Ὁ ξενιτεμός εἶναι πολύ παλιός πόνος γιά τόν Ἕλληνα. Στόν καθένα ὑπῆρχε καί ὑπάρχει μέσα του τό κληρονομικό βίωμα ἑνός Ὀδυσσέα, πού, κατά τόν Καβάφη, ἀψηφοῦσε καί ἀψηφᾶ «τούς Λαιστρυγόνες καί τούς Κύκλωπες καί τόν ἄγριο Ποσειδῶνα».
Ἄνθρωποι ἀπό κάθε γωνιά τῆς ἑλληνικῆς γῆς, στεριανοί καί νησιῶτες, ἀσταμάτητο ποτάμι μέσ᾿ στούς αἰῶνες, ξεκίνησαν μέ βαρειά καρδιά, κάποιο θλιμμένο πρωϊνό γιά τά «ἔρημα τά ξένα».«Ἀνάθεμά σας ἔρημα, ἀνάθεμά σας ξένα ᾿ς σ᾿ ὀμμάτια μ᾿ ἐτσουρούεψαν μαντίλια μεταξένια»∙τραγούδησε μέ πόνο ἡ λαϊκή ποντιακή μοῦσα, θυμίζοντάς μας πώς τόν δρόμο τῆς ξενιτειᾶς, τή ξενιτίας τά στράτας, ἔπαιρναν συχνά καί τά παιδιά τοῦ ἑλληνικοῦ Πόντου προσπαθώντας νά νικήσουν τήν μοίρα τους.Ἡ ἄγονη, σέ πολλά μέρη γῆ πού τά λιγοστά ἀγαθά της δέν ἔφταναν νά τόν θρέψουν, λόγοι κοινωνικοί καί πολιτικοί, ἀλλά καί τό ἀνήσυχο ἐπιχειρηματικό πνεῦμα πού χαρακτηρίζει τήν φυλή τήν ἑλληνική μέ ξεδιαλεγμένη κάθε ἔννοια τυχοδιωκτισμοῦ, σκορποῦσε τόν Πόντιο νέο σέ ὅλες τίς κατευθύνσεις τοῦ πλανήτου μας Ἀπό τήν Τρίπολη (1), κάθε χρονιά ξεκινοῦσαν τά καραβάνια ἐκείνων πού ξενιτεύονταν. Κανείς δέν ἔφευγε γιά τό ἐσωτερικό τῆς Ἀσίας, ὅλοι πρός τήν Ρωσσία πορεύονταν.
Καί δέν πήγαιναν σέ ἄγνωστες πόλεις, πήγαιναν ἐκεῖ πού πρίν ἀπ᾿ αὐτούς εἶχε ἐγκατασταθῆ κάποιος δικός τους, συγγενής, συντοπίτης τους. Ἔφευγαν, λοιπόν, οἱ φτωχοί, ἔφευγαν ἐκεῖνοι πού ἔχασαν τά χωράφια τους ἀπό τούς τζορμπατζῆδες καί πᾶνε νά κερδίσουν λεφτά γιά νά τά ξαναπάρουν, ἔφευγαν ἀκόμη κι ἐκεῖνοι πού ἔπρεπε νά πληρώσουν τό ἀντισήκωμα (φόρο στρατιωτικό) στόν τούρκικο στρατό. Παιδιά ἀπό δεκαπέντε χρονῶν καί γέροι ἴσαμε ἑξήντα, ὅλοι ὅσοι μποροῦσαν νά δουλέψουν ξενιτεύονταν. Ἕνας ― ἕνας δέν ἔφευγαν ποτέ. Μαζευόντουσαν ὅλοι, ὅσοι εἶχαν ἀποφασίσει νά ξενιτευτοῦν ἐκείνη τήν χρονιά καί ξεκινοῦσαν μαζί.
Ἔτσι ὁ ξενιτεμός ἔπαιρνε ὁμαδικό χαρακτήρα, γινόταν κάτι σάν καραβάνι. Ὅταν εἶχαν πιά ἑτοιμαστῆ καί ἡ μέρα τῆς ἀναχωρήσεως ἔφτανε, κατέβαινε ὅλη ἡ Τρίπολη στό λιμάνι νά τούς ξεπροβοδίση. Ἦταν ἐκεῖ μάννες, ἀδελφές, συγγενεῖς καί φίλοι, ἦταν ἀκόμη καί ἀδιάφοροι πού κατέβαιναν νά δοῦν τό μισεμό. Τούτη τήν φορά ὅμως ἡ συγκέντρωση δέν ἔμοιαζε μέ πανηγύρι, πιότερο ἔμοιαζε μέ μισή κηδεία, γιατί τά δάκρυα ἔτρεχαν πικρά καί οἱ λυγμοί δέν κρατιοῦνταν. Βαρύς ὁ πόνος αὐτῶν πού ἔφευγαν, βαρύς καί ὁ πόνος αὐτῶν πού τούς ξεπροβόδιζαν. Τέτοιες ὧρες δέν εὕρισκαν τραγούδια νά ποῦν, μόνο μοιρολόγια μποροῦσαν νά κάνουν. Ἀλλά καί τέτοια δέν ἔλεγαν γιά νά μήν φέρουν «κακοτυχιά» σ᾿ ἐκείνους πού ἔφευγαν. Ἐκεῖνοι πού πιό συχνά ἔφευγαν γιά τά ξένα ἦταν οἱ ψαράδες. Αὐτοί πρωτοξενιτεύτηκαν.
Ὅλοι οἱ ἄλλοι πηγαίνοντας στόν ξένο τόπο ἔκαναν συνήθως τήν δουλειά πού ἔκαναν στόν τόπο τους. Οἱ περισσότεροι ἦταν χτίστες καί ραφτάδες. Εὐχές, δῶρα τῆς καρδιᾶς, συνόδευαν πάντα αὐτούς πού ξενιτεύονταν. «Ὥρα καλή πουλόπο μου καί ὅθεν πᾶς ᾿ς σά ξένα άραντα καί τριαντάφυλλα τά δρόμια ἄς εἶν᾿ στρωμένα». Οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Τρουψῆ (2) μέχρι τά μέσα περίπου τοῦ 19ου αἰῶνα δέν ξενιτεύονταν. Μετά τό 1841, λόγοι οἰκονομικοί τούς ἀνάγκασαν νά παίρνουν τόν δρόμο τῆς ξενιτειᾶς, πηγαίνοντας στήν ἀρχή στήν Κωνσταντινούπολη καί κατόπιν στήν Ρωσσία. Ἀπό τό 1900 μετανάστευαν στήν Ἀμερική.
Ὅταν οἱ νέοι πήγαιναν στήν ξενιτειά, σύμφωνα μέ τό ἔθιμο, ἔφευγαν δύο, τρεῖς ἤ καί περισσότεροι χωριανοί μαζί. Τήν μέρα τῆς ἀναχωρήσεως μαζεύονταν οἱ συγγενεῖς καί οἱ φίλοι στά σπίτια τους καί ἀπό ἐκεῖ ξεκινοῦσαν μαζί καί τούς συνόδευαν ὡς ἔξω ἀπό τό χωριό, μιάν ὥρα δρόμο, ὥς τῆς «Πατμούς τήν Γούλαν». Ἐκεῖ γινόταν ὁ ἀποχωρισμός. Αὐτοί πού ἔφευγαν φιλοῦσαν τά χέρια τῶν γονιῶν τους καί τῶν μεγαλυτέρων, οἱ ὁποῖοι τούς ἔδιναν εὐχές: Νά πᾶτε στό καλόν, ἡ Παναγία ἐντάμαν ἔσουν! Εὐχές καί συμβουλές πού πνίγονταν σέ λυγμούς. «Ἀνάθεμα τήν ξενιτιάν π᾿ εὐτάει τήν χωρισίαν»…
Τό ἔδαφος τῆς Σάντας (3) ἦταν πετρῶδες καί ἄγονο∙ γι᾿ αὐτό ἀπό πολύ νωρίς οἱ κάτοικοι βρέθηκαν στήν ἀνάγκη νά ζητήσουν καλύτερη τύχη στήν ξενιτειά.Ὁ λαός τῆς Σάντας μέ τήν διαρκῆ ἀποδημία καί μετανάστευση, ἔζησε ὅσο κανείς ἄλλος τά πιό πικρά συναισθήματα πού ξυπνᾶ στήν ψυχή ὁ ἀποχωρισμός. Τήν μέρα τῆς ἀναχωρήσεως ἔκαναν Παράκληση ἤ ἄναβαν τά καντήλια τῆς ἐκκλησίας∙ ξεπροβόδιζαν τόν ξενιτέα σέ ἀρκετή ἀπόσταση ἀπό τά χωριά. Κατά τόν ἀποχωρισμό, φιλήματα καί δάκρυα ἄφθονα. Τά τρόφιμα γιά τόν δρόμο (ἀζούχ, τσσαντάϊ) ἑτοίμαζε ἡ πεθερά τοῦ ξενιτέα, ἄν ἦταν ἀρραβωνιασμένος ἤ παντρεμένος πρόσφατα∙ μαζί δέ μέ «τ᾿ ἀζούχ» τοῦ χάριζαν καί ὀρτάρια, μαντήλι ἤ τσσαντάϊ. Δῶρα τοῦ ἔδιναν καί ἄλλοι, φίλοι καί συγγενεῖς.
Κατά τήν ἀπουσία τοῦ ξενιτέα, ἡ Σανταία θεωροῦσε ἁμαρτία «νά δεβάζ᾿ πλάν τόν γυρευόν», δηλαδή νά διώξη τόν ζητιάνο, γιατί ἡ ἐλεημοσύνη «πάει γιά τή στράταν τή ξενιτέα». Στά Κοτύωρα (4) ἀπό τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα ἕνα ρεῦμα, μικρό στήν ἀρχή, δημιουργήθηκε πρός τά παράλια τοῦ Καυκάσου τῆς Ρωσσίας. Οἱ μετανάστες πηγαινοέρχονταν φέρνοντας ρούβλια καί ρωσσικές χρυσές λίρες ἀπό δουλειές «τοῦ ποδαριοῦ». Τό μεταναστευτικό ρεῦμα αὐξήθηκε μέ τόν καιρό. Πολλοί στράφηκαν πρός τήν Βουλγαρία καί τήν Ρουμανία. Ἦταν κυρίως γανωματῆδες. Ἔμεναν στήν ξενιτειά ἀπό τόν Μάρτη ὥς τό Σεπτέμβρη καί γύριζαν στήν Πατρίδα μέ ὀγδόντα τοὐλάχιστον εἰκοσόφραγκα ὁ καθένας. Λίγοι κατευθύνθηκαν στήν Ἑλλάδα, στήν Ἄπω Ἀνατολή ― Βλαδιβοστόκ, στό Τράνσβαλ κ.ἄ.
Στήν Ἀμερική ἄρχισαν νά ξενιτεύωνται μετά τό 1903. Τό ρεῦμα αὔξαινε κάθε χρόνο καί πρό πάντων μετά τήν μεταπολίτευση τοῦ 1908 γιά ν᾿ ἀποφευκτῆ ἡ στράτευση. Στό ἐσωτερικό τῆς Τουρκίας λίγοι ξενιτεύονταν. Πήγαιναν κυρίως στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐγκαθίσταντο μόνιμα. Οἱ ξενιτεμένοι τῆς Τριπόλεως ἔμεναν στήν ξενιτειά 4 ― 5 χρόνια. Γεμάτη δυσκολίες ἡ ζωή ἐκεῖ. «Ὁ ἥλιον πάει καί βασιλεῦς σήν μάνναν ἀτ᾿ μερέαν, ἀϊλλοί καί βάϋ μαννίτσα μου ἐμέν τόν ξενιτέαν». Ὅταν ἔβλεπαν πώς τά χρήματα πού συγκέντρωσαν ἦταν ἀρκετά, ἔπαιρναν τόν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ. Ἄλλοτε πάλι, πάνω στά δύο χρόνια γύριζαν πίσω ξαφνικά, ἔπαιρναν τόν «ἀέρα» τῆς Τριπόλεως, φιλοῦσαν τούς δικούς τους καί ξαναγύριζαν μέ καινούργια καρδιά στήν ξενιτειά.
Ὁ καλότυχον ξενιτέας πού ἑτοιμαζόταν νά γυρίση, ἔπρεπε νά δῆ ὅλους τούς συμπολῖτες καί νά πάρη τά δῶρα πού ὁ καθένας τους εἶχε ἑτοιμάσει γιά τήν οἰκογένειά του. Τό ἴδιο βράδυ τοῦ γυρισμοῦ μαζεύονταν ὅλοι οἱ συγγενεῖς στό σπίτι τοῦ ξενιτεμένου γιά νά τόν καλωσορίσουν. Αὐτή τήν νύχτα δέν κοιμοῦνταν σχεδόν καθόλου, γιατί ὅλη τήν ὥρα ἄλλοι μπαίνουν καί ἄλλοι βγαίνουν. Τό μήνυμα τοῦ γυρισμοῦ ἔφτανε λίγο ― λίγο πολύ μακριά καί στά χωριά καί ξεκινοῦσαν οἱ μαννάδες, οἱ γυναῖκες, καί μέ τό χιόνι καί μέ τήν βροχή, νά κατεβοῦν νά μάθουν ἀπό τόν νεοφερμένο μήν ἔχη ἀπό τό παιδί τους, τόν ἄντρα τους, μαντᾶτο νά τούς πῆ ἤ «μαντήλι μουσκεμένο στό δάκρυ νά τῆς δώση».
Σάν ὅλοι μαζευτοῦν, ἀνοιγόταν τό δέμα πού τοῦ παρέδωσαν οἱ ἄλλοι καί μοίραζε μέ τό ὄνομα στόν καθένα τά δικά του. Καί ἡ νύχτα μέ τά μαντᾶτα πού ἔφερνε περνοῦσε καί κάθε φορά πού μιά γυναῖκα ἐρχόταν νά τόν καλωσορίση, ἔπρεπε καί ὀνομαστικά νά τῆς χαρίση κάτι ― καμμιά δέν ἔπρεπε νά φύγη μέ χέρια ἀδειανά. Ἦταν τόσο ἰσχυρή ἡ συνήθεια αὐτή, ὥστε ἄν τελείωναν τά δῶρα, ἔδινε ὁ ξενιτεμένος χρήματα. Διαφορετικά αὐτό θεωροῦνταν μεγάλη προσβολή∙ τόν ἔλεγαν ἀνάξιο καί τσιγκούνη (5).
Τέσσερα ― πέντε χρόνια συνήθιζαν νά μένουν στήν ξενιτειά καί οἱ ξενιτεμένοι τοῦ χωριοῦ Τρουψῆ. Μέ τίς οἰκονομίες πού ἔκαναν συγκέντρωναν ἀρκετά χρήματα καί γύριζαν στό χωριό. Ὅταν οἱ δικοί τους μάθαιναν γιά τόν γυρισμό, ἔβγαιναν σέ προϋπάντησή τους ἀκριβῶς στό μέρος πού εἶχε γίνει ὁ ἀποχωρισμός. Γίνονταν πάλι οἱ καθιερωμένες κινήσεις καί ἐκδηλώσεις. Ἀγκαλιάζονταν, φιλιοῦνταν, ἔκλαιγαν ἀπό χαρά τώρα, ἔλεγαν θερμούς λόγους: «Καλῶς ἔρθετες, πῶς ἀναχάπαρα (ξαφνικά) ἔρθετεν!» (6).
Στήν Σάντα ἐκεῖνος πού ἔφερνε τήν χαρμόσυνη εἴδηση γιά τόν γυρισμό κάποιου ξενιτεμένου ἔπαιρνε «συχαριάτικα» σέ χρῆμα ἤ σέ εἶδος (μαντήλι, ὀρτάρια, πετσέτα, παπούτσια), ἀνάλογα μέ τήν οἰκονομική κατάσταση τοῦ ξενιτέα. Στόν Καύκασο (7) αὐτόν πού ἔσπευδε νά ἀναγγείλη τόν γυρισμό τοῦ ξενιτεμένου, τόν ἔλεγαν «στιχαράτες» καί τά δῶρα πού εἰσέπραττε «στιχαράτκα». Στό σπίτι τοῦ ἀνθρώπου πού γύριζε, ἄρχιζε ἀμέσως χαρά μεγάλη. Τοῦ εὔχονταν κιόλας:
«Φῶς στ᾿ ὀμμάτα σουν, καλῶς ὅρισες», «Τ᾿ ὀμμάτα σ᾿ φῶς γομάτα ἔνες», «Καλόν νά ἔης» (8).
Ἀπό τόν φοῦρνο ἀνέβαινε ψηλά ἕνας πηχτός καπνός. Ἦταν ἀπό τό ψήσιμο τῆς πίττας πού εἶχε ἑτοιμαστῆ καί ψηνόταν γιά τόν ξενιτεμένο Ὀδυσσέα. Καί ἦταν ἀκόμη «ὁ καπνός ἀναθρώσκων» πού καλωσόριζε τόν ξενιτέα, πού καθώς λέει ὁ Καβάφης: «…Ἔτσι σοφός πού ἔγινες μέ τόση πείρα, ἤδη, θά τό κατάλαβες οἱ Ἰθάκες τί σημαίνουν…».
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΕΙΑΣ
Τήν ξενιτειά, τήν ὀρφανιά, τήν πίκρα, τήν ἀγάπη,
τά τέσσερα τά ζύγιασαν, βαρύτερα εἶν᾿ τά ξένα.
Ὁ ξένος εἰς τήν ξενιτειά πρέπει νά βάνη μαῦρα,
γιά νά ταιριάζη ἡ φορεσιά μέ τῆς καρδιᾶς τή λάβρα.
Ν. Γ. Πολίτου, Ἐκλογαί ἀπό τά τραγούδια τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ, ἐκδ. Ἑκάτη, Ἀθήνα 2005.
* * * * * * * * * *
ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΟΥΛΙ
Ξενιτεμένο μου πουλί καί παραπονεμένο,
ἡ ξενιτειά σέ χαίρεται κ᾿ ἐγώ ᾿χω τόν καϋμό σου.
Τί νά σοῦ στείλω, ξένε μου, τί νά σοῦ προβοδήσω;
Μῆλο ἄν σοῦ στείλω σέπεται, τριαντάφυλλο μαδειέται,
σταφύλι ξερογιάζεται, κυδώνι μαραγκιάζει.
Νά στείλω μέ τά δάκρυά μου μαντήλι μουσκεμένο,
τά δάκρυά μου εἶναι καυτερά, καί καῖνε τό μαντήλι.
Τί νά σοῦ στείλω, ξένε μου, τί νά σοῦ προβοδήσω;
Σηκώνομαι τή χαραυγή, γιατί ὕπνο δέν εὑρίσκω,
ἀνοίγω τό παράθυρο, κυττάζω τούς διαβάτες,
κυττάζω τίς γειτόνισσες καί τίς καλοτυχίζω,
πῶς ταχταρίζουν τά μικρά καί τά γλυκοβυζαίνουν.
Μέ παίρνει τό παράπονο, τό παραθύρι ἀφήνω,
καί μπαίνω μέσα, κάθομαι, καί μαῦρα δάκρυα χύνω.
Στ. 12. ταχταρίζουν = χορεύουν εἰς τάς ἀγκάλας των
1. Τατιάνας Γκρίτση ― Μιλλιέξ, Ἡ Τρίπολη τοῦ Πόντου, Ἀθήνα 1976, σ. 63 ― 65. Βλ. καί Γεωργίου Σακκᾶ, Ἱστορία τῶν Ἑλλήνων τῆς Τριπόλεως τοῦ Πόντου, Ἀθήνα 1957, σ. 31.
2. Κ. Σ. Ἰορδανίδη, Τά χρονικά τοῦ χωριοῦ Τρουψῆ, Ἀθήνα 1971, σ. 104.
3. Στάθη Ἀθανασιάδη, Ἱστορία καί Λαογραφία τῆς Σάντας, Θεσσαλονίκη 1967, σ. 102, 105.
4. Ξ. Ἄκογλου, Λαογραφικά Κοτυώρων, Ἀθήνα 1939, σ. 61.
5. Συμβολική κατ᾿ ἐξοχήν εἶναι ἡ σημασία τοῦ δώρου στήν ἐπιβεβαίωση τῆς ἐπιτυχίας πού σημείωνε μιά προσπάθεια, ὅπως ἦταν ἡ μετανάστευση γιά οἰκονομικούς λόγους. Στήν περίπτωση αὐτή, τό δῶρο διασφάλιζε τήν ἐκτίμηση ὅτι ὁ ξενιτεμένος πέτυχε ἐκεῖ πού πῆγε, ἀναδείχτηκε ἄξιος.
6. Κατά τόν γυρισμό τοῦ ξενιτεμένου στήν πατρίδα του, ἡ εὐχή τοῦ καλωσορίσματος, καθώς καί οί ἄλλες ἐκδηλώσεις (ἐναγκαλισμός, φιλιά, κλάμματα κ.λπ.), ἐπαναλαμβάνονταν στερεότυπα σέ κάθε συνάντηση. Ὁ Radcliff ― Brown ἀναφέρει τίς τελετουργίες τῆς ἀνταμώσεως μετά ἀπό μακροχρόνιο χωρισμό ― μέ ἐναγκαλισμούς καί δάκρυα ― σέ πληθυσμούς τῆς Αὐστραλίας καί δείχνει τήν ἀντιστοιχία πού ὑπάρχει ἀνάμεσα σ᾿ αὐτές τίς τελετουργίες καί τήν ἀνταλλαγή δώρων καί στόν τρόπο πού ἀναμειγνύονται συναισθήματα καί πρόσωπα. Πιστεύει πώς κατά βάθος πρόκειται γιά μιά διαδικασία μέθεξης. Οἱ ψυχές ἀναμειγνύονται μέ τά πράγματα καί τά πράγματα μέ τίς ψυχές. Βλ. Μαρσέλ Μώς, Τό δῶρο. Μορφές καί λειτουργίες τῆς ἀνταλλαγῆς στίς ἀρχαϊκές κοινωνίες, Ἀθήνα 1979, σ. 91.
7. Γ. Γρηγοριάδη, Οἱ Πόντιοι τοῦ Καυκάσου, Περιφέρειας Κάρς ― Ἀρδαχάν, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 56.
8. Ὅποιος ξανάφευγε, πάλι φορτωνόταν μέ δέματα γιά τούς ξενιτεμένους συγγενεῖς ἀπό τούς οἰκείους τους (μέλι, φουντούκια, καρύδια, βούτυρο).
Πηγἠ: Ενωμένη Ρωμηοσύνη