Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΝΕΩΝ ΚΡΑΤΩΝ
Η Δ’ σταυροφορία που τέλειωσε με την κατάληψη και τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, οδήγησε στην αποσύνθεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και το σχηματισμό (στα εδάφη της) ενός μεγάλου αριθμού κρατών, φράγκικων και ελληνικών, από τα οποία τα πρώτα οργανώθηκαν με βάση τον φεουδαρχισμό της Δ. Ευρώπης. Οι Φράγκοι δημιούργησαν τα εξής κράτη: τη Λατινική Αυτοκρατορία (ή Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης), το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το πριγκιπάτο της Αχαΐας στον Μορέα και το Δουκάτο των Αθηνών και των Θηβών στη Κεντρική Ελλάδα. Η κυριαρχία της Βενετίας εκτεινόταν στα νησιά του Βυζαντίου, του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους, στην Κρήτη και σε μερικά παραλιακά ή μεσόγεια μέρη. Παράλληλα με τις λατινικές φεουδαλικές κτήσεις που δημιουργήθηκαν στην περιοχή της ανατολικής αυτοκρατορίας, που είχε αποσυντεθεί, ιδρύθηκαν και τρία ανεξάρτητα ελληνικά κέντρα: η Αυτοκρατορία της Νίκαιας και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, στη Μικρά Ασία και το Δεσποτάτο της Ηπείρου, στη βόρεια Ελλάδα. Ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος έγινε αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης και κύριος του μεγαλύτερου μέρους της Θράκης, ο Βονιφάτιος Μομφερατικός έγινε βασιλιάς της Θεσσαλονίκης, εξουσιάζοντας τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, ο Γουλιέλμος Σαμπλίτ (Champlitte) και μετά από αυτόν ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος έγιναν πρίγκιπες του Μορέως [1] και ο Όθων de la Roche απέκτησε τον τίτλο του Δούκα ή (όπως τον ονόμαζαν οι Έλληνες) του «Μεγάλου Κυρίου» των Αθηνών και των Θηβών. Στα τρία ελληνικά κράτη βασίλεψαν οι εξής πρίγκιπες: ο Θεόδωρος Α’ Λάσκαρης στη Νίκαια, ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός στην Τραπεζούντα και ο Μιχαήλ Α’ Άγγελος στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. [2]
Επιπλέον, τα δύο γειτονικά κράτη, η Β’ Βουλγαρική Αυτοκρατορία με τις ενέργειες των βασιλέων της Καλογιάννη και Ιωάννη Ασάν Β’ και το Σουλτανάτο του Ικονίου, στη Μικρά Ασία, έλαβαν ενεργό μέρος στην πολύπλοκη διεθνή ζωή που διαμορφώθηκε, μετά το 1204, πάνω στα ερείπια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό αφορά ιδιαίτερα τη Βουλγαρία.
Όλος ο 13ος αιώνας υπήρξε πλήρης από συνεχείς και ποικίλους διαπληκτισμούς και αγώνες αυτών των κρατών. Οι Έλληνες αγωνίζονταν κατά των Φράγκων, των Τούρκων και των Βουλγάρων, αλλά και κατά των Ελλήνων, δημιουργώντας νέες αιτίες διαφωνιών μέσα σε μια χώρα της οποίας η οργάνωση είχε ήδη διασπαστεί αρκετά. Οι Φράγκοι πάλι πολεμούσαν κατά των Βουλγάρων και όλες αυτές οι στρατιωτικές περιπλοκές οδηγούσαν στον σχηματισμό ποικίλων και, ως επί το πλείστον, πρόσκαιρων διεθνών συμμαχιών που εύκολα δημιουργούνταν και εύκολα διαλύονταν.
Μετά την καταστροφή του 1204 το πρόβλημα του πού θα ετίθετο το πολιτικό, οικονομικό, εθνικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο, καθώς και πού θα δημιουργείτο και θα ενισχυόταν η ιδέα της ενότητας και της τάξης, ήταν εξαιρετικά σημαντικό. Τα φεουδαλικά κράτη που ιδρύθηκαν στην Ανατολή, με βάση δυτικά πρότυπα και η γενική κατάσταση, που σαν κύρια χαρακτηριστικά της παρουσίαζε την εξυπηρέτηση των ατομικών συμφερόντων και την αναρχία, οδήγησε σε μεγαλύτερη ανωμαλία, με δεδομένο μάλιστα ότι τα νέα κράτη δεν μπορούσαν καν να κατευθύνουν κατάλληλα εκείνο που κληρονόμησαν μετά την Δ’ Σταυροφορία. Όπως γράφει ένας ιστορικός, όλες αυτές οι ενέργειες της Δύσης στην Ανατολή δεν απέδωσαν δημιουργικά αλλά καταστρεπτικά και συνεπώς οι Δυτικοί καταστράφηκαν μόνοι τους, ενώ η Ανατολή έμεινε κύρια της Ανατολής. [3]
ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΑΣΚΑΡΙΔΕΣ
Στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας σχηματίστηκε και ενισχύθηκε η ιδέα της ελληνικής εθνικής ενότητας και της ανασυγκρότησης του Βυζαντινού κράτους. Από αυτήν την αυτοκρατορία προήλθε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ο οποίος το 1261 κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη αποκαθιστώντας, αν και σε μικρότερη από την παλιά της έκταση, τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Για ένα διάστημα μπορούσε να γίνει πιστευτό ότι η υπόθεση της αποκατάστασης της αυτοκρατορίας ήταν δυνατόν να αναληφθεί από ένα άλλο ελληνικό κέντρο, το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Για πολλούς όμως λόγους, οι δεσπότες της Ηπείρου αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στην αυξανόμενη σπουδαιότητα της Νίκαιας και να αφήσουν τον ηγετικό ρόλο στα χέρια της χριστιανικής Ανατολής. Το τρίτο ελληνικό κέντρο, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, βρισκόταν πολύ μακριά και δεν μπορούσε να παίξει ηγετικό ρόλο στην υπόθεση της ενότητας των Ελλήνων. Η ιστορία της Τραπεζούντας, συνεπώς, αποτελεί θέμα ξεχωριστού ενδιαφέροντος με μια δική της πολιτική, πολιτιστική και οικονομική εξέλιξη και αξίζει να μελετηθεί και να ερευνηθεί ιδιαίτερα.
Ιδρυτής της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας («μιας εξόριστης αυτοκρατορίας») υπήρξε ο Θεόδωρος Λάσκαρης, 30 ετών περίπου, συγγενής του οίκου των Αγγέλων, μέσω της συζύγου του Άννας, κόρης του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’, και του οίκου των Κομνηνών μέσω του Αλέξιου Γ’. Η καταγωγή της οικογένειας και το όνομα της πόλης όπου γεννήθηκε ο Θεόδωρος δεν είναι γνωστά. Υπό τον Αλέξιο Γ’ ηγείτο του στρατού και πολέμησε δραστήρια κατά των Σταυροφόρων. [4] Πολύ πιθανόν θεωρείτο από τον κλήρο της Κωνσταντινούπολης ως πιθανός αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Τη στιγμή όμως που καταλαμβανόταν η πρωτεύουσα, διέφυγε στη Μικρά Ασία, όπου κατέφυγαν και πολλοί εκπρόσωποι των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών του Βυζαντίου, μερικά εκλεκτά μέλη της εκκλησίας, καθώς και άλλοι πρόσφυγες που δεν ήθελαν να υποταχθούν στον ξένο κατακτητή. Ο τελευταίος Έλληνας Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Ιωάννης Καματηρός εγκατέλειψε την πρωτεύουσα, πήγε στη Βουλγαρία και αρνήθηκε να αποδεχθεί την πρόσκληση του Θεόδωρου να πάει στη Νίκαια. Ο Μητροπολίτης της Αθήνας Μιχαήλ Ακομινάτος, που είχε αποσυρθεί πριν από την εισβολή των Λατίνων, έγραψε ένα γράμμα με το οποίο συνιστούσε στον Θεόδωρο Λάσκαρη κάποιον από την Εύβοια. Στο γράμμα αυτό ο Μιχαήλ αναφέρει ότι ο άνθρωπος τον οποίο συνιστά διέφυγε κρυφά στη Νίκαια, προτιμώντας τη ζωή ενός εξόριστου, στο παλάτι ενός ελληνικού κράτους, από την παραμονή στη χώρα του, κάτω από την πίεση των ξένων. Στο ίδιο γράμμα ο Μιχαήλ τονίζει το γεγονός ότι, αν ο άνθρωπος αυτός βρει καταφύγιο στη Νίκαια, το γεγονός αυτό θα κάνει μεγάλη εντύπωση σ’ όλο τον πληθυσμό της Ελλάδας που θα έβλεπε τον Θεόδωρο σαν τον μοναδικό ελευθερωτή, έναν ελευθερωτή, δηλαδή, όλως της Ρωμανίας. [5]
Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Λάσκαρη, που βασίλεψε από το 1204 μέχρι το 1222, ανέβηκε στο θρόνο ο σύζυγος της κόρης του Ειρήνης, Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης (1222-1254), [6] που είναι ο πιο ικανός και δραστήριος αυτοκράτορας της Νίκαιας. Μετά τον θάνατό του, ο θρόνος ήρθε στην εξουσία πρώτον του γιου του Θεόδωρου Β’ (1254-1258) και, μετά, του εγγονού του Ιωάννη Δ’ (1258-1261) που ήταν ανήλικος στη διάρκεια της βασιλείας του. Ο τελευταίος εκθρονίστηκε από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, που αποκατέστησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Η κατάσταση του νέου κράτους στη Βιθυνία ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη: στην Ανατολή απειλείτο από τον ισχυρό Σουλτάνο του Ικονίου, που κατείχε όλο το εσωτερικό της Μ. Ασίας, έχοντας στην εξουσία του κι ένα τμήμα των ακτών της Μεσογείου, στο Νότο, και ένα τμήμα της Μαύρης Θάλασσας στο Βορρά. Στη Δύση, το κράτος της Νίκαιας πιεζόταν από τη Λατινική αυτοκρατορία, που είχε θέσει σαν έναν από τους κύριους σκοπούς της την καταστροφή του νέου κράτους της Νίκαιας. Το έργο του Θεόδωρου Λάσκαρη, που βασίλεψε τα 4 πρώτα χρόνια με τον τίτλο του δεσπότη και όχι του αυτοκράτορα, ήταν δύσκολο και πολύπλοκο. Στο εσωτερικό της χώρας επικρατούσε αναρχία. Σε διάφορα μέρη του κράτους παρουσιάστηκαν ανεξάρτητοι άρχοντες και η πόλη της Νίκαιας έκλεισε τις πύλες της στον Θεόδωρο.
Στο μεταξύ, οι Λατίνοι ιππότες, που είχαν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, αποφάσισαν, την ίδια χρονιά (1204), να κατακτήσουν τη Μ. Ασία και οι στρατιωτικές τους ενέργειες υπήρξαν πολύ επιτυχείς. Το κάθε τι φαινόταν να έχει χαθεί για τους Έλληνες της Μ. Ασίας. Όπως λέει ο Βιλεαρδουίνος, «ο λαός της χώρας πήρε το μέρος των Φράγκων και άρχισε να τους πληρώνει φόρους». [7] Την κρίσιμη αυτή στιγμή, για το νέο κράτος, έγινε γνωστή η απροσδόκητη αγγελία ότι ο Λατίνος αυτοκράτορας, Βαλδουίνος, συνελήφθηκε αιχμάλωτος από τους Βούλγαρους.
Από το 1196 βρισκόταν στον βουλγαρικό θρόνο ο Καλογιάννης, ο οποίος, την εποχή των Αγγέλων υπήρξε τρομερός εχθρός του Βυζαντίου. Το Λατινικό κράτος που ιδρύθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο, περιέπλεξε πολύ την κατάσταση. Ήταν φανερό ότι οι Σταυροφόροι και οι Βούλγαροι θα διεκδικούσαν την κυριαρχία στη Βαλκανική χερσόνησο. Οι μεταξύ τους σχέσεις οξύνθηκαν από την πρώτη στιγμή, επειδή οι Σταυροφόροι αντέδρασαν πολύ προσβλητικά στις φιλικές προτάσεις του Καλογιάννη, δίνοντάς του να καταλάβει ότι δεν μπορούσε να θεωρεί τον Λατίνο αυτοκράτορα ως ίσον του και ότι έπρεπε να τον βλέπει όπως ένας δούλος τον κύριό του. Επιπλέον, οι Λατίνοι απειλούσαν τον Καλογιάννη ότι αν δεν έδειχνε τον σεβασμό που έπρεπε, οι Σταυροφόροι θα καταλάμβαναν τη Βουλγαρία με τη βία, επαναφέροντάς την στην παλιά κατάσταση της υποτέλειας. [8]
Προκαλώντας με τον τρόπο αυτόν τον θυμό του αυτοκράτορα της Βουλγαρίας, οι Λατίνοι ερέθιζαν συγχρόνως τον ελληνικό πληθυσμό της Θράκης και της Μακεδονίας, προσβάλλοντας τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και συνήθειες των Ελλήνων. Οι μυστικές σχέσεις των Ελλήνων με τον βασιλιά Καλογιάννη προετοίμαζαν στη Βαλκανική χερσόνησο μια επανάσταση προς όφελος των Βουλγάρων. [9] Είναι δυνατόν να υποτεθεί ότι ο πρώην Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, Ιωάννης Καματηρός, που όπως είναι γνωστό, έζησε στη Βουλγαρία, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στον σχηματισμό της Βυζαντινο-βουλγαρικής συμμαχίας του 1204-1205. [10]
Η συμμαχία αυτή. Όπως λέει ο Θ. Ουσπένσκι, «έδωσε τέλος στους δισταγμούς του Καλογιάννη, σταθεροποιώντας το σχέδιο της μελλοντικής του δράσης. Κύρια αιτία των ενεργειών του Καλογιάννη εναντίον των Σταυροφόρων υπήρξε η διάθεσή του να εμφανιστεί ως προστάτης της Ορθοδοξίας και του Ελληνο-βουλγαρικού πληθυσμού, εναντίον της κυριαρχίας των Καθολικών Λατίνων, και στη συνέχεια να αναλάβει τον αγώνα της αναζωογόνησης στο Βυζάντιο της εξασθενημένης αυτοκρατορικής δύναμης». [11] Ο τσάρος της Βουλγαρίας απέβλεπε στο στέμμα του βασιλιά του Βυζαντίου.
Η Ελληνο-βουλγαρική επανάσταση, που ξέσπασε στη Βαλκανική χερσόνησο, εξανάγκασε τους Σταυροφόρους να ανακαλέσουν στην Ευρώπη τα στρατεύματα που είχαν σταλεί στη Μ. Ασία για να πολεμήσουν κατά του Θεόδωρου Λάσκαρη. Στη μάχη της Αδριανούπολης, στις 15 Απριλίου του 1205, ο Καλογιάννης, με την υποστήριξη του ιππικού των Κομάνων, έδωσε ένα αποφασιστικό χτύπημα στους Σταυροφόρους. Στη μάχη αυτή καταστράφηκε το άνθος του δυτικού ιπποτισμού, ενώ ο ίδιος ο αυτοκράτορας Βαλδουίνος αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους. Η τύχη του αιχμάλωτου αυτοκράτορα δεν είναι γνωστή. Είναι πολύ πιθανόν, ότι μετά από διαταγή του Βούλγαρου βασιλιά, ο Βαλδουίνος να δολοφονήθηκε με κάποιον τρόπο. [12] Λόγω έλλειψης ειδήσεων για το τέλος του Βαλδουίνου. Ο αδελφός του Ερρίκος εξελέγη αντιβασιλέας της Λατινικής αυτοκρατορίας για το διάστημα της απουσίας του Βαλδουίνου.
Πριν από 800 χρόνια περίπου, το 378, ένας άλλος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ο Ουάλης, είχε σκοτωθεί κοντά στην Αδριανούπολη, στη διάρκεια του αγώνα του με τους Γότθους.
Ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος, που πήρε μέρος στη μάχη, πέθανε λίγο μετά από την καταστροφή αυτή και θάφτηκε στην Αγία Σοφία. Όπως αναφέρει μια πολύ διαδεδομένη παράδοση, το σώμα του έμεινε εκεί μέχρι την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ διέταξε την καταστροφή του σώματος του Βενετού ήρωα. [13]
Η ήττα της Αδριανούπολης έφερε τους Σταυροφόρους σε απελπιστική κατάσταση, επειδή αποτέλεσε για τη Λατινική αυτοκρατορία ένα χτύπημα που υπέσκαψε, από την αρχή ακόμα της πολιτικής της ύπαρξης, όλο το μέλλον της. «Η κυριαρχία των Φράγκων επί της Ρωμανίας έληξε αυτή την τρομερή μέρα», [14] λέει ο Gelzer, και είναι αλήθεια ότι «η τύχη της Λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, για ένα χρονικό διάστημα, βρισκόταν αποκλειστικά στα χέρια του Βούλγαρου βασιλιά». [15]
Η μάχη της Αδριανούπολης υπήρξε εξαιρετικά σημαντική τόσο για το Βασίλειο των Βουλγάρων όσο και για την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Οι Έλληνες της Μακεδονίας και της Θράκης, μη διαθέτοντας Εθνικό Κέντρο στην Ευρώπη και μη προβλέποντας σημαντική εξέλιξη της Νίκαιας, θεώρησαν σκόπιμο να έρθουν σε συνεννόηση με τους Βούλγαρους με κοινό σκοπό την επίθεση κατά των Λατίνων. Έτσι ο Καλογιάννης αποκτούσε την πιο ωραία ευκαιρία για την εκπλήρωση των φιλόδοξων σχεδίων του, δηλαδή την ίδρυση στη Βαλκανική χερσόνησο ενός μεγάλου Ελληνο-σλαβικού κράτους, με κέντρο του την Κωνσταντινούπολη. Αλλά, όπως λέει ο V.G. Vasilievsky, οι Σλάβοι άρχοντες δεν μπορούσαν να παίξουν παγκόσμιο ηγετικό ρόλο. «Η φιλοδοξία του Καλογιάννη να δημιουργήσει ένα Ελληνο-βουλγαρικό βασίλειο στη Βαλκανική χερσόνησο με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, παρέμεινε στον κόσμο των ονείρων». [16]
Στο μεταξύ, η αφύσικη Ελληνο-βουλγαρική φιλική επαφή, που οδήγησε στη νίκη της Αδριανούπολης, διασπάστηκε γρήγορα επειδή οι Έλληνες πατριώτες των Βαλκανίων είδαν στο πρόσωπο του αυτοκράτορα της Νίκαιας έναν πιθανό ελευθερωτή από τους Λατίνους κατακτητές, καθώς κι ένα συνήγορο των εθνικών προσδοκιών και ελπίδων. Στη Βαλκανική χερσόνησο παρουσιάστηκαν έκδηλες αντι-βουλγαρικές τάσεις, εναντίον των οποίων ο βασιλιάς Καλογιάννης εκδικείτο τα κακά που είχε κάνει στους Βούλγαρους ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’. Ενώ ο τελευταίος είχε ονομαστεί Βουλγαροκτόνος, ο Καλογιάννης περήφανα ονόμαζε τον εαυτό του Ρωμαιοκτόνο. Οι Έλληνες των ονόμαζαν Σκυλογιάννη, [17] και ένας Λατίνος αυτοκράτορας τον αποκαλεί, σε επιστολή του, «μεγάλο καταστροφέα της Ελλάδας» (magnus populator Graeciae). [18]
Όπως λέει ένας Βούλγαρος ιστορικός, στην περίπτωση αυτή εκδηλώθηκε «η καθαρά βουλγαρική εθνική τάση, που οδηγούσε την ιμπεριαλιστική τακτική του βασιλιά Καλογιάννη εναντίον των Ελλήνων. Εναντίον δηλαδή των άσπονδων εχθρών της εθνικής ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας, που διατηρούσαν αυτά τα αισθήματα ακόμα και τη στιγμή της συμμαχίας με τις ελληνικές πόλεις της Θράκης, εναντίον της Λατινικής αυτοκρατορίας». [19]
Η αιματηρή εκστρατεία του Ιωάννη στη Θράκη και τη Μακεδονία, είχε μοιραίο γι’ αυτόν τέλος. Στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης (1207) πέθανε από βίαιο θάνατο. Ένας ελληνικός θρύλος, καθώς αναφέρεται στα θαύματα του μάρτυρα Αγίου Δημητρίου, που υπάρχουν σε ελληνική και σλαβική μετάφραση, καθώς και στα Παλαιά Ρωσικά Χρονικά, μιλάει για τον Ιωάννη, τον οποίον χαρακτηρίζει εχθρό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που τον έπληξε ο προστάτης Άγιος της πόλης. Έτσι, ο βασιλιάς της Βουλγαρίας δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τις τόσο ευνοϊκές ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν μετά τη νίκη της Αδριανούπολης.
Μετά το θάνατο του Ιωάννη, λέει ο Nikov, «εξαφανίστηκε από το ιστορικό προσκήνιο ένας από τους μεγαλύτερους διπλωμάτες που παρουσίασε ποτέ η ιστορία». [20]
Αφετέρου, όμως, η μάχη της Αδριανούπολης, που κατέστρεψε τη δύναμη της κυριαρχίας των Φράγκων στην Κωνσταντινούπολη, έσωσε την Αυτοκρατορία της Νίκαιας από την καταστροφή, δίνοντας ελπίδες για μια νέα ζωή. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης, αφού διέφυγε τον κίνδυνο του δυτικού γείτονα, άρχισε με δραστηριότητα την οργάνωση του κράτους του. Πρώτα απ’ όλα, μόλις ο Θεόδωρος πέτυχε τη σταθερή του εγκατάσταση στη Νίκαια, προέκυψε το ζήτημα της ανακήρυξής του σε αυτοκράτορα. Επειδή ο Έλληνας Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης (που μετά την εισβολή των Φράγκων κατέφυγε στη Βουλγαρία) αρνήθηκε να έρθει στη Νίκαια, εξελέγη εκεί νέος Πατριάρχης, το 1208, ο Μιχαήλ Αιτωρειανός, που την ίδια χρονιά έστεψε τον Θεόδωρο αυτοκράτορα. [21]
Το γεγονός αυτό του 1208 είχε πολύ σπουδαίες συνέπειες για τη μεταγενέστερη ιστορία του κράτους της Νίκαιας, η οποία έγινε το κέντρο της αυτοκρατορίας και της Εκκλησίας. Συγχρόνως με τη Λατινική αυτοκρατορία αναπτυσσόταν και μια δεύτερη αυτοκρατορία, η οποία σιγά-σιγά απέκτησε μια μάλλον εκτεταμένη περιοχή στη Μ. Ασία, συγκεντρώνοντας λίγο-λίγο την προσοχή και τις ελπίδες των Ελλήνων της Ευρώπης. Στη συνθήκη που υπογράφηκε το 1220 μεταξύ του Θεόδωρου Λάσκαρη και του αντιπρόσωπου (στην Κωνσταντινούπολη) των Βενετών, ο Θεόδωρος εμφανίζεται με τον επίσημο τίτλο «Theodorus, in Christo Deo fidelis Imperator et moderator Romeorum et semper augustus, Comnenus Lascarus». [22]
Ο σχηματισμός μιας νέας αυτοκρατορίας προκάλεσε τη δυσμένεια της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Οι δυο αυτοκρατορίες, που είχαν δημιουργηθεί πάνω στα ερείπια μιας Βυζαντινής αυτοκρατορίας, δεν μπορούσαν να ζουν μαζί ειρηνικά και φιλικά.
Η Νίκαια, η οποία βρισκόταν 40 περίπου αγγλικά ναυτικά μίλια μακριά από την Κωνσταντινούπολη, έγινε πρωτεύουσα της νέας αυτοκρατορίας. Η τοποθέτησή της στη διασταύρωση 5 ή 6 δρόμων της έδωσε ειδική πολιτική σημασία. Η Νίκαια είναι γνωστή στη Βυζαντινή ιστορία ως τόπος όπου διεξήχθηκαν οι δυο Οικουμενικές Σύνοδοι και οι κάτοικοί της ήταν περήφανοι για τα ισχυρά της τείχη, τους πύργους και τις πύλες που κατασκευάστηκαν κατά τον Μεσαίωνα και που έχουν μέχρι σήμερα διασωθεί. Λίγο πριν από την Α’ Σταυροφορία, η Νίκαια υπέκυψε στους Σελτζουκίδες Τούρκους και οι Σταυροφόροι που επανέκτησαν την πόλη, υποχρεώθηκαν με μεγάλη δυσαρέσκεια να την επιστρέψουν στον Αλέξιο Κομνηνό. Επιβλητικά ανάκτορα και πολλές εκκλησίες και μοναστήρια, από τα οποία δεν διασώθηκαν ούτε ίχνη, κοσμούσαν τη Μεσαιωνική Νίκαια. [23]
Μιλώντας για τη Νίκαια και αναφερόμενος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, ένας Άραβας ταξιδιώτης του 12ου αιώνα, ο al-Herewy, γράφει ότι στην «εκκλησία αυτής της πόλης μπορεί να δει κανείς την εικόνα του Μεσσία και τα πρόσωπα των Πατέρων, που κάθονται στους θρόνους τους. Η εκκλησία αυτή αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερου σεβασμού». [24] Οι ιστορικοί του Βυζαντίου και της Δύσης (του 13ου αιώνα) τονίζουν τη μεγάλη έκταση και τον πλούτο της Νίκαιας. [25] Ένας συγγραφέας του 13ου, ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, τονίζει σ’ ένα του ποίημα ότι η Νίκαια είναι «μια πόλη με φαρδείς δρόμους γεμάτους από ανθρώπους, καλά οχυρωμένη, περήφανη για το περιεχόμενό της, το πιο εξαιρετικό αντικείμενο της αυτοκρατορικής συμπάθειας». [26]
Τελικά, στη φιλολογία του 13ου και 14ου αιώνα διασώζονται δύο πανηγυρικοί της Νίκαιας. Ο συγγραφέας του ενός από αυτούς, ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης, απευθυνόμενος στη Νίκαια λέει ότι η πόλη αυτή ξεπέρασε όλες τις πόλεις. [27] Ο δεύτερος πανηγυρικός γράφηκε από έναν πολύ γνωστό πολιτικό του 14ου αιώνα, έναν διπλωμάτη, πολιτικό, θεολόγο, αστρονόμο, ποιητή και καλλιτέχνη, τον Θεόδωρο Μετοχίτη, [28] του οποίου το όνομα συνδέεται με τα περίφημα μωσαϊκά της μονής της χώρας, που είναι τώρα γνωστή ως Καχριέ τζαμί, τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα.
Στα μνημεία του Μεσαίωνα, που βρίσκονταν στη σημερινή πόλη Isnik (διεστραμμένη ονομασία της Νίκαιας) πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορούσε κανείς να παρατηρήσει, εκτός από τα τείχη της πόλης, τη σεμνή μικρή εκκλησία της Ανάληψης, που χρονολογούμενη από τον 9ο αιώνα, είχε εξαιρετικά και πολύ σπουδαία, για τη μελέτη της βυζαντινής τέχνης, μωσαϊκά. [29]
Στη διάρκεια, όμως, του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βομβαρδίστηκε η Νίκαια και κανένα σπίτι δεν έμεινε ανέπαφο. Η εκκλησία της Ανάληψης χτυπήθηκε ιδιαίτερα. Στη διάρκεια του βομβαρδισμού μόνο η δυτική αυλή της, κάτω από τον τρούλο, καθώς και το νότιο τμήμα του Νάρθηκα, διασώθηκαν. Η άλλη περίφημη εκκλησία της Νίκαιας, ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας βρίσκεται επίσης σε αξιοθρήνητη κατάσταση. [30]
Ένα ενδιαφέρον κείμενο που έχει σωθεί, δείχνει κάπως τις σχετικές με την αυτοκρατορική εξουσία απόψεις του Θεόδωρου Λάσκαρη. Το κείμενο αυτό ονομάζεται Σελέντιον ή Σιλέντιον (Silentium), όπως ονομάζονταν την εποχή του Βυζαντίου οι δημόσιοι αυτοκρατορικοί λόγοι, τους οποίους εκφωνούσαν οι αυτοκράτορες, στα ανάκτορα, μπροστά στους ευγενείς της αυτοκρατορίας, στις αρχές της Τεσσαρακοστής. Το Σιλέντιον θεωρείτο σαν η ομιλία του Θεόδωρου Λάσκαρη με την ευκαιρία της ενθρόνισής του, που έγινε το 1208, αμέσως μετά τη στέψη του. [31]
Η ομιλία του Θεόδωρου γράφτηκε από τον σύγχρονό του, γνωστό ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη, ο οποίος μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, βρήκε ασφαλές καταφύγιο στη Νίκαια. Η ομιλία αυτή, γραμμένη σε ύφος ρητορικό, δείχνει ότι ο Θεόδωρος, σαν βυζαντινός βασιλιάς, θεωρούσε ότι η εξουσία του προερχόταν από τον Θεό. «Η αυτοκρατορική μου μεγαλειότητα έχει τοποθετηθεί άνωθεν ως πατέρας όλου του Ρωμαϊκού κράτους. Το θέλημα του Θεού μου έδωσε την εξουσία…». Ο Θεός παραχώρησε στον Θεόδωρο, σαν αμοιβή του ζήλου του «το χρίσμα και τη δύναμη του Δαβίδ». Η ενότητα της αυτοκρατορίας σήμαινε επίσης την ενότητα της Εκκλησίας. «Θα υπάρξει ένα ποίμνιο και ένας ποιμένας», τόνιζε ο Θεόδωρος στο τέλος του Σιλεντίου. [32]
Είναι αλήθεια ότι η ομιλία αυτή δεν γράφτηκε από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, παρουσιάζει, όμως, τη γνώμη που επικρατούσε ανάμεσα στους εκλεκτούς και καλά μορφωμένους ανθρώπους της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, μια γνώμη που διέθετε σταθερή βάση, αφού έγινε στη Νίκαια «Ρωμαίος βασιλιάς» ο Θεόδωρος Λάσκαρης, έχοντας πλήρη τη συναίσθηση ότι αποτελούσε συνέχεια της γραμμής των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου.
Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΤΩΝ ΛΑΣΚΑΡΙΔΩΝ
Μετά την ήττα των Λατίνων στην Αδριανούπολη, η κατάσταση του Θεόδωρου έγινε για ένα διάστημα λίγο καλύτερη. Παρόλα αυτά, όμως, ο αδελφός και διάδοχος του Βαλδουίνου Ερρίκος (ικανός και δραστήριος ηγέτης) μετά τη στέψη του στην Αγία Σοφία, ανέλαβε κάπως από τις αποτυχίες που υπέστη το κράτος από τους Βούλγαρους και άρχισε τις εχθρικές του ενέργειες κατά του Θεόδωρου, με σκοπό την προσάρτηση των κτήσεων της Νίκαιας στη Λατινική αυτοκρατορία. Ο αυτοκράτορας της Νίκαιας δεν μπορούσε με τη δύναμη των όπλων να πετύχει στον αγώνα του με τους Λατίνους, αλλά ο κίνδυνος των Βουλγάρων, τον οποίον αντιμετώπιζε ο Ερρίκος και οι Σελτζουκίδες που απειλούσαν τον Θεόδωρο, ανάγκασε και τους δύο να συνάψουν συμφωνία με βάση την οποία ο Θεόδωρος αναγκάστηκε να καταστρέψει αρκετά οχυρά. [33]
ΟΙ ΣΕΛΤΖΟΥΚΙΔΕΣ ΤΟΥΡΚΟΙ
Ο πόλεμος του Θεόδωρου Α’ με τον Σελτζούκο Σουλτάνο, στον οποίον ανήκε το μεγαλύτερο μέρος της Μ. Ασίας, είχε μεγάλη σημασία για τη νέα Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Η εμφάνιση ενός νέου κράτους της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας ήταν φυσικά πολύ δυσάρεστη για το τουρκικό Σουλτανάτο του Ικονίου, επειδή εμπόδιζε τους Τούρκους στην περαιτέρω προώθησή τους προς τις ακτές του Αιγαίου Πελάγους. Στην κύρια αυτή αιτία της έντασης των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι ο πεθερός του Θεόδωρου Λάσκαρη. Αλέξιος Γ’ Άγγελος, κατέφυγε στον Σουλτάνο ζητώντας του βοήθεια για να επανακτήσει τον χαμένο του θρόνο.
Επωφελούμενος της ευκαιρίας της άφιξης του Αλεξίου ο Σουλτάνος έστειλε στον Θεόδωρο απειλητικό μήνυμα απαιτώντας τον θρόνο και εκδηλώνοντας έτσι τον πραγματικό του σκοπό να κατακτήσει όλη τη Μ. Ασία, Οι εχθροπραξίες άρχισαν και έλαβαν κυρίως χώρα στην Αντιόχειας, στον ποταμό Μαίανδρο. Η κύρια δύναμη του Θεόδωρου συνίστατο από τους 800 επίλεκτους Δυτικούς μισθοφόρους του, οι οποίοι στον αγώνα τους με τους Τούρκους έδειξαν μεγάλο ηρωισμό προκαλώντας στον εχθρό τρομερές απώλειες. Σχεδόν όλοι τους έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Με το προσωπικό του όμως θάρρος και την αντίληψή του ο Θεόδωρος Λάσκαρης έγινε και πάλι κύριος της κατάστασης και στην επόμενη συμπλοκή ο Σουλτάνος σκοτώθηκε πιθανώς από τον ίδιο τον Θεόδωρο.
Όπως λέει μια σύγχρονη πηγή, ο Σουλτάνος «έπεσε σαν από ένα πύργο», από τη φοράδα, δηλαδή, πάνω στην οποία βρισκόταν. [34] Στην ίδια μάχη συνελήφθηκε αιχμάλωτος ο πρώην αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’, που είχε ζητήσει καταφύγιο στους Τούρκους και ο οποίος, αφού έγινε μοναχός, πέθανε σ’ ένα μοναστήρι της Νίκαιας.
Ο πόλεμος αυτός δεν φαίνεται να είχε σαν αποτέλεσμα εδαφικές μεταβολές. [35] Η ηθική όμως σημασία της νίκης του Έλληνα χριστιανού αυτοκράτορα της Νίκαιας επί των Μουσουλμάνων υπήρξε πολύ μεγάλη: έδωσε κύρος στον νέο αυτοκράτορα, ανανέωσε τις παλιές παραδόσεις των αγώνων εναντίον του Ισλάμ και γέμισε χαρά και θάρρος τις καρδιές των Ελλήνων, όχι μόνον της Μ. Ασίας, αλλά και της Ευρώπης, οι οποίοι για πρώτη φορά είδαν στη Νίκαια ένα πιθανό κέντρο της μελλοντικής τους ενότητας. Ο Νικήτας Χωνιάτης έγραψε εξυμνώντας τη νίκη του Θεόδωρου ένα μακρύ και στομφώδη πανηγυρικό. [36] Ο αδελφός του Νικήτα Μιχαήλ Ακομινάτος (πρώην μητροπολίτης Αθηνών) έστειλε στον Θεόδωρο, από το νησί όπου περνούσε τις τελευταίες μέρες της ζωής του, ένα συγχαρητήριο γράμμα με το οποίο εξέφραζε την ευχή του όπως ο Θεόδωρος αξιωθεί να αποκαταστήσει τον θρόνο του Μ. Κωνσταντίνου στη θέση που ο Κύριός μας είχε ανέκαθεν εκλέξει, [37] δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη.
Η ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
Δεν ευχαριστήθηκαν όμως μόνον οι Έλληνες με τη νίκη του Θεόδωρου. Ο Λατίνος αυτοκράτορας Ερρίκος ευχαριστήθηκε κι αυτός (έστω κι αν φαίνεται με μια πρώτη ματιά το γεγονός αυτό παράδοξο) επειδή οι γενναίοι δυτικοί μισθοφόροι του Θεόδωρου, τους οποίους φοβόταν ο Λατίνος αυτοκράτορας, είχαν σκοτωθεί σχεδόν όλοι στη διάρκεια του αγώνα εναντίον των Τούρκων με αποτέλεσμα, κατά τη γνώμη του Ερρίκου, την εξασθένηση του αυτοκράτορα της Νίκαιας. Ένας ιστορικός της εποχής αυτής λέει ότι ο Ερρίκος δήλωσε ότι «ο Λάσκαρης δεν νίκησε, αλλά νικήθηκε». [38]
Ο Ερρίκος βέβαια δεν είχε δίκαιο επειδή λίγο μετά τον πόλεμο ο Θεόδωρος είχε και πάλι στη διάθεσή του αρκετούς Φράγκους και καλά οπλισμένους Έλληνες. [39]
Η εναντίον των Τούρκων νίκη έδωσε στον Θεόδωρο τη δυνατότητα να κτυπήσει τον Ερρίκο. Την εποχή αυτή ο Θεόδωρος έθεσε σαν ειδικό σκοπό την επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης με την υποστήριξη του ήδη αξιόλογου στόλου του.
Ένα πολύ ενδιαφέρον γράμμα που χαρακτηρίζεται από τον Gerland σαν «μανιφέστο» [40] και που γράφτηκε από τον Ερρίκο στην Πέργαμο, στις αρχές του 1212, στάλθηκε σε όλους τους φίλους του που θα μπορούσαν να λάβουν γνώση του περιεχομένου του (universis amicis suis ad quos tenor presentium pervenerit). Το γράμμα αυτό αναφέρει ότι ο Ερρίκος θεωρεί τον Θεόδωρο σαν έναν πολύ επικίνδυνο εχθρό και τονίζει ότι «ο πρώτος και μεγαλύτερος εχθρός είναι ο Λάσκαρης που κατέχει όλη την πέρα από το στενό του Αγίου Γεωργίου [41] χώρα… Ο Λάσκαρης συνέλεξε έναν πολύ μεγάλο αριθμό από τριήρεις με σκοπό να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη και συνεπώς η πόλη έρημη τρέμει… και πολλοί από τους ανθρώπους μας σχεδιάζουν να διαφύγουν διαμέσου της θάλασσας, και αρκετοί έφτασαν στον Λάσκαρη υποσχόμενοι να τον βοηθήσουν εναντίον μας… Όλοι οι Έλληνες άρχισαν να παραπονούνται εναντίον μας και υποσχέθηκαν στον Λάσκαρη να τον υποστηρίξουν σε περίπτωση που θα χτυπούσε την Κωνσταντινούπολη». Το γράμμα τελειώνει με μια έκκληση προς τους Λατίνους να βοηθήσουν τον Ερρίκο. «Για να πετύχουμε μια πλήρη νίκη», γράφει, «και για να είμαστε κυρίαρχοι της αυτοκρατορίας μας έχουμε ανάγκη από πολλούς Λατίνους, στους οποίους θα δώσουμε τη χώρα που διαθέτουμε και που έχουμε αποκτήσει. Για μας, όπως ξέρετε, δεν αρκεί το ότι αποκτήσαμε τη γη, αλλά πρέπει να βρεθούν αυτοί που θα την συγκρατήσουν». [42] Το γράμμα αυτό δείχνει καθαρά ότι ο Ερρίκος ήταν πολύ ανήσυχος, λόγω των εχθροπραξιών του Θεόδωρου Λάσκαρη, καθώς και ότι το πνεύμα των νέων του υπηκόων δεν ήταν σταθερό.
Παρ’ όλα αυτά, η πρώτη αυτή προσπάθεια της Νίκαιας να επανακτήσει την παλιά πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας δεν πέτυχε, επειδή η Αυτοκρατορία της Νίκαιας δεν ήταν ακόμα ούτε όσο έπρεπε ισχυρή ούτε προετοιμασμένη γι’ αυτό τον σκοπό. Η επιτυχία ανήκε στον Ερρίκο, ο οποίος κατόρθωσε να εισχωρήσει μάλλον βαθειά στο εσωτερικό της Μ. Ασίας.
Σ’ ένα γράμμα του, που χρονολογείται από το 1213, ο Ερρίκος δίνει μια σύντομη περιγραφή της νίκης του εναντίον των Ελλήνων, οι οποίοι «με τέτοια αυθάδεια και υβριστική διάθεση στράφηκαν κατά της Ρωμαϊκής Εκκλησίας θεωρώντας όλα της τα τέκνα, δηλαδή τους αφοσιωμένους Λατίνους, σαν σκυλιά». [43]
Η ειρήνη που έγινε μεταξύ των δύο αυτοκρατόρων καθόρισε ακριβώς τα σύνορα των δύο αυτοκρατοριών στη Μ. Ασία και το βορειοδυτικό τμήμα της χερσονήσου παρέμεινε στα χέρια της Λατινικής αυτοκρατορίας. Με άλλα λόγια, αν δεν λάβουμε υπόψη μερικές ασήμαντες προσαρτήσεις που έγιναν στη Λατινική αυτοκρατορία, παρατηρούμε ότι οι λατινικές κτήσεις της Μ. Ασίας, μετά από αυτήν την ειρήνη, διαφέρουν πολύ λίγο από τις κτήσεις που διέθετε η αυτοκρατορία αμέσως μετά τη διανομή του 1204. [44]
Το 1216 πέθανε ο ικανός και δραστήριος Ερρίκος, που τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν ακόμα και οι Έλληνες. Ένα βυζαντινό χρονικό, μάλιστα, του 14ου αιώνα αναφέρει ότι ο Ερρίκος υπήρξε «ένας πραγματικός Άρης». [45] Αλλά και οι ιστορικοί του 20ου αιώνα εκτιμούν πολύ την προσωπικότητά του και τη δράση του. Όπως λέει ο Gerland «ο Ερρίκος υπήρξε ο πραγματικός ιδρυτής της (Λατινικής) αυτοκρατορίας και οι αρχές του έθεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες αναπτύχθηκε η επικράτεια των Φράγκων». [46]
«Ο θάνατος του Ερρίκου», γράφει ο A. Gardner «υπήρξε ασφαλώς μια συμφορά για τους Λατίνους (πιθανόν όμως και για τους Έλληνες) εφόσον η δυναμική αλλά και συμβιβαστική του πολιτική μπορούσε να πετύχει (αν κάποια πολιτική μπορούσε να το κατορθώσει) τη γεφύρωση του χάσματος που υπήρχε ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση». [47] Με το θάνατο του Ερρίκου εξαφανίστηκε ο πιο επικίνδυνος εχθρός της Νίκαιας. Οι διάδοχοί του στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης δεν διακρίθηκαν ούτε για τις ικανότητές τους, ούτε για τη δραστηριότητά τους.
Το 1222 πέθανε ο ιδρυτής της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, Θεόδωρος Α’ Λάσκαρης, ο οποίος δημιούργησε ένα ελληνικό κέντρο στη Μ. Ασία, ένωσε το κράτος του και έλκυσε προς αυτό την προσοχή των Ελλήνων της Ευρώπης. Έθεσε δηλαδή τις βάσεις πάνω στις οποίες ο διάδοχός του θα μπορούσε να οικοδομήσει ένα μεγάλο οικοδόμημα. Στις εγκωμιαστικές επιστολές που έστειλε στον Θεόδωρο Λάσκαρη, ο Μιχαήλ Ακομινάτος γράφει: «Η πρωτεύουσα εκτοπισμένη από την πλημμύρα των βαρβάρων έξω από τα τείχη του Βυζαντίου στις ακτές της Μ. Ασίας, στη χειρότερή της μορφή έγινε δεκτή, καθοδηγήθηκε και διασώθηκε από εσένα… Εσύ θα πρέπει να ονομάζεσαι για πάντα ο ανακαινιστής και οικιστής της πόλης του Κωνσταντίνου… Αποβλέποντας μόνο σ’ εσένα και αποκαλώντας σε σωτήρα και ελευθερωτή του κόσμου, όσοι ναυάγησαν μέσα στον παγκόσμιο κατακλυσμό βρήκαν καταφύγιο στο κράτος σου σαν σ’ ένα ήρεμο λιμάνι… Δεν θεωρώ κανέναν από τους αυτοκράτορες που βασίλεψαν στην Κωνσταντινούπολη ίσον μ’ εσένα. Εκτός από τον μεγάλο Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο και τον (πιο παλαιό) ευγενή Ηράκλειο». [48]
ΙΩΑΝΝΗΣ Γ’ ΔΟΥΚΑΣ ΒΑΤΑΤΖΗΣ (1222-1254)
Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Α’ Λάσκαρη, ο Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης, σύζυγος της κόρης του Θεόδωρου, Ειρήνης, ανέβηκε στον θρόνο και βασίλεψε από το 1222 μέχρι το 1254. [49] Αν και ο προκάτοχός του θεμελίωσε κάπως την ανάπτυξη του κράτους της Νίκαιας, παρ’ όλα αυτά η διεθνής της θέση ήταν τέτοια που να απαιτεί επειγόντως τη διοίκηση ενός αποφασιστικού και δραστήριου ανθρώπου. Ο άνθρωπος αυτός παρουσιάστηκε στο πρόσωπο του Ιωάννη Βατάτζη.
Την εποχή αυτή διεκδικούσαν την κυριαρχία στην Ανατολή 4 κράτη: η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, η Λατινική αυτοκρατορία, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και το βουλγαρικό βασίλειο του Ιωάννη Ασάν Β’. Συνεπώς, στην εξωτερική του πολιτική ο Ιωάννης Βατάτζης ασχολήθηκε αφενός με πολέμους και αφετέρου με συμμαχίες με το ένα ή το άλλο κράτος. Χάρη στην καλή του τύχη οι 3 αντίπαλοί του στη Βαλκανική χερσόνησο ποτέ δεν έδρασαν ενωμένοι και αποφασιστικά, αλλά εξασκούσαν αδύνατη και ασταθή πολιτική εσωτερικών εχθροπραξιών ή μια πολιτική παροδικών συμμαχιών. Ο Ιωάννης Βατάτζης πέτυχε σταθερά να εκμεταλλευτεί την πολύπλοκη διεθνή κατάσταση.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Για το Δεσποτάτο του Μορέως βλέπε και το αξιόλογο έργο του Δ. Ζακυνθηνού «Le Despotat Grec de Morèe» (δύο τόμοι), έκδοση «L’ Hellenisme Contemporaine», Αθήνα 1953.
[2] Ειδικά, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, με ιδρυτή τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό, εγγονό του Ανδρόνικου Α’ Κομνηνού, περιλάμβανε όλη τα παράλια του Εύξεινου Πόντου μέχρι τον Καύκασο. Διήρκεσε μέχρι το 1461, οπότε καταλύθηκε από τους Τούρκους. Πρωτεύουσά της ήταν η Τραπεζούντα. Τον Αλέξιο Α’ τον διαδέχθηκαν 20 αυτοκράτορες, που λέγονταν Μεγάλοι Κομνηνοί.
[3] C. Neumann, «Die byzantinische Marine» (Historische Zeitschrift, LXXXI, 1898, 1-2).
[4] Βλέπε A. Gardner, «The Laskarids of Nicaea: The Story of an Empire in Exile» 53-54. Α. Μηλιαράκη, «Ιστορία του βασιλείου της Νίκαιας και του δεσποτάτου της Ηπείρου», 8. M.A. Andreeva «Δοκίμια σχετικά με τον Πολιτισμό της Βυζαντινής Αυλής κατά τον 13ο αιώνα», 82-85 (Ρωσικά).
[5] «Μιχαήλ Ακομινάτος», έκδοση Σ. Λάμπρου, ΙΙ, 276-277.
[6] Οι ιστορικοί αποκαλούν συνήθως τον Ιωάννη Βατάτζη, Ιωάννη Γ’, θεωρώντας ως δύο πρώτους τον Ιωάννη Τσιμισκή και τον Ιωάννη Κομνηνό.
[7] Villehardouin, «La Conquête de Constantinople», 323, έκδοση N. Wailly, 193.
[8] Nicetas Choniates, «Historia», στο «Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae», 808-809.
[9] Βλέπε V.N. Zlatarsky, «Η Ελληνο-βουλγαρική συμφωνία του έτους 1204-1205», 8-ii (Βουλγαρικά).
[10] Βλέπε P. Nikov, «Η Βουλγαρική διπλωματία από τις αρχές του 13ου αιώνα», (Βουλγαρική Ιστορική Βιβλιοθήκη, Ι, 1928, 103-104) (Βουλγαρικά).
[11] «Ο σχηματισμός του Β’ Βουλγαρικού Βασιλείου» (245-246) (Ρωσικά).
[12] Gardner, «Lascarids of Nicaea» (Αναφέρεται ότι ο Βαλδουίνος μεταφέρθηκε σαν αιχμάλωτος στο Τύρνοβο. Από τότε δεν τον είδε κανείς πια). E. Gerland «Geschichte des lateinischen Kaiserreiches von Konstantinopel», Ι, 92. (Φαίνεται ότι ο Καλογιάννης, σε μια στιγμή ξαφνικού θυμού, διέταξε τον θάνατο του αιχμαλώτου του). Nikov, «Βουλγαρική Διπλωματία» (Βουλγαρική Ιστορική Βιβλιοθήκη, Ι, 1928. 104-ο Βαλδουίνος συνελήφθηκε αιχμάλωτος, μεταφέρθηκε στο Τύρνοβο και κλείστηκε στη φυλακή όπου και πέθανε): η πληροφορία αυτή δίνεται με βάση το «Innocetii III Gesta», έκδοση J.P. Migne «Patrologia Latina» (CCXIV, 148).
[13] Βλέπε H. Kretschmayer, «Geschichte von Venedig» Ι, 321, 72.
[14] H. Gelzer, «Abriss der byzantinischen Kaisergeschichte» 1042.
[15] Θ. Ουσπένσκι, «Η Δημιουργία του Β’ Βουλγαρικού Βασιλείου» 250 (Ρωσικά).
[16] «Η Αναγέννηση του Βουλγαρικού Πατριαρχείου υπό τον βασιλιά Ιωάννη Β’» (Επιθεώρηση του Υπουργείου Δημόσιας Διαφώτισης, CCXXXVIII, 1885, Ι, 9, Ρωσικά).
[17] Georges Acropolita, «Annales» xiii στην «Opera Omnia» έκδοση A. Heisenberg, 23-24.
[18] Βλέπε J.A. Bouchon, «Recherches èt matèriaux pour servir a une histoire de la domination francaise» ΙΙ, 211.
[19] P. Nikov, «Μελέτες σχετικές με τις ιστορικές πηγές της Βουλγαρίας και την Ιστορία της Βουλγαρικής Εκκλησίας», 8, (Ανάτυπο από τον τόμο ΧΧ των Πρακτικών της Βουλγαρικής Ακαδημίας των Επιστημών, Βουλγαρικά).
[20] «Βουλγαρική Διπλωματία» (Βουλγαρική Ιστορική Βιβλιοθήκη Ι, 1928, 108, Βουλγαρικά).
[21] Η χρονολογία αυτή, 1208, υποστηρίχθηκε από τον A. Heisenberg «Neue Quellen zur geschichte des lateinischen Kaisertums und die Kirchen Union» ΙΙ, 5-12. Η από κοινού δεκτή χρονολογία ήταν το 1206. Βλέπε επίσης Andreeva, «Ο Πολιτισμός της Αυλής του Βυζαντίου», 85, 180-181 (Ρωσικά).
[22] G.L.F. Tafel και G.M. Thomas, «Urkunden zur ältern Handels-und Staatsgeschichte der Republik Venedig» II, 205.
[23] Για τη Μεσαιωνική Νίκαια βλέπε πολύ καλές πληροφορίες και εξαιρετική βιβλιογραφία στον J. Sölch «Historische-geographische Studien über bithynische Siedlungen. Nikomedia, Nikäa, Prusa» (Byzantinisch-neugriechische Jahrbücher, I, 1920, 263-286). Βλέπε και R. Jauin «Nicée, Étude historique et topographique» (Échos d’Orient, XXIV, 1925, 482-490). Andreeva «Ο Πολιτισμός της Αυλής του Βυζαντίου», 19-21, (Ρωσικά).
[24] «Indications sur les lieux de Pèlerinage», μετάφραση C. Schefer «Archives de l’orient latin», Ι, 590).
[25] Βλέπε π.χ. Nicetas Choniates «Historia» έκδοση Bonn, 318, Villehardouin «Conquête de Constandinople», 304.
[26] Nicephorus Blemmydes, «Curriculum vitae et carmina», έκδοση A. Heisenberg, 113, στ.22-21.
[27] Θ. Ουσπένσκι, «Περί των χειρογράφων της Ιστορίας του Νικήτα Ακομινάτου που βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων» (Επιθεώρηση κλπ., CXCIV, 1877, 77, Ρωσικά).
[28] Βλέπε Σάθα, «Bibliotheca Graeca medii aevi», I, 139 κ.ε.
[29] Βλέπε H. Grégoire, «Le véritable nom et la date de l’église de la Dormition à Nicée. Un texte nouveau et décisif» (Mélanges d’histoire offerts à Henri Plrenne I, 171-174). Βλέπε επίσης Charles Diehl, «Manuel d’art byzantin», ΙΙ, 520-521, 908. Το άρθρο του Grégoire παρουσιάστηκε αργότερα και δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει ο Diehl. O.M. Dalton «East Christian Arts» 285.
[30] Βλέπε M. Alpatof και I. Brunov, «Σύντομη περιγραφή ενός ταξιδιού στην Ανατολή» (Vizantiysky Vremmenik, XXVI, 1923-1926 61, Ρωσικά). Diehl «Manuel d’art byzantin», ΙΙ, 908.
[31] Heisenberg, «Neue Quellen zur geschichte des lateinischen Kaisertums», ΙΙ, 11-12.
[32] Βλέπε Σάθα, «Bibliotheca Graeca medii aevi», I, 99, 105, 107.
[33] Βλέπε E. Gerland, «Geschichte der Kaiser Baldwin I und Heinrich», 102-114. Μετά το βιβλίο του Gerland η διατριβή του L. Neuhaus «Die Rechsverwesenschaft und Politik des Grafen Heinrich von Anjou, des Zweiten Kaisers im Lateinnerreiche zu Byzanz» δεν έχει καμιά σημασία.
[34] George Acropolita, «Annales», κεφ. 10, έκδοση Heisenberg, 17.
[35] Βλέπε G. d’Jerphanion, «Les Inscriptions Cappadociennes et l’histoire de l’empire Grec de Nicée» (Orientalia Christiane Periodica, Ι, 1935, 242-243). P. Wittek «Das Fürstentum Mentesche. Studie zur Geschichte Westkleinasiens im 13-15 Jahrhundert», 1-21. M.F. Köprülü «Les Origines de l’Empire Ottoman», 35-37. P. Wittek «The Rise of the Ottoman Empire», 16-32.
[36] Σάθα, «Bibliotheca Graeca medii aevi», Ι, 129-136.
[37] «Μιχαήλ Ακομινάτος», έκδοση Λάμπρου, ΙΙ, 353 κ.ε.
[38] George Acropolita, «Annales», κεφ. 15, έκδοση Heisenberg, 27.
[39] Gerland, «Kaiser Baldwin I und Heinrich», 216.
[40] Gerland, «Kaiser Baldwin I und Heinrich», 218.
[41] Σαν Brachium Sancti-Georgii εννοείται ο Βόσπορος.
[42] «Recueil des historiens des Gales et de la France» (δεύτερη έκδοση, 1879, VVIII, 530-533).
[43] Βλέπε M.P. Lauer, «Une Lettre inédite d’Henri 1er d’Angre, empereur de Constantinople, aux prêlats italiens(1213;)» (Melanges offerts a M. Gustav Schlumberger, Ι, 201). Δεν γνωρίζω γιατί ο Lauer τοποθετεί στο έτος 1213 (σελ. 194) το χρονολογημένο γράμμα του Ερρίκου (13 Ιανουαρίου 1212).
[44] Βλέπε Gardner, «The Laskarids of Nicaea» 85-86. Gerland, «Kaiser Baldwin I und Heinrich» 218-219. Μερικές φορές αναφέρεται ότι (βλέπε π.χ. N. Iorga, «Geschichte des Osmanischen Reiches», Ι, 120 και Gerland, «Kaiser Baldwin I und Heinrich I» Ι, 246) ο Θεόδωρος Α’ πέτυχε, όσον αφορά την πολιτική του προσπάθεια, και στη νότια Μ. Ασία όπου κατέλαβε την πόλη Αττάλεια, στις ακτές της Μεσογείου. Το γεγονός όμως αυτό δεν είναι σωστό. Πρόκειται για λάθος που οφείλεται στη λανθασμένη χρονολογία μιας επιγραφής που βρέθηκε στην Αττάλεια και που ανήκει στο έτος 915-916. Βλέπε H. Gregoire, «Receuil des inscriprions grecques chrétiennes d’Asie Mincure», Ι, 104. Βλέπε επίσης A.A. Vasiliev, «Το Βυζάντιο και οι Άραβες», ΙΙ, 153.
[45] Ephraemius Monachus, «Imperatorum et patriarcharum recensus», v. 7735, έκδοση Bonn, 312.
[46] Gerland, «Kaiser Baldwin I und Heinrich», 251.
[47] «The Laskarids of Nicaea», 93.
[48] «Μιχαήλ Ακομινάτος», έκδοση Σ. Λάμπρου, 150-151, 276, 354.
[49] Οι περισσότεροι συγγραφείς θεωρούν το έτος 1254 σαν το έτος του θανάτου του Βατάτζη. Ο Μηλιαράκης στην «Ιστορία του Βασιλείου της Νίκαιας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου», 412 και ο Gardner στο έργο του «Lascarids of Nicaea». 192, τονίζουν ότι πέθανε στις 13 Οκτωβρίου του 1255. Στη Μεσαιωνική Ιστορία του Cambridge (IV, 430) αναφέρεται το έτος 1254.
Πηγή: Αβέρωφ