«…Ο Άγγλος δεν άντεξε και ρώτησε έναν Κύπριο δημοσιογράφο για τους αντάρτες της Ε.Ο.Κ.Α.:
«What kind of people are they?» (Τι άνθρωποι είναι αυτοί ;).
Για να λάβει πληρωμένη απάντηση:
«Greeks» (Έλληνες)!»
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης γεννήθηκε σ’ ένα πολύ μικρό χωριό της Πάφου, την Τσάδα, στις 27 Φεβρουαρίου 1938. Ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά του Μιλτιάδη Παλληκαρίδη και της Αφροδίτης Παπαδανιήλ. Η ψυχή του ξεχείλιζε από το πάθος για δικαιοσύνη και ελευθερία. Το ταλέντο του και η αγνότητα της ψυχής του μας έδωσαν ανεκτίμητους στίχους, που αντηχούν στις ψυχές των απανταχού της γης Ελλήνων.
Μαθητής Γυμνασίου θα γράψει σε έκθεση ιδεών για τη σημασία των εθνικών επετείων:
- «Κάτω από τον γαλάζιο αττικό ουρανό, αλλά και κάτω από τον σκοτεινό συννεφιασμένο ορίζοντα της δούλης Κύπρου, γιορτάζονται οι Εθνικές Επέτειοι. Θυμίζουν στον ελεύθερο Ελληνισμό πως οι πρόγονοί των πολέμησαν σαν λιοντάρια για να τους χαρίσουν τη Λευτεριά. Μας δίδουν ακόμα θάρρος και ελπίδα στους σκλαβωμένους, πως η μέρα του λυτρωμού δεν είναι όνειρο απραγματοποίητο. Περνά από κοντά σου τις μέρες αυτές η δόξα και η τιμή του Έλληνα, περνά η Λευτεριά, που δίνει το φως, τη δύναμη, τη χαρά. Περνά από κοντά σου η Λευτεριά. Την νοιώθεις, την χαίρεσαι. Μα ο σκλάβος δεν τη χαίρεται, δεν τη βλέπει …».
Την 1η Ιουνίου 1953, παραμονή της στέψης της βασίλισσας Ελισάβετ Β’, οι Άγγλοι υψώνουν την αγγλική σημαία στα Προπύλαια του Ιακώβειου Σταδίου της Πάφου. Σε μία ώρα ο Ευαγόρας (ήταν μόλις 15 ετών), συγκεντρώνει 3.000 μαθητές και πολίτες και όλοι μαζί αξιώνουν την απομάκρυνση των Άγγλων από το γήπεδο. Οι Άγγλοι αρνούνται να απομακρυνθούν. Ο Ευαγόρας σκαρφαλώνει στα προπύλαια, κατεβάζει την αγγλική σημαία και την πετά στα πλήθη. «Από την σημαία αυτή δεν ευρέθη ίχνος», σημειώνει ο πατέρας του. Οι εκδηλώσεις ματαιώνονται, αφού σημαίες, αγγλικά λιοντάρια-σύμβολα της αποικιοκρατίας, βρετανικοί θυρεοί, αγγλικά οικόσημα και εικόνες της βασίλισσας μετατράπηκαν σε θρύψαλα. Ο Ευαγόρας επιστρέφει στο σπίτι του αργά το βράδυ. Στην προτροπή του πατέρα του να είναι προσεκτικός απαντά: «Να πιάσει τα βρεγμένα της η Αγγλία και να φύγει. Τι θέλει στην Κύπρο;»
Τον Αύγουστο του 1955, ο Ευαγόρας συμμετέχει σε μαθητική εκδρομή στην Ελλάδα. Δακρυσμένος ανεβαίνει στον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως και γονυπετής καταθέτει δάφνινο στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Μαζί με τον Ευαγόρα είναι και ο Πετράκης Γιάλλουρος, ο Σημαιοφόρος μαθητής του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου, που στις 7 Φεβρουάριου 1956, θα δολοφονηθεί, εν ψυχρώ, αγκαλιά με την γαλανόλευκη από Άγγλο δεκανέα κατά τη διάρκεια μαθητικής διαδήλωσης στην οδό Ερμού της κατεχόμενης σήμερα πόλης της Αμμοχώστου. Να τι γράφει στις σημειώσεις του για αυτήν την εκδρομή:
- «Μόλις πάτησα το Άγιο χώμα της Ελλάδος, μία βαθειά συγκίνησις με κατακυρίευσε και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια μου, αφ’ ενός λόγω του ότι πατούσα στην Ελεύθερη Πατρίδα, αφ’ ετέρου διότι σκέφτηκα ότι η ιδιαιτέρα μας πατρίς Κύπρος έμενε υπόδουλη κάτω από τον βαρύ ζυγό των Άγγλων, ενώ έπρεπε να είναι κι αυτή ένα κομμάτι της Ελεύθερης Ελλάδος».
Στις 17 Νοεμβρίου 1955, οργανώνεται άλλη μια μαζική και ενθουσιώδης μαθητική διαδήλωση με επικεφαλής και πάλιν τον Ευαγόρα. Οι μαθητές υποστέλλουν και πυρπολούν την αγγλική σημαία του κυβερνητικού νοσοκομείου. Ο Ευαγόρας συλλαμβάνεται την ώρα που προσπαθεί να προστατεύσει συμμαθητή του που τον είχαν δεμένο και τον κτυπούσαν δύο Άγγλοι στρατιώτες και οδηγείται στο δικαστήριο. Παραδέχεται την κατηγορία για οχλαγωγία και ορίζεται η δίκη για τις 6 Δεκεμβρίου 1955. Την παραμονή της δίκης αφήνει το αποχαιρετιστήριο ποίημα-σάλπισμα του, στην έδρα της τάξης του:
- «Παλιοί συμμαθηταί !Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ …». Και πήρε μιαν ανηφοριά, και πήρε μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στην λευτεριά …
Η ανταρτική δράση του είναι γεμάτη με παράτολμες ενέργειες. Στις 18 Δεκεμβρίου 1956 μαζί με άλλους 2 συναγωνιστές του μετέφεραν όπλα και τρόφιμα στο βουνό. Ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με αγγλική περίπολο. Οι δυο σύντροφοι του Ευαγόρα καταφέρνουν να διαφύγουν, αλλά ο ίδιος συλλαμβάνεται. «Δεν ήθελε να τρέξει να φύγει και να δεχθεί μια σφαίρα στην πλάτη. Δεν ήθελε να τον πουν δειλό …», λέει η αδελφή του Μαρούλλα. Στην κατοχή του είχε ένα οπλοπολυβόλο Μπρεν γρασαρισμένο που δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και 3 γεμιστήρες. Οδηγείται στις φυλακές Λευκωσίας όπου βασανίζεται φρικτά. Γράφει μεταξύ άλλων στον γαμπρό του: «Την νύκτα με δένουν χειροπόδαρα σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι και χορεύουν επάνω μου, μέχρις ότου λιποθυμήσω. Και τότε μου βουτάνε το κεφάλι σ’ ένα κουβά γεμάτο κρύο νερό το κρατάνε εκεί βουτηγμένο, χωρίς να παίρνω αναπνοή, ώσπου να χάσω πάλιν τις αισθήσεις μου ….».
- Αλύγιστη μένει η ψυχή του και στη δίκη. Έχεις τίποτε να πεις, για να μην καταδικασθείς σε θάνατο; ρώτησε ο Άγγλος δικαστής. «Γνωρίζω ότι θα καταδικασθώ σε θάνατο, είπε ο Ευαγόρας, θα με κρεμάσετε, το ξέρω. Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, πού Ζητά τη Ελευθερία του. Εύχομαι να είμαι ο τελευταίος πού θ’ αντικρίσει την αγχόνη. Τίποτε άλλο!».
Μάταιες απέβησαν όλες οι προσπάθειες να αποτραπεί η εκτέλεση. Πρωτεργάτης και σημαιοφόρος της παγκόσμιας κατακραυγής για την καταδίκη του Παλληκαρίδη σε θάνατο, αλλά και της οικουμενικής εκστρατείας για να δοθεί χάρη στον έφηβο αντάρτη της Ε.Ο.Κ.Α. ήταν ο Αμερικανός Βουλευτής της πολιτείας Πενσυλβάνια των Η.Π.Α. Foulton. Η βασίλισσα Ελισάβετ προσπέρασε ασυγκίνητη όλες τις εκκλήσεις για απονομή χάρης… της Βουλής των Ελλήνων, προσωπικοτήτων διεθνούς κύρους, ακόμη και την έκκληση σαράντα βουλευτών του Εργατικού Κόμματος της Αγγλίας.
Η ψυχή του Ευαγόρα ήταν γεμάτη με την Ελλάδα. Ανέπνεε για την Ελλάδα, έφτιαχνε στίχους υπέροχους για την Ελλάδα, πέθανε για την Ελλάδα! Γράφει μεταξύ άλλων στο τελευταίο γράμμα του: « …Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να είναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλιν δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα ….».
- «Στείλε μία λαμπάδα στον Άη Γιώργη και αύριο στείλε την μητέρα μου να την δω και να μου φέρει και τον σταυρό μου …», ήταν τα τελευταία λόγια του Ευαγόρα προς τον πατέρα του που τον επισκέφθηκε την παραμονή του απαγχονισμού. Ήλθαν την επομένη οι γονείς. Για να αντικρίσουν τα παγερά βλέμματα του Άγγλου δεσμοφύλακα και των Τούρκων επικουρικών, που δεν τους επέτρεψαν να τον ασπασθούν για τελευταία φορά. Ούτε καν πριν τον απαγχονισμό: «Έτσι όριζε ο νόμος…»! Από την αδερφή του Γιωργούλα, ζητά να δώσουν στη μικρή του ξαδερφούλα που δεν πρόλαβε να βαφτίσει, το όνομα Ελευθερία, «για να θυμίζει εκείνην την οποία κάθε άνθρωπος ποθεί πιο πολύ απ’ όλα …». «Μη θρηνείς μάνα, πεθαίνω για την Ελλάδα», ήταν τα τελευταία λόγια που απηύθυνε προς την μητέρα του… «μου έλεγε αστεία και προσπαθούσε να με παρηγορήσει …», λέει η ίδια η μάνα του. Αρνείται να δώσει τον Σταυρό του στον ιερέα των φυλακών που τον κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων. Ήθελε να τον φορά στο λαιμό την ώρα του απαγχονισμού!
Λίγο μετά τα μεσάνυκτα της 13ης Μαρτίου 1957, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης αντικρίζει ευθυτενής την αγχόνη. Πιστός στις αρχές του πατριωτικού του καθήκοντος βάδισε με το χαμόγελο στα χείλη προς την αιωνιότητα. Στάθηκε απτόητος και ατάραχος κάτω από την αγχόνη και κοίταξε κατάματα το θάνατο. Κι ο θάνατος χαμογέλασε στο παλληκάρι όταν εκείνο χαμήλωνε το βλέμμα του, την ώρα της τελευταίας προσευχής. Πέρασε στο πάνθεον των αθανάτων του Έθνους των Ελλήνων ψάλλοντας τον Ύμνο προς την Ελευθερία του Διονυσίου Σολωμού. Έκτοτε παραμένει και θα παραμείνει στους αιώνες τω αιώνων παγκόσμιο σύμβολο Λευτεριάς. Σύμβολο αγώνα κάθε καταπιεζόμενου λαού.
Η βασίλισσα Ελισάβετ αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα του πατέρα του Μιλτιάδη, να του παραδοθεί η σορός του παιδιού του, για να ταφεί σύμφωνα με τις παραδόσεις και την πίστη της φυλής μας. Τάφηκε νύχτα, στα κρυφά, στις κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας…
Πηγή: Hellas Journal