Οι Ρώσοι υπήρξαν αντίπαλοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά τον 9o, 10ο και 11ο αιώνα. Μια από τις ισχυρότερες ρωσικές επιθέσεις κατά της Αυτοκρατορίας σημειώθηκε από τον Ίγκορ, τον γιο του ιδρυτή του ρωσικού κράτους Ρούρικ.
Ο Ίγκορ θεωρείται μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα και οι ιστορικές πληροφορίες για αυτόν είναι συγκεχυμένες. Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς η επίθεση του Ίγκορ κατά της Αυτοκρατορίας το 941 μ.Χ. ήταν η πρώτη μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση για τον Ρώσο ηγεμόνα, ο οποίος ανέλαβε προσωπικά τον θρόνο το ίδιο αυτό έτος (941).
Άλλες πηγές αναφέρουν ότι ο Ίγκορ κυβερνούσε από το 912 μ.Χ. Αξίζει να σημειωθεί ότι γιος του Ίγκορ, Σβιατοσλάβος, εξαπέλυσε τον σκληρότερο πόλεμο των Ρώσων κατά των Βυζαντινών, χάνοντας όμως την μάχη του Δορύστολου από τον Ιωάννη Τσιμισκή.
Ο Ίγκορ συγκέντρωσε μια ισχυρή δύναμη Ρώσων, άλλων Σλάβων αλλά και Πετσενέγκων υποτελών του. Ο στρατός του υπολογίζεται σε τουλάχιστον 40.000 πολεμιστές. Άλλες πηγές κάνουν λόγο για περισσότερους. Επίσης συγκέντρωσε έναν στόλο 1.000 σκαφών – τα λεγόμενα μονόξυλα – για να μεταφέρει τους άνδρες του. Τα σκάφη αυτά δεν μπορούσαν να σταθούν έναντι των βυζαντινών πολεμικών, αλλά όταν εμφανίστηκαν οι Ρώσοι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε τις δυνάμεις της δεσμευμένες έναντι των Αράβων και η πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη ήταν σχεδόν αφρούρητη.
Ο Ρώσος αρχηγός πρέπει να είχε σχετικές πληροφορίες και για αυτό εξαπέλυσε την επίθεσή του στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Ο ρωσικός στόλος πέρασε τα στενά του Βοσπόρου και τελικά αποβίβασε τον στρατό στην Βιθυνία την οποία και λεηλάτησαν αγρίως. Οι Ρώσοι και τότε και αργότερα στην Θράκη διέπραξαν τρομακτικές βαρβαρότητες. Σύμφωνα με ρωσικό χρονικό (Πρώτο Σλαβικό Χρονικό) οι Ρώσοι χρησιμοποιούσαν Βυζαντινούς αιχμαλώτους και αμάχους ως στόχους για σκοποβολή, άλλους τους κάρφωναν καρφιά στα κεφάλια και άλλους τους σταύρωναν.
Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Λεκαοπηνός είχε ελάχιστες δυνάμεις να αντιπαρατάξει. Στην Πόλη διέθετε μόλις 15 παροπλισμένα πλοία τα οποία όμως επισκευάστηκαν και εξοπλίστηκαν με σίφωνες και μάγγανα Υγρού Πυρός. Οι Ρώσοι βλέποντας το ολιγάριθμο των βυζαντινών σκαφών επιτέθηκαν μαζικά εναντίον τους χωρίς να γνωρίζουν ότι ήταν πυρφόρα.
Σύμφωνα με τον Λατίνο χρονικογράφο Λιουτπράνδο της Κρεμόνα το Υγρό Πυρ άρχισε να κάνει θραύση μεταξύ των Ρώσων που είτε καίγονταν, είτε τρομοκρατημένοι εγκατέλειπαν τα πλοία τους και πηδούσαν στην θάλασσα όπου πολλοί, λόγω του βάρους της θωράκισής τους, πνίγονταν, ενώ άλλοι αιχμαλωτίσθηκαν. Οι Βυζαντινοί εξοργισμένοι από τις ρωσικές φρικαλεότητες αποκεφάλισαν όλους τους Ρώσους αιχμαλώτους.
Οι Ρώσοι έχασαν πολλά σκάφη, αλλά είχαν ακόμα πολύ περισσότερα. Η πρώτη αυτή νίκη των Βυζαντινών ο είχε ως αποτέλεσμα να κερδηθεί πολύτιμος χρόνος για την αυτοκρατορία. Στο μεταξύ όμως ο αυτοκράτορας είχε ειδοποιήσει τους στρατηγούς του Ιωάννη Κουρκούα και Βάρδα Φωκά να σπεύσουν προς σωτηρία της Πόλης. Οι δύο στρατηγοί έφτασαν τον Σεπτέμβριο του 941 μ.Χ. Οι Ρώσοι ενώπιον του Βυζαντινού στρατού πέρασαν στην Θράκη όπου και πάλι προέβησαν σε λεηλασίες και ακρότητες.
Τελικά βλέποντας ότι δεν μπορεί να νικήσει ο Ίγκορ αποφάσισε να αποχωρήσει με τον φορτωμένο με λάφυρα στρατό του. Πλέον όμως τα δεδομένα είχαν αλλάξει. Το βυζαντινό ναυτικό, υπό τον Θεοφάνη, είχε ενισχυθεί και έτσι ενισχυμένο επιτέθηκε στα ρωσικά πλοία τα οποία κυριολεκτικά αφάνισε. Ελάχιστα γλίτωσαν και μέσα σε αυτά ήταν και ο Ίγκορ. Οι καταστροφή εξόργισε τον Ίγκορ ο οποίος επανήλθε το 945 κατά της Πόλης, αλλά χωρίς αποτέλεσμα πέραν της υπογραφής εμπορικής συμφωνίας.
Το τέλος του Ίγκορ, το 945 μ.Χ. ήταν πραγματικά φρικτό. Σύμφωνα με το Χρονικό του Λέοντος Διακόνου ο Ίγκορ επέδραμε κατά σλαβικής φυλής αλλά αιχμαλωτίσθηκε, δέθηκε σε δύο λυγισμένα δέντρα και διαμελίστηκε όταν τα δέντρα αφέθηκαν.
Πηγή: history-point.gr