ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΛΟΓΟΥ
ΣΤΗΒΕΝ ΡΑΝΣΙΜΑΝ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
(Άπο http://www.i-m-patron.gr )
Ό διαπρεπής Βυζαντινολόγος Sir Steven Runciman γεννήθηκε στίς 7 Ιουλίου 1903. Ἦταν έγγονός τού μεγαλοεφοπλιστή Σέρ Γουόλτερ Ράνσιμαν (1847-1937) καί γιός τού πολιτικού Σέρ Γουόλτερ. Σπούδασε στό Eton καί στό Trinity College τού Cambridge, όπου μαθήτευσε κοντά στόν διάσημο καθηγητή της Νεότερης Ιστορίας καί βυζαντινολόγο Τζόν Μπάγκνελ Μπιούρι. Στό πανεπιστήμιο αύτό δίδαξε άπό τό 1927 εως τό 1938 καί παρέμεινε έπίτιμος έταῖρος τού εως τόν θάνατό του. Δίδαξε έπίσης σέ πολλά Πανεπιστήμια της Εύρώπης καί της Άμερικης καί στό Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης άπό τό 1942 εως τό 1945, όπου δίδαξε Βυζαντινή 'Ιστορία καί Τέχνη. Υπηρέτησε σέ άρκετές διπλωματικές θέσεις (Ακόλουθός της Βρετανικης πρεσβείας στήν Σόφια καί τό Κάιρο) καί χρημάτισε άντιπρόσωπος τού Βρετανικού Συμβουλίου στήν Ελλάδα άπό τό 1945 εως τό 1947. Ἦταν μέλος της Βρετανικης Ακαδημίας Άθηνών, καί έχει τιμηθεί μέ πολυάριθμα πανεπιστημιακά διπλώματα. Μέ τό περάσμά του άπό τήν Ελλάδα τού δόθηκε ή εύκαιρία νά γνωρίσει μεταξύ πολλών άλλων τόν Γιώργο Σεφέρη, τόν Αγγελο Σικελιανό καί τόν Δημήτρη Χόρν.
Ό πολυγραφότατος ιστορικός έγραψε πολλά έργα πού έγιναν γρήγορα γνωστά τόσο σέ άκαδημαϊκό έπίπεδο, όσο καί στό εύρύ άναγνωστικό κοινό. Τά πρώτα του έργα είναι: Ό Αύτοκράτωρ Ρωμανός Λεκαπηνός καί ή βασιλεία τού (1929), μελέτη γιά τό Βυζάντιο τού 10ου αιώνα, Τό πρώτο Βουλγαρικό κράτος (1930) καί ό Βυζαντινός Πολιτισμός (1933), τό όποῖο συνέγραψε όταν ήταν λέκτορας στό Πανεπιστήμιο τού Cambridge. Ό Μεσαιωνικός Μανιχαϊ- σμός είναι μία μελέτη γιά τίς δυαλιστικές αιρέσεις κατά τούς μέσους αιώνες. Βασικότατο έργο τού έπίσης είναι ή τρίτομη Ιστορία τών Σταυροφοριών (1951-1954) μέ συμπλήρωμα τόν Σικελικό 'Εσπερινό, μιά λεπτομερη ιστορία τών μεσογειακών χωρών καί πολιτισμών έκείνης της έποχης καί της συγκρού- σεώς των τότε πολιτικών καί έθνικών συμφερόντων. Αλλα έξίσου σημαντικά έργα τού είναι: Ή Αλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1965), Ή Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία έν αιχμαλωσία (1968), Ή τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση (1970), Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες καί τό κοσμικό κράτος (1972), Βυζαντινός ρυθμός καί Πολιτισμός (1975), Ή Βυζαντινή Θεοκρατία (1977). Άρκετά άπό αύτά έχουν μεταφραστεί καί στήν έλληνική γλώσσα. Ό σέρ Στηβεν Ράνσιμαν άνέσυρε μέ τίς μελέτες του καί τό έργο τού τόν βυζαντινό πολιτισμό άπό τήν έ- πιστημονική άδιαφορία καί τόν έρευνητικό παραμερισμό. Μέ τό έργο τού Ίστο- ρία τών Σταυροφοριών άλλαξε ούσιαστικά τήν άντίληψη της Δύσης γιά τίς Σταυροφορίες. Ή έφημερίδα The Times γιά τήν προσφορά τού μεγάλου έπι- στήμονα στό συγκεκριμένο θέμα έγραψε: "Χαρτογραφώντας τήν μεσαιωνική φάση τού άτέρμονου χάσματος μεταξύ Άνατολης καί Δύσης στήν Μέση Άνα- τολή ό Ράνσιμαν σαφώς έκλινε πρός τήν πλευρά τού Βυζαντίου έναντί της μισαλλοδοξίας καί τού πλιάτσικου στό όποῖο έπιδιδόταν ή Δύση".
Ή χώρα μας τόν τίμησε μέ τό χρυσό μετάλλιο της πόλης τών Άθηνών (1990) καί μέ τό βραβείο Ωνάση (1997).
Ό Σέρ Στηβεν Ράνσιμαν άπεβίωσε τίς ώρες πού σελιδοποιούσαμε τήν συνέντευξή του, στίς 10 Νοεμβρίου 2000
"Σέρ Στηβεν Ράνσιμαν:
Χρειαζόμαστε τήν πνευματική μετριοφροσύνη",
6/11/2000,
Έπιμέλεια-Έπιλογή άποσπασμάτων: Λαμπρινη Χ. Θωμά Flash.gr
Ή συνέντευξη πού άκολουθεῖ δόθηκε άπό τό σέρ Στηβεν Ράνσιμαν, στό Έλσισιλντς της Σκωτίας, στόν πατρογονικό πύργο του, τόν Ό- κτώβρη τοϋ 1994, γιά λογαριασμό της ΕΤ3, στίς δημοσιογράφους Χρύσα Άράπογλου καί Λαμπρινή Χ. Θωμά. Γιά τεχνικούς λόγους, δέν «βγηκε» ποτέ στόν άέρα. Καί οι δύο δημοσιογράφοι θεωροϋν τήν συνέντευξη αύ- τή άπό τις πιό σημαντικές της καριέρας τους, μιά και άνήκει στό είδος των «συζητήσεων» πού σέ διαμορφώνουν καί δέν ξεχνάς ποτέ. Θεω- ροϋν οτι πρέπει νά δει τό φως της δημοσιότητας, έστω καί μέ μιά τόσο θλιβερή άφορμή, οπως ό θάνατος τοϋ μεγάλου φιλέλληνα. Ο Flash.gr δημοσίευσε γιά πρώτη φορά, άδημοσίευτα άποσπάσματα άπό τήν συνέντευξη αύτη και εμείς τα μεταφέρουμε μέσω της «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ».
Πιστεύω πώς κάθε γεγονός της ιστορίας, άν άρχίσεις νά τό μελετάς σέ βάθος, μπορεί νά γίνει συναρπαστικό. Τό δέ Βυζάντιο τό βρίσκω έξαιρετικά συναρπαστικό, γιατί ήταν ένας αύθύπαρκτος πολιτισμός. Γιά νά μελετήσεις τό Βυζάντιο, πρέπει νά μελετήσεις τήν τέχνη, νά μελετήσεις τή θρησκεία, νά μελετήσεις έναν ολόκληρο τρόπο ζωης, πού είναι πολύ διαφορετικός άπό τό σημερινό.
Καλύτερος η χειρότερος;
Κοιτάξτε... Δέν είμαι σίγουρος άν θά μοῦ άρεσε νά ζήσω στούς βυζαντινούς χρόνους. Δέ θά μοῦ άρεσε, λόγου χάριν, νά άφήσω γένια. Ωστόσο, στό Βυζάντιο είχαν έναν τρόπο ζωης πού ήταν καλύτερα δομημένος. Άλλωστε, όταν έχεις έντονο θρησκευτικό συναίσθημα, ή ζωή σου «μορφοποιεί» κι είναι πολύ πιό ικανοποιητική άπό τή σημερινή, όπου κανείς δέν πιστεύει σέ τίποτε άρκετά.
Άρα ήταν μία θρησκευτική Πολιτεία;
Ἦταν ένας πολιτισμός, στόν οποῖο ή θρησκεία άποτελοῦσε μέρος της ζωῆς.
Καί στούς έντεκα αύτούς αιώνες;
Νομίζω ότι ό κόσμος μιλά γιά τό Βυζάντιο λές κι παρέμεινε τό ίδιο, ένας πολιτισμός άμετάβλητος κατά τήν διάρκεια όλων αύτών τών αιώνων. Είχε άλλάξει πολύ άπό τήν άρχή ώς τό τέλος του, άν καί κάποια συγκεκριμένα βασικά στοιχεία κράτησαν σέ όλη τή διάρκειά του -όπως τό θρησκευτικό αίσθημα. Μπορεί νά διαφωνούσαν γιά θρησκευτικά ζητήματα άλλά πίστευαν όλοι, κι αύτό τό αίσθημα είναι μόνιμο. Ό σεβασμός, ή έκτίμηση στίς τέχνες, ώς έκείνες πού εύχαριστούν τό Θεό, κι αύτά διατηρήθηκαν. Κι έτσι, παρ' ότι οι μόδες άλλαζαν, ή οικονομική κατάσταση άλλαζε, οι πολιτικές καταστάσεις άλλαζαν, ύπηρχε μιά άκεραιότητα, πολύ ένδιαφέρουσα μέσα στό σύνολο.
Μιλάμε γιά θρησκεία κι ήθική. Τό Βυζάντιο πολλοί το θεωρούν μία περίοδο πολέμων, δολοφονιών, δολοπλοκιών, «βυζαντινισμών» πού ούδεμία σχέση είχε μέ τήν ήθική.
Γίνονταν καί τότε πολλοί φόνοι, άλλά δέν ύπάρχει περίοδος της ιστορία πού αύτοί νά λείπουν. Κάποτε έδινα μιά διάλεξη στίς Η.Π.Α., καί στό άκροατήριό μου ήταν κι ή κόρη τού προέδρου Τζόνσον, πού μελετούσε τό Βυζάντιο. τΗρθε στή διάλεξη μέ δύο σωματοφύλακες, δύο σκληρούς κυρίους πού τήν προσε- χαν. Μού έξήγησε ότι άγαπούν τή βυζαντινή ιστορία, γιατί είναι γεμάτη φόνους, καί φαντάζει σάν σχολικό μάθημα (homework). Είχα τό τάκτ νά μή της πώ ότι, ώς τότε, τό ποσοστό τών άμερικανών προέδρων πού είχαν δολοφονηθεί ήταν πολύ μεγαλύτερο -σέ σχέση μέ τά χρόνια ύπαρξής των Η.Π.Α.- ά- πό τό ποσοστό τών δολοφονημένων βυζαντινών αύτοκρατόρων στή διάρκεια της αύτοκρατορίας. Οι άνθρωποι συνεχίζουν νά δολοφονούν.Άνοίξτε τά μάτια σας!
Γράφετε στό «Βυζαντινό πολιτισμό» ότι δέν ύπηρχε θανατική ποινή στό Βυζάντιο.
Όντως, δέν σκότωναν. Καί ή μεγάλη διαφορά φαίνεται στούς πρώτους χρόνους. Όταν ή Ρωμαϊκή Αύτοκρατορία έγινε χριστιανική, μία άπό τίς βασικότερες άλλαγές ήταν νά σταματήσουν οι μονομαχίες, νά μή πετούν πιά άνθρώ- πους στά λιοντάρια, κι όλα τα σχετικά. Ή αύτοκρατορία έγινε πολύ πιό άνθρω- πιστική. Καί πάντα, άπέφευγαν όσο μπορούσαν τή θανατική ποινή. Κατά καιρούς, κάποιοι αύτοκράτορες κατέφευγαν σέ αύτή, άλλά οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν ώς έσχάτη τιμωρία, μιά μέθοδο πού σήμερα μας φαίνεται άπο- τρόπαια: τόν άκρωτηριασμό κάποιας μορφης. Άλλά μου φαίνεται, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θά προτιμούσαν νά τούς κόψουν π.χ. ένα χέρι, παρά νά τούς θανατώσουν.
Υπάρχει έδώ καί καιρό ένας διάλογος άνοικτός στήν Ελλάδα. Υπάρχουν σύγχρονοι Έλληνες διανοούμενοι πού ύποστηρίζουν ότι τό Βυζάντιο δέν άξίζει νά μελετηθεί ιδιαίτερα, ότι δέ δημιούργησε τίποτε, ότι είχε σχολιαστές τών γραφών κι όχι διανοούμενους. Μέ μιά φράση «δέν ήταν καί τίποτε άξιομνημόνευτο».
Νομίζω ότι αύτοί οι Έλληνες είναι πολύ άδικοι μέ τούς βυζαντινούς τους προγόνους. Δέν ήταν μιά κοινωνία χωρίς διανοούμενους -άρκεί νά δείς τή δουλειά