Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Στην Ελλάδα –στις δομές του κράτους, στις δομές και τους φορείς της ενημέρωσης, αλλά και στην ίδια την κοινωνία– υπάρχει εμπεδωμένη μια προκατάληψη, την οποία την βρίσκει κανείς μπροστά του νομοτελειακά, όποτε επιχειρεί να θίξει δημοσίως με τον έναν ή τον άλλον τρόπο το Κουρδικό.
Η προκατάληψη αυτή δεν προβάλλει μόνο τον ισχυρισμό ότι «οι Κούρδοι μάς έσφαξαν, άρα δεν επιτρέπεται να συζητάμε για ενδεχόμενο συνεργασίας και συμμαχίας μαζί τους», αλλά προχωρά ακόμα πιο πέρα, δίνοντας «γραμμή» να είμαστε υπέρ της ενότητας και της ακεραιότητας της Τουρκίας, γιατί «ό,τι χάσει η Τουρκία στα ανατολικά της, θα το κερδίσει στα δυτικά της».
Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, είναι ιστορικά ανακριβές αφού οι Κούρδοι δεν ήταν σύνοικοι ούτε καν γειτονικοί πληθυσμοί με τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, με εξαίρεση ορισμένους ελληνικούς οικισμούς του Πόντου, που γειτνίαζαν με κουρδικούς.
Το σωστό είναι ότι ορισμένες φατρίες των Κούρδων, από την εποχή του Αβδούλ Χαμίτ και των Συνταγμάτων Χαμιδιέ, συνεργάστηκαν με το οθωμανικό κράτος και σε ορισμένες περιπτώσεις στράφηκαν εναντίον Αρμενίων, Ασσυρίων και φυλών Κούρδων που δεν συνεργάζονταν με το οθωμανικό κράτος.
Το πώς, το βλέπουμε παρακάτω.
Ο Μουσταφά Κεμάλ, αφού αποβιβάστηκε στην Αμισό τις 19 Μαΐου 1919, διοργάνωσε δυο συνέδρια – ένα στη Θεοδοσιούπολη (Erzurum) από 23 Ιουλίου μέχρι 7 Αυγούστου, και ένα στη Σεβάστεια (Sivas), από τις 4 μέχρι τις 11 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους.
Στα συνέδρια αυτά ο Κεμάλ προσπάθησε να κερδίσει την υποστήριξη των τοπικών αρχόντων της Ανατολίας –μεταξύ αυτών και οι Κούρδοι– για να οργανώσει την λεγόμενη Τουρκική Εθνοσυνέλευση στην Άγκυρα και τον νέο τακτικό στρατό, με σκοπό να εκδιώξει από τα εδάφη της Μικράς Ασίας τα ξένα στρατεύματα «κατοχής», όπως τα ονόμαζε (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ελληνικά).
Εκείνοι που ήταν δύσπιστοι ήταν οι Κούρδοι αλεβίτες των νομών Ντέρσιμ, Μαλάτειας, Ερζινγκιάν και Σεβάστειας – νομοί που γειτνιάζουν με τον Πόντο. Οι ηγέτες των φυλών αυτών από τον Μάρτιο του 1918 είχαν αρχίσει να οργανώνονται για να απαιτήσουν αυτονομία και έβλεπαν με καχυποψία τις κινήσεις του Κεμάλ.
Στις 6 Μαρτίου 1921, και ενώ ήταν σε εξέλιξη η προέλαση του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο –στις 27 Μαρτίου έγινε η ατυχής μάχη του Ινονού με τον κεμαλικό στρατό–, επαναστάτησε η φατρία των Κότσγκιρι (Κούρδοι αλεβίτες που αποτελούνταν από 16 μεγάλες πατριαρχικές οικογένειες, συνολικού πληθυσμού 40.000 ανθρώπων, που κατοικούσαν σε 135 χωριά και κωμοπόλεις, σε επαρχίες των νομών Σεβάστειας, Ερζινγιάν και Ντέρσιμ).
Οι επαναστάτες, που διέθεταν μια δύναμη ενόπλων που ξεπερνούσε τους 6.000 έφιππους άνδρες, πολιόρκησαν και συνέλαβαν τη δύναμη ενός συντάγματος που κινήθηκε εναντίον τους, κρέμασαν τον συνταγματάρχη και είτε συνέλαβαν είτε εκδίωξαν οποιονδήποτε εκπρόσωπο του υπό δημιουργία τότε νέου τουρκικού κράτους από τις περιοχές τους.
Ο Μουσταφά Κεμάλ, που ήταν απασχολημένος με την αντιμετώπιση του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο, έστειλε εκπροσώπους του στους επαναστατημένους Κούρδους για να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση, και όταν εκείνοι απέρριψαν τις συμβιβαστικές προτάσεις του, έστειλε ένα σώμα στρατού δυνάμεως 6.000 ανδρών εναντίον τους.
Στα τέλη Απριλίου ο Τοπάλ Οσμάν κατάφερε να κάμψει την αντίσταση των επαναστατών, οι οποίοι διασκορπίστηκαν σε μικρές ομάδες στα βουνά, για να ακολουθήσουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που ολοκληρώθηκαν στις 17 Ιουνίου 1921.
Μάλιστα, ο ίδιος ο Τοπάλ Οσμάν, σε συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα Vakit στις 19/2/1922, είχε δηλώσει: «Κινηθήκαμε εναντίον των επαναστατών του Κότσγκιρι με 2.700 άνδρες».
Και πρέπει να ξέρουμε την πραγματική ιστορία, να διδασκόμαστε απ’ αυτήν και όχι να αποπροσανατολιζόμαστε, «αλείφοντας βούτυρο στο ψωμί των Τούρκων», όπως λέει και η παροιμία!
Πηγή: Pontos-News
"Ἡ μία πλευρά τοῦ Ὀρτάκιοϊ πρό τῆς καταστροφῆς, βγαλμένη τό ἔτος 1887."
Ὑπῆρχε στήν πεδιάδα τῆς Βιθυνίας, στό Σαγγάριο ποταμό, τό 1640, ἡ κωμόπολη Κυβέλεια. Οἰ κάτοικοί της ἦταν Χριστιανοί καί συνεχῶς κατεδιωκόμενοι ἀπό τούς Τούρκους. Ἡ Κυβέλεια καταστράφηκε ἀπό πλημμύρα τοῦ ποταμοῦ ἐνῶ οἱ κάτοικοι διασκορπίστηκαν σέ διάφορα μέρη. Οἱ περισσότεροι, ἔχοντας τόν τρόμο τῶν Τούρκων ὁδηγό τους, κατέφυγαν στήν ἐνδοχῶρα, ἀναζητώντας ἀσφάλεια μέσα στήν πυκνή βλάστηση καί τά πανύψηλα δέντρα. Ἀπέναντι στόν Ὄλυμπο τῆς Προῦσσας ἔχτισαν μέ ὑποτυπώδη ὑλικά τά σπίτια τους καί ὀνόμασαν τό μικρό χωριό τους, Ὀρτάκιοϊ.
Γιά μερικούς αἰῶνες, οἱ κάτοικοι γλύτωσαν ἀπό τίς ὀρδές τῶν Τούρκων. "Μετά ἀπό αἰῶνες ἦρθε πάλι νά πληρώσουμε μέ ἄφθονο αἷμα αὐτό πού εἶχαν ἀποφύγει οἱ πρόγονοί μας, ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοι τους, τά παιδιά τους."
Ὁ συγγραφέας τοῦ ἱστορικοῦ κειμένου, Χρῆστος Χατζηγεωργίου, σώθηκε ἐκ θαύματος ἀπό τή σφαγή καί φθάνοντας στήν Ἑλλάδα συνέταξε τό βιβλίο - μαρτυρία. Ὁ λόγος του εἶναι γλαφυρός μ΄ ἔντονο συναισθηματισμό, ἀποτέλεσμα τῶν θηριωδιῶν πού ἔζησε. Ἀπό τίς πρῶτες σελίδες, μέ συστολή, ζητάει συγγνώμη ἀπό τόν ἀναγνώστη καί τόν παρακαλεῖ νά μήν μελετήσει ἐπιπόλαια τό βιβλίο του ἀλλά μέ προσοχή γιά νά δεῖ τίς συνθῆκες διαβίωσης τῶν προγόνων μας καί τό πῶς τούς ἀντιμετώπισαν οἱ "βάρβαροι ἐχθροί τοῦ Ἑλληνικοῦ καί Χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας".
"Τά παιδιά τοῦ Κεντρικοῦ Παρθεναγωγείου φωτογραφηθέντα κατά τό ἔτος 1912, ἐκ τῶν ὁποίων ἐλάχιστα διεσώθηκαν καί ἦλθον είς τήν Ἑλλάδα."
Τό Ὁρτάκιοϊ μεγάλωσε, ἐπεκτάθηκε, προόδευσε καί ἔφτασε σέ οἰκονομικό ἐπίπεδο ἐμπορικῆς καί βιομηχανικῆς πόλης (ἐργοστάσια βυρσοδεψίας, μεταξουργίας, ἐμπορικά καταστήματα). Σέ κοινωνικό ἐπίπεδο, εἶχε πολλά σχολεῖα, παρθεναγωγείο, καί τήν μεγάλη Χριστιανική Ἐκκλησία Ἅγιος Γεώργιος. Στό ἐμπορικό παζάρι πού γινόταν, συγκεντρώνονταν ἔμποροι ἀπ΄ ὅλες τίς γύρω περιοχές, τόσο Ἕλληνες ὅσο καί Τούρκοι. "Τό Ὀρτάκιοϊ ἔγινε ξακουστό σ' ὅλη τήν Περιφέρεια τῆς Βιθυνίας".
Ὁ κίνδυνος καταδίωξης πού εἶχαν ἀποφύγει φτιάχνοντας τό χωριό τους ένδότερα, ἐπανῆλθε μαζί μέ τήν πρόοδο καί τήν ἀνάπτυξη. "Τότε οἱ Τούρκοι δέν κατεδίωκαν τούς Ἀρμενέους καί σκέφτηκαν γιά νά μήν κινδυνεύουν μέ κάποιο τρόπο ν΄ ἀλλάξουν τά ἐπίθετά τους σέ Ἀρμένικα καί νά συνηθίσουν νά μιλοῦνε ἀρμένικα.".
"Εἰς τούς βιαίως ἐξισλαμισθέντας Χριστιανούς Ἕλληνας ἐχορηγεῖτο ὑπό τοῦ Ἰμάμη βεβαίωσις πιστοποιοῦσα τό νέο τουρκικό ὄνομά του μέ τήν ἀνωτέρω σφραγίδα."
Μέχρι τό 1914 τό Ὀρτάκιοϊ καί τά γειτονικά χωριά ἀποτελοῦνταν ἀπό 25.000 κατοίκους (Ἕλληνες καί Ἀρμένιους). Οἱ πρῶτοι διωγμοί, δυσοίωνοι καί γιά τό μέλλον τῶν Ἑλλήνων, ξεκίνησαν κατὰ τῶν Ἀρμενίων, τό 1914. Πέρασαν τέσσερα χρόνια μέ ἔντονη τήν ἀγωνία γιά τό τελεσίγραφο πού θὰ ἐρχόταν καί στούς ἐναπομείναντες, Ἕλληνες.
Ἦταν Μάρτης τοῦ 1919, παραμονές τῆς Λαμπρῆς. Ἐκεῖνο τόν μῆνα ἄρχισαν οἱ διαδόσεις ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἑτοιμάζονταν γιά ἐπίθεση. Πάγωσε ὅλο τό Ὀρτάκιοϊ μαζί μέ τά γειτονικά χωριά. Σταμάτησαν ὅποιες προετοιμασίες γιά τίς καλλιέργειες, γιά τίς περίλαμπρες γιορτές πού ἀκολουθοῦσαν τό χαρμόσυνο γεγονός τῆς Λαμπρῆς καί ξεκίνησε μιά πυρετώδης προετοιμασία προάσπισης τῆς ζωῆς τους καί τῆς προγονικῆς γῆς τους.
Ξημερώματα τῆς τρίτης μέρας μετά τή Λαμπρή ξεκίνησαν οἱ πρῶτοι πυροβολισμοί...
"... μετά ἀπό αἰῶνες τό πληρώσαμε εἰς τούς βαρβάρους καί αἱμοχαρεῖς Τούρκους, τούς ὀνομάζω βαρβάρους καί αἱμοχαρεῖς διότι δέν μπορῶ νά ἐννοήσω μέ τί καρδιά καί ψυχή κατασφάζουν τούς συνανθρώπους τους χωρίς νά κάνουν διάκριση ἀπό μωρά μέχρι γρηές καί γέροντες καί νά τούς ἐξοντώνουν. Δέν μπορῶ νά κρατήσω τούς λυγμούς καί τά δάκρυά μου, ὅταν πιάνω τήν πέννα γιά νά γράψω αὐτήν τήν ἱστορία πού ἔζησα πραγματικά καί πού κάθε σελίδα ποτίστηκε ἀπό μαῦρα δάκρυα πού ἔπεφταν ἀπό τά μάτια μου.".
"Τό ἐσωτερικό τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου πρό τῆς καταστροφῆς τοῦ Ὀρτάκιοϊ τό 1912."
Δόθηκε ἐντολή ν΄ ἀποχωρήσουν οἱ κάτοικοι ἀπό τό χωριό. Ὁ στρατός τους μέ κανόνια καί μυδραβιοβόλα ἦταν ἤδη καθ΄ ὁδόν. Ἔντρομοι οἱ κάτοικοι συγκεντρώθηκαν σέ χωράφια ἔξω ἀπό τό Ὀρτάκιοϊ κι ἀφοῦ ἐπιθεωρήθηκαν ἀπό τόν στρατό, κατέφθασε ὁ ἀρχηγός τους, πάνω σέ ἄσπρο ἄλογο, ἐμφανῶς ἀγριεμένος καί γεμᾶτος μῖσος γιά αὐτή τήν ἀπροστάτευτη μᾶζα ἀνθρώπων. Μίλησε στόν πιό σεβάσμιο τοῦ χωριοῦ, τόν Παπᾶ - Ἄγγελο. Τόν ἱερέα τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Σέ αὐτή τήν χρονική στιγμή τῆς ἱστορίας οἱ Τοῦρκοι ἔδωσαν ἐντολή νά ἐγκαταλείψουν οἱ κάτοικοι τόν τόπο τους ὅπως οἱ Ἀρμένιοι λίγα χρόνια πρίν. Ἄλλοι ἀπομακρύνθηκαν πολύ καί δέν ξαναγύρισαν καί ἄλλοι φιλοξενήθηκαν γιά λίγες μέρες σέ κοντινά χωριά. Μετά ἀπό ἐντολή τοῦ Στρατηγείου, ὅτι ἦταν ἐλεύθεροι νά γυρίσουν πίσω, ξεκίνησαν μέ φόβο γιά τήν ἐπιστροφή τους. "Ὅταν εἰσήλθαμε μέσα εἴδαμε πώς εἶχαν κάψει σχεδόν τό ἕν τέταρτο τοῦ χωριοῦ. Προχωρῶντας στό ἐσωτερικό δεξιά κι ἀριστερά ἔβλεπες σκοτωμένους γέρους καί γρηές... τούς σκότωσαν καί τούς πέταξαν ἔξω ἀπό τά σπίτια τους... Δέν εἴχαν ἀφήσει οὔτε μαγαζιά οὔτε σπίτια. Σέ διάστημα τριῶν ἡμερῶν ὅλα τά εἴχανε ρημάξει...".
Γιά σαράντα μέρες περίπου ὑπῆρξε ἠρεμία...Ξημερώματα πάλι ἀκούστηκαν πυροβολισμοί. "Πανηκοβληθήκαμε πάλι γιατί δέν ξέραμε περί τίνος πρόκειται... Μοῦ εἶπαν πώς ἔχουνε ἔρθει πάλι (οἱ Τοῦρκοι καί πιάνουν) ὅπου βροῦν τόν κοσμάκη. Ξαφνικά βλέπω εἰς τήν ἀπέναντι συνοικία καμμιά δεκαριά ἀντάρτες ὁπλισμένους μέχρι τά νύχια καί νά ἔρχωνται πρός τόν μαχαλά μας.". Τρόμος, οὐρλιαχτά, αἷματα παντοῦ, ἐρείπια, φωτιές... μέχρι καί τά ζῶα ἔνιωσαν τόν τρόμο τοῦ θανάτου! "Πιάστον νά τον δέσωμε καί νά τόν σφάξωμε τόν Γκιαούρη!... Καί μιά βλέπω νά τούς ἐρευνοῦν ὅλους μικρούς καί μεγάλους, μετά τούς πῆγαν εἰς ἕνα σημεῖον καί τούς ἔσφαξαν ὅλους ἄνδρες καί γυναῖκες. Ἦταν μιά οἰκογένεια ἀποτελούμενη ἀπό δυό γυναῖκες, ἕναν ἄνδρα καί τέσσερα παιδιά καί ὀνομάζονταν ΙΩΣΗΦΙΔΗ.".
"Ἡ γυναίκα αὐτή ὀνομάζεται Βαρβάρα Π. Ἐλευθεριάδου, κατάγεται ἐκ τῆς πόλεως Λεύκες Προύσσης, ἡ μόνη μάρτυς τῶν σφαγῶν τῆς πόλεως αὐτῆς. Ἐμπρός στά μάτια της ἔσφαξαν τόν ἄνδρα της καί πολλούς συμπατριώτας της. Αὔτη διεσώθη ὡς ἐκ θαύματος καί κατέφυγε εἰς τόν Ἑλληνικόν στρατόν καί κατετάχθη εἰς τό ἐθελοντικό σῶμα διά νά ἐκδικηθῆ τόν θάνατο τοῦ ἀνδρός της καί τῶν συμπατριωτῶν της."
Σφαγιάστηκαν 25.000 Χριστιανοί ἀπό τό Ὀρτάκιοϊ, Χουδίο καί τά περἰχωρα τῆς Βιθυνίας κατά τό ἔτος 1919. Μεγάλος ἀριθμός ἐξισλαμίσθηκε βιαίως καί μερικοί, μέσα σ΄ αὐτούς κι ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου, σώθηκαν ταξειδεύοντας μέ προορισμό τή μητέρα Ἑλλάδα.
Πηγή: ΤΟ ΟΡΤΑΚΙΟΪ ΒΙΘΥΝΙΑΣ ΑΙ ΣΦΑΓΑΙ & Η ΞΕΘΕΜΕΛΙΩΣΙΣ ΑΥΤΩΝ
~ Είς μνήμην τῆς προγιαγιᾶς μου, Ἐλένης Τσερλίδου, πού μοῦ ἔμαθε νά μαζεύω καί νά κάνω τουρσί, ἀγριοσπάραγγα καί κάπαρη καί τοῦ παπποῦ μου, Παναγιῶτη Νικολαϊδη, πού ἀκόμη καί τίς τελευταῖες ὥρες ἑν ζωῆ ἡ ψυχή του βρισκόταν "ἀπέναντι".~
Χρύσα Νικολοπούλου/Ἑλλήνων Φῶς
Στο πλαίσιο της προσπάθειας που έχει ξεκινήσει για την παρουσίαση των βασικών πρωταγωνιστών της Μικρασιατικής Εκστρατείας, παρουσιάζονται σύντομα βιογραφικά των βασικών επιτελών της Στρατιάς Μικράς Ασίας που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην απόφαση για την προέλαση της Στρατιάς προς την Άγκυρα, τον Ιούλιο του 1921, καθώς και του Ξενοφώντος Στρατηγού.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 1871 και αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων στις 31 Ιουλίου 1893 ως Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού.
Κατά τον Ελληνο-τουρκικό Πόλεμο του 1897 συμμετείχε στο εκστρατευτικό σώμα που απεστάλη στην Κρήτη υπό τον Τιμολέοντα Βάσο.
Προήχθη σε Υπολοχαγό το 1904 και σε Λοχαγό το 1910. Ως Υπολοχαγός, φοίτησε στην Ακαδημία Πολέμου του Βερολίνου από το 1905 μέχρι το 1908. Μαζί με την τριάδα Μεταξά-Στρατηγού-Παπαβασιλείου, είναι οι μόνοι γνωστοί απόφοιτοι της Ακαδημίας αυτής στον Ελληνικό Στρατό. Εντάχθηκε στο Σώμα Γενικών Επιτελών της εποχής, αλλά μετά την κατάργησή του Σώματος -συνεπεία του Κινήματος στο Γουδή- επανήλθε στο Όπλο του.
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους υπηρέτησε στο Γενικό Στρατηγείο ως επιτελής του Τμήματος Επιχειρήσεων.
Μετά τους Βαλκανικούς δίδαξε Στρατιωτική Ιστορία στο νεοσύστατο «Σχολείο Λοχαγών». Προήχθη σε Ταγματάρχη το 1913, σε Αντισυνταγματάρχη το 1915 και σε Συνταγματάρχη το 1917. Το 1917 απομακρύνθηκε από το στράτευμα ως βασιλόφρων και στη συνέχεια εξορίστηκε σε διάφορα νησιά λόγω του Διχασμού.
Επανήλθε με τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 ως Επιτελάρχης της Στρατιάς Μικράς Ασίας, θέση στην οποία υπηρέτησε όσο Διοικητής της Στρατιάς ήταν ο Αντιστράτηγος Παπούλας. Όσο υπηρετούσε ως Επιτελάρχης στη Σ.Μ.Α. ήταν, μαζί με τον Υπαρχηγό του Επιτελείου Συνταγματάρχη Π. Σαρρηγιάννη -με τον οποίον φαίνεται να είχε ανταγωνιστική σχέση- οι βασικοί επιτελικοί ιθύνοντες στη Στρατιά, και δεδομένης της παντελούς έλλειψης επιτελικής καταρτίσεως του Διοικητή της Στρατιάς, οι βασικοί επιχειρησιακοί νόες της Στρατιάς. Το 1921 προήχθη σε Υποστράτηγο. Μετά την αποστρατεία Παπούλα στις 23 Μαΐου 1922 απομακρύνθηκε κι αυτός από τη Στρατιά κατόπιν δικού του αιτήματος.
Αποστρατεύτηκε στις 28 Νοεμβρίου 1923. Επί της Οικουμενικής Κυβερνήσεως του 1927 το Ειδικό Στρατιωτικό Συμβούλιο πρότεινε την επαναφορά του στο στράτευμα και τον προήγαγε σε Αντιστράτηγο, πλην όμως ο ίδιος δεν δέχθηκε την επαναφορά οπότε αποστρατεύθηκε και πάλι.
Με την κήρυξη του Ελληνο-ιταλικού Πολέμου ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία και τοποθετήθηκε Αρχηγός του (Εμπέδου) Γενικού Επιτελείου Στρατού -που δεν ασχολούταν με τις επιχειρήσεις- όπου υπηρέτησε μέχρι τον Φεβρουάριο του 1941.
Πέθανε το ίδιο έτος.
Γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου 1882 στον Πειραιά. Εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων το 1900 και αποφοίτησε ως Ανθυπολοχαγός Μηχανικού στις 19 Ιουλίου του 1903. Αργότερα φοίτησε στη γαλλική Ανωτέρα Σχολή Πολέμου.
Έλαβε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα από το 1906 έως το 1908 με οργανωτικό ρόλο, υπηρετώντας ως υπάλληλος του Προξενείου της Ελλάδας στο Μοναστήρι υπό το ψευδώνυμο «Παύλος Σάρρος» (στρατιωτικό ψευδώνυμο «Καλαμίδης»). Το 1909 προήχθη σε Υπολοχαγό και έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, αρχικά στο Επιτελείο του Στρατού Ηπείρου και εν συνεχεία ως διοικητής Μηχανικού της ΙΙΙης Μεραρχίας Πεζικού. Το 1913 προήχθη σε Λοχαγό και το 1915 σε Ταγματάρχη. Στο Μακεδονικό Μέτωπο υπηρέτησε ως επιτελάρχης της Μεραρχίας Κρήτης. Το 1917 προήχθη σε Αντισυνταγματάρχη και το 1919 σε Συνταγματάρχη, ως αναγνώριση των διακεκριμένων υπηρεσιών του κατά τη Μάχη Σκρά ντι Λέγκεν τον Μάιο του 1918.
Κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, υπηρέτησε αρχικά ως Επιτελάρχης του Στρατού Κατοχής της Ζώνης Σμύρνης και εν συνεχεία ως Υπαρχηγός Επιτελείου και Διευθυντής Επιχειρήσεων της Στρατιάς Μικράς Ασίας, με επιτελάρχη τον Συνταγματάρχη Θεόδωρο Πάγκαλο. Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και την αλλαγή της ηγεσίας της Στρατιάς, ο Σαρρηγιάννης παρέμεινε, σχεδόν ο μόνος από το προηγούμενο επιτελείο, με νέον Επιτελάρχη τον Συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Πάλλη, με τον οποίον φαίνεται ότι η σχέση τους ήταν ανταγωνιστική. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι τις 21 Μαΐου του 1922. Τον Φεβρουάριο του 1921 ορίστηκε στρατιωτικός σύμβουλος της ελληνικής αποστολής στην Διάσκεψη του Λονδίνου υπό τον πρωθυπουργό Νικόλαο Καλογερόπουλο. Ήταν ο κύριος μοχλός κινήσεως των επιχειρήσεων του έτους 1921. Όλες οι διαταγές επιχειρήσεων του Ιουνίου-Ιουλίου και Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 1921 συντάχθηκαν ιδιοχείρως από αυτόν. Στις 24 Αυγούστου 1922 ανέλαβε και πάλι επιτελάρχης της Σ.Μ.Α., μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους.
Το Σεπτέμβριο του 1922 συμμετείχε στην ελληνική αντιπροσωπεία στη Διάσκεψη των Μουδανιών, στις διαπραγματεύσεις που έγιναν για την επίτευξη ανακωχής, υπό την διεύθυνση του υποστρατήγου Αλέξανδρου Μαζαράκη-Αινιάνος.
Υπήρξε μάρτυρας κατά τη δίκη των Εξ, όπου πάντως δεν κατέθεσε αυτοπροσώπως αλλά υπέβαλε γραπτό υπόμνημα.
Λίγο αργότερα απομακρύνθηκε από το στράτευμα αλλά ανακλήθηκε στην υπηρεσία από τον Θεόδωρο Πάγκαλο όταν αυτός κατέλαβε την εξουσία το 1925. Προήχθη σε υποστράτηγο και τοποθετήθηκε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, αντικαθιστώντας τον αντιστράτηγο Αλέξανδρο Μαζαράκη-Αινιάνα. Με την πτώση του Πάγκαλου, ο Σαρρηγιάννης απομακρύνθηκε, στις 31 Αυγούστου 1926 και αντικαταστάθηκε από τον Αλέξανδρο Μαζαράκη-Αινιάνα.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής προσχώρησε στον Ε.Λ.Α.Σ. και με το ψευδώνυμο Αίας, χάρις και στις σχέσεις του με τον Σιάντο, με τον οποίο γνωρίζονταν από τη Μικρά Ασία, όπου ο Σιάντος υπηρετούσε ως λοχίας υπό τις διαταγές του Σαρρηγιάννη. Στις 24 Νοεμβρίου 1944 διορίστηκε Υφυπουργός Στρατιωτικών της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας υπό τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, θέση από την οποία παραιτήθηκε (ή αντικαταστάθηκε) στις 4 Δεκεμβρίου 1944.
Πέθανε στην Αθήνα το 1958.
Γεννήθηκε στο Κιάτο την 1η Ιανουαρίου 1879. Αποφοίτησε από το Σχολείο Υπαξιωματικών, πρώτος της Τάξεώς του, το 1906 ως Ανθυπολοχαγός Πεζικού.
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους υπηρέτησε αρχικά ως διοικητής λόχου πολυβόλων, εν συνεχεία ως διοικητής λόχου του 20ου Συντάγματος και εν συνεχεία ως διοικητής του 3ου Τάγματος του ιδίου Συντάγματος, λαμβάνοντας μέρος σε όλες τις μάχες του Συντάγματος. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στις μάχες στο Καρά Ασμάκι Νευροκοπίου, στο Ύψωμα 1378 και στο Πρέντελ Χαν. Κατά τη διάρκεια της ανακωχής του 1913, επί κεφαλής αποσπάσματος έξι λόχων, έδωσε την τελευταία μάχη του πολέμου στο Μελένικο, εναντίον ισχυρών βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο διετέλεσε επιτελής του Α’ Σώματος Στρατού.
Στη Μικρασιατική Εκστρατεία, με τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη, υπηρέτησε ως Διευθυντής του 4ου Επιτελικού Γραφείου της Στρατιάς τόσο επί Βενιζέλου, υπό τον Αντιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, όσο και επί Μετανοεμβριανού καθεστώτος, αρχικά υπό τον αντιστράτηγο Παπούλα κι εν συνεχεία υπό τον αντιστράτηγο Χατζανέστη, εξασφαλίζοντας, μαζί με τον Συνταγματάρχη Σαρρηγιάννη, τη βασική συνέχεια του Επιτελείου της Στρατιάς. Ήταν ο βασικός υπεύθυνος για τον σχεδιασμό της Διοικητικής Μερίμνης της Στρατιάς τη Μικρά Ασία, η οποία θεωρείται κατόρθωμα επιμελητείας. Παρ’ όλα αυτά, η εισήγησή του κατά την προετοιμασία της εισηγήσεως της Στρατιάς προς το Συμβούλιο της Κιουτάχειας, τον Ιούλιο του 1921, παραμένει αμφιλεγόμενη.
Κατά τις επιχειρήσεις της Άγκυρας τον Αύγουστο του 1921, όταν μετά από έκκληση του Διοικητή του Α’ ΣΣ για άμεσο εφοδιασμό των μονάδων του με πυρομαχικά, ο Διοικητής της Στρατιάς διέταξε τον Σπυρίδωνος να εξασφαλίσει οπωσδήποτε τη μεταφορά των πυρομαχικών, ο τελευταίος μετέβη ο ίδιος με τρία εξοπλισμένα αυτοκίνητα στον Σταθμό Εφοδιασμού στη γέφυρα Μπαλικνταμί, παρέλαβε 120 αυτοκίνητα με πυρομαχικά που αδρανούσαν εξ αιτίας του φόβου του τουρκικού ιππικού και τα οδήγησε προσωπικά στο Ινλάρ Κατραντζί. Κατά την πορεία η φάλαγγα προσβλήθηκε, με αποτέλεσμα μόνον τα 90 φορτηγά να φτάσουν τελικά στο Ινλάρ Κατραντζί, τα 20 να επιστρέψουν στο Μπαλίκνταμί και τα δέκα να πέσουν στα χέρια των Τούρκων.
Στον στρατό του Έβρου, το 1923, ήταν επιτελάρχης του Γ’ ΣΣ. Το 1925 τοποθετήθηκε Υπαρχηγός του ΓΕΣ.
Το 1926 διορίστηκε Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Ευταξία -που αποτελούσε μια προσπάθεια «πολιτικοποίησης» του καθεστώτος Πάγκαλου- αλλά παραιτήθηκε την επομένη ημέρα.
Αποστρατεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1926. Επί κυβερνήσεως Μεταξά διετέλεσε Υπουργός Σιδηροδρόμων αρχικά (και Σιδηροδρόμων και Αυτοκινήτων, εν συνεχεία), από τις 14 Αυγούστου 1936 έως τις 12 Δεκεμβρίου 1938, οπότε παραιτήθηκε.
Πηγή: Βελισάριος
Το 1923, μετά το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου συμφωνήθηκε μεταξύ των δύο χωρών στη συνθήκη της Λωζάννης, πως οι μουσουλμάνοι της Ελλάδος έπρεπε να φύγουν και να πάνε στην Τουρκία και παράλληλα οι Έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι της Μικράς Ασίας (Τουρκίας) στην Ελλάδα.
Η μόνη εξαίρεση ήταν οι Έλληνες της Πόλης και οι μουσουλμάνοι της Θράκης οι οποίοι μπορούσαν να παραμείνουν.
Σήμερα 93 χρόνια μετά από αυτή την συμφωνία οι μουσουλμάνοι της Θράκης και τζαμιά έχουν και δικαιώματα μειονότητας και ακόμα βουλευτές στη Βουλή των Ελλήνων.
Και πόσους Έλληνες άφησαν ζωντανούς οι σύμμαχοί μας Τούρκοι στην Πόλη;
1923
Έλληνες στην Πόλη – 110.000
Μουσουλμάνοι στην Ελλάδα – 100.600
.
2016
Έλληνες στην Πόλη –1.200
Μουσουλμάνοι στην Ελλάδα – 172.000
Πηγή: Αβέρωφ
Ἀντιστεκόμενη στὸ ἰσοπεδωτικὸ ρεῦμα τῆς ἐποχῆς, ἐνάντια στὴ λήθη καὶ τὴν ἀδιαφορία, σταθερὴ στὶς ἀξίες της, πιστὴ στὴν παράδοσή της, μὲ καρδιὰ ποὺ φλέγεται ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Πατρίδα, ἡ μικρὴ ἐκείνη μαγιὰ εἶναι ἀκόμη ἱκανὴ νὰ ζυμώσει καὶ σήμερα ὅλην τὴν κοινωνία μας καὶ συγκλονίζει τὴν ψυχή μας.
Κατασκήνωση Γυμνασίου - Λυκείου τοῦ Ὀρθόδοξου Ἱεραποστολικοῦ Συλλόγου "Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος", Ἰωαννίνων, Αὔγουστος 2009.
Τραγουδᾶ ὁ Ὀδοντίατρος Χρύσανθος Σιχλιμοίρης.
Στοῦ Βοσπόρου τ' ἁγιονέρια
Στοῦ Βοσπόρου τ' ἁγιονέρια, κάτω ἀπ' τὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ
μιὰ γερόντισα στενάζει μπρὸς στὴν Παναγιὰ
σώπα μάνα μ' πές μας γιὰ τὴ συμφορὰ
Στοῦ Βοσπόρου τ' ἁγιονέρια, κάτω ἀπ' τὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ
ἦρθε ἕνα Σμυρνιὸ καράβι μαῦρα τα πανιὰ
σώπα μάνα μ' πές μας γιὰ τὴ συμφορὰ
Κάψανε τὴ Σμύρνη, πῆραν τ' Ἀϊβαλὶ x2
κλαίει ὅλη ἡ Μικρὰ Ἀσία τὴν καταστροφὴ
σώπα μάνα μ' κᾶνε λίγη ὑπομονή, σώπα τζάνεμ κᾶνε λίγη ὑπομονὴ
Ἂχ Ἀνατολή, γῆ τῆς Ἰωνίας, γῆ Ἑλληνικὴ
θὰ 'ρθουν πάλι στοὺς αἰῶνες τοῦ Ἀλεξάνδρου οἱ Μακεδόνες
σώπα μάνα μ' κᾶνε λίγη ὑπομονή, σώπα τζάνεμ κᾶνε λίγη ὑπομονὴ
Για να απαντηθεί το ερώτημα, επιβάλλεται να αναφερθεί συνοπτικά τι συνέβη από την έναρξη της τουρκικής επιθέσεως στο Αφιόν στις 13/8/1922 μέχρι την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από τη χερσόνησο της Ερυθραίας.
Η Στρατιά Μικράς Ασίας μετά την αποτυχία των επιθετικών επιχειρήσεων του 1921, εγκαταστάθηκε στη γραμμή Κίος – Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ – Μαίανδρος. Το μήκους 800 χλμ μέτωπο θα απορροφήσει κάθε διαθέσιμη δύναμη, με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν οι στρατηγικές εφεδρείες. Στον ανέφικτο σκοπό της διατήρησης του εδάφους η Στρατιά παραιτήθηκε των στρατηγικών της δυνατοτήτων και μετέπεσε σε «διοίκηση μονάδων προκαλύψεως». Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη χάραξη της αμυντικής γραμμής νότια του Αφιόν σε έδαφος ακατάλληλο για άμυνα, αποτέλεσαν τους κύριους παράγοντες που οδήγησαν στην ήττα του Αυγούστου 1922.
Πολλά ακόμη θα συμβάλουν στην τελική έκβαση, όπως: Η απώλεια των ικανότερων αξιωματικών ανατολικά του Σαγγάριου, η πτώση του ηθικού λόγω της μακροχρόνιας στράτευσης, των συνεχών αποτυχιών, της ανισότητας στο φόρο αίματος και της έκλειψης της ελπίδας για επιτυχή κατάληξη της εκστρατείας, η «συνειδητή» συνενοχή της κυβέρνησης στη πτώση του ηθικού και τη γενικευμένη φυγοστρατία (40.000 ανυπότακτοι και λιποτάκτες), η ανάληψη της διοίκησης της Στρατιάς από τον ιδιόρρυθμο Χατζανέστη, η απόρριψη προτάσεων για συγκρότηση στρατηγικών εφεδρειών, η αφαίρεση δυνάμεων από τη Μικρασία για να συμμετάσχουν στη «φαιδρά επιχείρηση κατάληψης της Κωνσταντινούπολης», η απαράδεκτη οχύρωση από μάντρες ξερολιθιάς στο δεξιό σκέλος της «εξέχουσας του Αφιόν», κ.α..
Από την άλλη πλευρά, η τουρκική ηγεσία σχεδιάζει τη διεξαγωγή μιας μάχης συντριβής εναντίον της ελληνικής Στρατιάς, συγκεντρώνοντας τις κύριες δυνάμεις της απέναντι στο δεξιό σκέλος της «Εξέχουσας», εκτιμώντας ότι «εκεί βρισκόταν η σπουδαιότερη και η μάλλον εύτρωτος τοποθεσία των Ελλήνων».
Στις 13/8/1922 τα ξημερώματα, μία πρωτοφανής συγκέντρωση πυρών πυροβολικού θα συντρίψει τις «ξερολιθιές» νοτιοδυτικά του Αφιόν και θα αποδεκατίσει τους υπερασπιστές τους. Ακολούθως δώδεκα τουρκικές μεραρχίες θα επιτεθούν εναντίον των Ι και IV ελληνικών Μεραρχιών (υποστράτηγοι Φράγκου και Δημαράς) που υπερασπίζονταν την τοποθεσία. Ταυτόχρονα, τρεις Τουρκικές μεραρχίες ιππικού διείσδυσαν στα ελληνικά μετόπισθεν διακόπτοντας τις συγκοινωνίες και επικοινωνίες με τη Σμύρνη και σπέρνοντας το πανικό.
Ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης και το κτύπημα συντριπτικό. Η ελληνική διοίκηση αντιδρά σπασμωδικά. Μονάδες κλονίζονται και εγκαταλείπουν τις θέσεις τους, ενώ άλλες δεν εκτελούν τις αποστολές τους. Με την επέμβαση των τοπικών εφεδρειών η αμυντική τοποθεσία θα κρατηθεί, και μολονότι οι δυνατότητες για άμυνα δεν είχαν εξαντληθεί, στις 1030 της 14/8 ο διοικητής του Α΄ΣΣ (υποστράτηγος Τρικούπης) θα διατάξει άμεση απαγκίστρωση. Η διαταγή δεν θα φθάσει στις Ιη και VIIη Μεραρχίες, με τις οποίες εφεξής διακόπτεται η επικοινωνία και ο σύνδεσμος.
Κατά τη σύμπτυξη επικράτησε χάος και χάθηκε ο έλεγχος. Η επιμονή του Τρικούπη να ακολουθεί διαταγές του αρχιστρατήγου που δεν είχαν σχέση με τη πραγματικότητα, θα αποδειχθεί ολέθρια. Στις 15 Αυγούστου η IVη Μεραρχία θα διαλυθεί και στο κενό θα διεισδύσουν τουρκικές δυνάμεις με αποτέλεσμα οι ελληνικές δυνάμεις να διασπαστούν σε δύο ομάδες: την Ομάδα Τρικούπη που θα βραδυπορεί βόρεια της σιδηροδρομικής γραμμής ενώ περισφίγγεται από τους Τούρκους, και την Ομάδα Φράγκου που στις 15/8 θα εγκατασταθεί στην οχυρωμένη τοποθεσία του Τουμλού Μπουνάρ αποβλέποντας σε συνένωση με την Ομάδα Τρικούπη. Όμως την επομένη η Ομάδα Φράγκου θα εγκαταλείψει το Τουμλού Μπουνάρ επειδή το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων, «επί τη θέα και μόνο των Τουρκικών δυνάμεων», εγκατέλειψε το δεξιό της τοποθεσίας. Με το ηθικό να καταρρέει ραγδαία και τους οπλίτες να αντιλαμβάνονται πως αυτή η μάχη είναι η τελευταία και θα χαθεί, μονάδες εγκαταλείπουν τις θέσεις τους, ενώ γενικεύεται η διαρροή. Οι ελπίδες για συνένωση των 2 Ομάδων σβήνουν. Η Ομάδα Τρικούπη, συνεχίζοντας να βραδυπορεί, θα κυκλωθεί στις 17 Αυγούστου στην κοιλάδα του Αλή Βεράν και θα καταστραφεί. Μια καταστροφή τραγική, που σφράγισε τελεσίδικα την ήττα.
Μετά τις 17/8 η Ομάδα Φράγκου κατέρχεται από το Μικρασιατικό Υψίπεδο προς το Ουσάκ. Αποτελείται από τις Ιη και VIIη Μεραρχίες και αριθμό ταγμάτων άλλων μεραρχιών, που έχουν ηττηθεί επανειλημμένα, το ηθικό τους έχει εκμηδενιστεί, η πειθαρχία τους έχει διασαλευτεί και φυλλορροούν λόγω της διαρροής. Το βράδυ της 18/8 ο Φράγκου ενημερώνει τη Στρατιά ότι: «αγώνες τελευταίων ημερών επέδρασαν ολέθρια επί του ηθικού και πρέπει να αποφευχθεί κάθε επαφή με τον εχθρό, διότι η διάλυση θα είναι αναπόφευκτη». Την Ομάδα Φράγκου ακολουθούν το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων που αποτελεί το πλέον αξιόμαχο τμήμα της και η ανέπαφη ΙΙα Μεραρχία, αλλά οι μονάδες της εγκαταλείπουν τις θέσεις τους «επί τη θέα των Τουρκικών δυνάμεων». Νοτιοδυτικά του Ουσάκ η Ομάδα Φράγκου θα συνενωθεί στις 21/8 με μια μάζα 35.000 ανδρών που διέφυγαν από την κόλαση του Αλή Βεράν. Προέρχονταν από διάφορες μονάδες, είχαν αναμιχθεί και δεν διέθεταν καμιά μαχητική αξία.
«Τα ελάχιστα τμήματα τα αποτελούντα το σκελετό των μονάδων διαδοχικώς διαλύονται. Δια της κοιλάδας κινείται προς τα δυτικά όχλος, εις ουδέν έτερο αποβλέπων, ει μη προσεγγίσει Σμύρνη».
(Τηλεγράφημα προς Στρατιά από Ταγματάρχη Παναγάκο, 19/8/22)
Τα 2-3 συντάγματα που διατηρούν ακόμη κάποιο αξιόμαχο, καλύπτουν έναν θλιβερό όχλο που κινείται προς τη θάλασσα και στο διάβα του καίει και ληστεύει. Αυτή είναι η Στρατιά που υποχωρεί προς τη Σμύρνη. Αποτελείται ουσιαστικά από 3 μεραρχίες, βαριά απομειωμένες από τις διαρροές, με εκμηδενισμένο ηθικό, ανίκανες για μάχη. Η αποσύνθεση των μονάδων είναι γενική, το ηθικό των ανδρών έχει καταρρεύσει και η σωματική εξάντληση από τις αδιάκοπες πορείες, την πείνα και τη δίψα κάνουν αδύνατη οποιαδήποτε ιδέα για αντίσταση. Ενδεικτικά, η ανασυγκρότηση των συνταγμάτων της IVης Μεραρχίας στις 24/8 θα αποδώσει 113 αξιωματικούς και 550 οπλίτες. Οι παλαίμαχοι στρατιώτες, «προδομένοι» από την κυβέρνηση και τους ανώτατους διοικητές τους, αντιλαμβάνονται ότι ο πόλεμος έχει χαθεί και κανένας δεν είναι διατεθειμένος να σκοτωθεί ή να αιχμαλωτιστεί.
Μπορούσε να ανατραπεί η κατάσταση;
Μέχρι τις 16/8, ναι. Η Ομάδα Φράγκου, μολονότι είχε δοκιμαστεί σκληρά, διέθετε την αναγκαία ισχύ για να κρατήσει την τοποθεσία του Τουμλού Μπουνάρ. Επιβαλλόταν όμως να ληφθούν δραστήρια μέτρα για την επαναφορά της πειθαρχίας και την εκτέλεση των διαταγών. Αλλά αυτό υπερέβαινε κατά πολύ τις δυνατότητες του υποστράτηγου Φράγκου και του επιτελείου του.
Μετά το Τουμλού Μπουνάρ και μέχρι τις 20/8, η κατάσταση θα μπορούσε να βελτιωθεί, αλλά μόνο για την επίτευξη περιορισμένων στόχων, δηλαδή να συμπτυχθούν οι δυνάμεις συντεταγμένα, όχι όμως και να αμυνθούν πέριξ της Σμύρνης. Απουσιάζουν όμως οι διοικητές που θα ηγηθούν και θα επαναφέρουν την πειθαρχία. Κανείς από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία δεν θα πάει μπροστά, ώστε με το προσωπικό του παράδειγμα να εμψυχώσει και να βάλει τάξη στο χάος. Άλλωστε μέχρι και τις 21/8 η πολιτική ηγεσία θα αγνοεί ότι ο Ελληνικός Στρατός έχει συντριβεί και θα διορίσει τον ήδη αιχμαλωτισθέντα Τρικούπη αρχιστράτηγο.
Μετά τη διέλευση από το Ουσάκ στις 20/8, δεν υπήρχε πλέον καμιά απολύτως δύναμη για να σταματήσει τον ανθρώπινο χείμαρρο που με εξαντλητικές ημερήσιες πορείες κινούταν προς τη θάλασσα, παλεύοντας με το χρόνο προκειμένου να διαφύγει από τις τουρκικές μεραρχίες Ιππικού που κινούνταν στο πλευρό του με σκοπό να αποκόψουν την οδό διαφυγής του.
Η Στρατιά, μετά από 5ήμερο αγώνα στη περιοχή του Αφιόν, ηττήθηκε τόσο αποφασιστικά που δεν ήταν σε θέση να προβάλει καμιά αντίσταση στους Τούρκους πλην μικρών τοπικών συγκρούσεων. Με απλά λόγια, δεν υπήρχαν οι ικανές και αναγκαίες συνθήκες για ανατροπή της κατάστασης ώστε να προβληθεί άμυνα ανατολικά της Σμύρνης. Όσοι ισχυρίζονται ότι η απουσία οχύρωσης ανατολικά της Σμύρνης, συνέβαλε στη μη προβολή άμυνας, σφάλουν. Δεν ήταν η οχύρωση που έλειπε. Δεν υπήρχε στρατός να σταθεί και να πολεμήσει.
Είναι όμως απόλυτα εξακριβωμένο ότι όταν ο τουρκικός στρατός μπήκε στη Σμύρνη, ο ελληνικός στρατός την είχε ήδη εγκαταλείψει.
Από τα 900 αρμενικά σπίτια, μόλις 37 διασώθηκαν. Καταστήματα, εργαστήρια, το σχολείο Χιριπσιμάντς, η εκκλησία Σουρπ Ισπεντάνος και όλα τα αρχεία της, παραδόθηκαν στις φλόγες και καταστράφηκαν.
Οι λεηλασίες άρχισαν στη συνοικία των Αρμενίων και μετά ακολούθησαν οι πυρκαγιές. Άγγλοι και άλλοι αυτόπτες μάρτυρες δήλωσαν ότι ανάμεσα σε εκείνους που έβαλαν τη φωτιά, ήταν και Τούρκοι στρατιώτες.
Τώρα στο εσωτερικό υπάρχουν τεράστια δένδρα και ταμπέλες που γράφουν «Τι ευτυχία να λες ότι είσαι Τούρκος», «Ένας Τούρκος αξίζει όσο ολόκληρος ο κόσμος», ενώ υπάρχουν παντού προτομές του Μουσταφά Κεμάλ.
"Η Σμύρνη πήρε φωτιά, καίγεται... Εκεί, κορούλα μου, ήταν τα πλοία, τα γαλλικά και τα εγγλέζικα και πήγαινε ο κόσμος μπας και σωθεί. Και τους κόβανε τα χέρια και πέφτανε στην θάλασσα οι κοπέλες και τα παλικάρια". Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τον "μαύρο" Σεπτέμβρη του ’22 που η Σμύρνη παραδινόταν στις φλόγες και μαζί της η ζωή χιλιάδων ανθρώπων που έπρεπε να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς...
Ο παππούς και ο πατέρας της 96χρονης, βλέποντας τις σκηνές φρίκης που εκτυλίσσονταν μετά την κατάρρευση του Ελληνικού στρατιωτικού μετώπου, λόγω της αντεπίθεσης των Τούρκων ανταρτών με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, αποφάσισαν να πάρουν την οικογένεια και μαζί με τα όποια χρήματα είχαν και κάποια απαραίτητα είδη, όπως παπλώματα, να μπουν στα καΐκια και να ξεκινήσουν για τη Θεσσαλονίκη.
"Τα πράγματα είχαν αγριέψει. Τα τρένα κουβαλούσαν πτώματα. Ο πατέρας μου σκέφτηκε να πάρει την οικογένεια του και να φύγουμε μακριά από την Σμύρνη. Κρύψανε τα λεφτά τους, πήραν συγγενείς και κουμπάρους και σηκώθηκαν νύχτα και φύγανε. Εγώ ήμουν σχεδόν μωρό. Αρμενίζαμε μέρες με τα κουπιά- τότε δεν υπήρχαν μηχανές, μόνο πανιά" λέει η 96χρονη.
"Ο μπαμπάς μου, πριν εγκαταλείψουμε το σπίτι μας στην Σμύρνη, είχε πάρει ένα τσουβάλι λίρες, αλλά ήταν χάρτινες, μεγάλες. Τα λεφτά τους τα πήραν και οι υπόλοιποι συγγενείς. Για να ζήσουμε μέσα στα καΐκια καίγανε τις λίρες για να τηγανίσουνε αυγά να φάμε. Από τα συνολικά πέντε τσουβάλια έμεινε μόνο το ένα, όταν φτάσαμε. Τα άλλα τα κάψαμε στην διαδρομή γιατί νομίζαμε ότι δεν έχουν αξία" θυμάται.
Ύστερα από μια σύντομη στάση στην Μυτιλήνη και μια μεγαλύτερη στην Στυλίδα, η οικογένεια με τα εφτά καΐκια της έφτασε στην Θεσσαλονίκη. "Μόλις φτάσαμε στην Ελλάδα, κάποια στιγμή οι δικοί μου ήθελαν να δουν εάν περνάνε τα χρήματα που φέρανε από την Τουρκία. Πήγε τότε ο παππούς μου με μια χάρτινη λίρα στον μπακάλη και, όταν είδε πόσα πολλά ρέστα του έδωσε, τρελάθηκε. Γύρισε σπίτι και είπε: "τα λεφτά που φέραμε περνάνε κι εμείς τα κάψαμε…".
Εκείνα τα καΐκια, με τα οποία ήρθαν από την Σμύρνη, αποτέλεσαν την προίκα της οικογένειας, αφού τα παιδιά της κυρίας Ελευθερίας, όπως και τα εγγόνια της, συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση κι εργάζονται ως ψαράδες, ενώ η ίδια παραμένει μικρασιάτισσα με τα όλα της, παρά το γεγονός ότι λίγα χρόνια απομένουν για να συμπληρώσει έναν αιώνα ζωής.
Διαχείριση της προσφυγικής μνήμης
"Οι πρόσφυγες με την αποβίβασή τους στο ελεύθερο έδαφος τοποθετούνταν σε καραντίνες. Το Απολυμαντήριο της Καλαμαριάς ήταν η πιο χαρακτηριστική περίπτωση. Για ένα διάστημα έως το καλοκαίρι του 1923, δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες άφησαν την τελευταία τους πνοή στα λιμοκαθαρτήρια εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών. Αυτή είναι μια από τις τραγικότερες στιγμές της καταστροφής" λέει ο επίκουρος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ Ιάκωβος Μιχαηλίδης.
Ωστόσο, όπως αναφέρει ο κ. Μιχαηλίδης, "στην αυγή του 21ου αιώνα, η διαχείριση της προσφυγικής μνήμης είναι το πιο σημαντικό από αυτά που έχουν διατηρηθεί από ένα συγκλονιστικό παρελθόν".
"Αυτό που ξεκίνησε ως τραύμα στην συλλογική συνείδηση των ανθρώπων και στις διμερείς σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία θα μπορούσε, σήμερα, με έναν νηφάλιο τρόπο να χρησιμοποιηθεί ως δείγμα του πόσο ολέθρια μπορεί να είναι τα αποτελέσματα των εθνικισμών και πόσο προοδευτικά μπορούν να ζήσουν δύο κοινωνίες όταν στηρίζονται στις ίδιες αξίες, της καλής γειτονίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων των προσφύγων και εν γένει των πολιτών τους" υπογραμμίζει.
Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού
Στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης λειτουργεί το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού, σκοπός του οποίου είναι να συμβάλει στην διατήρηση της μνήμης και την ανάδειξη της ιστορικής "ταυτότητας".
Οι δραστηριότητές του περιλαμβάνουν: την συγκέντρωση, καταγραφή και μελέτη του σχετικού ιστορικού υλικού καθώς και των προφορικών μαρτυριών, την προβολή αντικειμένων που σχετίζονται με τα ήθη και τα έθιμα των προσφύγων, την δημιουργία βιβλιοθήκης, την διοργάνωση εκδηλώσεων κ.α.
"Λαός που δεν έχει μνήμη και δεν ξέρει την ιστορία του, δεν μπορεί να βρει το βηματισμό του στο μέλλον. Αντλούμε διδάγματα από το παρελθόν, από αυτές τις μνήμες και διαμορφώνουμε την πορεία μας στο μέλλον. Για εμάς είναι χρέος τιμής να διατηρήσουμε αυτό το αρχείο. Η έρευνα είναι ανεξάντλητη, έχει ξεκινήσει από εμάς και δεν έχει τελειωμό", τόνισε ο πρόεδρος του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού, Σωτήρης Γεωργιάδης.
Πηγή: (Η μαρτυρία της 96χρονης Ελευθερίας Ψαλτήρα έγινε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ), Περί Πάτρης
Η στους πολλούς σκοτεινούς αιώνες της σκλαβιάς και των εξ αυτής δυσαριθμήτων βασάνων και πάμπολλων θυμάτων διατήρηση της ταυτότητας των Ελλήνων οφείλεται στην καθοριστική παρουσία και την εργώδη και θυσιαστική προσφορά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κλήρου και λαού. Η Εκκλησία ήταν που διατήρησε άσβεστη τη φλόγα της ελληνικής συνείδησης και προετοίμασε την εθνεγερσία. Αν δεν υπήρχε Εκκλησία μετά το 1453 το Έθνος θα είχε εξαλειφθεί και δεν θα αναδεικνυόταν το 1821. Γι’ αυτό και ορθώς ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος τόνιζε πως «Ορθοδοξία και Ελληνισμός είναι όπως το κρέας με το νύχι».
Γράφει σχετικά ο Σπ. Ζαμπέλιος:
«Από της ώρας εκείνης (Σημ. Της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως), διάδοχος της βασιλείας επίδοξος υπό την εξαγνιστικήν του Τούρκου κηδεμονίαν… απομένει ο νεοφανής Λαός. Εις τον οποίον συμμαχούσιν αναποσπάστως ήδη και υπέρ εθνεγερσίας συναγωνίζονται οι λογάδες της Εκκλησίας και οι Γραμματικοί. Τίνι το 1821, πρώτον Ευρωπαϊκοελληνικής πολιτείας δοκίμιον, τίνι οφείλεται; Τη συμφώνω συμπράξει της καινής ιστοριονομικής τριαρχίας. Εις το κέντρον ο Λαός, δεξιόθεν ο λόγιος Ρήγας, αριστερόθεν δε ο αρχιεπίσκοπος Γερμανός!» .
Δύο ήσαν οι θανάσιμοι κίνδυνοι αφανισμού του Γένους. Ο ένας από την Ανατολή και τον Οθωμανό τύραννο, με τους εξισλαμισμούς. Αυτοί συνέβαιναν αφενός μεν με τους συστηματικούς διωγμούς σε βάρος των Χριστιανών, το παιδομάζωμα, την εξαθλίωση, τις ταπεινώσεις, τις σε βάρος τους υπερβολικές φορολογικές επιβαρύνσεις, αφετέρου δε με τα κίνητρα που έδιδε στους εξωμότες. Ο άλλος κίνδυνος από τη Δύση και τον Πάπα, ο οποίος μαζί με τους λατινόφρονες ηγεμόνες, επιδίωκε με κάθε τρόπο τον προσηλυτισμό και τον αφανισμό της ιδιοπροσωπίας των Ελλήνων. Και τους δύο αυτούς κινδύνους αντιμετώπισε με πάρα πολλές θυσίες αλλά τελικώς με επιτυχία η Εκκλησία και, ως νέος Μωυσής, οδήγησε το Έθνος στην ελευθερία Του.
Ειδικά ο Μικρασιατικός Ελληνισμός είχε μια ιδιαίτερη σχέση με την Στρατευόμενη Εκκλησία. Ο Απόστολος Παύλος και άλλοι Απόστολοι εργάσθηκαν ιεραποστολικώς στις πόλεις και στα χωριά της, και οι Επτά πόλεις της Αποκάλυψης του Ευαγγελιστού Ιωάννου είναι στην Ιωνία, οι πρώτοι Μάρτυρες της Πίστεως εκεί αναδείχθηκαν, στα χώματά της έδρασαν οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, σ’ αυτήν συνήλθαν Οικουμενικές Σύνοδοι, που αποφάσισαν περί των Δογμάτων της Πίστεως. Στη Νίκαια κατέφυγε ο Αυτοκράτορας όταν οι Φράγκοι, το 1204, κατέλαβαν τη Βασιλεύουσα, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας δέχθηκαν πρώτοι τα κύματα των επιθέσεων των αλλοθρήσκων που διψούσαν για αίμα και κατακτήσεις. Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, στο μεγάλο του μέρος, έμεινε σκλαβωμένος στους Οθωμανούς από τα μέσα του 14ου αιώνα έως το 1918, δηλαδή για πεντέμισι αιώνες περίπου και όχι μόνο επέζησε, αλλά ανέδειξε αρετές, αξίες και ικανότητες, με τις οποίες διεκδίκησε δυναμικά την ελευθερία του.
Η ζωή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας (Σημ. Μικρά Ασία, είναι η περιοχή από την Ιωνία έως την Κιλικία και από την Καππαδοκία και τη Λυκία έως τον Πόντο) ήταν πολύ δύσκολη στα χρόνια της σκλαβιάς. Ζούσαν μέσα στο κέντρο της τυραννίας και ανάμεσα σε πλημμυρίδα αλλοθρήσκων, γι’ αυτό δεν ήταν εύκολο να επιβιώσουν. Το πέτυχαν με τέσσερα συστατικά στοιχεία, που καλλιέργησαν στις ψυχές τους.
Το πρώτο ήταν η ακράδαντη και ζέουσα Πίστη τους στον Σωτήρα τους Ιησού Χριστό. Πίστη που συνοδευόταν με ανάλογη ζωή. Απόρροια αυτής της Πίστης ήταν το δεύτερο στοιχείο, η βίωση της Ελευθερίας ως ζωτικού στοιχείου της ψυχής τους και η επιθυμία τους να την αποκτήσουν και σε εθνικό επίπεδο. Το τρίτο συστατικό στοιχείο ήταν η φιλοπατρία τους. Οι λόγιοι αλλά και οι αγράμματοι αρχιερείς και ιερείς καλλιεργούσαν στον σκλαβωμένο πιστό λαό την αγάπη προς την δεσμία Πατρίδα, του συντηρούσαν τη φλόγα της ελευθερίας και του υπενθυμίζοντας του την καταγωγή του από σημαντικούς προγόνους. Ο Επίσκοπος Κερνίκης και Καλαβρύτων Ηλίας Μηνιάτης (1669-1714) εποίκιλλε τα κηρύγματα του με πλείστες αναφορές σε σοφούς και ήρωες της αρχαιότητας και της Βυζαντινής εποχής και ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, ο εξ Οικονόμων, τόνωνε το πατριωτικό φρόνημα. Μιλώντας προς τους νέους των Κυδωνιών, το 1919, είχε τονίσει, μεταξύ άλλων:
« Λέγω πρώτον, ότι χρεωστείς χριστιανέ, καθό χριστιανός, να αγαπάς και να ευεργετής την πατρίδα… Τόσον ιερόν και θείον δώρον είναι η Πατρίς αγαπητοί, ώστε έν των μεγίστων σημείων της κατά των ανθρώπων δικαίας οργής του Θεού γίνεται πολλάκις η στέρησις της Πατρίδος».
Τα τρία προηγούμενα στοιχεία οδηγούν στο τέταρτο, που είναι η θέληση και η διάθεση του Έλληνα να θυσιαστεί παρά να τουρκέψει ή να φραγκέψει. Αυτή η θέληση προϋποθέτει την Πίστη, τη Φιλοπατρία και την αγάπη στην Ελευθερία, που τόσο χαρακτηριστικά περιέγραψε ο Ρήγας: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή». Νέφος είναι οι νεομάρτυρες, δηλαδή οι μάρτυρες επί τουρκοκρατίας ή φραγκοκρατίας, που υπέστησαν βάσανα και αυτόν τον θάνατο γιατί δεν αλλαξοπίστησαν. Πολλοί από αυτούς ήσαν από τη Μικρά Ασία. Όλοι τους θεωρούσαν το βόλεμα και τον συμβιβασμό με τον δυνάστη μαγάρισμα της Πίστης και της ελευθερίας τους.
Η Επανάσταση του 1821 ξεκίνησε μακριά από τη Μικρά Ασία. Πρώτα στις παραδουνάβιες περιοχές, όπου θυσιάστηκαν οι υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη αγνοί αγωνιστές και, αμέσως μετά στην Πελοπόννησο, πετυχημένα αυτή τη φορά. Με την έναρξη του Αγώνα εκατοντάδες ήσαν οι Μικρασιάτες που αυτοπροαιρέτως άφησαν πίσω την οικογένειά τους και τις ανέσεις τους και αποδέχθηκαν τους κινδύνους που συνεπαγόταν η συμμετοχή τους σ’ Αυτόν.
Μετά το 1850 και ενώ μικρό μέρος του Ελληνισμού είχε απελευθερωθεί και προσπαθούσε να ορθοποδήσει αυτός της Μικράς Ασίας αναπτυσσόταν μέσα στη σκλαβιά. Αυτό είναι το θαύμα που πραγματοποίησε η Εκκλησία, κλήρος και λαός, σ’ Αυτήν. Στους σκοτεινούς, μετά το 1453, πρώτους αιώνες διατήρησε ζωντανή τη θράκα της εθνικής συνείδησης και όταν οι περιστάσεις το επέτρεψαν αυτή γιγαντώθηκε, παρά τις δυσχερέστατες συνθήκες που υπήρχαν. Άλλος θεσμός, πλην της Εκκλησίας, δεν υπήρχε στη σκλαβωμένη Μικρά Ασία για να βοηθήσει τον Ελληνισμό. Αυτή ένωσε όλους τους Έλληνες, πλούσιους και πτωχούς, αγρότες και εμπόρους, γραμματισμένους και αγράμματους στον κοινό σκοπό. Η Εκκλησία ήταν ταυτόχρονα Υπουργείο Παιδείας, Οικονομικών, Υγείας, Προνοίας, Πολιτισμού…
Όταν, στην αρχή του 20ού αιώνα, άρχισαν οι διωγμοί από τους Νεότουρκους η επιλογή των αρχιερέων και των ιερέων στη Μικρά Ασία ήταν να προστατεύσουν το ποίμνιό τους, αποδεχόμενοι τους κινδύνους, που αυτή συνεπαγόταν. Οι αναφορές του Αγίου Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου Σμύρνης, προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που διασώθηκαν, αποτελούν αψευδές στοιχείο για την αυτοπροαίρετη θυσία τους.
Οι υπηρεσίες της Εκκλησίας στον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας αποδεικνύονται και από το ότι, παρά τις αυθαιρεσίες και τους διωγμούς του οθωμανικού καθεστώτος, στην περιοχή της Ιωνίας, όταν αυτή απελευθερώθηκε, υπήρχαν 698 Σχολές, στις οποίες φοιτούσαν 91.935 μαθητές και μαθήτριες και δίδασκαν 1.805 δάσκαλοι και δασκάλες. Επίσης στις περί τη Σμύρνη εκκλησιαστικές επαρχίες λειτουργούσαν τα ακόλουθα ευαγή ιδρύματα, που όλα τα κατέστρεψαν οι Τούρκοι και που ανάλογα δεν διέθετε η Εκκλησία στην ελεύθερη Ελλάδα:
20 Νοσοκομεία, 2 Βρεφοκομεία, 2 Φρενοκομεία, 3 Γηροκομεία, 1 Άσυλο Ανιάτων, 1 Στέγη Συσσιτίου, 2 Λαϊκά Κέντρα, 19 Θρησκευτικές Αδελφότητες, 18 Γυμναστικοί Σύλλογοι, 88 Οργανώσεις Αμύνης, 21 Φιλαρμονικοί Σύλλογοι, 6 Ορφανοτροφεία, 3 Ιδιωτικά Γυμνάσια, 4 Διδασκαλεία Αρρένων και Θηλέων, 1 Εμπορική Σχολή, 225 Συντεχνίες, 209 Σύλλογοι και Αδελφότητες, 27 Φιλόπτωχα Ταμεία, 19 Βιβλιοθήκες και Μουσεία, 2 Οικοτροφεία, 4 Γεωργικές Ενώσει ς.
Οι συστηματικοί διωγμοί σε βάρος των Ελλήνων αλλά και των Αρμενίων και των Ασσυρίων Χριστιανών της Μικράς Ασίας εξελίχθηκαν σε γενοκτονία από το 1914 έως το 1922. Για τη διατήρηση της μνήμης των θυμάτων της η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1993 αποφάσισε την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού να τιμάται η μνήμη των Μικρασιατών εθνοϊερομαρτύρων Επισκόπων Χρυσοστόμου Σμύρνης, Γρηγορίου Κυδωνιών, Αμβροσίου Μοσχονησίων, Προκοπίου Ικονίου και Ευθυμίου Ζήλων, καθώς και των κληρικών και λαϊκών που μαρτύρησαν μαζί τους κατά τη γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Εξάλλου η Βουλή των Ελλήνων, το 1998, με ομόφωνη απόφαση της, όρισε τις 14 Σεπτεμβρίου κάθε έτους ως ημέρα εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος. Είναι πολύ λυπηρό το γεγονός ότι η μνήμη των θυμάτων της γενοκτονίας εξασθενεί με την πάροδο του χρόνου, για λόγους πολιτικούς και ιδεολογικούς. Ομοίως εξασθενεί η μνήμη των σύγχρονων Ελλήνων ως προς την προσφορά της ποιμαίνουσας Εκκλησίας στον Εληνικό Λαό και ειδικότερα η προσφορά Της στη διατήρηση της ταυτότητας Του και στην απόκτηση της ελευθερίας Του, όπως επίσης και η ολόπλευρη θυσιαστική συμπαράστασή Της κατά τις δοκιμασίες Του.
Οι Έλληνες, από εθνικής πλευράς, την περίοδο αυτή ζούμε κατάσταση που τείνει να καταστεί χειρότερη από αυτές της Αλώσεως του 1453 και της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922. Το 1453 χάσαμε τα εδάφη και την ελευθερία μας, αλλά καταφέραμε να διατηρήσουμε την ιδιοπροσωπία μας, την ταυτότητά μας, τη γη μας. Το 1922 χάσαμε τη γη μας, το βιός μας, τους ιερούς τόπους μας, αλλά διατηρήσαμε την ταυτότητά μας και μεταφέραμε όσα όσια και ιερά μας μπορέσαμε στην ελεύθερη Ελλάδα. Τώρα, στην ελεύθερη Ελλάδα, κινδυνεύουμε να χάσουμε την ταυτότητά μας, δηλαδή το είναι μας, τη ψυχή μας!
Ας έχουμε όμως Πίστη και Ελπίδα. Υπάρχουν ακόμη εστίες πνευματικής αντίστασης, υπάρχουν ακόμη Έλληνες που δεν έχουν προσκυνήσει τον Βάαλ του υλισμού και του κοσμοπολιτισμού
- Βιβλία που χρησιμοποιήθηκαν για το παρόν άρθρο
- Αρχείο Εθνοϊερομάρτυρος Αγίου Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου Σμύρνης, Τόμοι Α, Β΄ και Γ΄. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2000.
- Μητροπολίτου Εφέσου Χρυσοστόμου Χατζησταύρου (Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος), « Οι κατά της Εκκλησίας και της Εκπαιδεύσεως της Μικράς Ασίας Τελευταίοι Διωγμοί των Τούρκων», Εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού, Καισαριανή, 2010.
- Βοβολίνη Κωνστ. «Η Εκκλησία εις τον Αγώνα της Ελευθερίας», Εκδότης Παν. Αθ. Κλεισιούνης, Αθήναι, 1952.
- Βρυώνη Σπ., «Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η Διαδικασία εξισλαμισμού», ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1996.
- Γεδεών Ι. Μανουήλ, «Η Πνευματική Κίνησις του Γένους κατά τον ΙΗ΄ και ΙΘ΄ Αιώνα». Εκδ. «Ερμής», Αθήνα, 1976.
- «Η Ζωή των Υποδούλων Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας», Πρακτικά Β΄ Συνεδρίου Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος – Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Πολιτιστικής Ταυτότητας, Αθήνα, 2014.
- Ζακυθηνού Α. Διονυσίου «Μεταβυζαντινά και Νέα Ελληνικά», Αθήναι, 1978.
- Ζαμπελίου Σπ. «Βυζαντιναί Μελέται – Περί Πηγών Νεοελληνικής Εθνότητος», Εκδ. Σ. Ν. Φιλαδελφέως, Εν Αθήναις, 1857.
- Κυριακίδου Επαμ. «Βιογραφίαι των εκ Τραπεζούντος και της περί αυτήν Χώρας από της Αλώσεως μέχρις Ημών Ακμασάντων Λογίων», Τυπογρ. Παρ. Λεώνη, Αθήναι, 1897.
- «Κύριλλος ο Λούκαρις». Αθήναι, 1939.
- Μηνιάτη Ηλία, Επισκόπου Κερνίκης και Καλαβρύτων «Διδαχαί και Λόγοι», Εκδ. «Φως», Αθήναι, 1960.
- Οικονόμου Κωνσταντίνου, του εξ Οικονόμων «Λόγοι», Επιμ. Θεοδ. Σπεράντσα, Αθήναι, 1971.
- Παπαδοπούλου Αρχοντίας «Η Συμβολή των Ελλήνων της καθ΄ Ημάς Ανατολής στην Παλλιγγενεσία του 1821», Εκδ. «Λεξίτυπον», Αθήνα, 2012.
- Περαντώνη Ιωάννου «Λεξικόν των Νεομαρτύρων», Εκδ. Β΄ Ιεράς Συνόδου Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι, 1990.
- Ράνσιμαν Στήβεν «Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία», Α+Β Τόμοι, Εκδ. Μπεργαδή, Αθήνα, 1979.
- Χατζηνικολάου Ιγνατίου, Αρχιμ. Γυμνασιάρχου « Αγιος Πολύκαρπος», Χανιά 1987.
.
Επέτειος 90 ετών (1923 – 2013) από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης
Συμπληρώνονται εφέτος 90 συναπτά έτη από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης και την ολοκλήρωση της «Αναγκαστικής Ανταλλαγής» των πληθυσμών του Θρακικού Ελληνισμού. Έτσι, η επετειακή γραφή γυρίζει πίσω τις σελίδες της ιστορίας του θρακικού ελληνισμού, στην δίσεκτη εκείνη χρονιά του 1922.
Οι αποφράδες εκείνες ημέρες του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου του 1922, του «μαύρου Σεπτεμβρίου», σφραγίστηκαν ανεξίτηλα από την «μαρτυρική άλωση» του Μικρασιατικού Ελληνισμού, ο οποίος ως «άδολον αρνίον» κατεσφάγη στο βωμό της ακραίας εθνικιστικής μανίας και της εφαρμογής της νέας πολιτικής της αναδυόμενης πλέον κεμαλικής – μεταοθωμανικής Τουρκίας για εθνοκάθαρση των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, καθώς και στο βωμό των πολιτικών και γεωστρατηγικών σκοπιμοτήτων των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.
Παρά ταύτα, το τραφικό τέλος του ελληνισμού της «καθ’ ημάς Ανατολής» δεν είχε ακόμη συντελεσθεί. Αυτό το οριστικό τέλος επρόκειτο να έλθει με την λεγομένη αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών του θρακικού ελληνισμού και συγκεκριμένα με τον ξεριζωμό των Ανατολικοθρακών Ελλήνων, κατά τον Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Νοέμβριο του 1922, ο οποίος ολοκληρώθηκε με τον αφανισμό και των εσχάτων εστιών του Ελληνισμού της Ανατολικής Θράκης και μέχρι των προαστείων της Κωνσταντινουπόλεως, δια της εφαρμογής της Συνθήκης της Λωζάνης (1923), η οποία έθεσε και την «ταφόπλακα» της Αν. Θράκης.
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο ιστορικός Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος: «Οι ιθύνοντες του Ελληνικού Κράτους με την αδιαφορία που είχαν επιδείξει στα 1885, όταν ο βουλγαρικός στρατός προσάρτησε πραξικοπηματικά την Ανατολική Ρωμυλία, επέτρεψαν χωρίς κανένα λόγο και πάλι το 1922 και μόνο εξαιτίας των δυτικών πιέσεων και της ενδοτικής πολιτικής που ακολουθούσαν την αποκοπλη του ανατολικοθρακικού ελληνισμού από τις πατρογονικές εστίες».
Στο σημείο τούτο θα πρέπει να υπογραμμισθεί με έμφαση ότι η εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων προκλητική παραχώρηση της Ελληνικής Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία προσλαμβάνει τραγικότερη και οδυνηρότερη διάσταση, εάν αναλογισθεί κανείς ότι μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 1920 είχε καταληφθεί από τον προελαύνοντα νικηφόρο Ελληνικό Στρατό ολόκληρη η Ανατολική Θράκη εκτός μιας μικρής περιοχής ανατολικά της γραμμής Μηδείας – Τσατάλτζας και επιπλέον στις 28 Ιουλίου / Αυγούστου 1920 είχε υπογραφεί η Συνθήκη των Σεβρών, η οποία παραχωρούσε στην Ελλάδα ολόκληρη την Δυτική και Ανατολική Θράκη, μαζί με την Καλλίπολη και σχεδόν έως και την περιοχή Τσατάλτας.
Το όνειρο όμως των Ανατολικοθρακών για ελευθερία δεν κράτησε για πολύ και μετεβλήθη σε έναν εφιάλτη ανείπωτου πόνου λόγω του επακολουθήσαντος εκπατρισμού και ξεριζωμού, ο οποίος επεβλήθη από τις Μεγάλες Δυνάμεις προς ικανοποίηση των απαιτήσεων της νικήτριας Τουρκίας και φυσικά προς εξυπηρέτηση των πολιτικών και γεωστρατηγικών συμφερόντων τους που ήταν ταυτισμένα κατ’ εκείνη την ιστορική περίοδο με την αναδυόμενη μεταοθωμανική – κεμαλική Τουρκία.
Η δε τραγική ειρωνεία στον σχεδιασμό για την επιβολή της παραχωρήσεως της Ανατολικής Θράκης στην κεμαλική Τουρκία έγκειται στο ότι αυτή επετεύχθη χωρίς να παρεμποδισθεί από την ελληνική πλευρά, η οποία ούσα διπλωματικά απομονωμένη εδέχθη μοιρολατρικά τα αποφασισθέντα και επιβληθέντα από τις Μεγάλες Δυνάμεις, παρόλο που ο Ελληνικός Στρατός κατείχε την Ανατολική Θράκη δυνάμει της ισχύουσας ακόμη και τότε Διεθνούς Συνθήκης των Σεβρών (1920) και ενώ δεν είχε ηττηθεί από τους Τούρκους σε κάποια πολεμική αναμέτρηση επί των εδαφών της Ανατολικής Θράκης.
Τα ολέθρια γεγονότα όμως της Μικρασιατικής καταστροφής επηρέασαν άμεσα και καταλυτικά την ελληνική παρουσία στην Ανατολική Θράκη και προμήνυαν την τραγική μοίρα του Ελληνισμού της Ανατολικής Θράκης. Ο συνωστισμός 80.000 προσφύγων εκ Μικράς Ασίας στην Ανατολική Θράκη προκαλούσε στους Ανατολικοθρακιώτες αισθήματα θλίψης, απόγνωσης και αγανάκτησης καλλιεργώντας παράλληλα κλίμα ηττοπάθειας, τρόμου και πανικού, επειδή ακριβώς έτρεμαν το ενδεχόμενο επανάληψης του φρικτού σκηνικού της Σμύρνης και στον θρακικό χώρο.
Ο Κώστας Γεραγάς ζώντας τα γεγονότα ως αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς υπογραμμίζει με έμφαση: «Μετά την συμφοράν η χαρά των Μουσουλμάνων δυσκόλως ηδύνατο να αποκρυβή, επίστευον δε πλέον ακραδάντως εις επένοδον της Τουρκίας. Δεν υπήρχε καμμία αμφιβολία ότι οι Τούρκοι, ευκαιρίας διδομένης, θα εδεικνύοντο οίοι είνε. Τα επακολουθήσαντα κατά την εκκένωσιν γεγονότα διεπίστωσαν τούτο. Το ελληνικόν στοιχείον κατελήφθη υπό συγκινήσεως δια την συμφοράν και υπό αισθημάτων αγωνίας μετά τας αγρίας σφαγάς της Σμύρνης, μάλιστα δε πάντων οι πρόσφυγες, οι οποίοι μετά τόσας δοκιμασίας απώλεσαν την ευψυχίαν και εζήτουν να μεταφερθώσιν εις Μακεδονίαν. Η συγκίνησις, αν μη ο πανικός, των πρώτων ημερών ηδύνατο να διαλυθή, να παρέλθη, αν αποκαθίστατο η πεποίθησις του λαού επί τον στρατόν. Τούτο δεν συνέβαινε και περιττόν να εκταθή κανείς περισσότερον εις πενθίμους σελίδας επί του ζητήματος».
Οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, και Ιταλία), ύστερα από την απάνθρωπη στάση που επέδειξαν κυνικά έναντι της εθνοκαθάρσεως σε βάρος των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και παρά τις όποιες ασθενικές αντιδράσεις του Ελ. Βενιζέλου, απεφάσισαν να θυσιασθεί η Ανατολική Θράκη και να αποδοθεί στην Τουρκία, μέχρι των Αδριανούπολη και τον Έβρο.
Τόπος των συσκέψεων μεταξύ των εκπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων, της Τουρκίας και της Ελλάδος είχαν ορισθεί τα Μουδανιά, όπου οι Έλληνες Βουλευτές της Θράκης ως πληρεξούσιοι των Ανατολικοθρακών πληροφορήθηκαν εμβρόντητοι τα περί της αναγκαστικής εκκενώσεως της Αν. Θράκης ολίγες ημέρες πριν από την υπογραφή του Πρωτοκόλλου των Μουδανιών. Έτσι, στις 25 Σεπτεμβρίου / 8 Οκτωβρίου 1922 ο Ελ. Βενιζέλος έστειλε από το Παρίσι προς την Γενική Διοίκηση Θράκης, το παρακάτω συγκλονιστικό τηλεγράφημα:
«Ανακοινώσατε, παρακαλώ, τηλεγράφημα εις πληρεξουσίους Θράκης. Ανατολική Θράκη απωλέσθη ατυχώς δι’ Ελλάδα και επανέρχεται εις άμεσον κυριαρχίαν Τουρκίας, αποκλειομένης πάσης διαμέσου λύσεως, οία υπονοουμένη εις τηλεγράφημά Σας. Επί πλέον υποχρεούμεθα να εκκενώσωμεν από τούδε Θράκην.
Ολόκληρος προσπάθειά μου στρέφεται πώς χάνοντες Θράκην να σώσωμεν εν μέτρω δυνατώ Θράκας. Γνωρίζετε ότι πάσαι αι εγγυήσεις, ας Συνθήκη Ειρήνης ηδύνατο να προϊδη, και ας Τούρκοι θα εδέχοντο, ουδεμίαν ασφάλειαν πραγματικήν αποτελούσιν δια Χριστιανούς και χαίρω, διότι επί τούτω συμφωνείτε εντελώς.
Όσον τραγικόν και αν είνε, ανάγκη Θράκες να εγκαταλείψωσιν την γην, ην από τόσων αιώνων κατοικούσιν αυτοί και πρόγονοί των, δεν υπάρχει άλλο μέσον σωτηρίας δι’ αυτούς μετά την θριαμβευτικήν επιστροφήν των Τούρκων εις Ευρώπην. Κάμνω ό,τι δυνατόν, όπως επιτύχω, ίνα την αποχώρησιν της Ελληνικής Διοικήσεως μη επακολουθήση αμέσως επαναφορά Τουρκικής Διοικήσεως και χωροφυλακής, αλλά συμμαχικά στρατεύματα αναλάβωσι προσωρινώς διοίκησιν, ίνα δοθή καιρός εις θέλοντας εκ των κατοίκων να μετοικήσωσιν αποκομίζοντες την κινητήν περιουσίαν των…».
28 Σεπτεμβρίου / 11 Οκτωβρίου 1922 υπεγράφη τελικώς στα Μουδανιά μεταξύ των συμμάχων η στρατιωτική συμφωνία, η οποία ετέθη σε ισχύ από τα μεσάνυκτα της 1/14 – 2/15 Οκτωβρίου. Η στρατιωτική εκκένωση της Ανατολικής Θράκης, με εξαίρεση την περιοχή της Καλλιπόλεως, θα έπρεπε να συντελεσθεί εντός προθεσμίας 15 ημερών και η έξοδος των ελληνικών πληθυσμών θα ολοκληρωνόταν μέσα σε 30 ημέρες μετά το πέρας της αποχωρήσεως του Ελληνικού Στρατού.
Εν προκειμένω, άξια ιδιαίτερης μνείας είναι η κρίση του Αλ. Μαζαράκη – Αινιάν, ο οποίος υπήρξε ο άλλοτε ελευθερωτής της Θράκης και ήταν απολύτως αντίθετος με το περί ανακωχής σχέδιο του πρωτοκόλλου των Μουδανιών.
Γράφει λοιπόν ο Μαζαράκης – Αινιάν στα «Απομνημονεύματά» του: «Κι αν υπήρχε μια μικρή πιθανότητα να διασωθεί η Ανατολική Θράκη (παρά την κατάπτωση του ηθικού του ελληνικού στρατού και την αποδιοργάνωσή του), φρόντισαν, τόσο ο Ελ. Βενιζέλος στο Παρίσι όσο και η επαναστατική κυβέρνηση στην Αθήνα, να δώσουν τη χαριστική βολή γιατί αποδέχθηκαν αμέσως και μάλιστα την άμεση εκκένωσή της. Αυτή υπήρξε η απάντηση του Αλ. Μαζαράκη – Αινιάνος στο αυτό ερώτημα «Ηδυνάμεθα να σώσωμεν την Θράκην;».
Όταν πλέον η διπλωματία των ισχυρών έθεσε και επί χάρτου τις υπογραφές για τον πατρογονικό ξεριζωμό των αθώων Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης, άρχισε η «Μεγάλη Έξοδος» μέσα σε κατάσταση απολύτου πανικού και υπό το «σύνδρομο της ατάκτου φυγής».
Γράφει σπαρακτικά λόγιος και φιλόμουσος Θρακιώτης Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου: «Ένα λυπητερό και μουχρωμένο φθινόπωρο άφηναν οι Θράκες πανοικεί τους χρυσαφένιους κάμπους και τις απέραντες κοιλάδες άφηναν τους θρακικούς δρυμώνες, τις λαγκαδιές και τα δάση τ’ απάτητα, άφηναν τη γη των τριών χιλιετηρίδων του Γένους, όπου ανθοβολούσε η Ελληνική σκέψη και προκοπή. Άφηναν τους παμπάλαιους τάφους των προγόνων και τις εκκλησίες τους και έπαιρναν τον δρόμο της εξορίας. – Προς τα γεφύρια, ακούγεται πάντα η προσταγή, προς τα γεφύρια! Και ταξίδευαν όλοι προς τα γεφύρια. Μέρες από τ’ ακρογιάλια της Μαυροθάλασσας αφήνοντας πίσω τους την τρισευλογημένη γη της Θράκης. Την ατρύγητη θάλασσά τους οι Αγαθοπολίτες, οι Βασιλικιώτες, οι Μηδειώτες – τη Μαυροθάλασσα».
Οι δυστυχείς Θράκες αναζητούσαν την σωτηρία τους μέσω της ατάκτου φυγής με κάρα και αραμπάδες, που όταν ακινητοποιούνταν λόγω των άθλιων καιρικών συνθηκών από τις πυκνές βροχοπτώσεις, οδηγούσαν τους απροστάτευτους επιβάτες τους σε βέβαιο θάνατο από τους ατάκτους ενόπλους Τούρκους. Κατά την διάρκεια της μαρτυρικής εξόδου συνέβαιναν θάνατος και τοκετοί. Η πεζοπορία υπήρξε ένας εφιαλτικός και βασανιστικός γολγοθάς. Γέροι, μωρά και ασθενείς υπέκυπταν από τις κακουχίες.
Όπως γράφει με πόνο ψυχής ο Κώστας Γεραγάς: «Δεν ήταν μόνο οι προσωπικές περιουσίες που χάνονταν, ήταν οι απέραντες και γόνιμες πεδιάδες, οι πράσινες θάλασσες των αμπελιών, τα πλούσια αρχοντόσπιτα, τα επιβλητικά κοινοτικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα ατέλειωτα θρακικά δημητριακά, των οποίων ενώ είχε παραχωρηθεί στην Εθνική Τράπεζα τα προνόμιο της εξαγοράς μεγάλου μέρους τους, τελικά και εκείνα εγκαταλείφθηκαν σχεδόν όλα».
Ο δεύτερος τρόπος φυγής των μαρτύρων θρακών ήταν η διά της θαλάσσης οδός. Απερίγραπτες και ανείπωτες εικόνες διεδραματίζονταν στους παραλιακούς όρμους λόγω της αθρόας συρροής των προσφύγων θρακών, οι οποίοι επρόκειτο να αναχωρήσουν από τα λιμάνια της Θυνιάδος, της Μηδείας, του Εξάστερου, των Επιβατών, της Σηλυβρίας, της Ηρακλείας, της Ραιδεστού, της Μυριοφύτου, της Περιστάσεως και άλλων σημείων της Προποντίδος.
Όσοι από τους κατοίκους της θρακικής ενδοχώρας μπορούσαν να ακολουθήσουν τις οδικές διαβάσεις κατευθύνονταν δια μέσου του Έβρου προς τη Δυτική Θράκη. Κατά χιλιάδες όμως έπαιρναν τον δρόμο της προσφυγιάς και μέσω των σιδηροδρομικών σταθμών όπου αθρόα συγκεντρώνονταν υπό άθλιες καιρικές συνθήκες με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν ύστερα και από αναμονή πολλών ημερών να επιβιβαστούν σε κάποια βαγόνια για να σωθούν.
Οι Θράκες έσωζαν πρωτίστως με αγάπη τα ιερά σκεύη, τα Ευαγγέλια, τις ιερές εικόνες και τα ιερά λείψανα των αγίων τους, όπως συνέβη και μα το ιερό λείψανο του εθνοϊερομάρτυρος Αγίου Κυρίλλου του Στ΄ (+ 1821), του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως το οποίο εφυλάσσετο στη Μητρόπολη Αδριανουπόλεως, και αφού είτε τα τοποθετούσαν στα κάρα και τους αραμπάδες είτε τα έκρυπταν κάτω από τα ρούχα τους, με δάκρυα και λυγμούς κλείδωναν τα σπίτια και τις αποθήκες με το βιός της χρονιάς εκείνης, και έπαιρναν τον μαρτυρικό δρόμο της προσφυγιάς έχοντας την άσβεστη ελπίδα ότι θα επέστρεφαν και πάλι στα σπίτια τους.
Μετά την αναχώρηση των Θρακών από τις πατρογονικές τους εστίες αντίκριζε κανείς στα έρημα χωριά, κωμοπόλεις και πόλεις, τα λεηλατημένα σπίτια και καταστήματα, τις καταστραμμένες αποθήκες και τις απογυμνωμένες εκκλησίες, οι οποίες μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις είχαν υποστεί τους βανδαλισμούς των ένοπλων τουρκικών ομάδων.
Ο δε Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος αναφέρει ότι συγκλονιστικές σκηνές εξελίσσονταν ανάμεσα σε φίλους και γείτονες Έλληνες και Τούρκους, οι οποίοι αγκαλιασμένοι αποχωρίζονταν και το συγκινητικό είναι ότι εκείνες τις μεγάλες ώρες εάν κάποιοι Τούρκοι χρωστούσαν κάποιο χρηματικό ποσό στους Έλληνες, το επέστρεφαν. Σε άλλες περιπτώσεις οι Έλληνες καθώς εγκατέλειπαν τον τόπο τους, έκαιγαν τα σπίτια και τα καταστήματά τους για να μη λεηλατηθούν από τους επελαύνοντες Τούρκους.
Ο Μενέλαος Εμμανουηλίδης αναφερόμενος στον ξεριζωμό των Ελλήνων της κωμοπόλεως Βρύσης (Μπουνάρ –Χισάρ), η οποία υπήγετο στην επαρχία των Σαράντα Εκκλησιών, γράφει χαρακτηριστικά: «…αφού εφιλήσαμε με συντριβήν καρδίας τα άγια χώματα της χώρας των πατέρων και προγόνων μας εξεκινήσαμεν κατά καραβάνια συνεχή σχεδόν όλοι ομαδικώς πλην των Διοικητικών Αρχών, αι οποίαι είχον διαταγήν να μείνουν μέχρι της τελείας εκκενώσεως της Θράκης». Παντού κυριαρχούσαν ο φόβος, ο πανικός, η απόγνωση, οι ασθένειες και οι επιδημίες οι οποίοι θέριζαν γέροντες και παιδιά, ενώ ανήμπορες μανάδες και νήπια που έκλαιγαν γοερά, αναζητούσαν τις οικογένειές τους.
Οι τελευταίοι ανατολικοθρακιώτες οι οποίοι εγκατέλειψαν τις πατρογονικές εστίες τους ήταν οι καλλιπολίτες κατά τον Νοέμβριο του 1922 και οι κάτοικοι της περιφέρειας Τσατάλτζας κατά τον Δεκέμβριο του 1922.
Συγκλονιστικές είναι οι μαρτυρίες των αυτοπτών και αυτηκόων μαρτύρων, οι οποίοι με τις περιγραφές τους διασώζουν την τραγική πραγματικότητα που βίωναν οι πρόσφυγες κατά την οδό του μαρτυρίου τους στην «Μεγάλη Έξοδο» από την πατρίδα τους. Μία εξ αυτών των περιγραφών αναφέρει: «Η έξοδος αυτή παρίστα σπαραξιάρδιον θέαμα. Διά της πόλεως Μ. Γέφυρας, κεντρικής οδού πολλών περιφερειών, επί ημέρας και νύκτας πολλάς διήρχοντο μυριάδες προσφύγων της Μ. Ασίας και Θράκης. Θρήνοι και οδυρμοί και αραί στυγεραί κατά των υπαιτίων της τραγικής συμφοράς επλήρουν τους αιθέρας. Κατά σατανικήν σύμπτωσιν βροχή ραγδαία και χάλαζα χονδρά έπληττον τους ατυχείς τούτους πληθυσμούς…
Ωσεί μη ήρκουν ταύτα ο προσφυγικός κόσμος επέπρωτο να δοκιμάσει και αιματηράς περιπετείας κατά την οδόν του μαρτυρίου του… υπό τοιαύτας λοιπόν τραγικάς και καταστρεπτικάς συνθήκας έλαβε χώραν η έξοδος των κατοίκων της Θράκης, ως πάλαι ποτέ των Εβραίων εξ Αιγύπτου. Λαός, κατοικών την χώραν ταύτην από αμνημονεύτων χρόνων, αναγκάζεται να εγκαταλείψη την γην των Πατέρων του, μεθ’ ης συνδέεται δι’ αρρήκτων ιστορικών και εθνολογικών δεσμών, εις το άκουσμα της επανόδου των Τούρκων…».
Ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος διασώζει την προσωπική μαρτυρία του Υποδιοικητού Αρκαδουπόλεως κ. Λεφά, ο οποίος μεταξύ άλλων έγραφε: «… Έτι τραγική ήτο η θέσις των αγροτικών πληθυσμών, οι οποίοι σχηματίζοντες καραβάνια διέσχιζον την περιφέρειαν με διεύθυνσιν προς τον Έβρον αίροντες τον σταυρόν του μαρτυρίου… Είδον γυναίκα πεσούσαν εξ εξαντλήσεως από την υπερπληρουμένην άμαξαν και εκπνεύσασαν.
Είδον πρόσφυγα εξ ατονίας μη συγκρατηθέντα επί των ποδών του και πεσόντα άπνουν εκ του βαγονίου. Είδον βρέφη αποθανόντα εξ ασφυξίας εις τας αγκάλας δυστυχών χωρικών γυναικών… Εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν εν αναμονή των βαγονίων και της χορηγίας εις τας ιδιοτροπίας του θρακικού φθινοπώρου με τον άγριον άνεμον και την βροχήν. Βήξ, στόνοι και κλαυθμοί ηκούοντο διαρκώς.
Φωναί ως από τάφων εζήτουν επίσπευσιν της αναχωρήσεως, ενώ χείρες ικέτιδες των ιερέων ηυλόγουν δια τελευταίαν φοράν την γενέτειραν γην και τους τάφους των προγόνων… έλαβον χώρα και τοκετοί καθ’ οδόν και θάνατοι με απλοποιημένας στιγμιαίας κηδείας…».
Η οριστική χαριστική βολή στον ελληνισμό της Ανατολικής Θράκης και των περιχώρων του Νομού Κωνσταντινουπόλεως επήλθε με την Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία υπεγράφη στις 24 Ιουλίου του 1923, αλλά κυρίως με την «Σύμβαση περί Ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών Πληθυσμών» μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, η οποία υπεγράφη στις 30 Ιανουαρίου του 1923 και ίσχυσε από την 31η Μαρτίου 1924.
Έτσι, δυνάμει της Συνθήκης της Λωζάνης, εξαναγκάστηκαν σε εκπατρισμό και οι τελευταίοι εναπομείναντες Έλληνες του Καραγάτς και των χωριών Μπόσνα και Δεμιρδές, ενώ τον Ιούνιο του 1924 εκπατρίστηκαν οι τελευταίοι Έλληνες της περιφέρειας Τσατάλτζας και των χωριών της Κωνσταντινουπόλεως.
Η συνθήκη της Λωζάνης, ύστερα από 90 συναπτά έτη εκ της υπογραφής της, έχει πλέον καταγραφεί ως ένα αρνητικό διεθνές ορόσημο διότι αν και προηγήθηκαν και άλλες ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ Τούρκων και Βουλγάρων κατά το έτος 1913, καθώς και μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων με την κατά το 1919 υπογραφείσα του Νεϊγύ, εντούτοις διαφέρει καίρια από εκείνες ως προς το ότι η συγκεκριμένη ανταλλαγή των πληθυσμών υπήρξε «αναγκαστική» και μάλιστα υλοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών.
Δεν είναι υπερβολή η διαπίστωση ότι η ιστορία των εθνών δεν έχει να παρουσιάσει προηγούμενο τόσο ασυνήθιστης διεθνούς συνθήκης. Ποτέ άλλοτε μέσα στη μακραίωνη ιστορία των μαζικών μετακινήσεων πληθυσμών δεν είδαμε σχεδόν περί τα 2.000.000 ανθρώπων να ξεριζώνονται από τις προαιώνιες πατρογονικές τους εστίες και να εγκαθίστανται σε ξένη γη με μια μονοκονδυλιά. Ακόμη δε και αν εθεωρείτο «εθελούσια μετοικεσία» και όχο αναγκαστική ανταλλαγή, ωστόσο και πάλι η πληθυσμιακή αυτή μετακίνηση δεν θα είχε προηγούμενο μέσα στην ιστορία των μαζικών μεταναστεύσεων.
Καθίσταται μάλιστα ακόμη τραγικότερη και οδυνηρότερα άδικη η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης, η οποία είχε προηγηθεί της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάνης, επειδή ακριβώς αυτή επεβλήθη στην ανήμπορη και πολιτικά διχασμένη Ελλάδα από τους άλλοτε – και μέχρι πρότινος – Ευρωπαίους συμμάχους της παρόλο που δεν είχε προηγηθεί κάποια στρατιωτική – πολεμική ήττα των Ελλήνων, που να δικαιολογούσε την οριστική απώλεια της Ανατολικής Θράκης, την οποία εξάλλου κατείχε η Ελλάδα δυνάμει της Συνθήκης των Σεβρών (1920).
Ο απολογισμός όλων αυτών των ασύλληπτων γεγονότων, τα οποία βίωναν ως απόλυτη «κόλαση» οι Έλληνες της «καθ’ ημάς Ανατολής», υπήρξε τραγικός και ολέθριος, αφού περίπου 250.000 Ανατολικοθρακιώτες και σχεδόν 1.300.000 Μικρασιάτες, Πόντιοι και Ανατολικορωμυλιώτες πρόσφυγες εκτοπίστηκαν και εκπατρίστηκαν από τις πατρογονικές εστίες τους, από την «Πατρίδα», όπως συνήθιζαν να λένε με σπαραγμό και πόνο ψυχής μέχρι και στα βαθιά γεράματά τους, μέχρι και τον θάνατό τους.
Οι πρόσφυγες Έλληνες της Ανατολικής Θράκης αγκάλιασαν την νέα τους πατρίδα στην κυρίως Ελλάδα, που την αγάπησαν και την πόνεσαν όπως την Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία. Δούλεψαν σκληρά και αγόγγυστα, μεταλαμπάδευσαν τον πολιτισμό τους, πρόκοψαν κα ανέστησαν τις αλησμόνητες πατρίδες τους φυτεύοντας με τις ίδιες ονομασίες για να μη λησμονηθούν ποτέ, νέους οικισμούς και κωμοπόλεις, όπως: Νεοχώρι, Νέος Σκοπός (Σερρών), Νέα Πέτρα, Νέα Μήδεια, Νέα Καλλίπολη, Νέα Μάλγαρα, Σαράντα Εκκλησιές, Νέα Μάδυτος, Νέα Αγχίαλος, Στενήμαχος, Νέα Μάκρη, Νέα Πέραμος, Νέα Αδριανή κ.α.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι βασανισμένοι πρόγονοί μας ως τελευταία επιθυμία τους είχαν πριν πεθάνουν να φιλήσουν το χώμα της πατρώας γης και όταν πεθάνουν να λάβουν μαζί τους στον τάφο λίγο χώμα από την αλησμόνητη και λατρευτή γενέτειρά τους, όπου είδαν το πρώτο φως της ζωής, αλλά και να γραφεί στην μαρμάρινη ταφόπλακά τους το όνομα του χωριού ή της πόλεώς τους, που ποτέ δεν είχαν λησμονήσει και έφευγαν από τον μάταιο και άδικο τούτο κόσμο με το μαράζι της απώλειάς τους.
Η γραφή αυτή ας είναι «εις μνημόσυνον αιώνιον» των βιαίως και αδίκως εκτοπισθέντων και εκπατρισθέντων προσφύγων εκ της Ανατολικής Θράκης και Ανατολικής Ρωμυλίας, και προσήκει να έχει ως κατακλείδα τους λόγους του αοίδιμου λόγιου και φιλόμουσου μεγάλου Θράκα Πολύδωρου Χριστοδούλου: «Περνούν στην αντίπερα όχθη του Έβρου, όπου τους προσμένει ένας αδελφός λαός. Λουλουδίζουν φθινοπωρινά τα ξεροτόπια και οι πλαγιές χαμογελούν. Ξεπροβάλλουν πολιτείες άλλες, άγνωστες, πανάρχαιες, βυζαντινές, χωριά και τοπία συγγενικά και χαμόγελο και αγκαλιά ζεστή. Είναι η ελεύθερη Θράκη. Εδώ παιδιά, φωνάζει ο παπαΜανώλης, ο παπάς κι ο δάσκαλος στους συντοπίτες του – ξεζέψτε και λύστε τους ζυγούς, εδώ θα χτίσουμε ξανά τις ορφανές πλια και χαμένες μας πατρίδες. Καρτερείτε».
.
Αφιερούται στην Ιερά Μνήμη των προπατόρων μου: Ιωάννου και Μαγδαληνής Σιδηρά εξ Ανατολικής Θράκης, και Νικολάου και Ειρήνης Τζιμοτούδη εξ Ανατολικής Ρωμυλίας. Αιωνία αυτών η μνήμη.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη, Αβέρωφ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...