Το 1254 ο μεγάλος αυτοκράτορας Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης πέθανε, αφήνοντας την Αυτοκρατορία της Νίκαιας πανίσχυρη. Ο Ιωάννης είχε κατορθώσει όχι μόνο να αποκρούσει τις εναντίον του επιθέσεις των Λατίνων, αλλά και να απελευθερώσει πολλά εδάφη στη Θράκη και τη Μακεδονία.
Παράλληλα είχε αντιμετωπίσει τον τουρκικό και τον βουλγαρικό κίνδυνο. Ο γιος και διάδοχός του όμως έμελε να βρεθεί στην ανάγκη να αντιμετωπίσει, εκ νέου την επεκτατικότητα των Βουλγάρων. Ο Ιωάννης Βατάτζης είχε νικήσει τους Βούλγαρους και τους είχε επιβάλει τους όρους του, επισφραγίζοντας την συμφωνία με τον γάμο του γιου του Θεόδωρου με την κόρη του Βούλγαρου τσάρου Ιωάννη Ασάν, Ελένη. Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Ασάν τον βουλγαρικό θρόνο κατέλαβε ο γιος του Μιχαήλ Ασάν, αδελφός της αυτοκράτειρας Ελένης.
Αυτός δεν ενόχλησε την Αυτοκρατορία μέχρι τη στιγμή που ο Ιωάννης Βατάτζης πέθανε. Τότε θεώρησε κατάλληλη την στιγμή για να ανακτήσει όλα τα εδάφη που το βουλγαρικό βασίλειο είχε απολέσει από τον Ιωάννη Βατάτζη. Ο Βούλγαρος βασιλιάς υπολόγιζε ότι ο διάδοχος του Βατάτζη Θεόδωρος Β’ θα χρειαζόταν αρκετό χρόνο μέχρι να εδραιωθεί στον θρόνο του.
Εκμεταλλεύτηκε επίσης το γεγονός ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν σοβαρές αυτοκρατορικές δυνάμεις στη Μακεδονία και τη Θράκη, με εξαίρεση τις ολιγάριθμες φρουρές στις διάφορες πόλεις. Τέλος, υπολόγιζε στον παράγοντα του αιφνιδιασμού, αφού οι σχέσεις των δύο κρατών, εκείνη την εποχή, ήταν ικανοποιητικές και υπήρχαν συγγενικοί δεσμοί μεταξύ των δύο βασιλικών οίκων και άρα οι Βυζαντινοί δεν ανέμεναν βουλγαρική επίθεση.
Ο Βούλγαρος βασιλιάς πάντως δεν επιτέθηκε αμέσως. Περίμενε να έρθει ο χειμώνας, ώστε να μην είναι εύκολος ο ανεφοδιασμός με τρόφιμα των διαφόρων φρουρών – τον χειμώνα δεν μπορούσε να τραφεί ο στρατός εκ των ενόντων – αλλά και να μην είναι δυνατή άμεση βυζαντινή αντίδραση. Αυτό τουλάχιστον νόμιζε.
Βουλγαρική εισβολή
Ο Μιχαήλ Ασάν συγκέντρωσε τις δυνάμεις του βόρεια του ποταμού Έβρου, ο οποίος αποτελούσε το σύνορο των δύο κρατών, τον Δεκέμβριο του 1254 και εισέβαλε στα αυτοκρατορικά εδάφη, στις αρχές Ιανουαρίου του 1255. Οι Βούλγαροι κινήθηκαν, κυριολεκτικά, με ρυθμούς κεραυνοβόλου πολέμου, παρά τις άσχημες καιρικές συνθήκες και κυρίευσαν ταχύτατα πολλές πόλεις, χωριά και οικισμούς, σχεδόν χωρίς αντίσταση.
Οι περισσότερες αυτοκρατορικές φρουρές παρέδιδαν τις πόλεις που κρατούσαν με τη συμφωνία να αφεθούν να φύγουν ελεύθερα, αφού γνώριζαν ότι χωρίς τρόφιμα δεν ήταν δε θέση να αντέξουν για καιρό. Αρκετές άλλωστε πόλεις και χωριά κατοικούνταν και από Βούλγαρους και οι βυζαντινές φρουρές δεν μπορούσαν να πολεμήσουν και με εξωτερικό και με εσωτερικό εχθρό.
Στα χέρια του Μιχαήλ Ασάν έπεσαν τότε η Στενήμαχος – σημερινό Ασάνοβγκραντ, ελληνική πόλη της Ανατολικής Ρωμυλίας – τα φρούρια Περιστίτζα, Κρυτζιμός (σημερινή Κρισίμ, 20 χλμ. νοτιοδυτικά της Φιλιππούπολης) και Τζέπαινα (στη βορειοδυτική Ροδόπη) και όλη η περιοχή μέχρι την λίμνη Αχρίδα, με εξαίρεση την μικρή πόλη Μνειάκο, την μόνη που απέμενε υπό βυζαντινό έλεγχο. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν και άλλες μικρότερες πόλεις και φρούρια όπως τα Ούστρα, το Περπεράκιον και τη Κρυβού, φτάνοντας μέχρι έξω από την Αδριανούπολη.
Μετά τις επιτυχίες αυτές ο Μιχαήλ Ασάν άρχισε την προσπάθεια εδραίωσης της βουλγαρικής κυριαρχίας στις περιοχές που κατέλαβε. Τοποθέτησε ισχυρές φρουρές στις πόλεις και τα φρούρια και τις εφοδίασε με όπλα και τρόφιμα – που είχε συγκεντρώσει – ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την βυζαντινή αντεπίθεση – την οποία υπολόγιζε για την άνοιξη του 1255. Υπολόγιζε όμως χωρίς τον το θάρρος και το πείσμα του Θεόδωρου.
Οι αντίπαλες δυνάμεις
Αν και δεν υπάρχουν σαφείς αναφορές για την σύνθεση, τον αριθμό, το είδος και την ποιότητα των αντιπάλων δυνάμεων, θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε τους αντίπαλους στρατούς, βάσει των ιστορικών πηγών. Ο Στρατός της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας αποτελούσε την συνέχεια του Βυζαντινού Στρατού επί Κομνηνών. Διέθετε πολλά μισθοφορικά τμήματα – ακόμα και Λατίνων, οι οποίοι ήταν κυρίως βαριά οπλισμένοι ιππότες, οργανωμένοι σε ξεχωριστό σώμα, το λεγόμενο «Λατινικόν». Ο αριθμός των Λατίνων μισθοφόρων πάντως, σταδιακά, φαίνεται πως μειώθηκε.
Στην εκστρατεία κατά των Βουλγάρων δεν αναφέρεται στις πηγές οι δράση Λατίνων μισθοφόρων ιπποτών. Αντίθετα η δράση ελαφρών μισθοφόρων ιπποτοξοτών, οι οποίοι συγκροτούσαν το λεγόμενο «Σκυθικόν» σώμα και οι οποίοι ήταν είτε Τούρκοι, είτε εκχριστιανισμένοι Τούρκοι (Τουρκόπουλοι), είτε Μαγυάροι, (οι λεγόμενοι και Βαρδαριώτες, γιατί κατοικούσαν στην κοιλάδα του Αξιού) πρέπει να θεωρείται δεδομένη, καθώς στην μάχη της Πελαγονίας – τρία μόλις χρόνια μετά την λήξη του Βουλγαρικού Πολέμου (1259) – αποτελούσαν σημαντικό τμήμα του Βυζαντινού Στρατού.
Φυσικά τον κορμό του Αυτοκρατορικού Στρατού αποτελούσαν τα σώματα του γηγενούς ιππικού. Από τα τμήματα αυτά άλλα ήταν «βασιλικά», δηλαδή τροφοδοτούμενα απευθείας από το κράτος και άλλα σχηματίζονταν από κατόχους πρόνοιας, εδαφικών εκτάσεων δηλαδή που τους παραχωρούσε ο αυτοκράτορας με αντάλλαγμα την παραχώρηση στρατιωτικής υπηρεσίας. Τα βασιλικά τμήματα ήταν γενικά καλύτερα οπλισμένα και εκπαιδευμένα, συγκροτώντας τα τμήματα των λεγόμενων Καβαλαρίων, σε αντίθεση με τα άλλα τμήματα ιππικού, αυτά των Στρατιωτών.
Το πεζικό, αν και δεν αποτελούσε, συνήθως, παρά μικρό ποσοστιαίο τμήμα του στρατού, στην εν λόγω εκστρατεία ήταν μάλλον πολυάριθμο, λόγω της φύσης της εκστρατείας καθαυτής, αφού το πεζικό μόνο ήταν σε θέση να δράσει αποτελεσματικά στο δύσβατο έδαφος της άνω Ροδόπης, όπου και έλαβαν χώρα οι περισσότερες επιχειρήσεις, αλλά και να συνεισφέρει στις πολιορκητικές επιχειρήσεις. Το πεζικό διακρίνονταν σε τρεις κύριους τύπους, στους κονταράτους, τους τοξότες και τους ψιλούς.
Οι κονταράτοι έφεραν μεγάλη ασπίδα, συνήθως δακρυόσχημη, εκείνη την εποχή, μακρύ δόρυ (κοντάριον), σπάθη και θωράκιση, αλυσιδωτή, φολιδωτή ή από δέρμα. Οι τοξότες έφεραν σύνθετο τόξο, κράνος, σπαθί και μικρή ασπίδα. Πολεμούσαν δε συνήθως σε πυκνούς σχηματισμούς βάλλοντας μαζικά. Ήταν όμως σε θέση να πολεμήσουν και σε χαλαρή τάξη. Οι ψιλοί ήταν οπλισμένοι με τόξα, ακόντια και σφενδόνες.
Οι ακοντιστές έφεραν συνήθως και μικρή ασπίδα. Πολεμούσαν δε αποκλειστικά σε αραιούς σχηματισμούς. Στην εν λόγω εκστρατεία ιδιαίτερα αποτελεσματικά έδρασε το βυζαντινό μηχανικό, κατασκευάζοντας πλήθος πολιορκητικών μηχανών. Ο Βυζαντινός Στρατός της περιόδου ήταν πλέον οργανωμένος σε Αλάγια, μονάδες επιπέδου τάγματος, συνήθως, με μέση δύναμη 500 ανδρών.
Ο Βουλγαρικός Στρατός ήταν άτακτος, με εξαίρεση κάποιων τμημάτων που ελέγχονταν απευθείας από τον βασιλικό οίκο. Φεουδαρχικός στην ουσία του, αποτελείτο από τμήματα που προσέφεραν στον βασιλιά οι διάφοροι τοπάρχες του βασιλείου, οι οποίοι ήταν υποτελείς του. Υπό τη διοίκηση στιβαρών ηγετών, όπως ο Ιωάννης Ασάν, ο οποίος μπορούσε να υπερνικά τις εσωτερικές φυγόκεντρες τάσεις, ο στρατός αυτός ήταν ιδιαίτερα αξιόμαχος.
Το ιππικό του, το οποίο αποτελούσε και την ελίτ του, διακρίνονταν σε βαρύ και ελαφρύ. Το βαρύ ιππικό πολεμούσε όπως οι δυτικοί ιππότες, με ορμητικές επελάσεις, αν και υπολείπονταν σε εξοπλισμό και θωράκιση αυτών. Χάρη στην ορμητικότητά του υπερείχε σε ισχύ κρούσης σε σχέση με το γηγενές βυζαντινό ιππικό, το οποίο προτιμούσε την με τάξη επέλαση. Το βουλγαρικό ελαφρύ ιππικό αποτελείτο από ιπποτοξότες ιππείς, Βούλγαρους, Κουμάνους και Τούρκους, όπως και το βυζαντινό.
Όσον αφορά το πεζικό οι Βούλγαροι στηρίζονταν κυρίως σε ένοπλους υπηκόους που στρατολογούνταν για την εκάστοτε εκστρατεία και προέρχονταν συνήθως από το εκβουλγαρισμένο σλαβικό στοιχείο του πληθυσμού, με εξαίρεση κάποια τμήματα βαρέων πεζών που υπάγονταν, απευθείας, στον βασιλιά. Οι πεζοί έφεραν ποικιλία όπλων, από δόρατα και τόξα, μέχρι γεωργικά εργαλεία. Οι καλύτεροι πεζοί ήταν εξοπλισμένοι όπως οι Βυζαντινοί κονταράτοι.
Αριθμητικά, τέλος, οι δύο αντίπαλοι στρατοί δεν πρέπει να απείχαν πολύ μεταξύ τους, αριθμώντας όχι πάνω από 20.000 πολεμιστές έκαστος. Στην εαρινή εκστρατεία πάντως του 1256, ο Θεόδωρος φαίνεται πως παρέταξε μια πολύ ισχυρότερη δύναμη, η παρουσία της οποίας και μόνο τρόμαξε τους Βούλγαρους και τους υποχρέωσε σε συνθηκολόγηση.
Χειμερινή λαίλαπα
Ο Θεόδωρος Β’ όταν πληροφορήθηκε την ύπουλη βουλγαρική επίθεση συγκάλεσε αμέσως πολεμικό συμβούλιο. Στο συμβούλιο αυτό οι γνώμες διχάστηκαν. Οι περισσότεροι στρατηγοί, οργισμένοι από την βουλγαρική επιβουλή, πρότειναν την ανάληψη άμεσης αντεπίθεσης, παρά τον άγριο χειμώνα. Αντίθετη άποψη είχαν οι θείοι του αυτοκράτορα Μανουήλ και Μιχαήλ, οι οποίοι επέμειναν ότι ούτε η εποχή επέτρεπε την εκστρατεία, ούτε ο στρατός ήταν αξιόμαχος για να αναλάβει ένα τέτοιο έργο, αυτή την εποχή του έτους. Τόνισαν δε στον αυτοκράτορα πόσο κακό θα έκανε στη φήμη του μια τυχόν αποτυχία.
Ο Θεόδωρος όμως είχε ήδη αποφασίσει. Μετά το πέρας του συμβουλίου έδωσε διαταγή να συγκεντρωθούν όλα τα διαθέσιμα στρατιωτικά τμήματα και ξεκίνησε από τη Νίκαια. Παράλληλα είχε δώσει διαταγές να συγκεντρωθεί σε κάθε σταθμό πορείας, από τη Νίκαια μέχρι την Αδριανούπολη κάθε διαθέσιμος στρατιώτης. Έτσι ο Αυτοκρατορικός Στρατός ενισχύονταν εν πορεία και όσο βάδιζε προς Βορρά, τόσο περισσότερους άνδρες συγκέντρωνε.
Πριν περάσει ο Ιανουάριος του 1255 ο Θεόδωρος ήταν στην Αδριανούπολη και σύντομα μάλιστα πέρασε τον Έβρο από την γέφυρα που υπήρχε κοντά στην πόλη αυτή, αφού παρέμεινε, για ανάπαυση του στρατού του, μόλις μια ημέρα στη μεγάλη θρακική πόλη.
Ο Βούλγαρος βασιλιάς είχε αποστείλει ανιχνευτές στην περιοχή για να παρακολουθούν για την τυχόν άφιξη του Βυζαντινού Στρατού. Ένας από αυτούς είδε τις βυζαντινές φάλαγγες να βγαίνουν από την Αδριανούπολη και έσπευσε να ενημερώσει τον βασιλιά του. Ήταν η σειρά του Μιχαήλ Ασάν να αιφνιδιαστεί, καθώς δεν ανέμενε αυτή την αντίδραση του Θεόδωρου, λόγω του χειμώνα. Οι Βούλγαροι πάντως συγκέντρωσαν όσες δυνάμεις είχαν διαθέσιμες, βόρεια της Αδριανούπολης και στρατοπέδευσαν εκεί, τοποθετώντας προφυλακές ελαφρών ιππέων γύρω από το στρατόπεδό τους.
Στο μεταξύ ο Θεόδωρος πληροφορήθηκε από κατοίκους της περιοχής την ύπαρξη της βουλγαρικής συγκέντρωσης και έσπευσε προς τα εκεί. Στόχος του αυτοκράτορα ήταν να συντρίψει τον Βουλγαρικό Στρατό σε κατά παράταξη μάχη, ώστε να υποχρεώσει τον Ασάν να παραδώσει όσα άρπαξε, χωρίς ο Βυζαντινός Στρατός να χρειαστεί να αποδυθεί σε μια δύσκολη χειμερινή εκστρατεία.
Δυστυχώς για τον Θεόδωρο το σχέδιό του δεν ευοδώθηκε. Ο αυτοκράτορας είχε αποστείλει την εμπροσθοφυλακή του προς το βουλγαρικό στρατόπεδο, ακολουθώντας ο ίδιος με το κύριο σώμα της στρατιάς. Η βυζαντινή εμπροσθοφυλακή εντόπισε τις βουλγαρικές προφυλακές και επιτέθηκε εναντίον τους. Η νίκη στεφάνωσε τα βυζαντινά όπλα και όσοι Βούλγαροι επέζησαν, παραδόθηκαν αιχμάλωτοι, μαζί με τον επικεφαλής τους. Ελάχιστοι γλίτωσαν, αλλά αυτοί ήταν αρκετοί για να σπεύσουν στο βουλγαρικό στρατόπεδο και να δώσουν το μήνυμα της καταστροφής στον επικεφαλής στρατηγό τους, το όνομα του οποίου δεν είναι γνωστό.
Αυτός, αμέσως, διέλυσε το στρατόπεδό του και τράπηκε σε φυγή, με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις, μέσα στη νύκτα. Οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν το στρατόπεδο σε κατάσταση πανικού. Πολλοί δεν σέλωσαν καν τα άλογά τους. Καλπάζοντας δε μέσα στη σκοτεινή χειμωνιάτική νύκτα, χωρίς να μπορούν καν να διακρίνουν καθαρά το που πήγαιναν, πολλοί, εισήλθαν σε ένα δάσος και καλπάζοντας, έπεφταν πάνω στα κλαδιά των δέντρων και τραυματίζονταν σοβαρά.
Ο Θεόδωρος είχε επίσης βαδίσει, με όλο τον στρατό του μέσα στη νύκτα, αλλά με τη βοήθεια ντόπιων οδηγών και απέφυγε παρόμοια ατυχήματα. Οι Βυζαντινοί έφτασαν στο εγκαταλειμμένο βουλγαρικό στρατόπεδο την αυγή και το βρήκαν άδειο. Ο Θεόδωρος τότε συγκάλεσε νέο πολεμικό συμβούλιο, μετά από το οποίο κατέληξε στην απόφαση να καταδιώξει τους Βουλγάρους στην Ανατολική Ρωμυλία, παρά το χιόνι και το κρύο.
Ο Βυζαντινός Στρατός έφτασε στη Βερόη (σημερινή Στάρα Ζαγόρα της Βουλγαρίας), την οποία απελευθέρωσε χωρίς δυσκολία, μιας και η βουλγαρική φρουρά είχε τραπεί σε φυγή. Εκεί βρήκε τρόφιμα και εφόδια για τον στρατό του. Ο Θεόδωρος, με βάση την Βερόη, σκόπευε να συνεχίσει την κίνησή του προς τη Ροδόπη. Όμως ο καιρός απότομα επιδεινώθηκε και άρχισε να χιονίζει ακατάπαυστα. Ο Θεόδωρος περίμενε επί έξι μέρες να κοπάσει η κακοκαιρία, αλλά ο καιρός δεν έδειχνε σημεία βελτίωσης. Έτσι αποφάσισε να επιστρέψει στην Αδριανούπολη, προσωρινά, παίρνοντας μαζί του και τους κατοίκους της Βερόης, για να τους προστατεύσει από νέα βουλγαρική επίθεση.
Φτάνοντας στην Αδριανούπολη, ο Θεόδωρος έστειλε τις επίλεκτες δυνάμεις του προς τη Ροδόπη, με αποστολή την ανακατάληψη όλων των οχυρών της περιοχής που είχαν πέσει στα χέρια των Βουλγάρων. Η αποστολή αυτή εκτελέστηκε με ταχύτητα. Με τη βοήθεια των πολιορκητικών τους μηχανών, οι Βυζαντινοί, κατάλαβαν όσα φρούρια αντιστάθηκαν, αν και τα περισσότερα απλώς εγκαταλείφθηκαν από τις φρουρές τους, στη θέα και μόνο των λιθοβόλων βλητικών μηχανών των Βυζαντινών.
Την ίδια ώρα που συνέβαιναν αυτά, ο αυτοκράτορας, με τον υπόλοιπο στρατό βάδισε κατά των πόλεων που είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι. Σε ελάχιστο χρόνο, χάρη στις βαριές λιθοβόλες μηχανές, που λειτουργούσαν με τη χρήση αντίβαρου (τρεμπουσέ), υποχρέωσε σε παράδοση τις βουλγαρικές φρουρές στην Περιστίτζα, την Στενήμαχο και τον Κρυτζιμό, τις πόλεις φρούρια που φρουρούσαν τη νότια Ροδόπη, δηλαδή.
Απέναντι στην Τζέπαινα όμως ο αυτοκράτορας απέτυχε. Και αυτό γιατί το εν λόγω οχυρό ήταν κτισμένο σε δυσπρόσιτη τοποθεσία και λόγω του χιονιού και του πάγου οι βλητικές μηχανές του Βυζαντινού Στρατού δεν μπορούσαν να ταχθούν σε θέση βολής. Ο αυτοκράτορας πάντως δεν παραιτήθηκε των σχεδίων του και κάλεσε τους στρατηγούς Αλέξιο Στρατηγόπουλο και Κωνσταντίνο Τορνίκη, οι οποίοι βρίσκονταν στις Σέρρες, να σπεύσουν να τον συναντήσουν στην Τζέπαινα. Οι τελευταίοι όμως αιφνιδιάστηκαν από βουλγαρικό απόσπασμα και υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στις Σέρρες, χωρίς πάντως, οι δυνάμεις τους, να έχουν υποστεί σοβαρές απώλειες.
Η μάχη του Κλειδίου
Ακόμα σοβαρότερη όμως απειλή αποτέλεσε για τον Θεόδωρο η βουλγαρική επιχείρηση αντιπερισπασμού, στην περιοχή της Τζουμαγιάς, κατά της μικρής οχυρωμένης πόλης Μελένικο. Εναντίον της πόλης βάδισαν σημαντικές βουλγαρικές δυνάμεις, υπό τον στρατηγό Ντράγκαν (Δραγωτάς κατά τον Γ. Ακροπολίτη – πιθανότατα σερβικής καταγωγής).
Επικεφαλής της μικρής βυζαντινής φρουράς ήταν ο Ιωάννης Νεστόγγος και ο Ιωάννης Άγγελος. Οι Βούλγαροι επιτέθηκαν επανειλημμένα κατά της μικρής πόλης, αλλά αποκρούστηκαν με σοβαρές απώλειες, από τα βέλη και τις πέτρες που έριχναν εναντίον τους οι στρατιώτες και οι κάτοικοι της πόλης που ενίσχυαν την αμυντική προσπάθεια της φρουράς. Ωστόσο οι πολιορκημένοι άρχισαν να στεναχωριούνται από την έλλειψη νερού. Παρόλα αυτά άντεχαν.
Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος, όταν πληροφορήθηκε την βουλγαρική επίθεση στο Μελένικο αποφάσισε να δράσει αμέσως. Συγκέντρωσε τον στρατό του και, αφήνοντας πίσω τα μεταγωγικά, βάδισε, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, σε 12 μέρες, στις Σέρρες. Οι ιππείς είχαν φορτώσει στα άλογά τους τα εφόδια και τα τρόφιμα για όλο τον στρατό. Αφού ξεκούρασε, για μια μέρα, τον στρατό του στις Σέρρες, ο αυτοκράτορας βάδισε προς τη στενωπό του Ρούπελ (βυζαντινό Ρουπέλιο). Οι Βούλγαροι φυσικά είχαν φράξει τη στενωπό με τείχος και είχαν τοποθετήσει εκεί πολυάριθμη φρουρά πεζών, την οποία υποστήριζαν και λίγοι ιππείς.
Ο αυτοκράτορας, όταν έφτασε στη στενωπό, η οποία στο στενότερό τμήμα της είχε πλάτος τριών μέτρων περίπου – λόγω και της κοίτης του ποταμού Στρυμόνα – κατάλαβε ότι μια κατά μέτωπο επίθεση μόνο άσκοπη φθορά θα επέφερε στις δυνάμεις του και τίποτε άλλο. Για αυτό αποφάσισε να ακολουθήσει το παράδειγμα του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου και του στρατηγού του, Νικηφόρου Ουρανού, κατά την περίφημη μάχη του Κλειδίου, το 1014. Η διαφορά ήταν ότι η μάχη του Κλειδίου δόθηκε τον Ιούλιο, ενώ τώρα ήταν Φεβρουάριος και το χιόνι είχε πάχος κοντά στο ένα μέτρο!
Ο Θεόδωρος δεν ήταν από αυτούς που απογοητεύονται εύκολα όμως. Αμέσως κατάλαβε ότι έπρεπε να υπερκεράσει τη βουλγαρική τοποθεσία και οι πλέον κατάλληλοι άνδρες για την αποστολή αυτή ήταν οι ψιλοί του, οι ελαφρά οπλισμένοι πεζοί του, δηλαδή. Έτσι, ενώ ο ίδιος με το ιππικό και το βαρύ πεζικό τάχθηκε ενώπιον του βουλγαρικού οχυρώματος και άρχισε να παρενοχλεί τους Βουλγάρους με βολές τόξων και μικροεπιθέσεις, το ελαφρύ πεζικό, ως λοκατζήδες της εποχής, σκαρφάλωνε τις δασωμένες πλαγιές του όρους Άγκιστρου, εκεί όπου αργότερα θα κατασκευάζονταν το οχυρό Ρούπελ.
Όταν οι ελαφροί πεζοί έφτασαν στις κατάλληλες θέσεις δόθηκε το σύνθημα και ο Βυζαντινός Στρατός εξόρμησε κατά των Βουλγάρων. Οι τελευταίοι, βλέποντας ενώπιον τους, τους Βυζαντινούς, ετοιμάστηκαν να τους αντιμετωπίσουν, μάλλον ευχαριστημένοι από την «ανοησία» των αντιπάλων τους να τους επιτεθούν κατά μέτωπο. Ξαφνικά όμως βέλη και ακόντια άρχισαν αν τους πλήττουν στο αριστερό τους πλευρό.
Έντρομοι τότε, διαπίστωσαν ότι είχαν υπερκερασθεί και τράπηκαν μαζικά σε φυγή. Οι ιππείς τους πρόλαβαν να διαφύγουν. Το πεζικό τους όμως εξουδετερώθηκε, στο σύνολό του. Οι Βούλγαροι ιππείς που διέφυγαν ενώθηκαν με σώμα του Βουλγαρικού Στρατού, το οποίο διοικούσε ο Δραγωτάς, ο οποίος στάλθηκε εκεί για να σταματήσει τη βυζαντινή προέλαση και το οποίο στάθμευε βορειότερα, μεταδίδοντας και σε αυτό τον πανικό.
Οι Βούλγαροι τράπηκαν σε φυγή και μέσα στην ασέληνη νύκτα πολλοί σκοτώθηκαν πέφτοντας σε κρημνούς ή ποδοπατημένοι από τους πανικόβλητους συμπολεμιστές τους. Έτσι πέθανε και ο Δραγωτάς, ο οποίος έπεσε από το άλογό του και ποδοπατήθηκε από τα άλογα των συμπολεμιστών του. Πέθανε, με φριχτούς πόνους, τρεις μέρες αργότερα.
Μετά τη νίκη του ο Θεόδωρος κινήθηκε προς το Μελένικο αναγκάζοντας τους Βούλγαρους πολιορκητές να τραπούν, με τη σειράς τους, σε φυγή. Κατόπιν αυτού ο αυτοκράτορας επέστρεψε αρχικά στη Θεσσαλονίκη και κατόπιν κινήθηκε προς τα Βοδενά (την σημερινή Έδεσσα). Εκεί όμως ο Θεόδωρος αρρώστησε και παρέμεινε, υποχρεωτικά, για μερικές ημέρες. Όταν ανάρρωσε κινήθηκε προς την πόλη Πρίλαπο, την οποία κατέστησε βάση επιχειρήσεων στη δυτική Μακεδονία. Όταν έφτασαν και οι πολιορκητικές του μηχανές, ο αυτοκράτορας βάδισε με τον στρατό του προς το Βελεσό (σημερινό Βέλες του κρατιδίου των Σκοπίων, πρώην Τίτο Βέλες).
Ο Θεόδωρος έφτασε ενώπιον της πόλης και ετοιμάστηκε να την πολιορκήσει. Ωστόσο η βουλγαρική φρουρά, στη θέα των πολιορκητικών του μηχανών παρέλυσε και παραδόθηκε με συνθήκη. Περίπου 500 Βούλγαροι αφέθηκαν να φύγουν ελεύθεροι. Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας στράφηκε ανατολικά και έφτασε στην Στρώμνιτσα (αρχαία ελληνική πόλη Αστραίον) των σημερινών Σκοπίων και από εκεί βάδισε προς το Μελένικο και επέστρεψε στις Σέρρες.
Με τον τρόπο αυτό ο Θεόδωρος απελευθέρωσε όλα σχεδόν τα εδάφη που είχαν κυριεύσει οι Βούλγαροι, με εξαίρεση την Τζέπαινα και το μικρό φρούριο Πάτμο, στη Ροδόπη – το τελευταίο κυριεύτηκε τελικά από τον στρατηγό Αλέξιο Φιλανθρωπινό.
Τα στοιχεία της φύσης νικούν τον Θεόδωρο
Από τις Σέρρες ο Θεόδωρος πληροφορήθηκε ότι οι Μογγόλοι έκαναν επιδρομές στη Μικρά Ασία, κατανικώντας τους Σελτζούκους Τούρκους. Φοβούμενος για την ασφάλεια των ανατολικών του συνόρων ο αυτοκράτορας στράφηκε ανατολικά. Στο μεταξύ είχε έρθει το καλοκαίρι. Ο Θεόδωρος τελικά στρατοπέδευσε αρχικά στο Διδυμότειχο και κατόπιν στην Αδριανούπολη, περιμένοντας τις εξελίξεις.
Ο μογγολικός κίνδυνος τον κράτησε καρφωμένο στην Αδριανούπολη όλο το καλοκαίρι. Τελικά στις αρχές του φθινοπώρου του 1255, πληροφορήθηκε ότι οι Μογγόλοι είχαν αποχωρήσει και αποφάσισε να βαδίσει προς την Τζέπαινα με σκοπό να ανακαταλάβει το τελευταίο βουλγαροκρατούμενο οχυρό, νότια του Έβρου.
Η Τζέπαινα ήταν κτισμένη στις βορειοδυτικές απολήξεις της Ροδόπης, κοντά στις πηγές του ποταμού Έβρου, εκεί που η Ροδόπη συναντά την οροσειρά του Αίμου, νοτιοανατολικά της Σόφιας. Το έδαφος είναι ορεινό, τραχύ, δύσκολο για ανθρώπους και άλογα. Το σημείο όμως είναι στρατηγικής σημασίας, καθώς το οχυρό ήλεγχε τις διαβάσεις από Βορρά προς Νότο και αντίστροφα.
Αν και είχε σχεδόν τελειώσει το φθινόπωρο και ερχόταν ξανά ο χειμώνας, ο αυτοκράτορας κίνησε με τον στρατό του προς την Τζέπαινα. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης αναφέρει ότι ο Θεόδωρος είχε ενισχύσει τον στρατό του με πολλούς πεζούς τοξότες – γεγονός λογικό, εφόσον αναλάμβανε πολιορκητική επιχείρηση – και κορυνοφόρους, χωρίς να διευκρινίζει αν ήταν πεζοί ή ιππείς. Γιατί οι Βυζαντινοί ιππείς έφεραν, ως δευτερεύων όπλο και κορύνη, τον λεγόμενο κεφαλοθραύστη. Βυζαντινοί πεζοί όμως οπλισμένοι, αποκλειστικά ή κύρια, όπως προδιαθέτει η ονομασία τους, με το όπλο αυτό, δεν υπήρξαν ποτέ.
Ο Βυζαντινός Στρατός, αφού διάνυσε τέσσερις σταθμούς πορείας έφτασε σε μια ακατοίκητη περιοχή που ονομαζόταν Μικρολιβάδα. Εκεί όμως ο καιρός επιδεινώθηκε. Την ίδια νύκτα ξέσπασε φοβερή καταιγίδα και όταν ξημέρωσε ολόκληρο το υψίπεδο ήταν καλυμμένο από χιόνι.
Ενώπιον αυτών των συνθηκών ο Θεόδωρος κάλεσε τους στρατηγούς του για να ακούσει τη γνώμη τους. Οι περισσότεροι πρότειναν ως ενδεδειγμένη λύση την υποχώρηση στην Ανδριανούπολη. Αντίθετα ο αυτοκράτορας αποφάσισε να βαδίσει ο στρατός προς τη Στενήμαχο, όπου θα έβρισκαν τα αναγκαία και θα μπορούσαν να προστατευτούν από τις άσχημες καιρικές συνθήκες, χωρίς να δώσουν στους εχθρούς την ηθική, έστω, ικανοποίηση ότι υποχωρούσαν.
Έτσι και έγινε. Ο στρατός αφίχθη στη Στενήμαχο, όπου ανεφοδιάστηκε και αναπαύτηκε και αμέσως μετά κίνησε για την Τζέπαινα. Ο Θεόδωρος έστειλε ένα αλάγιο, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Μαργαρίτη, να αναγνωρίσει το έδαφος. Ο Μαργαρίτης, επιστρέφοντας, ανέφερε ότι το έδαφος ήταν βατό και μπορούσε με ευκολία ο στρατός να το διασχίσει. Μόνο έτσι δεν ήταν όμως. Το ίδιο βράδυ, το χιόνι πάγωσε και την επομένη που ο στρατός κίνησε ξανά υπέφερε τα πάνδεινα για να ανέβει στις βουνοπλαγιές που βρίσκονταν απέναντι από το οχυρό.
Ήταν εμφανές, ότι υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορούσε να νοηθεί καν η οποιαδήποτε προσβολή του οχυρού. Έτσι ο αυτοκράτορας αποφάσισε να επιστρέψει στην Αδριανούπολη. Από εκεί πήγε στο Διδυμότειχο, όπου άφησε φρουρά με επικεφαλής τους Μανουήλ Λάσκαρη και Κωνσταντίνο Μαργαρίτη και πέρασε στη Λάμψακο για να διαχειμάσει εκεί με τον στρατό του. Στους δε Λάσκαρη και Μαργαρίτη έδωσε σαφείς εντολές να μη εμπλακούν σε μάχη με τον εχθρό, παρά μόνο αν οι αντίπαλοι ήταν λίγοι αριθμητικά.
Η εαρινή κεραυνοβόλος εκστρατεία
Όταν έφτασε η άνοιξη του 1256 ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή να συγκεντρωθούν όσοι στην υπηρεσία του ήταν ικανοί να φέρουν όπλα, στρατολογώντας ακόμα και τους κυνηγούς του, συγκέντρωσε μια επιβλητική στρατιά, την ισχυρότερη που είχε παρατάξει η Αυτοκρατορία από τη εποχή των Κομνηνών. Κατόπιν πέρασε ξανά στην Ευρώπη και βάδισε προς το Διδυμότειχο με σκοπό να ενωθεί με τις δυνάμεις των Λάσκαρη και Μαργαρίτη.
Στο μεταξύ όμως ο Βούλγαρος τσάρος είχε αποστείλει στη Μακεδονία και Θράκη 4.000 ελαφρούς ιππείς του, με σκοπό τη λεηλασία. Ο Λάσκαρης και ο Μαργαρίτης, παρακούοντας της αυτοκρατορικές εντολές τους επιτέθηκαν, αλλά ηττήθηκαν κατά κράτος. Ο Λάσκαρης γλίτωσε μόνο χάρη στην ταχύτητα του αλόγου του. Ο Μαργαρίτης αιχμαλωτίσθηκε και πολλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν, άδικα.
Ο Θεόδωρος έμαθε τι είχε συμβεί και βάδισε με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα – καλύπτοντας απόσταση 70 χλμ. σε μια μόλις ημέρα – κατά των αντιπάλων, διασκορπίζοντάς τους. Οι ηττημένοι Βούλγαροι, τρομοκρατημένοι, ανέφεραν στον τσάρο τους ότι ο Βυζαντινός Στρατός ήταν τεράστιος σε αριθμό και δεν ήταν δυνατόν αν τον νικήσει.
Ο Μιχαήλ Ασάν τρομοκρατήθηκε. Άλλωστε και στη χειμερινή εκστρατεία του Θεοδώρου δεν είχε αντιδράσει, ως όφειλε, προφανώς υπολογίζοντας ότι αδυνατούσε να αντιμετωπίσει τον Βυζαντινό Στρατό.
Αντιμετωπίζοντας και εσωτερικά έριδες – οι οποίες άλλωστε οδήγησαν, λίγο αργότερα στη δολοφονία του – ο Μιχαήλ ζήτησε τη συνδρομή του πενθερού του, του Ρώσου πρίγκιπα Ροστισλάφ (ο Ούρος των Βυζαντινών) για να επιτύχει την σύναψη συνθήκης ειρήνης με τους Έλληνες. Παράλληλα έστειλε πρέσβεις στον αυτοκράτορα Θεόδωρο, ενημερώνοντάς τον για τις προθέσεις του.
Ο Ρώσος πρίγκιπας πράγματι δέχτηκε τον ρόλο του μεσολαβητή και πήγε να συναντήσει τον Θεόδωρο. Ο Θεόδωρος δεν επέβαλε βαρείς όρους τους ηττημένους Βουλγάρους, επιδιώκοντας τη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή της Βαλκανικής, καθώς είχε να ανησυχεί και για τα ανατολικά του σύνορα. Έτσι ορίστηκε ότι σύνορο των δύο κρατών θα ήταν και πάλι ο ποταμός Έβρος, στη Ρωμυλία. Επίσης η Τζέπαινα θα περνούσε πάλι στο έλεγχο των Βυζαντινών.
Ο Βούλγαρος τσάρος δέχτηκε, με ανακούφιση τους όρους και η συμφωνία υπεγράφη το καλοκαίρι του 1256.
Πηγή: history-point.gr