20 Απριλίου 2019
Γράφει ο Αρματιστής
(Ταξίαρχος ε.α. Βασίλειος Λουμιώτης)
Γενικά
Οι Συνταγματάρχες Πεζικού Δημήτριος Καλιαγκάκης και Κωνσταντίνος Τσάκαλος, παντελώς άγνωστοι στο ευρύ κοινό, ήταν διοικητές του 26ου και 2ου Συντάγματος Πεζικού αντίστοιχα κατά τη τελευταία περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Και οι δύο έπεσαν επί του πεδίου της μάχης στην ευρύτερη περιοχή του Τουμλού Μπουνάρ· ο μεν πρώτος στη μάχη του Χαμούρκιοϊ Ιλμπουλάκ στις 16 Αυγούστου 1922, προμαχώντας του Συντάγματός του στην απέλπιδα προσπάθεια να ανοίξει τον δρόμο προς το Τουμλού Μπουνάρ για να σωθεί η Ομάδα του Υποστράτηγου Τρικούπη από την επαπειλούμενη κύκλωση, ο δε δεύτερος στη μάχη του Αλή Βεράν στις 17 Αυγούστου 1922, προμαχώντας έφιππος των ανδρών του Συντάγματός του, που μάχονταν για να καλύψουν την εγκλωβισμένη στη κοιλάδα του Αλή Βεράν – Σάλκιοϊ Ομάδα Τρικούπη.
Οι δύο πολέμαρχοι έπεσαν σαν άλλοι Διγενείς στα Μαρμαρένια Αλώνια, μαχόμενοι έναντι πολλαπλασίων Τουρκικών δυνάμεων, πιστοί μέχρι τέλους στον όρκο και στο καθήκον τους. Έπεσαν υπό τα όμματα του Συνταγματάρχη Νικολάου Πλαστήρα, διοικητή του Αποσπάσματος του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων, χωρίς να τύχουν από αυτόν βοήθειας και συνδρομής στη μάχη που διεξήγαγαν υπό δυσμενείς συνθήκες. Και αυτό είναι κάτι ανήκουστο, αφού κάθε μαχητής και κάθε μονάδα έχουν χρέος και ιερό καθήκον να παρέχουν αμέριστα τη συνδρομή τους σε μονάδες και μαχητές που έχουν αποκοπεί, ή μάχονται υπό δυσμενείς και κινδυνώδεις συνθήκες.
Δυστυχώς όμως και οι δύο αυτοί μεγάλοι πρόμαχοι παραμένουν άγνωστοι μεταξύ των πολλών άλλων αγνώστων ηρώων που πρόσφεραν τη ζωή τους στους πολέμους του Έθνους. Ελάχιστοι είναι οι στρατιωτικοί που γνωρίζουν κάτι σχετικό για τη δράση αυτών των αξιωματικών και του ηρωικού θανάτου τους. Τα ονόματα τους δεν έχουν δοθεί σε λεωφόρους, οδούς και πλατείες. Ούτε έχουν ανεγερθεί ανδριάντες ή προτομές προς τιμή τους.
Όλοι οι Έλληνες όμως γνωρίζουν τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα και την ηρωική -πλην όμως διογκωμένη- δράση του κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α’ Π.Π. και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Το όνομα του Συνταγματάρχη Πλαστήρα έχει δοθεί σε οδούς, λεωφόρους και πλατείες όλων σχεδόν των πόλεων της Ελλάδας (σίγουρα σε όσες έχουν ως προσδιορισμό τη λέξη «Νέα»), ανδριάντες και προτομές του κοσμούν πλατείες και στρατόπεδα, το στρατόπεδο της 1ης Στρατιάς στη Λάρισα φέρει το όνομα του, ενώ το ορθό θα ήταν να φέρει το όνομα ενός εκ των δύο πρώτων διοικητών της Στρατιάς, είτε του Στρατηγού Δημητρίου Γιατζή, είτε του Στρατηγού Κωνσταντίνου Βεντήρη. Ακόμη φωτογραφίες του Ν. Πλαστήρα προσφέρονται σε επίσημους επισκέπτες της 1ης Στρατιάς, πιθανώς για τις βάλουν στο σαλόνι τους ή στο εικονοστάσιο της οικίας τους, όπως στο παρελθόν κάποιοι έβαζαν τις φωτογραφίες των βασιλέων. Είναι τόσο μεγάλο το κλέος και η φήμη που περιβάλλει τον Πλαστήρα, που κάποιες Μονάδες του Στρατού τον έχουν στον πίνακα των διατελεσάντων διοικητών τους, μολονότι ουδέποτε διοικήθηκαν από τον Πλαστήρα. (http://army.gr/sites/default/files/3mktax_orestiada_20170619.pdf).
Ο Πλαστήρας είναι πανταχού παρών στην ιστορία μας ως ο γενναίος, ο ανυπέρβλητος και ακατάβλητος Στρατιώτης που προμαχούσε των ανδρών του και κατανικούσε πάντοτε τον αντίπαλο. Στην ιστοριογραφία είναι εκείνος που με το Σύνταγμά του, το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, κάλυψε τη φυγή και την άτακτη υποχώρηση της Μικρασιατικής Στρατιάς τον Αύγουστο του 1922. Ας όψεται για αυτό ο Γιάννης Καψής και οι βιογράφοι του Πλαστήρα. Αν λέγαμε ότι ο Πλαστήρας είναι ημίθεος, πολλοί θα το πίστευαν. Όλοι τον γνωρίζουν με το προσωνύμιο «Μαύρος Καβαλάρης», κάτι αντίστοιχο με το «Αλεπού της Ερήμου». Όπως όμως το προσωνύμιο «Αλεπού της Ερήμου» ανήκει στον στρατάρχη Ρόμελ, έτσι και ο τίτλος «Μαύρος Καβαλάρης» ανήκει στο διοικητή του 9ου Τάγματος Ευζώνων κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, στον «Ήρωα των Ηρώων», τον σεμνό Ταγματάρχη Ιωάννη Βελισαρίου, τον «εκπορθητή» των Ιωαννίνων, του Λαχανά και του Δεμίρ Καπού, ο οποίος έπεσε στις 13 Ιουλίου 1913 εντός της Βουλγαρίας, προμαχώντας των Ευζώνων του κατά τη γιγαντομαχία του υψώματος 1378, βορειοανατολικά του Σημιτλή. Εκεί και έχει ταφεί —άγνωστος μεταξύ αγνώστων— δίπλα σε ένα άλλο ήρωα, τον δισέγγονο του Γέρου του Μοριά, Γεώργιο Κολοκοτρώνη, διοικητή του 1ου Τάγματος Κρητών. Οι ταφές τους παραμένουν μέχρι και σήμερα άγνωστες.
Για να μη πλατειάζουμε: «Περισσότερο Πλαστήρας, πεθαίνεις». Δυστυχώς η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική.
Αυτοί που «θεοποίησαν» τον Πλαστήρα και έκαναν το όνομα του «θρύλο», είτε δεν ανέτρεξαν στις πηγές για να πληροφορηθούν σχετικά με την εξόχως προβληματική δράση του σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας, είτε αγνόησαν επιδεικτικά τις πηγές. Κάποιοι άλλοι, όπως ο Γιάννης Καψής, διαστρέβλωσαν την αλήθεια και απέδωσαν στον Πλαστήρα επιτυχίες και νίκες που δεν του ανήκουν. Ασφαλώς ο Συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας διέθετε ηγετικές ικανότητες, μεγάλες αρετές και σπουδαίο ηθικό φρόνημα, αλλά κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων έδινε προτεραιότητα στην ασφάλεια του Συντάγματός του έναντι της εκτέλεσης της αποστολής του, με αποτέλεσμα πολλές ενέργειές του ή παραλείψεις του να ανάγονται στην αρμοδιότητα της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Οι ποινικά κολάσιμες ή προβληματικές πράξεις και παραλείψεις του Πλαστήρα αναφέρονται λεπτομερώς στις εκδόσεις της ΔΙΣ για τη Μικρασιατική Εκστρατεία, η οποία, ενώ τις καταγράφει, αποφεύγει επιμελώς να τις αναδείξει, να τις σχολιάσει και να τις κρίνει. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, οφείλεται στο ότι η ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας συντάχθηκε από τη ΔΙΣ την περίοδο 1955-1965 περίπου, μία περίοδο δηλαδή που τα πάθη του Εθνικού Διχασμού, σε συνδυασμό με τα πάθη από τον Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949), ήταν ακόμη πολύ έντονα και κάθε δυσμενής αναφορά σε πρόσωπα και καταστάσεις μπορούσε να οξύνει τις πληγές του Διχασμού — που και σήμερα συνεχίζουν να παραμένουν έντονες. Ακόμη και αυτό το κείμενο από πολλούς θα λιθοβοληθεί, όπως και ο συντάκτης του. Αλλά η αλήθεια επιτέλους θα πρέπει να ειπωθεί και όποιος έχει τεκμηριωμένο αντίλογο να ακουστεί. Ο Ελληνικός Στρατός έχει πολύ σημαντικότερες ηρωικές μορφές από αυτήν του Πλαστήρα για να παρουσιάσει και να αναδείξει ως πρότυπα ήθους, θάρρους και ανιδιοτελούς προσφοράς στη Πατρίδα.
Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα του τι συμβαίνει και του τι λέγεται στο «πολιτικό πεδίο», όπως π.χ. σε κάποια ανιστόρητα προγράμματα της τηλεόρασης ή ιστοριογραφίες άσχετων προς τη νεώτερη πολεμική ιστορία μας, οι στρατιωτικοί οφείλουν να έχουν σαν οδηγό τους σε ό,τι γράφουν και υποστηρίζουν για πρόσωπα και ζητήματα που σχετίζονται με τη νεώτερη πολεμική ιστορία μας, αποκλειστικά και μόνο το αρχείο και τα συγγράμματα της ΔΙΣ, ή άλλες σοβαρές πρωτογενείς πηγές.
Στη συνέχεια του κειμένου θα αναφερθώ σε ζητήματα που αφορούν τη προβληματική δράση του Πλαστήρα κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Επιχειρήσεις Ιουνίου – Ιουλίου 1921 προς το Εσκή Σεχήρ. Η δράση του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων κατά τη Μάχη του Τσαούς Τσιφλίκ – Υψώματος 1799
Κατ΄ αρχάς θα ήθελα να επισημάνω ότι για τις επιτυχίες, τις νίκες, τις αποτυχίες και τις ήττες ενός Στρατού υπεύθυνοι είναι πάντοτε οι ανώτατοι διοικητές του. Και τούτο επειδή στο στρατηγικό και επιχειρησιακό επίπεδο λαμβάνονται εκείνες οι κρίσιμες και αποφασιστικές αποφάσεις που καθορίζουν την επιτυχία ή την αποτυχία κάθε πολεμικής επιχείρησης. Παρά ταύτα, οι αποφάσεις και οι ενέργειες των ανώτατων διοικητών επιπέδου Μεραρχίας, αλλά και των ανώτερων διοικητών (Συνταγμάτων και Ταγμάτων) μπορεί να έχουν κρίσιμο ρόλο στην εξέλιξη μίας μάχης.
Σε αυτό το πολύ γενικό πλαίσιο εντάσσεται και η δράση του διοικητή του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων Συνταγματάρχη Πλαστήρα κατά τις επιθετικές επιχειρήσεις που διεξήγαγε η Στρατιά Μικράς Ασίας τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1921 με σκοπό την κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ.
Το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, διοικητής του οποίου καθ’ όλη τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας ήταν ο Συνταγματάρχης Ν. Πλαστήρας, αποτελούσε οργανικό Σύνταγμα της ΧΙΙΙης Μεραρχίας Πεζικού, η οποία κατά τις επιχειρήσεις του Ιουλίου 1921 διοικούνταν από τοv Συνταγματάρχη Κίμωνα Διγενή. Η ΧΙΙΙη Μεραρχία σύμφωνα με τον οργανισμό του Στρατού ήταν οργανική μεγάλη μονάδα του Α’ Σώματος Στρατού, αλλά κατά τις επιχειρήσεις του Ιουλίου 1921 είχε τεθεί υπό την διοίκηση του Β’ Σώματος Στρατού, υπό το οποίο και παρέμεινε μέχρι το τέλος σχεδόν της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Σχεδιάγραμμα 1: Επιχειρήσεις Ιουλίου 1921 προς το Εσκή Σεχήρ – Μάχη της Κιουτάχειας 1 – 3 Ιουλίου 1921
Κατά τις επιχειρήσεις του Ιουλίου του 1921, το Β’ Σώμα Στρατού με συμπαρατεταγμένες τις Μεραρχίες του (ΧΙΙΙη αριστερά και Vη δεξιά), είχε σαν αποστολή να επιτεθεί στη γενική κατεύθυνση Τουμλού Μπουνάρ – Ελμαλή Νταγ – Κιουτάχεια, επιδιώκοντας να υπερκεράσει την Τουρκική αμυντική τοποθεσία «Ομέρ Μπαμπά – Ακτσάλ Νταγ – υψώματα Τσαούς Τσιφλίκ», ανατολικά του Ακτσάλ Νταγ. Ανατολικότερα του Β’ Σώματος Στρατού θα ενεργούσε το Α’ Σώμα με τις Μεραρχίες Ιη, ΙΙη, ΧΙΙη και την Ταξιαρχία Ιππικού. Σχετικές πληροφορίες στο Σχεδιάγραμμα 1.
Για την εκτέλεση της αποστολής της η ΧΙΙΙη Μεραρχία διέθετε το 3ο Σύνταγμα Πεζικού και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων και θα επετίθετο στη γενική κατεύθυνση Αλτουντάς – Ακτσάλ Νταγ – Κιουτάχεια, ενώ στο δεξιό της, στην κατεύθυνση Ελμαλή Νταγ – Τσαούς Τσιφλίκ, θα επετίθετο η Vη Μεραρχία. Το 2ο Σύνταγμα Πεζικού της ΧΙΙΙης Μεραρχίας μαζί με άλλες Μονάδες αποτέλεσε Μικτό Απόσπασμα υπό τη διοίκηση του Αρχηγού Πεζικού της Μεραρχίας Συνταγματάρχη Δέδε, στο οποίο ανατέθηκε η κάλυψη του αριστερού πλευρού του Νότιου Τμήματος Στρατιάς (Α’ και Β’ Σ.Σ., Νότιο Συγκρότημα Μεραρχιών) στην περιοχή του χωριού Άμπια, δυτικά της κωμόπολης Αλτουντάς.
Επί των φύσει ισχυρών υψωμάτων Ομέρ Μπαμπά – Ακτσάλ Νταγ αμυνόταν η 5η Τουρκική Μεραρχία Καυκάσου εκ 10 Ταγμάτων, ενώ επί των υψωμάτων του Τσαούς Τσιφλίκ η 4η Τουρκική Μεραρχία εξ 7 Ταγμάτων.
Η ΧΙΙΙη Μεραρχία έλαβε επαφή με την τοποθεσία του Ακτσάλ Νταγ στις 1300 της 1ης Ιουλίου, αμέσως μόλις τα τμήματα της εμπροσθοφυλακής, αποτελούμενης από το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, υπερέβησαν το χωριό Αϊκεριτζίκ και δέχθηκαν πυρά πυροβολικού προερχόμενα από την κατεύθυνση του Ακτσάλ Νταγ. Τα 1ο και 2ο Τάγματα Ευζώνων του 5/42 Συντάγματος αναπτύχθηκαν εκατέρωθεν της οδού και υπό το πυρ του Τουρκικού Πυροβολικού προωθήθηκαν προς το Ακτσάλ, προσέγγισαν τις εχθρικές θέσεις σε απόσταση βολής όπλων Πεζικού (300-500 μ.;) και καλύφθηκαν εντός των αγρών μέχρι τον ερχομό της νύκτας.
Την 2230 ώρα ο διοικητής του Β΄ Σώματος Στρατού κάλεσε στο τηλέφωνο τον διοικητή της ΧΙΙΙ Μεραρχίας προκειμένου να πληροφορηθεί την τακτική κατάσταση στο μέτωπο της Μεραρχίας και έλαβε την εξής απάντηση:
«Η γραμμή του πεζικού ευρίσκεται 2 χλμ προ των εχθρικών θέσεων, υποφέρει όμως υπό του εχθρικού πυροβολικού. Το ημέτερον πυροβολικόν δεν δύναται να αναπτυχθή. Το βαρύ πυροβολικό διέταξα να κινηθή εν πεδιάδι και ευρήκε θέσεις όπισθεν χωρίου Αϊκεριτζή, αίτινες εν μέρει μόνον πληρούν όρον προκαλύψεως. … Η περαιτέρω προέλασις του πεζικού λίαν δυσχερής. Διέταξα το βαρύ πυροβολικό να κατέλθη κατά τη διάρκεια της νυκτός και ταχθή εις το χωρίον. Το πεδινόν Πυροβολικόν είναι αχρησιμοποίητον διότι δεν ευρίσκει που να ταχθή. Ουδόλως υπάρχουν κεκαλυμμέναι θέσεις».
[Σημ.: Η απόσταση των 2 χλμ από τις εχθρικές θέσεις, οπωσδήποτε δεν βρισκόταν εντός του βεληνεκούς των όπλων του εχθρικού πεζικού.]
Στις 2300 ώρα η Μεραρχία έλαβε προπαρασκευαστική διαταγή του Β’ Σώματος Στρατού περί συνεχίσεως της προελάσεως την επομένη ημέρα και επιθέσεως κατά των εχθρικών θέσεων.
Οι απώλειες της ΧΙΙΙ Μεραρχίας στις 1 Ιουλίου ανήλθαν σε 4 νεκρούς και 33 τραυματίες οπλίτες, προερχόμενες όλες από τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού.
Το πρωί της 2ας Ιουλίου, κατά την οποία στη ζώνη ενεργείας της Vης Μεραρχίας άρχιζε η αιματηρή μάχη του Τσαούς Τσιφλίκ, η ΧΙΙΙη Μεραρχία προβαίνει σε μακράς διαρκείας αναγνωρίσεις για την εύρεση του καταλληλότερου σημείου για να επιτεθεί, από τις οποίες διαπιστώνει ότι η εχθρική γραμμή κατέχεται ισχυρότατα και ότι σε κάποια σημεία βόρεια του χωριού Σεβντιγκί υπάρχουν συρματοπλέγματα]. Στις 1800 ώρα επιτυγχάνεται επιτέλους η τάξη του βαρέως Πυροβολικού το οποίο αρχίζει να προσβάλλει τις εχθρικές θέσεις εκατέρωθεν του αυχένα του Ακτσάλ, χωρίς η βολή αυτή να υποστηρίζει και επίθεση του Πεζικού. Κατά την υπόψη βολή βλήθηκαν 100 βολές βαρέως πυροβολικού και 28 πεδινού πυροβολικού. Με άλλα λόγια, να κάνουμε κάτι για τα μάτια του προϊσταμένου. Στις 1815 η Μεραρχία λαμβάνει διαταγή του Β’ Σώματος να επιτεθεί αμέσως, ενώ θα έπρεπε να είχε προσεγγίσει τους πρόποδες τους Ακτσάλ κατά τη νύκτα της 1ης προς 2α Ιουλίου και με το λυκαυγές της 2ας Ιουλίου να είχε εκτοξεύσει γενική έφοδο κατά των εχθρικών θέσεων. Κατόπιν της διαταγής του Σώματος, η Μεραρχία διέταξε τα σε επαφή με τον εχθρό τμήματα της, δηλαδή το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, να επιτεθούν, αλλά «περιπολίες μάχης» που προηγήθηκαν των τμημάτων επιθέσεως μόλις έφθασαν σε απόσταση 500 μέτρων από τις εχθρικές θέσεις δέχθηκαν σφοδρά πυρά πεζικού και πολυβόλων και καθηλώθηκαν (το τελευταίο δεν το αναφέρει). Επομένως αφού καθηλώθηκαν οι «περιπολίες» θα καθηλώθηκε και η δύναμη επιθέσεως, άγνωστο όμως σε ποια απόσταση από τις εχθρικές θέσεις. Στις 2100 η Μεραρχία λαμβάνει νέα διαταγή του Σώματος να συνεχίσει την επίθεσή της (αλλά είναι νύκτα πλέον και «ες αύριον τα σπουδαία»).
Σχεδιάγραμμα 2: Η Μάχη του Τσαούς Τσιφλίκ και η αδράνεια του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων προ του Ακτσάλ
Η ΧΙΙΙη Μεραρχία καθ΄ όλη την διάρκεια της μάχης που διεξαγόταν στο δεξιό της από την Vη Μεραρχία, δηλαδή στις 2 και 3 Ιουλίου, παρέμεινε αδρανής. Η αδράνεια της ΧΙΙΙης Μεραρχίας και η δυσχερής θέση στην οποία βρέθηκε η Vη Μεραρχία, αντιμετωπίζοντας τρεις Τουρκικές Μεραρχίες, αναστάτωσαν την Στρατιά. Ο τότε διοικητής της Στρατιάς Αντιστράτηγος Παπούλας αναφερόμενος αργότερα στην αδράνεια της ΧΙΙΙης Μεραρχίας κατά την κρίσιμη ημέρα της 2ας Ιουλίου, την απέδωσε σε κάποιο επεισόδιο το οποίο πληροφορήθηκε (μάλλον μετά την καταστροφή) από επιτελή της ΧΙΙΙης Μεραρχίας και το οποίο κατά τον Παπούλα έδινε εξηγήσεις «δια την τότε δράσιν της ΧΙΙΙ Μεραρχίας». Όμως ο Στρατηγός Διγενής, στον οποίο ανέφερε ο Παπούλας το επεισόδιο, «απέφυγε επιμελώς να απαντήση ισχυρισθείς ότι δεν έπρεπε να εκτεθούν παρόμοια γεγονότα. Εν τούτοις καίτοι ο Στρατηγός κ. Διγενής δεν εβεβαίωσε το αναφερόμενον επεισόδιον χωρίς όμως και να μας το διαψεύση, εκ της γενομένης μετ΄ αυτού συζητήσεως ήχθημεν εις το συμπέρασμα ότι προφανώς το επεισόδιον τούτο εγένετο και δεν είναι δυνατόν παρά να είναι αληθές.».
[Σημ.: Το βιβλίο «Η αγωνία ενός έθνους» του Ιωάννη Πασσά εκδόθηκε το 1925, δηλαδή σε μία ανώμαλη πολιτική περίοδο με χαρακτηριστικά έντονης στρατοκρατίας Βενιζελικού και Πλαστηριακού χρώματος, «Δημοκρατικών Ταγμάτων», ανακριτικών επιτροπών κατά πολλών για δοσιλογισμό (όχι άδικα), ανακρίσεων κατά αξιωματικών για την στάση τους κατά την αιχμαλωσία και κατόπιν τούτου η κάθε «περίεργη» αναφορά σε πρόσωπα και γεγονότα μπορούσε να οδηγήσει σε περιπέτειες.]
Συνεχίζοντας ο Στρατηγός Παπούλας αναφέρει ότι το πρωί της 2ας Ιουλίου ο διοικητής της ΧΙΙΙης Μεραρχίας αντιληφθείς τη σπουδαιότητα της επιχείρησης (για την κατάληψη του Ακτσάλ) και το επίπονο της διεξαγωγής αυτής, κάλεσε τον διοικητή του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων Συνταγματάρχη Πλαστήρα, τον οποίο διέταξε να επιτεθεί δια του Συντάγματός του κατά των εχθρικών εκείνων θέσεων (κατά του Ακτσάλ), τονίζοντάς του ότι του ανέθετε την επιχείρηση επειδή είχε την γνώμη ότι το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων θα την διεξήγαγε ευχερέστερα και ασφαλέστερα. «Παραδόξως όμως ο κ. Πλαστήρας αντί να συμμορφωθή με την δοθείσαν διαταγήν ηρνήθη να εκτελέση ταύτην και δικαιολογούμενος δια την άρνησίν του απάντησε έχων προ όψιν του την βαλλομένην από τον εχθρικόν πυροβολικόν πεδιάδα: «Κύριε Μέραρχε εγώ δεν εννοώ να κάψω τους ευζώνους μου».
Η άρνηση του Πλαστήρα να εκτελέσει την εντολή του προϊσταμένου του συνιστά κατά τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα το έγκλημα της ανυπακοής ενώπιον του εχθρού, πράγμα που τιμωρείται εξαιρετικά αυστηρά.
[Σύμφωνα με το άρθρο 53 του σημερινού Σ.Π.Κ. για το έγκλημα της ανυπακοής ισχύουν τα εξής: 1. Στρατιωτικός που λαμβάνει προσταγή από τον αρχηγό του να εκτελέσει οποιαδήποτε υπηρεσία και αρνείται να υπακούσει ή παραλείπει την εκτέλεση της, τιμωρείται: α) Σε ειρηνική περίοδο, με φυλάκιση. β) Σε πολεμική περίοδο, με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη και αν η πράξη τελέσθηκε ενώπιον του εχθρού, με θάνατο ή ισόβια κάθειρξη.]
Αν ο διοικητής της ΧΙΙΙης Μεραρχίας σεβόταν το αξίωμα του, τα γαλόνια του και τον όρκο του και ήταν αποφασισμένος να εκτελέσει την αποστολή του, θα αφαιρούσε πάραυτα τη διοίκηση από τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα και θα τον παρέπεμπε σε έκτακτο στρατοδικείο για ανυπακοή ενώπιον του εχθρού. Αλλά ο Διγενής δεν το έπραξε. Πιθανόν ο διοικητής της ΧΙΙΙ Μεραρχίας να συμμερίστηκε τους λόγους της άρνησης του Πλαστήρα και τούτο αποδεικνύεται από τους λόγους που επικαλείται στις αναφορές του προς το Β’ Σώμα Στρατού για να δικαιολογήσει την αδράνεια της Μεραρχίας του. Στις αναφορές αυτές η ΧΙΙΙη Μεραρχία υποστήριζε ότι το Ακτσάλ είναι ισχυρά οργανωμένο (που όσον αφορά το έντονα ορεινό τμήμα εκατέρωθεν του αυχένα, μάλλον δεν ίσχυε), ότι το έδαφος προ του Ακτσάλ είναι επίπεδο και ακάλυπτο και ότι επιτιθέμενη θα μπορούσε να καταλάβει το Ακτσάλ αλλά θα υφίστατο μεγάλες απώλειες. Κατόπιν τούτου θεωρούσε ότι θα έπρεπε να αναμείνει την προέλαση της Vης Μεραρχίας και την κατάληψη των υψωμάτων του Τσαούς Τσιφλίκ και ύστερα να προελάσει. Στη πραγματικότητα ο Συνταγματάρχης Πλαστήρας και η ΧΙΙΙη Μεραρχία είχαν καθηλωθεί ηθικά από τον όγκο του Ακτσάλ Νταγ που πρόβαλε απειλητικό στην πεδιάδα και όχι από την αντίδραση των Τούρκων, με αποτέλεσμα από το μεσημέρι της 1ης μέχρι και το πρωί της 4ης Ιουλίου η ΧΙΙΙη Μεραρχία να παραμείνει αδρανούσα προ του Ακτσάλ.
Σε κάθε περίπτωση ο διοικητής της ΧΙΙΙης Μεραρχίας και ο Πλαστήρας όφειλαν να εκτελέσουν την αποστολή που τους ανατέθηκε, δεδομένου ότι επιτιθέμενοι θα αγκίστρωναν σημαντικές εχθρικές δυνάμεις επί του Ακτσάλ και θα διευκόλυναν ούτως την ενέργεια της Vης Μεραρχίας. Η επίθεση της ΧΙΙΙης Μεραρχίας για την κατάληψη του Ακτσάλ δεν ήταν ανάγκη να εκτελεστεί μετωπικά προς την κατεύθυνση του αυχένα, αλλά μπορούσε να διεξαχθεί και με άλλους τρόπους, εντός της ζώνης ενεργείας της Μεραρχίας, που θα περιόριζαν τις απώλειες. Δυστυχώς στον Ελληνικό Στρατό ακόμη και μέχρι πρόσφατα καθοριζόταν κατεύθυνση επιθέσεως και όχι ζώνη ενεργείας, που εκ των πραγμάτων, ενδεχομένως και ασυνείδητα, περιόριζε την ανάπτυξη της πρωτοβουλίας των υφισταμένων διοικητών.
Το Ακτσάλ Νταγ από το ύψος του χωριού Αϊκεριτζίκ
Πληροφορίες από άλλες πηγές
Άρθρο του Συνταγματάρχη Λεωνίδα Σαγιά, Επιτελάρχη του Β΄ Σώματος Στρατού κατά τις επιχειρήσεις του Ιουλίου 1921, δημοσιευθέν στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ την 25η Φεβρουαρίου 1924
Ο Επιτελάρχης του Β΄ Σ.Σ. Συνταγματάρχης Λεωνίδας Σαγιάς προωθήθηκε τις απογευματινές ώρες της 2ας Ιουλίου στη ζώνη ενεργείας της ΧΙΙΙης Μεραρχίας κομίζοντας την τρίτη κατά την ημέρα εκείνη διαταγή του Σώματος προς την Μεραρχία για να επιτεθεί κατά των εχθρικών θέσεων. Ο Συνταγματάρχης Σαγιάς προωθήθηκε προς αναγνώριση μέχρι το χωριό Πουσάν, όπου κατέφθασε και το πεδινό Πυροβολικό του Σώματος το οποίο και ετάχθη. Στη συνέχεια ο Συνταγματάρχης προχώρησε προς τον αυχένα του Ακτσάλ και σταμάτησε μερικές εκατοντάδες μέτρα από αυτόν όπου δέχθηκε πυρά από τυφεκίων και ενός πολυβόλου. Εκ της αναγνωρίσεως αυτής προέκυψαν τα εξής:
«… 2) Τα πλευρά του αυχένος τούτου δεν ήσαν απρόσιτα, αλλ΄ απλώς δύσβατα και όχι πολύ απότομα προς δυσμάς— συνεπώς ταύτα ήσαν κατάλληλα προς επίθεσιν λόγω της σχηματιζομένης απροσβλήτου ζώνης ιδίως εις τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού. … 3β) Ότι ο εχθρός δεν διέθετε Πυροβολικόν διότι αν είχε τοιούτον θα έβαλε και κατά του αυτοκινήτου και κατά του Πεδινού Πυροβολικού όπερ εκινείτο όλως ακάλυπτον επί της οδού. 7) Το Σύνταγμα Πλαστήρα ήτο τοποθετημένον εις μεγάλην απόστασιν από των εχθρικών θέσεων, αφού ευρίσκετο πολύ οπίσω της θέσεως εις ήν έστημεν το πυροβολικόν και εγώ. 8) Ότι τούτων ούτως εχόντων, η επίθεσις και δυνατή ήτο και επιβεβλημένη και έπρεπε να γίνη καθ’ ον τρόπον είναι γνωστόν ότι γίνονται αι επιθέσεις κατ’ αυχένων … 9) Ότι αν η επίθεσις εγίνετο κατά την ωραίαν εκείνην νύκτα αφεύκτως θα επετύγχανε σχεδόν άνευ απωλειών και με την εντύπωσιν ότι θα εγένετο, επέστρεψα εις το Σώμα το μεσονύκτιον.»
Τέλος κλείνει το άρθρο του με την φράση: «Ούτως εδημιουργούντο οι ήρωες. Άλλοι έχυνον το αίμα τους εν Μ. Ασία και άλλοι διεφημίζοντο εν Αθήναις.»
Παρά ταύτα και η νύκτα της 2ας/3η Ιουλίου παρήλθε, όπως και η επομένη 3 Ιουλίου, με τη ΧΙΙΙη Μεραρχία αδρανούσα και μη επιτιθέμενη, ενώ οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να υποχωρούν προς το Εσκή Σεχήρ. Το πρωί της 4ης Ιουλίου βρήκε τη ΧΙΙΙη Μεραρχία καθηλωμένη προ του εγκαταλειμμένου από τον εχθρό Ακτσάλ, την ίδια ώρα που οι άλλες Μεραρχίες της Στρατιάς εκκινούσαν για τη καταδίωξη των υποχωρούντων Τούρκων.
Συνέντευξη του Υποστράτηγου ε.α. Δημητρίου Πολύζου, διευθυντού του ΙΙΙ Γραφείου της ΧΙΙΙ Μεραρχίας κατά τις επιχειρήσεις του Ιουλίου 1921 στην Διεύθυνση Στρατιωτικής Ιστορίας το 1961
Ο Υποστράτηγος ε.α. Δημήτριος Πολύζος αναφερόμενος στις επιχειρήσεις της ΧΙΙΙ Μεραρχίας τον Ιούλιο του 1921, δήλωσε τα εξής σε σχέση με το εξεταζόμενο ζήτημα:
Στο διάστημα 1-3 Ιουλίου είχε ακολουθήσει κατ΄ εντολή της Μεραρχίας το πλευρικό Απόσπασμα Άμπιας. Το απόγευμα της 3ης Ιουλίου ανησυχώντας από την «παράδοξον εξέλιξιν των επιχειρήσεων της Μεραρχίας» αναχώρησε με δική του πρωτοβουλία από το Απόσπασμα και μετέβη στον σταθμό διοικήσεως της Μεραρχίας όπου συναντήθηκε με τον Επιτελάρχη Δημήτριο Καλιαγκάκη, ο οποίος ήταν εξαιρετικά ταραγμένος λόγω των πιέσεων του Σώματος και της Στρατιάς για την αδικαιολόγητη απραξία της Μεραρχίας. Στη συζήτηση που επακολούθησε ο Επιτελάρχης ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να γίνει επίθεση επειδή το λέει ο Πλαστήρας. Ο Λοχαγός τότε Πολύζος απάντησε ότι δεν μπορούμε να σταθούμε στο τι λέει ο Πλαστήρας και αν η επίθεση δεν γίνεται ημέρα μπορεί να γίνει νύκτα και ότι θα αναλάμβανε ο ίδιος με μία διλοχία να εκτελέσει την νυκτερινή επίθεση και τούτο να μην το αρνηθεί ο Πλαστήρας. Στη συνέχεια όμως, και ύστερα από επέμβαση της Στρατιάς, όπως ο ίδιος αναφέρει, αποφασίστηκε η συγκρότηση ενός Μικτού Αποσπάσματος από το 3ο Σύνταγμα Πεζικού το οποίο θα ενεργούσε κατά τη νύκτα στον χώρο μεταξύ των Vης και ΧΙΙΙης Μεραρχιών προς Καρατζά Εϋρέν. Η επιχείρηση εκτελέστηκε, αλλά βρέθηκαν ενώπιον κενών χαρακωμάτων, αφού οι Τούρκοι κατά τη διάρκεια της νύκτας είχαν εκκενώσει την τοποθεσία του Ακτσάλ.
Αναφερόμενος στον Πλαστήρα είπε τα εξής:
«… Ο Συνταγματάρχης Πλαστήρας διοικητής του 5/42 Ευζώνων κατείχετο από την έμμονον σκέψιν ότι ελιγμός σημαίνει υπερκέρασις και ουδέν άλλο, επί πλέον δε διασαλπίζων το σύνθημα ότι έπρεπε να φειδόμεθα του αίματος των μαχητών, κατέληγεν εις το συμπέρασμα ότι αφού δια της κυκλώσεως παρά του Α’ Σώματος Στρατού θα έπιπτεν και η τοποθεσία του Ακτσάλ Νταγ, διατί να θυσιάσωμεν ευζώνους δι’ επίθεσιν κατά μέτωπον. Ήτο τόση η «γοητεία» θα είπομεν που ήσκει ιδία επί του όντως καλού στρατιώτου και πολεμιστού αντισυνταγματάρχου Καλιαγκάκη και εν μέρει επί του Μεράρχου Κ. Διγενή ώστε τους αφήρει πάσαν δυνατότητα σκέψεως.»
Προκαλεί το όντως απορία ότι ο Συνταγματάρχης Ν. Πλαστήρας, παρά τη μέχρι τότε μακρά πολεμική υπηρεσία του, δεν είχε αντιληφθεί ότι για ελιχθεί με ταχύτητα η δύναμη υπερκέρασης προς το πλευρό και τα νώτα του αντιπάλου, θα πρέπει οι λοιπές επιτιθέμενες δυνάμεις να αγκιστρώσουν προ του μετώπου τους όσο το δυνατό περισσότερες εχθρικές δυνάμεις.
Το ανέκδοτο σύγγραμμα του Στρατηγού Αριστοτέλη Βλαχόπουλου, διοικητού του Β’ Σώματος Στρατού κατά τις επιχειρήσεις του Ιουλίου 1921
Ο Στρατηγός Αριστοτέλης Βλαχόπουλος στο ανέκδοτο σύγγραμμά του για τις επιχειρήσεις του Ιουλίου του 1921 (ΔΙΣ, Φ.265/Ζ/4) αποφεύγει επιμελώς να αναφερθεί στην αδράνεια της ΧΙΙΙης Μεραρχίας προ του Ακτσάλ, για την οποία αδράνεια και ο ίδιος είχε ευθύνη αφού δεν επενέβη (ως όφειλε) ισχυρά επί του Μεράρχου της ΧΙΙΙης Μεραρχίας προκειμένου να του επιβάλει την θέλησή του, ώστε αυτός να εκτελέσει την αποστολή του. (Την ίδια ασφαλώς ευθύνη είχε και ο Μέραρχος της ΧΙΙΙης Μεραρχίας αφού δεν άσκησε την εξουσία του επί του Πλαστήρα για να του επιβάλει την θέλησή του). Μάλλον ο διοικητής του Β’ Σώματος ανέχθηκε την αδράνεια της Μεραρχίας του, αφού κατά την επίσκεψή του στον σταθμό διοικήσεως της Μεραρχίας τη μεσημβρία της 2ας Ιουλίου για να παρακολουθήσει την δράση της, αν και διαπίστωσε ότι η Μεραρχία συνέχιζε από το πρωί να εκτελεί αναγνωρίσεις για να βρει το σημείο επιθέσεως και να μην ενεργεί, αποδέχθηκε τις αιτιάσεις που προέβαλε περί των δυσχερειών που θα παρουσίαζε η δια της πεδιάδας επίθεση εναντίον του ισχυρά οργανωμένου Ακτσάλ Νταγ και των μεγάλων απωλειών που θα προέκυπταν από αυτή την ενέργεια. Με άλλα λόγια ο διοικητής της ΧΙΙΙης Μεραρχίας δικαιολόγησε την αδράνεια της Μεραρχίας του επικαλούμενος τις δικαιολογίες του Πλαστήρα.
Ακόμη ο Στρατηγός Βλαχόπουλος στο σύγγραμμά του προσπάθησε να αποσείσει τις δικές του ευθύνες και του Στρατηγού Διγενή για την αδράνεια της ΧΙΙΙης Μεραρχίας και απέδωσε την ευθύνη στην Στρατιά, η οποία όπως γράφει δεν ανέμενε την άφιξη των Μεραρχιών του Α’ Σώματος Στρατού στο ύψος της Vης Μεραρχίας για να διατάξει ταυτόχρονη επίθεση όλων των Μεραρχιών των Α’ και Β’ Σωμάτων, αλλά διέταξε όλες οι Μεραρχίες να συνεχίσουν την προέλασή τους στις 2 Ιουλίου, με αποτέλεσμα η Vη Μεραρχία ως προωθημένη έναντι όλων των άλλων Μεραρχιών, να εμπλακεί από πολύ νωρίς το πρωί σε σφοδρή μάχη με τις εχθρικές δυνάμεις έχοντας ακάλυπτα και τα δύο πλευρά της. Ασφαλώς σε αυτό έχει δίκιο. Η Στρατιά κατά τις επιχειρήσεις προς το Εσκή Σεχήρ στάθηκε ανίκανη να συντονίσει τις ενέργειες των υφισταμένων της διοικήσεων, κάτι που θα αποτελέσει γενικό κανόνα σε όλες τις επιχειρήσεις μέχρι και το τέλος της Εκστρατείας. Όμως και το Β’ Σώμα Στρατού στάθηκε ανίκανο να συντονίσει τις ενέργειες των δύο Μεραρχιών του και οι κύριες αιτίες αυτής της αποτυχίας είναι αφ’ ενός η ανοχή του στην αδράνεια της ΧΙΙΙ Μεραρχίας και αφ΄ ετέρου η μεγάλη απόσταση μεταξύ του σταθμού διοικήσεως του Σώματος και των σταθμών διοικήσεως των Μεραρχιών (άνω των 30 χλμ), πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα να διακόπτονται οι τηλεφωνικές επικοινωνίας λόγω καταστροφής των τηλεφωνικών καλωδίων από τους Τούρκους χωρικούς.
Σε κάθε περίπτωση η εκτέλεση της αποστολής από οποιαδήποτε μονάδα δεν αποτελεί ζήτημα επιλογής του διοικητή της μονάδας. Η αποστολή εκτελείται πάντοτε και στον χρόνο που προσδιορίζεται. Ο διοικητής κάθε μονάδας, έχει σαν φάρο και οδηγό του, τη τήρηση του όρκου του και την εκτέλεση της αποστολής του.
Η άρνηση του Πλαστήρα να επιτεθεί κατά του Ακτσάλ Νταγ και γενικότερα η αδράνεια της ΧΙΙΙης Μεραρχίας, επέτρεψαν στην 4η Τουρκική Ομάδα Μεραρχιών (διοίκηση επιπέδου Σώματος Στρατού) να αφαιρέσει δυνάμεις από την 5η Μεραρχία Καυκάσου (που αμυνόταν επί του Ακτσάλ Νταγ) και να τις μεταφέρει στα υψώματα του Τσαούς Τσιφλίκ προς ενίσχυση της 4ης Μεραρχίας, ως επίσης να προσανατολίσει προς τον τομέα του Τσαούς Τσιφλίκ και το μεγαλύτερο μέρος των 7ης και 23ης Τουρκικών Μεραρχιών, καθώς και τα πυρά του βαρέως πυροβολικού που είχε ταχθεί όπισθεν του Ακτσάλ Νταγ.
Η Έκθεση Πεπραγμένων του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων για τις επιχειρήσεις του Ιουλίου δεν βρίσκεται στο αρχείο της ΔΙΣ.
Η μάχη του Τσαούς Τσιφλίκ
Όπως ήδη αναφέραμε, δεξιότερα της ΧΙΙΙης Μεραρχίας επιτέθηκε η Vη Μεραρχία του Συνταγματάρχη Ιωάννη Τριλίβα, η οποία αρχικά ενέπλεξε στον αγώνα το 33ο Σύνταγμα Πεζικού του ηρωικού, πλην άγνωστου στους πολλούς, Συνταγματάρχη Νικολάου Ρόκα, ο οποίος δεν αρνήθηκε να επιτεθεί και να εκτελέσει την αποστολή του, όπως έκανε ο Συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας, παρ’ όλο που και το 33ο Σύνταγμα κατά την προέλαση του προς τα υψώματα του Τσαούς Τσιφλίκ κινήθηκε επί πεδινού εδάφους που βαλλόταν δραστικά από το Τουρκικό πυροβολικό. Στη συνέχεια του αγώνα η Vη Μεραρχία ενέπλεξε διαδοχικά στη μάχη και τα 43ο και 44ο Συντάγματά της, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Δημήτριο Νικολοδήμο το πρώτο και το Συνταγματάρχη Γρηγόριο Φαληρέα το δεύτερο.
Ενώ η Vη Μεραρχία καθ’ όλη τη διάρκεια της 2ας Ιουλίου, αλλά και τη νύκτα της 2ας/3ης Ιουλίου μάτωνε ακατάπαυστα επί των υψωμάτων του Τσαούς Τσιφλίκ αγωνιζόμενη έναντι υπέρτερων εχθρικών δυνάμεων, η ΧΙΙΙη Μεραρχία «παρέμενε θεατής στην σφαγή που εξελισσόταν δεξιά της». Η Vη Μεραρχία κινδύνεψε πολλάκις να ανατραπεί από τις συνεχείς και σφοδρές αντεπιθέσεις που δεχόταν από τις Τουρκικές Μεραρχίες, αλλά τελικά χάρη στην αυτοθυσία των αξιωματικών και οπλιτών της, μπόρεσε και κράτησε τις θέσεις της.
Η Τουρκική αμυντική τοποθεσία διασπάστηκε στις 3 Ιουλίου στη περιοχή του χωριού Τσαούς Τσιφλίκ – Ύψωμα 1799, χάρη στην ηρωική προσπάθεια των Vης και Ιης Μεραρχιών. Στο σκληρό διήμερο αγώνα η συμμετοχή της ΧΙΙΙης Μεραρχίας ήταν μηδενική, όπως μαρτυρά και ο πίνακας απωλειών που ακολουθεί:
Περισσότερες λεπτομέρειες στο άρθρο μας «Η Μάχη του Τσαούς Τσιφλίκ – Υψώματος 1799 και η δράση του 33ου Συντάγματος Πεζικού» και στο Σχεδιάγραμμα 1 του παρόντος κειμένου, καθώς στον 4ο Τόμο της ΔΙΣ, «Επιχειρήσεις Ιουνίου – Ιουλίου 1921», σελίδες 210-219, 226-229 και 232.
Γενική Ιστοριογραφία
Στα αναφερόμενα στην γενική ιστοριογραφία περί της δράσης του Συνταγματάρχη Νικολάου Πλαστήρα, ένας από τους βιογράφους του Πλαστήρα, ο Κώστας Χατζηαντωνίου, αναφερόμενος στις επιχειρήσεις του Ιουλίου φαίνεται ότι γνωρίζει τα σχετικά με την ανυπακοή του Πλαστήρα, αλλά αποφεύγει επιμελώς να αναφερθεί με λεπτομέρειες σε αυτή. Αντιθέτως χρησιμοποιώντας λακωνικό λόγο, εμμέσως πλην σαφώς δικαιολογεί την ανυπακοή του Πλαστήρα, ή της δίνει «συγχωροχάρτι». Γράφει σχετικά στη σελίδα 76 του βιβλίου του: «Το 5/42 καθηλώθηκε στο Ακτσάλ Νταγ, έναν ακάλυπτο βράχο τον οποίο οι επιτελείς του Σώματος ήθελαν να καταληφθεί με μετωπική επίθεση. Τελικά ο εχθρός συνεπτύχθη και άνοιξε ο δρόμος …».
Το δυτικό Ακτσάλ: Όχι ιδιαίτερα πετρώδες ή τρομακτικό
Για όποιον έχει σχετική γνώση του όλου ζητήματος, η παραπάνω πρόταση ακούγεται ως έμμεση δικαιολόγηση της άρνησης του Πλαστήρα να επιτεθεί κατά του Ακτσάλ. Ο Πλαστήρας όμως δεν καθηλώθηκε προ του Ακτσάλ. Καθηλώνεσαι όταν επιτίθεσαι· αλλά ο Πλαστήρας δεν επιτέθηκε. Αρνήθηκε να επιτεθεί. Ο Κώστας Χατζηαντωνίου γράφει ότι οι επιτελείς του σώματος ήθελαν να καταληφθεί το Ακτσάλ με μετωπική επίθεση. Για όσους δεν γνωρίζουν, οι επιτελείς ούτε αποφασίζουν, ούτε διατάσσουν. Η απόφαση και η έκδοση διαταγών είναι αποκλειστικό δικαίωμα των διοικητών και ο Πλαστήρας αρνήθηκε να εκτελέσει εντολή του διοικητή του. Αν επετίθετο, είχε κάθε δικαίωμα να επιλέξει ο ίδιος το πώς θα εκτελούσε την επίθεση του. Και υπήρχαν πολλοί τρόποι (μέθοδοι) για να επιτεθεί. Επίσης ο Κ.Χ. γράφει ότι ο εχθρός συνεπτύχθη, αλλά αποφεύγει να αναφέρει (και να αποδώσει έτσι την οφειλόμενη τιμή σε αυτούς που πρέπει) ότι ο εχθρός συνεπτύχθη χάρις στον ηρωισμό, την ανδρεία και την αυτοθυσία των 302 αξιωματικών και οπλιτών της Vης Μεραρχίας που έπεσαν στο πεδίο της τιμής, καθώς και στο αίμα των 1064 τραυματιών της ίδιας Μεραρχίας. Ακόμη ο βιογράφος του Πλαστήρα δεν αναφέρει αν το αίμα των ανδρών της Vης Μεραρχίας ήταν φθηνό και των ευζώνων του Πλαστήρα ακριβό. Βεβαίως ο Κώστας Χατζηαντωνίου δεν δικαιολογείται να μη γνωρίζει ότι η ανατιθέμενη σε ένα διοικητή μονάδας (οποιουδήποτε κλιμακίου) αποστολή, εκτελείται πρόθυμα και άνευ αντιλογίας («ορκίζομαι … υποταγή στους ανωτέρους μου, να εκτελώ προθύμως και άνευ αντιλογίας τις διαταγές τους …»).
Το ζήτημα είναι ότι ο Πλαστήρας αρνήθηκε να εκτελέσει την αποστολή που του ανατέθηκε, πράγμα που αποτελεί μείζον στρατιωτικό έγκλημα σε καιρό πολέμου και αυτό το σοβαρότατο ζήτημα όλοι σχεδόν οι υμνητές του Πλαστήρα το προσπερνούν αδιάφορα. Ότι χειρότερο ως παράδειγμα για τα νέα στελέχη του Στρατού.
Ο θλιβερός επίλογος αυτής της ιστορίας, είναι ότι ο Κίμων Διγενής θα αναλάβει αργότερα τη διοίκηση του Β’ Σώματος Στρατού και μετά τη μάχη του Αλή Βεράν θα συλληφθεί αιχμάλωτος παρά των Τούρκων, ο δε Πλαστήρας μετά τη καταστροφή θα αναλάβει πραξικοπηματικά και δια της ισχύος των όπλων την κρατική εξουσία και το ρόλο του εισαγγελέα, του δικαστή και του δημίου κατά των —κατά τη γνώμη του— υπευθύνων της Καταστροφής, παραβλέποντας όμως τις δικές του ευθύνες και διαγράφοντας όλα τα σοβαρά στρατιωτικά εγκλήματα (προδοσίας, παράδοση θέσης, ανυπακοής, στάσης, λιποταξίας ενώπιον του εχθρού, εγκατάλειψη της διοίκησης τμήματος κ.α.) που διαπράχθηκαν από στρατιωτικούς κατά τη περίοδο από τις 13 Αυγούστου 1922 μέχρι και την απομάκρυνση και του τελευταίου στρατιωτικού τμήματος από τη Μικρασιατική γη, τα οποία συναθροιζόμενα άσκησαν σοβαρή επιρροή στη καταστροφή της Μικρασιατικής Στρατιάς.
Πηγή: belisarius21.wordpress.com
Σχετικά άρθρα: