Τίς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομά δος, θυμᾶμαι πάντα μιά Μεγάλη Παρασκευή στήν Ἀλεξάνδρεια, στά μέσα περίπου τῆς δεκαετίας τοῦ 1950, ὅταν δέν εἶχε ἀρχίσει ἀκόμα ὁ ξερριζωμός τῶν Ἑλλήνων ἀπό τήν Αἴγυπτο, τήν δεύτερη πατρίδα τους. Ἦταν ἡ πρώτη χρονιά πού ― ἔφηβες πιά ― τέσσερις συμμαθή τριες καί φίλες εἴχαμε πάρει τήν ἄδεια ἀπό τούς γονεῖς μας νά πᾶμε, χωρίς τήν δική τους συνοδεία, νά προσκυνήσουμε ἑπτά Ἐπιταφίους, ὅπως ἦταν τότε τό ἔθι μο στήν Ἑλληνική παροικία.
Εἴχαμε καταστρώσει τό δρομολόγιό μας. Θά ξεκινούσαμε ἀπό τό ἐκκλησά κι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων τοῦ Ἑλληνικοῦ «Κοτσικείου» Νοσοκομείου, ὅπου ἡ περιφορά γινόταν τό ἀπόγευμα. Θά ἀκολουθοῦσε ὁ Ἐπιτάφιος τοῦ Ἁγίου Σάββα, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πατριαρχείου. Μέ τόν Πατριάρχη μας πάντα ἐπικεφαλῆς καί ὅλους τούς ταγούς τῆς Παροικίας νά τόν συνοδεύουν, ἡ περιφορά αὐτή εἶχε μιά ἰδιαιτέρως σεπτ΄ή καί ὑποβλητική ἐπι σημότητα καί κάλυπτε μιά πολύ μεγάλη ἔκταση μέσα στό κέντρο τῆς πόλεως. Στήν συνέχεια εἶχε σειρά τό προσκύνημα στήν μεγαλοπρεπῆ Ἐκκλησία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τήν «Μη τρόπολη» τῆς παροικίας μας πού βρισκόταν ἐπίσης στό ἐμπορικό κέντρο τῆς πό λεως. Μετά θά παίρναμε τό διώροφο τράμ γιά νά φτάσουμε σέ δύο ἀπό τά πολύ γραφικά ἐκκλησάκια πού ὑπῆρχαν στά καταπράσινα προάστεια τῆς Ἀλεξανδρείας.
Τήν Ἁγία Παρασκευή, τόν Ἅγιο Παντελεήμονα ἤ τόν Προφήτη Ἠλία. Στήν ἐπιστροφή θά κατεβαίναμε ἀπό τό τράμ στήν στάση τῆς γειτονιᾶς μας, τήν Ἰμπραημία, καί θά περνούσαμε ἀπό τόν Ἅγιο Νικόλα γιά νά καταλήξουμε ὅταν πιά θά ἄρχιζε γιά καλά νά σκοτεινιάζη στήν δική μας ἐνορία, τούς Ἁγίους Ταξι άρχες. Ἐκεῖ μαζί μέ τά ἄλλα μέλη τῆς μαθητικῆς χορωδίας θά ψάλλαμε τά Ἐγκώμια καί θά ἀκολουθούσαμε τήν περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου μέσα στούς δρόμους τῆς πιό «ἑλληνικῆς» ἀπό τίς Ἑλληνικές συνοικίες τῆς πόλεώς μας.
Ἡ παρέα μας ἔφτασε στό νοσοκομεῖο, ὅταν ἔβγαινε ἀπό τόν Ναό ἡ πομπή κι ἄρχισε νά κατεβαίνη τήν μεγάλη, κατάλευκη, μαρμάρινη σκάλα. Νοσοκόμες πολλές, δεκάδες Ἑλληνίδες νοσοκόμες ― ἀπό τίς ὁποῖες πολλές ἦσαν ἐθελόντριες ― ντυμένες στά ὁλόλευκα, σήκωναν τό κρινοστόλιστο Κουβούκλιο, κρατοῦσαν τόν χρυσοκέντητο Ἐπιτάφιο ἤ ἀκολου θοῦσαν, ραίνοντάς τον μέ ροδοπέταλα καί ψάλλοντας τά Ἐγκώμια. Οἱ πιστοί γύρω, μέ μιά σχεδόν ἀνάγλυφη εὐλά βεια στά πρόσωπά τους συμμετεῖχαν στίς ψαλμωδίες κι ἔκαναν τόν σταυρό τους. Ἐκεῖ καθώς στεκόμουν στήν ἄκρη τῆς σκάλας καί παρατηροῦσα τά πρόσωπα γύρω μου, εἶχα ξαφνικά μιά μοναδική αἴσθηση ἀσφάλειας καί πληρότητοςἜνοιωσα ὅτι ὅλοι ὅσοι ἤμασταν ἐκεῖ καί προσευχόμασταν γιά ὅ,τι εἶχε ὁ καθένας στήν καρδιά του, ὑγιεῖς ἤ ἄρρωστοι, νέοι ἤ γέροι, μορφωμένοι ἤ ὄχι, εἴχαμε ἕνα δικό μας καί μόνο δικό μας κοινό χαρακτηριστικό. Ἤμασταν ὁμογενεῖς. Ἤμασταν μέλη τοῦ «ἔθνους τῶν Ἑλλήνων», διότι ἤμασταν «ὅμαιμοι», «ὁμόγλωσσοι» καί στεκόμασταν ὅλοι «μέ ὁμότροπα ἤθη» καί «μέ τήν ἴδια Πίστη» μπροστά στό ξόδι τοῦ νεκροῦ Θεανθρώπου.
Τά λόγια τοῦ Ἡροδότου ― συχνή ἀνα φορά ἀπό τήν ἀξέχαστη φιλόλογό μας στό Ἀβερώφειο Γυμνάσιο ― σχολιάστηκαν ἀπό τήν παρέα μας μέ πολλές συμπληρωματικές παρατηρήσεις, καθώς κατευθυνόμασταν πρός τόν Ναό τοῦ Ἁγίου Σάββα γιά νά παρακολουθήσουμε τήν μεγάλη περιφορά. Κόσμος πολύς εἶχε ἤδη καταλάβει τά πεζοδρόμια καί τούς παραδρόμους γύρω ἀπό τούς κεντρικούς δρόμους πού ἀκολουθοῦσε ἡ πομπή. Τό πιό ἐντυπωσια κό ὅμως ἦταν τό νά βλέπης παρατεταγμένους μπροστά ἀπό τά πεζοδρόμια ἑκατοντάδες Αἰγυπτίων ἀστυνομικῶν, οἱ ὁποῖοι σέ ἔνδειξη σεβασμοῦ καί τιμῆς πρός τήν Ἑλληνική παροικία κρατοῦσαν τήν τάξη καί διέκοπταν τήν κυκλοφορία τῶν ὀχημάτων ἀπό ὅπου καί γιά ὅση διάρκεια χρειαζόταν. Ὅταν δέ, ἡ μεγαλειώδης πομπή περνοῦσε ἀπό μπροστά τους, μέ τήν σιωπή τους συμμερίζονταν τήν κατάνυξη τῶν πιστῶν.
Στήν διασταύρωση τῶν δύο πιό κεντρικῶν Λεωφόρων, ὁ Πατριάρχης στα μάτησε γιά τήν Μεγάλη Δέηση. Εἶχε σχεδόν ὁλοκληρώσει τά λόγια του, ὅταν κάπως σάν νά κοντοστάθηκε… Ὕστερα μέ γλυκειά φωνή τόν ἀκούσαμε νά δέεται στά Ἀραβικά: «…καί ὑπέρ ὅλων τῶν Αἰγυπτίων μέ τούς ὁποίους ζοῦμε ἁρμονικά σ᾿αὐτήν τήν εὐλογημένη καί φιλόξενη χώρα τους». Καί τότε εἴδαμε τήν σκηνή πού ἔμελλε νά μᾶς μείνη γιά πάντα ἀξέχαστη.Οἱ Αἰγύπτιοι ἀστυνομικοί μετά ἀπό δευτερόλεπτα ἀμηχανίας, ὑπακούοντας θαρρεῖς σ᾿ ἕνα ἄηχο καί μυστικό πρόσταγμα, ἔβγαλαν τά πηλίκιά τους καί στάθηκαν ἀκίνητοι σέ στάση προσοχῆς…
Μόλις πέρασε αὐτή ἡ ἀλησμόνητη στιγμή τῆς ξαφνικῆς συγκινήσεως, ἡ πομπή ξεκίνησε πάλι γιά νά ὁλοκληρώση τήν πορεία της. Μία ἀπό τίς φίλες, σάν νά σκεφτόταν δυνατά, μονολόγησε: Ἴσως ἐκεῖ στήν σιωπή τοῦ Ναοῦ του, ὁ Ἅγιος Σάββας ἀκούγοντας τόν Πατριάρχη μας, νά θυμήθηκε καί νά σιγοψιθύρισε γαληνεμένος τά λόγια τοῦ Ἰωσήφ τοῦ ἀπό Ἀριμαθαίας πρός τόν Πιλᾶτο: «Δὸς μοι τοῦτον τὸν ξένον…».
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη