 καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση από ειρηνευτικές δυνάμεις και άλλο προσωπικό σε όλο τον κόσμο – σηματοδοτώντας ότι η κρίση είναι πολύ μεγαλύτερη από ό, τι γνωρίζαμε στο παρελθόν.
Το AP βρήκε ότι σε περισσότερες από 300 καταγγελίες εμπλέκονται παιδιά, αλλά μόνο ένα μέρος των φερόμενων δραστών έκανε κάποιο χρόνο στη φυλακή.
Από νομική άποψη, ο ΟΗΕ είναι σε δύσκολη θέση. Δεν έχει καμία δικαιοδοσία επί της ειρηνευτικής δύναμης, αφήνοντας την τιμωρία για τις χώρες που συνεισφέρουν τα στρατεύματα.
Το AP πήρε συνεντεύξεις από τα φερόμενα θύματα, νυν και πρώην αξιωματούχους και ερευνητές του ΟΗΕ και ζήτησε απαντήσεις από 23 χώρες σχετικά με τον αριθμό των ειρηνευτικών δυνάμεων που αντιμετωπίζουν τέτοιες καταγγελίες και, ό, τι αν μη τι άλλο, μπορούσε να γίνει για να διερευνηθεί. Με σπάνιες εξαιρέσεις, μερικές χώρες ανταποκρίθηκαν στις επανειλημμένες αιτήσεις, ενώ τα ονόματα εκείνων που βρέθηκαν ένοχοι παραμένουν εμπιστευτικά, καθιστώντας την ευθύνη αδύνατο να προσδιοριστεί.
Ἡ Αὐτοκρατορία δὲν ἔπεσε. Τὸ Βυζάντιο δὲν χάθηκε. Συνέχισε νὰ ὑπάρχη στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ σὲ ὅλα τὰ ὀρθόδοξα μοναστήρια τῆς χριστιανοσύνης. Στὰ ὀρθόδοξα κάστρα τῆς Ρωμιοσύνης. Περνῶντας τὶς Πύλες ἑνὸς ἁγιορείτικου μοναστηριοῦ νομίζεις ὅτι ταξιδεύεις μέσα στὸ χρόνο καὶ βρίσκεσαι στὰ χρόνια τὰ βυζαντινά, ποὺ ἡ πατρίδα ὡς ὑπερδύναμη τότε, σκορποῦσε τὸ Φῶς τῆς χριστιανικῆς γνώσης στὰ πέρατα τῆς Οἰκουμένης.
Ἀκοῦς τοὺς καλόγερους νὰ σοῦ λένε… αὐτὸν τὸν πύργο τὸν ἔχτισε ὁ τάδε αὐτοκράτορας, ἐδῶ ἐρχόταν καὶ προσευχόταν ὁ δεῖνα αὐτοκράτορας, αὐτὲς ἦταν οἱ Βυζαντινὲς πανοπλίες τῶν μαχητῶν, αὐτὸ τὸ στέμμα τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, αὐτὸ τὸ λάβαρο τοῦ Παλαιολόγου καὶ νιώθεις τὴν ἐπικαιρότητα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς σὰν νὰ μὴν πέρασε μία μέρα!
Σὲ αὐτὰ ἐδῶ τὰ κάστρα ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου δὲν ἔπεσε ποτέ. Οὔτε καὶ οἱ Δικέφαλοι Ἀετοὶ καὶ τὰ τέσσερα Βήτα.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...